Ο Τροχός του Χρόνου γυρνά, και οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω τους μνήμες που γίνονται θρύλος. Ο θρύλος ξεθωριάζει και γίνονται μύθος· ακόμα κι ο μύθος έχει ξεχαστεί από καιρό, όταν ξανάρχεται η Εποχή που τον γέννησε. Σε κάποια από αυτές τις Εποχές, που αποκαλείται από μερικούς η Τρίτη Εποχή, μία Εποχή που ακόμα δεν έφτασε, μία Εποχή από καιρό περασμένη, ένας άνεμος σηκώθηκε στο μεγάλο δάσος που ονομάζεται Δάσος του Μπρημ. Ο άνεμος αυτός δεν ήταν η αρχή των πάντων, μια και στην περιστροφή του Τροχού του Χρόνου δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε τέλος, αλλά ήταν μία αρχή.
Ο άνεμος φυσούσε από βόρεια κι ανατολικά, καθώς ο καυτός ήλιος υψωνόταν όλο και ψηλότερα στον ασυννέφιαστο ουρανό, μέσα από τα τσουρουφλισμένα δέντρα με τα καφετιά φύλλα και τα γυμνά κλαδιά και τα σκόρπια χωριά όπου ο αέρας τρεμόφεγγε από τη ζέστη. Ο άνεμος δεν έφερνε μαζί του καμιά ανακούφιση, καμιά ένδειξη βροχής, πόσω μάλλον χιονιού. Φυσούσε από βόρεια κι ανατολικά, πέρα από μια αρχαία καμάρα καλοδουλεμένης πέτρας, για την οποία μερικοί έλεγαν πως ήταν η πύλη προς μια μεγάλη πόλη, ενώ άλλοι ισχυρίζονταν πως δεν ήταν παρά ένα μνημείο προς τιμήν μιας από καιρό ξεχασμένης μάχης. Φθαρμένα και δυσανάγνωστα απομεινάρια κομψοτεχνημάτων παρέμεναν πάνω στις ογκώδεις πέτρες, βουβές αναμνήσεις της χαμένης δόξας της πολυθρύλητης Κορεμάντα. Τα λίγα κάρα που αντίκριζαν την κάμαρα την προσπερνούσαν και συνέχιζαν την πορεία τους κατά μήκος του Δρόμου της Ταρ Βάλον, ενώ οι πεζοί κάλυπταν τα μάτια τους για να προφυλαχθούν από τη σκόνη που σηκωνόταν από τις οπλές και τους τροχούς των αμαξών κι ο άνεμος έφερνε προς το μέρος τους. Οι πιο πολλοί δεν είχαν ιδέα πού πήγαιναν. Το μόνο που καταλάβαιναν ήταν ότι ο κόσμος είχε έρθει τα πάνω κάτω κι ότι η τάξη έτεινε να εκλείψει, αν δεν είχε ήδη εκλείψει. Το μόνο που τους παρακινούσε ήταν ο φόβος, ενώ άλλοι έλκονταν από κάτι που δεν μπορούσαν να δουν και να καταλάβουν. Οι περισσότεροι, πάντως, ήταν τρομαγμένοι.
Ο άνεμος ταξίδευε, περνώντας τον γκριζοπράσινο Ποταμό Ερίνιν, μπατάροντας πλοιάρια που κουβαλούσαν εμπορεύματα από τον Βορρά στον Νότο, γιατί, ακόμα κι αυτές τις δύσκολες μέρες, οι αγοραπωλησίες δεν σταματούσαν, παρ' όλο που κανείς δεν ήξερε σε ποια σημεία ήταν περισσότερο ασφαλές να εμπορευθεί. Ανατολικά τού ποταμού, τα δάση άρχιζαν να αραιώνουν κι έδιναν τη θέση τους σε χαμηλούς κυματιστούς λόφους, καλυμμένους με καφετί και ξερό γρασίδι, πάνω στους οποίους υπήρχαν σκόρπιες μικρές συστάδες δέντρων. Στην κορυφή ενός από αυτούς υπήρχε μια διάταξη από άμαξες που σχημάτιζαν κύκλο. Σε κάμποσες από αυτές, η λινάτσα ήταν καψαλισμένη ή εντελώς καμένη και βγαλμένη από τη σιδερένια στεφάνη. Σε έναν προχειροφτιαγμένο ιστό, κλαδεμένο από ένα δέντρο νεκρό εξαιτίας της ξηρασίας και δεμένο σε μια απογυμνωμένη στεφάνη της άμαξας για να δίνει περισσότερο ύψος, κυμάτιζε ένα πορφυρό λάβαρο, στο κέντρο τού οποίου υπήρχε ένας ασπρόμαυρος δίσκος. Λάβαρο του Φωτός το αποκαλούσαν κάποιοι ή Λάβαρο του αλ'Θόρ. Άλλοι, όμως, χρησιμοποιούσαν πιο σκοτεινά ονόματα και ριγούσαν όταν μιλούσαν γι' αυτό ψιθυριστά. Ο άνεμος ταρακούνησε άγρια το λάβαρο κι απομακρύνθηκε, λες κι ευχαρίστως έφευγε από εκεί.
Ο Πέριν Αϋμπάρα καθόταν κατάχαμα, με τη φαρδιά του πλάτη να ακουμπάει πάνω στον τροχό μιας άμαξας, παρακαλώντας να μη σταματήσει να φυσάει γιατί ο αέρας τον δρόσιζε έστω και για λίγο. Ο νοτιάς είχε σβήσει την οσμή του θανάτου από τα ρουθούνια του, μια οσμή η οποία του υπενθύμιζε πού έπρεπε κανονικά να βρίσκεται, σε ένα μέρος όπου δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να πάει. Εδώ ήταν πολύ καλύτερα, στο εσωτερικό του κύκλου από τις άμαξες, με τα νώτα του στον Βορρά, που κατά κάποιον τρόπο μπορούσε να ξεχάσει. Όσες άμαξες δεν είχαν υποστεί ζημιές είχαν ρυμουλκηθεί στην κορυφή του λόφου από χτες το απόγευμα, μόλις οι άντρες βρήκαν τη δύναμη να κάνουν κάτι παραπάνω από το να ευχαριστούν το Φως που ανέπνεαν ακόμα. Τώρα, ο ήλιος ανέβαινε ξανά, φέρνοντας μαζί του την ανυπόφορη κάψα.
Έξυσε νευριασμένος την κοντή και σγουρή του γενειάδα. Όσο πιο πολύ ίδρωνε, τόσο περισσότερη φαγούρα είχε. Ο ιδρώτας κυλούσε στα πρόσωπα όλων όσων έβλεπε, πλην των Αελιτών, ενώ το νερό απείχε κοντά ένα μίλι προς Βορρά, όπως επίσης κι η φρίκη κι οι οσμές. Οι περισσότεροι το θεωρούσαν δίκαιη ανταλλαγή. Έπρεπε να είχε κάνει το καθήκον του, ωστόσο κάποια ίχνη ενοχής δεν τον συγκίνησαν. Σήμερα ήταν η μέρα του Ανώτατου Τσάσαλαϊν και στην πατρίδα, στους Δύο Ποταμούς, το ξεφάντωμα κι ο χορός θα κρατούσαν όλη μέρα κι όλη νύχτα. Ήταν η Ημέρα του Στοχασμού, όπου υποτίθεται πως θυμόσουν όσα καλά συνέβησαν στη ζωή σου, ενώ όποιος εξέφραζε κάποιο παράπονο κυκλοφορούσε με έναν κουβά νερό στημένο πάνω στο κεφάλι του για να ξεπλύνει την κακοτυχία, κάτι όχι και τόσο ευχάριστο όταν ο καιρός ήταν κρύος, όπως θα έπρεπε να είναι κανονικά. Πόσο ευχάριστος θα ήταν τώρα ένας κουβάς νερό... Συνειδητοποίησε πως, για άνθρωπος που την είχε γλιτώσει πολύ φτηνά, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κάνει καλές σκέψεις. Μόλις χθες είχε πληροφορηθεί κάποια πράγματα για τον εαυτό του· ίσως να ήταν και σήμερα το πρωί, όταν όλα είχαν τελειώσει.
