29 Το Πανηγύρι των Πουλιών

Ξυπνώντας από τα ζάρια που χόρευαν μέσα στο μυαλό του, ο Ματ σκέφτηκε να πέσει πάλι για ύπνο μέχρι να σταματήσουν, αλλά τελικά σηκώθηκε νιώθοντας κακόκεφος, λες και δεν είχε ήδη αρκετές σκοτούρες. Έδιωξε τον Νέριμ και ντύθηκε, τρώγοντας ταυτόχρονα τα τελευταία υπολείμματα ψωμιού και τυριού που είχαν ξεμείνει από την περασμένη νύχτα. Κατόπιν, πήγε να ελέγξει τι έκανε ο Όλβερ. Βρήκε το αγόρι σε μια έξαψη ενεργητικότητας, πότε τραβώντας με δύναμη τα ρούχα του και πότε μένοντας ακίνητο, με μια μπότα ή μια πουκαμίσα στο χέρι, να τον βομβαρδίζει με δεκάδες ερωτήσεις, στις οποίες ο Ματ απαντούσε έχοντας αλλού τον νου του. Όχι, δεν θα πήγαιναν στον ιππόδρομο σήμερα, ασχέτως του αν επρόκειτο για τις πλουσιοπάροχες ιπποδρομίες στην Τροχιά του Ουρανού, στα βόρεια της πόλης. Ίσως ήταν καλή ιδέα να πάνε στο θηριοτροφείο. Ναι, ο Ματ θα μπορούσε να του αγοράσει μια φτερωτή μάσκα για το πανηγύρι, αν φυσικά ντυνόταν έγκαιρα. Αυτό και μόνο ανάγκασε το αγόρι να βάλει τα δυνατά του.

Οι σκέψεις του Ματ γύριζαν γύρω από αυτά τα καταραμένα ζάρια που κυλούσαν μέσα στο μυαλό του. Για ποιον λόγο, άραγε, είχαν ξαναρχίσει τον χορό τους; Εδώ καλά-καλά, δεν είχε ιδέα γιατί αυτός ο χορός είχε ξεκινήσει καν!

Όταν ο Όλβερ τελικά ντύθηκε, ακολούθησε τον Ματ στο καθιστικό, μουρμουρίζοντας ερωτήσεις που ελάχιστα ακούγονταν και πέφτοντας πάνω του μόλις ο άλλος σταμάτησε απότομα. Η Τάυλιν επανατοποθέτησε στο τραπέζι το βιβλίο που διάβαζε ο Όλβερ το προηγούμενο βράδυ.

«Μεγαλειοτάτη!» Το βλέμμα του Ματ έπεσε πάνω στην πόρτα που είχε κλειδώσει την περασμένη νύχτα και που τώρα έστεκε ορθάνοιχτη. «Τι έκπληξη». Τράβηξε τον Όλβερ από το μπράτσο και τον έβαλε ανάμεσα στον ίδιο και στο ειρωνικό χαμόγελο της γυναίκας. Τέλος πάντων, μπορεί να μην ήταν ακριβώς ειρωνικό, αλλά έτσι έμοιαζε εκείνη τη στιγμή. Η Τάυλιν σίγουρα ήταν ικανοποιημένη από τον εαυτό της. «Ετοιμαζόμουν να βγάλω βόλτα τον Όλβερ. Θα πηγαίναμε στο πανηγύρι και σε κάποιο πλανόδιο θηριοτροφείο. Θέλει να του αγοράσω μια φτερωτή μάσκα». Έκλεισε ερμητικά το στόμα του, για να πάψει να φλυαρεί, και κίνησε για την πόρτα, χρησιμοποιώντας το αγόρι σαν ασπίδα.

«Ναι», μουρμούρισε η Τάυλιν, παρακολουθώντας τους μέσα από μισάνοιχτα βλέφαρα. Δεν έκανε καμιά κίνηση να παρέμβει, αλλά το χαμόγελό της πλάτυνε, λες και περίμενε πώς και πώς να πέσει ο Ματ στην παγίδα. «Καλύτερα να τον συνοδεύει κάποιος παρά να τρέχει παρέα με τα αλάνια, όπως άκουσα ότι κάνει. Πολλά ακούγονται για σένα, μικρέ. Ρισέλ;»

Μια γυναίκα εμφανίστηκε στην είσοδο κι ο Ματ αναπήδησε ξαφνιασμένος. Μια αλλοπρόσαλλη μάσκα από στροβιλιζόμενα φτερά έκρυβαν το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου της, αλλά τα φτερά στην υπόλοιπη φορεσιά της δεν έκρυβαν και πολλά πράγματα. Η γυναίκα είχε το πιο εντυπωσιακό στήθος που είχε δει ποτέ του.

«Όλβερ», είπε, γονατίζοντας μπροστά στο αγόρι. «Θέλεις να έρθεις μαζί μου στο πανηγύρι;» Του έδειξε μια μάσκα που έμοιαζε σαν πρασινοκόκκινο γεράκι, ακριβώς στα μέτρα του.

Πριν ακόμα προλάβει ο Ματ να ανοίξει το στόμα του, ο Όλβερ ελευθερώθηκε από το κράτημά του κι έτρεξε προς τη γυναίκα. «Ναι, βέβαια, ευχαριστώ». Ο αχάριστος μικρός κατεργάρης γέλασε καθώς εκείνη του έδενε τη μάσκα στο πρόσωπο, σφίγγοντάς τον πάνω στο στήθος της. Τον έπιασε από το χέρι και βγήκαν έξω, αφήνοντας τον Ματ με το στόμα ανοικτό.

Συνήλθε αρκετά γρήγορα μόλις άκουσε τα λόγια της Τάυλιν. «Είσαι τυχερός που δεν είμαι ζηλιάρα, γλυκέ μου». Έβγαλε το μεγάλο σιδερένιο κλειδί της πόρτας του από τη χρυσαφιά κι ασημένια ζώνη της και κατόπιν ένα άλλο, ολόιδιο, σείοντας και τα δύο μπροστά στα μάτια του. «Ο κόσμος τοποθετεί τα κλειδιά σε ένα κουτί, δίπλα στην πόρτα». Εκεί ο Ματ είχε αφήσει το δικό του. «Και κανείς δεν σκέφτεται ότι μπορεί να υπάρχει και δεύτερο κλειδί». Έβαλε το ένα κλειδί πίσω από τη ζώνη της και το άλλο στην κλειδαριά. Ένας ξερός μεταλλικός ήχος ακούστηκε κι έπειτα το δεύτερο κλειδί ακολούθησε το πρώτο. «Βλέπεις, μανάρι μου;» του είπε χαμογελώντας.

