Η Μογκέντιεν δεν ήθελε να ξαναδεί εκείνο το όνειρο, αλλά η επιθυμία της να ξυπνήσει και να ουρλιάξει δεν την ωφελούσε σε τίποτα. Ο ύπνος την κρατούσε δέσμια πιο σφιχτά κι από χειροπέδες. Η αρχή του ονείρου έφυγε γρήγορα, δεν ήταν παρά μια επιπόλαια θολούρα. Κανένα έλεος· σύντομα θα ξαναζούσε και το υπόλοιπο.
Μετά βίας αναγνώρισε τη γυναίκα που μπήκε στη σκηνή όπου την κρατούσαν αιχμάλωτη. Ήταν η Χάλιμα, γραμματέας μιας από αυτές τις τρελές που αυτοαποκαλούνταν Άες Σεντάι. Μπορεί να ήταν τρελές, αλλά την κρατούσαν σφιχτά με αυτή την ασημιά μεταλλική λωρίδα που είχαν περάσει γύρω από τον λαιμό της, αναγκάζοντάς τη να είναι υπάκουη. Οι εικόνες έφευγαν γρήγορα, μολονότι ευχήθηκε να κινούνταν πιο αργά. Η γυναίκα διαβίβασε για να δημιουργήσει φως, και το μόνο που μπόρεσε να δει η Μογκέντιεν ήταν το φως. Θα έπρεπε να είναι σαϊντίν —μόνο οι Εκλεκτοί ανάμεσα στους ζωντανούς γνώριζαν πώς να χαλιναγωγούν την Αληθινή Δύναμη- τη Δύναμη που προερχόταν από τον Σκοτεινό — κι από αυτούς ελάχιστοι ήταν αρκετά ανόητοι για να το κάνουν, παρά μόνο σε έσχατη ανάγκη- αλλά αυτό ήταν αδύνατον! Μια γοργή θολούρα. Η γυναίκα συστήθηκε ως Άραν'γκαρ και προσφώνησε τη Μογκέντιεν με το όνομά της, έκανε επίκληση στο Χάσμα του Χαμού κι αφαίρεσε το περιδέραιο α'ντάμ, μορφάζοντας με τον πόνο που καμιά γυναίκα δεν θα έπρεπε να αισθάνεται. Η Μογκέντιεν ύφανε για άλλη μια φορά -πόσες φορές το είχε κάνει αυτό;- μια μικρή πύλη εντός της σκηνής. Γλίστρησε, έτσι ώστε να δώσει χρόνο στον εαυτό της να σκεφτεί στο ατελείωτο σκοτάδι. Μα προτού βγει καλά-καλά στην εξέδρα, που έμοιαζε με μικρό μαρμάρινο μπαλκόνι, συμπληρωμένο με μια άνετη πολυθρόνα, έφτασε στις μαύρες πλαγιές του Σάγιολ Γκουλ· αιώνια τυλιγμένες στο λυκόφως, έβριθαν από αχνούς, καπνό και βαριές αναθυμιάσεις που έφτυναν οι αεραγωγοί κι οι σήραγγες. Ένας Μυρντράαλ την πλησίασε, φορώντας τον θανατερό μελανό του μανδύα· ένα πλάσμα τυφλό, λευκό σαν γυμνοσάλιαγκας αλλά ψηλότερο κι ογκωδέστερο από οποιονδήποτε άλλο Ημιάνθρωπο. Την κοίταξε εξεταστικά κι αλαζονικά, της είπε αυτοβούλως το παράδοξο όνομά του και την πρόσταξε να έρθει. Όλα αυτά δεν συνηθίζονταν από έναν Μυρντράαλ απέναντι σε κάποιον Εκλεκτό. Ούρλιαζε μέσα από τα βάθη του ίδιου της του νου, λαχταρώντας να κινηθεί το όνειρο ταχύτερα, να θολώσει σε σημείο που να μην μπορεί να διακρίνει και να καταλαβαίνει τίποτα, αλλά τώρα, καθώς ακολουθούσε κατά πόδας τον Σαϊντάρ Χαράν στην είσοδο του Χάσματος του Χαμού, όλα επανήλθαν στην κανονική ροή κι έμοιαζαν περισσότερο αληθινά από τον Τελ'αράν'ριοντ ή από τον κόσμο των ξυπνητών.
Δάκρυα ξεχύθηκαν από τα μάτια της Μογκέντιεν και κύλησαν στα ήδη υγρά μάγουλά της. Άρχισε να κάνει σπασμωδικές κινήσεις πάνω στη σκληρή ψάθα, με τα πόδια και τα χέρια της να τινάζονται ανεξέλεγκτα καθώς πάλευε απεγνωσμένα να ξυπνήσει. Δεν συνειδητοποιούσε πια ότι ονειρευόταν -τα πάντα έμοιαζαν αληθινά- αλλά οι μνήμες παρέμεναν χωμένες στα βάθη του νου της· σε εκείνα τα βάθη, όπου το ένστικτο κραύγαζε και πάλευε να ελευθερωθεί.
