2 Η Αυλή του Σφαγέα

Αρχικά, ο Πέριν δεν κοίταξε προς την κάτω μεριά της πλαγιάς, εκεί που έπρεπε κανονικά να καλπάσει, εκεί που έπρεπε να βρίσκεται εκείνο το πρωινό με τον Ραντ. Αντίθετα, προχώρησε στην άκρη του κύκλου με τις άμαξες κι άφησε τη ματιά του να πλανηθεί ολόγυρα, παρ' όλο που το θέαμα τον αρρώσταινε. Ήταν σαν να τον είχαν χτυπήσει με σφυρί στην κοιλιά.

Κι αυτή η σφυριά ήταν δυνατή. Δεκαεννιά φρεσκοσκαμμένοι τάφοι στην κορυφή ενός επίπεδου λόφου, ανατολικά. Δεκαεννιά άντρες των Δύο Ποταμών που δεν θα ξανάβλεπαν τα σπίτια τους. Σπάνια ένας σιδηρουργός έβλεπε ανθρώπους να πεθαίνουν εξαιτίας δικών του αποφάσεων. Αν μη τι άλλο, οι άντρες των Δύο Ποταμών είχαν υπακούσει στις διαταγές του, αλλιώς οι τάφοι θα ήταν περισσότεροι. Κι άλλη δυνατή σφυριά. Τετράγωνα σκαμμένης γης κάλυπταν την επόμενη πλαγιά. Σχεδόν εκατό Μαγιενοί κι ακόμα περισσότεροι Καιρχινοί που είχαν έρθει στα Πηγάδια του Ντουμάι για να πεθάνουν. Οι λόγοι κι οι αιτίες δεν είχαν καμιά σημασία· είχαν ακολουθήσει τον Πέριν Αϋμπάρα. Τρίτη σφυριά. Η πρόσοψη της ράχης στα δυτικά, διάσπαρτη από τάφους, χίλιους και πλέον, έμοιαζε κι η ίδια ένας τεράστιος συμπαγής τάφος. Χίλιοι Αελίτες, θαμμένοι σε όρθια θέση για να αντικρίζουν την ανατολή. Χίλιοι από δαύτους. Κι ανάμεσά τους Κόρες. Οι νεκροί άντρες τού προκαλούσαν έναν κόμπο στο στομάχι· οι νεκρές γυναίκες τον έκαναν να θέλει να κλάψει. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του πως όλοι αυτοί είχαν έρθει εδώ οικειοθελώς, ότι έπρεπε να βρίσκονται εδώ. Κι οι δύο περιπτώσεις αλήθευαν, αλλά ήταν ο ίδιος που είχε δώσει τις διαταγές κι έτσι η ευθύνη για όλους αυτούς τους τάφους ήταν δική του. Ούτε του Ραντ, ούτε των Άες Σεντάι. Μονάχα δική του.

Οι επιζώντες Αελίτες είχαν πάψει τα μοιρολόγια τους μόλις πριν από λίγη ώρα, άσματα στοιχειωμένα, τραγουδισμένα τμηματικά, που κολλούσαν στο μυαλό.

Όνειρο είναι η ζωή - όπου σκιά δεν ξέρει

Όνειρο είναι η ζωή — με πόνο το θρηνούν

Ένα όνειρο - που απ’ αυτό ξύπνημα αποζητούνε

Ένα όνειροπου όσοι ξυπνούν για μακριά κινούν.

Ποιος θα κοιμάταιαν αυγή καινούργια τον προσμένει;

Ποιος θα κοιμάται - αν άνεμοι γλυκά πάλι φυσούν;

Ένα όνειρο τελειώνει πια — σαν νέα μέρα φτάνει

Ένα όνειρο - που όσοι ξυπνούν για μακριά κινούν.

Φαίνεται πως αυτά τα τραγούδια τούς έδιναν παρηγοριά. Ευχήθηκε να ένιωθε κι αυτός το ίδιο, αλλά, απ' όσο έβλεπε, οι Αελίτες δεν έμοιαζαν να νοιάζονται και πολύ για το αν ζούσαν ή πέθαιναν, κι αυτό ήταν παράλογο. Κάθε λογικός άνθρωπος θέλει να ζήσει. Κάθε λογικός άνθρωπος θα το έβαζε στα πόδια μπροστά στον ορυμαγδό της μάχης, θα έτρεχε μακριά όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Ο Γοργοπόδης τίναξε το κεφάλι του, με τα ρουθούνια διεσταλμένα από τις αναδυόμενες οσμές, κι ο Πέριν χτύπησε μαλακά τον λαιμό του καστανόχρωμου ζώου. Ο Άραμ μειδιούσε παρατηρώντας αυτό που ο Πέριν πάσχιζε να εμποδίσει. Το πρόσωπο του Λόιαλ ήταν τόσο ανέκφραστο, που θα έλεγες πως ήταν σκαλισμένο πάνω σε ξύλο. Τα χείλη του κινήθηκαν ελαφρά κι ο Πέριν νόμισε πως έπιασε κάποιες λέξεις. «Φως, είθε να μην ξαναδώ τέτοιο θέαμα». Τραβώντας στα πνευμόνια του μια βαθιά ανάσα, η ματιά του ακολούθησε τη δική τους, προς τα Πηγάδια του Ντουμάι.

Κατά κάποιον τρόπο, η κατάσταση δεν ήταν τόσο άσχημη όσο οι τάφοι -μερικούς από αυτούς τους ανθρώπους τούς ήξερε από παιδί- αλλά το σοκ ήταν άμεσο, λες κι η μυρωδιά που έμπαινε στα ρουθούνια του απέκτησε στερεή μορφή και τον χτύπησε ανάμεσα στα μάτια. Όλες αυτές οι αναμνήσεις που ήθελε να ξεχάσει ξεχύθηκαν μονομιάς. Τα Πηγάδια του Ντουμάι ήταν τόπος σφαγής, τόπος θανάτου, όμως τώρα τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Λιγότερο από ένα μίλι μακριά, τα καψαλισμένα απομεινάρια των αμαξών απλώνονταν γύρω από ένα μικρό δασύλλιο, κρύβοντας σχεδόν τον χαμηλό, πέτρινο περίβολο των πηγαδιών. Κι ολόγυρα...

Μία αναβράζουσα σκοτεινή θάλασσα, σχηματισμένη από δεκάδες χιλιάδες όργια, κοράκια και κουρούνες, κυμάτιζε, στροβιλιζόταν κι ησύχαζε ξανά, αποκρύβοντας την τσακισμένη γη, πράγμα για το οποίο ο Πέριν ήταν ευγνώμων. Οι μέθοδοι των Άσα'μαν ήταν κτηνώδεις. Κατέστρεφαν τόσο τη σάρκα, όσο και τη γη, με την ίδια αμεροληψία. Πολλοί Σάιντο είχαν πεθάνει ώστε να προλάβουν να θαφτούν σε κάτι λιγότερο από μερικές μέρες, αν υποθέσουμε ότι ενδιαφερόταν κάποιος να τους θάψει, κι έτσι τα όρνια και τα κοράκια βρήκαν την ευκαιρία για τσιμπούσι. Υπήρχαν και νεκροί λύκοι εκεί κάτω. Πολύ θα ήθελε να τους θάψει, αλλά δεν συνηθιζόταν ανάμεσα στους λύκους. Είχαν βρεθεί, επίσης, τρία κουφάρια Άες Σεντάι -φαίνεται πως η ικανότητα της διαβίβασης δεν είχε σταθεί ικανή να τις σώσει από τα ακόντια και τα βέλη του παροξυσμού της μάχης- καθώς και μισή ντουζίνα νεκροί Πρόμαχοι. Θάφτηκαν στο ξέφωτο, δίπλα στα πηγάδια.

Τα πουλιά δεν ήταν μόνα τους με τους νεκρούς. Τουναντίον. Μαυρόφτερα κύματα ορθώνονταν γύρω από τον Άρχοντα Ντομπραίν Τάμποργουιν και τους διακόσιους έφιππους Καιρχινούς πολεμιστές του, κι από τον Άρχοντα Υπολοχαγό Χάβιεν Νουρέλ με ό,τι περίσσεψε από τους Μαγενούς του, ξέχωρα από τους φρουρούς των Προμάχων. Οι Καιρχινοί αξιωματικοί που, εκτός από τον Ντομπραίν, διακρίνονταν από δύο λευκά διαμάντια σε μπλε φόντο, κι οι Μαγιενοί με την κόκκινη θωράκιση και τις πορφυρές λόγχες με τις σημαιούλες, έδιναν τη δική τους πολεμική παράσταση μέσα σε αυτό το μακελειό, αλλά ο Ντομπραίν δεν ήταν ο μόνος που κρατούσε ένα κομμάτι ύφασμα μπροστά στη μύτη του. Εδώ κι εκεί, όλο και κάποιος άντρας έσκυβε από τη σέλα προσπαθώντας να αδειάσει ένα -ήδη άδειο- στομάχι. Ο Μάζριμ Τάιμ, σχεδόν εξίσου ψηλός με τον Ραντ, ήταν πεζός, τυλιγμένος στον μαύρο μανδύα με τους χρυσογάλανους Δράκοντες που διακοσμούσαν τα μανίκια του, μαζί με εκατό ακόμα Άσα'μαν. Κάποιοι από αυτούς ξερνούσαν επίσης. Υπήρχαν ακόμα κάμποσες Κόρες, περισσότεροι σισβαϊ'αμάν απ ό,τι Καιρχινοί, Μαγιενοί κι Άσα'μαν μαζί, και μερικές δωδεκάδες Σοφές ακόμα, όλοι αυτοί σε περίπτωση που επέστρεφαν οι Σάιντο ή που κάποιοι από τους νεκρούς υποκρίνονταν, αν κι ο Πέριν πίστευε πως όποιος προσποιείτο το πτώμα θα έχανε γρήγορα τα λογικά του. Όλοι ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από τον Ραντ.

Ο Πέριν έπρεπε να βρίσκεται εκεί κάτω με τους άντρες των Δύο Ποταμών. Ο Ραντ το είχε ζητήσει, είχε μιλήσει σχετικά με την εμπιστοσύνη που έτρεφε σε άντρες από την πατρίδα, αλλά ο Πέριν δεν είχε υποσχεθεί τίποτα. Θα αναγκαστεί να συμβιβαστεί για λογαριασμό μου, και μάλιστα καθυστερημένα, σκέφτηκε. Σε λίγο, μόλις θα κατάφερνε να ατσαλώσει τον εαυτό του και να κατέβει στην αυλή του σφαγέα. Μόνο που τα μαχαίρια των χασάπηδων δεν θέριζαν ανθρώπους κι ήταν καθαρότερα και πιο δίκαια από τα τσεκούρια κι από τα όρνια.

Οι μαυροντυμένοι Άσα'μαν χάθηκαν μέσα στον ωκεανό των πουλιών, θάνατος που τον κατάπινε ο θάνατος, ενώ τα αρπακτικά και τα κοράκια ξεχύνονταν κι έκρυβαν τους υπόλοιπους. Μόνο ο Ραντ παρέμενε όρθιος, με το κουρελιασμένο λευκό πουκάμισο που φορούσε, όταν κατέφθασε η διάσωση. Αν κι, εκείνη την ώρα, μόνο διάσωση δεν χρειαζόταν. Η εμφάνιση της Μιν, δίπλα στον Ραντ, με τον ανοιχτοκόκκινο χιτώνα και τα περιποιημένα παντελόνια, έκαναν τον Πέριν να μορφάσει. Το μέρος δεν ήταν κατάλληλο γι' αυτήν, ούτε και για κανέναν άλλον, αλλά, από τη στιγμή που είχε έρθει η διάσωση, παρέμεινε κοντά στον Ραντ περισσότερο ακόμα κι από τον Τάιμ. Με κάποιο τρόπο, ο Ραντ είχε καταφέρει να ελευθερώσει τόσο τον εαυτό του όσο και την ίδια αρκετή ώρα πριν εισβάλει ο Πέριν ή οι Άσα'μαν, κι ο Πέριν έβλεπε την παρουσία του Ραντ σαν τη μόνη οδό ασφαλούς διαφυγής.

Μερικές φορές, καθώς περιδιάβαινε σε αυτόν τον τόπο που είχε καταντήσει νεκροφυλακείο, ο Ραντ χτυπούσε χαϊδευτικά το χέρι της Μιν ή έσκυβε το κεφάλι του σαν να της μιλούσε, αν και μάλλον αφηρημένα. Σκοτεινά σύννεφα πουλιών θέριευαν γύρω τους· τα μικρότερα έφευγαν για να τραφούν κάπου αλλού και τα όρνια παραχωρρύσαν απρόθυμα έδαφος, ενώ κάποια από αυτά αρνούνταν να πετάξουν μακριά. Βάδιζαν προς τα πίσω, με τους άφτερους λαιμούς προτεταμένους και κρώζοντας προκλητικά. Πού και πού, ο Ραντ σταματούσε κι έσκυβε πάνω από κάποιο πτώμα. Άλλες φορές, φωτιά ξεχυνόταν από τα χέρια του κι έκαιγε κάποιο αρπακτικό που αρνιόταν να υποχωρήσει. Κάθε φορά, η Ναντέρα, που ηγείτο των Κορών, ή η Σούλιν, η αμέσως κατώτερη, λογομαχούσαν μαζί του. Το ίδιο έκαναν μερικές φορές κι οι Σοφές, κρίνοντας από τον τρόπο που τραβούσαν τη φορεσιά ενός πτώματος, λες κι ήθελαν να του υποδείξουν κάτι. Ο Ραντ ένευε και συνέχιζε την πορεία του, αν και δεν απέφευγε να ρίχνει ματιές πάνω από τους ώμους του. Μέχρι κάποιο άλλο κουφάρι να του τραβήξει την προσοχή.

