36 Λεπίδες

Η Μιν δεν ήξερε αν έπρεπε να βογκήξει, να ουρλιάξει ή να κλάψει. Την ίδια αμηχανία φαίνεται πως είχε κι η Κάραλαϊν, η οποία είχε απομείνει να κοιτάζει τον Ραντ με γουρλωμένα μάτια.

Ο Τόραμ άρχισε να τρίβει τα χέρια του, γελώντας. «Ακούστε με», φώναξε. «Θα παρακολουθήσετε μια μονομαχία. Κάντε χώρο, κάντε χώρο». Άρχισε να βαδίζει με δρασκελιές, απομακρύνοντας τον κόσμο από το κέντρο της σκηνής.

«Βοσκέ», γρύλισε η Μιν. «Δεν έχεις απλώς άχυρα στο μυαλό. Δεν έχεις καν μυαλό!»

«Δεν θα το έθετα έτσι ακριβώς», είπε η Κάραλαϊν, με έναν ιδιαίτερα ξερό τόνο στη φωνή της, «αλλά προτείνω να φύγεις τώρα. Ό,τι... κόλπα... κι αν νομίζεις πως μπορείς να χρησιμοποιήσεις, υπάρχουν εφτά Άες Σεντάι μέσα σε αυτήν τη σκηνή, τέσσερις εκ των οποίων ανήκουν στο Κόκκινο Άτζα. Κατέφθασαν πρόσφατα από τον Νότο, κατευθυνόμενες προς την Ταρ Βάλον. Αν έστω και μία υποπτευθεί κάτι, φοβάμαι πως ό,τι κι αν ήταν να γίνει σήμερα, δεν θα γίνει. Φύγε».

«Δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσω... κόλπα». Ο Ραντ έλυσε τη ζώνη του ξίφους του και την έδωσε στη Μιν. «Αν επηρέασα εσένα και τον Ντάρλιν με κάποιον τρόπο, ίσως καταφέρω να επηρεάσω και τον Τόραμ». Ο όχλος οπισθοχωρούσε, ανοίγοντας χώρο σε μια έκταση είκοσι βημάτων, ανάμεσα σε δύο από τα μεγάλα κεντρικά δοκάρια. Κάποιοι κοιτούσαν τον Ραντ, ενώ άλλοι αλληλοπειράζονταν και γελούσαν πονηρά. Στις Άες Σεντάι προσφέρθηκε εξέχουσα θέση, φυσικά, με την Κάντσουεϊν και τις δύο φίλες της από τη μια μεριά και τις τέσσερις αγέραστες γυναίκες με τα επώμια του Κόκκινου Άτζα από την άλλη. Η Κάντσουεϊν κι οι συντρόφισσές της κοιτούσαν τον Ραντ με έκδηλη αποδοκιμασία, οργή σχεδόν, στον βαθμό τουλάχιστον που μια Άες Σεντάι άφηνε να φανεί, αλλά οι Κόκκινες αδελφές έμοιαζαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τις τρεις άλλες. Αν μη τι άλλο, παρ' όλο που κάθονταν σε διαμετρικά αντίθετα σημεία, κατάφερναν να δείχνουν ότι αγνοούσαν εντελώς την παρουσία των υπόλοιπων αδελφών. Θα έπρεπε να προσπαθήσει πολύ κάποιος για να είναι τόσο τυφλός.

«Για άκουσέ με, ξάδερφε». Η χαμηλή φωνή της Κάραλαϊν ήταν σχεδόν σπασμένη κι επιτακτική. Στεκόταν πολύ κοντά και τέντωνε τον λαιμό της για να τον δει. Με το ζόρι έφτανε μέχρι το στήθος του κι έμοιαζε έτοιμη να του τραβήξει τα αυτιά. «Αν δεν χρησιμοποιήσεις κανένα από τα ειδικά κόλπα σου», συνέχισε η Κάραλαϊν, «θα σου κάνει μεγάλη ζημιά, ακόμα και με τα ξίφη εξάσκησης. Ποτέ δεν του άρεσε να αγγίζει κάποιος άλλος κάτι που θεωρεί δικό του, κι έχει την εντύπωση ότι όποιος ομορφάντρας μού μιλάει είναι κι εραστής μου. Όταν ήμασταν παιδιά, έσπρωξε έναν φίλο -φίλο!- από τις σκάλες και του έσπασε την πλάτη, επειδή ο Ντέρογουιν καβάλησε το πόνυ του χωρίς να τον ρωτήσει. Φύγε, ξάδερφε. Δεν θα σε κατηγορήσει κανείς. Κανείς δεν έχει απαίτηση από ένα νεαρό αγόρι να αντιμετωπίσει έναν ξιφομάχο. Τζέισι... ή όποιο κι αν είναι το αληθινό σου όνομα... θα με βοηθήσεις να τον πείσω;»

Η Μιν άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά ο Ραντ ακούμπησε ένα δάχτυλο στα χείλη της. «Είμαι αυτός που είμαι», είπε χαμογελώντας. «Αλλά και να μην ήμουν, δεν νομίζω πως θα μπορούσα να του ξεφύγω. Ώστε είναι δεινός ξιφομάχος». Ξεκούμπωσε το πανωφόρι του και βγήκε στον ανοιχτό χώρο.

«Γιατί είναι τόσο επίμονοι σε εντελώς ακατάλληλες στιγμές;» αναρωτήθηκε ψιθυριστά η Κάραλαϊν, με προφανή απογοήτευση στη φωνή της. Το μόνο που μπορούσε να κάνει η Μιν ήταν να συγκατανεύσει.

Ο Τόραμ αφαίρεσε την πουκαμίσα και το παντελόνι του κι άφησε να φανούν τα δύο ξίφη εξάσκησης που έφερε επάνω του, οι «λεπίδες» των οποίων αποτελούνταν από δεμένα, τορνευτά ξύλα. Ανασήκωσε το φρύδι του, στη θέα του Ραντ με το πανωφόρι του να χάσκει ορθάνοιχτο. «Αυτό θα περιορίζει τις κινήσεις σου, ξάδερφε». Ο Ραντ ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα.

Χωρίς προειδοποίηση, ο Τόραμ τού πέταξε το ένα ξίφος κι ο Ραντ το έπιασε στον αέρα από τη μακριά του λαβή.

«Τα γάντια που φοράς θα γλιστρούν, ξάδερφε. Πρέπει να έχεις σταθερό κράτημα».

Ο Ραντ άδραξε τη λαβή με τα δύο χέρια και γύρισε κάπως πλάγια, με τη λεπίδα προς τα κάτω και το αριστερό πόδι μπροστά.

Ο Τόραμ άπλωσε τα χέρια του, σαν να ήθελε να δείξει πως έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. «Αν μη τι άλλο, ξέρει πώς να σταθεί», είπε γελώντας και, πριν ολοκληρώσει τη φράση του, χίμηξε μπροστά, με το ξίφος εξάσκησης να σημαδεύει το κεφάλι του Ραντ, έτοιμος να τον χτυπήσει με όλη του τη δύναμη.

Με έναν έντονο κρότο τα δύο μπανταρισμένα ξίφη συναντήθηκαν. Η μόνη κίνηση που έκανε ο Ραντ ήταν να σηκώσει το ξίφος του. Για μια στιγμή, ο Τόραμ τον κοίταξε κι ο Ραντ τού ανταπέδωσε ένα ήρεμο βλέμμα. Κατόπιν, ξεκίνησαν τον χορό.

Έτσι μόνο μπορούσε να περιγράψει η Μιν αυτό το γλίστρημα, αυτές τις ανάερες κινήσεις, με τις ξύλινες λάμες να τρεμοπαίζουν φευγαλέα και να στριφογυρίζουν. Είχε παρακολουθήσει κι άλλες φορές τον Ραντ να κάνει εξάσκηση απέναντι σε καλύτερούς του, συχνά απέναντι σε δύο, τρεις, ακόμα και τέσσερις ταυτόχρονα, αλλά εδώ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ήταν πολύ εύκολο να ξεχάσεις πως, αν στη θέση του ξύλου υπήρχε ατσάλι, το αίμα θα έρεε ήδη. Βέβαια, καμία λεπίδα, είτε από ξύλο είτε από ατσάλι, δεν άγγιζε τη σάρκα. Χόρευαν, άλλοτε ορμώντας κι άλλοτε οπισθοχωρώντας, διαγράφοντας κύκλους ο ένας γύρω από τον άλλον, με τα ξίφη πότε να βολιδοσκοπούν το ένα το άλλο και πότε να χτυπιούνται μεταξύ τους. Ο Ραντ μια επιτιθόταν και μια αμυνόταν, κι η κάθε κίνηση τονιζόταν από εκείνους τους δυνατούς κρότους.

Η Κάραλαϊν άδραξε γερά το χέρι της Μιν, δίχως να πάρει το βλέμμα της από την αναμέτρηση. «Είναι κι αυτός δεινός ξιφομάχος», είπε κοντανασαίνοντας. «Έτσι θαρρώ. Κοίτα τον!»

Η Μιν κοιτούσε, έχοντας αγκαλιά τη ζώνη ξιφασκίας του Ραντ και τη θηκαρωμένη λάμα, λες και κρατούσε τον ίδιο. Ήταν όμορφος ο χορός τους κι, ό,τι κι αν σκεπτόταν ο Ραντ, ο Τόραμ ήδη ευχόταν να είχε στη διάθεσή του ένα ατσάλινο ξίφος. Η ψυχρή οργή έκαιγε στο πρόσωπό του και στρίμωχνε τον Ραντ όλο και περισσότερο. Ωστόσο, οι λεπίδες δεν άγγιζαν σάρκα, παρά μόνο η μία την άλλη, ο Ραντ όμως οπισθοχωρούσε ολοένα, με το ξίφος υψωμένο για να αμυνθεί, κι ο Τόραμ προχωρούσε μετωπικά, επιτιθέμενος, με τα μάτια του να λάμπουν από ψυχρή οργή.

Ένα ουρλιαχτό ακούστηκε απ' έξω, ένας ολοφυρμός απόλυτου τρόμου, και ξαφνικά η τεράστια σκηνή ανυψώθηκε στον αέρα και χάθηκε στην πυκνή γκριζάδα που έκρυβε τον ουρανό. Η ομίχλη κατέβηκε κατά κύματα από κάθε πλευρά, γεμάτη μακρινές κραυγές και μουγκρητά. Λεπτές μπούκλες αιωρήθηκαν πάνω από το γυμνό, αναποδογυρισμένο κοίλωμα που είχε αφήσει πίσω της η σκηνή κι όλοι κοιτούσαν εμβρόντητοι. Σχεδόν όλοι, δηλαδή.

Η λεπίδα του Τόραμ έπεσε με δύναμη στα πλευρά του Ραντ με έναν ήχο σαν να έσπαγαν κόκαλα, διπλώνοντάς τον στα δύο από τον πόνο. «Είσαι νεκρός, ξάδερφε», κάγχασε ο Τόραμ, ανασηκώνοντας το ξίφος του για να χτυπήσει ξανά... Όμως, μαρμάρωσε στη θέση του, καθώς έβλεπε πάνω από το κεφάλι του ένα κομμάτι της βαριάς γκρίζας θολούρας να γίνεται... συμπαγές. Θα μπορούσε να είναι ένα πλοκάμι από ομίχλη ή ένας στιβαρός βραχίονας με τρία δάχτυλα, αυτό που τυλίχτηκε σφιχτά γύρω από την εύσωμη Κόκκινη αδελφή, υψώνοντάς τη στον αέρα, πριν προλάβει κανείς να επέμβει.