Ε, αυτό παραπήγαινε. Αυτή η γυναίκα πρώτα τον κυνήγησε, έπειτα προσπάθησε να τον κάνει να λιμοκτονήσει και τώρα κλείδωνε και τους δυο τους μέσα, λες και ήταν... δεν ήξερε τι. Άκου μανάρι! Τα καταραμένα ζάρια αναπηδούσαν στο κρανίο του κι, επιπλέον, είχε να ασχοληθεί με διάφορα σημαντικά ζητήματα. Τα ζάρια δεν είχαν να κάνουν με αυτό που έψαχνε να βρει, ωστόσο... Την έφθασε με δύο δρασκελιές, της άρπαξε το μπράτσο κι άρχισε να ψάχνει τη ζώνη της για τα κλειδιά. «Δεν έχω χρόνο, που να πάρει-» Μαρμάρωσε, καθώς η αιχμηρή μύτη του εγχειριδίου της ακούμπησε στο πηγούνι του, αναγκάζοντάς τον να σωπάσει και να ανασηκωθεί στις μύτες των ποδιών του.

«Πάρε το χέρι σου», του είπε η γυναίκα ψυχρά. Ο Ματ κοίταξε δειλά-δειλά προς τα κάτω το πρόσωπό της. Η Τάυλιν δεν χαμογελούσε πια κι αυτός αποτράβηξε το χέρι του προσεκτικά. Η πίεση της λάμας πάνω στην επιδερμίδα του δεν ελαττώθηκε, ωστόσο. Κούνησε το κεφάλι της. «Τς, τς. Προσπαθώ να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για σένα, μια κι είσαι ξενομερίτης, χαζούλη, αλλά εσύ θες να το παίξεις δύσκολος... Ακούμπησε τα χέρια στα πλευρά σου και προχώρα». Τον κατηύθυνε με την αιχμή του μαχαιριού της. Ο Ματ έκανε μερικά βήματα πίσω, περπατώντας στις μύτες, θεωρώντας πως ήταν προτιμότερο να υπακούσει παρά να βρεθεί με κομμένο τον λαιμό.

«Τι σκοπεύεις να κάνεις;» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. Ο τεντωμένος του λαιμός εμπόδιζε τη φωνή του να βγει κανονικά. Και, βέβαια, δεν ήταν μονάχα αυτό το πρόβλημα. «Λοιπόν;» Θα μπορούσε να προσπαθήσει να της αρπάξει τον καρπό, μια κι ήταν αρκετά επιδέξιος και γρήγορος. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» Άραγε, θα τον αποτελείωνε στο άψε σβήσε, με το μαχαίρι να ακουμπάει ήδη τον λαιμό του; Το ένα ερώτημα ήταν αυτό και το άλλο αυτό που τη ρώτησε προηγουμένως. Αν η γυναίκα σκόπευε να τον σκοτώσει, μια απλή ώθηση στον καρπό της ήταν αρκετή για να βυθίσει τη λάμα μέχρι τον εγκέφαλό του. «Θα μου απαντήσεις;» Δεν ήταν πανικός αυτό που διακρινόταν στη φωνή του, αφού ο ίδιος δεν ένιωθε πανικόβλητος. «Μεγαλειοτάτη; Τάυλιν;» Τέλος πάντων, μπορεί και να είχε πανικοβληθεί λιγάκι, για να φθάσει στο σημείο να χρησιμοποιεί το όνομά της. Μπορούσες να αποκαλέσεις οποιαδήποτε γυναίκα στο Έμπου Νταρ «παπάκι» ή «γλύκα» κι αυτή να χαμογελάσει καλοκάγαθα, αλλά ας έκανες να τη φωνάξεις με το όνομά της χωρίς να σου το επιτρέψει η ίδια πρώτα, κι η υποδοχή στην οποία θα τύγχανες θα ήταν πολύ πιο... θερμή απ’ ό,τι αν κορόιδευες κάποια αλλόκοτη γυναίκα στον δρόμο οπουδήποτε αλλού. Μερικά φευγαλέα φιλιά δεν θεωρούνταν ότι του έδιναν το δικαίωμα για κάτι τέτοιο.

Η Τάυλιν δεν απάντησε, παρά μόνο συνέχισε να τον αναγκάζει να πισωπατεί στις μύτες, μέχρι που ξαφνικά οι ώμοι του χτύπησαν πάνω σε κάτι το οποίο σταμάτησε την πορεία του. Με αυτό το καυτό μαχαίρι να μην υποχωρεί ούτε ίντσα, αδυνατούσε να κουνήσει το κεφάλι του· το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ρίχνει το βλέμμα του από δω κι από κει ή να το καρφώνει επάνω της. Βρέθηκαν στην κρεβατοκάμαρα, με τον κόκκινο ανθοσκάλιστο στύλο του κρεβατιού να πιέζει την ωμοπλάτη του. Γιατί θα μπορούσε να τον φέρει μέχρι εκεί...; Το πρόσωπό του αναψοκοκκίνισε ξαφνικά, παίρνοντας το χρώμα του στύλου. Όχι, δεν μπορεί να εννοούσε πως... Δεν ήταν κόσμιο! Ήταν αδύνατον!

«Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό», μουρμούρισε προς το μέρος της. Αν η φωνή του ακούστηκε λαχανιασμένη κι ασυγκράτητη, σίγουρα είχε λόγο.

«Κοίτα να μαθαίνεις, γατούλη μου», απάντησε η Τάυλιν και τράβηξε το γαμήλιο μαχαίρι της.

Ύστερα από κάμποση ώρα, ο Ματ σήκωσε νευριασμένος το σεντόνι για να καλύψει το στήθος του. Ήταν ένα μεταξωτό σεντόνι. Ο Ναλέσεν είχε δίκιο. Η Βασίλισσα της Αλτάρα σφύριζε χαρούμενα δίπλα στο κρεβάτι, με τα χέρια πίσω από την πλάτη της για να κουμπώσει τα κουμπιά του φορέματός της. Το μόνο πράγμα που είχε παραμείνει πάνω στο κορμί του Ματ ήταν το μενταγιόν με την κεφαλή της αλεπούς περασμένο στο κορδόνι του -σιγά τη μεγάλη βοήθεια που του είχε προσφέρει — και το μαύρο μαντίλι που ήταν τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του. Μια κορδέλα πάνω στο δώρο που του πρόσφερε, έτσι το αποκαλούσε η καταραμένη γυναίκα. Κύλησε κι άρπαξε την πίπα με το ασημί στόμιο και το σακουλάκι με το ταμπάκ που ήταν ακουμπισμένα στο μικρό τραπεζάκι, στην άλλη μεριά από αυτή που βρισκόταν η Τάυλιν. Οι χρυσές λαβίδες και τα ζεστά κάρβουνα, μέσα στο χρυσό δοχείο με την άμμο, του χρησίμευσαν για να την ανάψει. Σταύρωσε τα χέρια του κι άρχισε να ξεφυσάει τον καπνό με μανία, συνοφρυωμένος.

