41 Κορώνα από Ξίφη

Ο Ραντ τιναζόταν στον ύπνο του, καθώς στα άγρια όνειρα του έβλεπε τον εαυτό του να λογομαχεί με τον Πέριν και να ικετεύει τον Ματ να βρει την Ηλαίην. Χρώματα ξεπηδούσαν στην περιφέρεια της όρασης του κι ο Πάνταν Φάιν πηδούσε επάνω του κρατώντας μια λαμπερή λάμα. Πού και πού νόμιζε πως άκουγε μια φωνή να βογκάει για μια νεκρή γυναίκα, μέσα στην καρδιά της ομίχλης. Στα όνειρά του προσπαθούσε να δώσει εξηγήσεις στην Ηλαίην, στην Αβιέντα, στη Μιν, και στις τρεις ταυτόχρονα, αλλά ακόμα κι η Μιν τον κοιτούσε με καταφρόνια.

«...δεν πρέπει να αναστατωθεί!» Η φωνή της Κάντσουεϊν. Μέρος του ονείρου του, άραγε;

Η φωνή τον τρόμαξε. Στα όνειρά του φώναζε τον Λουζ Θέριν, κι η ηχώ διαπερνούσε πυκνές ομίχλες όπου μορφές κινούνταν κι άνθρωποι κι άλογα πέθαιναν ουρλιάζοντας, μια ομίχλη όπου η Κάντσουεϊν τον ακολουθούσε αδυσώπητα ενώ αυτός έτρεχε λαχανιασμένος. Η Αλάνα προσπαθούσε να τον ηρεμήσει, αλλά φοβόταν κι αυτή την Κάντσουεϊν. Ο Ραντ ένιωθε τον τρόμο της σαν να ήταν δικός του. Το κεφάλι του και τα πλευρά του πονούσαν. Το παλιό σημάδι τον έκαιγε. Αισθάνθηκε το σαϊντίν. Κάποιος το χρησιμοποιούσε. Μήπως ο ίδιος; Δεν ήξερε. Πάλεψε να ξυπνήσει.

«Θα τον σκοτώσεις!» ούρλιαξε η Μιν. «Δεν θα σε αφήσω να τον σκοτώσεις!»

Άνοιξε τα μάτια του και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν το πρόσωπό της. Δεν τον κοιτούσε, αλλά είχε πάρει το κεφάλι του στην αγκαλιά της, αγριοκοιτάζοντας κάποιον λίγο πιο πέρα από το κρεβάτι. Τα μάτια της ήταν κόκκινα. Προφανώς, είχε κλάψει. Ναι, βρισκόταν στο κρεβάτι του, στα διαμερίσματά του, στο Παλάτι του Ήλιου, κι αντίκριζε έναν βαρύ τετράγωνο στύλο κρεβατιού από μαύρο ξύλο και στηρίγματα από φίλντισι. Η Μιν, φορώντας μια κρεμ μεταξωτή μπλούζα και δίχως πανωφόρι, τον αγκάλιαζε προστατευτικά πάνω από το λινό σεντόνι που τον κάλυπτε έως τον λαιμό. Η Αλάνα ήταν τρομαγμένη, και την ένιωθε να τρέμει στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Φοβόταν για τον ίδιον. Για κάποιον λόγο, ήταν σίγουρος γι' αυτό.

«Νομίζω πως ξύπνησε, Μιν», είπε απαλά η Άμυς.

Η Μιν κοίταξε προς τα κάτω και το πρόσωπό της, πλαισιωμένο από μαύρους βοστρύχους, έλαμψε με ένα απότομο χαμόγελο.

Προσεκτικά -μια κι ένιωθε πολύ αδύναμος- μετακίνησε τα μπράτσα της κι ανακάθισε. Το κεφάλι του γύριζε κι αισθανόταν ιδιαίτερα ζαλισμένος, αλλά πάσχισε να μην ξαπλώσει ξανά. Το κρεβάτι του ήταν κυκλωμένο.

Στη μια πλευρά στεκόταν η Άμυς, έχοντας δεξιά κι αριστερά της την Μπέρα και την Κιρούνα. Τα νεανικά χαρακτηριστικά της Άμυς ήταν ανέκφραστα, αλλά τράβηξε πίσω τα μακριά άσπρα της μαλλιά και τακτοποίησε τη μαύρη εσάρπα, λες και ανασυντασσόταν έπειτα από σκληρή μάχη. Επιφανειακά, οι δύο Άες Σεντάι ήταν γαλήνιες, μολονότι επρόκειτο για μια ιδιάζουσα γαλήνη αποφασιστικότητας, όπως μια βασίλισσα έτοιμη να υπερασπιστεί τον θρόνο της ή μια χωριάτισσα έτοιμη να δώσει μάχη για το αγρόκτημά της. Παραδόξως, για πρώτη φορά έβλεπε τρεις ανθρώπους να στέκονται κοντά-κοντά —κι όχι μονάχα σωματικά— και να μοιάζουν με έναν.

Από την άλλη μεριά του κρεβατιού καθόταν η Σαμίτσου, με εκείνες τις ασημένιες καμπανούλες στα μαλλιά της, ενώ μια λεπτόκορμη αδελφή με πυκνά μαύρα φρύδια και κορακίσια ακατάστατα μαλλιά ήταν δίπλα στην Κάντσουεϊν, η οποία ακουμπούσε τις γροθιές της στους γοφούς της. Η Σαμίτσου κι η κορακόμαλλη Άες Σεντάι φορούσαν επώμια με κίτρινα κρόσσια και τα στόματά τους ήταν ερμητικά κλειστά, όπως της Μπέρα και της Κιρούνα. Ωστόσο, το επίμονο βλέμμα της Κάντσουεϊν έκανε και τις τέσσερις να μοιάζουν διστακτικές. Οι δύο ομάδες των γυναικών δεν κοιτούσαν η μία την άλλη, αλλά είχαν καρφώσει τις ματιές τους στους άντρες.

Στη βάση του κρεβατιού στεκόταν ο Ντασίβα, με το ασημένιο ξίφος και τον χρυσοκόκκινο Δράκοντα να λαμπυρίζει στο πέτο του, όπως επίσης ο Φλιν κι ο Ναρίσμα, βλοσυροί κι οι τρεις, προσπαθώντας να συμπεριλάβουν σε μια ματιά τις γυναίκες στις δύο πλευρές του κρεβατιού. Δίπλα τους είχαν τον Τζόναν Άντλεϋ, το μαύρο πανωφόρι του οποίου έμοιαζε κάπως καψαλισμένο στο ένα μανίκι. Το σαϊντίν έμοιαζε να ξεχειλίζει από τους τέσσερις άντρες. Μόνο ο Ντασίβα χρησιμοποιούσε τόσο όσο κι ο Ραντ. Ο Ραντ κοίταξε τον Άντλεϋ, κι εκείνος ένευσε ελαφρά.

Ξαφνικά, ο Ραντ συνειδητοποίησε πως δεν φορούσε τίποτα κάτω από το σεντόνι που είχε πέσει μέχρι τη μέση του, κι ότι ήταν γυμνόστηθος με εξαίρεση έναν επίδεσμο στα πλευρά του. «Πόση ώρα κοιμόμουν;» ρώτησε. «Πώς κι είμαι ακόμα ζωντανός;» Άγγιξε προσεκτικά τον ωχρό επίδεσμο. «Η λάμα του Φάιν ήταν φτιαγμένη στη Σαντάρ Λογκόθ. Την είδα κάποτε να σκοτώνει έναν άντρα με μια απλή γρατζουνιά. Πέθανε γρήγορα, κι είχε άσχημο θάνατο». Ο Ντασίβα μουρμούρισε μια κατάρα, συμπεριλαμβάνοντας το όνομα του Πάνταν Φάιν.

Η Σαμίτσου με την άλλη Κίτρινη αντάλλαξαν ξαφνιασμένες ματιές, αλλά η Κάντσουεϊν απλώς ένευσε, ενώ τα χρυσά μπιχλιμπίδια γύρω από τον γκριζωπό σαν σίδερο κότσο της ταλαντεύτηκαν. «Ναι, προερχόταν από τη Σαντάρ Λογκόθ, κι αυτό εξηγεί μερικά πράγματα. Μπορείς να ευχαριστήσεις τη Σουμέκο και τον Αφέντη Φλιν που είσαι ζωντανός». Δεν κοίταξε προς το μέρος του ψαρομάλλη άντρα με τη λευκή φράντζα, αλλά εκείνος χαμογέλασε λες κι η γυναίκα είχε υποκλιθεί. Παραδόξως, οι Κίτρινες όντως του υποκλίθηκαν. «Και την Κόρελε, από δω, φυσικά», συνέχισε η Κάντσουεϊν. «Ο καθένας συνεισέφερε με τον τρόπο του, αν και μερικά πράγματα νομίζω πως είχαν να γίνουν από τον καιρό του Τσακίσματος». Η φωνή της πήρε μια λυπητερή χροιά. «Χωρίς αυτούς τους τρεις, θα ήσουν νεκρός τώρα. Εξακολουθείς να διατρέχεις κίνδυνο, εκτός κι αν αφήσεις να σε καθοδηγήσουν. Πρέπει να αναπαυθείς και να μείνεις μακριά από κάθε είδους άσκηση». Το στομάχι του γουργούρισε δυνατά, κι η γυναίκα πρόσθεσε: «Τα μόνα που σου δώσαμε να πιεις από τότε που πληγώθηκες ήταν λίγο νερό και λίγος ζωμός. Δύο μέρες χωρίς φαγητό είναι πολύς καιρός για έναν άρρωστο άνθρωπο».

Δύο μέρες μόνο. Ο Ραντ απόφυγε να κοιτάξει τον Άντλεϋ. «Θα σηκωθώ», είπε.

«Δεν τους επέτρεψα να σε σκοτώσουν, βοσκέ», είπε η Μιν με μια επίμονη λάμψη στα μάτια της, «και δεν πρόκειται να επιτρέψω σε σένα να αυτοκτονήσεις». Τον αγκάλιασε από τους ώμους, λες κι ήθελε να τον κρατήσει ακίνητο.

«Αν ο Καρ'α'κάρν επιθυμεί να σηκωθεί», είπε ξερά η Άμυς, «θα ειδοποιήσω τη Ναντέρα να φέρει τις Κόρες από τον διάδρομο. Η Σομάρα κι η Ενάιλα θα τον βοηθήσουν ευχαρίστως». Οι άκρες του στόματός της συσπάστηκαν σε ένα χαμόγελο. Ως Κόρη κι η ίδια κάποτε, ήξερε καλά από τέτοιες καταστάσεις. Η Κιρούνα κι η Μπέρα δεν χαμογέλασαν παρά μόνο τον κοίταξαν συνοφρυωμένες, λες κι αντίκριζαν έναν τρελό.

«Νεαρέ μου», είπε ξερά η Κάντσουεϊν. «Έχω δει επανειλημμένως τον άτριχο πισινό σου, αλλά, αν θες να τον επιδεικνύεις μπροστά σε όλες μας, μπορεί να βρεθεί κάποιος που θα απολαύσει το θέαμα. Πάντως, αν πέσεις μπρούμυτα, το πιθανότερο είναι να σε δείρω πριν σε βάλω πίσω, στο κρεβάτι». Κρίνοντας από τις εκφράσεις της Σαμίτσου και της Κόρελε, μάλλον δεν θα είχαν αντίρρηση να της δώσουν ένα χέρι βοήθειας.

Ο Ναρίσμα κι ο Άντλεϋ κοίταξαν την Κάντσουεϊν σοκαρισμένοι, ενώ ο Φλιν τράβηξε το πανωφόρι του σαν να διαφωνούσε με τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Ντασίβα, ωστόσο, άρχισε να γελάει σαν να γαυγίζει. «Αν επιθυμείς να καθαρίσουμε το μέρος από τις γυναίκες...» Ο άντρας με το απέριττο πρόσωπο άρχισε να ετοιμάζει τις ροές. Όχι θωρακίσεις, αλλά περίπλοκες συνθέσεις από Πνεύμα και Φωτιά που έκαναν τον Ραντ να υποπτευθεί πως, αν άγγιζαν κάποιον που σκόπευε να διαβιβάσει, θα του προκαλούσαν πολύ πόνο.

«Όχι», είπε γρήγορα. Η Μπέρα με την Κιρούνα θα υπάκουαν σε μια απλή διαταγή να αναχωρήσουν, κι αν όντως η Κόρελε με τη Σαμίτσου τον είχαν βοηθήσει να μείνει ζωντανός, τους χρωστούσε πολλά για να τις ανταμείψει με πόνο. Αν, ωστόσο, η Κάντσουεϊν νόμιζε πως η γύμνια του θα τον εμπόδιζε να κουνηθεί, σύντομα θα εκπλησσόταν. Δεν ήταν σίγουρος κατά πόσον οι Κόρες τού είχαν αφήσει περιθώρια για σεμνότητα. Χαμογελώντας στη Μιν, τράβηξε τα χέρια της από πάνω του, ξεσκεπάστηκε και, κατεβαίνοντας από το κρεβάτι, πήγε δίπλα στην Άμυς.

Το στόμα της Σοφής σφίχτηκε, κι ο Ραντ ήταν σχεδόν σίγουρος πως αναλογιζόταν αν έπρεπε να καλέσει τις Κόρες ή όχι. Η Μπέρα έριξε στην Άμυς ένα αγωνιώδες αβέβαιο βλέμμα, ενώ η Κιρούνα έστρεψε βιαστικά την πλάτη της και φάνηκε αναψοκοκκινισμένη. Ο Ραντ προχώρησε προς την γκαρνταρόμπα, βηματίζοντας αργά για να μη δώσει την κατάλληλη ευκαιρία στην Κάντσουεϊν σε περίπτωση που έδειχνε μεγάλη βιασύνη.

«Πφφ!» έκανε αυτή, πίσω του. «Τι κρίμα, θα έπρεπε να του δώσω ένα χέρι ξύλο στον πισινό». Ακούστηκε ένας λαρυγγώδης ήχος, που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως συμφωνία με τα λεγόμενα της ή ως αποδοκιμασία για τη στάση του Ραντ.

«Ναι, αλλά είναι ένας όμορφος πισινός, έτσι;» είπε κάποια άλλη με μια ρυθμική Μουραντιανή προφορά. Μάλλον ήταν η Κόρελε.

Το καλό ήταν ότι είχε χώσει το κεφάλι του μέσα στην γκαρνταρόμπα. Ίσως τελικά οι Κόρες να του είχαν αφήσει μερικά ξέφτια σεμνότητας. Μα το Φως! Ένιωθε το πρόσωπό του ζεστό σαν φούρνο. Ελπίζοντας πως οι κινήσεις που θα έκανε για να ντυθεί θα έκρυβαν την αστάθειά του, έβαλε τα ρούχα του βιαστικά. Το ξίφος του ήταν ακουμπισμένο στο πίσω μέρος της γκαρνταρόμπας κι η ζώνη του ξίφους τυλιγμένη γύρω από τη μαύρη θήκη από δέρμα κάπρου. Άγγιξε τη μακριά λαβή κι αποτράβηξε αμέσως το χέρι του.

Ξυπόλητος ακόμα, στράφηκε να αντικρίσει τους υπόλοιπους, παλεύοντας να δέσει τα κορδόνια της πουκαμίσας του. Η Μιν εξακολουθούσε να κάθεται σταυροπόδι πάνω στο κρεβάτι, με το περιποιημένο πράσινο μεταξωτό παντελόνι της, και, κρίνοντας από την έκφρασή της, δυσκολευόταν να αποφασίσει ανάμεσα στην αποδοχή και στην απογοήτευση. «Πρέπει να κουβεντιάσω με τον Ντασίβα και τους άλλους Άσα'μαν», είπε ο Ραντ. «Μόνος».

Η Μιν κατέβηκε από το κρεβάτι κι έσπευσε να τον αγκαλιάσει, όχι πολύ σφιχτά λόγω των μπανταρισμένων πλευρών του. «Περίμενα πολλές ώρες για να σε δω και πάλι ολοζώντανο», είπε, γλιστρώντας το μπράτσο της γύρω από τη μέση του. «Θέλω να είμαι μαζί σου». Έδωσε μια μικρή έμφαση στην πρότασή της. Μάλλον έβλεπε κάποιες εικόνες, αλλά πάλι μπορεί να ήθελε απλώς να τον στηρίξει στα πόδια του. Το μπράτσο που είχε τυλίξει γύρω του ήταν περισσότερο υποστηρικτικό. Όπως και να είχε, ο Ραντ συγκατένευσε. Ούτως ή άλλως, ένιωθε μια σχετική ζαλάδα. Ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο της, συνειδητοποίησε ξαφνικά πως δεν ήθελε να φανεί αδύναμος τόσο απέναντι στους Άσα'μαν, όσο και στην Κάντσουεϊν ή στην Άμυς.