Διαισθανόταν ακόμα μερικούς από τους λύκους, μια χούφτα από δαύτους που είχαν επιβιώσει κι απομακρύνονταν από δω, από τους ανθρώπους. Εξακολουθούσαν να αποτελούν το κύριο θέμα συζήτησης του καταυλισμού, προκαλώντας ανήσυχες εικασίες σχετικά με το από πού είχαν έρθει και για ποιο λόγο. Μερικοί πίστευαν πως τους είχε καλέσει ο ίδιος ο Ραντ, ενώ οι περισσότεροι θεωρούσαν υπεύθυνες τις Άες Σεντάι. Οι Άες Σεντάι δεν έλεγαν τι πίστευαν. Η κατηγόρια δεν έπεφτε στους λύκους -ό,τι έγινε, έγινε- αλλά δεν άντεχε τη μοιρολατρία τους. Είχαν έρθει γιατί τους κάλεσε ο ίδιος. Οι φαρδιοί ώμοι, που τον έκαναν να μοιάζει κοντύτερος απ' όσο ήταν, κατέρρευσαν κάτω από το βάρος της ευθύνης. Πού και πού, άκουγε άλλους λύκους, οι οποίοι δεν είχαν έρθει, να μιλούν περιφρονητικά σε όσους ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα. Να τι παθαίνει όποιος ανακατεύεται στις υποθέσεις των διπόδων. Τι άλλο να περιμένει κανείς;
Ζοριζόταν να κρατήσει τις σκέψεις του για τον εαυτό του. Ήθελε να αλυχτήσει, να τους μεταδώσει το μήνυμα πως αυτοί που χλεύαζαν είχαν δίκιο. Ήθελε να βρίσκεται σπίτι του, στους Δύο Ποταμούς. Λίγες οι ελπίδες του, ίσως και να μην το ξανάβλεπε ποτέ. Ήθελε να βρεθεί ξανά με τη γυναίκα του, οπουδήποτε, κι όλα να ήταν όπως πριν. Οι πιθανότητες ήταν κάπως μεγαλύτερες, κι αυτό μπορεί να ήταν χειρότερο. Πολύ περισσότερο, όμως, από τη νοσταλγία για το σπίτι του, πιο πολύ κι από τους λύκους ακόμα, η ανησυχία για τη Φάιλε τον κατέτρωγε εκ των έσω, σαν νυφίτσα που προσπαθούσε να σκάψει τα σωθικά του. Η αλήθεια ήταν πως η κοπέλα έμοιαζε χαρούμενη βλέποντάς τον να φεύγει από την Καιρχίν. Τι μπορούσε να κάνει; Δεν υπήρχαν λέξεις για να περιγράψουν πόσο αγαπούσε τη γυναίκα του, πόση ανάγκη την είχε, αλλά εκείνη από την πλευρά της ήταν ζηλιάρα χωρίς να υπάρχει λόγος, πληγωνόταν όταν αυτός δεν έφταιγε σε τίποτα και θύμωνε για αδιευκρίνιστους λόγους. Κάτι έπρεπε να κάνει, αλλά τι; Η απάντηση του διέφευγε. Το μόνο όπλο που διέθετε ήταν οι ψύχραιμες σκέψεις, ενώ η Φάιλε ενεργούσε παρορμητικά.
«Οι Αελίτες πρέπει να φορέσουν μερικά ρούχα», μουρμούρισε διακριτικά ο Άραμ, κοιτώντας συνοφρυωμένος το έδαφος. Κάθισε οκλαδόν εκεί δίπλα, κρατώντας υπομονετικά τα χαλινάρια ενός ψηλόλιγνου ευνουχισμένου ίππου. Σπάνια απομακρυνόταν από τον Πέριν. Το ξίφος που ήταν περασμένο στην πλάτη του ήταν παράταιρο στο προχειροφτιαγμένο πανωφόρι με τις πράσινες ρίγες, το οποίο κρεμόταν από πάνω του ξεκούμπωτο εξαιτίας της ζέστης. Ένα κεφαλόδεσμος τυλιγμένος γύρω από το μέτωπό του εμπόδιζε τον ιδρώτα να πέσει στα μάτια του. Κάποτε, ο Πέριν τον θεωρούσε αρκετά ευπαρουσίαστο άντρα. Ωστόσο, μια ψυχρή σκοτεινιά φαίνεται πως είχε απλωθεί στην ψυχή του και το κατσούφιασμα είχε γίνει πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού του. «Δεν είναι σωστό, Άρχοντα Πέριν».
Ο Πέριν παράτησε απρόθυμα τις σκέψεις σχετικά με τη Φάιλε. Με τον καιρό, θα έλυνε το γρίφο. Έπρεπε να βρει τον κατάλληλο τρόπο. «Έτσι έχουν μάθει, Άραμ».
Ο Άραμ έκανε μια γκριμάτσα, λες κι επρόκειτο να φτύσει. «Όπως κι αν έχει, δεν είναι σωστό. Υποθέτω ότι τους κρατάει υπό έλεγχο -κανείς δεν μπορεί να πάει μακριά ή να δημιουργήσει πρόβλημα- αλλά δεν είναι σωστό».
Παντού τριγύρω υπήρχαν Αελίτες, φυσικά. Άντρες ψηλοί κι ακατάδεκτοι, στα γκρίζα, στα καφετιά και στα πράσινα, έχοντας ως κοινό χρώμα μονάχα την πορφυρή κορδέλα που ήταν περασμένη γύρω από το κεφάλι τους, με τον ασπρόμαυρο δίσκο στο μέτωπο. Αυτοαποκαλούνταν σισβαϊ'αμάν. Κάποιες φορές, η λέξη αυτή ερέθιζε τη μνήμη του, λες και του ήταν γνωστή. Αν ρωτούσες έναν Αελίτη, θα σε κοίταζε σαν να έλεγες σαχλαμάρες. Ωστόσο, κι αυτοί αγνοούσαν τις υφασμάτινες λωρίδες. Καμιά Κόρη της Λόγχης δεν φορούσε τον πορφυρό κεφαλόδεσμο. Ασχέτως του αν τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει ή αν δεν θεωρείτο και τόσο μεγάλη ώστε να αφήσει τη μητέρα της, καμία Κόρη δεν έχανε την ευκαιρία να ανταλλάξει προκλητικά βλέμματα με έναν σισβαϊ'αμάν, βλέμματα αυταρέσκειας περισσότερο, ενώ οι άντρες ανταπέδιδαν με ματιές ψυχρές, με έντονη την οσμή της πείνας, σαν να ζήλευαν τη μυρωδιά τους, κάτι που ο Πέριν αδυνατούσε να κατανοήσει. Ό,τι κι αν συνέβαινε, δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο και μάλλον δεν θα οδηγούσε σε φασαρίες. Στο εσωτερικό των αμαξών υπήρχαν, επίσης, και μερικές Σοφές, με τις ογκώδεις φούστες τους και τα λευκά πουκάμισα, φορώντας τις μαύρες εσάρπες παρά τη ζέστη, ενώ τα απαστράπτοντα βραχιόλια και τα περιδέραια από χρυσάφι και φίλντισι συμπλήρωναν το απέριττο ντύσιμό τους. Κάποιες έμοιαζαν να διασκεδάζουν την κατάσταση μεταξύ των Κορών και των σισβαϊ'αμάν, ενώ άλλες είχαν εξοργισθεί. Όλοι τους όμως -οι Σοφές, οι Κόρες κι οι σισβαϊ'αμάν- αγνοούσαν τους Σάιντο κατά τον ίδιο τρόπο που ο Πέριν δεν θα έδινε σημασία σε ένα σκαμνί ή σε ένα κουρέλι.
Οι Αελίτες είχαν συλλάβει περίπου διακόσιους Σάιντο αιχμαλώτους την προηγούμενη μέρα, άντρες και Κόρες -όχι πολλούς συγκριτικά με τον πραγματικό τους αριθμό- οι οποίοι κυκλοφορούσαν ελεύθερα. Από μια άποψη, ο Πέριν θα ένιωθε πιο άνετα αν υπήρχε κάποιου είδους επιτήρηση κι αν ήταν ντυμένοι. Έφερναν νερό κι έτρεχαν να εκτελέσουν διάφορα θελήματα γυμνοί, όπως είχαν βγει από την κοιλιά της μάνας τους. Απέναντι στους υπόλοιπους Αελίτες ήταν πειθήνιοι σαν ποντικάκια. Αν κάποιος άλλος έκανε το λάθος να τους κοιτάξει περίεργα, τον αντιμετώπιζαν με ένα βλέμμα ιδιαίτερα προκλητικό κι αγενές. Ο Πέριν δεν ήταν ο μόνος που προσπαθούσε να μην τους προσέχει κι ο Άραμ δεν ήταν ο μοναδικός που γκρίνιαζε. Υπήρχαν και κάμποσοι άλλοι από τους άντρες των Δύο Ποταμών που είχαν ακριβώς την ίδια συμπεριφορά. Αρκετοί, επίσης, από τους Καιρχινούς κόντευαν να πάθουν αποπληξία όποτε έβλεπαν έναν Σάιντο. Οι Μαγιενοί κουνούσαν τα κεφάλια τους, λες κι επρόκειτο για αστείο, και γλυκοκοίταζαν τις γυναίκες. Δεν είχαν το παραμικρό ίχνος αιδούς.