«Μην κάνεις σπασμωδικές κινήσεις, παπάκι μου, και μη στραβομουτσουνιάζεις». Τράβηξε το εγχειρίδιο από το σημείο που είχε καρφωθεί, πάνω στον στύλο του κρεβατιού, πλάι στο γαμήλιο μαχαίρι της, και κοίταξε εξεταστικά τη μύτη του πριν το θηκαρώσει. «Τι συμβαίνει; Ξέρεις καλά ότι το ευχαριστήθηκες όσο κι εγώ, αλλά...» Το γέλιο της ήταν ξαφνικό και πλούσιο καθώς τοποθετούσε στο θηκάρι και το γαμήλιο μαχαίρι, επίσης. «Αν αυτό είναι μονάχα ένα μέρος τού τι σημαίνει να είσαι τα'βίρεν, θα πρέπει να είσαι ιδιαίτερα δημοφιλής». Το πρόσωπο του Ματ έγινε κόκκινο σαν φλόγα.

«Δεν είναι φυσιολογικό», ξέσπασε, τραβώντας απότομα το στέλεχος της πίπας ανάμεσα από τα δόντια του. «Υποτίθεται ότι εγώ είμαι ο κυνηγός!» Τα έκπληκτα μάτια της σίγουρα αντανακλούσαν τα δικά του. Αν η Τάυλιν δεν ήταν παρά μια απλή σερβιτόρα και του χαμογελούσε με τον κατάλληλο τρόπο, ίσως και να δοκίμαζε την τύχη του -με την προϋπόθεση, βέβαια, πως αυτή η σερβιτόρα δεν θα είχε κανένα μυξιάρικο που του άρεσε να ανοίγει τρύπες στους ανθρώπους- ωστόσο, όντως ήταν αυτός ο κυνηγός. Δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό στο παρελθόν. Όχι ότι είχε χρειαστεί, δηλαδή.

Η Τάυλιν άρχισε να γελάει, κουνώντας το κεφάλι της και σκουπίζοντας τα μάτια της με τα δάχτυλά της. «Αχ, πιτσουνάκι μου. Όλο το ξεχνάω. Στο Έμπου Νταρ βρίσκεσαι. Σου άφησα ένα δωράκι στο καθιστικό». Τον χτύπησε χαϊδευτικά στο πόδι, πάνω από το σεντόνι. «Φάε καλά σήμερα. Θα χρειαστείς τη δύναμή σου».

Ο Ματ πέρασε τα χέρια του πάνω από τα μάτια του και πάσχισε να μην κλάψει. Όταν τα τράβηξε, η γυναίκα είχε φύγει.

Κατέβηκε από το κρεβάτι, τυλίγοντας το σεντόνι γύρω του. Για κάποιον λόγο, δεν ένιωθε άνετα στην ιδέα να περπατάει γυμνός. Η καταραμένη η γυναίκα ήταν ικανή να ξεπεταχτεί από καμιά ντουλάπα. Τα ρούχα του ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Γιατί να μπεις στον κόπο να φτιάχνεις δαντέλες, αναρωτήθηκε πικρόχολα, όταν μπορείς να κόψεις τα ρούχα κάποιου άλλον! Ωστόσο, η γυναίκα δεν είχε διάθεση να τεμαχίσει το κόκκινο πανωφόρι του. Απλώς, απόλαυσε να τον ξεφλουδίζει με το μαχαίρι της.

Δίχως να κρατάει ακριβώς την ανάσα του, άνοιξε απότομα την ψηλή κόκκινη κι επιχρυσωμένη ντουλάπα. Η γυναίκα δεν είχε κρυφτεί εκεί. Οι επιλογές του ήταν περιορισμένες. Τα περισσότερα πανωφόρια του τα είχε στείλει ο Νέριμ για καθάρισμα ή για επιδιόρθωση. Ντύθηκε γοργά, διαλέγοντας ένα απλό ρούχο από μετάξι σε σκούρο μπρούντζινο χρώμα, κι έπειτα έχωσε τα κομμένα κουρέλια κάτω από το κρεβάτι, σε σημείο που να μπορεί να τα φτάσει, μέχρις ότου κατάφερνε να τα ξεφορτωθεί χωρίς να τον πάρει είδηση ο Νέριμ ή οποιοσδήποτε άλλος. Αρκετός κόσμος γνώριζε ήδη ότι κάτι έτρεχε ανάμεσα σε αυτόν και στην Τάυλιν· καλύτερα να μη βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον που ήξερε.

Στο καθιστικό, ανασήκωσε το καπάκι του λουστραρισμένου κουτιούδίπλα στην πόρτα κι, αναστενάζοντας, το άφησε να πέσει ξανά. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενε πως η Τάυλιν θα είχε τοποθετήσει πίσω το κλειδί. Ακούμπησε πάνω στην πόρτα. Την ξεκλείδωτη πόρτα. Μα το Φως, τι έπρεπε να κάνει; Να επιστρέψει στο πανδοχείο; Καιγόταν να μάθει για ποιον λόγο τα ζάρια είχαν σταματήσει τον χορό τους. Φυσικά, θεωρούσε ικανή την Τάυλιν να δωροδοκήσει την Κυρά Ανάν, την Ένιντ ή κι οποιονδήποτε άλλον πανδοχέα. Εξίσου ικανές θεωρούσε τη Νυνάβε και την Ηλαίην να ισχυριστούν ότι είχε αθετήσει τη συμφωνία τους κι έτσι να μην τηρήσουν τις υποσχέσεις τους. Που να καίγονταν όλες οι γυναίκες!

Ένα μεγάλο πακέτο, περίτεχνα τυλιγμένο σε πράσινο χαρτί, βρισκόταν πάνω σε ένα τραπέζι. Περιείχε μια χρυσόμαυρη μάσκα, η οποία αναπαριστούσε το κεφάλι ενός αετού, κι ένα πανωφόρι καλυμμένο με φτερά, που ταίριαζε με τη μάσκα. Υπήρχε ακόμα ένα πουγκί από κόκκινο μετάξι με είκοσι χρυσά νομίσματα μέσα, κι ένα σημείωμα με λουλουδιαστή ευωδιά.

Θα σου είχα αγοράσει σκουλαρίκι, γουρουνάκι, αλλά πρόσεξα πως το αυτί σου δεν είναι τρυπημένο. Όπως και να έχει, πάρε για τον εαυτό σου κάτι ωραίο.

Κόντεψε να βάλει ξανά τα κλάματα. Αυτός έπρεπε να κάνει δώρα στις γυναίκες. Χάλασε ο κόσμος! Πώς τον είχε αποκαλέσει; Γουρουνάκι; Μα το Φως! Πήρε τη μάσκα έπειτα από ένα λεπτό· και μόνο για το πανωφόρι του, είχε γίνει ιδιοκτησία της.

Όταν τελικά έφτασε στη μικρή σκιερή αυλή που συναντιούνταν κάθε πρωί, δίπλα σε μια μικροσκοπική στρογγυλή λιμνούλα με νούφαρα κι άσπρα ψάρια με λαμπερές βούλες, βρήκε τον Ναλέσεν και την Μπιργκίτε έτοιμους για το Πανηγύρι των Πουλιών. Ο Δακρυνός είχε αρκεστεί σε μια απλή πράσινη μάσκα, αλλά αυτή που φορούσε η Μπιργκίτε έμοιαζε ψεκασμένη με κίτρινα και κόκκινα χρώματα κι είχε ένα λοφίο με φτερά. Τα χρυσαφένια της μαλλιά κρέμονταν ελεύθερα, με φτερά δεμένα σε όλο τους το μήκος, κι η ίδια φορούσε ένα φόρεμα με μια πλατιά κίτρινη ζώνη, διάφανο κάτω από άλλα κιτρινοκόκκινα φτερά. Δεν ήταν τόσο αποκαλυπτικό όσο της Ρισέλ, αλλά το κορμί της διαγραφόταν ξεκάθαρα σε κάθε κίνηση. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να φοράει ένα φόρεμα όπως οι άλλες.