Η Κάντσουεϊν ήταν η πρώτη που συνήλθε από το σοκ. Ανασήκωσε το χέρι της τραβώντας πίσω το επώμιο, στριφογύρισε τα δάχτυλά της και μια μπάλα φωτιάς φάνηκε να ξεπετιέται από κάθε παλάμη της και να προσκρούει στην ομίχλη. Κάτι εξερράγη πάνω από τα κεφάλια τους, σαν μια βίαιη σταγόνα που εξαφανίστηκε αμέσως, κι η Κόκκινη αδελφή εμφανίστηκε ξανά πέφτοντας μπρούμυτα και με γδούπο πάνω στα χαλιά, κοντά στο σημείο που ο Ραντ είχε γονατίσει κρατώντας το πλευρό του. Ή, τουλάχιστον, θα ήταν μπρούμυτα, αν το κεφάλι της δεν είχε γυρίσει προς τα πίσω, έτσι που τα νεκρά της μάτια κοίταζαν την ομίχλη.

Όποια ψήγματα ηρεμίας κι αν υπήρχαν ακόμα στη σκηνή, χάθηκαν στη στιγμή. Η Σκιά είχε αποκτήσει σάρκα και οστά. Άνθρωποι που ούρλιαζαν έτρεχαν πανικόβλητοι προς πάσα κατεύθυνση, σκουντουφλώντας πάνω σε τραπέζια, ενώ οι ευγενείς έσπρωχναν τους υπηρέτες κι οι υπηρέτες τούς ευγενείς. Η Μιν πάσχιζε να φτάσει στον Ραντ, προσπαθώντας με μπουνιές κι αγκωνιές να ανοίξει δρόμο και κρατώντας το ξίφος του ως ρόπαλο.

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε, σηκώνοντάς τον όρθιο. Εξεπλάγη που είδε την Κάραλαϊν από την άλλη μεριά να τον βοηθάει. Εξίσου έκπληκτη, όμως, φάνηκε κι εκείνη.

Πήρε το χέρι του κάτω από το πανωφόρι, ανακουφισμένη που τα δάχτυλά του δεν είχαν επάνω τους αίμα. Αυτή η τόσο ευαίσθητη μισογιατρεμένη πληγή δεν είχε ανοίξει. «Καλύτερα να φύγουμε», είπε ο Ραντ παίρνοντας στα χέρια του το ξίφος του. «Πρέπει να φύγουμε από δω». Το αναποδογυρισμένο κοίλωμα με τον καθαρό αέρα ήταν σαφώς μικρότερο. Όλοι σχεδόν είχαν φύγει. Έξω, στην ομίχλη, ακούγονταν κραυγές, οι περισσότερες από τις οποίες κόβονταν απότομα για να αντικατασταθούν από άλλες.

«Συμφωνώ κι εγώ, Τόμας», είπε ο Ντάρλιν. Με το ξίφος στο χέρι, στάθηκε με την πλάτη στην Κάραλαϊν, ανάμεσα σε εκείνη και την ομίχλη. «Το θέμα είναι, προς ποια κατεύθυνση και πόσο μακριά πρέπει να πάμε;»

«Αυτός το έκανε», είπε ο Τόραμ σαν να έφτυνε. «Ο αλ'Θόρ». Πέταξε κάτω το ξίφος της εξάσκησης, πήρε το παραπεταμένο του πανωφόρι και το φόρεσε ήρεμα. Αν μη τι άλλο, δεν ήταν δειλός. «Τζεράαλ;» φώναξε μέσα στην ομίχλη, δένοντας τη ζώνη του ξίφους του. «Τζεράαλ, που να σε κάψει το Φως, πού είσαι, άνθρωπέ μου; Τζεράαλ!» Ο Μόρντεθ -ο Φάιν δηλαδή- δεν απάντησε κι ο άλλος συνέχισε να φωνάζει.

Οι μόνοι άλλοι παρόντες ήταν η Κάντσουεϊν κι οι δύο συντρόφισσες της. Τα πρόσωπά τους ήταν ήρεμα, αλλά τα χέρια τους ψαχούλευαν νευρικά τα επώμιά τους. Η Κάντσουεϊν δε, έμοιαζε έτοιμη να πάει βόλτα. «Θα έλεγα προς τον Βορρά», είπε. «Η πλαγιά είναι κοντύτερα προς τα εκεί και, όσο περισσότερο σκαρφαλώσουμε, τόσο πιο πολύ θα απομακρυνθούμε από δω. Σταμάτα να τσιρίζεις, Τόραμ! Ή είναι νεκρός ο άνθρωπός σου ή δεν ακούει». Ο Τόραμ την αγριοκοίταξε, αλλά σταμάτησε να φωνάζει. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ήταν σαν να μην υπήρχε για την Κάντσουεϊν. «Βόρεια, λοιπόν. Εμείς οι τρεις θα επέμβουμε εκεί που δεν μπορεί να κάνει τίποτα το ατσάλι». Λέγοντας αυτά, κοιτούσε τον Ραντ κατάματα κι αυτός ένευσε αδιόρατα πριν ζωστεί το ξίφος του και τραβήξει τη λάμα του. Προσπαθώντας να μη μοιάζει με αποβλακωμένη, η Μιν αντάλλασσε ματιές με την Κάραλαϊν, τα μάτια της οποίας φάνταζαν μεγάλα σαν φλιτζάνια. Η Άες Σεντάι γνώριζε ποιος ήταν και δεν σκόπευε να το κάνει γνωστό πουθενά.

«Μακάρι να μην είχαμε αφήσει τους Προμάχους πίσω, στην πόλη», είπε η λεπτεπίλεπτη Κίτρινη αδελφή. Μικροσκοπικές ασημένιες καμπανούλες ήχησαν μελωδικά πάνω στα μαύρα της μαλλιά καθώς τίναξε το κεφάλι της. Είχε τον ίδιο αέρα εξουσίας με την Κάντσουεϊν, αρκετό για να σε κάνει να μην αντιλαμβάνεσαι με την πρώτη ματιά πόσο όμορφη ήταν. Ωστόσο, αυτό το τίναγμα του κεφαλιού είχε κάτι το... νευρικό. «Μακάρι να είχα μαζί μου τον Ρόσαν».

«Θα κάνουμε κύκλο, Κάντσουεϊν;» ρώτησε η Γκρίζα. Με το κεφάλι της να γυρίζει από δω κι από κει, προσπαθώντας να διακρίνει κάτι μέσα στην ομίχλη, και με αυτή την αιχμηρή μύτη και τα, όλο περιέργεια μάτια, έμοιαζε περισσότερο με στρουμπουλό σπουργίτι με λευκό κεφάλι. Όχι φοβισμένο σπουργίτι, αλλά σίγουρα έτοιμο να πετάξει μακριά. «Θα φτιάξουμε σύνδεσμο;»

«Όχι, Νιάντε», απάντησε η Κάντσουεϊν, αναστενάζοντας. «Αν προσέξεις κάτι, θα πρέπει να είσαι έτοιμη να το αντιμετωπίσεις χωρίς να περιμένεις να μου το υποδείξεις. Πάψε να ανησυχείς για τον Ρόσαν, Σαμίτσου. Έχουμε μαζί μας τρεις πολύ καλούς ξιφομάχους, οι δύο εκ των οποίων φέρουν το σημάδι του ερωδιού, όπως βλέπω. Μας κάνουν».

Ο Τόραμ έδειξε τα δόντια του, παρατηρώντας τον ερωδιό χαραγμένο στη λάμα που είχε ξεθηκαρώσει ο Ραντ. Το χαμόγελό του σίγουρα δεν έκρυβε φαιδρότητα. Κι η δική του λάμα είχε χαραγμένο έναν ερωδιό, εν αντιθέσει με του Ντάρλιν, ο οποίος κοίταξε εξεταστικά τον Ραντ και το ξίφος του κι ένευσε με σεβασμό, περισσότερο από αυτόν που είχε δείξει στον υποτιθέμενο Τόμας Τράκαντ κάποιου δευτερεύοντος κλάδου του Οίκου.

Η γκριζομάλλα Πράσινη είχε αναλάβει εμφανώς τα ηνία παρά τις επαναλαμβανόμενες διαμαρτυρίες του Ντάρλιν, που -όπως οι περισσότεροι Δακρυνοί- δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση τις Άες Σεντάι, και του Τόραμ, που αντιπαθούσε όποιον του έδινε διαταγές. Εξίσου δυσαρεστημένη ήταν κι η Κάραλαϊν, αλλά η Κάντσουεϊν αγνοούσε παντελώς τις βλοσυρές της ματιές καθώς και τα παράπονα των αντρών. Εν αντιθέσει με αυτούς, η Κάραλαϊν είχε καταλάβει πως η γκρίνια δεν θα απέφερε κανένα όφελος. Το περίεργο ήταν πως ο Ραντ στάθηκε πειθήνια στα δεξιά της Κάντσουεϊν, καθώς αυτή κανόνιζε τη διάταξη που θα είχαν. Εντάξει, η στάση του δεν ήταν ακριβώς πειθήνια, μια και την κοίταξε με έναν τρόπο που θα έκανε τη Μιν να τον χαστουκίσει, αν κοίταζε έτσι την ίδια. Η Κάντσουεϊν κούνησε απλώς το κεφάλι της και μουρμούρισε κάτι που τον έκανε να κοκκινίσει - αν και κράτησε το στόμα του κλειστό. Η Μιν σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή πως ο Ραντ θα έπρεπε να ανακοινώσει σε όλους ποιος ήταν. Ίσως να ήλπιζε πως ακόμα κι η ομίχλη θα χανόταν από τον φόβο του Αναγεννημένου Δράκοντα. Ο Ραντ τής χαμογέλασε, λες κι η ομίχλη με αυτόν τον καιρό δεν σήμαινε τίποτα, ακόμα και μια ομίχλη που αρπάζει ανθρώπους και σκηνές.

Κινήθηκαν μέσα στην πυκνή ομίχλη σε σχηματισμό εξάκτινου αστεριού, με την Κάντσουεϊν να ηγείται, μια Άες Σεντάι σε κάθε ένα από τα δύο άλλα σημεία κι έναν άντρα με ξίφος να καλύπτει τα άλλα τρία. Ο Τόραμ, φυσικά, διαμαρτυρήθηκε έντονα που τον έβαλε στην οπισθοφυλακή, μέχρι που η Κάντσουεϊν τού ανέφερε πως ο φρουρός της οπισθοφυλακής κατέχει ιδιαίτερη τιμή ή κάτι παρόμοιο. Αυτό τον ησύχασε προσωρινά. Αντιθέτως, η Μιν δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου για τη θέση που κατέλαβε μαζί με την Κάραλαϊν, στο κέντρο του άστρου. Κουβαλούσε ένα μαχαίρι σε κάθε χέρι κι αναρωτιόταν για τη χρησιμότητά τους. Σχεδόν ανακουφίστηκε όταν πρόσεξε το εγχειρίδιο στο χέρι της Κάραλαϊν να τρέμει. Τα δικά της χέρια, τουλάχιστον, ήταν σταθερά. Από την άλλη, σκέφτηκε μήπως ήταν πολύ φοβισμένη, ακόμα και για να τρέμει.

