40 Δόρατα

Βουνά υψώνονταν γύρω από την Γκαλίνα Κάσμπαν και μερικοί μεγάλοι λόφοι πίσω της. Μπροστά της, υπήρχαν χιονοσκέπαστες κορυφές και, πέρα από αυτές, άλλες, ακόμα ψηλότερες, αλλά η γυναίκα δεν έδινε σημασία σε τίποτε από αυτά. Οι πέτρες της πλαγιάς πλήγωναν τα γυμνά της πέλματα. Αγκομαχούσε, και τα πνευμόνια της ήταν έτοιμα να εκραγούν. Ο ήλιος πάνω από το κεφάλι της έκαιγε εδώ κι ατελείωτες μέρες, τσουρουφλίζοντας σχεδόν τον ιδρώτα που έτρεχε ποτάμι στο κορμί της. Οτιδήποτε πέρα από το να βάλει το ένα της πόδι μπροστά από το άλλο τής φαινόταν αδύνατον. Το παράξενο ήταν ότι, παρά τον ιδρώτα που έχυνε, στο στόμα της δεν υπήρχε ίχνος υγρασίας.

Ήταν Άες Σεντάι για λιγότερο από ενενήντα χρόνια, και τα μακριά μαύρα της μαλλιά δεν είχαν ακόμα γκριζάρει, αλλά τα τελευταία είκοσι σχεδόν ηγούνταν του Κόκκινου Άτζα. Κάποιες Κόκκινες αδελφές, μάλιστα, την αποκαλούσαν Υψηλοτάτη κατ' ιδίαν, ενώ άλλες τη θεωρούσαν σχεδόν ισότιμη με την Έδρα της Άμερλιν. Η αλήθεια όμως ήταν πως, τα τελευταία πέντε χρόνια που φορούσε το επώμιο, υπηρετούσε το Μαύρο Άτζα. Δεν αμελούσε τα καθήκοντά της στο Κόκκινο Άτζα, αλλά το Μαύρο Άτζα προείχε. Η θέση της στο Ανώτατο Συμβούλιο του Μαύρου Άτζα ήταν η αμέσως επόμενη από αυτή της Αλβιάριν, κι ήταν η μία εκ των τριών γυναικών που γνώριζαν το όνομα αυτής που ηγούνταν των μυστικών τους συνάξεων. Δεν είχε παρά να αναφέρει ένα όνομα σ' αυτές τις συνάξεις -το όνομα ενός βασιλιά, για παράδειγμα- κι ο κάτοχος του συγκεκριμένου ονόματος θεωρούνταν ήδη νεκρός. Είχε ήδη συμβεί με έναν βασιλιά και με μία βασίλισσα. Είχε συμβάλει στην καθαίρεση δύο Άμερλιν, είχε συμβάλει δύο φορές στο να μετατραπεί η ισχυρότερη γυναίκα του κόσμου σε ένα θλιβερό ερείπιο, πρόθυμο να ξεφουρνίσει όλα όσα ήξερε. Στην περίπτωση των Άμερλιν τα κανόνισε έτσι, ώστε να φανεί πως η μεν μία πέθανε στον ύπνο της, ενώ φρόντισε ώστε η άλλη να εκθρονιστεί και να σιγανευτεί. Τέτοιου είδους πράγματα, όπως κι η ανάγκη να εξολοθρεύει άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης, αποτελούσαν καθήκον της κι όχι πράξεις που την ευχαριστούσαν ιδιαίτερα, εκτός από το να καταφέρει να τις φέρει σε πέρας. Ωστόσο, απολάμβανε να ηγείται του κύκλου που είχε σιγανέψει τη Σιουάν Σάντσε. Όλα αυτά σήμαιναν πως η Γκαλίνα Κάσμπαν ανήκε στις πιο δυνατές, στις πιο ισχυρές. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό.

Τα πόδια της τρίκλισαν σαν φιντανάκια που λύγισαν, κι έπεσε κάτω βαριά, ανίκανη να απαλύνει το πέσιμό της με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα. Το πάλαι ποτέ λευκό και μεταξωτό ριχτό φόρεμα, το μόνο ρούχο που της είχε απομείνει, σκίστηκε ξανά, καθώς η γυναίκα γλίστρησε πάνω στα χαλαρά βράχια γδέρνοντας την μπορντούρα. Σταμάτησε πάνω σε ένα δέντρο και, με το πρόσωπο πιεσμένο πάνω στο έδαφος, την έπιασαν οι λυγμοί. «Πώς είναι δυνατόν;» γόγγυξε με βαριά φωνή. «Πώς είναι δυνατόν να μου συμβαίνουν αυτά;»

Ύστερα από λίγο, συνειδητοποίησε πως δεν είχε σηκωθεί ακόμα στα πόδια της. Άσχετα από το πόσο συχνά έπεφτε, δεν επιτρεπόταν να καθυστερεί. Ανασήκωσε το κεφάλι της, πασχίζοντας να διώξει τα δάκρυα.

Κάμποσες εκατοντάδες Αελίτισσες κάλυπταν την πλαγιά του βουνού, σκόρπιες ανάμεσα στα γυμνά δέντρα, κραδαίνοντας τα δόρατά τους και με τα πέπλα, που ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να σηκώσουν, να κρέμονται στα στήθη τους. Η Γκαλίνα είχε μια τάση να ξεσπάσει σε γέλια. Κόρες. Αυτές οι τερατώδεις γυναίκες αποκαλούνταν Κόρες. Μακάρι να μπορούσε να γελάσει. Αν μη τι άλλο, δεν υπήρχαν άντρες ανάμεσά τους - κάτι ήταν κι αυτό. Οι άντρες την έκαναν να ανατριχιάζει από αηδία, κι αν κάποιος από δαύτους την έβλεπε έτσι, μισόγυμνη σχεδόν...

Το ανήσυχο βλέμμα της αναζήτησε τη Θεράβα, αλλά οι πιο πολλές από τις εβδομήντα σχεδόν Σοφές ήταν μαζεμένες δίπλα-δίπλα, κοιτώντας κάτι πάνω από την πλαγιά κι εμποδίζοντας το οπτικό της πεδίο. Ένα μουρμουρητό φωνών ακουγόταν από αυτές που βρίσκονταν πιο μπροστά. Ίσως οι Σοφές να έκαναν συμβούλιο για κάποιο θέμα. Σοφές. Ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικές στο να τη διδάξουν τα σωστά τους ονόματα. Δεν ήταν απλώς Αελίτισσες, ούτε αδέσποτες. Μπορούσαν να αισθανθούν, να μυρίσουν σχεδόν, την περιφρόνηση εκ μέρους της όσο καλά κι αν την έκρυβε. Βέβαια, δεν χρειάζεται να κρύψεις κάτι που, έτσι κι αλλιώς, σου αποσπάνε με το ζόρι.

Οι περισσότερες Σοφές κοιτούσαν μακριά, αλλά όχι όλες. Η λάμψη του σαϊντάρ κύκλωνε μια νεαρή χαριτωμένη κοκκινομάλλα με καλοσχηματισμένο στόμα που κοιτούσε την Γκαλίνα με τα μεγάλα κι έντονα γαλάζια της μάτια. Ίσως ως ένδειξη καταφρόνιας διάλεξαν την πιο αδύναμη ανάμεσά τους για να τη θωρακίσει σήμερα. Η Μικάρα δεν ήταν ακριβώς ασθενική όσον αφορούσε στη Δύναμη -καμιά τους δεν ήταν σ’ αυτόν τον τομέα- αλλά όση επιδεξιότητα κι αν διέθετε, η Γκαλίνα είχε τη δυνατότητα να διαπεράσει τη θωράκισή της με ελάχιστη προσπάθεια. Ένας μυς στο μάγουλό της πετάρισε ανεξέλεγκτα. Πάντα της συνέβαινε αυτό όταν ετοιμαζόταν να αποδράσει. Την πρώτη φορά δεν τα πήγε καλά. Τη δεύτερη... Ρίγησε και συγκρατήθηκε για να μην ξεσπάσει ξανά σε λυγμούς. Δεν σκόπευε να προσπαθήσει τίποτα, αν δεν ήταν σίγουρη για την επιτυχία. Απολύτως σίγουρη.

