5 Το Σπασμένο Στέμμα

Παρά το ότι ήταν πλατιοί και ψηλοί, οι διάδρομοι έμοιαζαν κοντινοί ο ένας με τον άλλον και μουντοί, μολονότι οι ψηλές, επιχρυσωμένες λάμπες στους στατήρες διέθεταν καθρέφτες στο κάθε τους τμήμα, οι οποίοι φώτιζαν κάθε σημείο που δεν μπορούσε να φτάσει το φως της ημέρας. Οι κρεμαστές ταπετσαρίες στους τοίχους ήταν ελάχιστες κι αρκετά απομακρυσμένες μεταξύ τους κι απεικόνιζαν σκηνές κυνηγιού και μαχών, με τους ανθρώπους και τα ζώα παραταγμένα με τέτοια ακρίβεια που ούτε η ίδια η φύση δεν μπορούσε να φτιάξει. Οι σκόρπιες εσοχές φιλοξενούσαν διάφορες γαβάθες και βάζα, πού και πού κάποιο μικρό αγαλματίδιο, χρυσό, ασημένιο ή αλαβάστρινο, αλλά ακόμα κι αυτά τα κομψοτεχνήματα έμοιαζαν να δίνουν έμφαση στο γεγονός ότι ήταν φτιαγμένα από πέτρα ή μέταλλο, λες κι οι γλύπτες είχαν προσπαθήσει να αποβάλουν τις καμπύλες.

Η σιγαλιά της πόλης μεγεθυνόταν σε αυτό το μέρος. Ο ήχος από τις μπότες τους στο κεραμικό δάπεδο αντηχούσε σαν κούφια, προφητική προέλαση. Ο Πέριν ήταν σίγουρος πως κι άλλοι είχαν την ίδια εντύπωση με αυτόν. Ανά δεύτερο βήμα, τα αυτιά του Λόιαλ τρεμούλιαζαν κι ο Ογκιρανός ατένιζε τους διαδρόμους που διέσχιζαν, λες κι αναρωτιόταν τι επρόκειτο να ξεπηδήσει από κει. Η Μιν περπατούσε με ζωηρά βήματα, αλύγιστη, μορφάζοντας θλιμμένα όποτε τύχαινε να πέσει το βλέμμα της στον Ραντ. Έμοιαζε να καταβάλλει προσπάθεια ώστε να μη βαδίζει πλάι του, κάτι που φαίνεται πως δεν την ευχαριστούσε κι ιδιαίτερα. Οι νεαροί Καιρχινοί βημάτιζαν καμαρωτοί σαν παγώνια, αλλά η υπεροψία αυτή ξεθύμανε μόλις αντιλήφθηκαν ότι ο τυμπανιστός ήχος των τακουνιών τους αντηχούσε στον γύρω χώρο. Ακόμα κι οι Κόρες το αισθάνθηκαν. Η Σούλιν ήταν η μόνη που το χέρι της δεν σηκώθηκε ούτε μια φορά προς το πέπλο που κρεμόταν μέχρι το στήθος της.

Παντού, φυσικά, υπήρχαν υπηρέτες· άντρες και γυναίκες με χλωμές, στενές μούρες, με μαύρα πανωφόρια και φορέματα που απεικόνιζαν τον Ανατέλλοντα Ήλιο στην αριστερή μεριά του στήθους, ενώ οι λωρίδες στα μανίκια είχαν τα χρώματα της Κολαβήρ. Κάποιοι έμεναν με το στόμα ανοιχτό αναγνωρίζοντας τον Ραντ ανάμεσα σε αυτούς που περνούσαν. Μια χούφτα από δαύτους έπεσαν στα γόνατα, με τα κεφάλια κατεβασμένα. Οι περισσότεροι συνέχισαν τις δουλειές τους ύστερα από μια μικρή παύση για να υποκλιθούν, όπως ακριβώς και στην αυλή. Δείξε τον ανάλογο σεβασμό στους ανωτέρους σου, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Υπάκουσέ τους, κοίτα τη δουλειά σου κι άσε τους να κάνουν τη δική τους, κι ίσως γλιτώσεις τα μπλεξίματα. Αυτός ο τρόπος σκέψης εξόργιζε τον Πέριν. Κανείς δεν δικαιούτο να ζει έτσι.

Δύο τύποι που φορούσαν τη χαρακτηριστική λιβρέα της Κολαβήρ και στέκονταν μπροστά στις επιχρυσωμένες πόρτες της Μεγάλης Αίθουσας του Ήλιου, συνοφρυώθηκαν μόλις αντίκρισαν τις Κόρες και τους νεαρούς Καιρχινούς. Οι γηραιότεροι κοίταζαν λοξά τα φιντανάκια που παρίσταναν τους Αελίτες. Κάμποσοι γονείς είχαν προσπαθήσει να βάλουν ένα τέλος σε αυτή τη συνήθεια, απαιτώντας από τους γιους και τις θυγατέρες τους να τα παρατήσουν και δίνοντας εντολές στους ένοπλους και στους υπηρέτες να κυνηγούν τους ομοϊδεάτες νεαρούς και νεαρές σαν να ήταν κοινοί αλήτες. Ο Πέριν δεν θα εκπλησσόταν, αν αυτοί οι πορτιέρηδες εμπόδιζαν με τα επίχρυσα ραβδιά τους την είσοδο στη Σελάντε και στις φίλες της, ασχέτως του αν ήταν ευγενείς ή όχι, ακόμα και στις ίδιες τις Κόρες. Λίγοι Καιρχινοί τολμούσαν να αποκαλέσουν τους Αελίτες άγριους, κι αυτοί φρόντιζαν να μην ακουστούν παραπέρα, αλλά οι περισσότεροι το σκέφτονταν. Οι πορτιέρηδες προετοιμάστηκαν ψυχολογικά, πήραν μια βαθιά ανάσα, και πρόσεξαν τον Ραντ πάνω από τα κεφάλια των Κορών. Τα μάτια τους γούρλωσαν σχεδόν κι, αφού αντάλλαξαν μερικές πλάγιες ματιές, έπεσαν στα γόνατα. Ο ένας είχε καρφώσει το βλέμμα του στο πάτωμα κι ο άλλος κράτησε τα μάτια του ερμητικά κλειστά. Ο Πέριν τον άκουσε να προσεύχεται μέσα από τα δόντια του.

«Με αγαπούν, λοιπόν», είπε ο Ραντ ήρεμα. Μετά βίας ήταν ο εαυτός του. Η Μιν τον άγγιξε στο μπράτσο και μια έκφραση πόνου χαράχτηκε στο πρόσωπό της. Ο Ραντ της χτύπησε μαλακά το χέρι χωρίς να την κοιτάει, πράγμα που, για κάποιο λόγο, την έκανε να νιώσει ακόμα χειρότερα.