Το πούσι ήταν παγερό σαν χειμώνας. Η στροβιλιζόμενη γκριζάδα τούς περικύκλωνε, τόσο πυκνή που ήταν δύσκολο να διακρίνουν καθαρά ο ένας τον άλλον, μολονότι μπορούσαν να ακουστούν. Στριγκλιές έσκιζαν τη ζοφερή σκοτεινιά, άντρες και γυναίκες που ούρλιαζαν κι άλογα που χλιμίντριζαν. Η ομίχλη έμοιαζε να νεκρώνει κάθε ήχο, κάνοντάς τον να ακούγεται πνιχτός, κι έτσι, ευτυχώς, αυτά τα φοβερά ουρλιαχτά φάνταζαν μακρινά. Η ομίχλη μπροστά τους έμοιαζε να πυκνώνει ολοένα. Μπάλες φωτιάς εκτοξεύτηκαν ξαφνικά από τα χέρια της Κάντσουεϊν κατακαίοντας την παγερή γκριζάδα, κι η συμπαγής μάζα ανατινάχτηκε σε μια εκτυφλωτική έκρηξη φλογών. Τα ξεφωνητά που ακούγονταν από πίσω και το φως που άστραφτε σαν αστραπή πάνω στην ομίχλη υπεδείκνυαν πως κι οι άλλες δύο αδελφές ήταν απασχολημένες. Η Μιν δεν είχε την παραμικρή διάθεση να κοιτάξει πίσω. Όσα έβλεπε ήταν αρκετά.

Προχώρησαν, προσπερνώντας τσαλαπατημένες σκηνές, μισοκρυμμένες από την γκρίζα καταχνιά, και κορμιά ή μέλη από κορμιά, που ήταν αρκετά ευδιάκριτα. Ένα πόδι εδώ, ένα χέρι εκεί, ένας άντρας κομμένος στη μέση, το κεφάλι μιας γυναίκας που έμοιαζε να χαμογελάει, πεταμένο στη γωνία μιας αναποδογυρισμένης άμαξας. Ο δρόμος άρχισε να ανηφορίζει και να γίνεται πιο απότομος. Η Μιν πρόσεξε τον πρώτο ζωντανό άνθρωπο εκτός από τους ίδιους κι ευχήθηκε να μην τον είχε προσέξει. Ένας άντρας ντυμένος με ένα από εκείνα τα κόκκινα πανωφόρια τρίκλιζε προς το μέρος τους, κουνώντας αδύναμα το αριστερό του χέρι. Το άλλο χέρι είχε κοπεί και το υγρό λευκό κόκαλο φαινόταν στο σημείο όπου θα έπρεπε να υπάρχει το μισό του πρόσωπο. Κάτι που έμοιαζε με λέξεις ξεχύθηκε με έναν ρευστό ήχο μέσα από τα δόντια του. Ύστερα κατέρρευσε. Η Σαμίτσου γονάτισε για λίγο πλάι του, ακουμπώντας τα δάχτυλά της στο αιματοβαμμένο ερείπιο που κάποτε ήταν το μέτωπό του. Κατόπιν, σηκώθηκε, κούνησε το κεφάλι της και συνέχισαν την πορεία τους. Η ανηφοριά δεν είχε τέλος, τόσο που η Μιν άρχισε να αναρωτιέται αν ανέβαιναν λόφο ή βουνό.

Ακριβώς μπροστά στον Ντάρλιν, η καταχνιά πήρε ξαφνικά μορφή· ένα σχήμα στο ύψος ανθρώπου, γεμάτο πλοκάμια κι ανοιχτά στόματα με κοφτερά δόντια. Ο Υψηλός Άρχοντας μπορεί να μην ήταν δεινός ξιφομάχος, αλλά σίγουρα δεν ήταν αδρανής. Η λεπίδα του τρύπησε στη μέση τη συμπαγή μάζα, διέγραψε έναν κύκλο και την έσκισε από πάνω μέχρι κάτω. Τέσσερις τούφες ομίχλης, πυκνότερες από την καταχνιά που τους περιέβαλλε, έπεσαν στο έδαφος. «Αν μη τι άλλο», είπε, «τώρα ξέρουμε πως το ατσάλι μπορεί να κόψει αυτά τα... πλάσματα».

Τα παχουλά κομμάτια της ομίχλης άρχισαν να ξεχειλίζουν από παχύρρευστα υγρά και να ανασηκώνονται ξανά.

Η Κάντσουεϊν τέντωσε το χέρι της και σταγονίδια φωτιάς έπεσαν από τα ακροδάχτυλά της. Μια λαμπερή φλόγα καψάλισε τη συμπαγή ομίχλη και την εξαφάνισε. «Ίσως το ατσάλι να μπορεί να τα κόψει, αλλά φαίνεται πως δεν μπορεί να τους κάνει τίποτε άλλο», μουρμούρισε.

Μπροστά και στα δεξιά τους φάνηκε ξαφνικά μια γυναίκα μέσα από τη στροβιλιζόμενη καταχνιά, με τη μεταξωτή της φούστα κρατημένη ψηλά, καθώς μισοέτρεχε και μισοσκόνταφτε στην πλαγιά, κατευθυνόμενη προς το μέρος τους. «Δόξα στο Φως!» ούρλιαζε. «Δόξα στο Φως! Νόμιζα πως είχα απομείνει μονάχη!» Ακριβώς πίσω της, η ομίχλη συμπτύχθηκε σχηματίζοντας έναν εφιάλτη όλο γαμψώνυχα και δόντια, που ξεπρόβαλλε από πάνω της. Αν επρόκειτο για άντρα, η Μιν ήταν σίγουρη πως ο Ραντ δεν θα επενέβαινε.

Το χέρι του, όμως, σηκώθηκε πριν προλάβει η Κάντσουεϊν να κάνει κάποια κίνηση, και κάτι που έμοιαζε με λωρίδα υγρής λευκής φωτιάς, λαμπερότερη από τον ήλιο, εκτοξεύτηκε με κατεύθυνση το σημείο πάνω από το κεφάλι της γυναίκας. Το πλάσμα απλά εξαφανίστηκε. Για μια στιγμή, στο σημείο που βρισκόταν και σε όλο το μήκος που είχε χαράξει η καυτή λωρίδα, δεν υπήρχε παρά κενό. Έπειτα, όμως, η καταχνιά άρχισε πάλι να συμπυκνώνεται. Η γυναίκα μαρμάρωσε στη θέση της. Κατόπιν, με ένα ουρλιαχτό, σαν να της έσκιζαν τα πνευμόνια, στράφηκε κι άρχισε να κατηφορίζει πάλι τρεχάλα την πλαγιά, προσπαθώντας να αποφύγει κάτι χειρότερο κι από εφιάλτη που κρυβόταν μέσα στην ομίχλη.

«Εσύ!» γρύλισε ο Τόραμ, τόσο δυνατά που η Μιν στράφηκε να τον αντιμετωπίσει τραβώντας τα μαχαίρια της. Το ξίφος του ήταν στραμμένο προς το μέρος του Ραντ. «Ώστε εσύ είσαι! Δίκιο είχα! Δικιά σου δουλειά είναι όλα αυτά! Εμένα, όμως, δεν θα με παγιδεύσεις, αλ'Θόρ!» Ξαφνικά, το έβαλε στα πόδια, αρχίζοντας να ανηφορίζει τρεχάλα τον λόφο. «Δεν θα με παγιδεύσεις!»

«Γύρισε πίσω!» φώναξε ξοπίσω του ο Ντάρλιν. «Πρέπει να μείνουμε ενωμένοι! Πρέπει να...» Δεν συνέχισε την πρόταση του κι απέμεινε να κοιτάει τον Ραντ. «Είσαι αυτός. Που να με κάψει το Φως, είσαι αυτός!» Έκανε μια ημιτελή κίνηση, σαν να ήθελε να τοποθετηθεί ανάμεσα στον Ραντ και στην Κάραλαϊν αλλά, τουλάχιστον, δεν το έβαλε στα πόδια.

Ήρεμα, η Κάντσουεϊν βάδισε προς το μέρος του Ραντ διασχίζοντας την πλαγιά. Τον χαστούκισε τόσο δυνατά, ώστε το κεφάλι του κόντεψε να φύγει από τη θέση του. Η Μιν ένιωσε να της κόβεται η ανάσα από το σοκ. «Αυτό δεν θα το ξανακάνεις», είπε η Κάντσουεϊν. Δεν υπήρχε ούτε θυμός ούτε ζέση στη φωνή της, απλώς μια ατσάλινη σκληράδα. «Ακούς; Δεν θα ξαναπαίξεις ποτέ με τη μοιροφωτιά».

Παραδόξως, ο Ραντ περιορίστηκε στο να μαλάξει το μάγουλο του. «Έκανες λάθος, Κάντσουεϊν. Είναι αληθινός. Είμαι σίγουρος. Το ξέρω πως είναι». Το πιο περίεργο ήταν ότι ακουγόταν σαν να ήθελε να τον πιστέψει πάση θυσία.

Η Μιν τον κατανοούσε με όλη της την ψυχή. Ο Ραντ είχε αναφέρει πως άκουγε φωνές, και μάλλον το εννοούσε. Σήκωσε το δεξί της χέρι προς το μέρος του, ξεχνώντας προς στιγμήν ότι κρατούσε μαχαίρι, κι άνοιξε το στόμα της για να του πει κάτι παρηγορητικό, αν και δεν ήταν διόλου σίγουρη πως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ξανά αυτά τα λόγια με τρόπο ακίνδυνο. Άνοιξε το στόμα της να μιλήσει - κι ο Πάνταν Φάιν φάνηκε να ξεπηδά από την καταχνιά, πίσω από τον Ραντ, με το ατσάλι να λάμπει στη γροθιά του.

«Πίσω σου!» ούρλιαξε η Μιν, δείχνοντας με το μαχαίρι στο τεντωμένο δεξί της χέρι, πετώντας το άλλο που κρατούσε στο αριστερό. Όλα έμοιαζαν να συμβαίνουν ταυτόχρονα κι οι εικόνες ήταν θαμπές στη χειμωνιάτικη ομίχλη.

Ο Ραντ έκανε να γυρίσει παίρνοντας μια στροφή, κάτι που έκανε κι ο Φάιν, με σκοπό να πέσει επάνω του. Εξαιτίας αυτής της στροφής, η Μιν έχασε τον στόχο της, αλλά το εγχειρίδιο του Φάιν γρατζούνισε την αριστερή πλευρά του Ραντ. Δεν φάνηκε ούτε καν να διαπερνά το πανωφόρι του, ωστόσο εκείνος ούρλιαξε. Ο ήχος της κραυγής του έκανε τη Μιν να νιώσει ένα σφίξιμο στην καρδιά. Κρατώντας τα πλευρά του, ο Ραντ έπεσε πάνω στην Κάντσουεϊν προσπαθώντας να στηριχθεί, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να πέσουν κι οι δύο κάτω.

«Φύγε από μπροστά μου!» φώναξε μία από τις υπόλοιπες αδελφές -η Σαμίτσου, σκέφτηκε η Μιν- και ξαφνικά τα πόδια της λύγισαν. Έπεσε βαριά, γογγύζοντας καθώς προσγειώθηκε στην πλαγιά μαζί με την Κάραλαϊν, η οποία αναφώνησε με κομμένη την ανάσα: «Αίμα και φωτιά!»

Όλα συνέβαιναν ταυτόχρονα.

«Προχωρήστε!» φώναξε ξανά η Σαμίτσου, καθώς ο Ντάρλιν χίμηξε πάνω στον Φάιν με το ξίφος του. Ο κοκαλιάρης άντρας κινήθηκε με υπερβολική ταχύτητα, πέφτοντας κάτω και κυλώντας πέρα από το βεληνεκές του Ντάρλιν. Παραδόξως, μόλις στάθηκε στα πόδια του, άρχισε να γελάει ασταμάτητα και βάλθηκε να τρέχει. Η ζοφερή σκοτεινιά τον κατάπιε σχεδόν αμέσως.

