14 Λευκά Λοφία

Η Ασημένια Τροχιά είχε εντελώς ακατάλληλο όνομα με μια πρώτη ματιά, αλλά στο Έμπου Νταρ τα πομπώδη ονόματα ήταν δημοφιλή και, μερικές φορές, φαίνεται πως όσο πιο άσχετα ήταν, τόσο καλύτερα. Η πιο μίζερη ταβέρνα που είχε δει ο Ματ σε ολόκληρη την πόλη, που βρωμοκοπούσε σάπιο ψάρι, ονομαζόταν Το Λαμπερό Κλέος της Βασίλισσας, ενώ το Χρυσό Στέμμα του Ουρανού στόλιζε μια σκοτεινιασμένη τρύπα στην απέναντι μεριά του ποταμού στο Ράχαντ. Μονάχα μια γαλάζια πόρτα υπεδείκνυε το σημείο που βρισκόταν. Σκούρες κηλίδες από παλαιότερους καυγάδες πιτσίλιζαν το βρωμερό πάτωμα. Η Ασημένια Τροχιά ήταν κατάλληλη για στοιχήματα ιπποδρομίας.

Έβγαλε το καπέλο του κι έκανε αέρα με το πλατύ γείσο. Κατόπιν, χαλάρωσε το μαύρο μεταξωτό μαντίλι που φορούσε για να κρύβει την πληγή στον λαιμό του. Ο πρωινός αέρας τρεμούλιαζε ήδη από τη ζέστη, ωστόσο τα πλήθη στριμώχνονταν στις μακρόστενες λασπερές όχθες που διέτρεχαν τα πλευρά του ποταμού κι όπου τα άλογα έτρεχαν πάνω κάτω. Αυτή ήταν όλη κι όλη η Ασημένια Τροχιά. Η οχλαγωγία έπνιγε σχεδόν τις κραυγές των γλάρων που πετούσαν ψηλά. Δεν υπήρχε κανένα φορτίο για να προσέχουν, έτσι οι αλατωρύχοι με τις λευκές στολές της συντεχνίας τους κι οι λιπόσαρκοι αγρότες που είχαν ξεφύγει από τους Δρακορκισμένους στα ενδότερα βρίσκονταν κοντά-κοντά σε ρακένδυτους Ταραμπονέζους με διάφανα μαντίλια πάνω από τα πυκνά τους μουστάκια, υφάντρες με κάθετα ριγωτά γιλέκα, τυπογράφους με οριζόντιες ραβδώσεις στα ρούχα τους και βαφείς με χέρια λερωμένα ως τον αγκώνα. Το μονότονο μαύρο των -κουμπωμένων μέχρι τον λαιμό κι ας ίδρωναν του θανατά— Αμαδισιανών επαρχιωτών στεκόταν δίπλα στα χωριάτικα φορέματα των Μουραντιανών με τις μακριές πολύχρωμες ποδιές -τόσο στενές που μόνο για επίδειξη χρησίμευαν- και σε μια χούφτα χαλκόδερμων Ντομανών, όπου οι άντρες φορούσαν συνήθως κοντά πανωφόρια κι οι γυναίκες μάλλινα ή λινά - τόσο λεπτά που κολλούσαν επάνω τους σαν μετάξι. Υπήρχαν ακόμα μαθητευόμενοι κι εργάτες από τις αποβάθρες και τις αποθήκες, βυρσοδέψες με περισσότερο ελεύθερο χώρο διαθέσιμο λόγω της δυσώδους δουλειάς τους, ενώ παιδάκια με βρώμικα πρόσωπα παρακολουθούσαν από κοντά, μια και μπορούσαν να απλώσουν το χέρι τους και να βουτήξουν οτιδήποτε. Πάντως, οι απλοί εργαζόμενοι δεν είχαν πολύ ασήμι.

Όλοι αυτοί βρίσκονταν πάνω από το χοντρό πλέγμα των κανναβόσχοινων που κρέμονταν από τα κοντάρια. Από κάτω βρίσκονταν όσοι είχαν ασήμι και χρυσάφι· οι ευγενείς, οι καλοντυμένοι κι οι ευκατάστατοι. Υπηρέτες με αυτάρεσκο ύφος σέρβιραν παντς σε ασημένιες κούπες για τους αφέντες τους, νεαρές τσαχπίνες έκαναν αέρα στις κυράδες τους με φτερωτές βεντάλιες, κι ανάμεσά τους ένας χωρατατζής με το πρόσωπο βαμμένο άσπρο και με κουδουνιστά μπρούντζινα καμπανάκια στο ασπρόμαυρο καπέλο και στον μανδύα του. Πομπώδεις τύποι με μυτερά βελούδινα καπέλα περπατούσαν κορδωμένοι· λεπτά ξίφη ήταν περασμένα γύρω από τους γοφούς τους, ενώ τα μαλλιά τους, αγγίζοντας τους μεταξωτούς μανδύες, έπεφταν πάνω από τους ώμους τους, κρατημένα από ασημένιες και χρυσές αλυσίδες ανάμεσα στα στενά κεντητά πέτα. Κάποιες γυναίκες είχαν πιο κοντά μαλλιά από τους άντρες, ενώ άλλες πιο μακριά, χτενισμένα με τόσους τρόπους όσες ήταν οι ίδιες. Φορούσαν πλατύγυρα καπέλα με λοφία ή κομψά βέλα, για να κρύβουν τα πρόσωπα τους. Οι εσθήτες τους ήταν σχεδιασμένες ώστε να αναδεικνύουν το στήθος, είτε επρόκειτο για το τοπικό στυλ ένδυσης είτε για κάποιο άλλο. Οι ευγενείς, κάτω από φωτεινά έγχρωμα παρασόλια, ακτινοβολούσαν φορώντας δαχτυλίδια και σκουλαρίκια, περιδέραια και βραχιόλια από χρυσάφι και φίλντισι, καθώς και πανέμορφα πετράδια. Κοιτούσαν τους πάντες με ύφος σαρδόνιο. Καλοθρεμμένοι έμποροι και τοκογλύφοι με διακριτικές δαντέλες, ενίοτε και με κάποια καρφίτσα ή ένα δαχτυλίδι με καλογυαλισμένη πέτρα, υποκλίνονταν ταπεινά στους ανωτέρους τους, που πιθανότατα τους χρωστούσαν τεράστια ποσά. Η τύχη άλλαζε χέρια στην Ασημένια Τροχιά κι όχι μόνο στα στοιχήματα. Λεγόταν πως ολόκληρες ζωές και τιμές άλλαζαν επίσης χέρια πίσω από τα σχοινιά.

Ο Ματ φόρεσε ξανά το καπέλο του και σήκωσε το χέρι του. Μια από τις καταστιχογράφους τον πλησίασε, μια γυναίκα με οστεώδες πρόσωπο και γαμψή μύτη. Τέντωσε τα κοκαλιάρικα χέρια της καθώς υποκλίθηκε και μουρμούρισε το τελετουργικό. «Αν ο Άρχοντας επιθυμεί να στοιχηματίσει, θα το καταγράψω στα πρακτικά ως έχει». Η προφορά των Εμπουνταρινών παρέμενε ευχάριστη, παρ’ ότι ψαλίδιζαν κάποιες λέξεις. «Το βιβλίο είναι ανοικτό». Πράγματι, το κεντημένο ανοικτό βιβλίο στο στέρνο της κόκκινης εσθήτας της ήταν πανάρχαιο, από την εποχή που οι στοιχηματίζοντες καταγράφονταν στις σελίδες του, αλλά ο Ματ υποψιαζόταν ότι ήταν ο μόνος από τους παρισταμένους που το ήξερε. Θυμόταν αρκετά πράγματα που δεν είχε δει ποτέ, από καιρούς παλιούς και ξεχασμένους.

Με μια γρήγορη ματιά στα προγνωστικά της πέμπτης πρωινής κούρσας, γραμμένα με κιμωλία πάνω στην πλάκα που ένας άντρας κρατούσε πίσω από τη γυναίκα με την κόκκινη εσθήτα, ο Ματ ένευσε καταφατικά. Ο Άνεμος, παρά τις νίκες του, ήταν μόλις το τρίτο υποψήφιο για την πρωτιά. Στράφηκε προς τον σύντροφό του. «Όλο το ποσό στον Άνεμο, Ναλέσεν».

Εκείνος δίστασε κι άρχισε να χαϊδεύει με τα δάχτυλά του τη μυτερή άκρη της λιγδιασμένης μαύρης γενειάδας του. Ο ιδρώτας γυάλιζε στο πρόσωπό του, ωστόσο ο άντρας εξακολουθούσε να έχει κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό το πανωφόρι με τα φουσκωτά μπλε ριγωτά μανίκια. Φορούσε ένα τετράγωνο καπέλο από μπλε βελούδο που δεν τον προστάτευε διόλου από τον ήλιο. «Όλα, Ματ;» Μίλησε σιγανά, για να μην τον ακούσει η γυναίκα. Οι πιθανότητες μπορεί να άλλαζαν ανά πάσα στιγμή μέχρι να στοιχηματίσεις. «Που να καεί η ψυχή μου, τούτος εδώ ο πιτσιλωτός μού φαίνεται γρήγορος, όπως κι εκείνο το χλωμό καστανό μουνούχι με την ασημένια χαίτη». Αυτά ήταν τα επικρατέστερα της ημέρας, καθότι καινούργια στην πόλη και, όπως κάθε τι καινούργιο, πολλά υποσχόμενα.