Ο κυρίως όγκος των Σοφών διαχωρίστηκε, κι οι ματιές τους στράφηκαν προς τη Θεράβα, καθώς η γερακόμορφη γυναίκα προχώρησε προς το μέρος της Γκαλίνα. Ξαφνικά, αγκομαχώντας γεμάτη ανησυχία για άλλη μια φορά, η Γκαλίνα πάσχισε να σταθεί στα πόδια της. Με τα χέρια δεμένα και τους μυς της άτονους, το μόνο που κατάφερε ήταν να στηριχθεί στα πόδια της, όταν η Θεράβα έσκυψε από πάνω της, με το περιδέραιο από φίλντισι και χρυσάφι να κροταλίζει μαλακά. Γράπωσε την Γκαλίνα από τα μαλλιά και τράβηξε απότομα το κεφάλι της προς τα πίσω. Ψηλότερη από τους περισσότερους άντρες, δεν δυσκολεύτηκε να κάνει το ίδιο πράγμα ακόμα κι όταν στάθηκαν όρθιες. Λύγισε με οδυνηρό τρόπο τον λαιμό της Γκαλίνα, για να την κάνει να κοιτάξει κατάματα τις Σοφές. Η Θεράβα ήταν κάπως ισχυρότερη από την ίδια στη Δύναμη, κάτι που συνέβαινε με λίγες γυναίκες, αλλά δεν ήταν αυτό που έκανε την Γκαλίνα να τρέμει. Τα ψυχρά και βαθιά γαλανά μάτια που καρφώθηκαν στα δικά της έμοιαζαν να την κρατούν ακόμα πιο δυνατά από το στιβαρό χέρι. Ήταν λες και ξεγύμνωναν την ψυχή της το ίδιο εύκολα όσο τη χειριζόταν η Σοφή. Δεν τις είχε ικετεύσει ακόμα, ούτε κι όταν την ανάγκασαν να περπατάει όλη μέρα χωρίς γουλιά νερό, ούτε όταν την υποχρέωσαν να τις ακολουθήσει καθώς έτρεχαν επί ώρες, ούτε καν όταν τα ραβδιά τους την έκαναν να σκούξει. Το άπονο πρόσωπο της Θεράβα, που την κοιτούσε ασυγκίνητη, την έκανε να θέλει να εκλιπαρήσει. Μερικές φορές ξυπνούσε τη νύχτα, δεμένη σφικτά και τεντωμένη ανάμεσα στους τέσσερις πασσάλους που την είχαν δέσει, κι άρχιζε να κλαψουρίζει, επηρεασμένη από διάφορα όνειρα που της έδειχναν πως όλη της τη ζωή θα την περνούσε κάτω από την εξουσία της Θεράβα.

«Ήδη καταρρέει», είπε η Σοφή με φωνή πέτρινη. «Βρέξτε την και φέρτε την εδώ». Γύρισε και τακτοποίησε την εσάρπα της, ξεχνώντας την Γκαλίνα Κάσμπαν μέχρι να την καλέσει ξανά. Για τη Θεράβα, η Γκαλίνα Κάσμπαν ήταν πιο ασήμαντη κι από αδέσποτο σκυλί.

Η Γκαλίνα δεν έκανε καμιά προσπάθεια να σηκωθεί. Είχε «βραχεί» αρκετές φορές μέχρι τώρα. Ήταν ο μόνος τρόπος να την αφήσουν να πιει νερό. Λαχταρώντας λίγη δροσιά, δεν προέβαλε την παραμικρή αντίσταση όταν κάποια κοντόχοντρη Κόρη την έπιασε από το μαλλί, όπως η Θεράβα, και της τράβηξε πίσω το κεφάλι. Απλά άνοιξε το στόμα της όσο πιο πολύ μπορούσε. Μια άλλη Κόρη, με ένα ζαρωμένο σημάδι που διέτρεχε τη μύτη της κι έφτανε μέχρι το μάγουλό της, έγειρε ένα πέτσινο παγούρι πάνω από το στόμα της κι άφησε αργά λίγες σταγόνες νερό να κυλήσουν στον διψασμένο οισοφάγο της Γκαλίνα. Το νερό ήταν άνοστο και χλιαρό. Υπέροχο. Το κατάπινε με αντανακλαστικές κινήσεις, αδέξια, κρατώντας τα σαγόνια της διάπλατα ανοικτά. Όσο λαχταρούσε να πιει νερό, άλλο τόσο ήθελε να μετακινήσει το πρόσωπό της κάτω από αυτή τη λεπτή ροή, να την αφήσει να τρέξει πάνω στα μάγουλα και το μέτωπό της. Αντί γι' αυτό όμως, κράτησε το πρόσωπό της σταθερό, έτσι ώστε κάθε σταγόνα να πάει κατευθείαν στον λαιμό της. Το να σκορπίσει νερά τριγύρω ήταν αρκετή αιτία για ξυλοκόπημα. Την είχαν ήδη ξυλοφορτώσει μέσα σε ένα ρυάκι έξι πόδια πλατύ, επειδή είχε αφήσει μια ολόκληρη γουλιά νερό να τρέξει κάτω από το σαγόνι της.

Όταν τελικά το παγούρι τραβήχτηκε από κοντά της, η κοντόχοντρη Κόρη την έστησε στα πόδια της τραβώντας την από τους σφιχτοδεμένους αγκώνες της. Η Γκαλίνα γόγγυξε. Οι Σοφές τραβούσαν τις φούστες με τα χέρια τους, αποκαλύπτοντας τα πόδια τους λίγο πιο πάνω από τις μαλακές μπότες που τους έφταναν μέχρι το γόνατο. Δεν ήταν δυνατόν να τρέξουν ξανά. Όχι σε αυτά τα βουνά.

Οι Σοφές προχώρησαν με δρασκελιές, εξίσου εύκολα σαν να κινούνταν σε επίπεδο έδαφος. Κάποια από τις Κόρες χτύπησε την Γκαλίνα με ένα ραβδί στο πίσω μέρος των γοφών της κι αυτή παραπάτησε σε μια απομίμηση τρεξίματος, με την κοντόχοντρη Κόρη να τη μισοσέρνει. Το ραβδί χαράκωνε τα πόδια της όποτε σκόνταφτε. Αν η πορεία αυτή συνεχιζόταν όλη την ημέρα, θα έκαναν βάρδιες. Η μία Κόρη θα χειριζόταν τη βέργα κι η άλλη θα την έσερνε. Αγκομαχώντας στις τραχιές πλαγιές, γλιστρώντας σχεδόν, η Γκαλίνα πάσχιζε να τρέξει. Μια καστανόξανθη γάτα των βουνών με καφετιές ραβδώσεις, βαρύτερη από έναν άντρα, γρύλισε προς το μέρος τους από μια βραχώδη προεξοχή πάνω από τα κεφάλια τους. Ήταν θηλυκή, γιατί της έλειπαν οι τούφες από τα αυτιά κι είχε φαρδιές παρειές. Η Γκαλίνα ήθελε να της φωνάξει να φύγει πριν την πιάσει η Θεράβα. Η Αελίτισσα προσπέρασε το ζώο που εξακολουθούσε να γρυλίζει δίχως να του δώσει την παραμικρή σημασία, κι η Γκαλίνα έκλαψε από ζήλια για την ελευθερία της γάτας.

Ήξερε βέβαια πως με την πάροδο του χρόνου θα την έσωζαν. Ο Πύργος δεν θα επέτρεπε να μείνει αιχμαλωτισμένη για πολύ καιρό μια αδελφή. Η Ελάιντα δεν θα άφηνε μια Κόκκινη να παραμείνει κρατούμενη. Ήταν σίγουρο πως η Αλβιάριν θα έστελνε κάποια ομάδα διάσωσης. Κάποιος θα βρισκόταν, οποιοσδήποτε, να τη σώσει από τούτα εδώ τα τέρατα, ειδικά από τη Θεράβα. Ήταν έτοιμη να υποσχεθεί τα πάντα για την απελευθέρωσή της και, μάλιστα, να τηρήσει τον λόγο της. Με το που είχε μπει στις τάξεις του Μαύρου Άτζα, απελευθερώθηκε από τις δεσμεύσεις των Τριών Όρκων, τους οποίους αντικατέστησε με μια καινούργια τριάδα, αλλά προς το παρόν δεν θα είχε πρόβλημα να κρατήσει τις υποσχέσεις της από τη στιγμή που αυτές θα τη διέσωζαν. Οποιαδήποτε υπόσχεση, σε όποιον κι αν την έσωζε. Ακόμα κι αν ήταν άντρας.

Μέχρι να φτάσουν σε κάποιες χαμηλές σκηνές, τα σκούρα χρώματα των οποίων, όπως της γάτας προηγουμένως, χάνονταν στις δασωμένες λοφοπλαγιές, η Γκαλίνα υποστηριζόταν από δύο Κόρες που, ουσιαστικά, την έσερναν. Φωνές υψώθηκαν στον αέρα από κάθε μεριά, χαρούμενες φωνές που χαιρετούσαν τη συνοδεία, αλλά η Γκαλίνα σερνόταν ακόμα πίσω από τις Σοφές, όλο και βαθύτερα στον καταυλισμό, τρέχοντας και σκουντουφλώντας παντού.

