Απιστευτό, σκέφτηκε η Ρεάνε, παρακολουθώντας από ένα παράθυρο τα δύο παράξενα κορίτσια να χάνονται στον δρόμο, ανάμεσα στους εμπόρους, στους ζητιάνους και στα ατομικά φορεία, τα οποία περιδιάβαιναν που και πού. Είχε επιστρέψει στο δωμάτιο συσκέψεων μόλις συνόδευσαν έξω τις δύο γυναίκες. Δεν είχε ιδέα τι να συμπεράνει για αυτές, οι δε επίμονοι και παράλογοι ισχυρισμοί τους αποτελούσαν απλώς μια από τις αιτίες τής γενικότερης σύγχυσης της.
«Δεν ίδρωσαν», ψιθύρισε η Μπέρογουιν πάνω από τον ώμο της.
«Ναι;» Αν δεν είχε δώσει τον λόγο της και δεν υπήρχε ο ανάλογος κίνδυνος, θα είχε φροντίσει να φθάσουν τα νέα στο Παλάτι Τάρασιν μέσα σε μία ώρα το πολύ. Ο φόβος φώλιαζε στα σωθικά της· ήταν η ίδια αίσθηση πανικού που την είχε κατακλύσει αφότου είχε διαβεί τις ασημένιες αψίδες, στη δοκιμασία για να γίνει Αποδεχθείσα. Ατσάλωσε τον εαυτό της και προσπάθησε να δείξει αυτοκυριαρχία, κάτι που έκανε εδώ και χρόνια όταν βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση. Στην πραγματικότητα, δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμα πως και μόνο ο φόβος ότι θα μπορούσε να το βάλει στα πόδια ουρλιάζοντας είχε σχεδόν εκμηδενίσει κάθε πιθανότητα να το κάνει. Ευχήθηκε γι' αυτές τις δύο να έπαυαν να ζουν στην παράνοια. Επίσης, αν δεν το έκαναν, να συλλαμβάνονταν τουλάχιστον μακριά από το Έμπου Νταρ και να παρέμεναν σιωπηλές ή να μην έπειθαν κανέναν. Έπρεπε να ληφθούν μέτρα, να δοθούν εγγυήσεις ανήκουστες εδώ και χρόνια. Βέβαια, δεν θα είχε μεγάλη διαφορά, μια κι οι Άες Σεντάι ήταν παντοδύναμες, κάτι που το είχε βιώσει στο πετσί της.
«Πρεσβύτερη, υπάρχει περίπτωση η μεγαλύτερη εκ των δύο να είναι όντως...; Διαβιβάσαμε και...»
Τα λόγια της Μπέρογουιν έσβησαν αργόσυρτα, αλλά η Ρεάνε δεν χρειαζόταν να σκεφτεί, ακόμα κι αν άφηνε κατά μέρος το νεαρότερο κορίτσι. Για ποιον λόγο θα μπορούσε μια Άες Σεντάι να προσποιείται ότι είναι τόσο ταπεινόφρων; Επιπλέον, οποιαδήποτε αληθινή Άες Σεντάι θα τις είχε κάνει να γονατίσουν ζητώντας οίκτο, δεν θα στεκόταν τόσο υπάκουα μπροστά τους.
«Δεν διαβιβάζουμε μπροστά σε μια Άες Σεντάι», είπε σταθερά. «Δεν παραβιάσαμε κανέναν κανόνα». Οι κανόνες αυτοί ίσχυαν και για την ίδια, όπως και για οποιαδήποτε άλλη. Ο πιο σημαντικός επικύρωνε ότι όλες τους ήταν ένα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ανήκαν σε υψηλότερη βαθμίδα για ένα διάστημα. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού όσες ήταν ανώτερες θα έπρεπε τελικά να υποβαθμιστούν; Μόνο μέσα από την κίνηση και την αλλαγή θα κατόρθωναν να παραμείνουν κρυμμένες.
«Κάποιες φήμες, όμως, αναφέρουν ένα κορίτσι ως Άμερλιν, Πρεσβύτερη. Κι αυτή γνώριζε πως-»
«Επαναστάτριες». Η Ρεάνε ξεστόμισε τη λέξη με όλη την οργή και τη δυσπιστία που ένιωθε. Ποιος να το έλεγε πως θα τολμούσε κάποιος να επαναστατήσει ενάντια στον Λευκό Πύργο! Δεν ήταν κι ιδιαίτερα παράξενο που τόσο απίστευτες ιστορίες συνδέονταν με εκείνες τις γυναίκες.
«Τι θα γίνει με τον Λογκαίν και το Κόκκινο Άτζα;» ρώτησε απαιτητικά η Γκαρένια, κι η Ρεάνε την κάρφωσε με το βλέμμα. Η γυναίκα είχε σερβιριστεί ακόμα μία κούπα τσάι προτού έρθει κοντά τους και ρούφηξε προκλητικά μια γουλιά.
