«Ζήτησες να σε ξυπνήσουμε προτού ανατείλει ο ήλιος, Μητέρα». Τα μάτια της Εγκουέν άνοιξαν απότομα -είχε προγραμματίσει τον εαυτό της να σηκωθεί λίγα λεπτά αργότερα- κι έκανε να ακουμπήσει ξανά στο μαξιλάρι αντικρίζοντας το πρόσωπο από πάνω της. Τραχύ και λάμποντας από τον ιδρώτα, δεν ήταν κι ό,τι καλύτερο πρωί-πρωί. Οι τρόποι της Μέρι ήταν γεμάτοι σέβας, αλλά η στενή μύτη, το μόνιμα στραβό στόμα και τα σκοτεινά, γεμάτα μομφή μάτια μαρτυρούσαν πως δεν είχε δει ποτέ της κανέναν που να είναι έστω κατά το ήμισυ καλός απ' όσο θα έπρεπε να είναι αυτή, ή απ' όσο προσποιούνταν ότι είναι, με αποτέλεσμα ο επίπεδος τόνος της φωνής της να κάνει κάθε νόημα να μοιάζει αλλοπρόσαλλο.
«Ελπίζω να κοιμήθηκες καλά, Μητέρα», είπε, κι η έκφρασή της έκρυβε μια ελαφρά κατηγόρια οκνηρίας. Τα μαύρα της μαλλιά, δεμένα σε σφικτές κουλούρες πάνω από τα αυτιά της, έμοιαζαν να της τραβάνε το πρόσωπο με οδυνηρό τρόπο. Το μονότονο κι υπόφαιο, σκούρο γκρίζο φόρεμα με το οποίο ντυνόταν πάντα, άσχετα αν την έκανε να ιδρώνει, πρόσθετε κάτι ακόμα στη μελαγχολική ατμόσφαιρα.
Κρίμα που δεν κατάφερε να χαλαρώσει, έστω και για λίγο. Η Εγκουέν χασμουρήθηκε, σηκώθηκε από το στενό της ράντζο, έτριψε τα δόντια της με αλάτι κι έπλυνε το πρόσωπο και τα χέρια της, ενώ η Μέρι άπλωσε τα ρούχα που θα φόραγε, χοντρές κάλτσες και μια καθαρή αλλαξιά, κι άρχισε να την ντύνει «με καρτερικότητα», όπως συνήθιζε να λέει.
«Φοβάμαι ότι κάποιοι από αυτούς τους κόμπους θα λυθούν, Μητέρα», μουρμούρισε άκεφα η γυναίκα, βουρτσίζοντας τα μαλλιά της Εγκουέν η οποία προσπαθούσε να της εξηγήσει πως δεν τα έμπλεξε επίτηδες στον ύπνο της.
«Απ' ό,τι καταλαβαίνω, θα παραμείνουμε εδώ σήμερα, Μητέρα». Η υπερβολική επιπολαιότητα κόχλαζε στην αντανάκλαση της Μέρι στον αναρτημένο καθρέφτη.
«Αυτή η απόχρωση του μπλε θα αναδείξει πολύ όμορφα τη χροιά της επιδερμίδας σου, Μητέρα», είπε η Μέρι καθώς ασχολείτο με τα κουμπιά της Εγκουέν. Το πρόσωπό της ήταν μια κατηγόρια ματαιοδοξίας.
Γεμάτη ανακούφιση που απόψε θα την αναλάμβανε η Τσέσα, η Εγκουέν φόρεσε το επιτραχήλιο κι έφυγε σχεδόν προτού τελειώσει τη δουλειά της η γυναίκα.
Ούτε καν η στεφάνη του ήλιου δεν είχε φανεί ακόμα πάνω από τους λόφους, στην ανατολή. Η έκταση της περιοχής, τριγύρω, κύρτωνε σχηματίζοντας μεγάλα ακρώρεια κι ακανόνιστους γήλοφους, εκατοντάδες πόδια ύψους μερικές φορές. Έμοιαζαν να έχουν ζουληχτεί από κάποια τερατώδη δάχτυλα. Σκιές που φάνταζαν με λυκόφως έλουζαν το στρατόπεδο που απλωνόταν σε μια από τις πλατιές κοιλάδες ενδιάμεσα, και το οποίο ήταν στο πόδι από τη ζέστη που δεν έλεγε να υποχωρήσει. Μυρωδιές από πρωινό μαγείρεμα γέμιζαν τον αέρα και κόσμος πηγαινοερχόταν, παρ'όλο που η χαρακτηριστική βιασύνη που υποδήλωνε ολοήμερη πορεία ήταν απούσα. Λευκοντυμένες μαθητευόμενες ξεπετάγονταν από δω κι από κει, τρέχοντας σχεδόν. Μια συνετή μαθητευόμενη πάντα τελειώνει όσο πιο γρήγορα γίνεται τις μικροδουλειές. Οι Πρόμαχοι ποτέ δεν βιάζονταν, φυσικά, αλλά ακόμα κι οι υπηρέτες που κουβαλούσαν το πρωινό γεύμα στις Άες Σεντάι έμοιαζαν να σέρνονται σήμερα, ή σχεδόν, συγκριτικά με τις μαθητευόμενες. Ολόκληρος ο καταυλισμός προσπαθούσε να επωφεληθεί από αυτή την προσωρινή στάση. Κρότοι και βρισιές ακούστηκαν καθώς ένα εργαλείο ανύψωσης οχημάτων γλίστρησε, πράγμα που σήμαινε ότι οι μάστορες των αμαξιών έπιασαν να ασχολούνται με τις επισκευές, ενώ το μακρινό χτύπημα των σφυριών υποδήλωνε πως οι πεταλωτές τοποθετούσαν καινούργια πέτάλα στις οπλές των αλόγων. Μια ντουζίνα κηροπλάστες είχαν παρατάξει ήδη τα καλούπια τους κι οι χύτρες ζεσταίνονταν για να λειώσουν τα προσεκτικά αποταμιευμένα απολειφάδια κάθε κεριού που είχε καεί, ενώ σε διάφορες άλλες, μεγάλες χύτρες ζεσταινόταν νερό που θα χρησίμευε για μπάνιο και μπουγάδα. Άντρες και γυναίκες στοίβαζαν ρούχα εκεί δίπλα. Η Εγκουέν, ωστόσο, ελάχιστη σημασία έδωσε σε όλες αυτές τις δραστηριότητες.
Ήταν σίγουρη πως η Μέρι δεν το έκανε επίτηδες. Απλώς, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα καλύτερο. Ακόμα και τη Ρομάντα να είχε για υπηρέτρια το ίδιο άσχημα θα ήταν. Γέλασε δυνατά με τη σκέψη αυτή. Ως υπηρέτρια, η Ρομάντα θα ανάγκαζε την κυρά της να υπακούσει στους κανόνες σε χρόνο μηδέν. Δεν ήθελε πολλή σκέψη για να καταλάβει κανείς ποια θα είχε το πάνω χέρι. Ένας γκριζομάλλης μάγειρας σταμάτησε να ανακατεύει τα κάρβουνα, σκυμμένος πάνω από έναν σιδερένιο φούρνο, για να της χαρίσει ένα χαμόγελο αμοιβαίας θυμηδίας, όμως την επόμενη στιγμή συνειδητοποίησε πως η γυναίκα στην οποία χαμογέλαγε δεν ήταν μια κοινή περαστική αλλά η Έδρα της Άμερλιν, και το χαμόγελο έλειωσε για να μετατραπεί σε βαθιά υπόκλιση. Κατόπιν, έσκυψε πάλι πίσω, στη δουλειά του.
Αν ξαπόστελνε τη Μέρι, το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να βρει η Ρομάντα έναν νέο κατάσκοπο κι η Μέρι, για άλλη μια φορά, θα λιμοκτονούσε και θα τριγύριζε από χωριό σε χωριό. Καθώς τακτοποιούσε το φόρεμά της -όντως είχε φύγει προτού ακόμα τελειώσει η γυναίκα τη δουλειά της- τα δάχτυλά της ψαχούλεψαν ένα μικρό, υφασμάτινο σακουλάκι, τα σπαγκάκια του οποίου ήταν περασμένα πίσω από τη ζώνη της. Δεν χρειάστηκε να το φέρει στη μύτη της για να καταλάβει πως ανέδυε μια μυρωδιά από πέταλα τριανταφυλλιάς αναμεμειγμένα με την ψυχρή οσμή διαφόρων βοτάνων. Αναστέναξε. Αυτή η γυναίκα με το πρόσωπο δήμιου ήταν αναμφίβολα κατάσκοπος της Ρομάντα και προσπαθούσε να αντεπεξέλθει στα καθήκοντά της όσο καλύτερα γινόταν. Γιατί να μην ήταν πιο εύκολα αυτά τα πράγματα;
Προσεγγίζοντας τη σκηνή που χρησιμοποιούσε ως μελετητήριο —πολλοί την αποκαλούσαν το μελετητήριο της Άμερλιν, λες κι είχε καμιά σχέση με το δωμάτιο του Πύργου- μια έντονη ικανοποίηση αντικατέστησε την ανησυχία για τη Μέρι. Όπου και να σταματούσαν για να περάσουν τη μέρα τους, η Σέριαμ θα βρισκόταν πάντα εκεί με μια παχιά δεσμίδα αιτήσεων. Όλο και κάποια πλύστρα θα ικέτευε για επιείκεια έχοντας κατηγορηθεί για κλοπή, επειδή πιάστηκε με μερικά κοσμήματα ραμμένα στα ρούχα της, όλο και κάποιος σιδεράς θα παρακαλούσε για ένα συστατικό έγγραφο αναφορικά με τη δουλειά του, το οποίο δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει εκτός κι αν σκόπευε να φύγει, ίσως ούτε και τότε. Μια εργάτρια ιπποσκευών παρακαλούσε την Άμερλιν να προσευχηθεί για να γεννήσει κορίτσι. Κάποιος από τους στρατιώτες του Άρχοντα Μπράυν αιτείτο την προσωπική ευχή της Άμερλιν για να νυμφευθεί μια ράφτρα. Ανέκαθεν υπήρχε, επίσης, μια πληθώρα αιτήσεων από παλαιότερες μαθητευόμενες που ικέτευαν για μια επίσκεψη στην Τιάνα, ακόμα και για επιπλέον εργασίες. Ο καθένας είχε δικαίωμα να κάνει μια αίτηση στην Άμερλιν, αλλά όσοι υπηρετούσαν στον Πύργο σπάνια το έκαναν, οι μαθητευόμενες δε ποτέ. Η Εγκουέν υποπτευόταν πως η Σέριαμ πάσχιζε να ξεθάψει αιτούμενους, κάτι για να απασχοληθεί, ενώ η Τηρήτρια θα αναλάμβανε τα σοβαρότερα ζητήματα. Λίγο ακόμα και η Εγκουέν θα έβαζε τη Σέριαμ να τις φάει για πρωινό αυτές τις αιτήσεις.
Όμως, μόλις μπήκε στη σκηνή ανακάλυψε πως η Σέριαμ δεν ήταν εκεί, κάτι όχι ιδιαίτερα περίεργο αν λάμβανε κανείς υπόψη του την περασμένη νύχτα. Ωστόσο, η σκηνή δεν ήταν άδεια.
