6 Παλιός και Νέος Φόβος

Ο Ραντ πέρασε μέσα από το στριμωγμένο πλήθος χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Ίσως ήταν η παρουσία των Κορών και των Άσα'μαν, ίσως πάλι ήταν ο ίδιος ο Ραντ ή κάποιος από τους μαυροντυμένους τύπους που χρησιμοποίησε τη Δύναμη, αλλά η ουσία ήταν πως ο όχλος παραμέρισε και τον άφησε να περάσει. Η Μιν τού κρατούσε το χέρι ενώ η Ανούρα, καθυποταγμένη, πάσχιζε να του μιλήσει. Πιο πίσω ακολουθούσε ο Λόιαλ, ο οποίος προσπαθούσε μετά δυσκολίας να γράψει κρατώντας ταυτόχρονα και το τσεκούρι του. Ο Πέριν με τη Φάιλε αντάλλασσαν ματιές, κι έτσι έχασαν την ευκαιρία να τους φτάσουν πριν το πλήθος κλείσει τη δίοδο.

Η κοπέλα δεν μίλησε, ούτε κι αυτός άνοιξε το στόμα του να της πει όσα ήθελε, κάτι που δεν θα έκανε ούτως ή άλλως με τον Άραμ παρόντα, να τους κοιτάει σαν πειθήνιο σκυλάκι, και τον Ντομπραίν, ο οποίος είχε σκύψει πάνω από την αναίσθητη γυναίκα που είχε αναλάβει. Κανείς άλλος δεν έμεινε στο βάθρο. Ο Χάβιεν είχε φύγει μαζί με τον Ραντ για να βρουν την Μπερελαίν, ενώ οι υπόλοιπες κοπέλες της ακολουθίας κίνησαν βιαστικά για τις πόρτες μόλις έφυγε ο Ραντ, χωρίς να ρίξουν δεύτερη ματιά στον Πέριν ή στη Φάιλε. Ή στην Κολαβήρ, στην οποία, για να πούμε την αλήθεια, δεν έριξαν ούτε μία ματιά. Απλώς, ανασήκωσαν τις ριγωτές φούστες και το έβαλαν στα πόδια. Γρυλίσματα και βρισιές ακούγονταν από τον όχλο, και δεν ήταν όλες οι φωνές αντρικές. Ακόμα και τώρα που είχε φύγει πια ο Ραντ, οι άνθρωποι αυτοί προτιμούσαν να βρίσκονται κάπου αλλού. Ίσως νόμιζαν ότι ο Πέριν έμεινε πίσω για να παρακολουθεί και να αναφέρει. Ωστόσο, αν κάποιος έμπαινε στον κόπο να ρίξει μια ματιά προς το μέρος του, θα έβλεπε πως κάθε άλλο παρά αυτούς κοίταζε.

Ανεβαίνοντας τα λίγα σκαλιά που απέμεναν, ο Πέριν πήρε το χέρι της Φάιλε στο δικό του κι ανάσανε το άρωμά της. Από αυτή τη μικρή απόσταση, οι μυρωδιές που είχαν ξεμείνει δεν έπαιζαν μεγάλο ρόλο. Όλα τα άλλα μπορούσαν να περιμένουν. Η κοπέλα έβγαλε από κάπου μια δαντελωτή βεντάλια και, πριν την ξεδιπλώσει για να δροσιστεί, άγγιξε πρώτα το μάγουλό της κι έπειτα το δικό του. Υπήρχε ολόκληρη γλώσσα για τις βεντάλιες στη γενέθλια γη της, τη Σαλδαία. Του είχε μάθει μερικά πράγματα, αλλά αυτός πολύ θα ήθελε να καταλάβει τι σήμαινε το άγγιγμα στο μάγουλο. Μάλλον κάτι καλό. Από την άλλη, η οσμή της είχε μια δριμεία χροιά που γνώριζε πολύ καλά.

«Έπρεπε να τη στείλει στην αγχόνη», μουρμούρισε ο Ντομπραίν, κι ο Πέριν ανασήκωσε τους ώμους του άβολα. Ο τόνος της φωνής του δεν άφηνε να φανεί καθαρά κατά πόσον εννοούσε ότι αυτό όριζε ο νόμος ή ότι αυτή η πράξη θα ήταν πιο σπλαχνική. Ο Ντομπραίν δεν θα καταλάβαινε ακόμα κι αν ο Ραντ έβγαζε φτερά.

Η κίνηση της βεντάλιας στα χέρια της Φάιλε επιβραδύνθηκε κι η κοπέλα έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στον Ντομπραίν, πάνω από την πορφυρή δαντέλα. «Θα ήταν καλύτερο για όλους μας να είχε πεθάνει. Άλλωστε, αυτή είναι η τιμωρία που υπαγορεύει ο νόμος. Τι σκοπεύεις να κάνεις, Άρχοντα Ντομπραίν;» Άσχετα αν το βλέμμα που του έριχνε ήταν λοξό, έμοιαζε σαν να τον κοιτάει κατάματα με ματιά γεμάτη νόημα.

Ο Πέριν συνοφρυώθηκε. Δεν είχε απευθυνθεί καθόλου στον ίδιο και ρώταγε τον Ντομπραίν! Άσε που στην οσμή της υπήρχε μια υποβόσκουσα ζήλια που τον έκανε να αναστενάζει.

Ο Καιρχινός τής ανταπέδωσε το βλέμμα κοιτώντας τη κατάματα, ενώ τοποθετούσε τα γάντια του πίσω από τη ζώνη του ξίφους του. «Θα κάνω ό,τι διατάχτηκα. Εγώ τηρώ τους όρκους μου, Αρχόντισσα Φάιλε».

Η βεντάλια άνοιξε κι έκλεισε απότομα μέσα σε μια στιγμή. «Συνήθως δεν στέλνει τις Άες Σεντάι στους Αελίτες ως κρατούμενες;» Μια χροιά δυσπιστίας υπήρχε στη φωνή της.

