38 Έξι Πατώματα

Ο Ματ, αν μπορούσε, θα είχε βγει έξω, για να σπρώξει την άμαξα. Πίστευε πως θα έπρεπε να κινούνται πιο γρήγορα. Οι δρόμοι φωτίζονταν ήδη από τον ήλιο που δεν είχε ανέβει ακόμα ψηλά στον ουρανό, ενώ τα κάρα κι οι αραμπάδες άνοιγαν θορυβωδώς δρόμο μέσα από το πλήθος και τη σκόνη που αιωρούνταν στον αέρα. Παντού ακούγονταν φωνές και βρισιές, τόσο από τους καροτσέρηδες, όσο κι από αυτούς που τους ανάγκαζαν να παραμερίσουν. Ήταν τόσο πολλές οι φορτηγίδες με τα υψωμένα κατάρτια που γλιστρούσαν σε όλο το μήκος των καναλιών, ώστε θα μπορούσε κάποιος να περπατήσει σαν να επρόκειτο για κανονικό δρόμο, πατώντας από τη μία στην άλλη. Ένα θορυβώδες βουητό επικρεμόταν πάνω από τη λαμπερή άσπρη πόλη. Το Έμπου Νταρ έμοιαζε να προσπαθεί να προλάβει τον χαμένο χρόνο, όπως είχε γίνει και στο Ανώτατο Τσάσαλαϊν ή στη Γιορτή των Φώτων, και πολύ σωστά έκανε, αν σκεφτόταν κανείς πως το επόμενο βράδυ ήταν η Γιορτή της Χόβολης, ενώ, δύο μέρες μετά, η Μέρα του Μάντιν, προς τιμήν του ιδρυτή της Αλτάρα, κι η Γιορτή της Ημισελήνου την επόμενη νύχτα. Οι νότιοι φημίζονταν για τη φιλοπονία τους, αλλά ο Ματ πίστευε πως το έκαναν επειδή έπρεπε να εργαστούν σκληρά για να προλάβουν όλες τις γιορτές και τα πανηγύρια. Ήταν να απορεί κανείς πού έβρισκαν τη δύναμη.

Τελικά, οι άμαξες έφθασαν στο ποτάμι, παρατάχθηκαν σε μια από τις μακρόστενες πέτρινες αποβάθρες που εξείχαν μέχρι το νερό, κι είχαν σκαλοπάτια για να μεταφέρουν τα εμπορεύματα από τις βάρκες που έδεναν στο πλάι. Τοποθετώντας μια σχίζα σκουροκίτρινου τυριού και την άκρη από μια φραντζόλα ψωμί στην τσέπη του, ο Ματ έχωσε το καλάθι κάτω από το κάθισμα. Πεινούσε, αλλά κάποιος στην κουζίνα βιαζόταν πολύ φαίνεται. Το μεγαλύτερο μέρος του καλαθιού κατελάμβανε ένα πήλινο κιούπι γεμάτο στρείδια που οι μάγειροι είχαν ξεχάσει να μαγειρέψουν.

Ξεπέζεψε πίσω από τον Λαν κι άφησε τον Ναλέσεν και τον Μπέσλαν να βοηθήσουν τον Βάνιν και τους υπόλοιπους να κατέβουν από τις τελευταίες άμαξες. Σχεδόν μια ντουζίνα άντρες -ακόμα κι οι Καιρχινοί δεν ήταν και τόσο μικρόσωμοι- είχαν στριμωχτεί σαν μήλα σε βαρέλι κι, όταν βγήκαν έξω, είχαν μια άκαμπτη στάση. Ο Ματ προχώρησε μπροστά από τον Πρόμαχο, προς το μέρος της πρώτης άμαξας, με το ασανταρέι γερτό πάνω στον ώμο του. Η Νυνάβε κι η Ηλαίην θα έτρωγαν μια γερή κατσάδα, και δεν έδινε δεκάρα ποιος θα τους άκουγε. Προσπάθησαν να κρατήσουν μυστική την ύπαρξη της Μογκέντιεν! Για να μην αναφέρουμε τους δύο νεκρούς άντρες του! Θα τις έκανε να...! Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως ο Λαν πυργωνόταν πίσω του σαν πέτρινο άγαλμα, με το σπαθί περασμένο στον γοφό, κι άλλαξε κάπως τις σκέψεις του. Αν όχι η Νυνάβε, η Κόρη-Διάδοχος τουλάχιστον θα άκουγε κατσάδιασμα, επειδή του κρατούσε μυστικά.

Όταν έφθασε, βρήκε τη Νυνάβε να στέκεται στην αποβάθρα, δένοντας στο κεφάλι της το πλουμιστό καπέλο με τα μπλε φτερά και μιλώντας σε κάποιον στο εσωτερικό της άμαξας. «...θα προσπαθήσουμε βέβαια, αλλά ποιος να το έλεγε πως οι Θαλασσινοί θα απαιτούσαν κάτι τέτοιο, ακόμα κι εμπιστευτικά;»

«Μα, Νυνάβε», είπε η Ηλαίην καθώς κατέβαινε, κρατώντας στο χέρι της το πράσινο πλουμιστό καπέλο, «αν η περασμένη νύχτα ήταν τόσο υπέροχη όσο λες, γιατί παραπονιέσαι πως...;»

Τότε μόλις, αντιλήφθηκαν οι δυο τους την παρουσία του Ματ και του Λαν. Ειδικά του Λαν. Τα μάτια της Νυνάβε γούρλωναν ολοένα και περισσότερο, μοιάζοντας να καλύπτουν σχεδόν ολόκληρο το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της, που θα ντρόπιαζε και το καλύτερο δειλινό. Η Ηλαίην μαρμάρωσε, με το ένα πόδι πάνω στο σκαλοπάτι της άμαξας, κοιτώντας τον Πρόμαχο συνοφρυωμένη, λες και τις είχε πιάσει στα πράσα. Ωστόσο, το βλέμμα που έριξε ο Λαν στη Νυνάβε ήταν εντελώς ανέκφραστο και, παρ’ όλο που η Νυνάβε έμοιαζε έτοιμη να συρθεί κάτω από την άμαξα και να κρυφτεί, απέμεινε να κοιτάζει τον Λαν σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος στον κόσμο. Καταλαβαίνοντας πως το συνοφρύωμά της δεν είχε νόημα εκεί, η Ηλαίην κατέβηκε το σκαλοπάτι κι έκανε χώρο για να κατέβουν η Ρεάνε κι οι δύο Σοφές που μοιράζονταν μαζί της την άμαξα, η Ταμάρλα και μια γκριζομάλλα γυναίκα από τη Σαλδαία, ονόματι Τζανίρα. Η Κόρη-Διάδοχος, ωστόσο, δεν το έβαλε κάτω, όχι βέβαια. Έστρεψε το κατσούφιασμά της προς το μέρος του Ματ Κώθον, και μάλιστα εντονότερα αυτήν τη φορά. Εκείνος ρουθούνισε και κούνησε το κεφάλι του. Συνήθως, όταν μια γυναίκα έκανε λάθος, κατηγορούσε με μανία τον πλησιέστερο άντρα, με αποτέλεσμα αυτός τελικά να πιστεύει πως το λάθος ήταν δικό του. Σύμφωνα με την εμπειρία και τις αναμνήσεις του, παλιές και καινούργιες, μόνο σε δύο περιπτώσεις μια γυναίκα παραδέχτηκε ότι έκανε λάθος: όταν ήθελε απελπισμένα κάτι κι όταν χιόνιζε κατακαλόκαιρο.

Η Νυνάβε άδραξε την πλεξούδα της, αλλά έμοιαζε εντελώς αφηρημένη. Τα δάχτυλά της την ψηλάφισαν κι έπειτα αποτραβήχτηκαν. Κατόπιν, άρχισε να σφίγγει και να ξεσφίγγει τα χέρια της. «Λαν», άρχισε να λέει τρεμουλιαστά σχεδόν. «Δεν θέλω να νομίζεις ότι θα μιλούσα για...»

Ο Πρόμαχος τη διέκοψε με ήπιο τρόπο, υποκλινόμενος και προσφέροντάς της το μπράτσο του. «Βρισκόμαστε σε δημόσιο χώρο, Νυνάβε, αλλά, αν παρ' όλ' αυτά θες να πεις κάτι, πες το. Μπορώ να σε συνοδεύσω στη βάρκα;»

«Ναι», αποκρίθηκε αυτή, νεύοντας τόσο ζωηρά που το καπέλο κόντεψε να πέσει από το κεφάλι της. Το ίσιωσε βιαστικά και με τα δύο χέρια. «Ναι, βρισκόμαστε σε δημόσιο χώρο. Μπορείς να με συνοδεύσεις». Έπιασε το μπράτσο του, ενώ στο πρόσωπό της χαραζόταν μια γαλήνια έκφραση. Μάζεψε τον μανδύα για τη σκόνη με το ελεύθερο χέρι της κι άρχισε να τον σέρνει σχεδόν από την προκυμαία προς την αποβάθρα.

Ο Ματ αναρωτήθηκε μήπως ήταν άρρωστη. Απολάμβανε να τη βλέπει να κάνει του κεφαλιού της, αλλά η γυναίκα δεν του έδινε συχνά αυτή την ευκαιρία. Οι Άες Σεντάι δεν μπορούσαν να Θεραπευτούν μόνες τους. Ίσως να έπρεπε να πει στην Ηλαίην να προσέχει τη Νυνάβε, γιατί κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο ίδιος απέφευγε τη Θεραπεία σαν τον θάνατο ή τον γάμο, αλλά φαίνεται πως άλλοι άνθρωποι σκέφτονταν διαφορετικά. Πρώτ' απ' όλα, όμως, έπρεπε να πει μερικά λογάκια σχετικά με τα μυστικά.

Ανοίγοντας το στόμα του για να μιλήσει, ύψωσε ένα προειδοποιητικό δάχτυλο...

...κι η Ηλαίην τον χτύπησε στο στήθος με το δικό της δάχτυλο, σκυθρωπή κάτω από το πλουμιστό καπέλο και τόσο ψυχρή, που ο Ματ αισθάνθηκε σαν να τον άγγιζε πάγος. «Η Αφέντρα Κόρλυ», είπε η Ηλαίην με την παγερή φωνή μιας βασίλισσας έτοιμης να ανακοινώσει μια δικαστική απόφαση, «εξήγησε σε μένα και στη Νυνάβε τη σημασία αυτών των κόκκινων λουλουδιών μέσα στο καλάθι, τα οποία είχες τουλάχιστον τη διακριτικότητα να κρύψεις».

Το πρόσωπό της αναψοκοκκίνισε πιο πολύ κι από της Νυνάβε. Λίγα βήματα πιο κάτω, η Ρεάνε Κόρλυ κι οι άλλες δύο έδεναν τα καπέλα κάτω από το σαγόνι τους και τακτοποιούσαν τα φορέματά τους, όπως συνήθιζαν να κάνουν οι γυναίκες κάθε φορά που σηκώνονταν ή που έκαναν τρία βήματα. Βέβαια, μολονότι η προσοχή τους ήταν στραμμένη στα ρούχα τους, έριχναν πού και πού φευγαλέες ματιές προς τη μεριά του, ματιές που δεν έκρυβαν ούτε αποδοκιμασία ούτε έκπληξη. Ο ίδιος δεν ήξερε καν πως τα καταραμένα τα λουλούδια σήμαιναν κάτι! Δέκα ηλιοβασιλέματα δεν θα μπορούσαν να συναγωνιστούν το πρόσωπό του.

«Λοιπόν!» Η Ηλαίην μιλούσε χαμηλόφωνα, ίσα-ίσα για να την ακούει αυτός, αλλά ο τόνος της φωνής της έσταζε αηδία και περιφρόνηση. Τράβηξε παράμερα τον μανδύα της, για να μην ακουμπήσει επάνω του. «Είναι αλήθεια! Δεν θα το πίστευα ποτέ! Ούτε κι η Νυνάβε θα το πίστευε, είμαι σίγουρη. Όποια υπόσχεση σου έδωσα ακυρώνεται! Δεν πρόκειται να τηρήσω υποσχέσεις απέναντι σε έναν άντρα που γλυκοκοιτάζει μια γυναίκα, οποιαδήποτε γυναίκα, αλλά ειδικά όταν πρόκειται για μια Βασίλισσα που του πρόσφερε...»