«Είθε το Φως να σε φωτίζει σήμερα, Μητέρα», είπε η Τέοντριν, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση που είχε ως αποτέλεσμα να ταλαντευτεί η καφετιά άκρη του επωμίου της. Διέθετε τη θρυλική χάρη των Ντομανών, αν και το φόρεμά της με τον ψηλό γιακά ήταν μάλλον απέριττο. Οι Ντομανές δεν φημίζονταν για την μετριοπάθειά τους. «Κάναμε ό,τι μας πρόσταξες, αλλά κανείς δεν παρατήρησε κάποιον κοντά στη σκηνή της Μάριγκαν χτες το βράδυ».
«Μερικοί άντρες θυμήθηκαν ότι είδαν τη Χάλιμα», πρόσθεσε κάπως ξινά η Φαολάιν, γονυπετώντας με σαφώς πιο πρόχειρο τρόπο, «αλλά, πέρα από αυτό, δεν θυμούνται καλά-καλά αν πήγαν για ύπνο ή όχι». Κάμποσες γυναίκες αποδοκίμαζαν τη γραμματέα της Ντελάνα, αλλά ήταν η επόμενη παρατήρησή της που έκανε το στρογγυλό πρόσωπο της Φαολάιν σκοτεινότερο απ' ό,τι συνήθως. «Συναντήσαμε την Τιάνα καθώς περιπλανιόμασταν τριγύρω. Μας είπε να πάμε στα κρεβάτια μας, και γρήγορα». Χάιδεψε ασυναίσθητα τη γαλάζια άκρη του επωμίου της. Οι νέες Άες Σεντάι δεν έβγαζαν σχεδόν ποτέ από πάνω τους το επώμιο, έτσι είχε πει η Σιουάν.
Χαρίζοντάς τους ένα χαμόγελο καλωσορίσματος, όπως ήλπιζε, η Εγκουέν έκατσε προσεκτικά πίσω από το μικρό τραπεζάκι. Η καρέκλα έγειρε για μια στιγμή, αλλά η γυναίκα άπλωσε το χέρι της κι ίσιωσε το στραβό πόδι. Η άκρη μιας διπλωμένης περγαμηνής εξείχε κάτω από το πέτρινο μελανοδοχείο. Τα χέρια της κινήθηκαν σπασμωδικά προς το μέρος της, αλλά τα συγκράτησε. Οι περισσότερες αδελφές δεν φημίζονταν για την αβροφροσύνη τους, κι η Εγκουέν δεν ανήκε σε αυτή την κατηγορία. Επιπλέον, τούτες οι δύο είχαν κάποιες διεκδικήσεις απέναντι της.
«Λυπάμαι για τις δυσκολίες που αντιμετωπίσατε, κόρες». Ως Άες Σεντάι, σύμφωνα με δικό της θέσπισμα από τη στιγμή που έγινε Έδρα της Άμερλιν, αντιμετώπιζαν την ίδια κατάσταση με αυτήν, δίχως όμως την πρόσθετη προστασία του επιτραχηλίου της Άμερλιν, μικρή, ωστόσο, όπως αποδείχτηκε. Οι περισσότερες αδελφές συμπεριφέρονταν σαν να ήταν ακόμα Αποδεχθείσες. Όσα συνέβαιναν στο εσωτερικό των Άτζα σπάνια έβγαιναν προς τα έξω, αλλά φημολογείτο πως όντως έπρεπε να εκλιπαρήσουν για να εισέλθουν και ότι ορίζονταν φρουροί για να επιβλέπουν τη συμπεριφορά τους. Κανείς δεν είχε ακούσει ποτέ κάτι παρόμοιο, αλλά όλοι το θεωρούσαν γεγονός. Δεν τους είχε κάνει καμιά χάρη. Άλλο ένα πράγμα που θεωρείτο απαραίτητο, πάντως. «Θα μιλήσω στην Τιάνα». Ίσως να ήταν καλή κίνηση, για μια μέρα ή για μια ώρα τουλάχιστον.
«Σε ευχαριστούμε, Μητέρα», είπε η Τέοντριν, «αλλά δεν υπάρχει λόγος να μπεις στον κόπο». Τα χέρια της εξακολουθούσαν να παραμένουν πάνω στο επώμιό της. «Η Τιάνα επιθυμούσε να μάθει για ποιον λόγο ήμασταν ξύπνιες τόσο αργά», πρόσθεσε έπειτα από ένα λεπτό, «αλλά εμείς δεν της είπαμε τίποτα».
«Δεν είναι ανάγκη να το κρατάμε μυστικό, κόρες». Κρίμα που δεν είχαν βρει κάποιον μάρτυρα, πάντως. Ο σωτήρας της Μογκέντιεν θα παρέμενε μια φευγαλέα σκιά. Κι αυτό ήταν το πιο τρομακτικό. Έριξε μια ματιά στη μικροσκοπική γωνία της περγαμηνής, λαχταρώντας να τη διαβάσει. Ίσως η Σιουάν να είχε ανακαλύψει κάτι. «Σας ευχαριστώ και τις δύο», είπε. Η Τέοντριν νόμισε πως αυτό ήταν ένδειξη ότι ήταν ελεύθερες να φύγουν και κίνησε προς την έξοδο, αλλά σταμάτησε μόλις είδε πως η Φαολάιν είχε παραμείνει στη θέση της.
«Μακάρι να κρατούσα τη Ράβδο του Όρκου», είπε η Φαολάιν στην Εγκουέν, με έκδηλη πικρία στη φωνή της. «Έτσι θα ήξερες πως σου λέω την αλήθεια».
«Η στιγμή δεν είναι κατάλληλη για να απασχολούμε την Άμερλιν», άρχισε να λέει η Τέοντριν. Σταύρωσε τα χέρια της κι έστρεψε την προσοχή της στην Εγκουέν. Η υπομονή αναμειγνυόταν μαζί με κάτι άλλο στα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Όσον αφορά στη Δύναμη, ήταν αναμφισβήτητα η ισχυρότερη, πάντα έπαιρνε το προβάδισμα, αλλά αυτή τη φορά ήταν έτοιμη να κάνει πίσω. Σαν συμπαράσταση τίνος πράγματος; αναρωτήθηκε η Εγκουέν.
«Δεν είναι η Ράβδος του Όρκου που κάνει μια γυναίκα Άες Σεντάι, κόρη». Άσχετα αν κάποιοι πίστευαν διαφορετικά. «Πες μου την αλήθεια κι εγώ θα σε πιστέψω».
«Δεν σε συμπαθώ». Η πυκνή τούφα των μαύρων μαλλιών της Φαολάιν λικνίστηκε καθώς κούνησε το κεφάλι της για να δώσει έμφαση στα λόγια της. «Πρέπει να το ξέρεις αυτό. Πιθανότατα, με θεωρούσες μοχθηρή όταν εσύ ήσουν ακόμα αρχάρια, όταν ξαναγύρισες στον Λευκό Πύργο ύστερα από το φευγιό σου, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω πως η τιμωρία σου δεν ήταν αρκετή. Ίσως η παραδοχή αυτή εκ μέρους μου σε βοηθήσει να καταλάβεις πως λέω την αλήθεια. Όχι ότι δεν έχουμε κι άλλες ευκαιρίες. Η Ρομάντα προσφέρθηκε να μας θέσει υπό την προστασία της, το ίδιο κι η Λελαίν. Είπαν πως θα φροντίσουν για την κατάλληλη εκπαίδευσή μας με το που θα επιστρέψουμε στον Πύργο». Η έκφραση του προσώπου της μαρτυρούσε πως είχε θυμώσει κι άλλο. Η Τέοντριν ρολάρισε τα μάτια της προς τα επάνω και παρενέβη στην κουβέντα.
«Μητέρα, αυτό που θέλει να πει τόση ώρα η Φαολάιν είναι πως δεν προσκολληθήκαμε σε σένα επειδή δεν μας δόθηκε η ευκαιρία. Δεν το κάναμε από ευγνωμοσύνη προς το επιτραχήλιο. Σούφρωσε τα χείλη της, λες και σκεφτόταν πως η εκπαίδευσή τους για να γίνουν Άες Σεντάι, με τον τρόπο που έγινε η Εγκουέν, δεν ήταν στην πραγματικότητα δώρο άξιο ευγνωμοσύνης.
«Γιατί, τότε;» ρώτησε η Εγκουέν, γέρνοντας πίσω. Το κάθισμα υποχώρησε λίγο, αλλά άντεξε.
Η Φαολάιν πετάχτηκε απότομα, προτού προλάβει η Τέοντριν να ανοίξει το στόμα της. «Επειδή είσαι η Έδρα της Άμερλιν». Εξακολουθούσε να ακούγεται θυμωμένη. «Βλέπουμε τι γίνεται. Μερικές αδελφές πιστεύουν πως είσαι το ανδρείκελο της Σέριαμ, αλλά οι πιο πολλές θεωρούν πως είναι η Ρομάντα με τη Λελαίν που σε έχουν κάτσε-σήκω. Δεν είναι σωστό». Το πρόσωπό της κατσούφιασε. «Έφυγα από τον Πύργο γιατί αυτό που έκανε η Ελάιντα δεν ήταν σωστό. Σε ανέδειξαν ως Άμερλιν, άρα σου ανήκω. Αν, φυσικά, συμφωνείς κι εσύ και μπορείς να με εμπιστευτείς δίχως τη Ράβδο του Όρκου. Πρέπει να με πιστέψεις».
«Κι εσύ, Τέοντριν;» ρώτησε γρήγορα η Εγκουέν, γέρνοντας σχολαστικά το κεφάλι της. Ήταν αρκετά άσχημο πράγμα να ξέρεις πώς αισθάνονται οι αδελφές αλλά, από τη στιγμή που το άκουγες κιόλας, καταντούσε... οδυνηρό.
«Κι εγώ σου ανήκω», είπε η Τέοντριν, αναστενάζοντας. «Αν με θέλεις, βέβαια». Άπλωσε τα χέρια της σε μια υποτιμητική χειρονομία. «Ξέρω πως δεν αξίζουμε και πολλά, αλλά φαίνεται πως είμαστε οι μόνες που έχεις. Παραδέχομαι πως υπήρξα διστακτική, Μητέρα. Η Φαολάιν ήταν αυτή που επέμενε. Ειλικρινά...» Τακτοποίησε το επώμιό της για άλλη μια φορά, αν και δεν ήταν απαραίτητο, και σταθεροποίησε τη φωνή της. «Ειλικρινά, δεν βλέπω με ποιον τρόπο θα επιβληθείς στη Ρομάντα και στη Λελαίν. Προσπαθούμε να συμπεριφερόμαστε σαν Άες Σεντάι, παρ'όλο που δεν είμαστε ακόμα. Και, ό,τι και να λες Μητέρα, δεν θα γίνουμε μέχρι να μας αποδεχτούν ως τέτοιες κι οι υπόλοιπες αδελφές. Αυτό, όμως, δεν θα συμβεί μέχρι να περάσουμε τις δοκιμασίες και να πάρουμε τους Τρεις Όρκους».