Η Μεγάλη Αίθουσα του Ήλιου ήταν πελώρια, με μια θολωτή, υπό γωνία, οροφή που έφτανε σε ύψος πενήντα ολόκληρων βημάτων και μεγάλους, χρυσούς φανούς που κρέμονταν από επίχρυσες αλυσίδες, αρκετά παχιές για να μετακινήσουν τις πύλες ενός κάστρου. Ο χώρος ήταν τεράστιος και γεμάτος κόσμο που συνωστιζόταν ανάμεσα στους ογκώδεις, ευθύγραμμους κίονες από σκούρο μπλε, φλεβώδες μάρμαρο, παραταγμένους σε δύο σειρές κατά μήκος του κεντρικού διαδρόμου. Όσοι βρίσκονταν στο πίσω μέρος της αίθουσας παρατήρησαν πρώτοι τους νεοφερμένους. Κοιτούσαν έντονα γύρω τους, γεμάτοι περιέργεια, φορώντας μακρόστενα αλλά και κοντά πανωφόρια. Άλλοι πάλι ήταν ντυμένοι με ρούχα σε λαμπερά χρώματα, κεντητά ή φθαρμένα από το ταξίδι. Οι λίγες γυναίκες, στο πίσω μέρος της σάλας, φορούσαν ενδυμασίες ιππασίας και κοιτούσαν ευθεία μπροστά, με πρόσωπα εξίσου σκληροτράχηλα με των αντρών.

Κυνηγοί του Κέρατος, σκέφτηκε ο Πέριν. Ο Ντομπραίν είχε πει ότι κάθε ευγενής θα μπορούσε κάλλιστα να είναι κι ένας Κυνηγός. Αλλωστε, οι περισσότεροι Κυνηγοί είχαν αριστοκρατική καταγωγή ή έτσι ισχυρίζονταν τουλάχιστον. Άσχετα αν αναγνώρισαν τον Ραντ ή όχι, σίγουρα κάτι διαισθάνθηκαν. Τα χέρια ψαχούλεψαν για σπαθιά και εγχειρίδια που μέχρι πριν από λίγη ώρα έλειπαν. Πολλοί Κυνηγοί αναζητούσαν την περιπέτεια καθώς και μια θέση στην ιστορία, μαζί με το Κέρας του Βαλίρ. Μπορεί να μην αναγνώριζαν τον Αναγεννημένο Δράκοντα, αλλά σίγουρα μπορούσαν να διακρίνουν τον κίνδυνο όταν έρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του.

Οι υπόλοιποι που είχαν μαζευτεί στη Μεγάλη Αίθουσα ήταν λιγότερο συντονισμένοι με τον κίνδυνο ή, πιο σωστά, ασχολούνταν περισσότερο με τις ίντριγκες και τις δολοπλοκίες παρά με τις άμεσες απειλές. Ο Πέριν είχε διασχίσει κατά το ένα τρίτο τον μακρύ κεντρικό διάδρομο, ακολουθώντας κατά πόδας τον Ραντ, προτού οι κραυγές έκπληξης γεμίσουν την αίθουσα σαν πνοή δυνατού ανέμου. Ωχροί Καιρχινοί Άρχοντες με πολύχρωμα κουρέλια κατά μήκος του στέρνου των μαύρων μεταξένιων πανωφοριών τους. Κάποιοι από αυτούς είχαν το μπροστινό μέρος του κεφαλιού τους ξυρισμένο κι αλειμμένο με πούδρα. Καιρχινές κυρίες με ραβδώσεις στους μαύρους και ψηλόλαιμους χιτώνες τους και δαντέλες που κάλυπταν τα χέρια τους, ενώ τα μαλλιά τους σχημάτιζαν περίτεχνους πύργους που τους πρόσθεταν ακόμα ένα πόδι ύψος. Ανώτατοι Άρχοντες από την Πέτρα του Δακρύου κι Άρχοντες των Μεθορίων με περιποιημένες μυτερές γενειάδες, καλυμμένες με αιθέρια έλαια, βελουδένια καπέλα και πολύχρωμα πανωφόρια με φουσκωτά μανίκια με σατινένιες ρίγες. Δακρυνές κυρίες με ακόμα πιο πολύχρωμους μανδύες, με πλατιά, δαντελένια κολάρα και κλειστούς σκούφους, διακοσμημένους με μαργαριτάρια, φεγγαρόπετρες και ζαφείρια. Ήξεραν καλά τον Πέριν και, πιθανότατα, εξίσου καλά ήξεραν τον Ντομπραίν, τον Χάβιεν και τη Μιν, αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι γνώριζαν τον Ραντ. Ένα κύμα αναγνώρισης τον συνόδευε καθώς περπατούσε στην Αίθουσα. Με μάτια γουρλωμένα και στόματα ορθάνοιχτα, τον παρακολουθούσαν ακίνητοι, τόσο ώστε ο Πέριν νόμισε πως οι Άσα'μαν τους ακινητοποίησαν, όπως τους φρουρούς έξω από το παλάτι. Ο χώρος ήταν μια θάλασσα από γλυκά αρώματα και μια υποβόσκουσα οσμή ιδρώτα, αλλά πάνω απ' όλα, σαν φρικτή μυρωδιά, πλανιόταν ο φόβος.

Η προσοχή του, ωστόσο, ήταν εξ ολοκλήρου στραμμένη στην άλλη άκρη της Αίθουσας, στο βαθυγάλαζο μαρμάρινο βάθρο όπου στεκόταν ο Θρόνος του Ηλίου, λάμποντας, όπως μαρτυρούσε το όνομά του, από την επίχρυση επικάλυψή του, ενώ οι κυματιστές ακτίνες του Ανατέλλοντος Ηλίου δέσποζαν στην κορυφή της ψηλής ράχης. Η Κολαβήρ ανασηκώθηκε αργά, παρατηρώντας τα πλήθη στο διάδρομο, πάνω από το κεφάλι του Ραντ. Το σχεδόν μαύρο φόρεμά της δεν έφερε ούτε μια ρίγα που να υποδείκνυε αριστοκρατία, αλλά η μεγάλη μάζα από βοστρύχους που ανυψωνόταν πάνω από το κεφάλι της ήταν τυλιγμένη γύρω από το στέμμα που φορούσε κι απεικόνιζε έναν Ανατέλλοντα Ήλιο φτιαγμένο από χρυσοκίτρινα διαμάντια. Εφτά νεαρές κοπέλες πλεύριζαν τον Θρόνο του Ηλίου, ντυμένες με εσθήτες με μαύρο μπούστο, δαντέλες που εφάρμοζαν κάτω από το πηγούνι τους και φούστες με κάθετες ραβδώσεις στα χρώματα της Κολαβήρ, κίτρινο, κόκκινο κι ασημί. Φαίνεται πως η μόδα της Καιρχίν ήταν διαφορετική για τη Βασίλισσα και τις ακόλουθες της.

Μια φευγαλέα κίνηση πίσω από τον θρόνο αποκάλυψε μια όγδοη γυναίκα, κρυμμένη, αλλά ο Πέριν δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον ούτε για την Κολαβήρ ούτε για οποιονδήποτε άλλον, παρά μονάχα για τη γυναίκα που βρισκόταν δεξιά της Βασίλισσας. Για τη Φάιλε. Τα ελαφρώς γερτά της μάτια, σαν σκοτεινά κι υγρά φεγγάρια, καρφώθηκαν επάνω του, αλλά η ψυχρή και σεμνή της έκφραση δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο. Τουναντίον, το πρόσωπό της σφίχτηκε περισσότερο. Η μύτη του πάσχιζε να πιάσει την οσμή της, αλλά το άρωμα, όπως κι ο φόβος, ήταν πολύ έντονο. Σίγουρα είχε κάποιον λόγο να βρίσκεται εδώ, σ' αυτό το βάθρο. Δεν υπήρχε αμφιβολία.