Η Μιν σηκώθηκε από κάτω σχεδόν τρέμοντας.

Η Κάραλαϊν αποδείχτηκε πολύ πιο ακμαία. «Για να σου πω, Άες Σεντάι», είπε με ψυχρή φωνή, σκουπίζοντας με γοργές κινήσεις τη φούστα της. «Κανείς δεν μου έχει φερθεί ποτέ έτσι. Είμαι η Κάραλαϊν Ντέημοντρεντ, Υψηλή Έδρα του Οίκου....»

Η Μιν έπαψε να ακούει. Η Κάντσουεϊν καθόταν στην πλαγιά, από πάνω τους, κρατώντας στα γόνατά της το κεφάλι του Ραντ, ο οποίος δεν είχε παρά μονάχα μια αμυχή. Το στιλέτο του Φάιν δεν θα μπορούσε να αγγίξει... Αφήνοντας μια κραυγή, η Μιν ξεχύθηκε μπροστά. Είτε ήταν Άες Σεντάι είτε όχι, έκανε πέρα την άλλη γυναίκα και πήρε το κεφάλι του Ραντ στην αγκαλιά της. Τα μάτια του ήταν κλειστά, η ανάσα του έβγαινε κοφτή και το πρόσωπό του έκαιγε.

«Βοήθησέ τον!» ούρλιαξε προς το μέρος της Κάντσουεϊν, κι η φωνή της έμοιαζε με ηχώ των μακρινών κραυγών που ακούγονταν μέσα από την ομίχλη. «Βοήθησε τον!» Ένα κομμάτι του εαυτού της σκεφτόταν πως η έκκλησή της δεν είχε ιδιαίτερο νόημα από τη στιγμή που την έσπρωξε μακριά, αλλά το πρόσωπο του Ραντ έμοιαζε να κατακαίει τα χέρια της, να κατακαίει την ίδια τη λογική.

«Σαμίτσου, γρήγορα», είπε η Κάντσουεϊν καθώς σηκωνόταν όρθια και τακτοποιούσε το επώμιό της. «Είναι πέραν του Ταλέντου μου στη Θεραπεία». Ακούμπησε το χέρι της στο κεφάλι της Μιν. «Άκου, κορίτσι μου, δεν θα άφηνα σε καμιά περίπτωση το αγόρι να πεθάνει πριν του μάθω τρόπους. Πάψε να κλαις».

Ήταν πολύ παράξενο. Η Μιν ήταν απολύτως σίγουρη πως η γυναίκα δεν της είχε κάνει τίποτα χρησιμοποιώντας τη Δύναμη, κι ωστόσο πίστευε. Να του μάθει τρόπους. Αυτό θα ήταν αρκετά δύσκολο. Τραβώντας τα χέρια της γύρω από το κεφάλι του με κάποια απροθυμία, η Μιν έκανε πίσω γονατιστή. Πολύ παράξενο. Δεν είχε καν αντιληφθεί πως έκλαιγε, όμως η διαβεβαίωση της Κάντσουεϊν ήταν αρκετή για να σταματήσουν τα δάκρυά της. Ρουθουνίζοντας, σκούπισε τα μάγουλά της με την άκρη του χεριού της, ενόσω η Σαμίτσου γονάτιζε δίπλα του τοποθετώντας τα ακροδάχτυλά της στο μέτωπό του. Η Μιν αναρωτήθηκε για ποιον λόγο δεν κρατούσε το κεφάλι του στα δυο της χέρια, όπως έκανε η Μουαραίν.

Ξαφνικά, ένας σπασμός διέτρεξε το κορμί του Ραντ, ο οποίος άρχισε να αναπνέει με δυσκολία και να τινάζεται τόσο άγρια, ώστε το προτεταμένο του μπράτσο χτύπησε την Κίτρινη αδελφή και την πέταξε πίσω. Μόλις τα δάχτυλά της τον άφησαν, ο Ραντ ησύχασε κι η Μιν σύρθηκε κοντά του. Ανάσαινε με μεγαλύτερη ευκολία τώρα, αλλά τα μάτια του παρέμεναν κλειστά. Τον άγγιξε στο μάγουλο. Εξακολουθούσε να είναι ζεστό, αν και λιγότερο από πριν. Επιπλέον, είχε χλωμιάσει.

«Κάτι πήγε στραβά», είπε οξύθυμα η Σαμίτσου καθώς σηκωνόταν όρθια. Τραβώντας παράμερα το πανωφόρι του Ραντ, άρπαξε το σκισμένο κομμάτι στη ματωμένη πουκαμίσα του κι έκανε ένα πλατύ άνοιγμα στο λινό ύφασμα.

Το κόψιμο από το στιλέτο του Φάιν, όχι μεγαλύτερο από το χέρι της κι ελάχιστα βαθύ, διέτρεχε το παλιό στρογγυλό σημάδι. Ακόμα και στο ημίφως, η Μιν μπορούσε να δει τις άκρες της πληγής, που ήταν πρησμένες κι ερεθισμένες, λες και το τραύμα είχε μείνει αφρόντιστο επί μέρες. Δεν αιμορραγούσε πια, αλλά κανονικά θα έπρεπε να έχει επουλωθεί. Αυτό ακριβώς έκανε η Θεραπεία. Οι πληγές επουλώνονταν μπροστά στα μάτια σου.

«Αυτό εδώ», είπε η Σαμίτσου, σαν να έκανε διάλεξη, αγγίζοντας ελαφρά το σημάδι, «μοιάζει με κύστη αλλά με μια κύστη γεμάτη κακό αντί για πύον. Κι αυτό...», έδειξε με το δάχτυλό της το κάτω μέρος του ανοίγματος, «...φαίνεται να είναι γεμάτο από ένα κακό διαφορετικού είδους». Ξαφνικά, συνοφρυώθηκε βλέποντας την Πράσινη αδελφή να στέκεται από πάνω της, κι η φωνή της πήρε έναν μελαγχολικό κι αμυντικό τόνο. «Αν ήξερα τις λέξεις, Κάντσουεϊν, θα τις χρησιμοποιούσα. Ποτέ μου δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ποτέ. Θα σου πω, όμως, το εξής: Νομίζω πως, αν καθυστερούσα λιγάκι κι αν εσύ δεν είχες προσπαθήσει πρώτη, ο Ραντ θα ήταν τώρα νεκρός. Όπως έχουν τα πράγματα τώρα...» Η Κίτρινη αδελφή ξεφύσησε και το πρόσωπό της βούλιαξε. «...πιστεύω πως θα πεθάνει».

Η Μιν κούνησε αρνητικά το κεφάλι της πασχίζοντας να πει όχι, αλλά ήταν αδύνατον να κουνήσει τη γλώσσα της. Άκουσε την Κάραλαϊν να μουρμουρίζει μια προσευχή, έχοντας αρπάξει και με τα δυο της χέρια το μανίκι του Ντάρλιν, ο οποίος κοιτούσε τον Ραντ βλοσυρά, λες και πάλευε να βγάλει άκρη από αυτό που έβλεπε.

Η Κάντσουεϊν έσκυψε κι άγγιξε απαλά τον ώμο της Σαμίτσου. «Είσαι η καλύτερη εν ζωή, ίσως η καλύτερη που υπήρξε ποτέ», είπε σιγανά. «Καμιά δεν συγκρίνεται μαζί σου στη Θεραπεία». Νεύοντας, η Σαμίτσου σηκώθηκε όρθια, αλλά, προτού καλά-καλά σηκωθεί, η γαλήνια έκφραση των Άες Σεντάι φάνηκε ξανά στο πρόσωπό της, εν αντιθέσει με την Κάντσουεϊν, η οποία κοιτούσε μουτρωμένη τον Ραντ, με τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς της. «Πφφ! Δεν θα σου επιτρέψω να πεθάνεις στα χέρια μου, μικρέ», γρύλισε, λες κι έφταιγε ο ίδιος ο Ραντ για την κατάσταση του. Αυτήν τη φορά, αντί να αγγίξει την κορυφή του κεφαλιού της Μιν, τη χτύπησε ελαφρά με τις αρθρώσεις των δαχτύλων της. «Σήκω πάνω, κορίτσι μου. Δεν σου αρμόζει η θηλυπρέπεια -κι ο πιο ανόητος μπορεί να το καταλάβει αυτό- γι' αυτό πάψε να προσποιείσαι. Εσύ, Ντάρλιν, κουβάλησέ τον. Οι επίδεσμοι αργότερα. Αυτή η ομίχλη δεν φαίνεται να φεύγει, γι' αυτό ας φύγουμε εμείς».

Ο Ντάρλιν δίστασε. Ίσως ήταν το αυταρχικό συνοφρύωμα της Κάντσουεϊν, ίσως το χέρι που μισοσήκωσε στο πρόσωπό του η Κάραλαϊν, αλλά ξαφνικά ο άντρας θηκάρωσε το ξίφος του, μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του κι ανασήκωσε τον Ραντ στους ώμους του, αφήνοντας τα χέρια και τα πόδια του να αιωρούνται.

Η Μιν πήρε τη λεπίδα με τον χαραγμένο ερωδιό και την τοποθέτησε προσεκτικά στο θηκάρι που κρεμόταν από τη μέση του Ραντ. «Θα τη χρειαστεί», είπε στον Ντάρλιν κι αυτός, αφού το συλλογίστηκε μια στιγμή, ένευσε καταφατικά. Ευτυχώς για τον ίδιο· η Μιν είχε επενδύσει όλη της την εμπιστοσύνη στην Πράσινη αδελφή και δεν σκόπευε να αφήσει οποιονδήποτε άλλον να σκεφτεί διαφορετικά.

«Πρόσεχε τώρα, Ντάρλιν», είπε η Κάραλαϊν με αυτή τη λαρυγγώδη φωνή της, κι ενώ η Κάντσουεϊν είχε δώσει το πρόσταγμα να προχωρήσουν. «Φρόντισε να είσαι ακριβώς πίσω μου, κι εγώ θα σε προστατεύσω».

Ο Ντάρλιν γέλασε μέχρι που δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, και συνέχισε να χαχανίζει όταν άρχισαν να σκαρφαλώνουν μέσα από την παγερή καταχνιά και τα μακρινά ουρλιαχτά, με τον ίδιο να κουβαλάει τον Ραντ στο κέντρο ενός κύκλου που σχημάτιζαν γύρω του οι γυναίκες.

Η Μιν ήξερε ότι δεν ήταν παρά ένας απλός θεατής, όπως κι η Κάραλαϊν που βάδιζε από την άλλη μεριά της Κάντσουεϊν, κι ότι το μαχαίρι που έκρυβε κάτω από τα ρούχα της ήταν πιθανότατα άχρηστο ενάντια στις μορφές που κρύβονταν μέσα στην ομίχλη, ίσως όμως ο Πάνταν Φάιν ήταν ακόμα ζωντανός και καραδοκούσε. Ήταν σίγουρη πως αυτήν τη φορά δεν θα αστοχούσε. Η Κάραλαϊν είχε επίσης επάνω της ένα εγχειρίδιο κι, από τις ματιές που έριχνε πάνω από τον ώμο της προς τη μεριά του Ντάρλιν, ο οποίος τρίκλιζε κάτω από το βάρος του Ραντ, ίσως σκόπευε να υπερασπισθεί και τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Ίσως πάλι όχι. Μια γυναίκα θα μπορούσε να συγχωρήσει τα πάντα, αλλά όχι την ειρωνεία.