«Εγώ να γλυκοκοιτάξω αυτήν!» φώναξε ο Ματ. Ή, μάλλον, προσπάθησε να φωνάξει, γιατί πνίγηκε κι η φωνή του βγήκε σαν ξεφύσημα.

Αρπάζοντας την Ηλαίην από τον ώμο την τράβηξε σε μακριά από τις άμαξες. Διάφοροι εργάτες χωρίς πουκαμίσες και με πράσινα πέτσινα ρούχα προχωρούσαν πάνω κάτω, κουβαλώντας στους ώμους τους σακιά ή κυλώντας βαρέλια στην προβλήτα. Μερικοί έσπρωχναν χαμηλά καροτσάκια φορτωμένα με καφάσια, σε αρκετή απόσταση από τις άμαξες. Η Βασίλισσα της Αλτάρα μπορεί να μην είχε μεγάλη ισχύ, αλλά η σφραγίδα της στην πόρτα κάποιας άμαξας ήταν ένδειξη πως οι απλοί πολίτες έπρεπε να παραμερίσουν. Ο Ναλέσεν με τον Μπέσλαν συζητούσαν καθώς οδηγούσαν του Κοκκινόχερους στην αποβάθρα, ενώ ο Βάνιν ακολουθούσε ξοπίσω τους κοιτώντας σκυθρωπά το τρικυμιώδες ποτάμι. Ισχυριζόταν ότι είχε ευαίσθητο στομάχι, όσον αφορούσε στα πλωτά μέσα. Οι Σοφές κι από τις δύο άμαξες είχαν συγκεντρωθεί γύρω από τη Ρεάνε, παρακολουθώντας, χωρίς να είναι σε απόσταση ακοής. Ο Ματ, ωστόσο, μίλησε ψιθυριστά καλού κακού.

«Άκουσέ με! Η γυναίκα αυτή δεν σηκώνει αντιρρήσεις. Της είπα όχι κι εκείνη γέλασε στα μούτρα μου. Κόντεψε να με κάνει να λιμοκτονήσω, με φοβέρισε, με κυνήγησε σαν να ήμουν ελαφάκι! Έχει πιο δυναμική κι από έξι γυναίκες μαζί. Με απείλησε πως θα έβαζε τις υπηρέτριες να με γδύσουν, αν δεν την άφηνα να...» Ξαφνικά, συνειδητοποίησε τι έλεγε και σε ποιον το έλεγε. Κατάφερε να κλείσει το στόμα του προτού καταπιεί καμιά μύγα. Η προσοχή του αποσπάστηκε από το μαύρο μεταλλικό κοράκι που αποτελούσε τη διακόσμηση της λαβής του ασανταρέι, κι έτσι δεν χρειάστηκε να την κοιτάξει κατάματα. «Με όλα αυτά, θέλω να πω ότι δεν καταλαβαίνεις», μουρμούρισε. «Συμβαίνει το αντίθετο απ' όσα νομίζεις». Ρίσκαρε να της ρίξει μια ματιά κάτω από το γείσο του καπέλου του.

Ένα αδρό κοκκίνισμα απλώθηκε στα μάγουλά της, αλλά το πρόσωπό της σοβάρεψε σαν μαρμάρινη προτομή. «Φαίνεται πως... μάλλον σε παρεξήγησα», είπε σοβαρά. «Κακό αυτό... για την Τάυλιν». Ο Ματ είχε την εντύπωση πως τα χείλη της έτρεμαν. «Σκέφτηκες ποτέ να εξασκηθείς στο χαμόγελο μπροστά σε έναν καθρέφτη, Ματ;»

Ο άντρας βλεφάρισε κεραυνοβολημένος. «Τι πράγμα;» «Άκουσα από αξιόπιστες πηγές ότι αυτό κάνουν οι νεαρές γυναίκες που θέλουν να τραβήξουν το βλέμμα ενός βασιλιά». Κάτι έσπασε τη νηφαλιότητα της φωνής της κι, αυτή τη φορά, τα χείλη της όντως τρεμούλιασαν. «Μπορείς να προσπαθήσεις να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου επίσης». Η Ηλαίην δάγκωσε το κάτω χείλος της και γύρισε να φύγει, με τους ώμους της να ανεβοκατεβαίνουν και τον μανδύα για τη σκόνη να ανεμίζει πίσω της καθώς έσπευδε προς την αποβάθρα. Προτού βγει από το βεληνεκές της ακοής του, την άκουσε να καγχάζει και να λέει κάτι σαν «τον πλήρωσα με το ίδιο νόμισμα». Η Ρεάνε κι οι Σοφές την ακολούθησαν κατά πόδας, μοιάζοντας με ένα κοπάδι χήνες που ακολουθούν ένα κοτοπουλάκι αντί να συμβαίνει το αντίθετο. Οι ελάχιστοι γυμνόστηθοι βαρκάρηδες που βρίσκονταν έξω από τις βάρκες τους, σταμάτησαν να τυλίγουν τα σχοινιά ή ό,τι άλλο έκαναν, κι έσκυψαν τα κεφάλια με σεβασμό καθώς η πομπή περνούσε από μπροστά τους.

Ο Ματ έβγαλε το καπέλο του και σκέφτηκε να το πετάξει κάτω και να αρχίσει να το ποδοπατά. Γυναίκες! Κακώς περίμενε οίκτο εκ μέρους τους. Πόσο θα ήθελε να στραγγαλίσει την καταραμένη την Κόρη-Διάδοχο. Γιατί όχι και τη Νυνάβε μαζί; Μόνο που δεν τολμούσε να το κάνει. Είχε δώσει υποσχέσεις. Κι εκείνα τα ζάρια εξακολουθούσαν να αναδεύονται στο κρανίο του. Κι ίσως κάποιος από τους Αποδιωγμένους τριγυρνούσε στα πέριξ. Ξαναφόρεσε το καπέλο του κι άρχισε να κατηφορίζει την αποβάθρα. Προσπέρασε τις Σοφές και πρόλαβε την Ηλαίην, η οποία προσπαθούσε ακόμα να συγκρατήσει το νευρικό της γέλιο, αλλά, κάθε φορά που έστρεφε τη ματιά της προς το μέρος του, τα μάγουλά της φούντωναν ξανά και το γέλιο επανερχόταν.

Ο Ματ κοιτούσε ευθεία μπροστά. Καταραμένες γυναίκες! Καταραμένες υποσχέσεις. Μετακίνησε κάπως το καπέλο του, για να ελευθερώσει το πέτσινο λουρί γύρω από τον λαιμό του, και της το έδωσε απρόθυμα. Η ασημένια αλεπουδοκεφαλή ταλαντεύτηκε μέσα στην παλάμη του. «Πρέπει να αποφασίσετε με τη Νυνάβε ποια θα το φοράει. Αλλά το θέλω πίσω όταν φύγουμε από το Έμπου Νταρ. Κατανοητό; Τη στιγμή της αναχώρησης μας...»

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι περπατούσε μοναχός του. Στράφηκε κι είδε την Ηλαίην να στέκεται ακίνητη δύο βήματα πιο πίσω, ατενίζοντάς τον, με τη Ρεάνε και τις υπόλοιπες μαζεμένες πίσω της.

«Τι έγινε πάλι;» τη ρώτησε απαιτητικά. «Α. ναι, γνωρίζω τα πάντα σχετικά με τη Μογκέντιεν». Ένα κοκαλιάρης τύπος με πορφυρές πέτρες στα μπρούντζινα στρογγυλά σκουλαρίκια του, που έσκυβε πάνω από ένα αγκυροβόλι, τινάχτηκε τόσο απότομα στο άκουσμα αυτού του ονόματος, που έπεσε μέσα στο νερό αφήνοντας μια δυνατή κραυγή κι έναν ακόμα δυνατότερο παφλασμό. Αλλά ο Ματ δεν έδινε δεκάρα ποιος τον είχε ακούσει και ποιος όχι. «Προσπάθησες να μου το κρατήσεις μυστικό -όπως επίσης και τον θάνατο των δύο αντρών μου!-παρά την υπόσχεση σου. Τέλος πάντων, θα μιλήσουμε αργότερα γι' αυτό. Υποσχέθηκα κι εγώ κάτι. Υποσχέθηκα να προστατεύσω τη ζωή και των δυο σας. Αν εμφανιστεί η Μογκέντιεν, εσάς θα κυνηγήσει. Να, πάρε». Έτεινε ξανά το μενταγιόν προς το μέρος της.

Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι της αργά, μπερδεμένη, και στράφηκε να μουρμουρίσει κάτι στη Ρεάνε. Μόνο όταν οι γηραιότερες γυναίκες πήραν τον δρόμο προς την κατεύθυνση της Νυνάβε, η οποία του ένευε από την κορυφή των σκαλοπατιών μιας βάρκας, πήρε η Ηλαίην την αλεπουδοκεφαλή κι άρχισε να την περιεργάζεται με τα δάχτυλά της.

«Έχεις ιδέα τι θα μπορούσα να κάνω, για να μπορέσω να το μελετήσω αυτό;» τον ρώτησε σιγανά. «Έχεις την παραμικρή ιδέα;» Ήταν αρκετά ψηλή για γυναίκα, αλλά και πάλι έπρεπε να κοιτάζει προς τα επάνω για να τον δει. Θα μπορούσε να μην τον είχε δει ποτέ στο παρελθόν. «Είσαι ένας φορτικός άντρας, Ματ Κώθον. Η Λίνι θα έλεγε πως επαναλαμβάνομαι, αλλά εσύ...!» Ξεφυσώντας, η Ηλαίην άπλωσε το χέρι της να του τραβήξει το καπέλο και πέρασε το λουρί πάνω από το κεφάλι του. Στην πραγματικότητα, έχωσε την αλεπουδοκεφαλή μέσα στην πουκαμίσα του, χτυπώντας την ανάλαφρα, πριν του δώσει πίσω το καπέλο. «Δεν πρόκειται να το φορέσω από τη στιγμή που η Νυνάβε ή η Αβιέντα δεν έχουν επάνω τους κάτι παρόμοιο. Νομίζω πως κι εκείνες θα έκαναν την ίδια σκέψη. Κράτα το. Σε τελική ανάλυση, θα είναι δύσκολο να τηρήσεις την υπόσχεσή σου, αν η Μογκέντιεν σκοτώσει εσένα. Πάντως, δεν πιστεύω πως είναι εδώ πια. Νομίζει πως σκότωσε τη Νυνάβε, και δεν θα με εξέπληττε, αν αυτός ήταν ο αρχικός και μοναδικός σκοπός της. Παρ' όλ' αυτά, πρέπει να προσέχεις πολύ. Η Νυνάβε λέει ότι έρχεται θύελλα, και δεν εννοεί αυτόν τον άνεμο. Εγώ...» Το αμυδρό κοκκίνισμα επέστρεψε στα μάγουλά της. «Συγγνώμη που γέλασα μαζί σου». Καθάρισε τον λαιμό της και κοίταξε αλλού. «Μερικές φορές ξεχνώ το καθήκον μου απέναντι στους δικούς μου κι εσύ ανήκεις σε αυτούς που αξίζουν πολλά, Μάτριμ Κώθον. Θα φροντίσω να καταλάβει η Νυνάβε τη... τη σχέση ανάμεσα σε σένα και στην Τάυλιν. Ίσως μπορέσουμε να βοηθήσουμε».

«Όχι», είπε ο Ματ πλαταγίζοντας τη γλώσσα του. «Δηλαδή, ναι... δηλαδή... Να πάρει και να σηκώσει, ούτε ξέρω τι θέλω να πω. Μακάρι να μη μάθαινες την αλήθεια». Η Νυνάβε με την Ηλαίην να κάθονται να συζητούν με την Τάυλιν για τον ίδιο, πίνοντας τσάι. Πώς θα το έσβηνε από τη μνήμη του αυτό; Πώς θα τις ξανακοίταζε στα μάτια ύστερα από κάτι τέτοιο; Αν, όμως, δεν... Βρισκόταν ανάμεσα σε δύο δεινά, δίχως να μπορεί να ξεφύγει. Άρχισε να βρίζει κι ευχήθηκε σχεδόν να τον επιπλήξει για τις λέξεις που χρησιμοποιούσε, όπως έκανε η Νυνάβε, απλώς για να αλλάξει θέμα.

