15 Έντομα

Ο Καρίντιν δεν τράβηξε αμέσως τη ματιά του από την επιστολή που έγραφε όταν η Λαίδη Σιάιν, όπως αυτοαποκαλούνταν, μπήκε μέσα. Τρία μυρμήγκια πάλευαν απεγνωσμένα, καθώς είχαν παγιδευτεί στο υγρό μελάνι. Τα πάντα μπορεί να έδειχναν ότι βρίσκονταν στο χείλος του θανάτου, αλλά τα μυρμήγκια, οι κατσαρίδες και κάθε είδους παράσιτο έμοιαζε να ευδοκιμεί. Πίεσε το στυπόχαρτο με προσοχή. Δεν σκόπευε να το ξαναγράψει εξαιτίας μερικών μυρμηγκιών. Μια ενδεχόμενη αποτυχία στην αποστολή αυτής της αναφοράς ή μια αποτυχημένη αναφορά θα τον έφερνε στην ίδια μοίρα με αυτά τα τελματωμένα έντομα. Ωστόσο, ήταν ο φόβος ενός διαφορετικού είδους αποτυχίας που έδενε το στομάχι του κόμπο.

Δεν ανησυχούσε μήπως η Σιάιν διάβαζε όσα έγραψε. Χρησιμοποιούσε έναν κώδικα γνωστό μόνο στον ίδιο και σε άλλους δύο. Υπήρχαν τόσο πολλές ομάδες «Δρακορκισμένων» παντού, καθεμία υποστηριζόμενη από έναν πυρήνα των πιο έμπιστων αντρών του· κι άλλοι ακόμα, ίσως ληστοσυμμορίτες ή πιστοί αυτού του αποβράσματος, του αλ'Θόρ. Στον Πέντρον Νάιαλ μπορεί να μην άρεσε αυτό το τελευταίο, αλλά εκείνος είχε διατάξει να βυθιστούν η Αλτάρα και το Μουράντυ στο αίμα και στο χάος, από τα οποία μόνον ο Νάιαλ και τα Τέκνα του Φωτός μπορούσαν να τα σώσουν· ήταν μια τρέλα που σίγουρα θα αποδιδόταν στον περιβόητο Αναγεννημένο Δράκοντα. Αυτή τη διαταγή είχε ακολουθήσει. Ο τρόμος έζωνε για τα καλά και τις δύο χώρες. Οι φήμες για μάγισσες που διέσχιζαν την ίδια χώρα ήταν ένα επιπρόσθετο όφελος. Μάγισσες της Ταρ Βάλον και Δρακορκισμένοι, Άες Σεντάι που έπαιρναν μαζί τους νεαρές γυναίκες κι ανεδείκνυαν ψεύτικους Δράκοντες, φλεγόμενα χωριά κι άντρες καρφωμένοι στις πόρτες των αποθηκών τους -αυτές ήταν, λίγο πολύ, οι φήμες που κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Ο Νάιαλ θα ένιωθε ευχαριστημένος και θα έστελνε περισσότερες εντολές. Πώς είχε την απαίτηση από τον Καρίντιν να αρπάξει την Ηλαίην Τράκαντ από το Παλάτι Τάρασιν, ήταν πέραν κάθε λογικής.

Άλλο ένα μυρμήγκι προσπάθησε να διασχίσει τρεχάλα το επενδυμένο με φίλντισι τραπέζι και να ανέβει στη σελίδα, αλλά ο αντίχειρας του άντρα έπεσε βαρύς, βάζοντας τέλος στη ζωή του εντόμου. Και λεκιάζοντας μια λέξη, με αποτέλεσμα να μη βγαίνει νόημα. Ολόκληρη η αναφορά έπρεπε να φτιαχτεί εκ νέου. Χρειαζόταν επειγόντως ένα ποτό. Υπήρχε μπράντυ σε μια κρυστάλλινη καράφα πάνω σε ένα τραπέζι κοντά στην πόρτα, αλλά δεν ήθελε να τον δει η γυναίκα να πίνει. Καταπνίγοντας έναν στεναγμό, παραμέρισε το γράμμα και τράβηξε από το μανίκι του ένα μαντίλι για να σκουπίσει το χέρι του. «Λοιπόν, Σιάιν, έχεις να αναφέρεις κάποια πρόοδο ή μήπως ήρθες πάλι για λεφτά;»

Η γυναίκα τού χαμογέλασε τεμπέλικα από τη σκαλιστή πολυθρόνα με την ψηλή ράχη στην οποία καθόταν. «Υπάρχουν δαπάνες άρρηκτα συνδεδεμένες την έρευνα», απάντησε, σχεδόν με την προφορά μιας Αντορινής αριστοκράτισσας. «Ειδικά αν δεν επιθυμούμε αδιάκριτες ερωτήσεις».

