31 Μασίρα

Καθώς η βάρκα έπλεε μακριά από την προβλήτα, η Νυνάβε έριξε τη μάσκα δίπλα της στον πάγκο με τα μαξιλάρια, κι έγειρε πίσω με τα χέρια σταυρωτά και με την πλεξούδα της δεμένη σφιχτά, δυσαρεστημένη χωρίς καμία αιτία. Δυσαρεστημένη για τα πάντα. Από το άκουσμα του Ανέμου καταλάβαινε πως επρόκειτο να ξεσπάσει ισχυρή θύελλα, από αυτές που ξεριζώνουν οροφές κι ισοπεδώνουν αποθήκες, και σχεδόν ευχήθηκε να σηκώνονταν κύματα εκείνη τη στιγμή.

«Αν δεν είναι θέμα καιρού, Νυνάβε», είπε περιπαικτικά, «θα πας εσύ. Η Κυρά των Πλοίων θα προσβληθεί, αν δεν στείλουμε την ικανότερη. Ξέρουν πως υπάρχουν κάμποσες τέτοιες ανάμεσα στις Άες Σεντάι. Πφφ!» Αυτά ήταν τα λόγια της Ηλαίην, εκτός από το «πφφ». Η Ηλαίην πίστευε πως ήταν προτιμότερο να ασχοληθεί με τις ανοησίες της Μέριλιλ παρά να αντιμετωπίσει ξανά τη Νέστα. Από τη στιγμή που έκανες κακή αρχή στη σχέση σου με κάποιον, ήταν δύσκολο να επανορθώσεις —τρανή απόδειξη ο Ματ Κώθον!— κι αν τα πράγματα χειροτέρευαν με τη Νέστα ντιν Ρέας Δύο Σελήνες, οι υπόλοιπες θα έτρεχαν και δεν θα έφταναν.

«Τι τρομερή γυναίκα!» γρύλισε, μετακινώντας το κορμί της στα μαξιλάρια του πάγκου. Αλλά κι η συμπεριφορά της Αβιέντα δεν ήταν καλύτερη, όταν η Νυνάβε πρότεινε να πάει εκείνη στους Θαλασσινούς, οι οποίοι είχαν εντυπωσιαστεί από την παρουσία της. Έδωσε στη φωνή της έναν οξύ τόνο σχολαστικότητας. Δεν θύμιζε απόλυτα την Αβιέντα, αλλά υπήρχε η ίδια αίσθηση ακεφιάς. «Όλα στην ώρα τους, Νυνάβε αλ'Μεάρα. Ίσως μάθω κάτι παρακολουθώντας σήμερα τον Τζάιτσιμ Καρίντιν». Ακόμα κι αν δεν ήξερε πως η Αελίτισσα ήταν άφοβη, το γεγονός ότι ανυπομονούσε να κατασκοπεύσει τον Καρίντιν θα την έκανε ατρόμητη στα μάτια της. Το να στέκεται μια ολόκληρη μέρα σε έναν πολυσύχναστο δρόμο και κάτω από αυτήν τη ζέστη, δεν ήταν ό,τι καλύτερο· εκείνη τη μέρα δε, τα πράγματα θα ήταν χειρότερα εξαιτίας του πανηγυριού. Η Νυνάβε πίστευε πως η γυναίκα θα προτιμούσε μια αναζωογονητική βαρκάδα.

Η βάρκα κλυδωνίστηκε. Μια ωραία αναζωογονητική βαρκάδα, συλλογίστηκε. Η δροσερή αύρα του κολπίσκου, αύρα νοτερή, όχι ξηρή. Η βάρκα κουνήθηκε. «Να πάρει!» μούγκρισε. Τρομοκρατημένη, έφερε το χέρι στο στόμα της κι ακούμπησε τις φτέρνες της στο μπροστινό μέρος του πάγκου, δικαιολογημένα σοκαρισμένη. Αν ήθελε να μην έχει πρόβλημα με αυτούς τους Θαλασσινούς, θα έπρεπε να συνηθίσει στις βρωμιές που θα έβγαιναν από το στόμα της, όπως ακριβώς έκανε κι ο Ματ. Ούτε καν ήθελε να τον σκέφτεται. Ακόμα μια μέρα να τον περίμενε, και θα ξερίζωνε τα μαλλιά του κεφαλιού της τρίχα-τρίχα! Όχι ότι της είχε ζητήσει τίποτα παράλογο μέχρι τώρα, αλλά η Νυνάβε αυτό περίμενε εκ μέρους του, κι εκείνοι οι τρόποι του...!

«Όχι!» είπε αποφασιστικά. «Πρέπει να καλμάρω το στομάχι μου, όχι να το ανακατέψω». Η βάρκα συνέχισε να κλυδωνίζεται ελαφρά κι η Νυνάβε προσπάθησε να συγκεντρωθεί στα ρούχα της. Δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στα ρούχα, όπως η Ηλαίην για παράδειγμα, αλλά το να σκέφτεται τα μετάξια και τις δαντέλες ήταν καταπραϋντικό.

Καθετί ήταν προσεκτικά διαλεγμένο, ώστε να εντυπωσιάσει την Κυρά των Πλοίων, σε μια προσπάθεια να κερδηθεί το χαμένο έδαφος. Πράσινο μετάξι με κίτρινες γραμμώσεις στον ποδόγυρο, με χρυσά κεντίδια στα μανίκια και στο μπούστο, με χρυσαφιές δαντέλες στο στρίφωμα και στους καρπούς καθώς και γύρω από το ντεκολτέ. Ίσως θα έπρεπε να έχει φορέσει κάτι ακόμα πιο εντυπωσιακό, για να την πάρουν στα σοβαρά, αλλά δεν είχε τίποτα. Σύμφωνα με τα έθιμα των Θαλασσινών, το ντύσιμο της ήταν κάτι παραπάνω από σεμνό. Η Νέστα θα έπρεπε να τη δεχτεί όπως ήταν. Η Νυνάβε αλ'Μεάρα δεν άλλαζε ντύσιμο με τίποτα και για κανέναν.

Οι κίτρινες καρφίτσες από οπάλιο πάνω στην πλεξούδα της της ανήκαν -δώρο του Πανάρχη του Τάραμπον, μάλιστα- αλλά η Τάυλιν τής είχε χαρίσει το χρυσό περιδέραιο με τα σμαράγδια και τα μαργαριτάρια που απλωνόταν πάνω στο στήθος της. Ένα περιδέραιο πολυτελέστερο απ’ όσο είχε φανταστεί ποτέ ότι θα είχε στην κατοχή της. Ένα δωράκι, επειδή της είχε παραδώσει τον Ματ, έτσι το είχε αποκαλέσει η Τάυλιν. Δεν έβγαινε νόημα βέβαια, αλλά ίσως η Βασίλισσα χρειαζόταν κάποια δικαιολογία γι' αυτό το ανεκτίμητο δώρο. Τα βραχιόλια από χρυσό και φίλντισι ανήκαν στην Αβιέντα· περιέργως, διέθετε ένα εντυπωσιακό απόθεμα κοσμημάτων, αν κι ήταν γυναίκα που σπανίως φορούσε κάτι περισσότερο από ένα ασημένιο περιδέραιο. Η Νυνάβε της είχε ζητήσει να δανειστεί αυτό το πανέμορφο φιλντισένιο βραχιόλι με τα σκαλιστά αγκαθερά τριαντάφυλλα, το οποίο η Αελίτισσα δεν φορούσε ποτέ. Παραδόξως, η Αβιέντα το έσφιξε στο στήθος της, λες κι ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχε, κι η Ηλαίην άρχισε να την παρηγορεί. Η Νυνάβε δεν θα εκπλησσόταν, αν έβλεπε τις δυο τους να κλαίνε η μία στον ώμο της άλλης.

Κάτι περίεργο συνέβαινε και, αν δεν ήξερε πως εκείνες οι δύο ήταν πολύ ορθολογικές ώστε να μην ασχολούνται με τέτοιες σαχλαμάρες, θα υπέθετε ότι κάποιος άντρας υπήρχε στη μέση. Τουλάχιστον, η Αβιέντα ήταν πολύ ορθολογική· η Ηλαίην λαχταρούσε ακόμα τον Ραντ, αν κι η Νυνάβε δεν μπορούσε να την κατηγορήσει γι' αυτό...

Ξαφνικά, αισθάνθηκε να την περιτυλίγουν τεράστια κύματα από σαϊντάρ, και...

...βρέθηκε να σπαρταρά βυθισμένη στο αλμυρό νερό, παγιδευμένη στο φόρεμά της, προσπαθώντας με σπασμωδικές κινήσεις να βγει στην επιφάνεια για να αναπνεύσει. Το κεφάλι της αναδύθηκε και πάσχισε να πάρει ανάσα κοιτώντας έκπληκτη τριγύρω, ανάμεσα στα μαξιλάρια που επέπλεαν. Μια στιγμή αργότερα, αντιλήφθηκε πως το κυρτό αντικείμενο που έγερνε από πάνω της ήταν ένα από τα καθίσματα της καμπίνας, καθώς κι ένα κομμάτι του τοιχώματος. Βρισκόταν παγιδευμένη στο εσωτερικό ενός αεροθύλακα. Δεν ήταν μεγάλος. Θα μπορούσε να αγγίξει τα τοιχώματά του χωρίς να τεντώσει πλήρως τα χέρια της. Πώς, όμως...; Ένας ηχηρός γδούπος την έκανε να καταλάβει πως είχε φθάσει στον πάτο του ποταμού. Η αναποδογυρισμένη καμπίνα κλονίστηκε και πήρε κλίση. Νόμισε πως ο αεροθύλακας συρρικνώθηκε κάπως.

