28 Ψωμί και Τυρί

Ο Ματ ήξερε πως θα έμπαινε σε μπελάδες από τη στιγμή που μετακόμισε στο Παλάτι Τάρασιν. Θα μπορούσε να έχει αρνηθεί. Το ότι τα φλεγόμενα ζάρια μέσα στο κεφάλι του ξεκινούσαν ή σταματούσαν τον χορό δεν σήμαινε αναγκαστικά ότι έπρεπε οπωσδήποτε να δράσει με κάποιον τρόπο. Συνήθως, όταν σταματούσαν τον στροβιλισμό τους, ήταν πολύ αργά για να κάνει κάτι. Το πρόβλημα ήταν ότι επιθυμούσε διακαώς να μάθει το γιατί. Μόλις λίγες μέρες πριν, ευχόταν να μπορούσε να καταπνίξει αυτήν την περιέργεια.

Όταν η Νυνάβε με την Ηλαίην βγήκαν από το δωμάτιο του, κι αφού κατάφερε να στηθεί στα πόδια του χωρίς να πέσει κάτω, άρχισε να διαδίδει τα νέα στους άντρες του. Κανείς δεν έμοιαζε να αντιλαμβάνεται τα μειονεκτήματα. Ήθελε να τους προετοιμάσει, αλλά κανείς δεν τον άκουγε.

«Πολύ ωραία, Άρχοντά μου», μουρμούρισε ο Νέριμ, φορώντας τις μπότες στον κύριό του. «Επιτέλους, ο Άρχοντας θα έχει διαμερίσματα της προκοπής. Πολύ ωραία». Για μια στιγμή, φάνηκε να χάνει τη λυπητερή του έκφραση. Μόνο για μια στιγμή. «Θα σου ξεσκονίσω το κόκκινο μεταξωτό πανωφόρι, Άρχοντά μου. Το μπλε έχει μια άσχημη κηλίδα από κρασί επάνω του». Ο Ματ περίμενε με ανυπομονησία, έβαλε το πανωφόρι του και βγήκε στον διάδρομο.

«Άες Σεντάι;» μουρμούρισε ο Ναλέσεν, καθώς το κεφάλι του ξεπρόβαλε από το άνοιγμα μιας καθαρής πουκαμίσας. Ο κοιλαράς υπηρέτης του, ο Λόπιν, στεκόταν ακριβώς από πίσω του. «Να με πάρει και να με σηκώσει, Ματ, δεν συμπαθώ διόλου τις Άες Σεντάι, αλλά... στο Παλάτι Τάρασιν!» Ο Ματ έκανε μια γκριμάτσα. Ήταν ήδη δυσάρεστο που ένα ολόκληρο βαρέλι μπράντυ δεν είχε την παραμικρή επίδραση επάνω του το άλλο κιόλας πρωί, αλλά ήταν ανάγκη να μειδιά κατ’ αυτόν τον τρόπο; «Λοιπόν, Ματ, ας ξεχάσουμε τα ζάρια κι ας παίξουμε χαρτιά με τους δικούς μας». Εννοούσε τους ευγενείς, τους μόνους που είχαν τη δυνατότητα να παίξουν, εκτός από τους μεγαλεμπόρους, οι οποίοι δεν θα παρέμεναν μεγαλέμποροι, αν άρχιζαν να στοιχηματίζουν τα ποσά των ευγενών. Ο Ναλέσεν έτριψε ζωηρά τα χέρια του ενώ ο Λόπιν προσπαθούσε να του τακτοποιήσει τις δαντέλες. Ακόμα κι η γενειάδα του έμοιαζε ενθουσιασμένη. «Μεταξωτά σεντόνια», μουρμούρισε. Άκου μεταξωτά σεντόνια! Οι παλιές αναμνήσεις τον συδαύλιζαν, αλλά ο Ματ δεν ήθελε να τους δώσει σημασία.

«Πήξαμε στους ευγενείς», γρύλιζε ο Βάνιν από κάτω, σουφρώνοντας τα χείλη του, λες κι ήταν έτοιμος να φτύσει. Έριξε μια ενστικτώδη ματιά τριγύρω, ψάχνοντας την Κυρά Ανάν. Τελικά, αποφάσισε να πιει μια γουλιά από την κούπα με το προχειροφτιαγμένο κρασί που αποτελούσε το πρόγευμά του. «Ωστόσο, ευχαρίστως θα ξανάβλεπα την Αρχόντισσα Ηλαίην», μουρμούρισε σκεφτικός. Το ελεύθερο χέρι του ανασηκώθηκε σαν να ήθελε να τρίψει το μέτωπό του. Η κίνησή του έμοιαζε αφηρημένη, σχεδόν αυτόματη. Ο Ματ γόγγυξε. Αυτή η γυναίκα είχε κάνει ζημιά σε έναν καλό άνθρωπο. «Μήπως θες να ξανακοιτάξω το θέμα του Καρίντιν;» συνέχισε ο Βάνιν, λες κι όλα τα υπόλοιπα δεν είχαν πια σημασία. «Στους δρόμους του δεν βλέπεις τίποτε άλλο εκτός από ζητιάνους, αλλά έχει πρόσβαση σε αρκετό κόσμο». Ο Ματ τού είπε πως συμφωνούσε. Δεν ήταν να απορεί κανείς που ο Βάνιν δεν ενδιαφερόταν για το αν το παλάτι είχε γεμίσει από ευγενείς κι Άες Σεντάι. Όλη του τη μέρα θα την περνούσε στους δρόμους, ιδροκοπώντας κάτω από τον ήλιο και στριμωγμένος ανάμεσα στα πλήθη, πράγμα πολύ πιο βολικό.

Δεν είχε νόημα η προσπάθεια να προειδοποιήσει τον Χάρναν και τους υπόλοιπους Κοκκινόχερους, οι οποίοι ήταν απορροφημένοι στο να καταβροχθίζουν άσπρο χυλό και μικρά μαύρα λουκάνικα, σκουντώντας ο ένας τον άλλον στα πλευρά και κάνοντας χωρατά για τις υπηρέτριες του παλατιού· απ' ό,τι είχαν ακούσει, η επιλογή τους γινόταν βάσει της εξωτερικής τους εμφάνισης και της διάθεσής τους να κάνουν διάφορες... χάρες. Κάτι που αλήθευε, καθώς διαβεβαίωναν κι οι ίδιοι.

Τα πράγματα δεν καλυτέρευσαν όταν πήγε στην κουζίνα, γυρεύοντας την Κυρά Ανάν για να πληρώσει τον λογαριασμό. Βρήκε την Κάιρα, ακόμα πιο δύσθυμη από την προηγούμενη βραδιά· τον αγριοκοίταξε συνοφρυωμένη και κατσούφα κι, ισιώνοντας το πίσω μέρος της φούστας της, βγήκε βιαστικά από την πόρτα, κατευθυνόμενη προς τους στάβλους. Ίσως να της είχαν συμβεί διάφορες ατυχίες, αλλά ο Ματ Κώθον αδυνατούσε να κατανοήσει για ποιον λόγο έφταιγε ο ίδιος.

Φαίνεται πως η Κυρά Ανάν είχε βγει έξω —ανέκαθεν ασχολείτο με το να μαγειρεύει σούπες για τους πρόσφυγες ή να κάνει κάποια παρόμοια καλή πράξη- αλλά η Ένιντ, κουνώντας μια μεγάλη ξύλινη κουτάλα στους βοηθούς της που έτρεχαν από δω κι από κει, άπλωσε το στιβαρό της χέρι και πήρε το νόμισμα που της πρόσφερε. «Όταν ζουλάς πολλά πεπόνια, νεαρέ μου Άρχοντα, μην εκπλαγείς αν ένα από αυτά σού βγει σάπιο», του είπε δυσοίωνα για κάποιον λόγο. «Ίσως και δύο», συμπλήρωσε, νεύοντας χαρακτηριστικά έπειτα από ένα λεπτό. Έσκυψε προς το μέρος του, γέρνοντας το ιδρωμένο της πρόσωπο και κοιτώντας τον με ένα επίμονο βλέμμα. «Θα βρεθείς μπλεγμένος, αν μιλήσεις. Δεν πρέπει». Η παρατήρησή της δεν έμοιαζε να δέχεται οποιαδήποτε αντίρρηση.

«Δεν θα πω λέξη», είπε ο Ματ. Μα τι στο Φως ήταν αυτά που του έλεγε τώρα; Ωστόσο, φαίνεται πως η απάντησή του ήταν σωστή, γιατί η γυναίκα ένευσε κι απομακρύνθηκε άγαρμπα, ανεμίζοντας την κουτάλα ακόμη ζωηρότερα από πριν. Για μια στιγμή, ο Ματ πίστεψε πως θα του έριχνε μία στα πισινά με αυτή. Η απλή αλήθεια, όμως, ήταν πως όλες οι γυναίκες, κι όχι μερικές μόνο, είχαν τη βία στο αίμα τους.