Ο Ματ δεν μπήκε στον κόπο να κοιτάξει τα δέκα άλογα που θα απάρτιζαν την επόμενη κούρσα και παρήλαυναν στη μια άκρη της διαδρομής. Τα είχε ήδη μελετήσει ενώ ανέβαζε τον Όλβερ πάνω στον Άνεμο. «Θα τα παίξω όλα για όλα. Κάποιος βλάκας χτύπησε την ουρά του παρδαλού κι αυτός κάνει σαν τρελός από τις μύγες. Το καστανό είναι φιγουράτο, αλλά δεν έχει καλή φυσική κατάσταση, ούτε ρυθμό. Μπορεί να έχει κερδίσει κάποια άλλα στην επαρχία, μα σήμερα θα τερματίσει τελευταίο». Γνώριζε αρκετά πράγματα για τα άλογα, μια και τον είχε διδάξει ο πατέρας του. Ο Άμπελ Κώθον ήταν πολύ παρατηρητικός κι ανοιχτομάτης όσον αφορούσε στα συγκεκριμένα τετράποδα.

«Εμένα μού φαίνεται ότι είναι κάτι περισσότερο από φιγουράτο», γκρίνιαξε ο Ναλέσεν, αλλά δεν έδωσε συνέχεια.

Η καταστιχογράφος βλεφάρισε καθώς ο Ναλέσεν, αναστενάζοντας, έβγαζε το ένα μετά το άλλο τα φουσκωτά πουγκιά από τις παραγεμισμένες τσέπες του πανωφοριού του. Κάποια στιγμή άνοιξε το στόμα της για να διαμαρτυρηθεί, αλλά η Επιφανής και Τιμημένη Συντεχνία των Καταστιχογράφων ισχυριζόταν ότι ανέκαθεν δεχόταν οποιοδήποτε ποσό στοιχημάτιζες. Έβαζαν στοιχήματα ακόμα και με πλοιοκτήτες κι εμπόρους, κατά πόσον ένα πλοίο μπορούσε να βυθιστεί ή οι τιμές να άλλαζαν. Αυτά τα στοιχήματα, βέβαια, τα αναλάμβανε περισσότερο η ίδια η συντεχνία κι όχι οι ανεξάρτητοι καταστιχογράφοι. Το χρυσάφι πήγαινε σε κάποιο από τα σιδηρόδετα θησαυροφυλάκιά της, το οποίο κουβαλούσαν δύο τύποι με μπράτσα χοντρά όσο τα πόδια του Ματ. Οι μπράβοι της, άντρες με σκληρή ματιά και γαμψές μύτες, ντυμένοι με πέτσινα γιλέκα που έκαναν τα μπράτσα τους να φαίνονται ακόμη ογκωδέστερα, κρατούσαν τεράστια ρόπαλα με μπρούντζινη επένδυση. Κάποιος άλλος από τους άντρες τής έδωσε ένα λευκό κουπόνι με ένα γαλάζιο ψάρι αποτυπωμένο λεπτομερώς· κάθε καταστιχογράφος είχε και διαφορετική σφραγίδα. Η γυναίκα έγραψε στην πίσω πλευρά το στοίχημα, το όνομα του αλόγου κι ένα σύμβολο που υπεδείκνυε την κούρσα με ένα λεπτό πινέλο που πήρε από ένα λουστραρισμένο κουτί, το οποίο κρατούσε ένα χαριτωμένο κορίτσι. Λεπτοκαμωμένο και με μεγάλα μαύρα μάτια, το κορίτσι έριξε μια ματιά προς το μέρος του Ματ και του χαμογέλασε αμυδρά. Η γυναίκα με το γωνιώδες πρόσωπο σίγουρα δεν χαμογελούσε. Έκανε ξανά μια υπόκλιση, χαστούκισε ελαφρά το κορίτσι κι απομακρύνθηκε, ψιθυρίζοντας κάτι στον άντρα με τον στύλο, ο οποίος σκέπασε βιαστικά την πλάκα με ένα ύφασμα. Όταν την ύψωσε ξανά, ο Άνεμος βρισκόταν στη λίστα με τις λιγότερες πιθανότητες πρόκρισης. Τρίβοντας το μάγουλό της στα κρυφά, η κοπέλα κοίταξε μουτρωμένη τον Ματ, λες κι επρόκειτο για δικό του λάθος.

«Ελπίζω η τύχη να είναι με το μέρος σου», είπε ο Ναλέσεν, κρατώντας προσεκτικά το κουπόνι για να στεγνώσει το μελάνι. Οι καταστιχογράφοι γίνονταν εύθικτοι, αν έπρεπε να εξαργυρώσουν ένα κουπόνι μουντζουρωμένο από μελάνι, κι οι Εμπουνταρινοί ήταν οι πιο εύθικτοι απ' όλους. «Ξέρω ότι δεν χάνεις συχνά, αλλά, που να καώ, το έχω δει να συμβαίνει. Έχω βάλει στο μάτι μια κοπελιά και θέλω να την πάω στον αποψινό χορό. Μια απλή ράφτρα είναι...» Ήταν ευγενής, όχι ιδιαίτερα κακότροπος, και κάτι τέτοια τού φαίνονταν πολύ σημαντικά. «...αλλά αρκετά χαριτωμένη για να σου στεγνώσει το στόμα. Της αρέσουν τα μπιχλιμπίδια, και μάλιστα τα χρυσά. Της αρέσουν και τα βεγγαλικά -άκουσα πως κάποιοι Φωτοδότες θα οργανώσουν κάτι απόψε, μπορεί να σε ενδιαφέρει- αλλά τα μπιχλιμπίδια είναι αυτά που την κάνουν να χαμογελάει. Αν δεν την καταφέρω να χαμογελάσει, Ματ, δεν θα είναι καθόλου φιλική απέναντί μου».

«Θα τα καταφέρεις», αποκρίθηκε ο Ματ αδιάφορα. Τα άλογα εξακολουθούσαν να κάνουν κύκλους στους στύλους εκκίνησης. Ο Όλβερ κάθισε υπερήφανα στη ράχη του Ανέμου χαμογελώντας τόσο πλατιά, ώστε τα χείλη του άγγιζαν σχεδόν τα αυτιά του. Στις Εμπουνταρινές ιπποδρομίες, όλοι οι αναβάτες ήταν αγόρια· στην ενδοχώρα, χρησιμοποιούσαν κοπέλες. Ο Όλβερ ήταν ο πιο μικροκαμωμένος κι ο ελαφρύτερος, αν και το γκρίζο μακροπόδαρο ζώο δεν είχε ανάγκη απ' αυτό το πλεονέκτημα. «Θα την κάνεις να γελάσει τόσο που να μην μπορεί να σταθεί όρθια». Ο Ναλέσεν τον κοίταξε βλοσυρά, αλλά ο Ματ δεν έδωσε σημασία. Ο τύπος έπρεπε να γνωρίζει πως το χρυσάφι δεν ήταν από τα ζητήματα που απασχολούσαν πολύ τον Ματ. Μπορεί να μην κέρδιζε πάντα, αλλά τις περισσότερες φορές τα κατάφερνε. Το σίγουρο ήταν ότι η τύχη του δεν είχε να κάνει με το αν θα νικούσε ο Άνεμος.

Το χρυσάφι δεν τον πολυενδιέφερε, ενώ με τον Όλβερ συνέβαινε το αντίθετο. Δεν υπήρχε κανένας νόμος που να απαγόρευε στα αγόρια να χρησιμοποιούν τις βίτσες τους εναντίον αλλήλων αντί στα υποζύγια τους. Μέχρι στιγμής, σε κάθε κούρσα ο Άνεμος έμπαινε επικεφαλής και παρέμενε εκεί, αλλά, αν ο Όλβερ τραυματιζόταν -ακόμα και μια μελανιά ήταν αρκετή — ο Ματ δεν θα μάθαινε την κατάληξη. Ούτε από την Κυρά Ανάν, την πανδοχέα, ούτε από τη Νυνάβε, ούτε από την Ηλαίην, την Αβιέντα ή την Μπιργκίτε. Η πάλαι ποτέ Κόρη της Λόγχης κι η περίεργη γυναίκα που είχε δεσμεύσει η Ηλαίην ως Πρόμαχο ήταν οι τελευταίες από τις οποίες θα περίμενε να αναβλύζουν μητρικά αισθήματα· ωστόσο, ήδη είχαν προσπαθήσει να αποσπάσουν το αγόρι από την Περιπλανώμενη Γυναίκα, ερήμην του Ματ, και να το πάνε στο Παλάτι Τάρασιν. Ένα μέρος με τόσο πολλές Άες Σεντάι δεν ήταν το καταλληλότερο για το αγόρι ή και για οποιονδήποτε άλλον. Ένα στραβοπάτημα, όμως, ήταν αρκετό· αντί να μάθαιναν η Μπιργκίτε κι η Αβιέντα πως δεν είχαν καμιά δουλειά με το αγόρι, η Σετάλ Ανάν θα το έπαιρνε από εκεί αυτοπροσώπως. Ο Όλβερ πιθανότατα θα το έριχνε στον ύπνο, αν δεν του επέτρεπαν να ξανασυμμετάσχει σε ιπποδρομίες, αλλά οι γυναίκες δεν τα καταλάβαιναν αυτά τα πράγματα. Για χιλιοστή φορά, ο Ματ καταράστηκε τον Ναλέσεν επειδή έβαλε στα μουλωχτά τον Όλβερ και τον Άνεμο σε εκείνες τις πρώτες κούρσες. Βέβαια, έπρεπε να βρουν κάτι να περάσουν την ώρα τους, αλλά θα μπορούσαν να απασχοληθούν κάπως αλλιώς. Το να κλέβουν πουγκιά δεν θα φάνταζε χειρότερο στα μάτια των γυναικών.