Πρώτ' απ' όλα, πριν ακόμα αναρωτηθεί για οτιδήποτε, έπρεπε να βρει τρόπο να βγει από κει προτού ξόδευε όλον τον αέρα. Ήξερε να κολυμπάει -είχε πλατσουρίσει κάμποσες φορές στις λιμνούλες του Νεροδάσους, πίσω στην πατρίδα. Αυτό που την ενοχλούσε ήταν όταν το νερό άρχισε να την ταρακουνά. Γεμίζοντας με αέρα τα πνευμόνια της, διπλώθηκε και κολύμπησε προς το σημείο όπου θα έπρεπε να βρίσκεται η πόρτα, κλωτσώντας αδέξια εξαιτίας της φούστας της. Ίσως να βοηθούσε αν έβγαζε το φόρεμά της, αλλά δεν ήθελε με τίποτα να βγει στην επιφάνεια φορώντας μονάχα το ριχτό φόρεμα, τις κάλτσες και τα κοσμήματα. Άλλωστε, δεν ήθελε να τα αφήσει πίσω. Επιπλέον, ήταν αδύνατον να βγάλει το φόρεμά της χωρίς να χάσει το πουγκί που είχε περασμένο στη ζώνη της και, στο μεταξύ, θα πνιγόταν.

Τα νερά ήταν σκοτεινά, αφώτιστα. Τα τεντωμένα της δάχτυλα άγγιξαν ξύλο κι ένιωσε τα διακοσμητικά σκαλίσματα μέχρι που βρήκε την πόρτα. Την ψηλάφισε άκρη-άκρη και βρήκε τον μεντεσέ. Μουρμουρίζοντας διάφορες κατάρες μέσα στο κεφάλι της, προχώρησε προσεκτικά από την άλλη μεριά. Ναι! Να το πόμολο! Το ανασήκωσε κι έσπρωξε. Η πόρτα μετακινήθηκε περίπου δύο ίντσες... και σταμάτησε.

Με τα πνευμόνια της να κοντεύουν να σπάσουν, κολύμπησε πίσω, προς τον αεροθύλακα, ίσα-ίσα για να πάρει μια βαθιά ανάσα. Αυτήν τη φορά, βρήκε γρηγορότερα την πόρτα. Πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τη χαραμάδα για να δει τι ήταν αυτό που την εμπόδιζε να ανοίξει, κι αυτά βυθίστηκαν στη λάσπη. Ίσως να μπορούσε να σκάψει έναν λοφίσκο, ή... Ψαχούλεψε κάπως ψηλότερα. Κι άλλη λάσπη. Άρχισε να σκάβει μανιασμένα με τα δάχτυλά της, από τη βάση της χαραμάδας προς την κορυφή κι ύστερα, αδυνατώντας να πιστέψει αυτό που της συνέβαινε, από την κορυφή προς τη βάση. Λάσπη, γλοιώδης λάσπη, παντού.

Αυτή τη φορά, όταν κολύμπησε ξανά πίσω, στον αεροθύλακα, άρπαξε γερά την άκρη του καθίσματος πάνω από το κεφάλι της και κρεμάστηκε βαριανασαίνοντας και με την καρδιά της να βροντοκοπάει στο στήθος της. Ένιωθε τον αέρα πιο... πηχτό.

«Δεν πρόκειται να πεθάνω εδώ», μουρμούρισε. «Δεν θα πεθάνω!»

Χτύπησε τη γροθιά της πάνω στο κάθισμα μέχρι που αισθάνθηκε το χέρι της να πρήζεται, παλεύοντας να ξυπνήσει μέσα της την οργή που θα της επέτρεπε να διαβιβάσει. Δεν θα πέθαινε. Όχι εδώ. Μονάχη. Κανείς δεν θα μπορούσε να μάθει πού είχε πεθάνει. Θα έμενε άταφη, ένα πτώμα που θα σάπιζε στον πυθμένα του ποταμού. Το μπράτσο της έπεσε στο νερό πλατσουρίζοντας, κι η Νυνάβε πάλεψε να πάρει ανάσα. Μαύρα κι ασημιά στίγματα χόρευαν μπρος στα μάτια της και της φάνηκε πως κοιτούσε μέσα από έναν σωλήνα. Η οργή δεν φούντωνε μέσα της, συνειδητοποίησε αμυδρά. Συνέχισε να προσπαθεί να αγγίξει το σαϊντάρ, αλλά δεν είχε πια και πολλές ελπίδες ότι θα τα κατάφερνε. Τελικά, θα πέθαινε εδώ. Δεν υπήρχε καμιά ελπίδα. Αντίο, Λαν. Κι έτσι, αφήνοντας πίσω της την ελπίδα να τρεμοπαίζει στην άκρη της συνείδησής της, σαν φλόγα κεριού που τρεμοσβήνει, έκανε κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ στη ζωή της. Αφέθηκε ολοκληρωτικά.

Το σαϊντάρ την περικύκλωσε, τη γέμισε.

Μόλις που συνειδητοποίησε ότι το ξύλο, πάνω από το κεφάλι της, διογκώθηκε ξαφνικά κι έσπασε. Αφήνοντας πίσω της φυσαλίδες αέρα, γλίστρησε προς τα πάνω, μέσα από την τρύπα του σκαριού στο σκοτάδι. Ήξερε αόριστα πως κάτι έπρεπε να κάνει και σχεδόν το θυμήθηκε. Ναι. Τα πόδια της κλώτσησαν αδύναμα και πάσχισε να κουνήσει τα χέρια της για να κολυμπήσει. Έμοιαζαν να επιπλέουν.

Κάτι την άρπαξε από το φόρεμα κι ο πανικός φούντωσε μέσα της στη σκέψη ότι επρόκειτο για καρχαρίες ή για σκορπίνες, ή το Φως ήξερε τι είδους άλλα όντα κατοικούσαν σ' αυτά τα σκοτεινά βάθη. Μια σπίθα συνειδητότητας ήταν αρκετή για να της θυμίσει τη Δύναμη, αλλά συνέχισε να κουνάει απεγνωσμένα τις γροθιές και τα πόδια της, μέχρι που ένιωσε τις αρθρώσεις της να χτυπούν πάνω σε κάτι στέρεο. Ούρλιαξε ή τουλάχιστον προσπάθησε, μια κι η ποσότητα νερού που κατάπιε έπνιξε το ουρλιαχτό, το σαϊντάρ και τα τελευταία ψήγματα της συνείδησής της.

Ένιωσε κάτι να της τραβάει ξανά και ξανά την πλεξούδα κι αισθάνθηκε πως την... έσερναν. Δεν είχε αρκετή συναίσθηση πια, ώστε να παλέψει ή να φοβηθεί ότι ίσως την έτρωγε κανένα πλάσμα.

Ξαφνικά, το κεφάλι της ξεπρόβαλε στην επιφάνεια. Χέρια την έπιασαν από πίσω —χέρια, όχι καρχαρίας— και σφίχτηκαν πάνω στα πλευρά της με έναν αρκετά γνώριμο τρόπο. Έβηξε κι αισθάνθηκε νερό να ξεπετάγεται από τη μύτη της. Έβηξε ξανά, κι αυτή τη φορά πόνεσε και πήρε μια βαθιά ανάσα ριγώντας. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε γευθεί κάτι τόσο γλυκό όσο ο καθαρός αέρας.

Ένα χέρι την έπιασε από το πηγούνι και, ξαφνικά, η Νυνάβε άρχισε να σύρεται προς τα πίσω πάλι. Κατακλυζόταν από μια αίσθηση απόλυτης κόπωσης. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να επιπλέει ανάσκελα, να ανασαίνει κανονικά και να κοιτάζει τον ουρανό. Ήταν τόσο γαλάζιος, τόσο όμορφος. Το τσούξιμο στα μάτια της δεν προερχόταν μονάχα από την αλμύρα του νερού.

Κι έπειτα, ένιωσε να την τραβούν προς τα πάνω και τον εαυτό της να ακουμπάει στα πλευρά μιας βάρκας, ενώ ένα τραχύ χέρι την έσπρωχνε από κάτω για να τη σηκώσει ψηλότερα, μέχρι να τη φτάσουν και να την τραβήξουν δύο ψιλόλιγνοι τύποι με μπρούντζινα σκουλαρίκια περασμένα στα αυτιά τους. Τη βοήθησαν να κάνει ένα δυο βήματα, αλλά μόλις την άφησαν, για να βοηθήσουν τον λυτρωτή της, τα πόδια της Νυνάβε κατέρρευσαν σαν πύργοι φτιαγμένοι από υγρή ζύμη.

Με τα χέρια και τα γόνατά της να παραπαίουν, αφέθηκε να κοιτάζει σαν αποβλακωμένη το ξίφος, τις μπότες και τον πράσινο μανδύα, που είχε ρίξει κάποιος στο κατάστρωμα. Άνοιξε το στόμα της κι άδειασε το στομάχι της στον Ποταμό Έλμπαρ, ο οποίος φάνηκε να εμπλουτίζεται με το μεσημεριανό και το πρωινό της. Δεν θα την εξέπληττε, αν έβλεπε μερικά ψάρια ή ακόμη και τα πασούμια της. Σκούπιζε τα χείλη της με την ανάστροφη του χεριού της, όταν συνειδητοποίησε ότι άκουγε φωνές.

«Είναι καλά ο Άρχοντας; Ήταν βυθισμένος πολλή ώρα».

«Μια χαρά είμαι, άνθρωπέ μου», αποκρίθηκε μια βαθιά φωνή. «Βρες κάτι να σκεπάσεις την κυρία». Ήταν η φωνή του Λαν, η φωνή που ονειρευόταν πως άκουγε κάθε νύχτα.

Με τα μάτια γουρλωμένα, η Νυνάβε μόλις που κατάφερε να καταπνίξει μια γοερή κραυγή· ο τρόμος που είχε νιώσει όταν σκέφτηκε πως θα πέθαινε δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που αισθανόταν τώρα. Τίποτα! Ήταν ένας εφιάλτης, αλλά δεν είχε σχέση με αυτό! Τώρα έμοιαζε με πνιγμένο ποντίκι, έτσι γονατιστή, με το περιεχόμενο του στομαχιού της χυμένο μπροστά της!