«Ναι, κάποιες φορές, Αρχόντισσα Φάιλε». Ο Ντομπραίν δίστασε. «Μερικές γονατίζουν μπροστά του και του ορκίζονται πίστη. Το έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια. Κι αυτές πηγαίνουν στους Αελίτες, αλλά δεν νομίζω πως θεωρούνται κρατούμενες».

«Το έχω δει κι εγώ, Αρχόντισσά μου». Ο Άραμ μετακινήθηκε από τα σκαλοπάτια, κι ένα πλατύ χαμόγελο φάνηκε να χωρίζει το πρόσωπό του στα δύο μόλις η Φάιλε τον κοίταξε.

Η πορφυρή δαντέλα τινάχτηκε απότομα. Οι κινήσεις που έκανε με τη βεντάλια έμοιαζαν εντελώς υποσυνείδητες. «Άρα είστε κι οι δύο μάρτυρες». Η ανακούφιση στη φωνή -αλλά και στην οσμή της- ήταν τόσο έκδηλη που ο Πέριν ξαφνιάστηκε.

«Μα τι νόμιζες, Φάιλε; Για ποιον λόγο να πει ψέματα ο Ραντ, τη στιγμή μάλιστα που την επόμενη κιόλας μέρα θα μαθευόταν η αλήθεια;»

Αντί να απαντήσει αμέσως, η κοπέλα κοίταξε σκυθρωπά την Κολαβήρ. «Είναι ακόμα αναίσθητη; Αν και δεν νομίζω να έχει και πολλή σημασία. Ξέρει περισσότερα απ' όσα θα μπορούσα να πω εγώ. Ξέρει τα πάντα, όλα όσα προσπαθήσαμε να κρατήσουμε κρυφά. Τα έχει πει και στη Μάιρ. Κι αυτή ξέρει πολλά».

Ο Ντομπραίν άνοιξε με τον αντίχειρά του το ένα μάτι της Κολαβήρ, με μια κίνηση όχι και τόσο απαλή. «Σαν να χτυπήθηκε με ρόπαλο. Κρίμα που δεν έσπασε το λαιμό της πέφτοντας στα σκαλοπάτια. Τέλος πάντων, θα εξοριστεί και θα μάθει να ζει σαν αγρότισσα». Μια φευγαλέα, ακανόνιστη και συγκεχυμένη μυρωδιά αναδύθηκε από τη μεριά της Φάιλε.

Ξαφνικά, ο Πέριν συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό που πρότεινε η γυναίκα του τόσο εμμέσως και που ο Ντομπραίν είχε απορρίψει με πλάγιο τρόπο, κι η κάθε τρίχα του κορμιού του φάνηκε να τσιτώνεται. Γνώριζε εξ αρχής ότι είχε παντρευτεί μια πολύ επικίνδυνη γυναίκα. Απλώς, δεν ήξερε πόσο επικίνδυνη ήταν. Ο Άραμ κοιτούσε πλάγια την Κολαβήρ, με τα χείλη σουφρωμένα και το μυαλό συσκοτισμένο. Θα έκανε τα πάντα για τη Φάιλε.

«Δεν νομίζω πως θα άρεσε στον Ραντ, αν συνέβαινε κάτι που θα εμπόδιζε τη μεταφορά της στη φάρμα», είπε σταθερά ο Πέριν, ρίχνοντας ματιές πότε στον Άραμ και πότε στη Φάιλε. «Ούτε και σε μένα θα άρεσε κάτι τέτοιο». Ένιωθε μάλλον υπερήφανος για τον εαυτό του. Τους μιλούσε εμμέσως, όπως κι αυτοί.

Ο Άραμ έκανε μια φευγαλέα υπόκλιση —σημάδι πως είχε πιάσει το νόημα- αλλά η Φάιλε προσπαθούσε να φανεί αθώα, κουνώντας απαλά τη βεντάλια της και κάνοντας την ανήξερη. Ο Πέριν συνειδητοποίησε άξαφνα πως οι οσμές του φόβου δεν προέρχονταν όλες από τους ανθρώπους που συνωστίζονταν στην πόρτα. Ένα λεπτό, αδιόρατο νήμα ξεπηδούσε από την κοπέλα. Ελεγχόμενος φόβος μεν, αλλά φανερός.

«Τι συμβαίνει, Φάιλε; Μα το Φως, πίστευες πως κέρδισαν η Κόιρεν κι η παρέα της...» Το πρόσωπό της παρέμεινε αμετάβλητο, αλλά αυτό το λεπτό νήμα φόβου έγινε εντονότερο. «Γι’ αυτό δεν είπες τίποτα εξ αρχής;» τη ρώτησε ήρεμα ο Πέριν. «Φοβόσουν πως γυρίσαμε για να παίξουμε το ρόλο των ανδρείκελων, ενώ αυτοί κινούσαν τα νήματα;»

Η Φάιλε κοίταξε το πλήθος που αραίωνε γοργά, στην άλλη άκρη της Μεγάλης Αίθουσας. Ο κοντύτερος από αυτούς βρισκόταν σε αρκετά μεγάλη απόσταση κι όλοι τους έκαναν φασαρία. Η κοπέλα, ωστόσο, μίλησε χαμηλόφωνα. «Οι Άες Σεντάι είναι ικανές για κάτι τέτοιο, απ' ό,τι έχω ακούσει. Άντρα μου, κανείς δεν ξέρει καλύτερα από μένα πόσο δύσκολο είναι για τις Άες Σεντάι να σε χρησιμοποιήσουν σαν ανδρείκελο, πολύ δυσκολότερο από το να το κάνει ο ίδιος ο Αναγεννημένος Δράκοντας, αλλά όταν επέστρεψες φοβήθηκα περισσότερο από κάθε άλλη φορά». Η πρώτη της παρατήρηση προκάλεσε ικανοποίηση στη μύτη του Πέριν, σαν μικρές, ευχάριστες φυσαλίδες, κι η οσμή της, δυνατή κι ατόφια, απέπνεε θαλπωρή, στοργή κι αγάπη, αλλά τα τελευταία της λόγια ήταν αρκετά για να σβηστούν όλα αφήνοντας μονάχα αυτό το αδιόρατο, τρεμουλιαστό νήμα του φόβου.