Η Μπέρα με την Κιρούνα υποκλίθηκαν διστακτικά και κίνησαν για την πόρτα, αλλά δίστασαν ξανά, καθώς η Άμυς δεν κουνήθηκε από τη θέση της. «Υποθέτω πως δεν σκοπεύεις να εγκαταλείψεις τα διαμερίσματά σου», είπε η Σοφή, κι ο τόνος της φωνής της δεν έδειχνε ούτε στο ελάχιστο ότι απευθυνόταν στον Καρ’α'κάρν.

Ο Ραντ ανασήκωσε το ξυπόλητο πόδι του. «Σου φαίνομαι να θέλω να πάω κάπου;» Η Άμυς ρουθούνισε, έριξε μια ματιά προς το μέρος του Άντλεϋ, πήρε την Μπέρα και την Κιρούνα κι έφυγαν.

Μια στιγμή αργότερα, τις ακολούθησαν κι η Κάντσουεϊν με τις υπόλοιπες. Η γκριζομάλλα Πράσινη έριξε με τη σειρά της ένα βλέμμα στον Άντλεϋ. Δεν αποτελούσε μυστικό ότι εδώ και μέρες είχε φύγει από την Καιρχίν. Η γυναίκα έκανε μια στάση λίγο πριν φτάσει στην πόρτα. «Μην κάνεις καμιά βλακεία, νεαρέ». Έμοιαζε με αυστηρή θείτσα που προειδοποιεί για κάτι το προβληματικό ανιψάκι της, δίχως πολλές ελπίδες να εισακουστεί. Η Σαμίτσου με την Κόρελε την ακολούθησαν, κοιτώντας βλοσυρά τόσο αυτόν όσο και τους Άσά’μαν. Μόλις βγήκαν από την πόρτα, ο Ντασίβα γέλασε βροντερά κουνώντας το κεφάλι του. Φαινόταν να το διασκεδάζει.

Ο Ραντ παραμέρισε τη Μιν για να φέρει τις μπότες του δίπλα από την γκαρνταρόμπα. Πήρε από μέσα ένα ζευγάρι τυλιγμένες κάλτσες, «Θα συναντηθούμε στον προθάλαμο μόλις βάλω τις μπότες μου, Ντασίβα».

Ο Άσα’μαν με το απέριττο πρόσωπο ξαφνιάστηκε, καθότι ήταν αφηρημένος να κοιτάει βλοσυρά τον Άντλεϋ. «Όπως προστάζεις, Άρχοντα Δράκοντα», είπε, πιέζοντας τη γροθιά του στο σημείο της καρδιάς.

Περιμένοντας μέχρι να αναχωρήσουν οι τέσσερις άντρες, ο Ραντ κάθισε σε ένα κάθισμα, με μια αίσθηση ανακούφισης να τον κατακλύζει, και φόρεσε τις κάλτσες του. Ήταν σίγουρος πως τα πόδια του ήταν δυνατότερα, και μόνο που είχε σταθεί όρθιος κι είχε κινηθεί λίγο. Ωστόσο, έμοιαζαν να μη θέλουν να τον στηρίξουν ιδιαίτερα.

«Είσαι σίγουρος πως αυτό που κάνεις είναι συνετό;» είπε η Μιν γονατίζοντας πλάι στο κάθισμά του, κι ο Ραντ την κοίταξε ξαφνιασμένος. Αν μιλούσε στον ύπνο του στη διάρκεια αυτών των δύο ημερών, οι Άες Σεντάι θα ήξεραν πια τα πάντα. Η Άμυς θα τον περίμενε ήδη με την Ενάιλα, τη Σομάρα και καμιά πενηνταριά ακόμα Κόρες.

Τράβηξε τις κάλτσες του προς τα επάνω. «Μήπως βλέπεις κάποιες εικόνες;»

Η Μιν κάθισε πάνω στις φτέρνες της, σταύρωσε τα χέρια της κάτω από τα στήθη της και τον κοίταξε σταθερά. Ύστερα από ένα λεπτό, αποφάσισε πως δεν είχε νόημα αυτό που έκανε κι αναστέναξε. «Πρόκειται για την Κάντσουεϊν. Θα σας διδάξει κάτι, εσένα και τους Άσα’μαν. Όλους τους Άσα'μαν, εννοώ. Είναι κάτι που πρέπει να μάθεις, αν και δεν έχω ιδέα τι, παρά μόνο ότι η διδαχή της δεν θα σας αρέσει. Δεν θα σας αρέσει καθόλου».

Ο Ραντ έμεινε για λίγο ακίνητος, με την μπότα στο χέρι, κι έπειτα έχωσε μέσα στο πόδι του. Τι ήταν αυτό που ήθελε να διδάξει τους Άσα'μαν η Κάντσουεϊν ή οποιαδήποτε άλλη Άες Σεντάι; Οι γυναίκες δεν μπορούσαν να διδάξουν τους άντρες, ούτε οι άντρες τις γυναίκες. Ήταν τόσο δύσκολο στην πραγμάτωσή του όσο κι η ίδια η Μία Δύναμη. «Θα δούμε», ήταν το μόνο που είπε.

Ήταν φως φανάρι πως η απάντησή του δεν ενθουσίασε τη Μιν. Ήξερε ότι θα συνέβαινε, όπως το ήξερε κι αυτός. Ποτέ της δεν έκανε λάθος. Αλλά, τι θα μπορούσε να είναι αυτό που ήθελε να τον διδάξει η Κάντσουεϊν; Τι ήταν αυτό που θα της επέτρεπε να τον διδάξει; Η συγκεκριμένη γυναίκα τον έκανε να αισθάνεται αβέβαιος ακόμα και για τον ίδιο του τον εαυτό, ανήσυχος με έναν τρόπο που είχε να νιώσει από την εποχή της πτώσης της Πέτρας του Δακρύου.

Ζορίζοντας το πόδι του, για να μπει στη δεύτερη μπότα, έφερε από την γκαρνταρόμπα τη ζώνη του ξίφους του καθώς κι ένα κόκκινο πανωφόρι ραμμένο με χρυσαφιά κλωστή, το ίδιο που φορούσε όταν είχε συναντήσει τους Θαλασσινούς. «Τι είδους συναλλαγή κάναμε με τη Μεράνα;» ρώτησε, κι ένας ήχος που υποδήλωνε οργή ακούστηκε από το λαιμό της Μιν.

«Καμιά, μέχρι σήμερα το πρωί τουλάχιστον», απάντησε ανυπόμονα. «Αυτή κι η Ραφέλα δεν εγκατέλειψαν το πλοίο, αν κι έστειλαν κάμποσα μηνύματα ρωτώντας αν είσαι καλά για να επιστρέψεις. Δεν νομίζω πως η συναλλαγή πήγε πολύ καλά γι' αυτές απουσία σου. Υποθέτω πως δεν είναι φρόνιμο να ελπίζουμε πως είναι αυτό που επιδιώκεις».

«Όχι ακόμα», της αποκρίθηκε. Η Μιν δεν απάντησε, αλλά από τη στάση της ήταν προφανές τι σκεφτόταν. Οι γροθιές της ήταν ακουμπισμένες στους γοφούς της κι είχε ανασηκώσει το ένα της φρύδι. Τέλος πάντων, σύντομα θα μάθαινε αρκετά.

Στον προθάλαμο, όλοι οι Άσα'μαν, εκτός του Ντασίβα, πήδησαν από τα καθίσματά τους μόλις εμφανίστηκε ο Ραντ με τη Μιν. Κοιτώντας στο πουθενά και μιλώντας μονάχος του, ο Ντασίβα δεν τον πρόσεξε, μέχρι που ο Ραντ προχώρησε προς τον Ανατέλλοντα Ήλιο που ήταν χαραγμένος στο δάπεδο και βλεφάρισε κάμποσες φορές πριν σηκωθεί όρθιος.

Ο Ραντ απευθύνθηκε στον Αντλεϋ ζώνοντας τη Δρακόμορφη πόρπη της ζώνης του ξίφους του. «Ο στρατός έφτασε ήδη τα οχυρά των λόφων, στο Ίλιαν;» Ήθελε να κάτσει σε κάποια από τα επιχρυσωμένα καθίσματα, αλλά δεν το επέτρεψε στον εαυτό του. «Πώς είναι δυνατόν; Λογικά, θα έπρεπε να ταξιδεύουν για κάμποσες μέρες ακόμα, στην. καλύτερη περίπτωση». Ο Φλιν κι ο Ναρίσμα έμοιαζαν εξίσου έκπληκτοι με τον Ντασίβα. Κανείς τους δεν ήξερε πού είχαν πάει ο Αντλεϋ, ο Χόπγουιλ -ακόμα κι ο Μορ. Ανέκαθεν ήταν δύσκολο να αποφασίσει ποιος απ' όλους ήταν άξιος εμπιστοσύνης. Ήταν σαν να περπατούσε στην κόψη του ξυραφιού.

Ο Αντλεϋ τέντωσε το ανάστημά του. Κάτω από αυτά τα πυκνά φρύδια, τα μάτια του έμοιαζαν να κρύβουν κάτι. Στην Καιρχίν φημολογούνταν πως είχε αντικρίσει τον λύκο. «Ο Ανώτατος Άρχοντας Γουίραμον άφησε πίσω τους πεζικάριους κι αναχώρησε με τους ιππείς», ανέφερε άκαμπτα. «Οι Αελίτες τον ακολούθησαν κατά πόδας, βέβαια». Συνοφρυώθηκε. «Χτες πέσαμε πάνω σε Αελίτες, μάλλον Σάιντο. Δεν ξέρω πώς έφτασαν εκεί. Θα πρέπει να ήταν εννιά, δέκα χιλιάδες από δαύτους, αλλά δεν πρέπει να είχαν ανάμεσά τους Σοφές που να διαβιβάζουν. Δεν επιβράδυναν καθόλου την πορεία μας. Φτάσαμε στα οχυρά των λόφων σήμερα το μεσημέρι».

Ο Ραντ ήθελε να γρυλίσει. Άκου άφησε πίσω τους πεζικάριους! Μα τι νόμιζε, πως θα καταλάμβανε τα περιφραγμένα οχυρά των λόφων μονάχα με τους ιππείς; Πολύ πιθανόν. Ίσως να κατόρθωσε να αφήσει πίσω του και τους Αελίτες. Οι ανόητοι ευγενείς με τις βλακώδεις υπολήψεις τους! Δεν είχε και πολλή σημασία, ωστόσο, αν εξαιρέσουμε όσους πέθαναν επειδή ο Ανώτατος Άρχοντας Γουίραμον περιφρονούσε όποιον δεν μπορούσε να πολεμήσει έφιππος.

«Ο Έμπεν κι εγώ αρχίσαμε να καταστρέφουμε τα πρώτα περιφράγματα με το που φτάσαμε», συνέχισε ο Άντλεϋ. «Κάτι που δεν άρεσε στον Γουίραμον. Νομίζω πως, αν μπορούσε, θα μας σταματούσε, αλλά φοβόταν. Εν πάση περιπτώσει, βάλαμε φωτιά στα κούτσουρα κι ανοίξαμε τρύπες στους τοίχους, αλλά, πριν καλά-καλά αρχίσουμε, φάνηκε ο Σαμαήλ, ένας άντρας που έχει τη δυνατότητα να διαβιβάσει μέσω του σαϊντίν, αν μη τι άλλο, και πολύ πιο δυνατός από μένα ή τον Έμπεν. Θα έλεγα πως είναι τόσο ισχυρός όσο εσύ, Άρχοντα Δράκοντα».

«Βρισκόταν ήδη εκεί;» ρώτησε ο Ραντ καχύποπτα, αλλά αμέσως κατάλαβε. Ήταν σίγουρος πως ο Σαμαήλ θα έμενε ασφαλής στο Ίλιαν, πίσω από τις αμυντικές θωρακίσεις που είχαν υφανθεί μέσω της Δύναμης, αν ήξερε πως αργά ή γρήγορα έπρεπε να αντιμετωπίσει τον Ραντ. Πάρα πολλοί από τους Αποδιωγμένους το προσπάθησαν, κι οι περισσότεροι ήταν νεκροί τώρα. Αν και δεν το επιδίωκε, ο Ραντ γέλασε - κι έπιασε σφικτά το πλευρό του. Το γέλιο τού προκαλούσε πόνο. Όλη αυτή η περίτεχνη παραπλάνηση για να πείσουν τον Σαμαήλ πως ο Ραντ μπορούσε να είναι οπουδήποτε αλλού εκτός από τον στρατό εισβολής, αναγκάζοντάς τον να βγει από το Ίλιαν, παραλίγο να πάει στράφι από το μαχαίρι που κρατούσε ο Πάνταν Φάιν. Δύο μέρες. Το διάστημα αυτό ήταν αρκετό για όποιον είχε κατασκόπους στην Καιρχίν -συμπεριλαμβανομένων, φυσικά, των Αποδιωγμένων- να μάθει πως ο Αναγεννημένος Δράκοντας ήταν ένα βήμα πριν από τον θάνατο. Δύσκολο να σκεφτεί κάτι διαφορετικό. «Οι άντρες σχεδιάζουν κι οι γυναίκες μηχανορραφούν, αλλά ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει». Έτσι έλεγαν στο Δάκρυ. «Συνέχισε», είπε. «Ο Μορ ήταν μαζί σου χτες το βράδυ;»

«Μάλιστα, Άρχοντα Δράκοντα. Ο Φέντγουιν έρχεται κάθε νύχτα, όπως αρμόζει άλλωστε. Χτες το βράδυ, ήταν προφανές ότι θα φτάναμε σήμερα στις οχυρωματικές θέσεις».

«Δεν καταλαβαίνω τίποτε από όλα αυτά». Ο Ντασίβα ακουγόταν ταραγμένος κι ένας μυς συσπώνταν στο μάγουλο του. «Τον δελεάσατε για να φανερωθεί, αλλά για ποιον λόγο; Μόλις διαισθανθεί πως ένας άντρας μπορεί να διαβιβάσει σχεδόν τόσο ικανοποιητικά όσο κι εσύ, θα καταφύγει ξανά στο Ιλιαν, στις παγίδες και στους συναγερμούς που έχει υφάνει. Εκεί δεν θα κατορθώσετε να τον πιάσετε. Είναι ικανός να πληροφορηθεί την ύπαρξη μιας πύλης ακόμα και σε απόσταση ενός μιλίου από την πόλη».

«Μπορούμε να διασώσουμε τον στρατό», αναφώνησε ο Άντλεϋ. «Να τι μπορούμε να κάνουμε. Ο Γουίραμον έστελνε ήδη ενισχύσεις στις οχυρώσεις όταν έφυγα, κι ο Σαμαήλ τούς κουρέλιασε όλους παρά τις δικές μου προσπάθειες και του Έμπεν». Ανασήκωσε το χέρι με το καψαλισμένο μανίκι. «Έπρεπε να επιτεθούμε και να υποχωρήσουμε αμέσως αλλά, ακόμα κι έτσι, μας κατέκαψε πάνω από μία φορά. Απώλειες είχαν κι οι Αελίτες επίσης. Πολεμούσαν τους Ιλιανούς που έβγαιναν έξω - οι άλλες οχυρώσεις πρέπει να είχαν αδειάσει γιατί έρχονταν πολλοί όταν έφευγα· αλλά κάθε φορά που ο Σαμαήλ έβλεπε έναν δικό μας ουλαμό, άσχετα αν ήταν Αελίτες ή όχι, τους ξέκανε. Τρεις σαν κι αυτόν να υπήρχαν, έστω και δύο, και δεν θα ήμουν σίγουρος αν θα έβρισκα κανέναν ζωντανό γυρίζοντας πίσω». Ο Ντασίβα του έριξε ένα βλέμμα σαν να αντίκριζε κάποιον τρελαμένο κι ο Άντλεϋ ανασήκωσε τους ώμους του, νιώθοντας λες την ελαφράδα του γυμνού, μαύρου πέτου του, συγκρινόμενη το με το ξίφος και τον Δράκοντα στο πέτο του μεγαλύτερου άντρα. «Συγχώρα με, Άσα'μαν», μουρμούρισε πτοημένος, και πρόσθεσε με ακόμα πιο σιγανή φωνή, «Τουλάχιστον, μπορούμε να τους διασώσουμε».

