13 Το Κύπελλο των Ανέμων

Η Αβιέντα θα προτιμούσε να καθίσει κάτω, αλλά οι τρεις άλλες γυναίκες που καταλάμβαναν τον μικρό χώρο της βάρκας δεν της άφηναν ιδιαίτερο περιθώριο. Αρκέστηκε στο να ακουμπήσει τα πόδια της πάνω σε έναν από τους ξύλινους σκαλιστούς πάγκους στα εσωτερικά τοιχώματα της βάρκας. Με αυτόν τον τρόπο, ήταν καλύτερα από το να καθόταν σε καρέκλα. Πάντως, η πόρτα ήταν κλειστή και δεν υπήρχαν παράθυρα, παρά μόνο φανταχτερές εγχάρακτες διακοσμήσεις, οι οποίες διατρυπούσαν τα τοιχώματα κοντά στην οροφή. Δεν μπορούσε να δει τα νερά έξω, αλλά οι σχισμές επέτρεπαν την είσοδο στην οσμή του αλατιού, στον παφλασμό των κυμάτων πάνω στο σκαρί και στο τσαλαβούτημα των κουπιών. Ακόμα κι οι διαπεραστικοί κούφιοι κρωγμοί πουλιών κάθε λογής μαρτυρούσαν απέραντες εκτάσεις νερού. Είχε δει ανθρώπους να πεθαίνουν για μια τόση δα λιμνούλα, αλλά το νερό εδώ ήταν αφάνταστα πικρό. Άλλο ήταν να διαβάζεις γι’ αυτό κι άλλο να το γεύεσαι. Ο ποταμός είχε τουλάχιστον μισό μίλι πλάτος εκεί όπου είχαν επιβιβαστεί σε αυτήν τη βάρκα με τους δύο περίεργους κωπηλάτες, οι οποίοι συνεχώς τις λοξοκοίταζαν. Μισό μίλι νερού κι ούτε μια γουλιά πόσιμη. Ποιος θα φανταζόταν ότι τόσο πολύ νερό πήγαινε στράφι;

Η βάρκα πλέον λικνιζόταν με σταθερό ρυθμό. Μήπως είχαν βγει από το ποτάμι και βρίσκονταν σε αυτό που αποκαλούνταν «ο κόλπος»; Το σημείο εκείνο ήταν κατά πολύ πλατύτερο, έτσι είχε πει η Ηλαίην. Η Αβιέντα σταύρωσε τα χέρια πάνω στα γόνατά της και προσπάθησε απεγνωσμένα να απασχολήσει τη σκέψη της με κάτι άλλο. Αν οι υπόλοιπες αντιλαμβάνονταν ότι φοβόταν, θα αισθανόταν ντροπή για μια ζωή. Το χειρότερο ήταν πως το είχε προτείνει η ίδια, ακούγοντας την Ηλαίην και τη Νυνάβε να μιλούν για τους Θαλασσινούς. Πού να ήξερε, όμως, τι θα συναντούσαν;

Το γαλάζιο μετάξι του φορέματός της ήταν ιδιαίτερα απαλό στην αφή, κι εκείνη γαντζώθηκε επάνω του. Δεν ήταν συνηθισμένη να φοράει φούστες· λαχταρούσε ακόμα το καντιν'σόρ των Σοφών, με το οποίο είχε ενθουσιαστεί όταν είχε αρχίσει την εκπαίδευσή της κοντά τους. Τώρα φορούσε ένα μεταξωτό φόρεμα -έχοντας στην κατοχή της άλλα τέσσερα!- και μεταξωτές κάλτσες αντί για χοντρές μάλλινες, όπως επίσης και μια μεταξωτή καμιζόλα που της χάιδευε την επιδερμίδα. Δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί την ομορφιά του φορέματος, μολονότι της φαινόταν παράξενο να ντύνεται έτσι, αλλά το μετάξι ήταν πολύτιμο και σπάνιο. Μια γυναίκα μπορούσε να έχει μια μεταξωτή εσάρπα, για να τη φοράει στις γιορτές και στα συμπόσια και να τη ζηλεύουν οι άλλες. Ελάχιστες διέθεταν δύο. Βέβαια, τα πράγματα ήταν διαφορετικά για τους υδρόβιους. Όχι ότι φορούσαν όλοι, αλλά μερικές φορές είχε την αίσθηση πως φορούσε ο ένας στους δύο. Τα αμπάρια των πλοίων που κατέφθαναν από τους τόπους πέρα από την Τρίπτυχη Γη ήταν γεμάτα με ολόκληρες στοίβες. Πλοία που διέσχιζαν τον Ωκεανό. Ασύλληπτες εκτάσεις νερού που απλώνονταν από τη μια ως την άλλη μεριά του ορίζοντα. Απ' όσο είχε καταλάβει, υπήρχαν σημεία όπου δεν έβλεπες γη πουθενά. Η αλλόκοτη αυτή σκέψη την έκανε να ανατριχιάσει.

Καμία από τις υπόλοιπες γυναίκες της παρέας δεν έμοιαζε να έχει διάθεση για κουβέντα. Η Ηλαίην στριφογύριζε αφηρημένα το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό στο δεξί της χέρι και κοιτούσε σε κάποιο αόριστο σημείο, στο εσωτερικό των τεσσάρων τοιχωμάτων. Οι ανησυχίες τυραννούσαν συχνά το μυαλό της. Έπρεπε να αντεπεξέλθει σε δυο καθήκοντα, κι αν το ένα από αυτά μιλούσε περισσότερο στην καρδιά της, είχε επιλέξει εκείνο που η ίδια θεωρούσε σημαντικότερο και πιο τιμητικό. Ήταν δικαίωμα και καθήκον της να γίνει η ηγέτιδα, η βασίλισσα του Άντορ, αλλά εκείνη είχε επιλέξει να συνεχίσει την αναζήτηση. Κατά κάποιον τρόπο κι ανεξάρτητα από την αξία αυτής της έρευνας, έμοιαζε να βάζει αυτό το εγχείρημα πάνω από τη φυλή και την κοινωνία, ωστόσο η Αβιέντα αισθανόταν υπερήφανη. Η άποψη της Ηλαίην για την τιμή και την υπόληψη ήταν ενίοτε τόσο αλλόκοτη, όσο αλλόκοτο ήταν το να αποκτούσε μια γυναίκα ηγετικές ικανότητες ή να γινόταν αρχηγός στα χνάρια της μητέρας της. Πάντως, η Ηλαίην ακολουθούσε αυτόν τον δρόμο με ενθουσιασμό. Η Μπιργκίτε, με τα φαρδιά κόκκινα παντελόνια και το κοντό κίτρινο πανωφόρι που τόσο ζήλευε η Αβιέντα, έπαιζε με την πλεξούδα που έφτανε μέχρι τη μέση της, χαμένη κι αυτή σε σκέψεις. Ίσως να μοιραζόταν κάποιες από τις ανησυχίες της Ηλαίην. Ήταν η πρώτη Πρόμαχός της, κάτι που είχε ενοχλήσει ιδιαίτερα τις Άες Σεντάι στο Παλάτι Τάρασιν, παρ' όλο που οι δικοί τους Πρόμαχοι δεν έδιναν και πολλή σημασία. Τα έθιμα των υδροβίων ήταν τόσο παράξενα, ώστε δεν άξιζε τον κόπο να απορούν γι' αυτά.

Αν η Ηλαίην κι η Μπιργκίτε έμοιαζαν να απωθούν κάθε ιδέα για συζήτηση, η Νυνάβε αλ'Μεάρα, ακριβώς αντίκρυ στην Αβιέντα, δίπλα στην πόρτα, ήταν εγκάθετη. Νυνάβε, όχι Νυνάβε αλ'Μεάρα. Στους υδρόβιους άρεσε να τους αποκαλούν με το πρώτο όνομα, κι η Αβιέντα προσπαθούσε να το θυμάται αυτό, μολονότι έμοιαζε σαν να απευθύνεται σε κάποιον αγαπητικό. Ο Ραντ αλ'Θόρ ήταν ο μόνος εραστής που είχε ποτέ, κι όμως ούτε καν απέναντι του δεν ένιωθε τόση οικειότητα. Ωστόσο, αν σκόπευε να παντρευτεί κάποιον από αυτούς, έπρεπε να μάθει καλά τα έθιμά τους.

Τα βαθυκάστανα μάτια της Νυνάβε έμοιαζαν να τη διαπερνούν. Οι αρθρώσεις των δαχτύλων της είχαν ασπρίσει, καθώς έπιανε σφικτά μια παχιά πλεξούδα, η οποία, σε αντίθεση με τη χρυσαφιά της Μπιργκίτε, ήταν μαύρη. Το πρόσωπό της δεν ήταν απλώς ωχρό αλλά ελαφρά πρασινωπό. Πού και πού άφηνε ένα ελαφρύ υπόκωφο βογκητό. Συνήθως δεν ίδρωνε· εκείνη κι η Ηλαίην είχαν μάθει στην Αβιέντα το κόλπο. Η Νυνάβε ήταν ένα αίνιγμα. Παραπονιόταν για την υποτιθέμενη δειλία της, παρ' όλο που μερικές φορές η γενναιότητά της άγγιζε την τρέλα, και δεν δίσταζε να ξεδιπλώνει την ντροπή της μπροστά σε όλους. Πώς ήταν δυνατόν να την ενοχλεί τόσο πολύ η κίνηση κι όχι όλος αυτός ο όγκος του νερού;

Να το πάλι το νερό. Η Αβιέντα έκλεισε τα μάτια της, για να μη βλέπει το πρόσωπο της Νυνάβε, όμως έτσι οι ήχοι των πουλιών κι οι παφλασμοί του νερού πλημμύρισαν το κεφάλι της.

«Σκεφτόμουν», είπε άξαφνα η Ηλαίην κι έκανε μια παύση. «Είσαι καλά Αβιέντα; Εσύ...» Τα μάγουλα της Αβιέντα κοκκίνισαν κι η Ηλαίην δεν της έκανε παρατήρηση, ότι είχε αναπηδήσει σαν κουνέλι μόλις άκουσε τη φωνή της. Η Ηλαίην φάνηκε να αντιλαμβάνεται πόσο κοντά είχε φτάσει στο να αποκαλύψει την ντροπή της Αβιέντα. Αναψοκοκκινίζοντας κι η ίδια, συνέχισε να μιλάει. «Σκεφτόμουν τη Νίκολα και την Αράινα. Σχετικά με όσα μάς είπε χθες το βράδυ η Εγκουέν. Νομίζετε πως είναι ικανές να της προκαλέσουν προβλήματα; Τι σκοπεύει να κάνει;»

«Να τις ξεφορτωθεί», απάντησε η Αβιέντα, κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση του αντίχειρα που διαπερνά απ' άκρη σ' άκρη τον λαιμό. Η ανακούφιση στο άκουσμα της φωνής της ήταν τέτοια, ώστε κόντεψε να αφήσει μια άναρθρη κραυγή. Η Ηλαίην φάνηκε να σοκάρεται. Μερικές φορές παραήταν ευαίσθητη.