«Μα το Φως, Φάιλε, είναι αλήθεια. Ό,τι είπε ο Ραντ είναι αληθινό. Άκουσες άλλωστε τον Ντομπραίν και τον Άραμ». Η Φάιλε χαμογέλασε, ένευσε κι άρχισε να ασχολείται ξανά με τη βεντάλια της. Πάντως, το νήμα του φόβου δεν έπαψε να πάλλεται ακόμα στα ρουθούνια του. Αίμα και στάχτες, τι πρέπει να κάνει κανείς για να την πείσει; «Θα βοηθούσε καθόλου αν έβλεπε τη Βέριν να χορεύει σα'σάρα; Θα το έκανε αν της το ζητούσε». Αστειευόταν. Το μόνο που ήξερε για το σα'σάρα ήταν ότι επρόκειτο για έναν επαίσχυντο χορό κι ότι η Φάιλε είχε παραδεχτεί κάποτε ότι ήξερε πώς χορεύεται, αν και προσφάτως τα μάσησε και τα αρνήθηκε όλα. Ο Πέριν μπορεί να αστειευόταν, αλλά η κοπέλα έκλεισε τη βεντάλια της κι άρχισε να τη χτυπάει μαλακά πάνω στην παλάμη της. Ήξερε τι σήμαιναν οι κινήσεις της. Παίρνω πολύ σοβαρά τους υπαινιγμούς σου.

«Δεν ξέρω τι θα ήταν αρκετό, Πέριν». Ρίγησε ελαφρά. «Υπάρχει κάτι που να μην μπορεί να καταφέρει μια Άες Σεντάι, κάτι στο οποίο να μην μπορεί να αντεπεξέλθει από τη στιγμή που θα πάρει εντολή από τον Λευκό Πύργο; Μελετώντας την ιστορία, έμαθα να διαβάζω ανάμεσα στις γραμμές. Η Μασέρα Ντοναβέλ έκανε εφτά παιδιά στον άντρα τον οποίο απεχθανόταν, άσχετα από το τι λένε οι διηγήσεις, η Ισέμπαϊλ Τομπάνι παρέδωσε τα αδέρφια που τόσο αγαπούσε στους εχθρούς τους, μαζί με το θρόνο του Άραντ Ντόμαν, ενώ η Τζέστια Ρέντχιλ...» Ρίγησε ξανά, όχι και τόσο ελαφρά αυτή τη φορά.

«Μη στεναχωριέσαι», μουρμούρισε ο Πέριν, τυλίγοντάς τη με τα χέρια του. Είχε μελετήσει κι αυτός κάμποσα ιστορικά βιβλία, αλλά ποτέ του δεν συνάντησε αυτά τα ονόματα. Η θυγατέρα ενός άρχοντα λαμβάνει διαφορετική εκπαίδευση από τον μαθητευόμενο ενός σιδερά. «Όντως, είναι αλήθεια». Ο Ντομπραίν απέστρεψε τη ματιά του. Το ίδιο έκανε κι ο Άραμ, με ένα χαμόγελο ικανοποίησης.

Αρχικά, η κοπέλα αντιστάθηκε, αν και κάπως άτονα. Ο Πέριν δεν ήταν σίγουρος σε ποιες περιπτώσεις είχε την τάση να αποφύγει έναν δημόσιο εναγκαλισμό και σε ποιες περιπτώσεις τον αποδεχόταν. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι, αν η Φάιλε δεν ήθελε κάτι, φρόντιζε να γίνει κατανοητό, με ή χωρίς λόγια. Αυτή τη φορά, φώλιασε το πρόσωπό της στο στήθος του και τον αγκάλιασε, σφίγγοντάς τον μάλιστα πιο γερά.

«Αν η οποιαδήποτε Άες Σεντάι σου κάνει κακό», ψιθύρισε, «θα τη σκοτώσω». Ο Πέριν πίστευε πως τα εννοούσε αυτά που έλεγε. «Ανήκεις μόνο σε μένα, Πέριν τ' Μπασίρε Αϋμπάρα. Μόνο σε μένα». Κι αυτό το πίστευε. Το σφιχταγκάλιασμά της έγινε δυνατότερο, όπως επίσης κι η δριμεία οσμή της ζήλιας. Ο άντρας κακάρισε ελαφρά. Φαίνεται πως αυτή η γυναίκα είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να του καρφώσει ένα μαχαίρι. Θα γέλαγε αν αυτό το νημάτιο του φόβου δεν εξακολουθούσε να υφίσταται, όπως επίσης κι όσα είχε πει σχετικά με τη Μάιρ. Δεν είχε τη δυνατότητα να μυρίσει τον εαυτό του, αλλά ήξερε τι ήταν αυτό που απέπνεε. Φόβος. Ένας παλιός φόβος που έτεινε να αντικατασταθεί από έναν καινούργιο.

Οι τελευταίοι ευγενείς βγήκαν από τη Μεγάλη Αίθουσα ευπρεπώς, χωρίς να τσαλαπατηθεί κανείς. Ο Πέριν έστειλε τον Άραμ να πει στον Ντένιλ ότι οι άντρες των Δύο Ποταμών μπορούσαν πια να εισέλθουν στην πόλη —αν κι αναρωτιόταν με ποιον τρόπο θα τους έτρεφαν- και πρόσφερε το μπράτσο του στη Φάιλε για να την οδηγήσει έξω, αφήνοντας τον Ντομπραίν μαζί με την Κολαβήρ η οποία έδειχνε ήδη σημάδια ανάνηψης. Δεν είχε καμιά διάθεση να βρίσκεται εκεί όταν η γυναίκα θα συνερχόταν πλήρως. Η Φάιλε, με το χέρι της να ακουμπάει στο δικό του, φαίνεται πως έκανε τις ίδιες σκέψεις. Προχώρησαν με γρήγορο βήμα, ανυπόμονοι να φτάσουν στα δώματά τους, αν κι όχι αναγκαστικά για τον ίδιο λόγο.

