Ο Πέριν θα επέβαλλε ταχύτερο βήμα απ αυτό που είχε διατάξει ο Ραντ, παρ' όλο που ήξερε πως τα άλογα δεν θα άντεχαν για πολύ. Τον μισό χρόνο τριπόδιζαν και τον υπόλοιπο έτρεχαν παράπλευρα στα ζώα τους. Ο Ραντ δεν έμοιαζε να προσέχει κανέναν παρά μόνο τη Μιν, μη τυχόν και σκόνταφτε. Για τους υπόλοιπους, ήταν χαμένος σε κάποιον άλλον κόσμο, βλεφαρίζοντας έκπληκτος μόλις παρατηρούσε τον Πέριν ή τον Λόιαλ. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως κι οι άλλοι δεν βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση. Οι άντρες του Ντομπραίν και του Χάβιεν ατένιζαν ίσια μπροστά, χαμένοι στις ανησυχίες τους σχετικά με το τι μπορεί να έβρισκαν, ενώ οι άντρες των Δύο Ποταμών είχαν ποτιστεί με τη μαυρίλα του Πέριν. Συμπαθούσαν πολύ τη Φάιλε -η αλήθεια είναι πως μερικοί τη λάτρευαν κιόλας- κι αν πάθαινε κακό... Ακόμα κι ο ζήλος του Άραμ μεταβλήθηκε σε μελαγχολία μόλις συνειδητοποίησε πως ή Φάιλε μπορεί να διέτρεχε κίνδυνο. Όλοι είχαν συγκεντρώσει την προσοχή τους στις λεύγες που ανοίγονταν μπροστά τους, στον δρόμο που οδηγούσε στην πόλη. Όλοι εκτός από τους Άσα'μαν, δηλαδή. Λίγο πιο πίσω από τον Ραντ, σαν ένα σμάρι κοράκια, παρατηρούσαν προσεκτικά την περιοχή που διέσχιζε η φάλαγγα, υποψιασμένοι για κάποια ενέδρα. Ο Ντασίβα είχε σωριαστεί στη σέλα του σαν σακί και μουρμούριζε αόριστα μόνος του όταν χρειαζόταν να τρέχει. Αγριοκοίταζε γύρω του, σαν να ήλπιζε πως κάπου θα υπήρχε στημένη παγίδα.
Κάτι τέτοιο δεν ήταν και πολύ πιθανό. Η Σούλιν μαζί με μια ντουζίνα Φαρ Ντάραϊς Μάι τρόχαζαν μπροστά από τη φάλαγγα, μέσα στο οπτικό πεδίο του Ραντ, ενώ άλλες τόσες βρίσκονταν ακόμα πιο μπροστά, ανιχνεύοντας τον δρόμο, κι ισάριθμες κάλυπταν τα πλάγια. Μερικές είχαν περάσει τις κοντές λόγχες τους στα χάμουρα που συγκρατούσαν τις φαρέτρες με τα βέλη στις πλάτες τους με τέτοιον τρόπο ώστε οι αιχμές των δοράτων αναπηδούσαν πάνω από τα κεφάλια τους. Τα μικρά, κεράτινα τόξα ήταν οπλισμένα, με τα βέλη στις εγκοπές. Η κοφτερή τους ματιά παρατηρούσε το κάθε τι που θα μπορούσε να αποτελεί απειλή για τον Καρ'α'κάρν και για τον ίδιο τον Ραντ, λες και φοβούνταν πως θα μπορούσε να εξαφανιστεί ξανά. Όποια ενέδρα υπήρχε μπροστά τους, όποιος κίνδυνος κι αν ξεπηδούσε, θα τον απέτρεπαν.
Η Τσιάντ, όπως κι η Σούλιν, ήταν μία από τις Κόρες, μια γυναίκα ψηλή με σκουροκόκκινα μαλλιά και γκρίζα μάτια. Ο Πέριν βρισκόταν πίσω της και την κοιτούσε, επιθυμώντας να επιβραδύνει τον ρυθμό της και να έρθει να του μιλήσει. Πού και πού του έριχνε ματιές, αλλά γενικά τον απέφευγε, λες κι είχε κάμποσες μεταδοτικές ασθένειες επάνω του. Η Μπέην δεν βρισκόταν στη φάλαγγα. Οι πιο πολλές Κόρες ακολουθούσαν τον Ρούαρκ και τους αλγκάι'ντ'σισβάι, κινούμενες όμως με πιο αργό ρυθμό εξαιτίας των αμαξών και των αιχμαλώτων.
Η μαύρη φοράδα της Φάιλε τριπόδιζε πίσω από τον Γοργοπόδη, με τα χαλινάρια της δεμένα στη σέλα του Πέριν. Οι άντρες των Δύο Ποταμών είχαν φέρει τη Σουώλοου από το Κάεμλυν όταν ενώθηκαν μαζί του, μπροστά στα Πηγάδια του Ντουμάι. Κάθε φορά που κοιτούσε τη φοράδα να χοροπηδάει πίσω του, ξεπηδούσε στο μυαλό του το πρόσωπο της γυναίκας του, η τονισμένη της μύτη, το πλουσιοπάροχο στόμα και τα πεταχτά, σκοτεινά μάτια που λόξευαν πάνω από τα υψηλά ζυγωματικά. Αγαπούσε το ζώο όσο σχεδόν αγαπούσε και τον ίδιο. Ήταν μια γυναίκα τόσο υπερήφανη όσο κι όμορφη, τόσο φλογερή όσο κι υπερήφανη. Η θυγατέρα του Ντάβραμ Μπασίρε ούτε θα κρυβόταν ούτε θα συγκρατούσε τα λόγια της για χάρη μιας γυναίκας όπως η Κολαβήρ.
Τέσσερις φορές σταμάτησαν για να ξεκουραστούν τα ζωντανά, κι ο Πέριν άφριζε εξαιτίας της χρονοτριβής. Δεν τον απασχολούσε και τόσο η φροντίδα των ζώων· έκανε απλώς έναν πρόχειρο κι αφηρημένο έλεγχο στον Γοργοπόδη και με βαριεστημένες κινήσεις τού έδωσε λίγο νερό. Με τη Σουώλοου ήταν πιο προσεκτικός. Αν το ζώο κατόρθωνε να φτάσει ασφαλές στην Καιρχίν... Μια ιδέα καρφώθηκε στον νου του. Αν έφερνε τη φοράδα της στην Καιρχίν, η Φάιλε θα ήταν μια χαρά. Ήταν γελοίο, η φαντασίωση ενός πιτσιρίκου, μια χαζή φαντασίωση ενός πολύ μικρού πιτσιρίκου, αλλά δεν θα ξεκολλούσε εύκολα.
Σε κάθε στάση, η Μιν προσπαθούσε να τον καθησυχάσει. Χαριτολογώντας και χαμογελώντας, του έλεγε πως η όψη του έμοιαζε με την αναπαράσταση του θανάτου με φόντο χειμωνιάτικο πρωινό, σαν να περίμενε κάποιον να φτυαρίσει τον τάφο του. Του είπε πως, αν πλησίαζε τη γυναίκα του με αυτά τα μούτρα, η Φάιλε θα του έκλεινε την πόρτα στη μούρη. Χρειάστηκε, όμως, να παραδεχτεί πως, παρά τις όποιες θεωρίες της, δεν μπορούσε να του υποσχεθεί ότι η Φάιλε ήταν σώα κι αβλαβής.
