«Εδώ πρέπει να κάνουμε στάση αύριο». Η Εγκουέν μετακινήθηκε προσεκτικά στο αναδιπλωμένο κάθισμα. Μερικές φορές είχε την τάση να αναδιπλώνεται μόνο του. «Ο Άρχοντας Μπράυν λέει πως τα τρόφιμα του στρατού θα τελειώσουν σύντομα, όπως και τα περισσότερα πράγματα στον καταυλισμό μας».
Δύο κοντόχοντρα κεριά έκαιγαν μπροστά της, πάνω στο ξύλινο τραπέζι, το οποίο ήταν κι αυτό λυόμενο για ευκολότερο πακετάρισμα αλλά πιο σταθερό από το κάθισμα. Τα κεριά, μέσα στη σκηνή που χρησίμευε ως μελετητήριο, τροφοδοτούνταν από έναν φανό λαδιού που κρεμόταν από το ψηλότερο μέρος της κεντρικής δοκού. Το κιτρινωπό χλωμό φως τρεμόσβηνε, κάνοντας τις αμυδρές σκιές να χορεύουν πάνω στους μπαλωμένους τοίχους από καραβόπανο. Ο γύρω χώρος δεν είχε την παραμικρή σχέση με τη μεγαλοπρέπεια του αναγνωστηρίου της Άμερλιν, στον Λευκό Πύργο, αλλά αυτό δεν την απασχολούσε ιδιαίτερα. Η αλήθεια ήταν πως κι η ίδια απείχε πολύ από το συνηθισμένο μεγαλείο το οποίο συνοδεύει συνήθως την Έδρα της Άμερλιν. Ήξερε πολύ καλά πως το επιτραχήλιο με τις εφτά ραβδώσεις στους ώμους της ήταν ο μόνος λόγος που κάποιος ξένος θα πίστευε πως όντως αυτή η γυναίκα ήταν η Άμερλιν. Εκτός κι αν το θεωρούσε κάποιο είδος εξαιρετικά ανόητου αστείου. Περίεργα πράγματα είχαν συμβεί στην ιστορία του Λευκού Πύργου -η Σιουάν τής είχε αναφέρει μερικές απόκρυφες λεπτομέρειες- και το πιο περίεργο απ' όλα ήταν η ίδια.
«Τέσσερις-πέντε μέρες θα ήταν καλύτερα», μονολόγησε η Σέριαμ εξετάζοντας τη στοίβα με τα χαρτιά στα γόνατά της. Ελαφρώς στρουμπουλή, με τα ψηλά ζυγωματικά και τα λοξά, πράσινα μάτια και με τη σκουροπράσινη στολή ιππασίας, κατάφερνε να δείχνει καλαίσθητη κι επιβλητική, παρά το ότι κουκούβιζε στο ένα από τα δύο πιο επισφαλή σκαμνιά μπροστά στο τραπέζι. Αν άλλαζε το στενό, μπλε επώμιο της Τηρήτριας των Χρονικών με το επιτραχήλιο της Άμερλιν, κανείς δεν θα καταλάβαινε ότι δεν της ανήκε δικαιωματικά. Μερικές φορές ακόμα κι η ίδια πίστευε πως ήταν τυλιγμένο γύρω από τους δικούς της ώμους. «Ίσως και πιο πολλές. Δεν βλάπτει να ανανεώσουμε τις προμήθειές μας».
Η Σιουάν, ανεβασμένη στο άλλο ετοιμόρροπο σκαμνί, κούνησε αδιόρατα το κεφάλι της, αλλά η Εγκουέν δεν χρειαζόταν τον υπαινιγμό. «Μία μέρα». Μπορεί να ήταν δεκαοκτώ και να υπολειπόταν της λαμπρότητας μιας αληθινής Άμερλιν, αλλά χαζή δεν ήταν. Κάμποσες αδελφές έψαχναν να βρουν δικαιολογίες για ανάπαυση -και κάμποσες Κλώσες, επίσης- κι, αν σταματούσαν για αρκετό χρονικό διάστημα, ήταν αδύνατον να τις ξεκουνήσεις. Η Σέριαμ άνοιξε το στόμα της.
«Μία, Κόρη», είπε η Εγκουέν σταθερά. Ό,τι και να έλεγε η Σέριαμ, το γεγονός παρέμενε πως αυτή, η Σέριαμ Μπάγιαναρ, ήταν η Τηρήτρια, ενώ η Εγκουέν αλ'Βέρ η Άμερλιν, κι αυτό καλά θα έκανε να το συνειδητοποιήσει, όπως επίσης κι η Αίθουσα του Πύργου, αν κι εκεί τα πράγματα ήταν χειρότερα. Ήθελε να γρυλίσει, να ξεσπάσει κάπου, αλλά έπειτα από ενάμιση σχεδόν μήνα είχε μάθει να μιλάει ήπια και να παρουσιάζει ένα ήρεμο πρόσωπο ακόμα και σε προκλήσεις μεγαλύτερες από αυτή. «Αν μείνουμε κι άλλο, η επαρχία θα λεηλατηθεί εντελώς. Δεν σκοπεύω να αφήσω τους ανθρώπους να λιμοκτονήσουν. Αλλά, κι από πρακτική άποψη, αν τους πάρουμε πολλά, ακόμα κι αν τους πληρώσουμε, θα μας δημιουργήσουν δεκάδες προβλήματα».
«Επιδρομές στις αγέλες και στα κοπάδια και κλοπές στις άμαξες προμηθειών», μουρμούρισε η Σιουάν, κοιτώντας συλλογισμένη τον χωρισμένο γκρίζο ποδόγυρο της. Δεν κοιτούσε κανέναν συγκεκριμένα κι έμοιαζε να σκέφτεται μεγαλόφωνα. «Άντρες που τη νύχτα χτυπούν τους φρουρούς μας και βάζουν φωτιά σε ό,τι βρουν εύκαιρο. Άσχημες καταστάσεις. Οι πεινασμένοι γρήγορα φτάνουν στην απόγνωση». Λίγο πολύ, αυτοί ήταν κι οι λόγοι που είχε εξηγήσει στην Εγκουέν ο Άρχοντας Μπράυν, χρησιμοποιώντας σχεδόν τις ίδιες λέξεις.