Δίχως την παραμικρή προειδοποίηση, τα χέρια που τη βάσταζαν την άφησαν κι αυτή έπεσε μπρούμυτα κι έμεινε εκεί, με τη μύτη της μέσα στις βρωμιές και τα νεκρά φύλλα, ρουφώντας αέρα από το ορθάνοιχτο στόμα της. Έβηξε πάνω σε ένα κομμάτι φύλλο, αλλά ήταν πολύ αδύναμη για να στρέψει το κεφάλι της. Το αίμα βροντοκοπούσε μέσα στα αυτιά της, αλλά, σιγά-σιγά, άρχισε να ακούει διάφορες φωνές και να ξεχωρίζει λέξεις. «...Με την ησυχία σου, Θεράβα», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, πολύ γνώριμη. «Εννέα μέρες. Έχουμε επιστρέψει εδώ και καιρό».

Εννέα μέρες; Η Γκαλίνα κούνησε το κεφάλι της, τρίβοντας το πρόσωπό της στο έδαφος. Από τότε που οι Αελίτες χτύπησαν το άλογό της, οι μνήμες της είχαν ανακατωθεί κι οι μέρες είχαν γίνει ένα μείγμα αναμνήσεων δίψας, τρεχάλας και ξύλου, αλλά δεν μπορούσαν όλα αυτά να είχαν γίνει σε εννέα μέρες μόνο. Σίγουρα θα είχαν περάσει βδομάδες, ίσως και πάνω από μήνας.

«Φέρτε τη μέσα», ακούστηκε να λέει ανυπόμονα η οικεία φωνή.

Χέρια την τράβηξαν και την έσπρωξαν για να προχωρήσει, αναγκάζοντάς την να σκύψει, για να περάσει από την είσοδο μιας τεράστιας σκηνής που υψωνόταν μπροστά της. Την πέταξαν πάνω σε στοιβάδες χαλιών, στην άκρη ενός γαλαζοκόκκινου Δακρυνού λαβυρίνθου που επικάλυπτε φανταχτερά λουλούδια κάτω από τη μύτη της. Ανασήκωσε το κεφάλι της με δυσκολία.

Στην αρχή, δεν είδε τίποτα άλλο πέρα από τη Σεβάνα καθισμένη σε ένα μεγάλο και φουντωτό κίτρινο μαξιλάρι. Τη Σεβάνα, με τα μαλλιά που έμοιαζαν με πλεχτό ατόφιο χρυσάφι και τα διαυγή σμαραγδένια μάτια. Τη δόλια Σεβάνα, που είχε δώσει τον λόγο της πως θα αποσπούσε την προσοχή με μια επιδρομή στην Καιρχίν, αλλά μετά καταπάτησε την υπόσχεσή της προσπαθώντας να ελευθερώσει τον αλ'Θόρ. Τη Σεβάνα, που, αν μη τι άλλο, θα την αποσπούσε από την αρπάγη της Θεράβα.

Πάλεψε να σηκωθεί στα γόνατα, και συνειδητοποίησε για πρώτη φορά πως υπήρχε κι άλλος κόσμος στη σκηνή. Η Θεράβα καθόταν πάνω σε ένα μαξιλάρι δεξιά της Σεβάνα, στην κορυφή μιας καμπύλης που σχημάτιζαν οι σειρές των Σοφών, δεκατέσσερις γυναίκες με την ικανότητα της διαβίβασης, αν κι η Μικάρα, που εξακολουθούσε να την κρατάει θωρακισμένη, στεκόταν όρθια στη βάση του σχηματισμού. Οι μισές από δαύτες ανήκαν στις Σοφές που την είχαν αιχμαλωτίσει με περιφρονητική ευκολία. Ποτέ πια δεν θα ήταν τόσο απρόσεκτη απέναντι στις Σοφές. Ποτέ. Άντρες και γυναίκες, κοντοί και κατάχλωμοι, φορώντας λευκές ρόμπες κινούνταν πίσω από τις Σοφές, προσφέροντας χρυσούς κι ασημένιους δίσκους γεμάτους με μικρά φλιτζάνια χωρίς να λένε λέξη, ενώ υπήρχαν κι άλλοι που έκαναν ακριβώς το ίδιο στην άλλη μεριά της σκηνής, όπου μια γκριζομάλλα με Αελίτικο πανωφόρι και παντελόνι σε καφετί και γκρίζο χρώμα στεκόταν αριστερά της Σεβάνα, επικεφαλής μιας παράταξης δώδεκα Αελιτών με πέτρινα πρόσωπα. Άντρες. Δεν φορούσε τίποτα παραπάνω από ένα ριχτό φόρεμα, σκισμένο κι ανοιγμένο σε διάφορα σημεία. Η Γκαλίνα έσφιξε τα δόντια της, για να καταπνίξει μια κραυγή, κι ίσιωσε την πλάτη της, πασχίζοντας να μη δείξει πως ήθελε να βυθιστεί στα παχιά χαλιά για να κρυφτεί από αυτά τα ψυχρά αντρικά βλέμματα.

«Φαίνεται πως οι Άες Σεντάι μπορούν να λένε ψέματα», είπε η Σεβάνα, κι η Γκαλίνα χλώμιασε. Δεν ήταν δυνατόν να ήξερε κάτι αυτή η γυναίκα. Δεν ήταν δυνατόν. «Υποσχέθηκες πολλά, Γκαλίνα Κάσμπαν, αλλά δεν κράτησες τις υποσχέσεις σου. Πίστεψες πως θα μπορούσες να δολοφονήσεις μια Σοφή και να ξεφύγεις από τα δόρατά μας;»

Για μια στιγμή, η ανακούφιση πάγωσε τη γλώσσα της Γκαλίνα. Η Σεβάνα δεν γνώριζε τίποτα για το Μαύρο Άτζα. Αν δεν είχε εγκαταλείψει το Φως εδώ και καιρό, θα του πρόσφερε μια ευχαριστία. Ναι μεν, η ανακούφιση ακινητοποίησε τη γλώσσα της, αλλά αισθάνθηκε και μια αμυδρή υποψία αγανάκτησης. Επιτέθηκαν στις Άες Σεντάι και θύμωσαν επειδή μερικές από δαύτες πέθαναν; Αγανακτούσε, αλλά αυτή η αγανάκτηση δεν μπορούσε να φουντώσει. Σε τελική ανάλυση, τα γεγονότα που είχε διαστρεβλώσει η Σεβάνα ήταν ένα τίποτα συγκρινόμενα με τα βάσανα που είχε υποστεί η ίδια τόσες μέρες στα χέρια της Θεράβα. Ένα πονεμένο κρώξιμο που έμοιαζε με γέλιο ξεπήδησε στον λαιμό της μόλις αναλογίστηκε τον παραλογισμό του πράγματος. Ο λαιμός της ήταν ολότελα ξερός.

«Να είσαστε ευγνώμονες που μερικές από σας ζείτε ακόμα», κατάφερε να πει ανάμεσα στους σπασμούς του ξερού της γέλιου. «Ακόμα και τώρα, δεν είναι πολύ αργά να διορθώσεις τα λάθη σου, Σεβάνα». Καταβάλλοντας προσπάθεια, κατάφερε να καταπιεί την αξιοθρήνητη ιλαρότητα προτού αυτή μετατραπεί σε δάκρυα. «Όταν επιστρέψω στον Λευκό Πύργο, θα θυμάμαι όσους με βοήθησαν». Ήθελε να προσθέσει, «κι αυτούς που έκαναν το αντίθετο», αλλά το ακλόνητο βλέμμα της Θεράβα έστελνε κύματα φόβου μέσα της. Απ' όσο ήξερε, η Θεράβα εξακολουθούσε να έχει το ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει. Θα υπήρχε σίγουρα κάποιος τρόπος να παρακινήσει τη Σεβάνα να... πάρει τον έλεγχο από τα χέρια της. Όχι πως αυτό θα ήταν υπέρ της, αλλά οτιδήποτε ήταν καλύτερο από τη Θεράβα. Η Σεβάνα ήταν φιλόδοξη κι άπληστη. Κοιτούσε βλοσυρά την Γκαλίνα, αλλά το βλέμμα της έπεσε και στο ίδιο της το χέρι κι ένα φευγαλέο χαμόγελο θαυμασμού χάραξε το πρόσωπό της καθώς κοίταξε τα δαχτυλίδια με τα μεγάλα σμαράγδια και ζαφείρια. Στα μισά της δάχτυλα φορούσε δαχτυλίδια, ενώ τα περιδέραια με τα μαργαριτάρια, τα ρουμπίνια και τα διαμάντια, αντάξια οποιασδήποτε βασίλισσας, έπεφταν σαν κουρτίνες στο φουσκωτό της στήθος. Δεν θα μπορούσε ποτέ να εμπιστευτεί τη Σεβάνα, αλλά ίσως να μπορούσε να την εξαγοράσει. Η Θεράβα ήταν μια δύναμη της φύσης. Δεν μπορείς να εξαγοράσεις τον κατακλυσμό ή τη χιονοστιβάδα. «Πιστεύω πως θα κάνεις το σωστό, Σεβάνα», αποτελείωσε την πρότασή της. «Ο Λευκός Πύργος αμείβει καλά όσους διάκεινται φιλικά απέναντι του».

