32 Σφραγισμένα στη Φλόγα

Η Ελάιντα ντο Αβρινύ α'Ρόιχαν καθόταν βασιλοπρεπώς στην Έδρα της Άμερλιν, στο ψηλό κάθισμα με τις σκαλιστές περικοκλάδες, που τώρα ήταν βαμμένο με έξι μόνο χρώματα αντί των παραδοσιακών εφτά. Με ένα εξάριγο επιτραχήλιο να καλύπτει τους ώμους της, περιέφερε το βλέμμα της στην κυκλική Αίθουσα του Πύργου. Τα χρωματιστά καθίσματα των Καθήμενων είχαν τοποθετηθεί κατά μήκος μιας εξέδρας με σκαλοπάτια στην πρόσθια όψη της, η οποία κύκλωνε την αίθουσα κάτω από έναν μεγάλο θόλο· ήταν παραταγμένα σε διαστήματα που επέτρεπαν την παρουσία μόνο έξι Άτζα αντί εφτά. Οι δεκαοχτώ Καθήμενες περίμεναν υπομονετικά. Ο νεαρός αλ'Θόρ γονάτισε ήσυχα δίπλα στην Έδρα της Άμερλιν. Δεν θα μιλούσε, παρά μόνο όταν του το επέτρεπαν, κάτι που όμως δεν θα γινόταν σήμερα. Σήμερα, ήταν απλώς ένα ακόμη σύμβολο της δύναμής της, κι οι δώδεκα πιο ευνοούμενες Καθήμενες έλαμπαν κάτω από τον λύχνο που ήλεγχε η ίδια, για να τον έχει ασφαλή.

«Η μεγαλύτερη συναίνεση έχει επιτευχθεί, Μητέρα», είπε μειλίχια η Αλβιάριν πάνω από τον ώμο της, κάνοντας μια ταπεινή υπόκλιση στην κορυφή της ράβδου όπου έλαμπε η Φλόγα.

Στο δάπεδο, κάτω από την εξέδρα, η Σέριαμ ούρλιαξε άγρια και χρειάστηκε να τη συγκρατήσει η Φρουρά του Πύργου. Η Κόκκινη αδελφή που τη θωράκιζε σάρκασε περιφρονητικά. Η Ρομάντα κι η Λελαίν παρουσίαζαν μια ψυχρή, επιφανειακή αξιοπρέπεια, αλλά οι περισσότερες από τις υπόλοιπες που ήταν θωρακισμένες και φρουρούμενες στο πάτωμα μυξόκλαιγαν, ίσως από ανακούφιση που μόνο τέσσερις γυναίκες αντιμετώπισαν την τελική ποινή, ίσως από φόβο για το τι έμελλε γενέσθαι. Η πιο ωχρή έκφραση στιγμάτιζε τα πρόσωπα των τριών που είχαν τολμήσει να καθίσουν σε μια Αίθουσα επαναστατριών εκ μέρους του —διαλυμένου πια— Γαλάζιου Άτζα. Κάθε στασιάστρια είχε εκδιωχθεί από το Άτζα της, μέχρι που η Ελάιντα έδωσε την άδεια να εξεταστεί η επανένταξή τους, αλλά οι αδελφές του πάλαι ποτέ Γαλάζιου ήξεραν πως τις περίμεναν δύσκολοι καιροί μέχρι να τους αποδιδόταν έλεος, ολόκληρα χρόνια που θα τους απαγορευόταν η είσοδος σε οποιοδήποτε άλλο Άτζα. Μέχρι τότε, τις είχε όλες στο χέρι.

Σηκώθηκε, κι η Μία Δύναμη που έρεε διαμέσου της από τον κύκλο έμοιαζε με επίδειξη της δύναμής της. «Η Αίθουσα συναινεί με τη θέληση της Έδρας της Άμερλιν. Η Ρομάντα θα είναι η πρώτη που θα μαστιγωθεί». Η Ρομάντα τίναξε το κεφάλι της. Θα της έδειχνε τώρα πόση αξιοπρέπεια μπορούσε να διατηρήσει ακόμα μέχρι το σιγάνεμά της. Η Ελάιντα έκανε ένα κοφτό νεύμα. «Πάρτε μακριά τις κρατούμενες και φέρτε μου την πρώτη από τις αξιολύπητες και παραπλανημένες αδελφές που τις ακολούθησαν. Θα αποδεχτώ την υποταγή τους».

Μια κραυγή ακούστηκε ανάμεσα στις κρατούμενες, και μία από αυτές ελευθερώθηκε από τον Φρουρό που της κρατούσε το μπράτσο. Η Εγκουέν αλ'Βέρ έπεσε μπροστά στα σκαλοπάτια, στα πόδια της Ελάιντα, με τα χέρια τεντωμένα και τα δάκρυα να κυλούν ποτάμι στα μάγουλά της.

«Συγχώρεσέ με, Μητέρα!» κλαψούρισε η κοπέλα. «Μεταμελούμαι! Υποτάσσομαι. Υποτάσσομαι! Σε παρακαλώ, μη με σιγανέψεις!» Καταρρακωμένη, έγειρε με το πρόσωπο στο πάτωμα και τους ώμους να τρέμουν από τα αναφιλητά. «Σε παρακαλώ, Μητέρα! Μεταμελούμαι! Μεταμελούμαι!»

«Η Έδρα της Άμερλιν θα δείξει έλεος», είπε η Ελάιντα θριαμβευτικά. Μπορεί ο Λευκός Πύργος να έχανε τη Λελαίν, τη Ρομάντα και τη Σέριαμ παραδειγματικά, αλλά η Ελάιντα μπορούσε να κρατήσει τη δύναμη αυτού του κοριτσιού. Αυτή η ίδια ήταν ο Λευκός Πύργος. «Εγκουέν αλ'Βέρ, στασίασες εναντίον της Άμερλιν, αλλά θα δείξω έλεος. Θα ντυθείς ξανά στα λευκά της μαθητευόμενης, μέχρις ότου κρίνω πως είσαι έτοιμη να προαχθείς, αλλά σήμερα θα είσαι η πρώτη που θα πάρει έναν Τέταρτο Όρκο στη Ράβδο των Όρκων, τον όρκο της πίστης και της υπακοής απέναντι στην Έδρα της Άμερλιν».

Οι αιχμάλωτες έπεσαν στα γόνατα, ικετεύοντας να τους επιτραπεί να πάρουν εκείνο τον όρκο, προκειμένου να αποδείξουν την αληθινή τους υποταγή. Η Λελαίν ήταν από τις πρώτες, όπως κι η Ρομάντα κι η Σέριαμ. Η Εγκουέν σύρθηκε στα σκαλοπάτια για να φιλήσει το στρίφωμα στο φόρεμα της Ελάιντα.

«Αφήνομαι στο έλεός σου, Μητέρα», μουρμούρισε μέσα από τα δάκρυά της. «Σε ευχαριστώ. Ω, σε ευχαριστώ πολύ!»

Η Αλβιάριν άρπαξε τον ώμο της Ελάιντα, ταρακουνώντας την. «Ξύπνα, ανόητη γυναίκα!» γρύλισε.

Τα μάτια της Ελάιντα άνοιξαν διάπλατα στο αμυδρό φως του φανού που κρατούσε η Αλβιάριν, η οποία έσκυβε πάνω από το κρεβάτι της με το ένα χέρι στον ώμο της. Μισοξύπνια ακόμα, μουρμούρισε: «Τι είπες;»

«Είπα, "Ξύπνα, σε παρακαλώ, Μητέρα"», απάντησε ψυχρά η Αλβιάριν. «Η Κοβάρλα Μπαλντέν επέστρεψε από την Καιρχίν».

Η Ελάιντα κούνησε το κεφάλι της, προσπαθώντας να διώξει τα τελευταία ξέφτια του ονείρου. «Τόσο σύντομα; Δεν τις περίμενα πριν περάσει τουλάχιστον μια βδομάδα ακόμα. Η Κοβάρλα, είπες; Κι η Γκαλίνα;» Ανόητες ερωτήσεις. Η Αλβιάριν δεν είχε ιδέα τι εννοούσε η γυναίκα.

Ωστόσο, με αυτόν τον παγερό κρυστάλλινο τόνο στη φωνή της, απάντησε: «Πιστεύει πως η Γκαλίνα είναι νεκρή ή αιχμάλωτη. Φοβάμαι πως τα νέα... δεν είναι και τόσο ευχάριστα».

Το τι έπρεπε ή δεν έπρεπε να ξέρει η Αλβιάριν ήταν κάτι που δεν απασχολούσε αυτήν τη στιγμή την Ελάιντα. «Πες μου», της είπε, πετώντας από πάνω της τα μεταξωτά σεντόνια. Όταν, όμως, σηκώθηκε και φόρεσε μια μεταξωτή ρόμπα πάνω από το νυχτικό της, άκουσε κάτι αμυδρά κι αποσπασματικά. Μια μάχη. Ολόκληρες ορδές από Αελίτισσες που διαβίβαζαν. Ο αλ'Θόρ είχε εξαφανιστεί. Καταστροφή. Σαστισμένη, παρατήρησε πως η Αλβιάριν ήταν θαυμάσια ντυμένη, με ένα λευκό φόρεμα κεντημένο με ασήμι και με το επώμιο της Τηρήτριας γύρω από τον λαιμό της. Προφανώς, η γυναίκα περίμενε πρώτα να ντυθεί κι έπειτα να της ανακοινώσει τα νέα!