Η γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά έριξε στη Σιουάν μια άγρια ματιά. Πολλές αδελφές τα έβρισκαν σκούρα με τη Σιουάν. Πιθανότατα, ήταν το πιο γνωστό πρόσωπο στον καταυλισμό, αρκετά νέο για να ταιριάζει με την ενδυμασία μιας Αποδεχθείσας ή μιας αρχάριας. Κι αυτό δεν ήταν παρά μια παρενέργεια του σιγανέματός της, αν κι ελάχιστοι το ήξεραν. Η Σιουάν δεν μπορούσε να κάνει ούτε βήμα χωρίς τα βλέμματα των αδελφών να στραφούν επάνω της. Αυτή, η πάλαι ποτέ Έδρα της Άμερλιν, εκθρονισμένη κι αποκομμένη από το σαϊντάρ, κι έπειτα Θεραπευμένη και με ανανεωμένες κάποιες ικανότητές της, όταν όλοι θεωρούσαν απίθανο να συμβεί κάτι τέτοιο. Αρκετές ήταν εκείνες που την καλωσόρισαν θερμά, που τη δέχτηκαν και πάλι σαν αδελφή ανάμεσά τους, χαρούμενες τόσο για την ίδια όσο και για το θαύμα που διατηρούσε ζωηρή την ελπίδα απέναντι σε αυτό που η κάθε Άες Σεντάι φοβόταν πιο πολύ κι από το θάνατο, αλλά υπήρξαν κι άλλες, περισσότερες ίσως, που επέδειξαν απέναντι της απλή ανοχή και χαλαρή ανεκτικότητα, κατηγορώντας την κατά βάθος για την παρούσα κατάστασή τους.
Η Σέριαμ ήταν ανάμεσα σ' αυτές που πίστευαν ότι η Σιουάν θα έπρεπε να συμβουλέψει τη νεαρή Άμερλιν για θέματα πρωτοκόλλου, αν κι όλες πίστευαν πως μισούσε κάτι τέτοιο, και να κρατάει το στόμα της κλειστό εκτός κι αν της απευθυνόταν ο λόγος. Σίγουρα ήταν υποβαθμισμένη, καθότι ούτε την Έδρα της Άμερλιν κατείχε πια, ούτε αρκετή Δύναμη διέθετε. Για μια Άες Σεντάι, αυτό δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα σκληρό. Το παρελθόν ήταν παρελθόν και το παρόν παρόν και σαν τέτοιο έπρεπε να γίνει αποδεκτό, αλλιώς προκαλούσε πόνο κι οδύνη. Σε γενικές γραμμές, οι Άες Σεντάι προσαρμόζονταν στις αλλαγές με αργούς ρυθμούς αλλά, από τη στιγμή της προσαρμογής κι ύστερα, τα πράγματα κυλούσαν σαν να ήταν έτσι ανέκαθεν.
«Μία μέρα, Μητέρα, όπως είπες», αναστέναξε η Σέριαμ, κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση. Η Εγκουέν ήξερε πως η κίνηση αυτή δεν υποδήλωνε τόσο υποταγή, όσο προσπαθούσε να καλύψει μια έκφραση δυσαρέσκειας για την επιμονή της. Θα μπορούσε να αποδεχτεί τη δυσαρέσκεια, αρκεί να συνοδευόταν από συγκατάθεση. Αυτό έπρεπε να κάνει προς το παρόν.
Η Σιουάν υποκλίθηκε κι αυτή, αλλά για να κρύψει ένα χαμόγελο. Οποιαδήποτε αδελφή θα μπορούσε να αναλάβει οποιαδήποτε θέση, αλλά η κοινωνική ιεραρχία ήταν μάλλον άκαμπτη κι η Σιουάν απείχε πια αρκετά από την κορυφή. Αυτός ήταν κι ένας από τους σοβαρότερους λόγους.
Αντίστοιχα χαρτιά με αυτά που ήταν ακουμπισμένα στα γόνατα της Σέριαμ υπήρχαν και στα γόνατα της Σιουάν καθώς και πάνω στο τραπέζι, μπροστά στην Εγκουέν. Ήταν αναφορές γύρω από τα πάντα, από τον αριθμό των κεριών και των τσουβαλιών με τα φασόλια που απέμεναν στον καταυλισμό, μέχρι την κατάσταση των αλόγων. Παρόμοιες αναφορές υπήρχαν και για το στρατό του Άρχοντα Μπράυν. Ο καταυλισμός του στρατού κύκλωνε τις Άες Σεντάι, σχηματίζοντας γύρω τους ένα δαχτυλίδι σε απόσταση είκοσι βημάτων, αν και σε μερικά σημεία θα μπορούσε να τους χωρίζει κι ένα μίλι. Περιέργως, ο Άρχοντας Μπράυν, όπως επίσης κι οι αδελφές, επέμενε σε αυτό. Οι Άες Σεντάι δεν επιθυμούσαν οι στρατιώτες να κόβουν βόλτες ανάμεσα στις σκηνές τους, καθότι πολλοί από αυτούς δεν ήταν παρά άπλυτα, αμόρφωτα κι άξεστα καθάρματα, συχνά αλαφροδάχτυλοι, αλλά φαίνεται πως κι αυτοί δεν ήθελαν τις Άες Σεντάι ανάμεσά τους - παρ' όλο που, πράττοντας σοφά ίσως, δεν αποκάλυπταν τους λόγους. Βάδιζαν προς την Ταρ Βάλον για να εκθρονίσουν μια σφετερίστρια της Έδρας της Άμερλιν και να ανακηρύξουν την Εγκουέν στη θέση της, ωστόσο οι περισσότεροι δεν ένιωθαν άνετα με τις Άες Σεντάι, κάτι που ίσχυε και για τις γυναίκες.
Ως Τηρήτρια, η Σέριαμ θα ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένη, αν αφαιρούσε την ευθύνη όλων αυτών των δευτερευόντων ζητημάτων από την Εγκουέν. Της είχε διατυπώσει τη σκέψη της, εξηγώντας της πόσο ελάσσονος σπουδαιότητας ήταν αυτά τα θέματα, προσπαθώντας να την πείσει πως η Έδρα της Άμερλιν δεν έπρεπε να ασχολείται με καθημερινές ασημαντότητες. Η Σιουάν, από την άλλη μεριά, έλεγε πως ήταν υποχρέωση μιας καλής Άμερλιν να δίνει σημασία και σε καθημερινά ζητήματα. Όχι αναγκαστικά προσπαθώντας να αναπαράγει τη δουλειά δεκάδων αδελφών και διοικητικών· απλώς να κάνει καθημερινό έλεγχο σε διάφορα θέματα. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να έχει επίγνωση τού τι συνέβαινε και τι μέτρα έπρεπε να πάρει για να μην ξεσπάσει μια κρίση και βρεθεί προ απροόπτου. Μια αίσθηση προς τα πού φυσάει ο άνεμος, έτσι το αποκαλούσε η Σιουάν. Πήρε βδομάδες μέχρι να φτάσουν στα χέρια της αυτές οι αναφορές κι η Εγκουέν ήταν σίγουρη πως, από τη στιγμή που θα περνούσαν στην εποπτεία της Σέριαμ, δεν θα ξανάκουγε τίποτα μέχρι να τακτοποιηθούν αυτά τα ζητήματα. Αν τακτοποιούνταν, δηλαδή.