Μ' αυτά και μ' αυτά, αισθάνθηκε ανακούφιση όταν ο Νέριμ κι ο Λόπιν άρχισαν να λογομαχούν σχετικά με το ποια από τις αποσκευές του κυρίου τους έπρεπε να μεταφερθεί πρώτη. Χρειάστηκε πάνω από μισή ώρα μέχρι να τους κατευνάσουν, αυτός κι ο Ναλέσεν. Ένας υπηρέτης γεμάτος σκοτούρες κι εκνευρισμό μπορούσε να σου κάνει τη ζωή μαρτύριο. Κατόπιν, έπρεπε να αποφασίσει ποιος από τους Κοκκινόχερους θα είχε την τιμή να κουβαλήσει το σεντούκι με το χρυσάφι και ποιος θα αναλάμβανε τα άλογα. Εν πάση περιπτώσει, θα τους έπαιρνε ακόμα λίγο χρόνο μέχρι να βγουν από το καταραμένο Παλάτι Τάρασιν.

Από τη στιγμή που βολεύτηκε στο καινούργιο του δωμάτιο, πάντως, ξέχασε σχεδόν τις σκοτούρες του. Είχε στη διάθεσή του ένα μεγάλο σαλόνι κι ένα μικρό -που εδώ το αποκαλούσαν συνήθως το μελαγχολικό δωμάτιο— καθώς και μια τεράστια κρεβατοκάμαρα με το μεγαλύτερο κρεβάτι που είχε δει ποτέ του. Οι ογκώδεις στύλοι του ήταν σκαλιστοί, με άνθη διαφόρων ειδών που περιπλέκονταν μεταξύ τους, και βαμμένοι κόκκινοι. Ως επί το πλείστον, τα έπιπλα είχαν έντονες κόκκινες ή μπλε αποχρώσεις, στα σημεία τουλάχιστον που δεν υπήρχε χρυσαφιά επίστρωση. Μια μικρή πορτούλα, δίπλα στο κρεβάτι, οδηγούσε στο στενόχωρο δωματιάκι του Νέριμ, το οποίο ο υπηρέτης του έβρισκε θαυμάσιο παρά το στενό κρεβάτι και την έλλειψη παραθύρων. Όλα τα παράθυρα στο δωμάτιο του Ματ ήταν ψηλά κι αψιδωτά, αποκαλύπτοντας πλατιά λευκά μπαλκόνια από σφυρήλατο σίδερο με θέα στην Πλατεία Μολ Χάρα. Οι στερεωμένοι σε βάσεις φανοί ήταν επιχρυσωμένοι, όπως επίσης και τα πλαίσια των καθρεφτών· υπήρχαν δύο καθρέφτες στο μελαγχολικό δωμάτιο, τρεις στο καθιστικό και τέσσερις στην κρεβατοκάμαρα. Το ρολόι -ρολόι!- στο μαρμάρινο πρέκι του τζακιού, στο σαλόνι, ήταν κι αυτό επιχρυσωμένο και στραφτάλιζε. Ο νιπτήρας κι η στάμνα ήταν από πορφυρή πορσελάνη των Θαλασσινών. Σχεδόν απογοητεύτηκε όταν ανακάλυψε πως το δοχείο νυκτός, κάτω από το κρεβάτι, ήταν φτιαγμένο από απλό άσπρο κεραμικό. Στο τεράστιο καθιστικό υπήρχε ακόμα κι ένα ράφι με καμιά ντουζίνα βιβλία. Όχι ότι ο ίδιος διάβαζε πολύ.

Παρά τα κραυγαλέα χρώματα στους τοίχους, στις οροφές και στα πλακίδια των δαπέδων, ο πλούτος των δωματίων ήταν προφανής. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα χόρευε από χαρά, αρκεί να μην είχε την επίγνωση πως μια γυναίκα, τα δώματα της οποίας βρίσκονταν από την άλλη μεριά του διαδρόμου, επιθυμούσε διακαώς να τον βάλει σε ένα καζάνι και να τον βράσει. Αν, δηλαδή, δεν τα κατάφερναν πρώτες η Τέσλυν ή η Μέριλιλ ή κάποια από αυτές, παρά το μενταγιόν που φορούσε. Γιατί, άραγε, τα ζάρια μέσα στο κεφάλι του είχαν πάψει να κυλούν μόλις η Ηλαίην ανέφερε αυτά τα καταραμένα δωμάτια; Απλή περιέργεια. Υπήρχε ένα γνωμικό στην πατρίδα του, το οποίο το είχε ακούσει από τα χείλη αρκετών γυναικών, συνήθως όταν είχε κάνει κάτι που, ανάλογα με τις περιστάσεις, έμοιαζε αστείο: «Οι άντρες δίδαξαν την περιέργεια στις γάτες, αλλά αυτές κράτησαν για τον εαυτό τους τη λογική».

«Δεν είμαι γάτα εγώ», μουρμούρισε και βγήκε με δρασκελιές από την κρεβατοκάμαρα στο καθιστικό. Απλώς, έπρεπε να μάθει μερικά πράγματα· αυτό ήταν όλο.

«Φυσικά και δεν είσαι γάτα», ακούστηκε η φωνή της Τάυλιν. «Είσαι ένα μικρό ζουμερό παπάκι, αυτό είσαι».

Ο Ματ αναπήδησε ξαφνιασμένος και την κοίταξε. Παπάκι; Και, μάλιστα, μικρό! Η γυναίκα τού έφθανε περίπου μέχρι τον ώμο. Αγανακτισμένος ή όχι, εντούτοις κατάφερε να υποκλιθεί κάπως κομψά. Έπρεπε να θυμάται πως απέναντι του είχε τη Βασίλισσα. «Μεγαλειοτάτη, ευχαριστώ γι' αυτά τα υπέροχα διαμερίσματα. Πολύ θα ήθελα να μιλήσουμε, αλλά πρέπει να βγω και...»

Χαμογελώντας, η γυναίκα προχώρησε προς το μέρος του, βαδίζοντας πάνω στις πρασινοκόκκινες πλάκες, ενώ το μεταξένιο μεσοφόρι της με τις γαλανόλευκες στρώσεις θρόιζε. Τα μεγάλα σκοτεινά μάτια της ήταν καρφωμένα επάνω του. Ο Ματ δεν είχε την παραμικρή διάθεση να κοιτάξει το γαμήλιο μαχαίρι που φώλιαζε ανάμεσα στην πλούσια σχισμή του στήθους της. Ή το ακόμα μεγαλύτερο και διάστικτο από πολύτιμους λίθους εγχειρίδιο που ήταν περασμένο πίσω από μια εξίσου διάστικτη με πολύτιμους λίθους ζώνη. Οπισθοχώρησε λιγάκι.

«Μεγαλειοτάτη, έχω ένα σημαντικό...»

Η Τάυλιν άρχισε να σφυρίζει έναν σκοπό κι ο Ματ τον αναγνώρισε. Τον είχε τραγουδήσει κι ο ίδιος πρόσφατα σε μερικά κορίτσια. Ήταν αρκετά συνετός ώστε να μην αρχίσει να τραγουδάει, μια κι ήταν ιδιαίτερα παράφωνος, αλλά επιπλέον οι λέξεις που χρησιμοποιούσαν στο Έμπου Νταρ θα του τσουρούφλιζαν τα αυτιά. Το τραγούδι ονομαζόταν «Θα Σου Κλέψω Την Ανάσα Με Τα Φιλιά Μου».

Γελώντας νευρικά, προσπάθησε να βάλει ανάμεσά τους ένα τραπέζι διακοσμημένο με κύανο, αλλά η γυναίκα πήγε γύρω-γύρω χωρίς, φαινομενικά, να επιταχύνει το βήμα της. «Μεγαλειοτάτη, εγώ...»

Ακούμπησε την παλάμη της στο στήθος του, τον ανάγκασε να πισωπατήσει προς ένα κάθισμα με ψηλή ράχη και βολεύτηκε στα πόδια του. Ο Ματ ήταν παγιδευμένος ανάμεσα στη γυναίκα και στα μπράτσα της πολυθρόνας. Θα μπορούσε, βέβαια, να την πιάσει με ευκολία και να τη στήσει όρθια. Από την άλλη, η γυναίκα είχε περασμένο στη μέση της αυτό το καταραμένο εγχειρίδιο, κι ο Ματ αμφέβαλλε αν οι πράξεις του θα ήταν εξίσου αποδεκτές εκ μέρους της όσο ήταν οι δικές της εκ μέρους του. Σε τελική ανάλυση, βρισκόταν στο Έμπου Νταρ, κι ο φόνος ενός άντρα από μια γυναίκα ήταν δικαιολογημένος μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Θα μπορούσε να την πιάσει με ευκολία, αλλά...

Είχε δει ψαράδες στην πόλη να πωλούν παράξενα πλάσματα που αποκαλούνταν καλαμάρια και χταπόδια -οι Εμπουνταρινοί, μάλιστα, τα έτρωγαν κιόλας!- αλλά στο παλάτι της Τάυλιν δεν υπήρχαν τέτοια. Ωστόσο, αυτή η γυναίκα έμοιαζε να έχει δέκα χέρια. Ο Ματ τινάχτηκε, προσπαθώντας μάταια να την απομακρύνει από πάνω του, αλλά εκείνη γέλασε σιγανά. Ανάμεσα στα φιλιά της, και σχεδόν χωρίς να πάρει ανάσα, άρχισε να διαμαρτύρεται ότι όλο και κάποιος θα μπορούσε να μπει μέσα και να τους πιάσει στα πράσα, αλλά η Τάυλιν χαχάνισε. Βάλθηκε να φλυαρεί για τον σεβασμό απέναντι στο στέμμα της, κι αυτή κάγχασε. Κι όταν ισχυρίστηκε ότι ήταν αρραβωνιασμένος με μια κοπέλα από τα μέρη του, που του είχε σκλαβώσει την καρδιά, η γυναίκα ξεκαρδίστηκε.