Οι ευγενείς προφανώς δεν σταμάτησαν το φευγιό τους από τη στιγμή που βρέθηκαν έξω από τη Μεγάλη Αίθουσα. Οι διάδρομοι ήταν άδειοι, εκτός από μερικούς υπηρέτες με χαμηλωμένα βλέμματα που κινούνταν βιαστικά και σιωπηλά. Πριν ακόμα προλάβουν να απομακρυνθούν όμως, ο Πέριν άκουσε τον ήχο βημάτων κι αντιλήφθηκε ότι κάποιος τους ακολουθούσε. Δεν ήταν και πολύ πιθανόν να είχε ακόμα υποστηρικτές η Κολαβήρ αλλά, στην περίπτωση που υπήρχαν κάποιοι, σίγουρα θα σκέφτηκαν να χτυπήσουν τον Ραντ μέσω του φίλου του, ο οποίος περπατούσε μονάχος μαζί με τη σύζυγό του τη στιγμή που ο Αναγεννημένος Δράκοντας βρισκόταν κάπου αλλού.

Ωστόσο, όταν ο Πέριν στράφηκε απότομα να δει ποιος ήταν, με την παλάμη ακουμπισμένη στο τσεκούρι του, έμεινε εμβρόντητος. Ήταν η Σελάντε κι οι φίλοι της από τον προθάλαμο, μαζί με οκτώ ή εννιά καινούργια πρόσωπα. Μόλις τον είδαν να γυρνάει προς το μέρος τους ξαφνιάστηκαν κι αντάλλαξαν ταραγμένες ματιές. Κάποιοι ήταν Δακρυνοί, συμπεριλαμβανομένης και μιας γυναίκας ψηλότερης από όλους εκτός από έναν Καιρχινό. Φορούσε μια αντρική κάπα και σφικτές βράκες, ακριβώς όπως κι η Σελάντε με τις υπόλοιπες, ενώ στο γοφό της ήταν περασμένο ένα ξίφος. Ο Πέριν δεν είχε υπόψη του ότι αυτή η ανοησία είχε πέραση στους Δακρυνούς.

«Για ποιο λόγο μάς ακολουθείτε;» απαίτησε να μάθει. «Αν προσπαθείτε να με μπλέξετε στα ηλίθια προβλήματά σας, σας ορκίζομαι πως θα σας δώσω μία και θα βρεθείτε στο Μπελ Τάιν!» Είχε και στο παρελθόν προβλήματα με αυτούς τους ανόητους, ή με κάποιους που τους έμοιαζαν εν πάση περιπτώσει. Το μόνο που σκέφτονταν ήταν η τιμή τους, οι μονομαχίες και το πώς θα κάνουν ο ένας τον άλλον γκαϊ'σάιν. Αυτό το τελευταίο εξόργιζε υπέρμετρα τους Αελίτες.

«Ακούστε κι υπακούστε σε αυτά που σας λέει ο σύζυγός μου», είπε κοφτά η Φάιλε. «Δεν είναι κανένας τυχάρπαστος». Οι χαζές ματιές εξαφανίστηκαν και οι νεαροί άρχισαν να υποχωρούν υποκλινόμενοι, συναγωνιζόμενοι ποιος θα κάνει την καλύτερη εντύπωση. Συνέχισαν να υποκλίνονται μέχρι που χάθηκαν στη στροφή.

«Καταραμένοι νεαροί παλιάτσοι», μουρμούρισε ο Πέριν, προσφέροντας το χέρι του και πάλι στη Φάιλε.

«Ο σύζυγος μου είναι σοφός, παρά τα χρόνια του», μουρμούρισε κι αυτή. Ο τόνος της φωνής της ήταν πολύ σοβαρός, αλλά η οσμή της είχε ξανά κάτι διαφορετικό.

Ο Πέριν συγκρατήθηκε. Όντως, λίγοι ήταν μεγαλύτεροι του κατά ένα ή δύο χρόνια, αλλά όλοι τους έμοιαζαν με παιδιά που παίζουν με τους Αελίτες. Τώρα, με τη Φάιλε ευδιάθετη, η στιγμή έμοιαζε κατάλληλη για να συζητήσουν. Υπήρχαν κάποια πράγματα που έπρεπε να της πει. «Φάιλε, πώς κι έγινες μία από τις ακολούθους της Κολαβήρ;»

«Οι υπηρέτες, Πέριν», είπε σιγανά. Ήταν αδύνατον να ακουστεί σε απόσταση μεγαλύτερη ων δύο ποδών. Η κοπέλα ήξερε τα πάντα όσον αφορά την ακοή του και τους λύκους. Δεν ήταν κάτι που μπορούσε να κρύψει ένας άντρας από τη γυναίκα του. Η βεντάλια της άγγιξε το αυτί της, ένδειξη πως έπρεπε να προσέχει όταν μιλάει. «Πολλοί ξεχνάνε τους υπηρέτες, αλλά όλο και κάτι μπορεί να ακούσουν. Στην Καιρχίν, μάλιστα, η ακοή τους είναι ιδιαίτερα οξεία».

Κανείς από τους υπηρέτες με τις λιβρέες που είδε δεν φάνηκε να έχει στήσει αυτί. Οι ελάχιστοι που δεν έστριβαν στις γωνίες αντικρίζοντας το ζευγάρι, επιτάχυναν το βήμα τους, τρέχοντας σχεδόν, με το βλέμμα χαμηλωμένο στο πάτωμα και χαμένοι στις σκέψεις τους. Στην Καιρχίν τα νέα διαδίδονταν γρήγορα ούτως ή άλλως, πόσω μάλλον τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Μεγάλη Αίθουσα και τα οποία θα πρέπει να είχαν κάνει ήδη το γύρο της πόλης, ίσως δε να είχαν φθάσει κι έξω από αυτήν. Αναμφίβολα, στην Καιρχίν υπήρχαν κατάσκοποι που δούλευαν για τις Άες Σεντάι, για τους Λευκομανδίτες και, πιθανότατα, για τους διάφορους διεκδικητές του θρόνου.