Για κάμποση ώρα επικράτησε σιωπή, και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ψίθυρος από τις λευκές ρόμπες των υπηρετών που μετέφεραν τους δίσκους. Μετά...

«Είσαι μία ντα'τσάνγκ», είπε η Σεβάνα, κι η Γκαλίνα βλεφάρισε. Την περιφρονούσαν, άραγε; Βέβαια, είχαν κάνει ήδη φανερή την καταφρόνια τους, αλλά για ποιο λόγο...;

«Είσαι μία ντα'τσάνγκ», τόνισε μια στρογγυλοπρόσωπη Σοφή, άγνωστη στην Γκαλίνα, και μια γυναίκα κάπως ψηλότερη από τη Θεράβα επανέλαβε: «Είσαι μία ντα'τσάνγκ».

Το γερακόμορφο πρόσωπο της Θεράβα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι σκαλισμένο πάνω σε ξύλο, κι ωστόσο τα μάτια της, καρφωμένα πάνω στην Γκαλίνα, έλαμπαν γεμάτα κατηγόρια. Η Γκαλίνα αισθάνθηκε καρφωμένη στη θέση της, στο σημείο που είχε γονατίσει, ανίκανη να κινήσει τον παραμικρό μυώνα της. Έμοιαζε με υπνωτισμένο πουλί που παρακολουθεί το ερπετό να γλιστράει ολοένα προς το μέρος του. Κανείς στο παρελθόν δεν την είχε κάνει να νιώσει έτσι. Κανείς.

«Τρεις Σοφές μίλησαν». Το γεμάτο ικανοποίηση χαμόγελο της Σεβάνα ήταν σχεδόν ευπρόσδεκτο, ενώ το πρόσωπο της Θεράβα παρέμενε άκαμπτο. Η γυναίκα δεν αρεσκόταν σε αυτό που είχε συμβεί, κι ήταν σίγουρο πως κάτι είχε συμβεί, άσχετα αν η Γκαλίνα δεν είχε ιδέα τι ήταν. Φαίνεται πάντως πως είχε απαλλαγεί από τη Θεράβα, κι αυτό ήταν υπεραρκετό προς το παρόν. Υπεραρκετό.

Όταν ο Κόρες έκοψαν τα δεσμά της και της φόρεσαν με το ζόρι μια μαύρη μάλλινη ρόμπα, η Γκαλίνα αισθάνθηκε τόσο ευγνώμων, ώστε δεν νοιάστηκε επειδή έσκισαν ό,τι είχε απομείνει από το ριχτό της φόρεμα μπροστά στους άντρες με τις παγερές ματιές. Το χοντρό μάλλινο ήταν υπερβολικά ζεστό, της προκαλούσε φαγούρα και τριβόταν δυσάρεστα πάνω στο δέρμα της, ωστόσο το ένιωθε επάνω της σαν μετάξι. Παρά το ότι η Μικάρα εξακολουθούσε να την έχει θωρακισμένη, η Γκαλίνα θα γελούσε καθώς οι Κόρες την οδηγούσαν εκτός σκηνής. Όμως, λίγη ώρα μετά η επιθυμία αυτή είχε εξαφανιστεί ολότελα κι άρχισε να αναρωτιέται αν θα είχε κανένα όφελος να πέσει στα πόδια της Σεβάνα και να την παρακαλέσει. Και θα το έκανε, εφ' όσον θα μπορούσε να φτάσει στο σημείο που βρισκόταν η γυναίκα, μια κι η Μικάρα τής είχε καταστήσει σαφές πως απαγορευόταν να πάει σε μη επιτρεπτό μέρος, ή να μιλήσει χωρίς να της απευθύνουν τον λόγο.


Με τα χέρια σταυρωμένα, η Σεβάνα κοιτούσε την Άες Σεντάι, την ντα'τσάνγκ, να κατεβαίνει τρικλίζοντας τη βουνοπλαγιά και να σταματά δίπλα σε μια Κόρη που καθόταν ανακούρκουδα και κρατούσε ένα ραβδί, για να της παραδώσει την πέτρα σε μέγεθος κεφαλιού που κουβαλούσε. Η μαύρη κουκούλα στράφηκε για μια στιγμή προς την κατεύθυνση της Σεβάνα, αλλά η ντα'τσάνγκ έσκυψε γρήγορα, για να πιάσει άλλη μια μεγάλη πέτρα και να τη φέρει λαχανιάζοντας πενήντα βήματα πιο κάτω, στο σημείο που την περίμεναν η Μικάρα με μία άλλη Κόρη. Άφησε κι αυτήν την πέτρα, πήρε μια άλλη κι επανέλαβε την ίδια διαδικασία. Ανέκαθεν οι ντα'τσάνγκ ένιωθαν ντροπή όταν αναγκάζονταν να κάνουν άχρηστες δουλειές. Εκτός κι αν ήταν μεγάλη ανάγκη, η γυναίκα δεν επιτρεπόταν να κουβαλήσει ούτε ένα ποτήρι νερό, ωστόσο ο αναίτιος μόχθος θα γέμιζε τις ώρες της μέχρι που να ξεχείλιζε από αισχύνη. Ο ήλιος δεν είχε σκαρφαλώσει ακόμα ψηλά κι είχε κάμποσες μέρες μπροστά της.

«Δεν πίστευα ποτέ πως θα κατηγορούσε η ίδια τον εαυτό της», είπε η Ριάλ που στεκόταν πάνω από τον ώμο της Σεβάνα. «Η Έφαλιν κι οι υπόλοιπες είναι σίγουρες πως την άκουσαν να ομολογεί ότι σκότωσε την Ντεσαίν».

«Είναι δικιά μου, Σεβάνα», είπε η Θεράβα με το σαγόνι σφιγμένο. Θα μπορούσε να πάρει στην κατοχή της τη γυναίκα, αλλά μια ντα'τσάνγκ δεν ανήκε σε κανέναν. «Σκόπευα να την ντύσω με τα μεταξωτά φορέματα των γκαϊ'σάιν», μουρμούρισε. «Τι νόημα έχει αυτό, Σεβάνα; Εγώ περίμενα να γίνει καυγάς για το αν θα της κόψουμε τον λαιμό ή όχι».

Η Ριάλ τίναξε το κεφάλι της κι έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στη Σεβάνα. «Η Σεβάνα σκοπεύει να της σπάσει το ηθικό. Συζητήσαμε εκτενώς για το τι θα έπρεπε να κάνουμε στην περίπτωση που συλλαμβάναμε μια Άες Σεντάι. Η Σεβάνα επιθυμεί η εξημερωμένη Άες Σεντάι να φοράει λευκά και να την υπηρετεί. Πάντως, ακόμα και μια Άες Σεντάι στα μαύρα κάνει τη δουλειά της».

Η Σεβάνα μετακίνησε την εσάρπα της, νευριασμένη με τον τόνο της φωνής της άλλης γυναίκας. Δεν ήταν ακριβώς ειρωνικός, αλλά ήταν φως φανάρι πως ήθελε να χρησιμοποιήσει με κάποιον τρόπο την ικανότητα της Άες Σεντάι να διαβιβάζει σαν να ανήκε στη Σεβάνα. Θα μπορούσε και να γίνει. Δύο γκαϊ'σάιν προσπέρασαν τις τρεις Σοφές κουβαλώντας ένα μεγάλο μπαούλο με μπρούντζινους ιμάντες. Κοντοί και χλωμοί, σύζυγοι προφανώς, ήταν κάποτε Άρχοντας κι Αρχόντισσα στις περιοχές των δενδροφονιάδων. Το ζεύγος υποκλίθηκε με σεβασμό που δεν θα έδειχνε κανείς Αελίτης ντυμένος στα άσπρα. Τα σκοτεινά τους μάτια αντανακλούσαν περισσότερο τον φόβο για το αν θα τους μιλούσαν άσχημα παρά για το αν θα τους ράβδιζαν. Οι υδρόβιοι μπορούσαν να εξημερωθούν όπως τα άλογα.

«Η γυναίκα έχει ήδη δαμαστεί», μούγκρισε η Θεράβα. «Την κοίταξα στα μάτια. Δεν είναι παρά ένα πουλάκι που πεταρίζει και φοβάται να πετάξει».

«Μέσα σε εννέα μόλις μέρες;» είπε η Ριάλ δύσπιστα, κι η Σεβάνα κούνησε το κεφάλι της ζωηρά.

«Είναι μία Άες Σεντάι, Θεράβα. Παρατήρησες κι η ίδια πόσο χλώμιασε όταν την κατηγόρησα. Την άκουσες που γελούσε μιλώντας για τις δολοφονίες των Σοφών». Έκανε έναν ήχο γεμάτο οργή και τσατίλα. «Την άκουσες που μας απειλούσε». Η γυναίκα ήταν εξίσου πανούργα με τους δενδροφονιάδες. Μιλούσε για ανταμοιβές κι έμμεσες απειλές σε περίπτωση που δεν υπήρχαν αυτές οι ανταμοιβές. Τι να περιμένει, όμως, κανείς από μια Άες Σεντάι; «Θα μας πάρει καιρό να τη δαμάσουμε, αλλά η συγκεκριμένη Άες Σεντάι θα μας ικετεύει στο τέλος, ακόμα κι αν έχει περάσει ένας ολόκληρος χρόνος». Από τη στιγμή που θα έκανε κάτι τέτοιο... Οι Άες Σεντάι, φυσικά, δεν μπορούσαν να πουν ψέματα. Περίμενε πως η Γκαλίνα θα αρνιόταν τις κατηγορίες. Άπαξ κι ορκίστηκε να υπακούει...