«Μερικές φορές έχει πλάκα να σε κοιτάζουν», του είπε, τσιγκλώντας τον στα πλευρά, όταν αυτός έκανε κάποιο σχόλιο. Το χαμόγελο της ήταν ίδιο με του Ναλέσεν όταν έλεγε πόση πλάκα είχε να τσιμπάς τις σερβιτόρες. «Είναι πιο βαρύ από αυτά που φορούν οι φτερωτοί χορευτές, αλλά όχι τόσο ώστε να εμποδίζει τις κινήσεις μου, άσε που δεν νομίζω πως θα χρειαστεί να μετακινηθούμε γρήγορα σε αυτήν την πλευρά του ποταμού». Τα ζάρια κροτάλισαν μέσα στο μυαλό του. «Γιατί άργησες;» τον ρώτησε. «Ελπίζω να μη μας άφησες να περιμένουμε, ενώ εσύ διασκέδαζες με κάποια χαριτωμένη κοπελιά, έτσι;» Ο Ματ ήλπιζε να μην είχε αναψοκοκκινίσει.

«Εγώ-» Δεν ήταν σίγουρος τι είδους δικαιολογία έπρεπε να προβάλει, αλλά ακριβώς τότε μισή ντουζίνα άντρες με φτερωτά καπέλα εμφανίστηκαν να σουλατσάρουν στην αυλή, με εκείνα τα στενά ξίφη περασμένα στους γοφούς τους. Όλοι τους, εκτός από έναν, φορούσαν αυτές τις περίτεχνες μάσκες με τα πολύχρωμα λοφία και τα ράμφη που αντιπροσώπευαν πουλιά άγνωστα στα ανθρώπινα μάτια. Η εξαίρεση ήταν ο Μπέσλαν, που στριφογύριζε τη μάσκα του από το λουρί της. «Μα το αίμα και τις στάχτες, τι κάνει αυτός εδώ;»

«Ο Μπέσλαν;» Ο Ναλέσεν σταύρωσε τα χέρια του πάνω στη σφαιρική λαβή του ξίφους του και κούνησε το κεφάλι του γεμάτος δυσπιστία. «Απ' ό,τι είπε, σκοπεύει να σου κάνει παρέα στο πανηγύρι. Κάτι υποσχεθήκατε ο ένας στον άλλον, έτσι λέει. Του είπα πως θα βαρεθεί μέχρι θανάτου, αλλά δεν με πίστεψε».

«Αδυνατώ να καταλάβω πώς μπορεί να είναι κάτι βαρετό κοντά στον Ματ», είπε ο γιος της Τάυλιν. Η υπόκλιση που έκανε απευθυνόταν σε όλους, αλλά τα σκοτεινά του μάτια παρέμειναν λίγο παραπάνω στην Μπιργκίτε. «Ποτέ μου δεν πέρασα καλύτερα από τη Νυχτιά Σγουόβαν, όταν τα ήπιαμε μαζί και παρέα με την Πρόμαχο της Αρχόντισσας Ηλαίην, αν κι η αλήθεια είναι πως ελάχιστα θυμάμαι». Φαίνεται πως δεν αναγνώρισε την Πρόμαχο. Παραδόξως, και λαμβάνοντας υπ' όψιν το γούστο της για τους άντρες —ο Μπέσλαν ήταν αρκετά ευπαρουσίαστος αλλά όχι ο τύπος της- η Μπιργκίτε χαμογέλασε ελαφρά και κορδώθηκε κάτω από το εξεταστικό του βλέμμα.

Εκείνη τη στιγμή, ο Ματ δεν έδινε πεντάρα για το πόσο αχαρακτήριστη ήταν η συμπεριφορά της. Προφανώς, ο Μπέσλαν δεν ψυλλιάστηκε τίποτα, αλλιώς θα είχε τραβήξει ήδη εκείνο το σπαθί, αλλά το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε ο Ματ ήταν να περάσει τη μέρα του παρέα με αυτόν τον τύπο. Θα ήταν μαρτυρικό. Του είχε απομείνει μια αίσθηση κοσμιότητας, κάτι που δεν συνέβαινε με τη μητέρα του Μπέσλαν.

Το μόνο πρόβλημα ήταν ο Μπέσλαν, ο οποίος είχε πάρει πολύ σοβαρά αυτή την καταραμένη υπόσχεση να συμμετάσχουν μαζί σε όλα τα πανηγύρια και τις γιορτές. Όσο περισσότερο συμφωνούσε ο Ματ με τον Ναλέσεν ότι η προσχεδιασμένη μέρα θα ήταν βαρετή πέραν πάσης φαντασίας, τόσο πιο αποφασισμένος γινόταν ο Μπέσλαν. Ύστερα από λίγο, το πρόσωπό του άρχισε να σκοτεινιάζει κι ο Ματ σκέφτηκε πως εκείνο το σπαθί ήταν ακόμα θηκαρωμένο. Τέλος πάντων, η υπόσχεση ήταν υπόσχεση. Όταν έφυγε από το παλάτι, μαζί με τον Ναλέσεν και την Μπιργκίτε, μισή ντουζίνα φτερωτοί τρελαμένοι τούς ακολούθησαν καμαρωτοί, κάτι που ο Ματ ήταν σίγουρος πως δεν θα συνέβαινε, αν η Μπιργκίτε φορούσε ευπρεπέστερα ρούχα. Όλοι τής έριχναν ματιές και χαμογελούσαν.

«Τι ήταν όλα αυτά τα τσαλιμάκια όσο ο νεαρός σε έτρωγε με τα μάτια;» μουρμούρισε καθώς διέσχιζαν την Πλατεία Μολ Χάρα. Έδεσε πιο σφικτά την κορδέλα που κρατούσε στη θέση της τη μάσκα του αετού.

«Δεν ήταν τσαλιμάκια, απλώς οι πράξεις του με συγκίνησαν». Η σεμνότητά της ήταν τόσο κατάφωρα ψεύτικη, ώστε υπό άλλες συνθήκες ο Ματ θα είχε σκάσει στα γέλια. «Κάπως, δηλαδή». Ξαφνικά, το χαμόγελο της επέστρεψε και χαμήλωσε την ένταση της φωνής της για να την ακούει μόνο αυτός. «Σου είπα, μερικές φορές έχει πλάκα να σε κοιτάζοουν. Το γεγονός ότι είναι όλοι τους τόσο χαριτωμένοι δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να απολαμβάνω το κοίταγμά τους. Α, να κάποια που σίγουρα θα τραβούσε το βλέμμα σου», πρόσθεσε, δείχνοντας προς το μέρος μιας λεπτοκαμωμένης γυναίκας που έτρεχε βιαστική, φορώντας μια γαλάζια μάσκα κουκουβάγιας κι έχοντας επάνω της ακόμα λιγότερα φτερά από τη Ρισέλ.