«Μα το Φως, Πέριν», είπε τελικά φουρκισμένη, βγάζοντας τα εφαρμοστά γκρίζα γάντια ιππασίας, «αν κάποιος πειράξει τη γυναίκα σου, αυτή θα τον κάνει να περιμένει στη σειρά για να ασχοληθεί μαζί του». Ο Πέριν γρύλισε σχεδόν. Δεν ήταν ακριβώς αντιπάθεια αυτό που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον.
Ο Λόιαλ υπενθύμισε στον Πέριν πως οι Κυνηγοί του Κέρατος μπορούσαν να φροντίσουν μόνοι τους τον εαυτό τους κι ότι η Φάιλε είχε περάσει αλώβητη από τους Τρόλοκ. «Μια χαρά είναι, Πέριν», συμπλήρωσε ολόθυμα με τη βροντώδη φωνή του, τροχάζοντας πλάι στον Γοργοπόδη, με τον μακρύ του πέλεκυ ανάμεσα στους ώμους του. «Είμαι σίγουρος». Το είχε πει, όμως, είκοσι φορές και κάθε φορά ακουγόταν όλο και λιγότερο ευδιάθετος.
Η τελευταία προσπάθεια του Ογκιρανού να ενθαρρύνει τον Πέριν ξεπέρασε τα όρια. «Είμαι σίγουρος ότι η Φάιλε μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη της, Πέριν. Δεν είναι σαν την Έριθ. Δεν βλέπω την ώρα να με κάνει η Έριθ σύζυγό της, για να τη φροντίζω. Μου φαίνεται πως, έτσι κι αλλάξει γνώμη, θα πεθάνω». Με το που ολοκλήρωσε την πρότασή του, αφέθηκε να χάσκει με το στόμα ανοικτό και τα τεράστια μάτια του γουρλωμένα. Τα αυτιά του φτερούγισαν, μπέρδεψε τα πόδια του και κόντεψε να σωριαστεί κάτω. «Δεν ήθελα να πω κάτι τέτοιο», είπε βραχνά, βαδίζοντας για άλλη μια φορά δίπλα στο άλογο του Πέριν. Τα αυτιά του έτρεμαν ακόμα. «Δεν είμαι σίγουρος πως θέλω να... Είμαι ακόμα πολύ νέος...» Ξεροκατάπιε με θόρυβο κι έριξε μια κατηγορηματική ματιά προς τη μεριά του Πέριν κι άλλη μια προς το μέρος του Ραντ, λίγο πιο μπροστά. «Διόλου συνετό να ανοίγεις το στόμα σου με δύο τα'βίρεν τριγύρω. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να πεις!» Βέβαια, ήξερε καλά πως δεν υπήρχε περίπτωση ούτε μία στις χίλιες να πει κάτι που δεν έπρεπε, μολονότι δεν θα τον ένοιαζε και τόσο αν δεν υπήρχαν τριγύρω οι τα'βίρεν. Το γεγονός αυτό έμοιαζε να τον φοβίζει περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο, έτσι φάνηκε στον Πέριν τουλάχιστον. Πέρασε αρκετή ώρα προτού τα αυτιά του Ογκιρανού πάψουν να τρέμουν.
Η Φάιλε συνέχισε να είναι η μόνη σκέψη που τριβέλιζε το μυαλό του Πέριν, αλλά δεν ήταν κι εντελώς τυφλός. Αυτό που δεν είχε προσέξει αρχικά, καθώς βάδιζαν νοτιοδυτικά, άρχισε τώρα να παίρνει μορφή. Ο καιρός ήταν ζεστός όταν, λιγότερο από δύο βδομάδες πριν, κατευθυνόταν βόρεια της Καιρχίν. Ωστόσο, το άγγιγμα του Σκοτεινού φαίνεται πως είχε γίνει πιο σθεναρό, τροχίζοντας τη γη με μεγαλύτερη ένταση απ' ό,τι προηγουμένως. Το εύθρυπτο γρασίδι τσακιζόταν κάτω από τις οπλές των αλόγων, μαραζωμένα αναρριχητικά φυτά απλώνονταν σαν δίχτυα αράχνης πάνω στους βράχους, στις λοφοπλαγιές, και γυμνά κλαδιά, όχι απλώς άφυλλα αλλά νεκρά, θραύονταν στο πρώτο φύσημα του άνυδρου ανέμου. Συχνά συναντούσαν αειθαλή πεύκα και χαμόδεντρα που είχαν πάρει ένα καφεκίτρινο χρώμα.
Ύστερα από λίγα μίλια, άρχισαν να εμφανίζονται αγροκτήματα, απλές κατασκευές από μαύρες πέτρες διατεταγμένες σε τετράγωνα. Αρχικά, έκαναν την εμφάνισή τους σε απομονωμένα ξέφωτα, στο δάσος, κι ύστερα άρχισαν να πυκνώνουν καθώς ο δασότοπος αραίωνε μέχρι που τα σκόρπια δέντρα εδώ κι εκεί του αφαιρούσαν αυτόν τον τίτλο. Από κει ξεκινούσε ένας καρόδρομος που περνούσε πάνω από τις πλαγιές και τις κορυφές των λόφων, εξυπηρετώντας καλύτερα από το γύρω περιβάλλον τούς πετρόχτιστους αγρούς. Οι πιο πολλές από αυτές τις πρώιμες φάρμες έμοιαζαν εγκαταλελειμμένες. Πού και πού έβλεπες μια καρέκλα με πλάτη να κείτεται πεσμένη μπροστά σε ένα αγροτόσπιτο, ή μια κούκλα φτιαγμένη από κουρέλια πεταμένη στο δρόμο. Τα βοσκοτόπια ήταν διάστικτα από ομάδες αδυνατισμένων βοδιών κι οκνηρών προβάτων, ενώ συχνά τα κοράκια τσακώνονταν πάνω από τα κουφάρια. Σε κανένα βοσκοτόπι δεν έβλεπες λιγότερα από δύο τουλάχιστον κουφάρια. Τα μικρά ποταμάκια είχαν γίνει ρυάκια που αυλάκωναν την αποξηραμένη λάσπη. Ολόκληρες εκτάσεις με καλλιέργειες, οι οποίες κανονικά θα έπρεπε να είναι καλυμμένες με χιόνι, έμοιαζαν έτοιμες να θρυμματιστούν και να γίνουν κουρνιαχτός, αν και μερικές ήδη είχαν μεταβληθεί σε σκόνη που παρασυρόταν μακριά από τον άνεμο.
Ένας θύσανος σκόνης σημείωνε το πέρασμα της φάλαγγας, μέχρι που ο στενός χωματόδρομος ενωνόταν με τον πλατύ πλακόστρωτο δρόμο που οδηγούσε στο Πέρασμα του Τζανγκάι. Εδώ υπήρχαν άνθρωποι, αν και λίγοι, ληθαργικοί κι απαθείς. Ο ήλιος κόντευε να αγγίξει τον ορίζοντα κι ο αέρας έμοιαζε να βγαίνει από φούρνο. Περιστασιακά, όλο και κάποια άμαξα που την οδηγούσαν βόδια ή άλογα περνούσε βιαστικά στον δρόμο, κατεβαίνοντας στενά μονοπάτια προτού χαθεί στους αγρούς. Οι οδηγοί και μια χούφτα αγρότες στέκονταν στην ύπαιθρο σαν χαζοί, παρακολουθώντας το πέρασμα των τριών λαβάρων.