«Μου το εξήγησε ο Γκαούλ, Άραμ. Ξέρεις τι είναι ο γκαϊ'σάιν, έτσι; Σχετικά με το τζι'ε'τόχ και την υποχρέωση να υπηρετείς επί έναν χρόνο και μία μέρα;» Ο άλλος ένευσε, πράγμα θετικό μια κι ο ίδιος ο Πέριν δεν γνώριζε και πολλά. Οι εξηγήσεις του Γκαούλ σχετικά με τους Αελίτες τον άφηναν πάντα λιγάκι μπερδεμένο. Ο Γκαούλ πίστευε ανέκαθεν πως μιλούσε για πράγματα αυτονόητα. «Λοιπόν, ένας γκαϊ'σάιν δεν επιτρέπεται να φοράει την ενδυμασία ενός αλγκάι'ντ'σισβάι —το οποίο σημαίνει "μαχητής της λόγχης"», πρόσθεσε, παρατηρώντας το ερωτηματικό βλέμμα του Άραμ. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως είχε καρφώσει το βλέμμα του σε μια Σάιντο που βάδιζε προς την κατεύθυνσή του, μια ψηλή, νεαρή γυναίκα, χρυσομαλλούσα και χαριτωμένη, παρά τη λεπτή, μακριά χαρακιά που είχε στο μάγουλο της και τα διάφορα σημάδια σε άλλα σημεία του κορμιού της. Ήταν αρκετά όμορφη και... γυμνή. Ο Πέριν καθάρισε τον λαιμό του κι αποτράβηξε τη ματιά του. Αισθάνθηκε να αναψοκοκκινίζει. «Εν πάση περιπτώσει, να γιατί είναι... αυτό που είναι. Οι γκαϊ'σάιν φορούν λευκούς χιτώνες, αλλά εδώ δεν έχουν να φορέσουν τίποτα. Έτσι έχουν συνηθίσει». Να πάρει η ευχή τον Γκαούλ και τις εξηγήσεις τον, σκέφτηκε. Με κάτι θα μπορούσαν να κρύψουν τη γύμνια τους!
«Πέριν Χρυσομάτη», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. «Η Καράχουιν με στέλνει να σε ρωτήσω αν θέλεις νερό». Το πρόσωπο του Άραμ κοκκίνισε κι, έτσι όπως ήταν καθισμένος οκλαδόν, στράφηκε από την άλλη, γυρίζοντάς της την πλάτη.
«Όχι, ευχαριστώ». Ο Πέριν δεν χρειάστηκε να κοιτάξει ψηλότερα για να καταλάβει πως ήταν η ξανθομαλλούσα Σάιντο. Εξακολούθησε να κοιτάζει προς άλλη κατεύθυνση, στο πουθενά. Οι Αελίτες είχαν περίεργη αίσθηση του χιούμορ κι οι Κόρες της Λόγχης -η Καράχουιν ήταν μία τέτοια Κόρη- ακόμα πιο περίεργη. Είχαν διακρίνει πολύ γρήγορα πώς αντέδρασαν απέναντι στους Σάιντο οι υδρόβιοι· μονάχα οι τυφλοί δεν θα το έβλεπαν αμέσως. Ξαφνικά, οι γκαϊ'σάιν στάλθηκαν στα αριστερά και τα δεξιά των υδροβίων κι οι Αελίτες άρχισαν να κυλιούνται στο έδαφος κάτω από τα ντροπιαστικά βλέμματα, τα τραυλίσματα και τα ουρλιαχτά. Ήταν σίγουρος πως η Καράχουιν κι οι φίλοι της τους παρακολουθούσαν τώρα. Τουλάχιστον άλλες δέκα φορές είχε σταλθεί κάποια γυναίκα γκαϊ'σάιν για να τον ρωτήσει αν θέλει νερό ή αν είχε περισσευούμενη καμιά ακονόπετρα ή κάτι εξίσου ηλίθιο.
Ξαφνικά, μια σκέψη ξεπήδησε στο μυαλό του. Οι Μαγιενοί σπάνια ασχολούνταν με τέτοια πράγματα. Ήταν προφανές πως μια χούφτα Καιρχινών απολάμβαναν το θέαμα, αν κι όχι τόσο ξεδιάντροπα όσο οι Μαγιενοί, καθώς επίσης και μερικοί γηραιότεροι των Δύο Ποταμών, οι οποίοι, όμως, θα έπρεπε να το σκεφτούν καλύτερα. Το θέμα ήταν πως, απ' όσο ήξερε, κανείς τους δεν μετέφερε κάποιο δεύτερο κίβδηλο μήνυμα. Από την άλλη, αυτοί που αντέδρασαν πιο έντονα... οι Καιρχινοί που φωνασκούσαν δυνατότερα απ' όλους για την προσβολή της δημόσιας αιδούς, και δυο τρεις από τους νεότερους άντρες των Δύο Ποταμών που τραύλιζαν ντροπιασμένοι με τέτοια αγριάδα μοιάζοντας έτοιμοι να διαλυθούν, είχαν καταντήσει τόσο ενοχλητικοί ώστε αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν δια παντός τις άμαξες...
Καταβάλλοντας προσπάθεια, ο Πέριν έστρεψε τη ματιά του στο πρόσωπο της γκαϊ'σάιν. Στα μάτια της. Εστίασε στα μάτια της, σκέφτηκε ξέφρενα. Ήταν πράσινα, μεγάλα και καθόλου -μα καθόλου- πράα. Ανέδιδε μια μυρωδιά ατόφιας μανίας. «Ευχαρίστησε εκ μέρους μου την Καράχουιν και πες της πως, αν δεν την πειράζει, μπορεί να σου αναθέσει να λαδώσεις την εφεδρική μου σέλα. Επίσης, δεν έχω καθαρό πουκάμισο. Δεν νομίζω να την πείραζε αν έκανες και λίγη μπουγάδα».
«Μάλλον όχι», απάντησε η γυναίκα με σταθερή φωνή. Έπειτα γύρισε κι άρχισε να απομακρύνεται.
Ο Πέριν αποτράβηξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε τη ματιά του, αν κι η εικόνα παρέμεινε καρφωμένη για κάμποση ώρα στο κεφάλι του. Μα το Φως, ο Άραμ είχε δίκιο! Με λίγη τύχη, όμως, θα μπορούσε να εμποδίσει περαιτέρω παρόμοιες επισκέψεις. Αρκεί να το υποδείκνυε στον Άραμ και στους άντρες των Δυο Ποταμών. Ίσως τον άκουγαν κι οι Καιρχινοί.
«Τι θα κάνουμε με αυτούς, Άρχοντα Πέριν;» Ο Άραμ, κοιτώντας ακόμα προς την αντίθετη κατεύθυνση, δεν τους αποκαλούσε πλέον γκαϊ'σάιν.
«Αυτό θα το αποφασίσει ο Ραντ», αποκρίθηκε αργά ο Πέριν, με την ικανοποίηση να χάνεται σταδιακά από τα χαρακτηριστικά του. Ήταν αλλόκοτο να θεωρεί μικρό πρόβλημα το να περιφέρονται οι άνθρωποι γυμνοί, αλλά αυτό εδώ ήταν σαφώς μεγαλύτερο και, μάλιστα, ένα πρόβλημα που απέφευγε το ίδιο επιμελώς όσο και το να μάθει τι υπήρχε στον Βορρά.
Στην αντικριστή μεριά του κύκλου που σχημάτιζαν οι άμαξες υπήρχαν περίπου δύο ντουζίνες γυναίκες που κάθονταν κατάχαμα. Όλες τους ήταν ντυμένες κατάλληλα για ταξίδι. Πολλές φορούσαν μετάξια, ενώ οι περισσότερες είχαν ελαφριούς μανδύες από λινό ύφασμα, κατάλληλους για να εμποδίζουν τη σκόνη. Στα πρόσωπά τους δεν κυλούσε ούτε μία σταγόνα ιδρώτα. Τρεις από αυτές ήταν αρκετά νεαρές για να τους ζητήσει να του χαρίσουν έναν χορό, προτού, φυσικά, παντρευτεί τη Φάιλε.
