23 Κοντά σε μια Υφάντρα

Η Νυνάβε ήθελε όντως να μιλήσει στην Ηλαίην χωρίς να τις ακούσει η πανδοχέας, αλλά δεν βρήκε την ευκαιρία να το κάνει άμεσα. Η γυναίκα τις έβγαλε από το δωμάτιο μιμούμενη τη συμπεριφορά ενός φρουρού απέναντι σε κρατουμένους, με την ακλόνητη ανυπομονησία της ανεπηρέαστη από τις καχύποπτες ματιές που έριχνε προς την πόρτα του Ματ. Στο πίσω μέρος του πανδοχείου υπήρχε άλλη μία πέτρινη σκάλα χωρίς κιγκλιδώματα που οδηγούσε σε μια τεράστια ζεστή κουζίνα, γεμάτη από μυρωδιές ψητών και φουρνιστών φαγητών. Εκεί, η πιο στρουμπουλή γυναίκα που είχε δει ποτέ στη ζωή της η Νυνάβε, χρησιμοποιούσε μια μεγάλη ξύλινη κουτάλα σαν σκήπτρο, δίνοντας οδηγίες σε τρεις άλλες να βγάζουν τις ξεροψημένες καφετιές φραντζόλες από τους φούρνους και να τις αντικαθιστούν με κυλίνδρους ασπρουλής ζύμης. Πηχτός άσπρος χυλός, που καταναλωνόταν συνήθως ως πρωινό, κόχλαζε ήσυχα σε ένα μεγάλο δοχείο μέσα σε κάποιον από τους φούρνους με τα λευκά πλακάκια.

«Ένιντ», φώναξε η Κυρά Ανάν στη στρουμπουλή γυναίκα, «θα βγω για λίγο έξω. Αυτά τα δύο κορίτσια πρέπει να πάνε σε κάποιον που να έχει αρκετό χρόνο στη διάθεσή του για να τα νταντέψει».

Σκουπίζοντας τις πελώριες αλευρωμένες παλάμες της πάνω σε μια λευκή πετσέτα, η Ένιντ κοίταξε εξεταστικά και κάπως αποδοκιμαστικά τη Νυνάβε και την Ηλαίην. Καθετί επάνω της ήταν σφαιρικό, το ιδρωμένο πρόσωπο με την ελαιώδη επιδερμίδα, τα σκοτεινά της μάτια, όλα. Έμοιαζε να είναι φτιαγμένη από μεγάλες μπάλες, στριμωγμένες κάτω από ένα φόρεμα. Το γαμήλιο μαχαίρι που φορούσε, κρεμόταν έξω από την κατάλευκη ποδιά της, στραφταλίζοντας από τα δεκάδες πετράδια. «Αυτές είναι οι κλώσες για τις οποίες μιλούσε η Κάιρα, Κυρά; Καλό γούστο έχει ο νεαρός Άρχοντας, θα έλεγα. Του αρέσουν οι ναζιάρες, φαίνεται». Από τον τόνο της φωνής της, έμοιαζε να το διασκεδάζει.

Η ιδιοκτήτρια κούνησε το κεφάλι της ενοχλημένη. «Είπα στην κοπέλα να προσέχει τα λόγια της. Δεν έχω καμιά όρεξη να διαδοθούν διάφορες φήμες για την Περιπλανώμενη Γυναίκα. Υπενθύμισέ το αυτό στην Κάιρα, Ένιντ, κι εν ανάγκη χρησιμοποίησε την κουτάλα σου για να την πείσεις». Το βλέμμα της προς τη Νυνάβε και την Ηλαίην ήταν τόσο υποτιμητικό, που η Νυνάβε ένιωσε σχεδόν να της κόβεται η ανάσα. «Ποιος λογικός άνθρωπος θα πίστευε πως ετούτες οι δύο είναι Άες Σεντάι; Ξόδεψαν όλη τους την περιουσία στα ντυσίματα για να εντυπωσιάσουν έναν άντρα, και τώρα θα πεθάνουν της πείνας, εκτός κι αν του χαρίσουν το χαμόγελο τους. Άκου εκεί Άες Σεντάι!» Προτού η Ένιντ βρει την ευκαιρία να απαντήσει, η πανδοχέας άρπαξε το αυτί της Νυνάβε με το δεξί της χέρι και της Ηλαίην με το αριστερό και με τρεις γοργές δρασκελιές τις οδήγησε έξω, στην αυλή των στάβλων.

Το σοκ της Νυνάβε δεν κράτησε πολύ. Ελευθερώθηκε απότομα ή, τουλάχιστον, προσπάθησε, μια και η γυναίκα την άφησε την ίδια στιγμή, και τρίκλισε πέντε ή έξι βήματα προς τα πίσω, αγριοκοιτάζοντάς την αγανακτισμένη. Δεν είχε δώσει τη συγκατάθεσή της να τη σέρνουν κατ' αυτόν τον τρόπο. Η Ηλαίην ανασήκωσε το πηγούνι της, και τα γαλάζια της μάτια ήταν τόσο παγερά, ώστε η Νυνάβε δεν θα εκπλησσόταν αν έβλεπε πάχνη να σχηματίζεται στις μπούκλες της.

Με τα χέρια ακουμπισμένα στους γοφούς, η Κυρά Ανάν δεν φάνηκε να προσέχει το παραμικρό. Ίσως, πάλι, να μην την ένοιαζε. «Ας ελπίσουμε πως κανείς δεν θα πιστέψει την Κάιρα ύστερα από αυτό», είπε ήρεμα. «Αν ήμουν βέβαιη ότι θα έρθετε στα συγκαλά σας κι ότι θα κρατήσετε τα στόματά σας κλειστά, θα φρόντιζα να πω και να κάνω περισσότερα». Φαινόταν ήρεμη, αν κι όχι ιδιαίτερα ευχαριστημένη. Της είχαν χαλάσει το πρωινό. «Λοιπόν, ακολουθήστε με και κοιτάξτε μη χαθείτε. Αλλά, κι αν ακόμη χαθείτε, φροντίστε να μη σας δουν κοντά στο πανδοχείο μου, αλλιώς θα στείλω κάποιον στο παλάτι να το αναφέρει στη Μέριλιλ και στην Τέσλυν. Πρόκειται για αληθινές αδελφές και δεν το έχουν σε τίποτα να σας κάνουν κομματάκια».

Η Ηλαίην κοιτούσε πότε την πανδοχέα και πότε τη Νυνάβε. Δεν τις αγριοκοίταζε, ούτε ήταν σκυθρωπή, ωστόσο το βλέμμα της ήταν γεμάτο νόημα. Η Νυνάβε αναρωτήθηκε κατά πόσον θα τα έβγαζε πέρα. Η σκέψη και μόνο τού Ματ την έπεισε. Ό,τι κι αν συνέβαινε, θα ήταν καλύτερο από το να έχουν παρτίδες μαζί του.

«Δεν πρόκειται να χαθούμε, Κυρά Ανάν», είπε, πασχίζοντας να φανεί υποχωρητική. Σκέφτηκε ότι μάλλον καλά τα κατάφερνε, δεδομένου τού πόσο ξένη τής ήταν αυτή η αίσθηση. «Σε ευχαριστούμε για τη βοήθεια». Χαμογέλασε προς το μέρος της ιδιοκτήτριας, προσπαθώντας να αγνοήσει την Ηλαίην, η ματιά της οποίας έγινε σκληρότερη και πιο μεστή νοήματος. Ανεξαρτήτως του τι υποδήλωναν τα βλέμματά τους, έπρεπε να βεβαιωθεί πως η γυναίκα εξακολουθούσε να θεωρεί ότι η περίπτωσή τους άξιζε τον κόπο. «Σου είμαστε πραγματικά ευγνώμονες, Κυρά Ανάν».