Τα χείλη της κινήθηκαν σιωπηλά και, για μια στιγμή, ο Ματ είχε την περίεργη εντύπωση πως η γυναίκα επαναλάμβανε όσα έλεγε ο ίδιος. Όχι, βέβαια. Τα φανταζόταν, αυτό ήταν όλο. «Καταλαβαίνω», είπε δυνατά η Ηλαίην, κι από τον ήχο της φωνής της έμοιαζε να το εννοεί. «Έλα τώρα, Ματ. Μη χάνουμε χρόνο με το να στεκόμαστε σε ένα σημείο».

Ο άντρας έμεινε με ανοικτό το στόμα, παρακολουθώντας τη να ανασηκώνει τη φούστα και τον μανδύα της και να κινεί προς την αποβάθρα. Άραγε, όντως καταλάβαινε; Πως ήταν δυνατόν να καταλαβαίνει και να μην κάνει ούτε ένα καυστικό σχόλιο, ούτε μία αιχμηρή παρατήρηση; Τον συμπεριλάμβανε ανάμεσα στους δικούς της, και μάλιστα σε αυτούς που αξίζουν πολλά. Την ακολούθησε, πασπατεύοντας το μενταγιόν. Ήταν σίγουρος πως θα χρειαζόταν να δώσει μάχη για να το πάρει πίσω. Ούτε δύο ζωές των Άες Σεντάι δεν του έφταναν, για να καταλάβει τις γυναίκες, οι δε αριστοκράτισσες ήταν οι χειρότερες.

Όταν έφθασε στα σκαλοπάτια που είχε κατέβει προηγουμένως η Ηλαίην, οι κωπηλάτες με τα μπρούντζινα σκουλαρίκια χρησιμοποιούσαν ήδη τα μακρόστενα κουπιά τους για να απομακρύνουν το σκάφος. Η Ηλαίην οδηγούσε τη Ρεάνε και τις τελευταίες Σοφές στην καμπίνα, ενώ ο Λαν στεκόταν στην πλώρη με τη Νυνάβε. Ο Μπέσλαν τού φώναξε να έρθει στην επόμενη βάρκα, που είχε όλους τους άντρες εκτός από τον Πρόμαχο.

«Η Νυνάβε είπε πως δεν έχει χώρο για κανέναν μας», είπε ο Ναλέσεν, καθώς η βάρκα λικνιζόταν, βγαίνοντας στον Έλνταρ. «Είπε πως θα είμαστε πολύ στριμωγμένοι». Ο Μπέσλαν γέλασε και κοίταξε γύρω στη δική τους βάρκα. Ο Βάνιν καθόταν δίπλα στην πόρτα της καμπίνας με τα μάτια κλειστά, πασχίζοντας να προσποιηθεί πως ήταν κάπου αλλού, ενώ ο Χάρναν κι ο Ταντ Κάντελ, ένας Αντορινός, παρά τη σκουρόχρωμη εμφάνισή του που έμοιαζε με αυτή των κωπηλατών, είχαν σκαρφαλώσει στην οροφή της καμπίνας. Οι υπόλοιποι Κοκκινόχεροι κάθονταν οκλαδόν στο κατάστρωμα, προσπαθώντας να μην μπλέκονται στα πόδια των κωπηλατών. Κανείς δεν έμπαινε στην καμπίνα, περιμένοντας μάλλον να δουν αν ο Ματ με τον Ναλέσεν και τον Μπέσλαν την προόριζαν για δική τους χρήση.

Ο Ματ πήγε δίπλα στο ψηλό δοκάρι της πλώρης και κοίταξε προς την άλλη βάρκα, μπροστά. Η κίνηση των κουπιών την έκανε να σέρνεται. Ο άνεμος ράπιζε τα σκοτεινά ανταριασμένα νερά και το μαντίλι του, κι εκείνος χρειάστηκε να κρατάει το καπέλο με τα δυο του χέρια. Τι σκάρωνε, άραγε, η Νυνάβε; Οι υπόλοιπες εννέα γυναίκες, στη δεύτερη βάρκα, βρίσκονταν όλες κλεισμένες στην καμπίνα, αφήνοντας το κατάστρωμα σ' εκείνη και στον Λαν. Στέκονταν στην πλώρη, κι ο Λαν είχε τα χέρια του σταυρωμένα, ενώ η Νυνάβε έκανε χειρονομίες, σαν να του εξηγούσε κάτι. Βέβαια, η Νυνάβε σπανίως έμπαινε στον κόπο να δώσει εξηγήσεις. Ή, μάλλον, ποτέ.

Ό,τι κι αν έκανε, δεν κράτησε πολύ. Πιο πέρα, στον κόλπο, τα κύματα σήκωναν αφρό, εκεί που οι Θαλασσινοί ναύτες μάζευαν τα ξάρτια και τις άγκυρες. Τα νερά του ποταμού δεν ήταν τόσο ταραγμένα, αλλά ήταν εμφανής μια φουσκονεριά που ο Ματ δεν θυμόταν να είχε συναντήσει σε άλλο ταξίδι. Πριν περάσει πολλή ώρα, η Νυνάβε έγερνε πάνω από την κουπαστή, αδειάζοντας στα νερά το πρωινό της, ενώ ο Λαν την κρατούσε. Η σκηνή θύμισε στον Ματ το δικό του στομάχι. Έβαλε το καπέλο κάτω από τη μασχάλη του, έτσι που να μην το πάρει ο αέρας, κι έβγαλε από την τσέπη του τη σχίζα του τυριού.

«Μπέσλαν, υπάρχει περίπτωση να ξεσπάσει η θύελλα πριν προλάβουμε να γυρίσουμε από το Ράχαντ;» Δάγκωσε μια μπουκιά από το τυρί με την αψιά γεύση· είχαν πενήντα διαφορετικά είδη τυριού στο Έμπου Νταρ, όλα νόστιμα. Η Νυνάβε εξακολουθούσε να είναι κρεμασμένη στην κουπαστή. Μα, πόσο είχε φάει για πρωινό αυτή η γυναίκα; «Δεν ξέρω πού μπορούμε να βρούμε καταφύγιο, αν μας προλάβει η μπόρα». Δεν μπορούσε να σκεφτεί ούτε ένα πανδοχείο στο Ράχαντ που θα μπορούσε να πάει τις γυναίκες.

«Δεν θα ξεσπάσει θύελλα», είπε ο Μπέσλαν, ακουμπώντας κι αυτός στο κιγκλίδωμα. «Αυτοί εδώ είναι οι αληγείς χειμωνιάτικοι άνεμοι. Έρχονται δύο φορές τον χρόνο, προς το τέλος του χειμώνα και του καλοκαιριού, αλλά πρέπει να φυσήξουν πολύ δυνατότερα για να ξεσπάσει θύελλα». Έριξε ένα ξινό βλέμμα προς τη μεριά του κόλπου. «Κάθε χρόνο αυτοί οι άνεμοι φέρνουν —έφερναν— πλοία από το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν. Αναρωτιέμαι αν θα ξαναέρθουν ποτέ».

«Ο Τροχός υφαίνει», άρχισε να λέει ο Ματ, αλλά πνίγηκε με ένα κομμάτι τυρί. Μα το αίμα και τις στάχτες, είχε αρχίσει να ακούγεται σαν κάποιος γκριζομάλλης που ανακουφίζει τις πονεμένες του αρθρώσεις μπροστά στο τζάκι. Ανησυχούσε κατά πόσον θα είχε τη δυνατότητα να πάει τις γυναίκες σε κάποιο πανδοχείο της κακιάς ώρας. Ένα χρόνο πριν, ίσως και λιγότερο, θα τις πήγαινε χωρίς να τον νοιάζει, και θα γελούσε όταν εκείνες θα κοιτούσαν το μέρος με γουρλωτά μάτια, θα γελούσε με τη σεμνοτυφία και την περιφρόνηση που θα έδειχναν. «Τέλος πάντων, ίσως βρούμε στο Ράχαντ κάτι για να διασκεδάσεις. Αν μη τι άλλο, όλο και κάποιος θα προσπαθήσει να βουτήξει κανένα πουγκί ή να αρπάξει το περιδέραιο της Ηλαίην». Ίσως να χρειαζόταν κάτι τέτοιο, για να καθαρίσει τη γεύση της νηφαλιότητας από τη γλώσσα του. Νηφαλιότητα. Μα το Φως, λέξη κι αυτή που να ταιριάζει στον Ματ Κώθον! Μάλλον είχε αρχίσει να μαραζώνει, πράγμα που σήμαινε πως η Τάυλιν τον είχε φοβίσει περισσότερο απ' όσο φανταζόταν. Ίσως να είχε ανάγκη λίγη από τη διασκέδαση του Μπέσλαν. Ήταν τρελό -ποτέ του δεν είχε παρευρεθεί σε μάχη στην οποία δεν τα είχε βγάλει πέρα- αλλά μπορεί να...

Ο Μπέσλαν κούνησε το κεφάλι του. «Αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να φροντίσει γι' αυτό, είσαι εσύ, αλλά... Θα είμαστε παρέα με εφτά Σοφές, Ματ. Εφτά. Μία μονάχα από δαύτες να είναι πλάι σου, είναι αρκετή για να χτυπήσεις κάποιον, ακόμα και στο Ράχαντ, κι αυτός να καταπιεί τη γλώσσα του και να το βάλει στα πόδια. Και τις γυναίκες πού τις βάζεις; Δεν έχει πλάκα να πας να φιλήσεις μια γυναίκα χωρίς τον κίνδυνο να σου καρφώσει ένα μαχαίρι στα πλευρά, έτσι δεν είναι;»

«Που να καεί η ψυχή μου», μουρμούρισε ο Ναλέσεν χαϊδεύοντας τη γενειάδα του. «Μου φαίνεται πως αδίκως σηκώθηκα από το κρεβάτι σήμερα».

Ο Μπέσλαν συγκατένευσε με συμπόνια. «Αν είμαστε τυχεροί, ωστόσο... Η Αστική Φρουρά κάνει πού και πού περιπολίες στο Ράχαντ και, στην περίπτωση που κυνηγούν λαθρεμπόρους, είναι ντυμένοι σαν κοινοί αστοί. Φαίνεται, νομίζουν ότι κανείς δεν θα προσέξει μια ντουζίνα —ή και περισσότερους— άντρες με ξίφη, άσχετα από το τι φορούν, κι αιφνιδιάζονται, άμα τύχει να τους στήσουν ενέδρα οι λαθρέμποροι, πράγμα που συμβαίνει σχεδόν πάντα. Αν η τύχη του Ματ, ως τα'βίρεν, λειτουργήσει υπέρ ημών, μπορεί να μας θεωρήσουν άντρες της Αστικής Φρουράς, και κάποιοι λαθρέμποροι ίσως μας επιτεθούν πριν ακόμα διακρίνουν τις κόκκινες ζώνες». Το πρόσωπο του Ναλέσεν έλαμψε κι έτριψε τις παλάμες του ευχαριστημένος.

Ο Ματ τους αγριοκοίταξε. Ίσως δεν είχε ανάγκη από το είδος της διασκέδασης που επεδίωκε ο Μπέσλαν. Αν μη τι άλλο, είχε περάσει ήδη από αρκετές γυναίκες με μαχαίρια. Η Νυνάβε κρεμόταν ακόμα από τα πλευρά της βάρκας. Καλά να πάθει, να μάθει να μην μπουκώνεται με φαΐ. Κατάπιε το τελευταίο κομμάτι τυρί και βάλθηκε να ασχολείται με το ψωμί, προσπαθώντας να αγνοήσει τα ζάρια μέσα στο κεφάλι του. Ένα άνετο ταξίδι, δίχως προβλήματα, δεν ακουγόταν διόλου άσχημα. Ένα ταξίδι γοργό, με μια αστραπιαία αναχώρηση από το Έμπου Νταρ.