«Να ο ληστοκυνηγός», είπε ο Ναλέσεν, χώνοντας το κουπόνι στο πανωφόρι του. Δεν τόλμησε ούτε να καγχάσει. «Μέχρι στιγμής μόνο καλό έχει κάνει, αλλά ίσως θα ήταν καλύτερο να είχαμε φέρει άλλους πενήντα στρατιώτες».

Ο Τζούιλιν πέρασε μέσα από το πλήθος με βήμα αποφασιστικό. Ο μαυριδερός σκληρός άντρας χρησιμοποιούσε μια λεπτοκαμωμένη ράβδο από μπαμπού, ψηλή όσο κι ο ίδιος, ως μαγκούρα πεζοπορίας. Φορούσε μια κόκκινη Ταραμπονέζικη τραγιάσκα με κωνική κι επίπεδη κορυφή, κι ένα απέριττο πανωφόρι, σφιχτό στη μέση και φαρδύ λίγο πιο πάνω από τις μπότες του, κάπως φθαρμένο κι όχι απ' αυτά που θα επέλεγε ένας πλούσιος. Κανονικά, δεν θα του επιτρεπόταν να βρίσκεται κάτω από το πλέγμα, αλλά βρήκε τον τρόπο για να περιεργαστεί εξονυχιστικά τα άλογα. Έβγαλε επιδεικτικά ένα διόλου ευκαταφρόνητο νόμισμα και το έκανε να αναπηδήσει στην παλάμη του. Αρκετοί από τους φρουρούς των καταστιχογράφων τού έριχναν ύποπτες ματιές, αλλά η χρυσή κορώνα τού επέτρεψε την είσοδο.

«Λοιπόν;» είπε ξινά ο Ματ, τραβώντας χαμηλά το καπέλο του μόλις ο ληστοκυνηγός τον πλησίασε. «Όχι, άσε με να μαντέψω. Το έσκασαν ξανά από το παλάτι. Και πάλι κανείς δεν τις πρόσεξε, και πάλι κανείς δεν έχει την παραμικρή ιδέα πού βρίσκονται».

Ο Τζούιλιν τοποθέτησε προσεκτικά το νόμισμα στην τσέπη του πανωφοριού του. Δεν είχε πρόθεση να βάλει κανένα στοίχημα· προτιμούσε να αποταμιεύει όποιο ποσό έπεφτε στα χέρια του. «Πήραν κι οι τέσσερις μια σκεπαστή άμαξα από το παλάτι κι έφτασαν στην προβλήτα, όπου και νοίκιασαν μια βάρκα. Ο Θομ νοίκιασε κι αυτός μία, για να τις ακολουθήσει και να δει πού πηγαίνουν. Πάντως, όχι σε κάποιο σκοτεινό και δυσάρεστο μέρος, κρίνοντας από τα ρούχα τους. Είναι αλήθεια, όμως, πως οι ευγενείς φορούν μετάξια για να κυλιστούν στον βούρκο». Έριξε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στον Ναλέσεν, ο οποίος σταύρωσε τα χέρια του και προσποιήθηκε ότι ήταν συγκεντρωμένος στα άλογα. Το χαμόγελο δεν ήταν παρά ένα απλό γύμνωμα των δοντιών. Ήταν κι οι δυο τους Δακρυνοί, αλλά το χάσμα ανάμεσα στους ευγενείς και τους μικροαστούς ήταν μεγάλο στο Δάκρυ, κι υπήρχε μια αμοιβαία αντιπάθεια.

«Γυναίκες!» Κάμποσες καλοντυμένες εκπρόσωποι του φύλου, εκεί κοντά, στράφηκαν να λοξοκοιτάξουν τον Ματ κάτω από τα λαμπερά παρασόλια. Τις κοίταξε συνοφρυωμένος, παρ' όλο που δύο από αυτές ήταν χαριτωμένες. Οι άλλες άρχισαν να γελούν και να κουτσομπολεύουν, λες κι είχε κάνει κάτι πολύ αστείο. Μια γυναίκα μπορούσε να κάνει κάτι μέχρι να σε πείσει ότι ανέκαθεν ήταν ικανή γι' αυτό. Έπειτα, θα έκανε κάτι διαφορετικό, απλώς για να σε συγχύσει. Όμως είχε υποσχεθεί στον Ραντ ότι θα εξασφάλιζε την επιστροφή της Ηλαίην στο Κάεμλυν, όπως επίσης της Νυνάβε και της Εγκουέν. Ομοίως, είχε υποσχεθεί στην Εγκουέν πως θα φρόντιζε για την ασφάλεια των άλλων δύο στο ταξίδι προς το Έμπου Νταρ, για να μην αναφέρουμε την Αβιέντα. Αυτό ήταν το τίμημα τού να πάει την Ηλαίην στο Κάεμλυν. Όχι ότι του είχαν αναφέρει για ποιον λόγο έπρεπε να είναι εδώ. Σε καμία περίπτωση. Ούτε είκοσι λέξεις δεν είχαν ανταλλάξει μαζί του από τότε που ήρθε σε αυτήν την καταραμένη πόλη!

«Θα φροντίσω για την ασφάλειά τους», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του, «ακόμα κι αν χρειαστεί να τις χώσω μέσα σε βαρέλια και να τις σύρω με καρότσι μέχρι το Κάεμλυν». Ίσως ήταν ο μοναδικός άντρας στον κόσμο που έλεγε κάτι τέτοιο για τις Άες Σεντάι άφοβα, συμπεριλαμβανομένων του Ραντ κι όσων υποστηρικτών είχε συγκεντρώσει. Άγγιξε το μενταγιόν με την αλεπουδοκεφαλή που κρεμόταν μέσα από το πουκάμισό του, για να βεβαιωθεί πως βρισκόταν εκεί, μολονότι δεν το έβγαζε ποτέ, ακόμα κι όταν έκανε μπάνιο. Είχε κι ελαττώματα, αλλά σε έναν άντρα άρεσαν οι υπενθυμίσεις.

«Το Τάραμπον θα πρέπει να είναι φοβερό για μια γυναίκα που δεν έχει συνηθίσει να αυτοπροστατεύεται», μουρμούρισε ο Τζούιλιν. Παρακολουθούσε τρεις άντρες καλυμμένους με μαντίλια, που φορούσαν κουρελιασμένα πανωφόρια και ξεχειλωμένα παντελόνια, τα οποία κάποτε ήταν λευκά. Ανέβαιναν με δυσκολία την αντικριστή όχθη, μπροστά από ένα ζευγάρι φρουρών που κουνούσαν απειλητικά τα ρόπαλά τους. Κανένας νόμος δεν απαγόρευε στους φτωχούς να πηγαίνουν κάτω από το πλέγμα, αλλά οι φρουροί των καταστιχογράφων είχαν θεσμοθετήσει δικό τους. Οι δύο νοστιμούλες που προηγουμένως έριχναν ματιές στον Ματ έμοιαζαν να στοιχηματίζουν μεταξύ τους αν οι Ταραμπονέζοι θα ξέφευγαν από τους φρουρούς.

«Έχουμε υπεραρκετές γυναίκες εδώ χωρίς συναίσθηση του τι ακριβώς κάνουν», του είπε ο Ματ. «Πήγαινε ξανά στην προβλήτα και περίμενε να έρθει ο Θομ. Πες του πως τον χρειάζομαι το συντομότερο δυνατόν. Θέλω να μάθω τι σχεδιάζουν εκείνες οι ανόητες καταραμένες γυναίκες».

Το βλέμμα που του έριξε ο Τζούιλιν μαρτυρούσε ξεκάθαρα πως θεωρούσε τον ίδιο ανόητο. Σε τελική ανάλυση, αυτό προσπαθούσαν να μάθουν για περισσότερο από ένα μήνα τώρα, από τότε που είχαν φτάσει εδώ. Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στους τρεις άντρες που είχαν τραπεί σε φυγή, κίνησε να πάρει τον δρόμο απ' όπου είχε έρθει, παίζοντας για άλλη μια φορά το νόμισμα στο χέρι του.