Χωρίς δεύτερη σκέψη, αγκάλιασε το σαϊντάρ και διαβίβασε. Το νερό στραγγίστηκε γρήγορα από τα ρούχα και τα μαλλιά της, απομακρύνοντας κάθε απόδειξη της μικρής της κακοτυχίας έτσι όπως χυνόταν στην υδρορροή. Σηκώθηκε όρθια, τακτοποίησε γρήγορα το περιδέραιο στον λαιμό της κι έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να στρώσει το φόρεμα και τα μαλλιά της. Όμως, το μούσκεμα στο θαλασσινό νερό και το απότομο στέγνωμα είχαν ως αποτέλεσμα να μείνουν κάμποσες κηλίδες και ζαρωματιές πάνω στο μετάξι, οι οποίες απαιτούσαν ένα επιδέξιο χέρι κι ένα ζεστό σίδερο για να εξαφανιστούν. Τούφες μαλλιών πετάγονταν από το κεφάλι της, ενώ τα οπάλια στην πλεξούδα της έμοιαζαν με βούλες στην ανασηκωμένη ουρά μιας θυμωμένης γάτας.

Ωστόσο, δεν είχε σημασία. Η ίδια ήταν πλέον η προσωποποίηση της ηρεμίας, γαλήνια σαν ανοιξιάτικη αύρα, συγκροτημένη σαν... Γύρισε απότομα, προτού ο άντρας προλάβαινε να έρθει από πίσω της ξαφνιάζοντας την και κάνοντάς τη να ντροπιαστεί.

Συνειδητοποίησε πόσο γοργά είχε κινηθεί μόνο όταν είδε τον Λαν να κάνει μόλις το δεύτερό του βήμα από την κουπαστή. Ήταν ο ωραιότερος άντρας που είχε αντικρίσει ποτέ. Έμοιαζε εξαίσιος, με την πουκαμίσα, το παντελόνι και τις κάλτσες του μουσκεμένα, με τα μαλλιά του, που έσταζαν, να κολλούν στις γωνίες του προσώπου του και... Στο πρόσωπό του υπήρχε ένας πορφυρός μώλωπας, λες και τον είχαν χτυπήσει. Θυμήθηκε την πρόσκρουση της γροθιάς της κι έφερε το χέρι στο στόμα της.

«Ω, Λαν, με συγχωρείς! Δεν το ήθελα!» Δεν κατάλαβε για πότε διέσχισε την απόσταση που τους χώριζε, αλλά την επόμενη στιγμή ήταν εκεί, ανασηκωμένη στις μύτες των ποδιών της, για να ακουμπήσει τα δάχτυλά της απαλά στην πληγή του. Μια επιδέξια ύφανση των Πέντε Δυνάμεων και το μελανό του μάγουλο ήταν πια αψεγάδιαστο. Ίσως, όμως, να είχε χτυπήσει κι αλλού. Έγνεσε την ύφανση της Διερεύνησης· νέες ουλές έκαναν την ψυχή της να μορφάσει και διέκρινε κάτι παράξενο, αλλά, σε γενικές γραμμές, ο άντρας έμοιαζε υγιής σαν ταύρος. Επίσης, ήταν μουσκεμένος από την προσπάθεια που είχε καταβάλει για να τη σώσει. Τον στέγνωσε, όπως είχε κάνει και με τον εαυτό της, και το νερό χύθηκε με θόρυβο στα πόδια του. Δεν σταμάτησε στιγμή να τον αγγίζει. Ψηλάφιζε και με τα δυο της χέρια τα σκληρά του μάγουλα, τα υπέροχα γαλάζια του μάτια, τη θεληματική του μύτη, τα σφιχτά του χείλη, τα αυτιά του. Έσιαξε με τα δάχτυλά της τα μεταξένια μαύρα μαλλιά του και τακτοποίησε τη δερμάτινη λωρίδα που τα κρατούσε στη θέση τους. Το στόμα της έμοιαζε να μιλάει με δική του θέληση. «Ω, Λαν», μουρμούρισε. «Είσαι εδώ, μαζί μου». Κάποιος χασκογέλασε. Όχι η ίδια —η Νυνάβε αλ'Μεάρα δεν χασκογελούσε ποτέ. «Δεν είναι όνειρο. Μα το Φως, είσαι εδώ. Πώς έγινε;»

«Ένας υπηρέτης από το Παλάτι Τάρασιν μού είπε πως είχες πάει στο ποτάμι, κι ένας τύπος στην αποβάθρα με πληροφόρησε ποια βάρκα είχες πάρει. Αν ο Μαντάρμπ δεν είχε χάσει ένα πέταλο, θα ήμουν εδώ από χτες».

«Δεν με νοιάζει. Σημασία έχει ότι είσαι εδώ, αυτό μετράει». Λέγοντας αυτά, δεν χασκογελούσε διόλου.

«Μπορεί να είναι Άες Σεντάι», μουρμούρισε, όχι και τόσο σιγανά, ένας από τους βαρκάρηδες. «Ωστόσο, εξακολουθώ να πιστεύω πως δεν είναι παρά ένα παπάκι που πάει κατευθείαν στο στόμα του λύκου».

Το πρόσωπο της Νυνάβε έγινε κατακόκκινο. Άφησε τα χέρια της να πέσουν στα πλευρά της, ενώ οι φτέρνες της χτύπησαν βαριά στο κατάστρωμα. Υπό άλλες συνθήκες, θα είχε απαντήσει κατάλληλα σε αυτόν τον τύπο, με το μυαλό της πιο καθαρό. Ο Λαν, όμως, εκτόπιζε οτιδήποτε άλλο υπήρχε στον νου της. Τον έπιασε από το μπράτσο. «Μπορούμε να μιλήσουμε ιδιαιτέρως στην καμπίνα». Της φάνηκε πως ένας από τους βαρκάρηδες κρυφογέλασε.

«Το ξίφος μου και...»

«Θα το φέρω εγώ», του είπε χρησιμοποιώντας μια ροή Αέρα, για να πάρει τα πράγματά του από το κατάστρωμα. Ένας από αυτούς τους αγροίκους όντως είχε κρυφογελάσει. Μια άλλη ροή Αέρα άνοιξε την πόρτα της καμπίνας κι η Νυνάβε έσπρωξε τον Λαν, το ξίφος του και τα μπαγκάζια του στο εσωτερικό, κλείνοντας πίσω της την πόρτα.

Μα το Φως, αμφέβαλλε αν ακόμα κι η Κάλε Κόπλιν, πίσω στην πατρίδα, ήταν τόσο θαρραλέα κι αν οι σωματοφύλακες των εμπόρων ήξεραν το εκ γενετής σημάδι της όπως το πρόσωπό της. Ωστόσο, δεν ήταν καθόλου το ίδιο πράγμα! Δεν έβλαπτε να είναι λιγότερο... ανυπόμονη. Τα χέρια της ακούμπησαν ξανά το πρόσωπό του, απλώς για να ισιώσουν λίγο ακόμα τα μαλλιά του. Ο άντρας έπιασε τους καρπούς της απαλά στα μεγάλα του χέρια.

«Η Μυρέλ με έχει δεσμεύσει τώρα», της είπε μαλακά. «Με δάνεισε σε σένα μέχρι να βρεις Πρόμαχο».

Ελευθέρωσε αργά το δεξί της χέρι και τον χαστούκισε με όση δύναμη είχε. Το κεφάλι του μόλις που κινήθηκε, έτσι ελευθέρωσε και το άλλο της χέρι και τον χαστούκισε δυνατότερα. «Πώς μπόρεσες;» Καλού κακού, για να δώσει έμφαση στην ερώτηση, τον χαστούκισε ξανά. «Το ήξερες πως περίμενα!» Ήταν έτοιμη να επαναλάβει την πράξη της, προκειμένου να τον αναγκάσει να εμπεδώσει την παρατήρησή της. «Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό; Πώς μπόρεσες και της το επέτρεψες;» Άλλο ένα χαστούκι. «Που να σε πάρει και να σε σηκώσει, Λαν Μαντράγκοραν! Που να καείς στο Χάσμα του Χαμού! Να καείς!»

Ο άντρας —ο καταραμένος αυτός άντρας!— δεν είπε ούτε λέξη. Όχι, βέβαια, ότι ήταν και τόσο εύκολο. Τι δικαιολογία να προέβαλλε, άλλωστε; Απλώς, καθόταν ακίνητος και τις έτρωγε, χωρίς να κάνει καμιά κίνηση, χωρίς καν να βλεφαρίζει, με τα μάτια του να φαίνονται περίεργα και να έρχονται σε έντονη αντίθεση με τα μάγουλά του, που η Νυνάβε είχε φροντίσει να αναψοκοκκινίσουν. Μπορεί τα ραπίσματά της να μην τον επηρέαζαν ιδιαίτερα, αλλά η Νυνάβε ένιωθε ήδη το έντονο κάψιμο στις παλάμες της.

Αγριοκοιτάζοντάς τον, έκανε το χέρι της γροθιά και του έδωσε μια μπουνιά στο στομάχι, με όλη της τη δύναμη. Αυτός μούγκρισε ελαφρά.

«Πρέπει να το συζητήσουμε αυτό το θέμα ήρεμα και λογικά», του είπε, κάνοντας ένα βήμα πίσω. «Σαν ώριμοι άνθρωποι». Ο Λαν απλά ένευσε, κάθισε κάτω και τράβηξε κοντά του τις μπότες του! Απομακρύνοντας μερικές τρίχες από το πρόσωπό της με το αριστερό της χέρι, έκρυψε το δεξί πίσω από την πλάτη της, έτσι ώστε να μπορεί να τεντώσει τα πονεμένα της δάχτυλα χωρίς να την προσέξει. Δεν είχε δικαίωμα να είναι τόσο σκληρός, ειδικά όταν ήθελε να τον χτυπήσει. Μάταια ήλπιζε πως του είχε σπάσει κάποιο πλευρό.

«Θα πρέπει να την ευχαριστείς, Νυνάβε». Πώς ήταν δυνατόν να ακούγεται τόσο ήρεμος αυτός ο άνθρωπος; Πέρασε το ένα του πόδι μέσα στην μπότα κι έσκυψε να πάρει την άλλη δίχως να της ρίξει ματιά. «Δεν θα ήθελες να είμαι δεσμευμένος μαζί σου».