Οι περισσότεροι άνθρωποι θα ταράζονταν στην όψη του Τζάιτσιμ Καρίντιν, ακόμα κι όταν καθάριζε τη μύτη της πένας του· θα ταράζονταν από το ατσάλινο πρόσωπο και τα βαθουλωτά μάτια, τη λευκή κάπα που έφερε τον χρυσό πολυάκτινο ήλιο των Τέκνων του Φωτός, αποτυπωμένο πάνω στην πορφυρή ποιμενική ράβδο του Χεριού. Όχι, όμως, η Μίλι Σκέιν. Αυτό ήταν το πραγματικό όνομα της γυναίκας, παρ' όλο που η ίδια δεν ήξερε ότι ο Καρίντιν το γνώριζε. Κόρη σελοποιού από ένα χωριό κοντά στην Ασπρογέφυρα, είχε πάει στον Λευκό Πύργο στα δεκαπέντε της, κι αυτό ήταν ένα ακόμα γεγονός που θεωρούσε μυστικό. Δεν ήταν και το καλύτερο ξεκίνημα, να γίνει Σκοτεινόφιλη επειδή οι μάγισσες της είπαν πως δεν θα μάθαινε ποτέ να διαβιβάζει. Ωστόσο, προτού ακόμη κλείσει ένας χρόνος, όχι μόνο είχε ενταχθεί σε έναν κοινωνικό κύκλο στο Κάεμλυν, αλλά είχε διαπράξει και τον πρώτο της φόνο. Στα επόμενα εφτά έτη, πρόσθεσε στο ενεργητικό της άλλους δεκαεννέα. Ήταν από τις καλύτερες Ασασίνους που κυκλοφορούσαν και μια κυνηγός ικανή να βρει οτιδήποτε κι οποιονδήποτε. Αυτά είχαν πει στον Καρίντιν όταν του την έστειλαν. Υπήρχε ένας κύκλος που πλέον έδινε αναφορά αποκλειστικά σε αυτήν. Αρκετά μέλη του ήταν ευγενείς και σχεδόν όλοι μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά τίποτε από αυτά δεν είχε σημασία για αυτούς που υπηρετούν τον Μέγα Άρχοντα. Μια άλλη ομάδα που δούλευε για τον Καρίντιν είχε ως αρχηγό έναν μονόφθαλμο, ζαρωμένο και ξεδοντιάρη ζητιάνο, ο οποίος συνήθιζε να πλένεται μόνο μία φορά τον χρόνο. Υπό άλλες συνθήκες, ο ίδιος ο Καρίντιν θα γονυπετούσε μπροστά στον Γερο-Κούλλι· ήταν το μόνο όνομα που αποδεχόταν ο δύσοσμος αλήτης. Η Μίλι Σκέιν σίγουρα θα σερνόταν στα τέσσερα απέναντι στον Γερο-Κούλλι, όπως κι οποιοδήποτε μέλος του κύκλου της, είτε ήταν ευγενής είτε όχι. Ο Καρίντιν γινόταν έξαλλος στη σκέψη πως η «Λαίδη Σιάιν» θα έπεφτε στα γόνατα εν ριπή οφθαλμού, αν ο γερο-αλήτης με τα ανάκατα μαλλιά έμπαινε ξαφνικά στο δωμάτιο, αλλά πως με τον ίδιο δεν είχε πρόβλημα να κάθεται με σταυρωμένα τα πόδια, χαμογελώντας και κουνώντας νευρικά το πασουμάκι της, λες κι ανυπομονούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Είχε πάρει διαταγές να τον υπακούει απόλυτα από κάποιον που, μπροστά του, ακόμα κι ο Γερο-Κούλλι θα σερνόταν. Επιπλέον, χρειαζόταν απεγνωσμένα μια επιτυχία. Οι πλεκτάνες του Νάιαλ μπορούσαν να πάνε στα κομμάτια, οι δικές του όμως όχι.

«Μερικά πράγματα συγχωρούνται», είπε ο Καρίντιν, ακουμπώντας τη γραφίδα του στη φιλντισένια υποδοχή και γέρνοντας πίσω στο κάθισμά του, «για όσους φέρνουν εις πέρας το έργο που τους ανατίθεται». Ήταν ψηλός άντρας και δέσποζε από πάνω της απειλητικά. Είχε υπ' όψιν του πως οι καθρέφτες με το χρυσό πλαίσιο, στον απέναντι τοίχο, έδειχναν μια φιγούρα γεμάτη δύναμη, έναν άντρα επικίνδυνο. «Ακόμα και τα φορέματα, τα μπιχλιμπίδια και τα τυχερά παιχνίδια πληρώνονται με πληροφορίες ως αντάλλαγμα». Η σπαστική κίνηση του ποδιού πάγωσε για μια στιγμή κι ύστερα ξανάρχισε. Εντούτοις, το χαμόγελο της γυναίκας ήταν βεβιασμένο και το δέρμα της είχε χλωμιάσει. Μπορεί ο κύκλος της να την υπάκουε, αλλά μια λέξη του Καρίντιν ήταν αρκετή για να την κρεμάσουν ανάποδα και να τη γδάρουν ζωντανή. «Δεν έχεις καταφέρει και πολλά, έτσι δεν είναι; Στην πραγματικότητα, δεν έχεις καταφέρει τίποτα».