«Ίσως να είναι καλύτερα έτσι», είπε η Μπιργκίτε. Δεν είχε αποκαλύψει κανένα άλλο όνομα εκτός από αυτό. Η Αβιέντα πίστευε πως η γυναίκα είχε πολλά μυστικά. «Η Αράινα θα μπορούσε να εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου, αλλά... Μη με κοιτάς κατ' αυτόν τον τρόπο, Ηλαίην, και σταμάτα να αγανακτείς από σεμνοτυφία». Η Μπιργκίτε συχνά διχαζόταν ανάμεσα στον Πρόμαχο, που είχε ως καθήκον να υπακούει, και στη μεγαλύτερη πρωταδελφή, που σε συμβούλευε χωρίς να ρωτάει να θες να μάθεις ή όχι. Αυτή τη στιγμή, όπως χαρακτηριστικά μαρτυρούσε κι η επιτιμητική κίνηση του δαχτύλου της, έπαιζε τον ρόλο της πρωταδελφής. «Δεν θα είχαν προειδοποιήσει εσάς τις δύο να μην ανακατευθείτε, αν η Άμερλιν μπορούσε να λύσει το πρόβλημα στέλνοντάς τες για λάντζα ή κάτι παρόμοιο».

Η Ηλαίην ρουθούνισε κοφτά, μια και δεν μπορούσε να αρνηθεί τα λεγόμενά της, και τακτοποίησε την πράσινη μεταξωτή φούστα της, η οποία είχε ανασηκωθεί στο μπροστινό μέρος αποκαλύπτοντας στρώματα από γαλανόλευκα μεσοφόρια. Ντυνόταν σύμφωνα με την τοπική μόδα· οι αφράτες δαντέλες στους καρπούς και γύρω από τον λαιμό της, όπως και το σφιχτό περιδέραιο από πλεγμένο χρυσάφι, ήταν δώρα της Τάυλιν Κουιντάρα. Η Αβιέντα δεν τα ενέκρινε. Το μπούστο του φορέματος ήταν εξίσου εφαρμοστό με το κόσμημα, ενώ η απουσία μιας στενής λωρίδας σε οβάλ σχήμα αποκάλυπτε τη σχισμή ανάμεσα στα στήθη της. Υπήρχε διαφορά ανάμεσα στο να μένει σε σκηνές που μύριζαν ιδρώτα και στο να κυκλοφορεί εκεί όπου μπορούσε να τη δει ο καθένας. Οι άνθρωποι στους δρόμους της πόλης δεν ήταν γκαϊ'σάιν. Το δικό της φόρεμα είχε ψηλό λαιμό με δαντέλα που άγγιζε το πηγούνι της, και δεν έλειπε καμία λωρίδα υφάσματος.

«Επιπλέον», συνέχισε η Μπιργκίτε, «νομίζω πως η Μάριγκαν θα έπρεπε να σε απασχολεί περισσότερο. Με τρομάζει απίστευτα».

Το όνομα φαίνεται πως άγγιξε κάποια ευαίσθητη χορδή της Νυνάβε. Έπαψε να γογγύζει και σηκώθηκε όρθια. «Αν μας κυνηγήσει, θα συμβιβαστούμε μαζί της. Θα... θα...» Πήρε μια βαθιά ανάσα και τις κοίταξε έντονα, λες κι αμφισβητούσαν τα λόγια της. «Πιστεύετε πως θα το κάνει;» ρώτησε άτονα.

«Δεν έχει νόημα να μαλώνουμε μεταξύ μας», της είπε η Ηλαίην, πολύ πιο ήρεμα απ' όσο θα μιλούσε η Αβιέντα στην περίπτωση που θα νόμιζε πως κάποιος Σκοτεινόψυχος την είχε στο στόχαστρο. «Πρέπει να ακολουθήσουμε τις συμβουλές της Εγκουέν και να προσέχουμε πολύ». Η Νυνάβε μουρμούρισε κάτι αόριστο.

Σιωπή απλώθηκε ξανά ανάμεσά τους. Η Ηλαίην έπεσε σε περισυλλογή βαθύτερη από πριν, ενώ η Μπιργκίτε ακούμπησε το σαγόνι στις παλάμες της, με το βλέμμα κενό. Η Νυνάβε εξακολούθησε να μεμψιμοιρεί μέσα από τα δόντια της, με τα χέρια στη μέση και ξεροκαταπίνοντας κατά διαστήματα. Ο παφλασμός του νερού κι οι κραυγές των πουλιών φάνταζαν πιο ηχηρά τώρα.

«Και μένα με βασανίζουν οι σκέψεις, κονταδελφή». Η ίδια κι η Ηλαίην δεν είχαν φτάσει ακόμα να αλληλοαποκαλούνται πρωταδελφές, αλλά ήταν σίγουρη πως θα συνέβαινε κι αυτό. Ήδη η μία χάιδευε τα μαλλιά της άλλης και κάθε βράδυ, στο σκοτάδι, μοιράζονταν ένα μυστικό που δεν ήξερε καμία άλλη. Αυτή η Μιν, όμως... Τέλος πάντων, αργότερα αυτά, όταν θα ήταν μόνες τους.

«Σχετικά με τι;» ρώτησε αφηρημένα η Ηλαίην.

«Σχετικά με την έρευνά μας. Ετοιμαζόμασταν για μια επιτυχία πρώτου μεγέθους, αλλά βρισκόμαστε στο σημείο απ' όπου ξεκινήσαμε. Τι νόημα έχει να μη χρησιμοποιούμε τα διαθέσιμα όπλα μας; Ο Ματ Κώθον είναι ένας τα'βίρεν, αλλά εμείς κοιτάζουμε πώς να τον αποφύγουμε. Γιατί δεν τον παίρνουμε με το μέρος μας; Με τη βοήθειά του, ίσως μπορέσουμε επιτέλους να ανακαλύψουμε το κύπελλο».

«Ο Ματ;» αναφώνησε δύσπιστα η Νυνάβε. «Δεν τρως καλύτερα ωμές τσουκνίδες; Δεν θα άντεχα αυτόν τον άνθρωπο, ακόμα κι αν είχε το κύπελλο κρυμμένο στο πανωφόρι του».

«Πάψε πια, Νυνάβε», μουρμούρισε η Ηλαίην χωρίς την παραμικρή ζέση. Κούνησε απορημένα το κεφάλι της μη δίνοντας σημασία στο βλοσυρό βλέμμα της άλλης γυναίκας. Η λέξη «φαρμακόγλωσσα» δεν ήταν αρκετή για να περιγράψει τη Νυνάβε, αλλά είχαν αρχίσει να συνηθίζουν τους τρόπους της. «Γιατί δεν το σκέφτηκα προηγουμένως; Είναι τόσο προφανές!»

«Μπορεί να τον θεωρούσες τόσο παλιάνθρωπο μέχρι τώρα, ώστε σου διέφυγε η όποια χρησιμότητα του», μουρμούρισε ξερά η Μπιργκίτε. Η Ηλαίην της έριξε μια ψυχρή ματιά, ανασήκωσε το πηγούνι της, έκανε μια ξαφνική γκριμάτσα κι ένευσε απρόθυμα. Δεν δεχόταν εύκολα οποιαδήποτε κριτική.

«Όχι», αποκρίθηκε η Νυνάβε με φωνή -όλως παραδόξως — κοφτή κι ασθενική ταυτόχρονα. Η αρρωστημένη έκφραση στο πρόσωπό της είχε βαθύνει περισσότερο, αλλά μάλλον δεν έφταιγε πια το ταρακούνημα της βάρκας. «Δεν μπορεί να το εννοείς! Ξέρεις πολύ καλά, Ηλαίην, πόσο μεγάλο βάσανο μπορεί να γίνει και πόσο ξεροκέφαλος είναι. Θα επιμείνει να κουβαλήσει τους στρατιώτες του λες και πρόκειται να κάνουν παρέλαση. Για προσπάθησε να βρεις οτιδήποτε στο Ράχαντ έχοντας τους στρατιώτες πάνω από το κεφάλι σου. Προσπάθησε! Σε χρόνο μηδέν θα κάνει το παν για να αναλάβει αυτός τα ηνία, επιδεικνύοντάς μας το τερ'ανγκριάλ. Είναι χίλιες φορές χειρότερος από τη Βαντέν ή από την Αντελέας, ακόμα κι από τη Μέριλιλ. Από τον τρόπο που συμπεριφέρεται καταλαβαίνεις πως θα μπορούσε να μπει στη φωλιά μιας αρκούδας μόνο και μόνο για να τη δει!»

Η Μπιργκίτε έκανε έναν θόρυβο ο οποίος θα μπορούσε να σημαίνει ότι της είχε φανεί αστείο, αλλά οι υπόλοιπες την κοίταξαν επικριτικά. Η ματιά που τους ανταπέδωσε έκρυβε τόσο μειλίχια αθωότητα, ώστε η Νυνάβε κόντεψε να πνιγεί όταν πήγε να μιλήσει.

Η Ηλαίην ήταν περισσότερο κατευναστική, σαν να προσπαθούσε να κάνει τον διαιτητή. «Είναι τα'βίρεν, Νυνάβε. Μπορεί να αλλάξει το Σχήμα, να διαφοροποιήσει την πιθανότητα, απλώς με το να είναι παρών. Πρέπει να παραδεχτώ πως θα χρειαστούμε τύχη, κι ένας τα'βίρεν στον δρόμο μας είναι κάτι περισσότερο από απλή τύχη. Άσε που μπορούμε να πιάσουμε με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Δεν χρειάζεται να του παρέχουμε απόλυτη ελευθερία, ανεξάρτητα από το πόσο απασχολημένες θα είμαστε. Κάτι τέτοιο δεν θα ωφελήσει κανέναν, πολύ περισσότερο εκείνον. Θα χρειαστεί να τον μάθουμε να φέρεται κόσμια και να του θέσουμε όρια εξ αρχής».