Το εντοιχισμένο ρολόι στο σπουδαστήριο σήμανε αρμονικά τον Δεύτερο Ψαλμό καθώς η Ελάιντα έμπαινε στο καθιστικό. Οι μικρές ώρες του πρωινού. Η χειρότερη ώρα να πληροφορείσαι φρικτά νέα. Η Κοβάρλα σηκώθηκε βιαστικά από την πολυθρόνα με τα κόκκινα μαξιλαράκια, με το αδιάλλακτο πρόσωπό της βαθουλωμένο από την ανησυχία και την εξάντληση, και γονυπέτησε για να φιλήσει το δαχτυλίδι της Ελάιντα. Το σκούρο φόρεμα ιππασίας με το οποίο ήταν ντυμένη είχε ακόμα επάνω του τη σκόνη του ταξιδιού, και τα ωχρά της μαλλιά χρειάζονταν χτένισμα. Πάντως, φορούσε το επώμιο, το οποίο δεν αποχωριζόταν όσο η Ελάιντα ήταν ζωντανή.

Η Ελάιντα αποτράβηξε το χέρι της αμέσως μόλις τα χείλη της γυναίκας άγγιξαν το Μέγα Ερπετό. «Γιατί γύρισες;» τη ρώτησε κοφτά. Αρπάζοντας το πλεκτό της από το σημείο που το είχε αφήσει, σε μια καρέκλα, κάθισε κι άρχισε να κινεί τις μακρόστενες βελόνες από φίλντισι. Το πλέξιμο εξυπηρετούσε τον ίδιο σκοπό με το να θωπεύει τις σκαλιστές φιλντισένιες μινιατούρες της, κι αυτή τη στιγμή χρειαζόταν οπωσδήποτε κάτι να την ηρεμήσει. Επίσης, τη βοηθούσε να σκεφτεί. Έπρεπε να σκεφτεί. «Πού είναι η Κατερίνε;» Αν η Γκαλίνα ήταν νεκρή, η Κατερίνε θα είχε αναλάβει την αρχηγία, μπροστά από την Κόιρεν. Η Ελάιντα τούς είχε ξεκαθαρίσει πως, από τη στιγμή που θα συλλάμβαναν τον αλ'Θόρ, το Κόκκινο Άτζα θα έπαιρνε τα ηνία.

Η Κοβάρλα σηκώθηκε αργά-αργά, σαν να μην ήταν σίγουρη ότι έπρεπε. Τα χέρια της σφίχτηκαν στο επώμιο με τα κόκκινα κρόσσια που ήταν ριγμένο στα μπράτσα της. «Η Κατερίνε ανήκει στις αγνοούμενες, Μητέρα. Είμαι η υψηλότερα ιστάμενη ανάμεσα σε...» Δεν αποτελείωσε την πρότασή της όταν παρατήρησε τον τρόπο με τον οποίο την κοιτούσε η Ελάιντα, με τα δάχτυλα της να έχουν μαρμαρώσει ενώ ήταν έτοιμη να περάσει το μάλλινο νήμα στη βελόνα. Η Κοβάρλα ξεροκατάπιε και μετακινήθηκε αμήχανα.

«Πόσες, κόρη;» ρώτησε τελικά η Ελάιντα. Αδυνατούσε να πιστέψει πως η φωνή της ήταν τόσο σταθερή.

«Δεν έχω υπ' όψιν μου πόσες δραπέτευσαν, Μητέρα», αποκρίθηκε η Κοβάρλα διστακτικά. «Δεν μπορούσαμε να περιμένουμε για εμπεριστατωμένη έρευνα και...»

«Πόσες;» φώναξε η Ελάιντα. Ριγώντας, ανάγκασε τον εαυτό της να αφοσιωθεί στο πλεκτό της· δεν έπρεπε να έχει βάλει τις φωνές· η καταφυγή στην οργή ήταν εκδήλωση αδυναμίας. Κάνε μια θηλιά στο νήμα και πέρνα τη βελόνα. Κατευναστικές κινήσεις.

«Ε... έφερα έντεκα ακόμα αδελφές μαζί μου, Μητέρα». Η γυναίκα έκανε μια παύση κι ανάσανε βαθιά. Έπειτα, όταν η Ελάιντα δεν έκανε κανένα σχόλιο, συνέχισε: «Μπορεί να καταφέρουν να γυρίσουν κι άλλες, Μητέρα. Ο Γκάγουιν αρνήθηκε να περιμένει κι άλλο, και δεν τολμήσαμε να παραμείνουμε πίσω χωρίς αυτόν και τα Παλικαράκια του, με τόσες Αελίτισσες τριγύρω...»

Η Ελάιντα δεν άκουγε. Δώδεκα επέστρεψαν. Αν διέφυγαν περισσότερες, θα κατέφευγαν στην Ταρ Βάλον και θα βρίσκονταν ήδη εδώ, όπως η Κοβάρλα. Ακόμα κι αν τραυματίζονταν μια δυο, ταξιδεύοντας με αργό ρυθμό... αλλά δώδεκα! Ο Πύργος δεν είχε υποστεί καταστροφή τέτοιου μεγέθους ούτε κατά τους Πολέμους των Τρόλοκ.

«Αυτές οι Αελίτισσες αδέσποτες πρέπει να πάρουν ένα καλό μάθημα», είπε η Ελάιντα, μη δίνοντας σημασία στη φλυαρία της Κοβάρλα. Η Γκαλίνα νόμιζε πως μπορούσε να χρησιμοποιήσει μια Αελίτισσα για να εκτρέψει μια άλλη. Τι ανόητη που ήταν αυτή η γυναίκα! «Θα ελευθερώσουμε τις αδελφές που κρατούν αιχμάλωτες και θα τους δείξουμε τι σημαίνει να προκαλούν τις Άες Σεντάι! Επιπλέον, θα πάρουμε πίσω τον αλ'Θόρ». Δεν επρόκειτο σε καμιά περίπτωση να τον αφήσει να φύγει, ακόμα κι αν χρειαζόταν να ηγηθεί η ίδια τού Λευκού Πύργου! Η Πρόβλεψη ήταν αναμφίβολη. Θα θριάμβευε!

Ρίχνοντας μια ανήσυχη ματιά προς το μέρος της Αλβιάριν, η Κοβάρλα μετακινήθηκε ξανά με αμηχανία. «Μητέρα, αυτοί οι άντρες... Νομίζω πως...»

«Πάψε να νομίζεις!» την έκοψε απότομα η Ελάιντα. Τα χέρια της άρπαξαν αντανακλαστικά τις βελόνες του πλεξίματος κι έγειρε προς το μέρος της τόσο απότομα, ώστε η Κοβάρλα ύψωσε το χέρι της σαν να επρόκειτο να αμυνθεί. Η παρουσία της Αλβιάριν είχε φύγει από το μυαλό της Ελάιντα. Σίγουρα η γυναίκα ήξερε κάποια πράγματα, αλλά αυτό θα το ρύθμιζε αργότερα. «Έχεις τηρήσει τη δέουσα μυστικότητα, Κοβάρλα; Πλην, δηλαδή, του να πληροφορήσεις την Τηρήτρια».

«Μα φυσικά, Μητέρα», απάντησε βεβιασμένα η Κοβάρλα. Κούνησε το κεφάλι της με ζέση, χαρούμενη που είχε κάνει κάτι σωστά. «Μπήκα μόνη μου στην πόλη και κράτησα κρυμμένο το πρόσωπό μου μέχρι να βρω την Αλβιάριν. Ο Γκάγουιν ήθελε να με συνοδεύσει, αλλά οι φρουροί της γέφυρας αρνήθηκαν να επιτρέψουν σε ένα μέλος των Τέκνων του Φωτός να περάσει».

«Ξέχνα τον Γκάγουιν Τράκαντ», την πρόσταξε ξινά η Ελάιντα. Φαίνεται ότι ο μόνος σκοπός ύπαρξης αυτού του νεαρού ήταν να της δημιουργεί προβλήματα. Αν αποδεικνυόταν πως η Γκαλίνα ζούσε ακόμα, θα πλήρωνε ακριβά την αποτυχία της, κυρίως επειδή είχε αφήσει τον αλ'Θόρ να δραπετεύσει. «Θα φύγεις από την πόλη τόσο προσεκτικά όσο μπήκες, κόρη μου, και θα κρυφτείς μαζί με τις άλλες σε κάποιο από τα χωριά πέρα από τις πόλεις των γεφυρών μέχρις ότου να σε ειδοποιήσω. Το Ντόρλαν είναι το καταλληλότερο». Θα αναγκάζονταν να κοιμούνται σε σιταποθήκες σ' αυτό το μικροσκοπικό χωριουδάκι, που δεν διέθετε πανδοχείο· αν μη τι άλλο, έτσι θα πλήρωναν την τσαπατσουλιά τους. «Φύγε τώρα. Κι ευχήσου να καταφθάσει σύντομα κάποια ανώτερή σου. Η Αίθουσα απαιτεί αποζημίωση για αυτήν την πρωτάκουστη καταστροφή και, προς το παρόν, φαίνεται πως εσύ είσαι η πιο υψηλά ιστάμενη απ' όσες φταίνε. Φύγε!»