«Υπάρχουν δυσκολίες, όπως πολύ καλά ξέρεις», απάντησε η γυναίκα ανασαίνοντας βαθιά και καταφέρνοντας τελικά να τον κοιτάξει κατευθείαν στα μάτια.

«Δικαιολογίες. Μίλησέ μου για δυσκολίες που ξεπερνιούνται, όχι για τα εμπόδια που συνάντησες και δεν μπόρεσες να υπερπηδήσεις. Αν αποτύχεις σ' αυτό, θα βρεθείς στον πάτο, να το ξέρεις». Της γύρισε την πλάτη και βημάτισε μέχρι το πλησιέστερο παράθυρο. Κι ο ίδιος θα βρισκόταν στον πάτο, αλλά δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να φανεί κάτι τέτοιο στη ματιά του. Οι ακτίνες του ηλιόφωτος έπεφταν λοξά μέσα από το πλούσια διακοσμημένο πέτρινο προπέτασμα. Το ψηλοτάβανο δωμάτιο με τα πράσινα και λευκά κεραμικά πλακάκια και τους έντονα γαλάζιους τοίχους ήταν σχετικά δροσερό πίσω από τους ογκώδεις τοίχους του ανακτόρου, αλλά η εξωτερική ζέστη περνούσε μέσα από τα παράθυρα. Ο Καρίντιν ένιωθε τη μυρωδιά του μπράντυ να πλανιέται στο δωμάτιο και δεν έβλεπε την ώρα να βρεθεί μόνος.

«Άρχοντα Καρίντιν, πώς είναι δυνατόν να ρωτήσω ευθέως κάποιον για θέματα που αφορούν στη Δύναμη; Αυτό και μόνο θα προκαλέσει υποψίες κι, όπως θυμάσαι, στην πόλη υπάρχουν Άες Σεντάι».

Κοιτώντας κάτω στον δρόμο μέσα από τα σπειροειδή σχέδια του προπετάσματος, ο άντρας σούφρωσε τη μύτη του από τη μυρωδιά. Κάθε καρυδιάς καρύδι είχε μαζευτεί εκεί κάτω. Ένας Αραφελινός, με τα μαλλιά του σε δύο μακριές πλεξούδες και μια γυριστή σπάθα περασμένη στην πλάτη του, έριξε ένα νόμισμα σε έναν μονόχειρα ζητιάνο που κοίταξε μουτρωμένος την ελεημοσύνη προτού τη χώσει μέσα στα κουρέλια του και ξαναρχίσει τις αξιολύπητες κραυγές του προς τους περαστικούς. Ένας άλλος τύπος, με ένα σκισμένο πανωφόρι σε ζωηρό κόκκινο χρώμα και με ακόμα πιο έντονες κίτρινες βράκες, βγήκε τρέχοντας από ένα μαγαζί, κρατώντας στο στήθος του ένα υφασμάτινο δέμα, καταδιωκόμενος από μια ασπρομάλλα γυναίκα που ούρλιαζε, με τη φούστα ανασηκωμένη μέχρι τα γόνατα. Είχε ήδη προσπεράσει τον μεγαλόσωμο φρουρό που έτρεχε αδέξια ξοπίσω της κραδαίνοντας στον αέρα το ρόπαλο του. Ο οδηγός μιας κόκκινης βερνικωμένης άμαξας, με τα χρυσά νομίσματα των οφειλετών του ανά χείρας, έσειε το μαστίγιο προς το μέρος του καροτσέρη που είχε μπει στον δρόμο του με το δικό όχημα από καραβόπανο. Οι βρισιές που αντάλλασσαν μεταξύ τους ακούγονταν παντού. Βρώμικα αλάνια κρύβονταν πίσω από μια ξεχαρβαλωμένη καρότσα, αρπάζοντας πού και πού ισχνά και σταφιδιασμένα φρούτα φερμένα από την επαρχία. Μια Ταραμπονέζα με βέλο και με μαύρα μαλλιά σε λεπτές κοτσίδες προσπαθούσε να διασχίσει το πλήθος, τραβώντας επάνω της κάθε αρσενικό βλέμμα, μια και το σκονισμένο κόκκινο φόρεμά της κολλούσε ξεδιάντροπα στο κορμί της παίρνοντας το σχήμα του.

«Άρχοντά μου, χρειάζομαι οπωσδήποτε χρόνο! Δεν μπορώ να κάνω το ακατόρθωτο, τουλάχιστον όχι μέσα σε λίγες μέρες».