«Κι αυτό θα κάνουμε», τον διαβεβαίωσε ο Ραντ. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που περίμενε ο Άντλεϋ. «Θα με βοηθήσετε όλοι σας να σκοτώσω τον Σαμαήλ σήμερα κιόλας». Μόνο ο Ντασίβα φάνηκε να αιφνιδιάζεται. Οι υπόλοιποι συγκατάνευσαν. Ούτε καν οι Αποδιωγμένοι δεν τους φόβιζαν πια.

Ο Ραντ περίμενε από τη Μιν να του φέρει αντιρρήσεις, ίσως να απαιτούσε να έρθει μαζί του, αλλά αυτή τον εξέπληξε. «Ελπίζω να το κάνεις πριν κάποιος ανακαλύψει ότι έφυγες, βοσκέ». Αυτός ένευσε καταφατικά κι η Μιν αναστέναξε. Ίσως οι Αποδιωγμένοι εξαρτώνταν κι αυτοί από τα περιστέρια και τα μάτια και τα αυτιά, όπως οποιοσδήποτε άλλος, αλλά καλό θα ήταν να μην είναι και τόσο σίγουρος.

«Οι Κόρες θα θελήσουν να έρθουν, αν το μάθουν, Μιν». Αυτό ήταν σίγουρο και θα δυσκολευόταν πολύ να τους το αρνηθεί. Ωστόσο, η εξαφάνιση της Ναντέρα και της φρουράς της —όποια κι αν ήταν αυτή— πήγαινε πολύ.

Η Μιν αναστέναξε ξανά. «Νομίζω πως μπορώ να μιλήσω στη Ναντέρα. Ίσως να κατορθώσω να τις κρατήσω στον διάδρομο για καμιά ώρα, αλλά, όταν ανακαλύψουν τι έγινε, θα τα βάλουν μαζί μου». Ο Ραντ πήγε να γελάσει πάλι, αλλά θυμήθηκε το πονεμένο του πλευρό. Σίγουρα θα τα έβαζαν μαζί της, και μαζί του. «Και κάτι άλλο, αγροτόπαιδο: Ούτε στην Άμυς ούτε στη Σορίλεα θα αρέσουν όλα αυτά στα οποία με ανακατεύεις».

Άνοιξε το στόμα του για να της πει πως δεν της ζήτησε να κάνει τίποτα, αλλά πριν ακόμα προφέρει έστω και μια λέξη, αυτή τον πλησίασε. Τον κοίταξε μέσα από τα μεγάλα της ματοτσίνορα κι ακούμπησε το χέρι της στο στήθος του, χτυπώντας ελαφρά τα δάχτυλά της. Χαμογέλασε ζεστά και μίλησε με σιγανή φωνή, αν και τα δάχτυλά της αποκάλυπταν την εσωτερική της κατάσταση. «Αν πάθεις κάτι εξαιτίας της ξεροκεφαλιάς σου, Ραντ αλ'Θόρ, θα σπεύσω να βοηθήσω την Κάντσουεϊν, είτε το χρειάζεται είτε όχι». Το χαμόγελο της άστραψε για μια στιγμή, χαρούμενο σχεδόν, κι έπειτα στράφηκε προς την πόρτα. Ο Ραντ την παρακολουθούσε να φεύγει. Μπορεί μερικές φορές να έκανε το κεφάλι του να γυρίζει -κάτι που είχε συμβεί σχεδόν με όποια γυναίκα συνάντησε στο παρελθόν, τουλάχιστον μια δυο φορές- αλλά η Μιν είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο βαδίσματος που τον έκανε να θέλει να την κοιτάει.

Ξαφνικά, αντιλήφθηκε πως την παρακολουθούσε κι ο Ντασίβα, και μάλιστα ξερογλείφοντας τα χείλη του. Ο Ραντ καθάρισε τον λαιμό του, αρκετά δυνατά για να ακουστεί πάνω από τον ήχο της πόρτας που έκλεινε πίσω από τη γυναίκα. Για κάποιον λόγο, ο άντρας με το ανέκφραστο πρόσωπο σήκωσε τα χέρια του σαν να αμυνόταν, παρ' όλο που ο Ραντ δεν τον αγριοκοίταξε. Πήγαινε πολύ να αγριοκοιτάζει τους άντρες του επειδή η Μιν φορούσε εφαρμοστά παντελόνια. Άφησε τον εαυτό του να περικυκλωθεί από το Κενό, άδραξε το σαϊντίν κι εξαπέλυσε παγερή φωτιά και λιωμένες ακαθαρσίες στην ύφανση για να φτιάξει μια πύλη. Ο Ντασίβα έκανε ένα βήμα πίσω καθώς η πύλη άνοιξε. Ίσως ένα χέρι λιγότερο να τον έκανε να μην ξερογλείφεται σαν κατσίκα. Κάτι κυρτό και πορφυρό άπλωσε ένα δίχτυ σαν της αράχνης στην εξωτερική μεριά του Κενού.

Ο Ραντ πέρασε και βγήκε μέσα στη λάσπη, με τον Ντασίβα και τους υπόλοιπους να τον ακολουθούν. Μόλις πέρασε κι ο τελευταίος, ελευθέρωσε την Πηγή. Μια αίσθηση απώλειας τον κατέκλυσε καθώς το σαϊντίν έσβηνε κι η αντίληψη της Αλάνα λιγόστευε. Ωστόσο, αυτή η απώλεια δεν ήταν τόσο ισχυρή ούτε τόσο αβάσταχτη επειδή ο Λουζ Θέριν ήταν παρών.

Ο χρυσαφής ήλιος, πάνω από τα κεφάλια τους, κόντευε να αγγίξει τον ορίζοντα. Μια ριπή ανέμου ανάδεψε τη σκόνη, κάτω από τις μπότες του, χωρίς να αφήσει καμιά αίσθηση δροσιάς. Η πύλη είχε ανοίξει σε μια απλωσιά, σημαδεμένη από ένα σχοινί περασμένο ανάμεσα σε τέσσερις ξύλινους πασσάλους. Στην κάθε γωνία στεκόταν κι από ένα ζευγάρι φρουρών με κοντά πανωφόρια και φουσκωτές βράκες χωμένες μέσα στις μπότες τους, ενώ ξίφη που έμοιαζαν ελαφρώς ελικοειδή κρέμονταν από τα πλευρά τους. Κάποιοι από αυτούς είχαν παχιά μουστάκια που κρέμονταν σχεδόν μέχρι το πηγούνι τους, ή πυκνές γενειάδες, ενώ οι μύτες όλων ήταν γαμψές και τα σκοτεινά τους μάτια κάπως λοξά. Μόλις ο Ραντ έκανε την εμφάνισή του, ένας από αυτούς άρχισε να τρέχει.

«Μα τι κάνουμε εδώ;» αναρωτήθηκε ο Ντασίβα, κοιτώντας δύσπιστα τριγύρω.

Γύρω τους, απλώνονταν εκατοντάδες σκηνές με μυτερές οροφές, σε χρώμα γκρίζο και σκονισμένο λευκό, καθώς επίσης και πάσσαλοι με, ήδη σαμαρωμένα, άλογα. Το Κάεμλυν δεν απείχε πάνω από λίγα μίλια κι ήταν κρυμμένο πίσω από τα δέντρα, ενώ ο Μαύρος Πύργος απείχε κάτι παραπάνω. Ο Τάιμ, πάντως, λογικά δεν θα είχε πάρει είδηση τίποτα, εκτός κι αν είχε κάποιον κατάσκοπο να τους παρακολουθεί. Ένα από τα καθήκοντα του Φέντγουιν Μορ ήταν να κρυφακούει -να αφουγκράζεται— κάποιον που προσπαθεί να κατασκοπεύσει. Ένα θρόισμα από μουρμουρητά έφτασε προς το μέρος τους από την κατεύθυνση των σχοινιών, κι άντρες με γαμψές μύτες κι σπειροειδή ξίφη ανασηκώθηκαν και κοίταξαν τον Ραντ γεμάτοι προσμονή. Σκόρπιες εδώ κι εκεί υπήρχαν και κάμποσες γυναίκες. Οι Σαλδαίες ακολουθούσαν συχνά τους συζύγους τους στη μάχη, τουλάχιστον ανάμεσα στις τάξεις των ευγενών και των αξιωματούχων. Σήμερα, ωστόσο, δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο.

Σκύβοντας για να περάσει κάτω από το σχοινί, ο Ραντ κατευθύνθηκε προς μια σκηνή διόλου διαφορετική από τις υπόλοιπες με μόνη εξαίρεση το λάβαρο που κρεμόταν από το μπροστινό κοντάρι, τρία κόκκινα άνθη σε ένα λιβάδι γεμάτο μπλε. Τα βασιλικά άνθη δεν πέθαιναν ούτε στους χειμώνες της Σαλδαία, κι όταν η φωτιά μαυρίζει τα δάση, αυτά τα κόκκινα λουλούδια είναι τα πρώτα που φυτρώνουν ξανά. Ένα άτρωτο άνθος: το έμβλημα του Οίκου Μπασίρε.

Στο εσωτερικό της σκηνής, ο ίδιος ο Μπασίρε έβαζε τις μπότες του και τα σπιρούνια του και τοποθετούσε το ξίφος στον γοφό του. Η Ντέιρα ήταν μαζί του, κάτι μάλλον δυσοίωνο. Φορούσε μια στολή ιππασίας στην ίδια απόχρωση με το γκρίζο πανωφόρι του άντρα της, και παρ’ όλο που δεν διέθετε ξίφος, το μακρύ στιλέτο στη ζώνη της με τα βαριά ασημιά κυκλάκια το υποκαθιστούσε πλήρως. Τα πέτσινα γάντια που ήταν χωμένα πίσω από τη ζώνη της υποδήλωναν άτομο αποφασισμένο να ιππεύει επί ώρες.

«Δεν περίμενα να συμβεί αυτό πριν περάσουν κάμποσες μέρες ακόμα», είπε ο Μπασίρε καθώς ανασηκωνόταν από μια πτυσσόμενη καρέκλα εκστρατείας. «Η αλήθεια είναι πως θα προτιμούσα να περνούσαν μερικές βδομάδες. Ήλπιζα πως τα απομεινάρια του στρατού του Τάιμ θα εξοπλίζονταν με τον τρόπο που είχαμε σχεδιάσει εγώ κι ο Ματ -μάζεψα κάθε κατασκευαστή βαλλιστρών που βρήκα στα εργαστήρια κι άρχισαν να φτιάχνουν βαλλίστρες με τρελούς ρυθμούς- αλλά όπως έχουν τα πράγματα, δεν είναι πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες αυτοί που εξοπλίστηκαν κι οι περισσότεροι δεν ξέρουν καν να τις χειριστούν». Με ένα ερωτηματικό βλέμμα σήκωσε μια ασημένια κανάτα από τους χάρτες που ήταν απλωμένοι πάνω στο διπλωτό τραπεζάκι. «Μας μένει χρόνος να πιούμε ένα παντς;»

«Δεν πίνω παντς», αποκρίθηκε ανυπόμονα ο Ραντ. Ο Μπασίρε τού είχε μιλήσει και προηγουμένως για τους άντρες που ήταν ανεπίδεκτοι στη διαβίβαση και τους οποίους είχε ανακαλύψει ο Τάιμ, αλλά ούτε που τον είχε ακούσει καλά-καλά. Αν ο Μπασίρε πίστευε πως τους είχε εκπαιδεύσει καλά, όλα τα άλλα περίσσευαν. «Ο Ντασίβα και τρεις ακόμα Άσα’μαν περιμένουν απέξω. Μόλις καταφθάσει κι ο Μορ θα είμαστε έτοιμοι». Κοίταξε την Ντέιρα νι Γκαλίν τ' Μπασίρε, η οποία δέσποζε πάνω από τον μικροσκοπικό της σύζυγο με τη γερακίσια μύτη της και τα μάτια που έκαναν το βλέμμα του γερακιού να μοιάζει ήπιο. «Όχι παντς, Άρχοντα Μπασίρε, κι όχι γυναίκες, για σήμερα τουλάχιστον».

Η Ντέιρα έμεινε με ανοικτό το στόμα, και τα σκοτεινά της μάτια έλαμψαν ξαφνικά.

«Όχι γυναίκες», είπε ο Μπασίρε, στρώνοντας τα βαριά, γκριζωπά μουστάκια του. «Θα μεταφέρω τη διαταγή». Στράφηκε στην Ντέιρα απλώνοντας το χέρι του. «Γυναίκα», είπε ευγενικά. Ο Ραντ μόρφασε, άσχετα από τον ήπιο τόνο της φωνής, και περίμενε το ξέσπασμα.

Το στόμα της Ντέιρα λέπτυνε και κοίταξε συνοφρυωμένη τον άντρα της, μοιάζοντας με γεράκι έτοιμο να ορμήσει σε ποντικό. Όχι ότι ο Μπασίρε έμοιαζε με ποντικό βέβαια, απλά έμοιαζε με γεράκι μικρότερου μεγέθους. Η γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα. Η Ντέιρα ήταν ικανή να κάνει την αναπνοή της να φαντάζει σεισμός. Ξεθηκάρωσε το στιλέτο από τη ζώνη της και το απίθωσε στο χέρι του άντρα της. «Εμείς θα τα πούμε αργότερα, Ντάβραμ», του είπε. «Εκτενώς, μάλιστα».

Κάποια μέρα, σκέφτηκε ο Ραντ, όταν θα είχαν χρόνο στη διάθεσή τους, θα έβαζε τον Μπασίρε να του εξηγήσει πώς το πετύχαινε αυτό. Αν ποτέ έβρισκαν χρόνο.

«Εκτενώς», συμφώνησε κι ο Μπασίρε, χαμογελώντας κάτω από τα μουστάκια του καθώς έχωνε το στιλέτο πίσω από τη ζώνη του. Ίσως ο άνθρωπος να είχε τάσεις αυτοκτονίας.

Τα σχοινιά είχαν λυθεί απ' έξω, κι ο Ραντ καθόταν σε στάση αναμονής, μαζί με τον Ντασίβα και τους υπόλοιπους Άσα'μαν, ενώ εννέα χιλιάδες έφιπποι Σαλδαίοι είχαν παραταχθεί πίσω από τον Μπασίρε ανά στήλες των τριών. Κάπου πίσω τους, συσπειρώνονταν δεκαπέντε χιλιάδες άντρες που αυτοαποκαλούνταν η Λεγεώνα του Δράκοντα. Ο Ραντ τούς είχε ρίξει μια ματιά. Φορούσαν ένα μπλε πανωφόρι φτιαγμένο έτσι που να κουμπώνει στα πλάγια για να φαίνεται ξεκάθαρα ο χρυσοκόκκινος Δράκοντας στο στήθος. Οι περισσότεροι κουβαλούσαν βαλλίστρες επενδυμένες με ατσάλι, ενώ άλλοι βαριές δύσκαμπτες ασπίδες, αλλά κανείς δεν είχε ακόντιο. Ό,τι κι αν μαγείρευαν ο Ματ με τον Μπασίρε, ο Ραντ ήλπιζε πως δεν θα οδηγούσε στον θάνατο τη λεγεώνα αυτή.

Ο Μορ μειδιούσε με ενθουσιασμό ενόσω περίμενε με ανυπομονησία. Ίσως απλά να ήταν ευχαριστημένος που φορούσε ξανά το μαύρο πανωφόρι με το ασημί ξίφος στο πέτο, ωστόσο ο Άντλεϋ με τον Ναρίσμα μειδιούσαν κι αυτοί, όπως κι ο Φλιν άλλωστε. Ήξεραν πια πού πήγαιναν και τι θα έκαναν. Ο Ντασίβα δεν ήταν μουτρωμένος, ως συνήθως, και τα χείλη του κινούνταν σιωπηλά. Ως συνήθως. Εξίσου σιωπηλές, αν και κατσούφες, ήταν οι Σαλδαίες που είχαν μαζευτεί πίσω από την Ντέιρα και παρακολουθούσαν από μια μεριά. Αετοί και γεράκια, φτερά ανακατεμένα κι άγρια. Ο Ραντ δεν έδινε πεντάρα για τις γκριμάτσες που έκαναν και για το βλοσυρό τους βλέμμα. Αφού μπορούσε να αντιμετωπίσει τη Ναντέρα και τις Κόρες έπειτα από αυτό, σήμαινε πως οι Σαλδαίοι μπορούσαν να αντεπεξέλθουν σε μακροσκελείς συζητήσεις. Σήμερα, Φωτός θέλοντος, καμιά γυναίκα δεν θα πέθαινε εξαιτίας του.

Τόσο πολλοί άντρες δεν ήταν δυνατόν να παραταχθούν μέσα σε μια στιγμή, ακόμα κι αν περίμεναν τη σχετική διαταγή, αλλά πολύ σύντομα ο Μπασίρε σήκωσε το ξίφος του και φώναξε: «Άρχοντα Δράκοντα!»