«Όποια κι αν είναι η αλήθεια, Γκαρένια, δεν έχουμε δικαίωμα να κριτικάρουμε όσα κάνουν οι Άες Σεντάι». Το στόμα της Ρεάνε σφίχτηκε. Τα λόγια της δεν συμφωνούσαν με όσα ένιωθε για τις επαναστάτριες, αλλά πώς ήταν δυνατόν να κάνει κάτι τέτοιο μια Άες Σεντάι;
Η γυναίκα από τη Σαλδαία έσκυψε μπροστά σε μια κίνηση συγκατάνευσης, ίσως για να κρύψει τη σκυθρωπή έκφρασή της. Η Ρεάνε αναστέναξε. Είχε αφήσει πίσω της τα όνειρα σχετικά με το Πράσινο Άτζα πριν από πολύ, πάρα πολύ καιρό, αλλά υπήρχαν μερικές, όπως η Μπέρογουιν, που ενδόμυχα πίστευαν πως κάποτε θα βρισκόταν τρόπος να επιστρέψουν στον Λευκό Πύργο και να γίνουν Άες Σεντάι. Υπήρχαν κι άλλες, όπως η Γκαρένια, που αδυνατούσαν να κρατήσουν μυστικές τις ευχές τους, ευχές απαγορευμένες στο δεκαπλάσιο. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσαν να αποδεχτούν τις αδέσποτες, ακόμα και να αναζητήσουν κορίτσια προς διδαχή!
Η Γκαρένια δεν είχε ολοκληρώσει. Ανέκαθεν φλέρταρε με την πειθαρχία, ενίοτε την υπερέβαινε κιόλας. «Τι ρόλο παίζει αυτή η Σετάλ Ανάν; Αυτές οι κοπέλες γνωρίζουν σχετικά με τον Κύκλο. Μάλλον θα τους μίλησε η Ανάν, παρ’ όλο που κι η ίδια δεν ξέρει...» Ρίγησε, με τρόπο ιδιαίτερα επιδεικτικό για τις περισσότερες από τις ορκισμένες. Άλλωστε, ποτέ δεν είχε σταθεί ικανή να κρύψει τα συναισθήματά της, ακόμα κι όταν ήταν ανάγκη. «Πρέπει να βρούμε όποια μάς πρόδωσε σε εκείνη και να τιμωρηθεί κι η ίδια για την προδοσία της. Είναι ιδιοκτήτρια πανδοχείου, θα έπρεπε να ξέρει να προσέχει τα λόγια της!» Η Μπέρογουιν έμεινε εμβρόντητη, γούρλωσε τα μάτια από το σοκ κι έπεσε σε ένα κάθισμα, τόσο απότομα που αναπήδησε σχεδόν.
«Μην ξεχνάς ποια είναι, Γκαρένια», είπε η Ρεάνε κοφτά. «Αν μας είχε προδώσει η Σετάλ, θα πηγαίναμε γονυπετείς μέχρι την Ταρ Βάλον, για να ζητήσουμε συγχώρεση». Όταν είχε πρωτοέρθει στο Έμπου Νταρ, της διηγήθηκαν την ιστορία μιας γυναίκας την οποία ανάγκασαν να συρθεί μέχρι τον Λευκό Πύργο, κι από τότε, έχοντας παραστεί μάρτυρας του τι σημαίνει να είσαι Άες Σεντάι, δεν αμφέβαλλε καθόλου για όσα είχε ακούσει. «Από ευγνωμοσύνη κράτησε μυστικά τα λίγα που ξέρει, και νομίζω πως αυτό εξακολουθεί να ισχύει. Θα πέθαινε στην πρώτη της κιόλας γέννα, αν δεν τη βοηθούσε το Σόι. Όλα όσα γνωρίζει προέρχονται από απρόσεκτες γλώσσες, όταν όλοι νόμιζαν ότι δεν άκουγε τίποτα. Κι όσοι είχαν αυτές τις γλώσσες τιμωρήθηκαν πάνω από είκοσι χρόνια πριν». Ωστόσο, ευχόταν να έβρισκε τρόπο για να ζητήσει από τη Σετάλ περισσότερη προσοχή στο μέλλον. Ίσως είχε μιλήσει απερίσκεπτα μπροστά στις κοπέλες.
Η γυναίκα έσκυψε ξανά το κεφάλι, αλλά το στόμα της ήταν πεισματικά κλειστό. Η Ρεάνε αποφάσισε πως η Γκαρένια σίγουρα θα είχε ειδικές εντολές να μεταβιβάσει, παρ’ όλο το πείσμα της. Σπάνια χρειαζόταν περισσότερο από μία εβδομάδα στην Άλις για να κάνει μια γυναίκα να καταλάβει πως το πείσμα δεν είχε κανένα όφελος.