Ο Ραντ άγγιξε το μανίκι της Σούλιν. «Περίμενε εδώ», της είπε. Αυτή, σκοτεινιασμένη, παρατήρησε προσεκτικά το πρόσωπό του, και το σημάδι στο πετσί της ξεχώρισε λευκό όπως τα μαλλιά της. Ένευσε με έκδηλη απροθυμία. Έκανε μια χειρονομία με το ελεύθερο χέρι της κι ακόμα μια κραυγή έκπληξης ακούστηκε από την αίθουσα καθώς οι Κόρες κάλυψαν με τα πέπλα τα πρόσωπά τους. Ήταν σχεδόν κωμικό. Οι οκτώ μαυροντυμένοι άντρες πάλευαν να παρακολουθούν τους πάντες συγχρόνως, έχοντας τη δυνατότητα να τους σκοτώσουν όλους προτού προλάβουν οι Κόρες να χρησιμοποιήσουν τα δόρατά τους, αν και κανείς δεν γνώριζε ποιοι ή τι ήταν. Κανείς δεν τους έριχνε δεύτερη ματιά, δεν ήταν παρά μια αρμαθιά άντρες με θηκαρωμένα σπαθιά. Μόνο τις Κόρες κοιτούσαν και τον Ραντ. Δεν είχαν προσέξει άραγε πως όλοι τους είχαν ιδρώσει πολύ περισσότερο από τον Ραντ; Ο Πέριν ένιωθε σαν να είχε λουστεί στον ιδρώτα.

Προσπερνώντας τις Κόρες, και με τη Μιν μονίμως πλάι του, ο Ραντ σταμάτησε. Ο Πέριν, ο Ντομπραίν κι ο Χάβιεν πήγαν κι αυτοί κοντά του. Κι ο Άραμ, φυσικά, που είχε γίνει η σκιά του Πέριν. Ο Ραντ τους κοίταξε εξεταστικά έναν-έναν κι ένευσε αργά. Η ματιά του έμεινε λίγο παραπάνω στον Πέριν, κι άργησε κάπως να νεύσει. Ο γκριζομάλλης Καιρχινός κι ο νεαρός Μαγιενός είχαν πάρει εκφράσεις που θύμιζαν θάνατο. Ο Πέριν δεν ήξερε πώς φάνταζε η δική του, αλλά το σαγόνι του ήταν ερμητικά κλειστό. Κανείς δεν επρόκειτο να κάνει κακό στη Φάιλε, ανεξάρτητα από το τι είχε κάνει και για ποιο λόγο. Ήταν αποφασισμένος να εμποδίσει κάτι τέτοιο.

Ο ήχος από τις μπότες τους αντηχούσε έντονος στη σιωπή καθώς διέσχιζαν το τεράστιο χρυσό μωσαϊκό του Ανατέλλοντος Ηλίου στο γαλάζιο κεραμιδί δάπεδο, πλησιάζοντας τον θρόνο. Με τα χέρια να κρατούν σφικτά τον ποδόγυρο της, η Κολαβήρ έβρεξε τα χείλη της, ενώ το βλέμμα της τιναζόταν από τον Ραντ στις πόρτες, πίσω του.

«Ψάχνεις για Άες Σεντάι;» ήχησε σαν αντίλαλος η φωνή του Ραντ. Χαμογέλασε κάπως δυσάρεστα. «Τις έστειλα στο στρατόπεδο των Αελιτών. Αν οι Αελίτες δεν μπορούν να τις μάθουν τρόπους, τότε κανείς δεν μπορεί». Ένα ανήσυχο μουρμουρητό υψώθηκε στο χώρο, αλλά καταλάγιασε γρήγορα. Ο φόβος έγινε εντονότερος από τα αρώματα στη μύτη του Πέριν.

Η Κολαβήρ έδειξε να ξαφνιάζεται. «Για ποιο λόγο να...» Πήρε μια βαθιά ανάσα, συμμαζεύοντας την αξιοπρέπειά της. Ήταν μια μεσήλικη γυναίκα, αρκετά όμορφη, χωρίς ίχνος γκριζάδας στα μαύρα της μαλλιά. Το παρουσιαστικό της ήταν ηγεμονικό, κι αυτό δεν είχε να κάνει με το στέμμα που φορούσε στο κεφάλι της. Ήταν γεννημένη να προστάζει και να εξουσιάζει, έτσι πίστευε η ίδια τουλάχιστον. Τα μάτια της, βαριά και ζυγιστικά, πρόδιδαν μια σπάνια ευφυΐα. «Άρχοντά μου Δράκοντα», είπε, κάνοντας μια υπόκλιση τόσο βαθιά ώστε έμοιαζε να παρωδεί την κίνηση, «καλωσορίζω την επιστροφή σου. Ολόκληρη η Καιρχίν σε καλωσορίζει». Με τον τρόπο που το είπε, έμοιαζε να αυτοεπαναλαμβάνεται.

Με αργά βήματα, ο Ραντ ανέβηκε τα σκαλοπάτια του βάθρου. Η Μιν έκανε να τον ακολουθήσει, αλλά τελικά έμεινε πίσω με τα χέρια σταυρωμένα. Ο Πέριν τον ακολούθησε, με σκοπό να βρεθεί πιο κοντά στη Φάιλε, αλλά μόνο μέχρι τα μισά της διαδρομής. Ήταν το βλέμμα της που τον σταμάτησε. Ένα βλέμμα διερευνητικό, όπως της Κολαβήρ, καρφωμένο τόσο επάνω του όσο και στον Ραντ. Ο Πέριν ευχήθηκε να μπορούσε να την οσμιστεί. Όχι αναγκαστικά να προσπαθήσει να ανακαλύψει το πώς και το γιατί, απλώς να τη μυρίσει. Τα αρώματα κι ο φόβος κάλυπταν σαν θάλασσα τα πάντα. Γιατί δεν μιλούσε; Γιατί δεν ερχόταν κοντά του, γιατί δεν του χαμογελούσε καν; Ένα χαμόγελο ήταν αρκετό.

Η Κολαβήρ έδειχνε ελαφρώς σφιγμένη. Το κεφάλι της δεν έφτανε πάνω από το στήθος του Ραντ, αν κι ο πύργος των μαλλιών της την έκανε να φαίνεται στο ύψος του. Απέστρεψε τη ματιά του από το πρόσωπό της και την εστίασε στις γυναίκες που ήταν παραταγμένες αμφοτέρωθεν του θρόνου. Ίσως το βλέμμα του να έμεινε λίγο παραπάνω στη Φάιλε, ο Πέριν δεν ήταν σίγουρος.

Ο Ραντ ακούμπησε το χέρι του στο βαρύ μπράτσο του Θρόνου του Ηλίου. «Ξέρεις πως εννοώ την Ηλαίην Τράκαντ». Η φωνή του δεν φανέρωνε κανένα συναίσθημα.