Η κατηφορική σήραγγα, με την οροφή από πέτρινα -σαν μυτερά δόντια- ξιφίδια, και τα τοιχώματα που έλαμπαν με αυτόν τον ωχρό φωτισμό, της ήταν αρκετά γνώριμη. Είχε κάνει αρκετές φορές αυτό το υπόγειο ταξίδι από τότε που πρωτοήρθε για να υποκλιθεί στον Μέγα Άρχοντα, προσφέροντας ως εχέγγυο την ίδια της την ψυχή· ήταν, όμως, η πρώτη φορά που είχε επίγνωση της αποτυχίας της σε όλη της την έκταση. Ανέκαθεν κατάφερνε να κρύψει τις αποτυχίες, ακόμα κι από τον Μέγα Άρχοντα. Πολλές φορές. Εδώ, μπορούσαν να συμβούν πράγματα που ήταν αδύνατον να συμβούν οπουδήποτε αλλού. Τινάχτηκε, καθώς ένα από τα πέτρινα δόντια ακούμπησε τα μαλλιά της, αλλά, αμέσως μετά, αυτοκυριαρχήθηκε όσο μπορούσε. Αυτές οι αιχμηρές μύτες, που έμοιαζαν με λάμες, δεν φαίνονταν να ενοχλούν ιδιαίτερα τον παράξενο και πανύψηλο Μυρντράαλ, αλλά, παρ' ότι την ξεπερνούσε περισσότερο από ένα κεφάλι σε ύψος, ήταν η Μογκέντιεν που πάσχιζε να αποφύγει τις κοφτερές άκρες. Η πραγματικότητα εδώ έμοιαζε με πηλό, τον οποίο ο Μέγας Άρχοντας έπλαθε σύμφωνα με τη διάθεσή του. Όποτε δυσανασχετούσε με κάτι, φρόντιζε να το κάνει γνωστό. Ένα πέτρινο δόντι τη χτύπησε στον ώμο κι εκείνη έσκυψε για να περάσει κάτω από ένα άλλο. Το ύψος της σήραγγας δεν ήταν πια τόσο μεγάλο, έτσι δεν μπορούσε να περπατάει όρθια. Λύγισε κι άλλο το σώμα της, πηγαίνοντας τρεχάλα κι ακολουθώντας σκυφτή τον Μυρντράαλ, πασχίζοντας να τον φτάσει. Το βήμα του δεν άλλαζε στιγμή, αλλά ασχέτως του πόσο γρήγορα περπατούσε η γυναίκα, η απόσταση ανάμεσά τους δεν μειωνόταν ούτε στο ελάχιστο. Η οροφή χαμήλωνε ολοένα, όπως τα δόντια του Μεγάλου Άρχοντα όταν ξέσκιζαν τους προδότες και τους ανόητους, κι η Μογκέντιεν έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να σέρνεται με τους αγκώνες. Ένα φως τρεμόσβησε ακριβώς μπροστά τους, στην άκρη της σήραγγας, προερχόμενο από την είσοδο του ίδιου του Χάσματος. Η Μογκέντιεν σύρθηκε με την κοιλιά, προχωρώντας με τα χέρια και σπρώχνοντας με τα πόδια. Πέτρινες μυτερές άκρες καρφώθηκαν στη σάρκα της και πιάστηκαν στο φόρεμά της. Αγκομαχώντας και σπαρταρώντας, σύρθηκε στα τελευταία λίγα μέτρα υπό τον ήχο του μάλλινου υφάσματος που σκιζόταν.
Κοίταξε πάνω από τον ώμο της και ρίγησε. Εκεί που έπρεπε να βρίσκεται το στόμιο της σήραγγας, υπήρχε ένας λείος πέτρινος τοίχος. Ίσως ο Μέγας Άρχοντας είχε σχεδιάσει με ακρίβεια τη στιγμή της κατάρρευσης, κι, αν η ίδια ήταν πιο αργή...
Η εξέδρα πάνω στην οποία βρέθηκε εξείχε πάνω από μια κόκκινη λίμνη λιωμένου πετρώματος, στιγματισμένη με μαύρες κηλίδες, όπου φλόγες σε μέγεθος ανθρώπου χόρευαν, πέθαιναν κι επανεμφανίζονταν. Πάνω από το κεφάλι της, το ασκεπές σπήλαιο διατρυπούσε το βουνό και, μέσα από μια τρύπα, άφηνε να φανεί ένας ουρανός τον οποίον διέτρεχαν άγρια σύννεφα με ραβδώσεις στα χρώματα του κόκκινου, του κίτρινου και του μαύρου, λες και τα παρέσερναν οι ίδιοι οι άνεμοι του χρόνου. Δεν επρόκειτο για τα μαύρα σύννεφα που είχε δει έξω από το Σάγιολ Γκουλ. Κανένα τους δεν ήταν άξιο δεύτερης ματιάς, κι όχι επειδή τα είχε παρατηρήσει κάμποσες φορές. Η Δίοδος προς τη φυλακή του Μεγάλου Άρχοντα δεν απείχε λιγότερο εδώ από οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου· ωστόσο, μπορούσε να την αισθανθεί, να λουστεί στην απαστράπτουσα δόξα του Μεγάλου Άρχοντα. Η Αληθινή Δύναμη την περιτριγύριζε από παντού τόσο έντονη, ώστε, αν επιχειρούσε να διαβιβάσει, θα γινόταν κάρβουνο. Όχι, βέβαια, ότι είχε σκοπό να πληρώσει το τίμημα κάπου αλλού.