Ο Ματ κοίταξε συνοφρυωμένος πέρα από τον αγωνιστικό χώρο. Απείχε μόλις πενήντα βήματα από τα πλήθη στην άλλη μεριά και διάφορες φάτσες πετάγονταν γύρω του - ένας καμπούρης ασπρομάλλης γέρος με γαμψή μύτη, μια γυναίκα με αυστηρό πρόσωπο κάτω από ένα καπέλο σχεδόν εξ ολοκλήρου καλυμμένο με λοφία, ένα ψηλός τύπος σαν λέλεκας ντυμένος με πράσινο μετάξι και χρυσαφιά κοτσίδα, μια στρουμπουλή αλλά χαριτωμένη νεαρή γυναίκα με σαρκώδη χείλη, που έμοιαζε έτοιμη να ξεντυθεί. Όσο περισσότερη ζέστη έκανε, τόσο λεπτότερα και λιγότερα ρούχα φορούσαν οι γυναίκες στο Έμπου Νταρ. Ωστόσο, για πρώτη φορά δεν τους έδωσε μεγάλη σημασία. Είχαν περάσει βδομάδες από την τελευταία φορά που είχε δει φευγαλέα τις γυναίκες που τον απασχολούσαν τώρα.

Η Μπιργκίτε σίγουρα δεν χρειαζόταν κανέναν να την πάρει από το χεράκι. Ήταν Κυνηγός του Κέρατος, κι όποιος την ενοχλούσε θα έβρισκε σίγουρα τον μπελά του. Η δε Αβιέντα... Το μόνο που χρειαζόταν ήταν κάποιον να τη συγκρατεί, για να μη μαχαιρώνει όποιον την κοίταζε κάπως λοξά. Απ' όσο μπορούσε να συμπεράνει, θα μπορούσε να μαχαιρώσει όποιον ήθελε, εκτός φυσικά από την Ηλαίην. Παρ' ότι η καταραμένη Κόρη-Διάδοχος κοιτούσε τους πάντες αφ' υψηλού, εντούτοις έκανε τα γλυκά μάτια στον Ραντ· το ίδιο έκανε κι η Αβιέντα όταν ήταν μαζί του, αν και κατά τα άλλα θα μαχαίρωνε όποιον άλλον άντρα τής έριχνε μια ματιά. Ο Ραντ ήξερε συνήθως πώς να φέρεται στις γυναίκες, αλλά είχε πέσει στον λάκκο με τα φίδια από τη στιγμή που άφησε αυτές τις δύο να κάνουν παρέα. Η καταστροφή δεν απείχε πολύ, κι ο λόγος που δεν είχε ήδη συμβεί ήταν άγνωστος στον Ματ.

Για κάποια αιτία, η ματιά του έπεσε πάλι στη γυναίκα με το αυστηρό πρόσωπο. Ήταν ελκυστική, σχεδόν σαν αλεπού. Την υπολόγισε στην ηλικία της Νυνάβε· ήταν δύσκολο να προσδιορίσει από απόσταση, αλλά μπορούσε να κρίνει τις γυναίκες το ίδιο εύκολα με τα άλογα. Οι γυναίκες, βέβαια, μπορούσαν να σε εξαπατήσουν γρηγορότερα από οποιοδήποτε άλογο. Λεπτοκαμωμένη. Για ποιον λόγο, άραγε, του θύμιζε άχυρο; Απ' όσο μπορούσε να δει κάτω από το πλουμιστό καπέλο, τα μαλλιά της ήταν μαύρα. Κανένα πρόβλημα.

Η Μπιργκίτε κι η Αβιέντα μπορούσαν μια χαρά να τα βγάλουν πέρα μόνες τους χωρίς ο ίδιος να αναλάβει τον ρόλο του ποιμένα. Φυσιολογικά, το ίδιο θα έλεγε για την Ηλαίην και τη Νυνάβε, ανεξάρτητα από την ισχυρογνωμοσύνη, την έπαρση και την απίστευτη φορτικότητά τους. Το ότι τόσον καιρό ενεργούσαν στα μουλωχτά τα έλεγε όλα. Η ισχυρογνωμοσύνη ήταν το κλειδί. Ανήκαν στο είδος των γυναικών που κάλλιστα θα επέπλητταν έναν άντρα επειδή μπερδεύεται στα πόδια τους, κι έπειτα θα τον επέπλητταν ξανά επειδή δεν ήταν παρών όταν τον χρειάζονταν. Όχι, βέβαια, πως ακόμα και τότε θα παραδέχονταν ότι τον είχαν ανάγκη. Αν έβαζες ένα χεράκι να βοηθήσεις, ανακατευόσουν σε ξένα χωράφια· αν δεν έκανες τίποτα, ήσουν ένας αναξιόπιστος χαραμοφάης.

Η γυναίκα με το αλεπουδίσιο πρόσωπο, από την απέναντι μεριά, εμφανίστηκε ξανά στο οπτικό του πεδίο. Όχι, δεν του θύμιζε άχυρο αλλά στάβλο. Ήταν, όμως, εξίσου ακατανόητο, αν κι είχε περάσει πολύ ευχάριστες στιγμές μέσα σε στάβλους, παρέα με νεαρές αλλά και με μεγαλύτερες γυναίκες. Ωστόσο, αυτή εδώ φορούσε ένα απέριττο γαλάζιο μεταξωτό φόρεμα με ψηλό λαιμό, στολισμένο με χιονάτη δαντέλα μέχρι το πηγούνι της, ενώ άλλες δαντέλες κάλυπταν τα χέρια της. Μάλλον επρόκειτο για κάποια λαίδη, κι ο Ματ απέφευγε τις αριστοκράτισσες σαν να ήταν μεταδοτική ασθένεια. Έπαιζαν τον ρόλο της ψηλομύτας με την ίδια άνεση που θα έπαιζαν άρπα, περιμένοντας ότι ένας άντρας θα έδινε πάντα το «παρών» σε κάθε νεύμα τους. Όχι, όμως, ο Ματ Κώθον. Παραδόξως, έκανε μόνη της αέρα με μια ολόκληρη αρμαθιά από λευκά λοφία. Πού ήταν η υπηρέτρια της; Ένα μαχαίρι. Γιατί τον έκανε να σκεφτεί ένα μαχαίρι; Και... φωτιά; Κάτι φλεγόμενο, τέλος πάντων.

Κουνώντας το κεφάλι του, προσπάθησε να συγκεντρωθεί σε θέματα μεγαλύτερης σημασίας. Οι μνήμες άλλων αντρών, αναμνήσεις μαχών, ανακτόρων, χωρών εξαφανισμένων πριν από αιώνες, γέμιζαν τις τρύπες μέσα στο μυαλό του, μέρη που η δική του ζωή έπαιζε ελάχιστο ρόλο ή ήταν εντελώς ανύπαρκτη. Για παράδειγμα, μπορούσε να θυμηθεί αρκετά καθαρά το φευγιό από τους Δύο Ποταμούς μαζί με τη Μουαραίν και τον Λαν, αλλά σχεδόν τίποτα μέχρι που έφτασε στο Κάεμλυν. Παρόμοια κενά υπήρχαν τόσο πριν, όσο και μετά. Αν, λοιπόν, ολόκληρα χρόνια της νιότης του είχαν χαθεί έτσι, από πού κι ως πού περίμενε να αναγνωρίζει κάθε γυναίκα που είχε συναντήσει; Ίσως αυτή τού θύμιζε κάποια άλλη, νεκρή για περισσότερο από μία χιλιετία. Μα το Φως, αυτό συνέβαινε συχνά. Ακόμα κι η Μπιργκίτε γαργαλούσε τη μνήμη του μερικές φορές. Τέλος πάντων, η αλήθεια είναι πως υπήρχαν τέσσερις γυναίκες που κατά καιρούς αιχμαλώτιζαν τον νου του. Αυτές ήταν όντως ό,τι πιο σημαντικό.

Η Νυνάβε κι οι υπόλοιπες τον απέφευγαν λες κι είχε ψείρες. Πέντε φορές είχε βρεθεί στο παλάτι, κι αυτές τον είχαν δει μια φορά όλη κι όλη, απλώς για να του πουν ότι είναι πολύ απασχολημένες και να τον ξαποστείλουν σαν να ήταν το παιδί για τα θελήματα. Όλα αυτά έδειχναν μονάχα ένα πράγμα. Πίστευαν ότι θα μπλεκόταν στα πόδια τους, κι ο μόνος λόγος που θα έκανε κάτι τέτοιο θα ήταν αν κινδύνευαν. Δεν ήταν εντελώς ηλίθιες. Ανόητες μερικές φορές αλλά όχι ηλίθιες. Αν πίστευαν ότι υπήρχε κίνδυνος, πράγματι υπήρχε. Σε κάποια σημεία της πόλης, αν ήσουν ξένος ή έδειχνες πλούσιος, θα μπορούσες να καταλήξεις με ένα μαχαίρι μπηγμένο στα πλευρά. Αυτό ούτε η διαβίβαση δεν μπορούσε να το εμποδίσει, στην περίπτωση που εκείνες δεν θα το αντιλαμβάνονταν εγκαίρως. Κι αυτός βρισκόταν εδώ με τον Ναλέσεν και με μια ντουζίνα παλικάρια της Ομάδας, οι δε Θομ και Τζούιλιν, που διέμεναν στους κοιτώνες των υπηρετών του παλατιού, τεμπέλιαζαν ολημερίς. Αυτές οι ξεροκέφαλες γυναίκες μάλλον θα κατέληγαν με τους λαιμούς τους κομμένους. «Όχι, αν μπορώ να το αποτρέψω», γρύλισε.