Οι σχεδόν χίλιοι οπλισμένοι άντρες ήταν ικανοποιητικός λόγος για να τους τραβήξει την προσοχή. Χίλιοι οπλισμένοι άντρες που κατευθύνονταν βιαστικά κάπου. Όσοι τους παρακολουθούσαν, ξεφύσησαν με ανακούφιση μόλις χάθηκαν στον ορίζοντα.
Τελικά, κι ενώ ο ήλιος δεν ήθελε πολύ ακόμα για να βασιλέψει, ο δρόμος ανηφόρισε προς ένα ύψωμα κι εκεί, δύο ή τρία μίλια πιο πέρα, απλωνόταν η Καιρχίν. Ο Ραντ τράβηξε τα γκέμια κι οι Κόρες, όλες μαζί, έπεσαν στα γόνατα στο σημείο που βρίσκονταν. Ωστόσο, η ματιά τους παρέμεινε κοφτερή.
Τίποτα δεν φαινόταν να κινείται στους σχεδόν άδενδρους λόφους που περιτριγύριζαν την πόλη, μια τεράστια μάζα γκρίζας πέτρας που βυθιζόταν προς τον Ποταμό Αλγκουένυα, στη Δύση, άχαρη, με τετραγωνισμένα τείχη και τετράγωνους πύργους. Πλοιάρια διάφορων μεγεθών ήταν αγκυροβολημένα στον ποταμό, μερικά προσδεμένα στις αποβάθρες της αντικριστής όχθης, εκεί που βρίσκονταν οι σιταποθήκες. Κάποια σκάφη κινούνταν με πανιά ή με μακρόστενα πτερύγια. Άφηναν μια εντύπωση ειρήνης κι ευημερίας. Καθότι στον ουρανό δεν υπήρχε ούτε συννεφάκι, το φως ήταν έντονο κι οι τεράστιες σημαίες που κυμάτιζαν από τους πύργους της πόλης ήταν ορατές στον Πέριν όταν τις ξεδίπλωνε ο αέρας. Το πορφυρό Λάβαρο του Φωτός και το λάβαρο με τον λευκό Δράκοντα, το οφιοειδές πλάσμα με τα χρυσοπόρφυρα λέπια, καθώς κι ο χρυσογάλανος Ανατέλλων Ήλιος της Καιρχίν με τις κυματοειδείς ακτίνες. Υπήρχε κι ένα τέταρτο λάβαρο, παρόμοιας σπουδαιότητας με τα υπόλοιπα. Ένα ασημένιο διαμάντι σε στυλιζαρισμένο κοκκινοκίτρινο φόντο.
Χαμηλώνοντας τη μικρή διόπτρα από τα μάτια του, ο Ντομπραίν, συνοφρυωμένος, την έχωσε στην πέτσινη υποδοχή που έμοιαζε με σωλήνα και που ήταν δεμένη στη σέλα του. «Ελπίζω να κατάλαβαν λάθος οι βάρβαροι, γιατί, αν ο Οίκος Σάιγκαν συμμαχήσει με τον Ανατέλλοντα Ήλιο, η Κολαβήρ θα καταλάβει τον θρόνο. Θα αρχίσει να μοιράζει δώρα στην πόλη κάθε μέρα: λεφτά, φαγητό, κοσμήματα. Έτσι είναι το εθιμοτυπικό στη Γιορτή της Στέψης. Ο κυβερνήτης είναι πάντα δημοφιλής την πρώτη εβδομάδα της εξουσίας του». Έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στον Ραντ. Το ζόρι που κατέβαλλε για να μιλήσει ευθέως είχε κάνει το πρόσωπό του να μοιάζει σκαμμένο. «Οι πληβείοι θα μπορούσαν να ξεσηκωθούν, αν δεν τους αρέσουν όσα κάνεις, και το αίμα θα έρεε στους δρόμους».
Το ευνουχισμένο ζώο του Χάβιεν άρχισε να αναπηδάει, αντανακλώντας την ανυπομονησία του κυρίου του, κι ο άντρας κοίταζε πότε τον Ραντ, πότε την πόλη και ξανά τον Ραντ. Δεν ήταν η πόλη του. Το είχε ξεκαθαρίσει και νωρίτερα πως δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα για το τι συνέβαινε στους δρόμους, αρκεί να ήταν ασφαλής ο κυβερνήτης του.
Για αρκετή ώρα ο Ραντ αγνάντευε εξεταστικά την πόλη, ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Ό,τι και να έβλεπε, το πρόσωπό του είχε μια μελαγχολική όψη. Η Μιν τον κοίταζε ανήσυχα και κάπως λυπημένα. «Θα φροντίσω να μη συμβεί κάτι τέτοιο», είπε τελικά. «Φλιν, μείνε εδώ, μαζί με τους στρατιώτες. Μιν...»
Η γυναίκα τον έκοψε απότομα. «Όχι! Θα σε ακολουθήσω όπου κι αν πας, Ραντ αλ'Θόρ. Με χρειάζεσαι και το ξέρεις». Αυτό το τελευταίο ηχούσε περισσότερο σαν ικεσία παρά σαν απαίτηση, αν και μια γυναίκα με τις γροθιές τοποθετημένες στους γοφούς και με το κοφτερό της βλέμμα καρφωμένο επάνω σου, μάλλον δεν παρακαλάει.
«Θα έρθω κι εγώ», πρόσθεσε ο Λόιαλ, ακουμπώντας στον πέλεκυ με τη μακρόστενη λαβή. «Όποτε καταφέρνεις να κάνεις κάτι, εγώ λείπω». Η φωνή του ακουγόταν λυπητερή. «Άλλωστε, το απαιτεί το βιβλίο, Ραντ. Πώς μπορώ να γράψω για πράγματα των οποίων δεν ήμουν μάρτυρας;»
Εξακολουθώντας να κοιτάζει προς το μέρος της Μιν, ο Ραντ μισοσήκωσε το χέρι του, αλλά ύστερα το άφησε να πέσει. Η γυναίκα τον κοίταξε κατάματα.
«Είναι... είναι τρέλα». Κρατώντας σταθερά τα ηνία, ο Ντασίβα έφερε την παχουλή του φοράδα πιο κοντά στο μαύρο άλογο του Ραντ. Η απροθυμία στρέβλωνε τα χαρακτηριστικά του. Ακόμα κι οι Άσα'μαν μπορεί να ένιωθαν άβολα έτσι κοντά όπως ήταν στον Ραντ. «Το μόνο που χρειάζεται είναι ένας άντρας εξοπλισμένος με... ένα τόξο ή με ένα μαχαίρι κι η δουλειά έγινε. Στείλε κάποιον Άσα’μαν να κάνει ό,τι είναι αναγκαίο, ή κι ακόμα περισσότερα, αν το θεωρείς απαραίτητο. Μια πύλη προς το παλάτι κι όλα θα γίνουν στο άψε-σβήσε χωρίς κανείς να πάρει μυρωδιά».