Η Κυρά Ανάν τής έριξε ένα λοξό βλέμμα, ρουθούνισε και κούνησε το κεφάλι της. Η Νυνάβε αποφάσισε πως, όταν τελείωναν όλα, θα έσερνε -εν ανάγκη- την πανδοχέα στο παλάτι και θα ανάγκαζε τις υπόλοιπες αδελφές να την αναγνωρίσουν παρουσία της.

Τόσο νωρίς το πρωί, η αυλή ήταν άδεια, με εξαίρεση ένα μοναχικό αγόρι, δέκα ή δώδεκα χρόνων, που κρατούσε έναν κουβά κι ένα κόσκινο και πιτσίλιζε με νερό το σκληρό, πατημένο χώμα για να το υγράνει και να μη σηκώνει σκόνη. Οι λευκές γύψινες πόρτες του στάβλου ήταν ορθάνοικτες και μπροστά τους υπήρχε μια χειράμαξα με ένα δίκρανο, ειδικό για τις σβουνιές, αφημένο επάνω της. Ήχοι που θύμιζαν βάτραχο που κάποιος τον πάτησε κατά λάθος ξεχύθηκαν προς το μέρος τους. Η Νυνάβε συμπέρανε πως μάλλον κάποιος τραγουδούσε. Άραγε, θα πήγαιναν έφιππες στον προορισμό τους; Ακόμα και μια σχετικά κοντινή απόσταση δεν θα ήταν και τόσο ευχάριστη. Δεν ήταν εύκολο να διασχίσουν την πλατεία και να γυρίσουν πίσω πριν ο ήλιος ανέβει ψηλά, γιατί δεν είχαν μαζί τους ούτε καπέλα, ούτε παρασόλια, ούτε μανδύες για να προστατέψουν το κεφάλι τους.

Η Κυρά Ανάν, ωστόσο, τις οδήγησε μέσα από την αυλή και σε ένα στενό σοκάκι, ανάμεσα στον στάβλο και σε έναν ψηλό τοίχο, από την κορυφή του οποίου εξείχαν δέντρα κουρελιασμένα από την ξηρασία. Σίγουρα επρόκειτο για τον κήπο κάποιου. Μια μικρή πύλη, στην άλλη άκρη, οδηγούσε σε ένα σκονισμένο σοκάκι, τόσο στενάχωρο που η αυγή δεν το είχε φωτίσει ακόμα.

«Λοιπόν, ακολουθήστε με προσεκτικά», είπε η πανδοχέας, κατηφορίζοντας την μουντή αλέα. «Αν χαθείτε, σας ορκίζομαι πως θα πάω η ίδια στο παλάτι».

Η Νυνάβε έπιασε σθεναρά και με τα δύο χέρια την πλεξούδα της, καθώς ακολουθούσε, μόνο και μόνο για να μην τα τυλίξει γύρω από τον λαιμό της γυναίκας. Πόσο πολύ λαχταρούσε να βγάλει τα πρώτα της γκρίζα μαλλιά. Πρώτα ήταν οι άλλες Άες Σεντάι, ύστερα οι Θαλασσινοί -μα το Φως, ούτε που ήθελε να τους σκέφτεται!- και τώρα μια πανδοχέας! Κανείς δεν σε έπαιρνε στα σοβαρά, εκτός κι αν είχες αρχίσει να γκριζάρεις. Ακόμα και το αγέραστο πρόσωπο μιας Άες Σεντάι δεν ήταν πολύ πειστικό στην περίπτωσή της.

Η Ηλαίην ανασήκωνε τη φούστα της για να μη σκονιστεί, παρ' όλο που τα πασούμια τους σήκωναν αρκετή σκόνη, η οποία κατακαθόταν στο στρίφωμα των φορεμάτων τους. «Για να δούμε», είπε μαλακά η Ηλαίην, κοιτώντας ευθεία μπροστά. Μαλακά αλλά παγερά. Πολύ παγερά. Είχε τον τρόπο να κατακεραυνώνει κάποιον με τα λόγια της δίχως να υψώνει τον τόνο της φωνής της, κάτι που η Νυνάβε θαύμαζε. Συνήθως, δηλαδή. Τώρα, το μόνο που επιθυμούσε ήταν να γρονθοκοπήσει την άλλη γυναίκα. «Θα μπορούσαμε να γυρίσουμε στο παλάτι και να πίνουμε τσάι από βατόμουρα, απολαμβάνοντας την απαλή αύρα και περιμένοντας τον Άρχοντα Κώθον να μαζέψει τα πράγματά του. Ίσως η Αβιέντα με την Μπιργκίτε να βρήκαν κάτι χρήσιμο, έτσι ώστε να ξέρουμε τι θα κάνουμε με αυτόν τον άνθρωπο. Να τον ακολουθήσουμε στους δρόμους του Ράχαντ και να δούμε τι θα συμβεί, να τον πάμε σε παρόμοια οικήματα ή να τον αφήσουμε να διαλέξει; Ίσως μας χρησιμεύσει σε κάμποσα πράγματα σήμερα, όπως για παράδειγμα στο να αποφασίσουμε αν είναι ασφαλές να επιστρέψουμε στην Εγκουέν, ύστερα από τη συμφωνία που μας επέβαλαν οι Θαλασσινοί. Πρέπει, αργά ή γρήγορα, να το συζητήσουμε αυτό, αγνοώντας πως δεν θα μας βοηθήσει σε τίποτα. Αντ' αυτού, εμείς βαδίζουμε μέσα σε τούτη τη ζέστη, ποιος ξέρει για πού, με σκοπό να επισκεφθούμε κάποιες γυναίκες που υποθάλπουν φυγάδες του Πύργου. Προσωπικά, δεν έχω το παραμικρό ενδιαφέρον να συλλάβω φυγάδες σήμερα ή οποιαδήποτε άλλη μέρα. Είμαι σίγουρη, πάντως, πως μπορείς να μου δώσεις μια εξήγηση, ώστε να καταλάβω κι εγώ τι συμβαίνει. Θέλω τόσο πολύ να καταλάβω, Νυνάβε. Δεν μου αρέσει να σκέφτομαι πως πρέπει να σε κλωτσάω σ' όλο τον δρόμο μέχρι το Μολ Χάρα για το τίποτα».