«Άρχοντά μου Δράκοντα», απάντησε η Κολαβήρ ήρεμα, «πέρασε πολύς καιρός από τότε που η Καιρχίν είχε κάποιον ηγέτη. Καιρχινό ηγέτη. Εσύ ο ίδιος είπες πως δεν ενδιαφέρεσαι για τον Θρόνο του Ηλίου, ενώ η Ηλαίην Τράκαντ θα μπορούσε να τον διεκδικήσει», μια γρήγορη και κάπως αδιόρατη χειρονομία έδειξε την απιθανότητα μιας τέτοιας περίπτωσης, «αν ήταν ακόμα ζωντανή. Οι διαδόσεις λένε πως είναι νεκρή, όπως κι η μάνα της». Επικίνδυνα λόγια. Υπήρχαν και κάποιες άλλες διαδόσεις που έλεγαν πως ο Ραντ τις είχε σκοτώσει και τις δύο. Η γυναίκα δεν ήταν δειλή.

«Η Ηλαίην ζει». Ο τόνος της φωνής εξακολουθούσε να είναι επίπεδος, αλλά τα μάτια του Ραντ έκαιγαν. Ο Πέριν αδυνατούσε, να πιάσει την οσμή του, όπως και της Φάιλε επίσης, αλλά δεν χρειαζόταν τη μύτη του για να αναγνωρίσει την υποβόσκουσα οργή. «Θα πάρει το στέμμα του Άντορ και της Καιρχίν».

«Άρχοντά μου Δράκοντα, ό,τι έγινε, έγινε. Αν υπάρχει κάτι που το θεώρησες σαν προσβολή...»

Παρά την αξιοπρέπειά της και το κουράγιο της, η Κολαβήρ έκανε εμφανή προσπάθεια να μη μορφάσει καθώς ο Ραντ άπλωσε το χέρι του κι έπιασε το Στέμμα του Ήλιου. Ακούστηκε ένας έντονος, ξερός ήχος από μέταλλο που σπάει απότομα και το στέμμα κάμφθηκε, ανακατεύοντας τον πύργο από τους βοστρύχους καθώς, αργά-αργά, τραβιόταν από το κεφάλι της κι άρχιζε να ισιώνει. Μερικές από τις λαμπερές, κίτρινες πέτρες ξεπήδησαν από τις εσοχές κι έπεσαν στο πάτωμα. Ο Ραντ κράτησε το ισιωμένο μέταλλο κι αυτό, εξίσου αργά, άρχισε να αναδιπλώνεται μέχρι που οι άκρες του συναντήθηκαν ξανά και... Ίσως οι Άσα’μαν να μπορούσαν να δουν τι είχε συμβεί και να καταλάβαιναν, αλλά αυτό που είδε ο Πέριν ήταν ότι τη μια στιγμή το στέμμα ήταν σπασμένο και την επόμενη είχε επανέλθει στην αρχική του μορφή. Κανείς από τους ευγενείς δεν έβγαλε άχνα, δεν ακούστηκε ούτε σύρσιμο ποδιών. Ο Πέριν σκέφτηκε πως μάλλον φοβούνταν. Η μύτη του τού έλεγε ότι ο απόλυτος τρόμος κυριαρχούσε πλέον παντού, ισχυρότερος από κάθε άλλη μυρωδιά. Δεν τρεμούλιαζε απλώς, αλλά συσπάτο άγρια.

«Ό,τι κι αν έχει γίνει», είπε ο Ραντ μαλακά, «μπορεί να ξεγίνει».

Η Κολαβήρ χλώμιασε. Τα λίγα τσουλούφια που είχαν ξεφύγει από την κόμμωσή της την έκαναν να μοιάζει εξαγριωμένη, έτοιμη να ορμήσει. Ξεροκατάπιε κι άνοιξε το στόμα της δύο φορές προτού καταφέρει να μιλήσει. «Άρχοντά μου Δράκοντα...» Η φωνή της ήταν ένας αδύναμος ψίθυρος, αλλά, συνεχίζοντας, ο τόνος έγινε πιο έντονος, με μια χροιά απόγνωσης. Η Βασίλισσα έδινε την εντύπωση πως είχε ξεχάσει τους υπόλοιπους παρισταμένους στην αίθουσα. «Τήρησα τους νόμους σου κι υπερασπίστηκα την πολιτική σου, ακόμα κι όταν αυτή εναντιωνόταν στους αρχαίους νόμους της Καιρχίν και στα έθιμα». Προφανώς, εννοούσε τους νόμους που επέτρεπαν σε έναν ευγενή να σκοτώσει έναν αγρότη ή βιοτέχνη χωρίς να έχει καμιά συνέπεια. «Άρχοντά μου Δράκοντα, ο Θρόνος του Ηλίου είναι δικός σου, και μπορείς να τον παραχωρήσεις σε όποιον θέλεις. Το...το γνωρίζω πολύ καλά. Έκανα...λάθος που τον πήρα χωρίς τη συγκατάθεσή σου. Ωστόσο, μου ανήκει δικαιωματικά λόγω καταγωγής και συγγένειας εξ αίματος. Αν χρειάζεται να τον πάρω από το ίδιο σου το χέρι, τότε δώσε μου τον. Τον δικαιούμαι!» Ο Ραντ την κοίταζε χωρίς να λέει τίποτα. Έμοιαζε να ακούει κάτι, όχι όμως τα λόγια της.

Ο Πέριν καθάρισε τον λαιμό του. Γιατί το παρατραβούσε ο Ραντ; Ό,τι ήταν να γίνει, έγινε. Γιατί δεν άφηνε τα πράγματα να εξελιχθούν; Έτσι, θα έπαιρνε κι αυτός τη Φάιλε μακριά από κει και θα μπορούσαν να μιλήσουν. «Μήπως είχες και το δικαίωμα να δολοφονήσεις τον Άρχοντα Μάρινγκιλ και τον Ανώτατο Άρχοντα Μέιλαν;» ρώτησε ο Πέριν με απαιτητικό τόνο. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για τις πράξεις της, καθότι αυτοί οι δύο ήταν οι κυριότεροι διεκδικητές του θρόνου. Αυτό τουλάχιστον, πίστευε η ίδια και, μάλλον, κι οι άλλοι για τους εαυτούς τους. Γιατί ο Ραντ στεκόταν ακίνητος; Τα ήξερε όλα αυτά. «Πού είναι η Μπερελαίν;»

Μετάνιωσε προτού ακόμα ξεστομίσει τη λέξη. Η Φάιλε του έριξε μια ματιά, το πρόσωπό της μια ψυχρή μάσκα ευπρέπειας, αλλά η ματιά αυτή θα μπορούσε να ζεματίσει νερό. «Η ζηλιάρα σύζυγος είναι σφηκοφωλιά στο κρεβάτι σου», έλεγε η παροιμία. Όπως και να ξαπλώσεις, οι σφήκες θα σε τσιμπήσουν.