Σιωπή απλώθηκε παντού καθώς άρχισαν να διαβάζουν το επόμενο χαρτί από τη στοίβα.
Δεν ήταν μόνες τους. Η Τσέσα, η οποία καθόταν πάνω σε κάτι μαξιλαράκια, στην απέναντι μεριά της σκηνής, μίλησε. «Το λιγοστό φως κάνει κακό στα μάτια», μουρμούρισε μοναχή της σχεδόν, κρατώντας μια από τις μεταξένιες κάλτσες της Εγκουέν που μαντάριζε. «Ποτέ δεν προσπαθώ να διαβάσω με τόσο λιγοστό φως. Θα μου καταστρέψει τα μάτια». Αρκετά ρωμαλέα, με ένα σπινθηροβόλημα στα μάτια κι ένα χαρούμενο χαμόγελο να διαγράφεται στο πρόσωπό της, η υπηρέτρια της Εγκουέν πάσχιζε ανέκαθεν να συμβουλέψει την Άμερλιν, λες και μιλούσε για τον εαυτό της. Θα έλεγες ότι βρισκόταν στην υπηρεσία της Εγκουέν είκοσι χρόνια αντί για λιγότερο από δυο μήνες κι ότι είχε την τριπλάσια αντί τη διπλάσια ηλικία της. Η Εγκουέν υποπτεύθηκε πως, ειδικά απόψε, η Τσέσα μιλούσε απλώς για να καλύψει τη σιωπή. Υπήρχε μια ένταση στον καταυλισμό από τότε που είχε διαφύγει ο Λογκαίν. Ήταν ένας άντρας ικανός να διαβιβάζει, θωρακισμένος και φρουρούμενος νυχθημερόν, κι ωστόσο κατάφερε να ξεγλιστρήσει σαν την ομίχλη. Όλοι ανησυχούσαν κι αναρωτιούνταν με ποιο τρόπο το έσκασε, πού βρισκόταν τώρα και τι σκόπευε να κάνει. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, η Εγκουέν ήθελε διακαώς να μάθει πού ήταν ο Λογκαίν Άμπλαρ.
Πιάνοντας σταθερά με τα χέρια της τα χαρτιά, η Σέριαμ κοίταξε την Τσέσα συνοφρυωμένη. Δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο η Εγκουέν επέτρεπε στην υπηρέτριά της να παρίσταται σε αυτές τις συναντήσεις, πόσω μάλλον να φλυαρεί ανεξέλεγκτα. Πιθανότατα, ποτέ της δεν είχε σκεφτεί πως η παρουσία της Τσέσα καθώς κι η απρόσμενη φλυαρία της την έκαναν να νιώθει άβολα ίσα-ίσα για να αποφύγει η Εγκουέν μια συμβουλή που δεν ήθελε να ακολουθήσει ή να αναβάλει μια απόφαση που δεν επιθυμούσε να πάρει, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που επιθυμούσε η Σέριαμ. Όλα αυτά μάλλον δεν είχαν περάσει ποτέ από το μυαλό της Τσέσα, η οποία χαμογέλασε απολογητικά κι επέστρεψε στο μαντάρισμά της. Πού και πού ακουγόταν να μουρμουρίζει μοναχή της.
«Αν συνεχίσουμε, Μητέρα», είπε ψυχρά η Σέριαμ, «μπορεί να έχουμε τελειώσει προτού ξημερώσει».
Κοιτώντας την επόμενη σελίδα, η Εγκουέν έτριψε τους κροτάφους της. Ίσως η Τσέσα είχε δίκιο για το φως. Ήδη αισθανόταν τον επερχόμενο πονοκέφαλο. Μπορεί, όμως, να έφταιγε κι η σελίδα που κατέγραφε την οικονομική τους κατάσταση. Οι ιστορίες που είχε διαβάσει δεν ανέφεραν ποτέ πόσα χρήματα χρειάζονταν για να συντηρηθεί ένα στρατός. Καρφιτσωμένες πάνω στη σελίδα υπήρχαν οι σημειώσεις δύο Καθήμενων, της Ρομάντα και της Λελαίν, οι οποίες πρότειναν να μην πληρώνονται συχνά οι στρατιώτες, δηλαδή να πληρώνονται λιγότερο. Ήταν κάτι παραπάνω από πρόταση, καθότι η Ρομάντα κι η Λελαίν δεν ήταν δύο απλές Καθήμενες στην Αίθουσα, αλλά είχαν αρκετές ακόλουθες, αν όχι κι όλες, ενώ η μόνη Καθήμενη που εμπιστευόταν η Εγκουέν ήταν η Ντελάνα, κι αυτή όχι πο-λύ. Σπάνια η Λελαίν με τη Ρομάντα συμφωνούσαν σε κάτι και δύσκολα θα διάλεγαν να προτείνουν κάτι χειρότερο από αυτό. Κάποιοι στρατιώτες είχαν πάρει όρκους, οι περισσότεροι όμως είχαν έρθει για τα λεφτά και με την ελπίδα του πλιάτσικου.
«Οι στρατιώτες πρέπει να πληρωθούν, όπως γίνεται πάντα», μουρμούρισε η Εγκουέν, τσαλακώνοντας τις δύο σημειώσεις. Δεν σκόπευε να αφήσει το στρατό της να διαλυθεί, όπως δεν επρόκειτο να επιτρέψει το διαγούμισμα.
«Όπως προστάζεις, Μητέρα». Τα μάτια της Σέριαμ λαμπύρισαν από ικανοποίηση. Οι δυσκολίες ήταν ξεκάθαρες στο μυαλό της -όποιος νόμιζε ότι δεν ήταν τόσο ευφυής έβρισκε τον μπελά του- ωστόσο είχε το αδύναμο σημείο της. Αν η Ρομάντα με τη Λελαίν ισχυρίζονταν πως ο ήλιος ανέτελλε, η Σέριαμ θα επέμενε ότι έδυε. Είχε την ίδια επιρροή με αυτές στην Αίθουσα, ίσως και μεγαλύτερη, μέχρι που έβαλαν ένα τέλος στον ανταγωνισμό τους. Εξίσου αλήθεια ήταν και το αντίθετο: αυτές οι δύο εναντιώνονταν σε οτιδήποτε επιθυμούσε η Σέριαμ, προτού ακόμα κάτσουν να σκεφτούν. Πράγμα που, σε τελική ανάλυση, είχε τη χρησιμότητά του.
Τα δάχτυλα της Εγκουέν χτυπούσαν νευρικά την επιφάνεια του τραπεζιού, αλλά σταμάτησαν απότομα. Κάπου, με κάποιο τρόπο, έπρεπε να βρεθούν αυτά τα χρήματα, αλλά δεν ήταν ανάγκη να προσέξει η Σέριαμ πόσο πολύ ανησυχούσε.