Το Ράχαντ ήταν ακριβώς όπως το θυμόταν, κι ενσάρκωνε όλους τους φόβους του Μπέσλαν. Ο άνεμος έκανε επικίνδυνο το σκαρφάλωμα στα ραγισμένα γκρίζα και πέτρινα σκαλοπάτια της προκυμαίας, και λίγο μετά χειροτέρεψε. Παντού υπήρχαν διώρυγες, όπως ακριβώς και στο ποτάμι, αλλά εδώ οι γέφυρες ήταν ανεπιτήδευτες, με τα ρυπαρά λίθινα παραπέτα σπασμένα και διαλυμένα. Οι μισές διώρυγες ήταν γεμάτες βούρκο, τόσο που τα αγόρια τις διέσχιζαν θαμμένα μέχρι τη μέση, ενώ πουθενά δεν φαινόταν κάποιο πλοιάριο. Ψηλά κτήρια στριμώχνονταν το ένα πλάι στο άλλο, ογκώδεις κατασκευές με τραχιές επιφάνειες που κάποτε ήταν λευκός γύψος και που είχε χαθεί πια, σχηματίζοντας τώρα τεράστιες μπαλωματιές που άφηναν να φανεί το σάπιο πορφυρό κεραμικό. Ξεπηδούσαν πλευρικά των στενών δρόμων με τα ραγισμένα λιθόστρωτα, όπου τα συντρίμμια δεν είχαν μαζευτεί ακόμα. Οι ακτίνες του πρωινού ήλιου δεν έφταναν στις σκιές των κτηρίων. Ακάθαρτες μπουγάδες κρέμονταν για να στεγνώσουν ανά τρία παράθυρα, με εξαίρεση μόνο τα άδεια κτίσματα, τα παράθυρα των οποίων έχασκαν σαν τις άδειες οφθαλμικές κόγχες ενός απογυμνωμένου κρανίου. Μια γλυκερή οσμή αποσύνθεσης πλανιόταν στον αέρα. Ήταν τα διάφορα σκεύη στα δωμάτια, που είχαν μείνει παρατημένα από τον περασμένο μήνα, και τα πανάρχαια σκουπίδια, που αποσυντίθονταν εκεί που τα είχαν πετάξει. Για κάθε μύγα που υπήρχε από την άλλη όχθη του Έλνταρ, εδώ υπήρχαν εκατό που βούιζαν και σχημάτιζαν πρασινωπά και μπλε νέφη. Εντόπισε την ξεφλουδισμένη γαλάζια πόρτα του Χρυσού Στέμματος του Ουρανού κι ανατρίχιασε στην ιδέα ότι θα έπρεπε να φέρει εκεί τις γυναίκες σε περίπτωση που ξεσπούσε η καταιγίδα, παρά τα όσα του είχε αναφέρει ο Μπέσλαν. Κατόπιν, αισθάνθηκε ένα ρίγος, επειδή ακριβώς είχε ανατριχιάσει. Κάτι τού συνέβαινε και δεν του άρεσε καθόλου.

Η Νυνάβε κι η Ηλαίην επέμεναν να περάσουν επικεφαλής, με τη Ρεάνε ανάμεσά τους και τις Σοφές να τις ακολουθούν. Ο Λαν έμεινε πάνω από τον ώμο της Νυνάβε σαν κυνηγόσκυλο, με το χέρι στη λαβή του σπαθιού και το βλέμμα να ανιχνεύει τριγύρω ακτινοβολώντας απειλή. Η αλήθεια ήταν πως, από μόνος του, αποτελούσε ικανοποιητική προστασία για δυο ντουζίνες χαριτωμένα κοριτσόπουλα που θα κουβαλούσαν σακιά με χρυσάφι, ακόμα κι εδώ, αλλά ο Ματ επέμενε ο Βάνιν κι οι υπόλοιποι να έχουν τα μάτια τους δεκατέσσερα. Ο πρώην αλογοκλέφτης και λαθροκυνηγός βρισκόταν τόσο κοντά στην Ηλαίην, που δικαιολογημένα θα σκεφτόταν κάποιος πως ήταν ο Πρόμαχός της, καίτοι παχουλός και ταλαίπωρος. Ο Μπέσλαν έκανε μια χαρακτηριστική γκριμάτσα, ακούγοντας τις συμβουλές του Ματ, ενώ ο Ναλέσεν χάιδεψε το γένι του νευριασμένος και μουρμούρισε ότι θα ήταν πολύ καλύτερα, αν είχε παραμείνει στο κρεβάτι του.

Άνθρωποι περιδιάβαιναν στους δρόμους γεμάτοι υπεροψία, χωρίς πουκαμίσες και φορώντας συχνά κουρελιασμένα γιλέκα, μεγάλους μπρούντζινους χαλκάδες στα αυτιά και μπρούντζινα δαχτυλίδια με πολύχρωμο γυαλί, έχοντας ένα ή δύο μαχαίρια περασμένα στις ζώνες τους. Με τις παλάμες να αιωρούνται λίγα εκατοστά από τις λαβές των μαχαιριών, κοιτούσαν τριγύρω, σαν να προκαλούσαν τους περαστικούς να τους δώσουν κάποια αφορμή. Άλλοι ενέδρευαν από γωνία σε γωνία, από πόρτα σε πόρτα, με τα μάτια καλυμμένα, μιμούμενοι τα κοκαλιάρικα σκυλιά που γρύλιζαν μέσα από τις σκοτεινές αλέες, τόσο στενές, που με το ζόρι χωρούσε να περάσει ένας άντρας. Στηρίζονταν στα μαχαίρια τους, και δεν υπήρχε τρόπος να πεις ποιος από εκείνους θα το έβαζε στα πόδια και ποιος θα σε κάρφωνε. Εν γένει, οι γυναίκες έκαναν τους άντρες να φαίνονται ταπεινοί, έτσι όπως παρήλαυναν, με τα φθαρμένα τους ρούχα και φορώντας πολύ περισσότερα στολίδια. Κουβαλούσαν μαχαίρια, επίσης, και τα τολμηρά σκοτεινά τους βλέμματα έστελναν προς κάθε κατεύθυνση κάθε είδους πρόκληση. Σε γενικές γραμμές, το Ράχαντ ήταν το μέρος όπου όποιος φορούσε μεταξωτά δεν είχε ελπίδες να κάνει ούτε δέκα βήματα χωρίς να δεχτεί κάποιο χτύπημα στο κεφάλι. Με βάση αυτά, το μόνο που μπορούσαν να ελπίζουν ήταν να ξυπνήσουν απογυμνωμένοι και παραπεταμένοι σε κάποιο χαντάκι ανάμεσα σε σωρούς σκουπιδιών, μια κι η εναλλακτική λύση ήταν να μην ξυπνήσουν καθόλου. Όμως...

Από κάθε δεύτερη πόρτα που περνούσαν ξεπετάγονταν παιδιά, κρατώντας θρυμματισμένα κύπελλα από κεραμικό, γεμάτα νερό, σταλμένα από τους γονείς τους σε περίπτωση που διψούσαν οι Σοφές. Άντρες με βλογιοκομμένες φάτσες και με τον φόνο να αντανακλάται στα μάτια τους κοιτούσαν έκπληκτοι τις εφτά Σοφές και υποκλίνονταν βιαστικά, ρωτώντας ευγενικά αν μπορούσαν να βοηθήσουν σε κάτι ή αν χρειαζόταν να κουβαλήσουν κάτι βαρύ. Γυναίκες εξίσου βλογιοκομμένες, με βλέμματα που θα έκαναν την Τάυλιν να δειλιάσει, έσκυβαν αμήχανα το κεφάλι τους, ρωτώντας σχεδόν χωρίς ανάσα αν μπορούσαν να τους δώσουν οδηγίες, κι αν κάποιος είχε μπει στον κόπο να φέρει εδώ τόσο πολλές Σοφές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό που υπονοούσαν ήταν πως το μόνο που είχαν να κάνουν η Ταμάρλα κι οι υπόλοιπες ήταν να αναφέρουν ένα όνομα.

Ωστόσο, αγριοκοίταζαν τους στρατιώτες, με ματιές γεμάτες μοχθηρία, αλλά ακόμα κι η πιο σκληροτράχηλη από δαύτες δείλιαζε μόλις συναντούσε τη ματιά του Λαν. Και του Βάνιν, παραδόξως. Μερικοί από τους άντρες μούγκριζαν προς τη μεριά του Μπέσλαν και του Ναλέσεν, όποτε το μάτι τους έπεφτε στο βαθύ ντεκολτέ κάποιας γυναίκας. Μάλιστα, κάποιοι γρύλιζαν και στον Ματ, αν και δεν καταλάβαινε γιατί. Αντίθετα με τους άλλους δύο, δεν διέτρεχε τον κίνδυνο να πέσει η ματιά του στο μπροστινό μέρος του ρούχου μιας γυναίκας. Ήξερε πώς να κοιτάζει διακριτικά. Κανείς δεν πρόσεχε τη Νυνάβε και την Ηλαίην, παρά τα φανταχτερά τους ρούχα, όπως και τη Ρεάνε με το κόκκινο μάλλινο της. Μπορεί να μη φορούσαν την κόκκινη ζώνη, αλλά είχαν την προστασία της. Ο Ματ συνειδητοποίησε πως ο Μπέσλαν είχε δίκιο. Ακόμα κι αν άδειαζε το πουγκί του στον δρόμο, κανείς δεν θα τολμούσε να απλώσει χέρι ούτε σε ένα νόμισμα όσο ήταν παρούσες οι Σοφές. Μπορούσε να τσιμπήσει τα πισινά οποιασδήποτε γυναίκας, κι εκείνη, ακόμα κι αν πάθαινε αποπληξία, θα έφευγε χωρίς άλλη αντίδραση.

«Τι ευχάριστη βόλτα», είπε ξερά ο Ναλέσεν. «Τι ενδιαφέρον τοπίο και πόσο ωραίες μυρωδιές. Σου είπα πως δεν κοιμήθηκα καλά χτες το βράδυ, Ματ;»

«Θες να πεθάνεις στο κρεβάτι;» μούγκρισε ο Ματ. Ωστόσο, θα μπορούσαν όλοι τους να συνεχίσουν τον ύπνο τους, μια και το σίγουρο ήταν πως εδώ δεν χρησίμευαν σε τίποτα. Ο Δακρυνός ρουθούνισε αγανακτισμένος. Ο Μπέσλαν γέλασε, αλλά μάλλον νόμιζε πως ο Ματ εννοούσε κάτι άλλο.

Διέσχισαν όλο το Ράχαντ, μέχρι που η Ρεάνε σταμάτησε μπροστά σε ένα κτήριο ολόιδιο με τα υπόλοιπα, με ξεφλουδισμένους σοβάδες και με ραγισμένα τούβλα. Ήταν το ίδιο κτήριο που είχε βρεθεί ο Ματ ακολουθώντας χτες μια γυναίκα. Από τα παράθυρα δεν κρέμονταν μπουγάδες. Μόνο αρουραίοι ζούσαν εκεί. «Εδώ είμαστε», είπε η γυναίκα.

Η ματιά της Ηλαίην σκαρφάλωσε αργά στην οροφή. «Έξι», μουρμούρισε ικανοποιημένη.

«Έξι», αναστέναξε κι η Νυνάβε, κι η Ηλαίην τη χτύπησε μαλακά και συμπονετικά στο χέρι, λες κι ήθελε να της δείξει πόσο την κατανοούσε.

«Δεν ήμουν και τόσο σίγουρη», είπε. Η Νυνάβε χαμογέλασε και της ανταπέδωσε τη χειρονομία. Ο Ματ εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει τίποτα. Λοιπόν, το κτήριο είχε έξι πατώματα. Οι γυναίκες συμπεριφέρονταν παράξενα μερικές φορές ή, μάλλον, τις περισσότερες φορές.

Στο εσωτερικό υπήρχε ένας μακρύς διάδρομος, καλυμμένος εξ ολοκλήρου με σκόνη, ο οποίος διέτρεχε το κτίσμα μέχρι το πίσω μέρος, με το άλλο του άκρο να χάνεται στις σκιές. Ελάχιστες από τις εισόδους είχαν πόρτες, κι αυτές δεν ήταν παρά πρόχειρες σανίδες. Ένα άνοιγμα, στο ένα τρίτο περίπου του διαδρόμου, οδηγούσε σε μια στενή σκάλα με απότομα πέτρινα σκαλοπάτια που ανέβαιναν κάπου ψηλότερα. Αυτή την πορεία είχε πάρει προχτές, ακολουθώντας τα ίχνη πάνω στη σκόνη, αν και πίστευε πως κάποια από τα άλλα ανοίγματα δεν ήταν παρά διασταυρώσεις. Δεν είχε βρει τον χρόνο να ρίξει μια ματιά τριγύρω. Το κτήριο είχε μεγάλο μήκος και πλάτος για να υπάρχει μόνο μία είσοδος.