Γιατί να είναι Άες Σεντάι; σκέφτηκε ξινισμένα. Κάποτε είχε χορέψει με μια Άες Σεντάι και κόντεψε να καταπιεί τη γλώσσα του όταν συνειδητοποίησε ποια ήταν αυτή που κρατούσε στην αγκαλιά του. Επιπλέον, ήταν και φίλη, αν μια τέτοια λέξη αρμόζει σε μια Άες Σεντάι. Πόσο νέα πρέπει να είναι μια Άες Σεντάι για να καταλάβω την ηλικία της; Οι υπόλοιπες, φυσικά, ήταν ακαθόριστης ηλικίας. Ίσως κοντά στα είκοσι, ίσως κοντά στα σαράντα, δύσκολο να επιβεβαιωθεί. Αυτό, τουλάχιστον, μαρτυρούσαν τα πρόσωπά τους, αν και τα μαλλιά μερικών γκρίζαραν. Με τις Άες Σεντάι δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος. Για τίποτα.
«Αν μη τι άλλο, αυτές εδώ δεν αποτελούν κίνδυνο πλέον», είπε ο Άραμ, νεύοντας με το κεφάλι προς το μέρος τριών αδελφών που κάθονταν κάπως παράμερα από τις υπόλοιπες.
Μία από αυτές έκλαιγε, έχοντας το πρόσωπο χωμένο στα γόνατά της, ενώ οι άλλες δύο κοιτούσαν καταβεβλημένες στο πουθενά, με τη μία να τραβάει άσκοπα τη φούστα της. Από χτες ήταν έτσι. Τουλάχιστον, καμιά τους δεν ούρλιαζε πια. Αν ο Πέριν είχε καταλάβει σωστά, πράγμα για το οποίο δεν ήταν διόλου σίγουρος, τις είχαν σιγανέψει με κάποιον τρόπο όταν ο Ραντ ελευθερώθηκε. Δεν θα είχαν ποτέ πια την ικανότητα να διαβιβάσουν τη Μία Δύναμη. Για μια Άες Σεντάι, ο θάνατος φάνταζε προτιμότερος από αυτό.
Θα περίμενε πως οι υπόλοιπες Άες Σεντάι θα τις παρηγορούσαν, θα τις φρόντιζαν με κάποιο τρόπο, αλλά οι περισσότερες τις αγνοούσαν εντελώς κι ήταν απασχολημένες με να κοιτάζουν από δω κι από κει. Γι' αυτό τον λόγο, οι σιγανεμένες Άες Σεντάι αρνούνταν εξίσου να δώσουν σημασία στις άλλες. Αρχικά, τις είχαν πλησιάσει μερικές αδελφές, καθεμία ξεχωριστά, με βλέμμα ήρεμο, αλλά με την αποστροφή και την απροθυμία να βρωμάνε από μακριά. Δεν κέρδισαν τίποτα για τον κόπο τους, ούτε καν μια λέξη, ούτε καν μια ματιά. Αυτό το πρωινό, καμιά δεν είχε πάει κοντά τους.
Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι του. Οι Άες Σεντάι φαίνεται πως αγνοούσαν επί τούτου ό,τι δεν ήθελαν να παραδεχτούν. Για παράδειγμα, τους μαυροντυμένους άντρες που έστεκαν από πάνω τους. Υπήρχε ένας Άσα'μαν για κάθε αδελφή, ακόμα και για τις τρεις σιγανεμένες, ο οποίος στεκόταν ακίνητος, χωρίς καν να κινεί τα βλέφαρά του. Από τη μεριά τους, οι Άες Σεντάι κοίταζαν πέρα, ίσως και μέσα, από τους Άσα'μαν, λες κι ήταν ανύπαρκτοι.
Ήταν καλό κόλπο. Δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό του να παραβλέψει τους Άσα’μαν, και δεν βρισκόταν καν κάτω από την επιτήρησή τους. Εμφανισιακά, ποίκιλλαν από αγόρια που μόλις έβγαζαν το πρώτο χνούδι στα μάγουλά τους μέχρι γκριζομάλληδες ή φαλακρούς τύπους. Όσον αφορά σε αυτούς τους τελευταίους, δεν ήταν οι απειλητικοί, μαύροι μανδύες με τους ψηλούς γιακάδες ή τα περασμένα στη ζώνη τους ξίφη που τους έκαναν επικίνδυνους. Κάθε Άσα'μαν είχε την ικανότητα της διαβίβασης και, με κάποιον τρόπο, μπορούσε να εμποδίσει μια Άες Σεντάι από το να διαβιβάσει εκείνη. Άντρες με την ικανότητα χειρισμού της Μίας Δύναμης. Ήταν κάτι εφιαλτικό. Βέβαια, κι ο Ραντ είχε αυτή την ικανότητα, αλλά ήταν ο Ραντ, ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Αυτοί οι τύποι έκαναν τις τρίχες του Πέριν να σηκώνονται.
Οι επιζώντες αιχμάλωτοι Πρόμαχοι των Άες Σεντάι κάθονταν σε κάποια απόσταση, κάτω από τους δικούς τους φρουρούς. Τριάντα περίπου οπλισμένοι άντρες του Άρχοντα Ντομπραίν, με Καιρχινές περικεφαλαίες σε σχήμα καμπάνας, κι άλλοι τόσοι Μαγιενοί Φτερωτοί Φρουροί, με κόκκινους θώρακες και με κοφτερή ματιά, λες και φρουρούσαν λεοπαρδάλεις. Καλή αναλογία, δεδομένων των συνθηκών. Οι Πρόμαχοι ήταν περισσότεροι από τις Άες Σεντάι, ενώ αρκετοί από τους αιχμαλώτους ανήκαν προφανώς στο Πράσινο Άτζα. Από την άλλη, οι φρουροί ήταν πιο πολλοί από τους Προμάχους, αρκετά περισσότεροι, ίσως και λίγο παραπάνω απ' ό,τι χρειαζόταν.
«Ας δεήσει το Φως να μη μας βρει κι άλλο κακό από τούτους εδώ», μουρμούρισε ο Πέριν. Δύο φορές κατά τη διάρκεια της νύχτας οι Πρόμαχοι είχαν επιχειρήσει να το σκάσουν. Η αλήθεια είναι ότι αυτές οι εξεγέρσεις καταπνίγηκαν κυρίως από τους άντρες των Άσα'μαν παρά από τους Καιρχινούς ή τους Μαγιενούς, και μάλιστα με διόλου επιεική τρόπο. Κανείς από τους Προμάχους δεν σκοτώθηκε, αλλά τουλάχιστον μια ντουζίνα από δαύτους κατέληξαν με σπασμένα κόκαλα, ενώ απαγορεύτηκε στις αδελφές να τους θεραπεύσουν.
«Αν ο Άρχοντας Δράκοντας δεν μπορέσει να πάρει μια απόφαση», είπε σιγανά ο Άραμ, «ίσως χρειαστεί να την πάρει κάποιος άλλος για να τον προστατεύσει».
Ο Πέριν τον κοίταξε στραβά. «Ποια απόφαση; Οι αδελφές τούς είπαν να μην επιχειρήσουν τίποτα κι αυτοί σίγουρα θα υπακούσουν στις Άες Σεντάι τους». Ανεξάρτητα από το αν τα κόκαλά τους ήταν σπασμένα, ανεξάρτητα από το αν ήταν άοπλοι και δεμένοι πισθάγκωνα, οι Πρόμαχοι έμοιαζαν με αγέλη λύκων που περιμένει το σύνθημα του αρχηγού της για να επιτεθεί. Κανείς τους δεν θα ησύχαζε μέχρις ότου η προσωπική του Άες Σεντάι ελευθερωνόταν, μέχρις ότου ελευθερώνονταν ίσως όλες οι αδελφές. Οι Άες Σεντάι κι οι Πρόμαχοι· μια στοίβα από γέρικες βελανιδιές, έτοιμη να αρπάξει φωτιά. Πάντως, τόσο οι Πρόμαχοι, όσο κι οι Άες Σεντάι, δεν αποδείχτηκαν εφάμιλλοι των Άσα’μαν.