Η Κοβάρλα χλώμιασε. Τρίκλιζε τόσο πολύ όταν προσπάθησε να υποκλιθεί, ώστε η Ελάιντα πίστεψε πως έτοιμη ήταν να σωριαστεί κάτω. Ανίκανες! Περιτριγυριζόταν από ηλίθιες, προδότριες κι ανίκανες!

Μόλις η Ελάιντα άκουσε την εξωτερική πόρτα να κλείνει, πέταξε μακριά το πλεκτό και σηκώθηκε όρθια, κατευθυνόμενη προς την Αλβιάριν. «Γιατί δεν τα πληροφορήθηκα προηγουμένως όλα αυτά; Αν ο αλ'Θόρ δραπέτευσε πριν από -πόσο είπες; Εφτά μέρες;- αν δραπέτευσε εφτά μέρες πριν, πιθανότατα οι κατάσκοποι κάποιου θα τον είχαν δει. Για ποιον λόγο δεν ενημερώθηκα;»

«Μητέρα, μπορώ να σου διαβιβάζω μόνο όσα μού διαβιβάζουν αντιστοίχως τα Άτζα». Η Αλβιάριν τακτοποίησε ήρεμα το επώμιό της, χωρίς να δείχνει διόλου ταραγμένη. «Όντως, έχεις υπ' όψιν σου να διακινδυνεύσεις μια τρίτη αποτυχία, αποπειρώμενη να διασώσεις τις κρατούμενες;»

Η Ελάιντα ρουθούνισε αποπεμπτικά. «Πιστεύεις πραγματικά πως οι αδέσποτες μπορούν να σταθούν απέναντι στις Άες Σεντάι; Η Γκαλίνα μάλλον αιφνιδιάστηκε». Το βλέμμα της έγινε βλοσυρό. «Τι εννοείς "μια τρίτη αποτυχία;"»

«Δεν άκουσες, Μητέρα». Χωρίς να το περιμένει η Ελάιντα, η Αλβιάριν κάθισε δίχως να πάρει άδεια, σταυρώνοντας τα γόνατά της και σιάζοντας ήρεμα τη φούστα της. «Η Κοβάρλα πίστευε ότι θα άντεχαν απέναντι στις αδέσποτες -αν και δεν νομίζω πως ήταν τόσο σίγουρη όσο προσποιούνταν — αλλά οι άντρες ήταν ένα άλλο ζήτημα. Κάμποσες εκατοντάδες από αυτους με μαύρους μανδύες, όλοι ικανοί να διαβιβάσουν. Ήταν πολύ σίγουρη γι' αυτό, όπως κι οι υπόλοιπες προφανώς. Τους αποκαλούσε "ζωντανά όπλα". Πιστεύω πως την έφαγαν οι αναμνήσεις».

Η Ελάιντα έμοιαζε ζαλισμένη. Κάμποσες εκατοντάδες; «Αδύνατον. Δεν μπορεί να ήταν παραπάνω από...» Πήγε προς ένα τραπέζι που έμοιαζε φτιαγμένο από φίλντισι και φύλλα χρυσού, και σερβιρίστηκε ένα κολονάτο ποτήρι με παντς. Το χείλος της κρυστάλλινης κανάτας κροτάλισε πάνω στο κρυστάλλινο ποτήρι και μια ποσότητα παντς χύθηκε στον χρυσαφί δίσκο.

«Εφ' όσον ο αλ'Θόρ μπορεί να Ταξιδεύει», είπε ξαφνικά η Αλβιάριν, «φαίνεται λογικό να μπορούν και κάποιοι, τουλάχιστον, από αυτούς τους άντρες. Η Κοβάρλα είναι σχεδόν σίγουρη πως έτσι έφτασαν εκεί. Έχω την εντύπωση πως ο νεαρός είναι έξαλλος για τη μεταχείριση της οποίας έτυχε. Η Κοβάρλα έμοιαζε κάπως ανήσυχη. Άφησε να εννοηθεί πως εξίσου ανήσυχες ήταν κι αρκετές από τις αδελφές. Ο αλ'Θόρ ίσως αισθάνεται πως σου χρωστάει κάτι. Δεν θα είναι και πολύ ευχάριστο να δεις ξαφνικά μπροστά σου αυτούς τους άντρες εδώ, μέσα στον Πύργο, έτσι δεν είναι;»

Η Ελάιντα ήπιε μονορούφι το παντς. Η Γκαλίνα είχε πάρει εντολή να λυγίσει τον αλ'Θόρ. Αν εκείνος ερχόταν για εκδίκηση... Αν όντως υπήρχαν εκατοντάδες άντρες με τη δυνατότητα της διαβίβασης - ή ακόμα κι εκατό μόνο... Έπρεπε να σκεφτεί!

«Βέβαια, αν επρόκειτο να έρθουν, νομίζω πως θα είχαν καταφθάσει ήδη. Δεν θα άφηναν ανεκμετάλλευτο το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Ίσως, όμως, ακόμα κι ο ίδιος ο αλ'Θόρ να μην επιθυμεί να έρθει αντιμέτωπος με την πλήρη δύναμη του Πύργου. Υποθέτω πως έχουν γυρίσει όλοι τους στο Κάεμλυν, στον Μαύρο τους Πύργο. Πράγμα που σημαίνει, φοβάμαι, ότι μια εξαιρετικά δυσάρεστη έκπληξη περιμένει την Τοβέιν».

«Στείλ' της μια διαταγή να επιστρέψει αμέσως», είπε βραχνά η Ελάιντα. Το παντς δεν φάνηκε να βοηθάει και πολύ. Στράφηκε να κοιτάξει την Αλβιάριν και ξαφνιάστηκε όταν τη βρήκε να στέκεται ακριβώς μπροστά της. Ίσως, τελικά, να ήταν λιγότεροι από εκατό. Στο φως του δειλινού, ακόμα και δέκα θα μπορούσαν να φαίνονται πολύ περισσότεροι - αλλά δεν μπορούσε να το διακινδυνεύσει. «Γράψ' την εσύ, Αλβιάριν. Τώρα, αυτήν τη στιγμή».

«Και με ποιον τρόπο θα φτάσει στα χέρια της;» Η Αλβιάριν έγειρε το κεφάλι της, παγερά περίεργη. Για κάποιον λόγο, χαμογελούσε αμυδρά. «Καμιά από εμάς δεν έχει το ταλέντο του Ταξιδέματος. Τα πλοία θα αποβιβάσουν την Τοβέιν και τους δικούς της στο Άντορ από μέρα σε μέρα, αν δεν το έχουν κάνει ήδη. Της είπες να χωριστούν σε μικρές ομάδες και να αποφύγουν τα χωριά, έτσι ώστε να μην προλάβουν να ειδοποιήσουν. Όχι, Ελάιντα, φοβάμαι πως η Τοβέιν θα ανασυντάξει τις δυνάμεις της κοντά στο Κάεμλυν και θα επιτεθεί στον Μαύρο Πύργο πριν προλάβει να φτάσει η διαταγή».

Η Ελάιντα έμεινε άναυδη. Η γυναίκα την είχε αποκαλέσει με το όνομά της! Προτού ακόμα αρχίσει να της τα ψέλνει οργισμένη, ήρθαν τα χειρότερα.

«Νομίζω πως βρίσκεσαι σε πολύ δύσκολη θέση, Ελάιντα». Παγερά μάτια ήταν καρφωμένα σ' αυτά της Ελάιντα, κι οι λέξεις που ξεχύνονταν από τα χαμογελαστά χείλη της Αλβιάριν ήταν ακόμα πιο παγερές. «Αργά ή γρήγορα, η Αίθουσα θα πληροφορηθεί την αποτυχία με τον αλ'Θόρ. Πιθανόν η Αίθουσα να έτρεφε συμπάθεια απέναντι στην Γκαλίνα, αλλά αμφιβάλλω αν συμβαίνει το ίδιο και με την Κοβάρλα· θα χρειαστεί να την πληρώσει... κάποια... ανώτερη. Κι αργά ή γρήγορα, όλες θα μάθουμε τη μοίρα που περίμενε την Τοβέιν. Τότε, θα είναι πολύ δύσκολο να κρατήσεις αυτό εδώ στους ώμους σου». Τακτοποίησε πρόχειρα το επιτραχήλιο της Άμερλιν γύρω από τον λαιμό της Ελάιντα. «Στην πραγματικότητα, θα είναι αδύνατον, αν το μάθουν σύντομα. Θα σιγανευτείς, δίνοντας το καλό παράδειγμα, όπως ακριβώς ήθελες να κάνεις εσύ στη Σιουάν Σάντσε. Όμως μπορείς να ξανακερδίσεις τον χαμένο χρόνο, αν ακούσεις την Τηρήτρια σου. Ίσως σου δώσει κάποια καλή συμβουλή».

Η Ελάιντα αισθάνθηκε τη γλώσσα της παγωμένη. Η απειλή δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρη. «Όσα έχεις ακούσει απόψε είναι Σφραγισμένα στη Φλόγα», είπε βαριά, αν και, πριν ακόμα προφέρει τις λέξεις, ήξερε πως ήταν άχρηστες.