Έκανε να σηκωθεί και κάτι τη χτύπησε ανάμεσα στις ωμοπλάτες, αναγκάζοντάς τη να πέσει βαριά στην πέτρινη εξέδρα κι αφήνοντάς τη χωρίς ανάσα. Ζαλισμένη, πάσχισε να ανασάνει και κοίταξε πάνω από τον ώμο της. Ο Μυρντράαλ έστεκε από πάνω της, με την ογκώδη μπότα του να πιέζει την πλάτη της. Κατάφερε σχεδόν να αγκαλιάσει το σαϊντάρ, αν κι η προσπάθεια διαβίβασης εδώ χωρίς ειδική άδεια ισοδυναμούσε με θάνατο. Άλλο η αλαζονεία στην πλαγιά, κι άλλο αυτό!
«Ξέρεις ποια είμαι;» ρώτησε απαιτητικά. «Είμαι η Μογκέντιεν!» Το τυφλό βλέμμα την παρατηρούσε λες κι ήταν έντομο· είχε δει πολλές φορές τους Μυρντράαλ να κοιτάζουν κοινούς θνητούς κατ’ αυτόν τον τρόπο.
ΜΟΓΚΕΝΤΙΕΝ. Η φωνή μέσα στο κρανίο της έσβησε κάθε σκέψη σχετικά με τον Μυρντράαλ. Έσβησε σχεδόν κάθε είδους νοητική διεργασία. Επιπλέον, ακόμα κι η πιο ζεστή αγκαλιά ενός εραστή με σάρκα και οστά δεν ήταν παρά σταγόνα στον ωκεανό συγκριτικά. ΠΟΣΟ ΕΧΕΙΣ ΞΕΠΕΣΕΙ, ΜΟΓΚΕΝΤΙΕΝ; ΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΟΙ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟΙ, ΑΛΛΑ ΕΣΥ ΑΦΕΘΗΚΕΣ ΝΑ ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΣΤΕΙΣ. ΔΙΔΑΞΕΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΟΥ, ΜΟΓΚΕΝΤΙΕΝ.
Με τα βλέφαρά της να τρεμοπαίζουν, προσπάθησε να βρει έναν ειρμό στις σκέψεις της. «Μέγα Άρχοντα, ελάχιστα πράγματα τους έμαθα και τους πολέμησα όσο ήταν δυνατόν. Τους δίδαξα έναν υποτιθέμενο τρόπο για να ανιχνεύουν έναν άντρα με την ικανότητα της διαβίβασης». Κατάφερε να γελάσει. «Η εξάσκηση τους προκαλούσε τέτοιον πονοκέφαλο, ώστε δεν μπορούσαν να διαβιβάσουν επί ώρες». Σιωπή. Καλύτερα ίσως. Είχαν παρατήσει την προσπάθεια να μάθουν αρκετά πριν από την απελευθέρωσή της, αλλά αυτό δεν ήταν ανάγκη να το μάθει ο Μέγας Άρχοντας. «Μέγα Άρχοντα, γνωρίζεις καλά πόσο πιστά σε έχω υπηρετήσει. Σε υπηρετώ μέσα από τις σκιές, κι οι εχθροί σου δεν νιώθουν το δάγκωμά μου παρά μόνο όταν είναι αργά πια και το δηλητήριο έχει χυθεί μέσα τους». Δεν τολμούσε να πει πως είχε σκόπιμα αφήσει να τη συλλάβουν, για να δράσει εκ των έσω, αλλά μπορούσε να κάνει μια απλή νύξη. «Μέγα Άρχοντα, ξέρεις καλά πόσους εχθρούς σου εξολόθρευσα στον Πόλεμο της Δύναμης. Μέσα από τις σκιές, αόρατη ή αγνοημένη, επειδή δεν υπολογίστηκα ως απειλή». Σιωπή. Κι έπειτα...
ΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΟΙ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟΙ. ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΟΥ ΚΙΝΕΙΤΑΙ.
Η φωνή που αντηχούσε μέσα στο κρανίο της έμοιαζε να ρευστοποιεί τα κόκαλά της και να βάζει φωτιά στον νου της. Ο Μυρντράαλ πήρε το πηγούνι της στα χέρια του, αναγκάζοντάς τη να σηκώσει το κεφάλι, προτού ακόμα η όρασή της γίνει αρκετά διαυγής ώστε να δει το μαχαίρι στο άλλο τον χέρι. Όλα της τα όνειρα θα κατέληγαν σε έναν κομμένο λαιμό και το σώμα της θα γινόταν τροφή των Τρόλοκ. Ίσως ο Σαϊντάρ Χαράν να κρατούσε ένα κομμάτι της για τον εαυτό τον. Ίσως...
Όμως, όχι. Ήξερε πως επρόκειτο να πεθάνει, αλλά αυτός εδώ ο Μυρντράαλ δεν θα έτρωγε ούτε ένα της κοψίδι! Απλώθηκε για να αγκαλιάσει το σαϊντάρ, και τα μάτια της γούρλωσαν. Δεν υπήρχε τίποτα. Τίποτα! Ήταν σαν να την έκοψαν στα δύο. Ήξερε πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο -λέγεται πως ο πόνος από σκίσιμο ήταν ο χειρότερος που μπορούσε να νιώσει κανείς, και μάλιστα χωρίς να υπάρχει κάτι που να μπορεί να τον καταπραΰνει... αλλά...!