«Δεν εννοούσα τους Προμάχους». Ο Άραμ κοντοστάθηκε κι έπειτα γλίστρησε πιο κοντά στον Πέριν, χαμηλώνοντας κι άλλο τη φωνή του μέχρι που έγινε βραχνός ψίθυρος. «Οι Άες Σεντάι απήγαγαν τον Άρχοντα Δράκοντα. Δεν μπορεί φυσικά να τις εμπιστευτεί, αλλά δεν πρόκειται να κάνει κι αυτό που πρέπει. Αν πεθάνουν προτού το μάθει...»
«Μα τι λες τώρα;» Ο Πέριν κόντεψε να πνιγεί καθώς πετάχτηκε όρθιος απότομα. Αναρωτήθηκε, όχι για πρώτη φορά, κατά πόσον είχαν μείνει ακόμα ίχνη Μάστορα στην ψυχή του άλλου άντρα. «Είναι ανήμπορες, Άραμ! Ανήμπορες γυναίκες!»
«Είναι Άες Σεντάι». Το σκοτεινό βλέμμα του άλλου βρέθηκε στο ίδιο επίπεδο με την αστραφτερή ματιά του Πέριν. «Ούτε να τις εμπιστευτεί μπορεί κανείς, ούτε και να τις αφήσει ελεύθερες. Πόσο καιρό μπορείς να κρατήσεις μια Άες Σεντάι χωρίς τη θέλησή της; Εφαρμόζουν όσα είχαν μάθει καιρό πριν από τους Άσα'μαν, και πρέπει να ξέρουν περισσότερα. Αποτελούν υπαρκτό κίνδυνο για τον Άρχοντα Δράκοντα και για σένα τον ίδιο, Άρχοντα Πέριν. Έχω δει πώς σε κοιτάζουν».
Πέρα από τον κύκλο που σχημάτιζαν οι άμαξες, οι αδελφές άρχισαν να μιλούν ψιθυριστά μεταξύ τους, με το στόμα σε πολύ κοντινή απόσταση από το αυτί, τόσο ώστε ούτε κι ο Πέριν δεν άκουγε τι έλεγαν. Πού και πού, κάποια από αυτές έριχνε το βλέμμα της προς τη μεριά του ίδιου και του Άραμ. Περισσότερο επάνω του παρά στον Άραμ, δηλαδή. Ωστόσο, ξεχώρισε μερικά ονόματα. Νεσούνε Μπιχάρα, Έριαν Μπορόλεος, Κατερίνε Αλρούντιν, Κόιρεν Σαλνταίην, Σαρίνε Νέμνταλ, Έλζα Πένφελ, Ζανίν Πάβλαρα, Μπέλντεϊν Νάιραμ και Μάριθ Ρίβεν. Οι τελευταίες ήταν οι νεαρές αδελφές, αν και, νεαρές ή θαλερές, τον παρακολουθούσαν με τόσο γαλήνια βλέμματα που έμοιαζαν να έχουν το πάνω χέρι παρά την παρουσία των Άσα’μαν. Δεν ήταν εύκολο πράγμα να νικήσεις τις Άες Σεντάι, το να τις αναγκάσεις, όμως, να παραδεχτούν την ήττα τους ήταν κυριολεκτικά αδύνατο.
Ξέμπλεξε τα χέρια του και στηρίχθηκε στα γόνατά του, προσπαθώντας να παρουσιαστεί όσο το δυνατόν πιο ήρεμος, κάτι που ούτε κατά διάνοια δεν ένιωθε. Ήξεραν πως είναι τα'βίρεν, ένας από τους λίγους γύρω από τον οποίο θα διαμορφωνόταν το Σχήμα για ένα χρονικό διάστημα. Κι ακόμα χειρότερα, γνώριζαν πως ήταν δεμένος με τον Ραντ με κάποιον ακαθόριστο τρόπο, τον οποίο κανείς δεν κατανοούσε, ούτε καν ο ίδιος ή ο Ραντ. Ή ο Ματ. Ο Ματ, άλλος ένας τα'βίρεν, ήταν εξίσου μπλεγμένος σε αυτή την κατάσταση, αν και κανείς εκ των δύο τόσο πολύ όσο ο Ραντ. Μπορεί αυτές οι γυναίκες να μην είχαν πολλές πιθανότητες να πιάσουν αυτόν και τον Ματ και να τους σύρουν στον Λευκό Πύργο το ίδιο γρήγορα με τον Ραντ, αλλά, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα τους αλυσόδεναν σαν γίδια που περιμένουν την έλευση του λιονταριού. Κι όντως είχαν απαγάγει τον Ραντ και, μάλιστα, τον είχαν κακομεταχειριστεί. Ο Άραμ είχε δίκιο σε ένα πράγμα, τουλάχιστον. Δεν μπορούσες να τις εμπιστευτείς. Αυτό, όμως, που πρότεινε ο Άραμ δεν μπορούσε να το εγκρίνει σε καμιά περίπτωση. Η σκέψη και μόνο τον έκανε να νιώθει ναυτία.
«Δεν θέλω να ακούσω λέξη γι' αυτό το θέμα», γρύλισε. Ο πάλαι ποτέ Μάστορας άνοιξε το στόμα του να πει κάτι, αλλά ο Πέριν δεν τον άφησε. «Ούτε λέξη, Άραμ, κατάλαβες; Ούτε λέξη!»
«Όπως προστάζει ο Άρχοντάς μου Πέριν», μουρμούρισε ο άλλος κάνοντας μια υπόκλιση.
Ο Πέριν ευχήθηκε να μπορούσε να δει το πρόσωπο του Άραμ. Δεν απέπνεε οργή, ούτε πικρία, κι αυτό ήταν το χειρότερο. Δεν θα άφηνε να φανερωθεί τίποτα στα χαρακτηριστικά του, ακόμα κι αν του πρότεινε φόνο.
Δύο άντρες των Δύο Ποταμών σκαρφάλωσαν στους τροχούς της διπλανής άμαξας, ατενίζοντας πέρα από τα κάρα και προς την κάτω μεριά του λόφου, προς τον Βορρά. Καθένας τους έφερε στον δεξιό του γοφό μια φαρέτρα από γουρουνότρίχα και στον αριστερό ένα στιβαρό μαχαίρι με μακρόστενη λάμα, σαν κοντή σπάθα. Τριακόσιοι άντρες είχαν ακολουθήσει τον Πέριν από την πατρίδα. Καταράστηκε τον πρώτο που τον είχε αποκαλέσει Άρχοντα Πέριν, καταράστηκε τη μέρα που σταμάτησε την προσπάθεια να καταργήσει αυτόν τον τίτλο. Ακόμα και με τα μουρμουρητά και τη φασαρία, συνηθισμένα πράγματα για έναν καταυλισμό τέτοιου μεγέθους, δεν είχε πρόβλημα να ακούσει τις κουβέντες τους.
Ο Τοντ αλ'Κάαρ, ένα χρόνο μικρότερος από τον Πέριν, πήρε μια βαθιά ανάσα λες κι έβλεπε για πρώτη φορά το σκηνικό κάτωθέ του. Ο Πέριν μπορούσε να αισθανθεί σχεδόν τη σιαγόνα του ξερακιανού άντρα να κινείται πέρα δώθε. Η μητέρα του Τοντ τον είχε αφήσει πρόθυμα να ακολουθήσει τον Πέριν τον Χρυσομάτη θεωρώντας το μεγάλη τιμή για τον γιο της. «Μια μεγαλόπρεπη νίκη», είπε τελικά ο Τοντ. «Και την κερδίσαμε επάξια. Έτσι δεν είναι, Τζόνταϊν;»
Ο ψαρομάλλης Τζόνταϊν Μπάραν, ροζιασμένος σαν ρίζα βελανιδιάς, ήταν ένας από τους λίγους γηραιούς ανάμεσα στους τριακόσιους. Ο καλύτερος τοξότης στους Δύο Ποταμούς, με εξαίρεση βέβαια τον Άρχοντα αλ'Θόρ, κι ο καλύτερος κυνηγός όλων, ήταν ένας από τους λιγότερο εξέχοντες κατοίκους της περιοχής. Ο Τζόνταϊν δεν είχε δουλέψει ούτε μέρα περισσότερο από τότε που έγινε αρκετά μεγάλος για να αφήσει τη φάρμα του πατέρα του. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν τα δάση και το κυνήγι, όπως επίσης κι η υπερκατανάλωση πιοτού στις γιορτές. «Αφού το λες, αγόρι», είπε δυνατά, φτύνοντας. «Αλλά, τι τα θες, αυτοί οι σκληρόψυχοι οι Άσα'μαν κέρδισαν. Κι ευτυχώς, δηλαδή. Το μόνο κακό είναι που δεν πάνε να το γιορτάσουν κάπου αλλού».
