Η Εγκουέν ήταν καθισμένη στην καρέκλα της -μια από τις λίγες πραγματικές καρέκλες που υπήρχαν στον καταυλισμό, με ένα μικρό κι απέριττο σκάλισμα που θύμιζε αγροτική πολυθρόνα, απλόχωρη κι άνετη, τόσο ώστε αισθανόταν μια υποψία ενοχής που έπιανε πολύτιμο χώρο μέσα στην άμαξα. Καθόταν εκεί προσπαθώντας να ανασυντάξει τις σκέψεις της, όταν η Σιουάν παραμέρισε την υφασμάτινη είσοδο και μπήκε μέσα σκυφτή. Δεν έμοιαζε και πολύ χαρούμενη.
«Μα το Φως, για ποιο λόγο έφυγες τόσο βιαστικά;» Η φωνή της ταίριαζε με την έκφρασή της. Είχε τον τρόπο της να επιπλήττει, ακόμα κι αν το έκανε με τον ανάλογο σεβασμό. Ή σχεδόν. Τα γαλάζια της μάτια κινούνταν στο ίδιο μήκος κύματος και θύμιζαν σουβλιά μονταδόρου σελών. «Η Σέριαμ με έκανε πέρα λες κι ήμουν μύγα». Το απροσδόκητα ντελικάτο στόμα έκανε έναν ξινό μορφασμό. «Έφυγε λίγο ύστερα από σένα. Δεν κατάλαβες πως σου παραδόθηκε; Κι αυτή κι η Ανάγια κι η Μόρβριν κι όλες τους. Να είσαι σίγουρη πως όλη τη νύχτα θα την περάσουν μαζί, προσπαθώντας να μπαλώσουν την κατάσταση. Και θα τα καταφέρουν. Δεν ξέρω πώς, αλλά θα τα καταφέρουν».
Με το που ολοκλήρωσε σχεδόν την πρότασή της, μπήκε μέσα η Ληάνε. Μια ψηλή, λυγερόκορμη γυναίκα, με πρόσωπο χαλκόχρωμο και νεανικό όπως της Σιουάν, και μάλιστα για τον ίδιο λόγο. Η αλήθεια είναι πως θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μητέρα της Εγκουέν. Έριξε μια ματιά στη Σιουάν και σήκωσε τα χέρια της ψηλά, όσο τουλάχιστον της επέτρεπε η πάνινη σκηνή. «Πολύ ανόητο ρίσκο αυτό, Μητέρα». Τα σκοτεινά της μάτια άλλαξαν από ονειροπόλα σε αστραφτερά, αλλά η φωνή της διατηρούσε μια άτονη χροιά, ακόμα κι όταν εκνευριζόταν. Παλαιότερα ήταν ζωηρότερη. «Αν δουν εμένα και τη Σιουάν μαζί...»
«Δεν δίνω δεκάρα ακόμα κι αν μάθει όλος ο καταυλισμός πως τα καβγαδάκια σας είναι απάτη», την έκοψε απότομα η Εγκουέν, υφαίνοντας έναν μικρό φραγμό ενάντια στο κρυφάκουσμα γύρω από τις τρεις τους. Θα μπορούσε να διαπεραστεί, αλλά απαιτούσε χρόνο, με την προϋπόθεση βέβαια πως θα ανιχνευόταν, πράγμα απίθανο από τη στιγμή που ήλεγχε την ύφανση και δεν άρχιζε να τη λύνει.
Νοιαζόταν, ωστόσο, κι ίσως δεν ήταν καλή κίνηση να τις καλέσει και τις δύο μαζί, αλλά η πρώτη σκέψη με κάποια ψήγματα λογικής που ξεπήδησε στο μυαλό της ήταν να αναζητήσει τις δύο αδελφές πάνω στις οποίες βασιζόταν περισσότερο. Προς το παρόν, κανείς στον καταυλισμό δεν υποπτευόταν τίποτα. Οι πάντες ήξεραν πως η πρώην Άμερλιν κι η πρώην Τηρήτρια απεχθάνονταν η μία την άλλη όσο σχεδόν η Σιουάν απεχθανόταν να διδάσκει τη διάδοχο της. Αν κάποια αδελφή ανακάλυπτε την αλήθεια, θα αναγκάζονταν να εξομολογούνται για πολύ καιρό, και δεν θα ήταν μια εύκολη εξομολόγηση - οι Άες Σεντάι εκτιμούσαν πολύ λιγότερο από τους υπόλοιπους ανθρώπους να τις εξαπατούν, ενώ οι βασιλιάδες έπρεπε να πληρώνουν γι' αυτό. Στο μεταξύ, όμως, η υποτιθέμενη εχθρότητα ανάμεσά τους επηρέαζε τις υπόλοιπες αδελφές, συμπεριλαμβανομένων και των Καθήμενων. Αν αυτές συμφωνούσαν σε κάτι, έτσι έπρεπε να είναι. Ένα ακόμα τυχαίο γεγονός σιγανέματος θα ήταν πολύ χρήσιμο, ειδικά αν κανείς δεν ήξερε τίποτα. Οι Τρεις Όρκοι δεν τις κρατούσαν δέσμιες πια. Μπορούσαν πλέον να ψεύδονται σαν έμποροι μαλλιού.
Ίντριγκες και απάτες παντού. Ο καταυλισμός έμοιαζε πια με δύσοσμο βάλτο, όπου παράξενα βλαστάρια ξεπηδούσαν αόρατα μέσα στην ομίχλη. Ίσως έτσι να γινόταν όπου υπήρχαν Άες Σεντάι. Έπειτα από τρεις χιλιάδες χρόνια σκευωριών, άσχετα πόσο αναγκαίες ήταν, δεν ήταν περίεργο που η δολοπλοκία είχε γίνει δεύτερη φύση για τις πιο πολλές αδελφές, και σύντομα και για τις υπόλοιπες. Το φοβερό, όμως, ήταν πως έπιανε τον εαυτό της να απολαμβάνει όλες αυτές τις ραδιουργίες. Όχι τόσο για τον απώτερο σκοπό τους, αλλά επειδή έμοιαζαν με ενδιαφέροντα αινίγματα, παρ’ όλο που δύσκολα βρισκόταν κάτι να της εξάψει το ενδιαφέρον. Αν αυτό φανέρωνε κάτι για τον εαυτό της, δεν ήθελε να το ξέρει. Σε τελική ανάλυση, ήταν κι αυτή μια Άες Σεντάι, άσχετα τι πίστευε ο καθένας, κι αυτό είχε τα καλά του και τα κακά του.
«Η Μογκέντιεν δραπέτευσε», συνέχισε χωρίς διακοπή. «Ένας άντρας της πήρε το α'ντάμ, ένας άντρας με τη δυνατότητα της διαβίβασης. Νομίζω πως ένας από αυτούς πήρε και το περιδέραιο, μια και δεν βρέθηκε στη σκηνή της. Ίσως υπάρχει κάποιος τρόπος να το εντοπίσουμε μέσω του βραχιολιού, αν και δεν έχω υπόψη μου κανέναν».
Αυτό τις αποτελείωσε. Τα γόνατα της Ληάνε λύγισαν κι η γυναίκα σωριάστηκε σαν άδειο σακί πάνω στο σκαμνί που χρησιμοποιούσε πού και πού η Τσέσα. Η Σιουάν κάθισε αργά στο ράντζο, με την πλάτη ίσια και τα χέρια ακίνητα πάνω στα γόνατά της. Κάπως αταίριαστα, η Εγκουέν παρατήρησε πως το φόρεμά της ήταν διακοσμημένο με μικροσκοπικά, γαλάζια άνθη με φόντο έναν πλατύ λαβύρινθο του Δακρύου. Το κέντημα βρισκόταν στο κάτω μέρος του φορέματος και σχημάτιζε μια κορδέλα που έκανε τα χωριστά μέρη της φούστας να φαίνονται σαν ένα όταν η κοπέλα ήταν ακίνητη. Άλλη μια κορδέλα καμπύλωνε ευπρεπώς κατά μήκος του μπούστου. Η φροντίδα για τα ρούχα της -η τάση, δηλαδή, να δείχνουν όμορφα εκτός από το να είναι άνετα — ήταν μικρή αλλαγή από μια άποψη -άλλωστε, ποτέ της δεν έφθανε στην υπερβολή- αλλά, κάτω από ένα διαφορετικό πρίσμα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σοβαρή, όπως το πρόσωπό της, κι εξίσου αινιγματική. Η Σιουάν δυσφορούσε με τις αλλαγές κι είχε αντισταθεί σε όλες σχεδόν εκτός από αυτήν.
Από την άλλη, η Ληάνε, σύμφωνα με τη μέθοδο των Άες Σεντάι, αγκάλιαζε κάθε είδους αλλαγή. Νεαρή γυναίκα ακόμα -η Εγκουέν είχε ακούσει μια αδελφή του Κίτρινου Άτζα να αναφωνεί παραξενεμένη πως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, και οι δυο τους ήταν σε ηλικία τεκνοποίησης- πιθανόν δεν θα γινόταν ποτέ Τηρήτρια και ποτέ της δεν θα μπορούσε να έχει άλλο πρόσωπο. Η ίδια η προσωποποίηση της πρακτικότητας και της αποτελεσματικότητας έγινε η εξιδανίκευση της οκνηρίας και της σαγήνης μιας Ντομανής γυναίκας. Ακόμα κι η στολή ιππασίας ήταν κομμένη ραμμένη στο στυλ της πατρίδας της, άσχετα αν το μετάξι, τόσο λεπτό που φάνταζε άυλο, μαζί με το ωχρό, πράσινο χρώμα δεν ήταν διόλου πρακτικά για ταξίδι σε σκονισμένους δρόμους. Όταν έμαθε πως με το σιγάνεμα παύουν να ισχύουν οι δεσμοί κι οι σχέσεις, η Ληάνε διάλεξε το Πράσινο Άτζα από την επιστροφή στο Γαλάζιο. Η αλλαγή από το ένα Άτζα σε άλλο δεν ήταν συνηθισμένη, αλλά ούτε κι η Θεραπεία έπειτα από το σιγάνεμα θεωρείτο κάτι σύνηθες. Η Σιουάν επέστρεψε στο Γαλάζιο, διαμαρτυρόμενη για τη βλακώδη ανάγκη να «εκλιπαρήσει και να ικετεύσει για αποδοχή», όπως διατυπωνόταν στην τυπική αυτή φράση.
«Ω, Φως μου!» κοντανάσανε η Ληάνε καθώς σωριαζόταν πάνω στο σκαμνί, χωρίς καμία χάρη. «Έπρεπε να την παραδώσουμε για δίκη από την πρώτη κιόλας μέρα. Τίποτα απ' όσα μάθαμε από αυτήν δεν αξίζει τον κόπο για να αφεθεί ελεύθερη και πάλι στον κόσμο. Τίποτα!» Τα λόγια της φανέρωναν το βαθμό του σοκ που είχε υποστεί, μια και, συνήθως, δεν περιττολογούσε με το να επαναλαμβάνει το προφανές. Ανεξαρτήτως συμπεριφοράς, το μυαλό της δεν είχε καταντήσει νωθρό. Μπορεί εξωτερικά οι Ντομανές να έμοιαζαν αποχαυνωμένες και σαγηνευτικές, αλλά ήταν τοις πάσι γνωστός ο κοφτερός τρόπος που λειτουργούσε το μυαλό τους.