Σκουπίδια, όλοι τους. Χρυσοθήρες, Κυνηγοί του Κέρατος, ληστές, πρόσφυγες, ακόμα και μάστορες. Απόβλητα. Δεν ήταν δύσκολο να ξεκινήσουν ταραχές και να εξαγνιζόταν ο τόπος από όλη αυτήν τη λέρα. Οι ξενομερίτες ήταν ανέκαθεν τα πρώτα εξιλαστήρια θύματα, μονίμως κατηγορούμενοι για όλα τα στραβά. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονταν γείτονες που είχαν την ατυχία να είναι με τη λάθος μεριά, γυναίκες που πουλούσαν στους δρόμους βότανα και γιατροσόφια, και τύποι δίχως φίλους, ιδίως αν ζούσαν μόνοι. Μια δυνατή εξέγερση, οργανωμένη σωστά βέβαια, θα μπορούσε να κάψει συθέμελα το Παλάτι Τάρασιν μαζί με αυτήν την άχρηστη την Τάυλιν και τις μάγισσες επίσης. Ο Καρίντιν κοίταξε αγριωπά κάτω προς τον όχλο. Συνήθως, όμως, οι εξεγέρσεις ξεφεύγουν από τον έλεγχο· ίσως να κινούσε την περιέργεια της Αστικής Φρουράς, η οποία αναπόφευκτα θα συλλάμβανε μια χούφτα καλούς Φίλους. Δεν μπορούσε να αποκλείσει το γεγονός πως κάποιοι από εκείνους ίσως ανήκαν στους κύκλους που είχε αναθέσει τις έρευνες. Ωστόσο, ακόμα και λίγες μέρες εξέγερσης ήταν αρκετές για να δυσκολέψουν τη δουλειά τους. Η Τάυλιν δεν ήταν και τόσο σημαντική. Η αλήθεια ήταν πως δεν έπαιζε τον παραμικρό ρόλο. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα αν θα δυσαρεστούσε τον Νάιαλ, αυτό όμως δεν ίσχυε για τον πραγματικό του αφέντη.

«Άρχοντα Καρίντιν...» Μια νότα περιφρόνησης φάνηκε στη φωνή της Σιάιν. Την είχε αφήσει να βράσει στο ζουμί της κάμποση ώρα. «Άρχοντα Καρίντιν, κάποιοι του κύκλου μου αναρωτιούνται για ποιον λόγο αναζητούμε...»

Πήγε να γυρίσει, για να την κάνει να σωπάσει -επιτυχία ήταν αυτό που χρειαζόταν, όχι δικαιολογίες κι ερωτήσεις!- αλλά η φωνή της γυναίκας έσβησε καθώς η ματιά του έπεσε πάνω σε έναν νεαρό που στεκόταν διαγώνια στον δρόμο. Φορούσε ένα μπλε πανωφόρι με κάμποσα χρυσοκόκκινα κεντήματα στα μανίκια και πέτα αρκετά για δύο ευγενείς. Ήταν πιο ψηλός από τους περισσότερους περαστικούς κι έκανε αέρα με ένα πλατύγυρο μαύρο καπέλο, τακτοποιώντας το μαντίλι στον λαιμό του ενώ μιλούσε με έναν καμπούρη, ασπρομάλλη άντρα. Ο Καρίντιν αναγνώρισε αμέσως τον νεαρό.

Ξαφνικά, αισθάνθηκε μια θηλιά να πιέζει τον λαιμό του και να σφίγγεται ολοένα και περισσότερο. Για μια στιγμή, ένα πρόσωπο κρυμμένο πίσω από μια κόκκινη μάσκα γέμισε το οπτικό του πεδίο. Σκοτεινά σαν τη νύχτα μάτια τον κάρφωναν και μετατράπηκαν σε απέραντα φλεγόμενα σπήλαια, εξακολουθώντας να τον ατενίζουν. Μέσα στο κεφάλι του, ο κόσμος εξερράγη σε μια κόλαση φωτιάς, ενώ διαδοχικές εικόνες στροβιλίζονταν στο μυαλό του κάνοντάς τον να θέλει να ουρλιάξει. Οι μορφές τριών νεαρών αντρών στέκονταν μετέωρες· ένας εξ αυτών, με τη μορφή του άντρα στον δρόμο, άρχισε να λάμπει όλο και πιο εκτυφλωτικά, ώσπου κανένας θνητός δεν θα μπορούσε να τον αντικρίσει κατευθείαν χωρίς να γίνει κάρβουνο· εκείνος εξακολουθούσε να λάμπει, καίγοντας τα πάντα. Ένα στριφτό χρυσό κέρας κατευθύνθηκε προς το μέρος του με μια οιμωγή που του ξέσκιζε την ψυχή· μετατράπηκε σε δακτύλιο χρυσού φωτός και τον κατάπιε παγώνοντάς τον, μέχρι που και το τελευταίο κομμάτι τού είναι του, διατηρώντας ακόμη μια ανάμνηση του εαυτού του, ήταν σίγουρο πως τα κόκαλά του είχαν γίνει θρύψαλα. Ένα εγχειρίδιο με λαβή από ρουμπίνια εκτοξεύθηκε προς το μέρος του κι η γυριστή λάμα τον χτύπησε ανάμεσα στα μάτια και καρφώθηκε βαθιά, ώσπου το χρυσό σφαίρωμα χάθηκε. Η αγωνία που ένιωσε τον έκανε να ξεχάσει όσα νόμιζε πως ήξερε για τον πόνο. Ήταν έτοιμος να προσευχηθεί σε κάποιον Δημιουργό που είχε από καιρό εγκαταλείψει, αλλά δεν θυμόταν πώς να το κάνει. Θα ούρλιαζε, αν θυμόταν πώς, αν θυμόταν ότι οι άνθρωποι ουρλιάζουν κι ότι ήταν εξίσου άνθρωπος. Ξανά και ξανά, ολοένα και περισσότερο...