Η ροή του Αέρα άρπαξε μια χούφτα από τα μαλλιά του και του λύγισε το κεφάλι προς τα πίσω, κάτι μάλλον οδυνηρό. «Αν τολμήσεις -απλώς, αν τολμήσεις- να αρχίσεις να μου τσαμπουνάς πως δεν θες να μου δώσεις το πέπλο της χήρας, Λαν Μαντραγκόραν, θα... θα...» Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι αρκετά απειλητικό. Δεν ήταν αρκετό να τον χτυπήσει. Η Μυρέλ. Η Μυρέλ κι οι Πρόμαχοι της! Που να τον έπαιρνε και να τον σήκωνε! Ακόμα κι αν τον έγδερνε ζωντανό, πάλι δεν θα αρκούσε.

Δεν ήταν ανάγκη να τον έχει με το κεφάλι λυγισμένο και τον λαιμό γερτό. Ο Λαν ακούμπησε απαλά τους πήχεις του χεριού του πάνω στα γόνατά του κι αφέθηκε να την παρακολουθεί με αυτό το αλλόκοτο βλέμμα. Τελικά, είπε: «Σκέφτηκα να μη σου το πω, αλλά έχεις δικαίωμα να ξέρεις». Ο τόνος της φωνής του ήταν ακόμα διστακτικός, παρ' όλο που ο Λαν ποτέ του δεν δίσταζε. «Όταν πέθανε η Μουαραίν - όταν ο δεσμός ενός Προμάχου απέναντι στην Άες Σεντάι του αποκόπτεται- γίνονται αλλαγές...»

Συνέχισε να μιλάει, και τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από το κορμί της και την αγκάλιασαν, σφίγγοντάς τη για να μην τρέμει. Το σαγόνι της πονούσε, επειδή κρατούσε το στόμα της ερμητικά κλειστό. Απελευθέρωσε τη ροή κι εξακολούθησε να τον κρατάει, λες και δεν ήθελε να της φύγει. Κατόπιν απελευθέρωσε και το σαϊντάρ, αλλά εκείνος απλώς ίσιωσε το σώμα του και συνέχισε να της εξιστορεί θαρραλέα όλη αυτήν τη φρικαλεότητα, εξακολουθώντας να την κοιτάει. Ξαφνικά, η Νυνάβε συνειδητοποίησε πως η ματιά του ήταν ψυχρότερη κι από την καρδιά του χειμώνα. Το βλέμμα του ήταν βλέμμα ανθρώπου που γνώριζε ότι ήταν νεκρός, αλλά δεν νοιαζόταν, ανθρώπου που λαχταρούσε σχεδόν να πέσει σ’ αυτόν τον βαθύ και μεγάλο ύπνο. Τα μάτια της Νυνάβε έτσουζαν, μολονότι δεν είχε κλάψει.

«Βλέπεις, λοιπόν», συμπλήρωσε με ένα χαμόγελο, αποδοχής μεν αλλά κάπως ψεύτικο. «Όταν όλα τελειώσουν, αυτή θα έχει ακόμα μπροστά της περισσότερο από έναν χρόνο τιμωρίας, ενώ εγώ θα είμαι νεκρός. Εσύ απαλλάσσεσαι από αυτό. Είναι το τελευταίο μου δώρο προς εσένα, Μασίρα». Μασίρα. Η χαμένη του αγάπη.

«Θα είσαι ο Πρόμαχος μου μέχρι να βρω κάποιον άλλον;» Η φωνή της ήταν επίπεδη, σε βαθμό που την εξέπληξε. Δεν ήταν ώρα να ξεσπάσει σε κλάματα. Όχι τώρα, που περισσότερο από κάθε άλλη φορά έπρεπε να συγκεντρωθεί και να φανεί δυνατή.

«Ναι», απάντησε επιφυλακτικά ο Λαν, βάζοντας την άλλη του μπότα. Ανέκαθεν έμοιαζε με ημιεξημερωμένο λύκο, αλλά τα μάτια του μαρτυρούσαν πως τώρα δεν ήταν καν ημιεξημερωμένος.

«Ωραία». Η Νυνάβε τακτοποίησε τη φούστα της, προσπαθώντας να αντισταθεί στην παρόρμηση να διασχίσει την καμπίνα και να φτάσει κοντά του. Δεν θα τον άφηνε να διακρίνει τον φόβο της. «Γιατί τον έχω βρει. Είσαι εσύ. Με τη Μουαραίν έκανα υπομονή κι ευχόμουν να συμβεί. Δεν θα κάνω το ίδιο και με τη Μυρέλ. Θα μου παραχωρήσει τη δέσμευσή σου». Θα την ανάγκαζε, ακόμα κι αν χρειαζόταν να σύρει τη γυναίκα από το μαλλί μέχρι την Ταρ Βάλον και πίσω. Για αυτό το θέμα, ευχαρίστως θα το έκανε εκ πεποιθήσεως. «Μην πεις τίποτα», του είπε αυστηρά, όταν ο Λαν άνοιξε το στόμα του να μιλήσει. Τα δάχτυλά της ακούμπησαν φευγαλέα το πουγκί που είχε περασμένο στη ζώνη της, στο εσωτερικό του οποίου υπήρχε το βαρύ δαχτυλίδι του με τον χρυσό σφραγιδόλιθο, τυλιγμένο σε μεταξωτό μαντίλι. Καταβάλλοντας προσπάθεια, μετρίασε κάπως τον τόνο της φωνής της. Ο Λαν ήταν άρρωστος, και τα σκληρά λόγια δεν βοηθούσαν. Ωστόσο, χρειάστηκε να προσπαθήσει. Ήθελε να τον μαλώσει για ένα σωρό πράγματα, να ξεριζώσει την πλεξούδα της κάθε φορά που σκεφτόταν τον Λαν μαζί με εκείνη τη γυναίκα. Πασχίζοντας να διατηρήσει ήρεμη τη φωνή της, συνέχισε.

«Στους Δύο Ποταμούς, Λαν, όταν κάποιος δίνει σε κάποιον άλλο ένα δαχτυλίδι, σημαίνει πως αρραβωνιάζονται». Αυτό ήταν ψέμα, κι η Νυνάβε περίμενε πως ο άντρας θα αναπηδούσε οργισμένος, αλλά εκείνος απλώς βλεφάρισε κουρασμένα. Εξάλλου, η Νυνάβε είχε διαβάσει σε μια ιστορία σχετικά με αυτό το θέμα. «Είμαστε αρραβωνιασμένοι κάμποσο καιρό τώρα. Θα παντρευτούμε σήμερα».

«Προσευχόμουν γι' αυτό», απάντησε ο Λαν μαλακά, αλλά έπειτα κούνησε το κεφάλι του. «Ξέρεις όμως, Νυνάβε, ότι αυτό δεν γίνεται. Μα ακόμα κι αν γινόταν, η Μυρέλ...»

Παρά τις υποσχέσεις της να παραμείνει ήρεμη κι ευγενική, η Νυνάβε αγκάλιασε το σαϊντάρ και μπούκωσε το στόμα του Λαν με μια μάζα Αέρα, προτού εκείνος προλάβαινε να πει όσα η ίδια δεν ήθελε να ακούσει. Από τη στιγμή που δεν άφηνε τον άντρα να εξομολογηθεί, μπορούσε κάλλιστα να προσποιείται πως δεν είχε συμβεί τίποτα. Όταν θα έπεφτε, όμως, στα χέρια της η Μυρέλ...! Τα οπάλια πίεσαν δυνατά την παλάμη της και τράβηξε το χέρι της από την πλεξούδα, λες κι είχε καεί. Τα δάχτυλά της απασχολήθηκαν με το να χτενίζουν τα μαλλιά της, ενώ ο άντρας την αγριοκοίταζε αγανακτισμένος, με το στόμα ορθάνοικτο. «Μόλις πήρες ένα μικρό μάθημα για τη διαφορά ανάμεσα στις συζύγους και στις υπόλοιπες γυναίκες», του είπε ανάλαφρα. Όντως, χρειαζόταν να πασχίσει πολύ για να μην εκραγεί. «Θα το εκτιμούσα ιδιαίτερα, αν δεν ανέφερες ξανά το όνομα της Μυρέλ μπροστά μου. Κατάλαβες;»

Ο Λαν ένευσε καταφατικά κι η Νυνάβε απελευθέρωσε τη ροή, αλλά, με το που τα σαγόνια του κινήθηκαν ξανά, είπε: «Το όνομα δεν έχει σημασία, Νυνάβε. Ξέρεις πως συναισθάνεται οτιδήποτε νιώθω μέσω του δεσμού. Αν ήμασταν σύζυγοι...»

Νόμιζε πως το πρόσωπό της από στιγμή σε στιγμή θα έπαιρνε φωτιά. Ποτέ δεν το είχε σκεφτεί αυτό! Καταραμένη Μυρέλ! «Υπάρχει τρόπος να μάθει ότι είμαι εγώ;» ρώτησε τελικά, με μάγουλα σχεδόν αναψοκοκκινισμένα, ειδικά όταν ο Λαν ακούμπησε στο τοίχωμα της καμπίνας κι άρχισε να γελάει έκπληκτος.

«Μα το Φως, Νυνάβε, είσαι κέρβερος. Μα το Φως! Έχω να γελάσω έτσι από...» Η ιλαρότητα χάθηκε και στη ματιά του επέστρεψε αυτή η ψυχράδα, που για μια στιγμή είχε θολώσει. «Μακάρι, Νυνάβε, αλλά...»