Η Εγκουέν τράβηξε τη διπλωμένη περγαμηνή κάτω από το μελανοδοχείο και, συλλογισμένη, άρχισε να την ψηλαφεί. Ώστε η Φαολάιν ήταν ο δάκτυλος πίσω από όλα αυτά; Έμοιαζε κάπως απίθανο, σαν το λύκο που πιάνει φιλίες με το βοσκό. Σκέφτηκε πως η λέξη "αντιπαθώ" ήταν ήπια συγκριτικά με όσα ένιωθε η Φαολάιν απέναντί της. Θα πρέπει να καταλάβαινε πως η Εγκουέν δύσκολα θα τη θεωρούσε φίλη της. Αν αποδέχονταν τους διακανονισμούς των Καθήμενων, η αναφορά και μόνο της προσφοράς τους θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να διαλυθούν οι υποψίες της.
«Μητέρα», είπε η Φαολάιν, αλλά δεν συνέχισε. Έμοιαζε ξαφνιασμένη από τον ίδιο τον εαυτό της. Ήταν η πρώτη φορά που απευθυνόταν με αυτόν τον τίτλο στην Εγκουέν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. «Μητέρα, ξέρω πως δύσκολα θα μας πιστέψεις, μια και ποτέ δεν ορκιστήκαμε στη Ράβδο του Όρκου, αλλά...»
«Καλύτερα να πάψεις να το αναφέρεις αυτό», είπε η Εγκουέν. Καλό θα ήταν να προσέχει, αλλά, με το φόβο των μηχανορραφιών, δεν την έπαιρνε να αρνηθεί μια προσφορά βοήθειας. «Νομίζεις πως όλοι πιστεύουν τις Άες Σεντάι επειδή έχουν πάρει τους Τρεις Όρκους; Όσοι ξέρουν τις Άες Σεντάι γνωρίζουν πως μια αδελφή μπορεί να βγάλει από το μυαλό της μια αλήθεια και να την παραποιήσει ολότελα αν το επιθυμήσει. Προσωπικά, πιστεύω πως οι Τρεις Όρκοι κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό. Θα σας πιστέψω μέχρι να μάθω πως μου είπατε ψέματα, και θα σας εμπιστευτώ μέχρι που να αποδειχτείτε ανάξιες εμπιστοσύνης. Αυτά ισχύουν για τον καθένα, άλλωστε». Σε τελική ανάλυση, οι Όρκοι δεν είχαν καμιά ιδιαίτερη επιρροή σε κάτι τέτοιο. Τις περισσότερες φορές, ή εμπιστευόσουν μια αδελφή ή όχι. Οι Όρκοι απλώς έκαναν τους ανθρώπους πιο επιφυλακτικούς, τους έκαναν να αναρωτιούνται κατά πόσον άγονταν και φέρονταν κατά το δοκούν. «Και κάτι άλλο. Εσείς οι δύο είστε Άες Σεντάι. Δεν θέλω να ξανακούσω περί δοκιμασιών και περί Ράβδου του Όρκου και τα σχετικά. Κρίμα που έχετε να αντιμετωπίσετε όλες αυτές τις σαχλαμάρες χωρίς να τις παπαγαλίζετε οι ίδιες. Έγινα κατανοητή;»
Οι δύο γυναίκες που στέκονταν στην αντικριστή πλευρά του τραπεζιού ένευσαν θετικά, μουρμουρίζοντας και ανταλλάσοντας ματιές για κάμποση ώρα. Αυτή τη φορά, ήταν η Φαολάιν που φάνηκε αναποφάσιστη. Τελικά, η Τέοντριν γλίστρησε γύρω από την Εγκουέν, γονάτισε δίπλα στο κάθισμά της και φίλησε το δαχτυλίδι της. «Κάτω από το Φως, κι έχοντας ελπίδα σωτηρίας κι αναγέννησης, εγώ, η Τέοντριν Ντάμπεϊ, ορκίζομαι πίστη σε σένα, Εγκουέν αλ'Βέρ. Θα σε υπηρετώ πιστά και θα σε υπακούω επί ποινή της ζωής μου και της τιμής μου». Κοίταξε την Εγκουέν ερωτηματικά.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει η Εγκουέν ήταν να νεύσει. Δεν επρόκειτο για μέρος τελετουργικού των Άες Σεντάι, αλλά για τον τρόπο που ένας ευγενής ορκίζεται σε έναν άρχοντα, αν και μερικοί άρχοντες δεν είναι αποδέκτες ενός τόσο ισχυρού όρκου. Μόλις που είχε προλάβει η Τέοντριν να ανασηκωθεί, με ένα χαμόγελο ανακούφισης να διαγράφεται στα χαρακτηριστικά της, όταν η Φαολάιν πήρε τη θέση της.
«Κάτω από το Φως, κι έχοντας ελπίδα σωτηρίας κι αναγέννησης, εγώ, η Φαολάιν Οράντε...»
Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να ελπίζει, κι ακόμα πιο πολύ, καθότι οι περισσότερες αδελφές δεν ήταν ικανές ούτε να πάνε να φέρουν το μανδύα κάποιου ενώ λυσσομανούσε ο άνεμος.
Η Φαολάιν τελείωσε και παρέμεινε γονατιστή, αν και στητή. «Μητέρα, υπάρχει και το θέμα της μετάνοιάς μου για όλα όσα σου είπα και για την αντιπάθειά μου προς το πρόσωπό σου. Θα το ρυθμίσω εγώ, εφόσον το επιθυμείς, αλλά η απονομή δικαιοσύνης παραμένει δικιά σου». Η φωνή της ήταν σταθερή, όπως κι η στάση του κορμιού της, χωρίς κανένα ίχνος φόβου. Έμοιαζε έτοιμη να κοιτάξει λιοντάρι κατάματα. Ανυπόμονη, θα έλεγε κανείς.
Δαγκώνοντας τα χείλη της, η Εγκουέν ξέσπασε σχεδόν σε γέλια. Απαιτούσε προσπάθεια για να κρατήσει τα χαρακτηριστικά της σε ηρεμία. Θα νόμιζαν ότι της ήρθε λόξυγκας. Ό,τι και να έλεγαν, δεν ήταν αληθινές Άες Σεντάι, όπως μόλις είχε αποδείξει η Φαολάιν. Υπήρχαν φορές που οι αδελφές ζητούσαν μετάνοια από μόνες τους, μόνο και μόνο για να διατηρήσουν την ισορροπία μεταξύ αυταρέσκειας και ταπεινοφροσύνης -μια ισορροπία, υποθετικά, πολύτιμη- αλλά καμιά τους δεν είχε διάθεση να την επιβάλει στον εαυτό της. Μια μετάνοια επιβεβλημένη από κάποιον άλλον μπορεί να ήταν σκληρή, και μια Άμερλιν υποτίθεται πως ήταν αυστηρότερη σε αυτά τα θέματα από τα Άτζα. Όπως και να είχε πάντως, πολλές αδελφές έκαναν μια υπεροπτική επίδειξη υποταγής στην ανωτερότητα των Άες Σεντάι, ένα αλαζονικό σόου που αφορούσε στην έλλειψη αλαζονείας. Η καυχησιά της ταπεινοφροσύνης, έτσι το αποκαλούσε η Σιουάν. Σκέφτηκε να πει στη γυναίκα να φάει μια χούφτα σαπούνι, έτσι για να δει την έκφρασή της -μια κι η Φαολάιν είχε ποταπή γλώσσα- αλλά...
«Δεν παρέχω εξιλέωση επειδή μου είπες την αλήθεια, θυγατέρα, ή επειδή δεν με συμπαθείς. Είσαι ελεύθερη να έχεις τις προσωπικές σου συμπάθειες κι αντιπάθειες, αρκεί να παραμένεις πιστή στον όρκο σου». Μόνο ένας Σκοτεινόφιλος θα μπορούσε να παραβεί ειδικά αυτόν τον όρκο. Βέβαια, οι εξαιρέσεις υπήρχαν παντού και πάντα αλλά, από την άλλη μεριά, καλύτερα να κρατάς ένα κλαδί για όπλο παρά τίποτα.
Τα μάτια της Φαολάιν γούρλωσαν κι η Εγκουέν αναστέναξε καθώς έκανε νόημα στη γυναίκα να σηκωθεί. Αν οι ρόλοι τους αντιστρέφονταν, η Φαολάιν σίγουρα θα ακουμπούσε τη μύτη της στο χώμα.
«Θα αναθέσω και στις δυο σας μια αποστολή, κόρες», συνέχισε η Εγκουέν.
Την άκουσαν ευλαβικά. Η Φαολάιν ούτε καν βλεφάρισε, ενώ η Τέοντριν ήταν σκεφτική, έχοντας το δάχτυλο ακουμπισμένο στα χείλη της. Αυτή τη φορά, μόλις τις απέπεμψε, είπαν κι οι δύο με μια φωνή, υποκλινόμενες. «Όπως προστάζεις, Μητέρα».
Ωστόσο, η καλή διάθεση της Εγκουέν αποδείχτηκε φευγαλέα. Ενώ η Τέοντριν με τη Φαολάιν έφευγαν, κατέφθασε η Μέρι με το πρωινό πάνω σε ένα δίσκο. Όταν η Εγκουέν την ευχαρίστησε για το μείγμα των αρωματικών ουσιών, αυτή είπε. «Δεν έχω πολύ ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, Μητέρα». Από την έκφρασή της θα συμπέραινε κάποιος ή ότι κατηγορούσε την Εγκουέν πως την καταπιέζει ή ότι η ίδια δεν δούλευε πολύ σκληρά. Δυσάρεστο καρύκευμα για κομπόστα. Το πρόσωπο της γυναίκας ήταν ικανό να κάνει το τσάι της μέντας να ξινίσει και να μετατρέψει σε πέτρα τα ζεστά, τραγανιστά κουλουράκια. Η Εγκουέν την ξαπόστειλε προτού αρχίσει να τρώει. Ούτως ή άλλως, το τσάι ήταν λίγο μια κι ανήκε στην κατηγορία των πραγμάτων που παρουσίαζαν έλλειψη.
Το σημείωμα που βρισκόταν κάτω από το μελανοδοχείο δεν είχε να προσθέσει τίποτα παραπάνω. «Τίποτα ενδιαφέρον στο όνειρο», ανέφερε η Σιουάν με τη λεπτεπίλεπτη γραφή της. Ώστε κι η Σιουάν είχε βρεθεί στον Τελ'αράν'ριοντ χτες το βράδυ. Θα πρέπει να κατασκόπευσε διάφορα πράγματα. Δεν είχε σημασία κατά πόσον έψαχνε για κάποιο ίχνος της Μογκέντιεν, αν κι αυτό θα ήταν απίστευτα ανόητο εκ μέρους της, ή κάτι άλλο. Αφού έγραφε "τίποτα" εννοούσε τίποτα!