«Ό,τι δεν ξέρει δεν μπορεί να της κάνει ζημιά», μουρμούρισε, καθώς τα είκοσι χέρια της δεν είχαν παύσει στιγμή να τον πιλατεύουν.

Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα.

Ο Ματ ελευθέρωσε το στόμα του και φώναξε: «Ποιος είναι;» Τα λόγια του ακούστηκαν σαν διαπεραστική κραυγή. Λίγο ακόμα και δεν θα μπορούσε να ανασάνει.

Η Τάυλιν τινάχτηκε από πάνω του κι απομακρύνθηκε τρία βήματα, τόσο γοργά που θα έλεγες πως βρισκόταν πάντα σε εκείνο το σημείο. Η γυναίκα είχε την αναίδεια να του ρίξει μια αξιοκαταφρόνητη ματιά! Κατόπιν, του έστειλε ένα φιλί.

Μόλις που πρόλαβε, πριν η πόρτα ανοίξει και ξεπροβάλει το κεφάλι του Θομ. «Ματ; Δεν ήμουν σίγουρος ότι ήσουν εσύ. Ω! Μεγαλειοτάτη». Μολονότι κουτσός, κάτισχνος και γέρος, ο Θομ, ως βάρδος αξιώσεων, έκανε μια εντυπωσιακή υπόκλιση. Ο Τζούιλιν δεν κατάφερε να τον μιμηθεί· απλώς έβγαλε το γελοίο κόκκινο καπέλο του κι έκανε τη δική του απόπειρα. «Συγχωρήστε μας. Δεν θέλαμε να σας ενοχλήσουμε-» άρχισε να λέει ο Θομ, αλλά ο Ματ τον διέκοψε βιαστικά.

«Πέρασε μέσα, Θομ!» Αρπάζοντας το πανωφόρι του, έκανε να σηκωθεί, αλλά αντιλήφθηκε πως αυτή η καταραμένη γυναίκα με κάποιον τρόπο είχε λύσει το ζωνάρι από τις βράκες του χωρίς ο ίδιος να πάρει είδηση το παραμικρό. Μπορεί αυτοί οι δύο να μην πρόσεχαν πως η πουκαμίσα του ήταν ξεκούμπωτη μέχρι τη μέση, αλλά σίγουρα θα πρόσεχαν τις βράκες του να πέφτουν στο πάτωμα. Από την άλλη, το γαλάζιο φόρεμα της Τάυλιν ήταν ατσαλάκωτο! «Τζούιλιν, πέρασε μέσα!»

«Χαίρομαι που σας αρέσουν τα δωμάτια, Άρχοντα Κώθον», είπε η Τάυλιν, λες κι ήταν η προσωποποίηση της αξιοπρέπειας. Μονάχα τα μάτια της μαρτυρούσαν το αντίθετο, αλλά από το σημείο που στέκονταν ο Θομ κι ο Τζούιλιν δεν μπορούσαν να τα δουν. Το βλέμμα της έμοιαζε να του μιλάει ήρεμα, αλλά ήταν μεστό νοήματος. «Ευελπιστώ να σε ξαναδώ και να τα πούμε. Βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον να υπάρχει ένας προσιτός τα'βίρεν, με τον οποίο μπορώ να έρχομαι σε άμεση επαφή. Λοιπόν, σε αφήνω με τους φίλους σου τώρα. Όχι, παρακαλώ, μη σηκώνεσαι». Αυτή η τελευταία φράση συνοδεύτηκε από ένα αχνό κοροϊδευτικό χαμόγελο.

«Φίλε μου», είπε ο Θομ μόλις έφυγε η γυναίκα, στρώνοντας τα μουστάκια του, «είσαι πολύ τυχερός που η ίδια η Βασίλισσα σε υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες». Ο Τζούιλιν βάλθηκε να ασχολείται με το καπέλο του.

Ο Ματ τούς κοίταξε επιφυλακτικά, σαν να τους προκαλούσε ενδόμυχα να μιλήσουν -μια λέξη θα ήταν αρκετή!- αλλά από τη στιγμή που ρώτησε για τη Νυνάβε και την Ηλαίην, έπαψε να ανησυχεί για το τι μπορεί να υποπτεύονταν. Οι δύο γυναίκες δεν είχαν γυρίσει ακόμα. Αναπήδησε ξαφνιασμένος, χωρίς να δίνει σημασία στο αν θα του έπεφταν οι βράκες ή όχι. Προσπαθούσαν ήδη να αθετήσουν τη συμφωνία τους. Θα χρειαζόταν να τους εξηγήσει τι εννοούσε ανάμεσα στις εκρήξεις δυσπιστίας και στις διάφορες γνώμες που εξέφραζαν για την καταραμένη Νυνάβε αλ'Μεάρα και την Ηλαίην, την καταραμένη Κόρη-Διάδοχο. Δεν υπήρχαν και πολλές ελπίδες ότι θα πήγαιναν στο Ράχαντ χωρίς αυτόν, αλλά δεν έπαιρνε όρκο ότι δεν θα δοκίμαζαν να κατασκοπεύσουν ξανά τον Καρίντιν. Η Ηλαίην απαιτούσε μια ομολογία και περίμενε πως ο άντρας θα έσπαγε από στιγμή σε στιγμή, ενώ η Νυνάβε θα προσπαθούσε να τον κάνει να ομολογήσει με το ζόρι.

«Αμφιβάλλω κατά πόσον ασχολούνται με τον Καρίντιν», είπε ο Τζούιλιν, ξύνοντας το πίσω μέρος του αυτιού του. «Απ' όσο άκουσα, η Αβιέντα με την Μπιργκίτε είναι αυτές που κατά κύριο λόγο τον επιτηρούν. Δεν τις είδαμε να φεύγουν. Δεν νομίζω πως χρειάζεται να ανησυχείς γι' αυτόν, ξέροντας τι έχουν δει τα μάτια του, ακόμη κι αν περπατούν δίπλα-δίπλα». Ο Θομ, σερβίροντας σε ένα χρυσό ποτήρι λίγο παντς κρασιού, που ο Ματ είχε βρει να τον περιμένει στο δωμάτιο, άρχισε να εξηγεί.

Ο Ματ κάλυψε τα μάτια του με το ένα χέρι. Μεταμφιέσεις με τη χρήση της Δύναμης· δεν ήταν απορίας άξιον που είχαν ξεγλιστρήσει σαν φίδια όπου κι όποτε ήθελαν. Αυτές οι γυναίκες θα δημιουργούσαν μεγάλους μπελάδες. Άλλωστε, τα προβλήματα ήταν ένας τομέας στον οποίο οι γυναίκες τα κατάφερναν μια χαρά. Δεν του έκανε εντύπωση όταν έμαθε ότι ο Θομ κι ο Τζούιλιν γνώριζαν λιγότερα για το Κύπελλο των Ανέμων απ' ό,τι ο ίδιος.

Μόλις έφυγαν για να ετοιμαστούν για ένα ταξιδάκι στο Ράχαντ, ο Ματ βρήκε χρόνο να τακτοποιήσει τα ρούχα του προτού επέστρεφαν η Νυνάβε με την Ηλαίην. Κατάφερε να δει και τον Όλβερ στο δωμάτιο του, έναν όροφο πιο κάτω. Το λιπόσαρκο κορμί του αγοριού είχε πάρει λίγο κρέας επάνω του, καθότι τον είχαν αναλάβει η Ένιντ κι οι υπόλοιπες μαγείρισσες της Περιπλανώμενης Γυναίκας, αλλά, για Καιρχινός, εξακολουθούσε να είναι μικροκαμωμένος. Ακόμα κι αν τα αυτιά του συρρικνώνονταν στο μισό τους μέγεθος και το στόμα του γινόταν το μισό σε πλάτος, η μύτη του θα εξακολουθούσε να είναι εμπόδιο στο να χαρακτηριστεί ευπαρουσίαστος. Ούτε λίγο ούτε πολύ, τρεις υπηρέτριες ήταν από πάνω του, ενώ αυτός καθόταν σταυροπόδι στο κρεβάτι.