Η Νυνάβε τακτοποίησε τη φούστα της με ζωηρές κινήσεις. Ισχυριζόταν πως δεν ενδιαφερόταν περισσότερο από την Αβιέντα για τα φορέματα - για τη συνολική εμφάνιση, εν πάση περιπτώσει. Ανέκαθεν, όμως, διατυμπάνιζε πως το μαλλί καλής ποιότητας ήταν κατάλληλο για οποιονδήποτε - ωστόσο, είχε διαλέξει μόνη της το σχέδιο για το γαλάζιο φόρεμα με τις κίτρινες λωρίδες στον ποδόγυρο και στα μανίκια. Η κάθε ραφή ήταν μεταξωτή ή κεντημένη ή και τα δύο, σχεδιασμένη με αυτό που η Αβιέντα είχε μάθει να αναγνωρίζει ως μεράκι.

Για πρώτη φορά, η Νυνάβε φάνηκε να καταλαβαίνει πως δεν μπορούσε να την εμποδίσει. Καμιά φορά την έπιαναν ξεσπάσματα οργής, αλλά δεν θα παραδεχόταν ποτέ πως τώρα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Η βλοσυρότητα μετατράπηκε σε κατσούφιασμα. «Και ποια θα του το ζητήσει; Ο Ματ θα κάνει όποια το επιχειρήσει να ικετεύει, το ξέρεις αυτό. Δεν τον παντρευόμουν καλύτερα;»

Η Ηλαίην δίστασε, αλλά τελικά μίλησε με σταθερή φωνή. «Θα το αναλάβει η Μπιργκίτε και δεν θα τον ικετεύσει για τίποτα. Θα του εξηγήσει. Οι περισσότεροι άντρες σε υπακούουν, αν τους μιλάς με σταθερή κι αποφασιστική φωνή». Η Νυνάβε φαινόταν να αμφιβάλλει, κι η Μπιργκίτε τινάχτηκε από τον πάγκο της. Πρώτη φορά την έβλεπε τόσο αλαφιασμένη η Αβιέντα. Στα μάτια οποιουδήποτε άλλου μπορεί να έμοιαζε φοβισμένη, μα για την Αβιέντα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ό,τι ήταν μια Φαρ Ντάραϊς Μάι για έναν υδρόβιο. Η ικανότητά της στο τόξο ήταν εκπληκτική.

«Είσαι η ξεκάθαρη επιλογή, Μπιργκίτε», συνέχισε γρήγορα η Ηλαίην. «Η Νυνάβε κι εγώ είμαστε Άες Σεντάι, όπως θα μπορούσε να είναι κι η Αβιέντα. Δεν είναι δυνατόν να το κάνουμε εμείς διατηρώντας ταυτόχρονα την αξιοπρέπειά μας. Όχι με αυτόν τον άνθρωπο, τουλάχιστον. Ξέρεις πώς είναι». Τι είχε απογίνει όλη εκείνη η συζήτηση περί σταθερής κι αποφασιστικής φωνής; Όχι πως η Αβιέντα είχε δει αυτή τη μέθοδο να έχει αποτελέσματα σε κάποιον, με εξαίρεση τη Σορίλεα. Απ’ όσο γνώριζε πάντως, μέχρι τώρα δεν είχε επηρεάσει τον Ματ Κώθον. «Δεν μπορεί να σε έχει αναγνωρίσει, Μπιργκίτε. Αν συνέβαινε αυτό, όλο και κάτι θα είχε πει».

Ό, τι κι αν σήμαινε αυτό, η Μπιργκίτε ακούμπησε πάνω στο τοίχωμα κι έπλεξε τα δάχτυλα πάνω στο στομάχι της. «Έπρεπε να έχω καταλάβει πως θα απευθυνόσουν πάλι σε μένα, από τότε που είπα ότι ήταν καλό που ο πισινός σου δεν...» Σταμάτησε να μιλάει, κι ένα αχνό χαμόγελο ικανοποίησης χαράχτηκε στα χείλη της. Η έκφραση της Ηλαίην δεν άλλαξε στο ελάχιστο, αλλά ήταν φανερό πως η Μπιργκίτε νόμιζε ότι εν μέρει είχε πάρει την εκδίκησή της. Θα πρέπει να είχε σχέση με τον δεσμό ενός Προμάχου. Ωστόσο, η Αβιέντα αδυνατούσε να κατανοήσει τι σχέση είχε ο πισινός της Ηλαίην με όλα αυτά. Οι υδρόβιοι ήταν τόσο... αλλόκοτοι... μερικές φορές. Η Μπιργκίτε συνέχισε να μιλάει, εξακολουθώντας να χαμογελάει. «Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί ερεθίζεται μόλις βλέπει εσάς τις δύο. Δεν μπορεί να είναι επειδή τον μπλέξατε έτσι. Η Εγκουέν έβαλε κι αυτή το χεράκι της, αλλά πρόσεξα πως της δείχνει μεγαλύτερο σεβασμό απ' ό,τι οι περισσότερες αδελφές. Επιπλέον, όσες φορές τον πήρε το μάτι μου να βγαίνει από την Περιπλανώμενη Γυναίκα, έμοιαζε να το διασκεδάζει». Το χαμόγελό της έγινε μορφασμός που ανάγκασε την Ηλαίην να ρουθουνίσει αποδοκιμαστικά.

«Να κάτι που πρέπει να αλλάξουμε. Μια καθώς πρέπει γυναίκα δεν μπορεί να βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο μαζί του. Έλα, πάψε να χαζογελάς, Μπιργκίτε. Πραγματικά, μερικές φορές γίνεσαι εξίσου δυσάρεστη με εκείνον».

«Είναι γεννημένος για να ταλαιπωρεί», μουρμούρισε ξινά η Νυνάβε.

Η Αβιέντα υποχρεώθηκε να θυμηθεί πως βρίσκονταν σε βάρκα, καθώς το σκάφος κλυδωνίστηκε και σταμάτησε απότομα ταλαντευόμενο. Οι γυναίκες σηκώθηκαν ισιώνοντας τα φορέματά τους, και μάζεψαν τους ελαφριούς μανδύες που είχαν φέρει μαζί τους. Η Αβιέντα δεν φόρεσε τον δικό της. Το ηλιόφως εδώ δεν ήταν τόσο ενοχλητικό, ώστε να χρειάζεται κουκούλα για να προστατέψει τα μάτια της. Η Μπιργκίτε έριξε τον δικό της πάνω από τον ένα ώμο της, άνοιξε την πόρτα κι ανέβηκε τα τρία σκαλιά ακολουθώντας τη Νυνάβε, η οποία την είχε προσπεράσει με το ένα χέρι στο στόμα.

Η Ηλαίην σταμάτησε να δέσει τα κορδόνια του μανδύα της και να τακτοποιήσει την κουκούλα στο κεφάλι της, με τις χρυσοκόκκινες μπούκλες να εξέχουν. «Δεν είπες και πολλά, κονταδελφή».

«Είπα όσα είχα να πω. Η απόφαση ήταν δικιά σου».

«Η βασική σκέψη, όμως, ήταν δική σου. Μερικές φορές μού φαίνεται πως εμείς οι υπόλοιπες ξεμωραινόμαστε σιγά-σιγά. Τέλος πάντων». Μισοστραμμένη προς τα σκαλοπάτια και χωρίς να κοιτάζει προς το μέρος της, η Ηλαίην σταμάτησε. «Οι υδάτινες αποστάσεις με μπερδεύουν. Νομίζω πως θα κοιτάω μονάχα το πλοίο. Τίποτε άλλο». Η Αβιέντα συγκατένευσε -ανέκαθεν η κονταδελφή της ήταν μετριόφρων- κι ανέβηκε τα σκαλιά.

Στο κατάστρωμα, η Νυνάβε αρνήθηκε την προσφορά της Μπιργκίτε για βοήθεια και πιάστηκε από το κιγκλίδωμα. Οι δύο κωπηλάτες την κοίταξαν ειρωνικά καθώς σκούπιζε το στόμα της με την παλάμη. Δεν φορούσαν φανέλες κι είχαν από ένα μπρούτζινο κρίκο σε κάθε αυτί. Μάλλον χρησιμοποιούσαν συχνά τα κυρτά εγχειρίδια που ήταν κρυμμένα πίσω από τα ζωνάρια τους. Το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής τους, όμως, ήταν στραμμένο στην προσπάθεια να κουμαντάρουν ένα ζευγάρι κουπιά πηγαίνοντας πάνω κάτω στο κατάστρωμα, προκειμένου να κρατήσουν την ισορροπία του κλυδωνιζόμενου πλοιαρίου δίπλα σε ένα καράβι που άφησε την Αβιέντα άφωνη με το μέγεθός του. Δέσποζε πάνω από τη βάρκα τους, που ξαφνικά έμοιαζε μικροσκοπική, ενώ τα τρία μεγάλα κατάρτια του έφταναν πιο ψηλά από τα μεγαλύτερα δέντρα που είχε αντικρίσει ακόμα κι εδώ, στις υδατοχώρες. Το είχαν επιλέξει, επειδή ήταν το μεγαλύτερο από τα εκατοντάδες πλοία των Θαλασσινών που ήταν αγκυροβολημένα στον κόλπο. Σε ένα τόσο μεγάλο πλοίο δεν ήταν δύσκολο να ξεχάσεις το υδάτινο περιβάλλον. Εκτός κι αν...

Στην πραγματικότητα, η Ηλαίην δεν είχε παραδεχτεί την ντροπή της, μα κι αν ακόμη το είχε κάνει, μια κονταδελφή μπορούσε να ξέρει ακόμα και τη βαθύτερη ταπείνωση χωρίς να τη μεγαλοποιήσει. Όμως... Η Άμυς τής είχε πει κάποτε πως ήταν υπερβολικά αυτάρεσκη. Ζόρισε τον εαυτό της να αποστρέψει το βλέμμα από τη βάρκα.