Η Φάιλε συνέχισε να μιλάει χαμηλόφωνα, παρά την προσοχή που του επέστησε. «Από τη στιγμή που θα μάθαινε ποια είμαι, η Κολαβήρ θα ήταν αδύνατον να ενεργήσει γρήγορα για να με περιλάβει στην ακολουθία της. Το όνομα του πατέρα μου, όπως και της ξαδέλφης μου, της έκανε μεγάλη εντύπωση». Αποτελείωσε την πρότασή της συγκατανεύοντας ελαφρά, λες κι είχε απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις.

Οι απαντήσεις ήταν ικανοποιητικές. Σχεδόν. Ο πατέρας της ήταν ο Ντάβραμ, Υψηλή Έδρα του Οίκου Μπασίρε, Άρχοντας του Μπασίρε, του Τιρ και της Σιδόνα, Φρουρός του Σταχτοσύνορου, Υπερασπιστής των Κεντρικών Περιοχών και Στρατηγός της Βασίλισσας Τενόμπια της Σαλδαία. Η εξαδέλφη της Φάιλε ήταν η ίδια η Τενόμπια. Η Κολαβήρ είχε κάμποσους λόγους να συμπεριλάβει τη Φάιλε στην ακολουθία της. Ο Πέριν είχε αρκετό χρόνο μπροστά του να συλλογιστεί γύρω από αυτά τα θέματα κι υπερηφανευόταν πως είχε αρχίσει να συνηθίζει τους τρόπους της. Η συζυγική ζωή μάθαινε σε έναν άντρα πολλά πράγματα για τις γυναίκες ή, εν πάση περιπτώσει, για τη δική του γυναίκα. Η άρνησή της να δώσει απαντήσεις επιβεβαίωνε μερικά πράγματα. Η Φάιλε δεν είχε επίγνωση του κινδύνου, ούτε κι αν αυτός ο κίνδυνος απειλούσε την ίδια.

Φυσικά, ο Πέριν δεν διανοήθηκε να μιλήσει ανοικτά γι' αυτό το θέμα εδώ, στους διαδρόμους. Θα μπορούσε να μιλήσει ψιθυριστά αλλά, αφενός η Φάιλε δεν διέθετε την ακοή του κι, αφετέρου, θα επέμενε ότι ο κάθε υπηρέτης σε απόσταση πενήντα βημάτων θα μπορούσε να τους ακούσει. Κάνοντας υπομονή συνέχισε να προχωράει πλάι της μέχρι που, ύστερα από κάμποση ώρα που φάνηκε αιώνας, έφτασαν στα δώματα που είχαν κρατηθεί αποκλειστικά γι' αυτούς. Οι φανοί ήταν αναμμένοι και το φως τους τρεμόφεγγε πάνω στους μαύρους, λουστραρισμένους τοίχους. Το κάθε ξύλινο, ψηλό πλαίσιο ήταν σκαλισμένο με ομόκεντρα τετράγωνα. Στο τετράγωνο, πέτρινο τζάκι η εστία ήταν άδεια εκτός από μερικά μίζερα κλαδιά χαμόδεντρων τα οποία είχαν πάρει ένα πράσινο χρώμα.

Η Φάιλε κατευθύνθηκε αμέσως προς ένα μικρό τραπέζι πάνω στο οποίο υπήρχε ένας δίσκος με δύο χρυσές κανάτες. Η υγρασία σχημάτιζε σταγόνες στην επιφάνειά τους. «Μας άφησαν τσάι από βατόμουρο, άντρα μου, καθώς και κρασί ποντς, από το Θάρον νομίζω. Το βάζουν στις στέρνες, κάτω από το παλάτι, για να ψυχθεί. Τι προτιμάς;»

Ο Πέριν έλυσε τη ζώνη του και, μαζί με το τσεκούρι, την πέταξε σε μια καρέκλα. Είχε σχεδιάσει προσεκτικά όσα έπρεπε να πει όσο περπατούσαν. Η γυναίκα αυτή ήταν τετραπέρατη. «Φάιλε, μου έλειψες πολύ κι ανησυχούσα διαρκώς για σένα, αλλά...»

«Ανησυχούσες για μένα!» τον έκοψε απότομα, κάνοντας στροφή για να τον αντικρίσει. Ήταν ευθυτενής και ψηλή, με μάτια διαπεραστικά κι άγρια, όπως το είδος του γερακιού που έφερε το όνομά της. Η βεντάλια της διέγραψε μια κυκλική κίνηση προς τη μέση του, κάτι που δεν συνήθιζε να κάνει όταν κρατούσε βεντάλιες. Μερικές φορές έκανε την ίδια κίνηση κρατώντας μαχαίρι. «Οι πρώτες λέξεις που ξεστόμισες μόλις ήρθες αφορούσαν εκείνη ...τη γυναίκα!»

Ο Πέριν έμεινε με ανοικτό το στόμα. Πώς μπόρεσε να ξεχάσει την οσμή που γέμιζε τα ρουθούνια του; Ακούμπησε με το χέρι τη μύτη του να δει αν είχε ματώσει. «Φάιλε, ήθελα τους ληστοκυνηγούς της. Μη...» Όχι, δεν ήταν και τόσο βλάκας να επαναλάβει εκείνο το όνομα. «Είπε ότι είχε αποδείξεις της δηλητηρίασης πριν φύγω. Την άκουσες! Το μόνο που ήθελα ήταν αυτές οι αποδείξεις, Φάιλε».