Η Εγκουέν έκανε μια γκριμάτσα, όχι απαραίτητα για το "τίποτα". Η παρουσία της Σιουάν στον Τελ'αράν'ριοντ χτες το βράδυ σήμαινε πως η Ληάνε θα την επισκεπτόταν κάποια στιγμή σήμερα, γεμάτη γκρίνια. Δεν επιτρεπόταν στη Σιουάν να κατέχει το ονειρικό τερ'ανγκριάλ, ειδικά από τότε που προσπάθησε να διδάξει σε μερικές αδελφές τα μυστικά του Κόσμου των Ονείρων. Το πρόβλημα δεν ήταν ότι ήξερε λίγο περισσότερα από τις άλλες, ούτε ότι ελάχιστες ήταν αυτές οι αδελφές που πίστευαν ότι χρειάζονταν δάσκαλο για να μάθουν κάτι. Το πρόβλημα ήταν ότι η Σιουάν διέθετε γλώσσα ροδάνι και διόλου υπομονή. Συνήθως, κατάφερνε να αυτοσυγκρατηθεί, αλλά αρκούσαν δύο ξεσπάσματα και θα ήταν τυχερή αν απλώς της απαγόρευαν την πρόσβαση στο τερ'ανγκριάλ. Ωστόσο, η Ληάνε της το παρείχε όποτε της το ζητούσε κι η Σιουάν το χρησιμοποιούσε στα κρυφά. Επρόκειτο για αληθινό ανταγωνισμό αναμεταξύ τους. Κι οι δυο τους θα μπορούσαν να βρίσκονται στον Τελ'αράν'ριοντ κάθε βράδυ αν είχαν τη δυνατότητα.
Κάνοντας μια γκριμάτσα, η Εγκουέν διαβίβασε μια μικροσκοπική σπίθα Φωτιάς για να ανάψει την άκρη της περγαμηνής και την κράτησε μέχρι που κάηκε σχεδόν ολοσχερώς. Αν κάποιος ψαχούλευε στα υπάρχοντά της δεν θα έβρισκε τίποτα να αναφέρει, τίποτα που να εγείρει την παραμικρή υποψία.
Τελείωσε το πρωινό της εξακολουθώντας να είναι μόνη, κάτι σχετικά ασυνήθιστο. Μπορεί η Σέριαμ να την απέφευγε, αλλά η Σιουάν θα έπρεπε να βρισκόταν ήδη εδώ. Βάζοντας στο στόμα της ένα ακόμα κομμάτι από το κουλουράκι και καταπίνοντάς το με μια τελευταία γουλιά τσάι, σηκώθηκε να ψάξει να τη βρει. Εκείνη τη στιγμή, το αντικείμενο της έρευνάς της μπήκε φουριόζικο στο εσωτερικό της σκηνής. Αν η Σιουάν είχε ουρά, θα μαστίγωνε τον αέρα με δαύτη.
«Πού ήσουν;» απαίτησε να μάθει η Εγκουέν, γνέθοντας μια προστασία ενάντια σε κάθε αδιάκριτο ακροατή.
«Η Ελντέν με πέταξε από το κρεβάτι πρωί-πρωί», γρύλισε η Σιουάν, πέφτοντας βαριά πάνω σε ένα σκαμνί. «Εξακολουθεί να νομίζει ότι μπορεί να μου αποσπάσει τα μάτια-και-τα-αυτιά της Άμερλιν. Κανείς δεν μπορεί να το κάνει αυτό! Κανείς!»
Όταν η Σιουάν πρωτοήρθε στο Σαλιντάρ, μια καταδιωγμένη και σιγανεμένη γυναίκα, μια εκθρονισμένη Άμερλιν που ο κόσμος τη νόμιζε νεκρή, οι αδελφές δεν θα της επέτρεπαν να ζήσει αν δεν γνώριζε όχι μονάχα το δίκτυο των πρακτόρων της Έδρας της Άμερλιν αλλά κι αυτό του Γαλάζιου Άτζα, το οποίο διοικρύσε προτού γίνει κάτοχος του επιτραχηλίου. Αυτό της προσέδιδε επιρροή, την ίδια επιρροή που είχε κι η Ληάνε στην Ταρ Βάλον εξαιτίας των πρακτόρων της. Η άφιξη της Ελντέν Στόουνμπριτζ, η οποία πήρε τη θέση της στα μάτια — και — τα — αυτιά του Γαλάζιου Άτζα, είχε αλλάξει τα πράγματα άρδην για λογαριασμό της Σιουάν. Η Ελντέν είχε γίνει έξαλλη που οι αναφορές από μια χούφτα Γαλάζιων πρακτόρων, με τους οποίους η Σιουάν είχε καταφέρει να έχει επαφή, παραδίδονταν σε γυναίκες εκτός Άτζα. Το ότι είχε αποκαλυφθεί η ίδια η θέση της Ελντέν -κάτι που, ακόμα και μέσα στο Γαλάζιο Άτζα, υποτίθεται ότι το ήξεραν μονάχα δυο τρεις αδελφές- την εξόργισε τόσο που κόντεψε να πάθει αποπληξία. Όχι μόνο επανέκτησε τον έλεγχο του Γαλάζιου δικτύου, όχι μόνο επέπληξε τη Σιουάν φωνάζοντας της τόσο δυνατά που θα πρέπει να ακούστηκε ένα μίλι μακριά, αλλά της επιτέθηκε σχεδόν. Η Ελντέν καταγόταν από ένα Αντορινό χωριό εξόρυξης μεταλλευμάτων, στα Όρη της Ομίχλης, και λέγεται πως η λοξή της μύτη ήταν το αποτέλεσμα ενός καβγά στον οποίο είχε συμμετάσχει όταν ήταν μικρή. Οι πράξεις της προβλημάτιζαν τους ανθρώπους.
Η Εγκουέν επέστρεψε στο ασταθές κάθισμα της κι έσπρωξε μακριά το δίσκο με το πρωινό της. «Ούτε η Ελντέν ούτε και κανένας άλλος πρόκειται να σου το πάρει, Σιουάν». Όταν η Ελντέν διεκδίκησε ξανά τα Γαλάζια μάτια-και-αυτιά οι υπόλοιποι είχαν αρχίσει να σκέφτονται πως το Γαλάζιο Άτζα μάλλον δεν είχε στην κατοχή του τα μάτια-και-αυτιά της Άμερλιν. Δεν πέρασε από κανενός το μυαλό πως ήταν κάτω από τον έλεγχο της Εγκουέν. Έπρεπε να περάσουν στην κατοχή της Αίθουσας, έτσι ισχυρίζονταν η Ρομάντα κι η Λελαίν. Η κάθε μία τους σκόπευε να τεθεί επικεφαλής, βέβαια, για να μαθαίνει από πρώτο χέρι τις αναφορές, κάτι που έδινε μεγάλο πλεονέκτημα. Η Ελντέν πίστευε πως αυτοί οι πράκτορες έπρεπε να προστεθούν στο Γαλάζιο δίκτυο, μια κι η ίδια η Σιουάν ήταν Γαλάζια. Αν μη τι άλλο, η Σέριαμ ήταν ικανοποιημένη να έχει στα χέρια της όλες τις αναφορές που λάμβανε η Σιουάν. Κι αυτό συνέβαινε συνήθως. «Δεν μπορούν να σε αναγκάσουν να τα παρατήσεις».
Η Εγκουέν ξαναγέμισε το φλιτζάνι με τσάι, τοποθετώντας το μαζί με το γυαλιστερό μπλε βάζο του μελιού σε μια γωνιά του τραπεζιού, δίπλα στη Σιουάν, αλλά η γυναίκα απλώς τα κοιτούσε. Η οργή είχε εξανεμιστεί από πάνω της κι η ίδια έμοιαζε σωριασμένη στο σκαμνί. «Ποτέ δεν σκέφτηκες το σθένος», είπε, μιλώντας πιότερο στον εαυτό της. «Γνωρίζεις καλά κατά πόσον είσαι δυνατότερη από κάποιον άλλον, αλλά ποτέ σου δεν το αναλογίστηκες. Απλώς ξέρεις ότι το αποδέχεσαι ή ότι σε αποδέχεται αυτό. Στο παρελθόν, δεν είχε υπάρξει καμία πιο ισχυρή από μένα, μέχρι που...» Το βλέμμα της χαμήλωσε στα χέρια της, τα οποία σάλευαν ανήσυχα στα γόνατά της. «Μερικές φορές, ειδικά όταν η Ρομάντα ή η Λελαίν με σφυροκοπούν, νιώθω σαν να με χτυπάει κυκλώνας. Βρίσκονται πια τόσο ψηλότερα από μένα που ίσως δεν θα έπρεπε να μιλάω δίχως την άδειά τους. Αυτό ισχύει ακόμα και για την Ελντέν, παρ'όλο που δεν είναι παρά μια μετριότητα». Σήκωσε με κόπο το κεφάλι της. Το στόμα της ήταν σφιχτό κι η φωνή της είχε μια πικρή χροιά. «Υποθέτω πως προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, κάτι που είναι έμφυτο μέσα μας, βαθιά ριζωμένο πριν ακόμα εσύ περάσεις καν τη δοκιμασία του επωμίου. Δεν μου αρέσει, όμως. Δεν μου αρέσει!»
Η Εγκουέν έπιασε τη γραφίδα, δίπλα στο μελανοδοχείο, καθώς και το δοχείο με την άμμο και τα έπαιξε στα χέρια της διαλέγοντας προσεκτικά τις λέξεις που θα ξεστόμιζε. «Σιουάν, ξέρεις καλά πώς νιώθω για όλα όσα πρέπει να αλλάξουν. Είναι πολλά αυτά που κάνουμε επειδή οι Άες Σεντάι τα έκαναν ήδη με αυτόν τον τρόπο. Τα πράγματα όμως αλλάζουν, άσχετα αν μερικοί πιστεύουν ότι θα ξαναγίνουν όπως ήταν. Αμφιβάλλω αν υπήρξε ποτέ κάποια που πήρε το αξίωμα της Άμερλιν χωρίς να είναι πρώτα Άες Σεντάι». Η παρατήρηση αυτή θα μπορούσε να λειτουργήσει ως έναυσμα σχολίου σχετικά με τα κρυμμένα αρχεία του Λευκού Πύργου -η Σιουάν έλεγε συχνά πως δεν υπήρχε τίποτα που να μην είχε συμβεί τουλάχιστον μία φορά στην ιστορία του Πύργου, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση ίσως υπήρχε πρώτη φορά- αλλά η γυναίκα συνέχισε να είναι ακίνητη, αποκαρδιωμένη και ζαρωμένη σαν σακί. «Ο δρόμος που ακολουθούν οι Άες Σεντάι, Σιουάν, δεν σημαίνει ότι είναι ο μοναδικός ούτε κι ο καλύτερος. Εμείς πρέπει να ακολουθήσουμε τον σωστότερο δρόμο κι όποιος δεν μπορεί ή δεν θέλει να αλλάξει, καλύτερα να μάθει να ζει μαζί του». Έγειρε πάνω από το τραπέζι και προσπάθησε να της αναπτερώσει το ηθικό. «Ποτέ δεν κατάλαβα ποιον ορισμό δίνουν οι Σοφές στη λέξη "προτεραιότητα", όμως δεν είναι το σθένος το χαρακτηριστικό της Δύναμης. Υπάρχουν γυναίκες με την ικανότητα της διαβίβασης οι οποίες υπακούν σε άλλες που στερούνται αυτής της ικανότητας. Μία από αυτές, η Σορίλεα, δεν θα έφτανε ούτε καν να γίνει Αποδεχθείσα, αλλά ακόμα κι οι ισχυρότερες στέκονται σούζα μπροστά της».
«Αδέσποτες», είπε η Σιουάν αποπεμπτικά, αλλά χωρίς ζέση στη φωνή της.