Ενώ εκείνη είχε μείνει άναυδη, ο Μυρντράαλ τής άνοιξε το στόμα με το ζόρι, έξυσε με τη λάμα τη γλώσσα της κι έπειτα χάραξε το αντί της. Κατόπιν, καθώς τεντώθηκε κοιτώντας το αίμα και το σάλιο της, η Μογκέντιεν ήξερε τι θα επακολουθήσει προτού ακόμα το πλάσμα βγάλει κάτι που έμοιαζε με μικρό εύθραυστο κλουβί από χρυσαφί σύρμα και κρυστάλλους. Κάποια πράγματα μπορούσαν να συμβούν μόνο εδώ, μερικά μόνο σε όσους είχαν τη δυνατότητα της διαβίβασης, κι η Μογκέντιεν είχε φέρει κάμποσους άντρες και γυναίκες γι' αυτόν τον σκοπό.
«Όχι», είπε ξέπνοα. Τα μάτια της δεν άφηναν το κουρ'σούβρα. «Όχι σε μένα, ΟΧΙ ΣΕ ΜΕΝΑ!»
Αγνοώντας την, ο Σαϊντάρ Χαράν καθάρισε τα υγρά από τη λάμα του μαχαιριού πάνω στο κουρ'σούβρα. Το κρύσταλλο απέκτησε ένα γαλακτώδες ροδαλό χρώμα· αυτό ήταν το πρώτο στάδιο. Τινάζοντας τον καρπό του, πέταξε την παγίδα του νου στη λίμνη με τα λιωμένα πετρώματα· το δεύτερο στάδιο. Το χρυσαφένιο και κρυστάλλινο κλουβί διέγραψε μια τροχιά στον αέρα και σταμάτησε ξαφνικά, αιωρούμενο πάνω από το σημείο που πρέπει να βρισκόταν η Δίοδος, το μέρος όπου το Σχήμα ήταν λεπτότερο.
Η Μογκέντιεν ξέχασε αμέσως τον Μυρντράαλ κι άπλωσε τα χέρια της μπροστά, προς την κατεύθυνση της Διόδου. «Έλεος, Μέγα Άρχοντα!» Δεν είχε προσέξει ποτέ τον Μέγα Άρχοντα τον Σκότους να δείχνει έλεος, αλλά θα ικέτευε με τον ίδιο τρόπο ακόμα κι αν ήταν κλεισμένη σε ένα κλουβί με λυσσασμένους λύκους ή με ένα ντάραθ που άλλαζε δέρμα. Όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν, ικετεύεις ακόμα και για το απίθανο. Το κουρ'σούβρα συνέχισε να αιωρείται περιστρεφόμενο αργά γύρω από τον άξονά του, λάμποντας στο φως από τις αναδυόμενες φλόγες. «Σε υπηρέτησα με όλη μου την καρδιά, Μέγα Άρχοντα. Σε ικετεύω να δείξεις έλεος. Σε ικετεύω! ΕΛΕΟΟΟΟΣ!»
ΜΠΟΡΕΙΣ ΆΚΟΜΆ ΝΆ ΜΕ ΥΠΗΡΕΤΗΣΕΙΣ.
Η φωνή τής προκάλεσε μια έκσταση πέρα από κάθε φαντασία, αλλά την ίδια στιγμή η σπινθηροβόλα παγίδα του νου έλαμψε σαν τον ήλιο κι εν μέσω αυτής της μέθης η Μογκέντιεν πόνεσε σαν να είχε βυθιστεί η ίδια στη φλογισμένη λίμνη. Έκσταση και πόνος έγιναν ένα· ούρλιαξε κι άρχισε να συσπάται σαν κάποιο παρανοϊκό πλάσμα, μαστιγώνοντας τον αέρα με τα πόδια της, ενάντια στον ατελείωτο πόνο, μέχρι που της φάνηκε πως πέρασαν Αιώνες κι ό,τι είχε απομείνει ήταν η αγωνία κι η ανάμνηση της αγωνίας. Τελικά, ο μικροσκοπικός οίκτος τον σκοταδιού την κατάπιε.
Η Μογκέντιεν αναδεύτηκε πάνω στο αχυρόστρωμα. Όχι πάλι. Σε παρακαλώ.
Μετά βίας αναγνώρισε τη γυναίκα που μπήκε στη σκηνή όπου την κρατούσαν αιχμάλωτη.
Σε παρακαλώ, ούρλιαζε από τα κατάβαθα του νου της.
Η γυναίκα διαβίβασε για να δημιουργήσει φως, και το μόνο που μπόρεσε να δει η Μογκέντιεν ήταν το φως.
Έτρεμε σε βαθύ λήθαργο, νιώθοντας δονήσεις από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Σε παρακαλώ!
Η γυναίκα συστήθηκε ως Άραν'γκαρ και προσφώνησε τη Μογκέντιεν με το όνομά της, έκανε επίκληση στο Χάσμα του Χαμού και...
«Ξύπνα», είπε μια φωνή σαν σάπιο κόκαλο που θρυμματιζόταν, και τα μάτια της Μογκέντιεν άνοιξαν διάπλατα. Σχεδόν ευχήθηκε να επανέλθει το όνειρο.