«Τολμάς να με κατηγορείς για ένα τόσο αποτρόπαιο έγκλημα;» τον ρώτησε άγρια η Κολαβήρ. «Δεν υπάρχουν αποδείξεις. Δεν υπάρχει καμιά απόδειξη, γιατί πολύ απλά είμαι αθώα!» Ξαφνικά, φάνηκε να συνειδητοποιεί πού βρίσκεται, να προσέχει τους ευγενείς που συνωστίζονταν πλάι-πλάι ανάμεσα στους κίονες, παρακολουθώντας κι ακούγοντας. Αν μη τι άλλο, ήταν θαρραλέα. Στητή κι αλύγιστη, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να κοιτάξει τον Ραντ κατάματα χωρίς να φανεί υποδεέστερη μπροστά του. «Άρχοντά μου Δράκοντα, πριν από εννέα μέρες, την αυγή, στέφθηκα Βασίλισσα της Καιρχίν σύμφωνα με τους νόμους και τα ήθη. Θα κρατήσω τον όρκο πίστης που σου έδωσα, αλλά δεν παύω να είμαι Βασίλισσα της Καιρχίν». Ο Ραντ εξακολούθησε να την κοιτάει σιωπηλός. Και προβληματισμένος, θα συμπλήρωνε ο Πέριν. «Άρχοντά μου Δράκοντα, είμαι Βασίλισσα, εκτός κι αν ακυρώσεις όλους τους νόμους μας». Απόλυτη σιγή εκ μέρους του Ραντ, το βλέμμα του οποίου παρέμενε συγκεντρωμένο και σταθερό.

Γιατί δεν δίνει ένα τέλος; αναρωτήθηκε ο Πέριν.

«Οι εναντίον μου κατηγορίες είναι όλες συκοφαντικές. Είναι τρελοί!» Ένα σιωπηλό βλέμμα ήταν η απάντηση που έλαβε. Η Κολαβήρ κούνησε το κεφάλι της αμήχανα. «Συμβούλεψέ με, Ανούρα. Έλα, Ανούρα, δώσε μου μια συμβουλή!»

Ο Πέριν νόμισε πως απευθυνόταν σε κάποια από τις γυναίκες της ακολουθίας της, αλλά η γυναίκα που φανερώθηκε πίσω από τον θρόνο δεν φορούσε το χυτό μεσοφόρι μιας ακολούθου. Ένα φαρδύ πρόσωπο με στόμα πλατύ και μύτη σαν ράμφος κοίταξε τον Ραντ εξεταστικά, κάτω από πυκνές και μακριές μαύρες πλεξούδες. Ένα πρόσωπο αγέραστο. Προς μεγάλη έκπληξη του Πέριν, ο Χάβιεν έκανε έναν ήχο με το λαρύγγι του κι άρχισε να μειδιά ειρωνικά. Οι τρίχες του ήταν σηκωμένες.

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, Κολαβήρ», είπε η Άες Σεντάι με προφορά Ταραμπονέζικη, μετακινώντας το σάλι με τα γκρίζα κρόσσια. «Φοβάμαι πως σου επέτρεψα να αντιληφθείς λάθος τη σχέση σου μαζί μου». Πήρε μια βαθιά ανάσα και πρόσθεσε. «Δεν...δεν υπάρχει λόγος να γίνει κάτι τέτοιο, Αφέντη αλ'Θόρ». Η φωνή της έγινε ελαφρώς ασταθής για λίγο. «Ή Άρχοντα Δράκοντα, αν προτιμάς. Σε διαβεβαιώνω πως δεν έχω κακό σκοπό απέναντί σου. Αν ήταν έτσι, θα είχα χτυπήσει προτού καταλάβεις ότι είμαι παρούσα».

«Πιθανόν να ήσουν νεκρή τώρα». Η φωνή του Ραντ έμοιαζε με παγερό ατσάλι, αλλά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του την έκαναν να ακούγεται ήπια. «Δεν σε θωράκισα εγώ, Άες Σεντάι. Ποια είσαι; Για ποιο λόγο βρίσκεσαι εδώ; Απάντησέ μου! Δεν διαθέτω και πολλή υπομονή με...με το είδος σου. Εκτός κι αν θες να βρεθείς στο στρατόπεδο των Αελιτών. Στοιχηματίζω πως οι Σοφές μπορούν να σε κάνουν να κελαηδήσεις».

Η Ανούρα δεν έμοιαζε αργόστροφη. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στον Άραμ και κατόπιν στο διάδρομο όπου στέκονταν οι Άσα'μαν. Ήξερε. Θα πρέπει να ήταν αυτοί που εννοούσε ο Ραντ, οι μαυροντυμένοι άντρες με τα βλοσυρά πρόσωπα που έμοιαζαν στεγνά όταν όλα τα υπόλοιπα, εκτός από το δικό της και του Ραντ, έλαμπαν. Ο νεαρός Τζαχάρ την παρακολουθούσε όπως το γεράκι το κουνέλι. Κάπως ανάρμοστα, ο Λόιαλ στεκόταν ανάμεσα, με τον πέλεκυ ακουμπισμένο στον ώμο του. Με το ένα του χέρι κατάφερνε να στηρίζει αδέξια στο στήθος του ένα μπουκαλάκι μελάνι κι ένα ανοικτό βιβλίο, ενώ με το άλλο έγραφε γρήγορα, βουτώντας μέσα στο μελάνι μια πένα πιο χοντρή από τον αντίχειρα του Πέριν. Κρατούσε σημειώσεις. Εδώ!

Οι ευγενείς άκουσαν τον Ραντ το ίδιο ξεκάθαρα όσο κι η Ανούρα. Παρακολουθούσαν ανήσυχα τις Κόρες με τα πέπλα. Τώρα, φάνηκαν να απομακρύνονται από τους Άσα'μαν, στριμωγμένοι σαν ψάρια στο βαρέλι. Εδώ κι εκεί, όλο και κάποιος λιποθυμούσε και το πλήθος τον συγκρατούσε για να μην πέσει.

Ανατριχιασμένη, η Ανούρα τακτοποίησε το σάλι της κι ανέκτησε όλη την κομπορρημοσύνη και την αταραξία μιας Άες Σεντάι. «Είμαι η Ανούρα Λάρισεν, Άρχοντά μου Δράκοντα, κι ανήκω στο Γκρίζο Άτζα». Τίποτα επάνω της δεν έδειχνε πως χρησιμοποιούσε θωράκιση, και μάλιστα παρουσία αντρών με την ικανότητα της διαβίβασης. Έμοιαζε να του απαντάει απλώς για να του κάνει τη χάρη. «Είμαι η σύμβουλος της Μπερελαίν, της Πρώτης του Μαγιέν». Να γιατί μειδιούσε σαν τρελαμένος ο Χάβιεν. Είχε αναγνωρίσει τη γυναίκα. Ο Πέριν πάντως δεν είχε την παραμικρή παρόμοια διάθεση. «Έχει κρατηθεί μυστικό, όπως καταλαβαίνεις», συνέχισε η γυναίκα, «εξαιτίας της στάσης του Δακρύου τόσο απέναντι στο Μαγιέν όσο κι απέναντι στις Άες Σεντάι, αλλά νομίζω πως έχει περάσει πια ο καιρός των μυστικών, έτσι δεν είναι;» Η Ανούρα στράφηκε προς την Κολαβήρ και τα χείλη της σφίχτηκαν. «Σε άφησα να πιστεύεις αυτό που ήθελες, αλλά οι Άες Σεντάι δεν γίνονται σύμβουλοι απλώς και μόνο επειδή τους το λέει κάποιος. Ειδικά όταν είναι ήδη σύμβουλοι κάποιου άλλου».