Διάφορες μορφές εξακολουθούσαν να σχηματίζονται στην καταχνιά και να πεθαίνουν από τη φωτιά, ενώ κάποια στιγμή κάτι πελώριο έσκισε στα δύο ένα τρομοκρατημένο άλογο στα δεξιά τους, πριν προλάβουν να επέμβουν οι Άες Σεντάι και να το σκοτώσουν. Η Μιν κόντευε να αρρωστήσει με όλα αυτά, χωρίς να νιώθει την παραμικρή ντροπή. Άνθρωποι πέθαιναν, αλλά τουλάχιστον ήταν δικιά τους επιλογή να έρθουν εδώ. Ο πιο τιποτένιος στρατιώτης, αν ήθελε, θα μπορούσε να το είχε βάλει στα πόδια από χτες κιόλας, κάτι που δεν θα έκανε ποτέ αυτό το άλογο. Οι μορφές σχηματίζονταν και πέθαιναν, όπως κι οι άνθρωποι, που δεν έπαψαν στιγμή να ουρλιάζουν από μακριά, κι η ομάδα εξακολουθούσε να προσπερνάει καταξεσκισμένες νεκρές σάρκες που πριν από μια ώρα ήταν ένας άνθρωπος. Η Μιν άρχισε να αναρωτιέται αν θα ξανάβλεπαν το ηλιόφως.

Εντελώς απρόσμενα και χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση, το φως τη χτύπησε ξαφνικά. Τη μια στιγμή ήταν κυκλωμένη από την γκρίζα ομίχλη και την επόμενη ο ήλιος έλαμπε χρυσαφένιος πάνω από τα κεφάλια τους, με φόντο τον γαλάζιο ουρανό. Ήταν τόσο έντονος που χρειάστηκε να καλύψει τα μάτια της. Κι εκεί, πέντε μίλια πέρα από τους άδεντρους λόφους, η Καιρχίν υψωνόταν συμπαγής κι εντυπωσιακή. Κατά κάποιον τρόπο, δεν φαινόταν πια εντελώς αληθινή.

Ατενίζοντας πίσω το σύνορο της ομίχλης, ρίγησε. Ήταν κάτι σαν απότομη τομή, ένα υψωμένο τείχος που απλωνόταν ανάμεσα στα δέντρα της κορυφής του λόφου και προχωρούσε ευθεία μέχρι μακριά, χωρίς να στροβιλίζεται ούτε να λεπταίνει. Από τη δική τους μεριά υπήρχε ο καθαρός αέρας κι από την άλλη μια πηχτή γκριζάδα. Ένα δέντρο που βρισκόταν ακριβώς μπροστά της άρχισε να γίνεται πιο ορατό, κι η Μιν συνειδητοποίησε πως η καταχνιά είχε αρχίσει να υποχωρεί, καψαλισμένη λες από τις ακτίνες του ήλιου. Ωστόσο, η υποχώρηση της ήταν πολύ αργή για να μοιάζει φυσική. Εξίσου εντυπωσιασμένοι την παρακολουθούσαν κι οι υπόλοιποι, ακόμα κι οι Άες Σεντάι.

Είκοσι βήματα αριστερά τους, εμφανίστηκε ένας άντρας που πάσχιζε να βγει στον καθαρό αέρα, πεσμένος στα τέσσερα. Το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ήταν ξυρισμένο και, κρίνοντας από τον συντετριμμένο μαύρο θώρακα που φορούσε, θα πρέπει να ήταν συνηθισμένος στρατιώτης. Το βλέμμα του είχε κάτι το άγριο και δεν φάνηκε να τους βλέπει. Συνέχισε να κατηφορίζει τον λόφο, προχωρώντας στα τέσσερα. Στα δεξιά τους και λίγο πιο κάτω, πρόσεξαν δύο άντρες και μια γυναίκα που έτρεχαν. Το μπροστινό μέρος του φορέματος της γυναίκας είχε χρωματιστές ρίγες, αλλά ήταν δύσκολο να διακρίνουν πόσες, μια κι είχε ανασηκώσει τη φούστα της όσο ψηλότερα μπορούσε για να τρέχει γρηγορότερα. Οι δρασκελιές της δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από εκείνες των αντρών. Χωρίς να κοιτάξει κανείς τους δεξιά ή αριστερά, όρμησαν στην κατηφορική πλαγιά, πέφτοντας και κουτρουβαλώντας, για να σηκωθούν ξανά και να αρχίσουν πάλι την τρεχάλα.

Η Κάραλαϊν κοίταξε εξεταστικά για λίγο τη λεπτή λεπίδα του εγχειριδίου της κι έπειτα το έχωσε ξανά στο θηκάρι. «Κι έτσι, χάθηκε ο στρατός μου», είπε αναστενάζοντας.

Ο Ντάρλιν, με τον Ραντ ακόμα αναίσθητο πάνω στον ώμο του, την κοίταξε. «Αν θελήσεις, υπάρχει στρατός στο Δάκρυ».

Η Κάραλαϊν έριξε μια ματιά στον Ραντ που κρεμόταν σαν σακί. «Μπορεί», είπε, κι ο Ντάρλιν στράφηκε να κοιτάξει βλοσυρός κι ανήσυχος το πρόσωπο του Ραντ.

Η Κάντσουεϊν, ωστόσο, ήταν πιο πρακτική. «Ο δρόμος είναι από κει», είπε, δείχνοντας προς τα δυτικά. «Θα πάμε πιο γρήγορα, παρά αν χρειαστεί να διασχίσουμε όλη τη χώρα. Μια βολτούλα θα κάνουμε».

Η Μιν δεν θα το έλεγε ακριβώς «βολτούλα». Ο αέρας έμοιαζε δυο φορές πιο καυτός έπειτα από την παγωνιά της ομίχλης. Ο ιδρώτας κυλούσε στην πλάτη της κι έμοιαζε να απορροφά όλη της τη ενέργεια. Τα πόδια της τρίκλιζαν. Σκόνταψε στις εκτεθειμένες ρίζες κάποιου δέντρου κι έφαγε τα μούτρα της. Λίγο μετά, παραπάτησε πάνω σε κάτι πέτρες, μπέρδεψε τον βηματισμό της κι έπεσε ξανά. Κάποια στιγμή, αισθάνθηκε τα πόδια της να μην την κρατούν, γλίστρησε κάπου σαράντα βήματα στην πλαγιά, πέφτοντας σε καθιστή στάση και με τα χέρια της να τινάζονται πέρα δώθε, μέχρι που κατόρθωσε να πιαστεί από ένα δενδρύλλιο που εξείχε. Η Κάραλαϊν δεν τα κατάφερε καλύτερα, ίσως μάλιστα έπεσε και πιο πολλές φορές. Τα ρούχα που φορούσαν δεν ήταν κατάλληλα για τέτοιου είδους ταξίδι και, πριν περάσει πολλή ώρα —κι αφού έφαγε μια τούμπα και βρέθηκε με τη φούστα περασμένη πάνω από το κεφάλι της- ζήτησε, από τη Μιν το όνομα της ράφτρας που είχε φτιάξει το ρούχο και το παντελόνι της. Ο Ντάρλιν δεν έπεσε ούτε μια φορά. Βέβαια, όλο και κάπου σκόνταφτε, χτυπούσε και γλιστρούσε, όπως οι υπόλοιποι, αλλά όποτε έκανε να πέσει, κάτι τον άρπαζε και τον στερέωνε στα πόδια του. Αρχικά, αγριοκοίταζε τις Άες Σεντάι, ως περήφανος Υψηλός Άρχοντας του Δακρύου που δεν είχε ανάγκη τη βοήθειά τους για να κουβαλήσει τον Ραντ, αλλά η Κάντσουεϊν κι οι άλλες έκαναν ότι δεν πρόσεχαν. Ποτέ δεν έπεφταν. Περπατούσαν με απλό βηματισμό, συζητώντας ήσυχα αναμεταξύ τους και συγκρατώντας τον Ντάρλιν πριν προλάβει να πέσει. Όταν τελικά έφτασαν στον δρόμο, ο άντρας έμοιαζε ταυτόχρονα ευγνώμων και κυνηγημένος.

Η Κάντσουεϊν, που στεκόταν καταμεσής του φαρδιού δρόμου από πατημένο χώμα, σε ένα σημείο που ήταν ορατό το ποτάμι, σήκωσε το χέρι της για να σταματήσει το πρώτο μεταφορικό όχημα που φάνηκε, μια ξεχαρβαλωμένη καρότσα που την έσερναν δύο ψειριάρικα μουλάρια και την οδηγούσε ένας κοκαλιάρης αγρότης με μπαλωμένο πανωφόρι, ο οποίος τραβούσε τα γκέμια με ζωηράδα. Τι να νόμιζε, άραγε, γι’ αυτούς ο ξεδοντιάρης τύπος; Τρεις αγέραστες Άες Σεντάι με τα επώμιά τους, που κάλλιστα θα μπορούσαν να έχουν ξεπεζέψει από μια άμαξα λίγο πριν. Μια κάθιδρη Καιρχινή, υψηλόβαθμη, κρίνοντας από τις ραβδώσεις στα ρούχα της, ή ίσως ζητιάνα που ντύθηκε με τα κουρέλια που βρήκε στο ντουλάπι μιας ευγενούς, κρίνοντας από την κατάσταση του φορέματος. Ένας Δακρυνός, προφανώς ευγενής, με τον ιδρώτα να στάζει από τη μύτη και το μυτερό του γένι, που κουβαλούσε έναν άλλον άντρα στους ώμους του σαν σακί με δημητριακά. Κι η ίδια, με τα δύο γόνατα γυμνά κι ένα σκίσιμο στον καβάλο που, δόξα στο Φως, καλυπτόταν από το πανωφόρι, ενώ το ένα μανίκι κρεμόταν από λίγες κλωστές. Απέφευγε να σκέφτεται πόση βρωμιά και σκόνη κουβαλούσε επάνω της.

Χωρίς να περιμένει κάποιον άλλο, τράβηξε ένα μαχαίρι από το μανίκι της —κόβοντας τις περισσότερες από εκείνες τις κλωστές- κραδαίνοντάς το με τον τρόπο που της είχε διδάξει ο Θομ Μέριλιν, έχοντας δηλαδή τη λαβή πλεγμένη ανάμεσα στα δάχτυλά της, ώστε η λάμα να αντανακλά τον ήλιο. «Χρειαζόμαστε κάποιον να μας μεταφέρει στο Παλάτι του Ήλιου», ανακοίνωσε με τρόπο που κι ο ίδιος ο Ραντ δεν θα τα κατάφερνε καλύτερα. Κάποιες φορές η αυταρχικότητα αποσοβεί τις διαφωνίες.

«Κορίτσι μου», είπε η Κάντσουεϊν σαν να την κατσάδιαζε, «είμαι σίγουρη πως η Κιρούνα κι οι φίλες της θα έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, αλλά δεν υπάρχει καμία Κίτρινη αδελφή ανάμεσά τους. Η Σαμίτσου κι η Κόρελε είναι από τις πιο αξιόλογες. Η Αρχόντισσα Άριλυν, σε μια πολύ ευγενική χειρονομία, μας πρόσφερε το παλάτι της στην πόλη, κι έτσι μπορούμε να τον πάμε...»