«Κατάρα...! Έπρεπε να βάλουμε να τη φυλάνε», γρύλισε μέσα από τα δόντια της η Σιουάν.
Τα φρύδια της Εγκουέν ανασηκώθηκαν. Η Σιουάν έμοιαζε εξίσου ταραγμένη με τη Ληάνε. «Ποιος θα τη φύλαγε, Σιουάν; Η Φαολαίν; Η Τέοντριν; Αυτές ούτε που ξέρουν πως εσείς οι δύο ανήκετε στην ομάδα μου». Ομάδα; Πέντε γυναίκες. Άσε που η Φαολαίν με την Τέοντριν δεν ήταν και τίποτα ενθουσιώδεις υπέρμαχοι, ειδικά η πρώτη. Βέβαια, θα μπορούσε να βασιστεί κανείς στη Νυνάβε και στην Ηλαίην, όπως και στην Μπιργκίτε, άσχετα αν η τελευταία δεν ανήκε στις Άες Σεντάι, αλλά αυτές ήταν μακριά νυχτωμένες. Η μυστικότητα κι η κατεργαριά εξακολουθούσαν να είναι τα κυρίως όπλα της. Συν το γεγονός ότι κανείς δεν τα περίμενε εκ μέρους της. «Τι δικαιολογία θα έβρισκα για να εξηγήσω σε κάποιον γιατί υποτίθεται πως πρέπει να φρουρούν την υπηρέτριά μου; Αλλά κι έτσι ακόμα, πόσο αποτελεσματικό θα ήταν; Πρέπει να ήταν ένας από τους Αποδιωγμένους. Πιστεύετε πραγματικά πως η Φαολαίν με την Τέοντριν θα μπορούσαν από μόνες τους να τα βάλουν μαζί του; Δεν είμαι σίγουρη κατά πόσο θα μπορούσα ακόμα κι εγώ, έστω κι αν σχημάτιζα σύνδεσμο με τη Ρομάντα και τη Λελαίν». Ήταν οι αμέσως επόμενες δυνατότερες γυναίκες του καταυλισμού, εξίσου ισχυρές στη Δύναμη όσο ήταν κάποτε η Σιουάν.
Η Σιουάν κατσούφιασε εμφανώς και ρουθούνισε. Συχνά έλεγε πως, αν δεν μπορούσε πια να είναι μια Άμερλιν, ήταν διατεθειμένη να διδάξει την Εγκουέν για να γίνει η καλύτερη Άμερλιν που θα είχε υπάρξει ποτέ. Ωστόσο, η μετάβαση από λιοντάρι σε ποντίκι ήταν δύσκολη κι, εξαιτίας αυτού, η Εγκουέν της έδινε αρκετά περιθώρια δράσης.
«Θέλω οι δυο σας να κάνετε ερωτήσεις σε όσους βρίσκονταν κοντά στη σκηνή που κοιμόταν η Μογκέντιεν. Όλο και κάποιος θα πρόσεξε τον άντρα. Θα πρέπει να ήρθε με τα πόδια. Οποιοσδήποτε επιχειρήσει να ανοίξει μια πύλη στο εσωτερικό ενός τόσο μικρού χώρου θα ρίσκαρε να την κόψει στα δύο, όσο μικρή κι αν την ύφαινε».
Η Σιουάν ρουθούνισε ξανά, δυνατότερα από την πρώτη φορά. «Και γιατί να μπούμε στον κόπο;» γρύλισε. «Μήπως σκοπεύεις να την κυνηγήσουμε, όπως εκείνοι οι χαζοήρωες των αοιδών, για να τη φέρουμε πίσω, ξεπαστρεύοντας στο πέρασμά μας όλους τους Αποδιωγμένους και βγαίνοντας νικητές από την Τελευταία Μάχη; Ακόμα κι αν η περιγραφή είναι πλήρης, κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει έναν Αποδιωγμένο από έναν άλλον. Εδώ που είμαστε, τουλάχιστον. Είναι το πιο ανόητο κι ανώφελο πράγμα που...»
«Σιουάν!» της φώναξε κοφτά η Εγκουέν, ισιώνοντας περισσότερο την πλάτη της. Καλή η ανεκτικότητα, αλλά είχε και τα όριά της. Δεν σήκωνε κάτι τέτοια ούτε κι από τη Ρομάντα ακόμα.
Το αναψοκοκκίνισμα εμφανίστηκε αργά στα μάγουλα της Σιουάν. Προσπαθώντας να επιβληθεί στον εαυτό της, άρχισε να μαλάζει τον ποδόγυρο της, αποφεύγοντας να κοιτάξει κατάματα την Εγκουέν. «Συγχώρα με, Μητέρα», είπε τελικά. Από τη χροιά της φωνής της έμοιαζε να το εννοεί.
«Πέρασε δύσκολη μέρα, Μητέρα», πετάχτηκε η Ληάνε με ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο. Ήταν πολύ καλή σε αυτά, αν και συνήθως τα χρησιμοποιούσε για να κάνει τη καρδιά ενός άντρα να βροντοκοπάει στο στήθος του, όχι από ανηθικότητα βέβαια. Η διακριτικότητα κι η περίσκεψη ήταν δύο χαρίσματα που τα διέθετε σε αφθονία. «Όπως κι οι περισσότεροι από μας, άλλωστε. Θα αρκούσε να μάθει να μην κατηγορεί τον Γκάρεθ Μπράυν κάθε φορά που εκνευρίζεται...»
«Φτάνει!» την έκοψε απότομα η Εγκουέν. Το μόνο που προσπαθούσε η Ληάνε ήταν να απορροφήσει λίγη από την ένταση που είχε η Σιουάν, αλλά φαίνεται πως δεν ήταν σε φόρμα. «Θέλω να μάθω ό,τι είναι δυνατόν σχετικά με το ποιος ελευθέρωσε τη Μογκέντιεν, ακόμα κι αν έχει να κάνει με το αν ήταν ψηλός ή κοντός. Οποιοδήποτε ψήγμα πληροφορίας που θα χρησιμεύσει να τον βγάλουμε από τα σκοτάδια είναι πολύτιμο. Ελπίζω οι απαιτήσεις μου να μην ξεπερνούν το επιτρεπτό όριο». Η Ληάνε είχε μείνει ακίνητη, κοιτώντας τα άνθη πάνω στο ράντζο, μπροστά στα πόδια της.
Το αναψοκοκκίνισμα κάλυψε σχεδόν ολόκληρο το πρόσωπο της Σιουάν. Η λευκή χροιά της επιδερμίδας της την έκανε να μοιάζει με ηλιόγερμα. «Σου... ζητάω ταπεινά συγγνώμη, Μητέρα». Αυτή τη φορά ο τόνος της φωνής της μαρτυρούσε πως όντως είχε μετανιώσει. Η δυσκολία της να κοιτάξει κατάματα την Εγκουέν ήταν φανερή. «Μερικές φορές είναι δύσκολο να... Όχι, όχι δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Ζητάω ταπεινά συγγνώμη».
Η Εγκουέν πασπάτεψε με τα δάχτυλά της το επιτραχήλιο κι άφησε τη στιγμή να καταλαγιάσει, καθώς είχε καρφώσει το σταθερό της βλέμμα στη Σιουάν. Ήταν κάτι που η ίδια η Σιουάν της είχε μάθει, παρ' όλο που έπειτα από λίγο το βλέμμα αυτό την ανάγκασε να μετακινηθεί αμήχανα στη θέση της. Όταν ξέρεις ότι έχεις κάνει λάθος η σιωπή λειτουργεί σαν βουκέντρα που σε τσιγκλάει, και όσο σε τσιγκλάει τόσο σου υπογραμμίζει πόσο μεγάλο λάθος έχεις κάνει. Η σιωπή είναι χρήσιμο εργαλείο σε μερικές περιπτώσεις. «Μια και δεν θυμάμαι τι είναι αυτό για το οποίο πρέπει να σε συγχωρήσω», είπε η Εγκουέν μιλώντας αργά, «μάλλον δεν χρειάζεται να το κάνω. Όμως... να μην ξανασυμβεί, Σιουάν».
«Σε ευχαριστώ, Μητέρα». Μια υποψία ξινισμένου χαμόγελου σούρωσε τις άκρες του στόματος της Σιουάν. «Αν μου επιτρέπεται να εκφράσω τη γνώμη μου, πιστεύω πως σε δίδαξα πολύ καλά. Θα ήθελα, όμως, να προτείνω...» Περίμενε το ανυπόμονο νεύμα της Εγκουέν. «Μια από μας να μεταβιβάσει τη διαταγή σου στη Φαολαίν ή στην Τέοντριν για να αναλάβουν αυτές να κάνουν τις σχετικές ερωτήσεις, και μάλιστα θα πρέπει να φαίνεται πολύ μουτρωμένη που της ανέθεσαν να κάνει τον αγγελιαφόρο. Καθότι όλοι ξέρουν ότι τις προστατεύεις, δεν θα δημιουργηθεί σούσουρο, το οποίο δεν θα αποφεύγαμε αν κάναμε τη δουλειά εγώ με τη Ληάνε».
Η Εγκουέν συμφώνησε αμέσως. Φαίνεται πως το μυαλό της εξακολουθούσε να είναι ομιχλώδες, αλλιώς θα το είχε σκεφτεί κι η ίδια. Αυτή η αίσθηση του πονοκέφαλου είχε επιστρέψει. Η Τσέσα ισχυριζόταν πως η αιτία ήταν ο λιγοστός ύπνος, αλλά δεν ήταν και τόσο εύκολο να κοιμηθείς όταν νιώθεις το κεφάλι σου τεντωμένο σαν μεμβράνη τύμπανου. Για να μη νιώθει έτσι θα έπρεπε να διαθέτει μεγαλύτερο κεφάλι, στομωμένο με τις ίδιες ή και περισσότερες σκοτούρες. Τέλος πάντων, αν μη τι άλλο μπορούσε πια να αποκαλύψει τα μυστικά που κρατούσαν κρυμμένη τη Μογκέντιεν, πώς δηλαδή να γνέθει μεταμφιέσεις χρησιμοποιώντας τη Δύναμη και τον τρόπο να κρύβει την ικανότητα αυτή από άλλες γυναίκες με τη δυνατότητα της διαβίβασης. Η αποκάλυψη όλων αυτών ήταν πολύ ριψοκίνδυνη μέχρι τώρα γιατί θα μπορούσε να οδηγήσει στο ξεσκέπασμα της Μογκέντιεν.
Ακόμα λίγη επιδοκιμασία, σκέφτηκε σαρκαστικά. Όλοι αναφώνησαν έκπληκτοι μόλις ανακοίνωσε το πάλαι ποτέ χαμένο μυστικό του Ταξιδέματος, το οποίο σε τελική ανάλυση τής ανήκε, και τα εγκώμια διαδέχονταν το ένα το άλλο για κάθε μυστικό που αποσπούσε από τη Μογκέντιεν, σαν να τραβούσε κάθε φορά κι από ένα δόντι. Η αποδοχή, ωστόσο, δεν σήμαινε και πολλά πράγματα για τη θέση που κατείχε. Μπορεί να θωπεύσεις ένα χαρισματικό παιδί, αλλά δεν ξεχνάς πως είναι παιδί.