«Αν η Μπερελαίν επιβεβαιώσει την ιστορία σου», είπε ο Ραντ, «θα σε ελευθερώσω και θα σε παραδώσω υπό την κηδεμονία της». Κοίταξε το στέμμα και φάνηκε να αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά πως τα χρυσαφιά πετράδια βρίσκονταν ακόμα στο χέρι του. Τα τοποθέτησε απαλά στο μεταξένιο κάθισμα του Θρόνου του Ηλίου. «Δεν πιστεύω πως κάθε Άες Σεντάι είναι εχθρός μου, όχι εντελώς δηλαδή, αλλά δεν θα ανεχτώ καμία ραδιουργία πλέον, καμία χειραγώγηση. Η επιλογή είναι δική σου, Ανούρα, αν όμως κάνεις λάθος θα πας κατευθείαν στις Σοφές. Αν, δηλαδή, καταφέρεις να επιβιώσεις αρκετά. Αδυνατώ να παρεμποδίσω τους Άσα'μαν και το παραμικρό λάθος θα σου στοιχίσει».

«Οι Άσα'μαν», είπε ήρεμα η Ανούρα. «Κατάλαβα». Έγλειψε με τη γλώσσα τα χείλη της.

«Άρχοντά μου Δράκοντα, η Κολαβήρ σχεδίαζε να σπάσει τον όρκο πίστης». Ο Πέριν ήθελε τόσο πολύ να μιλήσει η Φάιλε που, όταν το έκανε, αναπήδησε. Η γυναίκα αποσπάστηκε από την παράταξη της ακολουθίας. Διαλέγοντας προσεκτικά τις λέξεις της, αντιμετώπισε την επίδοξη βασίλισσα σαν αετός έτοιμος να χιμήσει. Μα το Φως, πόσο όμορφη ήταν! «Ορκίστηκε να σε υπακούει πιστά και να υπερασπίζεται τους νόμους σου, αλλά έκανε σχέδια για να διώξει τους Αελίτες από την Καιρχίν, να τους στείλει νότια και να επαναφέρει την κατάσταση όπως ήταν προτού έρθεις. Έλεγε επίσης πως, αν γύριζες ποτέ, δεν θα τολμούσες να αλλάξεις ό,τι είχε κάνει αυτή. Η γυναίκα στην οποία τα έλεγε όλα αυτά, η Μάιρ, ήταν μια από τις ακολούθους. Χάθηκε λίγο αφότου μου τα είπε. Δεν έχω αποδείξεις, αλλά πιστεύω πως είναι νεκρή. Πιστεύω πως η Κολαβήρ μετάνιωσε γρήγορα που της αποκάλυψε τόσες λεπτομέρειες του σχεδίου της».

Ο Ντομπραίν ανέβηκε τα σκαλιά του βάθρου, κρατώντας την περικεφαλαία κάτω από το μπράτσο του. Το πρόσωπό του δεν διέφερε και πολύ από ψυχρό ατσάλι. «Κολαβήρ Σάιγκαν», ανακοίνωσε με τυπική φωνή που ακούστηκε σε κάθε γωνιά της Μεγάλης Αίθουσας. «Στην αθάνατη ψυχή μου και κάτω από την παρουσία του Φωτός, εγώ, ο Ντομπραίν, της Υψηλής Έδρας του Οίκου Τάμποργουιν, σου απαγγέλλω κατηγορία και σε επικρίνω για εσχάτη προδοσία, η τιμωρία της οποίας είναι θάνατος».

Το κεφάλι του Ραντ έγειρε πίσω κι ο άντρας έκλεισε τα μάτια του. Το στόμα του κινήθηκε ελαφρά, αλλά ο Πέριν ήξερε πως μονάχα ο ίδιος κι ο Ραντ άκουγαν αυτά που λέγονταν. «Όχι. Δεν μπορώ. Αδύνατον». Ο Πέριν κατάλαβε τώρα πού οφειλόταν η καθυστέρηση. Ο Ραντ έψαχνε διέξοδο. Ο Πέριν ευχήθηκε να την έβρισκε το γρηγορότερο.

Η Κολαβήρ δεν άκουγε τίποτα, αλλά σίγουρα έψαχνε κι αυτή μια διέξοδο. Κοίταξε γύρω της αλαφιασμένη, στον Θρόνο του Ηλίου, στις ακόλουθές της, στο συγκεντρωμένο πλήθος των ευγενών, λες κι όλοι αυτοί επρόκειτο να βγουν μπροστά και να την υπερασπιστούν. Όμως, παρέμειναν ακίνητοι, λες και τα πόδια τους είχαν κολλήσει σε κονίαμα. Μια θάλασσα από άδεια, ιδρωμένα πρόσωπα ήταν στραμμένα προς το μέρος της, αλλά τα μάτια απέφευγαν τα δικά της. Κάποια διακριτικά βλέμματα στράφηκαν προς τους Άσα'μαν. Το διόλου ευκαταφρόνητο κενό ανάμεσα στους ευγενείς και στους Άσα’μαν, μεγάλωσε αισθητά.

«Ψέματα!» φώναξε συριστικά η γυναίκα, με τα χέρια κολλημένα στον περίγυρο του φορέματός της. «Όλα ψέματα! Παλιομαρτυριάρα, παλιό...» Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της Φάιλε, αλλά ο Ραντ άπλωσε το χέρι του ανάμεσά τους, αν κι η Κολαβήρ φάνηκε να μην το βλέπει. Η Φάιλε έδειχνε δυσαρεστημένη με την κίνησή του. Όποιος της επιτιθόταν, τον περίμενε μια έκπληξη.

«Η Φάιλε δεν λέει ψέματα!» γρύλισε ο Πέριν. Όχι όσον αφορά στο θέμα αυτό, τουλάχιστον.

Για άλλη μια φορά, η Κολαβήρ συγκρατήθηκε. Παρά το μικρό της ύψος, προσπάθησε να δείξει όσο ψηλότερη γινόταν. Ο Πέριν σχεδόν τη θαύμαζε, εκτός δηλαδή από τον Μέιλαν, τον Μάρινγκιλ, τη Μάιρ και -το Φως οίδε- πόσους ακόμα. «Απαιτώ δικαιοσύνη, Άρχοντα Δράκοντα». Η φωνή της ήταν σταθερή και ήρεμη. Ηγεμονική. «Δεν υπάρχει καμιά απολύτως απόδειξη για όλες αυτές τις... αισχρότητες. Κάποια που δεν βρίσκεται πια στην Καιρχίν μου έβαλε στο στόμα λόγια που δεν ξεστόμισα ποτέ. Απαιτώ τη δικαιοσύνη του Άρχοντα Δράκοντα. Σύμφωνα με τους νόμους που έφτιαξε ο ίδιος, πρέπει να υπάρξει απόδειξη».