«Και να κάθομαι εδώ μέχρι να βραδιάσει», τον έκοψε ο Ραντ, γυρνώντας το ευνουχισμένο ζώο έτσι ώστε να αντικρίζει κατάφατσα τον Ντασίβα, «μέχρι να μπορέσουν να μάθουν αρκετά καλά το μέρος για να ανοίξουν την πύλη; Με αυτόν τον τρόπο είναι σίγουρο πως δεν αποφεύγεται το αιματοκύλισμα. Μας είδαν ήδη από τα τείχη, εκτός κι αν είναι τυφλοί. Αργά ή γρήγορα, θα στείλουν κάποιον να μάθει πόσοι και ποιοι είμαστε». Η υπόλοιπη παράταξη παρέμενε κρυμμένη πίσω από το ύψωμα και τα λάβαρα είχαν χαμηλώσει, αλλά οι έφιπποι άντρες με τις Κόρες για συντροφιά στην κορυφογραμμή σίγουρα θα εξή-πταν την περιέργεια. «Θα γίνει με τον δικό μου τρόπο». Ύψωσε τη φωνή του θυμωμένος, αποπνέοντας ατόφια οργή. «Κανείς δεν πεθαίνει, εκτός αν το μοιραίο δεν μπορεί να αποφευχθεί, Ντασίβα. Χόρτασα θάνατο πια. Με κατάλαβες; Κανείς δεν πρόκειται να πεθάνει!»
«Όπως προστάζει ο Άρχοντάς μου Δράκοντας». Ο άντρας έκανε μια υπόκλιση αλλά ο τόνος της φωνής του ήταν ξινός κι η οσμή του...
Ο Πέριν έτριψε τη μύτη του. Αυτή η οσμή... ξεγλιστρούσε κι αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στον φόβο και στο μίσος, καθώς και μια ντουζίνα ακόμα συναισθήματα, που ξεπηδούσαν πολύ γρήγορα για να γίνουν διακριτά. Δεν αμφέβαλλε πια πως ο τύπος ήταν τρελός παρά την καλοκάγαθη φάτσα του. Αλλά δεν τον ενδιέφερε κιόλας. Τόσο κοντά...
Σπιρουνίζοντας τον Γοργοπόδη, κίνησε για την πόλη και τη Φάιλε, χωρίς να περιμένει τους άλλους. Μόλις που πρόσεξε τον Άραμ να τον ακολουθεί λίγο πιο πίσω. Δεν χρειαζόταν να τον δει για να καταλάβει πως ήταν εκεί. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν η Φάιλε. Αν κατάφερνε να φέρει τη Σουώλλοου ασφαλή στην πόλη... Επέβαλε στον Γοργοπόδη γρήγορο βηματισμό αλλά όχι καλπασμό, κάτι που θα τραβούσε την προσοχή με άμεσα επακόλουθα τις ερωτήσεις και την αναπόφευκτη καθυστέρηση.
Με την ταχύτητα αυτή, οι υπόλοιποι πρόλαβαν τόσο τον Άραμ όσο και τον ίδιον αρκετά γρήγορα. Η Μιν φαίνεται πως είχε ξεκινήσει, όπως κι ο Λόιαλ. Οι Κόρες διασκορπίστηκαν, ενώ μερικές έριχναν συμπονετικά βλέμματα στον Πέριν καθώς προχωρούσαν δίπλα του. Η Τσιάντ μελετούσε το έδαφος, μέχρι που βρέθηκε αρκετά μακριά του.
«Εξακολουθεί να μη μου αρέσει αυτό το σχέδιο», μουρμούρισε ο Χάβιεν, πλάι στον Ραντ. «Συγχώρα με, Άρχοντα Δράκοντα, αλλά δεν μου αρέσει».
Ο Ντομπραίν, από την άλλη μεριά του Ραντ, μούγκρισε. «Τα είπαμε αυτά, Μαγιενέ. Αν κάναμε αυτό που ήθελες, θα έκλειναν τις πύλες προτού προλάβουμε να διανύσουμε ένα μίλι». Ο Χάβιεν γρύλισε κάτι μέσα από τα δόντια του κι απομάκρυνε μερικά βήματα το άλογό του. Ήθελε να ακολουθήσουν όλοι τον Ραντ στην πόλη.
Ο Πέριν έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του, πέρα από τους Άσα'μαν. Ο Ντάμερ Φλιν, αναγνωρίσιμος από το πανωφόρι του, καθώς και μερικοί από τους άντρες των Δύο Ποταμών, ήταν ορατοί στην κορυφογραμμή, όρθιοι και κρατώντας τα άλογά τους. Ο Πέριν αναστέναξε. Δεν είχε πρόβλημα να φέρει μαζί του τους άντρες των Δύο Ποταμών, αλλά ο Ραντ μάλλον είχε δίκιο κι ο Ντομπραίν τον κάλυψε.
Ήταν εύκολο για λίγους άντρες να διεισδύσουν εκεί που δεν μπορούσε να περάσει ένας μικρός στρατός. Αν οι πύλες έκλειναν, οι Αελίτες θα έπρεπε να πολιορκήσουν την πόλη, αν είχαν ακόμα αυτή τη δυνατότητα, κι οι σκοτωμοί θα άρχιζαν ξανά. Ο Ραντ είχε παραχώσει το Σκήπτρο του Δράκοντα σε ένα από τα δισάκια του ευνουχισμένου του ζώου, έτσι που μονάχα η σκαλιστή λαβή εξείχε, κι αυτό το απέριττο πανωφόρι δεν έμοιαζε σε τίποτα με το ρούχο που θα έπρεπε να φοράει ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Για τους Άσα'μαν, κανείς στην πόλη δεν είχε ιδέα τι μπορεί να σήμαινε ένα μαύρο ρούχο. Ωστόσο, ήταν ευκολότερο να σκοτωθούν λίγοι άντρες παρά ένας μικρός στρατός, ακόμα κι αν οι περισσότεροι είχαν την ικανότητα της διαβίβασης. Ο Πέριν είχε παραστεί μάρτυρας ενός Άσά’μαν που διαπέρασε με το δόρυ του έναν Σάιντο, κι αυτός είχε πεθάνει όπως οποιοσδήποτε άνθρωπος.
Ο Ντασίβα γρύλισε κάτι μέσα από τα δόντια του. Ο Πέριν έπιασε τις λέξεις «ήρωας» και «τρελός» που είχαν προφερθεί με έναν τόνο εντελώς υποτιμητικό. Αν δεν υπήρχε η Φάιλε, ίσως και να συμφωνούσε. Κάποια στιγμή, ο Ραντ ατένισε προς τη μεριά του καταυλισμού των Αελιτών, που απλωνόταν πάνω από τους λόφους δύο ή τρία μίλια ανατολικά της πόλης, κι ο Πέριν κράτησε την ανάσα του. Όμως, ό,τι κι αν σκέφτηκε ο Ραντ, δεν είπε τίποτα και συνέχισε την πορεία του. Τίποτα δεν είχε μεγαλύτερη σημασία από τη Φάιλε. Τίποτα, άσχετα από το τι πίστευε ο Ραντ.