Ποτέ στη ζωή της δεν είχε αντικρίσει τόσο πολύ νερό, ούτε ακόμα κι αν όλες οι σταγόνες που είχε δει μέχρι τώρα συγκεντρώνονταν σε ένα μέρος. Αναδευόταν γκριζοπράσινο και τόπους-τόπους αφρισμένο. Η ματιά της πεταγόταν από δω κι από κει, αρνούμενη να το συμπεριλάβει στο οπτικό της πεδίο. Ακόμα κι ο ουρανός εδώ φάνταζε μεγαλύτερος, απέραντος, με έναν ρευστό χρυσαφένιο ήλιο να σκαρφαλώνει από την ανατολή. Μια σφοδρή ριπή ανέμου φύσηξε, κάπως ψυχρότερη απ' ό,τι στην ηπειρωτική ενδοχώρα και χωρίς να καταλαγιάζει ποτέ εντελώς. Πανικόβλητα σμήνη πουλιών πετάρισαν ψηλά, άλλα γκριζόασπρα κι άλλα με μαύρες πιτσιλιές, βγάζοντας διαπεραστικές κραυγές. Ένα από αυτά, κατάμαυρο εκτός από το κεφάλι του, πέρασε ξυστά από την επιφάνεια με το μακρύ κάτω ράμφος του να σκίζει το νερό, ενώ μια λοξή σειρά από άγαρμπα καφετιά πτηνά -πελεκάνους τα είχε αποκαλέσει η Ηλαίην- δίπλωσαν ξαφνικά τα φτερά τους ένα-ένα, βούτηξαν στα νερά παφλάζοντας, κι αναδύθηκαν και πάλι στην επιφάνεια, όπου επέπλευσαν τινάζοντας δεξιά αριστερά τα υπερμεγέθη τους ράμφη. Παντού υπήρχαν πλοία, πολλά από αυτά εξίσου τεράστια με εκείνο πίσω της, αν και δεν ανήκαν όλα στους Άθα'αν Μιέρε. Υπήρχαν κι άλλα, μικρότερα, με ένα ή δύο κατάρτια κάτω από τριγωνικά ιστία. Κι ακόμη μικρότερα, δίχως κατάρτια, όπως η βάρκα στην οποία βρισκόταν, με μια ψηλή κοφτή κορυφή μπροστά κι ένα χαμηλό επίπεδο κουβούκλιο στο πίσω μέρος. Τα κουπιά στα πλευρά τους, ανά ζεύγη των δύο ή τριών, τα έκαναν να μοιάζουν με αράχνες. Ένα μακρόστενο σκάφος, με περίπου είκοσι σειρές κουπιών σε κάθε πλευρά, έμοιαζε με σαρανταποδαρούσα που γλιστρούσε πάνω στην επιφάνεια του νερού. Σε κάποια απόσταση φαινόταν ξηρά. Εφτά ή οκτώ μίλια στο βάθος, το ηλιόφως αντανακλούσε πάνω στον λευκό σοβά των κτηρίων της πόλης. Εφτά ή οκτώ μίλια νερού.

Ξεροκαταπίνοντας, η Αβιέντα στράφηκε γρήγορα προς τα πίσω. Είχε την εντύπωση πως τα μάγουλά της ήταν πιο πράσινα απ' ό,τι της Νυνάβε προηγουμένως. Η Ηλαίην την παρακολουθούσε με φαινομενική ηρεμία, αλλά οι υδρόβιοι έδειχναν τόσο έντονα τα συναισθήματά τους, ώστε το ενδιαφέρον της ήταν έκδηλο. «Είμαι ηλίθια, Ηλαίην». Η Αβιέντα ένιωθε άβολα κοντά της, ακόμα κι όταν δεν χρησιμοποιούσε παρά μονάχα το όνομά της. Όταν θα γίνονταν πρωταδελφές κι αδελφές-σύζυγοι, τα πράγματα θα ήταν ευκολότερα. «Μια σοφή γυναίκα πάντα ακούει σοφές συμβουλές».

«Είσαι πιο θαρραλέα απ' όσο θα μπορέσω να γίνω ποτέ εγώ», αποκρίθηκε η Ηλαίην με αρκετά σοβαρό τόνο. Ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που αρνούνταν ότι διέθεταν θάρρος. Μήπως ήταν κι αυτό έθιμο των υδροβίων; Μπα, η Αβιέντα είχε ακούσει κάμποσους από δαύτους να εξυμνούν τη γενναιότητά τους. Αυτοί οι Εμπουνταρινοί, για παράδειγμα, ανά τρεις λέξεις καυχιόνταν για κάτι. Η Ηλαίην ρούφηξε μια βαθιά ανάσα κι ατσαλώθηκε. «Απόψε θα μιλήσουμε για τον Ραντ».

Η Αβιέντα συγκατένευσε, αν και δεν έβλεπε τι σχέση είχε αυτό με το θέμα της γενναιότητας. Πώς μπορούσαν να έχουν άντρα οι αδελφές-σύζυγοι χωρίς να συζητούν γι' αυτόν με λεπτομέρειες; Έτσι της είχαν πει οι γηραιότερες, όπως κι οι Σοφές. Βέβαια, δεν ήταν πάντα τόσο εξυπηρετικές. Όταν παραπονέθηκε στην Άμυς και στην Μπάιρ πως μάλλον ήταν άρρωστη, επειδή ένιωθε πως ο Ραντ αλ'Θόρ είχε ένα κομμάτι του εαυτού της μαζί του, αυτές είχαν πέσει κάτω από τα γέλια. Θα μάθεις, της είπαν χαχανίζοντας ακόμα. Θα είχες μάθει πιο νωρίς, αν μεγάλωνες φορώντας φούστες. Δες κι ήθελε να κάνει κάτι άλλο στη ζωή της εκτός από το να είναι Κόρη και να παραβγαίνει με τις υπόλοιπες αδελφές της στη λόγχη. Ίσως κι η Ηλαίην να ένιωθε την ίδια κενότητα. Η αναφορά του ονόματός του έμοιαζε να γεμίζει, αλλά και να μεγαλώνει ταυτόχρονα το κενό αυτό.

Για λίγα λεπτά, άκουγε μια οχλαγωγία γύρω της, όμως τώρα ξεχώριζε και τις λέξεις.

«...τα σκουλαρίκια σου έλειπαν, μπούφε!» Η Νυνάβε κουνούσε τη γροθιά της σε έναν μαυριδερό τύπο, που την κοίταζε από την ψηλότερη πλευρά του πλοίου. Έμοιαζε ήρεμος, μα, ούτως ή άλλως, δεν μπορούσε να διακρίνει τη λάμψη του σαϊντάρ που την κύκλωνε. «Δεν ενδιαφερόμαστε για το δώρο του ταξιδιού, οπότε δεν έχει σημασία αν το αρνείσαι σε μια Άες Σεντάι! Ρίξε τη σκάλα αυτήν τη στιγμή!» Οι κωπηλάτες σοβάρεψαν απότομα. Προφανώς, δεν είχαν προσέξει τα δαχτυλίδια με το Μέγα Ερπετό στην πέτρινη προβλήτα προηγουμένως και δεν φαίνονταν διόλου ευχαριστημένοι, μαθαίνοντας ότι στο πλοίο υπήρχαν Άες Σεντάι.

«Ωχ, όχι», αναστέναξε η Ηλαίην. «Κάτι πρέπει να κάνω γι' αυτό, Αβιέντα. Αλλιώς το πρωινό πήγε χαμένο, ίσα-ίσα για να βγάλει η Νυνάβε τον χυλό από τα σωθικά της». Γλιστρώντας κατά μήκος του καταστρώματος -η Αβιέντα ήταν περήφανη που γνώριζε την ορολογία για τα τμήματα και τα αντικείμενα των πλωτών μέσων- η Ηλαίην απευθύνθηκε στον άντρα που βρισκόταν πάνω στο πλοίο. «Είμαι η Ηλαίην Τράκαντ, Κόρη-Διάδοχος του Άντορ κι Άες Σεντάι του Πράσινου Άτζα. Η σύντροφός μου λέει την αλήθεια. Δεν αναζητούμε το δώρο του ταξιδιού. Πρέπει, όμως, να μιλήσουμε με την Ανεμοσκόπο σου για ένα θέμα υψίστης σημασίας. Πες της πως γνωρίζουμε σχετικά με την Ύφανση των Ανέμων, όπως επίσης και για τις Ανεμοσκόπους».

Ο άντρας την κοίταξε για λίγο συνοφρυωμένος κι έπειτα εξαφανίστηκε δίχως λέξη.

«Η γυναίκα θα νομίζει πως θέλεις να της αποκαλύψεις μυστικά», μουρμούρισε η Νυνάβε ρίχνοντας τον μανδύα στους ώμους της και δένοντας με βιαστικές κινήσεις τα κορδόνια. «Ξέρεις πόσο φοβούνται μήπως οι Άες Σεντάι τούς τσουβαλιάσουν όλους στον Πύργο, αν μαθευτεί ότι οι περισσότεροι διαθέτουν την ικανότητα της διαβίβασης. Μόνο μια ηλίθια θα μπορούσε να πιστεύει ότι είναι ικανή να απειλήσει κόσμο, Ηλαίην, και να πετύχει τους σκοπούς της».

Η Αβιέντα ξέσπασε σε γέλια. Από το ξαφνιασμένο βλέμμα που της έριξε η Νυνάβε, ήταν προφανές πως δεν αντιλήφθηκε το αστείο της. Τα χείλη της Ηλαίην έτρεμαν, όσο κι αν προσπαθούσε να καλμάρει. Ποτέ δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος για την αίσθηση χιούμορ των υδροβίων. Αστεία πράγματα τους φαίνονταν παράξενα και, συνήθως, έχαναν την ουσία.

Είτε η Ανεμοσκόπος ένιωθε απειλημένη είτε όχι, από τη στιγμή που η Ηλαίην είχε πληρώσει τους βαρκάρηδες και τους είχε επιστήσει την προσοχή να περιμένουν μέχρι να επιστρέψει μαζί με τις άλλες -ενώ η Νυνάβε γκρίνιαζε για το ποσό και τους έλεγε πως θα τους κανόνιζε για τα καλά, αν τυχόν έφευγαν, κάτι που προκαλούσε ακατάσχετο γέλιο στην Αβιέντα — φαίνεται πως είχε ληφθεί η απόφαση να τους επιτραπεί η πρόσβαση. Αντί για σκάλα κατέβασαν μια επίπεδη σανίδα. Τα δύο σχοινιά όπου κρεμόταν έγιναν ένα, που έφτανε μέχρι ένα χοντρό μαδέρι που εξείχε από τα πλευρά ενός καταρτιού. Η Νυνάβε κάθισε στην άκρη, προειδοποιώντας τους άντρες του πληρώματος πως, αν τολμούσαν να κοιτάξουν κάτω από τη φούστα της, οι συνέπειες θα ήταν φριχτές. Η Ηλαίην κοκκίνισε και κράτησε τη δικιά της σφιχτά γύρω από τα πόδια της, καμπουριάζοντας με τέτοιον τρόπο, ώστε έμοιαζε έτοιμη να πέσει με τα μούτρα στο νερό. Ταλαντεύτηκε στον αέρα και τελικά χάθηκε στο εσωτερικό του πλοίου. Ένας από τους άντρες κοίταξε ψηλά και δέχτηκε μια μπουνιά στη μύτη από την Μπιργκίτε. Το σίγουρο ήταν πως δεν παρακολουθούσαν την ανάβαση της ίδιας.