«Δεν μου λες, Ματ», είπε η Νυνάβε, μόλις ο άντρας ανέθεσε στον Χάρναν και στους μισούς Κοκκινόχερους να δουν αν υπάρχει κάποια πίσω πόρτα και να τη φρουρήσουν. Ο Λαν στεκόταν τόσο κοντά της, που θα έλεγε κανείς πως ήταν κολλημένος επάνω της. «Δεν βλέπεις πως δεν υπάρχει λόγος;»

Ο τόνος της φωνής της ήταν τόσο ήπιος, που η Ηλαίην ήταν έτοιμη να της ξεφουρνίσει την αλήθεια για την Τάυλιν, αλλά, αν μη τι άλλο, θα έκανε τον Ματ να αισθανθεί πολύ άσχημα. Δεν ήθελε να μάθει κανείς τίποτα. Ναι, μπορεί να μην είχε νόημα! Αυτά τα ζάρια, ωστόσο, εξακολουθούσαν να κροταλίζουν μέσα στο κεφάλι του. «Ίσως αρέσουν οι πίσω πόρτες στη Μογκέντιεν», είπε ξερά. Ένας τσιριχτός ήχος ακούστηκε από τη σκοτεινή άκρη του διαδρόμου, κι ένας από τους άντρες που βρίσκονταν μαζί με τον Χάρναν έφτυσε μια βρισιά για τους αρουραίους.

«Του το είπες», φώναξε έξαλλη η Νυνάβε προς το μέρος του Λαν, με το ένα χέρι να πιάνει σφικτά την πλεξούδα της.

Η φωνή της Ηλαίην ήταν γεμάτη οργή. «Η στιγμή δεν είναι κατάλληλη για τσακωμούς, Νυνάβε. Το Κύπελλο βρίσκεται εκεί πάνω! Το Κύπελλο των Ανέμων!» Μια μικρή σφαίρα φωτός εμφανίστηκε ξαφνικά κι αιωρήθηκε μπροστά της. Δίχως να περιμένει να δει αν η Νυνάβε ερχόταν ξοπίσω της, σήκωσε τη φούστα της κι όρμησε στα σκαλοπάτια. Ο Βάνιν έτρεξε από πίσω, εντυπωσιακά γρήγορα για τον όγκο του, ακολουθούμενος από τη Ρεάνε κι από τις περισσότερες Σοφές. Η στρογγυλοπρόσωπη Σουμέκο κι η Ιέιν, ψηλή, σκουρόχρωμη και χαριτωμένη, παρά τις ρυτίδες στις γωνίες των ματιών της, δίστασαν και παρέμειναν με τη Νυνάβε.

Ο Ματ θα ανέβαινε επίσης, αν η Νυνάβε κι ο Λαν δεν του έκλειναν τον δρόμο. «Μπορώ να περάσω, Νυνάβε;» τη ρώτησε. Σε τελική ανάλυση, είχε το δικαίωμα να είναι παρών όταν θα ανακάλυπταν αυτό το μυθικό και καταραμένο Κύπελλο. «Νυνάβε;» Η γυναίκα είχε στρέψει την προσοχή της στον Λαν τόσο έντονα, που έμοιαζε να έχει ξεχάσει τα πάντα. Ο Ματ αντάλλαξε ματιές με τον Μπέσλαν, ο οποίος μειδίασε και κάθισε οκλαδόν με τον Κόρεβιν και τους υπόλοιπους Κοκκινόχερους. Ο Ναλέσεν ακούμπησε στον τοίχο και χασμουρήθηκε επιδεικτικά. Λάθος του, με όλη αυτήν τη σκόνη τριγύρω. Το χασμουρητό μετατράπηκε σε ξέσπασμα βήχα, που σκοτείνιασε το πρόσωπό του και τον ανάγκασε να διπλωθεί στα δύο.

Ακόμα κι αυτό, όμως, στάθηκε ανίκανο να αποσπάσει την προσοχή της Νυνάβε. Με προσεκτικές κινήσεις, τράβηξε το χέρι της από την πλεξούδα της. «Δεν είμαι θυμωμένη, Λαν», είπε.

«Μάλλον είσαι», της αποκρίθηκε ήρεμα αυτός. «Μα κάποιος έπρεπε να του το πει».

«Νυνάβε;» είπε ο Ματ. «Λαν;» Κανείς τους δεν φάνηκε να του δίνει σημασία.

«Θα του το έλεγα μόλις ένιωθα έτοιμη, Λαν Μαντράγκοραν!» Έκλεισε σφιχτά το στόμα της, αλλά τα χείλη της συνέχισαν να συσπώνται, λες και μιλούσε μόνη της. «Δεν θα θυμώσω μαζί σου», είπε σε ηπιότερο τόνο, με τρόπο που θα έλεγε κάποιος ότι απευθυνόταν και στον εαυτό της. Με μια εσκεμμένη κίνηση, πέταξε την πλεξούδα πάνω από τον ώμο της, τίναξε το μπλε πλουμιστό καπέλο και τοποθέτησε τα χέρια στη μέση της.

«Αφού το λες εσύ...», απάντησε ήπια ο Λαν.

Η Νυνάβε τρεμούλιασε. «Μη μου μιλάς εμένα έτσι!» φώναξε. «Σου είπα, δεν είμαι θυμωμένη! Δεν καταλαβαίνεις;»

«Αίμα και στάχτες, Νυνάβε», γρύλισε ο Ματ. «Δεν νομίζει πως είσαι θυμωμένη, ούτε κι εγώ το νομίζω». Πάλι καλά που οι γυναίκες τον είχαν μάθει να ψεύδεται πειστικά. «Λοιπόν, μπορούμε τώρα να πάμε πάνω, να πάρουμε αυτό το καταραμένο Κύπελλο των Ανέμων;»

«Εξαιρετική ιδέα», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από την πόρτα που έβγαινε στον δρόμο. «Πάμε μαζί, να κάνουμε έκπληξη στην Ηλαίην;» Ο Ματ δεν είχε προσέξει τις δύο γυναίκες που είχαν μπει στον διάδρομο πριν, αλλά από τα πρόσωπά τους ήταν προφανές πως επρόκειτο για Άες Σεντάι. Το πρόσωπο εκείνης που μιλούσε ήταν μακρουλό και ψυχρό, σαν τη φωνή της, ενώ της συντρόφου της πλαισιωνόταν από αναρίθμητες λεπτές μαύρες πλεξούδες, δουλεμένες με πολύχρωμες χάντρες. Σχεδόν δύο ντουζίνες άντρες στριμώχνονταν πίσω τους, ογκώδεις τύποι με βαριούς ώμους, οι οποίοι κρατούσαν ρόπαλα και μαχαίρια. Ο Ματ άδραξε ενστικτωδώς το ασανταρέι. Καταλάβαινε πότε έπρεπε να περιμένει φασαρίες, κι η αλεπουδοκεφαλή στο στήθος του ήταν κρύα, παγερή σχεδόν, πάνω στο δέρμα του. Κάποιος χρησιμοποιούσε τη Μία Δύναμη.

Οι δύο Σοφές άρχισαν να υποκλίνονται βαθιά μόλις είδαν αυτά τα αγέραστα χαρακτηριστικά, αλλά κι η Νυνάβε είχε καταλάβει πως υπήρχε πρόβλημα. Το στόμα της κινιόταν χωρίς να βγαίνει ήχος καθώς οι δύο γυναίκες άρχισαν να διασχίζουν τον διάδρομο, ενώ το πρόσωπό της είχε μια έκφραση σαστιμάρας και κατηγόριας απέναντι στον εαυτό της. Ο Ματ άκουσε πίσω του τον ήχο του σπαθιού που ξεθηκαρώνεται, αλλά δεν στράφηκε να κοιτάξει σε ποιον ανήκε. Ο Λαν απλά στεκόταν ακίνητος, σαν λεοπάρδαλη έτοιμη να χιμήξει.

«Είναι του Μαύρου Άτζα», είπε η Νυνάβε τελικά. Η χροιά της φωνής της, αμυδρή αρχικά, έγινε πιο δυνατή καθώς συνέχιζε. «Η Φάλιον Μπόντα κι η Ισπάν Σεφάρ. Ένοχες για φόνο στον Πύργο αλλά και για ακόμα χειρότερα πράγματα. Είναι Σκοτεινόφιλες και...» κοντοστάθηκε για λίγο, «...με έχουν θωρακίσει».

Οι νεοφερμένες συνέχισαν να προχωρούν ατάραχες. «Άκουσες να λέγονται ποτέ τέτοιες ανοησίες, Ισπάν;» ρώτησε η μακροπρόσωπη Άες Σεντάι τη σύντροφό της, η οποία σταμάτησε να σουφρώνει τη φάτσα της εξαιτίας της σκόνης και χαζογέλασε προς το μέρος της Νυνάβε. «Η Ισπάν κι εγώ ερχόμαστε εκ μέρους του Λευκού Πύργου, ενώ η Νυνάβε κι οι φίλες της έχουν στασιάσει ενάντια στην Έδρα της Άμερλιν. Γι' αυτό, θα τιμωρηθούν παραδειγματικά, όπως επίσης κι όσοι τις βοηθούν». Ο Ματ έμεινε εμβρόντητος όταν συνειδητοποίησε πως η γυναίκα δεν γνώριζε τίποτα. Νόμιζε πως αυτός, ο Λαν κι οι υπόλοιποι δεν ήταν παρά μισθωμένοι σωματοφύλακες. Η Φάλιον χαμογέλασε προς το μέρος της Νυνάβε, ένα χαμόγελο σχετικά θερμό συγκριτικά με το δικό της. «Υπάρχει κάποιος που θα ευχαριστηθεί τα μέγιστα μόλις σε πάμε πίσω, Νυνάβε. Νομίζει πως είσαι νεκρή. Για τους υπόλοιπους από εσάς θα ήταν καλύτερο να φύγετε. Δεν είναι και τόσο συνετό να αναμειγνύεστε στις υποθέσεις των Άες Σεντάι. Οι άντρες μου θα σας συνοδέψουν μέχρι το ποτάμι». Δίχως να αποσπάσει τη ματιά της από τη Νυνάβε, η Φάλιον έκανε ένα νεύμα στους άντρες, από πίσω της, να βγουν μπροστά.

Ο Λαν έκανε μια κίνηση. Δεν τράβηξε το ξίφος του, άλλωστε δεν θα είχε καμιά τύχη απέναντι σε μια Άες Σεντάι, αλλά τη μια στιγμή στεκόταν ακίνητος και την άλλη τινάχτηκε εναντίον των δύο γυναικών. Λίγο πριν από τη σύγκρουση, μούγκρισε, λες και κάτι τον είχε χτυπήσει δυνατά, αλλά τελικά έπεσε με φόρα επάνω τους, ρίχνοντας αμφότερες τις Μαύρες αδελφές στο σκονισμένο πάτωμα. Και το φράγμα της οργής ξεχείλισε.

Ο Λαν σηκώθηκε, ακουμπώντας στα χέρια και στα γόνατα και κουνώντας αδύναμα το κεφάλι του. Ένας από τους ογκώδεις τύπους σήκωνε το ρόπαλο με τους ατσαλένιους ιμάντες για να του τσακίσει το κρανίο. Ο Ματ τον κάρφωσε στην κοιλιά χρησιμοποιώντας τη λόγχη του, καθώς ο Μπέσλαν, ο Ναλέσεν κι οι πέντε Κοκκινόχεροι ορμούσαν εναντίον των Σκοτεινόφιλων, που κραύγαζαν δυνατά. Ο Λαν στάθηκε στα πόδια του, και το σπαθί του, διαγράφοντας μια τροχιά στο αέρα, άνοιξε στα δύο έναν Σκοτεινόφιλο από τον καβάλο ως τον λαιμό. Ο διάδρομος δεν ήταν τόσο πλατύς, για να μπορούν να χειριστούν εύκολα το ξίφος ή το ασανταρέι, αλλά η στενότητα του χώρου τους επέτρεπε, αρχικά τουλάχιστον, να αντεπεξέλθουν με επιτυχία στην αναλογία δύο προς έναν. Οι Σκοτεινόφιλοι μούγκριζαν και πάλευαν σώμα με σώμα εναντίον τους, προσπαθώντας να βρουν χώρο για να καρφώσουν με το σπαθί ή για να χτυπήσουν με το ρόπαλο.