Σε απόσταση μισού μιλίου περίπου από τις πύλες, έπεσαν πάνω σε έναν άλλον καταυλισμό, κάτι που έκανε τον Πέριν να σκυθρωπιάσει. Ήταν αρκετά μεγάλος, σχεδόν σαν πόλη ολόκληρη, μια πυκνή ζώνη από ετοιμόρροπες χαμοκαλύβες και ξεχαρβαλωμένες σκηνές, κατασκευασμένες από άχρηστα αντικείμενα, διασκορπισμένος σε καμένη γη, αγκιστρωμένος μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι στα ψηλά, γκρίζα τείχη. Κάποτε αποκαλείτο Προπύλαια, ένας κυκεώνας από στριφογυριστούς δρόμους κι αλέες, προτού ακόμα τον κάψουν οι Σάιντο. Μερικοί κοιτούσαν σιωπηλοί καθώς η παράξενη ακολουθία παρήλαυνε, προσέχοντας περισσότερο τον Ογκιρανό και τις Αελίτισσες Κόρες, αλλά οι πιο πολλοί πήγαιναν βιαστικοί στις δουλειές τους, δύσπιστοι και κατσούφηδες, χωρίς να νοιάζονται να παρατηρήσουν οτιδήποτε δεν ανήκε στην τετριμμένη καθημερινότητά τους. Τα λαμπερά χρώματα και τα -πολύ συχνά- κουρελιασμένα κι επιδεικτικά ρούχα που κρέμονταν χαλαρά πάνω στα κορμιά των Προπυλιανών αναμειγνύονταν με τα ζοφερά ενδύματα που συνήθιζαν να φορούν οι Καιρχινοί και με τα απλά μαύρα ρούχα των χωρικών και των αγροτών. Οι Προπυλιανοί βρίσκονταν ήδη στην πόλη όταν έφυγε ο Πέριν, μαζί με χιλιάδες πρόσφυγες που είχαν καταφθάσει από τα βάθη της χώρας. Αρκετά από τα πρόσωπα που έβλεπε ήταν μωλωπισμένα και —ακόμη χειρότερα— χαρακωμένα και χωρίς επιδέσμους. Η Κολαβήρ θα πρέπει να τους είχε εξαρθρώσει. Ήταν αδύνατον να είχαν αφήσει την ασφάλεια των τειχών εκούσια. Οι Προπυλιανοί κι οι πρόσφυγες φοβούνταν την επιστροφή των Σάιντο όπως ο καυτηριασμένος το πυρωμένο σίδερο.
Ο δρόμος προχωρούσε ευθεία μέσα από τον καταυλισμό προς τις Πύλες του Τζανγκάι· τρεις ψηλές, τετράγωνες αψίδες στα πλευρά των οποίων υψώνονταν πύργοι. Κρανοφόροι άντρες χουζούρευαν στις επάλξεις, κρυφοκοιτάζοντας ανάμεσα από τα ανοίγματα, μέσα από τις πέτρινες προεξοχές. Κάποιοι κοιτούσαν προς το μέρος των αντρών που βρίσκονταν στη λοφοκορυφή, ενώ εδώ κι εκεί όλο και κάποιος αξιωματικός με κον έφερνε μια δίοπτρα στα μάτια του. Η μικρή ομάδα του Ραντ τραβούσε τα περίεργα βλέμματα. Έφιπποι άντρες κι Αελίτισσες Κόρες δεν ήταν και τόσο συνηθισμένο θέαμα. Οι βαλλίστρες διακρίνονταν στην κορυφή των πριονωτών τειχών, αλλά κανείς δεν τους σημάδευε. Οι σιδερόφρακτες πύλες έχασκαν ανοιχτές. Ο Πέριν κράτησε την ανάσα του. Το μόνο που ήθελε ήταν να καλπάσει προς το Παλάτι του Ήλιου και προς τη Φάιλε.
Λίγο πιο μέσα από την πύλη υπήρχε ένα χαμηλό πέτρινο φυλάκιο, όπου υποτίθεται πως εγγράφονταν οι ξένοι προτού εισέλθουν. Ένας αξιωματικός με τετραγωνισμένο πρόσωπο τους κοιτούσε κατσούφης και συνοφρυωμένος καθώς περνούσαν, παρακολουθώντας ανήσυχα τις Κόρες. Απλώς στεκόταν εκεί και παρατηρούσε.
«Όπως σας το είπα», είπε ο Ντομπραίν μόλις πλησίασαν το φυλάκιο. «Η Κολαβήρ έδωσε το ελεύθερο εισόδου στην πόλη για τη Γιορτή της Στέψης. Σε κανέναν δεν απαγορεύεται να παρευρεθεί, ακόμα κι αν είναι άτομο υπό κράτηση. Έτσι λέει το έθιμο». Ωστόσο, έμοιαζε ανακουφισμένος. Η Μιν αναστέναξε δυνατά κι ο Λόιαλ ξεφύσησε τόσο έντονα που κάλλιστα θα μπορούσε να ακουστεί δύο δρόμους παρακάτω. Ο Πέριν εξακολουθούσε να νιώθει ένα σφίξιμο στο στήθος. Η Σουώλλοου είχε μπει στην Καιρχίν. Αρκούσε τώρα να την πάει μέχρι το Βασιλικό Παλάτι.
Από κοντά, η Καιρχίν επιβεβαίωνε την εικόνα που έδινε από μακριά. Οι ψηλότεροι λόφοι βρίσκονταν μέσα στα τείχη, αλλά σχημάτιζαν βαθμίδες με πέτρινες προσόψεις, χάνοντας έτσι κάθε ομοιότητα με λόφο. Πλατιοί κατάμεστοι δρόμοι διασταυρώνονταν σε ορθές γωνίες. Σ' αυτή την πόλη, ακόμα κι οι αλέες σχημάτιζαν πλέγμα. Οι δρόμοι υψώνονταν και κατηφόριζαν απρόθυμα μαζί με τους λόφους, συχνά διαπερνώντας τους. Τόσο τα μαγαζιά όσο και τα παλάτια και τα διάφορα άλλα κτήρια, ακόμα και τα αντιτειχίσματα των πύργων, είχαν το σχήμα άκαμπτων τετραγώνων ή αυστηρών ορθογώνιων, περιτριγυρισμένων με υπερυψωμένες εξέδρες που έφταναν μέχρι τις λοφοκορυφές κι αποτελούσαν τους πάλαι ποτέ ασκεπείς πύργους της Καιρχίν, οι οποίοι ανασκευάστηκαν αφού είχαν καεί στους Πολέμους των Αελιτών. Η πόλη φάνταζε σκληρότερη από πέτρα, ένα μέρος που έμοιαζε να έχει σφυροκοπηθεί, κι οι σκιές που απλώνονταν παντού ενέτειναν αυτήν την εντύπωση. Οι τούφες στα αυτιά του Λόιαλ δεν σταμάτησαν στιγμή να συσπώνται. Ένα ανήσυχο συνοφρύωμα χάραζε το μέτωπό του και τα αιωρούμενα φρύδια του σκούπιζαν τα μάγουλά του.