«Μπορεί να γίνει και θα γίνει», τον διέκοψε η γυναίκα. Οι άντρες πάντα έπαιρναν το πάνω χέρι, αν τους άφηνες να μιλούν για πολλή ώρα. Κάθισε απαλά στα γόνατα του. Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν ακόμα σύζυγοι, αλλά εκείνος ήταν πιο μαλακός από τους γυμνούς πάγκους της βάρκας. Μετακινήθηκε κάπως, για να βρει μια πιο βολική θέση. Όντως, τα πόδια του δεν ήταν τόσο σκληρά όσο οι πάγκοι. «Μπορείς κάλλιστα να συμβιβαστείς, Λαν Μαντράγκοραν. Η καρδιά μου σου ανήκει κι έχεις παραδεχτεί πως κι η δική σου μου ανήκει. Μου ανήκεις και δεν θα σε αφήσω να φύγεις. Θα γίνεις ο Πρόμαχος μου κι ο σύζυγός μου για πάρα πολύ καιρό. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να πεθάνεις. Το κατάλαβες αυτό; Μπορώ να γίνω όσο πεισματάρα χρειάζεται για να το πετύχω».

«Δεν το είχα προσέξει», της είπε, και τα μάτια της στένεψαν. Ο τόνος της φωνής του ήταν εξαιρετικά... ξερός.

«Μέχρι τώρα», του αποκρίθηκε σταθερά. Γύρισε το κεφάλι της και μέσα από το άνοιγμα παρατήρησε το σκαρί, πίσω του, κι έπειτα στράφηκε από την άλλη μεριά για να δει μέσα από το σκάλισμα, στο μπροστινό μέρος της καμπίνας. Μακρόστενες πέτρινες αποβάθρες ξεπετάγονταν από την πέτρινη προκυμαία κι έμοιαζαν να τους προσπερνούν. Το μόνο που έβλεπε ήταν κι άλλες αποβάθρες, καθώς και την πόλη που έλαμπε λευκή κάτω από τον απογευματινό ήλιο. «Πού πηγαίνουμε;» μουρμούρισε.

«Τους είπα να μας βγάλουν στην ακτή μόλις επιβιβαζόσουν», απάντησε ο Λαν. «Μου φαίνεται πως πρέπει να αφήσουμε τον ποταμό το συντομότερο».

«Εσύ...;» Η Νυνάβε έσφιξε τα δόντια της. Ο Λαν προφανώς δεν είχε ιδέα πού πήγαινε και για ποιον λόγο. Είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε βάσει όσων γνώριζε. Κι, όντως, της είχε σώσει τη ζωή. «Δεν μπορώ να γυρίσω στην πόλη ακόμα, Λαν». Καθάρισε τον λαιμό της κι άλλαξε τον τόνο της φωνής της. Όσο ευγενική κι αν έπρεπε να είναι μαζί του, τα πολλά σιρόπια στα λόγια της θα την έκαναν να νιώσει ξανά αναγούλα. «Πρέπει να πάω στα πλοία των Θαλασσινών, στον Ανεμοδρομέα». Πολύ καλύτερα τώρα· ήταν ένας ελαφρύς τόνος, που παρέμενε σταθερός.

«Νυνάβε, βρισκόμουν ακριβώς πίσω από τη βάρκα σου κι είδα τι συνέβη. Ήσουν πενήντα πόδια μπροστά μου κι ύστερα πενήντα πόδια πίσω μου και βούλιαζες. Θα πρέπει να ήταν μοιροφωτιά». Δεν χρειαζόταν να πει περισσότερα, αφού η κοπέλα μίλησε γι' αυτόν, έχοντας μάλιστα μεγαλύτερη επίγνωση του τι είχε γίνει.

«Η Μογκέντιεν», είπε ξέπνοα. Θα μπορούσε βέβαια να ήταν κάποιος άλλος από τους Αποδιωγμένους ή κάποια από το Μαύρο Άτζα, αλλά ήξερε πως ήταν η Μογκέντιεν, την οποία είχε νικήσει στο παρελθόν, όχι μία αλλά δύο φορές, κι, αν χρειαζόταν, θα την κέρδιζε και τρίτη. Ωστόσο, η έκφραση του προσώπου της δεν αντικατόπτριζε την αυτοπεποίθησή της.

«Μη φοβάσαι», είπε ο Λαν, αγγίζοντάς τη στο μάγουλο. «Όσο είμαι εγώ πλάι σου, μη φοβάσαι. Αν αναγκαστείς να αντιμετωπίσεις τη Μογκέντιεν, θα φροντίσω να θυμώσεις τόσο, ώστε να μπορέσεις να διαβιβάσεις. Αλλωστε, φαίνεται πως έχω ταλέντο σ' αυτό».

«Δεν θα με κάνεις να θυμώσω ποτέ ξανά», άρχισε να λέει, αλλά σταμάτησε κι αφέθηκε να τον κοιτάει με μάτια διάπλατα ανοικτά. «Δεν είμαι θυμωμένη», είπε αργά.

«Τώρα όχι, αλλά όταν χρειαστεί...»

«Δεν είμαι θυμωμένη», ξανάπε κι άρχισε να γελάει. Χτυπούσε τα πόδια της, σαν να το απολάμβανε, και τις γροθιές της πάνω στο στήθος του, ξεκαρδισμένη στα γέλια. Το σαϊντάρ τη γέμιζε, όχι μόνο με ευχαρίστηση και ζωή αλλά και με δέος αυτή τη φορά. Του χάιδεψε τα μάγουλα με ανάλαφρες ροές Αέρα. «Δεν είμαι θυμωμένη, Λαν», του ψιθύρισε.

«Το φράγμα απομακρύνθηκε». Χαμογέλασε κι αυτός, μετέχοντας στη χαρά της, αλλά το χαμόγελό του δεν είχε ζεστασιά.

Θα σε φροντίσω, Λαν Μαντράγκοραν, του υποσχέθηκε σιωπηλά. Δεν θα σε αφήσω να πεθάνεις. Έγειρε στο στήθος του και σκέφτηκε να τον φιλήσει, ακόμα και να... Δεν είσαι η Κάλε Κόπλιν, σκέφτηκε έντονα.

Μια ξαφνική και τρομερή σκέψη ξεπήδησε στο μυαλό της, και το ότι δεν ξεπήδησε νωρίτερα την έκανε τρομερότερη. «Οι κωπηλάτες;» ρώτησε σιγανά. «Οι σωματοφύλακές μου;» Χωρίς να πει λέξη, ο Λαν κούνησε το κεφάλι του κι η Νυνάβε αναστέναξε. Οι σωματοφύλακες. Μα το Φως, πιότερο χρειάζονταν αυτοί την προστασία της παρά το αντίθετο. Τέσσερις θάνατοι ακόμα στο ενεργητικό της Μογκέντιεν. Τέσσερις ανάμεσα σε χιλιάδες, αλλά αυτοί έκρυβαν κάτι προσωπικό, όσον αφορούσε στην ίδια τουλάχιστον. Τέλος πάντων, αυτήν τη στιγμή δεν είχε τη δυνατότητα να ασχοληθεί με τη Μογκέντιεν.

Σηκώθηκε κι αναρωτήθηκε τι θα έκανε με τα ρούχα της. «Λαν, μπορείς να πεις στους κωπηλάτες να στρίψουν; Πες τους να λάμνουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα». Όπως είχαν τα πράγματα, δεν θα έβλεπε ξανά το παλάτι πριν πέσει η νύχτα.

«Για δες μήπως κάποιος από δαύτους έχει καμιά χτένα». Δεν ήθελε να παρουσιαστεί μπροστά στη Νέστα σ' αυτό το χάλι.

Ο άντρας πήρε το πανωφόρι και το ξίφος του κι υποκλίθηκε. «Όπως προστάζετε, Άες Σεντάι».

Σουφρώνοντας τα χείλη της, η Νυνάβε είδε την πόρτα να κλείνει πίσω του. Μήπως γελούσε εις βάρος της; Θα έβαζε στοίχημα ότι όλο και κάποιος θα βρισκόταν πάνω στον Ανεμοδρομέα που θα μπορούσε να τελέσει έναν γάμο. Κι από αυτά που είχε δει αναφορικά με τους Θαλασσινούς, θα στοιχημάτιζε πως ο Λαν Μαντράγκοραν θα υποσχόταν να κάνει όσα του έλεγαν. Και τότε θα έβλεπε ποιος θα γελούσε τελευταίος.

Η βάρκα κλυδωνίστηκε κι άρχισε να στρίβει. Μαζί της, κλυδωνίστηκε και το στομάχι της Νυνάβε.

«Μα το Φως!» γόγγυσε και βυθίστηκε ξανά στον πάγκο. Γιατί να μην εξαφανιζόταν κι αυτή η αίσθηση μαζί με τον φραγμό της; Κρατούσε ακόμα το σαϊντάρ, νιώθοντας το κάθε άγγιγμα του αέρα πάνω στο δέρμα της, αλλά αυτό έκανε τα πράγματα χειρότερα. Αν το άφηνε, δεν θα βοηθούσε σε τίποτα. Δεν επρόκειτο να αρρωστήσει ξανά. Ο Λαν θα γινόταν δικός της μια για πάντα, κι η ημέρα εκείνη θα ήταν υπέροχη. Αρκεί να έπαυε να αισθάνεται την επερχόμενη καταιγίδα.


Ο ήλιος δέσποζε εκτυφλωτικός πάνω από τις στέγες, όταν η Ηλαίην χτύπησε δυνατά την πόρτα με τις αρθρώσεις των δαχτύλων της. Οι γλεντοκόποι χόρευαν και χοροπηδούσαν στον δρόμο πίσω της, γεμίζοντας τον αέρα με γέλια, τραγούδια κι ευωδιές. Ευχήθηκε βαριεστημένα να είχε κι η ίδια την ευκαιρία να ξεφαντώσει στο πανηγύρι. Μια μεταμφίεση όμοια με αυτήν της Μπιργκίτε θα είχε πολλή πλάκα. Ή κάποια σαν κι αυτή που είχε δει να φοράει το πρωί η Αρχόντισσα Ρισέλ, μια από τις ακόλουθες της Τάυλιν. Αρκεί να φορούσε τη μάσκα της. Χτύπησε ξανά, πιο έντονα αυτήν τη φορά.