«Μα τι κάνει;» ρώτησε απαιτητικά μια αλαζονική φωνή δίπλα στο γόνατο του Πέριν. Η οσμή της ήταν αρκετή για να καταλάβει ποια ήταν πριν ακόμα τη δει. Αγαλμάτινη και κομψή μέσα στο μεταξένιο πράσινο φόρεμα ιππασίας και τον λεπτό λινό χιτώνα που την προστάτευε από τη σκόνη, η Κιρούνα Νάτσιμαν ήταν η αδελφή του Βασιλιά Πάιταρ του Άραφελ και μία καθ' αυτό πανίσχυρη ευγενής. Το ότι είχε γίνει Άες Σεντάι δεν συνέβαλε αρκετά στο να μετριάσει τους τρόπους της. Απορροφημένος από τα όσα παρακολουθούσε, ο Πέριν δεν την είχε ακούσει να πλησιάζει. «Γιατί βρίσκεται εκεί κάτω; Δεν θα έπρεπε».

Δεν ήταν όλες οι Άες Σεντάι του στρατοπέδου αιχμάλωτες, κι όσες δεν ήταν είχαν να φανούν από χτες το πρωί. Συζητούσαν αναμεταξύ τους, υπέθεσε ο Πέριν, και προσπάθησε να φανταστεί τι είχε συμβεί με δαύτες. Ίσως προσπαθούσαν να βρουν κάποιο τρόπο να ξεγλιστρήσουν. Τώρα φαίνεται πως έκαναν μαζική έξοδο. Η Μπέρα Χάρκιν, άλλη μια Πράσινη, στεκόταν πλάι στην Κιρούνα. Είχε το παρουσιαστικό αγρότισσας, παρά το αγέραστο πρόσωπό της και το όμορφο μάλλινο φόρεμα. Ωστόσο, ήταν με τον τρόπο της εξίσου ακατάδεχτη όπως η Κιρούνα. Ήταν μια αγρότισσα που θα μπορούσε να διατάξει έναν βασιλιά να σκουπίσει τα πόδια του προτού μπει στο σπίτι της, και γρήγορα μάλιστα. Μαζί με την Κιρούνα ηγείτο των αδελφών που είχαν έρθει στα Πηγάδια του Ντουμάι ακολουθώντας τον Πέριν, αν κι η αρχηγία μπορεί να άλλαζε χέρια αναμεταξύ τους. Δεν ήταν πολύ ξεκάθαρο τι συνέβαινε, κάτι διόλου ασυνήθιστο με τις Άες Σεντάι.

Οι υπόλοιπες εφτά σχημάτιζαν μια αγέλη, όχι πολύ μακριά. Ήταν περήφανες λέαινες που δεν δείλιαζαν μπροστά σε τίποτα, ποτισμένες με τον αέρα της εξουσίας. Οι Πρόμαχοι τους ήταν παρατεταγμένοι πίσω τους κι, αν οι αδελφές ήταν η προσωποποίηση της ηρεμίας, οι Πρόμαχοι δεν άφηναν να φανεί το παραμικρό συναίσθημα. Ήταν παράταιροι· μερικοί φορούσαν εκείνους τους μανδύες που άλλαζαν χρώματα κι έκαναν κάποια μέρη του σώματος να εξαφανίζονται. Άσχετα, όμως, από το αν ήταν κοντοί ή ψηλοί, στιβαροί ή λεπτοκαμωμένοι, και μόνο που στέκονταν εκεί έμοιαζαν με τη βία έτοιμη να σπάσει τα δεσμά της.

Ο Πέριν γνώριζε καλά δύο από αυτές τις γυναίκες, τη Βέριν Μάθγουιν και την Αλάνα Μοσβάνι. Η Βέριν, κοντή και σθεναρή, σχεδόν μητρική με έναν αλλόκοτο τρόπο, όταν δεν σε παρατηρούσε σαν πουλί που κοιτάει το σκουλήκι, ανήκε στο Καφέ Άτζα. Η Αλάνα, λεπτοκαμωμένη κι αόριστα χαριτωμένη, αν και τελευταία η ματιά της έδειχνε καταβεβλημένη για κάποιο λόγο, ανήκε στο Πράσινο. Συνολικά, οι πέντε από τις εννέα ανήκαν στο Πράσινο. Κάποτε, αρκετό καιρό πριν, η Βέριν του είχε πει να μην εμπιστεύεται υπερβολικά την Αλάνα, κι αυτός πήρε τοις μετρητοίς τα λόγια της. Ωστόσο, δεν εμπιστευόταν ιδιαίτερα και καμία άλλη, συμπεριλαμβανομένης της Βέριν. Ούτε κι ο Ραντ τις εμπιστευόταν, παρά το ότι είχαν πολεμήσει στο πλευρό του χτες και παρά το τι είχε συμβεί στο τέλος. Ο Πέριν εξακολουθούσε να μην το πιστεύει, κι ας το έβλεπε μπροστά του.

Μια ντουζίνα Άσα'μαν ραχάτευαν δίπλα σε μια άμαξα, κάπου είκοσι βήματα αηόσταση από τις αδελφές. Ένας φαντασμένος τύπος ονόματι Τσαρλ Γκέντγουιν ήταν ο επικεφαλής τους σήμερα, ένας σκληροτράχηλος και κορδωμένος άντρας. Όλοι τους φορούσαν μια καρφίτσα με μορφή ασημένιου ξίφους στους μακρόστενους γιακάδες των πανωφοριών τους, ενώ άλλοι τέσσερεις ή πέντε, εκτός από τον Γκέντγουιν, είχαν έναν δράκοντα από χρυσοκόκκινο σμάλτο να στολίζει την άλλη μεριά. Ο Πέριν υπέθεσε πως είχε να κάνει με το βαθμό ή κάτι παρόμοιο. Είχε παρατηρήσει και τα δύο διακριτικά και σε μερικούς άλλους Άσα'μαν. Δεν ήταν ακριβώς φρουροί και κατάφερναν να βρίσκονται όπου ήταν η Κιρούνα κι οι υπόλοιπες. Απλώς, κινούνταν με το πάσο τους κι είχαν τα μάτια τους δεκατέσσερα. Οι Άες Σεντάι δεν τους πρόσεχαν, όχι τουλάχιστον με εμφανή τρόπο. Πάντως, οι αδελφές απέπνεαν δυσπιστία, αμηχανία κι οργή. Εν μέρει, σίγουρα θα ευθύνονταν οι Άσα’μαν.

«Λοιπόν;» Τα σκοτεινά μάτια της Κιρούνα άστραφταν από ανυπομονησία. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως τόσος πολύς κόσμος την είχε αφήσει να περιμένει.

«Δεν ξέρω», απάντησε ψέματα ο Πέριν, χτυπώντας χαϊδευτικά το λαιμό του Γοργοπόδη. «Ο Ραντ δεν μου τα λέει όλα».

Καταλάβαινε μερικά πράγματα -έτσι νόμιζε, τουλάχιστον — αλλά δεν σκόπευε να τα αποκαλύψει σε κανέναν. Αυτό ήταν δουλειά του Ραντ, αν τελικά το αποφάσιζε. Όποιον κι αν κοιτούσε ο Ραντ, ανήκε σε κάποια Κόρη, ο Πέριν δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Μια Κόρη Σάιντο το δίχως άλλο, αν και δεν ήταν σίγουρος κατά πόσον είχε σημασία για τον Ραντ. Χτες το βράδυ, είχε απομακρυνθεί από τις άμαξες, ψάχνοντας για λίγη απομόνωση, κι ενώ ο ήχος από τα γέλια των γεμάτων ζωή αντρών έσβηνε πίσω του, έπεσε πάνω στον Ραντ. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας, που έκανε τον κόσμο να τρέμει, καθόταν κάτω, μονάχος στο σκοτάδι, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το κορμί του, και λικνιζόταν μπρος πίσω.

Στα μάτια του Πέριν, το φεγγάρι ήταν το ίδιο λαμπερό με τον ήλιο, αλλά εκείνη τη στιγμή το μόνο που επιθυμούσε ήταν απόλυτο σκοτάδι. Το πρόσωπο του Ραντ ήταν τραβηγμένο και συσπασμένο, πρόσωπο ανθρώπου που ήθελε να ουρλιάξει ή να ξεσπάσει σε λυγμούς, αλλά που καταπολεμούσε αυτή την τάση με κάθε ικμάδα του κορμιού του. Όποιο κόλπο κι αν γνώριζαν οι Άες Σεντάι για να κρατήσουν μακριά τη ζέστη, το ήξερε κι ο Ραντ με τους Άσα'μαν, αλλά δεν το χρησιμοποιούσε τώρα. Η νυχτερινή ζέστη ήταν αντάξια του καύσωνα μιας καλοκαιρινής μέρας κι ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπο του Ραντ και του Πέριν.

Δεν κοίταξε τριγύρω, παρ’ όλο που οι μπότες του Πέριν θρόισαν ηχηρά στο νεκρό γρασίδι. Μίλησε εξακολουθώντας να λικνίζεται, κι η φωνή του ήταν βραχνή. «Εκατόν πενήντα μία, Πέριν. Εκατόν πενήντα μία Κόρες πέθαναν σήμερα. Για μένα. Τους το υποσχέθηκα, βλέπεις. Μην πεις τίποτα! Σκάσε! Φύγε!» Παρά τον ιδρώτα, ο Ραντ ριγούσε. «Δεν φταις εσύ, Πέριν, δεν φταις εσύ. Βλέπεις, έπρεπε να κρατήσω τις υποσχέσεις μου, ανεξάρτητα από το πόσο σκληρές ήταν. Έπρεπε να κρατήσω την υπόσχεση που είχα δώσει στον εαυτό μου παρά το ότι με πλήγωσε τόσο πολύ».

Ο Πέριν προσπάθησε να μη σκέφτεται τη μοίρα των αντρών με την ικανότητα της διαβίβασης. Οι τυχεροί πέθαναν πριν τρελαθούν. Οι άτυχοι πέθαναν αφότου τρελάθηκαν. Άσχετα με το αν ο Ραντ θεωρείτο τυχερός ή άτυχος, τα πάντα εναπόκεινταν σε αυτόν. Τα πάντα. «Δεν ξέρω τι να πω, Ραντ, αλλά...»

Ο Ραντ δεν του έδωσε σημασία, σαν να μην τον άκουσε, και συνέχισε να λικνίζεται πίσω μπρος, πίσω μπρος. «Η Ισάν της Σέπτας Τζάρα των Αελιτών Τσαρήν πέθανε για μένα σήμερα. Η Τσουόντε, από το Κορφοβούνι της Ραχοκοκαλιάς του Μιαγκόμα πέθανε για μένα σήμερα. Η Αγκίριν του Νταράυν...»

Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να κάτσει οκλαδόν και να ακούει τον Ραντ να απαγγέλλει εκατόν πενήντα ένα ονόματα με φωνή κοφτή, γεμάτη πόνο. Άκουγε κι ήλπιζε. Ο Ραντ διατηρούσε ακόμα τα λογικά του.

Ωστόσο, είτε ο Ραντ παρέμενε λογικός είτε όχι, αν μια Κόρη που είχε έρθει για να πολεμήσει στο πλευρό του σκοτωνόταν με κάποιον τρόπο, ο Πέριν ήταν σίγουρος πως όχι μόνο θα την έθαβαν ευπρεπώς μαζί με τις άλλες στο κορφοβούνι, αλλά θα προσέθεταν και το εκατοστό πεντηκοστό δεύτερο όνομα στη λίστα. Κι αυτό δεν ήταν δουλειά της Κιρούνα. Οι αμφιβολίες του Πέριν δεν είχαν χώρο εδώ. Το θέμα ήταν απλό. Ο Ραντ έπρεπε πάση θυσία να παραμείνει λογικός. Φως, βοήθησέ μας!

Να με κάψει το Φως, έτσι ωμά που σκέφτομαι την κατάσταση, αναλογίστηκε ο Πέριν.

Με την άκρη του ματιού του είδε το σαρκώδες στόμα της να σφίγγεται για λίγο. Το να μην ξέρει τα πάντα τής άρεσε όσο και το να την κάνουν να περιμένει. Θα μπορούσε να είναι όμορφη, εκθαμβωτική θα έλεγε κανείς, αλλά η όψη της έδινε την εντύπωση γυναίκας συνηθισμένης να παίρνει αυτό που θέλει. Δεν ήταν ευερέθιστη· απλώς απόλυτα σίγουρη πως αυτό που ήθελε ήταν σωστό κι έπρεπε οπωσδήποτε να το κατακτήσει. «Με τόσες εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως, όρνια και κοράκια μαζεμένα σε ένα σημείο, οι Μυρντράαλ σύντομα θα μάθουν τα καθέκαστα». Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει τον εκνευρισμό της. Τα λόγια της έμοιαζαν να υπονοούν πως ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για τα πουλιά που είχαν μαζευτεί εκεί. «Στις Μεθόριες τα σκοτώνουμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Γιατί δεν το κάνεις, αφού διαθέτεις τοξότες;»

Πράγματι, ήταν πιθανό πως καθένα από όλα αυτά τα κοράκια και τις κουρούνες υπηρετούσε ως κατάσκοπος τη Σκιά. Ο Πέριν αισθάνθηκε την αηδία να τον πλημμυρίζει. Αηδία και κόπωση. «Τι νόημα έχει;» Με τόσο πολλά πουλιά, όσα βέλη κι αν έριχναν οι άντρες των Δύο Ποταμών κι οι Αελίτες, όλο και κάποιος κατάσκοπος θα τη γλίτωνε για να δώσει αναφορά. Τις περισσότερες φορές δεν υπήρχε τρόπος να σιγουρευτείς αν ο κατάσκοπος ήταν το πουλί που είχες σκοτώσει ή αυτό που είχε πετάξει μακριά. «Αρκετή σφαγή δεν είδαν τα μάτια μας; Σύντομα θα δούμε κι άλλη. Μα το Φως, γυναίκα, ακόμα κι οι Άσα'μαν χόρτασαν αίμα!»