«Τι πράγμα;» είπε ο Ναλέσεν. «Κοίτα, Ματ, μπαίνουν στη γραμμή. Που να κάψει το Φως την ψυχή μου, ελπίζω να έχεις δίκιο. Αυτό το παρδαλό δεν μου φαίνεται και τόσο τρελαμένο. Μάλλον ανυπόμονο είναι».

Τα άλογα σηκώνονταν στα πισινά τους πόδια κι έπαιρναν θέση ανάμεσα στους ψηλούς στύλους που ήταν καρφωμένοι στο έδαφος, ενώ τα μπλε, πράσινα, πολύχρωμα και ριγωτά σημαιάκια στην κορυφή τους ανέμιζαν στη ζεστή αύρα. Πεντακόσια βήματα μακρύτερα, στον διάδρομο με το πατικωμένο κοκκινόχωμα, αντίστοιχοι σημαιοστολισμένοι στύλοι σχημάτιζαν μια δεύτερη σειρά. Κάθε αναβάτης έπρεπε να κινηθεί κυκλικά γύρω από το σημαιάκι με το αντίστοιχο χρώμα, να το πιάσει από τα δεξιά και να επιστρέψει. Στα δύο άκρα της σειράς των αλόγων, ακριβώς μπροστά, στεκόταν κι από ένας καταστιχο-γράφος· από τη μία, μια παχιά γυναίκα, κι από την άλλη, ένας άντρας ακόμα παχύτερος. Αμφότεροι κρατούσαν ψηλά ένα άσπρο μαντίλι. Οι καταστιχογράφοι εναλλάσσονταν και δεν επιτρεπόταν να δέχονται στοιχήματα από τη στιγμή που η κούρσα είχε ξεκινήσει.

«Που να με πάρει και να με σηκώσει», μουρμούρισε ο Ναλέσεν.

«Μα το Φως, άνθρωπέ μου, ηρέμησε. Θα τα κάνεις θάλασσα με τη ράφτρα σου». Ένα βουητό έπνιξε τις τελευταίες λέξεις, καθώς τα μαντίλια κατέβηκαν και τα άλογα ξεχύθηκαν μπροστά. Ακόμα κι ο ήχος των οπλών τους καλυπτόταν από την οχλαγωγία. Στις πρώτες δέκα δρασκελιές ο Άνεμος πήρε προβάδισμα, με τον Όλβερ γαντζωμένο στη χαίτη του, ενώ το καστανό μουνούχι με την ασημένια χαίτη ήταν ελάχιστα πιο πίσω. Ο παρδαλός ακολουθούσε ακόμα πιο πίσω, εκεί που οι βιτσιές των αναβατών έπεφταν σύννεφο.

«Σ' το είπα πως το καστανό ήταν επικίνδυνο», μούγκρισε ο Ναλέσεν. «Δεν έπρεπε να στοιχηματίσουμε».

Ο Ματ δεν μπήκε στον κόπο να του απαντήσει. Είχε άλλο ένα πουγκί στην τσέπη και μερικά διασκορπισμένα νομίσματα. Αποκαλούσε το πουγκί «σπόρο». Με τη βοήθειά του, όπως και με τη βοήθεια μερικών νομισμάτων κι ενός παιχνιδιού με ζάρια, θα μπορούσε να αποκαταστήσει την περιουσία του ό,τι κι αν θα συνέβαινε το πρωί. Στα μισά της διαδρομής, ο Άνεμος εξακολουθούσε να είναι επικεφαλής, με το καστανό ακριβώς πίσω, προπορευόμενο σχεδόν δύο μέτρα από το επόμενο άλογο. Ο παρδαλός είχε μείνει πέμπτος. Τα πράγματα θα γίνονταν επικίνδυνα έπειτα από τη στροφή. Οι αναβάτες όσων αλόγων είχαν μείνει πίσω κατά παράδοση προσπαθούσαν να τραυματίσουν εκείνους που έκαναν κύκλο γύρω από τους πασσάλους μπροστά τους.

Η ματιά του Ματ ακολούθησε την κούρσα, αλλά ξαφνικά έπεσε ξανά πάνω στη γυναίκα με το αυστηρό πρόσωπο... κι αποτραβήχτηκε. Οι κραυγές και τα ουρλιαχτά του πλήθους άρχισαν να εξασθενούν. Η γυναίκα κουνούσε τη βεντάλια της προς το μέρος των αλόγων και χοροπηδούσε φρενιασμένα, αλλά ξαφνικά ο Ματ την είδε ντυμένη με ένα αχνοπράσινο φόρεμα κι έναν πτυχωμένο γκρίζο μανδύα, με τα μαλλιά της πιασμένα σε ένα αφρώδες δίχτυ από δαντέλα και με τη φούστα κομψά ανασηκωμένη, καθώς προσπαθούσε να διασχίσει έναν στάβλο, όχι πολύ μακριά από το Κάεμλυν.

Ο Ραντ ήταν ακόμα ξαπλωμένος πάνω στο αχυρένιο στρώμα γογγύζοντας, μολονότι ο πυρετός έμοιαζε να έχει υποχωρήσει. Αν μη τι άλλο, δεν ούρλιαζε πια σε ανθρώπους που δεν βρίσκονταν εκεί. Ο Ματ κοίταξε καχύποπτα τη γυναίκα καθώς εκείνη γονάτιζε δίπλα στον Ραντ. Ίσως μπορούσε να βοηθήσει, όπως ισχυριζόταν, αλλά ο Ματ δεν εμπιστευόταν πια τους ανθρώπους όπως παλιότερα. Τι δουλειά είχε μια τόσο ντελικάτη κυρία σε έναν χωριάτικο στάβλο; Χαϊδεύοντας τη στολισμένη με ρουμπίνια λαβή του εγχειριδίου που έκρυβε στο πανωφόρι του, αναρωτήθηκε για ποιον λόγο εμπιστευόταν κάποτε τους ανθρώπους. Ποτέ δεν τον είχε ωφελήσει. Ποτέ.

«...αδύναμος σαν νεογέννητο γατάκι», έλεγε η γυναίκα καθώς έβαζε το χέρι της κάτω από τον μανδύα του. «Νομίζω πως...»

Ένα μαχαίρι εμφανίστηκε ξαφνικά στο χέρι της, στοχεύοντας τον λαιμό τον Ματ, ο οποίος θα ήταν νεκρός, αν δεν είχε αντιδράσει αστραπιαία. Πέφτοντας κάτω, την έπιασε από τον καρπό, σπρώχνοντας το όπλο μακριά κι ακουμπώντας με μια σαρωτική κίνηση την κυρτή λάμα της Σαντάρ Λογκόθ στον λεπτοκαμωμένο λευκό της λαιμό. Η γυναίκα πάγωσε και προσπάθησε να κοιτάξει την κοφτερή ακμή που βαθούλωνε το δέρμα της. Εκείνος ήθελε διακαώς να της κόψει τον λαιμό. Ειδικά μόλις αντίκρισε το σημείο που το εγχειρίδιό της είχε καρφωθεί στον τοίχο του στάβλου. Γύρω από τη λεπτή λάμα υπήρχε ένας μαύρος καμένος κύκλος, ενώ μια αραιή τούφα γκρίζου καπνού αναδυόταν από το ξύλο που ήταν έτοιμο να τυλιχτεί στις φλόγες.

Ριγώντας, ο Ματ έτριψε με το ένα χέρι τα μάτια του. Κουβαλούσε επάνω του το μαχαίρι της Σαντάρ Λογκόθ που είχε κοντέψει να τον σκοτώσει, αφήνοντας όλα αυτά τα κενά στη μνήμη του, αλλά πώς μπορούσε να ξεχάσει μια γυναίκα που αποπειράθηκε να τον δολοφονήσει; Μια Σκοτεινόφιλη -το είχε παραδεχτεί μόνη της- η οποία δοκίμασε να τον σκοτώσει με ένα εγχειρίδιο που έκανε το νερό ενός κουβά να αναβράσει όταν το πέταξαν μέσα, αφού πρώτα είχαν κλειδώσει την ίδια στο δωματιάκι με τις σέλες και τα χαλινάρια. Μια Σκοτεινόφιλη η οποία είχε πάρει στο κυνήγι εκείνον και τον Ραντ. Πόσο πιθανό ήταν να βρίσκεται ταυτόχρονα με τον Ματ στο Έμπου Νταρ, και μάλιστα στις ιπποδρομίες της ίδιας μέρας; Ίσως η λέξη τα'βίρεν να απαντούσε σωστά στην ερώτηση —του άρεσε να το σκέφτεται, όπως του άρεσε να σκέφτεται το Κέρας του καταραμένου τού Βαλίρ- αλλά ήταν γεγονός πως οι Αποδιωγμένοι γνώριζαν το όνομά του. Το περιστατικό του στάβλου δεν αποτελούσε την τελευταία απόπειρα των Σκοτεινόφιλων να βάλουν τέλος στη ζωή του Ματ Κώθον.

Τρίκλισε καθώς ο Ναλέσεν άρχισε ξαφνικά να τον χτυπάει στην πλάτη. «Κοίτα τον, Ματ! Μα το Φως στα ουράνια, κοίτα τον!»