«Αν με αυτό θες να πεις ότι αρνείσαι τη συμβουλή μου...» Η Αλβιάριν έκανε μια παύση κι έπειτα στράφηκε να φύγει.

«Περίμενε!» Η Ελάιντα κατέβασε το χέρι που είχε τεντώσει χωρίς να το καταλάβει. Απογυμνωμένη από το επιτραχήλιο. Σιγανεμένη. Ακόμα κι ύστερα από αυτήν την τιμωρία, είχαν τη δυνατότητα να την κάνουν να ουρλιάξει. «Τι...;» Σταμάτησε για να ξεροκαταπιεί. «Τι συμβουλή μού δίνει η Τηρήτριά μου;» Κάποιος τρόπος θα υπήρχε να σταματήσει αυτό.

Η Αλβιάριν αναστέναξε και την πλησίασε ξανά· την πλησίασε περισσότερο από πριν, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι επιτρεπόταν σε κάποιον ενώπιον μίας Άμερλιν. Οι φούστες τους ακουμπούσαν σχεδόν. «Κατ' αρχάς, φοβάμαι πως πρέπει να αφήσεις την Τοβέιν στην τύχη της, προς το παρόν τουλάχιστον, όπως επίσης την Γκαλίνα και οποιαδήποτε άλλη πιάστηκε αιχμάλωτη από τους Αελίτες ή από τους Άσά’μαν. Αν επιχειρήσεις να τις διασώσεις, θα σε ανακαλύψουν».

Η Ελάιντα ένευσε αργά. «Ναι, είναι προφανές». Δεν μπορούσε να τραβήξει το τρομαγμένο της βλέμμα από την απαιτητική ματιά της άλλης γυναίκας. Θα πρέπει να υπήρχε κάποιος τρόπος! Δεν μπορεί να συνέβαιναν όλα αυτά!

«Νομίζω, επίσης, πως ήρθε η ώρα να αναθεωρήσεις την απόφασή σου σχετικά με τη Φρουρά του Πύργου. Δεν νομίζεις πως πρέπει να αυξηθεί;»

«Μπορώ... κάλλιστα να το διευθετήσω». Μα το Φως, έπρεπε να σκεφτεί!

«Πολύ ωραία», μουρμούρισε η Αλβιάριν, κι η Ελάιντα αναψοκοκκίνισε από ανίσχυρη οργή. «Αύριο, θα ψάξεις προσωπικά τα διαμερίσματα της Τζοσέιν και της Αντελόρνα».

«Μα το Φως, γιατί να...;»

Η γυναίκα τράβηξε το ριγωτό επιτραχήλιο της Ελάιντα, πιο άγρια αυτήν τη φορά, λες κι ήθελε να το αποσπάσει για να φανεί ο γυμνός της λαιμός. «Φαίνεται πως η Τζοσέιν βρήκε ένα ανγκριάλ μερικά χρόνια πριν και δεν το επέστρεψε ποτέ. Η Αντελόρνα φοβάμαι πως έκανε χειρότερα. Δίχως άδεια, βούτηξε ένα ανγκριάλ από κάποια αποθήκη. Όταν τα βρεις, θα ανακοινώσεις αμέσως την τιμωρία τους, η οποία θα πρέπει να είναι αρκετά σκληρή. Ταυτόχρονα, θα παρουσιάσεις την Ντορέις, την Κιγιόσι και τη Φαρέλιεν ως παραδείγματα προς μίμηση στη διατήρηση της έννομης τάξης. Θα κάνεις ένα δώρο σε καθεμία από αυτές. Ένα ωραίο καινούργιο άλογο θα ήταν μια καλή ιδέα».

Η Ελάιντα αναρωτήθηκε αν τα μάτια της έμοιαζαν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους. «Γιατί;» Από καιρού εις καιρόν, όλο και κάποια αδελφή είχε στην κατοχή της ένα ανγκριάλ αψηφώντας τον νόμο, αλλά η ποινή σπανίως υπερέβαινε ένα απλό χτυπηματάκι στα χέρια. Όλες οι αδελφές είχαν αυτήν την παρόρμηση, αλλά κι οι υπόλοιπες! Το αποτέλεσμα ήταν προφανές. Όλες θα πίστευαν πως η Ντορέις, η Κιγιόσι κι η Φαρέλιεν είχαν αποκαλύψει τις άλλες δύο. Η Τζοσέιν κι η Αντελόρνα ανήκαν στο Πράσινο Ατζα ενώ οι άλλες στο Καφέ, στο Γκρίζο και στο Κίτρινο αντίστοιχα. Το Πράσινο Άτζα θα γινόταν έξαλλο. Ίσως, μάλιστα, να προσπαθούσε να εκδικηθεί τα υπόλοιπα, κάτι που θα υποδαύλιζε το μίσος ανάμεσα στα Άτζα και... «Γιατί θες να το κάνεις αυτό, Αλβιάριν;»

«Αρκέσου στο ότι αυτή είναι η συμβουλή μου, Ελάιντα» Ο μελιστάλαχτος, παγερός χλευασμός έγινε ξαφνικά ψυχρό ατσάλι. «Θέλω να σε ακούσω να λες ότι θα κάνεις όσα σου είπα. Αλλιώς, δεν έχει νόημα να προσπαθώ να κρατήσω το επιτραχήλιο στον λαιμό σου. Πες το!»

«Θα...» Η Ελάιντα προσπάθησε να κοιτάξει αλλού. Μα το Φως, έπρεπε επειγόντως να σκεφτεί κάτι! Το στομάχι της ήταν δεμένο κόμπος. «Θα ... κάνω ... ό,τι ... μου ... είπες».

Η Αλβιάριν χαμογέλασε με εκείνο το παγερό χαμόγελο. «Βλέπεις; Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο». Ξαφνικά, έκανε ένα βήμα πίσω κι άπλωσε τη φούστα της σε μια μετριοπαθή υπόκλιση. «Με την άδειά σου, θα αποσυρθώ και θα σε αφήσω να κοιμηθείς για το υπόλοιπο της νύχτας. Θα πρέπει να σηκωθείς πρωί-πρωί, για να εκδώσεις διαταγές για τον Ύπατο Ηγέτη Τσουμπάιν και για να αρχίσεις να ψάχνεις τα διαμερίσματα. Πρέπει να αποφασίσουμε πότε θα πληροφορηθεί ο Πύργος σχετικά με τους Άσα'μαν». Ο τόνος της φωνής της καθιστούσε σαφές πως η ίδια θα αποφάσιζε. «Και, μάλλον, θα πρέπει να σχεδιάζουμε την επόμενη κίνησή μας ενάντια στον αλ'Θόρ. Δεν νομίζεις πως ήρθε η ώρα να τον προκαλέσει ο Πύργος και να τον αναγκάσει να γονυπετήσει μπροστά του; Σκέψου το καλά. Σε καληνυχτίζω, Ελάιντα».

Ζαλισμένη κι αηδιασμένη, η Ελάιντα την παρατηρούσε ενώ απομακρυνόταν. Να τον προκαλέσει; Αυτό θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα μια επίθεση εκ μέρους αυτών των -πώς τους είχε αποκαλέσει η γυναίκα;- Άσα'μαν. Όχι, δεν μπορεί να της συνέβαιναν αυτά. Αδύνατον! Πριν συνειδητοποιήσει τι κάνει, πέταξε το ποτήρι στην άλλη άκρη του δωματίου κι αυτό θρυψαλιάστηκε πάνω σε μία λουλουδάτη ταπετσαρία. Έπιασε την καράφα και με τα δυο χέρια, τη σήκωσε πάνω από το κεφάλι της με μια οργισμένη κραυγή και την πέταξε κι αυτή, γεμίζοντας τον τόπο με παντς. Η Πρόβλεψη ήταν τόσο σίγουρη! Θα...!

Ξαφνικά, σταμάτησε και κοίταξε συνοφρυωμένη τα μικροσκοπικά θρύμματα των κρυστάλλων που είχαν κολλήσει πάνω στην ταπετσαρία, και τα μεγαλύτερα κομμάτια που ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα. Η Πρόβλεψη μιλούσε για τον βέβαιο θρίαμβό της. Τον θρίαμβό της! Μπορεί η Αλβιάριν να είχε κατακτήσει μια μικρή νίκη, αλλά το μέλλον ανήκε στην Ελάιντα, κι η Αλβιάριν, φυσικά, δεν θα είχε θέση σ' αυτό. Έπρεπε όμως να το σχεδιάσει προσεκτικά, έτσι ώστε ακόμα κι η Αίθουσα να μην υποψιαζόταν. Έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος που να μην παραπέμπει στην Ελάιντα μέχρις ότου να ήταν πια πολύ αργά, υποθέτοντας πως η Αλβιάριν θα αντιλαμβανόταν κάτι. Έξαφνα, μια ιδέα άστραψε στο μυαλό της. Η Αλβιάριν δεν θα το πίστευε, αν το άκουγε, όπως και κανείς άλλος.

Αν μπορούσε να δει το χαμόγελο που χαράχτηκε στα χείλη της Ελάιντα, τα γόνατά της θα έτρεμαν. Πολύ σύντομα, η Αλβιάριν θα ζήλευε την Γκαλίνα, είτε ως ζωντανή είτε ως νεκρή.