«Όχι». Η Μιν δεν είχε ιδέα πού βρήκε το κουράγιο να ξεστομίσει αυτήν τη λέξη σε αυτήν τη γυναίκα. Βέβαια... μιλούσαν για τον Ραντ. «Αν συνέλθει...» Σταμάτησε και ξεροκατάπιε. Φυσικά και θα συνέλθει. «Αν συνέλθει και βρεθεί σε ένα περίεργο μέρος, κυκλωμένος από άγνωστες Άες Σεντάι, δεν μπορώ να διανοηθώ τι μπορεί να κάνει. Μάλλον δεν θέλετε να μάθετε». Για μια ατελείωτη στιγμή, το βλέμμα της έμεινε καρφωμένο πάνω στο παγερό δικό της, κι έπειτα η Άες Σεντάι ένευσε καταφατικά.

«Στο Παλάτι του Ήλιου», είπε η Κάντσουεϊν στον αγρότη. «Και γρήγορα, όσο τουλάχιστον μπορούν να πάνε αυτά τα ψωραλέα ζώα».

Φυσικά, δεν ήταν και τόσο απλό, ακόμα και για μια Άες Σεντάι. Ο Άντερ Τολ είχε ένα φορτίο άγρια γογγύλια, τα οποία σκόπευε να πουλήσει στην πόλη, και δεν είχε καμιά διάθεση να πλησιάσει το Παλάτι του Ήλιου, όπου σύμφωνα με όσα τού είχαν πει, ο Αναγεννημένος Δράκοντας έτρωγε ανθρώπους, αφού πρώτα τους σούβλιζαν κάτι Αελίτισσες δέκα πόδια ψηλές. Ακόμα κι αν τον απειλούσαν οι Άες Σεντάι, δεν επρόκειτο να πλησιάσει ούτε σε απόσταση ενός μιλίου από το παλάτι. Από την άλλη όμως, η Κάντσουεϊν τού πέταξε ένα πουγκί που τον έκανε να γουρλώσει τα μάτια του μόλις έριξε μια ματιά στο εσωτερικό του, και του είπε πως μόλις είχε αγοράσει τα γογγύλια του κι είχε μισθώσει αυτόν και την καρότσα του. Αν δεν του άρεσε η προσφορά, θα έπρεπε να επιστρέψει το πουγκί. Όση ώρα έλεγε αυτά, είχε τα χέρια της τοποθετημένα στους γοφούς της, ενώ η έκφραση του προσώπου της του έδινε να καταλάβει πως καλό θα ήταν να μην τολμήσει να το δώσει πίσω. Όπως αποδείχτηκε, ο Άντερ Τολ ήταν λογικός άνθρωπος. Η Σαμίτσου κι η Νιάντε άρχισαν να ξεφορτώνουν την άμαξα, και τα γογγύλια αιωρήθηκαν στον αέρα, φτιάχνοντας μια βρώμικη στοίβα στην άκρη του δρόμου. Η παγερή τους έκφραση μαρτυρούσε πως δεν περίμεναν να χρησιμοποιήσουν κατ' αυτόν τον τρόπο τη Μία Δύναμη. Αντίθετα, η έκφραση του Ντάρλιν, ο οποίος στεκόταν παράμερα έχοντας ακόμα στους ώμους του τον Ραντ, μαρτυρούσε πως ένιωθε ανακούφιση που δεν είχαν αναθέσει σε εκείνον τη δουλειά. Ο Άντερ Τολ καθόταν στο κάθισμα της άμαξας με το στόμα διάπλατα ανοικτό, ψηλαφίζοντας το πουγκί σαν να αναρωτιόταν αν πράγματι η αμοιβή του ήταν αρκετή τελικά.

Μόλις τακτοποιήθηκαν στην καρότσα, φτιάχνοντας για τον Ραντ ένα πρόχειρο κρεβάτι από το άχυρο που υπήρχε κάτω από τα γογγύλια, η Κάντσουεϊν κάθισε ακριβώς απέναντί του. Ο Αφέντης Τολ τίναζε τα γκέμια, αναγκάζοντας τα μουλάρια να τρέχουν με απρόσμενα μεγάλη ταχύτητα. Η άμαξα τιναζόταν κι αναπηδούσε τρομακτικά, κι οι τροχοί της όχι μόνο σείονταν, μα κόντευαν να φύγουν κι από τη θέση τους. Η Μιν ευχήθηκε να είχε κρατήσει λίγο από αυτό το άχυρο για τον εαυτό της, αλλά διασκέδαζε πολύ παρατηρώντας τη Σαμίτσου και τη Νιάντε να σφίγγονται καθώς αναπηδούσαν πάνω κάτω. Η Κάραλαϊν τους χαμογελούσε διάπλατα. Η Υψηλή Έδρα του Οίκου των Ντέημοντρεντ δεν έμπαινε στον κόπο να κρύψει την ευχαρίστησή της, επειδή επιτέλους υπήρχε κάτι που έκανε άβολο το ταξίδι των Άες Σεντάι. Η αλήθεια, βέβαια, ήταν πως η ίδια, καθότι ελαφρύτερη, αναπηδούσε ψηλότερα και προσγειωνόταν πιο ανώμαλα απ' ό,τι εκείνες. Ο Ντάρλιν κρατιόταν από τα πλευρά της άμαξας και δεν έμοιαζε να επηρεάζεται, όσο δυνατά κι αν κουνιόταν. Η ματιά του ήταν βλοσυρή και δεν έπαψε στιγμή να κοιτάει μια την Κάραλαϊν και μια τον Ραντ.

Ούτε η Κάντσουεϊν έμοιαζε να νοιάζεται που τα τινάγματα έκαναν τα δόντια της να τρίζουν. «Θα επιθυμούσα να φτάσω πριν πέσει η νύχτα, Αφέντη Τολ», είπε, και το μαστίγωμα των ζωντανών έγινε εντονότερο, αλλά η ταχύτητα αυξήθηκε ελάχιστα. «Λοιπόν, για πες μου τώρα», είπε στρεφόμενη προς τη Μιν. «Τι ακριβώς έγινε την τελευταία φορά που ξύπνησε αυτό το αγόρι και βρέθηκε κυκλωμένο από άγνωστες Άες Σεντάι;» Η ματιά της κλείδωσε για αρκετή ώρα πάνω σε αυτήν της Μιν.

Ο Ραντ επιθυμούσε να κρατηθεί μυστικό αυτό, όσο ήταν δυνατόν τουλάχιστον. Όμως πέθαινε, κι η Μιν δεν έβλεπε άλλη σωτηρία παρά αυτές εδώ τις τρεις γυναίκες. Ίσως η γνώση να μη βοηθούσε, αλλά να τις έκανε να κατανοήσουν κάτι σχετικά με το άτομό του. «Τον έβαλαν σε ένα κουτί», άρχισε να λέει.

Δεν ήταν σίγουρη πώς συνέχισε την αφήγησή της -εκτός του ότι έπρεπε να το κάνει- ή πώς συγκρατήθηκε, για να μην ξεσπάσει σε δάκρυα -εκτός του ότι ήταν αποφασισμένη να μην καταρρεύσει ξανά όταν τη χρειαζόταν ο Ραντ— αλλά, είτε έτσι είτε αλλιώς, τους ανέφερε τον εγκλεισμό του και το ξύλο που είχε φάει χωρίς ίχνος τρέμουλου στη φωνή της, μέχρι το σημείο που η Κιρούνα κι οι υπόλοιπες ορκίστηκαν πίστη γονυπετείς. Ο Ντάρλιν κι η Κάραλαϊν την άκουγαν εμβρόντητοι, ενώ η Σαμίτσου κι η Νιάντε έμοιαζαν τρομαγμένες, αν κι όχι για τον λόγο που αρχικά υπέθεσε η Μιν, όπως αποδείχτηκε.

«Σιγάνεψε... τρεις αδελφές;» ρώτησε τσιρίζοντας σχεδόν η Σαμίτσου. Ξαφνικά, έβαλε την παλάμη στο στόμα της κι έγειρε από τη μια πλευρά της λικνιζόμενης άμαξας για να ξεράσει. Η Νιάντε τη μιμήθηκε σχεδόν αμέσως κι οι δυο τους έμειναν εκεί σαν κρεμασμένες, αδειάζοντας τα στομάχια τους.

Η Κάντσουεϊν άγγιζε το ωχρό πρόσωπο του Ραντ, απομακρύνοντας τις τούφες του μαλλιού από το μέτωπό του. «Μη φοβάσαι, αγόρι μου», του είπε μαλακά. «Έκαναν το έργο μου δυσκολότερο, όπως και το δικό σου, αλλά δεν θα σε βλάψω περισσότερο απ' όσο είναι απαραίτητο». Η Μιν αισθάνθηκε τα σπλάχνα της να παγώνουν.

Οι φρουροί στις πύλες της πόλης άρχισαν να φωνάζουν προς την επερχόμενη άμαξα, αλλά η Κάντσουεϊν είπε στον Αφέντη Τολ να μην επιβραδύνει κι αυτός άρχισε να μαστιγώνει τα μουλάρια του όλο και πιο δυνατά. Ο κόσμος στους δρόμους έκανε στην άκρη για να μην ποδοπατηθεί, κι απ' όπου περνούσε η άμαξα ακούγονταν βρισιές και κατάρες, ενώ αναποδογυρισμένα ατομικά φορεία και καρότσες έπεφταν πάνω στα παραπήγματα των μικροπωλητών. Πέρασαν μέσα από τους δρόμους κι ανέβηκαν την πλατιά ράμπα που οδηγούσε στο Παλάτι του Ήλιου, όπου οι φρουροί με τις φορεσιές που έφεραν τα χρώματα του Άρχοντα Ντομπραίν ξεχύθηκαν έξω, λες κι ετοιμάζονταν για μάχη ενάντια σε εχθρικές ορδές. Κι ενώ ο Αφέντης Τολ φώναζε με όλη του τη δύναμη ότι οι Άες Σεντάι τον ανάγκασαν να το κάνει, οι στρατιώτες πρόσεξαν πρώτα τη Μιν. Κι έπειτα τον Ραντ. Η Μιν είχε πιστέψει πως βρέθηκε πριν εν τω μέσω μιας ανεμοζάλης, αλλά είχε κάνει λάθος.

Δυο ντουζίνες άντρες προσπαθούσαν να φτάσουν στην άμαξα ταυτόχρονα, για να αποτραβήξουν τον Ραντ. Όσοι τα κατάφεραν τον κρατούσαν ήρεμα σαν να ήταν μωρό, τέσσερις σε κάθε πλευρά και με τα όπλα κάτω από τις φορεσιές τους. Η Κάντσουεϊν θα πρέπει να είχε επαναλάβει πάνω από χίλιες φορές ότι δεν ήταν νεκρός, καθώς μπήκαν στο Παλάτι κι άρχισαν να διασχίζουν διαδρόμους που φάνταζαν μακρύτεροι απ' όσο θυμόταν η Μιν, με όλο και περισσότερους Καιρχινούς στρατιώτες να τους ακολουθούν. Διάφοροι ευγενείς εμφανίστηκαν στις πόρτες και στους διασταυρούμενους διαδρόμους, πρόσωπα άψυχα που κοιτούσαν τον Ραντ καθώς περνούσε. Η Μιν έχασε τα ίχνη του Ντάρλιν και της Κάραλαϊν και συνειδητοποίησε πως δεν θυμόταν να τους ξαναείδε από την άμαξα και μετά. Ευχήθηκε να είναι καλά και τους ξέχασε. Ο Ραντ ήταν το μόνο πρόσωπο για το οποίο νοιαζόταν. Το μόνο πρόσωπο στον κόσμο.