«Ματ, η Χάεσελ δεν έχει τα ομορφότερα μάτια;» ρώτησε ο Όλβερ, χαμογελώντας όλο χαρά στη νεαρή με τα μεγάλα μάτια, την οποία είχε συναντήσει ο Ματ την τελευταία φορά που επισκέφθηκε το παλάτι. Εκείνη του ανταπέδωσε το χαμόγελο και του ανακάτεψε τα μαλλιά. «Αχ, αλλά κι η Άλις με τη Λόια είναι τόσο γλυκές, που δύσκολα θα μπορούσα να διαλέξω». Μια πλαδαρή μεσήλικη γυναίκα που ξεπακέταρε το σακίδιο του Όλβερ τον κοίταξε, χαρίζοντάς του ένα πλατύ χαμόγελο, κι ένα λεπτοκαμωμένο κορίτσι με μελένια χείλη χτύπησε χαϊδευτικά την πετσέτα που μόλις είχε ακουμπήσει στον νιπτήρα του και, πηδώντας πάνω στο κρεβάτι, άρχισε να τον γαργαλάει μέχρι που το αγόρι ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

Ο Ματ ρουθούνισε. Ο Χάρναν κι η παρέα του ήταν ούτως ή άλλως κακή επιρροή, αλλά αυτές εδώ οι γυναίκες τού έδιναν πολύ θάρρος! Πώς θα μάθαινε να φέρεται, με όλες αυτές τις γυναίκες γύρω του να συμπεριφέρονται έτσι; Ο Όλβερ έπρεπε κανονικά να βγαίνει στον δρόμο και να παίζει, παρέα με τα αγόρια της ηλικίας του. Δεν είχε ποτέ υπηρέτριες στο δωμάτιο του. Η Τάυλιν ήταν εκείνη που είχε φροντίσει να αλλάξει αυτό, ήταν σίγουρος.

Ωστόσο, βρήκε τον χρόνο να ασχοληθεί λίγο με τον Όλβερ και να γυρέψει τον Χάρναν και τους υπόλοιπους Κοκκινόχερους, που μοιράζονταν ένα μακρόστενο δωμάτιο με στοιχισμένα κρεβάτια, όχι πολύ μακριά από τους στάβλους, καθώς και να σουλατσάρει στην κουζίνα, ψάχνοντας λίγο ψωμί και βοδινό κρέας· δεν άντεχε να ξαναντικρίσει καν εκείνο τον χυλό που είχε φάει στο πανδοχείο. Η Νυνάβε με την Ηλαίην δεν είχαν επιστρέψει ακόμα. Τελικά, έριξε μια ματιά στα βιβλία του καθιστικού και ξεκίνησε να διαβάζει τα Ταξίδια τον Τζάιν τον Πεζοπόρου, παρ’ όλο που δεν καταλάβαινε παρά ελάχιστες λέξεις. Ο Θομ με τον Τζούιλιν μπήκαν μέσα την ίδια στιγμή που οι δύο γυναίκες αναφωνούσαν έκπληκτες ότι τον έβρισκαν εκεί· σαν να είχε περάσει από το μυαλό τους πως δεν υπήρχε περίπτωση να κρατήσει την υπόσχεσή του.

Ο Ματ έκλεισε απαλά το βιβλίο και το άφησε στο τραπέζι, δίπλα στο κάθισμα. «Που ήσασταν;»

«Βγήκαμε βόλτα», απάντησε η Ηλαίην λάμποντας, με τα γαλανά της μάτια περισσότερο διάπλατα από κάθε άλλη φορά. Ο Θομ συνοφρυώθηκε κι έβγαλε από το μανίκι του ένα μαχαίρι, στριφογυρίζοντάς το ανάμεσα στα δάχτυλά του. Επίτηδες, δεν έριξε ούτε ματιά στην Ηλαίην.

«Ήπιαμε τσάι παρέα με κάποιες γνωστές της ιδιοκτήτριας του πανδοχείου», είπε η Νυνάβε. «Δεν θα σε κουράσω με τις συζητήσεις μας περί εργόχειρων». Ο Τζούιλιν έκανε να κουνήσει το κεφάλι του, αλλά σταμάτησε πριν τον προσέξει η γυναίκα.

«Ναι, κάνε μου τη χάρη», είπε ο Ματ ξερά. Υπέθεσε πως η γυναίκα ήξερε από κεντήματα, αλλά κάτι του έλεγε πως δεν ήταν αυτό το θέμα συζήτησης. Καμιά από τις δυο τους δεν ήταν ιδιαίτερα ευγενική, πράγμα που επιβεβαίωνε τις χειρότερες υποψίες του. «Είπα σε δύο δικούς μου να σας συνοδεύσουν το απόγευμα κι άλλοι δύο θα σας συνοδεύσουν αύριο, όπως και κάθε μέρα. Όταν δεν θα βρίσκεστε εντός του παλατιού ή σε κάποιο μέρος που να μπορώ να σας εποπτεύω, θα έχετε μαζί σας σωματοφύλακες. Ξέρουν ήδη τις βάρδιες τους και θα βρίσκονται μαζί σας συνεχώς. Συνεχώς! Επιπλέον, θα μου γνωστοποιείτε εγκαίρως πού έχετε σκοπό να πάτε. Δεν θα γίνετε εσείς η αιτία να χάσω τα μαλλιά μου από το άγχος!»

Περίμενε αγανάκτηση και διαφωνίες εκ μέρους τους. Περίμενε αμφιλογίες σχετικά με το τι είχαν υποσχεθεί και τι όχι. Περίμενε πως, θέτοντάς τους όλες αυτές τις απαιτήσεις, θα είχε κάποιο κέρδος, έστω και μικρό, αν ήταν τυχερός. Η Νυνάβε κοίταξε την Ηλαίην κι η Ηλαίην τη Νυνάβε.

«Ε, λοιπόν, οι σωματοφύλακες δεν είναι καθόλου άσχημη ιδέα, Ματ», αναφώνησε η Ηλαίην, με το χαμόγελο να σχηματίζει λακκάκια στα μάγουλά της. «Νομίζω πως έχεις δίκιο σχετικά με αυτό. Πολύ έξυπνο εκ μέρους σου να έχεις προετοιμάσει τους άντρες σου».

«Πράγματι, είναι θαυμάσια ιδέα», είπε κι η Νυνάβε, νεύοντας ενθουσιωδώς. «Πολύ έξυπνο εκ μέρους σου, Ματ».

Το μαχαίρι έπεσε από τα χέρια του Θομ κόβοντάς τον λίγο στο δάχτυλο. Φτύνοντας μια βρισιά, άρχισε να το πιπιλάει ρίχνοντας ματιές στις δύο γυναίκες.

Ο Ματ αναστέναξε. Να το πρόβλημα. Το ήξερε. Κι όλα αυτά πριν του πουν να ξεχάσει προς το παρόν το Ράχαντ.

Να πώς βρέθηκε καθισμένος σε έναν πάγκο, μπροστά από μια φτηνή ταβέρνα, που λεγόταν Το Ρόδο του Έλμπαρ, όχι πολύ μακριά από το μέτωπο ενός ποταμού, πίνοντας από ένα από τα χαραγμένα τσίγκινα ποτήρια που ήταν αλυσοδεμένα πάνω στον πάγκο. Αν μη τι άλλο, τα έπλεναν για κάθε νέο πελάτη που ερχόταν. Η δυσωδία από ένα βαφείο στην άλλη μεριά του δρόμου αναβάθμιζε ακόμη περισσότερο το ξεχωριστό στυλ του Ρόδου. Όχι πως η γειτονιά ήταν άθλια, μολονότι ο δρόμος ήταν υπερβολικά στενός για άμαξες. Κάμποσα καλογυαλισμένα ατομικά φορεία κινούνταν τρικλίζοντας ανάμεσα στο πλήθος. Οι πιο πολλοί περαστικοί φορούσαν μάλλινα, μερικοί μάλιστα γιλέκα κάποιας συντεχνίας, παρά μετάξια, αν και κάποια από αυτά ήταν καλοραμμένα ενώ άλλα ξεφτισμένα. Τα σπίτια και τα μαγαζιά ήταν μια αλληλουχία λευκών σοβάδων· παρ' όλο που τα περισσότερα ήταν μικρά και ρημαγμένα, από μια γωνία στα δεξιά του διακρινόταν το ψηλό σπίτι ενός πλούσιου εμπόρου, ενώ στα αριστερά υπήρχε ένα μικροσκοπικό αρχοντικό —μικρότερο από το σπίτι του εμπόρου- με έναν θόλο με πράσινες ρίγες, χωρίς οβελίσκο. Δύο ταβέρνες κι ένα πανδοχείο, ακριβώς μπροστά του, έμοιαζαν ήσυχα και φιλόξενα. Δυστυχώς, το Ρόδο ήταν το μόνο μέρος που ένας άντρας μπορούσε να κάτσει έξω, το μόνο μέρος στο σωστό σημείο. Δυστυχώς.