Η Ληάνε αναχώρησε κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση και σχολιάζοντας ξερά πως δεν λυπόταν καθόλου που, για μια φορά, κάποιος άλλος θα έχανε τον ύπνο του. Η Σιουάν περίμενε. Κανείς δεν επιτρεπόταν να τη δει να φεύγει μαζί με τη Ληάνε. Η Εγκουέν κοίταξε εξεταστικά για λίγο τη γυναίκα. Καμιά τους δεν μίλησε. Η Σιουάν έμοιαζε χαμένη στις σκέψεις της. Τελικά, ανακάθισε απότομα, σηκώθηκε όρθια κι έσιαξε το φόρεμά της, έτοιμη να φύγει προφανώς.
«Σιουάν», της είπε η Εγκουέν αργά. Δεν ήταν σίγουρη πώς να συνεχίσει.
Η Σιουάν μάλλον κατάλαβε. «Όχι μόνο είχες δίκιο, Μητέρα», είπε κοιτώντας την Εγκουέν κατάματα, «αλλά ήσουν κι επιεικής. Ιδιαίτερα επιεικής, τόσο που θα έλεγα πως δεν θα έπρεπε. Είσαι η Έδρα της Άμερλιν και κανείς δεν μπορεί να σου φερθεί με αυθάδεια κι αλαζονεία. Αν με έκανες να μετανιώσω με τρόπο που θα με λυπόταν ακόμα κι η Ρομάντα, τότε σημαίνει ότι δεν άξιζα τίποτα καλύτερο».
«Θα το θυμάμαι την επόμενη φορά», είπε η Εγκουέν κι η Σιουάν έσκυψε το κεφάλι της σαν να αποδεχόταν την παρατήρησή της. Κι ίσως έτσι να ήταν. Εκτός κι αν οι αλλαγές επάνω της ήταν βαθύτερες απ' όσο έμοιαζε πιθανό, ήταν σίγουρο πως θα υπήρχε κι επόμενη κι μεθεπόμενη φορά. «Αυτό, όμως, που ήθελα να ρωτήσω ήταν σχετικά με τον Άρχοντα Μπράυν». Η έκφραση χάθηκε από το πρόσωπο της Σιουάν. «Είσαι σίγουρη πως δεν θα επιθυμούσες να... παρέμβω;»
«Και για ποιο λόγο να επιθυμούσα κάτι τέτοιο, Μητέρα;» Η φωνή της Σιουάν ήταν πιο μελιστάλακτη κι από κρύα σούπα. «Τα μοναδικά μου καθήκοντα είναι να σε διδάσκω το πρωτόκολλο του αξιώματός σου και να παραδίδω στη Σέριαμ τις αναφορές που μου στέλνουν οι κατάσκοποι μου». Διατηρούσε ακόμα μέρος του παλαιότερου δικτύου της, αλλά ήταν αμφίβολο αν ήξερε κανείς πού πήγαιναν οι αναφορές τώρα πια. «Ο Γκάρεθ Μπράυν δεν απαιτεί πολύ από τον χρόνο μου για να επέμβει σε όλα αυτά». Σχεδόν πάντα αναφερόταν στο πρόσωπό του με αυτόν τον τρόπο και, ακόμα και στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούσε τον τίτλο του, τον προσφωνούσε μέσα από τα δόντια της.
«Ένας καμένος αχυρώνας και μερικά γελάδια δεν θα στοίχιζαν τόσο πολύ, Σιουάν». Τίποτα, συγκριτικά με τις πληρωμές και το φαγητό που χρειαζόταν για όλους αυτούς τους στρατιώτες. Ωστόσο, είχε προσφερθεί να το κάνει και στο παρελθόν, παίρνοντας και πάλι σαν απάντηση μια ψυχρή άρνηση.
«Σε ευχαριστώ, Μητέρα, αλλά όχι. Δεν θέλω να λέει ότι καταπάτησα την υπόσχεσή μου. Εξάλλου, ορκίστηκα να ξεπληρώσω αυτό το χρέος». Ξαφνικά, η δυσκαμψία της Σιουάν διαλύθηκε κι έγινε γέλιο, κάτι σπάνιο όταν αναφερόταν στον Άρχοντα Μπράυν. Η δυσαρέσκεια εκδηλωνόταν πολύ πιο συχνά. «Αν πρέπει σώνει και καλά να σκοτίζεσαι για κάποιον, κάνε το γι' αυτόν, όχι για μένα. Δεν χρειάζομαι βοήθεια για να χειριστώ τον Γκάρεθ Μπράυν».
Κι εδώ ήταν το περίεργο. Μπορεί να ήταν εξασθενημένη στη χρήση της Μίας Δύναμης, αλλά είχε ακόμα δυνάμεις να τον υπηρετεί, περνώντας ώρες ατελείωτες βυθισμένη μέχρι τα μπούνια στο ζεστό, σαπουνισμένο νερό, παρέα με τα πουκάμισα και τα κοντοπαντέλονά του. Ίσως να το έκανε για να έχει κάποιον του χεριού της, κάποιον στον οποίο θα μπορούσε να ξεσπάσει την ενέργειά της, η οποία αλλιώς θα έμενε αναγκαστικά καταπιεσμένη. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, σήκωνε πολύ κουβέντα και, στα μάτια μερικών, επιβεβαίωνε την παραξενιά της. Σε τελική ανάλυση, ήταν όντως μια Άες Σεντάι, αν και χαμηλότερης ιεραρχίας. Η μέθοδος του για να τα βγάζει πέρα με το ταμπεραμέντο της -από τη στιγμή τουλάχιστον που άρχιζε να πετάει πιάτα και παπούτσια- την έκανε έξαλλη και τον απειλούσε με φρικτές συνέπειες. Μολονότι είχε την ικανότητα να τον δέσει φιόγκο, η Σιουάν δεν τον άγγιξε ποτέ με το σαϊντάρ και δεν τον άφηνε ποτέ να κάνει μικροδουλειές κι αγγαρείες. Είχε κρατήσει κρυφό το γεγονός αυτό από τους περισσότερους μέχρι τώρα, αλλά όλο και κάτι της ξέφευγε όταν θύμωνε ή όταν η Ληάνε είχε τα κέφια της. Φαίνεται πως δεν υπήρχε καμία εξήγηση. Η Σιουάν δεν ήταν ούτε άτολμη ούτε χαζή, ούτε μειλίχια ούτε φοβισμένη...
«Είσαι ελεύθερη να φύγεις, Σιουάν». Ήταν φανερό πως κάποια μυστικά δεν θα αποκαλύπτονταν απόψε. «Είναι αργά και ξέρω πόσο λαχταράς το κρεβάτι σου».
«Μάλιστα, Μητέρα. Σε ευχαριστώ», πρόσθεσε, αν κι η Εγκουέν δεν κατάλαβε το λόγο που την ευχαριστούσε.
Μόλις έφυγε η Σιουάν, η Εγκουέν έτριψε τους κροτάφους της ακόμα μια φορά. Ήθελε να περπατήσει, αλλά ο χώρος της σκηνής δεν προσφερόταν για κάτι τέτοιο. Μπορεί να ήταν η μεγαλύτερη σκηνή του καταυλισμού, κατειλημμένη μάλιστα από ένα άτομο μονάχα, αλλά η επιφάνειά της δεν ήταν πάνω από δύο επί δύο πιθαμές κι επιπλέον το εσωτερικό της ήταν γεμάτο με ράντζα, καρέκλες, σκαμνιά, νιπτήρες, καθρέφτες κι, ούτε λίγο ούτε πολύ, τρία κασόνια γεμάτα ρούχα. Για αυτά τα τελευταία, είχε φροντίσει η Τσέσα, αλλά κι η Σέριαμ επίσης, όπως κι η Ρομάντα με τη Λελαίν και κάμποσες άλλες ακόμα Καθήμενες. Είχαν αναλάβει την τακτοποίησή τους. Λίγα ακόμα δώρα από μεταξένια υφάσματα, ακόμα ένα φόρεμα που θα άρμοζε περισσότερο σε βασιλιά, κι η ανάγκη για ένα τέταρτο κασόνι θα γινόταν επιτακτική. Ίσως η Σέριαμ με τις Καθήμενες ήλπιζαν πως όλα αυτά τα ωραία φορέματα θα την τύφλωναν και θα την έκαναν να μην ασχολείται με τίποτα άλλο, αλλά η Τσέσα απλώς πίστευε πως η Έδρα της Άμερλιν έπρεπε να είναι ντυμένη ανάλογα με τη θέση της. Φαίνεται πως οι υπηρέτες πίστευαν όσο κι η Αίθουσα στη σωστή εφαρμογή του τελετουργικού. Σύντομα, η Σέλαμι θα ήταν εκεί. Ήταν η σειρά της να ετοιμάσει την Εγκουέν για το κρεβάτι, άλλη μία ακόμα ιεροτελεστία. Μόνο που, από την κορυφή μέχρι τα νύχια, η Εγκουέν δεν ήταν έτοιμη ακόμα.
Αφήνοντας τις λάμπες να καίνε, βγήκε βιαστικά έξω πριν καταφθάσει η Σέλαμι. Το περπάτημα θα βοηθούσε να καθαρίσει το μυαλό της, ίσως και να την κούραζε αρκετά για να έχει έναν καλό ύπνο. Δεν είχε πρόβλημα να κοιμίσει η ίδια τον εαυτό της -οι Σοφές Ονειροβάτισσες της είχαν διδάξει ήδη αυτή την ικανότητα- αλλά ήταν αμφίβολο κατά πόσον θα κατάφερνε να ηρεμήσει, ειδικά από τη στιγμή που στο μυαλό της κλωθογύριζε μια ολόκληρη λίστα από σκοτούρες οι οποίες άρχιζαν με τη Ρομάντα, τη Λελαίν και τη Σέριαμ, προχωρούσαν στον Ραντ, στην Ελάιντα και στη Μογκέντιεν, στον καιρό και σε διάφορα άλλα θέματα.
Απόφυγε την περιοχή κοντά στη σκηνή της Μογκέντιεν. Αν ρωτούσε η ίδια κάποια πράγματα, όλων η προσοχή θα στρεφόταν σε μια υπηρέτρια που το έσκασε. Η διακριτικότητα είχε γίνει δεύτερη φύση της. Το παιχνίδι που έπαιζε δεν επέτρεπε πολλές στραβοτιμονιές κι η απροσεξία σε θέματα μικρής σημασίας θα οδηγούσε σύντομα σε γενικότερη απροσεξία που θα ήταν ολέθρια. Κι ακόμα χειρότερα, μπορεί να ανακάλυπτες πως όλα όσα θεωρούσες μείζονος σημασίας ήταν λάθος. Ο αδύναμος πρέπει να ξεθαρρεύει με επιφύλαξη. Νάτη πάλι η Σιουάν. Σίγουρα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να τη διδάξει, το δε συγκεκριμένο παιχνίδι το γνώριζε στην εντέλεια.