Πριν, όμως, προλάβει να πληροφορήσει σχετικά την Γκαρένια, η Ντέρις εμφανίστηκε στην είσοδο, έκανε μια υπόκλιση κι ανήγγειλε τη Σαράινια Βόστοβαν. Ως συνήθως, η Σαράινια πέρασε μέσα προτού της δώσει την άδεια η Ρεάνε. Από μια άποψη, αυτή η εκθαμβωτικά όμορφη γυναίκα έκανε την Γκαρένια να μοιάζει υπάκουη, μολονότι τηρούσε τους κανόνες κατά γράμμα. Η Ρεάνε ήταν σίγουρη πως θα έφτιαχνε τα μαλλιά της πλεξούδες και θα τους έβαζε ακόμα και καμπανάκια, αν είχε την ευκαιρία, χωρίς να νοιάζεται αν θα ταίριαζαν με την κόκκινη ζώνη της. Από την άλλη, αν είχε την ευκαιρία, δεν θα υπηρετούσε ούτε λεπτό φορώντας τη ζώνη.
Η Σαράινια υποκλίθηκε από την πόρτα και γονάτισε μπροστά της με το κεφάλι κατεβασμένο. Όμως, παρά τα πενήντα χρόνια που είχαν περάσει, δεν είχε ξεχάσει πως θα μπορούσε να είναι μια ιδιαίτερα δυνατή γυναίκα, αν είχε τη δυνατότητα να επιστρέψει στην πατρίδα της, στο Άραφελ. Οι υποκλίσεις κι όλα τα συναφή δεν ήταν παρά απλές παραχωρήσεις. Όταν μίλησε με αυτήν την τραχιά, επιβλητική φωνή, η σκέψη τού κατά πόσον αυτή η γυναίκα θα συμβιβαζόταν τελικά και τι θα γινόταν με το θέμα της Γκαρένια, έπαψε να απασχολεί το μυαλό της Ρεάνε.
«Η Κάλι είναι νεκρή, Πρεσβύτερη Αδελφή. Της έκοψαν τον λαιμό κι, όπως φαίνεται, τη λήστεψαν. Της πήραν ακόμα και τις κάλτσες, αλλά η Σουμέκο λέει πως πέθανε εξαιτίας της Μίας Δύναμης».
«Αδύνατον!» πετάχτηκε η Μπέρογουιν. «Καμία Συγγενής δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα!»
«Μια Άες Σεντάι, ίσως;» είπε η Γκαρένια, για πρώτη φορά διστακτικά. «Πώς, όμως; Κι οι Τρεις Όρκοι; Μάλλον η Σουμέκο κάνει λάθος».
Η Ρεάνε ανασήκωσε το χέρι της για να σωπάσουν. Η Σουμέκο δεν έκανε ποτέ λάθος σε τέτοιου είδους θέματα. Θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει στο Κίτρινο Άτζα -αν δεν είχε καταρρεύσει κατά τη δοκιμασία του επωμίου— κι, αψηφώντας απαγορεύσεις κι αναρίθμητες ποινές, προσπαθούσε να μάθει περισσότερα όποτε πίστευε ότι δεν γινόταν αντιληπτή. Καμία Άες Σεντάι δεν θα μπορούσε να το έχει κάνει, προφανέστατα, ούτε καμία Συγγενής, αλλά... Αυτά τα κορίτσια ήταν υπερβολικά επίμονα και γνώριζαν ανεπίτρεπτα πράγματα. Εφ’ όσον ο Κύκλος είχε αντέξει τόσο μεγάλο διάστημα, προσφέροντας βοήθεια κι ανακούφιση σε πάρα πολλές γυναίκες, δεν έπρεπε να διαλυθεί τώρα.
«Να τι πρέπει να γίνει», τους είπε. Ένιωσε ξανά το φτερούγισμα του φόβου, αλλά -για πρώτη φορά ίσως- δεν έδωσε σημασία.
Η Νυνάβε απομακρύνθηκε με δρασκελιές από το μικρό σπίτι, έξαλλη από θυμό. Ήταν απίστευτο! Εκείνες οι γυναίκες είχαν όντως μια συντεχνία. Το ήξερε! Ό,τι κι αν έλεγαν, ήταν σίγουρη πως γνώριζαν πού βρισκόταν το Κύπελλο. Θα έκανε οτιδήποτε ήταν απαραίτητο για να τις αναγκάσει να της μιλήσουν. Το να προσποιηθεί υπακοή για λίγες ώρες απέναντί τους θα ήταν πολύ πιο εύκολο από το να ανεχτεί τον Ματ Κώθον για -το Φως μόνο ήξερε- πόσες μέρες.
Θα μπορούσα να είμαι συγκαταβατική, όπως ακριβώς ήθελαν, σκέφτηκε θυμωμένα. Το μόνο που θα σκέφτονταν θα ήταν πως είμαι υποχωρητική! Θα μπορούσα να... Αυτό ήταν ψέμα και δεν έπειθε καν την ίδια. Αν της δινόταν έστω και μισή ευκαιρία, θα τις ταρακουνούσε μία-μία μέχρι να της αποκάλυπταν αυτό που ήθελε να μάθει. Θα τις έκανε να καταλάβουν τι εστί Άες Σεντάι μέχρι που να τσίριζαν!