Ανασήκωσε το χέρι στο μέτωπό του κι αναρωτήθηκε γιατί έτρεμε. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Υπήρχε κάτι... Με μια απότομη κίνηση κοίταξε προς τον δρόμο. Τα πάντα είχαν αλλάξει εν ριπή οφθαλμού· οι άνθρωποι ήταν διαφορετικοί, οι κινούμενες καρότσες, οι πολύχρωμες άμαξες, μέχρι και τα καθίσματα είχαν αντικατασταθεί από άλλα. Το χειρότερο ήταν πως ο Κώθον είχε εξαφανιστεί. Το μόνο που επιθυμούσε τώρα ο Καρίντιν ήταν να πιει μονορούφι ολόκληρη εκείνη την καράφα με το μπράντυ.

Συνειδητοποίησε έξαφνα πως η Σιάιν είχε πάψει να μιλάει. Στράφηκε προς το μέρος της, έτοιμος να τη βάλει στη θέση της.

Η γυναίκα έγερνε μπροστά σαν να ήταν έτοιμη να σηκωθεί, με το ένα χέρι στο μπράτσο της πολυθρόνας και το άλλο ανασηκωμένο, σαν να έκανε κάποια χειρονομία. Στο στενό της πρόσωπο είχαν αποτυπωθεί η οργή κι η αψηφισιά, αλλά όχι απέναντι στον Καρίντιν. Δεν κινούνταν, ούτε βλεφάριζε. Δεν ήταν σίγουρος αν ανέπνεε καν. Δεν της έδωσε ιδιαίτερη σημασία.

«Συλλογίζεσαι;» είπε ο Σαμαήλ. «Μπορώ, τουλάχιστον, να ελπίζω πως οι συλλογισμοί σου σχετίζονται με αυτό που ήρθες να ανακαλύψεις εδώ για λογαριασμό μου;» Ήταν ελαφρά ψηλότερος από το συνηθισμένο, ένας μυώδης κι επιβλητικός άντρας που φορούσε πανωφόρι με ψηλούς γιακάδες Ιλιανού στυλ, υπερκαλυμμένο με χρυσά πλουμίδια, ώστε δύσκολα διέκρινες πως το ύφασμα ήταν πράσινο. Πάνω απ' όλα όμως, το ανάστημά του οφειλόταν στο ότι ανήκε στους Εκλεκτούς. Τα γαλάζια του μάτια ήταν ψυχρότερα κι από την καρδιά του χειμώνα. Μια κόκκινη ουλή κατηφόριζε το πρόσωπό του, από τη λεπτή γραμμή των χρυσαφένιων του μαλλιών μέχρι την άκρη της ξανθωπής, τετραγωνισμένης και περιποιημένης γενειάδας του· ένα «στολίδι» αρκετά ταιριαστό με το όλο παρουσιαστικό του. Οτιδήποτε έμπαινε στον δρόμο του παραμεριζόταν, ποδοπατιόταν κι εξαλειφόταν ολοκληρωτικά. Ο Καρίντιν ήξερε πολύ καλά πως ο Σαμαήλ μπορούσε άνετα να κάνει τα σωθικά του κιμά, αν ήταν κάποιος τυχαίος που είχε βρεθεί κατά τύχη στον δρόμο του.

Μετακινήθηκε βιαστικά από το παράθυρο κι έπεσε στα γόνατα μπροστά στον Εκλεκτό. Μισούσε τις μάγισσες της Ταρ Βάλον, όπως κι οποιονδήποτε χρησιμοποιούσε τη Μία Δύναμη, οποιονδήποτε ανακατευόταν με αυτό που κάποτε είχε τσακίσει τον κόσμο και προσπαθούσε να χαλιναγωγήσει κάτι που δεν προοριζόταν για το άγγιγμα των κοινών θνητών. Αυτός ο άντρας χρησιμοποιούσε επίσης τη Δύναμη, αλλά οι Εκλεκτοί δεν συγκαταλέγονταν στους κοινούς θνητούς. Ίσως δεν επρόκειτο καν για θνητούς. Αν τον υπηρετούσε σωστά, θα αποκτούσε κι ο ίδιος μια θέση ανάμεσά τους. «Μέγα Αφέντη, μόλις είδα τον Ματ Κώθον».