Τα φρύδια μερικών αδελφών σε μια παρακείμενη παρέα ανασηκώθηκαν. Κανείς δεν μιλούσε με αυτόν τον τρόπο σε μία Άες Σεντάι, ακόμη κι ένας βασιλιάς ή μια βασίλισσα. Η ματιά που του έριξε η Μπέρα σήμαινε ότι πολύ θα ήθελε να τον πετάξει από τη σέλα και να του τραβήξει το αυτί. Ωστόσο, βλέποντας το χάλι που επικρατούσε κάτω, η Κιρούνα ίσιωσε τη φούστα της με πρόσωπο ψυχρά αποφασιστικό. Τα αυτιά του Λόιαλ τρεμούλιασαν. Έτρεφε βαθύ σέβας για τις Άες Σεντάι, αν κι ανησυχούσε πολύ. Σχεδόν δύο φορές ψηλότερος από τις περισσότερες αδελφές, υπήρχαν φορές που συμπεριφερόταν με τρόπο που κανείς δεν του έδινε σημασία.

Ο Πέριν δεν έδωσε την ευκαιρία στην Κιρούνα να συνεχίσει. Κάνε πως δίνεις θάρρος σε μια Άες Σεντάι, κι αυτή θα σε εκμεταλλευτεί για τα καλά, αν δεν αποφασίσει να σε εκμεταλλεύεται για πάντα. «Με απέφευγες μέχρι τώρα, αλλά υπάρχουν μερικά πραγματάκια που θα ήθελα να σου πω. Χτες παράκουσες διαταγές. Αν εσύ θες», συνέχισε, όταν εκείνη άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, «να το αποκαλείς αυτό αλλαγή σχεδίου και πιστεύεις ότι είναι προτιμότερο, αποκάλεσέ το». Η ίδια μαζί με τις υπόλοιπες οκτώ είχαν διαταχτεί να παραμείνουν με τις Σοφές, επιτηρούμενες από τους άντρες των Δύο Ποταμών και τους Μαγιενούς, και να μην ανακατευτούν με τη μάχη. Αντί γι' αυτό, όμως, βούτηξαν για τα καλά σ' αυτή και βρέθηκαν ανάμεσα σε άντρες που προσπαθούσαν να πετσοκόψουν ο ένας τον άλλον χρησιμοποιώντας ξίφη κι ακόντια. «Πήρες μαζί σου τον Χάβιεν Νουρέλ με αποτέλεσμα να πεθάνουν οι μισοί Μαγιενοί. Δεν θα κάνεις πια του κεφαλιού σου. Δεν έχω καμιά όρεξη να βλέπω τους άντρες μου να πεθαίνουν επειδή εσύ νόμισες πως βρήκες έναν καλύτερο τρόπο, και όσοι έχουν άλλη γνώμη να πάνε στον Σκοτεινό. Με κατάλαβες;»

«Τελείωσες, αγροτόπαιδο;» Η φωνή της Κιρούνα ήταν επικίνδυνα ήρεμη. Το πρόσωπο που έστρεψε προς το μέρος του θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν σκαλισμένο σε μαύρο πάγο κι είχε την αποφορά της ύβρης. Παρ' όλο που πατούσε στο έδαφος, έμοιαζε σαν να τον κοιτούσε από ψηλά, κι αυτό δεν ήταν κόλπο των Άες Σεντάι. Είχε προσέξει πως το εφάρμοζε κι η Φάιλε και θεωρούσε πως το ήξεραν οι περισσότερες γυναίκες. «Θα σου πω κάτι, παρ' όλο που θα μπορούσε να το συμπεράνει ο οποιοσδήποτε με μέσο όρο ευφυΐας. Με βάση τους Τρεις Όρκους, καμιά αδελφή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τη Μία Δύναμη ως όπλο παρά μονάχα απέναντι στους Σκιογέννητους, ή για να υπερασπίσει τη ζωή τη δική της, του Προμάχου της ή κάποιας άλλης αδελφής. Θα μπορούσαμε να μην έχουμε μετακινηθεί από εκεί που μας είπες και να παρακολουθούμε μέχρι την Τάρμον Γκάι'ντον χωρίς να παρέμβουμε αποτελεσματικά, όχι τουλάχιστον μέχρι να απειληθούμε οι ίδιες. Δεν μου αρέσει να εξηγώ τις πράξεις μου, αγροτόπαιδο. Μη με αναγκάσεις να το ξανακάνω. Εσύ με κατάλαβες;»

Τα αυτιά του Λόιαλ ζάρωσαν και κοίταξε ίσια μπροστά, τόσο έντονα που ήταν προφανές ότι ευχήθηκε να βρισκόταν κάπου αλλού τη συγκεκριμένη στιγμή, ακόμα και με τη μάνα του που ήθελε να τον παντρέψει. Το στόμα του Άραμ κρεμόταν χαλαρό κι, όπως πάντα, προσπαθούσε να προσποιηθεί ότι οι Άες Σεντάι δεν τον εντυπωσίαζαν διόλου. Ο Τζόνταϊν κι ο Τοντ κατέβηκαν κάπως απρόσεκτα από τους τροχούς των αμαξών. Ο Τζόνταϊν απομακρύνθηκε σουλατσάροντας κι ο Τοντ άρχισε να τρέχει, κοιτώντας πάνω από τον ώμο του.

Η εξήγηση της φάνταζε λογική και, πιθανότατα, ήταν αλήθεια. Με βάση τους Τρεις Όρκους ήταν όντως αλήθεια, αλλά υπήρχαν παραθυράκια, λες κι ένα μέρος της αλήθεια έμενε κρυμμένο πίσω από μισόλογα. Οι αδελφές θα μπορούσαν κάλλιστα να κινδυνεύσουν και να αναγκαστούν να χρησιμοποιήσουν τη Δύναμη ως όπλο, αλλά ο Πέριν θα στοιχημάτιζε πως ο απώτερος σκοπός τους ήταν να προλάβουν να βάλουν στο χέρι τον Ραντ. Το τι θα επακολουθούσε μονάχα να υποθέσει μπορούσε κανείς, αλλά ήταν σίγουρος πως στα σχέδιά τους δεν είχαν προβλέψει όσα συνέβησαν.

«Έρχεται», είπε ο Λόιαλ ξαφνικά. «Κοιτάξτε! Έρχεται ο Ραντ».

Αμέσως μετά η φωνή του έγινε ψίθυρος και πρόσθεσε: «Πρόσεχε, Πέριν». Για Ογκιρανό, ο συγκεκριμένος τόνος φωνής όντως ισοδυναμούσε με ψίθυρο. Ο Άραμ κι η Κιρούνα πιθανότατα τον άκουσαν καθαρά, ίσως κι η Μπέρα, αλλά κανένας άλλος. «Δεν σου υποσχέθηκαν τίποτα!» Η φωνή του έγινε ξανά ο γνωστός βρόντος. «Πιστεύεις ότι θα μου αποκαλύψει κάποιες λεπτομέρειες για το τι συνέβη στο στρατόπεδο; Για το βιβλίο μου, δηλαδή, όχι τίποτα άλλο». Έγραφε ένα βιβλίο σχετικά με τον Αναγεννημένο Δράκοντα, ή, τουλάχιστον, κρατούσε κάποιες σημειώσεις. «Η αλήθεια είναι πως δεν είδα και πολλά από τη στιγμή που... που ξεκίνησε η μάχη». Στην κορύφωσή της, είχε βρεθεί στο πλευρό του Πέριν, κραδαίνοντας έναν πέλεκυ με λαβή μακρόστενη όσο σχεδόν και το ύψος του. Δεν είναι και πολύ εύκολο να κρατάς σημειώσεις όταν πασχίζεις να κρατηθείς ζωντανός καταμεσής της μάχης. Ακούγοντας κανείς τον Λόιαλ, θα νόμιζε πως πάντα βρισκόταν κάπου αλλού όταν τα πράγματα σοβάρευαν. «Εσύ, Κιρούνα Σεντάι, πιστεύεις πως θα μου αποκαλύψει κάτι;»

Η Κιρούνα κι η Μπέρα αντάλλαξαν ματιές. Κατόπιν, αμίλητες, κίνησαν προς το σημείο όπου βρίσκονταν η Βέριν κι οι υπόλοιπες. Ο Λόιαλ τις κοίταξε καθώς απομακρύνονταν κι αναστέναξε βαριά. Η ανάσα του έμοιαζε με άνεμο που πνέει μέσα από σπηλιές.

«Θα έπρεπε να το έχεις έγνοια, Πέριν», είπε ξεφυσώντας. «Η γλώσσα σου πάντα προτρέχει». Ακουγόταν σαν μπούμπουρας σε μέγεθος γάτας αντί μολοσσού. Ο Πέριν σκέφτηκε πως, αν επρόκειτο να περάσουν αρκετή ώρα ακόμα παρουσία των Άες Σεντάι, έπρεπε να μάθει να ψιθυρίζει. Ένευσε στον Ογκιρανό να παραμείνει σιωπηλός έτσι ώστε να μπορεί να ακούει. Οι αδελφές έπιασαν αμέσως την κουβέντα, αλλά ούτε φθόγγος δεν έφτανε στα αυτιά του Πέριν. Ήταν προφανές πως είχαν δημιουργήσει φραγμό, χρησιμοποιώντας τη Μία Δύναμη.

Εξίσου προφανές ήταν και για τους Άσά’μαν. Μέσα σε μια στιγμή το ραχάτι τους είχε λήξει και στάθηκαν όρθιοι, παραταγμένοι, με την προσοχή τους στραμμένη στις αδελφές. Τίποτα δεν μαρτυρούσε πως είχαν απελευθερώσει το σαϊντίν, το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής, αλλά ο Πέριν θα στοιχημάτιζε τον Γοργοπόδη πως το είχαν κάνει. Με το που θα έβλεπε τον Γκέντγουιν να χλευάζει άγρια, θα ήταν έτοιμος να το κάνει κι ο ίδιος.

Όποιο κι αν ήταν το εμπόδιο που είχαν υψώσει οι Άες Σεντάι, θα πρέπει πια να το είχαν εγκαταλείψει. Σταυρώνοντας τα χέρια τους, στράφηκαν σιωπηλές να κοιτάξουν κάτω, στην πλαγιά. Οι Άσα’μαν αντάλλαξαν ματιές και, τελικά, ο Γκέντγουιν τούς έκανε νόημα να επιστρέψουν στη φαινομενική τους οκνηρία. Φαινόταν απογοητευμένος. Με έναν θυμωμένο γρυλλισμό, ο Πέριν στράφηκε να κοιτάξει πέρα από τις άμαξες.

Ο Ραντ ανέβαινε την πλαγιά έχοντας πλάι του τη Μιν. Της χτυπούσε απαλά το χέρι και της μιλούσε. Κάποια στιγμή, έριξε πίσω το κεφάλι του και γέλασε κι αυτή έσπευσε να κάνει το ίδιο, τραβώντας προς τα πίσω τις μαύρες μπούκλες που κρέμονταν στους ώμους της. Θα μπορούσε κανείς να τον περάσει για επαρχιώτη νεαρό που είχε βγει βόλτα με την κοπέλα του. Με τη διαφορά, όμως, ότι είχε ζωστεί το ξίφος του και κατά διαστήματα άγγιζε με τα ακροδάχτυλά του τη μακριά λαβή. Και με τη διαφορά ότι δίπλα στον άλλο του ώμο βρισκόταν ο Τάιμ, ενώ λίγο πιο πίσω ακολουθούσαν οι Σοφές, οι δακτύλιοι των Κορών με τους σισβαϊ'αμάν, κι οι Καιρχινοί με τους Μαγιενούς που συμπλήρωναν την πομπή.

Τι ανακούφιση που δεν ήταν αναγκασμένος να βρίσκεται μέσα σ' αυτόν τον αχταρμά. Ωστόσο, έπρεπε να προειδοποιήσει τον Ραντ για όλη αυτή την ανακατωσούρα και την έχθρα που είχε αντιληφθεί το ίδιο πρωί. Τι θα έκανε, όμως, αν ο Ραντ δεν τον άκουγε; Ο Ραντ είχε αλλάξει από τότε που άφησε πίσω τους Δύο Ποταμούς, κι ακόμα περισσότερο από τότε που απήχθη από την Κόιρεν και την παρέα της. Όχι. Έπρεπε να στέκει ακόμα καλά στα μυαλά του.

Ο Ραντ κι η Μιν εισήλθαν στον κύκλο που σχημάτιζαν οι άμαξες, ενώ το κυριότερο μέρος της πομπής παρέμεινε απέξω. Πάντως, κανείς δεν θα έλεγε πως ήταν μόνοι τους αφού τους ακολουθούσε μια μικρή ομήγυρη.