Να κάτι στο οποίο ξεχώριζε η Μπιργκίτε· μπορούσε να τον τσιγκλάει στα πλευρά και να του δείχνει ένα όμορφο κορίτσι κατά τον ίδιο τρόπο που θα το έκανε κι ένας άντρας, περιμένοντας εκ μέρους του να κάνει το ίδιο για κάτι που θα της άρεσε, δηλαδή για τον ασχημότερο άντρα που θα τριγυρνούσε εκεί γύρω. Ανεξάρτητα από το αν είχε αποφασίσει να κυκλοφορεί ημίγυμνη σήμερα -ή, εν πάση περιπτώσει, γυμνή κατά το ένα τέταρτο— δεν ήταν παρά μια... φίλη. Τελικά, ο κόσμος ήταν παράξενος. Από τη μια, υπήρχε μια γυναίκα που κατέληξε να τη θεωρεί σύντροφο στην κρασοκατάνυξη, κι από την άλλη, υπήρχε άλλη μία που τον διεκδικούσε όσο θα διεκδικούσε ο ίδιος μια χαριτωμένη νεαρή, σύμφωνα με αυτές τις παλιές αναμνήσεις ή ακόμα και τις προσωπικές του. Ίσως και περισσότερο, μια κι ο Ματ δεν είχε κυνηγήσει ποτέ του γυναίκα ενάντια στη θέλησή της. Όντως, ο κόσμος ήταν πολύ παράξενος.

Ο ήλιος είχε περάσει τα μισά της διαδρομής του προς το ζενίθ, αλλά οι εορτάζοντες είχαν ήδη αρχίσει να γεμίζουν τους δρόμους, τις πλατείες και τις γέφυρες. Ακροβάτες, ταχυδακτυλουργοί και μουζικάντηδες με φτερά ραμμένα πάνω στις φορεσιές τους εκτελούσαν τα διάφορα κόλπα τους σε κάθε γωνιά του δρόμου, ενώ η μουσική πολλές φορές πνιγόταν από τα γέλια και τις φωνές. Για τους φτωχότερους, μερικά φτερά περασμένα ανάμεσα στα μαλλιά τους ήταν αρκετά· φτερά περιστεριών, κυρίως, μαζεμένα από τα πεζοδρόμια για τα αλητάκια και τους ζητιάνους, αλλά οι μάσκες κι οι μεταμφιέσεις γίνονταν πιο περίτεχνες όσο πιο πολύ βάραινε το βαλάντιο. Πιο περίτεχνες και, συχνά, πιο αναίσχυντες. Συχνά έβλεπες άντρες και γυναίκες καλυμμένους με φτερά, τα οποία όμως άφηναν να αποκαλυφθεί περισσότερη σάρκα από αυτή της Ρισέλ ή εκείνης της γυναίκας στην Πλατεία Μολ Χάρα. Εμπορικές συνδιαλλαγές δεν γίνονταν εκείνη τη μέρα στους δρόμους και στις διώρυγες, αν και μερικά μαγαζιά έμοιαζαν να είναι ανοικτά -όπως κι οι ταβέρνες και τα πανδοχεία, βέβαια- αλλά, εδώ κι εκεί, όλο και κάποια άμαξα περνούσε μέσα από το πλήθος ή κάποια μαούνα πρόσδενε με τρόπο που να υποστηρίζει μια πλατφόρμα, πάνω στην οποία νεαροί και νεαρές πόζαραν φορώντας τις λαμπερές πτηνόμορφες μάσκες τους που κάλυπταν όλο τους το πρόσωπο, ενώ τα απλωτά λοφία τους υψώνονταν καμιά φορά ένα ολόκληρο μέτρο πάνω από τα κεφάλια τους. Κουνούσαν τα μεγάλα πολύχρωμα φτερά τους με τέτοιον τρόπο που αποκάλυπταν φευγαλέα την υπόλοιπη φορεσιά τους. Κάτι ήταν κι αυτό.

Σύμφωνα με τον Μπέσλαν, αυτό το σκηνικό, όπως το αποκαλούσαν, παρουσιαζόταν συνήθως στις αίθουσες των συντεχνιών ή σε ιδιωτικά αρχοντικά και σπίτια. Το μεγαλύτερο μέρος του φεστιβάλ λάμβανε χώρα εντός της οικίας. Δεν χιόνιζε συχνά στο Έμπου Νταρ, ακόμα κι όταν ο καιρός προμήνυε κάτι τέτοιο -ο Μπέσλαν έλεγε πως πολύ θα ήθελε να δει χιόνι κάποια μέρα- αλλά, προφανώς, ακόμα κι ο απλός χειμώνας ήταν αρκετά κρύος ώστε να συγκρατεί τον κόσμο από το να τρέχει γυμνός έξω. Με τη ζέστη, όλοι ξεχύνονταν στους δρόμους. Περίμενε μέχρι να πέσει η νύχτα, έλεγε ο Μπέσλαν. Μόνο τότε θα έβλεπε ο Ματ κάτι πραγματικά αξιοπαρατήρητο. Μαζί με το ηλιόφως χάνονταν κι οι αναστολές.

Παρατηρώντας μια λυγερόκορμη γυναίκα να γλιστράει μέσα στο πλήθος, φορώντας τη μάσκα της και τον γεμάτο φτερά μανδύα της, πρόσεξε πως το κάτω μέρος του κορμιού της δεν καλυπτόταν με περισσότερα από έξι ή εφτά φτερά κι αναρωτήθηκε πόσες αναστολές είχαν απομείνει σ' αυτούς τους ανθρώπους για να τις χάσουν κιόλας. Σχεδόν της φώναξε να καλύψει τη γύμνια της με τον μανδύα. Εντάξει, ήταν όμορφή, αλλά πώς μπορούσε να κυκλοφορεί έτσι στους δρόμους, κάτω από το Φως και σε κοινή θέα;

Οι άμαξες που κουβαλούσαν τα σκηνικά προσέλκυαν κόσμο, αρμαθιές αντρών και γυναικών που φώναζαν και γελούσαν καθώς πετούσαν νομίσματα ή δίπλωναν σημειώσεις μερικές φορές στις άμαξες κι ανάγκαζαν τους περαστικούς να στριμωχτούν για να περάσουν. Ο Ματ συνήθισε να παρασύρεται από το πλήθος, να σκύβει στη διασταύρωση κάποιου δρόμου ή να περιμένει να περάσει το σκηνικό για να διασχίσει κάποια άλλη διασταύρωση ή γέφυρα. Κατά τη διάρκεια της αναμονής, η Μπιργκίτε και, κυρίως, ο Ναλέσεν έριχναν νομίσματα στα βρωμερά αλανάκια και στους ακόμα πιο βρώμικους ζητιάνους. Η Μπιργκίτε είχε συγκεντρωθεί περισσότερο στα παιδιά κι έβαζε το κάθε νόμισμα στις άπλυτες παλάμες τους σαν να ήταν δώρο.