Λοξοκοίταξε κατσούφικα την Ηλαίην, η οποία έμοιαζε χαμένη στις σκέψεις της. Η Νυνάβε ευχήθηκε να μην ήξερε τι ακριβώς σκεφτόταν. Ένα ολόκληρο πρωινό χαμένο, με τις δυο τους να μην απέχουν και πολύ από τον πλήρη εξευτελισμό. Δεν της άρεσε καθόλου να ανήκει στη λάθος πλευρά. Δεν είχε συνηθίσει ακόμη να το παραδέχεται. Επιπλέον, έπρεπε να απολογηθεί στην Ηλαίην. Πόσο μισούσε να ζητάει συγγνώμη. Η κατάσταση, μόλις επέστρεφαν στα διαμερίσματά τους, θα ήταν δύσκολη. Κι αναμενόμενη, αφού η Μπιργκίτε με την Αβιέντα θα έλειπαν ακόμη. Δεν ήταν διατεθειμένη να αρχίσει να απολογείται στη μέση του δρόμου με τόσους περαστικούς τριγύρω. Τα πλήθη είχαν πυκνώσει, παρ' όλο που ο ήλιος μόλις είχε ξεμυτίσει λίγο ψηλότερα από τα περιδινούμενα νέφη που σχημάτιζαν τα θαλασσοπούλια, τα οποία έκρωζαν πάνω από τα κεφάλια τους.
Δεν ήταν και τόσο εύκολο να βρουν τον δρόμο τους ύστερα από τόσες στροφές. Η Νυνάβε χρειάστηκε να ζητήσει οδηγίες κάμποσες φορές, ενώ η Ηλαίην κοιτούσε προς μια άλλη κατεύθυνση, προσποιούμενη την αδιάφορη. Δρασκέλισε γέφυρες, έσκυψε κάτω από καρότσες κι άμαξες, έκανε στην άκρη για να περάσουν τα ατομικά φορεία που κινούνταν ακατάπαυστα μέσα από τα πλήθη, λαχταρώντας να της μιλήσει επιτέλους η Ηλαίην. Η Νυνάβε ήξερε πώς να υποθάλπει τη μνησικακία· όσο παρέμενε κι η ίδια σιωπηλή, τόσο χειρότερα θα ήταν όταν άνοιγε το στόμα της. Κατά τον ίδιο τρόπο, όσο περισσότερο περπατούσε αμίλητη η Ηλαίην, τόσο πιο σκοτεινή και δυσάρεστη γινόταν στο μυαλό της η κατάσταση που θα επικρατούσε στα διαμερίσματά τους. Αυτό την έκανε έξω φρενών. Είχε παραδεχτεί, έστω και στον εαυτό της, ότι έκανε λάθος. Η Ηλαίην δεν είχε κανένα δικαίωμα να την κάνει να υποφέρει τόσο. Η αυστηρότητα του προσώπου της έκανε να παραμερίζουν μπροστά τους ακόμα κι άνθρωποι που δεν είχαν προσέξει τα δακτυλίδια τους. Όσοι δε τα πρόσεχαν, είχαν έναν καλό λόγο για να αλλάξουν δρόμο. Ακόμα και μερικοί κουβαλητές ατομικών φορείων την προσπέρασαν βιαστικά.
«Πόσων ετών υπολογίζεις περίπου τη Ρεάνε;» ρώτησε άξαφνα η Ηλαίην. Η Νυνάβε αναπήδησε σχεδόν. Κόντευαν ήδη να φτάσουν στο Μολ Χάρα.
«Πενήντα. Εξήντα, ίσως. Τι σημασία έχει;» Έριξε μια ματιά στο πλήθος να δει αν άκουγε κανείς. Μια πλανόδια πωλήτρια που περνούσε από δίπλα, επιδεικνύοντας έναν δίσκο γεμάτο με ξινά, μικρά και κίτρινα φρούτα, τα οποία αποκαλούνταν λεμόνια, προσπάθησε να συγκρατηθεί για να μη φωνάξει όταν, για μια στιγμή, το βλέμμα της Νυνάβε έπεσε πάνω της. Το αποτέλεσμα ήταν πως ο δίσκος τής έπεσε κι η ίδια διπλώθηκε στα δύο κι άρχισε να πνίγεται και να βήχει. Η Νυνάβε ρουθούνισε περιφρονητικά. Η γυναίκα πιθανότατα κρυφάκουγε κι ίσως σκόπευε να σουφρώσει κάτι. «Σίγουρα έχουν κάποια συντεχνία, Ηλαίην, και σίγουρα γνωρίζουν πού βρίσκεται το Κύπελλο. Το ξέρω, έτσι απλά». Δεν σκόπευε να πει ακριβώς αυτά τα λόγια. Ίσως δεν ήταν άσχημη ιδέα να ζητούσε τώρα συγγνώμη από την Ηλαίην, επειδή την είχε παρασύρει σε αυτήν τη γελοιότητα.