Όπως ήταν φυσικό, ο Τάιμ επισκίαζε τον Ραντ· αινιγματικός, με ελαφρώς γαμψή μύτη και -σύμφωνα, τουλάχιστον, με όσα υπέθετε ο Πέριν για το γούστο των γυναικών— ευπαρουσίαστος. Αρκετές Κόρες τού είχαν ρίξει και δυο, και τρεις ματιές... Ήταν προφανές τι επιδίωκαν. Καθώς ο Τάιμ μπήκε στο εσωτερικό του κύκλου, έριξε μια ματιά στον Γκέντγουιν, κι αυτός μόλις που κούνησε το κεφάλι του. Μια φευγαλέα γκριμάτσα χαράχτηκε στο πρόσωπο του Τάιμ και χάθηκε τόσο σύντομα σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Η Ναντέρα κι η Σούλιν ακολουθούσαν κατά πόδας τον Ραντ, σε σταθερή απόσταση βέβαια, κι ο Πέριν αναρωτήθηκε πώς και δεν είχαν φέρει μαζί τους άλλες είκοσι Κόρες. Ήταν φως φανάρι πως δεν άφηναν τον Ραντ ούτε να πλυθεί χωρίς την παρουσία κάποιων Κορών να φρουρούν το λουτρό. Αδυνατούσε να καταλάβει για ποιο λόγο ο Ραντ συναινούσε σε κάτι τέτοιο. Κάθε μία από αυτές είχε το σούφα της τυλιγμένο γύρω από τους ώμους, αφήνοντας ελεύθερα τα κοντοκομμένα μαλλιά που σχημάτιζαν ουρίτσα στο πίσω μέρος. Η Ναντέρα ήταν νευρώδης γυναίκα και τα μαλλιά της ήταν πιότερο γκρίζα παρά ξανθά, αλλά παρά τα τραχιά χαρακτηριστικά της κατάφερνε να είναι ευπαρουσίαστη, αν όχι όμορφη. Η Σούλιν -λεπτή, γεμάτη ουλές, με δέρμα τεντωμένο σαν πετσί κι ασπρομάλλα- έκανε τη Ναντέρα να μοιάζει χαριτωμένη, σχεδόν βελουδένια. Έριξαν μια ματιά στους Άσα'μαν χωρίς να τους βλέπουν στην πραγματικότητα, κι έπειτα επιθεώρησαν με περίσκεψη τις ομάδες των Άες Σεντάι. Τα δάχτυλα της Ναντέρα κινήθηκαν αστραπιαία στη χαρακτηριστική χειρομιλία που χρησιμοποιούσαν οι Κόρες. Ο Πέριν ευχήθηκε, όχι για πρώτη φορά, να μπορούσε να την καταλάβει, αλλά μια Κόρη θα προτιμούσε να παρατήσει τη λόγχη της για να παντρευτεί έναν βάτραχο, παρά να μάθει σε έναν άντρα πώς να χειρομιλεί. Μια Κόρη, την οποία ο Πέριν δεν είχε προσέξει νωρίτερα, καθισμένη οκλαδόν κι ακουμπώντας πάνω σε μια άμαξα λίγα βήματα από τον Γκέντγουιν, απάντησε με τον ίδιο τρόπο, και το ίδιο έκανε άλλη μία που μέχρι εκείνη τη στιγμή έπαιζε ένα παιχνίδι με σπάγκους παρέα με κάποια άλλη αδελφή της Λόγχης, δίπλα στους κρατούμενους.

Η Άμυς έφερε μέσα τις Σοφές και τις πήγε λίγο παράμερα για να συνεδριάσουν με τη Σορίλεα και με κάμποσες ακόμα, οι οποίες είχαν παραμείνει στο εσωτερικό των αμαξών. Παρά το ότι το πρόσωπό της έμοιαζε πολύ νέο σε σύγκριση με τα μακριά λευκά μαλλιά που έφταναν μέχρι τη μέση της, η Άμυς ήταν πολύ σημαντική γυναίκα, δεύτερη μετά τη Σορίλεα στην ιεραρχία των Σοφών. Δεν έκαναν κανένα κόλπο με τη Μία Δύναμη για να καλύψουν τις συζητήσεις τους, αλλά εφτά ή οκτώ Κόρες τις περικύκλωσαν κι άρχισαν να τραγουδάνε χαμηλόφωνα αναμεταξύ τους. Κάποιες κάθονταν χάμω, κάποιες οκλαδόν και κάποιες άλλες στέκονταν όρθιες, σε εντελώς τυχαία διάταξη.

Ο Πέριν ήταν σίγουρος πως είχε αναστενάξει κάμποσες φορές από τότε που είχε ανακατευτεί με τις Άες Σεντάι και τις Σοφές. Και τις Κόρες, επίσης. Τελευταία, φαινόταν ότι, γενικά, η παρουσία γυναικών του προκαλούσε κρίσεις.

Ο Ντομπραίν με τον Χάβιεν, οδηγώντας τα άλογά τους χωρίς άλλους στρατιώτες, ακολουθούσαν. Ο Χάβιεν είχε επιτέλους παρακολουθήσει μάχη· ο Πέριν αναρωτήθηκε με πόσο ενθουσιασμό θα παρακολουθούσε την επόμενη. Ήταν σχεδόν συνομήλικος του Πέριν, αλλά προχθές έμοιαζε νεότερος απ' ό,τι σήμερα. Ο Ντομπραίν, με το μπροστινό μέρος από τα μακριά και γκρίζα ως επί το πλείστον μαλλιά του κουρεμένα στο στυλ των Καιρχινών στρατιωτών, δεν ήταν και τόσο νεαρός κι η χτεσινή μάχη σίγουρα δεν ήταν η πρώτη του, αλλά η αλήθεια ήταν πως έμοιαζε πιο γερασμένος κι αρκετά ανήσυχος, όπως κι ο Χάβιεν. Τα βλέμματά τους αναζήτησαν τον Πέριν.

Υπό άλλες συνθήκες θα περίμενε να δει για ποιο πράγμα ήθελαν να του μιλήσουν, αλλά τώρα ξεπέζεψε, πέταξε τα χαλινάρια του Γοργοπόδη στον Άραμ και κατευθύνθηκε προς το μέρος του Ραντ. Υπήρχαν κι άλλοι εκεί που τον είχαν προλάβει. Μονάχα η Σούλιν κι η Ναντέρα παρέμεναν σιωπηλές.

Η Κιρούνα κι η Μπέρα κινήθηκαν τη στιγμή που ο Ραντ έμπαινε στο εσωτερικό των αμαξών και, καθώς ο Πέριν πλησίαζε, η Κιρούνα μιλούσε στον Ραντ με επιβλητική φωνή. «Χτες αρνήθηκες να δεχτείς τη Θεραπεία, αλλά είναι φανερό πως πονάς. Ακόμα κι αν η Αλάνα δεν ήταν έτοιμη να...», έκοψε τη φράση της στη μέση, καθώς η Μπέρα την έπιασε από το μπράτσο, αλλά συνέχισε σχεδόν αμέσως. «Μήπως είσαι έτοιμος να Θεραπευτείς τώρα;» Πράγμα που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως «Μήπως ήρθες επιτέλους στα συγκαλά σου;»

«Το θέμα με τις Άες Σεντάι πρέπει να διευθετηθεί χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, Καρ'α'κάρν», είπε με τυπικότητα η Άμυς, χωρίς να δώσει σημασία στα λόγια της Κιρούνα.

«Θα πρέπει να τεθούν υπό την προστασία μας, Ραντ αλ'Θόρ», πρόσθεσε η Σορίλεα την ίδια στιγμή που μίλησε ο Τάιμ.

«Το πρόβλημα με τις Άες Σεντάι πρέπει να λυθεί το γρηγορότερο, Άρχοντα Δράκοντα. Οι δικοί μου, οι Άσα'μαν, ξέρουν καλά πώς να το χειριστούν. Εύκολα μπορούμε να τις κρατήσουμε αιχμάλωτες στον Μαύρο Πύργο». Σκοτεινά κι αμυδρά λοξά μάτια άστραψαν προς το μέρος της Κιρούνα και της Μπέρα κι ο Πέριν συνειδητοποίησε σοκαρισμένος πως ο Τάιμ εννοούσε όλες τις Άες Σεντάι, όχι μόνο εκείνες που είχαν πιαστεί αιχμάλωτες. Επιπλέον, παρ' όλο που η Άμυς κι η Σορίλεα κοίταξαν συνοφρυωμένες τον Τάιμ, οι ματιές που έριξαν στις δύο Άες Σεντάι δεν άφηναν περιθώρια άλλης ερμηνείας.

Η Κιρούνα χαμογέλασε προς το μέρος του Τάιμ και των Σοφών, με ένα μειδίαμα σαν λεπτή γραμμή στα χείλη της. Αυτό έγινε κάπως πιο έντονο όταν στράφηκε προς το μέρος του μαυροφορεμένου άντρα, αν κι η ίδια δεν φαινόταν να έχει συνειδητοποιήσει τους σκοπούς του. Αρκούσε ότι ήταν αυτός που ήταν. Αυτό που αντιπροσώπευε. «Κάτω από τις δεδομένες συνθήκες», είπε ψυχρά, «είμαι σίγουρη πως η Κοϊρέν Σεντάι κι οι υπόλοιπες θα μου δώσουν τον λόγο της τιμής τους. Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε πια...»

Οι υπόλοιποι άρχισαν να μιλάνε ταυτόχρονα.

«Αυτές οι γυναίκες δεν έχουν τιμή», είπε η Άμυς περιφρονητικά, κι αυτή τη φορά ήταν φως φανάρι πως τις συμπεριλάμβανε όλες. «Πώς μπορεί να σημαίνει κάτι ο λόγος τους; Αυτές...»

«Αυτές είναι ντα'τσάνγκ», είπε η Σορίλεα σοβαρά, λες κι ανακοίνωνε θανατική ποινή, κι η Μπέρα συνοφρυώθηκε. Ο Πέριν σκέφτηκε πως κάτι θα σήμαινε στην Παλιά Γλώσσα -για άλλη μια φορά η λέξη έμοιαζε με κάτι που θα έπρεπε να είχε αναγνωρίσει- αλλά δεν κατάλαβε για ποιο λόγο οι Άες Σεντάι κατσούφιασαν ξαφνικά. Ή για ποιο λόγο η Σούλιν ένευσε προς τη Σοφή, δείχνοντας ότι συμφωνεί, κι αυτή συνέχισε με φωνή βροντερή, σαν ογκόλιθος που κυλά σε κατηφορικό μονοπάτι. «Δεν αξίζουν καλύτερη τύχη από οποιονδήποτε άλλον...»

«Άρχοντα Δράκοντα», είπε ο Τάιμ, σαν να έκανε φραστική επίθεση στο προφανές, «είσαι σίγουρος πως θα ήθελες οι Άες Σεντάι να τεθούν επικεφαλής όλων όσων εμπιστεύεσαι, όλων όσων ξέρουν καλά πώς να τις χειριστούν, κι ακόμα καλύτερα απ' όλους...»

«Φτάνει!» ούρλιαξε ο Ραντ.

Η σιωπή που ακολούθησε ήταν ακαριαία, αλλά οι αντιδράσεις εντελώς διαφορετικές. Ο Τάιμ έμεινε ανέκφραστος, αν κι απέπνεε οργή. Η Άμυς με τη Σορίλεα αντάλλαξαν ματιές και τακτοποίησαν σχεδόν ταυτόχρονα τις εσάρπες τους. Οι οσμές που εξέπεμπαν ήταν όμοιες και συναγωνίζονταν σε ατόφια αποφασιστικότητα τα πρόσωπά τους. Ήταν αποφασισμένες να πάρουν αυτό που ήθελαν, άσχετα τι θα έλεγε ο Καρ'α'κάρν. Ματιές ανταλλάχτηκαν επίσης μεταξύ της Κιρούνα και της Μπέρα, τόσο έντονες ώστε ο Πέριν ευχήθηκε να μπορούσε να τις κατανοήσει κατά τον ίδιο τρόπο που η μύτη του διάβαζε τις οσμές. Τα μάτια του έβλεπαν δύο γαλήνιες Άες Σεντάι, με απόλυτο έλεγχο πάνω στον εαυτό τους και σε οτιδήποτε άλλο επιθυμούσαν να εξουσιάσουν. Η μύτη του, όμως, οσμιζόταν δύο ανήσυχες κι αρκετά φοβισμένες γυναίκες. Όσον αφορά τον Τάιμ, ήταν σίγουρος. Φαίνεται πως πίστευαν ακόμα ότι -με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με τον Ραντ και με τις Σοφές, αλλά ο Τάιμ κι οι Άσα'μαν ήταν αρκετοί για να φωλιάσει μέσα τους ο φόβος του Φωτός.

Η Μιν τράβηξε το μανίκι του Ραντ. Με μια ματιά μπορούσε να μελετήσει τον κάθε παριστάμενο κι η οσμή της απέπνεε την ίδια ανησυχία με αυτή των αδελφών. Ο Ραντ τής χτύπησε καθησυχαστικά το χέρι, κοιτώντας με σκληρό βλέμμα τούς υπόλοιπους, συμπεριλαμβανομένου του Πέριν, κι έπειτα άνοιξε το στόμα του. Όλοι στο στρατόπεδο παρακολουθούσαν εναγωνίως, από τους άντρες των Δύο Ποταμών μέχρι τις αιχμάλωτες Άες Σεντάι, αν και μονάχα λίγοι Αελίτες στέκονταν κάπως κοντά ώστε να ακούνε. Ο κόσμος μπορεί να παρακολουθούσε τον Ραντ, αλλά είχε την τάση να μένει κάπως παράμερα, ει δυνατόν.