Μια κραυγή υψώθηκε από τη μεγάλη φάλαγγα, πίσω του. «Ο Άρχοντας Δράκοντας!»

Αδράχνοντας την Πηγή, ο Ραντ έφτιαξε μια πύλη ανάμεσα στους πασσάλους, τέσσερα επί τέσσερα, και την πέρασε καθώς έδενε την ύφανση, γεμάτος με σαϊντίν και τους Άσα'μαν να τον ακολουθούν κατά πόδας. Βγήκε σε μια μεγάλη, ανοικτή πλατεία, κυκλωμένη από πελώριους, λευκούς κίονες, στην κορυφή των οποίων υπήρχε ένα μαρμάρινο στεφάνι από κλαδιά ελιάς. Στις δύο άκρες της πλατείας ορθώνονταν, πανομοιότυπα σχεδόν, παλάτια με πορφυρές οροφές, διαδρόμους με κιονοστοιχίες, ψηλούς εξώστες και λεπτόκορμους οβελίσκους. Ήταν το Παλάτι του Βασιλιά κι η κάπως μικρότερη Μεγάλη Αίθουσα του Συμβουλίου, κι η πλατεία αυτή ήταν η Πλατεία του Ταμούζ, στην καρδιά του Ιλιαν.

Ένας κοκαλιάρης άντρας με ένα μπλε πανωφόρι και με γενειάδα που άφηνε γυμνό το πάνω του χείλος, στεκόταν και κοίταζε σαν χαζός τον Ραντ και τους μαυροντυμένους Άσα'μαν να ξεπηδούν από μια τρύπα στον αέρα, ενώ μια εύσωμη γυναίκα, με πράσινο φόρεμα ραμμένο αρκετά ψηλά έτσι που να φαίνονται τα πράσινα πασουμάκια κι οι αστράγαλοι που καλύπτονταν από πράσινες κάλτσες, πίεσε και τα δυο της χέρια στο πρόσωπό της κι έμεινε ριζωμένη μπροστά τους, με τα σκούρα της μάτια γουρλωμένα. Όλος ο κόσμος είχε σταματήσει για να κοιτάξει, γυρολόγοι με τους δίσκους τους, αμαξάδες που οδηγούσαν τα βόδια τους, άντρες, γυναίκες και παιδιά με ορθάνοιχτα από την έκπληξη στόματα.

Ο Ραντ τίναξε ψηλά τα χέρια του και διαβίβασε. «Είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας!» Οι λέξεις ήχησαν σαν βροντή σε όλο το μήκος της πλατείας, ενισχυμένες από τον Αέρα και τη Φωτιά, ενώ φλόγες ξεπήδησαν από τα χέρια του φτάνοντας σε ύψος εκατό ποδών. Πίσω του, οι Άσα'μαν γέμισαν τον ουρανό με μπάλες φωτιάς που ξεπετάγονταν προς κάθε κατεύθυνση. Όλοι, εκτός του Ντασίβα, ο οποίος έφτιαχνε γαλάζιες αστραπές που τριζοβολούσαν, δημιουργώντας ένα ακανόνιστο δίχτυ πάνω από την πλατεία.

Δεν χρειαζόταν τίποτα περισσότερο. Μια ανθρώπινη παλίρροια άρχισε να τρέχει ουρλιάζοντας προς κάθε κατεύθυνση, μακριά από την Πλατεία του Ταμούζ. Το έσκασαν πάνω στην ώρα. Ο Ραντ κι οι Άσα'μαν παραμέρισαν από την πύλη κι ο Ντάβραμ Μπασίρε οδήγησε τους αλαλάζοντες Σαλδαίους του στο Ίλιαν, μια θάλασσα ιππέων που κράδαιναν τα ξίφη τους καθώς ξεχύνονταν. Ακριβώς μπροστά, ο Μπασίρε ηγούνταν της κεντρικής φάλαγγας, ακριβώς όπως τα είχαν σχεδιάσει τόσο καιρό πριν -έτσι τους φαινόταν τουλάχιστον- ενώ οι άλλες δύο φάλαγγες απλώνονταν μία από κάθε μεριά. Ξεχύθηκαν ορμητικά μέσα από την πύλη και χωρίστηκαν σε μικρότερες ομάδες, καλπάζοντας στους δρόμους που οδηγούσαν εκτός πλατείας.

Ο Ραντ δεν περίμενε για να δει την έξοδο και του τελευταίου καβαλάρη. Δεν είχε περάσει ούτε το ένα τρίτο της στρατιάς του, κι αμέσως ύφανε ένα καινούργιο, μικρότερο άνοιγμα. Δεν χρειαζόταν να γνωρίζεις τέλεια ένα μέρος για να Ταξιδέψεις, αν σκόπευες να μετακινηθείς σε κοντινές αποστάσεις. Αισθάνθηκε γύρω του τον Ντασίβα και τους υπόλοιπους να υφαίνουν τις πύλες τους, αλλά ήδη περνούσε μέσα από τη δικιά του, κλείνοντας την πίσω του, στην κορυφή ενός πύργου του Παλατιού του Βασιλιά. Αναρωτήθηκε αφηρημένα αν ο Μάτιν Στεπάνεος ντεν Μπάλγκαρ, ο Βασιλιάς του Ίλιαν, βρισκόταν εκείνη τη στιγμή ακριβώς από κάτω του.

Η κορυφή του οβελίσκου δεν ήταν μεγαλύτερη από πέντε βήματα και κυκλωνόταν από ένα τείχος κόκκινης πέτρας που δεν του έφτανε ούτε μέχρι το στήθος. Με ύψος πενήντα βήματα, ήταν το ψηλότερο σημείο της πόλης. Από το σημείο εκείνο μπορούσε να δει πέρα από τις οροφές που λαμποκοπούσαν κάτω από τον απογευματινό ήλιο, πορφυρές, πράσινες και πολύχρωμες, στα μακρόστενα, χωμάτινα μονοπάτια που έκοβαν το τεράστιο έλος με το ψηλό γρασίδι που κύκλωνε την πόλη και το λιμάνι. Μια αψιά ταγκάδα αλμύρας απλωνόταν στο αέρα. Το Ίλιαν δεν είχε ανάγκη από τείχη, μια και το έλος γύρω του ήταν ικανό να σταματήσει οποιονδήποτε εισβολέα που δεν είχε τη δυνατότητα να φτιάξει τρύπες στον αέρα. Ούτως ή άλλως, σε αυτή την περίπτωση τα τείχη δεν θα χρησίμευαν.

Ήταν όμορφη πόλη, με τα κτήρια φτιαγμένα από ευθυγραμμισμένες, ωχρές πέτρες, μια πόλη με διασταυρούμενα κανάλια και δρόμους που από αυτό το ύψος έμοιαζαν με γαλαζοπράσινο αρχιτεκτονικό διακοσμητικό, αλλά ο Ραντ δεν σταμάτησε στιγμή για να τα θαυμάσει. Χαμηλά, πέρα από τις οροφές των ταβερνών, των μαγαζιών και των παλατιών με τους οβελίσκους, κατηύθυνε στριφογυρίζοντας ροές από Αέρα και Νερό, Φωτιά, Γη και Πνεύμα. Δεν προσπαθούσε να υφάνει τις ροές, απλώς τις άφηνε να ξεχυθούν πάνω από την πόλη και κάπου ένα μίλι πιο πέρα, μέσα στο έλος. Από πέντε άλλους πύργους εμφανίστηκαν παρόμοιες ροές που κινούνταν χαμηλά, και στα σημεία που, ανεξέλεγκτες, άγγιζαν η μία την άλλη άστραφταν φώτα, ξεπηδούσαν σπίθες κι αναδεύονταν σύννεφα χρωματιστών ατμών, μια παράσταση που θα ζήλευε κάθε Φωτοδότης. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καλύτερο τρόπο για να τρομάξει τον κόσμο και να τον κάνει να παραμερίσει μπροστά στους στρατιώτες του Μπασίρε, αν και δεν ήταν εκεί το θέμα.

Πολύ καιρό πριν, είχε σκεφτεί πως ο Σαμαήλ θα πρέπει να είχε τοποθετήσει φύλακες υφασμένους σε ολόκληρη την πόλη, έτσι που να σήμαιναν αμέσως συναγερμό σε περίπτωση που κάποιος διαβίβαζε μέσω του σαϊντίν. Φύλακες αντιστραμμένους, έτσι που μόνο ο Σαμαήλ να μπορεί να τους βρει, φύλακες που θα μπορούσαν να τον πληροφορήσουν από ποιο ακριβώς σημείο διαβίβαζε ο συγκεκριμένος άντρας για να τον εξολόθρευε στη στιγμή. Με λίγη τύχη, όλοι αυτοί οι φύλακες θα πρέπει να είχαν ενεργοποιηθεί τώρα. Ο Λουζ Θέριν ήταν σίγουρος πως ο Σαμαήλ είχε τη δυνατότητα να τους διαισθανθεί όπου κι αν βρισκόταν, ακόμα και σε μεγάλη απόσταση. Να γιατί ήταν άχρηστοι πλέον. Έπρεπε να φτιαχτούν ξανά από τη στιγμή που θα ενεργοποιούνταν. Ο Σαμαήλ θα ερχόταν. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε παραδώσει κάτι που θεωρούσε δικό του δίχως να δώσει μάχη, άσχετα πόσο αναξιόπιστες ήταν οι διεκδικήσεις του. Όλες αυτές οι πληροφορίες προέρχονταν από τον Λουζ Θέριν. Αν ήταν αληθινός - που μάλλον ήταν. Αυτές οι αναμνήσεις ήταν ιδιαίτερα λεπτομερείς, όμως, από την άλλη, κι οι φαντασιώσεις ενός τρελού έκρυβαν μεγάλη λεπτομέρεια.

Λουζ Θέριν! τον κάλεσε σιωπηλά. Μόνο ο άνεμος που φυσούσε πάνω από το Ιλιαν του απάντησε.

Κάτω από τα πόδια του, η Πλατεία του Ταμούζ είχε ερημώσει κι ήταν σιωπηλή, άδεια εκτός από μερικές εγκαταλειμμένες άμαξες. Οι ακμές της πύλης ήταν αόρατες, και μόνο οι υφάνσεις διακρίνονταν κάπως.

Απλώνοντας το χέρι του προς αυτές τις υφάνσεις, ο Ραντ ξέλυσε τον δεσμό και, καθώς η πύλη χανόταν, ελευθέρωσε διστακτικά το σαϊντίν. Οι ροές εξαφανίστηκαν. Ίσως κάποιοι από τους Άσά’μαν να χρησιμοποιούσαν ακόμα την Πηγή, αν και τους είχε διατάξει να μην το κάνουν. Τους είχε πει πως, αν διαισθάνονταν κάποιον να διαβιβάζει μέσα στο Ιλιαν από τη στιγμή που ο ίδιος θα σταματούσε, θα τον σκότωνε αμέσως και χωρίς προειδοποίηση. Δεν ήθελε να ανακαλύψει κατόπιν εορτής πως αυτός που διαβίβαζε ήταν ένας από τους Άσα’μαν. Ακούμπησε στον τοίχο και περίμενε, ευχόμενος να μπορούσε να κάτσει. Τα πόδια του πονούσαν και το πλευρό του έκαιγε, όποια στάση κι αν έπαιρνε, ωστόσο ήταν αναγκαίο να παρατηρήσει και να διαισθανθεί μια ύφανση.

Η πόλη δεν ήταν εντελώς σιωπηλή. Άκουγε μακρινές κραυγές να έρχονται από κάθε κατεύθυνση καθώς και την αχνή κλαγγή του μετάλλου πάνω σε μέταλλο. Παρά το ότι είχε μετακινήσει τόσους πολλούς άντρες στα σύνορα, ο Σαμαήλ δεν είχε αφήσει το Ίλιαν απροστάτευτο. Ο Ραντ γύρισε και προσπάθησε να δει προς κάθε κατεύθυνση ταυτόχρονα. Πίστευε πως ο Σαμαήλ θα ερχόταν στο Παλάτι του Βασιλιά, ή σε εκείνο στην άλλη άκρη της πλατείας, αλλά δεν ήταν κι απόλυτα σίγουρος. Πρόσεξε σε κάποιον δρόμο έναν ουλαμό Σαλδαίων να μάχεται με έναν ισοδύναμο αριθμό ιππέων με αστραφτερές πανοπλίες. Ξαφνικά, φάνηκαν κι άλλοι Σαλδαίοι να καλπάζουν από τη μια μεριά, τη στιγμή που τα κτήρια έκρυψαν από τα μάτια του την εξέλιξη της συμπλοκής. Σε μια άλλη κατεύθυνση, εντόπισε μερικούς ακόμα από τη Λεγεώνα του Δράκοντα να καλπάζουν στο μήκος μιας χαμηλής γέφυρας ενός καναλιού. Ένας αξιωματικός με τα χαρακτηριστικά, μεγάλα και κόκκινα φτερά στην περικεφαλαία του ηγούνταν είκοσι περίπου αντρών εξοπλισμένων με πλατιές ασπίδες, ψηλές έως τον ώμο τους, ακολουθούμενοι από άλλους διακόσιους με βαριές βαλλίστρες. Πώς θα πολεμούσαν; Ουρλιαχτά και κλαγγή ατσαλιού πάνω σε ατσάλι ηχούσε από απόσταση, καθώς κι οι αχνές κραυγές των θανάσιμα τραυματισμένων.

Ο ήλιος χαμήλωσε κι οι σκιές απλώθηκαν στην πόλη. Ήταν λυκόφως, κι ο ήλιος έμοιαζε με έναν μικρό, πορφυρό θόλο στη δύση. Φάνηκαν μερικά άστρα. Μήπως έκανε λάθος; Μήπως ο Σαμαήλ είχε σκοπό να πάει κάπου αλλού, να βρει μια άλλη γη για να κατακτήσει; Μήπως το μόνο που άκουγε ήταν τα δικά του παραληρήματα;

Ένας άντρας διαβίβασε και για μια στιγμή ο Ραντ μαρμάρωσε, κοιτώντας τη Μεγάλη Αίθουσα του Συμβουλίου. Η ποσότητα του σαϊντίν που χρησιμοποιούσε ήταν αρκετή για να ανοίξει πύλη. Αν η ένταση της διαβίβασης ήταν μικρότερη, μπορεί να μην την ένιωθε σε όλο το μήκος της πλατείας. Θα πρέπει να ήταν ο Σαμαήλ.

Μέσα σε δευτερόλεπτα άδραξε την Πηγή, ύφανε μια πύλη και πέρασε μέσα αστραπιαία για να ξεφύγει από τα χέρια του. Βρέθηκε σε ένα τεράστιο δωμάτιο, φωτισμένο από χρυσούς κατοπτρικούς φανούς πάνω σε στηρίγματα κι από άλλους που κρέμονταν από αλυσίδες περασμένες στο ταβάνι. Οι τοίχοι ήταν μαρμάρινοι, χιονάτοι, με σκαλιστές ζωφόρους που απεικόνιζαν μάχες και πλοιάρια που συνωστίζονταν στο, περικυκλωμένο από το έλος, λιμάνι του Ίλιαν. Στην αντικριστή μεριά του δωματίου εννέα επίχρυσες πολυθρόνες με βαριά λάξευση στέκονταν σαν θρόνοι στην κορυφή μιας λευκής εξέδρας με σκαλοπάτια, με την κεντρική πολυθρόνα να έχει ψηλότερη ράχη από τις υπόλοιπες. Πριν ακόμα προλάβει να ελευθερώσει την πύλη, πίσω του, το υπερυψωμένο σημείο πάνω στο οποίο βρισκόταν ανατινάχτηκε. Αισθάνθηκε την ορμή της Φωτιάς και της Γης, καθώς και μια καταιγίδα από πέτρινα θραύσματα και σκόνη να περνάνε μέσα από την πύλη, ρίχνοντάς τον μπρούμυτα. Ο πόνος σούβλισε το πλευρό του καθώς προσγειωνόταν, μια κοφτερή κόκκινη λόγχη που χωνόταν στο Κενό μέσα στο οποίο έπλεε, κάτι που τον ανάγκασε αμέσως να ελευθερώσει την πύλη. Ο πόνος κι η αδυναμία αφορούσαν κάποιον άλλον. Στο Κενό, μπορούσε να τα αγνοήσει.