Η Νυνάβε συνοφρυώθηκε. Να την κλωτσάει; Φαίνεται πως είχε αρχίσει να γίνεται βίαιη, εξαιτίας της διαρκούς συναναστροφής της με την Αβιέντα. Κάποιος θα έπρεπε να τις συνετίσει. «Ο ήλιος δεν έχει ανέβει πολύ για να κάνει τόση ζέστη», μουρμούρισε. Αυτό, όμως, θα συνέβαινε σύντομα, δυστυχώς. «Σκέψου, Ηλαίην. Πενήντα γυναίκες ικανές να διαβιβάσουν και να παράσχουν βοήθεια στις αδέσποτες και στις γυναίκες που εκδιώχθηκαν από τον Πύργο». Μερικές φορές ένιωθε ενοχές όταν χρησιμοποιούσε τη λέξη «αδέσποτες»· για τις περισσότερες Άες Σεντάι αποτελούσε προσβολή, αλλά η ίδια σκόπευε κάποια μέρα να κάνει αυτήν τη λέξη έμβλημα υπερηφάνειας. «Και τις αποκάλεσε "Κύκλο". Δεν μου ακούγεται σαν μια παρέα. Υποδηλώνει οργάνωση». Το σοκάκι συνεχιζόταν στριφογυριστό, ανάμεσα σε ψηλούς τοίχους και στο πίσω μέρος διαφόρων κτηρίων -σε πολλά από τα οποία ο γύψος είχε αποκολληθεί, αποκαλύπτοντας τα τούβλα- ανάμεσα σε κήπους αρχοντικών και μαγαζιά όπου η πίσω πόρτα ήταν ανοιχτή, αποκαλύπτοντας τους αργυροχόους, τους ράφτες και τους υλοτόμους να δουλεύουν εντατικά. Κάθε λίγο και λιγάκι, η Κυρά Ανάν κοίταζε πάνω από τον ώμο της, για να βεβαιωθεί πως οι δύο γυναίκες την ακολουθούσαν. Η Νυνάβε τής χαμογελούσε και της ένευε, ελπίζοντας πως η συμπεριφορά της θα εκλαμβανόταν ως ενθουσιασμός.

«Νυνάβε, ακόμα κι αν δύο μονάχα γυναίκες με την ικανότητα της διαβίβασης δημιουργούσαν μια μορφή κοινωνίας, ο Πύργος θα έπεφτε να τις κατασπαράξει σαν αγέλη λύκων. Πώς γίνεται, τέλος πάντων, να γνωρίζει η Κυρά Ανάν αν κάτι τέτοιο είναι δυνατόν ή όχι; Οι γυναίκες που μπορούν να διαβιβάσουν χωρίς να είναι Άες Σεντάι δεν το επιδεικνύουν, ξέρεις. Αν μη τι άλλο, όχι για πολύ. Όπως και να έχει, δεν βλέπω καμία διαφορά. Η Εγκουέν μπορεί να θέλει να φέρει στον Πύργο κάθε γυναίκα με την ικανότητα της διαβίβασης, αλλά εμείς δεν βρισκόμαστε εδώ γι' αυτό». Η παγερή υπομονή στη φωνή της Ηλαίην έκανε τη Νυνάβε να πιάσει πιο σφιχτά την πλεξούδα της. Πώς ήταν δυνατόν να είναι τόσο αργόστροφη αυτή η γυναίκα; Γύμνωσε τα δόντια της προς την κατεύθυνση της Κυράς Ανάν, αλλά κατάφερε να μη μουτρώσει όταν η πανδοχέας τής γύρισε την πλάτη και συνέχισε να προχωράει μπροστά.

«Άλλο πενήντα γυναίκες κι άλλο δύο», ψιθύρισε άγρια η Νυνάβε. Μπορούσαν να διαβιβάσουν. Έπρεπε να το κάνουν, γιατί όλα εξαρτώνταν από αυτό. «Δεν είναι λογικό αυτός ο Κύκλος να βρίσκεται στην ίδια πόλη με μια αποθήκη γεμάτη από ανγκριάλ, και διάφορα άλλα παρόμοια, χωρίς να το ξέρει μάλιστα. Αλλά ακόμα κι έτσι...» Δεν κατάφερε να συγκρατήσει την ικανοποίηση που γλύκανε τη φωνή της. «...θα ξετρυπώσουμε το Κύπελλο δίχως τον Άρχοντα Μάτριμ Κώθον. Κι έτσι, μπορούμε να ξεχάσουμε όλες αυτές τις παράλογες υποσχέσεις».

«Δεν επρόκειτο για δωροδοκία, Νυνάβε», είπε η Ηλαίην αφηρημένα. «Εγώ θα κρατήσω τις υποσχέσεις μου, όπως κι εσύ, αν είσαι έντιμη, και ξέρω ότι είσαι». Παράκανε παρέα με την Αβιέντα. Πολύ θα ήθελε να μάθει η Νυνάβε για ποιον λόγο η Ηλαίην σκεφτόταν πως έπρεπε όλες να ακολουθήσουν αυτό το βλακώδες Αελίτικο τζι... όπως κι αν το έλεγαν.

Η Ηλαίην δάγκωσε το κάτω χείλος της και συνοφρυώθηκε. Όλη εκείνη η ψυχρότητα έμοιαζε να έχει χαθεί. Ήταν και πάλι ο εαυτός της. «Δεν θα πηγαίναμε ποτέ σε αυτό το πανδοχείο, αν δεν ήταν εκεί ο Ματ Κώθον», είπε τελικά, «κι έτσι δεν θα συναντούσαμε ποτέ την αξιόλογη Κυρά Ανάν, ούτε θα μας πήγαινε σ' αυτόν τον Κύκλο. Έτσι, αν ο Κύκλος μάς οδηγήσει στο Κύπελλο, θα πρέπει να παραδεχτούμε πως αυτός ο άντρας ήταν η κύρια αιτία».

Ματ Κώθον. Το όνομά του τριβέλιζε το μυαλό της. Η Νυνάβε σκόνταψε κι άφησε την πλεξούδα της για να ανασηκώσει τη φούστα της. Το σοκάκι δεν ήταν ούτε κατά διάνοια τόσο λείο όσο ένα λιθόστρωτο, πόσω μάλλον όσο ένα δάπεδο αρχοντικού. Κάποιες φορές, η βίαιη Ηλαίην ήταν προτιμότερη από την ορθολογίστρια Ηλαίην. «Αξιόλογη», μουρμούρισε. «Θα την «αξιολογώ» εγώ μέχρι να αλληθωρίσει. Κανείς μέχρι τώρα δεν μας έχει φερθεί έτσι, Ηλαίην, ούτε όσοι μας αμφισβήτησαν, ούτε καν οι Θαλασσινοί. Οι περισσότεροι θα έκαναν στην μπάντα, αν ακόμα και μια δεκάχρονη τους έλεγε ότι είναι Άες Σεντάι».

«Οι πιο πολλοί δεν ξέρουν καν πώς μοιάζει το πρόσωπο μιας Άες Σεντάι, Νυνάβε. Πιστεύω πως, έστω και μία φορά, έχει πάει στον Πύργο. Διαφορετικά, γνωρίζει πράγματα που δεν θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες».

Η Νυνάβε ρουθούνισε περιφρονητικά, αγριοκοιτάζοντας τη γυναίκα που περπατούσε μπροστά τους με μεγάλες δρασκελιές. Μπορεί η Σετάλε Ανάν να είχε πάει στον Πύργο δέκα ή εκατό φορές, αλλά στο τέλος θα αναγνώριζε τη Νυνάβε αλ'Μεάρα ως αληθινή Άες Σεντάι. Επιπλέον, θα ζητούσε συγγνώμη και θα μάθαινε από την καλή πώς ήταν να σε σέρνουν από το αυτί! Η Κυρά Ανάν έριξε μια ματιά προς τα πίσω κι η Νυνάβε τής χάρισε ένα άκαμπτο χαμόγελο, νεύοντας λες κι ο λαιμός της ήταν μεντεσές. «Ηλαίην; Αν αυτές οι γυναίκες γνωρίζουν πού βρίσκεται το Κύπελλο... Δεν χρειάζεται να πούμε στον Ματ με ποιον τρόπο το βρήκαμε». Η πρότασή της δεν είχε ακριβώς τη μορφή ερώτησης.