«Οι Σοφές θα αναλάβουν τις αιχμάλωτες», είπε τελικά ο Ραντ, κι από τη Σορίλεα ξεχύθηκε μια οσμή ικανοποίησης που ανάγκασε τον Πέριν να σουφρώσει τη μύτη του. Ο Τάιμ κούνησε το κεφάλι του απεγνωσμένος, αλλά ο Ραντ τον πρόλαβε προτού μιλήσει. Είχε χώσει τον αντίχειρά του πίσω από την πόρπη τού ζωστήρα τού ξίφους του, η οποία απεικόνιζε έναν εγχάρακτο επιχρυσωμένο Δράκοντα, κι οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει από το σφίξιμο. Το άλλο του χέρι ήταν ακουμπισμένο πάνω στη λαβή του ξίφους του, φτιαγμένη από προβιά κάπρου. «Οι Άσα'μαν υποτίθεται ότι εκπαιδεύουν και στρατολογούν, δεν στέκονται απλοί φρουροί, ειδικά όσον αφορά στις Άες Σεντάι». Ο Πέριν αισθάνθηκε να ανατριχιάζει όταν αντιλήφθηκε το άρωμα που ξεχυνόταν από τον Ραντ καθώς κοιτούσε τον Τάιμ. Μίσος ανακατεμένο με φόβο. Μα το Φως, έπρεπε να στέκει καλά στα μυαλά του.

Ο Τάιμ ένευσε κοφτά κι απρόθυμα. «Όπως προστάζεις, Άρχοντα Δράκοντα». Η Μιν έριξε μια ανήσυχη ματιά προς το μέρος του μαυροφορεμένου άντρα και πλησίασε περισσότερο τον Ραντ.

Η Κιρούνα απέπνεε ανακούφιση και, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στην Μπέρα, ορθώθηκε αποφασιστική και πεισματάρα. «Αυτές οι Αελίτισσες έχουν κάποια αξία -μερικές θα τα κατάφερναν μια χαρά, αν έρχονταν στον Πύργο- αλλά δεν μπορείς έτσι απλά να τους παραδώσεις τις Άες Σεντάι. Είναι ανήκουστο! Η Μπέρα Σεντάι κι εγώ θα...»

Ο Ραντ ανασήκωσε το χέρι του και τα λόγια της κόπηκαν μαχαίρι. Ίσως έφταιγε το βλέμμα του, γκριζογάλανο και πέτρινο. Ή ίσως αυτό το οποίο φάνηκε καθαρά μέσα από το σκισμένο του μανίκι, ένας από τους χρυσοκόκκινους Δράκοντες που τυλίγονταν γύρω από τα μπράτσα του. Ο Δράκοντας στραφτάλιζε στο ηλιόφως. «Ορκίζεσαι πίστη σε μένα;» Η Κιρούνα γούρλωσε τα μάτια της, λες κι είχε δεχτεί δυνατή γροθιά στο στομάχι.

Ύστερα από ένα λεπτό συγκατένευσε, αν κι απρόθυμα. Έμοιαζε εξίσου δύσπιστη τώρα όπως προχτές, όταν προς το τέλος της μάχης είχε γονατίσει δίπλα στα πηγάδια κι είχε ορκιστεί στο Φως και στην ελπίδα για τη σωτηρία κι αναγέννηση της ψυχής της να υπακούει τον Αναγεννημένο Δράκοντα και να τον υπηρετεί μέχρι την έλευση και παρέλευση της Τελευταίας Μάχης. Ο Πέριν καταλάβαινε πολύ καλά πόσο σοκαρισμένη ένιωθε. Ακόμα και χωρίς τους Τρεις Όρκους, θα αμφέβαλλε για τις ίδιες του τις αναμνήσεις, αν η γυναίκα αρνιόταν. Εννέα Άες Σεντάι γονυπετείς, να ακούνε έντρομες τα λόγια που έβγαιναν από τα ίδια τους τα στόματα, με έντονες αναθυμιάσεις δυσπιστίας. Τώρα το στόμα της Μπέρα είχε ζαρώσει, λες κι είχε δαγκώσει χαλασμένο δαμάσκηνο.

Ένας Αελίτης τούς πλησίασε, ένα ψηλός άντρας περίπου στο ύψος του Ραντ, με πρόσωπο ψημένο και γκρίζες τούφες στα κοκκινόμαυρα μαλλιά του. Ένευσε προς το μέρος του Πέριν κι άγγιξε ελαφρά το χέρι της Άμυς η οποία, σε ανταπόδοση, έσφιξε φευγαλέα το δικό του. Ο Ρούαρκ ήταν ο σύζυγός της, αλλά οι Αελίτες δεν συνήθιζαν να δείχνουν τη στοργή τους μπροστά σε άλλους. Ήταν επίσης αρχηγός φυλής των Αελιτών Τάαρταντ —αυτός κι ο Γκαούλ ήταν οι μόνοι άντρες που δεν φορούσαν τον κεφαλόδεσμο των σισβαϊ'αμάν- κι από χτες το βράδυ, με την ισχυρή συνοδεία χιλίων ακόμα λογχών, είχε βγει για ανίχνευση.

Ακόμα κι ένας τυφλός, σε κάποια άλλη χώρα, θα μπορούσε να διαισθανθεί την ψυχική διάθεση του Ραντ, κι ο Ρούαρκ δεν ήταν ηλίθιος. «Είναι κατάλληλη η στιγμή, Ραντ αλ'Θόρ;» Όταν ο Ραντ τού ένευσε πως μπορούσε να μιλήσει, ο άντρας συνέχισε. «Τα παλιόσκυλα οι Σάιντο το σκάνε ανατολικά, τρέχοντας με τα τέσσερα. Είδα έφιππους άντρες με πράσινους μανδύες στον Βορρά, αλλά μας απέφυγαν. Είπες πως ήταν καλύτερα να τους αφήσουμε να φύγουν, εκτός κι αν μας προξενούσαν πρόβλημα. Έχω την εντύπωση πως κυνηγάνε όποια Άες Σεντάι γλίτωσε. Υπήρχαν κάμποσες γυναίκες μαζί τους». Ψυχρά γαλάζια μάτια κοίταξαν τις δύο Άες Σεντάι με βλέμμα σκληρό σαν αμόνι. Κάποτε, ο Ρούαρκ είχε χαλαρές σχέσεις με τις Άες Σεντάι -όπως κι οποιοσδήποτε Αελίτης- αλλά όλα αυτά είχαν πάρει τέλος χτες, αν όχι και πρωτύτερα.

«Αυτά είναι καλά νέα. Και τι δεν θα έδινα για να έχω την Γκαλίνα, αλλά, ούτως ή άλλως, τα νέα είναι καλά». Ο Ραντ άγγιξε ξανά τη λαβή του ξίφους του και χαλάρωσε τη λάμα μέσα στο μαύρο θηκάρι. Η πράξη του έμοιαζε ασυνείδητη. Η Γκαλίνα, του Κόκκινου Άτζα, ήταν επικεφαλής των αδελφών που τον κρατούσαν αιχμάλωτο και, μολονότι σήμερα πρόφερε ήρεμα το όνομά της, χτες ήταν έξαλλος επειδή η γυναίκα είχε κατορθώσει να το σκάσει. Ωστόσο, αυτή η ηρεμία ήταν παγερή και φαινόταν να κρύβει μια υποβόσκουσα οργή. Η οσμή που απέπνεε έκανε το δέρμα του Πέριν να ανατριχιάσει. «Θα το πληρώσουν. Όλοι τους». Δεν ήταν ξεκάθαρο αν ο Ραντ εννοούσε τους Σάιντο, τις Άες Σεντάι που είχαν δραπετεύσει ή αμφότερους.

Η Μπέρα κούνησε ανήσυχη το κεφάλι της κι ο Ραντ έστρεψε την προσοχή του ξανά προς εκείνη και την Κιρούνα. «Ορκιστήκατε πίστη και σας έχω εμπιστοσύνη». Ύψωσε το χέρι του, με τον αντίχειρα και το δείκτη σχεδόν να αγγίζονται για να δείξει την έκταση της εμπιστοσύνης του. «Οι Άες Σεντάι πάντα ξέρουν καλύτερα από τους άλλους, ή έτσι νομίζουν τουλάχιστον. Έτσι, σας εμπιστεύομαι να εκτελείτε τις προσταγές μου, αν και δεν θα μπορείτε ούτε μπάνιο να κάνετε χωρίς την άδειά μου. Ή χωρίς την άδεια μιας Σοφής».

Αυτή τη φορά ήταν η σειρά της Μπέρα να μείνει εμβρόντητη. Τα ανοιχτοκάστανα μάτια της στράφηκαν προς το μέρος της Άμυς και της Σορίλεα, υποδηλώνοντας έκπληξη κι αγανάκτηση, κι η Κιρούνα κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να μη δείξει την ίδια αντίδραση. Οι δύο Σοφές μετακίνησαν τις εσάρπες τους, αλλά οι οσμές που απέπνεαν ήταν πανομοιότυπες. Η ευχαρίστηση ξεπηδούσε από μέσα τους σαν κύμα, αλλά ήταν μια πολύ ζοφερή ευχαρίστηση. Ο Πέριν σκέφτηκε πως ήταν ευτύχημα που οι Άες Σεντάι δεν διέθεταν την ικανότητα της μύτης του, αλλιώς ή θα κήρυτταν διαρκώς τον πόλεμο από δω κι από κει ή θα έτρεχαν να ξεφύγουν, κι ας πήγαινε στην ευχή η αξιοπρέπεια. Ίσως αυτό να έπρεπε να είχε κάνει κι ο ίδιος.

Ο Ρούαρκ στεκόταν άπρακτος λίγο πιο κει, παρατηρώντας τη μυτερή άκρη μιας μικρής λόγχης του. Αυτές ήταν δουλειές των Σοφών κι, όπως έλεγε πάντα, δεν τον ενδιέφερε τι έκαναν οι Σοφές αρκεί να μην ανακατεύονταν στα εσωτερικά των αρχηγών των φυλών. Ο Τάιμ όμως... Ήταν ο ορισμός της αδιαφορίας. Είχε σταυρώσει τα χέρια του και κοίταζε γύρω στο στρατόπεδο με μια έκφραση βαρεμάρας. Η οσμή του ωστόσο ήταν παράξενη, περίπλοκη. Ο Πέριν θα έπαιρνε όρκο πως ήταν ικανοποιημένος και σε καλύτερη διάθεση από πριν.

«Ο όρκος που πήραμε», είπε τελικά η Μπέρα, τοποθετώντας τα χέρια της στους ευμεγέθεις γοφούς της, «είναι αρκετός για να κρατάει δέσμιο τον καθένα εκτός από κάποιον Σκοτεινόφιλο». Ο στρυφνός τρόπος που πρόφερε τη λέξη ‘όρκος’ ήταν εξίσου παγερός με την προφορά της λέξης "Σκοτεινόφιλος". Όχι, ήταν φως φανάρι πως δεν τους άρεσε ο όρκος που πήρανε. «Τολμάς να μας κατηγορείς...;»

«Αν το πίστευα αυτό», την έκοψε απότομα ο Ραντ, «θα είχατε πάρει το δρόμο για τον Μαύρο Πύργο, παρέα με τον Τάιμ. Ορκιστήκατε να υπακούτε. Υπακούστε λοιπόν!»

Για μια παρατεταμένη στιγμή η Μπέρα δίστασε αλλά, αμέσως μετά, το παρουσιαστικό της έγινε ηγεμονικό από την κορυφή μέχρι τα νύχια, όπως οποιασδήποτε Άες Σεντάι, κι αυτό κάτι σήμαινε. Μια Άες Σεντάι ήταν ικανή να κάνει μια βασίλισσα να φαίνεται ατημέλητη. Η γυναίκα έκανε μια ελαφριά υπόκλιση, σκύβοντας στρυφνά το κεφάλι της λίγα εκατοστά.

Από την άλλη μεριά, η Κιρούνα προσπαθούσε φανερά να αυτοσυγκρατηθεί, αλλά η ηρεμία που επέδειξε ήταν εύθρυπτη όπως η φωνή της. «Άρα, πρέπει να ζητήσουμε άδεια από τις άξιες αυτές Αελίτισσες για να σε ρωτήσουμε αν επιθυμείς να Θεραπευτείς; Γνωρίζω πως η Γκαλίνα σε μεταχειρίστηκε άσχημα. Γνωρίζω πως όλο σου το κορμί έχει σημάδια από το βούρδουλα. Δέξου τη Θεραπεία. Σε παρακαλώ». Ακόμα και το «σε παρακαλώ» έμοιαζε περισσότερο με διαταγή.

Η Μιν αναδεύτηκε στο πλευρό του Ραντ. «Θα έπρεπε να ήσουν ευγνώμων γι' αυτό, όπως ήμουν κι εγώ, βοσκέ. Δεν σου αρέσει ο πόνος. Κάποιος πρέπει να το κάνει, αλλιώς...» Χαμογέλασε σκανταλιάρικα, θυμίζοντας στον Πέριν τη Μιν που είχε δει πριν ακόμα την απαγάγουν. «...Αλλιώς δεν θα μπορείς πια να κάτσεις στη σέλα».