Τα άλογα είχαν κάνει τον κύκλο των στύλων κι ήταν έτοιμα να πάρουν στροφή. Με το κεφάλι τεντωμένο μπροστά και τη χαίτη με την ουρά να ανεμίζουν, ο Άνεμος όρμησε στον διάδρομο, με τον Όλβερ γαντζωμένο πάνω στη ράχη του λες κι ήταν κομμάτι της σέλας. Το αγόρι ίππευε σαν να ήξερε από γεννησιμιού του. Περισσότερο από ένα μέτρο πίσω του, ο παρδαλός κάλπαζε δαιμονισμένα, ενώ ο αναβάτης του τον κεντούσε με τη βίτσα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να πλησιάσει περισσότερο. Βίτσιζαν σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, μέχρι την τερματική γραμμή, με το αμέσως επόμενο άλογο να ακολουθεί σε απόσταση περίπου ενός μέτρου. Το καστανό με την ασπριδερή χαίτη έφτασε τελευταίο. Τα βογκητά κι οι γκρίνιες των χαμένων υπερκάλυπταν τις χαρούμενες κραυγές των κερδισμένων. Τα κουπόνια των πρώτων έπεφταν σαν βροχή στην πίστα, ενώ δεκάδες υπηρέτες έτρεχαν να την καθαρίσουν πριν από την επόμενη κούρσα.

«Πρέπει να βρούμε αυτήν τη γυναίκα, Ματ. Την έχω ικανή να σηκωθεί να φύγει χωρίς να πληρώσει όσα μάς χρωστάει». Απ' ό,τι είχε ακούσει ο Ματ, η συντεχνία των καταστιχογράφων δεν αστειευόταν όταν κάποιο μέλος της προσπαθούσε να ξεφύγει για πρώτη φορά· τη δεύτερη η τιμωρία ήταν αμείλικτη, αλλά δεν ήταν παρά κοινοί άνθρωποι, κι αυτό αρκούσε στον Ναλέσεν.

«Στέκεται εκεί, σε κοινή θέα». Ο Ματ τού έδειξε δίχως να αποτραβήξει τη ματιά του από τη Σκοτεινόφιλη με το αλεπουδίσιο πρόσωπο. Η γυναίκα, κοιτώντας άγρια ένα κουπόνι, το πέταξε στο έδαφος κι ανασήκωσε τη φούστα της για να το ποδοπατήσει. Προφανώς, δεν είχε στοιχηματίσει στον Άνεμο. Εξακολουθώντας να είναι θυμωμένη, άρχισε να ανοίγει δρόμο μέσα από το πλήθος. Ο Ματ κοκάλωσε. Έφευγε. «Μάζεψε τα κέρδη μας, Ναλέσεν, και μετά πήγαινε τον Όλβερ στο πανδοχείο. Αν χάσει το μάθημα της ανάγνωσης, πιο πιθανό είναι εσύ να φιλήσεις την αδελφή του Σκοτεινού παρά να αφήσει η Κυρά Ανάν τον μικρό να ξαναπάρει μέρος σε κούρσα».

«Πού πας;»

«Είδα μια γυναίκα που είχε προσπαθήσει να με σκοτώσει», αποκρίθηκε ο Ματ πάνω από τον ώμο του.

«Δώσε της κανένα μπιχλιμπίδι την επόμενη φορά», του φώναξε ο Ναλέσεν.

Δεν ήταν δύσκολο να την ακολουθήσει. Αυτό το πλουμιστό άσπρο καπέλο έμοιαζε με λάβαρο έτσι όπως εξείχε μέσα στο πλήθος. Οι χωμάτινες όχθες έδωσαν τη θέση τους σε μια τεράστια ανοικτή έκταση, όπου γυαλιστερές λουστραρισμένες άμαξες και κουβούκλια με καθίσματα περίμεναν κάτω από το παρατηρητικό βλέμμα των οδηγών και των φορέων. Το άλογο του Ματ, ο Πιπς, ήταν ένα από αυτά που φρουρούσαν τα μέλη της Αρχαίας και Σεβάσμιας Συντεχνίας των Σταβλιτών. Στο Έμπου Νταρ υπήρχε για καθετί και μια συντεχνία, κι αλίμονο σε όποιον έμπαινε στα χωράφια τους. Ο Ματ σταμάτησε, αλλά η γυναίκα προσπέρασε τα οχήματα που μετέφεραν όσους κατείχαν θέση ή χρήματα. Όχι μόνο δεν είχε υπηρέτρια αλλά ούτε καν κάποιον τίτλο. Αν κάποιος είχε λεφτά για να χρησιμοποιήσει μεταφορικό μέσο, απέφευγε να περπατήσει με αυτήν τη ζέστη. Μήπως ήταν δύσκολοι οι καιροί για τη Λαίδη;

Η Ασημένια Τροχιά απλωνόταν νότια του ψηλού λευκού γύψινου τείχους που κύκλωνε την πόλη· η γυναίκα, καλύπτοντας την απόσταση εκατό βημάτων του δρόμου που οδηγούσε στην πλατιά μυτερή αψίδα της Πύλης Μολντάιν, πέρασε στο εσωτερικό. Ο Ματ, πασχίζοντας να φανεί όσο πιο αδιάφορος γινόταν, την ακολούθησε. Η πύλη ήταν μια σκοτεινή σήραγγα δέκα πιθαμών, αλλά το καπέλο της ξεχώριζε ανάμεσα στο πλήθος που πηγαινοερχόταν. Όσοι περπατούσαν σπάνια φορούσαν καπέλα με λοφία. Έμοιαζε να ξέρει πολύ καλά πού πήγαινε. Τα λοφία αναδεύονταν μέσα από το πλήθος, μπροστά του. Η γυναίκα δεν φαινόταν να βιάζεται, αλλά βάδιζε με σταθερό βήμα.

Το Έμπου Νταρ λαμπύριζε λευκό στο πρωινό ηλιόφως. Λευκά παλάτια με κατάλευκους κίονες και σφυρήλατα μπαλκόνια με παραπετάσματα ξεφύτρωναν δίπλα σε στάβλους, σε μαγαζιά υφαντριών και μανάβηδων φτιαγμένα από σοβά, σε μεγάλα άσπρα σπίτια με περσίδες που έκρυβαν τα αψιδωτά παράθυρα. Ακόμα πιο δίπλα, υπήρχαν λευκά πανδοχεία με βαμμένες ταμπέλες, που κρέμονταν πάνω από τις εισόδους. Στις ανοικτές αγορές, κάτω από μακρόστενες οροφές, πρόβατα, κότες, μοσχάρια, χήνες και πάπιες έκαναν τέτοιο σαματά στον αυλόγυρο, ώστε οι κραυγές τους ανταγωνίζονταν τα αδέλφια τους που ήδη είχαν σφαγιαστεί και τώρα κρέμονταν από ψηλά. Όλα, πέτρες και σοβάδες, ήταν λευκά, εκτός από μερικές περιοχές βαμμένες με κόκκινο, γαλάζιο ή χρυσαφί χρώμα πάνω σε θόλους που έμοιαζαν με γογγύλια και μυτερούς οβελίσκους περιτριγυρισμένους από μπαλκόνια. Παντού υπήρχαν πλατείες, και σε καθεμία από αυτές δέσποζε ένας τεράστιος ανδριάντας σε βάθρο ή κάποιο σιντριβάνι που υπενθύμιζε πόση ζέστη έκανε, με τον κόσμο να συνωστίζεται γύρω του. Η πόλη έβριθε προσφύγων, χονδρεμπόρων και μεγαλεμπόρων. Ό,τι κι αν συνέβαινε, όλο και κάποιος έβγαινε ωφελημένος. Τα προϊόντα της Σαλδαία, που κάποτε πήγαιναν στο Άραντ Ντόμαν, κατηφόριζαν τώρα προς το Έμπου Νταρ. Κάτι ανάλογο συνέβαινε με την Αμαδισία και το Τάραμπον. Όλοι έκαναν σαν τρελοί για ένα νόμισμα, για χίλια νομίσματα, για μια μπουκιά. Η οσμή που πλανιόταν στον αέρα ήταν ένα μείγμα αρωμάτων, σκόνης κι ιδρώτα. Κατά κάποιον τρόπο, όλα ανέδιδαν μια μυρωδιά απόγνωσης.

Κανάλια γεμάτα πλοιάρια διέτρεχαν την πόλη, τεμνόμενα από δεκάδες γέφυρες· μερικές ήταν τόσο στενές, ώστε δεν χωρούσαν να περάσουν δύο άνθρωποι· άλλες τόσο πλατιές, ώστε σε κάθε τους μεριά υπήρχαν μαγαζιά που έμοιαζαν να αιωρούνται πάνω από τα νερά. Ο Ματ αντιλήφθηκε ξαφνικά πως το πλουμιστό καπέλο είχε σταματήσει σε ένα από αυτά. Σταμάτησε κι ο ίδιος, περικυκλωμένος από μια λαοθάλασσα. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά ξύλινες κόχες με βαριά χοντρά μαδέρια, τα οποία χρησίμευαν ως παντζούρια για να κλείνουν τη νύχτα. Τώρα ήταν ανασηκωμένα, επιδεικνύοντας τις ταμπέλες των μαγαζιών. Η ταμπέλα πάνω από το πλουμιστό καπέλο παρίστανε μια χρυσή ζυγαριά κι ένα σφυρί, τα σύμβολα της συντεχνίας των χρυσοχόων, αν κι ο ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου καταστήματος δεν έδειχνε να ανήκει στα εύπορα μέλη. Μέσα από ένα κενό που παρουσιάστηκε στο πλήθος, ο Ματ είδε τη γυναίκα να κοιτάζει προς τα πίσω κι έτρεξε βιαστικά στο στενό στασίδι δεξιά του. Στον απέναντι τοίχο κρέμονταν δαχτυλίδια και τάβλες που επιδείκνυαν διάφορα είδη πολύτιμων λίθων, κομμένων σε ποικίλα σχέδια.