«Δεν είναι και τόσο κακοί», διαμαρτυρήθηκε ο Τοντ. «Προσωπικά, δεν θα με πείραζε να είμαι ένας από δαύτους». Αυτό, βέβαια, ήταν περισσότερο καυχησιά και μπλόφα παρά αλήθεια. Το διαισθανόσουν. Παρ' όλο που δεν έβλεπε, ο Πέριν ήταν σίγουρος πως ο άντρας έγλειφε τα χείλη του. Το πιθανότερο ήταν πως η μητέρα του Τοντ, όχι πολλά χρόνια πριν, συνήθιζε να του λέει ιστορίες για άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης για να τον τρομάξει. «Εννοώ... ο Ραντ -δηλαδή ο Άρχοντας Δράκοντας— εξακολουθεί να ακούγεται κάπως αλλόκοτο να είναι ο Ραντ αλ'Θόρ ο Αναγεννημένος Δράκοντας, έτσι;» Ο Τοντ γέλασε κοφτά, κι ο ήχος του γέλιου του υποδήλωνε ανησυχία. «Δηλαδή... έχει την ικανότητα να διαβιβάζει, αν και δεν του φαίνεται... Θέλω να πω...» Ξεροκατάπιε ηχηρά. «Από την άλλη, τι θα κάναμε χωρίς αυτούς με όλες τούτες τις Άες Σεντάι;» Η φωνή του είχε γίνει ψίθυρος κι απέπνεε φόβο τώρα. «Τι θα κάνουμε, Τζόνταϊν; Θέλω να πω, κρατάμε αιχμάλωτες Άες Σεντάι».
Ο πιο ηλικιωμένος έφτυσε δυνατότερα από πριν. Δεν μπήκε στον κόπο να χαμηλώσει τη φωνή του. Ο Τζόνταϊν δεν είχε ποτέ πρόβλημα να πει αυτό που πίστευε, ασχέτως του ποιος τον άκουγε, κι αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος για το κακό όνομα που είχε βγάλει. «Το καλύτερο για μας θα ήταν να είχαν πεθάνει χτες, αγόρι μου. Να δεις που θα το πληρώσουμε σύντομα. Θυμήσου τα λόγια μου, θα το πληρώσουμε και με το παραπάνω».
Ο Πέριν δεν θέλησε να ακούσει άλλα, κάτι που δεν ήταν κι εύκολο άλλωστε. Πρώτα ο Άραμ, τώρα ο Τζόνταϊν κι ο Τοντ. Ούτε συνεννοημένοι να ήταν. Που να σε πάρει, Τζόνταϊν! Αλλά όχι, αυτός ο άνθρωπος θα έκανε τον Ματ να φαίνεται φιλόπονος, αλλά, αν το έλεγε, ήταν σίγουρο πως θα το είχαν σκεφτεί κι άλλοι. Κανένας άντρας των Δύο Ποταμών δεν θα έκανε ποτέ επί τούτου κακό σε γυναίκα, αλλά ποιος άλλος θα τολμούσε να ευχηθεί να πέθαιναν οι αιχμάλωτες Άες Σεντάι; Και ποιος θα προσπαθούσε να πραγματοποιήσει την ευχή;
Εξέτασε ανήσυχα τον κύκλο που σχημάτιζαν οι άμαξες. Η σκέψη πως ίσως να χρειαζόταν να προστατεύσει τις Άες Σεντάι δεν ήταν ευχάριστη, αλλά αδυνατούσε να τη βγάλει από το μυαλό του. Ελάχιστη συμπάθεια έτρεφε απέναντι τους, ειδικά για τούτες εδώ, αλλά είχε μεγαλώσει με τη βουβή πεποίθηση πως ένας άντρας πρέπει, εν ανάγκη, να ρισκάρει τη ζωή του προκειμένου να προστατεύσει μια γυναίκα, όσο τουλάχιστον αυτό είναι δυνατό. Δεν είχε καμιά σημασία αν του άρεσε ή αν την ήξερε καν. Ναι, ήταν αλήθεια πως μια Άες Σεντάι μπορούσε να δεσμεύσει τον άντρα που θα διάλεγε με χίλιους δυο τρόπους, αλλά, αν την απέκοβες από τη Δύναμη, γινόταν σαν οποιονδήποτε άλλον. Το έβλεπε στα μάτια τους όποτε τις κοίταζε. Δύο ντουζίνες Άες Σεντάι. Δύο ντουζίνες γυναίκες που δεν ήξεραν με ποιο τρόπο να προστατέψουν τους εαυτούς τους χωρίς τη βοήθεια της Δύναμης.
Μελέτησε για λίγο τους φρουρούς Άσα’μαν, καθένας εκ των οποίων είχε μια έκφραση βλοσυρή σαν το θάνατο, εκτός από τους τρεις που επέβλεπαν τις σιγανεμένες γυναίκες. Προσπαθούσαν να φαίνονται εξίσου σκοτεινοί με τους υπόλοιπους, αλλά κάτω από την έκφρασή τους κρυβόταν κάτι άλλο. Ικανοποίηση ίσως. Μακάρι να βρισκόταν λίγο πιο κοντά για να ανιχνεύσει τι απέπνεαν. Κάθε Άες Σεντάι αποτελούσε απειλή για τους Άσα'μαν. Ίσως αλήθευε και το αντίθετο. Ίσως πάλι, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να τις σιγανέψουν. Από τα λίγα που είχε ακούσει, το σιγάνεμα μιας Άες Σεντάι ισοδυναμούσε με φόνο. Απλώς περνούσαν μερικά χρόνια μέχρι το πτώμα να μείνει ακίνητο.
Όπως και να είχε, αποφάσισε απρόθυμα, έπρεπε να αφήσει τους Άσα'μαν στον Ραντ. Μιλούσαν μονάχα μεταξύ τους και στις αιχμάλωτες, κι ο Πέριν αμφέβαλλε αν θα άκουγαν κανέναν άλλον εκτός από τον Ραντ. Το ερώτημα ήταν, τι θα τους έλεγε ο Ραντ; Και πώς θα ενεργούσε ο Πέριν, αν αυτό που έλεγε ήταν λάθος;
Βάζοντας στην άκρη το πρόβλημα, έξυσε τη γενειάδα του με ένα δάχτυλο. Οι Καιρχινοί παραήταν αμήχανοι απέναντι στις Άες Σεντάι ώστε να σκεφτούν να τους κάνουν κακό, ενώ, αντίθετα, οι Μαγιενοί τις αντιμετώπιζαν με σεβασμό. Πάντως, θα είχε το νου του και στους δύο για καλό και για κακό. Ποιος θα το έλεγε πως ο Τζόντάϊν θα έφτανε τόσο μακριά; Σίγουρα είχε κάποια επιρροή ανάμεσα στους Καιρχινούς και τους Μαγιενούς, η οποία όμως θα εξαφανιζόταν αν το επιθυμούσαν οι ίδιοι. Σε τελική ανάλυση, δεν ήταν παρά ένας σιδηρουργός. Κι έτσι, οι μόνοι που έμεναν ήταν οι Αελίτες. Ο Πέριν αναστέναξε. Δεν ήταν σίγουρος πόση επιρροή ασκούσε στους Αελίτες ακόμα κι ο ίδιος ο Ραντ.
Με τόσο κόσμο ολόγυρα, ήταν πολύ δύσκολο να διαισθανθεί τι απέπνεε ο καθένας ξεχωριστά, αλλά είχε συνηθίσει να καταλαβαίνει διάφορα πράγματα, τόσο από την οσμή, όσο κι από την όραση. Οι σισβαϊ'αμάν που βρίσκονταν κάπως κοντύτερα απέπνεαν ηρεμία αλλά κι ετοιμότητα, μια γαλήνια αλλά δυνατή οσμή. Δεν έμοιαζαν να προσέχουν και πολύ τις Άες Σεντάι. Το άρωμα των Κορών ήταν ευερέθιστο και γεμάτο καταπιεσμένη οργή και γινόταν ακόμα πιο έντονο όταν κοιτούσαν τις αιχμάλωτες. Όσο για τις Σοφές...