Δεν κατάφερε και πολλά πράγματα. Αυτή η δριμιά μυρωδιά δεν είχε υποχωρήσει ούτε στο ελάχιστο, τουναντίον ενισχύθηκε κι από την αδιόρατη, ξινή οσμή της προσβολής. Μα, τι στο Φως είχε πει και πληγώθηκε έτσι;

«Ήθελες τη δική της απόδειξη! Οι δικές μου αποδείξεις δεν μέτρησαν τίποτα, ενώ οι δικές της ήταν αρκετές για να στείλουν την Κολαβήρ στην αγχόνη, κάτι που θα έπρεπε να γίνει». Αυτή ήταν η ευκαιρία που επιθυμούσε, αλλά η Φάιλε δεν επρόκειτο να τον αφήσει να υπαινιχτεί τίποτα. Προχώρησε προς το μέρος του, με τα μάτια της να πετάνε φλόγες και κρατώντας τη βεντάλια λες και κρατούσε εγχειρίδιο. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Πέριν ήταν να οπισθοχωρήσει. «Ξέρεις τι είπε αυτή η γυναίκα;» Η Φάιλε μιλούσε σχεδόν συριστικά. Μια μαύρη οχιά δεν θα έσταζε τόσο δηλητήριο. «Ξέρεις; Είπε ότι ο λόγος που δεν ήσουν εδώ ήταν επειδή βρισκόσουν σε ένα τσιφλίκι, όχι πολύ μακριά από την πόλη. Σε ένα μέρος όπου μπορούσε να σε επισκέπτεται! Ετοίμασα μια ιστορία -ότι δήθεν είχες πάει για κυνήγι που κράτησε αρκετό καιρό!— κι έπεισα τους πάντες ότι τα πήγαινα καλά μαζί σου και μαζί της! Η Κολαβήρ ευχαριστήθηκε πολύ. Τείνω να πιστέψω πως, ο μόνος λόγος που πήρε αυτή τη Μαγιενή παλλακίδα σαν ακόλουθο ήταν για να διώξει εμάς τις δύο. "Φάιλε, Μπερελαίν, ελάτε να στολίσετε το μανδύα μου". "Φάιλε, Μπερελαίν, ελάτε να κρατήσετε τον καθρέφτη για τον κομμωτή μου". "Φάιλε, Μπερελαίν, ελάτε να με πλύνετε". Ευχαριστιόταν να περιμένει να βγάλουμε τα μάτια η μία της άλλης! Να τι υπέφερα! Κι όλα αυτά για σένα, μαλλιαρέ μπάσταρδε...!»

Η πλάτη του ακούμπησε με δύναμη πάνω στον τοίχο κι ένιωσε κάτι να σπάει μέσα του. Είχε φοβηθεί πολύ για το άτομό της κι ήταν έτοιμος να έρθει αντιμέτωπος με τον Ραντ ή ακόμα και με τον ίδιο τον Σκοτεινό. Κι ωστόσο, δεν είχε κάνει τίποτα, ποτέ του δεν ενθάρρυνε την Μπερελαίν, αντίθετα την παρότρυνε να απομακρυνθεί. Και να το ευχαριστώ τώρα.

Την έπιασε μαλακά από τους ώμους και την ανασήκωσε, έτσι που αυτά τα μεγάλα, λοξά μάτια να βρεθούν στο ύψος των δικών του. «Άκουσέ με», της είπε ήρεμα, προσπαθώντας να διατηρήσει χαμηλό τόνο στη φωνή του, αν και τα λόγια του ακούστηκαν πιότερο σαν γρύλισμα. «Πώς τολμάς να μου μιλάς έτσι, πώς τολμάς; Ανησυχούσα μέχρι θανάτου μήπως και πάθεις κακό. Εσένα αγαπάω και καμιά άλλη. Ποτέ μου δεν επιθύμησα άλλη γυναίκα εκτός από σένα, μ' ακούς; Μ' ακούς;» Την κράτησε σφικτά στο στήθος του και δεν ήθελε να την αφήσει για τίποτα στον κόσμο. Μα το Φως, πόσο είχε φοβηθεί. Και μόνο η σκέψη τού τι θα μπορούσε να συμβεί, τον έκανε να τρέμει ακόμα και τώρα. «Αν σου συνέβαινε κάτι κακό, Φάιλε, θα πέθαινα. Θα ξάπλωνα πάνω στον τάφο σου και θα πέθαινα! Νομίζεις πως δεν ξέρω με ποιο τρόπο ανακάλυψε η Κολαβήρ ποια είσαι; Εσύ η ίδια το κανόνισες». Η κατασκοπία ανήκει στα καθήκοντα μιας συζύγου, έτσι του είχε πει κάποτε. «Μα το Φως, γυναίκα, θα μπορούσες να έχεις την τύχη της Μάιρ. Η Κολαβήρ ξέρει πως είσαι γυναίκα μου. Γυναίκα μου. Γυναίκα του Πέριν Αϋμπάρα, του φίλου του Ραντ αλ'Θόρ. Δεν σκέφτηκες ποτέ ότι θα το υποψιαζόταν; Θα μπορούσε να... Μα το Φως, Φάιλε, θα μπορούσε...»

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε τι έκανε. Η κοπέλα έβγαζε διάφορους ήχους έτσι όπως ήταν σφιγμένη πάνω στο στήθος του, αλλά ο Πέριν δεν ξεχώριζε καμιά λέξη. Αναρωτήθηκε πώς και δεν άκουσε τα πλευρά της να σπάζουν. Τα έβαλε με τον εαυτό του που φάνηκε τόσο μπουνταλάς απέναντι της, και την άφησε. Πριν ακόμα προλάβει να απολογηθεί, τα δάχτυλά της άρπαξαν τη γενειάδα του.

«Ώστε με αγαπάς;» ρώτησε απαλά. Πολύ απαλά, και θερμά. Χαμογελούσε. «Αρέσει σε μια γυναίκα να ακούει τέτοια λόγια όταν προφέρονται με τον σωστό τρόπο». Είχε αφήσει κάτω τη βεντάλια και με τα νύχια του ελεύθερου χεριού της χάραζε απαλά το μάγουλό του, αν και όχι τόσο δυνατά ώστε να τον ματώσει. Το λαρυγγώδες γέλιο της ήταν θερμό κι η ματιά της κρυφόκαιγε με έναν τρόπο που δεν είχε καμιά σχέση με οργή. «Ευτυχώς που δεν είπες ότι δεν έχεις κοιτάξει ποτέ άλλη γυναίκα γιατί θα νόμιζα ότι τυφλώθηκες».