«Πάρε τις Άες Σεντάι. Δεν έγινα Άμερλιν επειδή ήμουν η ισχυρότερη. Οι σοφότερες είναι αυτές που επιλέγονται για την Αίθουσα ή ως πρεσβευτές ή σύμβουλοι, οι ικανότερες τουλάχιστον, όχι αυτές με το μεγαλύτερο σθένος». Ίσως ήταν καλύτερα να μην ανέφερε τη λέξη «ικανότερες», αν και η Σιουάν ήταν αρκετά ικανή και σε αυτά τα πεδία.
«Η Αίθουσα; Η Αίθουσα είναι ικανή να με ξαποστείλει μόλις τελειώσουν τη συνεδρίαση».
Η Εγκουέν έγειρε πίσω και πέταξε τη γραφίδα. Ήθελε να ταρακουνήσει αυτή τη γυναίκα. Η Σιουάν εξακολουθούσε να πηγαίνει μπροστά όταν αυτή δεν διέθετε καν τη δυνατότητα της διαβίβασης, και τώρα ήταν έτοιμη να υποκύψει; Λίγο ακόμα και θα της έλεγε για τη Φαολάιν και την Τέοντριν -αν μη τι άλλο, θα αναθαρρούσε και θα τις επιδοκίμαζε- αλλά πρόσεξε μια γυναίκα με ελαιόχρωμη επιδερμίδα να περνάει συλλογισμένη έξω από άνοιγμα της εισόδου. Φορούσε ένα πλατύ, γκρίζο καπέλο για να μην την ενοχλεί ο ήλιος.
«Σιουάν, είναι η Μυρέλ». Αδιαφορώντας για την προστασία που είχε φτιάξει, ξεχύθηκε έξω. «Μυρέλ», φώναξε. Η Σιουάν χρειαζόταν μια νίκη για να καταπνίξει αυτή την αίσθηση της καταπίεσης, κι ίσως αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή. Η Μυρέλ ανήκε στο προσωπικό της Σέριαμ και, προφανώς, έκρυβε κάμποσα μυστικά.
Τραβώντας τα χαλινάρια του κιτρινοκάστανου, ευνουχισμένου ζώου, η Μυρέλ κοίταξε τριγύρω και ξαφνιάστηκε μόλις είδε την Εγκουέν. Από την έκφρασή της καταλάβαινε κανείς πως η Πράσινη αδελφή δεν είχε αντιληφθεί σε ποιο μέρος του καταυλισμού βρισκόταν. Ένας λεπτός μανδύας που την προστάτευε από την άμμο κρεμόταν στο πίσω μέρος της ωχρής, γκρίζας στολής ιππασίας. «Μητέρα», είπε διστακτικά. «Να με συγχωράς, αλλά...»
«Δεν σε συγχωρώ», την έκοψε απότομα η Εγκουέν, αναγκάζοντας τη να μορφάσει. Κι η παραμικρή αμφιβολία ότι η Μυρέλ είχε μάθει τα γεγονότα της περασμένης νύχτας από τη Σέριαμ εξαφανίστηκε. «Θέλω να σου μιλήσω. Τώρα».
Η Σιουάν είχε βγει κι αυτή έξω αλλά, αντί να κοιτάει την αδελφή που ξεπέζευε ανήσυχα από τη σέλα της, ατένιζε τις σειρές των σκηνών, προς το μέρος ενός γεροδεμένου ψαρομάλλη με μια σαραβαλιασμένη πανοπλία ριγμένη πάνω από την ωχροκίτρινη φορεσιά του, που οδηγούσε προς το μέρος τους ένα ψηλό, κανελί άλογο. Η παρουσία του ήταν αιφνιδιαστική. Ο Άρχοντας, Μπράυν επικοινωνούσε με την Αίθουσα συνήθως μέσω αγγελιοφόρου, ενώ οι σπάνιες επισκέψεις του είχαν ήδη πάρει τέλος προτού τις πληροφορηθεί η Εγκουέν. Η Σιουάν πήρε μια γαλήνια έκφραση, χαρακτηριστική των Άες Σεντάι, τόσο έντονη που ξέχναγες το νεανικό της πρόσωπο.
Ρίχνοντας ένα φευγαλέο βλέμμα προς τη μεριά της Σιουάν, ο Μπράυν γονάτισε, χειριζόμενος το σπαθί του με λιτή χάρη. Ήταν ένας ταλαιπωρημένος άντρας, μέτριος στο ανάστημα, αλλά με τον τρόπο που περπατούσε φάνταζε ψηλότερος. Δεν υπήρχε τίποτα κραυγαλέο επάνω του. Ο ιδρώτας στο πλατύ του μέτωπο τον έκανε να μοιάζει σαν να έχει έρθει μόλις από χειρονακτική δουλειά. «Μπορούμε να μιλήσουμε, Μητέρα; Μόνοι, αν γίνεται».
Η Μυρέλ στράφηκε, λες κι ήταν έτοιμη να φύγει, αλλά η Εγκουέν τη σταμάτησε απότομα. «Μείνε εκεί που είσαι!» Το στόμα της Μυρέλ άνοιξε διάπλατα. Είχε μείνει έκπληκτη, τόσο με τη δική της υπακοή στο πρόσταγμά της όσο και με τον αποφασιστικό τόνο με τον οποίο της είχε απευθύνει το λόγο η Εγκουέν. Η έκπληξη μεταβλήθηκε γρήγορα σε στωική αποδοχή η οποία κρύφτηκε πίσω από ένα ψυχρό προσωπείο. Ωστόσο, ο τρόπος που στριφογύριζε τα γκέμια μαρτυρούσε τη νευρικότητά της.
Ο Μπράυν, πάντως, ούτε καν βλεφάρισε, αν κι η Εγκουέν ήταν σίγουρη πως είχε μια αίσθηση της κατάστασής της. Είχε μια υποψία πως πολύ λίγα πράγματα τον ξάφνιαζαν ή τον αναστάτωναν. Και μόνο η όψη του ήταν αρκετή για να φέρει τη Σιουάν σε θέση μάχης, μια κι αυτή ήταν που ξεκινούσε τους περισσότερους καβγάδες τους. Οι γροθιές της ήταν ήδη ακουμπισμένες στους γοφούς της και το βλέμμα της είχε καρφωθεί επάνω του, ένα βλέμμα γεμάτο προμηνύματα που θα τάραζε οποιονδήποτε, ακόμα κι αν δεν προερχόταν από Άες Σεντάι. Η Μυρέλ πάντως προσφερόταν περισσότερο για βοήθεια στη Σιουάν. Μάλλον, δηλαδή. «Σκόπευα να σας ζητήσω να έρθετε το απόγευμα, Άρχοντα Μπράυν. Σας το ζητάω τώρα». Ήθελε να τον ρωτήσει διάφορα πράγματα. «Θα μιλήσουμε τότε. Με συγχωρείτε τώρα».
Αντί να αποδεχτεί την αποπομπή του, ο άντρας είπε. «Μητέρα, κάποια από τις περιπόλους μου βρήκε κάτι λίγο πριν από την αυγή, κάτι που νομίζω πως πρέπει να δεις η ίδια. Μπορώ να σου έχω έτοιμη μια συνοδεία για...»
«Δεν χρειάζεται», τον έκοψε γοργά. «Εσύ, Μυρέλ, θα έρθεις μαζί μας. Σιουάν, ζήτα από κάποιον να μου φέρει το άλογο μου, σε παρακαλώ. Χωρίς χρονοτριβή».
Το να ιππεύσει με τη συνοδεία της Μυρέλ σίγουρα ήταν καλύτερο από το να την αντιμετωπίσει εδώ, με την προϋπόθεση πως οι συνταιριασμένες ενδείξεις της Σιουάν είχαν κάποιο νόημα. Άσε που, καβάλα στο άλογο, θα μπορούσε πιο εύκολα να κάνει τις ερωτήσεις της στον Μπράυν. Δεν ήταν όμως τίποτα από αυτά που τροφοδοτούσε τη βιασύνη της. Μόλις είχε εντοπίσει τη Λελαίν η οποία βημάτιζε προς το μέρος της περνώντας από τις σειρές των σκηνών, έχοντας στο πλευρό της την Τακίμα. Με μία και μοναδική εξαίρεση, όλες οι γυναίκες που ήταν Καθήμενες προτού εκθρονιστεί η Σιουάν πήγαν είτε με το μέρος της Λελαίν είτε με το μέρος της Ρομάντα. Οι περισσότερες από τις νεοδιαλεγμένες Καθήμενες ακολούθησαν το δρόμο τους, κάτι προτιμότερο κατά την άποψη της Εγκουέν.
Ακόμα κι από μικρή απόσταση, οι προθέσεις της Λελαίν ήταν προφανείς. Έμοιαζε έτοιμη να κάνει στην άκρη οτιδήποτε στεκόταν εμπόδιο στην πορεία της. Η Σιουάν την πρόσεξε κι έκανε παράμερα, χωρίς να σταματήσει παρά μόνο για μια ελαφριά υπόκλιση. Ωστόσο, δεν πρόλαβε να πηδήξει πάνω στο άλογο του Άρχοντα Μπράυν.
Η Λελαίν στυλώθηκε μπροστά από την Εγκουέν, καρφώνοντας το διαπεραστικό σαν πινέζας βλέμμα της πάνω στον Μπράυν, αναλογιζόμενη με ύφος υπολογιστικό τι δουλειά είχε εκεί, αν κι είχε να ασχοληθεί με σημαντικότερα πράγματα. «Πρέπει να μιλήσω με την Άμερλιν», είπε επιτακτικά, δείχνοντας προς τη Μυρέλ. «Εσύ, περίμενε εδώ. Θα τα πούμε αργότερα». Ο Μπράυν υποκλίθηκε, αν κι όχι πολύ βαθιά, κι οδήγησε το άλογό του στο σημείο που του υπέδειξε. Ένα από τα πρώτα πράγματα που μάθαιναν οι μυαλωμένοι άντρες ήταν πως δεν είχε νόημα να λογομαχήσεις με μια Άες Σεντάι, με τις δε Καθήμενες το όφελος ήταν συνήθως μηδενικό.
Πριν προλάβει η Λελαίν να ανοίξει το στόμα της, η Ρομάντα βρέθηκε ξαφνικά πλάι της, ακτινοβολώντας τόσο έντονα μια αύρα εξουσίας που η Εγκουέν δεν πρόσεξε αμέσως τη Βάριλιν που στεκόταν δίπλα της, παρ'όλο που η λεπτόκορμη και κοκκινομάλλα Καθήμενη του Γκρίζου Άτζα ήταν λίγες ίντσες ψηλότερη από τους πιο πολλούς άντρες. Το περίεργο ήταν που η Ρομάντα δεν είχε εμφανιστεί νωρίτερα. Οι ματιές που αντάλλασσαν με τη Λελαίν ήταν γερακίσιες και καμιά δεν επέτρεπε στην άλλη να προσεγγίσει την Εγκουέν. Η λάμψη του σαϊντάρ κύκλωνε και τις δύο γυναίκες συγχρόνως κι η κάθε μια τους ύφανε ένα προστατευτικό πεδίο γύρω από τις υπόλοιπες πέντε για να εμποδίσει το κρυφάκουσμα. Τα βλέμματά τους συγκρούστηκαν και η πρόκληση ήταν έκδηλη στα ψυχρά και συγκεντρωμένα πρόσωπά τους, αλλά καμιά τους δεν απέσυρε το προστατευτικό πεδίο.