«Δεν βλέπω τον λόγο», αποκρίθηκε η Ηλαίην, κι έπειτα σκόρπισε όλες της τις ελπίδες προσθέτοντας: «Αλλά καλύτερα να ρωτήσω την Αβιέντα πρώτα».

Αν δεν πίστευε πως η Κυρά Ανάν θα τις εγκατέλειπε επί τόπου, η Νυνάβε θα ούρλιαζε.

Το φιδογυριστό σοκάκι κατέληξε σε δρόμο, κι η συζήτηση δεν συνεχίστηκε. Η λεπτή φέτα του ήλιου έλαμπε εκτυφλωτικά πάνω από τις οροφές. Η Ηλαίην σκίασε τα μάτια της με το ένα χέρι, επιδεικτικά, αλλά η Νυνάβε αρνήθηκε να το κάνει. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα· δεν χρειαζόταν καν να έχει τα μάτια της μισόκλειστα. Ο καθάριος γαλανός ουρανός έμοιαζε να κοροϊδεύει την αίσθηση που είχε για τον καιρό, παρ' όλο που ήταν σίγουρη πως η καταιγίδα ήταν έτοιμη να ξεσπάσει πάνω από την πόλη.

Ακόμη και τόσο νωρίς, στους σπειροειδείς δρόμους κυκλοφορούσαν μερικές απαστράπτουσες λουστραρισμένες άμαξες και κάμποσα -πιο φανταχτερά- ατομικά φορεία με δύο ή τέσσερις ξυπόλητους κουβαλητές, καθένας εκ των οποίων φορούσε ένα γιλέκο με πράσινες και κόκκινες ρίγες· τρίκλιζαν, κουβαλώντας επιβάτες κρυμμένους πίσω από καφασωτά ξύλινα προπετάσματα. Καρότσες κι άμαξες μούγκριζαν πάνω στο λιθόστρωτο κι ο κόσμος άρχισε να γεμίζει τους δρόμους καθώς τα μαγαζιά άνοιγαν κι οι τέντες στήνονταν. Ένστολοι μαθητευόμενοι έσπευδαν να εκτελέσουν θελήματα, κι άντρες που κουβαλούσαν μεγάλα τυλιγμένα χαλιά προσπαθούσαν να τα ισορροπήσουν στους ώμους τους. Ακροβάτες, ζογκλέρ και μουζικάντηδες ετοιμάζονταν σε γωνιές που θα προσήλκυαν κοινό, ενώ οι γυρολόγοι επεδείκνυαν τους δίσκους με τις καρφίτσες, τις κορδέλες ή τα παραγινωμένα φρούτα. Η ανοιχτή ψαραγορά και κρεαταγορά βρισκόταν εδώ και ώρα σε πλήρη δραστηριότητα. Όλοι οι ψαράδες ήταν γυναίκες, όπως κι οι πιο πολλοί κρεοπώλες επίσης, εκτός από αυτούς που πουλούσαν βοδινό.

Παραμερίζοντας τα πλήθη, τις άμαξες, τα ατομικά φορεία και τις καρότσες που δεν έλεγαν να επιβραδύνουν, η Κυρά Ανάν προχωρούσε με απλωτά βήματα για να αποφεύγει τις καθυστερήσεις. Κι υπήρχαν κάμποσες από δαύτες. Φαίνεται πως ήταν αρκετά γνωστή, γιατί τη χαιρετούσαν καταστηματάρχες, μάστορες κι άλλοι ιδιοκτήτες πανδοχείων, που στέκονταν στις εισόδους. Στους καταστηματάρχες και στους μάστορες πετούσε καμιά κουβέντα ή τους χαιρετούσε νεύοντας, αλλά στους πανδοχείς σταματούσε για ένα λεπτό να ανταλλάξουν δυο κουβέντες. Ύστερα από τον πρώτο, η Νυνάβε ευχήθηκε να μην υπάρξει δεύτερος. Ύστερα από τον δεύτερο, εκλιπαρούσε σε ό,τι είχε ιερό και όσιο να μην υπάρξει τρίτος. Ύστερα, όμως, κι από τον τρίτο, απέμεινε να κοιτάει ευθεία μπροστά, προσπαθώντας μάταια να μην ακούει. Το πρόσωπο της Ηλαίην φάνταζε όλο και πιο σφικτό, όλο και πιο ψυχρό. Ανασήκωσε κι άλλο το πηγούνι της, μέχρι που ήταν απορίας άξιον πώς έβλεπε για να περπατάει.

Η Νυνάβε έπρεπε να παραδεχτεί, αν κι απρόθυμα, πως υπήρχε συγκεκριμένος λόγος. Στο Έμπου Νταρ, όποιος φορούσε μεταξωτά ρούχα μπορούσε να διασχίσει όλη την έκταση μιας πλατείας, αλλά όχι παραπέρα. Όλοι οι υπόλοιποι φορούσαν μάλλινα ή λινά, που σπάνια συνοδεύονταν από κεντήματα, πλην κάποιου περιστασιακού ζητιάνου που είχε εξασφαλίσει κανένα πεταμένο μεταξωτό, ξεφτισμένο στις άκρες και γεμάτο τρύπες. Ευχόταν να τους είχε δώσει καμιά άλλη εξήγηση η Κυρά Ανάν, όσον αφορά στο γιατί τις οδηγούσε και τις δύο μέσα από τους δρόμους. Μακάρι να μην αναγκαζόταν να ξανακούσει την ιστορία δύο επιπόλαιων κοριτσιών που είχαν ξοδέψει όλα τους τα χρήματα σε όμορφα φορέματα απλώς για να εντυπωσιάσουν έναν άντρα. Ο Ματ την είχε γλιτώσει πάλι, που να καιγόταν. Ήταν ένας όμορφος, ελαφρώς κατεργάρης νεαρός κι επιδέξιος χορευτής, αλλά η Κυρά Ανάν ήταν ήδη παντρεμένη. Όλες οι γυναίκες είχαν γελάσει. Όχι, όμως, η ίδια κι η Ηλαίην. Όχι αυτές οι μικρές άμυαλες με τα μελένια φιλιά· ήταν τα λόγια της Κυράς Ανάν, κι η Νυνάβε μπορούσε να υποθέσει τι σήμαιναν. Έδιναν μελένια φιλιά, αλλά δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, επειδή κυνηγούσαν έναν άντρα, με τα πουγκιά τους γεμάτα μπρούντζο και τσίγκο, ικανές να εξαπατήσουν τους ηλίθιους και τους βλαμμένους. Αργά ή γρήγορα, θα το έριχναν στη ζητιανιά και στις μικροκλοπές, αν δεν υπήρχε η Κυρά Ανάν με τις γνωριμίες της, που ίσως τους έβρισκαν καμιά δουλειά στην κουζίνα.

«Είναι ανάγκη να σταματάει σε κάθε πανδοχείο που βλέπουμε;» γρύλισε η Νυνάβε, καθώς απομακρυνόταν αγέρωχα από την Παρατημένη Χήνα, ένα οίκημα με τρεις ευρύχωρους ορόφους, η ιδιοκτήτρια του οποίου φορούσε τεράστιους γρανάτες στα αυτιά της, παρά την ταπεινή ονομασία του πανδοχείου. Η Κυρά Ανάν ούτε καν κοιτούσε πίσω της πια για να δει αν την ακολουθούν. «Καταλαβαίνεις, φαντάζομαι, πως ποτέ δεν θα έχουμε τα μούτρα να έρθουμε σε κάποιο από αυτά τα μέρη!»