Κάθε Σοφή που είχε έρθει εδώ από την Καιρχίν διέθετε την ικανότητα της διαβίβασης, μολονότι καμία δεν φάνταζε αγέραστη. Υπέθεσε πως σπάνια χρησιμοποιούσαν τη Μία Δύναμη. Ανεξάρτητα από το αν η επιδερμίδα τους ήταν λεία και στρωτή όπως της Εντάρα, ή στεγνή και τραχιά όπως της ασπρομάλλας Σορίλεα, είχαν μια αυτοπεποίθηση ανάλογη με εκείνης των Άες Σεντάι. Χαριτόβρυτες και ψηλές οι περισσότερες, όπως σχεδόν όλοι οι Αελίτες, έμοιαζαν να αδιαφορούν εντελώς για τις αδελφές.
Η ματιά της Σορίλεα πέρασε πάνω από όλους τους αιχμαλώτους χωρίς να σταματήσει σε κάποιον ειδικά, και κατόπιν η γυναίκα άρχισε να μιλάει σιγανά με την Εντάρα και με μία άλλη Σοφή, μια λιπόσαρκη γυναίκα με χρυσαφιά μαλλιά, το όνομα της οποίας δεν γνώριζε ο Πέριν. Μακάρι να μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν. Προχώρησαν χωρίς να υπάρξει η παραμικρή αλλαγή σε αυτά τα τρία γαλήνια πρόσωπα. Οι οσμές τους, όμως, ήταν ένα άλλο θέμα. Όταν το βλέμμα της Σορίλεα σάρωνε τις Άες Σεντάι, η οσμή της απέπνεε κάτι ψυχρό κι απόμακρο, ζοφερό κι αποφασιστικό και, καθώς μιλούσε στις άλλες δύο, οι οσμές τους άλλαζαν για να εναρμονιστούν με τη δική της.
«Κάτι κακό μαγειρεύεται», γρύλισε ο Πέριν.
«Φασαρίες;» ρώτησε ο Άραμ κι ανασηκώθηκε στις φτέρνες του, με το δεξί του χέρι σε ετοιμότητα για να τραβήξει το ξίφος με τη λυκοκέφαλη λαβή που προεξείχε πάνω από τον ώμο του. Είχε πάρει τον αέρα αυτού του ξίφους μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και πάντα ήταν πρόθυμος να το χρησιμοποιήσει.
«Δεν τρέχει τίποτα, Άραμ». Δεν έλεγε ψέματα. Βγαίνοντας από τους σκοτεινούς συλλογισμούς του, ο Πέριν κοίταξε τους άλλους σαν να τους έβλεπε πραγματικά για πρώτη φορά όλους μαζί. Δεν του άρεσε αυτό που είδε, κι οι Άες Σεντάι ήταν το λιγότερο.
Οι Καιρχινοί κι οι Μαγιενοί παρακολουθούσαν ύποπτα τους Αελίτες, σαν να ανταπέδιδαν τα καχύποπτα βλέμματα των Αελιτών, ειδικά προς τους Καιρχινούς. Δεν εξεπλάγη. Σε τελική ανάλυση, οι Αελίτες φημίζονταν για την αντιπάθειά τους απέναντι σε όποιον είχε γεννηθεί σε αυτή την πλευρά της Ραχοκοκαλιάς του Κόσμου, και κυρίως απέναντι στους Καιρχινούς. Η απλή και μόνη αλήθεια ήταν πως Αελίτες και Καιρχινοί έτρεφαν ένα άσβεστο κι απύθμενο μίσος εναντίον αλλήλων. Καμία πλευρά δεν έβαζε στην άκρη τις έχθρες -στην καλύτερη περίπτωση θα βρίσκονταν σε μια χαλαρή εκεχειρία- αλλά μέχρι τώρα ο Πέριν πίστευε πως συγκρατούνταν, αν μη τι άλλο, για το καλό του Ραντ. Μια δυσθυμία επικρατούσε στο στρατόπεδο, μια ένταση αντιληπτή απ' τον καθένα. Ο Ραντ ήταν ελεύθερος πια κι οι προσωρινές συμμαχίες δεν ήταν παρά μονάχα αυτό: προσωρινές. Οι Αελίτες ζύγιαζαν τα δόρατά τους όταν κοιτούσαν τους Καιρχινούς, ενώ οι Καιρχινοί ψηλάφιζαν βλοσυροί τα ξίφη τους. Το ίδιο έκαναν κι οι Μαγιενοί, οι οποίοι δεν είχαν καμιά αντιπαράθεση με τους Αελίτες, δεν τους είχαν πολεμήσει ποτέ παρά μόνο στους Πολέμους των Αελιτών όπου τους πολεμούσαν οι πάντες, αλλά σε περίπτωση μάχης δεν υπήρχε αμφιβολία με ποιου το μέρος θα πήγαιναν. Το ίδιο μάλλον θα έκαναν κι οι άντρες από τους Δύο Ποταμούς.
Αυτή η άσχημη διάθεση είχε ποτίσει περισσότερο τους Άσα'μαν και τις Σοφές. Οι μαυροντυμένοι άντρες δεν είχαν πλέον στραμμένη την προσοχή τους στις Κόρες και στους σισβαϊ'αμάν αλλά στους Καιρχινούς, στους Μαγιενούς, ακόμα και στους άντρες των Δύο Ποταμών. Ωστόσο, κοίταζαν εξεταστικά τις Σοφές, με πρόσωπα εξίσου σκοτεινά με αυτά που παρουσίαζαν κι απέναντι στις Άες Σεντάι. Το πιθανότερο ήταν πως δεν έκαναν σοβαρή διάκριση ανάμεσα σε μια γυναίκα που μπορούσε να χειρίζεται τη Δύναμη και σε μια άλλη. Οποιαδήποτε από δαύτες μπορούσε να είναι εχθρική κι επικίνδυνη. Δεκατρείς μαζί ήταν θανατηφόρες, κι ολόγυρα στο στρατόπεδο υπήρχαν πάνω από ενενήντα Σοφές. Λιγότερο από μισές συγκριτικά με τους Άσα'μαν αλλά αρκετές για να κάνουν ζημιά, αν το επιθυμούσαν. Γυναίκες με την ικανότητα της διαβίβασης που, ωστόσο, ακολουθούσαν τον Ραντ. Ακολουθούσαν τον Ραντ, κι ας ήταν γυναίκες με την ικανότητα της διαβίβασης.
Οι Σοφές κοίταζαν τους Άσα'μαν κάπως λιγότερο παγερά απ' ό,τι τις Άες Σεντάι. Οι Άσα'μαν ήταν άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης, ωστόσο ακολουθούσαν τον Ραντ. Ακολουθούσαν τον Ραντ, αλλά... ο Ραντ ήταν ειδική περίπτωση. Σύμφωνα με τον Γκαούλ, η διαβιβαστική του ικανότητα δεν αναφέρεται στις προφητείες σχετικά με τον Καρ'α'κάρν, αλλά οι Αελίτες ισχυρίζονταν πως αυτό το άβολο γεγονός δεν ήταν καν υπαρκτό. Πάντως, οι Άσα'μαν δεν συμπεριλαμβάνονταν καθόλου στις συγκεκριμένες προφητείες. Ήταν σαν να ανακαλύπτεις πως είχες ένα κοπάδι λυσσασμένα λιοντάρια που πολεμούν στο πλευρό σου. Για πόσον καιρό θα παρέμεναν πιστοί; Ίσως ήταν καλύτερα να τους έβγαζαν από τη μέση τώρα.
Το κεφάλι του ακούμπησε στον τροχό της άμαξας, τα μάτια του έκλεισαν και το στήθος του άρχισε να ανεβοκατεβαίνει με ένα σιωπηλό, πικρόχολο γελάκι. Σκέψου τα ωραία πράγματα του Ανώτατου Τσάσαλαϊν. Που να με πάρει, σκέφτηκε πικρά. Έπρεπε να πάω με τον Ραντ. Όχι, καλύτερα να μάθαινε πρώτα κάποια πράγματα, και μάλιστα το συντομότερο. Αλλά, τι στο όνομα του Φωτός θα έκανε; Αν οι Αελίτες, οι Καιρχινοί κι οι Μαγιενοί έπεφταν να φάνε ο ένας τον άλλον, ή κάτι ακόμα χειρότερο, οι Άσα'μαν κι οι Σοφές... Η κατάσταση έμοιαζε με ένα βαρέλι φίδια, όπου ο μόνος τρόπος για να διαπιστώσεις ποιες ήταν οι οχιές ήταν να χώσεις το χέρι σου μέσα. Μα το Φως, μακάρι να ήμουν σπίτι, παρέα με τη Φάιλε και με το σιδηρουργείο μου, και κανείς να μη με αποκαλούσε Άρχοντα, με αυτή την καταραμένη λέξη.