«Και πώς ξέρεις ότι δεν βρίσκεται πια στην Καιρχίν;» απαίτησε να μάθει ο Ντομπραίν. «Πού είναι;»

«Υποθέτω πως έφυγε». Η απάντηση της είχε αποδέκτη τον Ραντ. «Η Μάιρ δεν δουλεύει για μένα πια και την αντικατέστησα με τη Ριάλ, από δω». Έδειξε προς το μέρος της τρίτης ακόλουθης στα αριστερά. «Δεν έχω ιδέα πού μπορεί να είναι. Φέρτε την μπροστά μου, αν βρίσκεται ακόμα στην πόλη, κι ας υποστηρίξει αυτούς τους γελοίους ισχυρισμούς κοιτώντας με κατάματα. Τα ψέματα θα στραφούν εναντίον της». Η Φάιλε την κοίταζε με βλέμμα δολοφονικό. Ο Πέριν ήλπιζε να μην παρουσιάσει κανένα από αυτά τα μαχαίρια που κρατούσε κρυμμένα. Είχε το συνήθειο να κάνει κάτι τέτοια όταν εξοργιζόταν πολύ.

Η Ανούρα καθάρισε τον λαιμό της. Κοιτούσε τον Ραντ εξεταστικά και, προς μεγάλη ενόχληση του Πέριν, από αρκετά κοντινή απόσταση. Αυτό το βλέμμα που μοιάζει με πουλιού που κοιτάει ένα σκουλήκι τού θύμισε ξαφνικά τη Βέριν. «Μπορώ να μιλήσω Αφέντη.. .εεε... Άρχοντά μου Δράκοντα;» Ο Ραντ ένευσε ευγενικά κι η γυναίκα, τακτοποιώντας το σάλι της, συνέχισε. «Όσον αφορά στη νεαρή Μάιρ, δεν γνωρίζω τίποτα, παρά μονάχα ότι το πρωί μιας μέρας ήταν εδώ και, προτού ακόμα νυχτώσει, δεν την έβρισκαν πουθενά και κανείς δεν ήξερε πού πήγε. Ο Άρχοντας Μάρινγκιλ κι ο Ανώτατος Άρχοντας Μέιλαν, όμως, είναι διαφορετικό ζήτημα. Η Πρώτη του Μαγιέν έφερε μαζί της δύο άριστους άντρες, πεπειραμένους στο να πιάνουν ληστές και να διαλευκάνουν εγκλήματα. Έφεραν μπροστά μου δύο από τους άντρες που επιτέθηκαν στον Ανώτατο Άρχοντα Μέιλαν, στον δρόμο, αν κι οι δυο τους επέμεναν πως απλώς του κρατούσαν τα χέρια, ενώ άλλοι τον μαχαίρωναν. Μου έφεραν επίσης και την υπηρέτρια που έχυσε δηλητήριο στο αρωματικό κρασί που αρεσκόταν να πίνει στο κρεβάτι ο Άρχοντας Μάρινγκιλ. Κι αυτή ισχυρίστηκε πως ήταν αθώα. Η ανάπηρη μητέρα της, όπως κι η ίδια, θα πέθαιναν αν δεν πέθαινε πρώτα ο Άρχοντας Μάρινγκιλ. Έτσι ισχυρίστηκε και, στην περίπτωσή της, πιστεύω πως λέει την αλήθεια. Δεν νομίζω πως η παρηγοριά της εξομολόγησης της έκρυβε δόλο. Πάντως, τόσο οι άντρες όσο κι η γυναίκα, συμφωνούν σε ένα πράγμα: οι διαταγές που τους δόθηκαν προήλθαν από το στόμα της ίδιας της Κολαβήρ».

Με κάθε λέξη της Ανούρα, η περιφρόνηση υποχωρούσε όλο και περισσότερο από τη στάση της Κολαβήρ. Παραδόξως, εξακολουθούσε να στέκεται ευθυτενής. Έμοιαζε χαλαρή κι άτονη, σαν μουσκεμένο κουρέλι. «Υποσχέθηκαν», μουρμούρισε προς το μέρος του Ραντ. «Υποσχέθηκαν πως δεν θα γύριζες ποτέ». Κάλυψε με τα χέρια το στόμα της, αλλά ήταν πολύ αργά. Τα μάτια της γούρλωσαν κι ο Πέριν ευχήθηκε να μην άκουγε τους ήχους που έβγαιναν από το λαρύγγι της. Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να παράγει τέτοιους ήχους.

«Προδοσία και φόνος». Ο Ντομπραίν ακουγόταν ευχαριστημένος. Οι ψιθυριστές κραυγές δεν τον άγγιζαν. «Η τιμωρία είναι ή ίδια, Άρχοντά μου Δράκοντα. Θάνατος. Βέβαια, σύμφωνα με τον νέο σου γόμο, το έγκλημα τιμωρείται με απαγχονισμό». Για κάποιο λόγο, ο Ραντ κοίταξε προς το μέρος της Μιν κι αυτή τού αντιγύρισε το βλέμμα με έκδηλη θλίψη. Όχι για την Κολαβήρ αλλά για τον ίδιον. Ο Πέριν αναρωτήθηκε αν σήμαιναν κάτι αυτές οι ματιές.

«Απαιτώ... απαιτώ να έρθει ο δήμιος», κατάφερε να ψελλίσει η Κολαβήρ με πνιχτή φωνή. Το πρόσωπό της είχε κρεμάσει. Είχε γεράσει μέσα σε μια στιγμή, και τα μάτια της αντανακλούσαν ατόφιο τρόμο. Ωστόσο, δεν είχε τίποτα να χάσει και συνέχισε να δείχνει δυναμική. «Είναι... είναι δικαίωμά μου. Δεν θέλω να... κρεμαστώ σαν κοινή θνητή!»

Μια εσωτερική πάλη φαίνεται πως συντάραζε τον Ραντ, ο οποίος κουνούσε το κεφάλι του ταραγμένος. Όταν τελικά μίλησε, τα λόγια του ήταν παγερά σαν τον πάγο και σκληρά σαν το αμόνι. «Κολαβήρ Σάιγκαν, σου αφαιρώ όλους τους τίτλους που κατέχεις». Λέξεις που έμοιαζαν με καρφιά. «Σου αφαιρώ τη γη και την περιουσία σου, τα πάντα εκτός από το φόρεμα που φοράς. Έχεις κάποια... μικρή φάρμα;»

Η κάθε πρόταση συντάραζε τη γυναίκα, η οποία λικνιζόταν σαν μεθυσμένη, προφέροντας σιωπηλά τη λέξη «φάρμα» σαν να μην την είχε ξανακούσει. Η Ανούρα, η Φάιλε κι όλοι οι υπόλοιποι, κοιτούσαν προς το μέρος του Ραντ παραξενεμένοι, περίεργοι ή και τα δύο μαζί. Το ίδιο έκανε κι ο Πέριν. Φάρμα; Αν προηγουμένως η Μεγάλη Αίθουσα φάνταζε σιωπηλή, τώρα έμοιαζε να μην αναπνέει κανείς.