Καμία πόρτα ή παράθυρο δεν έσπαγε τη μονοτονία των μουντών πέτρινων τοίχων της μικρής της φυλακής. Πουθενά δεν υπήρχαν λάμπες, ούτε καν δάδες, αλλά από κάπου τρύπωνε φως. Δεν είχε ιδέα πόσες μέρες βρισκόταν εκεί· το μόνο που ήξερε ήταν ότι από κάπου εμφανιζόταν κατά διαστήματα ένα άγευστο φαγητό κι ότι ο μοναδικός κουβάς που χρησίμευε ως αποχέτευση αδειαζόταν σε ακόμα πιο ακανόνιστα διαστήματα, ενώ καμιά φορά τής άφηναν σαπούνι κι έναν κουβά με αρωματισμένο νερό για να πλυθεί. Δεν ήταν σίγουρη αν αυτό ήταν ένδειξη οίκτου ή όχι. Η έντονη κι ευχάριστη συγκίνηση που ένιωθε βλέποντας έναν κουβά νερό τής θύμιζε πόσο χαμηλά είχε πέσει. Ο Σαϊντάρ Χαράν βρισκόταν στο κελί μαζί της τώρα.
Κύλησε βιαστικά από το αχυρόστρωμα, γονάτισε κι ακούμπησε το πρόσωπό της στο γυμνό πέτρινο πάτωμα. Ανέκαθεν έκανε ό,τι θεωρείτο απαραίτητο για να επιβιώσει, κι ο Μυρντράαλ ήταν πολύ ευχαριστημένος που της είχε διδάξει τα αναγκαία. «Σε χαιρετώ γεμάτη ενθουσιασμό, Μια'κόβα». Ο επινοημένος τίτλος έμοιαζε να της καίει τη γλώσσα. Σήμαινε «Αυτός Στον Οποίον Ανήκω» ή, απλούστερα, «Ο Ιδιοκτήτης Μου». Η παράξενη θωράκιση που είχε χρησιμοποιήσει επάνω της ο Σαϊντάρ Χαράν —οι Μυρντράαλ δεν μπορούσαν να το κάνουν, αλλά αυτός τα κατάφερε- δεν φαινόταν να υπάρχει πουθενά· ωστόσο, δεν σκέφτηκε καν να διαβιβάσει. Δεν είχε πια πρόσβαση στην Αληθινή Δύναμη, από την οποία μπορούσες να αντλήσεις μονάχα με τις ευλογίες του Μεγάλου Άρχοντα. Η Πηγή, όμως, εξακολουθούσε να τη βασανίζει, αν κι η λάμψη, λίγο πιο πέρα από το οπτικό της πεδίο, έμοιαζε αλλόκοτη. Εξακολούθησε να μη σκέφτεται τη διαβίβαση. Κάθε φορά που την επισκεπτόταν ο Μυρντράαλ, αυτή τού επεδείκνυε την παγίδα του νου της. Αν επιχειρούσες να διαβιβάσεις τόσο κοντά στο κουρ'σούβρα, το αποτέλεσμα ήταν οδυνηρό. Κι όσο πιο κοντά βρισκόσουν, τόσο πιο οδυνηρό γινόταν. Από τόσο κοντά, το πιθανότερο ήταν ότι δεν θα επιβίωνε ούτε καν από την απλή επαφή με την Πηγή. Κι αυτός ήταν ο μικρότερος από τους κινδύνους της παγίδας του νου.
Ο Σαϊντάρ Χαράν κάγχασε· το γέλιο του είχε τον ανατριχιαστικό ήχο του ξεραμένου, γεμάτου ρωγμές πετσιού. Να κάτι ακόμα που διέφερε στον συγκεκριμένο Μυρντράαλ. Πολύ πιο σκληροί κι απάνθρωποι από τους Τρόλοκ, οι οποίοι απλώς διψούσαν για αίμα, οι Μυρντράαλ ήταν ψυχροί κι απαθείς. Ο Σαϊντάρ Χαράν, ωστόσο, συχνά έδειχνε να το διασκεδάζει. Η Μογκέντιεν ένιωθε τυχερή που το μόνο που της είχε προκαλέσει μέχρι τώρα ήταν μερικοί μώλωπες. Οι περισσότερες γυναίκες θα άγγιζαν πια τα όρια της παραφροσύνης, αν δεν τα είχαν ξεπεράσει ήδη.
«Λαχταράς να υπακούσεις;» τη ρώτησε αυτή η τραχιά, ψιθυριστή φωνή που έμοιαζε να θροΐζει.
«Ναι, λαχταρώ να υπακούσω, Μια'κόβα». Θα έκανε ό,τι ήταν αναγκαίο για να επιβιώσει, αν κι η ανάσα της κόπηκε όταν τα παγερά δάχτυλα μπλέχτηκαν στα μαλλιά της. Ανασηκώθηκε, εν μέρει από μόνη της κι εν μέρει επειδή την τραβούσαν. Αν μη τι άλλο, αυτή τη φορά τα πόδια της παρέμειναν στο δάπεδο. Ο Μυρντράαλ την εξέτασε εντελώς ανέκφραστος. Καθώς θυμόταν παλαιότερες επισκέψεις, χρειάστηκε να συγκρατηθεί για να μη μορφάσει ή να μη βάλει τις φωνές ή, απλώς, να μην επικαλεστεί το σαϊντάρ, βάζοντας ένα τέλος.
«Κλείσε τα μάτια σου», της είπε, «και κράτησέ τα κλειστά μέχρι να σου επιτραπεί να τα ξανανοίξεις».