«Υποψιάζομαι πως έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα». Κάθε λέξη που ξεστόμιζε η Ηλαίην ήταν γεμάτη ψυχρότητα. «Νυνάβε, αν ο θησαυρός που ψάχνουμε είναι άνθρακες ...» Δεν χρειάστηκε να ολοκληρώσει την απειλή της. Με την Μπιργκίτε και την Αβιέντα έτοιμες να βοηθήσουν, πράγμα σίγουρο, η Ηλαίην θα της έκανε τη ζωή μίζερη μέχρι να νιώσει ικανοποιημένη.

«Θα μας πάνε κατευθείαν στο Κύπελλο», επέμεινε, τινάζοντας τα χέρια της για να διώξει έναν ζητιάνο με μια τρομερή πορφυρή ουλή, που του είχε εξαφανίσει το ένα μάτι. Μπορούσε να αναγνωρίσει το αλευρωμένο ζυμάρι, βαμμένο με χρωστικές διάφορων βοτάνων, όταν το έβλεπε. «Το ξέρω». Η Ηλαίην ρουθούνισε με έναν χαρακτηριστικό και μάλλον προσβλητικό τρόπο.

Διέσχισαν τόσες γέφυρες, μικρές και μεγάλες, που η Νυνάβε έχασε το μέτρημα. Από κάτω, υπήρχαν αραγμένες φορτηγίδες, ενώ ο ήλιος σκαρφάλωνε πάνω από τις οροφές. Η Κυρά Ανάν δεν ακολουθούσε ακριβώς ευθεία πορεία -η αλήθεια ήταν πως όλο και ξεστράτευε για να βρει κανένα πανδοχείο— αλλά σε γενικές γραμμές βάδιζαν ανατολικά. Η Νυνάβε πίστευε πως σύντομα θα έβγαιναν στο ποτάμι, όταν η καστανομάτα γυναίκα στράφηκε ξαφνικά προς το μέρος τους.

«Προσέχετε τα λόγια σας τώρα. Να μιλάτε μόνο όταν σας απευθύνουν τον λόγο. Με φέρνετε σε δύσκολη θέση και...» Συνοφρυώθηκε και κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της, σχετικά με το ότι πιθανόν να έκανε λάθος. Έπειτα, έκανε νόημα με το κεφάλι να την ακολουθήσουν προς ένα σπίτι με επίπεδη οροφή που βρισκόταν στην αντίθετη μεριά.

Δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο· είχε δύο ορόφους χωρίς μπαλκόνια, ενώ ραγισμένος γύψος και τούβλα εμφανίζονταν τόπους-τόπους. Δεν βρισκόταν καν σε περίοπτο μέρος· από τη μια μεριά, υπήρχε ο κροταλιστός ήχος του αργαλειού μιας υφάντρας, κι από την άλλη, η καυστική μυρωδιά από το μαγαζί ενός βυρσοδέψη. Χτύπησαν την πόρτα και τους άνοιξε μια υπηρέτρια, μια γυναίκα με γκριζωπά μαλλιά, γωνιώδες σαγόνι, ώμους σαν του σιδερά κι ατσάλινη ματιά που δεν αμβλυνόταν διόλου από τον ιδρώτα του προσώπου της. Καθώς η Νυνάβε ακολουθούσε την Κυρά Ανάν στο εσωτερικό, τους χαμογέλασε. Κάπου μέσα στο σπίτι, μια γυναίκα διαβίβαζε.

Η υπηρέτρια με το γωνιώδες σαγόνι προφανώς γνώριζε την Κυρά Ανάν, αλλά η αντίδραση της ήταν περίεργη. Υποκλίθηκε με γνήσιο σεβασμό, ωστόσο ήταν σαφές πως είχε εκπλαγεί που την έβλεπε. Έμοιαζε αμήχανη για την παρουσία της πανδοχέως εκεί και φαινόταν κάπως ταραγμένη πριν τους επιτρέψει να περάσουν μέσα. Η Νυνάβε κι η Ηλαίην, πάντως, δεν έτυχαν αμφίθυμης υποδοχής. Τις οδήγησε σε ένα καθιστικό, στον επάνω όροφο, και τους είπε με σταθερή φωνή: «Μην κουνηθείτε, μην αγγίξετε τίποτα, αλλιώς την έχετε άσχημα». Κατόπιν, εξαφανίστηκε.

Η Νυνάβε κοίταξε την Ηλαίην.

«Νυνάβε, μια γυναίκα που διαβιβάζει δεν σημαίνει πως...» Η αίσθηση άλλαξε. Για μια στιγμή ήταν διογκωμένη και την επόμενη καθίζανε, περισσότερο από πριν. «Ακόμα και δυο γυναίκες δεν σημαίνουν τίποτα», διαμαρτυρήθηκε η Ηλαίην, αν και στη φωνή της διακρινόταν ένας τόνος αμφιβολίας. «Αυτή ήταν η πιο ανάγωγη υπηρέτρια που έχω δει ποτέ μου». Πήρε μια κόκκινη καρέκλα με ψηλή πλάτη κι, ένα λεπτό αργότερα, η Νυνάβε κούρνιασε στην άκρη του μπράτσου. Από προθυμία, όχι από νευρικότητα. Καθόλου από νευρικότητα.

Το δωμάτιο δεν ήταν μεγαλοπρεπές, αλλά οι κυανόλευκες πλάκες γυάλιζαν κι οι τοίχοι στην απόχρωση του ανοιχτού πράσινου έμοιαζαν φρεσκοβαμμένοι. Δεν υπήρχε ίχνος επίχρυσης επιφάνειας, φυσικά, ωστόσο έντεχνα σκαλίσματα κάλυπταν τα κόκκινα καθίσματα που ήταν αραδιασμένα κατά μήκος των τοίχων, ενώ υπήρχαν και κάμποσα μικρά τραπεζάκια σε χρώμα πιο σκούρο από αυτό στις πλάκες. Οι αναρτημένοι στα κηροπήγια φανοί ήταν από ατόφιο μπρούντζο, εκθαμβωτικά γυαλισμένοι. Κλωνάρια αειθαλών φυτών, τοποθετημένα με φροντίδα, στόλιζαν την πεντακάθαρη εστία, ενώ το πρέκι πάνω από το τζάκι ήταν σμιλεμένο, όχι απλή λιθοδομή. Το έργο φάνταζε κάπως αλλόκοτη διακοσμητική επιλογή, αφού απεικόνιζε αυτό που οι Εμπουνταρινοί αποκαλούσαν τα Δεκατρία Αμαρτήματα. Ένας άντρας με μάτια τόσο μεγάλα που κάλυπταν σχεδόν όλο το πρόσωπό του συμβόλιζε τον Φθόνο, ένας τύπος που η γλώσσα του κρεμόταν μέχρι τους αστραγάλους του για το Κουτσομπολιό, ένας άλλος άντρας με απειλητικά κοφτερά δόντια που κρατούσε σφικτά μερικά νομίσματα στο στήθος του για την Απληστία, και ούτω καθ’ εξής. Σε γενικές γραμμές, όμως, της άρεσε. Κάποιος με την οικονομική δυνατότητα να συντηρεί ένα τέτοιο δωμάτιο, σίγουρα θα μπορούσε να ανακαινίσει και την εξωτερική επιφάνεια του σπιτιού. Ο μόνος λόγος για να μην το κάνει ήταν για να διατηρήσει χαμηλό προφίλ και να μην τραβάει την προσοχή.