Το ζωσμένο μαχαίρι της Αβιέντα ήταν μικρό. Η λάμα του δεν έφτανε ούτε το μισό πόδι σε μήκος, αλλά οι κωπηλάτες την αγριοκοίταξαν ανήσυχα μόλις το τράβηξε. Το χέρι της στράφηκε πίσω κι αυτοί σωριάστηκαν στο κατάστρωμα, καθώς το μαχαίρι στριφογύρισε στον αέρα, πάνω από τα κεφάλια τους, και καρφώθηκε με έναν πνιχτό ήχο στον χοντρό ξύλινο πάσσαλο της πλώρης. Τυλίγοντας τον μανδύα γύρω από τα μπράτσα της σαν εσάρπα, τράβηξε τον ποδόγυρο πάνω από τα γόνατά της, έτσι ώστε να μπορεί να περάσει πάνω από τα κουπιά και να ξαναπάρει το μαχαίρι της. Κατόπιν, πήρε θέση στην ταλαντευόμενη σανίδα χωρίς να θηκαρώσει τη λάμα της. Για κάποιον λόγο οι δύο άντρες αντάλλαξαν έκπληκτες ματιές, αλλά χαμήλωσαν το βλέμμα καθώς η γυναίκα άρχισε να ανεβαίνει. Μάλλον είχε αρχίσει να μαθαίνει τα έθιμα των υδροβίων.

Μόλις η σανίδα ακούμπησε στο κατάστρωμα του τεράστιου πλοίου, έμεινε με το στόμα ανοιχτό, σχεδόν ξεχνώντας να σηκωθεί από το στενό κάθισμα. Είχε διαβάσει σχετικά με τους Άθα'αν Μιέρε, αλλά το να διαβάζεις για κάτι και να το βλέπεις με τα ίδια σου τα μάτια ήταν εξίσου διαφορετικό με το να διαβάζεις για το θαλασσινό νερό και να το γεύεσαι. Κατ' αρχάς, όλοι ήταν μελαψοί, πολύ πιο μελαψοί από τους Εμπουνταρινούς, ακόμα κι από τους περισσότερους Δακρυνούς, με ίσια μαύρα μαλλιά, μαυρομάτηδες και με χέρια γεμάτα τατουάζ. Γυμνόστηθοι και ξυπόλυτοι, με γυαλιστερά στενά ζωνάρια που συγκρατούσαν τα φουσκωτά παντελόνια τους, φτιαγμένα από κάποιο σκοτεινόχρωμο ύφασμα που έμοιαζε λαδωμένο. Οι γυναίκες φορούσαν μπλούζες με γυαλιστερά χρώματα, όπως και τα ζωνάρια τους, και κινούνταν λικνιστικά γλιστρώντας με χάρη καθώς το πλοίο κλυδωνιζόταν. Σύμφωνα με όσα είχε διαβάσει, οι γυναίκες των Θαλασσινών είχαν πολύ ασυνήθιστα έθιμα σχετικά με τους άντρες. Για παράδειγμα, χόρευαν ντυμένες μονάχα με ένα μαντίλι κι ακόμα χειρότερα, αλλά τα σκουλαρίκια ήταν αυτά που της τράβηξαν την προσοχή. Οι περισσότερες είχαν τρία ή τέσσερα, φτιαγμένα συχνά από στιλβωμένες πέτρες, ενώ μερικές είχαν έναν μικρό κρίκο περασμένο στο ένα τους ρουθούνι! Το ίδιο κι οι άντρες, όσον αφορούσε στα σκουλαρίκια τουλάχιστον. Μάλιστα, πολλοί είχαν χρυσά κι ασημένια περιδέραια περασμένα γύρω από τους λαιμούς τους. Οι άντρες! Ναι, ήταν αλήθεια πως μερικοί υδρόβιοι φορούσαν κρίκους στα αυτιά τους —όπως και κάποιοι Εμπουνταρινοί— αλλά τόσο πολλοί! Και περιδέραια! Όντως, είχαν περίεργες συνήθειες. Απ' ό,τι είχε διαβάσει, οι Θαλασσινοί δεν εγκατέλειπαν ποτέ τα πλοία τους -ποτέ- και πιθανότατα έτρωγαν τους νεκρούς τους. Δεν είχε σταθεί δυνατό να διασταυρώσει αυτήν την πληροφορία, αλλά, αν οι άντρες φορούσαν περιδέραια, ποιος ξέρει τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν;

Η γυναίκα που ήρθε να τους συναντήσει φορούσε φαρδιά παντελόνια, μπλούζα και ζωνάρι όπως οι υπόλοιπες, μόνο που αυτής ήταν από χρυσοποίκιλτο μετάξι, ενώ στο ζωνάρι υπήρχαν περίπλοκοι κόμποι κι η μία του άκρη έφτανε μέχρι τα γόνατά της. Ένα από τα περιδέραιά της είχε ένα μικρό χρυσαφένιο κουτάκι, περίτεχνα διάτρητο. Η γυναίκα απέπνεε μια γλυκερή μοσχοβολιά. Έντονες γκριζωπές ρίγες διέτρεχαν τα μαλλιά της κι η έκφρασή της ήταν σοβαρή. Πέντε μικροί και χοντροί χρυσοί κρίκοι στόλιζαν το κάθε της αυτί και μια κομψή αλυσίδα συνέδεε το ένα αυτί με έναν παρόμοιο κρίκο στη μύτη της. Μικροσκοπικά μενταγιόν από καλογυαλισμένο χρυσάφι, που κρέμονταν από την αλυσίδα, άστραφταν στο ηλιόφως, καθώς η γυναίκα κοίταζε εξεταστικά τις άλλες.

Η Αβιέντα απομάκρυνε το χέρι από τη μύτη της -μα δεν ήταν ενοχλητική αυτή η αλυσίδα;- και μόλις που συγκρατήθηκε για να μη γελάσει. Τα έθιμα των υδροβίων ήταν πέρα για πέρα παράξενα, κι οι Θαλασσινοί το επιβεβαίωναν επάξια.

«Είμαι η Μαλίν ντιν Τόραλ Ορμητικό Κύμα», είπε η γυναίκα. «Κυρά των Κυμάτων της Φατρίας Σόμαριν και Κυρά των Πανιών του Ανεμοδρομέα». Η Κυρά των Κυμάτων ήταν σημαντικός τίτλος, κάτι σαν αρχηγός φυλής, ωστόσο έμοιαζε μπερδεμένη κοιτώντας πότε τη μία και πότε την άλλη, μέχρι που το βλέμμα της έπεσε στα δαχτυλίδια με το Μέγα Ερπετό που φορούσαν η Ηλαίην κι η Νυνάβε. Άφησε έναν αναστεναγμό που υποδήλωνε παραίτηση. «Έρχεσαι μαζί μου, αν δεν σε πειράζει, Άες Σεντάι;» είπε στη Νυνάβε.

Το πίσω μέρος του πλοίου ήταν ανασηκωμένο κι η γυναίκα την οδήγησε στο εσωτερικό από μια πόρτα. Κατόπιν, προχώρησαν σε έναν διάδρομο και βρέθηκαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο -μια καμπίνα- με χαμηλή οροφή. Η Αβιέντα αμφέβαλλε αν ο Ραντ αλ'Θόρ θα μπορούσε να σταθεί όρθιος κάτω από αυτά τα παχιά δοκάρια. Εκτός από μερικά λουστραρισμένα σεντούκια, τα πάντα έμοιαζαν εντοιχισμένα· τα ερμάρια σε όλο το πλάτος και το μακρόστενο τραπέζι, που καταλάμβανε το μισό δωμάτιο μαζί με τις πολυθρόνες ολόγυρά του. Δύσκολα μπορούσε να φανταστεί ότι κάτι τόσο ευμέγεθες όσο αυτό εδώ το πλοίο ήταν κατασκευασμένο από ξύλο. Παρ' όλο που είχε περάσει κάμποσο καιρό στις υδατοχώρες, η όψη και μόνο όλου αυτού του λουστραρισμένου ξύλου τής έκοβε την ανάσα. Έλαμπε όπως οι επιχρυσωμένες λάμπες που κρέμονταν σβηστές από κάποιο είδος εσοχής, ώστε να στέκονται όρθιες όταν το πλοίο ταρακουνιόταν από τα κύματα. Στην πραγματικότητα, το πλοίο δεν έμοιαζε να κινείται καθόλου, συγκριτικά τουλάχιστον με τη βάρκα τους. Δυστυχώς, όμως, το πίσω μέρος της καμπίνας αποτελούνταν από μια σειρά παράθυρα με βαμμένα κι επίχρυσα παντζούρια που ήταν ορθάνοικτα, φανερώνοντας μια πανοραμική θέα του κόλπου. Και το χειρότερο, πουθενά δεν φαινόταν στεριά. Πουθενά! Αισθάνθηκε έναν κόμπο στον λαιμό της. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Ήταν αδύνατον να ουρλιάξει, αν και το ήθελε απεγνωσμένα.

Εκείνα τα παράθυρα, όπως κι η θέα που φανέρωναν -ή που, μάλλον, δεν φανέρωναν- της είχαν τραβήξει την προσοχή τόσο γρήγορα, ώστε της πήρε κάμποση ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει πως είχε μαζευτεί κόσμος. Θαύμα! Αν ήθελαν, θα μπορούσαν να την έχουν σκοτώσει προτού καλά-καλά το καταλάβει. Όχι ότι έδειχναν σημάδια εχθρότητας, αλλά ποτέ δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος με αυτούς.