Στον φεγγαροσκιασμένο καταυλισμό, λίγοι ήταν στο πόδι συγκριτικά με πριν. Σέρνονταν κουρασμένα γύρω από τις χαμηλές εστίες φωτιάς, εξαντλημένοι από τις δουλειές του απογεύματος έπειτα από ένα δύσκολο ταξίδι μιας ολόκληρης μέρας. Όσοι την πρόσεξαν ανασηκώθηκαν κουρασμένα για να υποκλιθούν καθώς τους προσπερνούσε, μουρμουρίζοντας «Το Φως να λάμπει επάνω σου, Μητέρα», ή κάτι παρόμοιο. Περιστασιακά, της ζητούσαν να τους ευλογήσει, πράγμα που έκανε με ένα απλό «Το Φως να σε ευλογεί, παιδί μου». Άντρες και γυναίκες, αρκετά ηλικιωμένοι για να είναι παππούδες και γιαγιάδες της, αποσύρονταν λάμποντας ολόκληροι με τα λόγια της, κάνοντάς τη να αναρωτηθεί τι ακριβώς πίστευαν σχετικά με το άτομό της, τι ακριβώς ήξεραν. Όλες οι Άες Σεντάι παρουσίαζαν ένα αδιάσπαστο προσωπείο απέναντι στον εξωτερικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένων και των υπηρετριών τους. Ωστόσο, η Σιουάν ισχυριζόταν πως, αν πίστευες πως μια υπηρέτρια γνώριζε περισσότερα απ' όσα έπρεπε, ήξερες μονάχα τη μισή αλήθεια. Πάντως, όπου και να πήγαινε, οι υποκλίσεις την ακολουθούσαν από κοντά, παρηγορώντας τη με την πιθανότητα να υπάρχουν μερικοί τουλάχιστον που δεν την έβλεπαν σαν ένα παιδάκι που η Αίθουσα είχε διώξει κλωτσηδόν.
Καθώς περνούσε από μια ανοικτή περιοχή κυκλωμένη από σχοινιά δεμένα σε πασσάλους μπηγμένους στο έδαφος, η φωτεινή ασημένια εντομή μιας πύλης άστραψε έντονα στο σκοτάδι καθώς περιστρεφόταν κι άνοιγε. Εντούτοις, δεν επρόκειτο για πραγματικό φως, μια και δεν έριχνε καθόλου σκιά. Η Εγκουέν πήγε σε έναν γωνιακό πάσσαλο και σταμάτησε για να παρακολουθήσει. Κανείς από τις κοντινές εστίες δεν κοίταξε ψηλά. Φαίνεται πως ήταν συνηθισμένοι πια. Πάνω από μια ντουζίνα αδελφές, διπλάσιοι υπηρέτες και κάμποσοι Πρόμαχοι ξεχύθηκαν έξω, επιστρέφοντας με μηνύματα και ψάθινα κλουβιά με περιστέρια από τους περιστερώνες του Σαλιντάρ, πεντακόσια γεμάτα μίλια δυτικά και νότια όπως πετάει η χήνα.
Άρχισαν να διασκορπίζονται πριν ακόμα κλείσει η πύλη, κουβαλώντας την πραμάτεια τους στις Καθήμενες, στα διάφορα Άτζα αλλά και στις προσωπικές τους σκηνές. Τις πιο πολλές νύχτες η Σιουάν τις περνούσε μαζί τους. Σπάνια εμπιστευόταν κάποιον άλλον για την παράδοση των προσωπικών της μηνυμάτων, άσχετα αν τα περισσότερα ήταν κωδικοποιημένα και κρυπτογραφημένα. Μερικές φορές, ο κόσμος έμοιαζε να έχει περισσότερα δίκτυα από κατασκόπους παρά Άες Σεντάι, αν και τα πιο πολλά ήταν ακρωτηριασμένα από τις συγκυρίες. Η πλειοψηφία των πρακτόρων των διαφόρων Άτζα τηρούσε χαμηλό προφίλ μέχρι να εξομαλυνθούν οι «δυσκολίες» του Λευκού Πύργου, ενώ αρκετοί από τους κατασκόπους που ήταν στην υπηρεσία κάποιας αδελφής δεν είχαν ιδέα πού ακριβώς βρισκόταν προς το παρόν η γυναίκα που υπηρετούσαν.
Κάποιοι Πρόμαχοι πρόσεξαν την Εγκουέν κι υποκλίθηκαν προσεκτικά, με τον ανάλογο σεβασμό απέναντι στο επιτραχήλιο. Οι αδελφές την έβλεπαν με μισό μάτι, αλλά η Αίθουσα είχε ανεβάσει ήδη την Άμερλιν κι ένας Γκαϊντίν δεν επιθυμούσε τίποτα περισσότερο. Μερικοί υπηρέτες υποκλίθηκαν γονυπετώντας επίσης. Καμιά από τις Άες Σεντάι που απομακρύνονταν από την πύλη δεν έστρεψε το βλέμμα προς το μέρος της. Μπορεί να μην την πρόσεξαν. Ίσως.
Κατά κάποιον τρόπο, το ότι ο καθένας είχε ακόμα τη δυνατότητα να μάθει νέα από τους κατασκόπους ήταν ένα από τα «δωράκια» της Μογκέντιεν. Οι αδελφές που κατείχαν τη δύναμη να φτιάχνουν πύλες βρίσκονταν στο Σαλιντάρ αρκετό καιρό για να το γνωρίζουν πολύ καλά. Όσοι διέθεταν την ικανότητα να υφαίνουν μια πύλη διόλου ευκαταφρόνητου μεγέθους, μπορούσαν να Ταξιδέψουν σχεδόν οπουδήποτε και να αποβιβαστούν στο κατάλληλο σημείο. Αν όμως προσπαθούσες να Ταξιδέψεις προς το Σαλιντάρ, σήμαινε πως έπρεπε να περάσεις το μισό μέρος κάθε νύχτας για να πληροφορηθείς ποιο ήταν το καινούργιο περιφραγμένο κομμάτι εδάφους κάθε φορά που στρατοπέδευαν. Αυτό που απέσπασε η Εγκουέν από τη Μογκέντιεν ήταν ένας τρόπος να ταξιδεύεις από ένα μέρος που δεν γνώριζες καλά σε ένα που ήξερες. Πιο αργό από το Ταξίδεμα, το Γλίστρημα δεν ανήκε στα χαμένα Ταλέντα -κανείς δεν το είχε ξανακούσει- κι έτσι η ονομασία αποδόθηκε στην Εγκουέν. Όποιος μπορούσε να Ταξιδέψει μπορούσε και να Γλιστρήσει, κι έτσι κάθε βράδυ κάποιες αδελφές Γλιστρούσαν στο Σαλιντάρ, έλεγχαν τους περιστερώνες για τυχόν πουλιά που είχαν επιστρέψει εκεί που εκκολάφθηκαν, κι έπειτα Ταξίδευαν πίσω.
Η εικόνα θα έπρεπε να κάνει να νιώθει ικανοποίηση —οι επαναστάτριες Άες Σεντάι είχαν αποκτήσει Ταλέντα που ο Λευκός Πύργος νόμιζε χαμένα για πάντα, κι επιπλέον είχαν μάθει κι άλλα που θα κόστιζαν στην Ελάιντα την Έδρα της Άμερλιν πριν ακόμα το καταλάβει- ωστόσο, αντί γι' αυτό, η Εγκουέν ένιωθε στριμάδα. Το σνομπάρισμα δεν είχε καμία σχέση με αυτό - όχι πολύ τουλάχιστον. Καθώς προχωρούσε, οι εστίες απομακρύνονταν όλο και πιο πολύ μέχρι που χάθηκαν πίσω της. Παντού γύρω της κείτονταν οι σκιερές μορφές των αμαξών. Οι μουσαμάδες των περισσότερων απλώνονταν πάνω στα σιδερένια τσέρκια, ενώ οι σκηνές έλαμπαν ωχρά στο φεγγαρόφως. Πιο πέρα, οι φωτιές του καταυλισμού σκαρφάλωναν στους τριγύρω λόφους, μοιάζοντας με αστέρια που έπεσαν από τον ουρανό στη γη. Η σιωπή από το Κάεμλυν έκανε το στομάχι της να δένεται κόμπος, ό,τι κι αν σκεφτόταν κάποιος άλλος.
Την ίδια μέρα που αναχώρησαν από το Σαλιντάρ, κατέφθασε ένα μήνυμα, παρ' όλο που η Σέριαμ δεν μπήκε στον κόπο να της το δείξει παρά μόλις πριν από μερικές μέρες, και μάλιστα προειδοποιώντας τη διακαώς να κρατήσει το περιεχόμενό του κρυφό. Η Αίθουσα βέβαια γνώριζε, αλλά κανείς άλλος δεν έπρεπε να μάθει τίποτα. Άλλο ένα από τα δέκα χιλιάδες μυστικά που λυμαίνονταν τον καταυλισμό. Η Εγκουέν ήταν σίγουρη πως δεν θα το έβλεπε ποτέ αν δεν είχε νταραβέρια με τον Ραντ. Θυμόταν την κάθε λέξη, προσεκτικά διαλεγμένη, γραμμένη από μικροσκοπικό χέρι σε χαρτί τόσο λεπτό που απορούσες πώς δεν το είχε τρυπήσει η πένα.
Τακτοποιηθήκαμε στο πανδοχείο που λέγαμε και συναντήσαμε τον έμπορο μαλλιού. Είναι ένας ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτος νεαρός, όπως μας τον είχε περιγράψει η Νυνάβε, και πολύ αβρός. Νομίζω πως μας φοβάται λιγάκι, κι αυτό είναι μάλλον καλό. Όλα θα πάνε καλά.
Ίσως άκουσες φήμες για κάποιους άντρες στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου και κάποιου από τη Σαλδαία. Φοβάμαι πως είναι αλήθεια, αν και δεν έχουμε δει κανέναν και θα τους αποφύγουμε όπως μπορούμε. Δεν μπορείς να έχεις και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο.
Η Βέριν με την Αλάνα είναι κι αυτές εδώ, μαζί με μερικές νέες γυναίκες από την ίδια περιοχή που κατάγεται κι ο έμπορος μαλλιού. Θα κοιτάξω να σου τις στείλω για εκπαίδευση. Η Αλάνα έκανε δεσμό με τον έμπορο, πράγμα που μπορεί να αποδειχτεί χρήσιμο αν κι είναι ενοχλητικό προς το παρόν. Είμαι σίγουρη πως όλα θα πάνε καλά.
Η Σέριαμ επισήμανε τα καλά νέα, όπως τα έβλεπε αυτή τουλάχιστον. Η Μεράνα, μια πεπειραμένη διαπραγματεύτρια, είχε φθάσει στο Κάεμλυν κι έτυχε καλής υποδοχής από τον Ραντ, τον «έμπορο μαλλιού». Θαυμάσια νέα, σύμφωνα με τη Σέριαμ. Η δε Βέριν με την Αλάνα θα έφερναν κορίτσια από τους Δύο Ποταμούς σαν δόκιμες. Η Σέριαμ ήταν σίγουρη πως θα κατέβαιναν από τον ίδιο δρόμο που ανέβηκαν. Φαίνεται πως πίστευε ότι η Εγκουέν θα έκανε σαν τρελή από την προσμονή να δει πρόσωπα της πατρίδας της. Η Μεράνα μπορούσε να χειριστεί τα πάντα. Η Μεράνα ήξερε τι έκανε.