Η υπηρέτρια είχε αφήσει την πόρτα ανοικτή και, ξαφνικά, φωνές από τον διάδρομο έφτασαν στο εσωτερικό του δωματίου.

«Δεν μπορώ να πιστέψω πως τις έφερες εδώ». Ο τόνος της γυναίκας που μιλούσε ήταν γεμάτος δυσπιστία και θυμό. «Ξέρεις πόσο προσεκτικές είμαστε, Σετάλε. Ξέρεις πολύ περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε, οπότε δεν δικαιολογείται να μην το γνωρίζεις αυτό».

«Λυπάμαι πολύ, Ρεάνε», απάντησε άκαμπτα η Κυρά Ανάν. «Υποθέτω πως δεν μου πέρασε από το μυαλό... Υπέκυψα τόσο στο να εγγυηθώ για τη συμπεριφορά αυτών των κοριτσιών, όσο και στο να δεχτώ τη δική σου κρίση».

«Όχι, βέβαια!» Στη φωνή της Ρεάνε ήταν έκδηλη η κατάπληξη. «Δηλαδή... δεν έπρεπε να το κάνεις, αλλά... Σου ζητάω συγγνώμη, Σετάλε, που ύψωσα τη φωνή μου. Πες πως με συγχωρείς».

«Δεν χρειάζεται να μου ζητάς συγγνώμη, Ρεάνε». Η πανδοχέας κατάφερε να ακούγεται αξιολύπητη και αποτρεπτική ταυτόχρονα. «Ήταν λάθος μου, που τις έφερα εδώ».

«Όχι, όχι, Σετάλε. Δεν έπρεπε να σου μιλήσω έτσι. Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με. Σε παρακαλώ».

Η Κυρά Ανάν και η Ρεάνε Κόρλυ μπήκαν στο καθιστικό και η Νυνάβε ανοιγόκλεισε τα μάτια της από έκπληξη. Από τον διάλογο που είχε ακούσει, θα περίμενε κάποια νεότερη της Σετάλε Ανάν, αλλά τα μαλλιά της Ρεάνε ήταν εντελώς γκρίζα και το πρόσωπό της γεμάτο από ρυτίδες, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν προέλθει από χαμόγελα, αν και τώρα ήταν μάλλον αποτέλεσμα ανησυχίας. Για ποιον λόγο, άραγε, η γηραιότερη γυναίκα ένιωθε τόσο ταπεινά απέναντι στη νεότερη, και για ποιον λόγο η νεότερη επέτρεπε κάτι τέτοιο, έστω και με μισή καρδιά; Το Φως μόνο ήξερε πόσο διαφορετικά ήταν τα έθιμα εδώ. Μερικά, μάλιστα, έμοιαζαν τελείως ξένα, ωστόσο τα περισσότερα δεν είχαν τρομακτικές διαφορές. Βέβαια, η ίδια ποτέ της δεν είχε νιώσει τόσο ταπεινή απέναντι στον Κύκλο των Γυναικών της πατρίδας της, εδώ όμως...

Ανεπίσημα, η Ρεάνε διέθετε την ικανότητα της διαβίβασης -το περίμενε ή, μάλλον, το ήλπιζε. Αλλά η Νυνάβε δεν περίμενε την ισχύ. Η Ρεάνε δεν ήταν εξίσου ισχυρή με την Ηλαίην, ούτε καν με τη Νίκολα —που να το έπαιρνε και να το σήκωνε αυτό το αχρείο κορίτσι!- αλλά ήταν σχεδόν ισοδύναμη με τη Σέριαμ, την Κουαμέσα ή την Κιρούνα. Λίγες γυναίκες κατείχαν τέτοια δύναμη και, μολονότι η ίδια ξεπερνούσε τον μέσο όρο, δεν περίμενε να συναντήσει κάτι αντίστοιχο εδώ. Η γυναίκα μάλλον ανήκε στις αδέσποτες. Ο Πύργος σίγουρα θα έβρισκε τρόπο να κρατήσει μια τέτοια γυναίκα, ακόμα κι αν χρειαζόταν να την έχουν ντυμένη με την ενδυμασία της μαθητευόμενης για μια ολόκληρη ζωή.

Η Νυνάβε σηκώθηκε καθώς οι δύο γυναίκες πέρασαν την είσοδο, σιάζοντας τη φούστα της. Όχι, δεν το έκανε από νευρικότητα. Αχ, πόσο ήθελε να εξελιχθούν καλά τα πράγματα...

Η κοφτερή γαλανή ματιά της Ρεάνε έπεσε πάνω και στις δυο τους, με τον αέρα κάποιας που είχε μόλις ανακαλύψει δύο γουρούνια στην κουζίνα της, νιόφερτα από το χοιροστάσιο και στάζοντας ακόμα λάσπες. Σκούπισε το πρόσωπό της με ένα μικρό μαντίλι, παρ' ότι το εσωτερικό του σπιτιού ήταν πιο κρύο από το εξωτερικό. «Υποθέτω πως κάτι θα πρέπει να κάνουμε με δαύτες», μουρμούρισε, «αν όντως είναι αυτό που ισχυρίζονται». Η φωνή της διατηρούσε υψηλό τόνο, ήταν μουσική και σχεδόν νεανική. Όταν τελείωσε όσα είχε να πει, αναπήδησε ελαφρά για κάποιον λόγο και κοίταξε πλάγια την πανδοχέα, κάτι που λειτούργησε ως έναυσμα για άλλον έναν γύρο απρόθυμων απολογιών εκ μέρους της Κυράς Ανάν και εκνευριστικών προσπαθειών εκ μέρους της Κυράς Κόρλυ να τις αποκρούσει. Στο Έμπου Νταρ, όταν οι άνθρωποι ήθελαν να φερθούν πραγματικά ευγενικά, οι συγγνώμες έδιναν κι έπαιρναν για περισσότερο από μία ώρα.

Η Ηλαίην είχε επίσης σηκωθεί, με ένα σταθερό χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό της. Ανασήκωσε το ένα της φρύδι προς το μέρος της Νυνάβε, ακούμπησε τον αγκώνα της στο ένα της χέρι κι έφερε ένα δάχτυλο πάνω στο μάγουλό της.

Η Νυνάβε καθάρισε τον λαιμό της. «Κυρά Κόρλυ, ονομάζομαι Νυνάβε αλ'Μεάρα κι αυτή είναι η Ηλαίην Τράκαντ. Ψάχνουμε...»

«Η Σετάλε με κατατόπισε σχετικά», την έκοψε η γαλανομάτα γυναίκα με απειλητικό τόνο. Παρά τα γκρίζα της μαλλιά, η Νυνάβε υπέθεσε πως ήταν σκληρή σαν πέτρινος φράχτης. «Οπλίσου με υπομονή, κορίτσι μου, και θα ασχοληθώ αμέσως μαζί σας». Στράφηκε ξανά στη Σετάλε, καλύπτοντας τα μάγουλά της με το μαντίλι. Μια ελαφρά καταπιεσμένη μετριοφροσύνη υπήρχε στη χροιά της φωνής της. «Με συγχωρείς, Σετάλε, αλλά πρέπει να κάνω κάποιες ερωτήσεις στις κοπέλες και...»