«Ποτέ μου δεν έχω ξαναδεί τόσο υπέροχες μύγες», μούγκρισε ο Ναλέσεν, διώχνοντας μερικά αντιπροσωπευτικά δείγματα του είδους από την κούπα του. «Τι κάνουμε τώρα;»

«Εσύ ρουφάς αυτό το πράγμα, που για τα μάτια του κόσμου λέγεται κρασί, και ιδροκοπάς σαν γίδα», μουρμούρισε ο Ματ, τακτοποιώντας το καπέλο του έτσι ώστε να καλύπτει καλύτερα τα μάτια του. «Κι εγώ είμαι ο τα'βίρεν της υπόθεσης». Αγριοκοίταξε το ερειπωμένο σπίτι που του είχαν πει να παρακολουθεί, ανάμεσα στο βαφείο και στις θορυβώδεις εγκαταστάσεις μιας υφάντρας. Δεν του το είχαν ζητήσει — του το είχαν πει ως δεδομένο- ασχέτως αν το εξέφρασαν πλαγίως μέσω των δεσμεύσεών τους. Βέβαια, το έκαναν να μοιάζει σαν να του ζητούν χάρη, σαν να τον παρακαλούν, κι ίσως να το πίστευε υπό άλλες συνθήκες, αλλά τώρα πια ήξερε από εκβιασμούς. «Φέρσου ως τα'βίρεν, Ματ», μιμήθηκε τη φωνή της. «Ξέρω πως γνωρίζεις τι πρέπει να κάνεις. Πφφ!» Μπορεί η Ηλαίην, η καταραμένη Κόρη-Διάδοχος, με το καταραμένο της λακκάκι, να ήξερε, ή η Νυνάβε, με αυτά τα καταραμένα χέρια που διαρκώς γυρόφερναν τη γελοία πλεξούδα της, αλλά ανάθεμα αν ο ίδιος γνώριζε κάτι. «Αν αυτό το κωλοκύπελλο βρίσκεται όντως στο Ράχαντ, πώς θα το ανακαλύψω εγώ σ' αυτήν την καμένη μεριά του ποταμού;»

«Δεν θυμάμαι να ανέφεραν κάτι», είπε κάπως πικρόχολα ο Τζούιλιν, ρουφώντας μια γερή γουλιά από ένα ποτό φτιαγμένο από ένα κίτρινο φρούτο που καλλιεργούσαν στην επαρχία. «Έχεις κάνει την ίδια ερώτηση πάνω από πενήντα φορές». Ισχυριζόταν πως αυτό το ωχρό ποτό ήταν αναζωογονητικό στον καύσωνα, αλλά ο Ματ είχε δοκιμάσει λεμόνια και δεν σκόπευε να πιει ποτέ κάτι φτιαγμένο από αυτά. Με το σφυροκόπημα στο κεφάλι του να είναι λιγότερο έντονο, προτίμησε να πιει τσάι. Έμοιαζε λες κι ο ταβερνιάρης -ένας κοκαλιάρης τύπος με καχύποπτα, σαν χάντρες, μάτια- πρόσθετε νέα φύλλα τσαγιού και νερό στα υπολείμματα της προηγούμενης μέρας από καταβολής πόλεως. Η γεύση ταίριαζε γάντι με τη διάθεσή του.

«Αυτό που μου κάνει εντύπωση», μουρμούρισε ο Θομ κοιτώντας τα κοντόχοντρα δάχτυλά του, «είναι για ποιον λόγο έκαναν τόσες ερωτήσεις σχετικά με την πανδοχέα». Δεν έμοιαζε και τόσο αναστατωμένος που οι γυναίκες κρατούσαν μυστικά· μερικές φορές, όντως φερόταν παράξενα. «Τι σχέση έχουν αυτή η Σετάλ Ανάν κι οι υπόλοιπες με το Κύπελλο;»

Διάφορες γυναίκες μπαινόβγαιναν στο ερειπωμένο σπίτι. Μια συνεχής ροή γυναικών, καλοντυμένες οι περισσότερες, αν και καμιά τους δεν φορούσε μετάξια, κι ούτε ένας άντρας. Τρεις ή τέσσερις από αυτές φορούσαν τη χαρακτηριστική κόκκινη ζώνη της Σοφής. Ο Ματ σκέφτηκε να ακολουθήσει μερικές καθώς έφευγαν, αλλά του φάνηκε πολύ προβλέψιμο. Δεν γνώριζε πώς λειτουργούσε ένας τα'βίρεν -δεν είχε προσέξει ποτέ κάτι ούτε στον ίδιο του τον εαυτό- αλλά πάντα στεκόταν τυχερός όταν όλα γίνονταν κατά τύχη. Όπως με τα ζάρια. Ωστόσο, οι περισσότεροι γρίφοι που είχαν να κάνουν με αυτές τις μικρές ταβέρνες τού ξεγλιστρούσαν, όσο τυχερός κι αν αισθανόταν.

Αγνόησε την ερώτηση του Θομ· είχε επαναληφθεί τόσες φορές, όσες είχε ρωτήσει και ο Ματ πώς θα έβρισκε το Κύπελλο. Η Νυνάβε τού είχε πει κατάμουτρα ότι δεν είχε υποσχεθεί να του αποκαλύψει όλα της τα μυστικά. Θα του έλεγε μόνο όσα ήταν αναγκαία. Είπε πως... Το να βλέπει να πνίγεται σχεδόν, επειδή δεν μπορούσε να τον βρίσει, δεν ήταν ικανοποιητική εκδίκηση.

«Μου φαίνεται πως θα κάνω μια βόλτα κάτω στο σοκάκι», είπε ο Ναλέσεν αναστενάζοντας. «Σε περίπτωση που κάποια από αυτές αποφασίσει να σκαρφαλώσει τον μαντρότοιχο». Το στενό πέρασμα ανάμεσα στο σπίτι και στο βαφείο απλωνόταν ακριβώς μπροστά του, σε όλο του το μήκος, αλλά υπήρχε κι ένα άλλο δρομάκι που προχωρούσε πίσω από τα μαγαζιά και τα σπίτια. «Ματ, για πες μου πάλι για ποιον λόγο είμαστε εδώ αντί να παίζουμε χαρτιά».

«Θα πάω εγώ», είπε ο Ματ. Ίσως πίσω από αυτόν τον μαντρότοιχο να ανακάλυπτε πώς λειτουργούσε ένας τα'βίρεν. Πήγε, αλλά δεν βρήκε τίποτα.

Το λυκόφως άρχισε να σέρνεται πάνω από τον δρόμο κι ο Χάρμαν ήρθε φέρνοντας μαζί του έναν καραφλό Αντορινό με στενεμένα μάτια, ονόματι Γουάτ· μέχρι κι εκείνη την ώρα, η μόνη πιθανή επίδραση που διαπίστωσε ο Ματ ότι είχε ασκήσει ως τα'βίρεν, ήταν πως ο ταβερνιάρης ετοίμασε μια χύτρα με φρέσκο τσάι, το οποίο όμως είχε την ίδια άσχημη γεύση με το προηγούμενο.

Όταν επέστρεψε στο παλάτι, βρήκε στο δωμάτιό του ένα σημείωμα, κάτι σαν πρόσκληση, με κομψά γράμματα πάνω σε παχύ, λευκό χαρτί που μύριζε σαν λουλουδάτος κήπος.

Μικρό μου κουνελάκι, σε περιμένω για δείπνο απόψε, στα διαμερίσματά μου.

Υπογραφή δεν υπήρχε, αλλά δεν χρειαζόταν για να καταλάβει. Μα το Φως! Η γυναίκα ήταν ξεδιάντροπη! Πάνω στην πόρτα που οδηγούσε στον διάδρομο υπήρχε μια κόκκινη σιδερένια κλειδαριά. Ο Ματ βρήκε το κλειδί και την κλείδωσε. Έπειτα, για καλό και για κακό, σφήνωσε μια καρέκλα κάτω από το μάνταλο της πόρτας που οδηγούσε στο δωμάτιο του Νέριμ. Μπορούσε να κάνει και χωρίς δείπνο. Ενώ ήταν έτοιμος να πέσει στο κρεβάτι, η κλειδαριά κροτάλισε· έξω, στον διάδρομο, ακούστηκε μια γυναίκα να γελάει έχοντας βρει την πόρτα ασφαλισμένη.

Παρ’ όλο που θα μπορούσε να κοιμηθεί βαθιά, έμεινε ξάγρυπνος για κάποιον λόγο, ακούγοντας την κοιλιά του να γουργουρίζει. Γιατί το έκανε αυτό; Εντάξει, ήξερε γιατί, αλλά για ποιον λόγο είχε διαλέξει αυτόν; Πώς μπορούσε να πετάει στα σκουπίδια όλη της την αξιοπρέπεια μόνο και μόνο για να ξαπλώσει με έναν τα'βίρεν; Εν πάση περιπτώσει, ήταν ασφαλής προς το παρόν. Σε τελική ανάλυση, η Τάυλιν δεν θα γκρέμιζε την πόρτα, έτσι δεν είναι; Ούτε καν ένα πουλί δεν θα χωρούσε να περάσει από τα σφυρήλατα αραβουργήματα που κάλυπταν το μπαλκόνι. Επιπλέον, θα χρειαζόταν μια μακριά σκάλα για να φτάσει τόσο ψηλά, καθώς και μερικούς άντρες να την κουβαλήσουν. Εκτός κι αν σκαρφάλωνε στην οροφή με τη βοήθεια ενός σχοινιού. Ίσως πάλι... Η νύχτα έφυγε, το στομάχι του εξακολουθούσε να γουργουρίζει, ο ήλιος ανέτειλε κι αυτός δεν έκλεισε μάτι, ούτε είχε την παραμικρή σεμνή σκέψη. Ωστόσο, πήρε μια απόφαση. Σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το μελαγχολικό δωμάτιο, αν κι ο ίδιος ποτέ δεν μελαγχολούσε.