«Μήπως ο Άρχοντας επιθυμεί κάποιον καινούργιο σφραγιδόλιθο;» ρώτησε ο τύπος με την πτηνόμορφη όψη, καθισμένος πίσω από τον πάγκο. Υποκλίθηκε τρίβοντας τα χέρια του. Κάτισχνος σαν βέργα, δεν είχε την παραμικρή ανησυχία μήπως τον έκλεβαν. Στριμωγμένος σε μια γωνία, πάνω σε ένα σκαμνί, καθόταν ένας μονόφθαλμος άντρας, που σίγουρα θα είχε πρόβλημα να σταθεί όρθιος μέσα στο δωματιάκι. Ένα μεγάλο ρόπαλο, από το οποίο εξείχαν μερικές πρόκες, ήταν ακουμπισμένο ανάμεσα στα ογκώδη γόνατά του. «Μπορώ να φτιάξω οποιοδήποτε σχέδιο επιθυμεί ο Άρχοντας, κι έχω επίσης δοκιμαστικά δαχτυλίδια».

«Για να δω αυτό», είπε ο Ματ δείχνοντας κάτι στην τύχη. Έπρεπε να βρει μια δικαιολογία για την παρουσία του εδώ, μέχρι η γυναίκα να απομακρυνόταν. Ίσως ήταν καλή ευκαιρία να αποφασίσει τι ακριβώς θα έκανε.

«Έξοχο δείγμα της υψηλής τεχνοτροπίας, Άρχοντά μου, και φοριέται πολύ τελευταία. Είναι από χρυσάφι, αλλά μπορώ να το φτιάξω και με ασήμι. Πάντως, νομίζω πως το μέγεθος είναι το κατάλληλο, αν επιθυμεί ο Άρχοντας να το δοκιμάσει. Ίσως θέλετε να μελετήσετε τις φίνες λεπτομέρειες στο χάραγμα. Ο Άρχοντάς μου προτιμά χρυσό ή ασήμι;»

Με ένα γρύλισμα που ήλπισε πως θα εκλαμβανόταν ως απάντηση, ο Ματ πήρε το δαχτυλίδι από τα χέρια του χρυσοχόου και το πέρασε στον παράμεσο του αριστερού του χεριού, προσποιούμενος πως εξετάζει τη σκουρόχρωμη περιφέρεια της σκαλιστής πέτρας. Το μόνο που παρατήρησε ήταν ότι το δαχτυλίδι είχε το ίδιο μήκος με την άρθρωση του δαχτύλου του. Έβγαλε έξω το κεφάλι του και με την άκρη του ματιού του κρυφοκοίταξε τη γυναίκα μέσα από ένα άνοιγμα στον όγκο του πλήθους. Κρατούσε στο φως ένα πλατύ χρυσό περιδέραιο.

Υπήρχε Αστική Φρουρά στο Έμπου Νταρ, αλλά όχι πολύ αποτελεσματική και σπανίως εμφανιζόμενη στους δρόμους. Αν την κατήγγελλε, δεν θα είχε να προσάψει εναντίον της κάτι εκτός από την άποψή του κι, ακόμα κι αν τον πίστευαν, μερικά νομίσματα θα ήταν αρκετά για να την αφήσουν ελεύθερη. Η Αστική Φρουρά ήταν φθηνότερη κι από ειρηνοδίκη, παρ' όλο που κι οι δύο μπορούσαν να εξαγοραστούν, αν το προσφερόμενο χρυσάφι ήταν ικανοποιητικό, εκτός κι αν βρίσκονταν υπό την εποπτεία κάποιου ανώτερου.

Ο αναβρασμός του πλήθους αποκάλυψε έναν Λευκομανδίτη. Το κωνικό κράνος κι ο μεγάλος μεταλλικός θώρακάς του έλαμπαν σαν το ασήμι, ενώ ο κατάλευκος μανδύας με τον πολυάκτινο χρυσό ήλιο ανέμιζε πίσω του, καθώς ο άντρας βημάτιζε γεμάτος αυτοπεποίθηση ότι ο όχλος θα παραμέριζε στο πέρασμά του. Όπερ και εγένετο· ελάχιστοι θα έμπαιναν με τη θέλησή τους στον δρόμο ενός Τέκνου του Φωτός. Ωστόσο, μολονότι μερικά βλέμματα ξεγλιστρούσαν βιαστικά από το πέτρινο πρόσωπο του άντρα, άλλα τον κοίταζαν επιδοκιμαστικά. Η γυναίκα με το αυστηρό πρόσωπο όχι μόνο τον κοίταξε κατάματα, αλλά χαμογέλασε κιόλας. Μια κατηγορία εναντίον της ίσως να την έκλεινε στη φυλακή, ίσως κι όχι, αλλά σίγουρα θα έδινε το έναυσμα για να κυκλοφορήσουν στην πόλη ιστορίες σχετικά με Σκοτεινόφιλους στο Παλάτι Τάρασιν. Οι Λευκομανδίτες ήταν καλοί στο να ξεσηκώνουν τα πλήθη και, κατά τη γνώμη τους, οι Άες Σεντάι δεν ήταν παρά Σκοτεινόφιλες. Καθώς το Τέκνο του Φωτός την προσπέρασε, η γυναίκα άφησε κάτω το περιδέραιο, φανερά περίλυπη, και στράφηκε να φύγει.

«Σας αρέσει αυτή η τεχνοτροπία, Άρχοντά μου;»

Ο Ματ πετάχτηκε. Είχε ξεχάσει τον λιπόσαρκο άντρα και το δαχτυλίδι. «Όχι, δεν θέλω...» Συνοφρυωμένος, άρχισε να τραβάει το δαχτυλίδι από τον παράμεσο, αλλά αυτό δεν έβγαινε, σαν να είχε σκαλώσει!

«Μην το τραβάς, μπορεί να ραγίσει η πέτρα». Τώρα, που δεν ήταν πια υποψήφιος αγοραστής, είχε χάσει και τον τίτλο του Άρχοντα. Ρουθουνίζοντας, ο τύπος τον κοιτούσε αυστηρά, μη τυχόν και το έβαζε στα πόδια. «Έχω λίγο γράσο. Ντέριλ, πού είναι το δοχείο με το γράσο;» Ο φρουρός βλεφάρισε κι έξυσε το κεφάλι του, λες κι αναρωτιόταν τι ήταν το γράσο. Το πλουμιστό καπέλο κόντευε ήδη να φτάσει στην άκρη της γέφυρας.

«Θα το πάρω», είπε κοφτά ο Ματ. Δεν είχε καιρό για παζάρια. Έβγαλε μια χούφτα νομίσματα από την τσέπη του πανωφοριού του και τα άφησε άτσαλα στον πάγκο. Τα περισσότερα ήταν χρυσά και μερικά ασημένια. «Φτάνουν;»

Τα μάτια του χρυσοχόου γούρλωσαν. «Είναι κάπως πολλά», απάντησε τρέμοντας και γεμάτος αβεβαιότητα. Τα δάχτυλά του κόμπιασαν πάνω από τον σωρό των νομισμάτων, κι ύστερα δύο δάχτυλα έσπρωξαν ένα ζευγάρι ασημένια προς το μέρος του Ματ. «Τόσο πολλά;»

«Δώσ' τα στον Ντέριλ», γρύλισε ο Ματ καθώς το καταραμένο δαχτυλίδι γλίστρησε από το δάχτυλο του. Ο λιπόσαρκος άντρας μάζευε βιαστικά τα υπόλοιπα νομίσματα. Πολύ αργά για να κάνει πίσω τώρα. Ο Ματ αναρωτήθηκε πόσα παραπάνω είχε πληρώσει. Έχωσε το δαχτυλίδι στην τσέπη του και βγήκε έξω βιαστικά, στα ίχνη της Σκοτεινόφιλης. Δεν έβλεπε πουθενά το καπέλο.

Δίδυμες προτομές στόλιζαν την μία άκρη της γέφυρας· ωχρές μαρμάρινες γυναίκες, ύψους μίας απλωσιάς έκαστη, με το ένα στήθος γυμνό και το ένα χέρι ανασηκωμένο να δείχνει προς κάτι στον ουρανό. Στο Έμπου Νταρ, το γυμνό στήθος ήταν σύμβολο της γενναιοδωρίας και της τιμιότητας. Αγνοώντας τα βλέμματα που του έριχνε ο κόσμος, ο Ματ σκαρφάλωσε δίπλα σε μία από τις γυναίκες, στηριγμένος με το ένα μπράτσο γύρω από τη μέση της. Ένας δρόμος απλωνόταν κατά μήκος του καναλιού κι άλλοι δύο διακλαδίζονταν σε κάπως μεγαλύτερη απόσταση. Όλοι τους ήταν κατάμεστοι από κόσμο, άμαξες, φορεία με σκέπαστρα, σκευοφόρους και καρότσες. Κάποιος τού φώναξε δυνατά ότι οι αληθινές γυναίκες είναι πιο θερμές και μερικοί ανάμεσα στο πλήθος γέλασαν. Τα λευκά λοφία εμφανίστηκαν πίσω από μια βερνικωμένη γαλάζια άμαξα στην αριστερή διακλάδωση.