«Υποθέτω πως έχεις δίκιο», απάντησε η Ηλαίην αφηρημένα. «Είναι πολύ πιθανό. Πώς και γέρασε τόσο πολύ;»
Η Νυνάβε έμεινε εμβρόντητη στη μέση του δρόμου. Ύστερα απ' όλες αυτές τις λογομαχίες, κι αφού τις είχαν πετάξει έξω με τις κλωτσιές, απλώς υπέθετε; «Ε, λοιπόν, υποθέτω πως γέρασε με τον ίδιο τρόπο που γερνάμε όλοι, δηλαδή κάθε μέρα και περισσότερο. Ηλαίην, αν όντως το πίστεψες, γιατί ανήγγειλες ποια ήσουν όπως η Ρίανον στον Πύργο;» Της άρεσε αυτό. Σύμφωνα με την ιστορία, αυτό που τελικά έλαβε η Βασίλισσα Ρίανον δεν είχε καμιά σχέση με αυτό που επιθυμούσε.
Η Ηλαίην, παρά τη μόρφωσή της, δεν φάνηκε να δίνει σημασία στην ερώτηση. Τράβηξε σε μια μεριά τη Νυνάβε, καθώς μια πράσινη άμαξα με κουρτινάκια πέρασε με βρόντο από δίπλα τους -ο δρόμος δεν ήταν και πολύ πλατύς στο σημείο εκείνο- και την οδήγησε στο μπροστινό μέρος ενός ραφείου με ευρύχωρη είσοδο, μέσα από την οποία φαίνονταν κάμποσες κούκλες ντυμένες με ημιτελή φορέματα.
«Δεν επρόκειτο να μας πουν τίποτα, Νυνάβε, ακόμα κι αν έπεφτες γονατιστή και τις ικέτευες». Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα της αγανακτισμένη, αλλά το έκλεισε ξανά. Δεν είχε πει λέξη σχετικά με ικεσίες. Κι, εν πάση περιπτώσει, γιατί έπρεπε να είναι η μόνη που θα έκανε κάτι τέτοιο; Πάντως, ήταν προτιμότερο να τα βγάλει πέρα με οποιαδήποτε γυναίκα παρά με τον Ματ Κώθον. Η Ηλαίην, ωστόσο, έδειχνε αρκετά αδιάφορη και δύσκολα της αποσπούσες την προσοχή. «Θα έπρεπε να δείχνει όσο κι οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, Νυνάβε. Πόσων χρόνων είναι, για να δείχνει πενήντα ή εξήντα;»
«Μα, για τι πράγμα μιλάς;» Σχεδόν χωρίς να σκεφτεί, η Νυνάβε σημείωσε σε μια γωνιά του μυαλού της την τοποθεσία. Η δουλειά της μοδίστρας έμοιαζε αξιοπρόσεκτη. Ίσως άξιζε να τη μελετήσει καλύτερα. «Προφανώς, δεν διαβιβάζει, ούτε και μπορεί να βοηθήσει περισσότερο, γιατί φοβάται μήπως την περάσουν για αδελφή. Σε τελική ανάλυση, δεν θα ήθελε να φαίνεται και πολύ μελιστάλακτη».
«Ποτέ σου δεν άκουγες στην τάξη, έτσι;» μουρμούρισε η Ηλαίην. Πρόσεξε την πλαδαρή μοδίστρα να στηρίζεται στο πλαίσιο της εισόδου και τράβηξε τη Νυνάβε προς τη μία γωνιά του κτηρίου. Κρίνοντας από τις πολυάριθμες δαντέλες που στόλιζαν το φόρεμα της μοδίστρας, με το μπούστο θαμμένο μέσα τους και κομμάτια από δαύτες να κρέμονται από το εκτεθειμένο μεσοφόρι, η γυναίκα θα μπορούσε να τις έχει από κοντά, μήπως κι η Νυνάβε ήθελε να παραγγείλει κάτι. «Ξέχνα για λίγο τα φορέματα, Νυνάβε. Ποια είναι η γηραιότερη Αποδεχθείσα που θυμάσαι;»
Κοίταξε την Ηλαίην κατάματα. Από τον τρόπο που μίλησε, θα έλεγε κανείς πως δεν σκεφτόταν και τίποτε άλλο! Κι, όντως, άκουγε. Μερικές φορές, τουλάχιστον. «Η Έλιν Γουάρελ, νομίζω. Είμαστε σχεδόν συνομήλικες, νομίζω». Το φόρεμα της μοδίστρας θα ήταν ωραιότερο με ένα πιο σεμνό περιδέραιο και με πολύ λιγότερη δαντέλα. Και με πράσινο μετάξι. Το πράσινο άρεσε στον Λαν, αν και φυσικά δεν επρόκειτο να διαλέξει τα ρούχα της για χάρη του. Του άρεσε το μπλε, επίσης.