Είχε μείνει εμβρόντητος και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, παρά μόνο να την παρακολουθεί με ανοικτό το στόμα. Ο Ραντ καταλάβαινε τις γυναίκες, όπως κι ο Ματ, αλλά ο Πέριν νόμιζε πως δεν θα τις καταλάβαινε ποτέ. Ήταν εξίσου αλκυόνα όπως και γεράκι, αλλάζοντας συμπεριφορά πιο γρήγορα από τη σκέψη του, κι ωστόσο... αυτή η οξεία μυρωδιά είχε χαθεί εντελώς κι είχε αντικατασταθεί από μια άλλη οσμή της που ο Πέριν ήξερε πολύ καλά. Μια οσμή εντελώς δική της, ατόφια, έντονη και καθαρή. Υπήρχε κι αυτή η αλλαγή στη ματιά της κάθε φορά που έλεγε κάτι σχετικά με τα κορίτσια του αγροκτήματος την εποχή της συγκομιδής. Προφανώς θα ήταν διαβόητα αυτά τα κορίτσια από τη Σαλδαία.

«Όσον αφορά το ότι θα ξαπλώσεις στον τάφο μου», συνέχισε, «σου υπόσχομαι πως, αν το κάνεις, η ψυχή μου θα σε στοιχειώσει. Θα με θρηνήσεις όπως είθισται κι έπειτα θα βρεις άλλη γυναίκα. Κάποια που να εγκρίνω, ελπίζω». Του χάιδεψε τη γενειάδα με ένα απαλό γελάκι. «Δεν είσαι φτιαγμένος για να φροντίζεις μόνος σου τον εαυτό σου, ξέρεις. Θέλω να μου το υποσχεθείς».

Ήταν καλύτερα να μη φάει τα μούτρα του τώρα. Αν αρνιόταν, αυτή η υπέροχη διάθεσή της θα χανόταν στη λαίλαπα που θα ακολουθούσε, κι ο υδράργυρος θα ανέβαινε επικίνδυνα. Αν πάλι δεχόταν... Η οσμή της του φανέρωνε πως η κάθε της λέξη έκρυβε αλήθεια, αλλά θα έπρεπε να έρθει ο κόσμος ανάποδα για να πιστέψει κάτι τέτοιο. Καθάρισε το λαιμό του. «Πρέπει να κάνω ένα μπάνιο. Κι εγώ δεν ξέρω πόσο καιρό έχω να δω σαπούνι. Θα πρέπει να μυρίζω σαν στάβλος».

Η Φάιλε πήρε μια βαθιά ανάσα κι ακούμπησε στο στήθος του. «Μυρίζεις θαυμάσια, όπως σε έχω συνηθίσει». Τα χέρια της απλώθηκαν στους ώμους του. «Νιώθω σαν...» Εκείνη τη στιγμή άνοιξε απότομα η πόρτα.

«Πέριν, η Μπερελαίν δεν... Ω, συγγνώμη! Συγχωρήστε με». Ο Ραντ στεκόταν στην είσοδο, αμφιταλαντευόμενος, χωρίς να θυμίζει διόλου τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Έξω, διακρίνονταν μερικές Κόρες. Η Μιν πέρασε το κεφάλι της πάνω από το πλαίσιο της πόρτας, έριξε μια ματιά, χαμογέλασε στον Πέριν κι αποτραβήχτηκε.

Η Φάιλε παραμέρισε, με τρόπο τόσο ευγενικό, μειλίχιο κι επιβλητικό που κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει τι έλεγε ένα λεπτό πριν. Ή, πολύ περισσότερο, τι είχε υπόψη της να πει. Ωστόσο, μερικές κόκκινες κηλίδες, λαμπερές και ζεστές, είχαν βάψει τα μάγουλά της. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, Άρχοντα Δράκοντα», είπε ψυχρά, «που έρχεσαι τόσο απρόσμενα. Λυπάμαι που δεν σε άκουσα να χτυπάς». Ίσως το αναψοκοκκίνισμα να ήταν πιότερο θυμός παρά αμηχανία.

Ήταν η σειρά του Ραντ να αναψοκοκκινίσει. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. «Η Μπερελαίν δεν βρίσκεται στο παλάτι. Απ' ό,τι ξέρουμε, περνάει τη νύχτα της σε αυτό το πλοίο των Θαλασσινών που έχει αγκυροβολήσει στο ποτάμι. Κόντευα να φθάσω στα δώματά της όταν μου το ανέφερε η Ανούρα». Ο Πέριν προσπάθησε σκληρά να μη μορφάσει. Για ποιον λόγο ανέφερε συνεχώς το όνομα αυτής της γυναίκας; «Ήθελες να μου μιλήσεις για κάτι άλλο, Ραντ;» Ήλπιζε πως δεν φάνηκε τόσο δηκτικός κι ευχήθηκε να κατάλαβε ο Ραντ τι εννοούσε. Απέφυγε να κοιτάξει προς το μέρος της Φάιλε, αλλά οσμίστηκε τον αέρα επιφυλακτικά. Δεν υπήρχε ίχνος ζήλιας, αν και πλανιόταν μια αίσθηση οργής.

Για μια στιγμή, ο Ραντ τον κοίταξε, τόσο έντονα που θα έλεγες πως το βλέμμα του τον διαπερνούσε. Έμοιαζε να ακούει κάτι. Ο Πέριν σταύρωσε τα χέρια του για να πάψει να τρέμει.

«Πρέπει να μάθω», είπε τελικά ο Ραντ. «Εξακολουθείς να μη θέλεις να διοικήσεις το στρατό ενάντια στο Ιλιαν; Πρέπει να ξέρω».