«Για κοίτα ποια επέστρεψε ύστερα από τόσα χρόνια», ακούστηκε η τραχιά φωνή μιας κοντόχοντρης μεσήλικης γυναίκας, καθώς εισέβαλε στο δωμάτιο νεύοντας στη σύντροφό της. Παρά το κοκκινωπό Εμπουνταρινό φόρεμα με το ζωνάρι και το μαυριδερό πρόσωπο, που έλαμπε από τον ιδρώτα, η προφορά της ήταν ατόφια Καιρχινή. Η εξίσου ιδρωμένη σύντροφός της με τα σκουρόχρωμα κι απέριττα μάλλινα ρούχα των εμπόρων, ήταν κατά ένα κεφάλι ψηλότερή της και περίπου στην ηλικία της Νυνάβε, με σκοτεινά κυρτά μάτια, ιδιαίτερα γαμψή μύτη και πλατύ στόμα. «Είναι η Γκαρένια! Μα...» Η ροή των λέξεων διακόπηκε απότομα καθώς η κοντόχοντρη γυναίκα, κάπως μπερδεμένη, αντιλήφθηκε πως υπήρχαν κι άλλοι παρόντες.

Η Ρεάνε ακούμπησε τις παλάμες της μεταξύ τους, λες και προσευχόταν ή λες κι ήθελε να χτυπήσει κάποιον. «Μπέρογουιν», είπε με δριμύτητα, «μια μέρα θα ανοίξει η γη να σε καταπιεί πριν προλάβεις να καταλάβεις κάτι».

«Με συγχωρείς...» Η Καιρχινή χαμήλωσε το βλέμμα της, αναψοκοκκινισμένη. Η γυναίκα από τη Σαλδαία αφοσιώθηκε στο να ψηλαφίζει σπασμωδικά έναν κρίκο με πορφυρά πετράδια που ήταν καρφιτσωμένος πάνω στο στήθος της.

Η Νυνάβε έριξε ένα θριαμβευτικό βλέμμα στην Ηλαίην. Κι οι δύο νεοφερμένες είχαν την ικανότητα της διαβίβασης, και το σαϊντάρ εξακολουθούσε να ασκεί επιρροή κάπου μέσα σε αυτό το σπίτι. Ακόμα δύο, λοιπόν, και, παρ' όλο που η Μπέρογουιν δεν ήταν πολύ δυνατή, η Γκαρένια ξεπερνούσε ακόμα και τη Ρεάνε. Ήταν εφάμιλλη της Λελαίν, ίσως και της Ρομάντα. Όχι, βέβαια, ότι είχε πολλή σημασία, ωστόσο με αυτές εδώ γίνονταν τουλάχιστον πέντε. Η έκφραση της Ηλαίην έμοιαζε αποφασιστική, αλλά ύστερα από λίγο αναστέναξε κι έκανε ένα μικρό νεύμα. Μερικές φορές, χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να πειστεί για κάτι.

«Γκαρένια σε λένε;» είπε η Κυρά Ανάν μαλακά, κοιτώντας συνοφρυωμένη τη νεοφερμένη. «Μοιάζεις πολύ με κάποια που συνάντησα κάποτε. Τη Ζάρυα Αλκέζε».

Τα κυρτά σκοτεινά μάτια βλεφάρισαν έκπληκτα. Τραβώντας ένα δαντελωτό και περιποιημένο μαντίλι από το μανίκι της, η έμπορος από τη Σαλδαία άγγιξε τα μάγουλά της. «Αυτό το όνομα ανήκει στην αδελφή της γιαγιάς μου», είπε έπειτα από ένα λεπτό. «Μου είπαν πως τη συμπαθούσα πολύ. Ήταν καλά στην υγεία της όταν την είδες; Ξέχασε εντελώς την οικογένειά της όταν πήγε να γίνει Άες Σεντάι».

«Η αδελφή της γιαγιάς σου!» Η πανδοχέας γέλασε μαλακά. «Φυσικά. Καλά ήταν όταν την είδα, αλλά πέρασε καιρός από τότε. Ήμουν νεότερη απ' όσο εσύ τώρα».

Η Ρεάνε ήταν στο πλευρό της όλη την ώρα, κρατώντας την από τον αγκώνα, και τώρα παρενέβη στην κουβέντα. «Σετάλε, λυπάμαι πολύ, αλλά πρέπει να μας αφήσεις. Να με συγχωρείς που δεν σε ξεπροβοδίζω».

Η Κυρά Ανάν ζήτησε κι αυτή συγγνώμη, σαν να είχε σαστίσει επειδή η άλλη γυναίκα δεν θα τη συνόδευε στην πόρτα· αναχώρησε, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά, γεμάτη αμφιβολία, προς το μέρος της Νυνάβε και της Ηλαίην.

«Σετάλε!» αναφώνησε η Γκαρένια μόλις έφυγε η πανδοχέας. «Αυτή ήταν η Σετάλε Ανάν; Πώς μπόρεσε να... μα το Φως στα Ουράνια! Ακόμα κι ύστερα από εβδομήντα χρόνια, ο Πύργος θα μπορούσε να...»

«Γκαρένια», είπε η Κυρά Κόρλυ με αυστηρό τόνο. Η ματιά που της έριξε ήταν ακόμα πιο αυστηρή και το πρόσωπο της γυναίκας από τη Σαλδαία αναψοκοκκίνισε. «Με εσάς τις δύο, γινόμαστε τρεις που θα απαγγείλουν τις ερωτήσεις. Εσείς, κορίτσια, μείνετε εκεί που είστε και μη βγάλετε άχνα». Αυτό το τελευταίο απευθυνόταν στη Νυνάβε και την Ηλαίην. Οι υπόλοιπες γυναίκες αποσύρθηκαν σε μια γωνία, μαζεύτηκαν κι άρχισαν να συζητούν χαμηλόφωνα και μουρμουριστά.

Η Ηλαίην πλησίασε τη Νυνάβε. «Δεν μου άρεσε διόλου να μου συμπεριφέρονται σαν σε μαθητευόμενη ακόμα κι όταν ήμουν μαθητευόμενη. Πόσο σκοπεύεις να συνεχίσεις αυτό το κακόγουστο αστείο;»

Η Νυνάβε σφύριξε οργισμένα προς το μέρος της, κάνοντάς της νόημα να σωπάσει. «Προσπαθώ να ακούσω τι λένε, Ηλαίην», ψιθύρισε.

Φυσικά, δεν υπήρχε περίπτωση να χρησιμοποιήσουν τη Δύναμη, μια κι οι άλλες τρεις θα το αντιλαμβάνονταν αμέσως. Ευτυχώς, δεν είχαν υφάνει ξόρκια φύλαξης -ίσως να μην ήξεραν τον τρόπο- και μερικές φορές μιλούσαν πιο δυνατά.

«...είπε πως μπορεί να είναι αδέσποτες», έλεγε η Ρεάνε, και στα πρόσωπα των άλλων δύο φούντωσαν η έκπληξη κι η αποστροφή.

«Τότε, πρέπει να τις ξαποστείλουμε», είπε η Μπέρογουιν. «Και μάλιστα, από την πίσω πόρτα! Άκου αδέσποτες!»

«Εξακολουθώ να θέλω να μάθω ποια είναι αυτή η Σετάλε Ανάν», παρενέβη η Γκαρένια.