Η Ηλαίην ξέσπασε σε γέλια τόσο βροντερά, ώστε η Νυνάβε αναρωτήθηκε αν είχε μιλήσει δυνατά. Αλλάζοντας χρώματα, προσπάθησε να της εξηγήσει -μα το Μπελ Τάιν, ήταν σίγουρη πως μπορούσε- αλλά η άλλη γυναίκα δεν της άφησε κανένα περιθώριο. «Η αδελφή της Έλιν την επισκέφτηκε λίγο πριν πρωτοπάς στον Πύργο, Νυνάβε. Η νεότερη αδελφή της. Η γυναίκα είχε γκρίζα μαλλιά, εν μέρει τουλάχιστον, και θα πρέπει να ήταν πάνω από σαράντα, Νυνάβε».
Η Έλιν Γουάρελ πάνω από σαράντα ετών; Μα...! «Τι είναι αυτά που λες, Ηλαίην;»
Κανείς δεν ήταν εκεί κοντά για να ακούει, και κανείς δεν τους έριξε δεύτερη ματιά εκτός από τη μοδίστρα, η οποία εξακολουθούσε να ελπίζει, αλλά η Ηλαίην χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της, κάνοντάς τον ψίθυρο σχεδόν. «Επιβραδύνουμε, Νυνάβε. Κάπου ανάμεσα στα είκοσι και στα είκοσι πέντε, αρχίζουμε να γερνάμε με πιο αργούς ρυθμούς. Το πόσο εξαρτάται από το πόσο δυνατές είμαστε, αλλά το πότε όχι. Είναι χαρακτηριστική ιδιότητα κάθε γυναίκας που μπορεί να διαβιβάσει. Η Τακίμα έλεγε ότι, σύμφωνα με την άποψή της, ήταν η αρχή της αγέραστης εμφάνισης, αν και προσωπικά δεν νομίζω πως μπορεί να το καταφέρει αυτό καμία προτού φορέσει το επώμιο τουλάχιστον για ένα ή δύο χρόνια, μερικές φορές πέντε ή και περισσότερα. Σκέψου. Ξέρεις ότι κάθε γκριζομάλλα αδελφή είναι γερασμένη, μολονότι υποτίθεται πως δεν το αναφέρεις. Άρα, αν η Ρεάνε επιβραδύνει, κάτι που μάλλον συμβαίνει, πόσων χρόνων είναι;»
Η Νυνάβε δεν έδινε πεντάρα πόσων χρόνων ήταν η Ρεάνε. Το μόνο που ήθελε ήταν να κλάψει. Δεν ήταν να απορεί κανείς που δεν την πίστευαν όταν έλεγε την ηλικία της. Έτσι εξηγείτο για ποιον λόγο στον Κύκλο των Γυναικών, στην πατρίδα της, την κοιτούσαν με καχυποψία, λες και δεν ήταν σίγουρες πως ήταν αρκετά μεγάλη για να την εμπιστευτούν πλήρως. Εντάξει, μπορεί να είχε το αγέραστο πρόσωπο μια αδελφής, αλλά πόσο θα της έπαιρνε μέχρι να γκριζάρουν τα μαλλιά της;
Βλεφάρισε και κοίταξε αλλού θυμωμένη. Κάτι τη χτύπησε φευγαλέα στον σβέρκο. Τρίκλισε λίγο και στράφηκε έκπληκτη προς το μέρος της Ηλαίην. Για ποιον λόγο την είχε χτυπήσει; Όμως, η Ηλαίην ήταν πεσμένη κάτω, με τα μάτια κλειστά κι ένα άσχημο κοκκινωπό καρούμπαλο να προεξέχει στο κεφάλι της. Η Νυνάβε, παραπαίοντας, γονάτισε και πήρε τη φίλη της στα χέρια της.
«Η φίλη σου μάλλον αρρώστησε ξαφνικά», είπε μια γυναίκα με μακρουλή μύτη γονατίζοντας πλάι τους, χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στο κίτρινο φόρεμά της που, ακόμα και για τα δεδομένα των Εμπουνταρινών, άφηνε ακάλυπτο μεγάλο μέρος του στήθους της. «Άσε με να σε βοηθήσω».
Ένας ψηλός κι ευπαρουσίαστος άντρας, με κεντητό μεταξωτό γιλέκο κι ένα μάλλον δουλοπρεπές χαμόγελο, έσκυψε πάνω από τους ώμους της Νυνάβε. «Ελάτε, έχω ένα καροτσάκι. Θα σας πάμε κάπου πιο άνετα από το λιθόστρωτο».
«Μπορείτε να φύγετε», απάντησε η Νυνάβε όσο πιο ευγενικά μπορούσε. «Δεν χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας».