Η Μογκέντιεν σφάλισε ερμητικά τα μάτια της. Ένα από τα μαθήματα που είχε πάρει από τον Σαϊντάρ Χαράν είχε σχέση με την άμεση υπακοή. Επιπλέον, με τα μάτια κλειστά θα προσπαθούσε να προσποιηθεί ότι βρισκόταν κάπου αλλού. Ό,τι ήταν απαραίτητο για να επιβιώσει, θα το έκανε.
Ξαφνικά, το χέρι που την είχε πιάσει από τα μαλλιά την έσυρε μπροστά, κι η Μογκέντιεν κραύγασε παρά τη θέλησή της. Ο Μυρντράαλ σκόπευε να τη ρίξει πάνω στον τοίχο. Τα χέρια της υψώθηκαν για προστασία κι ο Σαϊντάρ Χαράν την άφησε. Τρίκλισε για δέκα βήματα τουλάχιστον -αν και το κελί της αριθμούσε λιγότερα από τη μια άκρη μέχρι την άλλη. Καπνισμένο ξύλο. Μύρισε αχνά καπνισμένο ξύλο, αλλά εξακολούθησε να έχει τα βλέφαρα σφαλιστά. Μακάρι να κατόρθωνε να τη γλιτώσει με μερικούς μώλωπες μονάχα.
«Μπορείς να ανοίξεις τα μάτια σου τώρα», είπε μια βαθιά φωνή.
Κι η Μογκέντιεν υπάκουσε προσεκτικά. Ο ομιλητής ήταν ένας ψηλός νεαρός με φαρδιούς ώμους, ο οποίος φορούσε μαύρες μπότες, παντελόνι και μια λευκή πουκαμίσα γεμάτη πτυχές, ξεκούμπωτη στο πάνω μέρος. Την παρακολουθούσε με τα έκπληκτα γαλανά του μάτια από μια βαθιά πολυθρόνα με μαξιλαράκια, μπροστά από ένα μαρμάρινο τζάκι, όπου οι φλόγες χόρευαν σε όλο το φάσμα των μακρόστενων κούτσουρων. Η γυναίκα βρισκόταν πλέον σε ένα δωμάτιο επενδυμένο με ξύλο, που θα μπορούσε να ανήκει σε κάποιον πλούσιο έμπορο ή ευγενή της μεσαίας τάξης αυτής της εποχής· τα έπιπλα είχαν διακριτικά σκαλίσματα κι επιστρώσεις από χρυσό και τα χαλιά ήταν κεντημένα με χρυσοκόκκινα αραβουργήματα. Πάντως, δεν αμφέβαλλε ότι βρισκόταν κάπου κοντά στο Σάγιολ Γκουλ. Μια άλλη πιθανότητα ήταν να βρίσκεται στον Τελ'αράν'ριοντ, αλλά δεν υπήρχε αυτή η ατμόσφαιρα. Έστριψε βιαστικά το κεφάλι της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο Μυρντράαλ δεν φαινόταν πουθενά. Τα σφικτά λουριά του κουάντε γύρω από το στήθος της έμοιαζαν να έχουν χαθεί.
«Πέρασες καλά στο κενοτόπιο;»
Η Μογκέντιεν ένιωσε παγερά δάχτυλα να χώνονται στο κρανίο της. Δεν ήταν ούτε ερευνήτρια ούτε κατασκευάστρια, αλλά γνώριζε αυτήν τη λέξη. Ούτε καν σκέφτηκε να ρωτήσει πώς ήταν δυνατόν να τη γνωρίζει κι ένας νεαρός αυτής της εποχής. Κάποιες φορές δημιουργούνταν φυσαλίδες στο Σχήμα, αν και μερικοί, όπως η Μεσάνα, έλεγαν ότι αυτή η εξήγηση ήταν πολύ απλοϊκή. Αν ήξερες τον τρόπο, μπορούσες να έχεις πρόσβαση στα κενοτόπια και να τα χειραγωγήσεις όπως τον υπόλοιπο κόσμο· οι ερευνητές είχαν διεξαγάγει σημαντικά πειράματα με τα κενοτόπια, έτσι είχε ακούσει απ' όσο θυμόταν αόριστα. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτά βρίσκονταν εκτός Σχήματος και μερικές φορές έπαυαν να λειτουργούν ή, σε άλλες περιπτώσεις, αποσπώνταν κι εξαφανίζονταν. Ακόμα κι η Μεσάνα δεν μπορούσε να πει με σιγουριά τι συνέβαινε· μόνο πως οτιδήποτε μέσα τους έμοιαζε να έχει χαθεί για πάντα.
«Πόση ώρα;» Ξαφνιάστηκε που η φωνή της ήταν τόσο σταθερή. Περπατούσε γύρω από τον νεαρό άντρα, δείχνοντάς του τα κατάλευκα δόντια της. «Ρώτησα πόση ώρα. Ή μήπως δεν ξέρεις;»
«Σε είδα να καταφθάνεις...» Έκανε μια παύση, ανασηκώνοντας ένα ασημένιο ποτήρι από το τραπεζάκι δίπλα στην πολυθρόνα, με τα μάτια του να της χαμογελούν πάνω από το χείλος της κούπας καθώς έπινε μια γουλιά, «...προχθές το βράδυ».