Κινήθηκε, αναγκάζοντας τους μυς κάποιου άλλου να κουνηθούν. Σηκώθηκε αγκομαχώντας κι άρχισε να τρέχει φρενιασμένος προς το βάθρο καθώς εκατοντάδες κόκκινα νημάτια περνούσαν φλεγόμενα μέσα από το ταβάνι κι έκαιγαν το γαλαζωπό σαν τη θάλασσα μαρμάρινο δάπεδο σχηματίζοντας έναν πλατύ κύκλο στο σημείο που χάνονταν τα τελευταία υπολείμματα της πύλης του. Ένα από δαύτα πέρασε μέσα από την μπότα του, τον χτύπησε στη φτέρνα κι αυτός άκουσε τον εαυτό του να ουρλιάζει και να πέφτει. Ο πόνος όμως, τόσο στα πλευρά, όσο και στο πόδι, δεν ήταν δικός του.

Γυρνώντας ανάσκελα, μπορούσε να διακρίνει τα υπολείμματα αυτών των φλεγόμενων κόκκινων νηματίων, νωπά ακόμα έτσι που να διαγράφουν την ύφανση της Φωτιάς και του Αέρα με έναν τρόπο άγνωστο στον ίδιο. Τώρα καταλάβαινε την κατεύθυνση απ' όπου είχαν έρθει. Μαύρες τρύπες στο πάτωμα και στον στολισμένο λευκό γύψο της οροφής, ψηλά πάνω από το κεφάλι του, τσίριξαν και τριζοβόλησαν στο άγγιγμα του αέρα.

Ανασήκωσε τα χέρια του κι ύφανε μοιροφωτιά. Ή, τουλάχιστον, ξεκίνησε να την υφαίνει. Το μάγουλο κάποιου άλλου αισθάνθηκε το τσίμπημα από ένα ξεχασμένο χαστούκι, κι η φωνή της Κάντσουεϊν τσίριξε και τριζοβόλησε μέσα στο κεφάλι του, όπως οι τρύπες που σχημάτισαν τα κόκκινα νημάτια. Δεν θα το ξανακάνεις, αγόρι μου. Δεν θα το ξανακάνεις ποτέ. Νόμιζε πως άκουγε τον Λουζ Θέριν να κλαψουρίζει από φόβο για όσα θα έχανε, γι' αυτό που κάποτε κατάστρεψε σχεδόν ολάκερο τον κόσμο. Όλες οι ροές, εκτός από τη Φωτιά και τον Αέρα, χάθηκαν, κι ο Ραντ εξακολουθούσε να υφαίνει. Χίλια κόκκινα ινίδια ξεπήδησαν ανάμεσα στις παλάμες του κι άνοιξαν σαν βεντάλια καθώς ξεπηδούσαν ψηλά. Ένα κυκλικό μέρος της οροφής με διάμετρο δύο πόδια κατέρρευσε μέσα σε πέτρινα συντρίμμια, σκόνη και σοβάδες.

Μόνο μετά το εγχείρημά του σκέφτηκε πως ίσως να υπήρχε κάποιος άλλος ανάμεσα σ' αυτόν και στον Σαμαήλ. Σκόπευε να σκοτώσει τον Σαμαήλ την ίδια μέρα κιόλας, και μακάρι να μπορούσε να το κάνει χωρίς να σκοτωθεί κανείς άλλος... Οι υφάνσεις εξαφανίστηκαν καθώς ανασηκώθηκε κι άρχισε να βαδίζει βιαστικά, κουτσαίνοντας, προς τις πόρτες, στην μια άκρη του διαδρόμου, ψηλές, με τα πλαίσια τους σκαλισμένα με εννέα χρυσές μέλισσες στο μέγεθος της γροθιάς του.

Μια ελαφριά ροή Αέρα άνοιξε μια πόρτα, αρκετά μικρή για να τη διακρίνει από απόσταση, πριν προλάβει να τη φτάσει. Χωλαίνοντας στον διάδρομο, έπεσε στο ένα γόνατο. Το πλευρό του άντρα έκαιγε κι ο πόνος στη φτέρνα του του προκαλούσε αγωνία. Ο Ραντ τράβηξε το ξίφος του κι ακούμπησε επάνω του, περιμένοντας. Ένας φρεσκοξυρισμένος τύπος με πλαδαρά ροδαλά μάγουλα κοίταξε από τη γωνία σε όλο το μήκος του διαδρόμου. Από τη φορεσιά του, θα έλεγε κανείς πως ήταν μάλλον υπηρέτης. Αν μη τι άλλο, μια φορεσιά πράσινη στη μια μεριά και κίτρινη στην άλλη φάνταζε σαν λιβρέα. Ο τύπος πρόσεξε τον Ραντ και με αργές κινήσεις, λες και δεν θα τον παρατηρούσε κανείς αν κινούνταν αρκετά αργά, εξαφανίστηκε. Αργά ή γρήγορα, ο Σαμαήλ θα έπρεπε να...

«Το Ίλιαν μού ανήκει!» Η φωνή αντήχησε από κάθε κατεύθυνση ταυτόχρονα, κι ο Ραντ βλαστήμησε. Θα πρέπει να ήταν η ύφανση που είχε χρησιμοποιήσει κι ο ίδιος στην πλατεία, ή κάτι παρόμοιο. Απαιτούσε τόση λίγη Δύναμη που θα μπορούσε να μην έχει αισθανθεί τις πραγματικές ροές ακόμα κι αν βρισκόταν σε απόσταση δέκα βημάτων από τον άντρα. «Το Ιλιαν μού ανήκει! Αν σε σκοτώσω, θα καταστρέψω κάτι που μου ανήκει, αλλά δεν πρόκειται να αφήσω ούτε εσένα να το καταστρέψεις. Αν είχες τα κότσια να με κυνηγήσεις μέχρις εδώ, έχεις το κουράγιο να με ακολουθήσεις ξανά;» Ένας ύπουλος κι ελαφρά ειρωνικός τόνος διαπέρασε τη βροντερή φωνή. «Έχεις το θάρρος;» Κάπου πάνω από το κεφάλι του μια πύλη άνοιξε κι έκλεισε, κι ο Ραντ δεν είχε καμιά αμφιβολία για το τι ήταν.

Πράγματι, είχε άραγε το θάρρος; «Είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας», μουρμούρισε, «και θα σε σκοτώσω». Ύφανε στα γρήγορα μια πύλη και πέρασε μέσα, σε ένα μέρος αρκετούς ορόφους πιο πάνω.

Ήταν ένας ακόμα διάδρομος, σε όλο το μήκος του οποίου υπήρχαν ταπετσαρίες που απεικόνιζαν πλοία στην ανοικτή θάλασσα. Στην άλλη άκρη, μια πορφυρή φέτα ήλιου λαμπύριζε μέσα από τις κιονοστοιχίες. Τα κατάλοιπα της πύλης του Σαμαήλ αιωρούνταν στον αέρα κι οι διαλυμένες ροές θύμιζαν λαμπερά αχνά φαντάσματα αν και δεν ήταν τόσο αχνές ώστε να μην μπορούσε να τις διακρίνει ο Ραντ. Άρχισε να υφαίνει, αλλά σταμάτησε. Είχε πηδήξει έως εδώ χωρίς να σκεφτεί μήπως επρόκειτο για καμιά παγίδα. Αν αντέγραφε ακριβώς όσα είχε δει, θα μπορούσε να ακολουθήσει τον Σαμαήλ όπου κι αν πήγαινε με ελάχιστη παρέκκλιση αλλά με μια ανεπαίσθητη μεταβολή. Δεν υπήρχε τρόπος να βεβαιωθεί αν η αλλαγή ήταν της τάξης των πενήντα ή των πεντακοσίων ποδών, αλλά, όπως και να είχε, η απόσταση που τους χώριζε δεν ήταν μεγάλη.

Η κατακόρυφη ασημένια σχισμή άρχισε να περιστρέφεται και να ανοίγει, αποκαλύπτοντας τα σκιερά ερείπια του μεγαλείου, όχι τόσο σκοτεινά όσο ο διάδρομος. Ιδωμένος μέσα από την πύλη, ο ήλιος ήταν μια ελαφρώς παχύτερη, κόκκινη φέτα, μισοκρυμμένη από έναν κατακρημνισμένο θόλο. Το γνώριζε αυτό το μέρος. Την τελευταία φορά που είχε πάει εκεί, πρόσθεσε ένα ακόμα όνομα στη λίστα με τις Κόρες που είχε καταχωρημένη στο μυαλό του. Ήταν η πρώτη φορά, τότε που τον είχε ακολουθήσει ο Πάνταν Φάιν κι έγινε κάτι χειρότερο από Σκοτεινόφιλος. Το ότι ο Σαμαήλ το είχε σκάσει στη Σαντάρ Λογκόθ έμοιαζε να ολοκληρώνει τον κύκλο με περισσότερους από έναν τρόπους. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο τώρα που άνοιγε τον δρόμο. Πριν πάψει να πλαταίνει η πύλη, ο Ραντ πέρασε στη ρημαγμένη πόλη που κάποτε αποκαλούνταν Αριντόλ, κι άρχισε να τρέχει κουτσαίνοντας, αφήνοντας την ύφανση να ξετυλίγεται καθώς αυτός έτρεχε, με τις μπότες του να συνθλίβουν το σπασμένο λιθόστρωτο και τα νεκρά αγριόχορτα.

Έστριψε στην πρώτη γωνία που συνάντησε. Το έδαφος σειόταν κάτω από τα πόδια του, καθώς τα μουγκρητά ηχούσαν από εκεί που είχε έρθει, κι αστραπές άστραφταν φανταχτερά στο σκοτάδι του λυκόφωτος. Αισθάνθηκε την πλημμυρίδα της Γης, της Φωτιάς και του Αέρα, ενώ ουρλιαχτά και μουγκανητά ξεχώριζαν ανάμεσα στον βροντερό πάταγο. Με το σαϊντίν να πάλλεται μέσα του, προχώρησε κουτσαίνοντας δίχως να κοιτάξει πίσω. Συνέχισε να τρέχει, και με τη Δύναμη να τον κατακλύζει μπορούσε να δει καθαρά ακόμα και στο σκιερό σκοτάδι.

Ολόγυρα από τη μεγάλη πόλη απλώνονταν τεράστια μαρμάρινα παλάτια, το καθένα με τέσσερις και πέντε θόλους διαφορετικού μεγέθους, πορφυροβαμμένους από το λιόγερμα, μπρούντζινες πηγές κι αγάλματα σε κάθε διασταύρωση και μεγάλες εκτάσεις με κιονοστοιχίες που κατέληγαν σε πύργους, οι οποίοι υψώνονταν προς τον ήλιο - την εποχή, τουλάχιστον, που ήταν ακέραιοι. Οι κορυφές των περισσοτέρων τώρα ήταν οδοντωτές. Για κάθε ακέραιο θόλο υπήρχαν άλλοι δέκα που έμοιαζαν με σπασμένα τσόφλια, με την κορυφή τους ή κάποια πλευρά να έχει αφαιρεθεί τελείως. Πολλά αγάλματα ήταν γκρεμισμένα, θρυμματισμένα, ενώ από άλλα έλειπαν χέρια και κεφάλια. Το σκοτάδι βάθαινε ολοένα κι απλωνόταν με γοργούς ρυθμούς πάνω από τους ακατάστατους, γεμάτους κροκάλες λόφους με τα ζαρωμένα δέντρα που γαντζώνονταν στις πλαγιές τους, δίνοντάς τους την όψη αλλοιωμένων μορφών με σπασμένα δάχτυλα και με φόντο τον ουρανό.

Πλίνθοι και πέτρες απλώνονταν δαντελωτά από ένα κτίσμα που κάποτε μάλλον ήταν μικρό αρχοντικό. Το μισό μπροστινό του μέρος είχε χαθεί ενώ οι υπόλοιποι κίονες της πρόσοψης έγερναν προς το μέρος του δρόμου σαν μεθυσμένοι. Ο Ραντ σταμάτησε στη μέση του δρόμου, λίγο πριν φτάσει στη δαντελωτή απλωσιά, περιμένοντας να αισθανθεί κάποιον άλλον που μπορεί να χρησιμοποιούσε το σαϊντίν. Το να προσκολληθεί στη μια μεριά του δρόμου δεν ήταν καλή ιδέα, κι όχι μόνο επειδή ανά πάσα στιγμή μπορεί να κατέρρεε κανένα κτήριο. Χίλια αόρατα μάτια έμοιαζαν να τον κατασκοπεύουν από παράθυρα που φάνταζαν σαν ορθάνοιχτες κόγχες, παρακολουθώντας τον με μια πρόδηλη αίσθηση προσμονής. Αισθάνθηκε απόμακρα την καινούργια πληγή στα πλευρά του να πάλλεται, σαν μια φλογερή χαρακιά, αντηχώντας το ίδιο το κακό που είχε ποτίσει την άμμο της Σαντάρ Λογκόθ. Το παλιό σημάδι τον έσφιγγε σαν γροθιά κι ο πόνος του ποδιού του φάνταζε απόμακρος πλέον. Λίγο πιο κοντά, το ίδιο το Κενό παλλόταν γύρω του, το μίασμα του Σκοτεινού πάνω στο σαϊντίν έμοιαζε να συγχρονίζεται με τη μαχαιριά που είχε δεχτεί στα πλευρά του. Η Σαντάρ Λογκόθ ήταν επικίνδυνο μέρος ακόμα και τη μέρα. Τη νύχτα...

Πιο κάτω στον δρόμο, πέρα από ένα μνημείο όμοιο με οβελίσκο, που σαν από κάποιο θαύμα στεκόταν ακόμα όρθιο, κάτι κινήθηκε, μια σκιερή μορφή που διάβηκε το σκοτάδι. Ο Ραντ διαβίβασε σχεδόν, αν και δεν πίστευε πως ο Σαμαήλ θα προχωρούσε ποτέ τόσο μουλωχτά. Όταν πρωτοβγήκε στην πόλη, τότε που ο Σαμαήλ προσπάθησε να καταστρέψει την πύλη του, άκουσε φοβερές κραυγές, αλλά δεν είχε δώσει και πολλή σημασία τότε. Τίποτα δεν ζούσε στη Σαντάρ Λογκόθ, ούτε καν ποντίκια κι αρουραίοι. Ο Σαμαήλ σίγουρα θα είχε φέρει μαζί τα πρωτοπαλίκαρά του, τα οποία δεν θα δίσταζε να θυσιάσει προκειμένου να βρει τον Ραντ. Ίσως κάποιος από αυτούς να οδηγούσε τον Ραντ στον Σαμαήλ. Προχώρησε όσο πιο γρήγορα κι αθόρυβα γινόταν. Το θρυμματισμένο πλακόστρωτο συνθλιβόταν κάτω από τις μπότες του, με έναν ήχο που θύμιζε σπάσιμο κοκάλων. Ήλπιζε να ήταν ακουστός μονάχα στα, ενισχυμένα από το σαϊντίν, αυτιά του.

Σταματώντας στη βάση του οβελίσκου, μια παχιά, πέτρινη βελόνα καλυμμένη από πάνω έως κάτω με σκαλιστά κείμενα, κοίταξε ψηλά. Όποιος κι αν ήταν ο άγνωστος, είχε εξαφανιστεί. Μόνο οι τρελοί κι οι υπερβολικά θαρραλέο θαι πήγαιναν νυχτιάτικα μέσα στη Σαντάρ Λογκόθ. Το κακό που κηλίδωσε τη Σαντάρ Λογκόθ και που δολοφόνησε την Αριντόλ δεν είχε πεθάνει τότε. Πιο κάτω στον δρόμο, μια τούφα ασημόγκριζης ομίχλης ξεχύθηκε από ένα παράθυρο και σύρθηκε προς το μέρος μιας άλλης, που βγήκε για να τη συναντήσει από το πλατύ άνοιγμα ενός ψηλού, πέτρινου τοίχου. Τα βάθη του ανοίγματος αυτού έλαμπαν, λες κι υπήρχε μια ολόγιομη σελήνη εκεί μέσα. Με τον ερχομό της νύχτας, το Μασάνταρ περιδιάβαινε την πόλη που ήταν η φυλακή του, μια πελώρια παρουσία που μπορούσε να εμφανίζεται σε δεκάδες, ακόμα και σε εκατοντάδες, μέρη ταυτόχρονα. Το άγγιγμα του Μασάνταρ δεν ήταν κι ο καλύτερος τρόπος για να πεθάνεις. Ο Ραντ ένιωθε μέσα του το μίασμα του σαϊντίν να χτυπάει εντονότερα. Η απόμακρη φωτιά στο πλευρό του τρεμόφεγγε σαν δέκα χιλιάδες απανωτές αστραπές. Ακόμα και το ίδιο το έδαφος έμοιαζε να βροντοκοπάει κάτω από τα πόδια του.