«Το άλογό σου, Άρχοντα Πέριν. Δεν μου ανέφερες αν ήθελες τον Γοργοπόδη ή τον Αναχαιτιστή, κι έτσι σέλωσα...» Κάτω από τη χρυσαφιά κι άγρια ματιά του Πέριν, ο Κένλι Μάεριν δείλιασε να συνεχίσει κι ασχολήθηκε με τον σταχτοκάστανο επιβήτορα που τραβούσε από τα χαλινάρια.
Ο Πέριν έκανε μια κατευναστική χειρονομία. Το λάθος δεν ήταν του Κένλι. Ό,τι δεν μπορείς να διορθώσεις, το υπομένεις. «Ηρέμησε, παλικάρι μου. Καλά έκανες. Ο Γοργοπόδης μού κάνει, πολύ σωστά τον διάλεξες». Δεν του άρεσε διόλου που αναγκαζόταν να μιλήσει κατ' αυτόν τον τρόπο στον Κένλι. Κάπως κοντόχοντρος, ο Κένλι δεν ήταν τόσο μεγάλος για να παντρευτεί ή να εγκαταλείψει το σπιτικό του -και σίγουρα όχι τόσο μεγάλος γι' αυτή την ανομοιόμορφη γενειάδα που προσπαθούσε να καλλιεργήσει, μιμούμενος τον Πέριν- ωστόσο είχε πολεμήσει τους Τρόλοκ στο Πεδίο του Έμοντ και τα είχε πάει καλά χτες. Πάντως, ένα πλατύ χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του ύστερα από τον έπαινο εκ μέρους του Άρχοντα Πέριν βρωμο-Χρυσομάτη.
Ο Πέριν σηκώθηκε και τράβηξε το τσεκούρι του από εκεί που το είχε τοποθετήσει, κάτω από την άμαξα για να μη φαίνεται κι, έστω και για λίγο, να μην το σκέφτεται, και πέρασε τη λαβή μέσα από τη θηλιά, στη ζώνη του. Ήταν μια βαριά λάμα σε σχήμα ημισελήνου που ισορροπείτο από μια παχιά, σκαλιστή ράβδο. Ένα αντικείμενο φτιαγμένο ειδικά για να σκοτώνει. Η λαβή φάνταζε γνώριμη κι ανακουφιστική στα χέρια του. Άραγε, θυμόταν την αίσθηση μιας καλοδουλεμένης σφύρας; Υπήρχαν κι άλλα πράγματα πέρα από τον «Άρχοντα Πέριν», πράγματα που ίσως ήταν πια πολύ αργά για να αλλάξει. Ένας φίλος τού είχε πει κάποτε να κρατήσει το τσεκούρι μέχρις ότου του άρεσε να το χρησιμοποιεί. Η σκέψη τού προκάλεσε ρίγος παρά τη ζέστη.
Σκαρφάλωσε στη σέλα του Γοργοπόδη, ο οποίος βρισκόταν στη σκιά του γκρίζου επιβήτορα του Άραμ, κι ατένισε νότια, προς τον κύκλο που σχημάτιζαν οι άμαξες. Τουλάχιστον μισή φορά πιο ψηλός από τον ψηλότερο Αελίτη, ο Λόιαλ προχωρούσε προσεκτικά ανάμεσα στις διασταυρούμενες πόρπες των αμαξών. Με το μέγεθος του έμοιαζε ικανός να σπάσει κάποιον από τους βαριούς, ξύλινους άξονες με ένα απρόσεκτο βήμα. Ως συνήθως, ο Ογκιρανός κρατούσε στο χέρι του ένα βιβλίο, χρησιμοποιώντας το παχύ του δάχτυλο σαν σελιδοδείκτη, ενώ οι ευρύχωρες τσέπες της μακριάς φορεσιάς του ήταν γεμάτες με άλλα. Είχε περάσει το πρωινό του κάτω από μια μικρή αρμαθιά δέντρων που, σύμφωνα με τη γνώμη του, ήταν αναπαυτικά και σκιερά, αλλά, όση σκιά κι αν του παρείχαν, η ζέστη τον επηρέαζε όπως και τους υπόλοιπους. Φαινόταν κουρασμένος κι η φορεσιά του ήταν ξεκούμπωτη, το πουκάμισό του λασκαρισμένο κι οι μπότες του διπλωμένες κάτω από το επίπεδο των γονάτων. Ίσως, όμως, να έφταιγε και κάτι περισότερο από τη ζέστη. Ο Λόιαλ σταμάτησε για να ρίξει μια ματιά στο εσωτερικό των αμαξών, στις Άες Σεντάι και στους Άσα'μαν, και τα θυσανωτά αυτιά του τρεμούλιασαν ανήσυχα. Μάτια μεγάλα σαν φλιτζάνια τσαγιού στράφηκαν να κοιτάξουν τις Σοφές και τα αυτιά του τρεμούλιασαν ξανά. Οι Ογκιρανοί ήταν ευαίσθητοι στο να αφουγκράζονται την ατμόσφαιρα ενός τόπου.
Μόλις είδε τον Πέριν, ο Λόιαλ διέσχισε με δρασκελιές τον καταυλισμό. Παρ' όλο που ήταν καβάλα στο άλογο, ο Πέριν ήταν δύο με τρεις πιθαμές κοντύτερος από τον Λόιαλ που στεκόταν όρθιος. «Πέριν», ψιθύρισε ο Ογκιρανός. «Όλα έγιναν λάθος. Εκτός από το ότι δεν είναι σωστό, είναι κι επικίνδυνο συνάμα». Για Ογκιρανό, ο συγκεκριμένος ήχος της φωνής του ισοδυναμούσε με ψίθυρο, αλλά, στην πραγματικότητα, έμοιαζε με βόμβο αγριομελισσών σε μέγεθος σκύλου. Μερικές Άες Σεντάι στράφηκαν προς το μέρος του.
«Μίλα λίγο πιο δυνατά», είπε ο Πέριν μέσα από τα δόντια του. «Μου φαίνεται πως κάποιος στο Άντορ δεν άκουσε τι είπες. Στα δυτικά του Άντορ».
Ο Λόιαλ φάνηκε να ξαφνιάζεται κι έκανε μια γκριμάτσα. Τα τεράστια φρύδια του σκούπισαν τα μάγουλά του. «Γνωρίζω πολύ καλά πώς να ψιθυρίζω», είπε. Αυτή τη φορά, μάλλον δεν τον άκουσαν σε απόσταση μεγαλύτερη από τρία βήματα. «Τι θα κάνουμε, Πέριν; Είναι μεγάλο λάθος να κρατάμε τις Άες Σεντάι παρά τη θέλησή τους, λάθος και ξεροκεφαλιά επίσης. Το είχα πει και παλαιότερα και θα το επαναλάβω. Και το χειρότερο δεν είναι αυτό. Η αίσθηση του τόπου... Μια σπίθα αρκεί για να τιναχτεί το μέρος σαν καρότσα με βεγγαλικά. Το ξέρει ο Ραντ;»
«Ιδέα δεν έχω», απάντησε ο Πέριν και στις δύο ερωτήσεις κι έπειτα από ένα λεπτό ο Ογκιρανός ένευσε απρόθυμα.
«Κάποιος πρέπει να μάθει πώς έχουν τα πράγματα και να ενεργήσει ανάλογα». Ο Λόιαλ έστρεψε το βλέμμα του βόρεια, πάνω από τις άμαξες που βρίσκονταν πίσω από τον Πέριν, κι αυτός κατάλαβε πως δεν μπορούσε να το αναβάλει άλλο.
Απρόθυμα, σπιρούνισε τον Γοργοπόδη. Θα προτιμούσε να ανησυχεί για τις Άες Σεντάι, τους Άσα'μαν και τις Σοφές μέχρι να του πέσουν τα μαλλιά, αλλά πρώτα έπρεπε να γίνουν κάποια πράγματα. Αναλογίστηκε πόσο όμορφα θα ήταν στο Ανώτατο Τσάσαλαϊν.