Η γκριζομάλλα υπηρέτρια με το τετράγωνο σαγόνι άνοιξε χαμήλωσε την πράσινη μάσκα. «Εσύ; Τι γυρεύεις εδώ...;» Η μανία μεταβλήθηκε σε μια απαίσια χλωμάδα καθώς η Μέριλιλ έβγαλε κι αυτή τη μάσκα της, όπως επίσης η Αντελέας κι οι υπόλοιπες. Με κάθε αγέραστο πρόσωπο που αποκαλυπτόταν, ακόμα και με αυτό της Σάριθα, η γυναίκα τιναζόταν από την έκπληξη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ίσως είδε όσα περίμενε.

Βγάζοντας μια ξαφνική κραυγή, η υπηρέτρια προσπάθησε να κλείσει την πόρτα, αλλά η Μπιργκίτε πέρασε μπροστά από την Ηλαίην και χρησιμοποιώντας τον φτερωτό της ώμο την ξανάνοιξε. Η υπηρέτρια τρίκλισε, οπισθοχώρησε λίγα βήματα και πάσχισε να αυτοκυριαρχηθεί, αλλά, πριν προλάβει να τρέξει ή να φωνάξει, η Μπιργκίτε είχε μπει μέσα πιάνοντάς την από το μπράτσο, ακριβώς κάτω από τον ώμο.

«Ήρεμα», της είπε με σταθερή φωνή. «Δεν θέλουμε φωνές και φασαρίες, έτσι;» Έτσι όπως κρατούσε το χέρι της γυναίκας, έμοιαζε σαν να τη στηρίζει, αν κι η άλλη στεκόταν ευθυτενής κι ακίνητη. Κοιτούσε με μάτια γουρλωμένα το πλουμιστό λοφίο στη μάσκα της Μπιργκίτε και κουνούσε αργά το κεφάλι της.

«Πώς σε λένε;» ρώτησε η Ηλαίην, καθώς κόσμος συνωστιζόταν στην είσοδο του διαδρόμου πίσω της. Οι φωνές απ' έξω έφθαναν στα αυτιά τους πνιχτές εξαιτίας της κλειστής πόρτας. Το βλέμμα της υπηρέτριας πεταγόταν από το ένα πρόσωπο στο άλλο, λες και δεν μπορούσε να κοιτάξει κάθε μία ξεχωριστά για πολλή ώρα.

«Τσε... Τσε... Τσέντορα»

«Θα μας οδηγήσεις στη Ρεάνε, Τσέντορα». Αυτή τη φορά, η γυναίκα ένευσε καταφατικά, έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

Η Τσέντορα τις οδήγησε στο πάνω διάζωμα, με την Μπιργκίτε να την κρατάει ακόμα από το χέρι. Η Ηλαίην σκέφτηκε να της πει να την αφήσει, αλλά το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να ακουστεί ένα προειδοποιητικό ουρλιαχτό εκ μέρους της γυναίκας, που θα έκανε τους πάντες να τραπούν σε άτακτη φυγή προς όλες τις κατευθύνσεις. Να γιατί η Μπιργκίτε προτιμούσε να χρησιμοποιεί τους μυώνες της παρά να διαβιβάζει όπως η Ηλαίην. Πίστευε πως η Τσέντορα ήταν περισσότερο φοβισμένη παρά τραυματισμένη και πως όλοι επρόκειτο να νιώσουν έστω και λίγο τρόμο εκείνη την ημέρα.

«Ε... εδώ είναι», είπε η Τσέντορα, νεύοντας προς μια κόκκινη πόρτα. Ήταν η πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο όπου η ίδια με τη Νυνάβε είχαν εκείνη την ατυχή συζήτηση. Την άνοιξε και μπήκε μέσα.

Η Ρεάνε βρισκόταν εκεί, καθισμένη μπροστά από το τζάκι πάνω στο οποίο ήταν σκαλισμένα τα Δεκατρία Αμαρτήματα, παρέα με μια ντουζίνα άλλες γυναίκες, τις οποίες ουδέποτε είχε δει η Ηλαίην. Κάθονταν στις πολυθρόνες που ήταν ακουμπισμένες στους ωχρούς πράσινους τοίχους κι ήταν όλες ιδρωμένες, αφού τα παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά κι οι κουρτίνες τραβηγμένες. Οι πιο πολλές φορούσαν Εμπουνταρινά φορέματα, παρ’ όλο που μονάχα μία είχε αυτό το χαρακτηριστικό ελαιόχρωμο δέρμα· οι περισσότερες είχαν ρυτίδες στο πρόσωπο και μια υποψία γκριζάδας στα μαλλιά τους. Όλες τους, μέχρι και την τελευταία, μπορούσαν να διαβιβάσουν σε κάποιον βαθμό. Εφτά φορούσαν την κόκκινη ζώνη, κι η Ηλαίην αναστέναξε άθελά της. Όταν η Νυνάβε είχε δίκιο σε κάτι, σου το υπενθύμιζε σε σημείο εκνευρισμού.

Η Ρεάνε σηκώθηκε απότομα, και το πρόσωπό της αναψοκοκκίνισε από μανία, όπως ακριβώς και της Τσέντορα, τα δε πρώτα της λόγια ήταν σχεδόν παρόμοια: «Εσύ! Πώς τολμάς να παρουσιάζεσαι...;» Τόσο τα λόγια της, όσο κι η μανία, εξανεμίστηκαν για τον ίδιο λόγο, όταν φάνηκε η Μέριλιλ κι οι υπόλοιπες που ακολουθούσαν την Ηλαίην. Μια ξανθή γυναίκα με κόκκινη ζώνη κι ανοιχτό ντεκολτέ άφησε έναν αδιόρατο ήχο, καθώς τα μάτια της γύρισαν προς τα επάνω και γλίστρησε άτονα από την κόκκινη πολυθρόνα της. Ούτε μία δεν κουνήθηκε για να τη βοηθήσει. Ούτε μία δεν κοίταξε προς το μέρος της Μπιργκίτε, η οποία οδηγούσε την Τσέντορα σε μια γωνιά και την έστηνε εκεί. Ούτε μία δεν ανάσαινε. Η Ηλαίην ένιωσε την παρόρμηση να φωνάξει «μπου», απλά για να δει τι θα γινόταν.

Η Ρεάνε ταλαντεύτηκε. Το πρόσωπό της χλώμιασε κι ήταν φανερό πως προσπαθούσε να ξαναβρεί την ψυχραιμία της, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία όμως. Της πήρε μονάχα μια στιγμή να κοιτάξει διερευνητικά τις πέντε ψυχρές Άες Σεντάι, που είχαν παραταχθεί μπροστά από την πόρτα, και να αποφασίσει ποια ήταν η επικεφαλής. Ταλαντεύτηκε πάνω στις πλάκες του δαπέδου και κίνησε προς το μέρος της Μέριλιλ. Έπεσε στα γόνατα κι έσκυψε το κεφάλι της. «Συγχώρεσέ μας, Άες Σεντάι». Ο τόνος της φωνής της ήταν σεβάσμιος και κάπως πιο σταθερός απ' ό,τι είχαν αποδειχτεί τα γόνατά της. Ουσιαστικά, φλυαρούσε. «Δεν είμαστε παρά μερικές φίλες. Δεν κάναμε τίποτα κακό, τίποτα που θα δυσφήμιζε τις Άες Σεντάι. Σας το ορκίζομαι, ανεξάρτητα από το τι σάς έχει πει αυτό το κορίτσι. Θα σας είχαμε μιλήσει γι' αυτήν, αλλά φοβόμασταν. Συγκεντρωνόμαστε απλώς για να συζητήσουμε. Έχει μια φίλη, Άες Σεντάι. Τη συλλάβατε; Μπορώ να σας την περιγράψω. Θα κάνουμε ό,τι επιθυμείτε, σας το ορκίζομαι, θα...»

Η Μέριλιλ καθάρισε ηχηρά τον λαιμό της. «Ονομάζεσαι Ρεάνε Κόρλυ, απ’ όσο γνωρίζω, έτσι;» Η Ρεάνε μόρφασε και ψιθύρισε πως έτσι ήταν, εξακολουθώντας να κοιτάζει το δάπεδο στα πόδια της Γκρίζας αδελφής. «Φοβάμαι πως θα πρέπει να απευθυνθείς στην Ηλαίην Σεντάι, Ρεάνε».

Το κεφάλι της Ρεάνε τινάχτηκε, κι αυτό ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικό. Κάρφωσε το βλέμμα της στη Μέριλιλ κι έπειτα, αργά και σταδιακά, έστρεψε τα μεγάλα σαν το πρόσωπό της μάτια προς το μέρος της Ηλαίην κι έγλειψε τα χείλη της παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Γυρνώντας πάνω στα γόνατά της, για να αντικρίσει την Ηλαίην, υποκλίθηκε για άλλη μια φορά. «Σε εκλιπαρώ να με συγχωρέσεις, Άες Σεντάι», είπε μονότονα. «Δεν το ήξερα. Δεν...» Άλλη μια βαθιά κι ανέλπιδη ανάσα. «Όποια τιμωρία κι αν επιβάλετε, την αποδεχόμαστε ταπεινά, αλλά, σας ικετεύω, πρέπει να πιστέψετε πως...»