Δεν υπήρχαν και πολλές ενδείξεις ότι επρόκειτο να τελεστεί η Γιορτή της Στέψης ή το Ανώτατο Τσάσαλαϊν. Ο Πέριν δεν είχε ιδέα τι συνεπαγόταν αυτή η Γιορτή, αλλά στους Δύο Ποταμούς η Μέρα του Στοχασμού ήταν μια γιορτή χαράς που ως σκοπό είχε να ξεχαστεί ο κρύος και ζοφερός χειμώνας. Εδώ, όμως, μια σιγή επικρατούσε στην ατμόσφαιρα, παρά την πολυκοσμία. Σε οποιοδήποτε άλλο μέρος, ο Πέριν θα νόμιζε πως η αφύσικη ζέστη έκανε τους ανθρώπους κακόκεφους, αλλά, εκτός από τους Προπυλιανούς, οι Καιρχινοί ήταν γενικά βαρύθυμοι κι ασκητικοί. Επιφανειακά τουλάχιστον. Το τι κρυβόταν από κάτω δεν είχε πολλή διάθεση να το σκεφτεί. Οι εκπαιδευτές γερακιών κι οι γυρολόγοι που θυμόταν είχαν χαθεί από τους δρόμους, όπως επίσης κι οι μουσικοί, οι ακροβάτες κι οι μαριονετίστες. Όλοι αυτοί θα πρέπει να βρίσκονταν στον καταυλισμό των κουρελήδων, έξω από τα τείχη. Μερικές ατομικά φορεία, βαμμένα μαύρα, διέσχιζαν τα σιωπηλά πλήθη. Ορισμένα έφεραν τα λάβαρα κάποιων Οίκων, λίγο μεγαλύτερα από κον, που εξείχαν άκαμπτα από πάνω. Κινούνταν αργά, όπως οι βοϊδάμαξες δίπλα στις οποίες βάδιζαν οι οδηγοί με τη βουκέντρα, ενώ οι άξονες των τροχών τους στρίγκλιζαν μέσα στην ησυχία. Οι ξενομερίτες ξεχώριζαν, ανεξάρτητα από το ότι δεν φορούσαν ρούχα με φανταχτερά χρώματα, γιατί ελάχιστοι εκτός από αυτούς ήταν έφιπποι. Οι αναπόφευκτα κοντύτεροι ντόπιοι με τα μαύρα τους ρούχα έμοιαζαν με κουρούνες, μόνο που είχαν ωχρά πρόσωπα. Εξίσου, βέβαια, ξεχώριζαν κι οι Αελίτες. Είτε ήταν ένας είτε δέκα μαζί βάδιζαν στους κενούς χώρους ανάμεσα στα πλήθη. Τα βλέμματα αποστρέφονταν από πάνω τους κι ο χώρος άδειαζε γύρω τους όπου κι αν πήγαιναν.
Αελίτικες φάτσες στέφονταν προς το μέρος της ομάδας καθώς αυτή περνούσε αργά μέσα από τα πλήθη. Μπορεί να μην αναγνώριζαν όλοι τον Ραντ μέσα στο πράσινο πανωφόρι του, αλλά ήξεραν ποιος ήταν ο ψηλός υδρόβιος που τον συνόδευαν οι Κόρες. Τα πρόσωπα αυτά, συλλογισμένα καθώς ήταν, προκαλούσαν ρίγος στη ραχοκοκαλιά του Πέριν και τον έκαναν να νιώθει ευγνώμων που ο Ραντ είχε αφήσει πίσω τις Άες Σεντάι. Αφήνοντας κατά μέρος τους Αελίτες, ο Αναγεννημένος Δράκοντας βάδιζε διαμέσου ενός ποταμού αδιαφορίας που άνοιγε για να περάσουν οι Κόρες κι έκλεινε πίσω από τους Άσα’μαν.
Το Βασιλικό Παλάτι της Καιρχίν, το Παλάτι του Ήλιου, το Παλάτι του Λαμπρού Ανατέλλοντος Ηλίου -οι Καιρχινοί ήταν ειδικοί στο να δίνουν ονόματα, το ένα πιο υπερβολικό από το άλλο- υψωνόταν στην κορυφή του ψηλότερου λόφου της πόλης, μια σκοτεινή μάζα τετραγωνισμένης πέτρας με βαθμιδωτούς πύργους που δέσποζαν πάνω από το κάθε τι. Ο δρόμος, η Οδός του Στέμματος, έγινε μια πλατιά και μακρόστενη ράμπα που ανυψωνόταν προς το μέρος του παλατιού κι ο Πέριν πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς άρχισαν να την ανεβαίνουν. Εκεί πάνω ήταν η Φάιλε. Εκεί έπρεπε να είναι, σώα κι ασφαλής. Αν μη τι άλλο, ασφαλής. Άγγιξε τον κόμπο που κρατούσε τα ηνία της Σουώλλοου δεμένα σε έναν χαλκά, στο μπροστάρι της σέλας του, και χάιδεψε τον πέλεκυ που είχε περασμένο στη ζώνη του. Οι παπουτσωμένες οπλές των αλόγων ηχούσαν δυνατά στο πλακόστρωτο, ενώ οι Κόρες δεν έκαναν τον παραμικρό θόρυβο.
Οι φρουροί που στέκονταν μπροστά στις τεράστιες, μπρούντζινες πύλες παρακολουθούσαν την αργή τους πορεία κι αντάλλασσαν ματιές. Για Καιρχινοί στρατιώτες ήταν ντυμένοι με πολύχρωμα ρούχα, δέκα άντρες με τον Ανατέλλοντα Ήλιο σε χρυσαφί φόντο πάνω στους μαύρους θώρακές τους και μαντίλια με τα χρώματα του Οίκου Σάιγκαν δεμένα πίσω από τις κεφαλές των αλαβάρδων τους. Ο Πέριν μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις τους. Δεκατρείς έφιπποι άντρες που προχωρούσαν χωρίς βιασύνη, και μόνο δύο από αυτούς φορούσαν πανοπλία, η μία εκ των οποίων είχε τα κόκκινα χρώματα των Μαγιενών. Η όποια φασαρία θα μπορούσε να προέλθει μόνο από την Κάραλαϊν Ντέημοντρεντ κι από τον Τόραμ Ριάτιν, αλλά οι Μαγιενοί δεν είχαν καμιά ανάμειξη. Υπήρχε ακόμα μια γυναίκα κι ένας Ογκιρανός. Σίγουρα δεν σκόπευαν να δημιουργήσουν πρόβλημα. Ωστόσο, οι τρεις ντουζίνες περίπου Κόρες που βάδιζαν μπροστά από τα άλογα δεν έμοιαζαν να πηγαίνουν για τσάι. Για μια στιγμή, η ισορροπία έγινε εύθραυστη κι ύστερα μια Κόρη κάλυψε με πέπλο το πρόσωπό της. Οι φρουροί τινάχτηκαν, λες και κάτι τους χτύπησε, κι ένας από αυτούς έγειρε την αλαβάρδα του και κίνησε για τις πύλες. Έκανε δύο βήματα κι έμεινε αλύγιστος σαν άγαλμα. Ο κάθε φρουρός ακινητοποιήθηκε. Τίποτα δεν κουνιόταν εκτός από τα κεφάλια τους.
«Ωραία», μουρμούρισε ο Ραντ. «Τώρα, ελευθερώστε τη ροή κι αφήστε τους γι' αργότερα».
Ο Πέριν ανασήκωσε τους ώμους του, νιώθοντας άβολα. Οι Άσα'μαν είχαν απλωθεί από πίσω, καταλαμβάνοντας τον περισσότερο χώρο της ράμπας. Μάλλον χρησιμοποιούσαν τη Δύναμη. Το πιθανότερο ήταν πως αυτοί οι οκτώ είχαν την ικανότητα να διαλύσουν ολόκληρο το παλάτι, κάτι που μπορεί να έκανε κι ο Ραντ μοναχός του. Αν, όμως, από τις κορυφές των πύργων άρχιζαν να εκτοξεύονται βλήματα από τις βαλλίστρες, όλοι τους θα πέθαιναν, μια κι ήταν εύκολοι στόχοι πάνω στη ράμπα που δεν ήταν πια τόσο πλατιά.