Δεν μπόρεσε να κρύψει ένα ξεφύσημα ανακούφισης. Ο μόνος λόγος για τον οποίο θα επιθυμούσε κάποιος να μπει σε ένα κενοτόπιο ήταν ότι ο χρόνος εκεί κυλούσε διαφορετικά· κάποιες φορές βραδύτερα, κάποιες ταχύτερα και κάποιες άλλες πολύ ταχύτερα. Δεν θα εκπλησσόταν, αν μάθαινε πως ο Μέγας Άρχοντας την είχε φυλακισμένη εκατό ή χίλια χρόνια, με σκοπό να αναδυθεί σε έναν κόσμο ήδη δικό του, όπου θα έπρεπε να επιβιώσει τρεφόμενη με πτώματα, ενώ οι υπόλοιποι Εκλεκτοί θα είχαν κατακτήσει την κορυφή. Εξακολουθούσε να είναι μια Εκλεκτή, σύμφωνα με τη δική της κρίση τουλάχιστον. Μέχρις ότου ο ίδιος ο Μέγας Άρχοντας να έλεγε το αντίθετο. Δεν είχε ακούσει ποτέ για κάποιον που κατάφερε να ελευθερωθεί από τη στιγμή που πιάστηκε σε μια παγίδα του νου, αλλά η ίδια θα έβρισκε έναν τρόπο. Για τους επιφυλακτικούς πάντα υπήρχε τρόπος, ενώ όσοι αποκαλούσαν την επιφύλαξη δειλία συνήθως αποτύγχαναν. Είχε φέρει κι η ίδια μερικούς από τους αυτοαποκαλούμενους «γενναίους» στο Σάγιολ Γκουλ για να τα βάλουν με το κουρ'σούβρα.
Σκέφτηκε ξαφνικά πως αυτός ο τύπος γνώριζε κάμποσα πράγματα για Σκοτεινόφιλος, δεδομένου μάλιστα πως δεν πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερος από είκοσι ετών. Ανέβασε το ένα του πόδι στο μπράτσο της πολυθρόνας, ραχατεύοντας με θρασύτητα κάτω από το εξεταστικό της βλέμμα. Η Γκρένταλ πιθανότατα θα τον άρπαζε σε περίπτωση που είχε κάποια εξουσία ή δύναμη. Με εξαίρεση το υπερβολικά θεληματικό του πηγούνι, ήταν αρκετά όμορφος. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε δει τόσο γαλανά μάτια. Αντιμετωπίζοντας καταπρόσωπο τη θρασύτητα αυτού του νεαρού κι αναλογιζόμενη τόσο τα πρόσφατα βάσανά της στα χέρια του Σαϊντάρ Χαράν, με την Πηγή σε απόσταση αναπνοής και τον Μυρντράαλ φευγάτο, σκέφτηκε πως καλό θα ήταν να δώσει ένα σκληρό μάθημα σε αυτόν τον νεαρό Σκοτεινόφιλο. Το γεγονός ότι τα ρούχα της ήταν λεκιασμένα και βρώμικα λειτουργούσε υπέρ της· η ίδια απέπνεε μια αχνή οσμή από το μυρωδάτο νερό με το οποίο είχε πλυθεί, αλλά δεν διέθετε κανέναν τρόπο να καθαρίσει το τραχύ μάλλινο ύφασμα που είχε κρύψει την Εγκουέν αλ'Βέρ, με τα ξέφτια από το ταξίδι της να βρίσκονται μέσα στο Χάσμα. Η σύνεση επικράτησε σε έναν βαθμό, κι η Μογκέντιεν σκέφτηκε πως το δωμάτιο αυτό μάλλον βρισκόταν κοντά στο Σάγιολ Γκουλ.
«Πώς σε λένε;» ρώτησε τον νεαρό απαιτητικά. «Έχεις την παραμικρή ιδέα σε ποια απευθύνεις τον λόγο;»
«Φυσικά, Μογκέντιεν. Μπορείς να με αποκαλείς Μοριντίν».
Η Μογκέντιεν έμεινε άφωνη, μα όχι εξαιτίας του ονόματος. Οποιοσδήποτε ηλίθιος μπορούσε να αυτοαποκαλείται Θάνατος. Όμως ένα μικροσκοπικό μαύρο στίγμα, ελάχιστα ορατό, κύλησε κατά μήκος τού ενός γαλάζιου ματιού και, σε ευθεία πορεία, κατά μήκος του άλλου. Αυτός ο Μοριντίν είχε πάρε δώσε με την Αληθινή Δύναμη, κι όχι μία φορά. Πολύ περισσότερες... Η Μογκέντιεν γνώριζε πως μερικοί άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης, πέραν του αλ'Θόρ, είχαν επιζήσει σε αυτούς τους καιρούς —ο τύπος ήταν περίπου στο μπόι του αλ'Θόρ— αλλά δεν περίμενε πως ο Μέγας Άρχοντας θα έκανε τιμητική διάκριση σε κάποιον από αυτούς. Μια διάκριση που είχε το δόλωμα της, όπως ήξερε καλά κάθε Εκλεκτός. Σε γενικές γραμμές, η Αληθινή Δύναμη ήταν πολύ πιο εθιστική από τη Μία Δύναμή· ίσως μια δυνατή θέληση να μην υπέκυπτε στη λαχτάρα να αντλήσει περισσότερο σαϊντάρ ή σαϊντίν, αλλά αμφέβαλλε κατά πόσον αυτή η ίδια ισχυρή θέληση θα μπορούσε να αντισταθεί στην Αληθινή Δύναμη, από τη στιγμή που το σάα έκανε την εμφάνισή του. Το τελικό τίμημα ήταν διαφορετικό αλλά διόλου λιγότερο τρομερό.