Ο Ματ πήδησε κάτω κι άρχισε να τρέχει ξοπίσω της, αγνοώντας τις βρισιές όσων έσπρωχνε για να περάσει. Ήταν μια παράξενη καταδίωξη. Με όλον αυτόν τον κόσμο, όλες αυτές τις άμαξες και τις καρότσες να μπαίνουν διαρκώς στον διάβα του, δεν μπορούσε να δει καθαρά την πορεία του λευκού καπέλου. Ανεβαίνοντας τρεχάλα τα πλατιά μαρμάρινα σκαλιά ενός αρχοντικού, έριξε άλλη μια ματιά τριγύρω και κατόπιν κατέβηκε κι άρχισε ξανά να σπρώχνει ανάμεσα στον όχλο. Η στεφάνη ενός ψηλού σιντριβανιού τον βοήθησε να δει λίγο πιο πέρα, και συνέχισε έτσι, ανεβαίνοντας σε ένα αναποδογυρισμένο βαρέλι ακουμπισμένο σε έναν τοίχο και σε ένα καφάσι ξεφορτωμένο από μια βοϊδάμαξα. Κάποια στιγμή γαντζώθηκε στο πλαϊνό μέρος μιας άμαξας, μέχρι που η οδηγός τον απείλησε με το μαστίγιό της για να κατέβει. Όμως, παρά το σκαρφάλωμα και τις παρατηρήσεις, δεν κατάφερε να προσδιορίσει την ακριβή κατεύθυνση της Σκοτεινόφιλης. Από την άλλη, δεν είχε ιδέα τι θα έπρεπε να κάνει εφ' όσον την έπιανε. Και ξαφνικά, ενόσω αυτός είχε χωθεί στο στενό γείσο, στην πρόσοψη ενός μεγάλου σπιτιού, η γυναίκα δεν βρισκόταν πια εκεί.

Κοίταξε έξαλλος τον δρόμο πάνω κάτω, αλλά τα λευκά λοφία δεν ανέμιζαν πια μέσα στο πλήθος. Μπροστά-μπροστά, υπήρχαν μισή ντουζίνα σπίτια σαν κι αυτό στο οποίο ήταν γραπωμένος, κάμποσα αρχοντικά διάφορων διαστάσεων, δύο πανδοχεία, τρεις ταβέρνες, το κατάστημα ενός μαχαιροποιού με μια πινακίδα που απεικόνιζε ένα μαχαίρι κι ένα ψαλίδι, το μαγαζί ενός ιχθυοπώλη με μια ταμπέλα πάνω στην οποία ήταν ζωγραφισμένα πενήντα είδη ψαριών, δύο υφάντρες κιλιμιών με διάφορα χαλάκια απλωμένα στα τραπέζια κάτω από τις τέντες, το μαγαζί ενός ράφτη καθώς κι ένα υφασματοπωλείο, δύο μαγαζιά με είδη βερνικιών, ένας χρυσοχόος, ένας αργυροχόος, ένας ενοικιαζόμενος στάβλος... Η λίστα ήταν μακρά. Η γυναίκα θα μπορούσε να έχει μπει σε οποιοδήποτε από αυτά τα κτίσματα ή σε κανένα. Ίσως να είχε στρίψει όταν δεν την παρακολουθούσε.

Πήδηξε κάτω, σταθεροποιώντας το καπέλο του και μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του... και τότε την είδε, σχεδόν στην κορυφή της πλατιάς σκάλας που οδηγούσε σε ένα αρχοντικό περίπου απέναντί του, μισοκρυμμένη από τους ψηλούς ραβδωτούς κίονες που υψώνονταν μπροστά. Το ανάκτορο δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είχε μόνο δύο λεπτούς οβελίσκους κι έναν θόλο σε σχήμα αχλαδιού, βαμμένο κόκκινο. Ούτως ή άλλως, τα ισόγεια των ανακτόρων του Έμπου Νταρ φιλοξενούσαν τα καταλύματα του υπηρετικού προσωπικού και την κουζίνα. Τα καλύτερα δωμάτια βρίσκονταν ψηλότερα, όπου ο αέρας ήταν καθαρότερος. Θυρωροί με κιτρινόμαυρες λιβρέες υποκλίθηκαν βαθιά κι άνοιξαν τις σκαλιστές πόρτες προτού ακόμα πλησιάσει η γυναίκα. Ένας υπηρέτης στο εσωτερικό υποκλίθηκε ελαφρά λέγοντάς της κάτι, κι αμέσως στράφηκε για να την οδηγήσει στα ενδότερα. Ο Ματ θα στοιχημάτιζε ότι τη γνώριζαν πολύ καλά.

Λίγο αφότου οι πόρτες είχαν κλείσει, στάθηκε για λίγο να μελετήσει το ανάκτορο. Σε καμία περίπτωση δεν ήταν το πολυτελέστερο στην πόλη, αλλά μονάχα ένας ευγενής θα μπορούσε να χτίσει κάτι παρόμοιο. «Μα το Χάσμα του Χαμού, ποιος ζει εδώ;» μουρμούρισε, βγάζοντας το καπέλο του για να κάνει λίγο αέρα. Σίγουρα όχι αυτή, αλλιώς δεν θα ερχόταν μέχρι εδώ πεζή. Ίσως με λίγες ερωτήσεις στις παρακείμενες ταβέρνες να λυνόταν το αίνιγμα. Φυσικά, ό,τι και να ρωτούσε θα μαθευόταν στο ανάκτορο. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.

«Καρίντιν», είπε κάποιος. Ήταν ένας κοκαλιάρης ασπρομάλλης τύπος που ραχάτευε στη σκιά. Ο Ματ τον κοίταξε ερωτηματικά κι αυτός χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας κενά ανάμεσα στα δόντια του. Οι γερτοί του ώμοι και το ξεθωριασμένο του πρόσωπο, που έμοιαζε λυπημένο, ήταν παράταιρα με το προσεγμένο γκρίζο πανωφόρι του. Παρά τις δαντέλες που στόλιζαν τον λαιμό του, ο άνθρωπος αυτός ήταν η προσωποποίηση της κακομοιριάς. «Ρώτησες ποιος μένει εκεί. Το Αρχοντικό Τσέλσαϊν νοικιάστηκε στον Τζάιτσιμ Καρίντιν».

Ο Ματ σταμάτησε απότομα να κάνει αέρα με το καπέλο του. «Εννοείς τον πρέσβη των Λευκομανδιτών;»

«Μά'στα. Κι Εξεταστή του Χεριού του Φωτός». Ο ηλικιωμένος άντρας σήκωσε ένα ροζιασμένο δάχτυλο κι ακούμπησε ελαφρά το πλάι της μύτης του, η οποία έμοιαζε με ράμφος. Τόσο το δάχτυλο, όσο κι η μύτη, έμοιαζαν να έχουν σπάσει αρκετές φορές. «Δεν είναι να ασχολείσαι μαζί του, εκτός αν πρέπει, αλλά και πάλι πρέπει να το σκεφτείς».

Ασυναίσθητα, ο Ματ άρχισε να τραγουδάει ένα κομμάτι από την «Καταιγίδα του Βουνού». Όντως, δεν ήταν να ασχολείσαι με τέτοιους ανθρώπους. Οι Ανακριτές ήταν το χειρότερο είδος Λευκομανδιτών. Ένας Λευκομανδίτης Εξεταστής που είχε πάρε δώσε με μια Σκοτεινόφιλη.

«Ευχαριστώ...» Ο Ματ ξαφνιάστηκε. Ο τύπος είχε εξαφανιστεί σαν να τον κατάπιε το πλήθος. Ήταν παράξενο, αλλά του φάνηκε γνωστός. Ίσως επρόκειτο για άλλη μια από τις, εδώ και καιρό, νεκρές γνωριμίες που ξεπηδούσαν από τις αναμνήσεις του. Ίσως... Η σκέψη τον χτύπησε λες και το νυχτολούλουδο ενός Φωτοδότη εκρήγνυτο μέσα στο κεφάλι του. Ένας ασπρομάλλης άντρας με γαμψή μύτη. Αυτός ο ηλικιωμένος βρισκόταν στην Ασημένια Τροχιά και στεκόταν σχετικά κοντά στη γυναίκα που μόλις είχε μπει στο νοικιασμένο ανάκτορο του Καρίντιν. Στριφογυρίζοντας το καπέλο στα χέρια του, κοίταξε συνοφρυωμένος κι ανήσυχος το ανάκτορο. Ποτέ το Βαλτοτόπι δεν είχε τόσο βούρκο. Ένιωθε τα ζάρια να στριφογυρίζουν στο μυαλό του, κι αυτό ήταν ανέκαθεν κακό σημάδι.

Загрузка...