Η Ναντέρα βρισκόταν μαζί με τις Φαρ Ντάραϊς Μάι που φρουρούσαν τις πύλες προς το δωμάτιο του Ραντ, με το επιχρυσωμένο σύμβολο του Ανατέλλοντος Ήλιου. Μόλις η γκριζομάλλα Κόρη είδε τον Ραντ, η πέτρινη αταραξία της Αελίτισσας έγινε συντρίμμια. «Τι έπαθε;» είπε σαν να θρηνούσε, με τα μάτια γουρλωμένα από τρόμο. «Τι έγινε;» Κάποιες από τις υπόλοιπες Κόρες άρχισαν να βογκούν, με έναν ήχο στριγκό σαν μοιρολόι.

«Ησυχάστε!» γρύλισε η Κάντσουεϊν, χτυπώντας τις παλάμες της μεταξύ τους και παράγοντας έναν ήχο σαν βροντή. «Εσύ, νεαρή. Ο Ραντ πρέπει να ξαπλώσει. Κουνήσου!» Κι η Ναντέρα έσπευσε να εκτελέσει τις διαταγές. Έγδυσαν τον Ραντ, τον τοποθέτησαν στο κρεβάτι σε χρόνο ρεκόρ, με τη Σαμίτσου και τη Νιάντε από πάνω του, έδιωξαν τους Καιρχινούς και τοποθέτησαν τη Ναντέρα στην πόρτα, να επαναλαμβάνει τις οδηγίες της Κάντσουεϊν, ότι δηλαδή κανείς δεν έπρεπε να ενοχλήσει τον Ραντ. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, με αποτέλεσμα η Μιν να νιώθει ζαλάδα. Ήλπιζε κάποια μέρα να δει τη σύγκρουση μεταξύ της Κάντσουεϊν και της Σοφής Σορίλεα. Όποτε και να γινόταν αυτό, θα έμενε αξέχαστο.

Ωστόσο, η εντύπωση της Κάντσουεϊν, πως οι οδηγίες της θα κρατούσαν έξω οποιονδήποτε, αποδείχθηκε εσφαλμένη. Πριν ακόμα προλάβει να μετακινήσει μια καρέκλα, σηκώνοντάς τη στον αέρα μέσω της Δύναμης, για να κάτσει πλάι στο κρεβάτι του Ραντ, η Κιρούνα κι η Μπέρα όρμησαν μέσα καμαρωτές-καμαρωτές.

«Τι είναι αυτά που άκουσα...;» άρχισε να λέει η Κιρούνα φουριόζα. Εκείνη τη στιγμή, όμως, πρόσεξαν κι οι δυο τους την Κάντσουεϊν. Προς μεγάλη έκπληξη της Μιν, σταμάτησαν να μιλούν κι έμειναν με το στόμα ανοιχτό.

«Βρίσκεται σε καλά χέρια», είπε η Κάντσουεϊν. «Εκτός κι αν κάποια από εσάς έχει ανακαλύψει ξαφνικά πως διαθέτει μεγαλύτερο Ταλέντο στη Θεραπεία».

«Μάλιστα, Κάντσουεϊν» ή «Όχι, Κάντσουεϊν», είπαν μειλίχια με ένα στόμα, κι η Μιν δεν μπήκε στον κόπο να πει κάτι.

Η Σαμίτσου πήρε ένα κάθισμα επενδυμένο με φίλντισι, το ακούμπησε στον τοίχο, άπλωσε τη σκουροκίτρινη φούστα της και κάθισε με τα χέρια διπλωμένα, παρακολουθώντας το στήθος του Ραντ να ανεβοκατεβαίνει κάτω από τα σκεπάσματα. Η Νιάντε πήγε στη βιβλιοθήκη του Ραντ, επέλεξε ένα βιβλίο και κάθισε δίπλα στο παράθυρο. Διάβαζε! Η Κιρούνα με την Μπέρα έκαναν να καθίσουν, αλλά πρώτα έριξαν μια ανυπόμονη ματιά προς τη μεριά της Κάντσουεϊν, περιμένοντας να τους δώσει την άδεια.

«Γιατί δεν κάνεις κάτι;» φώναξε η Μιν.

«Αυτό θα ρωτούσα κι εγώ», είπε η Άμυς μπαίνοντας στο δωμάτιο. Η νεαρή ασπρομάλλα Σοφή κοίταξε για μια στιγμή τον Ραντ, μετακίνησε τη σκούρα καφετιά εσάρπα της και στράφηκε στην Κιρούνα και στην Μπέρα. «Μπορείτε να φύγετε», είπε. «Κιρούνα, η Σορίλεα θέλει να σε ξαναδεί».

Το σκοτεινό πρόσωπο της Κιρούνα χλώμιασε, αλλά αμφότερες σηκώθηκαν κι υποκλίθηκαν, μουρμουρίζοντας «μάλιστα, Άμυς» πιο υποχωρητικά απ' όσο απέναντι στην Κάντσουεϊν. Εγκατέλειψαν το δωμάτιο ρίχνοντας αμήχανα βλέμματα στην Πράσινη αδελφή.

«Ενδιαφέρον», είπε η Κάντσουεϊν μόλις έφυγαν. Τα μαύρα της μάτια κλείδωσαν πάνω στα γαλάζια της Άμυς κι, επιτέλους, η Κάντσουεϊν φάνηκε ικανοποιημένη με όσα έβλεπε. Χαμογελούσε κιόλας. «Πολύ θα ήθελα να συναντήσω αυτήν τη Σορίλεα. Είναι δυνατή γυναίκα;» Έδωσε κάποια έμφαση στη λέξη «δυνατή».

«Η δυνατότερη απ’ όσες γνωρίζω», απάντησε απλά κι ήρεμα η Άμυς. Δεν θα περνούσε ποτέ από το μυαλό σου πως ο Ραντ κειτόταν αναίσθητος μπροστά της. «Δεν γνωρίζω πολλά για τη Θεραπεία, Άες Σεντάι. Να υποθέσω πως έκανες ό,τι μπορούσες;» Ο τόνος της φωνής της ήταν επίπεδος. Η Μιν αμφέβαλλε κατά πόσον η Άμυς εμπιστευόταν πραγματικά.

«Έγινε ό,τι ήταν δυνατόν», αποκρίθηκε η Κάντσουεϊν, αναστενάζοντας. «Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε τώρα είναι να περιμένουμε».

«Ενώ πεθαίνει;» ακούστηκε μια τραχιά αντρική φωνή, κι η Μιν αναπήδησε ξαφνιασμένη.

Ο Ντασίβα μπήκε με δρασκελιές στο δωμάτιο, με το πρόσωπό του συστραμμένο και κατσουφιασμένο. «Φλιν!» πρόσταξε κοφτά.

Το βιβλίο που κρατούσε η Νιάντε έπεσε στο πάτωμα από τα άνευρα δάχτυλα της κι απέμεινε να κοιτάζει τους τρεις μαυροντυμένους άντρες, λες κι έβλεπε τον ίδιο τον Σκοτεινό. Η Σαμίτσου χλώμιασε και μουρμούρισε κάτι που έμοιαζε με προσευχή.

Στο πρόσταγμα του Ντασίβα, ο ψαρομάλλης Άσα'μαν βάδισε τρικλίζοντας προς το κρεβάτι, στάθηκε απέναντι από την Κάντσουεϊν κι άρχισε να διατρέχει με τα χέρια του το ακίνητο κορμί του Ραντ, ένα πόδι πάνω από τα σεντόνια. Ο νεαρός Ναρίσμα στεκόταν συνοφρυωμένος στην πόρτα, ψηλαφίζοντας τη λαβή του ξίφους του, ενώ τα μεγάλα μαύρα του μάτια πάσχιζαν να συμπεριλάβουν όλες τις Άες Σεντάι. Και την Άμυς, επίσης. Δεν έμοιαζε φοβισμένος, απλώς περίμενε από αυτές τις γυναίκες να του υποδείξουν τους εχθρούς του. Αντίθετα από τις Άες Σεντάι, η Άμυς αγνόησε τους Άσα'μαν, εκτός από τον Φλιν. Το βλέμμα της τον ακολούθησε κι έπεσε πάνω σε ένα γαλήνιο κι εντελώς ανέκφραστο πρόσωπο. Ο αντίχειράς της, ωστόσο, διέτρεξε με χαρακτηριστικό τρόπο το μήκος της λαβής του μαχαιριού που είχε -περασμένο στη ζώνη της.

«Τι κάνεις εκεί;» ρώτησε απαιτητικά η Σαμίτσου, πηδώντας από το κάθισμά της. Όσο άβολα κι αν ένιωθε απέναντι στους Άσά’μαν, η έγνοια της για τον αναίσθητο ασθενή υπερίσχυσε. «Εσύ, Φλιν, ή όπως κι αν λέγεσαι». Έκανε να πάει προς το κρεβάτι κι ο Ναρίσμα βάδισε προς το μέρος της για να την εμποδίσει. Τον κοίταξε βλοσυρή, προσπάθησε να τον προσπεράσει, κι εκείνος την έπιασε από το μπράτσο.

«Άλλο ένα αγοράκι δίχως τρόπους», μουρμούρισε η Κάντσουεϊν. Από τις τρεις αδελφές, μόνο αυτή δεν έμοιαζε να ταράζεται στην παρουσία των Άσά’μαν. Αντιθέτως, τους μελετούσε μέσα από τα μακριά της δάχτυλα.

Ο Ναρίσμα αναψοκοκκίνισε από θυμό με την παρατήρησή της κι αποτράβηξε το χέρι του, αλλά όταν η Σαμίτσου προσπάθησε να τον προσπεράσει ξανά αυτός μπήκε και πάλι στον δρόμο της.

Η γυναίκα έριξε μια άγρια ματιά πάνω από τον ώμο του. «Εσύ, Φλιν, τι κάνεις εκεί; Δεν θα σας αφήσω να τον σκοτώσετε με την άγνοιά σας! Μ' ακούς;» Η Μιν στηριζόταν πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο, κάνοντας νευρικές κινήσεις. Δεν πίστευε πως ένας Άσα’μαν θα μπορούσε ποτέ να σκοτώσει τον Ραντ, όχι επίτηδες τουλάχιστον, αλλά... Ο ίδιος ο Ραντ τούς είχε εμπιστοσύνη, όμως... Μα το Φως, ακόμα κι η Άμυς δεν έμοιαζε σίγουρη, και το βλοσυρό της βλέμμα πεταγόταν από τον Φλιν στον Ραντ και τανάπαλιν.

Ο Φλιν τράβηξε το σεντόνι μέχρι τη μέση του Ραντ, αποκαλύπτοντας την πληγή. Η βαθιά εγκοπή δεν φαινόταν ούτε σε καλύτερη ούτε σε χειρότερη κατάσταση από την τελευταία φορά που την είχε δει, μια ορθάνοιχτη κι ερεθισμένη, αναίμακτη πληγή που έκοβε γύρω-γύρω το στρογγυλό σημάδι. Ο Ραντ έμοιαζε κοιμισμένος.

«Τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα», είπε η Μιν, αλλά κανείς δεν της έδωσε σημασία.

Ο Ντασίβα άφησε έναν λαρυγγώδη ήχο κι ο Φλιν τον κοίταξε. «Βλέπεις τίποτα, Άσα'μαν;»

«Δεν διαθέτω το Ταλέντο της Θεραπείας», απάντησε ο Ντασίβα, στραβώνοντας το στόμα του. «Εσύ είσαι αυτός που άκουσες τη συμβουλή μου κι έμαθες».

«Ποια πρόταση;» ρώτησε απαιτητικά η Σαμίτσου. «Επιμένω να...»