Με το πρώτο φως, ξεγλίστρησε από το δωμάτιο και συνάντησε έναν ακόμα από τους υπηρέτες του παλατιού που θυμόταν, έναν καραφλό τύπο ονόματι Μαντίκ, ο οποίος είχε ένα ύφος αυτάρεσκο, αν και το δόλιο στράβωμα του στόματός του υποδήλωνε πως δεν ήταν διόλου ικανοποιημένος. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που μπορούσες να εξαγοράσεις. Βέβαια, το έκπληκτο βλέμμα, που άστραψε στο τετραγωνισμένο του πρόσωπο, και το αυτάρεσκο χαμόγελο, που δεν μπήκε στον κόπο να κρύψει, μαρτυρούσαν πως ήξερε ακριβώς για ποιον λόγο τον χρύσωνε ο Ματ. Να τον πάρει και να τον σηκώσει κι αυτόν! Πόσοι πια ήξεραν τι σκάρωνε η Τάυλιν;

Η Νυνάβε κι η Ηλαίην, πάντως, φαίνεται ότι δεν είχαν πάρει χαμπάρι τίποτα, δόξα στο Φως. Ωστόσο, τον επέπληξαν που δεν δείπνησε με τη Βασίλισσα, πράγμα το οποίο είχαν μάθει από την ίδια την Τάυλιν όταν εκείνη τις ρώτησε αν ήταν άρρωστος. Κι ακόμα χειρότερα...

«Σε παρακαλώ», είπε η Ηλαίην χαμογελώντας, λες κι η ίδια η λέξη δεν της προκαλούσε πόνο, «πρέπει να βγάλεις τον καλύτερο εαυτό σου με τη Βασίλισσα. Μην είσαι αγχωμένος. Θα απολαύσεις ένα βράδυ μαζί της».

«Απλώς μην κάνεις κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί προσβλητικό», μουρμούρισε η Νυνάβε. Αναμφίβολα, την πείραζε να φέρεται ευγενικά. Τα φρύδια της έσμιξαν, λες και βρισκόταν σε περισυλλογή, το σαγόνι της σφίχτηκε, και τα χέρια της έτρεμαν από λαχτάρα να τραβήξουν την πλεξούδα της. «Συμβιβάσου για μια φορά... Θέλω να πω, να θυμάσαι πως πρόκειται για αξιοπρεπή γυναίκα, και μην προσπαθήσεις να... Μα το Φως, ξέρεις καλά τι εννοώ».

Αγχωμένος. Χα! Αξιοπρεπής γυναίκα. Χα!

Δεν φαίνονταν να νοιάζονται και πολύ που ο Ματ είχε σπαταλήσει στον βρόντο ένα ολόκληρο απόγευμα. Η Ηλαίην τον χτύπησε απαλά και φιλικά στον ώμο και του ζήτησε να κάνει υπομονή μια δυο μέρες ακόμα. Σίγουρα ήταν καλύτερο από το να σουλατσάρει με αυτόν τον καύσωνα στο Ράχαντ. Το ίδιο ακριβώς του είπε κι η Νυνάβε, με τον κλασικό γυναικείο τρόπο, δίχως φιλικό χτύπημα στον ώμο. Αμέσως μετά παραδέχτηκαν πως σκόπευαν να περάσουν τη μέρα τους προσπαθώντας να κατασκοπεύσουν τον Καρίντιν, παρέα με την Αβιέντα, αν κι απέφυγαν να απαντήσουν στην ερώτηση του ποιον πίστευαν ότι μπορούσαν να αναγνωρίσουν. Η Νυνάβε έκανε πως δεν το πρόσεξε κι η Ηλαίην την κοίταξε με τέτοιον τρόπο που ο Ματ νόμισε πως, επιτέλους, θα την έβλεπε να τα χάνει. Αποδέχτηκαν πειθήνια την κατήχησή του να μη χάσουν από τα μάτια τους τους σωματοφύλακές τους και του έδειξαν μειλίχια τις με ταμφιέσεις που σκόπευαν να φορέσουν. Μολονότι ο Θομ τού είχε κάνει εκτενή περιγραφή, το σοκ που ένιωσε μόλις είδε τις δυο τους να μεταμορφώνονται μπροστά στα μάτια του σε Εμπουνταρινές ήταν ανάλογο με την πραότητα που επεδείκνυαν οι ίδιες. Το γρύλισμα, πάντως, που βγήκε από το λαρύγγι της Νυνάβε δεν είχε και μεγάλη σχέση με πραότητα, μόλις αντιλήφθηκε πως ο Ματ εννοούσε όσα είχε πει για τις Αελίτισσες που δεν χρειάζονταν σωματοφύλακα. Καθεμιά τους ξεχωριστά, με τα χέρια σταυρωμένα κι απαντώντας ταπεινά στις ερωτήσεις του, τον έκανε να νιώθει νευρικότητα. Κι οι δύο μαζί —συν την Αβιέντα, που ένευε ενθαρρυντικά!— τον έκαναν να θέλει να πάρουν δρόμο μια ώρα αρχύτερα. Ωστόσο, για να βεβαιωθεί, αγνόησε την ξαφνική σιωπή που έπεσε μεταξύ τους και τις έβαλε να κάνουν μια επίδειξη των μεταμφιέσεών τους για τους άντρες που θα έστελνε μαζί τους. Ο Βάνιν αναπήδησε στην προοπτική να είναι ένας από τους σωματοφύλακες της Ηλαίην κι άρχισε να τρίβει το μέτωπό του με τη γροθιά του σαν τρελός.

Ο χοντρός δεν είχε μάθει και πολλά από την παρακολούθηση που είχε αναλάβει προσωπικά. Όπως και την προηγούμενη μέρα, ο αριθμός των ατόμων που ζήτησαν να δουν τον Καρίντιν ήταν εντυπωσιακός, συμπεριλαμβανομένων κάποιων με μεταξωτά ρούχα· αυτό δεν σήμαινε απαραιτήτως πως όλοι τους ήταν Σκοτεινόφιλοι. Όπως και να είχε, ο άντρας αυτός ήταν ο πρέσβης των Λευκομανδιτών· οι περισσότεροι που επιθυμούσαν να εμπορευθούν με την Αμαδισία προτιμούσαν να πάνε σε αυτόν παρά στον Αμαδισιανό πρέσβη, όποιος ή όποια κι αν ήταν. Ο Βάνιν είπε ότι δύο γυναίκες παρακολουθούσαν το αρχοντικό του Καρίντιν -η έκφρασή του, όταν αποδείχτηκε πως η Αβιέντα ήταν η τρίτη Εμπουνταρινή, ήταν γεμάτη δέος— όπως κι ένας γέρος, μολονότι απίστευτα δραστήριος, όπως έδειχνε. Ο Βάνιν δεν είχε καταφέρει να τον παρατηρήσει καλά, παρά το ότι τον εντόπισε τρεις φορές. Μόλις ο Βάνιν κι οι γυναίκες έφυγαν, ο Ματ ανέθεσε στον Θομ και στον Τζούιλιν να μάθουν ό,τι ήταν δυνατόν σχετικά με τον Τζάιτσιμ Καρίντιν κι έναν σκυφτό, ασπρομάλλη γέρο με έκδηλο ενδιαφέρον για τους Σκοτεινόφιλους. Αν ο ληστοκυνηγός δεν έβρισκε τρόπο να εμποδίσει άμεσα τον Καρίντιν, σήμαινε πως τέτοιος τρόπος δεν υπήρχε. Ο Θομ, ωστόσο, φαίνεται πως είχε τη δυνατότητα να συνδυάζει τα διάφορα κουτσομπολιά και τις φήμες, φιλτράροντας την αλήθεια. Όλα αυτά, βέβαια, αποτελούσαν το εύκολο μέρος.

Επί δύο μέρες ίδρωνε πάνω σε αυτόν τον πάγκο, βολτάροντας πού και πού στο σοκάκι, δίπλα από το βαφείο, και το μόνο πράγμα που άλλαζε ήταν η γεύση του τσαγιού -προς το χειρότερο, βέβαια. Το κρασί ήταν τόσο κακής ποιότητας, ώστε ο Ναλέσεν άρχισε να πίνει μπύρα. Την πρώτη μέρα, ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας τούς πρόσφερε ψάρια για μεσημεριανό, αλλά η μυρωδιά τους μαρτυρούσε πως είχαν πιαστεί την προηγούμενη βδομάδα. Τη δεύτερη μέρα, τους πρόσφερε βραστά στρείδια· ο Ματ έφαγε πέντε γαβάθες από αυτά, παρά τα κομματάκια από όστρακο που έβρισκε ανάμεσα. Η Μπιργκίτε απέρριψε και τα δύο γεύματα.