«Να ένας κουβάς με ιδρώτα αλόγου», μουρμούρισε η Εγκουέν μέσα στη νυχτιά. Ένας κουτσοδόντης τύπος που κουβαλούσε έναν μεγάλο, ξύλινο κουβά ξαφνιάστηκε κι απέμεινε να την κοιτάει με το στόμα ανοιχτό, τόσο που ξέχασε και να υποκλιθεί ακόμα.
Ο Ραντ αβρός; Είχε παρακολουθήσει την πρώτη συνάντησή του με την Κόιρεν Σαλνταίην, την απεσταλμένη της Ελάιντα. Η λέξη «δεσποτικός» τα έλεγε όλα. Για ποιον λόγο να συμπεριφερόταν αλλιώς απέναντι στη Μεράνα, η οποία μάλιστα πίστευε πως ήταν φοβισμένος και το θεωρούσε καλό. Πολύ σπάνια φοβόταν ο Ραντ, ακόμα κι όταν έπρεπε. Αν όντως είχε φοβηθεί, η Μεράνα θα έπρεπε να έχει κατά νου ότι ο φόβος μπορεί να κάνει επικίνδυνο ακόμα και τον ηπιότερο άντρα κι ότι ο Ραντ ήταν επικίνδυνος από μόνος του. Και τι είδους σχέση ήταν αυτή που είχε συνάψει μαζί του η Αλάνα; Η Εγκουέν δεν την εμπιστευόταν απόλυτα. Η ακρότητα ήταν μερικές φορές χαρακτηριστικό αυτής της γυναίκας. Ίσως ενεργούσε παρορμητικά, ίσως πάλι είχε κάποιο βαθύτερο κίνητρο. Δεν απέκλειε να έψαχνε τρόπο να φθάσει μέχρι και το κρεβάτι του Ραντ, ο οποίος θα γινόταν εύπλαστη ύλη στα χέρια μιας τέτοιας γυναίκας. Η Ηλαίην θα της έσπαγε το λαιμό σε αυτή την περίπτωση, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Το χειρότερο απ' όλα ήταν πως δεν είχαν εμφανιστεί άλλα περιστέρια από αυτά που είχε πάρει μαζί της η Μεράνα στους περιστερώνες του Σαλιντάρ.
Όλο και κάποιο νέο θα είχε να στείλει, ακόμα κι αν την πληροφορούσε πως αυτή κι οι υπόλοιπες της αντιπροσωπείας είχαν πάει στην Καιρχίν. Τελευταία, οι Σοφές δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να επιβεβαιώνουν πως ο Ραντ ήταν ζωντανός κι αμέτοχος σε όλα, απ' όσο μπορούσε να κρίνει. Πράγμα που θα μπορούσε να αποτελεί προειδοποίηση. Η Σέριαμ το έβλεπε διαφορετικά. Ποιος ξέρει γιατί ένα άντρας κάνει ό,τι κάνει; Το πιθανότερο είναι πως, τις πιο πολλές φορές, δεν ξέρει κι ο ίδιος, για να μην αναφέρουμε κάποιον άντρα με τη δυνατότητα της διαβίβασης... Αν μη τι άλλο, η σιωπή ήταν ένδειξη πως όλα πήγαιναν καλά. Η Μεράνα σίγουρα θα ανέφερε μια ενδεχόμενη δυσκολία. Μάλλον θα ήταν στο δρόμο για την Καιρχίν, αν δεν είχε φθάσει ήδη, και δεν υπήρχε λόγος να στείλει άλλη αναφορά παρά μόνο όταν η αποστολή θα ολοκληρωνόταν επιτυχώς. Από μια άποψη, η παρουσία του Ραντ στην Καιρχίν ήταν ένα είδος επιτυχίας. Ένας από τους στόχους της Μεράνα, αν όχι κι ο σημαντικότερος, ήταν να τον απομακρύνει από το Κάεμλυν έτσι ώστε να επιστρέψει με ασφάλεια η Ηλαίην και να καταλάβει τον Θρόνο του Λιονταριού. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η Καιρχίν θα έπαυε να είναι επικίνδυνη. Όσο κι αν έμοιαζε παράδοξο, οι Σοφές είπαν πως η Κόιρεν κι η πρεσβεία της άφησαν την πόλη και γύρισαν στην Ταρ Βάλον. Ίσως πάλι να μην ήταν και τόσο παράδοξο. Με δεδομένο τον τρόπο που ενεργούσε ο Ραντ κι οι Άες Σεντάι, έβγαινε κάποιο νόημα. Ωστόσο, η εντύπωση που είχε η Εγκουέν ήταν πως όλα έμοιαζαν... λάθος.
«Πρέπει να πάω κοντά του», μουρμούρισε. Μια ώρα ήταν αρκετή για να ξεκαθαρίσει το πράγμα. Κατά βάθος, εξακολουθούσε να είναι ο γνωστός Ραντ. «Αυτό είναι. Πρέπει να πάω κοντά του».
«Δεν γίνεται και το ξέρεις».
Αν η Εγκουέν δεν ήταν ήδη τσιτωμένη, θα είχε αναπηδήσει. Και πάλι όμως, ένιωσε την καρδιά της να χάνει έναν χτύπο μόλις ξεχώρισε στο φεγγαρόφως τη σιλουέτα της Ληάνε. «Νόμιζα πως ήσουν...» είπε άθελά της, και μόλις που συγκρατήθηκε να μην προφέρει το όνομα της Μογκέντιεν.
Η ψηλότερη γυναίκα στάθηκε σιμά της, παρατηρώντας προσεκτικά τις υπόλοιπες αδελφές καθώς βάδιζαν. Η Ληάνε δεν είχε πάρει άδεια από τη Σιουάν για να έρθει να τη δει. Όχι ότι θα ήταν κακό να τις έβλεπαν μαζί, αλλά...
Το «δεν έπρεπε» δεν σημαίνει πάντα «δεν πρέπει», υπενθύμισε στον εαυτό της η Εγκουέν. Έβγαλε το επιτραχήλιο από τους ώμους της και το δίπλωσε κάτω από το χέρι της. Από απόσταση, θα έλεγε κανείς πως η Ληάνε ήταν μια Αποδεχθείσα, παρά το φόρεμά της. Πολλές Αποδεχθείσες δεν διέθεταν αρκετά από τα λευκά φορέματα με τις λωρίδες και φορούσαν μονίμως ένα. Από απόσταση, ακόμα κι η Εγκουέν θα περνούσε για Αποδεχθείσα, μια σκέψη όχι ιδιαίτερα εφησυχαστική.
«Η Τέοντριν κι η Φαολαίν άρχισαν τις ερωτήσεις γύρω από τη σκηνή της Μάριγκαν, Μητέρα. Δεν φαίνονται και πολύ ικανοποιημένες. Μπορώ να πω ότι μούτρωσα αρκετά όταν μου είπαν να μεταφέρω μηνύματα κι η Τέοντριν αναγκάστηκε να σταματήσει τη Φαολαίν που με έντυνε γι' αυτό το σκοπό». Το γέλιο της Ληάνε ήταν ήρεμο, σαν να έπαιρνε βαθιά ανάσα. Τη διασκέδαζαν πολύ οι καταστάσεις που έκαναν τα δόντια της Σιουάν να τρίζουν. Οι άλλες αδελφές την κανάκευαν για το πόσο καλά προσαρμοζόταν.
«Ωραία, ωραία», είπε η Εγκουέν αφηρημένη. «Η Μεράνα στραβοπάτησε σε κάποιο σημείο, Ληάνε, αλλιώς ο Ραντ δεν θα παρέμενε στην Καιρχίν κι αυτή δεν θα τηρούσε σιγή ιχθύος». Κάπου μακριά, ένα σκυλί γαύγισε προς τη μεριά της σελήνης, και ακολούθησαν κι άλλα, μέχρι που τα γαυγίσματά τους κόπηκαν απότομα από κραυγές που -ευτυχώς- η Εγκουέν δεν κατάλαβε τι ήταν. Κάποιοι στρατιώτες είχαν όντως αμολημένα σκυλιά, αλλά στο στρατόπεδο των Άες Σεντάι δεν υπήρχε ούτε ένα. Γάτες ναι, αλλά όχι σκυλιά.
«Η Μεράνα ξέρει καλά τι κάνει, Μητέρα». Ο ήχος της φωνής της έμοιαζε με αναστεναγμό. Η Ληάνε με τη Σιουάν συμφωνούσαν με τη Σέριαμ. Όλοι συμφωνούσαν μαζί της, εκτός από εκείνη. «Όταν αναθέτεις ένα έργο σε κάποιον, πρέπει να τον εμπιστεύεσαι κιόλας».
Η Εγκουέν ρουθούνισε και σταύρωσε τα χέρια της. «Ληάνε, ο άνθρωπος αυτός είναι ικανός να βάλει φωτιά σε νοτισμένο ρούχο από τη στιγμή που θα έχει στην κατοχή του το επιτραχήλιο. Δεν ξέρω καλά τη Μεράνα, αλλά ποτέ μου δεν είδα μια Άες Σεντάι με νοτισμένα ρούχα».
«Εγώ έχω συναντήσει μια δυο τέτοιες», χαχάνισε η Ληάνε. Αυτή τη φορά, ο στεναγμός της ήταν εμφανής. «Όχι όμως τη Μεράνα, για να πω την αλήθεια. Πιστεύει όντως ο Ραντ ότι έχει φιλίες στον Λευκό Πύργο; Ποια, την Αλβιάριν; Αυτό υποθέτω πως θα δυσκόλευε τα πράγματα για τη Μεράνα, αλλά δεν νομίζω πως η Αλβιάριν θα έκανε οτιδήποτε που θα έβαζε σε κίνδυνο τη θέση της. Ανέκαθεν ήταν αρκετά φιλόδοξη για τρεις».
«Λέει πως έχει ένα γράμμα από εκείνη». Φανταζόταν τον Ραντ να καμαρώνει που λάμβανε γράμματα τόσο από την Ελάιντα όσο και από την Αλβιάριν, τότε που δεν είχε φύγει ακόμα η ίδια από την Καιρχίν. «Ίσως οι φιλοδοξίες της είναι τέτοιες που να νομίζει πως μπορεί να αντικαταστήσει την Ελάιντα με αυτόν στο πλευρό της. Όλα αυτά με την προϋπόθεση πως αυτό το γράμμα υπάρχει και το έγραψε η ίδια. Ο Ραντ πιστεύει πως είναι έξυπνος, Ληάνε -κι ίσως να είναι- αλλά έχει την εντύπωση πως δεν χρειάζεται κανέναν στο πλευρό του». Ο Ραντ θα συνέχιζε να πιστεύει πως μπορούσε να χειριστεί τα πράγματα μόνος του, μέχρι που κάτι θα συνέβαινε και θα τον τσάκιζε. «Τον ξέρω σαν ανοικτό βιβλίο, Ληάνε. Η παρέα με τις Σοφές φαίνεται πως τον μίανε, ίσως πάλι να τις μίανε αυτός. Ό,τι κι αν πιστεύουν οι Καθήμενες, ό,τι κι αν πιστεύει όλος ο κόσμος, το επώμιο μιας Άες Σεντάι δεν τον εντυπωσιάζει περισσότερο απ' όσο εντυπωσιάζει τις Σοφές. Αργά ή γρήγορα, θα εξοργίσει κάποια από τις αδελφές κι αυτή θα αντιδράσει και θα τον στρέψει προς τη λάθος κατεύθυνση, μη συνειδητοποιώντας πόσο δυνατός είναι και σε τι κατάσταση βρίσκεται. Από κει και πέρα, δεν θα υπάρξει επιστροφή. Είμαι η μόνη που μπορώ να τον χειριστώ με ασφάλεια. Η μόνη».