Η Εγκουέν δάγκωσε τη γλώσσα της. Σε δημόσιο χώρο η παρουσία προστατευτικού πεδίου ενάντια στο κρυφάκουσμα ήταν απόφαση της ισχυρότερης αδελφής και το πρωτόκολλο έλεγε πως, από τη στιγμή που μια Άμερλιν ήταν παρούσα, μόνο αυτή μπορούσε να πάρει την απόφαση. Πάντως, δεν είχε διάθεση για καμιά μορφή απολογίας που θα ακολουθούσε την αναφορά του κανονισμού. Αν τις πίεζε θα συναινούσαν, αυτό ήταν σίγουρο, κι ας συμπεριφερόταν σαν να κανάκευε ένα κακομαθημένο μωρό. Δάγκωσε τη γλώσσα της, ενώ από μέσα της έβραζε. Πού ήταν η Σιουάν; Δεν ήταν δίκαιο -το να σελώσεις τα άλογα απαιτούσε λίγη ώρα παραπάνω- κι αυτή το μόνο που ήθελε ήταν να σφίξει τη φούστα της για να απομακρύνει τα χέρια από το κεφάλι της.
Η Ρομάντα ήταν η πρώτη που αποχώρησε από το παιχνίδι με τις διαπεραστικές ματιές, αν κι όχι σαν ηττημένη. Ξαφνιάζοντας τη Λελαίν, που είχε μείνει να την κοιτάει σαν ηλίθια, κινήθηκε γύρω από την Εγκουέν. «Η Ντελάνα δημιουργεί ξανά προβλήματα». Η διαπεραστική της φωνή ήταν σχεδόν γλυκιά αλλά διατηρούσε μια οξύτητα που έδινε έμφαση στην έλλειψη κάποιου τίτλου που απαιτούσε σεβασμό. Τα μαλλιά της Ρομάντα ήταν εντελώς γκρίζα, μαζεμένα σε έναν καλοφτιαγμένο κότσο στη βάση του σβέρκου της, αλλά η ηλικία οπωσδήποτε δεν απάλυνε το παρουσιαστικό της. Η Τακίμα, με τα μακριά, μαύρα μαλλιά της και τη γερασμένη, φιλντισένια χροιά της επιδερμίδας της ήταν εδώ και περίπου εννιά χρόνια μια Καθήμενη του Καφέ Άτζα, εξίσου δυναμική στην Αίθουσα όσο και στην τάξη, κι ωστόσο έστεκε λίγο πιο πίσω, μειλίχια, με τα χέρια διπλωμένα στη μέση της. Η Ρομάντα ηγείτο της κλίκας της το ίδιο δυναμικά με τη Σορίλεα. Ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων όπου η ισχύς και το σθένος παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή τους, κι η αλήθεια ήταν πως κι η Λελαίν δεν διέφερε και πολύ.
«Σκοπεύει να εισηγηθεί ενώπιον της Αίθουσας», είπε ξινά η Λελαίν, αρνούμενη να κοιτάξει προς το μέρος της Ρομάντα. Η ενδεχόμενη συμφωνία με αυτή τη γυναίκα δεν την ικανοποιούσε καθόλου. Ήταν σαν να μιλούσε δεύτερη. Αντιλαμβανόμενη πως τα πράγματα έβαιναν υπέρ της, η Ρομάντα χαμογέλασε, σουφρώνοντας αδιόρατα τα χείλη της.
«Σχετικά με τι;» ρώτησε η Εγκουέν, θέλοντας να κερδίσει χρόνο. Ήταν σίγουρη πως ήξερε. Δύσκολο, κάτω από αυτές τις συνθήκες, να μην αναστενάξει και να μην αρχίσει να τρίβει τους κροτάφους της.
«Σχετικά με το Μαύρο Άτζα φυσικά, Μητέρα», αποκρίθηκε η Βάριλιν, ανασηκώνοντας το κεφάλι της, σαν να είχε ξαφνιαστεί από την ερώτηση. Ίσως και να είχε. Η Ντελάνα είχε λυσσάξει με αυτό το θέμα. «Επιθυμεί να προβεί η Αίθουσα σε ανοικτή κατηγορία εις βάρος της Ελάιντα ότι ανήκει στο Μαύρο Άτζα». Σταμάτησε να μιλάει απότομα μόλις η Λελαίν σήκωσε το χέρι της. Η Λελαίν επέτρεπε περισσότερες παρεκκλίσεις στις ακολούθους της απ' ό,τι η Ρομάντα, ή ίσως να μην ήταν και τόσο αυστηρή, αλλά ωστόσο ποτέ δεν το παράκανε.
«Πρέπει να μιλήσεις μαζί της, Μητέρα». Όποτε το αποφάσιζε, η Λελαίν μπορούσε να χαρίσει στο συνομιλητή της ένα θερμό χαμόγελο. Η Σιουάν ισχυρίστηκε ότι ήταν φίλες κάποτε -η Λελαίν την είχε αποδεχτεί ξανά, καλωσορίζοντάς την κατά κάποιον τρόπο— αλλά για την Εγκουέν αυτό το χαμόγελο δεν ήταν παρά ένα πρακτικό εργαλείο.
«Και να πούμε τι;» Τα χέρια της αδημονούσαν να μαλάξουν το κεφάλι της. Αυτές οι δύο φρόντιζαν έτσι ώστε να φτάνει μέχρι την Αίθουσα μόνο ό,τι ήθελε αυτή, ελάχιστα απ' όσα πρότεινε η Εγκουέν, με αποτέλεσμα να μη φτάνει σχεδόν τίποτα, και τώρα ήθελαν να μεσολαβήσει η ίδια με μια Καθήμενη; Ναι, ήταν αλήθεια πως η Ντελάνα όντως υποστήριζε τις εισηγήσεις της - όποτε τη βόλευε βέβαια. Ήταν σαν ένας ανεμοδείκτης που γυρνούσε όπου φύσαγε ο άνεμος, κι αν τελευταία είχε στραφεί με το μέρος της; Εγκουέν, δεν σήμαινε και τίποτα σπουδαίο. Ο απώτερος σκοπός της φαίνεται πως ήταν το Μαύρο Άτζα. Γιατί καθυστερούσε η Σιουάν;
«Πες της πως πρέπει να σταματήσει, Μητέρα». Από το χαμόγελο και τον τόνο της φωνής της η Λελαίν ήταν σαν να έδινε συμβουλές σε μια θυγατέρα. «Αυτή η χαζομάρα —χειρότερα κι από χαζομάρα- μας έχει όλες στην άκρη του ξυραφιού. Μερικές αδελφές έχουν αρχίσει να πιστεύουν, Μητέρα. Αυτές οι ιδέες δεν θα αργήσουν να διαδοθούν στους υπηρέτες και στους στρατιώτες». Η ματιά που έριξε προς τη μεριά του Μπράυν ήταν γεμάτη αμφιβολία. Απ' ό,τι φαινόταν, ο Μπράυν προσπαθούσε να πιάσει κουβέντα με τη Μυρέλ, η οποία κοιτούσε την απομονωμένη από το προστατευτικό πεδίο ομάδα κι έπαιζε νευρικά τα γκέμια με τα γαντοφορεμένα της χέρια.
«Το να πιστεύεις το προφανές δεν είναι και τόσο ανόητο», γάβγισε η Ρομάντα. «Μητέρα...» πρόφερε τη λέξη σαν να έλεγε «κοπέλα μου», «...ο λόγος που πρέπει να σταματήσει η Ντελάνα είναι ότι κάνει πολύ περισσότερο κακό παρά καλό. Μπορεί η Ελάιντα να ανήκει στο Μαύρο Άτζα -πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω- ανεξάρτητα από τα κουτσομπολιά από δεύτερο χέρι που σκορπάει από δω κι από κει αυτή η τσούλα η Χάλιμα. Η Ελάιντα μπορεί να είναι ξεροκέφαλη, αλλά δεν νομίζω πως είναι κακιά. Ακόμα και να είναι όμως, αν το διατυμπανίζουμε τριγύρω βάζουμε τον καθένα σε υποψίες σχετικά με τις Άες Σεντάι κι αναγκάζουμε το Μαύρο Άτζα να κρυφτεί κι άλλο. Υπάρχουν μέθοδοι για να τους κάνουμε να φανερωθούν χωρίς να τους φοβίσουμε τόσο που να το βάλουν στα πόδια».
Η Λελαίν πήρε μια βαθιά εισπνοή, σαν να ρουθούνιζε περιφρονητικά. «Έστω ότι αυτές οι βλακείες είναι αληθινές, Ρομάντα. Δεν νομίζω πως οποιαδήποτε αδελφή με στοιχειώδη αυτοεκτίμηση θα ενδώσει στις μεθόδους σου. Όσα προτείνεις είναι καθαρά υποθετικά». Η Εγκουέν βλεφάρισε, μπερδεμένη. Ούτε η Σιουάν ούτε η Ληάνε δεν της είχαν αναφέρει τίποτα σχετικό. Οι Καθήμενες, ευτυχώς, δεν φαίνεται να πρόσεχαν και πολύ όσα λέγονταν. Ως συνήθως.
Τοποθετώντας τις γροθιές πάνω στους γοφούς της, η Ρομάντα πλησίασε γύρω-γύρω τη Λελαίν. «Οι ανέλπιδοι καιροί απαιτούν ανέλπιδες πράξεις. Μερικές θα ρωτήσουν για ποιο λόγο να ριψοκινδυνεύσει κάποια την αξιοπρέπειά της μόνο και μόνο για να αποκαλύψει τους υπηρέτες του Σκοτεινού».
«Αυτό ηχεί επικίνδυνα σαν κατηγόρια», είπε η Λελαίν με τα μάτια της στενεμένα.
Τώρα, ήταν η Ρομάντα αυτή που χαμογελούσε, ένα ψυχρό και σκληρό χαμόγελο. «Θα είμαι η πρώτη που θα ενδώσω στις μεθόδους μου, Λελαίν, αρκεί εσύ να είσαι η δεύτερη».
Η Λελαίν μόνο που δεν γρύλισε. Έκανε μισό βήμα προς το μέρος της άλλης γυναίκας κι η Ρομάντα τινάχτηκε εναντίον της με προτεταμένο το πηγούνι. Έμοιαζαν έτοιμες να μαλλιοτραβηχτούν και να αρχίσουν να κυλιόνται στο χώμα, αφήνοντας στην μπάντα την αξιοπρέπεια των Άες Σεντάι. Η Βάριλιν κι η Τακίμα κοιτούσαν η μία την άλλη με τον τρόπο δύο υπηρετριών που η κάθε μια υποστηρίζει την αφεντικίνα της. Η μεν μία φάνταζε σαν μακροπόδικο, καλοβατικό πουλί κι η άλλη σαν τρυποφράκτης, έτοιμα να χιμήξουν το ένα στο άλλο. Φαίνεται πως κι οι τέσσερις είχαν ξεχάσει την παρουσία της Εγκουέν.