«Αν θέλεις να αναγκάσεις μια Άες Σεντάι να σε υπακούσει», ακούστηκε μια αντρική φωνή, πίσω τους, «αυτό εδώ ίσως βοηθήσει».

Η Σεβάνα στράφηκε καχύποπτη κι αντίκρισε τον Κάνταρ να στέκεται πίσω της. Πλάι του υπήρχε μια γυναίκα —μια Άες Σεντάι- η Μαΐσια. Αμφότεροι ήταν ντυμένοι με μαύρο μετάξι κι όμορφες δαντέλες, όπως ακριβώς έξι μέρες πριν, κι ο καθένας είχε ένα ογκώδες σακί που κρεμόταν από τον ώμο τους με ένα λουρί. Ο Κάνταρ κρατούσε στο σκούρο του χέρι μια απαλή άσπρη ράβδο ύψους ενός ποδός.

«Πώς έφτασες μέχρι εδώ;» ρώτησε απαιτητικά η γυναίκα, σφίγγοντας τα χείλη της θυμωμένη. Ήταν προφανές πως είχε έρθει με τον ίδιο τρόπο, όπως και προηγουμένως. Απλώς, η Σεβάνα ξαφνιάστηκε που τον είδε στον καταυλισμό. Άρπαξε τη λευκή ράβδο που της πρόσφερε κι, όπως πάντα, ο άντρας έκανε ένα βήμα πίσω, βγαίνοντας εκτός της εμβέλειάς της. «Γιατί ήρθες;» ρώτησε, διορθώνοντας την προηγούμενη ερώτησή της. «Τι είναι αυτό;» Κάπως λεπτότερη από τον βραχίονά της, η ράβδος ήταν μαλακή, εκτός από μερικά παράξενα χυτά σύμβολα που ήταν χαραγμένα στη μια επίπεδη άκρη. Δεν έμοιαζε τόσο με φίλντισι, ούτε με γυαλί, και ήταν πολύ κρύα στην αφή.

«Θα μπορούσες να την αποκαλέσεις Ράβδο των Όρκων», είπε ο Κάνταρ, δείχνοντας τα δόντια του σε κάτι που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως χαμόγελο. «Μόλις χτες έπεσε στα χέρια μου και σε σκέφτηκα αμέσως».

Η Σεβάνα έσφιξε τα χέρια της πάνω στη ράβδο για να μην την πετάξει μακριά. Ο καθένας ήξερε τι μπορούσε να κάνει η Ράβδος των Όρκων των Άες Σεντάι. Προσπαθώντας να μην το σκέφτεται καν, πόσω μάλλον να το κουβεντιάζει, την πέρασε πίσω από τη ζώνη της κι αποτράβηξε τα χέρια της.

Η Ριάλ κοίταξε συνοφρυωμένη τη ράβδο στη μέση της Σεβάνα κι η ψυχρή της ματιά ανασηκώθηκε αργά προς το πρόσωπο της γυναίκας. Η Θεράβα τακτοποίησε την εσάρπα της, με τα περιδέραια να αφήνουν έναν ήχο κροταλιστό, κι ένα σκληρό αλλά αδρό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της. Καμιά τους δεν θα είχε ποτέ την ευκαιρία να αγγίξει τη ράβδο, ίσως και καμία από τις Σοφές. Ωστόσο, υπήρχε ακόμα το θέμα της Γκαλίνα Κάσμπαν. Μια μέρα θα ομολογούσε.

Η Μαΐσια με τα κορακίσια μάτια, λίγο πιο πίσω από τον Κάνταρ, χαμογέλασε εξίσου αχνά με τη Θεράβα. Είχε δει και καταλάβαινε. Για υδρόβια, ήταν υπερβολικά παρατηρητική.

«Έλα», είπε η Σεβάνα στον Κάνταρ. «Θα πιούμε τσάι στη σκηνή μου». Δεν σκόπευε να μοιραστεί το νερό μαζί του. Ανασήκωσε τη φούστα της και ξεκίνησε να ανεβαίνει την πλαγιά.

Προς μεγάλη της έκπληξη, εξίσου παρατηρητικός ήταν κι ο Κάνταρ. «Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να βάλεις την Άες Σεντάι» -ένα απότομο μειδίαμα χαράχτηκε στο πρόσωπό του καθώς περπατούσε άνετα δίπλα της, με τα μεγάλα του κανιά, αποκαλύπτοντας την οδοντοστοιχία του προς το μέρος της Ριάλ και της Θεράβα- «ή οποιαδήποτε άλλη γυναίκα με την ικανότητα της διαβίβασης, να κρατήσει τη ράβδο και να πει όποια υπόσχεση επιθυμείς, ενώ κάποια άλλη θα διαβιβάζει λίγο Πνεύμα στον αριθμό. Όσον αφορά τα σημάδια στην άκρη της ράβδου», πρόσθεσε, ανασηκώνοντας προσβλητικά τα φρύδια του, «μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις για να την ελευθερώσεις, αλλά είναι κάπως οδυνηρό. Ή έτσι μου φαίνεται, τουλάχιστον».

Τα δάχτυλα της Σεβάνα άγγιξαν ελαφρά τη ράβδο. Αποτελούνταν πιότερο από γυαλί παρά από φίλντισι κι ήταν πολύ κρύα. «Μόνο με γυναίκες λειτουργεί;» Πέρασε στο εσωτερικό της σκηνής πριν από εκείνον. Οι Σοφές κι οι ηγήτορες της κοινωνίας των πολεμιστών είχαν φύγει, αλλά παρέμεναν μια ντουζίνα περίπου από δενδροφονιάδες γκαϊ'σάιν που γονάτιζαν υπομονετικά στη μια πλευρά. Κανείς στο παρελθόν δεν είχε κρατήσει μια ντουζίνα γκαϊ'σάιν, κι αυτή διέθετε περισσότερους από μόνη της. Θα έπρεπε, ωστόσο, να τους δώσουν νέο όνομα, μια και δεν θα έβγαζαν ποτέ τα λευκά.

«Με γυναίκες που διαθέτουν την ικανότητα της διαβίβασης, Σεβάνα», είπε ο Κάνταρ, ακολουθώντας την. Ο τόνος της φωνής του ήταν θρασύτατος και τα σκοτεινά του μάτια έλαμπαν με ξεκάθαρη θυμηδία. «Θα χρειαστεί να περιμένεις μέχρι να πιάσεις τον αλ'Θόρ, για να σου δώσω αυτό με το οποίο θα τον ελέγξεις».

Έβγαλε το σακίδιο από τον ώμο του και κάθισε, όχι βέβαια σε κάποιο μαξιλαράκι κοντά της. Η Μαΐσια δεν φοβόταν μήπως βρεθεί με καμιά λάμα καρφωμένη στα πλευρά της, κι έτσι κάθισε αναπαυτικά, ακουμπώντας στον αγκώνα της, πλάι σχεδόν στη Σεβάνα, η οποία της έριξε μια πλάγια ματιά κι έλυσε άλλη μια δαντέλα της μπλούζας της. Δεν θυμόταν να έχει τόσο στρογγυλό στήθος η γυναίκα. Και το πρόσωπό της, επίσης, έμοιαζε τώρα πιο όμορφο. Η Σεβάνα πάσχισε να συγκρατήσει τα δόντια της να μην αρχίσουν να τρίζουν.

«Βέβαια», συνέχισε ο Κάνταρ, «αν εννοείς κάποιον άντρα... Υπάρχει κάτι που λέγεται δεσμευτική έδρα. Το να δεσμεύεις ανθρώπους που δεν έχουν τη δυνατότητα της διαβίβασης είναι δυσκολότερο από το να δεσμεύεις όσους την έχουν. Ίσως κάποια δεσμευτική έδρα να επιβίωσε από το Τσάκισμα, αλλά θα χρειαστεί να περιμένεις μέχρι να τη βρω».

Η Σεβάνα άγγιξε ξανά τη ράβδο και διέταξε ανυπόμονα έναν γκαϊ'σάιν να τους φέρει τσάι. Μπορούσε να περιμένει. Ο Κάνταρ ήταν ένας ηλίθιος που, αργά ή γρήγορα, θα της έδινε ό,τι επιθυμούσε. Η ράβδος μπορούσε να ελευθερώσει τη Μαΐσια από την κατοχή του, κι η γυναίκα δεν θα τον προστάτευε. Για τις προσβολές του, θα τον έντυνε στα μαύρα. Η Σεβάνα πήρε ένα μικρό πράσινο πορσελάνινο ποτήρι από τον δίσκο που κρατούσε ο γκαϊ'σάιν και το πρόσφερε με τα ίδια της τα χέρια στην Άες Σεντάι. «Έχει άρωμα μέντας, Μαΐσια. Θα σε αναζωογονήσει».