Στράφηκε, έτοιμος σχεδόν να φύγει. Το πιθανότερο ήταν πως ο Σαμαήλ είχε φύγει τώρα που το Μασάνταρ βγήκε παγανιά. Πολύ πιθανόν ο άντρας να τον είχε δελεάσει να έρθει έως εδώ με την ελπίδα πως θα έψαχνε στα ερείπια και το Μασάνταρ θα τον σκότωνε. Στράφηκε κι έμεινε ακίνητος, συσπειρωμένος πάνω στον όγκο του οβελίσκου. Κατηφορίζοντας τον δρόμο, έρπανε δύο Τρόλοκ, ογκώδεις σιλλουέτες με μαύρη θωράκιση και πάνω από ένα μέτρο ψηλότεροι από τον ίδιον. Αιχμηρά καρφιά εξείχαν από τους ώμους και τους αγκώνες της πανοπλίας τους και κουβαλούσαν δόρατα με μεγάλες, μαύρες αιχμές και γυριστά αγκίστρια. Στα γεμάτα με σαϊντίν μάτια του, τα πρόσωπά τους διαγράφονταν πεντακάθαρα. Το ένα ήταν παραμορφωμένο από ένα ράμφος σαν του αετού, στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκονται το στόμα κι η μύτη, ενώ το άλλο είχε ένα ρύγχος κι έναν χαυλιόδοντα σαν του κάπρου. Κάθε τους κίνηση, κάθε σύρσιμό τους, απέπνεε τρόμο. Οι Τρόλοκ λάτρευαν τους σκοτωμούς και το αίμα, αλλά η Σαντάρ Λογκόθ τούς φόβιζε. Μπορεί να κυκλοφορούσαν Μυρντράαλ τριγύρω. Κανένας Τρόλοκ δεν θα έμπαινε στην πόλη χωρίς να προηγούνταν κάποιος Μυρντράαλ και κανένας Μυρντράαλ δεν θα εισέδυε χωρίς την καθοδήγηση του Σαμαήλ. Πράγμα που σήμαινε πως ή ο Σαμαήλ γυροβολούσε ακόμα εδώ, ή ότι αυτοί οι Τρόλοκ κατευθύνονταν προς την πύλη και δεν είχαν βγει για κυνήγι. Ωστόσο, έμοιαζαν να κυνηγούν. Αυτό το ρύγχος του κάπρου οσμιζόταν τον αέρα αναζητώντας μια συγκεκριμένη μυρωδιά.

Ξαφνικά, μια φιγούρα με κουρέλια πήδηξε από ένα παράθυρο, πάνω από τα κεφάλια των Τρόλοκ, πέφτοντας επάνω τους κι αρχίζοντας να τους τρυπάει με ένα δόρυ. Ήταν μια Αελίτισσα, με το σούφα τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι της και το πέπλο να κρέμεται. Ο Τρόλοκ με το αετίσιο ράμφος ούρλιαξε καθώς η μύτη της λόγχης χώθηκε πάλι και πάλι βαθιά στο πλευρό του. Καθώς ο σύντροφός του έπεφτε κάτω, με τα πόδια του να κλωτσάνε τον αέρα, ο άλλος με το ρύγχος του κάπρου στράφηκε γρυλίζοντας, εκτοξεύοντας με μανία εναντίον της το όπλο του, αλλά η γυναίκα πρόλαβε κι έσκυψε πριν τη βρει το μαύρο αγκίστρι και κάρφωσε το πλάσμα στο στομάχι. Ο Τρόλοκ σωριάστηκε πάνω από το κορμί του συντρόφου του.

Ο Ραντ άρχισε να τρέχει πριν σκεφτεί καλά-καλά. «Λία!» φώναξε. Τη νόμιζε νεκρή, εγκαταλειμμένη από τον ίδιον, πεθαμένη εξαιτίας του. Ήταν η Λία του Κοσάιντα Τσαρήν, ένα όνομα που λαμπύριζε στη λίστα που είχε στο μυαλό του.

Η γυναίκα γύρισε να τον αντιμετωπίσει, με τη λόγχη έτοιμη στο ένα χέρι και τη στρογγυλή ασπίδα από ταυρίσιο δέρμα στο άλλο. Το πρόσωπό της, χαριτωμένο απ' όσο το θυμόταν ο Ραντ, παρά τα σημάδια και στα δύο μάγουλα, ήταν τώρα διαστρεβλωμένο από οργή. «Μου ανήκει!» σφύριξε απειλητικά μέσα από τα δόντια της. «Είναι δικό μου! Κανείς δεν έρχεται εδώ! Κανείς!»

Ο Ραντ σταμάτησε απότομα. Η λόγχη περίμενε ανυπόμονα να αναζητήσει και τα δικά του πλευρά. «Λία, με γνωρίζεις», της είπε μαλακά. «Με ξέρεις. Θα σε πάω πίσω, στις Κόρες, στις δοραταδελφές». Της έτεινε το χέρι του.

Η οργή της εξανεμίστηκε σε ένα παραμορφωμένο συνοφρύωμα, κι έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Είσαι ο Ραντ αλ'Θόρ;» ρώτησε αργά. Τα μάτια της γούρλωσαν, έπεσαν πάνω στα κορμιά των νεκρών Τρόλοκ και μια έκφραση τρόμου διαγράφηκε στο πρόσωπό της. «Ραντ αλ'Θόρ», ψιθύρισε, ψηλαφίζοντας το μαύρο πέπλο και τοποθετώντας το στη θέση του με το χέρι που κρατούσε τη λόγχη. «Ο Καρ'α'κάρν», είπε, σαν να μοιρολογούσε, και το έσκασε.

Ο Ραντ άρχισε να τρέχει ξοπίσω της, χωλαίνοντας, σκαρφαλώνοντας πάνω από ολόκληρες στοίβες από μπάζα, σκόρπιες σε όλη την έκταση του δρόμου, κουτρουβαλώντας, κουρελιάζοντας το πανωφόρι του, ξαναπέφτοντας και σκίζοντάς το σχεδόν τελείως, σκοντάφτοντας ξανά και ξανά. Η αδυναμία του κορμιού του ήταν κάτι μακρινό, όπως κι ο πόνος, αλλά παρ' όλο που αιωρούνταν στο Κενό, είχε ακόμα τη δυνατότητα να εξωθεί σκληρά αυτό το κορμί. Η Λία χάθηκε μέσα στη νυχτιά, πίσω από την επόμενη σκιερή γωνία, σκέφτηκε.

Έστριψε κι αυτός, κουτσαίνοντας κι όσο πιο γρήγορα μπορούσε, κι έπεσε σχεδόν επάνω σε τέσσερις Τρόλοκ με μαύρη θωράκιση κι έναν Μυρντράαλ, με τον μελανό του μανδύα να κρέμεται αφύσικα ακίνητος στην πλάτη του καθώς ο Ξέθωρος κινήθηκε. Οι Τρόλοκ γρύλισαν έκπληκτοι, αλλά η έκπληξή τους δεν διήρκεσε πάνω από ένα δυο δευτερόλεπτα. Τα ακόντια με τους γάντζους και τα γυριστά σαν δρεπάνια ξίφη σηκώθηκαν. Η κατάμαυρη λάμα του Μυρντράαλ βρέθηκε αμέσως στην παλάμη του, μια λάμα που πλήγωνε εξίσου θανατερά με το στιλέτο του Φάιν.

Ο Ραντ δεν προσπάθησε καν να τραβήξει από τα πλευρά του το σπαθί με το σημάδι του ερωδιού. Σαν θάνατος ντυμένος με ένα κουρελιασμένο κόκκινο πανωφόρι διαβίβασε, κι ένα ξίφος φωτιάς βρέθηκε στα χέρια του, παλλόμενο απειλητικά με τους χτύπους του σαϊντίν, σαρώνοντας ένα τυφλό κεφάλι κι αποκόβοντάς το από τους ώμους. Ίσως να ήταν απλούστερο να τους καταστρέψει όλους με τον τρόπο που είχε δει να σκοτώνουν οι Άσα'μαν στα Πηγάδια του Ντουμάι, αλλά, αν προσπαθούσε τώρα να αλλάξει τις υφάνσεις, μπορεί να απέβαινε μοιραίο. Τα ξίφη αυτά μπορούσαν να σκοτώσουν ακόμα και τον ίδιο. Χόρεψε με τις μορφές μέσα στο σκοτάδι που φωτιζόταν από τη φλόγα που κρατούσε στα χέρια του, με τις σκιές να περνούν μπροστά από τα πρόσωπα, από πάνω του, πρόσωπα με ρύγχη λύκων και πρόσωπα τραγίσια, παραμορφωμένα, που ούρλιαζαν καθώς η φλογερή λάμα έκοβε μαύρες πανοπλίες και σάρκα σαν να ήταν νερό. Οι Τρόλοκ εξαρτώνταν από τους αριθμούς τους και από τη συντριπτική τους σκληρότητα. Εναντίον του όμως, κι εναντίον αυτού του ξίφους της Δύναμης, έμοιαζαν να έχουν παραλύσει, σαν να ήταν άοπλοι.

Το ξίφος εξαφανίστηκε από τα χέρια του. Ζυγιασμένος ακόμα στην άκρη της μορφής που αποκαλούνταν Συστρέφοντας τον Άνεμο, στάθηκε ανάμεσα στον θάνατο. Ο τελευταίος Τρόλοκ που κατέρρευσε κινούνταν ακόμα σπασμωδικά, με τα κέρατά του να ξύνουν το διαλυμένο λιθόστρωτο. Ο ακέφαλος Μυρντράαλ τίναζε τα χέρια του τριγύρω, με τις μπότες του να ξύνουν άγρια το δάπεδο. Οι Ημιάνθρωποι δεν πέθαιναν γρήγορα, ακόμα κι ακέφαλοι.

Το ξίφος δεν είχε εξαφανιστεί καλά-καλά, όταν ασημιές αστραπές ξεπήδησαν από τον ασυννέφιαστο και γεμάτο άστρα ουρανό.

Η πρώτη χτύπησε με έναν εκκωφαντικό θόρυβο, ούτε τέσσερα βήματα μακρύτερα. Ο κόσμος άσπρισε και το Κενό κατέρρευσε. Το έδαφος αναπήδησε κάτω από τα πόδια του, καθώς άλλη μια αστραπή βρόντηξε, και μετά κι άλλη, κι άλλη. Άργησε να συνειδητοποιήσει ότι είχε πέσει μπρούμυτα. Ο αέρας τσιτσίρισε. Σηκώθηκε ζαλισμένος, και κόντεψε να ξαναπέσει καθώς βάλθηκε να τρέχει για να αποφύγει τον ορυμαγδό των αστραπών που ξέσκιζαν στα δύο τον δρόμο και το βροντερό βουητό των κτηρίων που κατέρρεαν. Όρμησε ίσια μπροστά, χωρίς να νοιάζεται πού βρισκόταν, αρκεί να ήταν μακριά.

Ξαφνικά, το μυαλό του καθάρισε και μπόρεσε να δει πού ήταν. Τρίκλιζε κατά μήκος ενός τεράστιου, πέτρινου δαπέδου καλυμμένου με αναποδογυρισμένους όγκους από πέτρα, μερικοί εκ των οποίων ήταν στο μέγεθος του. Εδώ κι εκεί, σκοτεινές κι ακανόνιστες τρύπες έχαιναν ανάμεσα στο λιθόστρωτο. Παντού τριγύρω υψώνονταν ψηλά τείχη και κλιμακωτές συστοιχίες από τεράστια μπαλκόνια που τα διέτρεχαν. Σε μια γωνιά, σωζόταν μονάχα ένα μικρό μέρος από το πάλαι ποτέ πελώριο ταβάνι. Τα άστρα λαμπύριζαν πάνω από το κεφάλι του.

Έκανε ένα ακόμα βήμα και το δάπεδο υποχώρησε κάτω από τα πόδια του. Τίναξε τα χέρια του σε μια απεγνωσμένη κίνηση. Με ένα τράνταγμα, το δεξί του χέρι πιάστηκε από μια τραχιά άκρη και βρέθηκε να αιωρείται πάνω από απύθμενο σκοτάδι. Απ' όσο μπορούσε να κρίνει, το βάθος κάτω από τα -πόδια του θα μπορούσε να είναι από μερικές πιθαμές, και να καταλήγει σε κάποιο υπόγειο, μέχρι ένα μίλι. Βέβαια, μπορούσε να κλειδώσει κάμποσους δακτύλιους Αέρα στο ακανόνιστο περίγραμμα της τρύπας, πάνω από το κεφάλι του, και να τραβηχτεί έξω, όμως... Με κάποιον τρόπο, ο Σαμαήλ είχε διαισθανθεί τη σχετικά μικρή ποσότητα σαϊντίν που είχε χρησιμοποιηθεί στο ξίφος. Υπήρξε μια καθυστέρηση πριν εμφανιστούν οι αστραπές, αλλά ήταν αδύνατον να υπολογίσει πόση ώρα είχε χρειαστεί για να σκοτώσει τους Τρόλοκ. Ένα λεπτό; Μερικά δευτερόλεπτα;

Με ένα απότομο τίναγμα, άπλωσε το αριστερό του μπράτσο προσπαθώντας να αδράξει την άκρη της τρύπας. Ο πόνος, ο οποίος δεν εξουδετερωνόταν πια από το Κενό, του διαπέρασε το πλευρό σαν μαχαίρι που βυθίζεται στη σάρκα, κι είδε στίγματα να χορεύουν στο οπτικό του πεδίο. Το χειρότερο ήταν πως το δεξί του χέρι γλίστρησε πάνω σε μια θρυμματισμένη πέτρα κι ένιωσε τα δάχτυλά του να αποδυναμώνονται. Έπρεπε να...

Ένα χέρι άρπαξε τον δεξί του καρπό. «Είσαι ένας ηλίθιος», ακούστηκε μια βαθιά, αντρική φωνή. «Να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό που δεν νοιάζομαι να σε δω να πεθαίνεις σήμερα». Το χέρι άρχισε να τον τραβάει προς τα επάνω. «Θα βοηθήσεις καθόλου;» ρώτησε απαιτητικά η φωνή. «Δεν σκοπεύω να σε κουβαλήσω στους ώμους μου, ούτε να σκοτώσω για χάρη σου τον Σαμαήλ».

Προσπαθώντας να συνέλθει από την έκπληξη, ο Ραντ άπλωσε το άλλο του χέρι κι άδραξε την περίμετρο της τρύπας. Έσπρωξε το κορμί του όσο μπορούσε, παρά τον αγωνιώδη πόνο στα πλευρά του. κατάφερε, ωστόσο, να αποκτήσει ξανά τον έλεγχο του Κενού και να αδράξει το σαϊντίν. Δεν διαβίβασε, αλλά ήθελε να είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή.

Το κεφάλι κι οι ώμοι του ξεπρόβαλαν πάνω από το δάπεδο και τώρα μπόρεσε να διακρίνει καθαρά τον άλλον άντρα, έναν μεγαλόσωμο τύπο, κάπως μεγαλύτερο σε ηλικία από τον ίδιον. Είχε μαύρα μαλλιά, σαν της νυχτιάς, και μαύρο πανωφόρι, όπως των Άσα'μαν. Ο Ραντ δεν τον είχε ξαναδεί. Τουλάχιστον, δεν ήταν κάποιος από τους Αποδιωγμένους. Ήξερε καλά τις φάτσες τους, ή έτσι νόμιζε. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησε.

Βαριανασαίνοντας ακόμα, ο άντρας άφησε ένα γέλιο σαν γαύγισμα. «Πες πως είμαι ένας περαστικός. Είναι ώρα για κουβέντες τώρα;»

Κρατώντας την αναπνοή του, ο Ραντ βγήκε από την τρύπα. Πρώτα ξεπρόβαλε το στήθος του κι έπειτα η μέση του. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως μια λάμψη έλουζε τον χώρο γύρω του, σαν τη λάμψη της ολόγεμης σελήνης.

Γυρνώντας να δει πάνω από τον ώμο του, πρόσεξε το Μασάνταρ. Όχι μια απλή τούφα ομίχλης, αλλά ένα λαμπερό ασημόγκριζο κύμα που κατηφόριζε από κάποιο από τα μπαλκόνια και σχημάτιζε μια αψίδα πάνω από τα κεφάλια τους.

Δίχως δεύτερη σκέψη, ανύψωσε το ελεύθερο χέρι του κι εκτόξευσε μοιροφωτιά, μια λουρίδα υγρής λευκής φωτιάς που χάραξε το κύμα που βυθιζόταν προς το μέρος τους. Απόμακρα, αντιλήφθηκε μια άλλη λωρίδα ωχρής συμπαγούς φωτιάς που εκτοξεύτηκε από το χέρι του άντρα το οποίο δεν κρατούσε το δικό του, μια λωρίδα που μαστίγωσε την ομίχλη από την αντίθετη μεριά. Οι δύο λωρίδες αγγίχτηκαν.