«Ντομπραίν, έχει κανένα μικρό αγρόκτημα;»

«Έχει... είχε... κάμποσα αγροκτήματα, Άρχοντα Δράκοντα», απάντησε αργά ο Καιρχινός. Ήταν προφανές πως δεν καταλάβαινε περισσότερα απ' ό,τι ο Πέριν. «Τα πιο πολλά είναι μεγάλα, αλλά η γη κοντά στο Δρακότειχος ήταν ανέκαθεν χωρισμένη σε αγροτεμάχια, λιγότερο από πενήντα στρέμματα. Όλοι οι κάτοικοι τα εγκατέλειψαν στη διάρκεια των Αελίτικων Πολέμων».

Ο Ραντ ένευσε. «Ήρθε η ώρα να αλλάξουν όλα αυτά. Πολλές εκτάσεις έμειναν ακαλλιέργητες για καιρό. Θέλω ο κόσμος να επιστρέψει εκεί και να αρχίσει να καλλιεργεί τη γη. Ντομπραίν, θέλω να βρεις ποιο από τα αγροκτήματα που ανήκαν στην Κολαβήρ, κοντά στο Δρακότειχος, είναι το μικρότερο. Κολαβήρ, σε εξορίζω σε εκείνο το αγρόκτημα. Ο Ντομπραίν θα φροντίσει να σου προμηθευτούν τα αναγκαία για να ασχοληθείς με τη φάρμα, καθώς και κάποιος που θα σε διδάξει να καλλιεργείς τη γη. Θα υπάρχουν φρουροί που δεν θα σε αφήνουν να πας σε απόσταση μεγαλύτερη από αυτή που μπορείς να περπατήσεις σε μια μέρα, για όλη σου τη ζωή. Ανάλαβέ το, Ντομπραίν. Θέλω μέσα σε μια βδομάδα να έχει τακτοποιηθεί το ζήτημα». Ο Ντομπραίν, αμήχανος, δίστασε κάπως προτού συγκατανεύσει, ενώ ο Πέριν άκουγε ήδη τα μουρμουρητά του πλήθους, πίσω του. Ήταν ανήκουστο. Κανείς δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο δεν έπρεπε να πεθάνει η Κολαβήρ. Άσε πια τα υπόλοιπα! Και στο παρελθόν είχαν δημευθεί κτήματα, αλλά ποτέ όλα και ποτέ κτήματα της αριστοκρατίας. Οι ευγενείς μπορεί να εξορίζονταν, ακόμα κι ισοβίως, αλλά ποτέ σε φάρμα.

Η αντίδραση της Κολαβήρ ήταν άμεση. Τα μάτια της γύρισαν προς τα επάνω και σωριάστηκε, πέφτοντας προς τα πίσω, στα σκαλοπάτια.

Ο Πέριν όρμησε μπροστά να την πιάσει, αλλά κάποιος άλλος τον πρόλαβε. Προτού ακόμα κάνει ένα βήμα, η πτώση της έμεινε μετέωρη. Έμεινε να αιωρείται, έχοντας πάρει κλίση προς το βάθρο, με το κεφάλι της να κρέμεται. Η αναίσθητη μορφή της ανασηκώθηκε, γύρισε αργά και στάθηκε απαλά μπροστά στον Θρόνο του Ηλίου. Ο Ραντ ήταν αυτός που τη συγκράτησε. Ο Πέριν ήταν σίγουρος πως οι Άσα'μαν θα την άφηναν να πέσει.

Η Ανούρα έκανε με τα χείλη της έναν ήχο αποδοκιμασίας. Δεν έμοιαζε ούτε έκπληκτη ούτε ταραγμένη, παρ' όλο που έτριβε νευρικά τον αντίχειρα με το δείκτη της. «Κάτι μου λέει πως θα προτιμούσε τον δήμιο. Θα το φροντίσω αν έχεις αυτόν τον άντρα, τον... Άσα'μαν...»

«Δεν σε αφορά», απάντησε άγρια ο Ραντ. «Είναι ζωντανή και... Είναι ζωντανή». Η ανάσα που πήρε ήταν βαθιά και τραχιά κι η Μιν ήρθε κοντά του προτού ακόμα ξεφυσήσει. Έμεινε πλάι του, αλλά έμοιαζε σαν να ήθελε να κάνει κάτι παραπάνω. Αργά, το πρόσωπό του έγινε άκαμπτο. «Πήγαινέ με στην Μπερελαίν, Ανούρα. Άφησέ την ελεύθερη, Τζαχάρ, δεν πρόκειται να δημιουργήσει πρόβλημα. Είναι μία κι εμείς εννιά. Θέλω να μάθω τι συνέβη κατά τη διάρκεια της απουσίας μου, Ανούρα, καθώς επίσης και για ποιο λόγο η Μπερελαίν σε έφερε εδώ, πίσω από την πλάτη μου. Όχι, μη λες τίποτα. Θα τα ακούσω από την ίδια. Πέριν, ξέρω καλά πως θα ήθελες να μείνεις για λίγο με τη Φάιλε...»

Η ματιά του Ραντ πλανήθηκε αργά στην αίθουσα, στους ευγενείς που περίμεναν σιωπηλοί. Κάτω από το βλέμμα του κανείς δεν τολμούσε να κουνήσει ούτε μυώνα. Η οσμή του φόβου, σαν ορμητικός παφλασμός, παρέσερνε οποιαδήποτε άλλη. Εκτός από τους Κυνηγούς, όλοι οι υπόλοιποι παριστάμενοι είχαν δώσει τον ίδιο όρκο με την Κολαβήρ. Μήπως και μόνο η παρουσία τους σε αυτήν τη σύναξη μπορούσε να θεωρηθεί προδοσία; Ο Πέριν δεν είχε ιδέα.

«Η ακροαματική διαδικασία έλαβε τέλος», είπε ο Ραντ. «Θα φροντίσω να ξεχάσω κάθε πρόσωπο που θα αναχωρήσει τώρα».

Όσοι βρίσκονταν μπροστά, οι υψηλά ιστάμενοι κι οι ισχυρότεροι, κίνησαν για την πόρτα χωρίς πολλή βιασύνη, αποφεύγοντας τις Κόρες και τους Άσα’μαν που στέκονταν στον διάδρομο, ενώ οι υπόλοιποι περίμεναν τη σειρά τους. Τα λόγια του Ραντ κλωθογύριζαν στο μυαλό όλων. Τι ακριβώς εννοούσε λέγοντας «τώρα»; Τα βήματα έγιναν πιο γοργά κι αποφασιστικά κι οι ποδόγυροι ανασηκώθηκαν. Οι Κυνηγοί που βρίσκονταν πλάι στις πόρτες άρχισαν να ξεγλιστρούν έξω, πρώτα ένας-ένας κι έπειτα όλοι μαζί. Βλέποντάς τους, οι ελάσσονες Καιρχινοί και Δακρυνοί ευγενείς έκαναν το ίδιο, προσπερνώντας αυτούς που βρίσκονταν πιο μπροστά. Μέσα σε λίγα λεπτά επικράτησε πανικός κοντά στις πόρτες. Άντρες και γυναίκες έσπρωχναν με τους αγκώνες στην προσπάθειά τους να βγουν έξω. Κανείς τους δεν κοίταξε τη γυναίκα που ήταν πεσμένη μπροστά στον θρόνο που για τόσο λίγο χρονικό διάστημα κατάφερε να κρατήσει.

Загрузка...