«Δεν είμαι στρατηγός», απάντησε τραχιά ο Πέριν. Θα ξεσπούσαν μάχες στο Ίλιαν. Εικόνες άστραψαν στο μυαλό του. Άντρες, μαζεμένοι γύρω του, κι αυτός να ανοίγει δρόμο με το τσεκούρι του, στριφογυρίζοντάς το και λιανίζοντας κεφάλια. Όσους και να τσάκιζε, έρχονταν περισσότεροι. Οι ορδές τους ήταν ατελείωτες. Ωστόσο, ένας σπόρος βλάσταινε στην καρδιά του. Του ήταν αδύνατον να αντιμετωπίσει ξανά κάτι τέτοιο. Αδύνατον. «Επιπλέον, υποτίθεται ότι θα στεκόμουν δίπλα σου, έτσι νόμιζα». Αυτό, το είχε πει η Μιν, βλέποντας τα πράγματα από τη δική της οπτική γωνία. Δύο φορές χρειάστηκε να είναι παρών ο Πέριν για να μην καταρρεύσει ο Ραντ. Η μία από αυτες ήταν στα Πηγάδια του Ντουμάι μάλλον, αλλά σίγουρα θα υπήρχε κι άλλη.

«Όλοι πρέπει να ρισκάρουμε». Η φωνή του Ραντ ήταν σιγανή, αλλά και τραχιά. Η Μιν έριξε ξανά μια ματιά μέσα από το πλαίσιο της πόρτας, σαν να ήθελε να περάσει μέσα και να έρθει πλάι του, αλλά βλέποντας τη Φάιλε προτίμησε να παραμείνει έξω.

«Ραντ, οι Άες Σεντάι...» Ένας έξυπνος άντρας δεν θα συνέχιζε την πρότασή του, αλλά ποτέ του δεν ισχυρίστηκε πως ήταν ιδιαίτερα έξυπνος. «Οι Σοφές είναι έτοιμες να τις γδάρουν ζωντανές. Δεν πρέπει να τις αφήσεις να πάθουν κακό, Ραντ». Στο διάδρομο, η Σούλιν έστρεψε το εξεταστικό της βλέμμα προς τη μεριά του.

Ο άντρας που πίστευε ότι ήξερε γέλασε, ένα γέλιο που έμοιαζε πιότερο με θορυβώδη συριγμό. «Πρέπει να ρισκάρουμε», επανέλαβε ο Ραντ.

«Δεν θα τις αφήσω να πάθουν κακό, Ραντ».

Ψυχρά, γαλάζια μάτια συνάντησαν τα δικά του. «Δεν θα τις αφήσεις, εσύ;»

«Εγώ», απάντησε ευθέως ο Πέριν. Δεν έκανε πίσω κάτω από την ένταση του βλέμματός του. «Είναι κρατούμενες και δεν κρύβουν καμία απειλή. Γυναίκες είναι».

«Είναι Άες Σεντάι». Η φωνή του Ραντ έμοιαζε τόσο πολύ με του Άραμ, στα Πηγάδια του Ντουμάι, που ο Πέριν εξεπλάγη.

«Ραντ...»

«Θα κάνω αυτό που πρέπει, Πέριν». Για μια στιγμή ήταν ο παλιός Ραντ, αυτός που ποτέ δεν του άρεσαν όσα συνέβαιναν. Φάνηκε κουρασμένος μέχρι θανάτου. Για μια στιγμή μόνο. Ύστερα, έγινε και πάλι ο νέος Ραντ, τόσο σκληρός που θα χάραζε ατσάλι. «Δεν θα πειράξω καμιά Άες Σεντάι χωρίς να το αξίζει, Πέριν. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ περισσότερα. Αφού δεν θέλεις να αναλάβεις το στρατό, θα σε χρησιμοποιήσω κάπου αλλού. Το ίδιο μου κάνει. Μακάρι να είχα τη δυνατότητα να σου επιτρέψω να ξεκουραστείς μια δυο μέρες, αλλά είναι αδύνατον. Ο χρόνος επείγει και πρέπει να γίνουν πολλά. Με συγχωρείς που σε διέκοψα». Προσποιήθηκε μια υπόκλιση, με το χέρι ακουμπισμένο στη λαβή του σπαθιού του. «Φάιλε».

Ο Πέριν έκανε να τον πιάσει από το μπράτσο, αλλά πριν προλάβει να κουνηθεί ο Ραντ είχε ήδη βγει από το δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Φαίνεται πως δεν ήταν πια ο εαυτός του. Μια δυο μέρες; Πού στο Φως σκόπευε να τον στείλει ο Ραντ, αν όχι στο στράτευμα που συγκέντρωνε στους Κάμπους του Μαρέντο;

«Άντρα μου», είπε η Φάιλε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, «διαθέτεις το θάρρος τριών αντρών και τη διαίσθηση ενός μωρού στην κούνια. Πώς γίνεται να έχει ένας άνθρωπος υπέρμετρο θάρρος και τόσο χαμηλή επίγνωση;»

Ο Πέριν γρύλισε αγανακτισμένος. Απέφυγε να αναφέρει τις περιπτώσεις των γυναικών που αναλάμβαναν να κατασκοπεύσουν εγκληματίες οι οποίοι ήξεραν στα σίγουρα ότι τους κατασκόπευαν. Οι γυναίκες υπερηφανεύονταν ανέκαθεν ότι ήταν πιο λογικές από τους άντρες αλλά, από προσωπική πείρα, ο Πέριν ελάχιστες φορές είχε διαπιστώσει κάτι τέτοιο.

«Τέλος πάντων, ίσως να μη θέλω να ακούσω την απάντηση, ακόμα κι αν την ξέρεις». Τέντωσε τα χέρια πάνω από το κεφάλι της και γέλασε με αυτό το λαρυγγώδες γέλιο. «Άλλωστε, δεν ήθελα να τον αφήσω να χαλάσει την καλή ατμόσφαιρα. Εξακολουθώ να νιώθω αυθάδης σαν επαρχιώτισσα... Γιατί γελάς; Σταμάτα να γελάς εις βάρος μου, Πέριν τ' Μπασίρε Αϋμπάρα! Πάψε πια, άξεστε μπουνταλά! Αν δεν...»

Ο μόνος τρόπος να βάλει ένα τέλος στο λογύδριό της ήταν να τη φιλήσει. Όταν βρέθηκε στην αγκαλιά της, ξέχασε και τον Ραντ και τις Άες Σεντάι και τις μάχες. Η Φάιλε του υπενθύμιζε ότι, επιτέλους, είχε φθάσει σπίτι.

Загрузка...