Γύρω από τις Μαύρες αδελφές κι από τη Νυνάβε, υπήρχαν μερικά ανοιχτά σημεία· είχαν φροντίσει οι ίδιες γι' αυτά. Ένας νευρώδης Αντορινός Κοκκινόχερος έπεσε σχεδόν πάνω στη Φάλιον, αλλά την τελευταία στιγμή έκανε μια στροφή στον αέρα και το έσκασε από τον διάδρομο, ρίχνοντας κάτω δύο βασταγερούς Σκοτεινόφιλους πριν πέσει με δύναμη πάνω στον τοίχο και γλιστρήσει στο έδαφος, άψυχος, αφήνοντας πάνω στον ραγισμένο και σκονισμένο σοβά μια αιμάτινη κηλίδα από το πίσω μέρος του ανοιγμένου κεφαλιού του. Ένας καραφλός Σκοτεινόφιλος πέρασε στριμωχτά μέσα από τις γραμμές των αμυνομένων και χίμηξε στη Νυνάβε με το μαχαίρι του ξεθηκαρωμένο. Άφησε μια κραυγή όταν, ξαφνικά, τα πόδια του τραβήχτηκαν πίσω, μια κραυγή που κόπηκε απότομα όταν το πρόσωπό προσέκρουσε στο δάπεδο με τόση δύναμη, που το κεφάλι του αναπήδησε.

Προφανώς, η Νυνάβε δεν ήταν πια θωρακισμένη. Ακόμα κι αν η παγερή ασημένια αλεπουδοκεφαλή που κρεμόταν στο στήθος του Ματ καθώς πολεμούσε δεν ήταν αρκετή ένδειξη ότι η ίδια κι οι Μαύρες αδελφές πάλευαν μανιασμένα μεταξύ τους, ήταν τέτοια η αγριάδα στον τρόπο που αλληλοκοιτάζονταν, αγνοώντας τη μάχη γύρω τους, που δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης. Οι δύο Σοφές κοιτούσαν έντρομες τριγύρω. Κρατούσαν σφιχτά τα κυρτά τους μαχαίρια, αλλά είχαν στριμωχτεί πάνω στον τοίχο, κοιτώντας με τα μάτια γουρλωμένα και το στόμα ορθάνοιχτο πότε τη Νυνάβε και πότε τις άλλες δύο.

«Πολεμήστε», τους φώναξε κοφτά η Νυνάβε. Γύρισε ελάχιστα το κεφάλι της, έτσι που να τις βλέπει τόσο καθαρά όσο τη Φάλιον με την Ισπάν. «Δεν μπορώ να τα καταφέρω μόνη μου. Είναι συνδεδεμένες. Αν δεν τις πολεμήσετε, θα σας σκοτώσουν. Τις ξέρετε καλά τώρα πια!» Οι Σοφές την κοίταξαν σαν τις παρότρυνε να φτύσουν τη Βασίλισσα. Καταμεσής των κραυγών και των γρυλισμάτων, η Ισπάν γελούσε μελωδικά, ενώ ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό αντηχούσε από τις σκάλες.

Το κεφάλι της Νυνάβε στράφηκε προς τα εκεί. Τρίκλισε για λίγο και στράφηκε ξανά προς τις άλλες δύο σαν πληγωμένος ασβός, με έναν μορφασμό χαραγμένο στο πρόσωπό της, ο οποίος θα έκανε τη Φάλιον και την Ισπάν να το βάλουν στα πόδια, αν μπορούσαν ακόμα να σκεφτούν λογικά. Η Νυνάβε έριξε μια αγωνιώδη ματιά προς το μέρος του Ματ. «Κάποιος διαβιβάζει επάνω», είπε μέσα από τα δόντια της. «Θα έχουμε πρόβλημα».

Ο Ματ δίστασε. Το πιθανότερο ήταν πως η Ηλαίην είχε πέσει πάνω σε κανέναν αρουραίο. Το πιθανότερο... Ο Ματ κατάφερε να αποφύγει ένα στιλέτο που σκόπευε τα πλευρά του, αλλά δεν είχε αρκετό χώρο για να ανταποδώσει το χτύπημα με τη λόγχη ασανταρέι ή να χρησιμοποιήσει τη λαβή ως ραβδί. Ο Μπέσλαν, μπροστά του, κάρφωσε έναν επιτιθέμενο διαπερνώντας του την καρδιά.

«Σε παρακαλώ, Ματ», είπε σφιγμένα η Νυνάβε. Ποτέ της δεν παρακαλούσε, προτιμούσε να κόψει τον λαιμό της. «Σε παρακαλώ».

Ο Ματ ξεστόμισε μια βρισιά, απομακρύνθηκε από το πεδίο της μάχης κι όρμησε τρέχοντας στα απότομα στενά σκαλοπάτια, ανεβαίνοντας σε χρόνο ρεκόρ και τα έξι πατώματα μέσα από τη σκοτεινή σκάλα. Δεν υπήρχε κανένα παράθυρο για να φωτίζει την πορεία του. Αν επρόκειτο μόνο για αρουραίο, θα προσπαθούσε να συνεφέρει την Ηλαίην μέχρι που... Ξεχύθηκε στον τελευταίο όροφο, ο οποίος δεν ήταν πολύ πιο φωτεινός από τη σκάλα. Υπήρχε ένα και μοναδικό παράθυρο, που έβλεπε στη γωνία του δρόμου, κι η σκηνή που αντίκρισε ήταν μία εικόνα βγαλμένη από εφιάλτη.

Παντού υπήρχαν γυναίκες, ξαπλωμένες φαρδιές πλατιές, και μία εξ αυτών ήταν η Ηλαίην. Ακουμπούσε στον τοίχο με το πάνω μέρος της πλάτης της κι είχε τα μάτια κλειστά. Ο Βάνιν ήταν σκυμμένος στα γόνατα, με το αίμα να τρέχει ποτάμι από τη μύτη και τ' αυτιά του, πασχίζοντας αδύναμα κι αυτός να στηριχθεί στον τοίχο. Η τελευταία γυναίκα που στεκόταν ακόμα όρθια, η Τζανίρα, έτρεξε προς το μέρος του Ματ μόλις τον είδε. Στα μάτια του άντρα έμοιαζε με γεράκι, μια κι η μύτη της ήταν σαν γυριστό ράμφος και τα ζυγωματικά της τραχιά, αλλά στο πρόσωπό της αντικαθρεφτιζόταν τώρα ο τρόμος, κι αυτά τα σκοτεινά μάτια είχαν γουρλώσει και φάνταζαν άκαμπτα.

«Βοήθησέ με!» φώναξε προς το μέρος του, κι ένας άντρας την έπιασε από πίσω. Ήταν ένας κοινός τύπος, λίγο μεγαλύτερος από τον Ματ ίσως, ίδιου ύψους κι εξίσου αδύνατος. Φορούσε ένα απλό γκρίζο πανωφόρι. Χαμογελώντας, έπιασε το κεφάλι της Τζανίρα ανάμεσα στα χέρια του και το γύρισε απότομα. Ο ήχος του λαιμού που έσπαζε έμοιαζε με τον ξερό κρότο ενός κλαδιού. Την άφησε να πέσει, σαν άψυχος σωρός, κι απέμεινε να την κοιτάζει. Χαμογέλασε και, για μια στιγμή, φάνηκε... εκστασιασμένος.

Στο φως ενός ζεύγους φανών, μια μικρή αρμαθιά από άντρες, λίγο πιο πέρα από τον Βάνιν, άνοιγαν μια πόρτα υπό τον τσιριχτό ήχο των σκουριασμένων μεντεσέδων, αλλά ο Ματ ούτε που το πρόσεξε καλά-καλά. Το βλέμμα του αποτραβήχτηκε από το σωριασμένο πτώμα της Τζανίρα και στράφηκε στην Ηλαίην. Είχε υποσχεθεί να εξασφαλίσει την ασφάλεια της για το καλό του Ραντ. Το είχε υποσχεθεί. Με ένα ουρλιαχτό, όρμησε ενάντια στον φονιά, με τη λόγχη ασανταρέι προτεταμένη.

Ο Ματ έπιασε την κίνηση του Μυρντράαλ, αλλά εκείνος, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ήταν πιο γρήγορος. Έμοιαζε σαν να ρέει μπροστά στη μύτη της λόγχης, άδραξε τη λαβή κι, αφού την έστρεψε γύρω από τον άξονά της, εκτίναξε τον Ματ πέντε πόδια πιο κάτω, στον διάδρομο.

Ο Ματ αισθάνθηκε να του κόβεται η ανάσα μόλις χτύπησε στο δάπεδο, σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Η λάμα ασανταρέι προσγειώθηκε δίπλα του. Σηκώθηκε, παλεύοντας να ανασάνει, ενώ η αλεπουδοκεφαλή αιωρούνταν από το ανοιχτό του πουκάμισο. Τράβηξε το μαχαίρι μέσα από το πανωφόρι του και χίμηξε πάνω στον άντρα, τη στιγμή που στο κεφαλόσκαλο εμφανίστηκε ο Ναλέσεν, με το σπαθί στο χέρι. Τώρα, θα τον έβαζαν κάτω, όσο σβέλτος κι αν ήταν ο τύπος...

Ο άντρας έκανε έναν Μυρντράαλ να μοιάζει δύσκαμπτος. Απέφυγε την επίθεση του Ναλέσεν, λες και μέσα στο κορμί του δεν υπήρχαν κόκαλα, και τίναξε το δεξί του χέρι για να πιάσει τον λαιμό του. Το χέρι του διέγραψε μια τροχιά κι ακούστηκε ένας υγρός ήχος σκισίματος. Το αίμα ξεπήδησε σαν πίδακας πάνω στη γενειάδα του Ναλέσεν. Το ξίφος του έπεσε παράγοντας έναν κουδουνιστό ήχο πάνω στο σκονισμένο πέτρινο δάπεδο, κι ο άντρας έφερε τα δυο του χέρια στον ρημαγμένο του λαιμό, ενώ κόκκινα ρυάκια κυλούσαν ανάμεσα στα δάχτυλά του καθώς σωριαζόταν.

Ο Ματ έπεσε με δύναμη στην πλάτη του φονιά και σωριάστηκαν κι οι τρεις τους στο πάτωμα. Δεν είχε ενδοιασμούς να μαχαιρώσει πισώπλατα κάποιον, αν το έκρινε αναγκαίο, ειδικά κάποιον που θα ήταν ικανός να ξεσκίσει τον λαιμό ενός άντρα. Ίσως έπρεπε να είχε αφήσει τον Ναλέσεν να κοιμηθεί. Η σκέψη αυτή τον έκανε να νιώσει λύπη καθώς κάρφωνε με μίσος τη λάμα του, μία, δύο, τρεις φορές.

Ο άντρας συστράφηκε κάτω από τη λαβή του. Παρ' όλο που φάνταζε αδύνατον, ο τύπος κύλησε από κάτω του, τραβώντας από το χέρι του τη λαβή του μαχαιριού. Τα ορθάνοιχτα μάτια κι ο ματωμένος λαιμός του Ναλέσεν, μπροστά του, ήταν μια υπενθύμιση. Με απεγνωσμένες κινήσεις, έπιασε τον άντρα από τους καρπούς, ενώ το χέρι του γλιστρούσε πάνω στο αίμα που ανάβλυζε από το χέρι του τύπου.

Ο άντρας τού χαμογέλασε. Αν κι ένα μαχαίρι εξείχε από τα πλευρά του, του χαμογέλασε! «Θέλει να σε δει νεκρό, όσο απεγνωσμένα θέλει αυτήν», είπε μαλακά. Λες κι ο Ματ δεν τον κρατούσε καν, τα χέρια του κινήθηκαν προς το κεφάλι του, αποτινάσσοντας τα μπράτσα του από πάνω του.

Ο Ματ πάλευε σαν μανιασμένος, ρίχνοντας όλο του το βάρος πάνω στο μπράτσο του άντρα αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μα το Φως, έμοιαζε με πιτσιρικά που πάλευε ενάντια σε ενήλικο. Ο τύπος έπαιζε μαζί του, και μάλιστα με το πάσο του. Χέρια άγγιξαν το κεφάλι του. Γιατί η τύχη τού είχε γυρίσει την πλάτη; Μετατοπίστηκε με όση δύναμη του είχε απομείνει, και το μενταγιόν ακούμπησε στο μάγουλο του άντρα, ο οποίος ούρλιαξε. Καπνός αναδύθηκε από τις άκρες της αλεπουδοκεφαλής κι ακούστηκε ένα τσιτσίρισμα, σαν λαρδί που ψηνόταν. Ενστικτωδώς, πέταξε μακριά τον Ματ, χρησιμοποιώντας τα χέρια και τα πόδια του. Αυτή τη φορά, ο Ματ έπεσε δέκα πόδια παραπέρα και γλίστρησε.