«Μερικές φορές, οι νεαροί κι οι ηλίθιοι», είπε ξαφνικά η Ναντέρα, χωρίς να απευθύνεται σε κανέναν συγκεκριμένα, «αντέχουν στον πόνο μόνο και μόνο για να επιδεικνύουν την υπερηφάνειά τους. Και την ηλιθιότητά τους».

«Ο Καρ'α'κάρν», ανταπάντησε ξερά η Σούλιν, επίσης χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον, «δεν είναι ηλίθιος. Έτσι νομίζω, τουλάχιστον».

Ο Ραντ ανταπέδωσε ένα στοργικό χαμόγελο στη Μιν και κοίταξε πικρόχολα τη Ναντέρα και τη Σούλιν, αλλά η ματιά που έριξε στην Κιρούνα ήταν, για άλλη μια φορά, πέτρινη. «Πολύ καλά». Η γυναίκα κίνησε προς το μέρος του, αλλά τη σταμάτησε. «Δεν θα το κάνεις εσύ», πρόσθεσε. Το πρόσωπό της έγινε τόσο δύσκαμπτο που θα έλεγες πως ήταν έτοιμο να ραγίσει. Το στόμα του Τάιμ συστράφηκε σε ένα πικρό ημιχαμόγελο κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος του Ραντ. Αυτός, χωρίς να αποτραβήξει τη ματιά του από την Κιρούνα, έδειξε με το χέρι κάπου πίσω του. «Θα το κάνει αυτή. Έλα, Αλάνα».

Ο Πέριν ξαφνιάστηκε. Ο Ραντ είχε δείξει προς τη μεριά της Αλάνα χωρίς να της ρίξει ούτε μια ματιά. Κάποια υποψία αναδεύτηκε στο μυαλό του, αλλά ήταν πολύ αόριστη για να την αντιληφθεί πλήρως. Έμοιαζε να περιλαμβάνει και τον Τάιμ επίσης. Το πρόσωπο του άντρα έγινε μια ήπια μάσκα, η σκοτεινή του ματιά ωστόσο πεταγόταν από τον Ραντ στην Αλάνα, κι η μόνη λέξη με την οποία ο Πέριν μπορούσε να περιγράψει την οσμή που σπαρταρούσε στα ρουθούνια του ήταν «αμηχανία».

Η Αλάνα ξαφνιάστηκε κι αυτή. Για κάποιο λόγο, ήταν τσιτωμένη από τότε που είχε ακολουθήσει τον Πέριν στη μέχρι τώρα πορεία του. Η ηρεμία της, στην καλύτερη περίπτωση, είχε μεταβληθεί σε φτηνιάρικο προσωπείο. Έστρωσε τον ποδόγυρο της, έριξε ένα αψήφιστο βλέμμα -πού αλλού;- προς το μέρος της Κιρούνα και της Μπέρα και γλίστρησε χαριτωμένα μπροστά από τον Ραντ. Οι άλλες δύο αδελφές την παρακολουθούσαν σαν δασκάλες που ήθελαν να βεβαιωθούν ότι η μαθήτριά τους ήξερε καλά το μάθημά της, αλλά χωρίς να έχουν πειστεί ακόμα, κάτι ακατανόητο. Μια από αυτές μπορεί να ήταν η επικεφαλής, η Αλάνα ωστόσο ήταν κι αυτή μια Άες Σεντάι, όπως κι οι ίδιες. Οι υποψίες του Πέριν έγιναν ακόμα πιο έντονες. Το να χώσεις τη μύτη σου στις δουλειές των Άες Σεντάι ήταν σαν να τσαλαβουτάς στα ρεύματα του Νερόδασους, κοντά στο Βαλτοτόπι. Όσο γαλήνια κι αν μοιάζει η επιφάνεια, τα υπόγεια ρεύματα είναι ικανά να σε παρασύρουν. Κι εδώ, κάθε στιγμή που περνούσε, εμφανίζονταν όλο και περισσότερα υπόγεια ρεύματα, και δεν προέρχονταν όλα από τις αδελφές.

Ο Ραντ τοποθέτησε σκανδαλιστικά τη χούφτα του κάτω από το πηγούνι της Αλάνα κι έστρεψε το πρόσωπό της ψηλά. Η Μπέρα πήρε μια ρουφηχτή ανάσα και, για πρώτη φορά, ο Πέριν συμφώνησε με την αντίδρασή της. Ο Ραντ δεν θα τολμούσε να δείξει τέτοια ευθύτητα ούτε καν απέναντι σε κάποιο συνηθισμένο κορίτσι, κι η Αλάνα σίγουρα δεν ήταν συνηθισμένο κορίτσι. Εξίσου απρόσμενη ήταν κι η αντίδρασή της, καθώς αναψοκοκκίνισε κι άρχισε να αποπνέει μια οσμή αβεβαιότητας. Η εμπειρία του Πέριν του έλεγε πως οι Άες Σεντάι δεν αναψοκοκκίνιζαν και δεν ήταν ποτέ αβέβαιες για κάτι.

«Θεράπευσέ με», της είπε ο Ραντ. Δεν ήταν αίτημα αλλά προσταγή. Η κοκκινάδα βάθυνε στο πρόσωπο της Αλάνα κι ο θυμός ανακατεύτηκε με τις υπόλοιπες οσμές της. Τα χέρια της έτρεμαν καθώς τα άπλωσε για να αγγίξει το κεφάλι του.

Υποσυνείδητα, ο Πέριν έξυσε την παλάμη του χεριού του, αυτή που χτες είχε τρυπήσει ένα ακόντιο των Σάιντο. Η Κιρούνα είχε Γιατρέψει κάμποσες πληγές επάνω του κι, άλλωστε, είχε εφαρμόσει και παλιότερα τη Θεραπεία. Ήταν σαν να βυθιζόσουν με το κεφάλι σε μια παγωμένη λίμνη. Η Θεραπεία σού προξενούσε σύγκορμη τρεμούλα και σε άφηνε εντελώς αδύναμο, συνήθως και πεινασμένο. Ωστόσο, η μόνη ένδειξη που φανέρωνε πως κάτι γινόταν με τον Ραντ ήταν ένα ελαφρύ ρίγος.

«Πώς αντέχεις τον πόνο;» του ψιθύρισε η Αλάνα.

«Τελείωσε, λοιπόν», απάντησε αυτός, μετακινώντας τα χέρια της. Απομακρύνθηκε χωρίς καν να την ευχαριστήσει. Ξαφνικά σταμάτησε, έτοιμος σχεδόν να πει κάτι, και μισογύρισε να κοιτάξει προς τα Πηγάδια του Ντουμάι.

«Βρέθηκαν όλες, Ραντ αλ'Θόρ», είπε μαλακά η Άμυς.

Αυτός ένευσε κι είπε κάπως πιο ζωηρά. «Ώρα να πηγαίνουμε. Σορίλεα, όρισε μερικές Σοφές να αναλάβουν τις αιχμάλωτες από τους Άσα'μαν. Κάποιες επίσης να συνοδεύσουν την Κιρούνα και... τις υπόλοιπες υποτελείς μου». Μειδίασε για μια στιγμή. «Δεν θα ήθελα να κάνουν λάθος εν αγνοία τους».

«Θα γίνει όπως επιθυμείς, Καρ'α'κάρν». Τακτοποιώντας το σάλι της, η Σοφή με το τραβηγμένο δέρμα απευθύνθηκε προς τις τρεις αδελφές. «Πηγαίνετε στους φίλους σας μέχρι να βρω κάποιον να σας κρατήσει». Η Μπέρα συνοφρυώθηκε αγανακτισμένη, κάτι διόλου απρόσμενο, κι η έκφραση της Κιρούνα ήταν η προσωποποίηση της ψυχρότητας. Η Αλάνα έστρεψε τη ματιά της στο έδαφος, βαρύθυμη και με μια έκφραση παραίτησης. Η Σορίλεα δεν σήκωνε πολλά-πολλά. Χτυπώντας με δύναμη παλαμάκια, έκανε ζωηρές κινήσεις σαν να τις έδιωχνε. «Εμπρός! Εμπρός, κουνηθείτε!»

Απρόθυμα, οι Άες Σεντάι αφέθηκαν να τις οδηγήσουν κοπαδιαστά, δίνοντας την εντύπωση πως, απλώς, πήγαιναν εκεί που επιθυμούσαν οι ίδιες. Πηγαίνοντας δίπλα στη Σορίλεα, η Άμυς της ψιθύρισε κάτι, αλλά ο Πέριν δεν έπιασε ακριβώς τα λόγια. Οι τρεις Άες Σεντάι πάντως φαίνεται πως κάτι κατάφεραν να ακούσουν. Μαρμάρωσαν στις θέσεις τους, τρία εξαιρετικά ανήσυχα πρόσωπα που κοιτούσαν τις Σοφές. Η Σορίλεα χτύπησε ξανά παλαμάκια, δυνατότερα από πριν, κι άρχισε να τις διώχνει με μεγαλύτερη ζωηράδα.

Ξύνοντας τη γενειάδα του, ο Πέριν συνάντησε το βλέμμα του Ρούαρκ. Ο αρχηγός φυλής χαμογέλασε αδρά κι ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. Δεν ανακατευόταν στις δουλειές των Σοφών κι ούτε που τον ένοιαζε κιόλας. Οι Αελίτες ήταν μοιρολάτρες σαν λύκοι. Ο Πέριν έριξε μια ματιά στον Γκέντγουιν, ο οποίος παρακολουθούσε τη Σορίλεα να επιπλήττει τις Άες Σεντάι. Όχι, παρακολουθούσε τις αδελφές σαν αλεπού που κοιτάει τις κότες στο κοτέτσι. Οι Σοφές θα πρέπει να είναι καλύτερες από τους Άσα'μαν, σκέφτηκε ο Πέριν. Λογικά, πρέπει να είναι.

Αν ο Ραντ παρατήρησε κάτι απ' όλα αυτά, σίγουρα το αγνόησε. «Τάιμ, μόλις οι Σοφές αναλάβουν τις κρατούμενες πάρε τους Άσα'μαν πίσω, στον μαύρο Πύργο, και σύντομα. Να θυμάσαι πως καλό είναι να επιτηρείς από κοντά οποιονδήποτε άντρα μαθαίνει γρήγορα. Και να θυμάσαι αυτά που σου είπα σχετικά με τη στρατολόγηση».

«Τα λόγια σου δεν ξεχνιούνται, Άρχοντα Δράκοντα», απάντησε ξερά ο μαυροντυμένος άντρας. «Θα αναλάβω προσωπικά αυτό το ταξίδι. Όμως, αν μου δίνεις την άδεια να ανακινήσω ξανά αυτό το θέμα... Χρειάζεσαι μια κατάλληλη τιμητική φρουρά».

«Τα έχουμε συζητήσει αυτά», απάντησε κοφτά ο Ραντ. «Σκοπεύω να κάνω καλύτερη χρήση των Άσα’μαν. Αν όντως χρειάζομαι τιμητική φρουρά, οι κατάλληλοι είναι αυτοί που θα διαλέξω εγώ. Πέριν, μπορείς να...;»

«Άρχοντα Δράκοντα», παρενέβη ο Τάιμ, «χρειάζεσαι κάτι παραπάνω από μερικούς Άσα'μαν».

Το κεφάλι του Ραντ στράφηκε απότομα προς το μέρος του Τάιμ. Το πρόσωπό του συναγωνιζόταν τις εκφράσεις των Άες Σεντάι στο να μην αποκαλύπτει τίποτα από τον εσωτερικό του κόσμο, αλλά ο Πέριν αισθάνθηκε την οσμή του να τον χτυπάει κατακούτελα. Η δριμεία οργή αντικαταστάθηκε από περιέργεια και σύνεση· η πρώτη αδιόρατη και διερευνητική, η δεύτερη ομιχλώδης. Κατόπιν, ένα κοφτό, δολοφονικό μένος κατάπιε και τις δύο. Ο Ραντ κούνησε ελαφρά το κεφάλι του κι η οσμή του υποδείκνυε αμείλικτη αποφασιστικότητα. Κανενός η οσμή δεν άλλαζε τόσο γρήγορα. Κανενός.

Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Τάιμ ήταν να αποτρέψει τη ματιά του κι, απ' ό,τι του είπαν αργότερα, ο Ραντ απλώς κούνησε το κεφάλι του, αν κι αδιόρατα.

«Σκέψου. Διάλεξες τέσσερις Αφοσιωμένους και τέσσερις στρατιώτες. Θα έπρεπε να έχεις διαλέξει κι Άσα'μαν». Ο Πέριν δεν κατάλαβε ακριβώς τι εννοούσε. Νόμιζε πως ήταν όλοι Άσα'μαν.

«Νομίζεις πως δεν μπορώ να τους διδάξω τόσο καλά όσο εσύ;» Η φωνή του Ραντ ήταν απάλή, αλλά έμοιαζε περισσότερο με τον ψίθυρο της λάμας που γλιστράει στο θηκάρι.

«Νομίζω πως ο Άρχοντας Δράκοντας είναι πολύ απασχολημένος για να ασχοληθεί με τη διδασκαλία», απάντησε μαλακά ο Τάιμ, αν κι η μυρωδιά του θυμού αναδύθηκε ξανά. «Είναι πολύ σημαντικό. Πάρε άντρες που να ξέρουν τα βασικά. Μπορώ να επιλέξω κάμποσους...»