Κάνοντας μια στάση στον διάδρομο, έξω από το δωμάτιο της Ελάιντα, η Αλβιάριν κοίταξε εξεταστικά τα χέρια της στο φως των φανών. Δεν έτρεμαν, γεγονός που της έκανε εντύπωση. Περίμενε περισσότερη μαχητικότητα κι αντίσταση από τη γυναίκα. Αυτή, όμως, ήταν μόνο η αρχή, και δεν είχε να φοβάται τίποτα. Εκτός αν η Ελάιντα μάθαινε πως τουλάχιστον πέντε Άτζα τής είχαν αναφέρει τα σχετικά με τον αλ'Θόρ τις προηγούμενες μέρες· η εκθρόνιση της Κολαβήρ είχε ως αποτέλεσμα να σπεύσουν όσοι πράκτορες των Άτζα βρίσκονταν στην Καιρχίν, για να στείλουν τα μαντάτα. Όχι, ακόμα κι αν το μάθαινε η Ελάιντα, η ίδια δεν διέτρεχε κίνδυνο, γιατί τώρα την είχε στο χέρι. Επιπλέον, προστατευόταν από τη Μεσάνα. Πάντως, είτε το καταλάβαινε είτε όχι, η Ελάιντα ήταν τελειωμένη. Ακόμα κι αν οι Άσα'μαν δεν κατόρθωναν να συντρίψουν την αποστολή της Τοβέιν -μολονότι ήταν σίγουρη πως θα τα κατάφερναν, ύστερα απ' όσα τής είχε πει η Μεσάνα για τα συμβάντα στα Πηγάδια του Ντουμάι- όλοι οι κατάσκοποι στο Κάεμλυν σίγουρα θα αναπτερώνονταν από τη στιγμή που θα το μάθαιναν. Με εξαίρεση κάποιο θαύμα, όπως το να εμφανιστούν οι επαναστάτες στις πύλες, η Ελάιντα θα είχε την τύχη της Σιουάν Σάντσε μέσα σε λίγες βδομάδες. Όπως και να είχε, η αρχή είχε γίνει, κι αν επιθυμούσε όντως να μάθει για ποια «αρχή» επρόκειτο, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να υπακούει. Και να παρακολουθεί. Και να μαθαίνει. Ίσως να φορούσε η ίδια στο τέλος το επτάριγο επιτραχήλιο.


Νωρίς το πρωί, με το ηλιόφως να περνάει μέσα από τα παράθυρα, η Σέαν βούτηξε την πένα στο μελάνι, αλλά πριν προλάβει να γράψει έστω και μια λέξη, η πόρτα άνοιξε απότομα κι η Άμερλιν μπήκε μέσα φουριόζα. Τα πυκνά μαύρα φρύδια της Σέαν ανασηκώθηκαν απορημένα. Θα περίμενε να την επισκεφθεί οποιοσδήποτε, ακόμα κι ο ίδιος ο Ραντ αλ'Θόρ, αλλά όχι η Ελάιντα. Ωστόσο, άφησε κάτω την πένα και σηκώθηκε με απαλές κινήσεις, τραβώντας κάτω τα ασημόλευκα μανίκια της, τα οποία είχε σηκώσει προηγουμένως για να μη λερωθούν με μελάνι. Υποκλίθηκε με την ανάλογη επισημότητα μιας Καθήμενης που δέχεται στα διαμερίσματά της την Έδρα της Άμερλιν αυτοπροσώπως.

«Ελπίζω πως δεν έχεις εντοπίσει τίποτα Λευκές αδελφές να κρύβουν ανγκριάλ, Μητέρα». Ύστερα από τόσα χρόνια, υπήρχε ακόμα μια Λαγκαρντινή χροιά στη φωνή της. Πάντως, το ήλπιζε σχεδόν απεγνωσμένα. Η επίσκεψη της Ελάιντα στο Πράσινο Άτζα λίγες ώρες πριν, ενώ οι περισσότερες αδελφές κοιμούνταν, ίσως ακόμη προκαλούσε ολοφυρμούς και τρίξιμο δοντιών. Δεν θυμόταν ποτέ στο παρελθόν να μαστιγώθηκε κάποια αδελφή επειδή είχε κρύψει ένα ανγκριάλ. Τώρα, δύο αδελφές επρόκειτο να υποστούν αυτήν την τιμωρία. Η Άμερλιν μάλλον διήνυε μία από τις διαβόητες κρίσεις της, που είχαν ως αποτέλεσμα ανεξέλεγκτη οργή.

Τώρα, ωστόσο, δεν φαινόταν κανένα σημάδι αυτής της κρίσης. Για μια στιγμή κοίταξε τη Σέαν σιωπηλά, ψυχρή σαν χειμωνιάτικη λιμνούλα μέσα στα μεταξωτά ρούχα με τις κόκκινες σχισμές, κι ύστερα προχώρησε σχεδόν αιωρούμενη προς τη σκαλιστή σκευοθήκη, όπου υπήρχαν φιλντισένιες μινιατούρες της οικογένειας της Σέαν. Όλοι τους ήταν νεκροί πια από χρόνια, αλλά η Σέαν εξακολουθούσε να τους αγαπά.

«Δεν παρευρέθηκες στην αναγόρευσή μου σε Άμερλιν», είπε η Ελάιντα, παίρνοντας στα χέρια της την εικόνα του πατέρα της Σέαν. Την άφησε βιαστικά κάτω και πήρε την εικόνα της μάνας της.

Τα φρύδια της Σέαν ανασηκώθηκαν ξανά, παρ' όλο που η ίδια πάσχιζε να μην φαίνεται ξαφνιασμένη περισσότερο από μία φορά τη μέρα. «Δεν ενημερώθηκα σχετικά με τη συνεδρίαση της Αίθουσας παρά μόνο αρκετά αργότερα, Μητέρα».

«Μάλιστα, μάλιστα». Η Ελάιντα εγκατέλειψε τις εικόνες και κατευθύνθηκε στο τζάκι. Η Σέαν ανέκαθεν έτρεφε στοργή για τις γάτες, και το πρέκι του τζακιού ήταν γεμάτο με σκαλιστές ξύλινες γάτες κάθε είδους, κάποιες εκ των οποίων σε αρκετά διασκεδαστικές στάσεις. Η Άμερλιν συνοφρυώθηκε κοιτώντας αυτή την επίδειξη, έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και κούνησε ελαφρά το κεφάλι της. «Παρέμεινες, ωστόσο», είπε γυρνώντας απότομα προς το μέρος της άλλης γυναίκας. «Όποια Καθήμενη δεν το πληροφορήθηκε, έφυγε από τον Πύργο κι ενώθηκε με τις επαναστάτριες. Εκτός από σένα. Γιατί;»

Η Σέαν άπλωσε τα χέρια της μπροστά. «Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω από το να μείνω, Μητέρα; Ο Πύργος πρέπει να είναι ενωμένος». Όποια κι αν είναι η Άμερλιν, συμπλήρωσε από μέσα της. Και τι έχουν οι γάτες μου, μπορώ να μάθω; Φυσικά, ποτέ δεν θα έκανε φωναχτά τέτοιες ερωτήσεις. Η Σερέιλε Μπάγκαντ ήταν μια εξαιρετικά αυστηρή Κυρά των Μαθητευομένων προτού αναγορευθεί Έδρα της Άμερλιν, τη χρονιά που η ίδια απέκτησε το επώμιο, και μάλιστα πολύ πιο αυστηρή από την Ελάιντα. Οι αρχές της ορθότητας και της ευπρέπειας είχαν χαραχτεί πολύ βαθιά στη Σέαν για πολλά χρόνια και δεν μπορούσε να τις εγκαταλείψει. Το ίδιο κι η αντιπάθεια για όποια γυναίκα φορούσε το επιτραχήλιο. Κανείς δεν ήταν υποχρεωμένος να συμπαθεί μια Άμερλιν.

«Ο Πύργος πρέπει να είναι ενωμένος», συμφώνησε η Ελάιντα, τρίβοντας τα χέρια της. «Ενωμένος». Γιατί ήταν ταραγμένη; Μπορεί να είχε ενενήντα εννιά διαφορετικά είδη διάθεσης, όλα έντονα και καυστικά, αλλά ποτέ στη ζωή της δεν ένιωθε νευρικότητα. «Αυτό που θα σου πω, Σέαν, είναι Σφραγισμένο στη Φλόγα». Το στόμα της συστράφηκε πικρόχολα κι ανασήκωσε τους ώμους της κάνοντας το επιτραχήλιο να αναπηδήσει. «Αν ήξερα τον τρόπο για να του δώσω μεγαλύτερη έμφαση, θα το έκανα», είπε, και τα λόγια της έμοιαζαν ξερά, σαν σκόνη.

«Θα κρατήσω τα λόγια σου στην καρδιά μου, Μητέρα».

«Θέλω από σένα -σε διατάζω, για την ακρίβεια- να αναλάβεις μια έρευνα. Κι, όντως, είναι κάτι που πρέπει να το κρατήσεις στην καρδιά σου. Αν κάποια πληροφορία ακουστεί από λάθος αυτί, θα σημάνει θάνατο και καταστροφή για ολόκληρο τον Πύργο».