«Αυτή η καινούργια θα βρει μια λύση», μουρμούρισε η Τσέσα καθώς έραβε. «Οι Δακρυνοί πάντα είναι ψηλομύτες, βέβαια, αλλά η Σέλαμι ξέρει πολύ καλά ποιες είναι οι ανάγκες της υπηρέτριας μιας αρχόντισσας. Η Μέρι κι εγώ θα τη στρώσουμε για τα καλά». Η Σέριαμ, θυμωμένη, έστριψε τα μάτια της προς τα επάνω.
Η Εγκουέν χαμογέλασε από μέσα της. Η Εγκουέν αλ'Βέρ, με τρεις υπηρέτριες ξοπίσω της. Απίστευτο όσο και το επιτραχήλιο που φορούσε. Το χαμόγελο, όμως, δεν διήρκεσε πάνω από ένα δευτερόλεπτο. Κι οι υπηρέτριες έπρεπε να αμειφθούν. Μικροποσά συγκρινόμενα με την αμοιβή τριάντα χιλιάδων στρατιωτών, δεδομένου ότι η Άμερλιν ήταν ανίκανη να πλύνει ή να ράψει τα ρούχα της, αλλά και μόνο με την Τσέσα μια χαρά θα τα κατάφερνε. Θα την προτιμούσε ακόμα κι αν είχε άλλη επιλογή. Λιγότερο από μια βδομάδα πριν, η Ρομάντα είχε αποφασίσει πως η Άμερλιν χρειαζόταν κι άλλη υπηρέτρια και της βρήκε τη Μέρι ανάμεσα στους πρόσφυγες που είχαν στοιβαχτεί σε κάθε χωριό για να αποφύγουν την καταδίωξη. Μη τυχόν κι υστερήσει, η Λελαίν τής έφερε τη Σέλαμι από την ίδια πηγή. Οι δύο γυναίκες στριμώχτηκαν μέσα στη σκηνή της Τσέσα, προτού ακόμα η Εγκουέν πάρει χαμπάρι την ύπαρξή τους.
Το σκεπτικό ήταν λανθασμένο: τρεις υπηρέτριες τη στιγμή που δεν υπήρχε αρκετό ασήμι για να πληρωθεί ο στρατός ούτε για τη μισή πορεία προς την Ταρ Βάλον, υπηρέτριες οι οποίες είχαν επιλεγεί με συνοπτικές διαδικασίες. Άσε που ήδη είχε μία, παρ' όλο που δεν έπαιρνε πεντάρα. Πάντως, όλοι πίστευαν πως η θεραπαινίδα της Άμερλιν ήταν η Μάριγκαν.
Ανασκάλεψε το σακουλάκι της ζώνης της κάτω από την ακμή του τραπεζιού, ψάχνοντας να βρει το βραχιόλι στο εσωτερικό του. Έπρεπε να το φοράει διαρκώς. Ήταν καθήκον της. Κρατώντας τα χέρια της χαμηλωμένα, έβγαλε το βραχιόλι και το πέρασε γύρω στον καρπό της, μια ασημένια λωρίδα φτιαγμένη έτσι που το κλείθρο γινόταν αόρατο από τη στιγμή που έκλεινε. Κατασκευασμένο με τη χρήση της Μίας Δύναμης, το βραχιόλι έκλεισε ερμητικά κάτω από το τραπέζι κι η Άμερλιν το ξεκούμπωσε ξανά.
Έντονα συναισθήματα ξεχύθηκαν σε κάποια κρυφή γωνιά του μυαλού της, συναισθήματα μαζί με συνειδητοποίηση, λες κι όλα αυτά τα φανταζόταν. Ωστόσο, δεν επρόκειτο για φαντασία γιατί έμοιαζαν πολύ αληθινά. Κατά το ήμισυ α'ντάμ, το βραχιόλι δημιουργούσε έναν σύνδεσμο ανάμεσα σ' αυτήν και τη γυναίκα που φορούσε το άλλο μισό, ένα ασημένιο περιδέραιο που ήταν αδύνατον να αφαιρεθεί από εκείνη που το φορούσε. Οι δυο τους σχημάτιζαν έναν κύκλο από μόνες τους, χωρίς να περιλαμβάνουν το σαϊντάρ, με την Εγκουέν να έχει τον πρώτο λόγο ένεκα του βραχιολιού. Η «Μάριγκαν» κοιμόταν τώρα, με τα πόδια της πληγωμένα από το πολυήμερο περπάτημα, αλλά, ακόμα και στον ύπνο της, ο φόβος ξεχυνόταν δυνατός. Μόνο το μίσος συναγωνιζόταν το φόβο σε αυτή τη ροή που ξεπηδούσε μέσα από το α'ντάμ. Η απροθυμία της Εγκουέν πήγαζε από το διαρκές ροκάνισμα του τρόμου της άλλης γυναίκας, από το γεγονός πως κάποτε είχε φορέσει το περιδέραιο ενός α'ντάμ, κι από το ότι γνώριζε τη γυναίκα στην άλλη άκρη. Δεν της άρεσε καθόλου η ιδέα να μοιραστεί ένα μέρος του μαζί της.
Μονάχα τρεις γυναίκες σε όλο τον καταυλισμό ήξεραν πως η Μογκέντιεν ήταν κρατούμενη, κρυμμένη εν μέσω των Άες Σεντάι. Αν την ανακάλυπταν, θα τη δίκαζαν, θα τη σιγάνευαν και θα την εκτελούσαν με συνοπτικές διαδικασίες. Πιθανόν δε την ίδια τύχη να είχε κι η Εγκουέν, όπως κι η Σιουάν με τη Ληάνε επίσης. Ήταν οι άλλες δύο που ήξεραν. Στην καλύτερη περίπτωση, θα της αφαιρούσαν το επιτραχήλιο.
Επειδή κράτησε μυστική από τη δικαιοσύνη την ύπαρξη μιας Αποδιωγμένης, σκέφτηκε θλιμμένα. Τυχερή θα είμαι, αν απλώς με κατατάξουν στις Αποδεχθείσες. Ασυνείδητα, άγγιξε με τον αντίχειρα της το χρυσό δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό, στο πρώτο δάχτυλο του δεξιού της χεριού.