Η γυναίκα χαμογέλασε, αλλά εκείνα τα μαύρα μάτια... Όπως και να έχει, ό,τι μπορείς να κάνεις σε μία Άες Σεντάι μπορείς να το κάνεις και σε δύο. Ή και σε περισσότερες.

«Τι γίνεται με τα ταξιδιωτικά κουτιά;» ρώτησε η Σεβάνα απαιτητικά και κοφτά.

Ο Κάνταρ έδιωξε τον γκαϊ'σάιν με ένα κούνημα του χεριού του και χτύπησε χαϊδευτικά τον σάκο, δίπλα του. «Έφερα όσα ναρ'μπάχα μπόρεσα να βρω. Έτσι λέγονται. Είναι αρκετά για να σας μεταφέρουν όλες μέχρι το βράδυ, αν βιάζεστε δηλαδή. Στη θέση σου, θα βιαζόμουν. Φαίνεται πως ο αλ'Θόρ έχει βάλει σκοπό να σε αποτελειώσει. Δύο φατρίες έρχονται από τον Νότο κι άλλες δύο από τον Βορρά. Οι Σοφές τους είναι πανέτοιμες να διαβιβάσουν. Οι διαταγές που έχουν είναι να παραμείνουν μέχρι κι η τελευταία από σας να είναι νεκρή ή αιχμάλωτη».

Η Θεράβα ρουθούνισε. «Σίγουρα υπάρχει σοβαρός λόγος για να μετακινηθούμε, υδρόβιε, αλλά όχι για να το βάλουμε στα πόδια. Ακόμα και τέσσερις φατρίες δεν μπορούν να σαρώσουν το Μαχαίρι του Σφαγέα μέσα σε μια μέρα».

«Α, δεν σας το είπα;» Το χαμόγελο του Κάνταρ δεν ήταν διόλου ευχάριστο. «Φαίνεται πως ο αλ'Θόρ δέσμευσε μερικές Άες Σεντάι, οι οποίες δίδαξαν τις Σοφές πώς να Ταξιδεύουν δίχως τη βοήθεια ενός ναρ'μπάχα, για μικρές αποστάσεις τουλάχιστον. Είκοσι ή τριάντα μίλια. Μάλλον πρόκειται για πρόσφατη ανακάλυψη. Θα μπορούσαν να φτάσουν... ακόμα και σήμερα. Τέσσερις ολόκληρες φατρίες».

Ίσως και να έλεγε ψέματα, αλλά το ρίσκο... Η Σεβάνα μπορούσε κάλλιστα να φανταστεί τον εαυτό της στα νύχια της Σορίλεα. Πάσχισε να μη ριγήσει κι έστειλε τη Ριάλ να πληροφορήσει τις υπόλοιπες Σοφές. Ο τόνος της φωνής της δεν πρόδιδε τίποτα.

Ο Κάνταρ άπλωσε το χέρι του μέσα στον σάκο κι έβγαλε έναν γκρίζο πέτρινο κύβο, μικρότερο από το κουτί της επίκλησης που είχε χρησιμοποιήσει η γυναίκα για να τον καλέσει, και πολύ πιο απλό. Δεν είχε καθόλου χαρακτηριστικά σημάδια, παρά μονάχα έναν λαμπερό κόκκινο δίσκο στη μία έδρα. «Αυτό είναι ένα ναρ'μπάχα», είπε. «Χρησιμοποιεί σαϊντίν, επομένως καμιά σας δεν θα διακρίνει κάτι, κι έχει κάποια όρια. Αν το αγγίξει γυναίκα, δεν θα λειτουργήσει για αρκετές μέρες, άρα πρέπει να το χειριστώ εγώ. Υπάρχουν και κάποια άλλα όρια. Από τη στιγμή που θα ανοίξει η πύλη, θα παραμείνει ανοιχτή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αρκετό όμως για να περάσουν μερικές χιλιάδες, αν δεν χάσουν χρόνο. Το ναρ'μπάχα θα χρειαστεί τρεις μέρες για να ανανήψει. Διαθέτω κάμποσα επιπλέον, για να μας πάνε όπου είναι αναγκαίο σήμερα, αλλά...»

Η Θεράβα έγειρε μπροστά, τόσο έντονα που έμοιαζε έτοιμη να πέσει. Η Σεβάνα, ωστόσο, ούτε που άκουγε καλά-καλά. Όχι ότι αμφέβαλλε για τον Κάνταρ ακριβώς. Αλλωστε, ο άντρας δεν θα τολμούσε να τις προδώσει, έτσι πεινασμένος που ήταν για το χρυσάφι που θα του έδιναν οι Σάιντο. Όμως, υπήρχαν κάποια λεπτά σημεία. Η Μαΐσια έμοιαζε να τον κοιτάει εξεταστικά πάνω από το φλιτζάνι του τσαγιού της. Γιατί; Κι αν όντως ήταν ανάγκη να κάνουν γρήγορα, γιατί η φωνή του κάθε άλλο παρά επιτακτική έμοιαζε; Ίσως αυτός να μην τολμούσε να τις προδώσει, αλλά καλού κακού ας έπαιρνε η ίδια κάποιες προφυλάξεις.


Ο Μάερικ κοίταξε συνοφρυωμένος τον πέτρινο κύβο που του είχε δώσει ο υδρόβιος κι έπειτα την... τρύπα... που είχε εμφανιστεί όταν πίεσε το κόκκινο σημάδι. Μια τρύπα, πέντε πόδια πλάτος και τρία ύψος, που αιωρούνταν στον αέρα. Πέρα από αυτήν έβλεπε κυματιστούς λόφους, όχι ιδιαίτερα χαμηλούς, καλυμμένους με καφετί γρασίδι. Δεν του άρεσαν οι δοσοληψίες με τη Μία Δύναμη, ειδικά με το αρσενικό στοιχείο της. Η Σεβάνα πέρασε μέσα από μια άλλη, μικρότερη τρύπα, μαζί με τον υδρόβιο και μια σκουρόχρωμη γυναίκα, ακολουθώντας τις Σοφές που είχε διαλέξει η ίδια παρέα με τη Ριάλ. Μια χούφτα Σοφές παρέμειναν μόνο με τις Μοσάιν Σάιντο. Μέσα από αυτή τη δεύτερη τρύπα έβλεπε τη Σεβάνα να συνομιλεί με τον Μπέντουιν. Ο Μάερικ ήταν σίγουρος πως η σέπτα του Πράσινου Αλατιού θα έβρισκε δίπλα της μερικές Σοφές.

Η Νταϊρέλ τον άγγιξε στο μπράτσο. «Σύζυγέ μου», μουρμούρισε. «Η Σεβάνα είπε πως η πύλη θα παραμείνει ανοικτή για λίγο μόνο».

Ο Μάερικ ένευσε καταφατικά. Η Νταϊρέλ ήταν ανέκαθεν πρακτική. Φόρεσε την κουκούλα του, έτρεξε μπροστά και πέρασε μέσα από την τρύπα που είχε ανοίξει ο ίδιος. Ό,τι κι αν έλεγε η Σεβάνα με τον υδρόβιο, δεν επρόκειτο να επιτρέψει σε καμιά από τις Μοσάιν να περάσει πριν σιγουρευτεί πως ήταν απολύτως ασφαλές.

Προσγειώθηκε βαριά σε μια πλαγιά καλυμμένη με νεκρό γρασίδι και κόντεψε να κουτρουβαλήσει στον λόφο πριν κατορθώσει να βρει την ισορροπία του. Για μια στιγμή, απέμεινε να κοιτάει την τρύπα. Από αυτή την πλευρά, αιωρούνταν πάνω από ένα πόδι από το έδαφος.

«Γυναίκα!» φώναξε. «Πρόσεχε, είναι απότομα!»

Σύντομα πέρασαν τα Μαύρα Μάτια, με τα πέπλα και με τις λόγχες πανέτοιμες, όπως κι οι Κόρες επίσης. Το να προσπαθήσεις να συγκρατήσεις τις Κόρες από το να είναι ανάμεσα στις πρώτες, είναι σαν να προσπαθείς να πιεις άμμο. Ακολούθησαν βιαστικά οι υπόλοιπες Μοσάιν, αλγκάι'ντ'σισβάι, σύζυγοι και παιδιά που πηδούσαν στον αέρα, τεχνίτες, έμποροι και γκαϊ'σάιν, οι περισσότεροι σέρνοντας μαζί τους βαριά φορτία, υποζύγια και μουλάρια, σχεδόν έξι χιλιάδες όλοι μαζί. Ήταν η σέπτα του, ο λαός του. Και θα εξακολουθούσε να είναι όταν αυτός θα έφτανε στο Ρουίντιαν. Η Σεβάνα δεν θα τον εμπόδιζε για πολύ ακόμα να γίνει αρχηγός φυλής.