Ήταν σε κάποια από αυτές τις αναμονές που ο Μπέσλαν ακούμπησε ξαφνικά το χέρι του πάνω στο μπράτσο του Ναλέσεν κι ύψωσε τη φωνή του πάνω από την οχλαγωγία και την κακοφωνία της μουσικής που ακουγόταν από τουλάχιστον έξι διαφορετικά σημεία. «Να με συγχωρείς, Δακρυνέ, αλλά όχι σ’ αυτόν». Ένας ρακένδυτος άντρας προχώρησε επιφυλακτικά προς το πλήθος. Κοκαλιάρης και με λιπόσαρκα μάγουλα, έμοιαζε να έχει χάσει ακόμα κι αυτά τα φτενά φτερά που είχε βρει για να βάλει στα μαλλιά του.

«Γιατί όχι;» ρώτησε απαιτητικά ο Ναλέσεν.

«Δεν έχει ορειχάλκινο δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο», αποκρίθηκε ο Μπέσλαν. «Δεν ανήκει στη συντεχνία».

«Μα το Φως», είπε ο Ματ, «ούτε να ζητιανέψει δεν μπορεί κάποιος σε αυτή την πόλη χωρίς να ανήκει σε κάποια συντεχνία;» Ίσως έφταιγε ο τόνος της φωνής του, αλλά ο ζητιάνος πήδηξε καταπάνω του, ενώ ένα μαχαίρι ξεπρόβαλε στη ρυπαρή γροθιά του.

Δίχως να το πολυσκεφτεί, ο Ματ άρπαξε τον άντρα από τον καρπό, τον στριφογύρισε και τον πέταξε πίσω, ανάμεσα στο πλήθος. Κάποιοι άρχισαν να βρίζουν τον Ματ, ενώ άλλοι τον ζητιάνο που είχε πέσει φαρδύς πλατύς. Κάποιοι άλλοι τού πέταξαν μερικά νομίσματα.

Με την άκρη του ματιού του, ο Ματ πρόσεξε έναν δεύτερο ρακένδυτο και κάτισχνο άντρα, ο οποίος προσπαθούσε να παραμερίσει την Μπιργκίτε και να τον φθάσει. Κρατούσε ένα μαχαίρι με μακρόστενη λάμα. Μεγάλο λάθος που υποτίμησε τη γυναίκα εξαιτίας της φορεσιάς της. Ανάμεσα από αυτά τα φτερά, η γυναίκα τράβηξε ένα μαχαίρι και τον κάρφωσε κάτω από το μπράτσο.

«Πρόσεχε!» της φώναξε ο Ματ, αλλά δεν υπήρχε χρόνος για προειδοποιήσεις. Πριν ακόμα βγει η κραυγή από το στόμα του, ο άντρας τράβηξε κάτι από το μανίκι του και το χέρι του διέγραψε μια οριζόντια τροχιά. Η λάμα πέρασε ξυστά από το πρόσωπο της γυναίκας και βυθίστηκε στον λαιμό ενός ακόμα ζητιάνου, που κράδαινε το ατσάλι του, πριν προλάβει να το καρφώσει στα πλευρά της.

Ξαφνικά, ξεπήδησαν από παντού ζητιάνοι που κρατούσαν μάχαιρες ή έσειαν ρόπαλα διάστικτα με καρφιά. Κραυγές κι ουρλιαχτά ακούστηκαν από το πλήθος καθώς μασκοφορεμένοι και μεταμφιεσμένοι άντρες και γυναίκες πάσχιζαν να ξεφύγουν. Ο Ναλέσεν έκοψε στο πρόσωπο έναν τρωγλοδύτη, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του, ενώ ο Μπέσλαν μαχαίρωσε έναν άλλον στην κοιλιά. Οι μεταμφιεσμένοι σύντροφοί του πάλευαν με τους υπολοίπους.

Ο Ματ δεν είχε χρόνο να δει περισσότερα. Βρέθηκε πλάτη με πλάτη με την Μπιργκίτε, πρόσωπο με πρόσωπο με τους εχθρούς του. Αισθανόταν το κορμί της που μετακινείτο επάνω του και την άκουγε να βρίζει μουρμουριστά, αλλά ελάχιστη επίγνωση είχε για το τι συνέβαινε. Η Μπιργκίτε ήταν ικανή να προστατεύσει τον εαυτό της, αλλά ο Ματ, βλέποντας τους δύο άντρες μπροστά του, δεν ήταν σίγουρος αν αυτό ίσχυε και για τον ίδιο. Ο ογκώδης τύπος με το ξεδοντιάρικο και σαρκαστικό χαμόγελο ήταν μονόχειρας, ενώ στη θέση του αριστερού του ματιού υπήρχε μια ζαρωμένη κόγχη. Ωστόσο, κρατούσε στη γροθιά του ένα ρόπαλο δύο πόδια μακρύ, τυλιγμένο με ατσάλινες λωρίδες, από τις οποίες ξεπηδούσαν ακίδες σαν ατσάλινα αγκάθια. Ο ποντικομούρης και μικροσκοπικός σύντροφός του είχε άθικτα και τα δύο του μάτια, καθώς κι αρκετά δόντια, και, παρά τα βαθουλωτά του μάγουλα και τα μπράτσα του που αποτελούνταν μονάχα από κόκαλα και τένοντες, ελισσόταν σαν φίδι, γλείφοντας τα χείλη του και πετώντας ένα σκουριασμένο εγχειρίδιο από το ένα χέρι στο άλλο. Ο Ματ ζύγιασε στο χέρι του το μικρότερο μαχαίρι, στρέφοντάς το πότε κατά του ενός και πότε κατά του άλλου. Η απόσταση ήταν αρκετή για να καταφέρει να χτυπήσει τα ζωτικά σημεία κάποιου από τους δύο άντρες, οι οποίοι άλλαζαν θέσεις και χοροπηδούσαν, περιμένοντας ο ένας από τον άλλον να ορμήσει πρώτος.

«Δεν θα αρέσει αυτό στον Γέρο Κάλι, Σπαρ», γρύλισε ο ογκωδέστερος κι ο ποντικομούρης ξεχύθηκε μπροστά, με τη σκουριασμένη του λάμα να πετάγεται.

Δεν υπολόγισε το μαχαίρι που εμφανίστηκε ξαφνικά στο αριστερό χέρι του Ματ και που τον έκοψε στον καρπό. Το εγχειρίδιο έπεσε στις λιθόστρωτες πλάκες, κροταλίζοντας, ο τύπος ωστόσο ρίχτηκε στον Ματ. Καθώς η άλλη λεπίδα του Ματ καρφωνόταν στο στήθος του, ο άντρας έβγαλε μια στριγκλιά και, με τα μάτια γουρλωμένα, τύλιξε σπασμωδικά τα χέρια του γύρω από τον Ματ. Το χαιρέκακο χαμόγελο του φαλακρού άντρα πλάτυνε και το ρόπαλο ανασηκώθηκε πάνω από το κεφάλι του καθώς έμπαινε κι αυτός στη μάχη.