Ο Ματ είχε εκπλαγεί όταν η γυναίκα πρόλαβε τον ίδιο και τον Ναλέσεν, ενώ διέσχιζαν βιαστικά την Πλατεία Μολ Χάρα, εκείνο το πρώτο πρωινό. Ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει πάνω από τις σκεπές, αλλά ο κόσμος κι οι άμαξες γέμιζαν σιγά-σιγά την πλατεία. «Μάλλον δεν σε πήρα είδηση», είπε η γυναίκα γελώντας. «Περίμενα να σε δω να βγαίνεις. Θα πείραζε να σας κάνω λίγη παρέα;»

«Μερικές φορές κινούμαστε γρήγορα», απάντησε αοριστολογώντας ο Ματ. Ο Ναλέσεν τον λοξοκοίταξε· φυσικά, δεν είχε ιδέα για ποιον λόγο είχαν βγει στα κρυφά από μια μικροσκοπική πλαϊνή πόρτα του στάβλου. Δεν ήταν πως ο Ματ πίστευε ότι η Τάυλιν θα χιμούσε επάνω του βλέποντάς τον στον διάδρομο πρωί-πρωί, αλλά, από την άλλη, ας ήταν προσεκτικός καλού κακού. «Η παρέα σου είναι πάντα ευπρόσδεκτη, ευχαριστώ». Η γυναίκα ανασήκωσε τους ώμους της, μουρμούρισε κάτι που ο Ματ δεν άκουσε καλά, και πήγε από την άλλη μεριά.

Κάπως έτσι ξεκίνησε. Οποιαδήποτε άλλη γυναίκα θα απαιτούσε να μάθει για ποιον λόγο την είχε ευχαριστήσει, έπειτα θα άρχιζε να εξηγεί ότι δεν ήταν απαραίτητο, φλυαρώντας τόσο πολύ που ο Ματ θα κάλυπτε τα αυτιά του για να μην την ακούει. Ίσως πάλι να τον επέπληττε, επειδή δεν θα καταλάβαινε, ή να του ξεκαθάριζε πως περίμενε κάτι πιο ουσιώδες από απλές λέξεις. Η Μπιργκίτε, όμως, απλώς ανασήκωσε τους ώμους της και τις επόμενες δύο μέρες κάτι εντυπωσιακό συνέβη στο μυαλό του.

Συνήθως, θεωρούσε πως οι γυναίκες υπήρχαν για να τις θαυμάζεις, για να τους χαμογελάς, για να χορεύεις μαζί τους κι, αν ήσουν τυχερός και σου το επέτρεπαν, να τις αγκαλιάζεις και να τις φιλάς. Η απόφαση να κορτάρει μια γυναίκα τού προκαλούσε την ίδια έξαψη με το ίδιο το φλερτ, ίσως δε να ήταν εξίσου διεγερτικό με το να την καταφέρει. Βέβαια, με μερικές γυναίκες δεν είχε παρά μόνο φιλικές σχέσεις. Με λίγες. Η Εγκουέν, για παράδειγμα, ήταν μία από αυτές, αν και δεν έβλεπε με ποιον τρόπο θα επιβίωνε η φιλία τους από τη στιγμή που θα ανακηρυσσόταν Άμερλιν κι επισήμως. Η Νυνάβε ήταν κάτι σαν φίλη· αν, δηλαδή, μπορούσε να ξεχάσει έστω και για μια ώρα τις ξυλιές που του είχε δώσει στα πισινά, και να θυμηθεί πως ο Ματ δεν ήταν πια πιτσιρίκος. Ωστόσο, η φιλική σχέση με μια γυναίκα ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή με έναν άντρα· ήξερες πάντα πως το μυαλό της λειτουργούσε διαφορετικά κι ότι έβλεπε τον κόσμο με άλλα μάτια.

Η Μπιργκίτε έγειρε προς το μέρος του, πάνω στον πάγκο. «Καλύτερα να προσέχεις», μουρμούρισε. «Αυτή η χήρα ψάχνει άντρα. Το θηκάρι στο γαμήλιο μαχαίρι της είναι γαλάζιο. Εξάλλου, το σπίτι είναι εκεί πέρα».

Ο Ματ βλεφάρισε κι έχασε από τα μάτια του την ομορφούλα και στρουμπουλή γυναίκα που λίκνιζε τους γοφούς της τόσο επιδεικτικά καθώς περπατούσε. Η Μπιργκίτε γέλασε παρατηρώντας το ανόητο χαμόγελό του. Η Νυνάβε θα του τα είχε ψάλει και μόνο που κοίταξε, ενώ ακόμα κι η Εγκουέν δεν θα το ενέκρινε καθόλου. Προς το τέλος της δεύτερης μέρας πάνω σε αυτόν τον πάγκο, συνειδητοποίησε πως όλο αυτό το διάστημα καθόταν με τον γοφό του πιεσμένο σε αυτόν της Μπιργκίτε και δεν είχε σκεφτεί ούτε στιγμή να προσπαθήσει να τη φιλήσει. Ήταν σίγουρος πως η ίδια δεν το ήθελε -δεδομένου ότι απολάμβανε να κοιτάει διάφορους κακάσχημους άντρες, ίσως ο Ματ να θεωρούσε προσβολή το αντίθετο. Άλλωστε, επρόκειτο για μια ηρωίδα βγαλμένη από τους θρύλους, έτοιμη, στα μάτια του, να πηδήξει στην οροφή ενός σπιτιού και να αρπάξει από τον λαιμό έναν δυο Αποδιωγμένους. Τα πράγματα, όμως, δεν ήταν έτσι. Όσο επιθυμούσε να φιλήσει τον Ναλέσεν, άλλο τόσο επιθυμούσε να φιλήσει κι αυτήν. Συμπαθούσε την Μπιργκίτε, όπως και τον Δακρυνό.

Δύο μέρες σε αυτόν τον πάγκο, πάνω κάτω στο σοκάκι, δίπλα στο βαφείο, αντίκριζε τον ψηλό τούβλινο τοίχο, στο πίσω μέρος του κήπου του σπιτιού. Η Μπιργκίτε θα μπορούσε να τον έχει σκαρφαλώσει, αλλά ακόμα κι αυτή πιθανόν να έσπαγε τον λαιμό της, αν το επιχειρούσε με φόρεμα. Τρεις φορές αποφάσισε παρορμητικά να ακολουθήσει τις γυναίκες που έβγαιναν από το σπίτι, δύο εκ των οποίων φορούσαν την πορφυρή ζώνη των Σοφών. Η πιθανότητα να επικαλεστεί την τύχη του δεν ήταν μεγάλη. Μια από τις Σοφές έστριψε στη γωνία, αγόρασε μια αρμαθιά μαραμένα γογγύλια κι επέστρεψε, ενώ η άλλη πήγε δύο δρόμους πιο κάτω, για να αγοράσει ένα ζευγάρι μεγάλα ψάρια με πράσινες ρίγες. Η τρίτη γυναίκα, ίσως Δακρυνή, ψηλή και σκουρόχρωμη, μέσα σε ένα σεμνό γκρίζο μάλλινο ρούχο, διέσχισε δύο γέφυρες προτού μπει σε ένα μεγάλο μαγαζί, όπου ένας λιπόσαρκος σκυφτός τύπος τη χαιρέτησε χαμογελώντας. Κατόπιν, άρχισε να επιβλέπει το φόρτωμα των λουστραρισμένων κουτιών και των δίσκων σε καλάθια γεμάτα πριονίδι, τα οποία, ακολούθως, φορτώνονταν σε μια άμαξα. Απ' όσο άκουσε, η γυναίκα ήλπιζε να κουβαλήσει στο Άντορ μια ποσότητα ασημιού με αυτά. Ο Ματ δεν κατόρθωσε να φύγει με άδεια χέρια, κι έτσι αγόρασε ένα κουτί. Σιγά την τύχη!

Όμως κι οι άλλοι δεν τα είχαν πάει καλύτερα. Η Νυνάβε, η Ηλαίην κι η Αβιέντα τριγύριζαν στους δρόμους γύρω από το μικρό αρχοντικό του Καρίντιν χωρίς να αναγνωρίσουν κανέναν, γεγονός που εκμηδένισε τις ελπίδες τους. Εξακολουθούσαν να μη λένε ποιον έψαχναν, αλλά δεν είχε και πολλή σημασία, μια και δεν υπήρχε και πολύς κόσμος στους δρόμους. Αυτό ισχυρίστηκαν, τουλάχιστον, με τρόπο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Ο Ματ σκέφτηκε πως ίσως ήταν καλύτερο να εκλάβει τις γκριμάτσες τους ως χαμόγελα. Ήταν κρίμα που η Αβιέντα είχε δέσει απόλυτα με τις άλλες δύο, αλλά κάποια στιγμή που ο Ματ τις πίεσε να του δώσουν ορισμένες απαντήσεις, η Ηλαίην τον έκοψε απότομα με το βλέμμα χαμηλωμένο κι η Αελίτισσα ψιθύρισε κάτι στο αυτί της.

«Συγχώρεσέ με, Ματ», είπε η Ηλαίην με ειλικρίνεια κι αναψοκοκκινίζοντας τόσο πολύ, ώστε τα μαλλιά της, συγκριτικά, έμοιαζαν ωχρά. «Σου ζητάω ταπεινά συγγνώμη που σου μίλησα έτσι. Θα... Θα πέσω στα γόνατα, αν επιθυμείς». Δεν ήταν να απορεί κανείς που κόμπιαζε στο τέλος.

«Δεν χρειάζεται», απάντησε αυτός αμυδρά, προσπαθώντας να μη δείξει έκπληξη. «Συγχωρεμένη. Δεν τρέχει τίποτα». Το πιο παράξενο, όμως, ήταν ότι η Ηλαίην κοιτούσε συνεχώς την Αβιέντα όση ώρα μιλούσε μαζί του κι ούτε καν τρεμόπαιξε τα μάτια της όταν της απάντησε. Απλώς, ανάσανε ανακουφισμένη μόλις η Αβιέντα ένευσε καταφατικά. Παράξενες που ήταν οι γυναίκες.