Ανιχνευτές σκορπίστηκαν αμέσως εδώ κι εκεί, όσο η σέπτα εξακολουθούσε να περνάει από την τρύπα. Χαμηλώνοντας το βέλο του, ο Μάερικ έδωσε διαταγές προς μια συγκαλυμμένη ομάδα από αλγκάι'ντ'σισβάι να κατευθυνθούν στις κορυφές των κοντινών λόφων ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα παρέμεναν κρυμμένοι κάτω. Ήταν αδύνατον να πουν ποιος ή τι υπήρχε πίσω από αυτούς τους λόφους. Οι υδρόβιοι μιλούσαν για εύφορες περιοχές, αλλά το σημείο που βρίσκονταν μόνο εύφορο δεν έμοιαζε στα μάτια του Μάερικ.

Η συνεχιζόμενη εφόρμηση της σέπτας του έγινε μια πλημμυρίδα από αλγκάι'ντ'σισβάι, τους οποίους δεν εμπιστευόταν απόλυτα. Ήταν άντρες που είχαν εγκαταλείψει τις φυλές τους, επειδή πίστευαν πως ο Ραντ αλ'Θόρ δεν ήταν πράγματι ο Καρ'α'κάρν. Ο Μάερικ δεν ήταν καν σίγουρος για το τι πίστευε ο ίδιος, αλλά δεν επιτρεπόταν σε έναν άντρα να εγκαταλείψει τη σέπτα ή τη φυλή του. Οι άντρες αυτοί αυτοαποκαλούνταν Μέρα'ντιν, Οι Ανάδελφοι, μια ταιριαστή ονομασία, κι είχε διακόσιους...

Ξαφνικά, η τρύπα μετασχηματίστηκε σε μια ασημένια οριζόντια σχισμή, που έκοψε πέρα για πέρα δέκα από τους Ανάδελφους. Τα κομμάτια τους, χέρια και πόδια, σκορπίστηκαν στην πλαγιά. Το μπροστινό μισό ενός άντρα γλίστρησε σχεδόν στα πόδια του Μάερικ.

Κοιτώντας το σημείο όπου βρισκόταν η τρύπα, πίεσε με τον αντίχειρά του το κόκκινο σημάδι. Ήξερε ότι δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα, αλλά ο... Ντάριν, ο μεγαλύτερος γιος του, ανήκε στα Σκυλιά της Πέτρας που περίμεναν στην οπισθοφυλακή. Θα ήταν οι τελευταίοι που θα περνούσαν. Η Σουράιλ, η μεγαλύτερη κόρη του, είχε παραμείνει με το Σκυλί της Πέτρας, στον οποίο σκεφτόταν να παραχωρήσει τη λόγχη της.

Τα μάτια του συνάντησαν αυτά της Νταϊρέλ, πρασινωπά κι όμορφα όπως την πρώτη μέρα που είχε ρίξει το γαμήλιο στεφάνι στα πόδια του, απειλώντας τον ότι θα του έκοβε τον λαιμό, αν δεν τη νυμφευόταν. «Μπορούμε να περιμένουμε», της είπε ήρεμα. Ο υδρόβιος είχε αναφέρει κάτι για τρεις μέρες, αλλά ίσως να έκανε λάθος. Ο αντίχειράς του πίεσε ξανά το κόκκινο σημάδι. Η Νταϊρέλ ένευσε ήρεμα κι ο Μάερικ ήλπιζε πως δεν θα παρίστατο ανάγκη να κλάψουν ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου από τη στιγμή που θα έμεναν μόνοι.

Μια Κόρη φάνηκε να κατεβαίνει γλιστρώντας την πλαγιά. Χαμήλωσε βιαστικά το βέλο της, λαχανιασμένη. «Μάερικ», είπε η Ναέις, δίχως καν να τον περιμένει να την προσέξει. «Εμφανίστηκαν δόρατα ανατολικά, λίγα μίλια από δω, κι έρχονται κατευθείαν επάνω μας. Νομίζω πως είναι Ρέυν, τουλάχιστον εφτά ή οκτώ χιλιάδες από δαύτους».

Έβλεπε κι άλλους αλγκάι'ντ'σισβάι να τρέχουν προς το μέρος του. Ένας νεαρός Αδελφός του Αετού, ο Κάιρντιν, σταμάτησε απότομα κι άρχισε να μιλάει με τον που τον πρόσεξε ο Μάερικ. «Σε ψάχνω, Μάερικ. Εμφανίστηκαν δόρατα κάπου πέντε μίλια βόρεια, καθώς κι έφιπποι υδρόβιοι, ίσως και δέκα χιλιάδες συνολικά. Δεν νομίζω πως κανείς από μας έφτασε στην κορυφή, αλλά κάποιες λόγχες στράφηκαν εναντίον μας».

Πριν ακόμα ο ψαρομάλλης Αναζητητής του Νερού ονόματι Λέραντ ανοίξει το στόμα του να μιλήσει, ο Μάερικ ήξερε τι θα πει. «Τα δόρατα έχουν καβαλήσει τον λόφο που βρίσκεται τρία ή τέσσερα μίλια στα νότια. Πρέπει να είναι πάνω από οκτώ χιλιάδες. Κάποιοι είδαν ένα από τα αγόρια». Ο Λέραντ δεν χρησιμοποιούσε ποτέ άχρηστες λέξεις και δεν υπήρχε περίπτωση να αναφέρει ποιο ήταν το αγόρι. Με τα δικά του κριτήρια, θα μπορούσε να είναι ο κάθε μη ψαρομάλλης.

Ο Μάερικ ήξερε πως δεν υπήρχε χρόνος για συζητήσεις. «Χάμαλ!» φώναξε. Δεν υπήρχε χρόνος για αβροφροσύνες με τον σιδηρουργό.

Ο τεράστιος άντρας γνώριζε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Σκαρφάλωσε την πλαγιά, κινούμενος γρηγορότερα από τότε που είχε πρωτοπιάσει το σφυρί.

Ο Μάερικ τού έδωσε τον πέτρινο κύβο. «Πρέπει να πιέσεις το κόκκινο σημάδι και να εξακολουθείς να το πιέζεις, ό,τι κι αν συμβεί, μέχρι να ανοίξει η τρύπα. Είναι ο μόνος τρόπος να ξεφύγουμε». Ο Χάμαλ συγκατάνευσε, αλλά ο Μάερικ ούτε καν περίμενε να τον ακούσει να λέει πως κατάλαβε. Ήταν σίγουρος γι' αυτό. Ο Μάερικ άγγιξε το μάγουλο της Νταϊρέλ, χωρίς να δίνει σημασία σε όσους τους έβλεπαν. «Ίσκιε της καρδιάς μου, νομίζω πως πρέπει να προετοιμαστείς να φορέσεις τα λευκά». Το χέρι της πλανήθηκε προς τη λαβή του μαχαιριού που φορούσε στη ζώνη της -ήταν ακόμα Κόρη όταν έφτιαξε το δικό της γαμήλιο στεφάνι- αλλά ο Μάερικ κούνησε το κεφάλι του σταθερά. «Πρέπει να ζήσεις, γυναίκα, στεγοκυρά, για να κρατήσεις ενωμένους όσους από μας απομείνουν». Η γυναίκα ένευσε κι ακούμπησε τα δάχτυλά της στα μάγουλά του. Ο Μάερικ έμεινε εμβρόντητος. Ανέκαθεν ήταν συγκρατημένη σε κοινή θέα.

Ανασηκώνοντας το πέπλο του, ο Μάερικ σήκωσε ένα δόρυ ψηλά πάνω από το κεφάλι του. «Μοσάιν!» ούρλιαξε. «Θα χορέψουμε!»

Άντρες και Κόρες τον ακολούθησαν στην ανηφοριά, χίλια άτομα σχεδόν, μετρώντας και τους Ανάδελφους. Ίσως έπρεπε να υπολογίζονται κι αυτοί στη σέπτα. Ανέβηκαν την πλαγιά και προχώρησαν δυτικά, όπου βρίσκονταν οι κοντινότεροι και λιγότεροι από τους εχθρούς τους. Ίσως να κέρδιζαν αρκετό χρόνο, αν και δεν το πολυπίστευε. Αναρωτήθηκε αν η Σεβάνα γνώριζε κάτι απ' όλα αυτά. Ο κόσμος είχε γίνει πολύ παράξενος από την έλευση του Ραντ αλ'Θόρ κι ύστερα. Ωστόσο, κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Γελώντας, άρχισε να τραγουδάει.

«Τα δόρατα νίψτε, όσο ο ήλιος ανεβαίνει

Τα δόρατα νίψτε, όσο ο ήλιος πέφτει χαμηλά

Τα δόρατα νίψτε, ποιος φοβάται να πεθαίνει;

Τα δόρατα νίψτε, κανείς απ’ όσο ξέρω αληθινά!»