Από την άλλη, άσχετα πόσο δίκαιη μπορεί να ήταν μια τέτοια τιμωρία, παρέμενε εξαιρετικά απίθανη. Είχε διδαχθεί πως ανέκαθεν διάλεγαν τη σοφότερη των αδελφών για Έδρα της Άμερλιν, η πείρα όμως άλλα της έλεγε. Ο συναγωνισμός για την επιλογή μιας Άμερλιν ήταν εξίσου επώδυνος όσο η εκλογή δημάρχου στους Δύο Ποταμούς, ίσως και περισσότερο. Κανείς δεν τόλμησε να τα βάλει με τον πατέρα της στο Πεδίο του Έμοντ, αλλά κάτι είχε ακούσει για εκλογές στο Ντέβεν Ράιντ και στο Τάρεν Φέρυ. Η Σιουάν είχε αναδειχθεί Άμερλιν επειδή οι τρεις που προηγήθηκαν πέθαναν λίγα χρόνια ύστερα από την κατοχή της Έδρας της Άμερλιν. Η Αίθουσα επιθυμούσε ένα νεαρό πρόσωπο. Το να υπονοείς κάτι για την ηλικία μιας αδελφής θεωρούνταν το ίδιο αγενές με το να της δίνεις χαστούκι, ωστόσο είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζει μια ιδέα τού πόσο ζούσαν οι Άες Σεντάι. Σπάνια εκλεγόταν κάποια Καθήμενη αν δεν φορούσε το επώμιο επί εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια τουλάχιστον, για τις δε Άμερλιν ο μέσος όρος ήταν γενικά μεγαλύτερος. Συχνά, πολύ μεγαλύτερος. Έτσι, όταν η Αίθουσα έφτανε σε αδιέξοδο ανάμεσα σε τέσσερις αδελφές μεγαλωμένες ως Άες Σεντάι λιγότερο από πενήντα χρόνια πριν κι η Σέαν Χέριμον του Λευκού Άτζα πρότεινε μια γυναίκα η οποία φορούσε το επώμιο επί δέκα μονάχα χρόνια, δεν ήταν να απορεί κανείς που τα διοικητικά προσόντα της Σιουάν έκανε τις Καθήμενες να την υποστηρίξουν.
Κι η Εγκουέν αλ’Βέρ που, στα μάτια μερικών, εξακολουθούσε να φαντάζει αρχάρια; Ένα κατευθυνόμενο πιόνι, ένα παιδί που είχε γεννηθεί στο ίδιο χωριό με τον Ραντ αλ'Θόρ, κι αυτό το τελευταίο σίγουρα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τελική απόφαση. Το επώμιο δεν μπορούσαν να της το πάρουν, αλλά θα έχανε ακόμα κι αυτήν τη λίγη εξουσία που διέθετε. Η Ρομάντα, η Λελαίν κι η Σέριαμ σίγουρα θα κονταροχτυπιούνταν για το ποια από όλες θα την τραβούσε από τον γιακά.
«Αυτό μοιάζει με ένα βραχιόλι που φορούσε η Ηλαίην». Τα χαρτιά, πάνω στα γόνατα της Σέριαμ, θρόισαν καθώς αυτή έγειρε μπροστά για να κοιτάξει καλύτερα. «Νομίζω πως το φορούσε κι η Νυνάβε. Μάλλον το μοιράζονται».
Η Εγκουέν ανακάθισε. Δεν παρακολουθούσε τα λόγια της άλλης. «Το ίδιο είναι. Αναμνηστικό δώρο όταν έφυγαν». Στριφογύρισε το ασημένιο στολίδι γύρω από τον καρπό της κι αισθάνθηκε μια σουβλιά ενοχής που ήταν όλη δική της. Το βραχιόλι έμοιαζε κατατμημένο, αλλά με έναν τρόπο τόσο έξυπνο που δεν διέκρινες τη διαφορά. Ούτε που είχαν περάσει από το μυαλό της η Νυνάβε κι η Ηλαίην από τότε που αναχώρησαν από το Έμπου Νταρ. Ίσως έπρεπε να τις καλέσει πίσω. Φαίνεται πως η έρευνα τους δεν πήγαινε και τόσο καλά, παρ' όλο που το αρνούνταν. Πάντως, αν κατάφερναν να ανακαλύψουν αυτό που έψαχναν...
Η Σέριαμ συνοφρυώθηκε, αν κι η Εγκουέν δεν κατάλαβε κατά πόσον η έκφραση της αυτή αφορούσε το βραχιόλι ή όχι. Δεν έπρεπε να επιτρέψει στη Σέριαμ να αρχίσει να το σκέφτεται πέραν του δέοντος. Αν κάποια στιγμή πρόσεχε πως το κολιέ που φορούσε η «Μάριγκαν» ήταν αντίγραφο, θα άρχιζαν οι αμήχανες κι ενοχλητικές ερωτήσεις.
Η Εγκουέν ανασηκώθηκε, τακτοποιώντας τη φούστα της καθώς έκανε μια γύρα στο τραπέζι. Η Σιουάν είχε μαζέψει κάμποσες πληροφορίες σήμερα, οι οποίες μπορούσαν να αποδειχτούν χρήσιμες. Δεν ήταν η μόνη που έκρυβε μυστικά. Η Σέριαμ φάνηκε έκπληκτη όταν σταμάτησε αρκετά κοντά, επιτρέποντας στην άλλη γυναίκα να σηκωθεί.
«Κόρη, πληροφορήθηκα πως, λίγες μέρες αφού η Σιουάν κι η Ληάνε έφτασαν στο Σαλιντάρ, έφυγαν δέκα αδελφές, δύο από κάθε Άτζα εκτός από το Γαλάζιο. Πού πήγαν και γιατί;»
Τα μάτια της Σέριαμ στένεψαν κάπως, αλλά η ηρεμία έμοιαζε με άνετο φόρεμα επάνω της. «Μητέρα, δεν είναι δυνατόν να θυμάμαι κάθε...»
«Μην υπεκφεύγεις, Σέριαμ». Η Εγκουέν πήγε λίγο κοντύτερα, μέχρι που τα γόνατά τους σχεδόν αγγίχτηκαν. «Δεν θέλω ούτε ψέματα ούτε παραλείψεις. Πες μου την αλήθεια».
Ένα κατσούφιασμα χάραξε το λείο μέτωπο της Σέριαμ. «Μητέρα, ακόμα κι αν ήξερα, δεν είναι σωστό να κάθεσαι να ασχολείσαι με την όποια ασημαντότητα...»
«Την αλήθεια, Σέριαμ. Όλη την αλήθεια. Αλλιώς, θα απευθύνω ερώτημα στην Αίθουσα για ποιο λόγο η Τηρήτρια μου αρνείται να μου την αποκαλύψει. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα τη μάθω, Κόρη. Θα τη μάθω».
Το κεφάλι της Σέριαμ περιστράφηκε, λες κι έψαχνε τρόπο διαφυγής. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στην Τσέσα, κυρτωμένη πάνω από το κέντημά της, και ξεφύσησε ανακουφισμένη. «Αύριο, Μητέρα, όταν θα είμαστε μόνες, θα σου τα εξηγήσω όλα. Πρώτα πρέπει να μιλήσω με μερικές αδελφές».