Κανείς δεν κινείτο. Τα μάτια που τους αντίκριζαν από τα ψηλά στενά παράθυρα του παλατιού, στους διαδρόμους με τις κιονοστοιχίες που υψώνονταν από πάνω τους, δεν έβλεπαν τίποτα έξω από τα συνηθισμένα. Η Σούλιν επικοινώνησε με τη γλώσσα των χεριών που εφάρμοζαν οι Κόρες, κι αυτή που είχε καλύψει το πρόσωπό της με το βέλο χαμήλωσε το μαύρο ύφασμα βιαστικά. Είχε αναψοκοκκινίσει. Άρχισε να βαδίζει αργά, ανεβαίνοντας την πέτρινη ράμπα. Κάποια από τα κρανοφόρα κεφάλια των φρουρών κουνήθηκαν άγρια και τα μάτια τους έστριψαν προς τα επάνω. Ένας από αυτούς φαίνεται πως λιποθύμησε κι έγειρε όρθιος, με το πηγούνι του να ακουμπάει στο στήθος του. Τα ανοικτά τους στόματα έμοιαζαν εξαρθρωμένα, λες κι ήταν έτοιμοι να φωνάξουν, αλλά κανένας ήχος δεν έβγαινε. Ο Πέριν προσπάθησε να μη σκέφτεται τι μπορεί να ήταν αυτό που τους είχε φιμώσει. Το αργό βάδισμα συνεχίστηκε, μέσα από τις ανοικτές, μπρούντζινες πύλες κι από κει στην κεντρική αυλή.
Εδώ δεν υπήρχαν στρατιώτες και τα πέτρινα μπαλκόνια γύρω από την αυλή ήταν άδεια. Υπηρέτες με λιβρέες έτρεξαν προς το μέρος τους με το βλέμμα χαμηλωμένο για να πάρουν τα άλογα από τα ηνία και να κρατήσουν τους αναβολείς. Κόκκινες, κίτρινες κι ασημιές ραβδώσεις διέτρεχαν τα μανίκια των -κατά τα άλλα- μαύρων πανωφοριών και ρούχων, το καθένα από τα οποία είχε έναν μικρό Ανατέλλοντα Ήλιο στο αριστερό στέρνο. Ο Πέριν δεν είχε δει ποτέ στο παρελθόν Καιρχινό υπηρέτη με τόσο πολλά χρώματα. Δεν μπορούσαν να δουν τους φρουρούς, έξω, αλλά δεν είχε και πολλή σημασία. Στην Καιρχίν, οι υπηρέτες παίζουν τον δικό τους ρόλο στο Ντάες Ντα’εμάρ, το Παιχνίδι των Οίκων, αλλά προσποιούνταν πως αγνοούσαν τα πεπραγμένα όσων βρίσκονταν σε υψηλότερα κλιμάκια από τους ίδιους. Αν έδινες μεγάλη προσοχή σε αυτά που συνέβαιναν ανάμεσα στους ανωτέρους σου -ή, τουλάχιστον, αν σε έπιαναν στα πράσα να ανακατεύεσαι- θα έμπλεκες αργά ή γρήγορα. Στην Καιρχίν, ίσως και στις περισσότερες πολιτείες, οι συνηθισμένοι αστοί συνθλίβονταν κάτω από τις μπότες των μεγάλων χωρίς να το πάρει κανείς είδηση.
Μια κοντόχοντρη γυναίκα πήρε τον Γοργοπόδη και τη Σουώλλοου χωρίς να κοιτάξει καν προς το μέρος του Πέριν. Η Σουώλλοου βρισκόταν επιτέλους εντός του Παλατιού του Ήλιου, κι αυτό ήταν που είχε σημασία. Ωστόσο, δεν ήξερε ακόμα αν η Φάιλε ήταν νεκρή ή ζωντανή. Φαντασιώσεις ενός χαζού πιτσιρίκου.
Μετακινώντας τον πέλεκυ στον γοφό του, ακολούθησε τον Ραντ στα πλατιά γκρίζα σκαλοπάτια, στην αντικριστή μεριά της αυλής, κι ένευσε όταν ο Άραμ άπλωσε το χέρι πάνω από τον ώμο του για να χαλαρώσει το ξίφος του. Άντρες με λιβρέες άνοιξαν τις τεράστιες πόρτες στην κορυφή της σκάλας, πόρτες μπρούντζινες όπως οι εξωτερικές πύλες, σημαδεμένες με τον Ανατέλλοντα Ήλιο της Καιρχίν.
Παλαιότερα, ο διάδρομος της εισόδου θα εντυπωσίαζε τον Πέριν με το μεγαλείο του. Παχιές κάθετες κολόνες από μαύρο μάρμαρο συγκρατούσαν μια ορθογώνια, θολωτή οροφή δέκα βήματα πάνω από το πλακόστρωτο δάπεδο, τα χρώματα του οποίου εναλλάσσονταν από σκούρο μπλε σε βαθύ χρυσαφί. Επιχρυσωμένοι Ανατέλλοντες Ήλιοι παρήλαυναν γύρω από τα γείσα, ενώ ζωφόροι σκαλισμένες στους τοίχους απεικόνιζαν τις θριαμβευτικές μάχες των Καιρχινών. Ο χώρος ήταν άδειος, πέρα από μια χούφτα νεαρούς μαζεμένους κάτω από μια ζωφόρο, οι οποίοι σιώπησαν μόλις ο Πέριν κι οι υπόλοιποι έκαναν την εμφάνισή τους.
Δεν ήταν όλοι άντρες, όπως αντιλήφθηκε. Όλοι τους έφεραν ξίφη, αλλά τα τέσσερα από τα εφτά άτομα ήταν γυναίκες με πανωφόρια κι άνετες βράκες, όπως της Μιν, ενώ τα μαλλιά τους ήταν κοντοκουρεμένα σαν των αντρών, όχι ότι αυτών ήταν ιδιαίτερα κοντά, δηλαδή. Τα μαλλιά τόσο των αντρών όσο και των γυναικών ήταν πιασμένα σε ένα είδος ουράς που έφτανε στους ώμους κι ήταν δεμένη με μαύρη κορδέλα. Το πράσινο φόρεμα μιας από τις γυναίκες ήταν κάπως πιο ανοικτό από αυτά που φορούσαν συνήθως οι Καιρχινές, ενώ μιας άλλης ήταν λαμπερό γαλάζιο. Όλες οι υπόλοιπες ήταν μαυροντυμένες, ενώ μερικές ζωηρές λωρίδες χάραζαν εγκάρσια τα στήθη τους. Κοιτούσαν παρατηρητικά την παρέα του Ραντ - κι ειδικότερα τον ίδιο, όπως συνειδητοποίησε ο Πέριν. Τα κίτρινα μάτια του ξάφνιαζαν τους ανθρώπους, παρ' όλο που αυτός δεν το πρόσεχε παρά μόνο αν κάποιος αντιδρούσε. Τους παρατηρούσαν σιωπηλά, μέχρι που κι ο τελευταίος Άσα’μαν πέρασε μέσα κι οι πόρτες σφραγίστηκαν. Ο βρόντος κάλυψε για μια στιγμή τους έντονους ψιθύρους. Κατόπιν, άρχισαν να βαδίζουν κορδωμένοι, κυρίως οι γυναίκες που φάνταζαν περισσότερο αλαζονικές από τους άντρες. Ακόμα κι ο τρόπος που γονάτιζαν ήταν αλαζονικός.