Τα φρύδια της Σέαν συσπάστηκαν νευρικά. Θάνατος και καταστροφή για ολόκληρο τον Πύργο; «Θα το κρατήσω στην καρδιά μου», ξανάπε. «Θες να καθίσεις, Μητέρα;» της πρότεινε ευγενικά, όπως ήταν σωστό. «Να σε σερβίρω λίγο τσάι μέντας ή παντς από δαμάσκηνα;»

Η Ελάιντα έκανε μια κίνηση που σήμαινε πως αρνιόταν το κέρασμα των δροσιστικών ποτών, και κάθισε στο πιο άνετο κάθισμα, σκαλισμένο από τον πατέρα της Σέαν όταν η τελευταία πήρε το επώμιο, αν και τα μαξιλαράκια είχαν αντικατασταθεί κάμποσες φορές. Η Άμερλιν έκανε τη συνηθισμένη πολυθρόνα να μοιάζει με θρόνο, έτσι όπως ήταν στητή, με αυτήν την ατσάλινη όψη. Αγενώς, δεν επέτρεψε στη Σέαν να καθίσει, έτσι η γυναίκα σταύρωσε τα χέρια της και παρέμεινε όρθια.

«Η προδοσία είναι ένα ζήτημα που σκέφτομαι εδώ και καιρό, Σέαν, αφ' ης στιγμής η προκάτοχος μου κι η Τηρήτριά της δραπέτευσαν. Κάποιοι τις βοήθησαν να δραπετεύσουν. Ο πυρήνας του θέματος προφανώς ήταν η προδοσία, και φοβάμαι πως μόνο μια αδελφή ή μερικές αδελφές θα μπορούσαν να έχουν τέτοια επίδραση στα γεγονότα».

«Είναι σαφώς μια πιθανότητα, Μητέρα». Η Ελάιντα έσμιξε τα φρύδια λόγω της παρέμβασής της.

«Δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να ξέρουμε ποια απ' όλες έχει μέσα στην καρδιά της τη σκιά της προδοσίας, Σέαν. Υποψιάζομαι πως κάποια κανόνισε να αναιρεθεί μια εντολή μου. Επιπλέον, έχω βάσιμους λόγους να πιστεύω πως κάποια είχε μυστική επικοινωνία με τον Ραντ αλ'Θόρ. Δεν ξέρω πού θα καταλήξουν όλα αυτά, αλλά σίγουρα αποτελούν προδοσία απέναντί μου κι απέναντι στον ίδιο τον Πύργο».

Η Σέαν περίμενε να της αποκαλύψει κι άλλα, αλλά η Άμερλιν απέμεινε απλά να την κοιτάει, λες κι ήταν εκτός τόπου και χρόνου, ισιώνοντας με αργές κινήσεις τη φούστα με τις κόκκινες χαρακιές. «Τι είδους έρευνα επιθυμείς να κάνω, Μητέρα;» ρώτησε επιφυλακτικά η Σέαν.

Η Ελάιντα αναπήδησε όρθια. «Σου αναθέτω να ακολουθήσεις τη δυσωδία της προδοσίας, ανεξάρτητα από το πού θα σε οδηγήσει και πόσο ψηλά, ακόμα και στην ίδια την Τηρήτρια. Οτιδήποτε βρεις, σε όποια κι αν σε οδηγούν τα στοιχεία, θα τη φέρεις μπροστά στην Έδρα της Άμερλιν μόνη σου, Σέαν. Κανείς άλλος δεν πρέπει να μάθει τίποτα. Γίνομαι κατανοητή;»

«Καταλαβαίνω απόλυτα τις προσταγές σου, Μητέρα».

Ήταν και το μόνο πράγμα που όντως κατάλαβε, σκέφτηκε, μόλις η Ελάιντα αναχώρησε ακόμα πιο ξαφνικά απ' όσο είχε έρθει. Κάθισε στην πολυθρόνα που λίγο πριν καθόταν η Άμερλιν, για να σκεφτεί, με τα χέρια ακουμπισμένα κάτω από το πηγούνι, όπως ακριβώς έκανε κι ο πατέρας της όταν σκεφτόταν. Τελικά, πάνω απ' όλα ήταν η λογική.

Δεν θα μπορούσε να σταθεί απέναντι στη Σιουάν Σάντσε -η ίδια είχε προτείνει αρχικά το κορίτσι για το αξίωμα της Άμερλιν!- αλλά από τη στιγμή που όλα είχαν γίνει και τα τυπικά είχαν τηρηθεί, αν κι όχι αυστηρά, η οποιαδήποτε βοήθεια για τη δραπέτευσή της μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί προδοσία και, συνεκδοχικά, αναίρεση της εντολής της Άμερλιν. Εξίσου προδοσία θεωρείτο πιθανώς κι η επικοινωνία με τον αλ'Θόρ· αυτό εξαρτιόταν από τις πληροφορίες που ανταλλάχτηκαν κι από τον σκοπό που εξυπηρετούσαν. Θα ήταν δύσκολο να βρει ποια είχε αλλάξει τη διαταγή της Άμερλιν χωρίς να γνωρίζει την ίδια τη διαταγή. Το να μάθαινε, κατόπιν εορτής, ποια μπορεί να είχε βοηθήσει τη Σιουάν να δραπετεύσει, θα ήταν επιτυχία ανάλογη με το να μάθαινε ποια επικοινωνούσε με τον αλ'Θόρ. Ήταν τόσο πολλά τα περιστέρια που πηγαινοέρχονταν στον Πύργο καθημερινά, ώστε μερικές φορές ο ουρανός έμοιαζε να βρέχει φτερά. Αν η Ελάιντα γνώριζε περισσότερα απ’ όσα είπε, σίγουρα τα είχε αποκρύψει τεχνηέντως. Δεν έβγαινε νόημα απ' όλ' αυτά. Το θέμα της προδοσίας, λογικά, θα έκανε την Ελάιντα να βράζει από οργή. Ωστόσο, δεν ήταν θυμωμένη αλλά μάλλον νευρική κι ανυπόμονη να φύγει, όπως επίσης και κρυψίνους, λες και δεν ήθελε να μιλήσει για όλα όσα ήξερε ή υποπτευόταν. Έμοιαζε να φοβάται κάτι. Τι είδους προδοσία θα έκανε την Ελάιντα νευρική και φοβισμένη; Θάνατος και καταστροφή για ολόκληρο τον Πύργο.

Σαν θραύσματα μετάλλου που ένας σιδηρουργός έπρεπε να ενώσει, όλα φάνηκαν ξαφνικά να συνδυάζονται, και τα φρύδια της Σέαν ανασηκώθηκαν, έτοιμα να σκαρφαλώσουν στο μέτωπό της. Όλα ταίριαζαν. Ένιωσε το αίμα να στραγγίζεται από το πρόσωπό της κι αισθάνθηκε τα χέρια και τα πόδια της να παγώνουν. Σφραγισμένα στη Φλόγα. Είχε πει πως θα κρατούσε το μυστικό στην καρδιά της, όμως όλα είχαν αλλάξει από τότε που ξεστόμισε αυτά τα λόγια. Επέτρεπε στον εαυτό της να φοβάται υπό λογικές συνθήκες, αλλά αυτήν τη στιγμή ήταν τρομοκρατημένη. Δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της. Μα ποια ήταν η ένοχη; Ποια, με τις συγκεκριμένες συνθήκες; Η απάντηση της ήρθε στο μυαλό ευκολότερα απ' όσο πίστευε. Χρειάστηκε μεν κάποιος χρόνος για να ξαναβρεί την ψυχραιμία της, αλλά ελάχιστος για να βγει βιαστικά από το δωμάτιο της κι από τη Λευκή πτέρυγα, βαδίζοντας γρηγορότερα απ' ότι συνήθως.

Όπως πάντα, οι υπηρέτριες πηγαινοέρχονταν στους διαδρόμους, αλλά η Σέαν περπατούσε τόσο γοργά, ώστε προσπερνούσε τις περισσότερες πριν προλάβουν να σκύψουν και να υποκλιθούν. Ωστόσο, υπήρχαν λιγότερες αδελφές τριγύρω απ' όσες μπορούσε να δικαιολογήσει το πρώιμο της ώρας. Πολύ λιγότερες. Πάντως, αν οι περισσότερες έμεναν για κάποιον λόγο κοντά στα διαμερίσματά τους, αυτές οι λίγες επανόρθωναν τρόπου τινά. Περιφέρονταν νωχελικά κατά μήκος των γεμάτων με ταπετσαρίες διαδρόμων, με πρόσωπα ήρεμα και μάτια που έμοιαζαν θολά. Εδώ κι εκεί, δυο τρεις γυναίκες κουβέντιαζαν ρίχνοντας τριγύρω κλεφτές ματιές για να δουν αν τις άκουγε κανείς άλλος. Πάντα ήταν δύο ή τρεις από το ίδιο Άτζα. Μέχρι και την προηγούμενη ημέρα, η Σέαν ήταν σίγουρη πως είχε προσέξει γυναίκες από διαφορετικά Άτζα να συναναστρέφονται. Οι Λευκές υποτίθεται πως είχαν αφήσει πίσω τους κάθε είδους συναισθηματισμούς, αλλά δεν έβλεπε γιατί έπρεπε να εθελοτυφλεί κι η ίδια, όπως έκαναν κάποιες. Οι υποψίες δημιουργούσαν μια πολύ τεταμένη ατμόσφαιρα στον Πύργο. Δυστυχώς, αυτό δεν ήταν κάτι πρωτοφανές —το είχε ξεκινήσει η Άμερλιν με τα σκληρά μέτρα της, κι οι διάφορες φήμες για τον Λογκαίν είχαν επιδεινώσει κατά πολύ την κατάσταση- αλλά αυτό το πρωί τα πράγματα ήταν χειρότερα από κάθε άλλη φορά.