«Έλα, σήκω», την έκοψε ανυπόμονα η Ηλαίην. Μπορεί να ήθελε να αναγκάσει αυτήν τη γυναίκα να την αποδεχτεί ως Άες Σεντάι, όπως το είχε κατορθώσει με τη Μέριλιλ και τις υπόλοιπες, μα αυτή η ταπεινωτική συμπεριφορά την αρρώσταινε. «Εντάξει, σήκω όρθια». Περίμενε μέχρι να υπακούσει η γυναίκα κι έπειτα πήγε και κάθισε στην καρέκλα της Ρεάνε. Δεν υπήρχε λόγος να απαιτήσει δουλοπρέπεια, αλλά δεν ήθελε να αφήσει την παραμικρή αμφιβολία όσον αφορούσε στο ποια ήταν η επικεφαλής. «Εξακολουθείς να αρνείσαι ότι γνωρίζεις πού βρίσκεται το Κύπελλο των Ανέμων, Ρεάνε;»

Η Ρεάνε τέντωσε τα χέρια της. «Άες Σεντάι», είπε χωρίς το παραμικρό ίχνος δόλου, «καμιά μας δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ ένα τερ'ανγκριάλ, πόσω μάλλον ένα ανγκριάλ ή ένα σα'ανγκριάλ». Άδολη κι επιφυλακτική, σαν αλεπού στην πόλη. «Σε διαβεβαιώνω πως ουδέποτε ισχυριστήκαμε ότι ήμασταν κάτι που να μοιάζει έστω με τις Άες Σεντάι. Είμαστε αυτές εδώ οι φίλες που βλέπεις όλες κι όλες, και το μόνο που μας ενώνει είναι ότι κάποτε μας επετράπη να εισέλθουμε στον Λευκό Πύργο. Αυτό είναι όλο».

«Απλώς μερικές φίλες», είπε η Ηλαίην ξερά, με τα δάχτυλά της να σχηματίζουν μια πυραμίδα. «Όπως κι η Γκαρένια, η Μπέρογουιν, η Ντέρις κι η Άλις, έτσι;»

«Μάλιστα», απάντησε απρόθυμα η Ρεάνε. «Κι αυτές φίλες είναι».

Η Ηλαίην κούνησε αργά-αργά το κεφάλι της. «Ρεάνε, ο Λευκός Πύργος γνωρίζει τα πάντα για το Σόι. Ανέκαθεν γνώριζε». Μια σκουρόχρωμη γυναίκα με όψη Δακρυνής -μολονότι φορούσε ένα γαλανόλευκο γιλέκο με τη σφραγίδα της συντεχνίας των χρυσοχόων- άφησε μια πνιχτή κραυγή και πίεσε τα δύο πλαδαρά της χέρια πάνω στο στόμα της. Μια λιπόσαρκη γυναίκα από τη Σαλδαία, με γκρίζους κροτάφους, που φορούσε την κόκκινη ζώνη, κατέρρευσε με έναν αναστεναγμό, κάνοντας παρέα στην ξανθιά που κειτόταν στο πάτωμα, ενώ δύο ακόμα ταλαντεύτηκαν, εξίσου έτοιμες να σωριαστούν.

Από τη μεριά της, η Ρεάνε κοίταξε τις αδελφές που είχαν στηθεί μπροστά στην πόρτα, για να επιβεβαιώσει τα λόγια της Ηλαίην, πράγμα που έγινε. Το πρόσωπο της Μέριλιλ ήταν πιότερο ψυχρό παρά γαλήνιο, κι η Σάριθα μόρφαζε δίχως να μπορεί να σταματήσει. Η Βαντέν με την Κάρεαν είχαν τα χείλη σφιγμένα, όπως κι η Αντελέας, η οποία έστρεφε από δω κι από κει το κεφάλι της, μελετώντας τις γυναίκες κατά μήκος του τοίχου, λες κι ήταν έντομα που αντίκριζε για πρώτη φορά. Βέβαια, αυτό που έβλεπε η Ρεάνε κι αυτό που υπήρχε δεν είχαν μεγάλη σχέση. Όλες τους είχαν αποδεχτεί την απόφαση της Ηλαίην, αλλά όσα «Μάλιστα, Ηλαίην...» και να έλεγαν, δεν θα τις έκαναν να τους αρέσει. Θα είχαν φτάσει εκεί δύο ώρες πριν, αν δεν έλεγαν συνέχεια «Μα, Ηλαίην..». Καμιά φορά, το να ηγείσαι σήμαινε ότι είσαι ο αρχηγός του κοπαδιού.

Η Ρεάνε δεν λιποθύμησε, αλλά ο φόβος ήταν έκδηλος στο πρόσωπό της, κι εκείνη ανασήκωσε τα χέρια της παρακλητικά. «Σκοπεύεις να καταστρέψεις το Σόι; Γιατί τώρα, έπειτα από τόσον καιρό; Τι κάναμε και θέλεις να μας εξαλείψεις;»

«Κανείς δεν θα σας καταστρέψει», της απάντησε η Ηλαίην. «Κάρεαν, εφ' όσον καμία άλλη δεν προτίθεται να βοηθήσει εκείνες τις δύο, θα μπορούσες να το αναλάβεις εσύ, σε παρακαλώ;» Οι υπόλοιπες γυναίκες στο δωμάτιο ξαφνιάστηκαν κι αναψοκοκκίνισαν. Πριν ακόμα προλάβει να κινηθεί η Κάρεαν, δύο από αυτές έσκυψαν πάνω από τις λιπόθυμες, τις ανασήκωσαν κι άρχισαν να κουνούν πέρα δώθε αρωματικά άλατα κάτω από τις μύτες τους. «Η Έδρα της Άμερλιν επιθυμεί κάθε γυναίκα που διαθέτει την ικανότητα της διαβίβασης να συνδέεται με τον Πύργο», συνέχισε η Ηλαίην. «Η πρόταση είναι ανοικτή για όποια από το Σόι θελήσει να αποδεχτεί κάτι τέτοιο».

Ακόμα κι αν είχε υφάνει ροές Αέρα γύρω από την καθεμία ξεχωριστά, αμφέβαλλε αν θα έμοιαζαν περισσότερο παγωμένες απ' ό,τι εκείνη τη στιγμή. Ακόμα κι αν πίεζε όσο πιο πολύ μπορούσε αυτές τις ροές, θα δυσκολευόταν να τις κάνει να γουρλώσουν τα μάτια τους περισσότερο. Μια από τις γυναίκες που είχαν λιποθυμήσει άφησε ένα αγκομαχητό κι έβηξε, σπρώχνοντας μακριά το φιαλίδιο με τα αρωματικά άλατα, που είχε παραμείνει πάρα πολλή ώρα κάτω από τη μύτη της. Ξαφνικά, όλες φάνηκαν να ξυπνούν από λήθαργο κι ακολούθησε ένας ορυμαγδός φωνών.

«Τελικά, μπορούμε να γίνουμε κι εμείς Άες Σεντάι;» ρώτησε γεμάτη ενθουσιασμό η Δακρυνή με το γιλέκο του χρυσοχόου, την ίδια στιγμή που μια γυναίκα με στρουμπουλό πρόσωπο και με μια κόκκινη ζώνη τουλάχιστον διπλάσια σε μήκος από τις άλλες, άρχισε να φωνάζει: «Θα μας επιτρέψουν να μαθητεύσουμε; Θα μας διδάξουν ξανά;» Ένας καταιγισμός από φωνές γεμάτες λαχτάρα ακολούθησε. «Πράγματι, μπορούμε να...;» κι «Όντως θα μας το επιτρέψουν...;» Η οχλαγωγία γέμισε τον χώρο.

Η Ρεάνε, όμως, τους επιτέθηκε με μανία. «Ιβάρα, Σουμέκο, κι εσείς οι υπόλοιπες, μην παρασύρεστε! Μιλάτε παρουσία των Άες Σεντάι! Μιλάτε-παρουσία-των-Άες-Σεντάι!» Πέρασε το τρεμάμενο χέρι της πάνω από το πρόσωπό της. Ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή. Τα βλέμματα χαμήλωσαν και το αναψοκοκκίνισμα εντάθηκε. Όλα αυτά τα παραταγμένα πρόσωπα με τα γκριζόασπρα μαλλιά θύμιζαν στην Ηλαίην μια ομάδα μαθητευομένων που τις έπιασε η Κυρά των Μαθητευομένων να παίζουν μαξιλαροπόλεμο, ενώ έχει ήδη σημάνει Εσπερινός.

Η Ρεάνε την κοίταξε διστακτικά πάνω από τα ακροδάχτυλά της. «Όντως θα μας επιτραπεί να επιστρέψουμε στον Πύργο;» μουρμούρισε σαν να μιλούσε στο χέρι της.

Η Ηλαίην ένευσε καταφατικά. «Όσες έχουν τη δυνατότητα να μάθουν πώς να γίνουν Άες Σεντάι θα έχουν την ευκαιρία, αλλά θα υπάρχει θέση για όλες. Για κάθε γυναίκα με την ικανότητα της διαβίβασης».

Η Ρεάνε βούρκωσε. Η Ηλαίην δεν ήταν σίγουρη, αλλά φαντάστηκε πως την άκουσε να ψιθυρίζει: «Θα γίνω Πράσινη». Με δυσκολία συγκρατήθηκε, ώστε να μην τρέξει κοντά της για να την αγκαλιάσει.

Καμία από τις υπόλοιπες Άες Σεντάι δεν είχε χώρο για συναισθηματισμούς, και πάνω απ' όλες η Μέριλιλ. «Μπορώ να απευθύνω στη Ρεάνε μια ερώτηση, Ηλαίην; Ρεάνε, πόσες... από εσάς θα επιστρέψουν;» Αναμφίβολα, η παύση υπήρξε για να μην πει «πόσες αδέσποτες κι αποτυχημένες».

Αν η Ρεάνε πρόσεξε ή υποπτεύτηκε κάτι, φάνηκε να το αγνοεί ή να αδιαφορεί τελείως. «Δεν πιστεύω πως θα υπήρχε άνθρωπος που θα αρνούνταν αυτή την πρόσκληση», είχε, σχεδόν χωρίς να πάρει ανάσα. «Ίσως πάρει λίγο χρόνο μέχρι να ειδοποιηθούν όλες. Βλέπεις, είμαστε διασκορπισμένες, για να...» Γέλασε κάπως νευρικά, ενώ τα δάκρυα δεν ήθελαν και πολύ για να ξεχυθούν από τα μάτια της. «...για να μη μας πάρουν χαμπάρι οι Άες Σεντάι. Προς το παρόν, υπάρχουν χίλια εφτακόσια ογδόντα τρία ονόματα στον κατάλογο».