Η πρασινοντυμένη γυναίκα έριξε μια ματιά σ' αυτήν με το γαλάζιο φόρεμα, η οποία είχε σκύψει το κεφάλι, κι είπε. «Άρχοντα Δράκοντα, λέγομαι Κάμαιλ Νολάισεν. Η Σελάντε Ντάρενγκιλ είναι η αρχηγός της κοινωνίας μας...» Βλεφάρισε μόλις η γαλαζοφορεμένη γυναίκα τής έριξε ένα άγριο βλέμμα. Παρά το αγριοκοίταγμα, κι αν ο Πέριν δεν έπεφτε έξω στις εκτιμήσεις του, η Σελάντε απέπνεε μια οσμή έντονου φόβου. Καθαρίζοντας τον λαιμό της, η Κάμαιλ συνέχισε. «Δεν πιστεύαμε πως... Δεν περιμέναμε να γυρίσεις... τόσο σύντομα».
«Ναι», είπε ο Ραντ ήρεμα. «Αμφιβάλλω αν υπήρχε έστω κι ένας που να πίστευε ότι θα γύριζα... τόσο σύντομα. Δεν έχετε κανέναν λόγο να με φοβάστε. Απολύτως κανέναν. Πιστέψτε με». Παραδόξως, λέγοντας αυτά τα λόγια, κοιτούσε κατευθείαν τη Σελάντε. Το κεφάλι της τινάχτηκε και, καθώς τον κοίταξε κατάματα, η οσμή του φόβου χάθηκε. Όχι εντελώς αλλά κατά μεγάλο ποσοστό. Πώς το ήξερε ο Ραντ; «Πού είναι η Κολαβήρ;» ρώτησε ο Αναγεννημένος Δράκοντας.
Η Κάμαιλ άνοιξε το στόμα της να απαντήσει, αλλά η Σελάντε την πρόλαβε. «Στη Μεγάλη Αίθουσα του Ήλιου». Η φωνή της δυνάμωσε καθώς μιλούσε, ενώ η μυρωδιά του φόβου εξασθένιζε. Περιέργως, μια χροιά ζήλιας χρωμάτισε φευγαλέα τη φωνή της όταν κοίταξε τη Μιν. Μερικές φορές, η αίσθηση της οσμής του θόλωνε τα πράγματα αντί να τα διαφωτίσει. «Είναι η τρίτη Σύνοδος του Δειλινού», συνέχισε η γυναίκα. «Δεν είμαστε και τόσο σημαντικά πρόσωπα για να την παρακολουθήσουμε κι, άλλωστε, έχω την εντύπωση πως εμείς, οι άνθρωποι των κοινωνιών, την κάνουμε να αισθάνεται άβολα».
«Η τρίτη», μουρμούρισε ο Ντομπραίν. «Έχει φθάσει κιόλας το ένατο λιόγερμα από τη στέψη της. Δεν έχασε χρόνο. Αν μη τι άλλο, θα βρίσκονται όλοι μαζί. Κανείς δεν θα χάσει την τελετή, ασχέτως αξιώματος και βαθμού κι ασχέτως καταγωγής».
Η Σελάντε ανασηκώθηκε λίγο στα πόδια της και κατάφερε να δώσει την εντύπωση ότι κοιτούσε τον Ραντ κατάματα. «Είμαστε έτοιμοι να χορέψουμε τα δόρατα για χάρη σου, Άρχοντα Δράκοντα». Η Σούλιν κούνησε το κεφάλι της, μορφάζοντας, ενώ μια άλλη Κόρη γόγγυσε ηχηρά. Αρκετές έμοιαζαν έτοιμες να προβούν ακόμα και σε πράξεις βίας, κάτι που μαρτυρούσε κι η οσμή τους. Οι Αελίτες δεν έβγαζαν νόημα από τα καμώματα αυτών των νεαρών υδροβίων. Από τη δική τους οπτική γωνία, το πρόβλημα ήταν ότι, με κάποιον τρόπο, προσπαθούσαν να γίνουν Αελίτες, να ακολουθήσουν τη δική τους εκδοχή του τζι'ε'τόχ. Δεν ήταν μονάχα αυτοί οι εφτά όλοι κι όλοι. Εκατοντάδες ηλίθιοι θα μπορούσαν να βρεθούν σε ολόκληρη την πόλη, οργανωμένοι σε κοινωνίες που θα μιμούνταν τους Αελίτες. Απ' όσα είχε ακούσει ο Πέριν, οι μισοί Αελίτες ήθελαν να τους βοηθήσουν κι οι άλλοι μισοί να τους στραγγαλίσουν.
Όσον αφορούσε στον ίδιον, πεντάρα δεν έδινε αν διέστρεφαν εντελώς το τζι'ε'τόχ. «Πού είναι η γυναίκα μου;» απαίτησε να μάθει. «Πού είναι η Φάιλε;» Οι νεαροί βλάκες πήραν αμυντική στάση κι αντάλλαξαν ματιές. Αμυντική στάση!
«Βρίσκεται στη Μεγάλη Αίθουσα του Ήλιου», αποκρίθηκε αργά η Σελάντε. «Είναι... μια από τις... τις συνοδούς της Βασίλισσας, της Κολαβήρ».
«Μην ταράζεσαι, Πέριν», του ψιθύρισε η Μιν. «Κάποιον λόγο θα έχει, το ξέρεις».
Ανασηκώνοντας τους ώμους του μέσα από το πανωφόρι του, ο Πέριν πάσχισε να συγκρατηθεί. Συνοδός της Κολαβήρ; Το μόνο σίγουρο ήταν ότι, όποιος κι αν ήταν αυτός ο λόγος θα πρέπει να ήταν ικανοποιητικός.
Η Σελάντε κι οι υπόλοιποι αντάλλαξαν αμυντικές ματιές για άλλη μια φορά. Ένας από τους άντρες, ένας νεαρός με μυτερή μύτη, ψιθύρισε χαμηλόφωνα και κάπως άγρια. «Ορκιστήκαμε να μην το αποκαλύψουμε σε κανέναν! Σε κανέναν! Ορκιστήκαμε στο νερό!»
Προτού ο Πέριν προλάβει να απαιτήσει να του αποκαλύψουν τα πάντα, μίλησε ο Ραντ. «Οδήγησέ μας στη Μεγάλη Αίθουσα, Σελάντε. Δεν θα υπάρξει χορός των δοράτων. Βρίσκομαι εδώ για να αποδώσω δικαιοσύνη σε όσους την αξίζουν».
Υπήρχε κάτι στη φωνή του που έκανε τον Πέριν να ριγήσει. Μια σκληράδα απειλητική, σαν την πλευρά του σφυριού. Η Φάιλε όντως έπρεπε να έχει έναν καλό λόγο για όλα αυτά. Έπρεπε.