Η Τάλεν Μίνλι φάνηκε από μια γωνία, μπροστά της. Για κάποιον λόγο, δεν είχε ριγμένο το επώμιο πάνω στους ώμους της αλλά απλωμένο στα μπράτσα της, σαν να ήθελε να επιδείξει τα πράσινα κρόσσια. Παρεμπιπτόντως, συνειδητοποίησε πως όποια Πράσινη είχε δει από το πρωί, φορούσε το επώμιό της. Η Τάλεν, ξανθομάλλα, αγαλματένια κι όμορφη, είχε συναινέσει στην εκθρόνιση της Σιουάν, αλλά είχε πρωτοέρθει στον Πύργο όταν η Σέαν ήταν Αποδεχθείσα, κι έτσι η απόφασή της αυτή δεν είχε πλήξει τη μακρά τους φιλία. Η Τάλεν είχε απόψεις τις οποίες η Σέαν σεβόταν, με μερικές μάλιστα συμφωνούσε. Σήμερα, όμως, η φίλη της κοντοστάθηκε και την κοίταξε κάπως επιφυλακτικά. Αυτή η επιφυλακτικότητα ήταν πολύ συνηθισμένη τον τελευταίο καιρό ανάμεσα στις αδελφές. Κάποια άλλη στιγμή θα σταματούσε κι αυτή αλλά όχι τώρα, με το κεφάλι της έτοιμο να σπάσει. Η Τάλεν ήταν φίλη και, λογικά, θα έπρεπε να της έχει εμπιστοσύνη, αλλά η λογική δεν ήταν αρκετή εδώ. Αργότερα, αν είχε τη δυνατότητα, θα την προσέγγιζε. Ελπίζοντας πως αυτό θα συνέβαινε κάποια στιγμή, την προσπέρασε νεύοντάς της βιαστικά.

Στην Κόκκινη πτέρυγα, η διάθεση που επικρατούσε ήταν ακόμη πιο κατηφής και το κλίμα πιο δυσάρεστο. Όπως και στα υπόλοιπα Άτζα, υπήρχαν περισσότερα δωμάτια παρά αδελφές για να κατοικήσουν -αυτό ίσχυε αρκετό καιρό προτού το σκάσουν οι πρώτες επαναστάτριες- αλλά το Κόκκινο ήταν το μεγαλύτερο Άτζα, κι οι αδελφές κατελάμβαναν τα επίπεδα που εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε χρήση. Οι Κόκκινες φορούσαν συχνά τα επώμιά τους κι όταν δεν ήταν απαραίτητο, αλλά, ακόμα κι εδώ, καθεμία ξεχωριστά επεδείκνυε τα κόκκινα κρόσσια σαν λάβαρα. Οι συζητήσεις έπαψαν απότομα μόλις τις πλησίασε η Σέαν, κι οι παγερές ματιές την ακολούθησαν σαν φυσαλίδα ψυχρής σιωπής. Ένιωθε σαν εισβολέας σε εχθρική περιοχή καθώς διέσχιζε το δάπεδο με εκείνες τις ασυνήθιστες πλάκες, που παρίσταναν σε λευκό φόντο την κόκκινη Φλόγα της Ταρ Βάλον σε σχήμα δακρύου. Από την άλλη, κάθε σημείο του Πύργου ίσως ήταν πλέον εχθρική περιοχή. Μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα, αυτές οι πορφυρές φλόγες μπορούσαν να εκληφθούν ως τα κόκκινα Σαγόνια του Δράκοντα. Ποτέ δεν είχε πιστέψει εκείνες τις παράλογες ιστορίες σχετικά με τους Κόκκινους και τους ψεύτικους Δράκοντες, αλλά... Γιατί δεν το αρνιόταν καμιά τους;

Χρειάστηκε να ζητήσει οδηγίες. «Δεν θα την ενοχλήσω, αν είναι απασχολημένη», είπε. «Ήμασταν στενές φίλες κάποτε κι επιθυμώ να ξαναγίνουμε. Τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, τα Άτζα δεν πρέπει να διασπαστούν». Ήταν αλήθεια, παρ' όλο που τα Άτζα έμοιαζαν πιότερο να απομακρύνονται το ένα από το άλλο παρά να διασπώνται. Ωστόσο, η Ντομανή την άκουγε με πρόσωπο εντελώς ανέκφραστο. Δεν υπήρχαν πολλές Κόκκινες Ντομανές, κι όσες υπήρχαν ήταν συνήθως πιο άθλιες κι από φίδια πιασμένα στην παγίδα.

«Θα σε οδηγήσω, Καθήμενη», είπε τελικά η γυναίκα, χωρίς τον ανάλογο σεβασμό. Την οδήγησε κι έμεινε να παρατηρεί τη Σέαν που χτυπούσε την πόρτα, σαν να μην την εμπιστευόταν μόνη της εδώ. Στην επένδυση της πόρτας υπήρχε σκαλισμένη η Φλόγα, λουστραρισμένη στο χρώμα του φρέσκου αίματος.

«Περάστε!» απάντησε μια ζωηρή φωνή από το εσωτερικό. Η Σέαν άνοιξε την πόρτα, ελπίζοντας να είχε δίκιο.

«Σέαν!» αναφώνησε χαρούμενα η Πεβάρα. «Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει εδώ πρωί-πρωί; Έλα, κάθισε και κλείσε την πόρτα!» Έμοιαζε λες κι όλα αυτά τα χρόνια, από τότε που οι δυο τους ήταν μαθητευόμενη κι Αποδεχθείσα αντίστοιχα, να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Μάλλον στρουμπουλή κι όχι ιδιαίτερα ψηλή -στην πραγματικότητα αρκετά κοντή για Καντορινή — αλλά σχετικά χαριτωμένη, η Πεβάρα είχε ένα εύθυμο σπίθισμα στα μάτια κι ένα μόνιμα χαραγμένο χαμόγελο. Λεγόταν πως είχε επιλέξει το Κόκκινο Άτζα, επειδή, πέραν των υπόλοιπων κινήτρων της, εξακολουθούσαν να της αρέσουν οι άντρες. Το Κόκκινο Άτζα είλκυε γυναίκες που ήταν εκ φύσεως καχύποπτες ως προς τους άντρες, αλλά μερικές το διάλεγαν επειδή ο εντοπισμός αντρών με την ικανότητα της διαβίβασης ήταν ένα σημαντικό καθήκον. Δεν είχε σημασία αν τους άρεσαν οι άντρες ή όχι, ούτε αν εξ αρχής τούς ήταν αδιάφοροι. Το θέμα ήταν πως καμιά γυναίκα δεν μπορούσε να ανήκει για αρκετό καιρό στο Κόκκινο Άτζα χωρίς να αποκτήσει κάποια μνησικακία απέναντι τους. Η Σέαν είχε βάσιμους λόγους να πιστεύει πως η Πεβάρα είχε τιμωρηθεί λίγο καιρό μετά την απόκτηση του επωμίου, εξαιτίας τού ότι έλεγε πως θα ήθελε πολύ να έχει έναν Πρόμαχο· αφού είχε ήδη προωθηθεί στα υψηλότερα κλιμάκια της Αίθουσας, δεν είχε διστάσει να υποστηρίξει πως οι Πρόμαχοι θα έκαναν ευκολότερη τη δουλειά του Κόκκινου Άτζα.

«Δεν φαντάζεσαι πόσο χαρούμενη είμαι που σε βλέπω», είπε η Πεβάρα μόλις βολεύτηκαν σε πολυθρόνες σκαλιστές με τα σπειράματα που ήταν τόσο δημοφιλή στο Κάντορ πριν από εκατό χρόνια, κρατώντας ανά χείρας τα ζωγραφισμένα με πεταλούδες λεπτεπίλεπτα φλιτζάνια που περιείχαν τσάι από βατόμουρο. «Συχνά σκεφτόμουν πώς θα έπρεπε να σε προσεγγίσω, αλλά ομολογώ ότι φοβόμουν για την αντίδρασή σου, επειδή σε απέρριψα τόσα χρόνια πριν. Σου ορκίζομαι στο ξίφος, Σέαν, δεν θα το έκανα, αν δεν με πίεζε η Τέσιεν Τζόρχαλντ. Επιπλέον, καθότι καινούργια τότε στο επώμιο, δεν είχα αρκετό θάρρος. Θα με συγχωρήσεις;»

«Φυσικά», αποκρίθηκε η Σέαν. «Σε καταλαβαίνω». Το Κόκκινο Άτζα αποθάρρυνε φιλίες εκτός του κύκλου του. Οι τρόποι που χρησιμοποιούσε ήταν σταθεροί κι αποτελεσματικοί. «Όσο είμαστε νέες, είναι αδύνατον να πάμε κόντρα στα Άτζα μας. Αργότερα δε, είναι πια πολύ αργά για να κάνουμε πίσω. Θυμάμαι τις δυο μας τόσες και τόσες φορές να συζητούμε ψιθυριστά μετά τον Εσπερινό. Άσε εκείνες τις φάρσες! Θυμάσαι τότε που ρίξαμε στην πουκαμίσα της Σεράντσα φαγουρόσκονη; Όμως, και ντρέπομαι που το ομολογώ, πολλές φορές ένιωθα παράλυτη από τον φόβο. Θέλω πολύ να ξαναγίνουμε φίλες, αλλά χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Είσαι η μόνη που μπορώ να εμπιστευθώ».