Τραγουδώντας, οι Μοσάιν Σάιντο έτρεχαν να χορέψουν παρέα με τον θάνατο.


Η Γκρένταλ κοιτούσε βλοσυρή την πύλη να κλείνει πίσω από τους τελευταίους Τζουμάι Σάιντο και κάμποσες από τις Σοφές. Αντίθετα με τους άλλους, ο Σαμαήλ δεν είχε υφάνει αυτόν τον ιστό με σκοπό να διαλυθεί τελικά. Αν μη τι άλλο, υπέθετε πως θα τον κρατούσε γερό μέχρι το τέλος, αλλιώς το κλείσιμο που έπρεπε να γίνει αμέσως μόλις περνούσε κι ο τελευταίος άντρας με την καφετιά-γκρίζα φορεσιά, μπορεί να έκρυβε απρόοπτα. Γελώντας, ο Σαμαήλ πέταξε μακριά το σακίδιο με τις ελάχιστες, άχρηστες πέτρες. Το δικό της σακίδιο είχε πεταχτεί εδώ και καιρό. Ο ήλιος χαμήλωνε πίσω από τα δυτικά βουνά και δεν ήταν πια παρά μια ημισφαιρική λαμπερή κόκκινη μπάλα.

«Μια από αυτές τις μέρες», είπε η γυναίκα ξερά, «η εξυπνάδα σου θα σε προδώσει. Τους έδωσες ένα ψεύτικο κουτί, Σαμαήλ; Κι αν το είχε καταλάβει κάποιος;»

«Κανείς δεν το κατάλαβε», της απάντησε απλά. Συνέχισε να τρίβει τα χέρια του, κοιτώντας προς τα εκεί που ήταν η πύλη. Ίσως να κοιτούσε κάτι ακόμα παραπέρα. Είχε ακόμα τη Μάσκα των Κατόπτρων, η οποία τού έδινε την ψευδή εντύπωση ότι ήταν ψηλότερος. Η Γκρένταλ είχε πετάξει τη δική της μόλις έκλεισε η πύλη.

«Όπως κι αν έχει, κατάφερες να τους κάνεις να πανικοβληθούν». Τα τεκμήρια βρίσκονταν τριγύρω τους: μερικές χαμηλές σκηνές, ξεκάρφωτες ακόμα, κουβέρτες, μια κατσαρόλα, μια πάνινη κούκλα και λογιών-λογιών ιιεταμένα σκουπίδια. «Πού τους έστειλες; Κάπου μπροστά από τις στρατιές του αλ'Θόρ, να υποθέσω;»

«Μερικούς», απάντησε ο άντρας αφηρημένα. «Αρκετούς». Η επίμονη ενδοσκόπηση χάθηκε ξαφνικά μαζί με τη μεταμφίεσή του. Το σημάδι που χάραζε το πρόσωπό του φάνταζε υπερβολικά ζωηρό. «Αρκετούς για να προκαλέσουν πρόβλημα, ειδικά όταν οι Σοφές διαβιβάσουν, αλλά όχι τόσους πολλούς που να με υποπτευθούν. Οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν από το Ιλιαν μέχρι την Γκεάλνταν. Όσον αφορά στο πώς και στο γιατί; Μπορεί να το έκανε ο ίδιος ο αλ'Θόρ για προσωπικούς του λόγους, αλλά σίγουρα δεν θα άφηνα να χαθούν οι περισσότεροι, αν ήταν δικιά μου δουλειά, έτσι δεν είναι;» Γέλασε ξανά, χαμένος μέσα στην αίγλη του.

Η γυναίκα τακτοποίησε το μπούστο του φορέματος της, πασχίζοντας να μη δείξει ξαφνιασμένη. Ο ανταγωνισμός αυτού του είδους ήταν ανόητος -το είχε σκεφτεί χιλιάδες φορές, αλλά ούτε μία δεν το εφήρμοσε- και το φόρεμα έμοιαζε έτοιμο να πέσει από πάνω της. Αυτό, όμως, δεν είχε να κάνει με το ξάφνιασμά της. Δεν ήξερε πως η Σεβάνα είχε πάρει μαζί της κάθε γυναίκα Σάιντο με την ικανότητα της διαβίβασης. Μήπως είχε έρθει η ώρα να τον εγκαταλείψει; Αν άφηνε τον εαυτό της έρμαιο στην ευσπλαχνία του Ντεμάντρεντ...

Λες και διάβασε τη σκέψη της, ο άντρας είπε: «Είσαι δεμένη μαζί μου, τόσο στενά όσο η ζώνη μου, Γκρένταλ». Μια πύλη άνοιξε, αποκαλύπτοντας τα ιδιωτικά του δώματα στο Ιλιαν. «Η αλήθεια δεν έχει πια σημασία, ίσως και να μην είχε ποτέ. Ή θα εξυψωθείς μαζί μου ή θα γκρεμιστούμε κι οι δύο. Ο Μέγας Άρχοντας απαιτεί να πετύχουμε, χωρίς να δίνει δεκάρα για τον τρόπο».

«Όπως επιθυμείς», του απάντησε. Ο Ντεμάντρεντ δεν συνήθιζε να δείχνει οίκτο, κι η Σέμιραγκ... «Ή θα εξυψωθώ ή θα γκρεμιστώ μαζί σου». Ωστόσο, έπρεπε να σκεφτεί κάτι. Μπορεί ο Μέγας Άρχοντας να απαιτούσε την επιτυχία, αλλά δεν ήταν φρόνιμο να πάρει κι αυτή την κάτω βόλτα σε περίπτωση που αποτύγχανε ο Σαμαήλ. Άνοιξε μια πύλη προς το παλάτι της, στο Άραντ Ντόμαν, στο μακρόστενο δωμάτιο με τους κίονες όπου έβλεπε τα ζωάκια της να ξεφαντώνουν στη λιμνούλα. «Τι θα γίνει, όμως, αν έρθει και σε κυνηγήσει ο αλ'Θόρ;»

«Ο αλ'Θόρ δεν πρόκειται να κυνηγήσει κανέναν». Ο Σαμαήλ γέλασε και πάλι. «Το μόνο που έχω να κάνω είναι να περιμένω». Εξακολουθώντας να γελάει, πέρασε την πύλη και την έκλεισε πίσω του.


Ο Μυρντράαλ ξεπρόβαλε μέσα από τις βαθύτερες σκιές. Οι πύλες είχαν αφήσει ένα μετείκασμα στα μάτια του - τρεις μπαλωματιές λαμπερής ομίχλης. Δεν μπορούσε να διακρίνει τη μια ροή από την άλλη, αλλά ξεχώριζε το σαϊντίν από το σαϊντάρ μέσω της οσμής. Το σαϊντίν μύριζε σαν κοφτερή ακμή μαχαιριού, σαν μυτερό αγκάθι, ενώ το σαϊντάρ είχε μια μαλακή μυρωδιά, αν κι έδινε την εντύπωση κάποιου πράγματος που όσο το πίεζες τόσο σκληρότερο γινόταν. Κανείς άλλος Μυρντράαλ δεν μπορούσε να μυρίσει αυτή τη διαφορά. Ο Σαϊντάρ Χαράν, όμως, δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε Μυρντράαλ.

Μαζεύοντας από κάτω μια πεταμένη λόγχη, ο Σαϊντάρ Χαράν τη χρησιμοποίησε για να σηκώσει το σακίδιο που είχε πετάξει ο Σαμαήλ και να αναδέψει τις πέτρες που έπεσαν από μέσα. Συνέβαιναν πολλά πράγματα εκτός σχεδίου. Άραγε, όλα αυτά θα κατέληγαν στο να δημιουργήσουν χάος, ή...

Άγριες μαύρες φλόγες ξεπήδησαν από το χέρι του Σαϊντάρ Χαράν, στη λαβή της λόγχης, από το χέρι του Χεριού της Σκιάς. Μέσα σε μια στιγμή, η ξύλινη λαβή απανθρακώθηκε και ζάρωσε κι η αιχμή έπεσε στο έδαφος. Ο Μυρντράαλ άφησε το μαυριδερό ραβδί να πέσει και σκούπισε τις στάχτες από την παλάμη του. Αν ο Σαμαήλ υπηρετούσε το χάος, όλα καλά. Αν όχι...

Ένας ξαφνικός πόνος ξεπήδησε στον σβέρκο του και μια αδιόρατη αδυναμία παρέλυσε τα μέλη του. Βρισκόταν πολύ μακριά από το Σάγιολ Γκουλ. Με κάποιον τρόπο, αυτός ο δεσμός έπρεπε να κοπεί. Γρυλίζοντας, στράφηκε για να βρει την κόψη της σκιάς που χρειαζόταν. Σύντομα, θα ερχόταν η μέρα. Θα ερχόταν.

Загрузка...