Ένας ψηλόλιγνος γέρος με βαθουλωτά μάτια καθόταν με την άνεσή του πάνω σε ένα από τα σεντούκια. Οι ελάχιστες τρίχες που είχαν απομείνει στο κεφάλι του ήταν άσπρες και το μαυριδερό του πρόσωπο φιλικό, μολονότι μια ντουζίνα σκουλαρίκια και μερικές χοντρές χρυσές αλυσίδες γύρω από τον λαιμό του αλλοίωναν τη μορφή του στα μάτια της. Όπως κι οι υπόλοιποι άντρες επάνω, ήταν επίσης ξυπόλυτος και γυμνόστηθος. Τα παντελόνια του ήταν φτιαγμένα από σκούρο μπλε μετάξι και το μακρύ του ζωνάρι ήταν κόκκινο της φωτιάς. Όπως παρατήρησε με περιφρόνηση η Αβιέντα, στο ζωνάρι ήταν περασμένο ένα ξίφος με φιλντισένια λαβή και δύο εγχειρίδια με κυρτή λάμα.

Η λεπτοκαμωμένη όμορφη γυναίκα με τα σταυρωμένα χέρια και τη βλοσυρή προφητική ματιά ήταν περισσότερο άξια προσοχής. Φορούσε μονάχα τέσσερα σκουλαρίκια στο κάθε αυτί και λιγότερα μενταγιόν στην αλυσίδα της από τη Μαλίν ντιν Τόραλ, ενώ η φορεσιά της ήταν φτιαγμένη από κιτρινοκόκκινο μετάξι. Μπορούσε να διαβιβάσει· η Αβιέντα το κατάλαβε αμέσως, επειδή βρισκόταν πολύ κοντά. Θα πρέπει να ήταν η γυναίκα που έψαχναν, η Ανεμοσκόπος. Ωστόσο, άλλη ήταν εκείνη που αιχμαλώτισε το βλέμμα της Αβιέντα. Όπως και της Ηλαίην και της Νυνάβε, ακόμα και της Μπιργκίτε.

Η γυναίκα που είχε σηκώσει τα μάτια της από έναν ξετυλιγμένο χάρτη πάνω στο τραπέζι ίσως ήταν εξίσου ηλικιωμένη με τον άντρα, κρίνοντας από τα άσπρα της μαλλιά. Κοντή, στο ύψος περίπου της Νυνάβε, έδινε την εντύπωση ότι κάποτε ήταν γεροδεμένη, όμως είχε αρχίσει να παχαίνει. Το σαγόνι της, ωστόσο, ήταν πεταχτό σαν σφυρί και τα μαύρα της μάτια αποκάλυπταν ευφυΐα και δύναμη. Όχι τη Μία Δύναμη, αλλά τη δυναμική εξουσία, την αίσθηση ότι όλοι υπάκουαν στις προσταγές της. Τα παντελόνια της ήταν από χρυσοκέντητο πράσινο μετάξι, η μπλούζα της γαλάζια και το ζωνάρι της κόκκινο, όπως του άντρα. Το μαχαίρι με την καλοφτιαγμένη λάμα βρισκόταν μέσα σε ένα επίχρυσο θηκάρι, πιασμένο πίσω από το ζωνάρι, κι είχε ένα στρογγυλό σφαίρωμα καλυμμένο με κόκκινους και πράσινους πολύτιμους λίθους. Ζαφείρια και σμαράγδια, σκέφτηκε η Αβιέντα. Διπλάσια μενταγιόν από εκείνα της Μαλίν ντιν Τόραλ κρέμονταν από την αλυσίδα της μύτης της, ενώ μια άλλη λεπτότερη χρυσή αλυσίδα συνέδεε τους έξι κρίκους σε καθένα από τα αυτιά της. Η Αβιέντα μετά βίας κατάφερε να μην ξαναβάλει το χέρι της στη δική της μύτη.

Δίχως να πει λέξη, η ασπρομάλλα γυναίκα πήγε και στάθηκε μπροστά στη Νυνάβε, εξετάζοντάς την ευθαρσώς από την κορυφή μέχρι τα νύχια, κοιτώντας συνοφρυωμένη το πρόσωπό της και το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό στο δεξί της χέρι. Δεν στάθηκε περισσότερο· με ένα γρύλισμα, απομακρύνθηκε από το αναστατωμένο αντικείμενο της μελέτης της, αρχίζοντας να εξετάζει το ίδιο γρήγορα, έντονα κι εξονυχιστικά την Ηλαίην και κατόπιν την Μπιργκίτε. Στο τέλος, μίλησε. «Δεν είσαι Άες Σεντάι». Η φωνή της είχε τη χροιά ογκόλιθων που καταρρέουν.

«Στους εννέα ανέμους και στη γενειάδα του Ανεμοκομιστή, ορκίζομαι ότι δεν είμαι», αποκρίθηκε η Μπιργκίτε. Μερικές φορές έλεγε πράγματα που δεν τα καταλάβαιναν ούτε η Ηλαίην ούτε η Νυνάβε, αλλά η ασπρομάλλα αναπήδησε απότομα σαν να ξαφνιάστηκε, και την κοίταξε για αρκετή ώρα πριν στρέψει το συνοφρυωμένο της βλέμμα στην Αβιέντα.

«Ούτε εσύ είσαι Άες Σεντάι», είπε με τραχιά φωνή, αφού την εξέτασε.

Η Αβιέντα σφίχτηκε, σαν να ένιωθε τη γυναίκα να σκαλίζει μέσα από τα ρούχα της και να τη στριφογυρίζει, για να την κοιτάξει καλύτερα. «Ονομάζομαι Αβιέντα, της σέπτας των Εννέα Κοιλάδων του Τάαρνταντ Άελ».

Η γυναίκα φάνηκε να ξαφνιάζεται περισσότερο απ' ό,τι με την Μπιργκίτε, και τα μαύρα της μάτια γούρλωσαν. «Δεν είσαι ντυμένη όπως θα περίμενα, νεαρή», ήταν το μόνο που είπε. Κατόπιν, κίνησε προς την απέναντι άκρη του τραπεζιού, όπου ακούμπησε τις γροθιές πάνω στους γοφούς της και τις κοίταξε ξανά όλες διερευνητικά, λες κι είχε μπροστά της κάποιο παράξενο ζώο που δεν είχε ξαναντικρίσει. «Είμαι η Νέστα ντιν Ρέας Δύο Σελήνες», είπε τελικά, «Κυρά των Πλοίων των Άθα'αν Μιέρε. Πώς γνωρίζετε όσα γνωρίζετε;»

Η Νυνάβε ήταν κατσουφιασμένη από τη στιγμή που η άλλη γυναίκα την κοίταξε για πρώτη φορά, και της μίλησε κοφτά. «Οι Άες Σεντάι γνωρίζουν όσα πρέπει να γνωρίζουν. Κι, εν πάση περιπτώσει, περιμένουμε καλύτερη συμπεριφορά από δω κι εμπρός! Την τελευταία φορά που βρέθηκα πάνω σε πλοίο των Θαλασσινών, τα πράγματα ήταν καλύτερα. Ίσως πρέπει να βρούμε κάποιο άλλο, όπου οι άνθρωποι δεν θα στάζουν φαρμάκι». Το πρόσωπο της Νέστα ντιν Ρέας σκοτείνιασε, αλλά φυσικά η Ηλαίην παρενέβη, βγάζοντας τον μανδύα της κι αφήνοντάς τον σε στην άκρη του τραπεζιού.

«Είθε το Φως να φωτίζει εσένα και τα σκάφη σου, Κυρά των Πλοίων, κι είθε οι άνεμοι να είναι ούριοι στα πανιά σας». Υποκλίθηκε βαθιά και συγκρατημένα. Η Αβιέντα είχε φτάσει στο σημείο να εκτιμά αυτές τις κινήσεις, παρ' όλο που θεωρούσε πως ήταν ό,τι πιο άχαρο μπορούσε να κάνει ποτέ μια γυναίκα. «Συγχώρεσέ μας, αν άθελά μας ξεστομίσαμε επιπόλαια λόγια. Δεν έχουμε καμία απολύτως πρόθεση να φανούμε ασεβείς απέναντι σε μία γυναίκα που επέχει ρόλο βασίλισσας ανάμεσα στους Άθα'αν Μιέρε». Η τελευταία της φράση συνοδεύτηκε από μια ματιά γεμάτη νόημα προς τη Νυνάβε. Εκείνη απλώς ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

Η Ηλαίην σύστησε ξανά εαυτόν, όπως και τις υπόλοιπες, κι οι επακόλουθες αντιδράσεις ήταν παράξενες. Το ότι η ίδια ήταν Κόρη-Διάδοχος δεν προκάλεσε καμία αίσθηση, παρ' όλο που ο τίτλος ήταν σημαντικός για τους υδροβίους. Το ότι ανήκε στο Πράσινο Άτζα κι η Νυνάβε στο Κίτρινο αντιμετωπίστηκε με ρουθουνίσματα εκ μέρους της Νέστα ντιν Ρέας και με κοφτές ματιές από τον κάτισχνο ηλικιωμένο άντρα. Η Ηλαίην βλεφάρισε κι έμεινε για λίγο σαν αποσβολωμένη, αλλά συνέχισε σε ήρεμο τόνο. «Έχουμε έρθει εδώ για δύο λόγους. Ο ελάσσων είναι να μάθουμε με ποιον τρόπο σκοπεύετε να υποστηρίξετε τον Αναγεννημένο Δράκοντα, τον οποίο, σύμφωνα με την Προφητεία Τζεντάι, αποκαλείτε Κοραμούρ. Ο μείζων είναι να ζητήσουμε τη βοήθεια της Ανεμοσκόπου αυτού του πλοίου, το όνομα της οποίας», πρόσθεσε ευγενικά, «δεν έχω την τιμή να γνωρίζω».

Η λεπτοκαμωμένη γυναίκα με την ικανότητα της διαβίβασης αναψοκοκκίνισε. «Είμαι η Ντορίλε ντιν Έιραν Μακρύ Φτερό, Άες Σεντάι. Μπορώ να βοηθήσω, αν ευαρεστείται το Φως».

Η Μαλίν ντιν Τόραλ έμοιαζε σαστισμένη. «Το πλοίο μου σας καλωσορίζει», μουρμούρισε, «κι η χάρη του Φωτός ας είναι μαζί σας μέχρι να αναχωρήσετε από αυτό το κατάστρωμα».