«Η Σεράντσα ήταν πουριτανή τότε κι είναι ακόμα», είπε η Πεβάρα γελώντας. «Νομίζω πως το Γκρίζο τής ταιριάζει. Πάντως, μου φαίνεται απίστευτο ότι φοβόσουν κάτι. Ποτέ δεν αποφάσισες αν είναι λογικό να φοβόμαστε πριν πέσουμε στα κρεβάτια μας. Ως ένα είδος υπόσχεσης απέναντι στην Αίθουσα και χωρίς να γνωρίζω κάτι σχετικά, θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε βοηθήσω, Σέαν. Τι ακριβώς θέλεις;»

Τώρα που είχαν φθάσει στο προκείμενο, η Σέαν δίστασε κάπως κι ήπιε μια γουλιά τσάι. Όχι ότι αμφέβαλλε για την Πεβάρα, αλλά ήταν κάπως... δύσκολο να ξεστομίσει όσα ήθελε να πει. «Με επισκέφθηκε η Άμερλιν σήμερα το πρωί», είπε τελικά. «Με πρόσταξε να κάνω μια έρευνα, Σφραγισμένη στη Φλόγα». Η Πεβάρα συνοφρυώθηκε ελαφρά, αλλά δεν ανέφερε πως σε αυτήν την περίπτωση η Σέαν δεν έπρεπε να μιλήσει καν. Ως κοριτσόπουλα, μπορεί η Σέαν να οργάνωνε τις φάρσες τους, αλλά η Πεβάρα είχε το θράσος να επινοεί τις περισσότερες και να παρακινεί την Σέαν στο να τις κάνουν πράξη. «Ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτική, αλλά ύστερα από λίγη σκέψη κατάλαβα ακριβώς τι ήθελε από μένα. Μου ανέθεσε να καταδιώξω...» το κουράγιο φάνηκε να την αφήνει κι η γλώσσα της βάρυνε, «...τους Σκοτεινόφιλους του Πύργου».

Τα σκούρα μάτια της Πεβάρα, σε έντονη αντίθεση με τα γαλαζωπά της Σέαν, απέκτησαν μια πέτρινη χροιά. Κατευθύνθηκε στο πρέκι του τζακιού, εκεί όπου ήταν παραταγμένες οι μινιατούρες της οικογένειάς της. Όλοι τους είχαν πεθάνει όσο η ίδια ήταν ακόμα μαθητευόμενη. Γονείς, αδελφοί, αδελφές, θείες και θείοι, είχαν όλοι δολοφονηθεί κατά τη διάρκεια μιας βραχύχρονης εξέγερσης Σκοτεινόφιλων που ήταν πεπεισμένοι ότι ο Σκοτεινός επρόκειτο να απελευθερωθεί σύντομα. Να γιατί η Σέαν ήταν σίγουρη πως μπορούσε να την εμπιστευθεί. Να γιατί η Πεβάρα είχε επιλέξει το Κόκκινο Άτζα -αν κι η Σέαν πίστευε πως θα ήταν πιο ευτυχισμένη, αν πήγαινε στο Πράσινο- επειδή πίστευε ότι μια Κόκκινη που κυνηγούσε άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης, είχε περισσότερες ευκαιρίες να ξετρυπώσει Σκοτεινόφιλους. Η ίδια ήταν πολύ καλή σε αυτό. Η πλαδαρή της εμφάνιση έκρυβε έναν ατσάλινο πυρήνα. Κι είχε το σθένος να πει ήρεμα τα λόγια που δίσταζε να πει η Σέαν.

«Το Μαύρο Άτζα. Ε, λοιπόν, δεν απορώ που η Ελάιντα ήταν τόσο επιφυλακτική».

«Πεβάρα, ξέρω πολύ καλά πως ανέκαθεν αρνιόταν την ύπαρξή του, μάλιστα με μεγαλύτερη ζέση από τις υπόλοιπες αδελφές, αλλά είμαι απόλυτα σίγουρη πως αυτό εννοούσε. Αν έχει πειστεί δε...»

Η φίλη της τη διέκοψε. «Δεν χρειάζεται να με πείσεις, Σέαν. Ήμουν σίγουρη πως το Μαύρο Άτζα υφίσταται επί...» Παραδόξως, η Πεβάρα δίστασε να συνεχίσει κι αφέθηκε να κοιτάει το φλιτζάνι της σαν μάντισσα. «Τι ακριβώς γνωρίζεις για τα γεγονότα που συνέβησαν αμέσως μετά τον Πόλεμο των Αελιτών;»

«Δύο Άμερλιν πέθαναν ξαφνικά μέσα σε διάστημα πέντε ετών», είπε προσεκτικά η Σέαν. Υπέθεσε ότι η γυναίκα εννοούσε τα γεγονότα του Πύργου. Η αλήθεια ήταν πως, μέχρι να λάβει τον τίτλο της Καθήμενης, σχεδόν δεκαπέντε χρόνια πριν και μόλις έναν χρόνο μετά την Πεβάρα, δεν είχε δώσει και πολλή σημασία σε οτιδήποτε συνέβαινε εκτός Πύργου. Ούτε κι εντός, στην πραγματικότητα. «Απ' όσο θυμάμαι, κάμποσες αδελφές πέθαναν εκείνα τα χρόνια. Θες να πεις πως... πως το Μαύρο Άτζα είχε εμπλακεί σε αυτό;» Να, λοιπόν, το είπε, κι η λέξη δεν της έκαψε τη γλώσσα.

«Δεν ξέρω», απάντησε μαλακά η Πεβάρα, κουνώντας το κεφάλι της. «Καλά έκανες που βυθίστηκες στη φιλοσοφία. Έγιναν κάποια... πράγματα... Σφραγισμένα στη Φλόγα». Πήρε μια βαθιά κι ανήσυχη ανάσα.

Η Σέαν δεν την πίεσε περισσότερο. Άλλωστε, είχε διαπράξει κι η ίδια κάτι που θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί προδοσία, σπάζοντας τη σφραγίδα, κι η Πεβάρα έπρεπε να αποφασίσει από μόνη της. «Είναι ασφαλέστερο να κοιτάζουμε τις αναφορές παρά να κάνουμε ερωτήσεις χωρίς να έχουμε ιδέα ποιον ρωτάμε. Λογικά, μια Μαύρη αδελφή θα μπορούσε να πει ψέματα ανεξάρτητα από τους Όρκους». Αλλιώς, το Μαύρο Άτζα θα είχε αποκαλυφθεί εδώ και καιρό. Όσο περισσότερο χρησιμοποιούσε τη λέξη, τόσο πιο εύκολο τής ήταν να την προφέρει. «Αν μια αδελφή ισχυρίζεται πως έκανε κάτι ενώ μπορούμε να αποδείξουμε ότι έχει κάνει κάτι άλλο, σημαίνει ότι είναι Σκοτεινόφιλη».

Η Πεβάρα ένευσε καταφατικά. «Ναι, αλλά ας μην είμαστε τόσο απόλυτες. Ίσως το Μαύρο Άτζα να μην έχει ανάμειξη στην επανάσταση, αλλά δεν νομίζω πως θα άφηνε την αναταραχή ανεκμετάλλευτη. Νομίζω πως πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά τι έχει συμβεί τον τελευταίο χρόνο».

Η Σέαν συμφώνησε απρόθυμα σε αυτό. Σχετικά με τους τελευταίους μήνες, υπήρχαν λιγότερες αναφορές προς μελέτη και περισσότερες ερωτήσεις. Της ήταν δύσκολο να αποφασίσει ποια άλλη θα συμπεριλάμβανε στην έρευνα, ειδικά όταν η Πεβάρα τής είπε: «Φάνηκες πολύ γενναία που ήρθες σε μένα, Σέαν. Έχω μάθει για Σκοτεινόφιλους που δεν δίστασαν να θανατώσουν αδέλφια και γονείς, προκειμένου να κρατήσουν μυστικό το ποιοι είναι και τι έχουν κάνει. Σ' αγαπάω ούτως ή άλλως, μα πέραν τούτου φάνηκες πραγματικά πολύ γενναία».

Η Σέαν ρίγησε, λες και κάτι περπατούσε πάνω στον τάφο της. Αν ήθελε να φανεί γενναία, θα διάλεγε το Πράσινο Άτζα. Ευχήθηκε η Ελάιντα να είχε αναθέσει σε κάποια άλλη αυτήν την αποστολή. Τώρα, όμως, ήταν πολύ αργά και δεν υπήρχε επιστροφή.

Загрузка...