Με το κεφάλι του να βουίζει σαν γκονγκ, ο Ραντ συσπάστηκε και το σαϊντίν, όπως και το Κενό, κατέρρευσαν. Τα έβλεπε όλα διπλά, τα μπαλκόνια και τους πέτρινους όγκους που ήταν διασκορπισμένοι στο πάτωμα. Έβλεπε δύο άντρες να αλληλεπικαλύπτονται, ο καθένας τους να κρατάει το κεφάλι του στα δυο του χέρια. Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια του κι έψαξε να βρει το Μασάνταρ. Το κύμα της λαμπερής ομίχλης είχε χαθεί. Μια αδιόρατη λάμψη είχε παραμείνει στα μπαλκόνια, πάνω από το κεφάλι του, αλλά κι αυτή έσβηνε, ενώ η όραση του άρχισε να καθαρίζει. Φαίνεται πως ακόμα και το άμυαλο Μασάνταρ απέφευγε τη μοιροφωτιά.

Νιώθοντας αστάθεια, σηκώθηκε όρθιος κι άπλωσε το χέρι του. «Νομίζω πως είναι καλύτερο να φύγουμε το γρηγορότερο από δω. Τι συνέβη;»

Ο άλλος άντρας σηκώθηκε κι αυτός, κάνοντας μια γκριμάτσα προς το μέρος του Ραντ που είχε τεντώσει το χέρι του. Ήταν εξίσου ψηλός με τον Ραντ, κάτι σπάνιο ανάμεσα στους Αελίτες. «Δεν έχω ιδέα τι συνέβη», γρύλισε. «Αν θες να εξακολουθήσεις να ζεις, τρέχα», είπε κάνοντας τα λόγια του πράξη κι ορμώντας προς μια συστοιχία αψίδων, στην αντίθετη κατεύθυνση από τον πλησιέστερο τοίχο, μια κι από κει είχε έρθει το Μασάνταρ.

Ψηλαφίζοντας να βρει το Κενό, ο Ραντ άρχισε να τρέχει κουτσαίνοντας πίσω του όσο γρηγορότερα μπορούσε, αλλά, πριν ακόμα προλάβουν να διασχίσουν το δάπεδο, οι αστραπές χτύπησαν ξανά, σαν καταιγίδα από ασημένια βέλη. Οι δυο τους πέρασαν μέσα από τις αψίδες, καταδιωκόμενοι από το βροντερό βουητό των τοίχων και του πατώματος που κατέρρεε πίσω τους, από ολόκληρα νέφη σκόνης κι από ένα χαλάζι πέτρες. Με τους ώμους σκυφτούς και το ένα χέρι μπροστά στο πρόσωπό του, ο Ραντ έτρεχε βήχοντας, μέσα από ένα φαρδύ δωμάτιο με τρεμάμενες αψίδες που υποστήριζαν την οροφή, ενώ τριγύρω έβρεχε μικρά, πέτρινα κομματάκια.

Πριν καλά-καλά το καταλάβει, βγήκε στον δρόμο, περπάτησε σκουντουφλώντας τρία βήματα και σταμάτησε. Ο πόνος στα πλευρά του τον έκανε να θέλει να διπλωθεί στα δύο, αλλά τα πόδια του θα τον πρόδιδαν, αν έκανε κάτι τέτοιο. Το πληγωμένο του πόδι παλλόταν και του φαινόταν ότι είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που αυτή η κόκκινη αστραπή από Φωτιά κι Αέρα τον είχε χτυπήσει στη φτέρνα. Ο λυτρωτής του καθόταν και τον κοίταζε. Παρά το ότι ήταν καλυμμένος από την κορυφή μέχρι τα νύχια με σκόνη, ο τύπος έμοιαζε με βασιλιά.

«Ποιος είσαι;» τον ξαναρώτησε ο Ραντ. «Κάποιος από τους άντρες του Τάιμ ή μήπως κανένας αυτοδίδακτος; Μπορείς να πας στο Κάεμλυν, ξέρεις, στον Μαύρο Πύργο. Δεν είναι ανάγκη να ζεις με τον φόβο των Άες Σεντάι». Για κάποιον λόγο, το πρόσωπό του πήρε μια βλοσυρή έκφραση με τα λόγια αυτά. Ωστόσο, δεν κατάλαβε γιατί.

«Ποτέ μου δεν φοβήθηκα τις Άες Σεντάι», αποκρίθηκε κοφτά ο άντρας, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Πιθανόν να πρέπει να φύγεις τώρα, αλλά, αν σκοπεύεις να μείνεις για να σκοτώσεις τον Σαμαήλ, καλύτερα να αρχίσεις να σκέφτεσαι σαν κι αυτόν. Έδειξες πως μπορείς. Ανέκαθεν του άρεσε να καταστρέφει έναν άνθρωπο εν μέσω του θριάμβου του, αν είχε τη δυνατότητα. Αν δεν την είχε, τότε τον έβαζε στο στόχαστρο».

«Η Πύλη των Οδών», είπε αργά ο Ραντ. Αν του έλεγαν πως πρέπει να θυμάται κάτι από τη Σαντάρ Λογκόθ, αυτό θα ήταν η Πύλη των Οδών. «Περιμένει κοντά στην Πύλη των Οδών, έχοντας στήσει παγίδες». Όπως και φύλακες, σαν κι αυτούς στο Ιλιαν, για να ανιχνεύσουν οποιονδήποτε άντρα με την ικανότητα της διαβίβασης. Ο Σαμαήλ είχε καταστρώσει αξιόλογο σχέδιο.

Ο άντρας γέλασε πικρόχολα. «Φαίνεται πως μπορείς να βρεις τον δρόμο, αν αφήσεις να σε οδηγήσουν. Προσπάθησε να μη σκοντάφτεις. Τα σχέδια θα χρειαστεί να αλλάξουν αν σκοτωθείς τώρα». Ο άντρας άρχισε να διασχίζει τον δρόμο, προς μια αλέα ακριβώς μπροστά τους.

«Περίμενε», του φώναξε ο Ραντ, αλλά ο τύπος συνέχισε την πορεία του χωρίς να κοιτάξει πίσω. «Ποιος είσαι; Για ποια σχέδια μιλάς;» Ο άντρας χάθηκε στο σοκάκι.

Ο Ραντ τον ακολούθησε παραπαίοντας, αλλά όταν έφθασε στην είσοδο της στενής αλέας τη βρήκε άδεια. Ένα συνεχές τείχος τη διέτρεχε σε απόσταση περίπου εκατό βημάτων κι έβγαινε σε έναν άλλον δρόμο, όπου μια λάμψη υπεδείκνυε την ύπαρξη του Μασάνταρ, αλλά ο άντρας δεν βρισκόταν ούτε εκεί, πράγμα αδύνατον. Βέβαια, ο τύπος είχε χρόνο στη διάθεση του να φτιάξει μια πύλη, αν γνώριζε τον τρόπο, αλλά αφ' ενός το υπόλειμμά της θα ήταν ορατό, αφ' ετέρου ο Ραντ θα ανίχνευε τη μεγάλη ποσότητα σαϊντίν που θα χρησιμοποιούσε για να την υφάνει.

Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως δεν είχε διαισθανθεί το σαϊντιν όταν ο άντρας ύφανε τη μοιροφωτιά. Και μόνο που σκέφτηκε τις δύο λουρίδες να συναντιούνται, η όραση του παραμορφώθηκε πάλι, κάνοντάς τον να τα βλέπει διπλά. Για μια στιγμή μόνο είδε το πρόσωπο του άντρα να διαγράφεται ξεκάθαρα, ενώ τα πάντα τριγύρω ήταν θολά. Κούνησε το κεφάλι του για να καθαρίσει το μυαλό του. «Ποιος στο Φως είσαι;» ψιθύρισε. «Τι στο Φως είσαι;» πρόσθεσε μια στιγμή αργότερα.

Ωστόσο, όποιος ή ό,τι κι αν ήταν, ο άντρας είχε εξαφανιστεί. Ο Σαμαήλ εξακολουθούσε να βρίσκεται στη Σαντάρ Λογκόθ. Καταβάλλοντας προσπάθεια, κατάφερε να επανακτήσει το Κενό. Το μίασμα του σαϊντίν έπαλλε κι ο βόμβος του αντηχούσε βαθιά μέσα του. Ένιωθε τους κραδασμούς του ίδιου του Κενού. Η αδυναμία εξαιτίας των αποκαμωμένων μυών του και του πόνου από τις πληγές του έσβησε. Θα σκότωνε οπωσδήποτε κάποιον από τους Αποδιωγμένους πριν ακόμα φύγει η νύχτα.

Κουτσαίνοντας, προχώρησε σαν φάντασμα στα σκοτεινά δρομάκια, βαδίζοντας με εξαιρετική προσοχή. Εξακολουθούσε να κάνει θόρυβο, όμως ούτως ή άλλως η νύχτα ήταν γεμάτη θορύβους. Ουρλιαχτά και λαρυγγώδεις κραυγές ακούγονταν από απόσταση. Το άμυαλο Μασάνταρ σκότωνε ό,τι έβρισκε μπρος του, κι οι Τρόλοκ πέθαιναν απόψε στη Σαντάρ Λογκόθ όπως και τότε, πολύ καιρό πριν. Μερικές φορές, κατεβαίνοντας μια διασταύρωση, παρατήρησε φευγαλέα κάμποσους Τρόλοκ, δύο, πέντε ή μια ντουζίνα από δαύτους, ενίοτε παρέα με έναν Ημιάνθρωπο, αλλά συνήθως όχι. Δεν τον πρόσεξαν, κι έτσι ο Ραντ δεν τους ενόχλησε, όχι μόνο επειδή ο Σαμαήλ θα ανίχνευε οποιαδήποτε δραστηριότητα διαβίβασης. Αυτοί οι Τρόλοκ, καθώς κι οι Μυρντράαλ που δεν είχε σκοτώσει το Μασάνταρ, ήταν ήδη νεκροί. Ο Σαμαήλ τους είχε φέρει μέσω των Οδών, αλλά προφανώς δεν είχε αντιληφθεί ότι ο Ραντ είχε ήδη σημαδέψει την Πύλη των Οδών που βρισκόταν εδώ.

Λίγο πριν την πλατεία που βρισκόταν η Πύλη των Οδών, ο Ραντ σταμάτησε και κοίταξε τριγύρω. Εκεί κοντά υψωνόταν ένας πύργος, φαινομενικά ακέραιος. Δεν ήταν τόσο ψηλός όσο μερικοί άλλοι, αλλά η κορυφή του υψωνόταν πάνω από πενήντα βήματα από το έδαφος. Η σκοτεινή είσοδος στη βάση του ήταν άδεια, με το ξύλο να έχει σαπίσει από την πολυκαιρία και τους μεντεσέδες να έχουν γίνει σκόνη. Μέσα στο σκοτάδι, το οποίο έσπαγε μόνο από τον αμυδρό φωτισμό των αστεριών που περνούσε από τα παράθυρα, σκαρφάλωσε αργά τις στριφογυριστές σκάλες, αφήνοντας σε κάθε του βήμα μικρά συννεφάκια σκόνης, ενώ ένιωθε τον πόνο να του σουβλίζει το πόδι. Ο πόνος αυτός, όμως, ήταν απόμακρος. Φτάνοντας στην κορυφή, ακούμπησε πάνω στο μαλακό παραπέτο για να πάρει ανάσα. Η μάταιη σκέψη πως δεν θα άκουγε ποτέ το τέλος, αν η Μιν μάθαινε τα κατορθώματά του, ξεπήδησε στο μυαλό του. Η Μιν ή η Άμυς, ή η Κάντσουεϊν. Τι σημασία είχε;

Πέρα από τις ανύπαρκτες οροφές, έβλεπε τη μεγάλη πλατεία που κάποτε ήταν μια από τις σημαντικότερες στην Αριντόλ. Κάποτε, ένα Ογκιρανό αλσύλλιο κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος αυτής της έκτασης, αλλά μέσα στα επόμενα τριάντα χρόνια, κι αφού αναχώρησαν οι Ογκιρανοί που είχαν κτίσει το παλαιότερο μέρος της πόλης, οι κάτοικοι έκοψαν τα δέντρα για να επεκταθεί η Αριντόλ. Παλάτια κι υπολείμματα από παλάτια κύκλωναν την τεράστια πλατεία, ενώ η λάμψη του Μασάνταρ ακτινοβολούσε έντονη στο εσωτερικό μερικών παραθύρων κι ένας τεράστιος σωρός από χαλάσματα κάλυπτε το ένα μέρος. Στο κέντρο όμως στεκόταν η Πύλη των Οδών, ένα ψηλό και πλατύ κομμάτι πέτρας. Δεν ήταν αρκετά κοντά για να δει τα περίτεχνα σκαλιστά φύλλα και τις περικοκλάδες που την κάλυπταν, αλλά διέκρινε τα γκρεμισμένα κομμάτια του ψηλού φράκτη που την περιτριγύριζε κάποτε. Μέταλλο κατεργασμένο μέσω της Δύναμης σχημάτιζε έναν σωρό που έλαμπε ξεκάθαρα στη νυχτιά. Μπορούσε να διακρίνει επίσης την παγίδα που είχε υφάνει γύρω από την Ενδιάμεση Πύλη, ανεστραμμένη έτσι που κανείς να μην μπορεί να τη δει παρά μόνο ο ίδιος. Δεν υπήρχε τρόπος να πει με σιγουριά, απλώς κοιτώντας την, κατά πόσον οι Τρόλοκ κι οι Ημιάνθρωποι είχαν περάσει διαμέσου της, αλλά και να το είχαν κάνει θα ήταν πλέον νεκροί. Απαίσιο. Όποιες παγίδες κι αν είχε φτιάξει ο Σαμαήλ, ήταν αόρατες στα μάτια του, κάτι αναμενόμενο. Πιθανότατα δε, και δυσάρεστες.

Αρχικά δεν είδε τον Σαμαήλ, αλλά ύστερα από λίγο κάποιος κινήθηκε ανάμεσα στις αυλακωτές λαμπερές κολόνες ενός παλατιού. Ο Ραντ περίμενε. Ήθελε να σιγουρευτεί. Μόνο μια ευκαιρία είχε. Η φιγούρα ξεπετάχτηκε ανάμεσα από τους κίονες και βγήκε στην πλατεία, με το κεφάλι της να ταλαντεύεται από δω κι από κει. Ήταν ο Σαμαήλ, με τα χιονάτα σιρίτια να λαμποκοπούν στον λαιμό του, περιμένοντας να δει τον Ραντ να προχωράει στην πλατεία και να πέφτει στις παγίδες που του είχε στήσει. Πίσω του, η λάμψη στα παράθυρα του παλατιού έγινε πιο έντονη. Ο Σαμαήλ κοίταξε το σκοτάδι που κάλυπτε την πλατεία και το Μασάνταρ ξεχύθηκε από τα παράθυρα, παχιά κύματα ασημόγκριζης ομίχλης που έρεαν και συγχωνεύονταν, δεσπόζοντας πάνω από το κεφάλι του. Ο Σαμαήλ έκανε λίγο στην άκρη και το κύμα άρχισε να κατέρχεται με διαρκώς αυξανόμενη ταχύτητα.

Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι του. Ο Σαμαήλ ήταν δικός του. Οι απαραίτητες ροές για τη δημιουργία της μοιροφωτιάς έμοιαζαν να συγκεντρώνονται ξανά, παρά τη μακρινή ηχώ από τη φωνή της Κάντσουεϊν. Σήκωσε το χέρι του.

Ένα ουρλιαχτό ξέσκισε τα σκοτάδια, μια γυναικεία κραυγή που υποδήλωνε έντονη αγωνία. Ο Ραντ πρόσεξε τον Σαμαήλ που στράφηκε να κοιτάξει προς τον μεγάλο σωρό με τα χαλάσματα, καθώς και το δικό του βλέμμα στράφηκε προς τα εκεί. Στην κορυφή του σωρού στεκόταν το περίγραμμα μιας μορφής με φόντο τον νυχτερινό ουρανό. Φορούσε πανωφόρι και βράκες ενώ μια λεπτή τούφα του Μασάνταρ την άγγιζε στο πόδι. Η γυναίκα μαστίγωνε τον αέρα με τα χέρια της τεντωμένα, ανίκανη να κινηθεί από εκείνο το σημείο ενώ ο, χωρίς λόγια, ολοφυρμός της έμοιαζε να καλεί τον Ραντ με το όνομά του.