«Εδώ;» Περιέργως, για μια στιγμή ο Σαμαήλ φάνηκε σαστισμένος. Μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του, κι ο Καρίντιν χλώμιασε μόλις ξεχώρισε μια λέξη.

«Μέγα Άρχοντα, γνωρίζεις πως εγώ ποτέ δεν θα πρόδιδα...»

«Εσύ; Ανόητε! Δεν έχεις τα κότσια. Είσαι σίγουρος πως αυτός που είδες ήταν ο Κώθον;»

«Μάλιστα, Μέγα Αφέντη. Στον δρόμο. Μπορώ να τον ξαναβρώ».

Ο Σαμαήλ τον κοίταξε βλοσυρά χαϊδεύοντας τη γενειάδα του, ατενίζοντας μέσα και πέρα από τον Τζάιτσιμ Καρίντιν, στον οποίο δεν άρεσε διόλου να νιώθει ασήμαντος, ειδικά όταν ήξερε ότι ήταν.

«Όχι», είπε τελικά ο Σαμαήλ. «Η έρευνά σου είναι το πιο σημαντικό πράγμα, το μόνο σημαντικό όσον σε αφορά, τουλάχιστον. Ο θάνατος του Κώθον σίγουρα θα μας εξυπηρετούσε, όχι όμως αν πρόκειται να τραβήξει την προσοχή. Αν δείξει ενδιαφέρον για την έρευνά σου και στρέψει την προσοχή του προς τα εδώ, τότε θα πεθάνει, αλλά σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση μπορεί να περιμένει».

«Μα...»

«Μήπως δεν άκουσες καλά;» Η ουλή του Σαμαήλ έκανε το χαμόγελό του να μοιάζει τραβηγμένο από τη μια πλευρά. «Προσφάτως, είδα την αδελφή σου, τη Βανόρα. Εκ πρώτης όψεως, δεν έμοιαζε να είναι πολύ καλά. Ούρλιαζε, ωρυόταν, έκανε συνεχώς σπασμωδικές κινήσεις και ξερίζωνε τα μαλλιά της. Οι γυναίκες υποφέρουν συνήθως περισσότερο σε σύγκριση με τους άντρες από τις περιποιήσεις των Μυρντράαλ, αλλά ακόμα κι αυτοί πρέπει με κάποιον τρόπο να ανακαλύψουν τις απολαύσεις τους. Μην ανησυχείς, δεν υπέφερε για πολύ. Οι Τρόλοκ πάντα είναι πεινασμένοι». Το χαμόγελο έσβησε κι η φωνή του έγινε πέτρινη. «Όσοι δείχνουν ανυπακοή μπορεί να βρεθούν μέσα σε ένα καζάνι. Η Βανόρα έμοιαζε να χαμογελάει, Καρίντιν. Πιστεύεις ότι εσύ μπορείς να χαμογελάς ενώ σε σουβλίζουν;»

Ο Καρίντιν ξεροκατάπιε, καταπνίγοντας μια σουβλιά πόνου για τη Βανόρα, με το πηγαίο γέλιο και την ιππική της επιδεξιότητα, εκείνη που πάντα κάλπαζε όπου άλλοι φοβούνταν ακόμη και να βαδίσουν. Ήταν η αγαπημένη του αδελφή· ωστόσο, εκείνη ήταν πια νεκρή, ενώ αυτός όχι. Αν υπήρχε ακόμα έλεος στον κόσμο, η Βανόρα δεν είχε μάθει τον λόγο. «Ζω για να υπηρετώ και να υπακούω, Μέγα Αφέντη». Δεν πίστευε ότι ήταν δειλός, αλλά κανείς δεν τολμούσε να παρακούσει έναν Εκλεκτό. Όχι πάνω από μια φορά, τουλάχιστον.

«Τότε, βρες αυτό που θέλω!» μούγκρισε ο Σαμαήλ. «Ξέρω πολύ καλά πως κρύβεται κάπου σε αυτό το κτζάσικ μυγόχεσμα που αποκαλείται πόλη! Τερ'ανγκριάλ, ανγκριάλ, ακόμα και σα'ανγκριάλ! Τους ιχνηλάτησα και τους εντόπισα! Τώρα, θα τους ξετρυπώσεις εσύ, Καρίντιν. Μη με κάνεις να χάσω την υπομονή μου».