Ο άντρας, ωστόσο, συνέχισε να προσπαθεί να τη στυλώσει στα πόδια της και να την οδηγήσει προς μία κόκκινη καρότσα, όπου μια γυναίκα με γαλάζιο φόρεμα, φαινομενικά τρομαγμένη, έκανε έντονες χειρονομίες. Η γυναίκα με τη μακρουλή μύτη πάσχιζε να σηκώσει την Ηλαίην, ευχαριστώντας τον άντρα για τη βοήθειά του και μουρμουρίζοντας κάτι σχετικά με το πόσο καλή ιδέα έμοιαζε να τις μεταφέρουν στην καρότσα του. Ένα μικρό πλήθος θεατών είχε μαζευτεί από το πουθενά, σχηματίζοντας ημικύκλιο· γυναίκες γεμάτες κατανόηση, οι οποίες μουρμούριζαν για τη ζέστη που προκαλεί λιποθυμίες, κι άντρες οι οποίοι προσφέρονταν να βοηθήσουν στη μεταφορά των δύο κυριών. Ένας λιπόσαρκος, θρασύς τύπος άπλωσε το χέρι του στο πουγκί της Νυνάβε σχεδόν κάτω από τη μύτη της.
Ένιωθε ακόμα αρκετά ζαλισμένη κι ήταν σχετικά δύσκολο να αγκαλιάσει το σαϊντάρ. Μπορεί αυτό το φλύαρο πλήθος να μην την εκνεύριζε, αλλά αυτό που είδε να κείτεται στο δρόμο την άφησε άφωνη. Ένα βέλος με αμβλεία πέτρινη αιχμή. Αυτό ήταν που την είχε πάρει ξώφαλτσα κι είχε χτυπήσει την Ηλαίην. Διαβίβασε, κι ο λιπόσαρκος πορτοφολάς διπλώθηκε στη μέση, πιάνοντας σφικτά το στομάχι του και τσιρίζοντας σαν γουρούνι μπλεγμένο σε αγκάθια. Άλλη μια ροή, κι η γυναίκα με τη μακρουλή μύτη έπεσε προς τα πίσω με μια κραυγή ακόμα πιο δυνατή από του πορτοφολά. Ο άντρας με το μεταξωτό γιλέκο αποφάσισε πως η βοήθειά του μάλλον δεν ήταν απαραίτητη, κι έτσι άρχισε να τρέχει προς την καρότσα του, αν κι η Νυνάβε πρόλαβε να του στείλει μια δόση. Το ουρλιαχτό του ήταν πιο δυνατό κι από ταύρου καθώς η γυναίκα πάνω στην καρότσα τον τραβούσε από το γιλέκο.
«Ευχαριστούμε, αλλά δεν χρειαζόμαστε καμία βοήθεια», φώναξε η Νυνάβε. Ευγενική, όπως πάντα.
Δεν ήταν και πολλοί όσοι παρέμειναν για να την ακούσουν. Από τη στιγμή που έγινε προφανές πως η γυναίκα χρησιμοποιούσε τη Μία Δύναμη —κι όσοι δεν το είχαν καταλάβει αμέσως, το συμπέραναν βλέποντας τον κόσμο να χοροπηδάει και να ουρλιάζει χωρίς εμφανή αιτία- όλοι το έβαλαν στα πόδια. Η γυναίκα με τη μακρουλή μύτη σηκώθηκε, ίσιωσε τα ρούχα της και πήδηξε στο πίσω μέρος της κόκκινης καρότσας· μόλις που πρόλαβε να κρατηθεί πάνω της, καθώς ο οδηγός με το μαύρο γιλέκο χτύπησε με το καμτσίκι τα άλογα κι αυτά ξεχύθηκαν μέσα στο αναστατωμένο πλήθος που παραμέριζε. Ακόμα κι ο πορτοφολάς άρχισε να τρέχει, κουτσαίνοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Η Νυνάβε δεν θα έδινε δεκάρα ακόμα κι αν άνοιγε η γη και τους κατάπινε όλους. Με το στήθος της να πονά, διοχέτευε ένα μείγμα ροών από Άνεμο, Νερό, Γη, Φωτιά και Πνεύμα στην Ηλαίην. Ήταν απλή ύφανση και δεν δυσκολεύτηκε να τη δημιουργήσει, μολονότι ένιωθε ελαφρά ζαλισμένη. Το αποτέλεσμα ήταν να αρχίσει να ανασαίνει ξανά. Ο μώλωπας δεν ήταν σοβαρός και τα οστά στο κρανίο της Ηλαίην έμοιαζαν άθικτα. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα μπορούσε να αναδιατάξει τις ίδιες ροές σε πιο περίπλοκες υφάνσεις, εφαρμόζοντας τη Θεραπεία που είχε ανακαλύψει η ίδια. Προς το παρόν, όμως, μόνο απλές υφάνσεις μπορούσε να επιτύχει. Μονάχα με το Πνεύμα, τον Άνεμο και το Νερό ύφανε τη Θεραπεία που χρησιμοποιούσαν στο Κίτρινο Άτζα από αμνημονεύτων ετών.