«Δεν μπορεί να είναι τόσο... εκνευριστικός... όσο εκείνες οι Αελίτισσες», μουρμούρισε ξινισμένα η Ληάνε. Ακόμα κι η ίδια, δύσκολα θεωρούσε διασκεδαστικές τις εμπειρίες της με τις Σοφές. «Ωστόσο, δεν έχει πολύ σημασία. Η Έδρα της Άμερλιν έχει την ίδια αξία με τον Λευκό Πύργο...»
Ένα ζευγάρι γυναίκες εμφανίστηκαν ανάμεσα στις σκηνές, μπροστά τους, περπατώντας αργά και συζητώντας. Η απόσταση κι οι σκιές δεν άφηναν να φανούν τα πρόσωπά τους, αλλά από τον τρόπο που βημάτιζαν ήταν φανερό πως επρόκειτο για Άες Σεντάι. Υπήρχε επάνω τους η αυτοπεποίθηση πως ό,τι κι αν ήταν κρυμμένο στο σκοτάδι δεν μπορούσε να τους κάνει κακό. Καμιά Αποδεχθείσα που έχει φθάσει ένα βήμα πριν από το επώμιο δεν είχε τόση αίσθηση αυτοπεποίθησης. Ούτε καν μια βασίλισσα με έναν ολόκληρο στρατό πίσω της δεν θα μπορούσε να νιώθει έτσι. Έρχονταν προς το μέρος τους. Η Ληάνε κατευθύνθηκε προς τη δυσδιάκριτη θολούρα ενός σημείου ανάμεσα σε δύο άμαξες.
Η Εγκουέν, συνοφρυωμένη, την τράβηξε έξω κάπως θυμωμένα και βάδισαν προς τις γυναίκες. Ό,τι ήταν να γίνει ας γινόταν στα φανερά. Ήταν ικανή να σταθεί μπροστά στην Αίθουσα και να τους πει πως είχε έρθει η ώρα να αντιληφθούν πως το επιτραχήλιο μιας Άμερλιν ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια χαριτωμένη εσάρπα. Ήταν έτοιμη να... Έκανε νεύμα στην άλλη γυναίκα να συνεχίσει να περπατάει και την ακολούθησε. Κάτι που δεν έπρεπε με τίποτα να κάνει ήταν να τα πετάξει όλα στα σκουπίδια σε έναν παροξυσμό κακίας και φούριας.
Μονάχα ένας ειδικός νόμος του Πύργου έβαζε όρια στη δύναμη μιας Έδρας της Άμερλιν. Ούτε τα εκνευριστικά έθιμα ούτε ένα σωρό άβολες καταστάσεις μπορούσαν να της κάνουν τίποτα, μονάχα αυτός ο νόμος, αν και δεν αποτελούσε ό,τι χειρότερο για τους σκοπούς της. «Η Έδρα της Άμερλιν έχει την ίδια αξία με τον Λευκό Πύργο κι, όπως κι η ίδια η καρδιά του Λευκού Πύργου, δεν μπορεί να εκτεθεί σε κίνδυνο παρά μονάχα σε επείγουσα ανάγκη, οπότε, εκτός κι αν ο Λευκός Πύργος συμμετάσχει σε πόλεμο που κηρύχθηκε από την Αίθουσα του Πύργου, η Έδρα της Άμερλιν πρέπει να αναζητήσει την ελάσσονα ομοφωνία απέναντι στην Αίθουσα του Πύργου πριν εκτεθεί εσκεμμένα σε κίνδυνο και να τηρήσει την ισχύουσα παραδοχή». Τι είδους αιφνίδιο περιστατικό εκ μέρους κάποιας Άμερλιν είχε λειτουργήσει σαν έναυσμα γι' αυτό, η Εγκουέν δεν είχε ιδέα. Ωστόσο, ο νόμος ήταν σε ισχύ για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια. Για τις περισσότερες Άες Σεντάι ένας τόσο παλιός νόμος απέπνεε μια αύρα ιεροσύνης κι ούτε που διανοούνταν να τον αλλάξουν.
Η Ρομάντα τον ανέφερε ως... βρωμονόμο, λες κι έκανε διάλεξη σε ηλίθιους. Αν η ίδια η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ δεν επιτρεπόταν να βρίσκεται ούτε καν σε απόσταση εκατό μιλίων από τον Αναγεννημένο Δράκοντα, δεν ήταν να απορεί κανείς για τα μέτρα που έπαιρναν προκειμένου να διαφυλάξουν την Έδρα της Άμερλιν. Η Λελαίν ακουγόταν σχεδόν περίλυπη, το πιθανότερο επειδή συμφωνούσε με τη Ρομάντα, κάτι που είχε δέσει κόμπο τη γλώσσα και των δύο. Χωρίς αυτές, η ελάσσων ομοφωνία ήταν το ίδιο απόμακρη με τη μείζονα. Μα το Φως, ακόμα κι αυτή η κήρυξη πολέμου απαιτούσε μια ελάσσονα ομοφωνία! Αν, λοιπόν, δεν είχε το ελεύθερο...
Η Ληάνε καθάρισε το λαιμό της. «Με τη μυστικοπάθεια δεν θα καταφέρεις και πολλά, Μητέρα, κι η Αίθουσα θα το ανακαλύψει αργά ή γρήγορα. Σε αυτή την περίπτωση, νομίζω πως δεν θα μπορείς να μείνεις ούτε μια ώρα μόνη με τον εαυτό σου. Ειδικά τώρα που τόλμησαν να σου βάλουν φρουρό, ωστόσο υπάρχουν τρόποι. Μπορώ να αναφέρω μερικά παραδείγματα από... συγκεκριμένες πηγές». Ποτέ δεν ανέφερε ευθέως τα κρυμμένα αρχεία παρά μόνο όταν ήταν ασφαλές.
«Τόσο διάφανη είμαι;» ρώτησε έπειτα από ένα λεπτό η Εγκουέν. Μονάχα άμαξες υπήρχαν γύρω τους τώρα και, κάτω από αυτές, διακρίνονταν οι σκοτεινές, κοιμισμένες μορφές των οδηγών, των αλογοεκπαιδευτών κι όλων των υπόλοιπων που ήταν απαραίτητοι για να συντηρηθούν τόσα πολλά οχήματα μαζεμένα. Ήταν εντυπωσιακό πόσα μεταφορικά οχήματα απαιτούνταν για τριακόσιες Άες Σεντάι, από τη στιγμή μάλιστα που ελάχιστες συγκατατίθονταν να διανύσουν ακόμα κι ένα μίλι πάνω σε άμαξα ή καρότσα. Όμως, υπήρχαν σκηνές, έπιπλα και προμήθειες κι ένα σωρό πράγματα ακόμα, απαραίτητα στις αδελφές και σε όσους τις υπηρετούσαν. Οι δυνατότεροι ήχοι εδώ ήταν τα ροχαλητά που έμοιαζαν με συγχορδία βατράχων.
«Όχι, Μητέρα». Η Ληάνε γέλασε απαλά. «Απλώς, σκέφτηκα τι θα έκανα εγώ. Ωστόσο, είναι ευρέως γνωστό πως έχω χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και σύνεσης. Μια Έδρα της Άμερλιν δεν μπορεί να έχει εμένα σαν φωτεινό παράδειγμα. Πιστεύω πως πρέπει να αφήσεις τον νεαρό Άρχοντα αλ'Θόρ να κάνει αυτό που θέλει, τουλάχιστον για ένα διάστημα, όσο εσύ θα ασχολείσαι με πιο άμεσα θέματα».
«Ο δρόμος που ακολουθεί θα μας οδηγήσει όλους στο Χάσμα του Χαμού», μουρμούρισε η Εγκουέν, χωρίς καμιά διάθεση επιχειρηματολογίας. Ήταν πολύ πιθανόν να υπήρχε τρόπος να ασχοληθεί η ίδια με πιο άμεσα θέματα και, συγχρόνως, να αποτρέπει τον Ραντ από το να κάνει επικίνδυνα λάθη, αλλά αυτός ο τρόπος δεν ήταν ορατός προς το παρόν. Όχι, τα ροχαλητά αυτά δεν ηχούσαν σαν βάτραχοι αλλά σαν εκατό πριόνια που κόβουν κούτσουρα γεμάτα γρόμπους. «Το μέρος αυτό είναι από τα χειρότερα για μια ήρεμη βόλτα. Καλύτερα να πάω για ύπνο».
Η Ληάνε έγειρε το κεφάλι της. «Σε αυτή την περίπτωση, Μητέρα, συγχώρα με αλλά υπάρχει ένας άντρας στον καταυλισμό του Άρχοντα Μπράυν... Σε τελική ανάλυση, πού ακούστηκε Πράσινη χωρίς ούτε έναν Πρόμαχο;» Από τον ξαφνικό και ζωηρό τόνο στη φωνή της θα έλεγες πως πήγαινε να συναντήσει κάποιον εραστή. Δεδομένου τού τι είχε ακούσει η Εγκουέν για τις Πράσινες, ίσως να μην υπήρχε και μεγάλη διαφορά.
Ανάμεσα στις σκηνές, οι τελευταίες εστίες είχαν περιχυθεί με άμμο κι είχαν σβήσει. Κανείς δεν ρίσκαρε με τη φωτιά όταν η γύρω περιοχή ήταν άνυδρη και γεμάτη προσανάμματα. Λίγες τουλίπες καπνού αναδύονταν τεμπέλικα στο σεληνόφως, ένδειξη ότι οι συγκεκριμένες εστίες δεν είχαν σβήσει πολύ καλά. Ένας άντρας μουρμούριζε νυσταλέα στον ύπνο του, στο εσωτερικό μιας σκηνής, ενώ, εδώ κι εκεί, όλο και κάποιος βήχας, κάποιο κοφτό ροχαλητό, διέφευγε προς τα έξω. Κατά τ' άλλα, στο στρατόπεδο βασίλευε η σιγαλιά κι η ακινησία.
Αυτός ήταν κι ο λόγος που η Εγκουέν αιφνιδιάστηκε όταν κάποιος ξεπήδησε μέσα από τις σκιές, μπροστά της, ειδικά όταν αυτός ο κάποιος φορούσε το απλό, λευκό φόρεμα μιας μαθητευόμενης.
«Μητέρα, πρέπει να σου μιλήσω».