«Μέγα Αφέντη...» Προσπάθησε να υγράνει κάπως το στόμα του. «Μέγα Αφέντη, υπάρχουν μάγισσες... Άες Σεντάι... εδώ. Δεν είμαι σίγουρος πόσες, αλλά αν πάρουν χαμπάρι έστω κι έναν ψίθυρο...»

Κάνοντάς του νόημα να σιωπήσει, ο Σαμαήλ άρχισε να βηματίζει με γοργά βήματα πάνω κάτω ανά τρεις φορές, με τα χέρια σφικτά πίσω από την πλάτη του. Δεν έμοιαζε τόσο ανήσυχος, όσο... προβληματισμένος. Τελικά ένευσε. «Θα σου στείλω... κάποιον... για να κανονίσει αυτές τις Άες Σεντάι». Άφησε ένα κοφτό γελάκι, σαν γαύγισμα. «Μακάρι να μπορούσα να δω τις φάτσες τους. Πολύ καλά. Μόλις πήρες παράταση. Μετά ίσως δοθεί σε κάποιον άλλον η ευκαιρία». Ανασήκωσε με το δάχτυλό του μια πλεξούδα από τα μαλλιά της Σιάιν, η οποία εξακολουθούσε να είναι ακίνητη. Τα μάτια της κοιτούσαν μπροστά, χωρίς να βλεφαρίζουν καθόλου. «Τούτη εδώ η μικρή δεν θα αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη».

Ο Καρίντιν προσπάθησε να καταπνίξει μια σουβλιά φόβου. Για τους Εκλεκτούς ήταν εξίσου εύκολο να πετάξουν κάποιον στα σκουπίδια με το να τον διαλέξουν - πράγμα που γινόταν αρκετά συχνά. Η αποτυχία ποτέ δεν έμενε ασυγχώρητη. «Μέγα Αφέντη, η χάρη που σου ζήτησα. Αν θα μπορούσα να μάθω... Μήπως...;»

«Δεν έχεις και πολλή τύχη, Καρίντιν», απάντησε ο Σαμαήλ χαμογελώντας ξανά. «Καλύτερα να ελπίζεις πως θα σταθείς τυχερός να φέρεις εις πέρας τις προσταγές μου. Φαίνεται πως κάποιος φροντίζει να εκτελούνται μερικές τουλάχιστον από τις προσταγές του Ισαμαήλ». Χαμογελούσε, χωρίς να δείχνει ότι διασκεδάζει ιδιαίτερα. Ίσως, όμως, να έφταιγε και το σημάδι στο πρόσωπό του. «Τον απογοήτευσες κι έτσι έχασες ολόκληρη την οικογένειά σου. Μόνο εγώ σε προστατεύω τώρα. Μια φορά, πριν από πολύ καιρό, είδα τρεις Μυρντράαλ να αναγκάζουν έναν άντρα να τους δώσει τη γυναίκα του και τις κόρες του μία προς μία, κι έπειτα να τους ικετεύει να του κόψουν πρώτα το δεξί πόδι, μετά το αριστερό, μετά τα χέρια κι ύστερα να του κάψουν τα μάτια». Ο απλός, φιλικός τόνος της αφήγησης ήταν πολύ χειρότερος από το να κραύγαζε ή να γρύλιζε. «Όπως καταλαβαίνεις, γι' αυτούς δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι, ήθελαν απλώς να δουν μέχρι πού θα έφταναν οι ικεσίες του. Τη γλώσσα την άφησαν τελευταία, αλλά, ούτως ή άλλως, δεν είχαν μείνει και πάρα πολλά πια. Ο άντρας αυτός ήταν αρκετά ισχυρός, καλοβαλμένος και διάσημος. Τον ζήλευαν, αλλά δεν νομίζω πως θα ζήλευε κανείς τα απομεινάρια του, που πέταξαν στους Τρόλοκ. Οι κραυγές που έβγαζε ήταν απίστευτες. Βρες αυτό που θέλω, Καρίντιν. Δεν θα σου αρέσει καθόλου, αν αποσύρω το προστατευτικό μου χέρι από πάνω σου».

Ξαφνικά, μια κάθετη γραμμή φωτός εμφανίστηκε μπροστά από τον Εκλεκτό. Έμοιαζε να αλλάζει μορφή με κάποιον τρόπο, να πλαταίνει και να γίνεται μια ορθογώνια... τρύπα. Ο Καρίντιν έμεινε με το στόμα ανοικτό. Κοιτούσε μέσα από μια τρύπα στον αέρα, κι αυτό που έβλεπε ήταν γκρίζοι κίονες και πυκνή ομίχλη. Ο Σαμαήλ πέρασε μέσα, και το άνοιγμα σφραγίστηκε· μια λαμπερή ράβδος φωτός εξαφανίστηκε, αφήνοντας ένα ιώδες μετείκασμα στα μάτια του Καρίντιν.