Τα μάτια της Ηλαίην άνοιξαν διάπλατα κι, αφήνοντας ένα αγκομαχητό, λες και ρούφηξε μέσα της μια μεγάλη ποσότητα αέρα, άρχισε να συσπάται σαν πέστροφα που είχε πιαστεί σε δίχτυα. Τα πασουμάκια στα πόδια της χτυπούσαν δυνατά πάνω στο λιθόστρωτο. Όλα αυτά δεν διήρκεσαν πάνω από ένα λεπτό, αλλά ήταν αρκετό για να συρρικνωθεί ο μώλωπας και να εξαφανιστεί.
Η Νυνάβε τη βοήθησε να σηκωθεί, κι ένα γυναικείο χέρι εμφανίστηκε από το πουθενά κρατώντας μια κασσιτέρινη κούπα γεμάτη νερό. «Ακόμα και μια Άες Σεντάι θα διψάει ύστερα απ' όλα αυτά», είπε η μοδίστρα.
Η Ηλαίην άπλωσε το χέρι της για να την πάρει, αλλά η Νυνάβε την έπιασε από τον καρπό, συγκρατώντας την. «Όχι, ευχαριστούμε». Η γυναίκα ανασήκωσε τους ώμους της και, καθώς στράφηκε να φύγει, η Νυνάβε πρόσθεσε με αλλαγμένο τόνο στη φωνή της: «Σ' ευχαριστώ». Όσο περισσότερες φορές το έλεγε, τόσο πιο εύκολο φαινόταν. Δεν ήταν σίγουρη ότι της άρεσε και τόσο.
Ο δαντελωτός ωκεανός ανακινήθηκε ενώ η μοδίστρα ανασήκωσε και πάλι τους ώμους της αδιάφορα. «Φτιάχνω φορέματα για όλους. Μπορώ να σου προτείνω καλύτερες αποχρώσεις». Μπήκε μέσα στο μαγαζί της και χάθηκε, ενώ η Νυνάβε την κοιτούσε συνοφρυωμένη.
«Τι συνέβη;» ρώτησε απαιτητικά η Ηλαίην. «Γιατί δεν με άφησες να πιω; Είμαι πολύ διψασμένη και πεινασμένη».
Ρίχνοντας ένα τελευταίο κατσούφικο βλέμμα προς το μέρος της μοδίστρας, η Νυνάβε έσκυψε για να πιάσει το βέλος.
Δεν χρειάστηκε να της εξηγήσει τίποτα. Το σαϊντάρ έλαμψε γύρω της μέσα σε μια στιγμή. «Η Τέσλυν κι η Τζολίνε;»
Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι της. Η ελαφριά ζαλάδα εξαφανιζόταν σιγά-σιγά. Δεν πίστευε πως αυτές οι δύο θα ξέπεφταν τόσο πολύ· έμοιαζε σχεδόν απίθανο. «Μήπως η Ρεάνε;» ρώτησε σιγανά. Η μοδίστρα φάνηκε πάλι στην πόρτα, γεμάτη ελπίδα. «Ίσως ήθελε να βεβαιωθεί ότι φύγαμε. Ακόμα χειρότερα, θα μπορούσε να είναι η Γκαρένια». Η πιθανότητα αυτή ήταν εξίσου δυσάρεστη με το να ευθύνονταν η Τέσλυν με την Τζολίνε, αλλά πολύ πιο εξοργιστική.
Με κάποιον τρόπο, η Ηλαίην κατάφερνε να φαίνεται χαριτωμένη παρά το κατσούφιασμά της. «Όποιος κι αν ήταν, θα τον κανονίσουμε. Θα δεις». Το κατσούφιασμά χάθηκε. «Νυνάβε, αν ο Κύκλος γνωρίζει πού βρίσκεται το Κύπελλο, μπορούμε να το βρούμε κι εμείς, αλλά...» Δάγκωσε το χείλος της. Φάνηκε να διστάζει κάπως. «Μόνο έναν τρόπο ξέρω για να είμαστε σίγουρες».
Η Νυνάβε ένευσε αργά, αν και θα προτιμούσε να είχε φάει μια χούφτα σκόνη. Η σημερινή μέρα φάνταζε λαμπερή για λίγο, αλλά σύντομα τη σκέπασε το σκοτάδι από τη στιγμή που η Ρεάνε... Μα το Φως, πόσον καιρό ήθελε ακόμα για να αποκτήσει γκρίζα μαλλιά;
«Μην κλαις, Νυνάβε. Ο Ματ δεν μπορεί να είναι τόσο κακός. Θα το βρει μέσα σε λίγες μέρες για λογαριασμό μας. Το ξέρω».
Η Νυνάβε, όμως, άρχισε να κλαίει πιο δυνατά.