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε η Σιουάν να τρέχει προς το μέρος τους φορώντας ένα πλατύγυρο, ψάθινο καπέλο, φέρνοντας μαζί της μια παχιά, σταχτοκάστανη φοράδα που στα πίσω πόδια της είχε περασμένες λευκές κάλτσες. Σταμάτησε απότομα μόλις πρόσεξε την προφυλαγμένη μάζωξη. Από κοντά ήταν κι ένας από τους ιπποκόμους, ένας ξερακιανός τύπος που φορούσε ένα μακρύ, ξεφτισμένο ένδυμα κι ένα μπαλωμένο πουκάμισο. Κρατούσε τα γκέμια ενός ψηλού ζώου με βούλες. Η προφύλαξη ήταν αόρατη στα μάτια του αλλά το σαϊντάρ δεν έκρυβε τα πρόσωπα. Γούρλωσε τα μάτια του και πέρασε τη γλώσσα πάνω από τα χείλη του. Υποτίθεται πως οι περαστικοί βάδιζαν γύρω από τη σκηνή κι υποκρίνονταν πως δεν πρόσεχαν τίποτα, ούτε τις Άες Σεντάι, ούτε τους Πρόμαχους, ούτε καν τους υπηρέτες. Ο μόνος που τους κοιτούσε εξεταστικά και συνοφρυωμένος ήταν ο Μπράυν, ο οποίος έμοιαζε να αναρωτιέται για όσα δεν μπορούσε να ακούσει. Η Μυρέλ είχε αρχίσει να δένει ξανά τα δισάκια της, προφανώς έχοντας σκοπό να φύγει.
«Όταν αποφασίσετε για το τι πρέπει να πω», ανακοίνωσε η Εγκουέν, «τότε μπορώ να αποφασίσω κι εγώ τι πρέπει να κάνω». Όντως την είχαν ξεχάσει. Την κοίταξαν κι οι τέσσερις έκπληκτες καθώς αυτή βάδισε ανάμεσα στη Ρομάντα και τη Λελαίν και πέρασε μέσα από τις διπλές προφυλάξεις. Φυσικά, δεν ένιωσε τίποτα όταν άγγιξε την ύφανση. Τα πεδία αυτά δεν φτιάχτηκαν για να εμποδίζουν κάτι τόσο συμπαγές όσο ένα ανθρώπινο σώμα.
Όταν σκαρφάλωσε στο διάστικτο ζώο η Μυρέλ πήρε μια βαθιά ανάσα και προσποιήθηκε πως περίμενε καρτερικά. Οι προφυλάξεις είχαν χαθεί, αν κι υπήρχε ακόμα μια φωτοβολία που περιτύλιγε τις δύο Καθήμενες. Έτσι καθώς στέκονταν εκεί, παρακολουθώντας, έμοιαζαν κι οι δύο με την ίδια την ενσάρκωση της απογοήτευσης. Η Εγκουέν φόρεσε βιαστικά τον λινό και λεπτό μανδύα που την προστάτευε από τη σκόνη, ο οποίος κρεμόταν στο μπροστινό μέρος της σέλλας του ευνουχισμένου της ζώου, καθώς και τα γάντια ιππασίας που ήταν χωμένα σε μια μικρή τσέπη του μανδύα. Ένα πλατύγυρο καπέλο κρεμόταν από το ψηλό μπροστάρι της σέλλας, σε χρώμα βαθυγάλανο για να ταιριάζει και με το φόρεμά της, με έναν πίδακα από λευκό φτέρωμα που ήταν λοξά καρφιτσωμένο στο μπροστινό μέρος και κραύγαζε ότι ήταν έργο της Τσέσα. Μπορεί να μην έδινε ιδιαίτερη σημασία στη ζέστη, αλλά ο ήλιος ήταν άλλο θέμα. Βγάζοντας την καρφίτσα και το φτέρωμα τα τακτοποίησε στα δισάκια, έβαλε το καπέλο στο κεφάλι της κι έδεσε τους ιμάντες κάτω από το σαγόνι της.
«Πάμε, Μητέρα;» ρώτησε ο Μπράυν. Είχε ήδη καβαλήσει το άλογο του κι η περικεφαλαία που κρεμόταν από τη σέλα έκρυβε τώρα το πρόσωπό του πίσω από ατσάλινες μπάρες. Ήταν απόλυτα φυσιολογικό γι' αυτόν, λες κι είχε γεννηθεί μέσα σε μια πανοπλία.
Η Εγκουέν συγκατένευσε. Καμιά από τις υπόλοιπες δεν επιχείρησε να τους σταματήσει. Η Λελαίν, βέβαια, δεν θα τολμούσε ποτέ να φωνάξει δημοσίως, αλλά η Ρομάντα... Η Εγκουέν αισθάνθηκε μια αίσθηση ανακούφισης να την κατακλύζει καθώς απομακρύνονταν, αλλά το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει. Τι έπρεπε να κάνει με το θέμα της Ντελάνα;
Ο κεντρικός δρόμος της περιοχής, μια πλατιά, χωμάτινη έκταση, τόσο συμπαγής που με τίποτα δεν σήκωνε σκόνη, περνούσε μέσα από το καταυλισμό του στρατού και διέσχιζε το άνοιγμα ανάμεσα σε αυτόν και τις Άες Σεντάι. Ο Μπράυν τον διέσχισε υπό γωνία, κατευθυνόμενος προς το υπόλοιπο κομμάτι της στρατιάς, στην άλλη πλευρά.
Παρ'όλο που το στρατόπεδο είχε πάνω από τριάντα φορές περισσότερο κόσμο από τον καταυλισμό των Άες Σεντάι, οι σκηνές έμοιαζαν λιγότερες από αυτές που είχαν στη διάθεση τους οι αδελφές κι όσοι τις υπηρετούσαν, σκορπισμένες στο πρανές και ψηλά, στις λοφοπλαγιές. Οι πιο πολλοί στρατιώτες κοιμόντουσαν στο ύπαιθρο. Από την άλλη, κανείς δεν θυμόταν πότε είχε βρέξει για τελευταία φορά κι ούτε ένα συννεφάκι δεν ήταν ορατό στον ουρανό. Παραδόξως, υπήρχαν περισσότερες γυναίκες εδώ παρά στον καταυλισμό των αδελφών, αν και με την πρώτη ματιά φάνταζαν λιγότερες ανάμεσα σε τόσους άντρες. Οι μάγειροι ασχολούνταν με τις κατσαρόλες τους κι οι πλύστρες έκαναν επίθεση στους τεράστιους σωρούς ρούχων, ενώ κάποιοι άλλοι φρόντιζαν τα άλογα κι επιδιόρθωναν τις άμαξες. Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός έμοιαζε να αποτελείται από συζύγους. Έπλεκαν, μόνταραν φορέματα και πουκαμίσες ή ανακάτευαν μικρά μαγειρικά σκεύη. Σχεδόν όπου κι αν κοιτούσε έβλεπε οπλοποιούς, τα σφυριά έκαναν το ατσάλι να αντηχεί πάνω στα αμόνια, οι κατασκευαστές βελών έφτιαχναν δέσμες από βέλη κι οι πεταλωτές περνούσαν τα άλογα από έλεγχο. Παντού υπήρχαν άμαξες κάθε είδους και μεγέθους, εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως. Αυτός ο στρατός έμοιαζε να παρασέρνει ό,τι έβρισκε μπροστά του. Οι περισσότεροι αναζητητές τροφής βρίσκονταν ήδη έξω αλλά μερικά καρότσια με μεγάλους τροχούς και κάποιες ετοιμόρροπες άμαξες εξακολουθούσαν να σέρνονται σε αναζήτηση αγροικιών και χωριών. Εδώ κι εκεί, κάποιοι στρατιώτες ζητωκραύγαζαν καθώς περνούσαν. «Ο Άρχοντας Μπράυν», έλεγαν κι «Ο Ταύρος! Ο Ταύρος!» Αυτό ήταν το έμβλημά του. Ούτε λόγος για τις Άες Σεντάι ή για την Έδρα της Άμερλιν.
Η Εγκουέν στριφογύρισε στη σέλλα της για να σιγουρευτεί πως η Μυρέλ τους ακολουθούσε από κοντά. Όντως βρισκόταν πίσω τους, με το άλογο της να ακολουθεί από μόνο του και μια απόμακρη κι ελαφρά αρρωστημένη έκφραση στο πρόσωπό της. Η Σιουάν είχε πάρει θέση στα νώτα τους, σαν τσοπάνος που φυλάει ένα και μοναδικό πρόβατο. Ίσως πάλι να φοβόταν να παρακινήσει το υποζύγιο της να προχωρήσει. Το καστανόφαιο ζώο ήταν κοντόχοντρο, αλλά η Σιουάν ήταν ικανή να μεταχειριστεί ένα πόνι σαν να ήταν πολεμικό άτι.
Η Εγκουέν αισθάνθηκε να εκνευρίζεται ελαφρά με το δικό της ζωντανό. Το όνομά του ήταν Ντάισαρ, δηλαδή Δόξα στην Παλιά γλώσσα. Θα προτιμούσε να ίππευε την Μπέλα, μια δασύτριχη, μικρή φοράδα, όχι πολύ πιο λεπτοκαμωμένη από το καστανόφαιο άλογο της Σιουάν, την οποία είχε πάρει από τους Δύο Ποταμούς. Μερικές φορές σκεφτόταν πως έμοιαζε με κούκλα πάνω σε ένα ευνουχισμένο ζώο που περνιόταν για πολεμικό άτι, αλλά μια Άμερλιν έπρεπε να έχει το ανάλογο υποζύγιο, κι όχι δασύτριχα άλογα ικανά μόνο για να σέρνουν καρότσες. Ακόμα κι αν ήταν η ίδια αυτή που εμπνεύστηκε το νόμο, ένιωθε εξίσου περιορισμένη με μια μαθητευόμενη.
Στριφογύρισε στη σέλα της κι είπε: «Περιμένετε αντίσταση πιο κάτω, Άρχοντα Μπράυν;»
Ο άντρας τη λοξοκοίταξε. Είχε κάνει την ίδια ερώτηση μια φορά προτού φύγουν από το Σαλιντάρ κι άλλες δυο φορές ενώ διέσχιζαν την Αλτάρα. Μάλλον όμως δεν υποκινούσε υποψίες, σκέφτηκε η Εγκουέν.
«Το Μουράντυ είναι σαν την Αλτάρα, Μητέρα. Οι κάτοικοι του είναι πολύ απασχολημένοι να δολοπλοκούν ο ένας ενάντια στον άλλον, ή και να πολεμούν ανοικτά μεταξύ τους, για να ενωθούν σε περίπτωση πολέμου. Αλλά, ακόμα και τότε, η συμμαχία τους δεν κρατάει πολύ». Ο τόνος της φωνής του ήταν ιδιαίτερα ξερός. Υπήρξε Στρατηγός της Βασιλικής Φρουράς στο Άντορ κι είχε αρκετή πείρα σε συνοριακές αψιμαχίες με τους Μουραντιανούς. «Το Άντορ όμως φοβάμαι πως είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Δεν ανυπομονώ διόλου να το βρούμε μπροστά μας». Έστριψε σε έναν παράδρομο κι άρχισε να ανεβαίνει την ήπια ανηφόρα μιας πλαγιάς για να αποφύγει τρεις άμαξες που προχωρούσαν με πάταγο πάνω από τις κοτρόνες, προς την ίδια κατεύθυνση.