Ώστε είχαν σκοπό να προετοιμάσουν όσα θα της έλεγε η Σέριαμ το επόμενο πρωί. «Τσέσα», είπε η Εγκουέν. «Περίμενε έξω, σε παρακαλώ». Μολονότι η Τσέσα έμοιαζε προσηλωμένη στη δουλειά της και δεν φαινόταν να δίνει σημασία σε οτιδήποτε άλλο, σηκώθηκε αμέσως και βγήκε αστραπιαία από την πόρτα της σκηνής. Όταν οι Άες Σεντάι ήταν στα μαχαίρια, όποιος είχε λίγο μυαλό στο κεφάλι του προτιμούσε να απομακρυνθεί. «Λοιπόν, Κόρη», είπε η Εγκουέν. «Την αλήθεια. Όσα γνωρίζεις. Μην ανησυχείς, είναι σαν να είμαστε μόνες μας», συμπλήρωσε όταν η Σέριαμ έριξε μια ματιά στη Σιουάν.
Για μια στιγμή, η Σέριαμ τακτοποίησε τη φορεσιά της, τραβώντας την απότομα κι αποφεύγοντας τη ματιά της Εγκουέν. Αναμφίβολα, προσπαθούσε πάλι να υπεκφύγει. Οι Τρεις Όρκοι, ωστόσο, την κρατούσαν παγιδευμένη. Της ήταν αδύνατον να πει ψέματα κι, ανεξάρτητα από το τι πίστευε όσον αφορά στην πραγματική θέση της Εγκουέν, το να ξεγλιστρήσει πίσω από την πλάτη της απείχε πολύ από το να αμφισβητήσει την εξουσία της κατάφατσα. Ακόμα κι η Ρομάντα τηρούσε τις απαραίτητες αβροφροσύνες, αν και με την ελάχιστη τυπικότητα πολλές φορές.
Ρουφώντας μια βαθιά ανάσα, η Σέριαμ σταύρωσε τα χέρια της πάνω στα γόνατά της και μίλησε ντόμπρα στην Εγκουέν. «Όταν μάθαμε πως το Κόκκινο Άτζα ήταν υπεύθυνο για την ανάδειξη του Λογκαίν ως κίβδηλου Αναγεννημένου Δράκοντα, καταλάβαμε πως κάτι έπρεπε να γίνει». Ο πληθυντικός που χρησιμοποιούσε αναφερόταν στη μικρή κλίκα από αδελφές που είχε συγκεντρώσει γύρω της. Η Καρλίνυα, η Μπεόνιν κι οι υπόλοιπες ασκούσαν αρκετή επιρροή, όπως κι οι περισσότερες Καθήμενες, και μάλιστα στην ίδια την Αίθουσα. «Η Ελάιντα απαιτεί από την κάθε αδελφή να επιστρέψει στον Πύργο, κι έτσι διαλέξαμε δέκα αδελφές που θα μπορούσαν να το κάνουν το συντομότερο. Θα πρέπει ήδη να είναι εκεί και να φροντίσουν με αθόρυβο τρόπο έτσι ώστε κάθε αδελφή να κατανοήσει την αλήθεια σχετικά με αυτό που έκαναν οι Κόκκινες με τον Λογκαίν. Ούτε καν...» Δίστασε προτού συνεχίσει, αλλά τελικά ολοκλήρωσε την πρότασή της. «Ούτε καν η Αίθουσα δεν γνωρίζει γι' αυτές».
Η Εγκουέν έκανε ένα βήμα πίσω, τρίβοντας τους κροτάφους της. Να φροντίσουν με αθόρυβο τρόπο. Με την ελπίδα ότι η Ελάιντα θα εκθρονιζόταν. Δεν ήταν κι άσχημο σχέδιο. Μπορεί και να δούλευε, έστω κι ύστερα από χρόνια. Από την άλλη, για τις πιο πολλές αδελφές ίσχυε πως όσο δεν έκαναν απολύτως τίποτα, τόσο το καλύτερο. Με τον καιρό, μπορεί και να έπειθαν τον κόσμο ότι ο Λευκός Πύργος δεν είχε διαλυθεί στην πραγματικότητα, κάτι που είχε συμβεί στο παρελθόν, αλλά το ήξεραν μόνο μια χούφτα άνθρωποι. Με τον καιρό, μπορεί να έβρισκαν τρόπο να διευθετήσουν τα πράγματα κατά το δοκούν. «Και για ποιο λόγο το κρατήσατε μυστικό από την Αίθουσα, Σέριαμ; Δεν μπορεί να νόμιζες πως κάποια από τις αδελφές θα πρόδιδε το σχέδιο σου στην Ελάιντα, έτσι δεν είναι;» Οι μισές αδελφές κοίταξαν λοξά τις άλλες μισές, εν μέρει από φόβο μήπως κι ήταν υποστηρίκτριες της Ελάιντα.
«Μητέρα, μια αδελφή που θεωρεί λάθος όσα κάνουμε δεν θα επιθυμούσε να εκλεγεί ως Καθήμενη. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θα είχε απομακρυνθεί από καιρό». Η Σέριαμ δεν είχε ηρεμήσει, αλλά η φωνή της είχε αυτόν τον υπομονετικό, συμβουλευτικό τόνο που, όπως νόμιζε, είχε την καλύτερη επίδραση πάνω στην Εγκουέν. Συνήθως, έδειχνε μεγάλη επιδεξιότητα στο να αλλάζει θέμα. «Οι υποψίες αυτές είναι το χειρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε προς το παρόν. Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει αλληλοεμπιστοσύνη. Αν μπορούσαμε να βρούμε πώς να...»
«Το Μαύρο Άτζα», τη διέκοψε πράα η Σιουάν. «Να κάτι που σου παγώνει το αίμα. Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά τι μπορεί να κάνει μια αδελφή που ανήκει στο Μαύρο Άτζα».
Η Σέριαμ έριξε ακόμα ένα σκληρό βλέμμα προς την κατεύθυνση της Σιουάν αλλά, μια στιγμή αργότερα, αισθάνθηκε αποδυναμωμένη, αν και, για να ακριβολογούμε, το ένα είδος έντασης αντικαταστάθηκε από ένα άλλο. Κοίταξε την Εγκουέν κι ένευσε απρόθυμα. Κρίνοντας από την ξινή έκφραση που είχε πάρει, ήταν έτοιμη να υπεκφύγει ξανά, και θα το έκανε, αν δεν ήταν προφανές πως η Εγκουέν δεν αστειευόταν αυτή τη φορά. Οι περισσότερες αδελφές στον καταυλισμό πίστευαν τώρα στο Μαύρο Άτζα, αλλά ύστερα από τρεις χιλιάδες χρόνια αμφισβήτησης της ύπαρξής του η πίστη αυτή ήταν κάπως ασταθής. Σχεδόν καμιά τους δεν θα άνοιγε το στόμα της να μιλήσει γι' αυτό το ζήτημα, άσχετα από το τι πρέσβευε.