Το μειδίαμα εξαφανίστηκε καθώς δύο ζητιάνοι τον κύκλωσαν, γρυλίζοντας, κι άρχισαν να τον χτυπούν με μαχαίρια.

Κοιτώντας χωρίς να πιστεύει στα μάτια του, ο Ματ μετακίνησε μακριά το πτώμα του ποντικομούρη. Ο δρόμος είχε αδειάσει σε μια απόσταση πενήντα βημάτων και το μόνο που έβλεπες ήταν μαχόμενοι ζητιάνοι, πολλοί από αυτούς πεσμένοι στο λιθόστρωτο, έχοντας από πάνω τους άλλους δύο ή τρεις, καμιά φορά τέσσερις, που τους μαχαίρωναν ή τους χτυπούσαν αλύπητα με τα ρόπαλα τους ή ακόμα και με πέτρες.

Ο Μπέσλαν έπιασε τον Ματ από το μπράτσο. Υπήρχε αίμα στο πρόσωπό του, αλλά παρ' όλ' αυτά χαμογελούσε. «Πάμε να φύγουμε από δω κι ας αφήσουμε την Αδελφότητα των Αλμ να κάνει τη δουλειά της. Δεν είναι κι ιδιαίτερα τιμητικό να επιτίθεσαι εναντίον ζητιάνων. Επιπλέον, η συντεχνία δεν πρόκειται να αφήσει ζωντανό κανέναν από αυτούς τους παρείσακτους. Ακολούθησε με». Ο Ναλέσεν μόρφασε με δυσαρέσκεια -αναμφίβολα, κι ο ίδιος δεν θεωρούσε πολύ τιμητικό να επιτίθεται σε ζητιάνους- όπως επίσης κι οι φίλοι του Μπέσλαν. Οι ενδυμασίες των περισσότερων έμοιαζαν να έχουν τσαλαπατηθεί, ενώ ένας από δαύτους είχε αφαιρέσει τη μάσκα του, έτσι ώστε να μπορεί ένας άλλος να αλείψει μια αμυχή στο μέτωπό του. Ο πληγωμένος άντρας χαμογελούσε κι αυτός. Απ' όσο μπορούσε να δει ο Ματ, η Μπιργκίτε δεν είχε ούτε γρατζουνιά, κι η ενδυμασία της παρέμενε ατσαλάκωτη όπως πριν. Η γυναίκα εξαφάνισε το μαχαίρι της. Δεν υπήρχε εμφανής τρόπος να κρύψει τη λάμα ανάμεσα στα φτερά, αλλά τα κατάφερε.

Ο Ματ δεν διαμαρτυρήθηκε που τον έσερναν μακριά, αλλά γρύλισε: «Μήπως οι ζητιάνοι συνηθίζουν να επιτίθενται στον κόσμο σ' αυτήν... σ' αυτήν την πόλη;» Αν την χαρακτήριζε ως «καταραμένη», μπορεί ο Μπέσλαν να μην το εκτιμούσε ιδιαίτερα.

Ο άντρας γέλασε. «Είσαι τα'βίρεν, Ματ. Κα πάντα προκαλείται αναστάτωση γύρω από έναν τα'βίρεν».

Ο Ματ ανταπέδωσε με ένα χαμόγελο και τρίζοντας τα δόντια του. Που να πάρει η ευχή κι αυτόν τον βλάκα, κι αυτήν την πόλη και τον καταραμένο τον τα'βίρεν. Από την άλλη, αν του έκοβε τον λαιμό κάποιος ζητιάνος, δεν θα χρειαζόταν να πάει πίσω, στο παλάτι, και να αφήσει την Τάυλιν να τον ξεφλουδίσει σαν ώριμο φρούτο. Άσε που τον είχε αποκαλέσει «το μικρό της αχλαδάκι». Να πάρει και να σηκώσει!

Ο δρόμος ανάμεσα στο βαφείο και στο Ρόδο του Έλμπαρ είχε κάμποσους γλεντοκόπους, αν κι οι πιο πολλοί ήταν επαρκώς ντυμένοι. Προφανώς, έπρεπε να έχεις αρκετό παραδάκι για να κυκλοφορείς σχεδόν γυμνός. Ωστόσο, οι ακροβάτες μπροστά από το σπίτι του έμπορου, στη γωνία, τους πλησίασαν. Οι άντρες ήταν ξυπόλητοι και γυμνόστηθοι και φορούσαν σφιχτές βράκες με λαμπερά χρώματα, ενώ οι γυναίκες φορούσαν ακόμα πιο σφιχτές βράκες και λεπτές μπλούζες. Όλοι κι όλες είχαν λιγοστά φτερά στα μαλλιά τους, όπως κι οι μουζικάντηδες που χοροπηδούσαν μπροστά από το μικρό αρχοντικό στην αντικριστή γωνία. Μία γυναίκα έπαιζε φλάουτο, μια άλλη φυσούσε έναν ψηλό και στριφογυριστό μαύρο σωλήνα καλυμμένο με μοχλούς, ενώ ένας άλλος τύπος χτυπούσε έναν ταμπουρά όσο πιο δυνατά μπορούσε. Το σπίτι που είχαν έρθει να παρακολουθήσουν έμοιαζε ερμητικά κλειστό.

Το τσάι στο Ρόδο ήταν κακό όπως πάντα, πράγμα που σήμαινε ότι ήταν πολύ καλύτερο από το κρασί. Ο Ναλέσεν προτίμησε και πάλι την πικρή ντόπια μπύρα. Η Μπιργκίτε ευχαρίστησε τον Ματ, χωρίς να εξηγήσει για ποιον λόγο, κι αυτός ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα και σιωπηλά. Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους. Ο ήλιος ανέβηκε στον ουρανό κι ο Μπέσλαν ισορροπούσε, ακουμπώντας πότε τη μία του μπότα στη μύτη της άλλης και πότε το αντίθετο, αλλά οι φίλοι του είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν, μολονότι τους εξηγούσε ότι ο Ματ ήταν τα'βίρεν. Μια συμπλοκή με ζητιάνους δεν ήταν το καλύτερο διεγερτικό, οι δρόμοι ήταν πολύ στενοί για να χωρέσει το σκηνικό, οι γυναίκες δεν ήταν τόσο ωραίες όσο αλλού, και το να κοιτάζουν την Μπιργκίτε είχε καταντήσει βαρετό, εφ' όσον συνειδητοποίησαν πως η γυναίκα δεν σκόπευε να φιλήσει κανέναν τους. Εκφράζοντας τη λύπη τους που ο Μπέσλαν δεν μπορούσε να έρθει, έφυγαν βιαστικά για να ψάξουν να βρουν ένα πιο διασκεδαστικό μέρος. Ο Ναλέσεν κατηφόρισε στο σοκάκι, δίπλα από το βαφείο, κι η Μπιργκίτε εξαφανίστηκε στο ζοφερό εσωτερικό του Ρόδου για να δει, όπως είπε, αν υπήρχε κάποιο καλό ποτό κρυμμένο σε καμιά παραμελημένη γωνιά.