Όταν, μισοζαλισμένος, στάθηκε στα πόδια του, ο άλλος άντρας είχε σηκωθεί ήδη και τα τρεμάμενα χέρια του άγγιζαν το πρόσωπό του. Μια τραχιά πληγή, σαν σφραγίδα, ήταν αποτυπωμένη στο σημείο που τον είχε αγγίξει η κεφαλή της αλεπούς. Ο Ματ ψηλάφισε πολύ προσεκτικά το μενταγιόν. Ήταν κρύο. Όχι παγερό, σαν να υπήρχε κάποιος εκεί γύρω που διαβίβαζε -αν και στα κάτω πατώματα μπορεί να συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά ήταν πολύ μακριά για να τον απασχολεί- απλώς είχε την κρυάδα του ατσαλιού. Δεν είχε ιδέα τι μπορεί να ήταν αυτός ο τύπος απέναντι του, εκτός από το ότι σίγουρα δεν ήταν άνθρωπος, αλλά έτσι καμένος όπως ήταν κι έχοντας δεχτεί τρεις μαχαιριές, με τη λαβή του μαχαιριού να εξέχει ακόμα κάτω από το μπράτσο του, ο Ματ υπέθεσε πως οι κινήσεις του θα ήταν πια αρκετά αργές και θα του επέτρεπαν να τον προσπεράσει και να κατέβει τη σκάλα. Πολύ ήθελε να πάρει εκδίκηση για την Ηλαίην, όπως και για τον Ναλέσεν επίσης, αλλά προφανώς δεν μπορούσε να γίνει σήμερα αυτό, πόσω μάλλον να πάρει εκδίκηση για τον ίδιο του τον εαυτό.

Τραβώντας το μαχαίρι από τα πλευρά του, ο άντρας τού το πέταξε κι ο Ματ το έπιασε στον αέρα, χωρίς να σκεφτεί καν. Ο Θομ τον είχε μάθει κάτι τέτοια κόλπα και του είχε πει πως είχε τα πιο γρήγορα χέρια που είχε δει ποτέ. Στριφογυρίζοντας το μαχαίρι μέσα στην παλάμη του, έτσι που να το κρατάει σωστά, με τη μυτερή αιχμή ανασηκωμένη, παρατήρησε τη λαμπερή λάμα κι ένιωσε ότι η καρδιά του έχανε έναν χτύπο. Δεν υπήρχε ίχνος αίματος. Αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να έχει μείνει έστω και μια κηλίδα, αλλά το ατσάλι στραφτάλιζε λαμπερό και πεντακάθαρο. Ίσως τρεις πληγές να μην ήταν αρκετές για να επιβραδύνουν αυτό το πλάσμα - ό,τι κι αν ήταν.

Διακινδύνευσε να ρίξει μια ματιά πάνω από τον ώμο του. Οι υπόλοιποι άντρες έβγαιναν από την πόρτα που είχαν ανοίξει, την πόρτα στην οποία τον είχαν οδηγήσει τα ίχνη που ανακάλυψε χτες, αλλά τα χέρια τους έμοιαζαν γεμάτα άχρηστα πράγματα, μικρούς και μισολιωμένους θώρακες, ένα βαρέλι με διάφορα αντικείμενα τυλιγμένα με ύφασμα, που εξείχαν από διάφορες τρύπες, ακόμα και μια σπασμένη καρέκλα κι έναν ραγισμένο καθρέφτη. Μάλλον είχαν πάρει εντολές να σηκώσουν τα πάντα. Δίχως να δώσουν την παραμικρή προσοχή στον Ματ, κίνησαν βιαστικά για την άλλη άκρη του διαδρόμου και χάθηκαν πίσω από μια γωνία. Ίσως υπήρχε κι άλλη σκάλα εκεί πέρα και να μπορούσε να τους ακολουθήσει από απόσταση. Ίσως... Λίγο πριν φτάσει στην πόρτα απ' όπου είχαν βγει, ο Βάνιν έκανε άλλη μια προσπάθεια να σηκωθεί, αλλά έπεσε πίσω. Ο Ματ συγκρατήθηκε για να μη βλαστημήσει. Αν επιχειρούσε να σύρει και τον Βάνιν, οι κινήσεις του θα επιβραδύνονταν αισθητά, αλλά με λίγη τύχη... η οποία τύχη δεν είχε σώσει την Ηλαίην, βέβαια, αλλά και πάλι... Με την άκρη του ματιού του την είδε να κινείται, ανασηκώνοντας ένα χέρι στο κεφάλι της.

Ο άντρας με την γκρίζα φορεσιά το πρόσεξε επίσης και, χαμογελώντας, στράφηκε προς το μέρος της.

Αναστενάζοντας, ο Ματ θηκάρωσε το άχρηστο μαχαίρι. «Δεν είναι δικιά σου», φώναξε. Υποσχέσεις. Με ένα τίναγμα, έσπασε το δερμάτινο λουρί από τον λαιμό του κι η ασημένια αλεπουδοκεφαλή αιωρήθηκε ένα πόδι κάτω από τη γροθιά του. Βόμβισε ελαφρά καθώς ο Ματ τη στριφογύρισε, σχηματίζοντας μια διπλή θηλιά. «Δεν θα την πάρεις ποτέ». Κίνησε μπροστά, με το μενταγιόν να περιστρέφεται στο χέρι του. Το πρώτο βήμα ήταν και το πιο δύσκολο, αλλά είχε μια υπόσχεση να τηρήσει.

Το χαμόγελο του τύπου έσβησε. Κοιτώντας με ανήσυχο βλέμμα την αστραφτερή αλεπουδοκεφαλή πισωπάτησε λίγα βήματα. Το ίδιο φως που έλαμπε πάνω στο περιστρεφόμενο ατσάλι, από το μοναδικό παράθυρο, σχημάτισε μία άλω γύρω του. Αν ο Ματ τον ανάγκαζε να οπισθοχωρήσει περισσότερο, θα μπορούσε να διαπιστώσει αν η πτώση από ύψος έξι ορόφων θα έφερνε το αποτέλεσμα που δεν είχε φέρει το μαχαίρι.

Με το στίγμα να διακρίνεται έντονο πάνω στο πρόσωπό του, ο τύπος συνέχισε να οπισθοχωρεί απλώνοντας τα χέρια του, λες και προσπαθούσε να αρπαχτεί από κάπου. Ξαφνικά, όρμησε απότομα από τη μια πλευρά και μπήκε σε ένα δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Ο Ματ άκουσε τον ήχο της αμπάρας.

Ίσως θα έπρεπε να μη δώσει συνέχεια, αλλά, χωρίς δεύτερη σκέψη, σήκωσε το πόδι του και κλώτσησε δυνατά με την μπότα του, σημαδεύοντας το κέντρο της πόρτας. Η σκόνη αναπήδησε από το τραχύ ξύλο. Μια δεύτερη κλωτσιά, και τα σάπια στηρίγματα υποχώρησαν μαζί με τον σκουριασμένο μεντεσέ. Η πόρτα έσπασε κι απέμεινε να γέρνει.

Το δωμάτιο δεν ήταν εντελώς σκοτεινό. Αχνό φως έμπαινε μέσα, από το παράθυρο στην άλλη άκρη του διαδρόμου, μόλις μια πόρτα πιο μακριά, κι ένας σπασμένος τριγωνικός καθρέφτης, που ακουμπούσε τον απέναντι τοίχο, αντανακλούσε το φως αμυδρά. Ο καθρέφτης αυτός του επέτρεψε να δει τα πάντα χωρίς να μπει μέσα. Εκτός από αυτόν τον καθρέφτη κι από ένα κομμάτι καρέκλας, δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Τα μόνα ανοίγματα ήταν η είσοδος και μια ποντικότρυπα πλάι στον καθρέφτη, αλλά ο άντρας με το γκρίζο πανωφόρι είχε εξαφανιστεί.

«Ματ», ακούστηκε η αχνή φωνή της Ηλαίην. Βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο κι έτρεξε προς το μέρος της. Από κάτω ακούγονταν φωνές, αλλά η Νυνάβε κι οι υπόλοιποι θα έπρεπε προς το παρόν να φροντίσουν μόνοι τους τον εαυτό τους.

Η Ηλαίην προσπαθούσε να ανασηκωθεί, μορφάζοντας και κουνώντας το σαγόνι της, όταν γονάτισε πλάι της. Σκόνη κάλυπτε το φόρεμά της, και το καπέλο της είχε πάρει μια λοξή κλίση, ενώ μερικά από τα φτερά ήταν σπασμένα. Τα χρυσοκόκκινα μαλλιά της έμοιαζαν σαν κάποιος να την είχε σύρει τραβώντας την από αυτά. «Με χτύπησε ανελέητα», είπε η Ηλαίην με έναν μορφασμό πόνου. «Δεν νομίζω πως έσπασα τίποτα, αλλά...» Το βλέμμα της γαντζώθηκε στο δικό του κι ο Ματ είχε για πρώτη φορά την αίσθηση πως η γυναίκα αντίκριζε έναν ξένο. «Είδα πώς πολέμησες αυτόν τον άντρα, Ματ. Δεν διαφέρουμε και πολύ από κοτόπουλα κλεισμένα σε ένα κλουβί με μια νυφίτσα. Η διαβίβαση δεν τον αγγίζει. Οι ροές σβήνουν, όπως έγινε με το...» Ρίχνοντας μια ματιά στο μενταγιόν που κρεμόταν ακόμα από τη γροθιά του, πήρε μια βαθιά ανάσα που απάλυνε κάπως τα στρογγυλεμένα χαρακτηριστικά της. «Σ' ευχαριστώ, Ματ. Σου ζητώ συγγνώμη για οτιδήποτε έκανα ή σκέφτηκα για σένα». Από τον τόνο της φωνής της, μάλλον το εννοούσε. «Το τοχ μου απέναντι σου διαρκώς αυξάνεται». Χαμογέλασε θλιβερά. «Ωστόσο, δεν πρόκειται να σε αφήσω να με χτυπήσεις. Δεν θα με εμποδίσεις να σε σώσω, τουλάχιστον μία φορά, για να εξισορροπήσω τα πράγματα».

«Θα δω τι μπορώ να κάνω», αποκρίθηκε στεγνά ο Ματ χώνοντας το μενταγιόν σε μια τσέπη της φορεσιάς του. Το τοχ; Να τη χτυπήσει; Μα το Φως! Σίγουρα αυτή η γυναίκα έκανε πολλή παρέα με την Αβιέντα.

Τη βοήθησε να σηκωθεί, κι εκείνη έριξε μια ματιά στον διάδρομο, στον Βάνιν με το καταματωμένο πρόσωπο και στις γυναίκες που κείτονταν στα σημεία όπου είχαν σωριαστεί. Έκανε μια γκριμάτσα. «Ω, Φως μου!» είπε, παίρνοντας μια κοφτή ανάσα. «Κατάρα και στάχτες!» Παρά την κατάσταση που επικρατούσε, ο Ματ ξαφνιάστηκε. Δεν ήταν μόνο ότι δεν περίμενε να ακούσει αυτές τις λέξεις να βγαίνουν από το στόμα της. Η προφορά τους έμοιαζε περίεργη, λες κι η Ηλαίην γνώριζε τους ήχους αλλά όχι το τι σήμαιναν. Κατά κάποιον τρόπο, την έκαναν να φαίνεται νεότερη απ' όσο φάνταζε.

Αποτινάζοντας από πάνω της το χέρι του, έβγαλε το καπέλο της, το πέταξε στην άκρη κι έτρεξε να γονατίσει δίπλα στην πλησιέστερη Σοφή, τη Ρεάνε. Έπιασε το κεφάλι της και με τα δύο χέρια. Η γυναίκα κειτόταν άκαμπτη, πεσμένη μπρούμυτα και με τα χέρια απλωμένα, λες κι είχε σκοντάψει κάπου κι έπεσε φαρδιά πλατιά. Ήταν πεσμένη προς την κατεύθυνση του δωματίου που είχε χαθεί ο εχθρός τους.

«Είναι πέραν των δυνατοτήτων μου», μουρμούρισε η Ηλαίην. «Πού είναι η Νυνάβε; Γιατί δεν ήρθε μαζί σου, Ματ; Νυνάβε!» φώναξε προς το μέρος της σκάλας.