«Το ερώτημα, Μητέρα», συνέχισε η Σιουάν, «είναι τι θα συμβεί όταν η Αίθουσα ανακαλύψει τι συμβαίνει». Έμοιαζε να σκέφτεται φωναχτά. «Δεν νομίζω πως μια Καθήμενη θα δεχτεί τη δικαιολογία ότι δεν της ανέφεραν τίποτα επειδή υπήρχε περίπτωση να είναι με το μέρος της Ελάιντα. Όσον αφορά δε στην πιθανότητα να ανήκει στο Μαύρο Άτζα... Ναι, έχω την εντύπωση πως θα αναστατωθούν αρκετά».
Η Σέριαμ χλώμιασε ελαφρά. Το περίεργο ήταν που δεν έγινε εντελώς ωχρή. Η λέξη «αναστάτωση» δεν αντικατόπτριζε ακριβώς αυτό που θα συνέβαινε. Το σίγουρο ήταν ότι η Σέριαμ θα είχε να αντιμετωπίσει κάτι πολύ πιο έντονο από μια απλή αναστάτωση.
Είχε έρθει η ώρα να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημά της, αλλά η Εγκουέν παρενέβη με μια άλλη ερώτηση. Αν η Σέριαμ κι οι φίλες της είχαν στείλει -πώς να το πούμε; Όχι κατασκόπους αλλά κάτι σαν θηρευτές- στον Λευκό Πύργο, θα μπορούσαν να...;
Μια ξαφνική σουβλιά πόνου σε αυτό το σύμπλεγμα των αισθήσεων, στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, κόντεψε να διασκορπίσει τα πάντα. Αν είχε νιώσει το χτύπημα ευθέως, θα είχε παραλύσει, ενώ τώρα απλώς γούρλωσε τα μάτια της σοκαρισμένη. Ένας άντρας με την ικανότητα της διαβίβασης άγγιζε το περιδέραιο που ήταν περασμένο γύρω από το λαιμό της Μογκέντιεν. Επρόκειτο για έναν κρίκο που κανείς άντρας δεν μπορούσε να κατέχει. Πόνος και κάτι ανήκουστο ακόμα ξεπήδησαν από το μέρος της Μογκέντιεν. Ελπίδα. Κι έπειτα όλα χάθηκαν, η επίγνωση, τα συναισθήματα, όλα. Το περιδέραιο είχε χαθεί.
«Χρειάζομαι... λίγο καθαρό αέρα», κατάφερε να πει. Η Σέριαμ με τη Σιουάν έκαναν να σηκωθούν, αλλά τους έκανε νόημα να κάτσουν. «Προτιμώ να μείνω μόνη», τους είπε βιαστικά. «Σιουάν, βρες όλα όσα ξέρει η Σέριαμ σχετικά με τους θηρευτές. Μα το Φως, τις δέκα αδελφές εννοώ». Την κοίταξαν αμφότερες, αλλά, ας είναι καλά το Φως, καμιά τους δεν κίνησε να την ακολουθήσει καθώς αυτή τράβηξε απότομα το φανό από τη βάση του κι απομακρύνθηκε φουριόζα.
Δεν ήταν σωστό να δει ο κόσμος μια Άμερλιν να τρέχει, αλλά αυτό έκανε σχεδόν. Ανασηκώνοντας με το ελεύθερο χέρι της τη διχαλωτή φούστα όσο πιο ψηλά μπορούσε, άρχισε να τροχάζει. Ο ασυννέφιαστος ουρανός έκανε το σεληνόφως να φαίνεται λαμπρότερο, ενώ οι σκιές έπεφταν πάνω στις σκηνές και τις άμαξες, κάνοντάς τες να μοιάζουν διάστικτες. Οι πιο πολλοί στον καταυλισμό κοιμόντουσαν, αλλά χαμηλές φωτιές έκαιγαν εδώ κι εκεί. Μόνο μια χούφτα Πρόμαχοι και μερικοί υπηρέτες ήταν ξύπνιοι. Κάμποσα μάτια θα την έβλεπαν αν άρχιζε να τρέχει. Το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε ήταν να της προσφέρει κάποιος βοήθεια. Συνειδητοποίησε πως λαχάνιασε, αλλά ήταν από τον πανικό, όχι από την κούραση.
Φώτισε με το φανό τη μικροσκοπική σκηνή της «Μάριγκαν» και κοίταξε στο εσωτερικό. Ήταν άδεια. Οι κουβέρτες που σχημάτιζαν την παλέτα ήταν άνω κάτω, λες και κάποιος τις τράβηξε βιαστικά.
Κι αν βρισκόταν ακόμα εδώ; αναρωτήθηκε. Με το περιδέραιο βγαλμένο από πάνω της και, πιθανόν, κι αυτόν που την ελευθέρωσε; Οπισθοχώρησε αργά, ριγώντας. Η Μογκέντιεν είχε κάθε λόγο να την αντιπαθεί, και μάλιστα προσωπικά, κι η μοναδική αδελφή που είχε τη δυνατότητα να τα βγάλει πέρα μόνη της με μία Αποδιωγμένη, με την προϋπόθεση ότι διέθετε την ικανότητα της διαβίβασης, βρισκόταν στο Έμπου Νταρ. Η Μογκέντιεν θα μπορούσε να σκοτώσει την Εγκουέν χωρίς να το προσέξει κανείς. Ακόμα κι αν μια αδελφή διαισθανόταν την ικανότητα της διαβίβασης, δεν έτρεχε και τίποτα. Το χειρότερο ήταν να μην τη σκότωνε η Μογκέντιεν. Κανείς δεν θα καταλάβαινε τίποτε μέχρι που δεν θα τις έβρισκαν πουθενά.
«Μητέρα», είπε ταραγμένη η Τσέσα, πίσω της. «Δεν θα έπρεπε να είσαι έξω, στον νυχτερινό αέρα. Είναι κακός ο νυχτερινός αέρας. Αν ήθελες τη Μάριγκαν, θα μπορούσα να σου τη φέρω εγώ».
Η Εγκουέν αναπήδησε ξαφνιασμένη. Δεν είχε αντιληφθεί πως η Τσέσα την ακολουθούσε. Κοίταξε τον κόσμο που ήταν μαζεμένος στις κοντινότερες εστίες. Ο λόγος που ήταν μαζεμένοι έτσι, κοντά-κοντά, είχε να κάνει με τη συντροφικότητα κι όχι με το να νιώσουν επιπλέον ζεστασιά σε αυτή την ανόσια ζέστη. Απείχαν κάμποσο, αλλά όλο και κάποιος μπορεί να είχε προσέξει ποιος ήταν αυτός που κατευθύνθηκε στη σκηνή της «Μάριγκαν». Το σίγουρο ήταν πως δεν είχε και πολλούς επισκέπτες, και μάλιστα όχι άντρες. Ένας άντρας δεν θα περνούσε απαρατήρητος. «Πιστεύω πως το έσκασε, Τσέσα».