«Νίκολα;» Η Εγκουέν δεν παρέλειπε να προσκολλά ονόματα σε κάθε μαθητευόμενη, διόλου εύκολη δουλειά, αν σκεφτεί κανείς ότι οι αδελφές περιδιάβαιναν τον καταυλισμό ψάχνοντας κορίτσια και νεαρές γυναίκες για να τις διδάξουν. Το ενεργό ψάξιμο δεν είχε αναπτυχθεί αρκετά ακόμα -το έθιμο απαιτούσε να περιμένεις να το ζητήσει το κορίτσι ή, καλύτερα, να περιμένεις να έρθει η ίδια στον Πύργο- αλλά αυτή τη στιγμή υπήρχαν δέκα φορές περισσότερες μαθητευόμενες στον καταυλισμό απ' όσες είχε μαζέψει ο Λευκός Πύργος εδώ και χρόνια. Η Νίκολα δεν ήταν από τα πρόσωπα που ξεχνιούνταν εύκολα κι, επιπλέον, η Εγκουέν συχνά πρόσεχε τη νεαρή γυναίκα που την κοιτούσε. «Δεν θα αρέσει καθόλου στην Τιάνα να σε βρει ξύπνια τόσο αργά». Η Τιάνα Νοσέλ ήταν η Κυρά των Μαθητευομένων, γνωστή για τη συμπαράσταση που έδειχνε απέναντι στα προβλήματα των μαθητευομένων αλλά και για τη γρανιτένια πειθαρχία της σε θέματα εφαρμογής των νόμων.
Η γυναίκα έκανε μια κίνηση σαν να ήθελε να φύγει βιαστικά, αλλά τελικά ίσιωσε την κορμοστασιά της. Ιδρώτας γυάλιζε στα μάγουλά της. Τη νύχτα επικρατούσε περισσότερη δροσιά απ' όσο τη μέρα, αλλά και πάλι δύσκολα θα αποκαλούσες το αποψινό βράδυ δροσερό. Το απλό κόλπο για να αγνοείς τη ζέστη ή το κρύο είχε να κάνει με το επώμιο. «Ξέρω πως, κανονικά, θα έπρεπε να απευθυνθώ στην Τιάνα Σεντάι και να της ζητήσω να σε δω, Μητέρα, αλλά αυτή ποτέ δεν θα άφηνε μια μαθητευόμενη να πλησιάσει την Έδρα της Άμερλιν».
«Για τι πράγμα θέλεις να μου μιλήσεις, παιδί μου;» ρώτησε η Εγκουέν. Η γυναίκα ήταν μεγαλύτερή της κατά έξι ή εφτά χρόνια τουλάχιστον, αλλά αυτός ήταν ο σωστός τρόπος να απευθύνεσαι σε μια μαθητευόμενη.
Πασπατεύοντας τη φούστα της η Νίκολα πλησίασε κι άλλο. Μεγάλα μάτια συνάντησαν το βλέμμα της Εγκουέν, με περισσότερο ίσως θράσος απ' όσο της επιτρεπόταν. «Μητέρα, επιθυμώ να προχωρήσω όσο μπορώ». Τα χέρια της πασπάτευαν αμήχανα τη φορεσιά της, αλλά η φωνή είχε μια ψυχρή χροιά αυτοκυριαρχίας που άρμοζε σε μια Άες Σεντάι. «Δεν λέω πως με εμποδίζουν, αλλά είμαι σίγουρη πως μπορώ να γίνω δυνατότερη απ' όσο λένε. Το ξέρω ότι μπορώ. Εσένα ποτέ δεν σε εμπόδισαν, Μητέρα. Καμιά δεν έγινε ισχυρή όσο εσύ σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα. Το μόνο που ζητάω είναι μια παρόμοια ευκαιρία».
Κάτι κινήθηκε μέσα στις σκιές, πίσω από τη Νίκολα, και φάνηκε άλλη μια γυναίκα με ιδρωμένο πρόσωπο. Φορούσε κοντή φορεσιά και πλατιά παντελόνια και κουβαλούσε ένα τόξο. Τα μαλλιά της έπεφταν μέχρι τη μέση της, σχηματίζοντας μια πλεξούδα δεμένη με έξι κορδέλες, και φορούσε χαμηλές μπότες με ανασηκωμένα τακούνια.
Η Νίκολα Τρίχιλ κι η Αράινα Νέρμασιφ ήταν παράξενο ζευγάρι για να είναι φίλες. Όπως κι αρκετές από τις παλαιότερες μαθητευόμενες -γυναίκες με διαφορά ηλικίας σχεδόν δέκα χρόνια περνούσαν τώρα τη δοκιμασία, αν και πολλές αδελφές γκρίνιαζαν ότι ήταν κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερες για να αποδεχτούν την πειθαρχία μιας μαθητευόμενης- κι αρκετές από τις παλαιότερες γυναίκες επίσης, η Νίκολα είχε αναμφίβολα μια αδάμαστη θέληση για μάθηση κι ένα εξαιρετικό δυναμικό, καλύτερο του οποίου ήταν μόνο αυτό της Νυνάβε, της Ηλαίην και της Εγκουέν, ανάμεσα στις ζώσες Άες Σεντάι τουλάχιστον. Η αλήθεια ήταν πως η Νίκολα όντως έκανε μεγάλες προόδους, τόσο μεγάλες που μερικές φορές οι εκπαιδεύτριές της αναγκάζονταν να της κόψουν τη φόρα. Κάποιες ισχυρίζονταν πως είχε ήδη αρχίσει να υφαίνει, σαν να ήξερε την τέχνη από παλιά. Κι όχι μονάχα αυτό, αλλά είχε ήδη δώσει δείγματα δύο Ταλέντων, αν κι η ικανότητα να βλέπει τα'βίρεν ήταν το μικρότερο ταλέντο ενώ το μεγαλύτερο, η Πρόβλεψη, ήταν τόσο έντονο που κανείς δεν καταλάβαινε τι ακριβώς προέλεγε. Η ίδια δεν θυμόταν λέξη. Εν κατακλείδι, η Νίκολα είχε χαρακτηριστεί από τις αδελφές σαν κάποια που αξίζει παρακολούθησης, παρά το ότι ξεκίνησε αργά. Πιθανότατα, θα είχε λόγο στη φθονερή συμφωνία να περνάνε από δοκιμή γυναίκες μεγαλύτερες των δεκαεφτά ή δεκαοκτώ.
Η Αράινα, από την άλλη μεριά, ήταν μια Κυνηγός του Κέρατος, η οποία κομπορρημονούσε όσο κι ένας άντρας κι, όποτε δεν εξασκείτο με το τόξο της, διηγείτο περιπετειώδεις ιστορίες, τόσο αληθινές όσο και φανταστικές. Το πιθανότερο ήταν πως είχε πάρει αυτό το όπλο από την Μπιργκίτε, αντιγράφοντας επίσης και τις συνήθειες ντυσίματος της. Φαινόταν να μην έχει ενδιαφέρον για τίποτα εκτός από το τόξο της κι από το περιστασιακό φλερτάρισμα, με τρόπο μάλλον άμεσο, κάτι όμως που δεν έμοιαζε να εξασκεί τελευταία. Ίσως οι κουραστικές πεζοπορίες της είχαν πάρει την ενέργεια ακόμα και για την τοξοβολία. Για ποιο λόγο εξακολουθούσε να ταξιδεύει μαζί τους, η Εγκουέν αδυνατούσε να καταλάβει. Ήταν μάλλον απίθανο να πιστεύει πως στην πορεία θα συναντούσαν το Κέρας του Βαλίρ και μάλλον αδύνατον να υποπτεύεται πως ήταν κρυμμένο στο εσωτερικό του Λευκού Πύργου. Ελάχιστοι το γνώριζαν αυτό. Η Εγκουέν δεν ήταν σίγουρη αν το ήξερε καν η Ελάιντα.
Η Αράινα έμοιαζε με στυλιζαρισμένο βλάκα, αλλά η Εγκουέν ένιωθε συμπάθεια για τη Νίκολα. Κατανοούσε τη δυσαρέσκεια της γυναίκας, καταλάβαινε για ποιο λόγο ήθελε να τα μάθει όλα. Είχε περάσει κι η ίδια από αυτό το στάδιο, ίσως και να το βίωνε ακόμα. «Νίκολα», της είπε ευγενικά, «όλοι έχουμε τα όριά μας. Για παράδειγμα, δεν θα μπορέσω ποτέ να γίνω εφάμιλλη της Νυνάβε Σεντάι, ό,τι κι αν κάνω».
«Μακάρι όμως να μου παρουσιαζόταν μια ευκαιρία, Μητέρα». Η Νίκολα έσμιξε τα χέρια της σαν να την παρακαλούσε, ακόμα κι η χροιά στη φωνή της κάτι τέτοιο έδειχνε, κι ωστόσο εξακολουθούσε να κοιτάει την Εγκουέν κατάματα. «Μακάρι να είχα την ευκαιρία που είχες κι εσύ».
«Αυτό που έκανα, Νίκολα -επειδή δεν είχα άλλη επιλογή κι επειδή δεν ήξερα τι άλλο να κάνω- λέγεται παραβίαση κι είναι πολύ επικίνδυνο». Δεν είχε ακούσει τον ορισμό αυτό μέχρι που η Σιουάν της ζήτησε συγγνώμη που το είχε εφαρμόσει επάνω της. Ήταν η μοναδική φορά που η Σιουάν έμοιαζε όντως μετανιωμένη. «Ξέρεις πως, αν προσπαθήσεις να διαβιβάσεις περισσότερο σαϊντάρ απ' όσο μπορείς να χαλιναγωγήσεις, κινδυνεύεις να καείς πριν ακόμα αποκτήσεις πλήρη δύναμη. Καλύτερα να μάθεις να είσαι υπομονετική. Έτσι κι αλλιώς, οι αδελφές δεν θα σε αφήσουν να κάνεις τίποτα πριν κρίνουν ότι είσαι έτοιμη».
«Ήρθαμε στο Σαλιντάρ με την ίδια ποταμόβαρκα που έφερε τη Νυνάβε και την Ηλαίην», είπε η Αράινα ξαφνικά. Το βλέμμα της ήταν κάτι περισσότερο από ευθύ. Ήταν προκλητικό. «Και την Μπιργκίτε». Πρόφερε το όνομα με μια δόση πίκρας για κάποιο λόγο.
Η Νίκολα έκανε κάποιες κινήσεις σαν να ήθελε να την κάνει να σωπάσει. «Δεν είναι ανάγκη να ανακινήσουμε αυτό το ζήτημα». Παραδόξως, έμοιαζε να μην το εννοεί.
Ελπίζοντας πως το πρόσωπό της εξακολουθούσε να φαίνεται μισοήπιο όπως της Νίκολα, η Εγκουέν προσπάθησε να καταπνίξει μια ξαφνική ανησυχία. Κι η «Μάριγκαν» είχε φθάσει με την ίδια βάρκα στο Σαλιντάρ. Μια κουκουβάγια έσκουξε κι η Εγκουέν αναρρίγησε. Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν πως, όταν ακούς μια κουκουβάγια να σκούζει στο φεγγαρόφως, σε περιμένουν άσχημα νέα. Δεν ήταν προληπτική, αλλά... «Δεν είναι ανάγκη να ανακινήσετε ποιο ζήτημα;»
Οι δύο γυναίκες αντάλλαξαν βλέμματα κι η Αράινα ένευσε.