«Λία», ψιθύρισε. Άπλωσε τα χέρια του σε μια ασυνείδητη κίνηση, λες και τεντώνοντάς τα μπορούσε να καλύψει την ενδιάμεση απόσταση και να την τραβήξει από κει. Ωστόσο, ό,τι άγγιζε το Μασάνταρ ήταν καταδικασμένο, όπως καταδικασμένος θα ήταν κι ο ίδιος, αν η λεπίδα του Φάιν τού διαπερνούσε την καρδιά. «Λία», ψιθύρισε ξανά, κι η μοιροφωτιά ξεπήδησε από το χέρι του.

Για λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο, η μορφή της έμοιαζε να είναι ακόμα εκεί, λουσμένη σε έντονες ασπρόμαυρες αποχρώσεις, κι έπειτα εξαφανίστηκε, νεκρή ήδη πριν καν αρχίσει η αγωνία της.

Ουρλιάζοντας, ο Ραντ έστρεψε την μοιροφωτιά προς την πλατεία με μια σαρωτική κίνηση, ενώ ο σωρός με τα χαλάσματα κατέρρεε. Η κίνηση του έμοιαζε να αφανίζει τον ίδιο τον θάνατο. Ελευθέρωσε το σαϊντίν πριν η λευκή λουρίδα αγγίξει τη λίμνη του Μασάνταρ που κυλούσε τώρα κατά μήκος της πλατείας, περνώντας φουσκωτή την Ενδιάμεση Πύλη, προς τα ποτάμια της λαμπερής γκριζάδας που ξεχύνονταν από κάποιο άλλο παλάτι, στην απέναντι μεριά. Ο Σαμαήλ θα πρέπει να ήταν νεκρός πια. Δεν είχε χρόνο για να τρέξει, ούτε για να υφάνει κάποια πύλη, αν και σε αυτήν την περίπτωση ο Ραντ θα διαισθανόταν τη χρήση του σαϊντίν. Ο Σαμαήλ ήταν νεκρός, σκοτωμένος από μια κακία ανάλογη της δικιάς του. Το συναίσθημα πλημμύρισε την εξωτερική μεριά του Κενού κι ο Ραντ ήθελε να γελάσει ή να κλάψει. Είχε έρθει μέχρις εδώ για να σκοτώσει έναν από τους Αποδιωγμένους, αλλά αντί γι' αυτό σκότωσε μια γυναίκα εγκαταλειμμένη στη μοίρα της.

Για κάμποση ώρα στεκόταν στην κορυφή του πύργου, ενώ το ασθενικό μισοφέγγαρο διέσχιζε τον ουρανό. Καθόταν και κοίταζε το Μασάνταρ να γεμίζει εντελώς την πλατεία, μέχρι που μόνο η κορυφή της Πύλης των Οδών εξείχε πάνω από την επιφάνεια της ομίχλης. Αργά, άρχισε να αποσύρεται, αποφασισμένο να αναζητήσει αλλού κυνήγι. Αν ο Σαμαήλ ήταν ακόμα ζωντανός, θα μπορούσε να σκοτώσει εύκολα τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος αν νοιαζόταν και πολύ. Τελικά, άνοιξε μια πύλη κατάλληλη για Γλίστρημα και δημιούργησε μια πλατφόρμα, έναν δίσκο δίχως κιγκλίδωμα, μισό άσπρο μισό μαύρο. Το Γλίστρημα ήταν μια μέθοδος πιο αργή από το Ταξίδεμα. Του πήρε τουλάχιστον μισή ώρα μέχρι να φθάσει στο Ιλιαν, και σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής έκαιγε το μυαλό του με το όνομα της Λία, πάλι και πάλι, αυτομαστιγωνόταν. Ευχήθηκε να μπορούσε να κλάψει, αλλά πολύ φοβόταν ότι είχε ξεχάσει τον τρόπο.

Τον περίμεναν στο Παλάτι του Βασιλιά, στην αίθουσα του θρόνου. Ο Μπασίρε, ο Ντασίβα κι οι Άσα'μαν. Ήταν ακριβώς ίδια με την αίθουσα που είχε δει στην άλλη άκρη της πλατείας, εκεί που υπήρχαν οι φανοί πάνω στους ορθοστάτες, κι οι σκαλιστές απεικονίσεις πάνω στους μαρμάρινους τοίχους και στο μακρύ λευκό βάθρο. Ήταν ακριβώς ίδια, αν και κάπως μεγαλύτερη προς κάθε κατεύθυνση. Αντί για εννέα καθίσματα στο βάθρο, υπήρχε μόνο ένας μεγάλος επίχρυσος θρόνος με λεοπαρδάλεις για βραχίονες, καθώς κι εννέα χρυσές μέλισσες σε μέγεθος γροθιάς που επικρέμονταν πάνω από το κεφάλι οποιουδήποτε καθόταν στον θρόνο. Ο Ραντ κάθισε κουρασμένα στα σκαλοπάτια, μπροστά από το βάθρο.

«Υποθέτω πως ο Σαμαήλ είναι νεκρός», είπε ο Μπασίρε, κοιτώντας τον από την κορυφή έως τα νύχια, μέσα στο κουρελιασμένο και σκονισμένο πανωφόρι του.

«Είναι νεκρός», απάντησε ο Ραντ, κι ο Ντασίβα ανάσανε με ανακούφιση.

«Η πόλη μάς ανήκει», συνέχισε ο Μπασίρε. «Ή, μάλλον, σου ανήκει». Γέλασε ξαφνικά. «Οι αψιμαχίες σταμάτησαν απότομα από τη στιγμή που οι κατάλληλοι άνθρωποι αντιλήφθηκαν πως ήσουν εσύ. Σε τελική ανάλυση, δεν έγινε και τίποτα». Το ξεραμένο αίμα είχε σχηματίσει μια σκούρα κηλίδα στο σκισμένο μανίκι του πανωφοριού του. «Το Συμβούλιο ανυπομονούσε να γυρίσεις. Λαχταρούσε, θα έλεγα», πρόσθεσε με ένα πικρόχολο χαμόγελο.

Οκτώ ιδρωμένοι άντρες στέκονταν στην άλλη άκρη της αίθουσας του θρόνου από τη στιγμή που είχε μπει μέσα ο Ραντ. Φορούσαν σκούρα μεταξένια πανωφόρια με χρυσά ή ασημένια κεντήματα στα πέτα και στα μανίκια και χυτές δαντέλες στον λαιμό και στους καρπούς. Μερικοί είχαν γενειάδα που άφηνε γυμνό το πάνω μέρος του χείλους, αλλά ο καθένας τους είχε μια πλατιά ζώνη από πράσινο μετάξι γερτή πάνω στο στήθος του, με εννέα χρυσές μέλισσες κεντημένες επάνω της.

Ο Μπασίρε τούς έκανε νόημα κι αυτοί προχώρησαν μπροστά, υποκλινόμενοι στον Ραντ σε κάθε τρίτο βήμα, λες και φορούσε τα πιο κομψά ρούχα του κόσμου. Ένας ψηλός άντρας έμοιαζε να είναι ο αρχηγός, ένας στρογγυλομούρης τύπος με γενάκι, με μια αξιοπρέπεια που έμοιαζε φυσική, αν και κηλιδωμένη από ανησυχία. «Άρχοντα Δράκοντα», είπε, υποκλινόμενος ξανά και τοποθετώντας τα δύο του χέρια στο σημείο της καρδιάς. «Συγχώρεσέ με, αλλά ο Άρχοντας Μπρεντ δεν βρέθηκε πουθενά, και...»

«Δεν θα βρεθεί», απάντησε ξερά ο Ραντ.

Ένας μυς συσπάστηκε πάνω στο πρόσωπο του άντρα από τον τόνο της φωνής του Ραντ και ξεροκατάπιε. «Όπως ορίζεις, Άρχοντα Δράκοντα», μουρμούρισε. Είμαι ο Άρχοντας Γκρέγκοριν ντεν Λούσενος, Άρχοντα Δράκοντα. Απουσία του Άρχοντα Μπρεντ, ομιλώ εκ μέρους του Συμβουλίου των Εννέα. Σου προσφέρουμε...» Το χέρι του που είχε αφημένο στο πλευρό κινήθηκε ζωηρά προς το μέρος ενός κοντύτερου σπανού άντρα, ο οποίος βγήκε μπροστά κουβαλώντας ένα μαξιλάρι καλυμμένο με ένα ύφασμα από πράσινο μετάξι. «...σου προσφέρουμε το Ίλιαν». Ο κοντύτερος άντρας τράβηξε το ύφασμα αποκαλύπτοντας ένα βαρύ χρυσό στολίδι, δύο ίντσες πλατύ και φτιαγμένο από φύλλα δάφνης. «Η πόλη σού ανήκει», συνέχισε ανήσυχα ο Γκρέγκοριν. «Θέσαμε τέλος σε κάθε είδους αντίσταση. Σου προσφέρουμε την κορώνα, τον θρόνο κι ολάκερη την πόλη του Ίλιαν».

Ο Ραντ κοίταξε το στέμμα πάνω στο μαξιλάρι χωρίς να κινεί τον παραμικρό μυώνα στο κορμί του. Ο κόσμος νόμιζε πως ήθελε να γίνει βασιλιάς στο Δάκρυ, φοβόταν μήπως τα κατάφερνε στην Καιρχίν και στο Άντορ, αλλά κανείς μέχρι τώρα δεν του είχε προσφέρει ένα στέμμα. «Για ποιον λόγο; Τόσο πολύ επιθυμεί ο Μάτιν Στεπάνεος να εγκαταλείψει τον θρόνο του;»

«Ο Βασιλιάς Μάτιν εξαφανίστηκε πριν από δύο μέρες», είπε ο Γκρέγκοριν. «Κάποιοι από μας φοβούνταν... πως ο Άρχοντας Μπρεντ είχε κάποια σχέση με αυτό. Ο Μπρεντ έχει...» Σταμάτησε για λίγο για να ξεροκαταπιεί. «...έχει μεγάλη επιρροή στον βασιλιά, πολύ μεγάλη σύμφωνα με τις γνώμες μερικών, αλλά τους τελευταίους μήνες η προσοχή του ήταν στραμμένη αλλού κι ο Μάτιν είχε αρχίσει να επιβάλλεται ξανά».

Λωρίδες από τα βρώμικα μανίκια του και κουρέλια από την πουκαμίσα του κρεμάστηκαν, καθώς ο Ραντ άπλωσε το χέρι του να πιάσει τη Δάφνινη Κορώνα. Ο Δράκοντας που ήταν τυλιγμένος γύρω από τον πήχυ του έλαμπε κάτω από το φως των φανών τόσο όσο το χρυσό στέμμα. Στριφογύρισε την κορώνα στα χέρια του. «Ακόμα δεν μου αποκαλύψατε τον λόγο. Μήπως επειδή σας κατέκτησα;» Είχε κατακτήσει το Δάκρυ και την Καιρχίν, αλλά όλο και κάποιοι στρέφονταν εναντίον του και στις δύο περιοχές. Ωστόσο, δεν φαινόταν να υπάρχει άλλος τρόπος.

«Εν μέρει, ναι», είπε ξερά ο Γκρέγκοριν. «Θα μπορούσαμε, βέβαια, να διαλέξουμε κι έναν από μας. Και στο παρελθόν είχαν υπάρξει βασιλιάδες που προέρχονταν από το Συμβούλιο. Όμως, οι παραγγελίες τροφίμων που έκανες για να σταλούν από το Δάκρυ έφεραν την υπογραφή σου, δόξα στο Φως. Χωρίς αυτές, πολλοί θα είχαν πεθάνει από λιμοκτονία. Ο Μπρεντ φρόντισε κάθε φραντζόλα ψωμί να μοιραστεί στους στρατώνες».

Ο Ραντ βλεφάρισε και τράβηξε το χέρι του από την κορώνα για να βυζάξει ένα τρυπημένο δάχτυλο. Σχεδόν θαμμένες κάτω από τα φύλλα της δάφνης, υπήρχαν οι μυτερές αιχμές των σπαθιών. Πριν από πόσο καιρό, άραγε, είχε προστάξει τους Δακρυνούς να πουλήσουν τρόφιμα στον αρχαίο τους εχθρό ή να πεθάνουν αν αρνηθούν; Δεν είχε αντιληφθεί πως συνέχιζαν να το κάνουν ενόσω αυτός ετοιμαζόταν να εισβάλει στο Ίλιαν. Ίσως φοβούνταν να ανακινήσουν το θέμα, αλλά φοβούνταν και να σταματήσουν. Ίσως, τελικά, να έπαιρνε δικαιωματικά το στέμμα.

Τοποθέτησε μαλακά το κυκλικό στολίδι με τα φύλλα της δάφνης στο κεφάλι του. Τα μισά ξίφη ήταν στραμμένα προς τα επάνω και τα μισά προς τα κάτω. Σε κανένα κεφάλι δεν θα μπορούσε να τοποθετηθεί περιστασιακά αυτή η κορώνα.

Ο Γκρέγκοριν υποκλίθηκε μαλακά. «Το Φως να φωτίζει τον Ραντ αλ'Θόρ, Βασιλιά του Ίλιαν», φώναξε τονίζοντας τις λέξεις, κι οι εφτά υπόλοιποι άρχοντες υποκλίθηκαν μαζί του, μουρμουρίζοντας, «Το Φως να φωτίζει τον Ραντ αλ'Θόρ, Βασιλιά του Ίλιαν».

Ο Μπασίρε αρκέστηκε σε μια ελαφριά υπόκλιση -σε τελική ανάλυση, ήταν θείος βασίλισσας- αλλά ο Ντασίβα φώναξε: «Ζήτω ο Ραντ αλ'Θόρ, ο Βασιλιάς του Κόσμου!» Ο Φλιν κι οι υπόλοιποι Άσα'μαν ύψωσαν κι αυτοί τις φωνές τους.

«Ζήτω ο Ραντ αλ'Θόρ, ο Βασιλιάς του Κόσμου!»

«Ζήτω ο Βασιλιάς του Κόσμου!»

Ηχούσε αρκετά καλά.


Η ιστορία διαδόθηκε όπως όλες οι ιστορίες κι, ως συνήθως, παραλλάχτηκε με τον χρόνο και τις αποστάσεις. Διαδόθηκε από το Ίλιαν μέσω των πλοίων, μέσω των εμπορικών καραβανιών, μέσω ταχυδρομικών περιστεριών σταλμένων με άκρα μυστικότητα, απλώθηκε με κυματισμούς που συνάντησαν άλλους κυματισμούς κι έφτιαξαν καινούργιους. Ένας ολόκληρος στρατός είχε φτάσει στο Ίλιαν, έλεγαν οι φήμες, ένας στρατός από Αελίτες, από Άες Σεντάι που εμφανίζονταν από το πουθενά, από άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης καβάλα σε ιπτάμενα θηρία, ακόμα κι ένας στρατός από Σαλδαίους, αν κι αυτό το τελευταίο δεν το πίστευε κανείς. Κάποιες διηγήσεις έλεγαν πως το συμβούλιο των Εννέα είχε προσφέρει στον Αναγεννημένο Δράκοντα τη Δάφνινη Κορώνα, ενώ άλλες ότι του την είχε παραδώσει ο Μάτιν Στεπάνεος γονυπετής. Μερικοί έλεγαν πως ο Αναγεννημένος Δράκοντας είχε αρπάξει το στέμμα από το κεφάλι του Μάτιν κι έπειτα κάρφωσε αυτό το κεφάλι σε έναν πάσσαλο. Όχι, ο Αναγεννημένος Δράκοντας κατεδάφισε ολόκληρο το Ίλιαν, δεν άφησε τίποτα όρθιο, κι έθαψε τον παλιό βασιλιά κάτω από τα ερείπια. Όχι, αυτός κι ο στρατός του από Άσα'μαν το είχαν πυρπολήσει και, μετά το Ίλιαν, αφάνισαν και το Έμπου Νταρ.

Ωστόσο, υπήρχε κάτι κοινό σε όλες αυτές τις ιστορίες, κάτι που επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά. Η δάφνινη Κορώνα του Ίλιαν είχε μετονομαστεί σε Κορώνα από Ξίφη.

Και, για κάποιον λόγο, όποιοι έλεγαν αυτές τις ιστορίες ένιωθαν συχνά την ανάγκη να προσθέσουν σχεδόν παρόμοια λόγια. Έρχεται θύελλα, έλεγαν κοιτώντας ανήσυχα προς τον Νότο. Έρχεται θύελλα.

Загрузка...