«Έναν», τον έκοψε ο Ραντ. «Και θα τον επιλέξω εγώ». Ο Τάιμ χαμογέλασε κι άπλωσε τα χέρια του σαν να συναινούσε, αλλά η οσμή της απογοήτευσης κάλυπτε πια σχεδόν εντελώς το θυμό. Ο Ραντ έδειξε ξανά κάπου χωρίς να κοιτάει. «Αυτόν». Αυτή τη φορά, φάνηκε να εκπλήσσεται όταν συνειδητοποίησε πως έδειχνε προς το μέρος ενός μεσήλικα που καθόταν πάνω σε ένα αναποδογυρισμένο βαρέλι, στην άλλη πλευρά του κύκλου που σχημάτιζαν οι άμαξες, κι ο οποίος δεν έδινε την παραμικρή προσοχή στην ομήγυρη. Με τον αγκώνα να ακουμπάει στα γόνατά του και το πηγούνι να αναπαύεται στα χέρια του, κοιτούσε βλοσυρός τις κρατούμενες Άες Σεντάι. Το ξίφος κι ο Δράκοντας λαμπύριζαν στο πάνω μέρος του γιακά του μαύρου πανωφοριού του. «Πώς τον λένε, Τάιμ;»

«Ντασίβα», αποκρίθηκε αργά ο Τάιμ, κοιτώντας εξεταστικά τον Ραντ. Η μυρωδιά του μαρτυρούσε πως είχε ξαφνιαστεί περισσότερο από τον Ραντ και πως ήταν πιο εξαγριωμένος. «Κόρλαν Ντασίβα. Από μια φάρμα στους Μαύρους Λόφους».

«Μου κάνει», είπε ο Ραντ, αν κι ο τόνος της φωνής του δεν μαρτυρούσε και τόση σιγουριά.

«Ο Ντασίβα έχει την ικανότητα να αναρρώνει γρήγορα, αλλά πολύ συχνά ονειροβατεί, κι ακόμα κι όταν δεν το κάνει ο νους του ταξιδεύει αλλού. Ίσως είναι ονειροπόλος, ίσως πάλι το μίασμα από το σαϊντίν έχει αγγίξει ήδη το μυαλό του. Καλύτερα να διαλέξεις τον Τόρβαλ ή τον Ρόσεντ ή...»

Η αντίδραση του Τάιμ φάνηκε να εξαφανίζει ολοκληρωτικά την αβεβαιότητα του Ραντ.

«Είπα ότι ο Ντασίβα μου κάνει. Πες του ότι πρόκειται να έρθει μαζί μου και κατόπιν παρέδωσε τις αιχμαλώτους στις Σοφές και φύγε. Δεν θα κάτσω όλη μέρα εδώ να λογοφέρνω. Πέριν, πες τους να ετοιμάζονται για αναχώρηση κι έλα να με βρεις μόλις είναι όλοι έτοιμοι». Απομακρύνθηκε χωρίς να πει άλλη λέξη, με τη Μιν κολλημένη στο πλευρό του και τη Ναντέρα με τη Σούλιν να κινούνται πίσω του σαν σκιές. Τα σκοτεινά μάτια του Τάιμ έλαμψαν. Ύστερα, απομακρύνθηκε κι αυτός με μεγάλες δρασκελιές, φωνάζοντας τον Γκέντγουιν και τον Ρόσεντ, τον Τόρβαλ και τον Κίσμαν να τον ακολουθήσουν. Οι μαυροφορεμένοι άντρες έτρεξαν ξοπίσω του.

Ο Πέριν έκανε μια γκριμάτσα. Είχε τόσα πολλά να πει στον Ραντ, κι ωστόσο δεν άνοιξε το στόμα του ούτε μια φορά. Καλύτερα ίσως, μια κι έτσι δεν θα είχε πολλά-πολλά με τις Άες Σεντάι και τις Σοφές. Και με τον Τάιμ.

Όντως, δεν είχε να κάνει και πολλά πράγματα. Υποτίθεται πως ήταν επικεφαλής, μια κι είχε φροντίσει για τη διάσωση, αλλά ο Ρούαρκ ήξερε πολύ καλύτερα απ' αυτόν τι έπρεπε να γίνει κι, άλλωστε, μια λέξη στον Ντομπραίν και στον Χάβιεν ήταν αρκετή για τους Καιρχινούς και τους Μαγενούς. Ήταν προφανές πως κάτι ήθελαν να πουν, αλλά περίμεναν μέχρι να μείνουν μόνοι οπότε και τους ρώτησε ο Πέριν.

Τότε, ο Χάβιεν ξέσπασε. «Άρχοντα Πέριν, πρόκειται για τον Άρχοντα Δράκοντα. Όλο αυτό το ψάξιμο ανάμεσα στα πτώματα...»

«Έμοιαζε λιγάκι... υπερβολικό», τους διέκοψε ήρεμα ο Ντομπραίν. «Όπως καταλαβαίνεις, ανησυχούμε πολύ γι' αυτόν. Πολλά εξαρτώνται από αυτόν τον άνθρωπο». Μπορεί να φαινόταν στρατιώτης -κι ήταν- αλλά δεν έπαυε να είναι κι ένας Καιρχινός άρχοντας, εμποτισμένος με το Παιχνίδι των Οίκων. Όπως κι οποιοσδήποτε άλλος Καιρχινός, τα λόγια του ήταν προσεκτικά και μετρημένα.

Ο Πέριν, αντιθέτως, δεν ήταν διόλου επηρεασμένος από το Παιχνίδι των Οίκων. «Έχει ακόμα τα λογικά του», απάντησε σταράτα. Ο Ντομπραίν συγκατάνευσε και ανασήκωσε τους ώμους του, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ήταν σίγουρος πως έτσι είχαν τα πράγματα κι ότι δεν είχε καμιά πρόθεση να το αμφισβητήσει, αλλά ο Χάβιεν αναψοκοκκίνισε. Παρακολουθώντας τους να κατευθύνονται προς τους άντρες τους, ο Πέριν κούνησε το κεφάλι του. Ήλπιζε να μην τους είχε πει ψέματα.

Συγκέντρωσε τους άντρες από τους Δύο Ποταμούς και τους είπε να σελώσουν τα άλογά τους, αγνοώντας τις υποκλίσεις, οι περισσότερες εκ των οποίων έμοιαζαν αυτοσχέδιες. Ακόμα κι η Φάιλε συνήθιζε να λέει πως, μερικές φορές, οι άνθρωποι των Δύο Ποταμών το παρακάνουν με τις υποκλίσεις. Πίστευε πως ακόμα δεν είχαν βρει την κατάλληλη συμπεριφορά απέναντι σε έναν Άρχοντα. Σκέφτηκε να τους φωνάξει "Εγώ δεν είμαι άρχοντας", αλλά το είχε κάνει και παλιότερα χωρίς το παραμικρό αποτέλεσμα.

Οι άντρες έτρεξαν βιαστικά προς τα ζώα τους, αλλά ο Ντάνιλ Λιούιν κι ο Βαν αλ'Σήν έμειναν πίσω. Ξαδέρφια, ψηλολέλεκες κι οι δύο και σχεδόν πανομοιότυποι, μόνο που ο Ντάνιλ καλλιεργούσε μουστάκια σαν ανάποδα κέρατα στο στυλ των Ταραμπονέζων, ενώ ο Μπαν είχε μαύρα μαλλιά σαν λεπτές γραμμές, σύμφωνα με τη μόδα του Άραντ Ντόμαν, κάτω από μια μύτη σαν αξίνα. Οι πρόσφυγες είχαν φέρει κάμποσους νεωτερισμούς στους Δύο Ποταμούς.

«Αυτοί οι Άσα'μαν θα έρθουν μαζί μας;» ρώτησε ο Ντάνιλ. Όταν ο Πέριν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, ο νεαρός ξεφύσησε με τέτοια ανακούφιση που τα πυκνά του μουστάκια αναδεύτηκαν.

«Κι οι Άες Σεντάι;» ρώτησε ο Μπαν ανήσυχα. «Θα αφεθούν ελεύθερες, έτσι δεν είναι; Θέλω να πω, ο Ραντ είναι ελεύθερος πλέον, ο Άρχοντας Δράκοντας δηλαδή. Δεν γίνεται να παραμείνουν αιχμάλωτες οι Άες Σεντάι».

«Πηγαίνετε να πείτε στους υπόλοιπους να ετοιμαστούν για αναχώρηση», τους είπε ο Πέριν, «κι αφήστε τον Ραντ να ασχοληθεί με τις Άες Σεντάι». Οι δυο τους μόρφασαν συγχρόνως. Δύο δάχτυλα υψώθηκαν και σκάλισαν ανήσυχα τα μουστάκια κι ο Πέριν απομάκρυνε το χέρι του από το πηγούνι του. Η κίνηση αυτή θα έκανε κάποιον να πιστέψει πως ο άνθρωπος είχε ψήλους επάνω του.

Σε χρόνο μηδέν, ο καταυλισμός γέμισε δραστηριότητα. Όλοι περίμεναν πως σύντομα θα έφευγαν, κι ωστόσο όλο και κάτι είχαν αφήσει για την τελευταία στιγμή. Οι υπηρέτες των αιχμαλώτων Άες Σεντάι κι οι οδηγοί των αμαξών φόρτωσαν βιαστικά τα τελευταία εμπορεύματα κι άρχισαν να ζεύουν τα ζωντανά με καμπανιστά γκέμια. Οι Καιρχινοί κι οι Μαγιενοί έμοιαζαν να βρίσκονται συγχρόνως παντού, να ελέγχουν τις σέλες και τα χαλινάρια. Άντυτοι γκαϊ'σάιν έτρεχαν από δω κι από κει, αν κι οι Αελίτες δεν είχαν και πολλά πράγματα να πακετάρουν.

Φωτεινές αστραπές, έξω από τις άμαξες, ανήγγειλαν την αναχώρηση του Τάιμ και των Άσα'μαν. Ο Πέριν ένιωσε πολύ καλύτερα. Από τους εννιά που παρέμειναν ένας ακόμα, εκτός από τον Ντασίβα, ήταν μεσήλικας, ένας γεροδεμένος άντρας με φάτσα αγρότη, κι άλλος ένας, που κούτσαινε κι είχε μια φράντζα άσπρα μαλλιά, που κάλλιστα θα τον περνούσε κανείς για παππού. Οι υπόλοιποι ήταν νεότεροι, μερικοί μάλιστα ενήλικα αγόρια, κι ωστόσο παρακολουθούσαν την οχλοβοή με την αυτοκυριαρχία αντρών που είχαν παρευρεθεί αρκετές φορές σε παρόμοιες διαδικασίες. Δεν μιλούσαν πολύ κι ήταν μαζεμένοι κοντά-κοντά, εκτός από τον Ντασίβα που καθόταν λίγα βήματα παράμερα, κοιτώντας στο πουθενά. Ο Πέριν θυμήθηκε την προειδοποίηση του Τάιμ σχετικά με αυτόν τον τύπο κι ήλπιζε πως, απλώς, ονειροπολούσε.

Βρήκε τον Ραντ καθισμένο σε ένα καφάσι με τους αγκώνες ακουμπισμένους στα γόνατα. Η Σούλιν με τη Ναντέρα κάθονταν οκλαδόν μία από κάθε πλευρά, αποφεύγοντας σκόπιμα να κοιτάνε το ξίφος που κρεμόταν στο γοφό του. Κρατώντας απερίσκεπτα τις λόγχες τους και τις ασπίδες με το τομάρι του αγριόχοιρου, εδώ, καταμεσής των πιστών του Ραντ, κρατούσαν τσίλιες παρακολουθώντας οτιδήποτε τον πλησίαζε. Η Μιν καθόταν κατάχαμα στα πόδια του με τα σκέλη διπλωμένα κάτω από το κορμί της, χαμογελώντας του.

«Ελπίζω πως ξέρεις τι κάνεις, Ραντ», είπε ο Πέριν μετακινώντας τη λαβή του τσεκουριού του έτσι ώστε να μπορεί να κάτσει ανακούρκουδα. Κανείς δεν ήταν πλησίον για να ακούσει, εκτός από τον Ραντ, τη Μιν και τις δύο Κόρες. Αν η Σούλιν ή η Ναντέρα προσέτρεχαν στις Σοφές, με γεια τους και χαρά τους. Χωρίς προλόγους, άρχισε να αφηγείται ό,τι είχε δει εκείνο το πρωί, όπως επίσης κι ό,τι είχε μυρίσει, αν και σ' αυτό το τελευταίο δεν έκανε καμιά αναφορά. Ο Ραντ δε συγκαταλεγόταν ανάμεσα τους ελάχιστους που ήξεραν κάποια πράγματα γι' αυτόν και για τους λύκους. Ό,τι κι αν είπε, το έκανε να φαίνεται σαν να το είχε δει ή ακούσει. Για τους Άσα’μαν και τις Σοφές. Για τους Άσα'μαν και τις Άες Σεντάι. Για τις Σοφές και τις Άες Σεντάι. Για όλη αυτή την κατάσταση που θύμιζε φυτίλι έτοιμο να ανάψει ανά πάσα στιγμή. Δεν άφησε έξω ούτε τους άντρες των Δύο Ποταμών. «Ανησυχούν, Ραντ, κι, αν τους βλέπεις να ιδρώνουν, σημαίνει πως κάποιος Καιρχινός έχει κάτι στο μυαλό του. Ή κάποιος από το Τυρ. Ίσως σκοπεύουν να βοηθήσουν τις αιχμάλωτες να το σκάσουν, ή κάτι ακόμα χειρότερο. Μα το Φως, δεν μου είναι διόλου δύσκολο να φανταστώ τον Ντάνιλ και τον Μπαν μαζί με πενήντα άλλους να τις βοηθάνε να δραπετεύσουν, αν ήξεραν τον τρόπο».