Οι περισσότερες Άες Σεντάι μάθαιναν από νωρίς να συγκαλύπτουν την έκπληξή τους με μια εξωτερική επίφαση ηρεμίας, αλλά η Σάριθα δεν συγκρατήθηκε και γούρλωσε τα μάτια της. Κάτι έλεγε σιωπηλά, η Ηλαίην όμως την ήξερε καλά και μπορούσε να διαβάσει τα χείλη της. Δύο χιλιάδες αδέσποτες! Το Φως να μας βοηθήσει! Η Ηλαίην βάλθηκε να τακτοποιεί τη φούστα της, μέχρι να σιγουρευτεί πως το πρόσωπό της δεν πρόδιδε ταραχή. Πράγματι, χρειάζονταν τη βοήθεια του Φωτός.

Η Ρεάνε παρεξήγησε τη σιωπή που έπεσε. «Περιμένατε πιο πολλές; Τα διάφορα ατυχήματα κι οι θάνατοι από φυσικά αίτια έχουν κάθε χρόνο το τίμημά τους, όπως ισχύει για όλους τους ανθρώπους, και φοβάμαι πως το Σόι έχει λιγοστέψει τα τελευταία χίλια χρόνια. Ίσως ήμασταν πολύ επιφυλακτικές στην προσέγγιση γυναικών που έφευγαν από τον Λευκό Πύργο, αλλά ανέκαθεν υπήρχε ο φόβος πως κάποια από αυτές μπορεί να ανέφερε ότι ανακρίθηκε και... και...»

«Δεν είμαστε διόλου απογοητευμένες», τη διαβεβαίωσε η Ηλαίην, κάνοντας μια καθησυχαστική κίνηση. Άκου απογοητευμένες! Κόντευε να την πιάσει υστερικό γέλιο. Οι γυναίκες του Σογιού ήταν σχεδόν διπλάσιες από τις Άες Σεντάι! Η Εγκουέν δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί πως δεν είχε βάλει κι αυτή ένα λιθαράκι, προκειμένου να φέρει στον Πύργο γυναίκες που διέθεταν την ικανότητα της διαβίβασης. Αν, όμως, το Σόι αρνούνταν να συμπεριλάβει τις αδέσποτες... Καλύτερα να μην ξέφευγε από το κυρίως θέμα. Η στρατολόγηση του Σογιού ήταν καθαρά συμπτωματική. «Ρεάνε», είπε ευγενικά, «θα μπορούσες ίσως να θυμηθείς τώρα πού βρίσκεται το Κύπελλο των Ανέμων;»

Η Ρεάνε κοκκίνισε σαν ηλιοβασίλεμα. «Δεν τα έχουμε αγγίξει ποτέ, Ηλαίην Σεντάι. Δεν έχω ιδέα για ποιον λόγο τα συγκέντρωσαν. Δεν άκουσα ποτέ να μιλούν γι' αυτό το Κύπελλο των Ανέμων, αλλά υπάρχει μια αποθήκη σαν κι αυτή που περιέγραψες...»

Κάτω από τις σκάλες, μια γυναίκα διαβίβασε για σύντομο χρονικό διάστημα και κάποια άλλη ούρλιαξε από τρόμο.

Η Ηλαίην πετάχτηκε αμέσως, όπως κι όλες τους. Κάπου μέσα από το φτερωτό της φόρεμα, η Μπιργκίτε τράβηξε ένα εγχειρίδιο.

«Αυτή πρέπει να ήταν η Ντέρις», είπε η Ρεάνε. «Είναι η μόνη διαφορετική εδώ».

Η Ηλαίην ξεχύθηκε μπροστά και την έπιασε από το μπράτσο, καθώς κατευθυνόταν στην πόρτα. «Δεν έγινες Πράσινη ακόμα», μουρμούρισε κι ανταμείφθηκε με ένα χαριτωμένο χαμόγελο έκπληξης, ευχαρίστησης κι ατολμίας ταυτόχρονα, που χάραξε λακκάκια στα μάγουλα της Ρεάνε. «Θα το αναλάβουμε εμείς, Ρεάνε».

Η Μέριλιλ κι οι υπόλοιπες παρατάχθηκαν αριστερά και δεξιά τής Ηλαίην, έτοιμες να την ακολουθήσουν, αλλά η Μπιργκίτε πετάχτηκε στην πόρτα πριν προλάβουν να κάνουν τίποτα, χαμογελώντας καθώς έβαζε το χέρι της πάνω στο μάνταλο. Η Ηλαίην ξεροκατάπιε και δεν είπε τίποτα. Αυτή ήταν η τιμή ενός Προμάχου, έτσι έλεγαν οι γκαϊντίν· έμπαινε πρώτος, έβγαινε τελευταίος. Ωστόσο, αφέθηκε να γεμίσει από το σαϊντάρ, έτοιμη να συντρίψει οτιδήποτε απειλούσε την Πρόμαχο της.

Η πόρτα άνοιξε προτού προλάβει η Μπιργκίτε να γυρίσει το μάνταλο.

Ο Ματ μπήκε μέσα σουλατσάροντας, σπρώχνοντας μπροστά του τη λεπτόκορμη υπηρέτρια που θυμόταν η Ηλαίην. «Καλά το σκέφτηκα ότι θα είστε εδώ». Χαμογέλασε με αυθάδεια, αγνοώντας το αγριοκοίταγμα της Ντέρις, και συνέχισε. «Το κατάλαβα όταν βρήκα κάμποσους Προμάχους να τα πίνουν στη χειρότερη, κατά τη γνώμη μου, ταβέρνα. Μόλις επέστρεψα από την παρακολούθηση μιας γυναίκας στο Ράχαντ. Από τον τελευταίο όροφο ενός ακατοίκητου σπιτιού, για την ακρίβεια. Όταν έφυγε, το πάτωμα ήταν τόσο σκονισμένο, ώστε μπορούσα εύκολα να διακρίνω σε ποιο δωμάτιο πήγε. Υπάρχει στην πόρτα μια καταραμένη κλειδαριά, σκουριασμένη και μεγάλη, και στοιχηματίζω χίλιες κορώνες μια κλωτσιά στα πισινά ότι το Κύπελλο βρίσκεται από πίσω». Η Ντέρις πήγε να τον κλωτσήσει, κι αυτός την απώθησε, τραβώντας ένα μικρό μαχαίρι από τη ζώνη του, το οποίο αναπήδησε στην παλάμη του. «Κάποια θα πρέπει να εξηγήσει σ’ αυτήν εδώ την αγριόγατα με ποιου το μέρος είμαι. Οι γυναίκες με μαχαίρια μού προκαλούν ταραχή αυτές τις μέρες».

«Τα ξέρουμε ήδη όλα αυτά, Ματ», του είπε η Ηλαίην. Τέλος πάντων, θα μάθαιναν τα πάντα πολύ σύντομα, αλλά η έκπληξη που διαγράφηκε στο πρόσωπό του ήταν πράγματι ξεκαρδιστική. Αισθάνθηκε κάτι από την πλευρά της Μπιργκίτε. Η γυναίκα την κοιτούσε ανέκφραστη, αλλά αυτός ο μικρός συναισθηματικός κόμπος στο πίσω μέρος του κεφαλιού της Ηλαίην ακτινοβολούσε αποδοκιμασία. Πιθανόν να το αποδοκίμαζε κι η Αβιέντα. Το να ανοίξει το στόμα της ήταν από τα δυσκολότερα πράγματα που είχε κάνει ποτέ η Ηλαίην. «Ωστόσο, σ' ευχαριστώ, Ματ. Χάρη σε σένα ανακαλύψαμε αυτό που ψάχναμε». Η απροκάλυπτη σαστιμάρα του σχεδόν άξιζε όλη την αγωνία που είχαν ζήσει μέχρι τότε.

Έκλεισε γρήγορα το στόμα του, αλλά την επόμενη στιγμή το ξανάνοιξε, για να πει: «Ε, τότε, ας νοικιάσουμε μια βάρκα κι ας πάμε να πάρουμε αυτό το καταραμένο Κύπελλο. Με λίγη τύχη, ίσως φύγουμε από το Έμπου Νταρ απόψε κιόλας».

«Αυτό είναι γελοίο, Ματ, χωρίς να θέλω να σε προσβάλω. Δεν πρόκειται να σερνόμαστε σε όλο το Ράχαντ μέσα στη νύχτα, και δεν πρόκειται να φύγουμε από το Έμπου Νταρ μέχρι να χρησιμοποιήσουμε το Κύπελλο».

Ο Ματ προσπάθησε να φέρει αντιρρήσεις, αλλά η Ντέρις επωφελήθηκε της στιγμής που η προσοχή του ήταν στραμμένη αλλού κι έκανε να τον κλωτσήσει ξανά. Ο άντρας κρύφτηκε πίσω από την Μπιργκίτε, ουρλιάζοντας να τον βοηθήσουν, ενώ η λεπτοκαμωμένη γυναίκα ορμούσε εναντίον του.

«Αυτός είναι ο Πρόμαχός σου, Ηλαίην Σεντάι;» ρώτησε γεμάτη αμφιβολία η Ρεάνε.

«Όχι, βέβαια! Η Μπιργκίτε είναι η Πρόμαχός μου». Η Ρεάνε έμεινε με το στόμα ανοικτό. Αφού είχε απαντήσει στην ερώτησή της, η Ηλαίην θεώρησε καλό να ρωτήσει κι αυτή κάτι, για το οποίο δεν θα ρωτούσε καμία άλλη αδελφή. «Αν δεν σε πειράζει να μου πεις, Ρεάνε, πόσων ετών είσαι;»

Η γυναίκα δίστασε, ρίχνοντας ματιές στον Ματ, ο οποίος προσπαθούσε να κρατήσει την Μπιργκίτε, που χαμογελούσε ανάμεσα σ' αυτόν και στην Ντέρις. «Στην επόμενη ονομαστική μου εορτή», απάντησε η Ρεάνε, λες κι ήταν το πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο, «θα γίνω τετρακοσίων δώδεκα».

Η Μέριλιλ δεν άντεξε και λιποθύμησε.

Загрузка...