Η αντίδραση της Νέστα ντιν Ρέας, όμως, ήταν διαφορετική. «Η Συμφωνία έχει γίνει με τον Κοραμούρ», είπε με σκληρή φωνή κι έκανε μια κοφτή χειρονομία. «Οι κάτοικοι των ακτών δεν έχουν καμία συμμετοχή σε αυτό πέραν τού ότι θα αναγγείλουν τον ερχομό του. Εσύ, η μικρή, η Νυνάβε. Ποιο πλοίο σού έδωσε το δώρο του ταξιδιού; Ποια ήταν η Ανεμοσκόπος του;»

«Δεν μπορώ να θυμηθώ». Ο αεράτος τόνος στη φωνή της Νυνάβε ήταν παράταιρος με το πέτρινο χαμόγελο που είχε χαραχτεί στα χείλη της. Ήταν έτοιμη να ξεριζώσει την πλεξούδα της από τον εκνευρισμό, όμως -αν μη τι άλλο- δεν είχε αγκαλιάσει ξανά το σαϊντάρ. «Λέγομαι Νυνάβε Σεντάι, Νυνάβε Άες Σεντάι, κι όχι "μικρή"».

Ακουμπώντας τα χέρια της πάνω στο τραπέζι, η Νέστα ντιν Ρέας τής έριξε ένα βλέμμα που θύμισε στην Αβιέντα τη Σορίλεα. «Μπορεί και να είσαι, αλλά θα μάθω ποια αποκάλυψε αυτό που δεν έπρεπε να έχει αποκαλυφθεί. Πρέπει να πάρει μερικά μαθήματα εχεμύθειας».

«Ένα σκισμένο ιστίο δεν παύει να είναι σκισμένο, Νέστα», είπε ξαφνικά ο ηλικιωμένος άντρας, με φωνή πολύ δυνατότερη απ' όσο μαρτυρούσαν τα κοκαλιάρικα μέλη του. Η Αβιέντα τον είχε περάσει για φρουρό, ωστόσο ο τόνος της φωνής του υποδήλωνε πως ήταν ισάξιος με τις γυναίκες. «Καλό θα ήταν να ρωτήσουμε τι είδους υποστήριξη θα μας παράσχουν οι Άες Σεντάι τις μέρες του ερχομού του Κοραμούρ, όταν οι θύελλες θα αλωνίζουν στις θάλασσες κι ο όλεθρος της Προφητείας θα αρμενίζει στους ωκεανούς. Αν όντως πρόκειται για Άες Σεντάι...» Στην τελευταία αυτή παρατήρηση ανασήκωσε το φρύδι του προς το μέρος της Ανεμοσκόπου.

Εκείνη απάντησε ήρεμα, με φωνή γεμάτη σεβασμό. «Τρεις έχουν την ικανότητα της διαβίβασης, συμπεριλαμβανομένης αυτής εδώ». Έδειξε προς την Αβιέντα. «Ποτέ μου δεν έχω συναντήσει ισχυρότερες. Ποια άλλη θα τολμούσε να φοράει το δαχτυλίδι;»

Κάνοντάς τη να σωπάσει με μια χειρονομία, η Νέστα ντιν Ρέας κοίταξε τον άντρα με το ίδιο ατσάλινο βλέμμα. «Οι Άες Σεντάι δεν ζητούν ποτέ βοήθεια, Μπάροκ», γρύλισε. «Οι Άες Σεντάι δεν ζητούν ποτέ τίποτα». Αυτός τής ανταπέδωσε μια ήπια ματιά κι έπειτα από ένα λεπτό η γυναίκα αναστέναξε, λες και το βλέμμα του την είχε αναγκάσει να χαμηλώσει τα μάτια της. Ωστόσο, κοίταξε την Ηλαίην εξίσου σκληρά. «Τι θα θέλατε από μας...» Δίστασε. «...Κόρη-Διάδοχε του Άντορ;» Ακόμη κι η προσφώνηση είχε ειπωθεί με σκεπτικισμό.

Η Νυνάβε συγκεντρώθηκε, έτοιμη να βγει στην αντεπίθεση - η Αβιέντα θα άκουγε τον εξάψαλμο από τις Άες Σεντάι στο Παλάτι Τάρασιν, για τη συνήθεια που είχε μαζί με την Ηλαίην, να ξεχνούν ότι κι οι ίδιες ήταν Άες Σεντάι. Η άρνηση αυτού του τίτλου, ακόμα κι από κάποια που δεν ήταν Άες Σεντάι, μπορούσε να προκαλέσει αιματοχυσία. Η Νυνάβε συγκεντρώθηκε κι ετοιμάστηκε να ανοίξει το στόμα της... Κι η Ηλαίην την έκανε να σωπάσει, αγγίζοντάς τη στο μπράτσο και ψιθυρίζοντας κάτι τόσο χαμηλόφωνα, ώστε η Αβιέντα δεν άκουσε τίποτα. Το πρόσωπο της Νυνάβε εξακολουθούσε να είναι αναψοκοκκινισμένο, κι εκείνη έτοιμη να ξεριζώσει την πλεξούδα της από το κακό της, όμως κράτησε το στόμα της κλειστό. Τελικά, η Ηλαίην ήταν όντως ικανή να βάλει τέλος σε μια διαφωνία.

Φυσικά, η Ηλαίην δεν έμοιαζε και τόσο ευχαριστημένη, αφού όχι μόνο το δικαίωμά της να αποκαλείται Άες Σεντάι, αλλά και το δικαίωμά της στον τίτλο της Κόρης-Διαδόχου αμφισβητούνταν ανοιχτά. Σε κάποιον που δεν την ήξερε θα φάνταζε ήρεμη, αλλά η Αβιέντα είχε ήδη προσέξει τα σημάδια. Το ανασηκωμένο πηγούνι φανέρωνε θυμό· αν πρόσθετες δε και τα διάπλατα ανοικτά μάτια, η Ηλαίην ήταν ένας πυρσός, ενώ η Νυνάβε μια απλή χόβολη. Η Μπιργκίτε βρισκόταν σε εγρήγορση, με πρόσωπο που έμοιαζε πέτρινο και με μάτια που πετούσαν φλόγες. Συνήθως δεν αντανακλούσε τα συναισθήματα της Ηλαίην, εκτός κι αν ήταν υπερβολικά έντονα. Τυλίγοντας τα δάχτυλά της γύρω από τη λαβή του μαχαιριού που ήταν περασμένο στη ζώνη της, η Αβιέντα ετοιμάστηκε να αγκαλιάσει το σαϊντάρ. Πρώτα-πρώτα θα σκότωνε την Ανεμοσκόπο. Η γυναίκα δεν ήταν διόλου ασθενική όσον αφορούσε στη Δύναμη, και θα μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνη. Με τόσο πολλά πλοία ολόγυρα, μπορούσαν να βρουν άλλους.

«Αναζητούμε ένα τερ'ανγκριάλ». Με εξαίρεση την ψυχρότητα στον τόνο της φωνής της, όποιος δεν γνώριζε την Ηλαίην θα πίστευε πως ήταν απολύτως ήρεμη. Κοιτούσε έντονα τη Νέστα ντιν Ρέας, αλλά απευθυνόταν σε όλους, κι ειδικά στην Ανεμοσκόπο. «Με τη βοήθειά του, πιστεύουμε πως μπορούμε να αποκαταστήσουμε τις καιρικές συνθήκες. Θα πρέπει κι εσείς να αντιμετωπίζετε το ίδιο πρόβλημα με τους στεριανούς. Ο Μπάροκ μίλησε για τεράστιες καταιγίδες. Δεν είναι δυνατόν να μην αισθάνεστε το απειλητικό άγγιγμα του Σκοτεινού, του Πατέρα των Θυελλών, στη θάλασσα, το οποίο κι εμείς νιώθουμε στην ξηρά. Με αυτό το τερ'ανγκριάλ στην κατοχή μας, μπορούμε να αλλάξουμε τα δεδομένα, όμως δεν θα τα καταφέρουμε μόνες. Απαιτείται η συνεργασία αρκετών γυναικών, ίσως δε χρειαστεί να συμπληρωθεί ο κύκλος των δεκατριών. Πιστεύουμε πως σε αυτές τις γυναίκες θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν κι Ανεμοσκόποι, εφ' όσον κανείς άλλος, ούτε καν οι Άες Σεντάι, δεν έχουν τόσο πολλές γνώσεις για τον καιρό. Αυτή είναι η αρωγή που ζητούμε».

Νεκρική σιγή ακολούθησε τα λόγια της, μέχρι που η Ντόριλ ντιν Έιραν είπε προσεκτικά: «Πες μας γι' αυτό το τερ'ανγκριάλ, Άες Σεντάι. Πώς λέγεται; Με τι μοιάζει;»

«Απ' όσο γνωρίζω, δεν έχει κάποια συγκεκριμένη ονομασία», αποκρίθηκε η Ηλαίην. «Είναι ένα κύπελλο από χοντρό κρύσταλλο, ρηχό αλλά πάνω από δύο πόδια πλατύ, δουλεμένο εσωτερικά με νέφη. Κατά τη διάρκεια της διαβίβασης, τα νέφη μετακινούνται...»

«Το Κύπελλο των Ανέμων», τη διέκοψε αναστατωμένη η Ανεμοσκόπος, κάνοντας ένα ασυναίσθητο βήμα προς το μέρος της Ηλαίην. «Έχουν το Κύπελλο των Ανέμων».

«Στ' αλήθεια το έχετε;» Η ματιά της Κυράς των Κυμάτων είχε καρφωθεί άπληστα στην Ηλαίην, κάνοντας κι η ίδια ένα ακούσιο βήμα μπροστά.

«Το ψάχνουμε», είπε η Ηλαίην. «Ξέρουμε πως βρίσκεται στο Έμπου Νταρ. Αν είναι το ίδιο...»

«Αυτό πρέπει να είναι», αναφώνησε η Μαλίν ντιν Τόραλ. «Σύμφωνα με την περιγραφή που έδωσες, αυτό πρέπει να είναι!»

«Το Κύπελλο των Ανέμων», είπε η Ντόριλ ντιν Έιραν, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Σκέψου να ξαναβρεθεί ύστερα από δύο χιλιάδες χρόνια! Μάλλον οφείλεται στον Κοραμούρ. Αυτός θα πρέπει να...»