«Η διάκριση που έχεις λάβει είναι σπουδαιότερη απ’ όσο νομίζεις», του είπε. Λες και το βρωμερό της φόρεμα ήταν φτιαγμένο από το καλύτερο στριθ, κάθισε στο μπράτσο της πολυθρόνας αντικριστά του. «Φέρε μου λίγο από αυτό το κρασί και θα σου τα πω όλα. Μονάχα είκοσι εννέα είχαν την τιμή να...»
Προς μεγάλη της έκπληξη, ο νεαρός γέλασε. «Το παρεξήγησες, Μογκέντιεν. Εξακολουθείς να υπηρετείς τον Μέγα Άρχοντα, αλλά όχι όπως πριν. Ο καιρός που έπαιζες τα παιχνίδια σου έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Αν δεν είχες καταφέρει κάτι καλό μέχρι τώρα ακόμη κι εντελώς τυχαία, θα ήσουν νεκρή».
«Είμαι μία από τους Εκλεκτούς, νεαρέ», του είπε, κι η οργή που έκαιγε μέσα της ξεπερνούσε την επιφύλαξη. Ορθώθηκε και τον κοίταξε καταπρόσωπο, κατέχοντας όλη τη γνώση μίας Εποχής που έκανε τη δική του να μοιάζει με τις μέρες που πρωτοφτιάχτηκε η λάσπη. Σε όση γνώση, τουλάχιστον, είχε πρόσβαση, αν και σε μερικούς τομείς, όπως η Μία Δύναμη, κανείς δεν της παράβγαινε. Αγκάλιασε σχεδόν την Πηγή, ανεξάρτητα από το πόσο κοντά βρισκόταν το Σάγιολ Γκουλ. «Πιθανότατα, η μάνα σου χρησιμοποιούσε το όνομά μου για να σε τρομάξει μόλις πριν από λίγα χρόνια. Πρέπει να ξέρεις, όμως, πως ώριμοι άντρες, οι οποίοι θα σε τσάκιζαν σε δευτερόλεπτα, ιδροκοπούσαν μόλις το άκουγαν. Να προσέχεις πώς μου μιλάς!»
Ο νεαρός άπλωσε το χέρι του στον ανοιχτό λαιμό της πουκαμίσας του κι η γλώσσα της Μογκέντιεν κόλλησε στον ουρανίσκο της. Όταν το τράβηξε έξω, η ματιά της καρφώθηκε στο μικρό κλουβί από χρυσαφί σύρμα κι αιμάτινο κρύσταλλο που κρεμόταν από ένα κορδόνι. Σκέφτηκε αόριστα πως τοποθέτησε πίσω άλλον έναν, όμοιο με αυτόν, αλλά είχε μάτια μόνο για τον δικό της. Σίγουρα ήταν ο δικός της. Ο νεαρός τον χάιδεψε με το χέρι του κι η Μογκέντιεν αισθάνθηκε το χάδι μέσα στο μυαλό της, μέσα στην ίδια της την ψυχή. Αν ήθελε να σπάσει μια παγίδα του νου, δεν χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει πολύ μεγαλύτερη δύναμη από αυτήν που χρησιμοποιούσε τώρα. Η γυναίκα θα βρισκόταν στην άλλη μεριά του κόσμου -ή ακόμη πιο μακριά- και δεν θα είχε την παραμικρή σημασία. Το κομμάτι που ανήκε στον εαυτό της θα διαχωριζόταν. Θα εξακολουθούσε να βλέπει με τα μάτια της και να ακούει με τα αυτιά της, να γεύεται ό,τι βρισκόταν πάνω στη γλώσσα της και να νιώθει ό,τι την άγγιζε, αλλά θα ήταν ανίσχυρη σαν αυτόματο, απόλυτα πειθήνια σε οποιονδήποτε κρατούσε το κουρ'σούβρα. Ασχέτως του αν υπήρχε τρόπος να ελευθερωθεί από κάτι τέτοιο, η παγίδα του νου ήταν αυτό ακριβώς που υπονοούσε το όνομά της. Αισθάνθηκε το αίμα να στραγγίζεται από το πρόσωπό της.
«Μήπως τώρα κατάλαβες;» τη ρώτησε ο νεαρός. «Εξακολουθείς να υπηρετείς τον Μέγα Άρχοντα, αλλά κάνοντας μονάχα αυτά που σου λέω εγώ».
«Κατάλαβα, Μία'κόβα», απάντησε σαν αυτόματο η Μογκέντιεν.
Ο νεαρός γέλασε ξανά, με ένα γέλιο πλούσιο, βαθύ και περιπαικτικό, καθώς τοποθετούσε την παγίδα του νου μέσα από την πουκαμίσα του. «Τώρα που πήρες το μάθημά σου, δεν την έχουμε ανάγκη. Θα σε λέω Μογκέντιεν κι εσύ θα με αποκαλείς Μοριντίν. Εξακολουθείς να ανήκεις στους Εκλεκτούς. Εξάλλου, ποιος να σε αντικαταστήσει;»
«Φυσικά, Μοριντίν», αποκρίθηκε η γυναίκα άτονα. Ό,τι και να της έλεγε, εκείνη είχε συνειδητοποιήσει πως ήταν κτήμα κάποιου.