Ο Θομ ανέφερε πως ο Καρίντιν είχε συχνά πάρε δώσε με ζητιάνους κι ότι, πέρα απ' αυτό, οι φήμες που κυκλοφορούσαν στο Έμπου Νταρ σχετικά με το άτομό του ήταν οι αναμενόμενες· ανάλογες, δηλαδή, με το αν αυτός που τις διέδιδε θεωρούσε τους Λευκομανδίτες αποτρόπαια τέρατα ή σωτήρες του κόσμου. Ο Τζούιλιν έμαθε πως ο Καρίντιν είχε αγοράσει ένα λεπτομερές σχέδιο του παλατιού Τάρασιν, πράγμα που μπορεί να έδειχνε τις προθέσεις των Λευκομανδιτών όσον αφορά στο Έμπου Νταρ. Ίσως, όμως, να έδειχνε κι ότι ο Πέντρον Νάιαλ επιθυμούσε ένα προσωπικό παλάτι και σκόπευε να αντιγράψει το Τάρασιν. Αν ζούσε ακόμα· στην πόλη κυκλοφορούσαν φήμες πως ήταν ήδη νεκρός, αλλά οι μισοί ισχυρίζονταν ότι τον είχαν σκοτώσει οι Άες Σεντάι κι οι άλλοι μισοί ότι το είχε κάνει ο Ραντ, πράγμα που έδειχνε πως οι πηγές δεν ήταν και τόσο αξιόπιστες. Ούτε ο Τζούιλιν ούτε ο Θομ είχαν ανακαλύψει το παραμικρό σχετικά με έναν ασπρομάλλη γέρο με ρυτιδιασμένο πρόσωπο.

Απογοήτευση για το ζήτημα του Καρίντιν, απογοήτευση από την παρακολούθηση αυτού του καταραμένου σπιτιού, όσον αφορά στο παλάτι δε...

Ο Ματ ανακάλυψε πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα εκείνη την πρώτη νύχτα μόλις επέστρεψε στα διαμερίσματά του. Ο Όλβερ ήταν εκεί, καλοταϊσμένος και βολεμένος σε ένα κάθισμα, παρέα με Τα Ταξίδια του Τζάιν τον Πεζοπόρου, κάτω από το φως των φανών, διόλου αναστατωμένος που τον είχαν μετακινήσει από το δωμάτιο του. Ο Μαντίκ είχε τηρήσει τον λόγο του και, βέβαια, δεν είχε παραλείψει να χώσει και το χρυσάφι στο πουγκί του. Το μελαγχολικό δωμάτιο φιλοξενούσε τώρα το κρεβάτι του Όλβερ. Ας τολμούσε η Τάυλιν να κάνει κάτι, με ένα παιδί να την παρακολουθεί! Η Βασίλισσα, ωστόσο, δεν κάθισε άπραγη. Ο Ματ ξεγλίστρησε λαθραία στην κουζίνα, σαν αλεπού, αλαφροπατώντας από τη μία γωνία στην άλλη, κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια σαν αστραπή —αλλά δεν βρήκε φαΐ να τον περιμένει.

Ω, οι μυρωδιές από το μαγείρεμα διαπότιζαν τον αέρα, τα ψητά που γύριζαν στη σούβλα μέσα στα πελώρια τζάκια, τα τσουκάλια που έβραζαν πάνω στους φούρνους με τις λευκές πλάκες, κι οι μαγείρισσες που άνοιγαν τους κλιβάνους για να τσιγκλήσουν το εσωτερικό τους. Όμως, για τον Ματ Κώθον φαγητό δεν υπήρχε. Χαμογελαστές γυναίκες με πεντακάθαρες λευκές ποδιές αγνοούσαν τα καλοπιάσματά του και τον εμπόδιζαν να πλησιάσει στην πηγή αυτών των υπέροχων μυρωδιών. Χαμογελούσαν και τον χτυπούσαν ναζιάρικα στα χέρια όταν έκανε να πιάσει μια φρατζόλα ψωμί ή ένα κομμάτι μελωμένο γογγύλι. Χαμογελούσαν και του έλεγαν πως δεν έπρεπε να χάσει την όρεξή του, αν επρόκειτο να δειπνήσει με τη Βασίλισσα. Ήξεραν, μέχρι και την τελευταία! Ο Ματ κοκκίνισε τόσο πολύ ώστε αναγκάστηκε να αποσυρθεί, μετανιώνοντας πικρά για εκείνο το δύσοσμο ψάρι του μεσημεριού. Κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Μια γυναίκα ικανή να αφήσει έναν άντρα να πεθάνει της πείνας δεν θα δίσταζε μπροστά σε τίποτα.

Ήταν ξαπλωμένος σε ένα πράσινο μεταξένιο χαλί, παίζοντας Φίδια κι Αλεπούδες με τον Όλβερ, όταν το δεύτερο σημείωμα γλίστρησε κάτω από την πόρτα του.

Λέγεται πως είναι πιο αθλητικό να πιάσεις ένα περιστέρι από τη φτερούγα και να το βλέπεις να φτερουγίζει, αλλά, αργά ή γρήγορα, όλο και κάποιο πεινασμένο πουλί θα προσγειωθεί στο χέρι σου.

«Τι είναι, Ματ;» ρώτησε ο Όλβερ.

«Τίποτα». Ο Ματ τσαλάκωσε το σημείωμα. «Παίζουμε άλλο ένα;»

«Γιατί όχι;» Το αγόρι ήταν ικανό να παίζει αυτό το χαζό παιχνίδι όλη μέρα, αν του δινόταν η ευκαιρία. «Ματ, δοκίμασες από αυτό το χοιρομέρι που έψησαν απόψε; Ήταν τόσο γευστικό που...»

«Ρίξε τα ζάρια, Όλβερ. Ρίξε αυτά τα καταραμένα τα ζάρια».

Γυρίζοντας, για να περάσει την τρίτη του νύχτα στο παλάτι, αγόρασε ψωμί, ελιές και τυρί από προβατίσιο γάλα και την έβγαλε μια χαρά. Οι χτεσινές διαταγές στην κουζίνα ίσχυαν ακόμα. Οι καταραμένες γυναίκες γελούσαν δυνατά, περιφέροντας αχνιστές πιατέλες με κρέατα και ψάρια, χωρίς να τον αφήνουν να αγγίξει τίποτα και λέγοντάς του πως δεν έπρεπε να χάσει την όρεξή του.

Κατάφερε να διατηρήσει κάποια αξιοπρέπεια και να μην αρπάξει μια πιατέλα βάζοντάς το στα πόδια. Προσπάθησε να κορδωθεί, σείοντας έναν φανταστικό χιτώνα. «Ευγενικές μου κυρίες, η ζεστασιά κι η φιλοξενία σας με έχουν σκλαβώσει».

Η απόσυρσή του θα περνούσε απαρατήρητη, αν μια από τις μαγείρισσες δεν χαχάνιζε πίσω από την πλάτη του. «Η Βασίλισσα θα σερβιριστεί ψητό παπάκι όπου να 'ναι, αγόρι μου». Πολύ αστείο... Οι υπόλοιπες γυναίκες έσκασαν στα γέλια, τόσο έντονα που λίγο ακόμα και θα κυλιόνταν στο πάτωμα. Πράγματι, πολύ αστείο.

Το ψωμί, οι ελιές και το αλμυρό τυρί δεν ήταν καθόλου άσχημα για γεύμα, με λίγο νερό από τον νιπτήρα για να πάνε κάτω. Παντς δεν υπήρχε στο δωμάτιό του, από την πρώτη κιόλας μέρα. Ο Όλβερ κάτι πήγε να του πει σχετικά με ψητό ψάρι με σάλτσα μουστάρδας και σταφίδες, αλλά ο Ματ τού υπέδειξε να κάνει εξάσκηση στο διάβασμα.

Εκείνη τη νύχτα, κανένα σημείωμα δεν βρέθηκε κάτω από την πόρτα του και κανείς δεν κροτάλισε την κλειδαριά του. Άρχισε να συλλογίζεται πως τα πράγματα μπορεί να εξελίσσονταν καλύτερα. Αύριο ήταν το Πανηγύρι των Πουλιών. Απ' ό,τι είχε ακούσει σχετικά με τις ενδυμασίες που φορούσαν οι άντρες κι οι γυναίκες, η Τάυλιν ίσως να έβρισκε κάποιο καινούργιο παπάκι για κυνήγι. Ίσως κάποιος να έβγαινε από εκείνο το καταραμένο σπίτι, απέναντι από το Ρόδο του Έλμπαρ, και να του έδινε το καταραμένο Κύπελλο των Ανέμων. Τα πράγματα έπρεπε να εξελιχθούν καλύτερα.

Όταν ξύπνησε, εκείνο το τρίτο πρωινό στο Παλάτι Τάρασιν, τα ζάρια είχαν στήσει χορό στο κεφάλι του.

Загрузка...