Η Νέστα ντιν Ρέας χτύπησε δυνατά τις παλάμες της. «Δεν είμαι σίγουρη αν αυτή τη στιγμή έχω μπροστά μου μια Κυρά των Κυμάτων με την Ανεμοσκόπο της ή δύο κοριτσάκια του καταστρώματος στην πρώτη τους αποστολή πάνω σε πλοίο». Τα μάγουλα της Μαλίν ντιν Τόραλ φλογίστηκαν από υπερήφανη οργή κι η γυναίκα χαμήλωσε το κεφάλι της πεισματικά χωρίς να πάψει να νιώθει έπαρση. Η Ντόριλ ντιν Έιραν, ακόμα πιο αναψοκοκκινισμένη, υποκλίθηκε επίσης, αγγίζοντας με τα ακροδάχτυλά της το μέτωπο, τα χείλη και την καρδιά της.

Η Κυρά των Πλοίων τις κοίταξε βλοσυρά για μια στιγμή κι έπειτα συνέχισε. «Μπάροκ, κάλεσε τις υπόλοιπες Κυρές των Κυμάτων του λιμανιού, αλλά και τις Πρώτες Δώδεκα. Μαζί με τις Ανεμοσκόπους τους. Φρόντισε να γίνει κατανοητό ότι θα τις κρεμάσεις ανάποδα από τα ξάρτια, αν δεν κάνουν γρήγορα». Σηκώθηκε όρθια και πρόσθεσε: «Α, πες και σε κάποιον να φέρει τσάι. Η κουβέντα περί των όρων αυτής της συναλλαγής θα μας φέρει δίψα».

Ο ηλικιωμένος άντρας ένευσε· η δυνατότητά του να κρεμάσει ανάποδα μια Κυρά των Κυμάτων κι η υποχρέωσή του να παραγγέλνει τσάι ήταν εξίσου φυσικά αποδεκτές. Ρίχνοντας ένα βλέμμα στην Αβιέντα και στις υπόλοιπες, κίνησε να βγει έξω με τον χαρακτηριστικό ταλαντευόμενο βηματισμό. Η Αβιέντα άλλαξε γνώμη μόλις παρατήρησε από κοντά τα μάτια του. Θα ήταν θανάσιμο λάθος να σκοτώσει πρώτα την Ανεμοσκόπο.

Κάποιος μάλλον περίμενε ήδη τέτοιου είδους παραγγελίες, γιατί, σε ελάχιστο διάστημα από την αποχώρηση του Μπάροκ, ένας λυγερόκορμος όμορφος νεαρός με ένα λεπτό σκουλαρίκι σε κάθε αυτί μπήκε μέσα. Μετέφερε έναν ξύλινο δίσκο που περιείχε μια γυαλιστερή γαλάζια τσαγιέρα σε σχήμα κύβου με χρυσή λαβή και μεγάλες γαλάζιες κούπες από συμπαγές κεραμικό. Η Νέστα ντιν Ρέας τού έκανε νόημα να φύγει -«Ούτως ή άλλως θα διαδώσει διάφορες φήμες, ακόμα κι αν δεν ακούσει όσα δεν πρέπει», είπε μόλις ο νεαρός απομακρύνθηκε· κι ένευσε στην Μπιργκίτε να σερβίρει. Προς μεγάλη έκπληξη της Αβιέντα, ίσως και της ίδιας, η γυναίκα υπάκουσε.

Η Κυρά των Πλοίων έβαλε την Ηλαίην και τη Νυνάβε να καθίσουν στις καρέκλες που υπήρχαν στη μια άκρη του τραπεζιού, σκοπεύοντας προφανώς να ξεκινήσει αυτή το παζάρι. Η Αβιέντα αρνήθηκε μία θέση στην απέναντι μεριά, ενώ η Μπιργκίτε δεν είχε αντίρρηση. Σήκωσε τον βραχίονα του καθίσματος και, μόλις βολεύτηκε, τον έβαλε ξανά στη θέση του. Η Κυρά των Κυμάτων κι η Ανεμοσκόπος εξαιρούνταν επίσης από τη συζήτηση αυτή - αν μπορούσε κάποιος να την αποκαλέσει συζήτηση. Τα λόγια προφέρονταν χαμηλόφωνα, αλλά η Νέστα ντιν Ρέας έδινε έμφαση σε κάθε της λέξη σηκώνοντας το δάχτυλο σαν λόγχη, ενώ το πηγούνι της Ηλαίην ήταν τόσο ανασηκωμένο, ώστε έμοιαζε να τις κοιτάζει αφ' υψηλού. Η Νυνάβε για πρώτη φορά στη ζωή της κατάφερνε να διατηρεί τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήρεμα, αν κι η προσπάθεια που κατέβαλλε ήταν κάτι παραπάνω από έκδηλη.

«Αν ευαρεστείται το Φως, θα μιλήσω και με τις δυο σας», είπε η Μαλίν ντιν Τόραλ, κοιτώντας μία την Αβιέντα και μία την Μπιργκίτε, «αλλά νομίζω πως πρώτα πρέπει να ακούσουμε την ιστορία σας». Η Μπιργκίτε φάνηκε να αναστατώνεται, καθώς η γυναίκα κάθισε απέναντι της.

«Πράγμα που σημαίνει ότι μπορώ να μιλήσω πρώτα με σένα, αν ευαρεστείται το Φως», είπε η Ντόριλ ντιν Έιραν στην Αβιέντα. «Έχω διαβάσει για τους Αελίτες. Πες μου, αν θέλεις, πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν ακόμα άντρες ανάμεσά σας, όταν μια Αελίτισσα πρέπει να σκοτώνει έναν άντρα καθημερινά;»

Η Αβιέντα συγκρατήθηκε για να μην την κατακεραυνώσει με το βλέμμα της. Πώς μπορούσε αυτή η γυναίκα να πιστεύει τέτοιες ανοησίες;

«Πότε έζησες ανάμεσά μας;» ρώτησε η Μαλίν ντιν Τόραλ πάνω από την κούπα της, στην άκρη του τραπεζιού. Η στάση του σώματος της Μπιργκίτε έδειχνε ότι ήθελε να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από τη γυναίκα.

Στην απέναντι μεριά του τραπεζιού, η Νέστα ντιν Ρέας ύψωσε τη φωνή της για μια στιγμή. «...εσύ ήρθες σε μένα, όχι εγώ σε σένα. Αυτό αποτελεί τη βάση για να καταλήξουμε σε συμφωνία, ανεξάρτητα από το αν είσαι Άες Σεντάι».

Ο Μπάροκ γλίστρησε στο δωμάτιο και σταμάτησε ανάμεσα στην Αβιέντα και την Μπιργκίτε. «Φαίνεται πως η βαρκούλα σας αναχώρησε μόλις αποβιβαστήκατε, αλλά μην ανησυχείτε. Ο Ανεμοδρομέας έχει κάμποσες βάρκες, για να σας βγάλουν στην ακτή». Προχώρησε στο εσωτερικό της καμπίνας, πήρε ένα κάθισμα και κάθισε λίγο πιο πέρα από την Ηλαίην και τη Νυνάβε. Όποια και να μιλούσε, μπορούσε να την παρατηρεί χωρίς να τραβάει την προσοχή. Είχαν χάσει το πλεονέκτημα, κάτι που χρειάζονταν οπωσδήποτε. «Η συμφωνία, φυσικά, θα γίνει με τους δικούς μας όρους», είπε ο άντρας. Ο τόνος της φωνής του έδειχνε πως δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, ενώ η Κυρά των Πλοίων κοιτούσε την Ηλαίην και τη Νυνάβε σαν να έβλεπε δύο γίδες έτοιμες για σφαγή. Το χαμόγελο του Μπάροκ ήταν σχεδόν πατρικό. «Αυτός που ζητάει πρέπει να πληρώσει περισσότερα».

«Σίγουρα έχετε ζήσει ανάμεσά μας, εφ' όσον γνωρίζετε αυτούς τους αρχαίους όρκους», επέμεινε η Μαλίν ντιν Τόραλ.

«Είσαι καλά, Αβιέντα;» ρώτησε η Ντόριλ ντιν Έιραν. «Ακόμα κι εδώ, το κούνημα του πλοίου επηρεάζει μερικές φορές τους στεριανούς, έτσι δεν είναι; Μήπως οι ερωτήσεις μου είναι προσβλητικές; Πες μου, λοιπόν. Όντως οι Αελίτισσες δένουν τον άντρα πριν... δηλαδή, πριν αυτή κι αυτός... Εννοώ...» Ένα αδύναμο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της κι αναψοκοκκίνισε. «Υπάρχουν κι άλλες Αελίτισσες εξίσου ισχυρές με σένα στη Μία Δύναμη;»

Δεν ήταν η αδιακρισία της Ανεμοσκόπου που είχε κάνει το πρόσωπο της Αβιέντα να χλωμιάσει, ή ότι η Μπιργκίτε έμοιαζε έτοιμη να το βάλει στα πόδια μόλις κατάφερνε να ελευθερωθεί από τον βραχίονα του καθίσματος, ή ότι η Νυνάβε με την Ηλαίην συνειδητοποιούσαν ξαφνικά ότι δεν ήταν παρά δύο μικρά κοριτσάκια στο παζάρι, στα χέρια έμπειρων εμπόρων. Όλες θα κατηγορούσαν την ίδια και θα είχαν απόλυτο δίκιο. Αυτή τους είχε προτείνει να εξασφαλίσουν την υποστήριξη των Θαλασσινών γυναικών, στην περίπτωση που δεν θα μπορούσαν να πάνε εύκολα το τερ'ανγκριάλ πίσω -αν το έβρισκαν φυσικά· στην Εγκουέν και στις υπόλοιπες Άες Σεντάι. Δεν ήταν δυνατόν να χαθεί κι άλλος χρόνος περιμένοντας την Εγκουέν αλ'Βέρ να τους πει ότι μπορούσαν να επιστρέψουν. Θα την κατηγορούσαν, κι η ίδια θα εκτελούσε το τοχ της. Θυμήθηκε, όμως, τις βάρκες που είχε δει στην προβλήτα, αναποδογυρισμένες η μία πάνω στην άλλη. Βάρκες χωρίς σκέπαστρο. Ναι, μπορούσαν να την κατηγορήσουν, αλλά, όποιο κι αν ήταν το χρέος της, θα το πλήρωνε στο χιλιαπλάσιο και μάλιστα ντροπιασμένη, από τη στιγμή που θα είχε να διασχίσει εφτά ή οκτώ μίλια νερού με ανοικτό σκάφος.

«Μήπως έχεις κανέναν κουβά;» ρώτησε αδύναμα την Ανεμοσκόπο.

Загрузка...