Η Εγκουέν προσπάθησε να μη μορφάσει. Το Άντορ. Αλλα της είχε πει προηγουμένως. Βρισκόταν στο απώτατο άκρο των Λόφων του Κιούμπαρ, κάπου στα νότια του Λάγκαρντ, την πρωτεύουσα του Μουράντυ. Ακόμα και με τη βοήθεια της τύχης, τα σύνορα του Άντορ απείχαν τουλάχιστον δέκα μέρες πορεία.
«Κι όταν φθάσουμε στην Ταρ Βάλον, Άρχοντα Μπράυν, τι σχέδια έχεις για να καταλάβεις την πόλη;»
«Κανείς δεν μου έχει κάνει αυτή την ερώτηση μέχρι τώρα, Μητέρα». Προηγουμένως είχε νομίσει πως η φωνή του είχε μια ξερή χροιά, αλλά τώρα ήταν όντως ξερή. «Μέχρι να φτάσουμε στην Ταρ Βάλον, Φωτός θέλοντος, θα έχω δύο με τρεις φορές περισσότερους άντρες απ' όσο τώρα». Η Εγκουέν μόρφασε στην ιδέα ότι θα έπρεπε να πληρωθούν τόσοι πολλοί στρατιώτες, αλλά ο Μπράυν δεν φάνηκε να δίνει σημασία. «Με τόσο στρατό θα πολιορκήσω την πόλη. Το δυσκολότερο μέρος θα είναι να βρούμε τα πλοία και να τα βυθίσουμε για να αποκλείσουμε το Βόρειο Λιμάνι και το Νότιο Λιμάνι. Τα λιμάνια είναι πολύ σημαντικά επειδή γεφυρώνουν τις πόλεις, Μητέρα. Η Ταρ Βάλον είναι μεγαλύτερη από την Καιρχίν και το Κάεμλυν μαζί. Από τη στιγμή που θα αποκόψουμε τη διανομή τροφίμων...» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού πιότερο περιμένει παρά προελαύνει».
«Κι αν δεν εξασφαλίσεις τόσους πολλούς στρατιώτες;» Ποτέ της δεν σκέφτηκε τόσο πολύ κόσμο, γυναικόπαιδα κυρίως, να λιμοκτονούν. Ποτέ δεν σκέφτηκε ότι θα μπορούσαν να ανακατευτούν κι άλλοι εκτός από τις Άες Σεντάι και τους στρατιώτες. Πως ήταν δυνατόν να σκέφτεται τόσο ανόητα; Είχε δει τα αποτελέσματα του πολέμου στην Καιρχίν, αλλά ο Μπράυν φαίνεται πως έπαιρνε το θέμα ελαφρά τη καρδία. Βέβαια, ήταν στρατιώτης κι έννοιες όπως "στέρηση" και "θάνατος" πάνε μαζί για έναν στρατιώτη. «Τι θα γίνει αν διαθέτεις μόνο... ας πούμε... όσους έχεις τώρα;»
«Πολιορκία;» Προφανώς, κάποια πράγματα απ' όσα ελέχθησαν έφτασαν στα αυτιά της Μυρέλ. Σπιρούνισε το καστανόξανθο άλογο για να τους πλησιάσει, αναγκάζοντας μερικούς άντρες να παραμερίσουν. Κάποιοι παραπάτησαν κι έφαγαν τα μούτρα τους. Άλλοι, γεμάτοι οργή, άνοιξαν τα στόματά τους να της φωνάξουν αλλά, βλέποντας τα αγέραστα χαρακτηριστικά της, τα έκλεισαν πάλι κι αρκέστηκαν σε απειλητικά βλέμματα. Όσον αφορά στην ίδια, θα μπορούσαν και να μην υπάρχουν καν. «Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος πολιόρκησε επί μια εικοσαετία την Ταρ Βάλον κι απέτυχε να την κατακτήσει». Μόλις αντιλήφθηκε ότι την άκουγε κάμποσος κόσμος χαμήλωσε τη φωνή της, η οποία όμως παρέμεινε δριμεία. «Έχεις την εντύπωση πως θα περιμένουμε είκοσι χρόνια;»
Η καυστική χροιά στη φωνή της περιέλουσε τον Γκάρεθ Μπράυν δίχως να τον επηρεάσει στο ελάχιστο. «Θα προτιμούσες μια άμεση επίθεση πάραυτα, Μυρέλ Σεντάι;» Ήταν σαν να τη ρωτούσε αν προτιμούσε το τσάι της γλυκό ή σκέτο. «Πολλοί ήταν οι στρατηγοί του Γερακόφτερου που προσπάθησαν κι οι άντρες τους σφαγιάστηκαν. Κανένας στρατός δεν κατάφερε να παραβιάσει τα τείχη της Ταρ Βάλον».
Η Εγκουέν ήξερε πως αυτό δεν ήταν απόλυτα αληθινό. Στους Πολέμους των Τρόλοκ, μια στρατιά από Τρόλοκ, της οποίας ηγούνταν οι Άρχοντες του Δέους, είχε λαφυραγωγήσει και κατακάψει ένα μέρος από τον ίδιο τον Λευκό Πύργο. Στο τέλος του Πολέμου του Δεύτερου Δράκοντα, μια στρατιά που προσπαθούσε να διασώσει τον Γκουαίρ Αμαλάσαν, προτού ακόμα αυτός ειρηνευτεί, είχε κατορθώσει να φθάσει κι αυτή μέχρι τον Πύργο. Η Μυρέλ, βέβαια, δεν μπορούσε να τα γνωρίζει αυτά, πόσω μάλλον ο Μπράυν. Η πρόσβαση στα μυστικά αρχεία της ιστορίας, βαθιά κρυμμένα στη βιβλιοθήκη του Πύργου, απαγορευόταν από έναν νόμο που ήταν κι αυτός μυστικός, κι η αποκάλυψη της ύπαρξης είτε των αρχείων είτε του νόμου θεωρείτο προδοσία. Η Σιουάν έλεγε πως, αν διάβαζες ανάμεσα στις γραμμές, θα έβρισκες νύξεις για θέματα που δεν είχαν καταγραφεί ούτε καν εκεί. Οι Άες Σεντάι ήταν ειδικές στο να κρύβουν την αλήθεια, ακόμα κι από τον ίδιο τους τον εαυτό αν το θεωρούσαν απαραίτητο.
«Με εκατό χιλιάδες στρατιώτες, δηλαδή όσους έχω τώρα», συνέχισε ο Μπράυν, «θα είμαι ο πρώτος. Αν, φυσικά, καταφέρω, να αποκόψω τα λιμάνια. Οι στρατηγοί του Γερακόφτερου δεν τα κατάφεραν. Οι Άες Σεντάι σήκωναν εγκαίρως αυτές τις ατσάλινες αλυσίδες, έτσι ώστε να μην επιτρέψουν στα πλοία να μπουν στην είσοδο του λιμανιού και τα βύθιζαν προτού γίνουν εμπόδιο στη διακίνηση του εμπορίου. Τα τρόφιμα κι οι προμήθειες περνούσαν στην πόλη. Εφαρμόζοντας τον δικό μου τρόπο, είναι σίγουρο πως, τελικά, θα καταλήξουμε στην άμεση επίθεση, αλλά όχι πριν η πόλη αποδυναμωθεί αισθητά». Η φωνή του παρέμενε... φυσιολογική, λες και συζητούσε τα διαδικαστικά μιας ευχάριστης εκδρομής. Έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος της Μυρέλ και, μολονότι ο τόνος της φωνής του δεν άλλαξε, η ένταση στη ματιά του ήταν προφανής ακόμα και πίσω από την προσωπίδα που φορούσε. «Όλοι θα συμφωνήσετε πως το σχέδιό μου είναι το πλέον κατάλληλο, ειδικά όταν αναλάβει ο στρατός. Δεν πρόκειται να χαραμίσω τους άντρες μου».
Η Μυρέλ άνοιξε το στόμα της αλλά το ξαναέκλεισε αργά. Ήταν φως φανάρι πως κάτι ήθελε να πει, αλλά δεν ήξερε τι. Είχαν δώσει το λόγο της τιμής τους, αυτή κι η Σέριαμ κι όσες ακόμα ήταν στα πράγματα όταν αυτός εμφανίστηκε στο Σαλιντάρ, άσχετα πόσο χολωμένος ήταν αυτός ο λόγος κι άσχετα πόσο προσπάθησαν οι Καθήμενες να τον παρακάμψουν. Αυτές δεν είχαν δώσει κανέναν λόγο. Ο Μπράυν, ωστόσο, ενεργούσε σαν να τον είχαν δώσει και, μέχρι στιγμής, φαίνεται πως τα κατάφερνε. Μέχρι στιγμής.
Η Εγκουέν ένιωσε αδιάθετη. Είχε δει πολέμους και στο παρελθόν. Διάφορες εικόνες ξεπήδησαν στο μυαλό της, άντρες που μάχονταν, που σκότωναν αδιακρίτως στους δρόμους της Ταρ Βάλον, που πέθαιναν. Η ματιά της έπεσε σε έναν τύπο με τετραγωνισμένο σαγόνι που μασούσε τη γλώσσα του ακονίζοντας την άκρη ενός βέλους. Άραγε, αυτός ο ψαρομάλλης, καραφλός άντρας που τόσο προσεκτικά διέτρεχε με τα δάχτυλά του τα βέλη προτού τα τοποθετήσει στη φαρέτρα, ήταν προορισμένος να πεθάνει σ' εκείνους τους δρόμους; Να κι άλλος ένας. Ένα αμούστακο παιδί που κορδωνόταν φορώντας τις ψηλές μπότες ιππασίας. Έμοιαζε τόσο νεαρός που ίσως να μην ήταν καν σε ηλικία ξυρίσματος. Μα το Φως, οι περισσότεροι ήταν αγόρια. Πόσοι θα πέθαιναν; Γι’ αυτήν. Για τη δικαιοσύνη, για το σωστό, για τον κόσμο αλλά, κατά βάθος, γι' αυτήν. Η Σιουάν ανασήκωσε το χέρι της αλλά δεν ολοκλήρωσε την κίνηση. Αν ήταν αρκετά κοντά δεν θα τολμούσε να χτυπήσει φιλικά στον ώμο την Έδρα της Άμερλιν γιατί θα την έβλεπαν όλοι.
Η Εγκουέν ίσιωσε τη μέση της. «Άρχοντα Μπράυν», είπε με σταθερή φωνή, «τι είναι αυτό που θέλεις να δω;» Νόμισε πως ο Μπράυν έριξε μισή ματιά στη Μυρέλ προτού απαντήσει.
«Καλύτερα να το δεις ή ίδια, Μητέρα».
Η Εγκουέν είχε την εντύπωση πως το κεφάλι της θα σπάσει. Αν οι ενδείξεις της Σιουάν οδηγούσαν κάπου, θα μπορούσε άνετα να γδάρει τη Μυρέλ. Αν όχι, θα έγδερνε τη Σιουάν και, καλού κακού, θα έριχνε και τον Γκάρεθ Μπράυν.