Σηκώθηκε τρικλίζοντας. Μπορεί η αποτυχία να τιμωρούνταν, αλλά όποιος δεν υπάκουε στα κελεύσματα ενός Εκλεκτού δεν είχε ελπίδες να επιζήσει.

Ξαφνικά, η Σιάιν κινήθηκε και σηκώθηκε από την πολυθρόνα, ολοκληρώνοντας την ημιτελή της κίνηση. «Πρόσεξέ με, Μπορς», άρχισε να λέει, αλλά δεν αποτελείωσε την πρότασή της κι απέμεινε να κοιτάει το παράθυρο, μπροστά από το οποίο στεκόταν ο Καρίντιν. Το βλέμμα της πετάχτηκε πάνω του κι η γυναίκα αναπήδησε. Κρίνοντας από το πόσο είχαν γουρλώσει τα μάτια της, θα μπορούσε να ανήκει κι αυτός στους Εκλεκτούς.

Κανείς απ' όσους έδειχναν ανυπακοή στους Εκλεκτούς δεν επιβίωνε. Ο Καρίντιν πίεσε με τα χέρια του τους κροτάφους του. Το κεφάλι του ήταν έτοιμο να σπάσει. «Υπάρχει ένας άντρας στην πόλη, ο Ματ Κώθον. Θα...» Η γυναίκα φάνηκε να ξαφνιάζεται κι ο Καρίντιν την κοίταξε βλοσυρά. «Τον ξέρεις;»

«Έχω ακουστά το όνομα», απάντησε εκείνη επιφυλακτικά -και κάπως θυμωμένα, απ’ όσο παρατήρησε ο Καρίντιν. «Ελάχιστοι απ' όσους συνδέονται με τον αλ'Θόρ παραμένουν άγνωστοι για πολύ καιρό». Καθώς ο άντρας την πλησίασε, η Σιάιν σταύρωσε τα χέρια προστατευτικά μπροστά από το στήθος της κι έμεινε ακίνητη, καταβάλλοντας εμφανή προσπάθεια. «Τι δουλειά έχει ένα φτωχό χωριατόπαιδο στο Έμπου Νταρ; Πώς κατάφερε να...;»

«Μη με απασχολείς με ανόητες ερωτήσεις, Σιάιν». Ποτέ δεν θυμόταν να πονάει τόσο πολύ το κεφάλι του. Ποτέ. Ένιωθε λες κι ένα στιλέτο είχε καρφωθεί ανάμεσα στα μάτια του και βυθιζόταν στο κρανίο του. Κανείς δεν τη γλίτωνε... «Πες στους δικούς σου να εντοπίσουν αμέσως τον Κώθον. Σε όλους». Ο Γέρο Κούλλι θα ερχόταν απόψε, ξεγλιστρώντας στα μουλωχτά από το πίσω μέρος των στάβλων. Δεν χρειαζόταν να ξέρει ότι θα υπήρχαν κι άλλοι. «Τίποτα δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο».

«Μα νόμιζα πως...»

Προτού ολοκληρώσει τη φράση της, ο Καρίντιν την έπιασε από τον λαιμό. Ένα λεπτό εγχειρίδιο εμφανίστηκε στο χέρι της, αλλά ο άντρας τής το άρπαξε με μια απότομη κίνηση. Η γυναίκα σφάδαζε και τιναζόταν, αλλά αυτός πίεσε το κεφάλι της πάνω στο τραπέζι και το μάγουλό της ακούμπησε στη μουντζαλιά από το υγρό ακόμα μελάνι του πεταμένου γράμματος προς τον Πέντρον Νάιαλ. Το εγχειρίδιο καρφώθηκε ακριβώς μπροστά στα μάτια της, κάνοντάς τη να παγώσει. Εντελώς τυχαία, η λάμα που τρύπησε το χαρτί αιχμαλώτισε ένα μυρμήγκι από την άκρη του ποδιού του, κι αυτό πάλευε να ελευθερωθεί, εξίσου μάταια με τη γυναίκα.

«Ένα έντομο είσαι, Μίλι». Ο πόνος στο κεφάλι του έκανε τη φωνή του να ακούγεται τραχιά. «Καιρός να το καταλάβεις. Ένα έντομο δεν διαφέρει και πολύ από ένα άλλο, κι αν δεν μας κάνει...» Το βλέμμα της ακολούθησε τον αντίχειρά του, κι, όταν αυτός προσγειώθηκε πάνω στο μυρμήγκι λιώνοντάς το, η γυναίκα μόρφασε.

«Ζω για να υπηρετώ και να υπακούω, αφέντη», είπε με κομμένη την ανάσα. Την ίδια φράση είχε επαναλάβει και στον Γέρο Κούλλι, όποτε τους έβλεπε μαζί, αλλά ποτέ στον ίδιον προσωπικά.

«Να, λοιπόν, με ποιον τρόπο θα υπακούσεις...» Κανείς δεν επιζούσε μιας ανυπακοής. Κανείς.

Загрузка...