«Δεν είναι ανάγκη να σκούζεις σαν γάτα», γρύλισε η Νυνάβε καθώς έκανε την εμφάνισή της στις σκάλες. Κοιτούσε πίσω, πάνω από τον ώμο της, προς την κάτω μεριά των σκαλοπατιών. «Κράτα τη γερά, μ' ακούς;» τσίριξε η ίδια, αυτήν τη φορά. Κουβαλούσε μαζί της το καπέλο της και το έσειε προς την κατεύθυνση που φώναζε. «Αν την αφήσεις να φύγει, θα φας τόσο ξύλο που θα βάλεις και στην τσέπη σου!»

Έπειτα γύρισε να κοιτάξει και τα μάτια της γούρλωσαν τόσο που κόντεψαν να βγουν από τις κόγχες τους. «Παντοδύναμο Φως», είπε με κομμένη την ανάσα, τρέχοντας προς το μέρος της Τζανίρα και σκύβοντας από πάνω της. Ένα άγγιγμα ήταν αρκετό για να την κάνει να ορθωθεί και μορφάσει από πόνο. Ο Ματ θα μπορούσε να της έχει αναφέρει πως η γυναίκα ήταν νεκρή. Η Νυνάβε φαίνεται πως έπαιρνε πολύ προσωπικά το θέμα του θανάτου. Εμφανώς ταραγμένη, προχώρησε προς την επόμενη, την Ταμάρλα, κι αυτή τη φορά φαίνεται πως ήταν ικανή να εφαρμόσει τη Θεραπεία. Βέβαια, τα τραύματα της Ταμάρλα δεν έμοιαζαν και τόσο απλά, γιατί η Νυνάβε χρειάστηκε να σκύψει από πάνω της, συνοφρυωμένη. «Τι συνέβη εδώ, Ματ;» ρώτησε απαιτητικά, χωρίς καν να κοιτάξει προς το μέρος του. Ο τόνος της φωνής της τον έκανε να αναστενάξει. Ίσως έπρεπε να είχε ήδη καταλάβει πως η Νυνάβε θα απέδιδε σ' εκείνον το λάθος. «Λοιπόν, Ματ; Τι συνέβη; Θα μιλήσεις ή θα...» Ο Ματ δεν έμαθε ποτέ τι είδους απειλή ήταν έτοιμη να ξεστομίσει.

Ο Λαν είχε ακολουθήσει τη Νυνάβε από τη σκάλα, φυσικά, με τη Σουμέκο να έπεται κατά πόδας. Η εύσωμη Σοφή έριξε μια ματιά στον διάδρομο κι αμέσως ανασήκωσε τη φούστα της κι έτρεξε προς το μέρος της Ρεάνε. Κοίταξε την Ηλαίην ανήσυχα και κατόπιν έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να μετακινεί τα χέρια της πάνω από το σώμα της Ρεάνε, με έναν τρόπο παράξενο, κάτι που έκανε τη Νυνάβε να αντιδράσει.

«Τι κάνεις εκεί;» τη ρώτησε κοφτά. Δίχως να σταματήσει αυτό που έκανε στην Ταμάρλα, έριχνε στη στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα κοφτές ματιές, διαπεραστικές όσο κι η φωνή της. «Πού τα έμαθες αυτά;»

Η Σουμέκο ξαφνιάστηκε, αλλά τα χέρια της δεν έπαψαν να κινούνται. «Συγχώρησέ με, Άες Σεντάι», απάντησε χωρίς να πάρει ανάσα, βιαστικά και σπασμωδικά. «Γνωρίζω πως κανονικά δεν πρέπει να.... Θα πεθάνει, αν δεν... Ξέρω πως υποτίθεται ότι δεν πρέπει να συνεχίσω την προσπάθεια... Απλά, επιθυμώ να διδαχτώ, Άες Σεντάι. Σε παρακαλώ».

«Εντάξει, εντάξει, συνέχισε», είπε η Νυνάβε αδιάφορα. Είχε συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής της, αν κι όχι όλο, στη γυναίκα που είχε μπροστά της. «Φαίνεται πως γνωρίζεις μερικά πράγματα που ακόμα κι εγώ... Θέλω να πω, είναι ενδιαφέρων ο τρόπος που χειρίζεσαι τις ροές. Υποψιάζομαι πως κάμποσες αδελφές θα θέλουν να διδαχτούν από σένα». Και συμπλήρωσε μέσα από τα δόντια της: «Ίσως τώρα με αφήσουν ήσυχη». Η Σουμέκο σίγουρα δεν είχε ακούσει την τελευταία παρατήρηση, αλλά όσα άκουσε ήταν αρκετά για να πέσει το σαγόνι της μέχρι το διόλου ευκαταφρόνητο στήθος της. Ωστόσο, δεν σταμάτησε στιγμή να κινεί τα χέρια της πάνω από την πεσμένη γυναίκα.

«Ηλαίην», συνέχισε η Νυνάβε, «μπορείς, σε παρακαλώ, να ψάξεις για το Κύπελλο; Μου φαίνεται πως πρέπει να είναι πίσω από εκείνη την πόρτα». Ένευσε προς τη σωστή πόρτα, η οποία ήταν ανοικτή όπως και τόσες άλλες. Ο Ματ βλεφάρισε και το βλέμμα του έπεσε σε δύο μικρούς μπόγους, τυλιγμένους με ύφασμα που ήταν πεσμένοι μπροστά της. Μάλλον θα είχαν πέσει από τους πλιατσικολόγους.

«Ναι», μουρμούρισε η Ηλαίην. «Αυτό, τουλάχιστον, μπορώ να το κάνω». Μισοσήκωσε το χέρι της προς το μέρος του Βάνιν, ο οποίος εξακολουθούσε να είναι πεσμένος στα γόνατα, αλλά το άφησε να πέσει με έναν αναστεναγμό και βγήκε από την πόρτα, από την οποία σηκώθηκε ένα σύννεφο σκόνης κι ακούστηκε βήξιμο.

Η παχουλή Σοφή δεν ήταν η μόνη που είχε ακολουθήσει τη Νυνάβε και τον Λαν. Η Ιέιν βάδιζε με αγέρωχο βήμα από τη σκάλα, εξαναγκάζοντας την Ταραμπονέζα Σκοτεινόφιλη να προχωρεί μπροστά, έχοντας λυγίσει το ένα της χέρι πίσω από την πλάτη της, ενώ με το άλλο την είχε γραπώσει από τον λαιμό. Το σαγόνι της Ιέιν ήταν σταθερό και το στόμα της κλεισμένο σφικτά. Το πρόσωπό της ήταν ένα μείγμα βεβαιότητας ότι θα την έγδερναν ζωντανή, επειδή είχε κακομεταχειριστεί μια Άες Σεντάι, κι αποφασιστικότητας να συνεχίσει να το κάνει ανεξάρτητα από τις πιθανές επιπτώσεις. Κάπως έτσι επηρέαζε μερικές φορές η Νυνάβε τους ανθρώπους. Η Μαύρη αδελφή είχε γουρλώσει τα μάτια της από τρόμο, και το κορμί της είχε καμπουριάσει τόσο, ώστε, αν δεν την κρατούσε γερά η Ιέιν, σίγουρα θα είχε πέσει. Προφανώς την είχαν θωρακίσει -σίγουρα- αλλά το ακόμα πιο σίγουρο ήταν πως θα προτιμούσε να την γδάρουν ζωντανή παρά να της συνέβαιναν όσα τής ήταν προορισμένα για καταδίκη. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της, ενώ το στόμα της τρεμούλιαζε με σιωπηλά αναφιλητά.

Πίσω τους ερχόταν ο Μπέσλαν, ο οποίος άφησε έναν θρηνητικό αναστεναγμό μόλις είδε το πτώμα του Ναλέσεν, κι έναν ακόμα πιο θρηνητικό όταν πρόσεξε τις γυναίκες. Ξοπίσω του, ακουλουθούσαν ο Χάρναν και τρεις ακόμα από τους Κοκκινόχερους, ο Φέργκιν, ο Γκόρντεραν κι ο Μέτγουιν, οι οποίοι βρίσκονταν στο μπροστινό μέρος του κτηρίου. Ο Χάρναν και δύο από τους άλλους είχαν ματωμένες εγκοπές πάνω στα πανωφόρια τους, αλλά μάλλον τους είχε γιατρέψει η Νυνάβε. Δεν κινούνταν, λες κι ήταν ακόμα τραυματίες. Έμοιαζαν κάπως υποταγμένοι.

«Τι έγινε εκεί πίσω;» ρώτησε σιγανά ο Ματ.

«Ιδέα δεν έχω», αποκρίθηκε ο Χάρναν. «Πέσαμε πάνω σε έναν ουλαμό νταβραντισμένων που κρατούσαν μαχαίρια, ενώ τριγύρω ήταν σκοτάδι. Ένας από αυτούς ήταν πιο ευκίνητος κι από φίδι...» Ανασήκωσε τους ώμους του κι άγγιξε αφηρημένα την αιματοβαμμένη τρύπα στο πανωφόρι του. «Κάποιος από δαύτους μου κάρφωσε ένα μαχαίρι στα πλευρά. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι ξύπνησα κι είδα τη Νυνάβε Σεντάι να σκύβει από πάνω μου, ενώ ο Μεντέρ κι οι υπόλοιποι ήταν σωριασμένοι κάτω, νεκροί».

Ο Ματ ένευσε. Υπήρχε κάποιος που ήταν πιο ευκίνητος κι από φίδι και που μπαινόβγαινε με ευκολία στα διάφορα δωμάτια. Κοίταξε τριγύρω στον διάδρομο. Η Ρεάνε με την Ταμάρλα είχαν σηκωθεί όρθιες -ισιώνοντας τις φούστες τους, φυσικά — όπως κι ο Βάνιν που κοιτούσε προς το δωμάτιο όπου η Ηλαίην προφανώς συνέχιζε να καταριέται, αν και χωρίς καθόλου επιτυχία. Λόγω του έντονου βήχα, δεν μπορούσε να ακούσει καθαρά τι έλεγε. Η Νυνάβε προσπαθούσε να βοηθήσει τη Σιμπέλα, μια κάτισχνη ξανθή γυναίκα, ενώ η Σουμέκο ασχολούνταν ακόμα με τη Φαμέλ, με τα ωχρά μελένια μαλλιά και τα μεγάλα καστανά μάτια. Ο Ματ, ωστόσο, δεν επρόκειτο να θαυμάσει ποτέ ξανά το στήθος της Μελόρ. Η Ρεάνε γονάτισε για να της ισιώσει τα μέλη και να της κλείσει τα μάτια, ενώ η Ταμάρλα έκανε το ίδιο με την Τζανίρα. Δύο Σοφές νεκρές κι έξι από τους Κοκκινόχερους. Δολοφονημένοι από έναν... άντρα... που η Δύναμη δεν μπορούσε διόλου να επηρεάσει.

«Το βρήκα!» φώναξε η Ηλαίην ενθουσιασμένη. Βγήκε στον διάδρομο κρατώντας έναν πλατύ στρογγυλό μπόγο από σαπισμένο ύφασμα, χωρίς να αφήνει τον Βάνιν να της τον πάρει από τα χέρια. Καλυμμένη στα γκρίζα από την κορυφή μέχρι τα νύχια, έμοιαζε σαν να είχε κυλιστεί στη σκόνη. «Το Κύπελλο των Ανέμων είναι δικό μας, Νυνάβε!»

«Σε αυτήν την περίπτωση», ανήγγειλε ο Ματ, «καλύτερα να του δίνουμε εδώ και τώρα». Κανείς δεν διαφώνησε. Βέβαια, η Νυνάβε με την Ηλαίην επέμεναν να χρησιμοποιήσουν οι άντρες τα πανωφόρια τους ως σάκους, για να κουβαλήσουν διάφορα πράγματα που ανακάλυψαν στο δωμάτιο -φόρτωσαν ακόμα και τη Σοφή, και φορτώθηκαν κι οι ίδιες— ενώ η Ρεάνε πήγε κάτω κι άρχισε να στρατολογεί άντρες, για να μεταφέρουν τους νεκρούς τους στην αποβάθρα. Και πάλι, κανείς δεν διαφώνησε. Ο Ματ αμφέβαλλε αν είχε παρουσιαστεί ποτέ στο Ράχαντ μια τόσο παράξενη και βιαστική πομπή όπως αυτή που πήρε τον δρόμο για το ποτάμι.

Загрузка...