«Ήσυχα, Σαμίτσου», παρενέβη η Κάντσουεϊν. Φαίνεται πως, με εξαίρεση την Άμυς, ήταν η μοναδική στο δωμάτιο που διατηρούσε την ψυχραιμία της. Πάντως, από τον τρόπο που η Σοφή χάιδευε τη λαβή του μαχαιριού της, η Μιν δεν ήταν τόσο σίγουρη ούτε και για εκείνη. «Νομίζω πως το τελευταίο πράγμα που θέλει να κάνει είναι να προξενήσει ζημιά στο αγόρι».

«Μα, Κάντσουεϊν», άρχισε να λέει φουριόζα η Νιάντε. «Αυτός ο άνθρωπος...»

«Ησυχία, είπα», της αποκρίθηκε με σταθερή φωνή η γκριζομάλλα Άες Σεντάι.

«Σε διαβεβαιώνω», είπε ο Ντασίβα, καταφέρνοντας να κάνει τον τόνο της φωνής του γλοιώδη και τραχύ ταυτόχρονα, «ότι ο Φλιν ξέρει τι κάνει. Μπορεί να κάνει πράγματα που εσείς οι Άες Σεντάι ούτε καν έχετε ονειρευτεί». Η Σαμίτσου ρουθούνισε ηχηρά, ενώ η Κάντσουεϊν απλώς ένευσε και ξανακάθισε.

Ο Φλιν διέτρεξε με το δάχτυλό του κατά μήκος την παχύρρευστη πληγή στο πλευρό του Ραντ κι άγγιξε το παλιό σημάδι, το οποίο έμοιαζε τώρα πιο μαλακό. «Μοιάζουν ίδια, αλλά είναι διαφορετικά, λες κι υπάρχουν δύο ειδών μολύνσεις. Μόνο που δεν πρόκειται για μόλυνση, αλλά για... σκοτάδι. Δεν μπορώ να βρω καταλληλότερη λέξη». Ανασήκωσε τους ώμους του, κοιτώντας το επώμιο της Σαμίτσου με τα Κίτρινα κρόσσια, καθώς εκείνη τον κοιτούσε συνοφρυωμένη, αν και το βλέμμα της μαρτυρούσε πως λάμβανε υπ’ όψιν της τα λόγια του.

«Τελείωνε, Φλιν», μουρμούρισε ο Ντασίβα. «Αν πεθάνει...» Με τη μύτη σουφρωμένη, λες και μύρισε κάτι άσχημο, έμοιαζε ανίκανος να κοιτάξει αλλού εκτός προς τη μεριά του Ραντ. Τα χείλη του κινούνταν καθώς μιλούσε στον εαυτό του, και κάποια στιγμή άφησε έναν ήχο -μισός λυγμός, μισός πικρόχολο γέλιο — με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του να παραμένουν αναλλοίωτα.

Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ο Φλιν κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο, τις Άες Σεντάι και την Άμυς. Ξαφνιάστηκε μόλις πρόσεξε τη Μιν, και το σκληρό σαν πετσί πρόσωπό του κοκκίνισε. Με βιαστικές κινήσεις, ανέβασε το σεντόνι για να καλύψει τον Ραντ μέχρι τον λαιμό, αφήνοντας εκτεθειμένες μονάχα την παλιά και την καινούργια πληγή.

«Ελπίζω να μη σας πειράζει να μιλάω», είπε, φέρνοντας τα ροζιασμένα χέρια του πάνω από το πλευρό του Ραντ. «Η ομιλία βοηθάει κάπως». Αλληθώρισε, στην προσπάθεια να συγκεντρώσει το βλέμμα του στις πληγές, και τα δάχτυλά του σπαρτάρισαν ελαφρά, λες κι έπλεκε, σκέφτηκε η Μιν. Ο τόνος της φωνής του ήταν σχεδόν αφηρημένος και μόνο ένα κομμάτι του μυαλού του συγκεντρωνόταν στις λέξεις. «Θα μπορούσατε να πείτε πως εξαιτίας της Θεραπείας πήγα στον Μαύρο Πύργο. Ήμουν στρατιώτης, μέχρι που μια λόγχη με τρύπησε στον γοφό. Από τότε, ήμουν ανίκανος να ιππεύσω και να περπατήσω μεγάλες αποστάσεις. Ήταν η δέκατη πέμπτη πληγή σε σχεδόν σαράντα χρόνια υπηρεσίας στη Φρουρά της Βασίλισσας. Εννοώ ότι αυτές οι δεκαπέντε πληγές ήταν οι πιο σοβαρές. Δεν πιάνονται αυτές που δεν σε εμποδίζουν να περπατήσεις ή να ιππεύσεις. Μέσα σε αυτά τα σαράντα χρόνια είδα κάμποσους φίλους μου να πεθαίνουν. Έτσι, λοιπόν, πήγα στον Μαύρο Πύργο κι οι Μ'Χαήλ με δίδαξαν τη Θεραπεία καθώς κι άλλα πράγματα. Ήταν ένα σκληρό είδος Θεραπείας. Κάποια φορά θεραπεύτηκα από μία Άες Σεντάι -θα πρέπει να είναι τριάντα χρόνια τώρα- κι ήταν πολύ επώδυνο συγκριτικά μ' αυτό. Πάντως, δουλεύει. Κάποια μέρα, λοιπόν, ο Ντασίβα από δω —συγγνώμη, ο Άσα'μαν Ντασίβα- μου είπε πως αναρωτιέται για ποιον λόγο να είναι όλα ίδια, άσχετα αν ένας άνθρωπος έχει σπασμένο πόδι ή πάσχει από γρίπη, κι αρχίσαμε να συζητάμε και... Τέλος πάντων, ο ίδιος δεν είναι και τόσο ευαίσθητος, αλλά εγώ θα μπορούσατε να πείτε ότι έχω την προδιάθεση. Το Ταλέντο. Έτσι, άρχισα να σκέφτομαι τι θα γινόταν αν... Ορίστε. Αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω».

Ο Ντασίβα μούγκρισε καθώς ο Φλιν κάθισε ξαφνικά οκλαδόν και σκούπισε το μέτωπό του με την ανάποδη του χεριού του. Ο ιδρώτας σχημάτισε κόμπους στο πρόσωπό του, κι ήταν η πρώτη φορά που η Μιν έβλεπε έναν Άσα’μαν να ιδρώνει. Η χαρακιά στο πλευρό του Ραντ δεν είχε φύγει, αλλά έμοιαζε μικρότερη τώρα, λιγότερο κόκκινη κι όχι τόσο ερεθισμένη. Εξακολουθούσε να κοιμάται, αλλά το πρόσωπό του δεν ήταν πια τόσο ωχρό.

Η Σαμίτσου προσπέρασε τον Ναρίσμα τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβε να τη σταματήσει. «Τι έκανες;» τον ρώτησε απαιτητικά, ακουμπώντας τα δάχτυλά της στο μέτωπο του Ραντ. Ό,τι κι αν ανακάλυψε μέσω της Δύναμης, τα φρύδια της κόντεψαν να σκαρφαλώσουν μέχρι τα μαλλιά της κι ο τόνος της φωνής της από αγέρωχος έγινε δύσπιστος. «Τι έκανες;»

Ο Φλιν ανασήκωσε τους ώμους του περίλυπα. «Όχι και πολλά. Δεν μπόρεσα να αγγίξω τα αίτια του κακού. Τα σφράγισα, κατά κάποιον τρόπο, κρατώντας τα μακριά του προς το παρόν. Δεν θα διαρκέσει και πολύ, όμως. Αλληλομάχονται, μπορεί και να αλληλοσκοτωθούν ενόσω αυτός γιατρεύεται». Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι του. «Από την άλλη, δεν μπορώ να πω με σιγουριά πως δεν θα τον σκοτώσουν. Ωστόσο, νομίζω πως έχει πιο πολλές ελπίδες τώρα».

Ο Ντασίβα ένευσε αυτάρεσκα. «Ναι, τώρα έχει μεγαλύτερες ελπίδες». Έτσι όπως το είπε, θα νόμιζε κανείς πως έκανε ο ίδιος τη Θεραπεία.

Προς μεγάλη έκπληξη του Φλιν, η Σαμίτσου έκανε ένα γύρο στο κρεβάτι για να τον βοηθήσει να σηκωθεί. «Θα μου πεις τι έκανες», είπε, κι ο αυταρχικός τόνος στη φωνή της ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τον τρόπο που τα γοργά της δάχτυλα ίσιωναν τον γιακά του ηλικιωμένου άντρα και τακτοποιούσαν το πέτο του. «Μακάρι να υπήρχε τρόπος να μου δείξεις πώς το έκανες! Μπορείς, όμως, μου το περιγράψεις. Πρέπει να το κάνεις! Θα σου δώσω όσο χρυσάφι έχω, θα γεννήσω το παιδί σου, ό,τι επιθυμείς, αρκεί να μου πεις όσα μπορείς». Δίχως να είναι κι η ίδια σίγουρη αν τον πρόσταζε ή τον ικέτευε, οδήγησε τον σαστισμένο Φλιν στο παράθυρο. Εκείνος άνοιξε το στόμα του πάνω από μια φορά, αλλά η γυναίκα δεν το πρόσεξε, γιατί ήταν πολύ απασχολημένη με να τον κάνει να μιλήσει.

Χωρίς να νοιάζεται καθόλου για το τι θα σκεφτούν οι υπόλοιποι, η Μιν σκαρφάλωσε στο κρεβάτι και πήρε μία θέση, έτσι που να μπορεί να βάλει το κεφάλι του Ραντ κάτω από το πηγούνι της και να τυλίξει τα χέρια της γύρω από το κορμί του. Μια ελπίδα. Κοίταξε φευγαλέα και κάπως εξεταστικά τους τρεις ανθρώπους που ήταν μαζεμένοι γύρω από το κρεβάτι του· την Κάντσουεϊν καθισμένη στην καρέκλα της, την Άμυς να στέκεται αντικριστά κι ο Ντασίβα να γέρνει πάνω σε ένα από τα τετράγωνα στηρίγματα του κρεβατιού, όλοι τους με αύρες που ήταν δύσκολο να αποκρυπτογραφηθούν και με διάφορες εικόνες να χορεύουν ανάμεσά τους. Όλοι είχαν τα μάτια τους καρφωμένα στον Ραντ. Αναμφίβολα, η Άμυς έβλεπε την επερχόμενη καταστροφή των Αελιτών, αν ο Ραντ πέθαινε, κι ο Ντασίβα, ο μόνος που είχε κάποιου είδους έκφραση —ένα σκοτεινό κι ανήσυχο κατσούφιασμα- έβλεπε την καταστροφή των Άσα'μαν. Κι η Κάντσουεϊν... η Κάντσουεϊν, η οποία δεν ήταν απλώς γνωστή στην Μπέρα και στην Κιρούνα, αλλά τις έκανε να αναπηδούν σαν κοριτσόπουλα άσχετα από τους όρκους τους στον Ραντ, δεν θα τον έβλαπτε «περισσότερο απ' όσο ήταν απαραίτητο».

Το βλέμμα της Κάντσουεϊν έπεσε πάνω σε αυτό της Μιν για μια στιγμή, κι εκείνη αισθάνθηκε ένα ρίγος. Είχε την ικανότητα να τον προστατέψει, όσο αυτός δεν μπορούσε να προστατέψει τον εαυτό του από την Άμυς, τον Ντασίβα και την Κάντσουεϊν. Κατά κάποιον τρόπο. Ασυναίσθητα, άρχισε να μουρμουρίζει ένα νανούρισμα, λικνίζοντας τον Ραντ απαλά. Κατά κάποιον τρόπο.

Загрузка...