«Πιστεύεις πως μπορεί να υπάρχει και κάτι άλλο εξίσου άσχημο;» ρώτησε σιγανά ο Ραντ, κι ο Πέριν ανατρίχιασε.

Κοίταξε τον Ραντ κατάματα. «Χίλιες φορές πιο άσχημο», απάντησε επίσης σιγανά. «Δεν πρόκειται να συμμετάσχω σε φονικό. Αν σκοπεύεις να το κάνεις εσύ, θα σταθώ εμπόδιο στο δρόμο σου». Παρατεταμένη σιωπή ακολούθησε και τα γκριζογάλανα μάτια που δεν τρεμόπαιζαν συνάντησαν τα χρυσαφιά.

Κοιτώντας τους και τους δύο βλοσυρά, η Μιν άφησε ένα ήχο που υποδήλωνε εκνευρισμό. «Ήσαστε κι οι δύο χοντροκέφαλοι! Ραντ, ξέρεις καλά πως δεν πρόκειται να δώσεις ποτέ τέτοια διαταγή, ούτε και να αφήσεις κανέναν άλλον να τη δώσει. Κι εσύ, Πέριν, ξέρεις πως δεν θα το κάνει. Λοιπόν, σταματήστε να συμπεριφέρεστε σαν κοκόρια στο κοτέτσι».

Η Σούλιν κακάρισε κι ο Πέριν πολύ θα ήθελε να ρωτήσει τη Μιν πως κι ήταν τόσο σίγουρη για τα λόγια της. Ωστόσο, ήταν αδύνατο να υποβάλει εδώ μια τέτοια ερώτηση. Ο Ραντ πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του και κούνησε το κεφάλι του. Έμοιαζε με κάποιον που διαφωνούσε με ένα πρόσωπο που δεν ήταν παρόν, λες κι άκουγε στο μυαλό του τις φωνές που ακούνε οι τρελοί.

«Δεν είναι και πολύ εύκολο, έτσι;» είπε ύστερα από λίγα λεπτά. Έμοιαζε θλιμμένος. «Η μαύρη αλήθεια είναι ότι δεν είμαι σίγουρος τι είναι χειρότερο. Δεν έχω και πολλές επιλογές. Το φρόντισαν οι ίδιες». Το πρόσωπό του είχε πάρει μια έκφραση μελαγχολική, αλλά η οσμή του είχε κατακλυστεί από την οργή. «Νεκρές ή ζωντανές, αποτελούν ένα βάρος στην πλάτη μου κι, αργά ή γρήγορα, θα την τσακίσουν».

Ο Πέριν ακολούθησε το βλέμμα του προς τη μεριά των αιχμαλώτων Άες Σεντάι. Είχαν σηκωθεί κι ήταν μαζεμένες σε ένα σημείο, αλλά, ακόμα κι έτσι, κατάφερναν να κρατάνε αποστάσεις από τις τρεις που είχαν σιγανευτεί καθώς κι από τους υπόλοιπους. Οι Σοφές, γύρω τους, έδιναν κοφτές διαταγές, αυτό φανέρωναν οι απότομες χειρονομίες κι η τραχιά έκφραση στα πρόσωπά τους όταν κοιτούσαν τις αδελφές. Ίσως οι Σοφές να ήταν καταλληλότερες από τον Ραντ για την επιτέλεση αυτού του έργου. Μακάρι να μπορούσε να σιγουρευτεί.

«Πρόσεξες τίποτα, Μιν;» ρώτησε ο Ραντ.

Ο Πέριν ξαφνιάστηκε κι έριξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα στη Σούλιν και τη Ναντέρα, αλλά η Μιν γέλασε απαλά. Έτσι όπως ήταν γερμένη στο γόνατο του Ραντ, έμοιαζε πολύ με τη Μιν που γνώριζε, τότε που την είχε πρωτοβρεί στα πηγάδια. «Ξέρουν για μένα, Πέριν. Οι Σοφές, οι Κόρες, όλος ο κόσμος ίσως. Αλλά δεν δίνουν πεντάρα». Η κοπέλα είχε ένα ταλέντο που το κρατούσε κρυφό, όπως κι αυτός με τους λύκους. Κάποιες φορές, έβλεπε διάφορες εικόνες κι αύρες γύρω από τους ανθρώπους, άλλες πάλι ήξερε τι εννοούσαν. «Δεν μπορείς να φανταστείς πως είναι, Πέριν. Ήμουν δώδεκα ετών όταν άρχισε και δεν είχα την παραμικρή ιδέα πώς να το κρατήσω μυστικό. Όλοι νόμιζαν πως επινοούσα πράγματα, μέχρι που είπα ότι ένας άντρας στον διπλανό δρόμο θα παντρευόταν τη γυναίκα με την οποία τον είδα να βγαίνει, μόνο που ήταν ήδη παντρεμένος. Όταν έφυγε μαζί της, η γυναίκα του ήρθε μαζί με κάμποσους άλλους στο σπίτι του θείου μου, ισχυριζόμενη πως ήμουν εγώ υπεύθυνη κι ότι είχα χρησιμοποιήσει τη Μία Δύναμη πάνω στον άντρα της ή ότι είχα δώσει και στους δύο κάποιο φίλτρο». Η Μιν κούνησε το κεφάλι της. «Τα λόγια της δεν ήταν ξεκάθαρα. Απλώς, ήθελε να κατηγορήσει κάποιον. Ακούστηκε ότι ήμουν ακόμα και Σκοτεινόφιλη. Νωρίτερα, είχαν έρθει στην πόλη κάποιοι Λευκομανδίτες οι οποίοι προσπάθησαν να προξενήσουν αναταραχή στον κόσμο. Εν πάση περιπτώσει, η Θεία Ράνα με έπεισε να πω ότι τους κρυφάκουσα που μιλούσαν κι η Θεία Μίρεν υποσχέθηκε να με καταχερίσει επειδή διέδιδα φήμες, ενώ η Θεία Ζαν δήλωσε πως θα με φαρμάκωνε. Δεν το έκαναν βέβαια —ήξεραν ποια ήταν η αλήθεια— αλλά αν δεν ήταν τόσο πειστικές στο να τους πείσουν πως ήμουν απλώς ένα παιδί, θα με χτυπούσαν άσχημα, ίσως και να με σκότωναν. Στους περισσότερους ανθρώπους δεν αρέσει να γνωρίζει κάποιος το μέλλον τους, δεν τους αρέσει καν να το ξέρουν οι ίδιοι, εκτός κι αν είναι καλό. Ακόμα κι οι Θείες μου δεν θέλουν να το ξέρουν. Για τους Αελίτες όμως είμαι, επιεικώς, ένα είδος Σοφής».

«Μερικοί άνθρωποι μπορούν να κάνουν πράγματα που άλλοι δεν μπορούν», είπε η Ναντέρα λες κι αυτό εξηγούσε τα πάντα.

Η Μιν γέλασε ξανά κι άπλωσε το χέρι της να πιάσει το γόνατο της Κόρης. «Ευχαριστώ», είπε. Τοποθετώντας τα πόδια της κάτω από το σώμα της, κοίταξε τον Ραντ. Τώρα που γελούσε ξανά έμοιαζε να ακτινοβολεί, κι η εντύπωση αυτή παρέμεινε ακόμα κι όταν σοβάρεψε. Σοβάρεψε μεν, χωρίς όμως να φαίνεται και πολύ ευχαριστημένη. «Όσον αφορά στην ερώτησή σου, δεν έχει και τόσο νόημα. Το παρελθόν και το μέλλον του Τάιμ είναι αιματοβαμμένα, αλλά αυτό δεν είναι δύσκολο να το συμπεράνεις. Είναι επικίνδυνος άνθρωπος. Φαίνεται πως μπορούν να προσελκύσουν είδωλα, όπως οι Άες Σεντάι». Ένα πλάγιο βλέμμα μέσα από μισόκλειστα βλέφαρα προς το μέρος του Ντασίβα και των υπόλοιπων Άσα’μαν έκανε φανερό ποιους εννοούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν ελάχιστα είδωλα γύρω τους, αλλά η Μιν, οι Άες Σεντάι κι οι Πρόμαχοι αποτελούσαν εξαίρεση. «Το πρόβλημα είναι ότι όσα βλέπω είναι κάπως θολά. Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει επειδή κατέχουν τη Δύναμη, κάτι που συχνά αληθεύει με τις Άες Σεντάι και γίνεται χειρότερο όταν διαβιβάζουν. Η Κιρούνα κι η παρέα της περιτριγυρίζονται από διάφορα πράγματα, αλλά παραμένουν τόσο κολλητά η μία με την άλλη που... να... τις πιο πολλές φορές τα βλέπω συγκεχυμένα. Με τις κρατούμενες η θολούρα είναι ακόμα μεγαλύτερη».

«Μη σε νοιάζουν οι κρατούμενες», της είπε ο Ραντ. «Τα ίδια λένε πάντα».

«Μα, Ραντ, αισθάνομαι πως υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό. Μακάρι να μπορούσα να το διακρίνω και να σου το μεταβιβάσω για να ξέρεις».

«Αν δεν γνωρίζεις τα πάντα, καλύτερα να δουλέψεις με όσα γνωρίζεις», υπογράμμισε πικρόχολα ο Ραντ. «Φαίνεται πως ακόμα κι εγώ δεν μπορώ να ξέρω τα πάντα, ούτε καν αρκετά τις περισσότερες φορές. Δεν υπάρχει όμως άλλη επιλογή από το να συνεχίσεις με βάση όσα ξέρεις, έτσι δεν είναι;» Η φράση του δεν ήταν ακριβώς ερώτηση.

Ο Λόιαλ ήρθε με μεγάλες δρασκελιές προς το μέρος τους, σφύζοντας από ενέργεια παρά την προφανή του κούραση. «Ραντ, λένε πως είναι έτοιμοι για αναχώρηση, αλλά υποσχέθηκες να μου μιλήσεις όσο ακόμα το θέμα είναι πρόσφατο». Ξαφνικά, τα αυτιά του συσπάστηκαν από αμηχανία κι η βροντώδης φωνή έγινε θρηνητική. «Ζητάω συγγνώμη. Ξέρω πως δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστο, αλλά πρέπει να μάθω. Για το βιβλίο μου. Για τις Εποχές».

Γελώντας, ο Ραντ σηκώθηκε όρθιος και τράβηξε δυνατά το ανοικτό πανωφόρι του Ογκιρανού. «Για τις Εποχές; Έτσι μιλούν πάντα οι συγγραφείς; Μη σκιάζεσαι, Λόιαλ. Το θέμα θα εξακολουθήσει να είναι πρόσφατο όταν θα σου μιλήσω. Δεν θα το ξεχάσω». Παρά το χαμόγελο του, ανέδυε μια ζοφερή, όξινη οσμή, η οποία χάθηκε γρήγορα. «Αυτό θα γίνει όμως όταν φθάσουμε στην Καιρχίν, κάνουμε ένα μπάνιο και κοιμηθούμε σε ένα καθώς πρέπει κρεβάτι». Ο Ραντ έκανε νόημα στον Ντασίβα να πλησιάσει.

Ο άντρας δεν ήταν λιπόσαρκος αλλά κινούνταν με έναν σερνάμενο, διστακτικό τρόπο, με τα χέρια διπλωμένα γύρω από τη μέση, που τον έκαναν να μοιάζει έτσι. «Τι επιθυμείς, Άρχοντα Δράκοντα;» ρώτησε, γέρνοντας το κεφάλι του.

«Μπορείς να φτιάξεις μια πύλη, Ντασίβα;»

«Βέβαια». Ο Ντασίβα άρχισε να τρίβει τα χέρια του, γλείφοντας τα χείλη του με την άκρη της γλώσσας του, κι ο Πέριν αναρωτήθηκε αν ήταν ανέκαθεν έτσι νευρικός ή μονάχα τώρα που μιλούσε στον Αναγεννημένο Δράκοντα. «Ο Μ'Χαήλ διδάσκει το Ταξίδεμα μόλις ο μαθητής αποδειχθεί αρκετά δυνατός».

«Ο Μ'Χαήλ;» ρώτησε ο Ραντ, βλεφαρίζοντας.

«Ο τίτλος του Άρχοντα Μάζριμ Τάιμ, Άρχοντα Δράκοντα. Σημαίνει "ηγέτης" στην Παλιά Γλώσσα». Το χαμόγελο του τύπου έδειχνε νευρικό και προστατευτικό ταυτόχρονα. «Στη φάρμα διάβαζα κάθε βιβλίο που έφερναν μαζί τους οι πραματευτές».

«Ο Μ'Χαήλ», μουρμούρισε αποδοκιμαστικά ο Ραντ. «Ας είναι, λοιπόν. Φτιάξε μου μια πύλη προς την Καιρχίν, Ντασίβα. Καιρός να δούμε πως τα πάει ο έξω κόσμος όσο έλειπα και τι μπορώ να κάνω για να τον βοηθήσω». Γέλασε με έναν αξιοθρήνητο τρόπο, αλλά ο ήχος του γέλιου του προκάλεσε ρίγη στον Πέριν.

Загрузка...