«Ήταν στο δρόμο από το ποτάμι προς το χωριό». Παρά την υποτιθέμενη απροθυμία της, η Νίκολα κοιτούσε την Εγκουέν κατάματα. «Η Αράινα κι εγώ ακούσαμε τον Θομ Μέριλιν και τον Τζούιλιν Σάνταρ να μιλάνε. Ο βάρδος κι ο κλεφτοκυνηγός δεν είναι; Ο Τζούιλιν έλεγε πως, αν υπάρχουν Άες Σεντάι στο χωριό -δεν ήμασταν σίγουροι ακόμα- και μάθαιναν πως η Νυνάβε κι η Ηλαίην προσποιούνταν πως είναι Άες Σεντάι, τότε όλοι μας θα κάναμε βουτιά στα ασημόκαρφα, πράγμα που μαντεύω πως δεν είναι κι ό,τι καλύτερο».
«Ο βάρδος μάς πρόσεξε και του έκανε νόημα να σωπάσει», παρενέβη η Αράινα, χαϊδεύοντας τη φαρέτρα στη μέση της, «αλλά εμείς τους ακούσαμε». Η φωνή της ήταν εξίσου σκληρή με τη ματιά της.
«Τώρα ξέρω πως κι οι δύο είναι Άες Σεντάι, Μητέρα, αλλά δεν θα έβρισκαν μπελά αν το ανακάλυπτε κανείς; Εννοώ κυρίως τις αδελφές. Όποια ισχυρίζεται πως είναι αδελφή, βρίσκει τον μπελά της ακόμα κι αν περάσουν χρόνια». Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο της Νίκολα δεν άλλαξαν, αλλά η ματιά της φάνηκε να προσπαθεί να κλειδώσει στο πρόσωπο της Εγκουέν. Έγειρε κάπως μπροστά, προσηλωμένη. «Για όλες ισχύει αυτό, έτσι δεν είναι;»
Ενθαρρυμένη από τη σιωπή εκ μέρους της Εγκουέν, η Αράινα χαμογέλασε, ένα μάλλον δυσάρεστο χαμόγελο μέσα στη νυχτιά. «Έμαθα πως η Νυνάβε κι η Ηλαίην στάλθηκαν από τον Πύργο για να επιτελέσουν κάποιο έργο για λογαριασμό αυτής της γυναίκας Σάνσε, όταν ήταν Άμερλιν. Άκουσα πως, ταυτόχρονα, έστειλε κι εσένα. Θα βρεις πολλούς μπελάδες μόλις πας πίσω». Ύπουλοι υπαινιγμοί διακρίνονταν να ρέουν στη φωνή της. «Τις θυμάσαι που έπαιζαν με τις Άες Σεντάι;»
Κάθονταν ακίνητες, κοιτώντας την, η Αράινα γέρνοντας αυθάδικα πάνω στο τόξο της κι η Νίκολα αποπνέοντας μια ατμόσφαιρα προσμονής που θα έλεγες πως ο αέρας θα ράγιζε.
«Η Σιουάν Σάντσε είναι μια Άες Σεντάι», είπε η Εγκουέν ψυχρά, «όπως κι η Νυνάβε αλ'Μεάρα κι η Ηλαίην Τράκαντ. Θα πρέπει να τους δείξετε τον ανάλογο σεβασμό. Για σας είναι η Σιουάν Σεντάι, η Νυνάβε Σεντάι κι η Ηλαίην Σεντάι». Οι δύο γυναίκες βλεφάρισαν έκπληκτες, ενώ η Εγκουέν αισθάνθηκε το στομάχι της να ανακατεύεται από την οργή. Δεν έφταναν όσα είχε περάσει απόψε, είχε κι αυτές εδώ να την εκβιάζουν...! Δεν της ερχόταν στο νου κάποια πραγματικά άσχημη κουβέντα. Η Ηλαίην δεν θα είχε πρόβλημα γιατί άκουγε πώς μιλούσαν οι σταβλάρχες, οι οδηγοί αμαξών και κάθε καρυδιάς καρύδι και θυμόταν διάφορες λέξεις που, υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν θα ήθελε να ακούσει. Η Εγκουέν ξετύλιξε το ριγωτό επιτραχήλιο και την άπλωσε προσεκτικά στους ώμους της.
«Δεν νομίζω πως καταλαβαίνεις τι συμβαίνει, Μητέρα», είπε η Νίκολα με βιάση, χωρίς να δείχνει να φοβάται ιδιαίτερα. Απλώς επιχειρούσε να επιβάλει τη γνώμη της. «Ο λόγος που ανησύχησα είναι ότι, αν κάποιος ανακαλύψει πως εσύ...» Η Εγκουέν δεν την έδωσε την ευκαιρία να ολοκληρώσει.
«Εντάξει, κατάλαβα παιδί μου». Αυτή η χαζογυναίκα ήταν πράγματι παιδί, ασχέτως της ηλικίας της. Κάμποσες από τις παλαιότερες μαθητευόμενες δημιουργούσαν προβλήματα, συνήθως με τη μορφή αναιδούς συμπεριφοράς απέναντι στις Αποδεχθείσες που είχαν αναλάβει να τις διδάξουν, αλλά κι η πιο σαχλή διατηρούσε κάποια ίχνη λογικής για να αποφύγει την απρέπεια απέναντι στις αδελφές. Ο θυμός της αναζωπυρώθηκε με τη σκέψη πως η γυναίκα αυτή είχε τα θράσος να τα βάλει μαζί της. Κι οι δυο τους ήταν ψηλότερες από την ίδια, αν κι ελάχιστα, αλλά η Εγκουέν έβαλε τα χέρια στους γοφούς και τσιτώθηκε. Οι άλλες υποχώρησαν, λες κι ήταν έτοιμη να τους χιμήξει. «Έχετε καθόλου ιδέα πόσο σοβαρό είναι να κατηγορείτε μια αδελφή, ειδικά όταν είστε μθητευόμενες; Και μάλιστα, όταν οι κατηγορίες αυτές βασίζονται σε μια συζήτηση που ισχυρίζεστε ότι ακούσατε μεταξύ δύο αντρών που βρίσκονται χιλιάδες μίλια μακριά. Η Τιάνα θα σας έγδερνε ζωντανές και θα σας έβαζε να κάνετε φασίνα για το υπόλοιπο της ζωής σας». Η Νίκολα συνέχιζε την προσπάθεια να μιλήσει -έμοιαζε μάλλον να θέλει να απολογηθεί, αν κι εξακολουθούσε να διαμαρτύρεται πως η Εγκουέν δεν καταλάβαινε τίποτα, σε μια ανέλπιδη προσπάθεια να αλλάξει την κατάσταση- αλλά η Εγκουέν την αγνόησε και στράφηκε προς την Αράινα. Η Κυνηγός οπισθοχώρησε άλλο ένα βήμα. Έβρεξε τα χείλη της, ενώ μια έκφραση αβεβαιότητας διαγράφηκε στο πρόσωπό της. «Δεν νομίζω να πιστεύεις πως θα τη βγάλεις κι εσύ καθαρή. Ακόμα και μια Κυνηγός πρέπει να λογοδοτήσει στην Τιάνα για κάτι τέτοιο. Αν σταθείς τυχερή, δεν θα σε μαστιγώσουν δεμένη στο γλωσσίδι μιας άμαξας, όπως κάνουν στους στρατιώτες που τους πιάνουν στα πράσα να κλέβουν. Όπως και να έχει, θα σε παρατήσουν κάπου, κι η μόνη παρέα που θα έχεις θα είναι τα σημάδια από τις βουρδουλιές».
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, η Εγκουέν σταύρωσε τα χέρια στη μέση της. Κατ' αυτόν τον τρόπο, κατάφερε να τα κάνει να μην τρέμουν. Χωρίς να είναι ιδιαίτερα ζαρωμένες, οι δυο γυναίκες έμοιαζαν επαρκώς φρονηματισμένες. Ήλπιζε πως τα χαμηλωμένα βλέμματα, οι κυρτοί ώμοι κι οι αμήχανες κινήσεις των ποδιών τους δεν ήταν προσποιητά. Είχε κάθε δικαίωμα να τις στείλει σούμπιτες και τις δύο στην Τιάνα. Δεν είχε ιδέα ποια μπορεί να ήταν η τιμωρία για προσπάθεια εκβιασμού της Έδρας της Άμερλιν, αλλά το λιγότερο θα ήταν να τις διώξουν από τον καταυλισμό. Στην περίπτωση της Νίκολα, η τιμωρία θα έπρεπε να περιμένει μέχρι που οι εκπαιδεύτριές της να σιγουρευτούν ότι γνώριζε αρκετά από τη διαβίβαση έτσι που να μην κάνει κατά λάθος κακό στον εαυτό της ή σε άλλους. Βέβαια, από τη στιγμή που η συγκεκριμένη κατηγορία θα έπεφτε στους ώμους της, η Νίκολα Τρίχιλ δεν θα γινόταν ποτέ μια Άες Σεντάι κι όλο αυτό το δυναμικό θα πήγαινε στο βρόντο.
Εκτός κι αν... Κάθε γυναίκα που προσποιείτο πως είναι μια Άες Σεντάι ταπεινωνόταν τόσο σκληρά ώστε η εμπειρία έμενε χαραγμένη στη μνήμη της επί πολλά χρόνια, αν δε έπιαναν μια Αποδεχθείσα, τότε η προηγούμενη γυναίκα θεωρείτο απλώς τυχερή, ωστόσο η Νυνάβε με την Ηλαίην δεν χρειαζόταν να ανησυχούν τώρα που ήταν πράγματι αδελφές. Ούτε κι η ίδια χρειαζόταν να ανησυχεί. Μόνο που ένα ψίθυρος ήταν αρκετός για να εξαλείψει κάθε πιθανότητα να την αναγνωρίσει η Αίθουσα ως αληθινή Έδρα της Άμερλιν. Θα μπορούσε να πάει με το μέρος του Ραντ και να γράψει στα παλιά της τα παπούτσια την Αίθουσα. Δεν τολμούσε να αφήσει αυτές τις δύο να αντιληφθούν τους ενδοιασμούς της, ούτε καν να τους υποπτευθούν.
«Προτίθεμαι να ξεχάσω το περιστατικό», είπε κοφτά, «αλλά, αν ξανακούσω έστω κι έναν ψίθυρο από σας...» Πήρε μια βαθιά, τραχιά ανάσα -το σίγουρο ήταν πως, αν άκουγε κάτι πολύ παραπάνω από απλό ψίθυρο, δεν θα μπορούσε να κάνει το παραμικρό- κι από τον τρόπο που οι δυο τους αναπήδησαν κατάλαβε πως η απειλή της εντυπώθηκε βαθιά μέσα τους. «Πηγαίνετε στα κρεβάτια σας προτού αλλάξω γνώμη».
Την επόμενη στιγμή κιόλας ακολούθησε ένας κυκεώνας υποκλίσεων και φράσεων όπως «Μάλιστα, Μητέρα», «Ποτέ, Μητέρα», «Όπως προστάζεις, Μητέρα». Έφυγαν βιαστικά, κοιτώντας πάνω από τους ώμους τους, προς το μέρος της, με το κάθε τους βήμα γρηγορότερο από το προηγούμενο, μέχρι που άρχισαν να τρέχουν. Το βήμα της έπρεπε να είναι νηφάλιο, αν και πολύ θα ήθελε κι αυτή να τρέξει.