«Κακόβουλη γυναίκα!» αναφώνησε η Τσέσα. «Πάντα έλεγα πως είχε βρωμόστομα και κατεργάρικη ματιά. Ξεγλίστρησε σαν τον κλέφτη, μολονότι εσύ την περιμάζεψες. Αν δεν ήσουν εσύ, θα πέθαινε της πείνας, στην ερημιά. Ευγνωμοσύνη μηδέν!»
Ακολούθησε την Εγκουέν σε όλο το δρόμο μέχρι τη σκηνή που κοιμόταν η Εγκουέν, χωρίς να πάψει στιγμή να μουρμουρίζει για την κακία του κόσμου γενικά και για την αγνωμοσύνη της «Μάριγκαν» ειδικότερα, καθώς και για το πώς έπρεπε κανείς να χειρίζεται τέτοια θέματα. Απεραντολογούσε ανάμεσα στο κατά πόσον έπρεπε να χτυπηθούν αυτά τα φαινόμενα εν τη γενέση τους, παροτρύνοντας ταυτόχρονα την Εγκουέν να ελέγξει τα κοσμήματά της μήπως κι είχαν κάνει φτερά.
Η Εγκουέν ούτε που την άκουγε καλά-καλά. Το μυαλό της ήταν μύλος. Ήταν μάλλον απίθανο να επρόκειτο για τον Λογκαίν, ο οποίος δεν ήξερε τίποτα για τη Μογκέντιεν, πόσω μάλλον για να γυρίσει και να τη σώσει κιόλας. Βέβαια, υπήρχαν κι αυτοί οι άντρες που είχε μαζέψει ο Ραντ, αυτοί οι Άσα'μαν. Οι φήμες σε κάθε χωριό έβριθαν για την πιθανή σχέση των Άσα'μαν με τον Μαύρο Πύργο. Οι περισσότερες από τις αδελφές προσποιούνταν ότι δεν επηρεάζονταν από μερικές δεκάδες άντρες με τη δυνατότητα της διαβίβασης μαζεμένους σε ένα σημείο -αν κι οι πιο πολλές ιστορίες ήταν μάλλον παραφουσκωμένες, καθότι οι φήμες πάντα υπερβάλλουν- αλλά ένας ενδόμυχος τρόμος τύλιγε την Εγκουέν όποτε τους έφερνε στο μυαλό της. Ένας Άσα'μαν θα μπορούσε να... Μα, γιατί να το κάνει; Πώς θα μπορούσε να ξέρει κάτι περισσότερο από τον Λογκαίν;
Προσπαθούσε να αποφύγει το μοναδικό λογικό συμπέρασμα. Κάτι πολύ χειρότερο από τον Λογκαίν και τους Άσα'μαν είχε επιστρέψει. Κάποιος από τους Αποδιωγμένους είχε ελευθερώσει τη Μογκέντιεν. Ο Ράχβιν ήταν ήδη νεκρός από το χέρι του Ραντ, σύμφωνα με τη Νυνάβε τουλάχιστον. Ο Ραντ φαίνεται πως είχε σκοτώσει και τον Ισαμαήλ καθώς και τον Άγκινορ και τον Μπάλταμελ. Η Μουαραίν είχε σκοτώσει τον Μπε'λάλ, γεγονός που άφηνε υποψήφιους μονάχα τον Ασμόντιαν, τον Ντεμάντρεντ και τον Σαμαήλ μεταξύ των αντρών. Ο Σαμαήλ βρισκόταν στο Ίλιαν. Κανείς δεν ήξερε πού βρίσκονταν οι υπόλοιποι ή κάποια από τις γυναίκες που είχαν επιζήσει. Η Μουαραίν είχε ξεκάνει και τη Λανφίαρ -ή μάλλον είχαν αλληλοεξοντωθεί- αλλά, απ' όσο ήταν γνωστό, οι υπόλοιπες γυναίκες εξακολουθούσαν να είναι ζωντανές. Άσε τις γυναίκες. Άντρας ήταν, αλλά ποιος; Από καιρό είχαν γίνει σχέδια για την περίπτωση που κάποιος Αποδιωγμένος χτυπούσε τον καταυλισμό. Από μόνη της, καμιά αδελφή δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με έναν Αποδιωγμένο, αλλά, αν σχημάτιζαν συνδέσμους, τα πράγματα άλλαζαν. Ο/η κάθε Αποδιωγμένος/η που θα τολμούσε να εισχωρήσει στον καταυλισμό τους θα βρισκόταν περικυκλωμένος/η από συνδέσμους. Και τότε όλοι θα αντιλαμβάνονταν ποιος ή ποια ήταν. Οι Αποδιωγμένοι δεν έδειχναν σημάδια θαλερότητας για κάποιο λόγο. Ίσως ήταν αποτέλεσμα της επαφής τους με τον Σκοτεινό. Αυτοί...
Αμφιταλαντεύτηκε. Έπρεπε να αρχίσει να σκέφτεται με ξεκάθαρο μυαλό.
«Τσέσα;»
«...μου φαίνεται πως πρέπει να σου τρίψω λιγάκι το κεφάλι για να φύγει ο πόνος... Μάλιστα, Μητέρα;»
«Βρες τη Σιουάν και τη Ληάνε και πες τους ότι τις θέλω. Να μη σε ακούσει κανείς όμως».
Με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο, η Τσέσα έκανε μια ελαφρά υπόκλιση και βγήκε τρεχάλα. Δεν απέφυγε να μάθει τις σκέψεις που τριβέλιζαν το μυαλό της Εγκουέν, ωστόσο είχαν πλάκα όλες αυτές οι σκευωρίες κι οι ίντριγκες. Βέβαια, μονάχα την επιφάνεια είχε αγγίξει, κι αυτή όχι πολύ. Η Εγκουέν δεν αμφέβαλλε για την αφοσίωσή της, αλλά η άποψη της Τσέσα για το τι ήταν συναρπαστικό θα μπορούσε κάλλιστα να αλλάξει, αν μπορούσε να διανοηθεί τα βάθη των συλλογισμών της Εγκουέν.
Ανάβοντας τις λάμπες λαδιού, η Εγκουέν έσβησε το φανό και τον απίθωσε προσεκτικά σε μία γωνία. Μπορεί να ήταν απαραίτητο να σκεφτεί με ξεκάθαρο μυαλό, αλλά δεν έπαψε στιγμή να νιώθει πως σκουντουφλούσε στο σκοτάδι.