«Δεν περίμενα να δω Πρόμαχο ντυμένο έτσι», είπε ο Μπέσλαν, εναλλάσσοντας τα πόδια του για ισορροπία.

Ο Ματ βλεφάρισε. Ο τύπος είχε κοφτερή ματιά. Η Μπιργκίτε δεν είχε βγάλει στιγμή τη μάσκα της. Δεν μπορεί να ήξερε ότι...

«Νομίζω πως ταιριάζεις μια χαρά με τη Μητέρα μου, Ματ».

Ο Ματ πνίγηκε και πιτσίλισε με τσάι τους περαστικούς. Κάμποσοι τον αγριοκοίταξαν και μια λεπτοκαμωμένη γυναίκα με χαριτωμένο μικρό στήθος τού χάρισε ένα ντροπαλό χαμόγελο κάτω από την μπλε μάσκα που έμοιαζε να απεικονίζει το κεφάλι ενός τρυποφράκτη. Όταν, όμως, αυτός δεν ανταπέδωσε το χαμόγελο, χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα κι απομακρύνθηκε γοργά. Ευτυχώς -ή δυστυχώς- μέχρι που έφυγαν, κανείς δεν ήταν τόσο θυμωμένος που να μην περιοριστεί στο αγριοκοίταγμα. Δεν θα τον πείραζε, αν του την έπεφταν έξι ή εφτά από δαύτους.

«Τι θες να πεις;» ρώτησε τον Μπέσλαν βραχνά.

Το χέρι του Μπέσλαν διέγραψε μια μεγάλη τροχιά και τα μάτια του γούρλωσαν από έκπληξη. «Μα το ότι σε διάλεξε για ταίρι της, φυσικά. Γιατί κοκκίνισες; Θύμωσες; Γιατί-;» Ξαφνικά, χτύπησε με το χέρι το μέτωπό του και γέλασε. «Πίστεψες πως θα θύμωνα εγώ. Συγχώρεσέ με, ξέχασα πως είσαι ξενομερίτης. Ματ, μάνα μου είναι, όχι γυναίκα μου. Ο πατέρας πέθάνε πριν από δέκα χρόνια, κι από τότε ψάχνει διαρκώς. Πολύ χαίρομαι που διάλεξε κάποιον τον οποίο συμπαθώ κι εγώ. Πού πας;»

Ο Ματ δεν αντιλήφθηκε πως ετοιμαζόταν να φύγει, μέχρι που του μίλησε ο Μπέσλαν. «Απλώς... πρέπει να συνέλθω λιγάκι».

«Μα πίνεις τσάι, Ματ».

Αποφεύγοντας ένα πράσινο ατομικό φορείο, μόλις που πρόσεξε την πόρτα του σπιτιού να ανοίγει και μια γυναίκα με έναν γαλάζιο μανδύα γεμάτο φτερά πάνω από το φόρεμά της να γλιστράει έξω. Εντελώς ασυνείδητα -το κεφάλι του γύριζε ακόμα για να σκεφτεί καθαρά- άρχισε να την ακολουθεί. Ο Μπέσλαν γνώριζε και, μάλιστα, το επιδοκίμαζε κιόλας! Επρόκειτο για τη μάνα του, κι αυτός...

«Ματ;» ακούστηκε η φωνή του Ναλέσεν, πίσω του. «Πού πας;»

«Αν δεν γυρίσω μέχρι αύριο», απάντησε ο Ματ αφηρημένα, «πες τους πως θα χρειαστεί να το βρουν μόνοι τους!» Σχεδόν ζαλισμένος, πήρε από πίσω τη γυναίκα, χωρίς καν να ακούσει αν του φώναξε κάτι ο Ναλέσεν ή ο Μπέσλαν. Ο τύπος ήξερε τα πάντα! Θυμήθηκε που κάποτε του πέρασε από το μυαλό ότι τόσο ο Μπέσλαν όσο κι η μάνα του ήταν τρελοί, αλλά συνέβαινε κάτι ακόμα χειρότερο. Όλοι στο Έμπου Νταρ ήταν τρελοί! Ούτε καν έδωσε σημασία στα ζάρια που είχαν αρχίσει να τριβελίζουν το κεφάλι του.


Από ένα παράθυρο, στο δωμάτιο συσκέψεων, η Ρεάνε παρατηρούσε τη Σολαίν να χάνεται, κατεβαίνοντας τον δρόμο προς το ποτάμι. Κάποιος τύπος με μαυριδερό πανωφόρι την ακολουθούσε, αλλά, αν προσπαθούσε να την ενοχλήσει, θα ανακάλυπτε πως η Σολαίν δεν είχε ούτε τον χρόνο ούτε την υπομονή για να ασχοληθεί με άντρες.

Η Ρεάνε δεν ήταν σίγουρη για ποιον λόγο η παρόρμηση ήταν τόσο ισχυρή σήμερα. Εδώ και μέρες, έκανε την εμφάνισή της τα πρωινά και χανόταν μαζί με τον ήλιο, κι όλες αυτές τις μέρες την καταπολεμούσε -σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες που δεν τολμούσαν να αποκαλέσουν νόμους, η διαταγή είχε δοθεί προς τα μέσα του μήνα, έξι νύχτες πριν- αλλά σήμερα... Είχε δώσει τη διαταγή πριν σκεφτεί καλά-καλά, και τώρα ήταν δύσκολο να την ανακαλέσει πριν περάσει το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Όλα πήγαιναν καλά. Κανείς στην πόλη δεν είχε δει ίχνος αυτών των ανόητων κοριτσιών, της Ηλαίην και της Νυνάβε. Δεν ήταν ανάγκη να κάνουν επιλογές που μπορεί να αποδεικνύονταν επικίνδυνες.

Αναστενάζοντας, στράφηκε προς τις υπόλοιπες που την περίμεναν να κάτσει πριν καθίσουν κι αυτές. Όλα θα πήγαιναν καλά, όπως πάντα, και τα μυστικά δεν θα διέρρεαν. Ωστόσο... Δεν είχε το χάρισμα της Πρόβλεψης ή κάτι άλλου παρόμοιου, όμως η τάση αυτή ίσως να ήθελε να της πει κάτι. Δώδεκα γυναίκες την παρακολουθούσαν με προσμονή. «Νομίζω πως πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά την πιθανότητα να μετακινήσουμε όποια δεν φοράει τη ζώνη στο αγρόκτημα για λίγο». Το θέμα δεν συζητήθηκε και πολύ. Ήταν οι Πρεσβύτερες, αλλά αυτή ήταν η Πρεσβύτερη όλων. Αν μη τι άλλο, δεν ήταν κακό να συμπεριφέρεται ως Άες Σεντάι.

Загрузка...