«Αν δεν μπορείς να έχεις τον νου σου προσηλωμένο σε ένα θέμα», της αποκρίθηκε η Ρεάνε, «ίσως χρειαστεί να ξαναπροσπαθήσεις στο αγρόκτημα. Η Άλις γνωρίζει θαυμάσια τον τρόπο να συγκεντρώνεται ο νους. Λοιπόν...» Οι λέξεις έγιναν ξανά σιγανοί μουρμουριστοί ψίθυροι.

Άλλη μια υπηρέτρια έκανε την εμφάνισή της, μια λεπτόκορμη γυναίκα, χαριτωμένη παρά τη σκυθρωπή της έκφραση, με ένα πρόχειρο φόρεμα από γκρίζο μαλλί και μια μακριά άσπρη ποδιά. Άφησε έναν λουστραρισμένο πράσινο δίσκο σε ένα μικρό τραπεζάκι, καθάρισε στα κρυφά τα μάγουλά της με μια άκρη της ποδιάς της κι άρχισε να κάνει νευρικές κινήσεις με τις μπλε γυάλινες κούπες και την ταιριαστή τσαγιέρα. Η Νυνάβε ανασήκωσε τα φρύδια της. Κι αυτή η γυναίκα διέθετε την ικανότητα της διαβίβασης, αν κι όχι σε μεγάλο βαθμό. Γιατί έκανε, άραγε, την υπηρέτρια;

Η Γκαρένια έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της κι αναπήδησε. «Τι έκανε η Ντέρις, ώστε να της επιβληθεί τιμωρία; Νόμιζα πως θα άρχιζαν να τραγουδούν τα ψάρια τη μέρα που θα αψηφούσε κάποιον κανόνα, πόσω μάλλον αν τον καταπατούσε κιόλας».

Η Μπέρογουιν ρουθούνισε ηχηρά, αλλά η απάντησή της ήταν ελάχιστα ακουστή. «Ήθελε να παντρευτεί. Θα άλλαζε θέσεις με την Κεράιλε μια μέρα μετά τη Γιορτή της Ημισελήνου. Έτσι, θα ησύχαζε κι ο Άρχοντας Ντέναλ».

«Μήπως εσείς οι δύο έχετε όρεξη να τσαπίσετε τους αγρούς αντί για την Άλις;» ακούστηκε η ξερή φωνή της Ρεάνε, κι ο τόνος των φωνών τους χαμήλωσε ξανά.

Η Νυνάβε αισθάνθηκε να πλημμυρίζει από αγαλλίαση. Δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα για κανόνες, τουλάχιστον για κανόνες άλλων ανθρώπων· οι άλλοι σπανίως έβλεπαν τα πράγματα τόσο ξεκάθαρα όσο η ίδια και, κατά συνέπεια, έφτιαχναν χαζούς κανόνες. Για ποιον λόγο, για παράδειγμα, να μην παντρευόταν αυτή η Ντέρις, αν το επιθυμούσε τόσο; Όμως, οι κανονισμοί κι οι κυρώσεις είναι ενδεικτικοί μιας κοινωνίας. Όντως, είχε δίκιο. Και κάτι άλλο. Σκούντησε με τον αγκώνα της την Ηλαίην, μέχρι που η άλλη γυναίκα έσκυψε το κεφάλι προς το μέρος της.

«Η Μπέρογουιν φοράει μια κόκκινη ζώνη», ψιθύρισε. Αυτό υπεδείκνυε μια Σοφή, μια από τις πολυθρύλητες Θεραπεύτριες των Εμπουνταρινών, η φροντίδα των οποίων ήταν πασίγνωστη και δεν απείχε πολύ από τη Θεραπεία των Άες Σεντάι. Υποτίθεται ότι μπορούσαν να γιατρέψουν σχεδόν οποιαδήποτε πάθηση. Ίσως όλα να γίνονταν με βάση τα βότανα και τη γνώση, αλλά... «Πόσες Σοφές έχουμε δει μέχρι τώρα, Ηλαίην; Και πόσες από αυτές μπορούν να διαβιβάσουν; Πόσες ήταν Εμπουνταρινές ή ακόμα κι Αλταρανές;»

«Εφτά, μαζί με την Μπέρογουιν», ήρθε η αργή απάντηση, «κι είμαι σίγουρη πως μόνο μία καταγόταν από εδώ». Χα! Πράγμα που σήμαινε πως οι υπόλοιπες ήταν ξένες. Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα, αν κι η φωνή της εξακολουθούσε να είναι μαλακή. «Καμία, πάντως, δεν διαθέτει τη δύναμη αυτών των γυναικών». Τουλάχιστον, δεν άφηνε να εννοηθεί πως είχαν κάνει λάθος. Όλες αυτές οι Σοφές διέθεταν την ικανότητα. «Νυνάβε, μήπως θες να πεις πως οι Σοφές... όλες οι Σοφές ... είναι...; Αυτό παραείναι απίθανο».

«Ηλαίην, η πόλη αυτή διαθέτει συντεχνία ακόμη και για τους άντρες που σκουπίζουν τις πλατείες κάθε βράδυ! Μου φαίνεται πως μόλις ανακαλύψαμε την Αρχαία βρωμοΑδελφότητα των Σοφών».

Η πεισματάρα γυναίκα κούνησε το κεφάλι της. «Ο Πύργος θα είχε εκατό αδελφές εδώ πριν από πολλά χρόνια, Νυνάβε. Πιθανόν και διακόσιες. Αν υπήρχε κάτι σαν αυτό που περιγράφεις, θα το είχαν συντρίψει με συνοπτικές διαδικασίες».

«Ίσως ο Πύργος να μην έχει πάρει χαμπάρι τίποτα», είπε η Νυνάβε. «Ίσως η συντεχνία να μη δίνει δικαιώματα, έτσι ώστε ο Πύργος να νομίζει πως δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί μαζί τους. Δεν υπάρχει νόμος που να απαγορεύει να διαβιβάζεις αν δεν είσαι Άες Σεντάι. Απαγορεύεται μόνο να ισχυρίζεσαι πως είσαι Άες Σεντάι, να κάνεις κακή χρήση της Δύναμης ή να δυσφημείς». Αυτό σήμαινε το να έκανες οτιδήποτε μπορούσε να σπιλώσει τις πραγματικές Άες Σεντάι, αν μπορούσε κάποιος να πειστεί πως είσαι μία από αυτές. Κατά τη γνώμη της, το θέμα άγγιζε τα όρια της υπερβολής. Το πρόβλημα, όμως, ήταν ότι στην πραγματικότητα ούτε η ίδια πίστευε κάτι τέτοιο. Ο Πύργος έμοιαζε να γνωρίζει καθετί, και το πιθανότερο ήταν πως θα διέλυε οποιονδήποτε εσωτερικό κύκλο, αν οι γυναίκες του μπορούσαν να διαβιβάσουν. Ωστόσο, κάποια εξήγηση έπρεπε να υπάρχει για...

Υποσυνείδητα σχεδόν, αισθάνθηκε κάποιον να αγκαλιάζει την Αληθινή Πηγή, και ξαφνικά το αντιλήφθηκε πλήρως. Το στόμα της άνοιξε, καθώς μια ροή Αέρα παγίδεψε την πλεξούδα της στη βάση του κρανίου της και τη μετακίνησε στο δωμάτιο στις μύτες των ποδιών της. Η Ηλαίην έτρεξε δίπλα της, αναψοκοκκινισμένη από οργή. Το χειρότερο ήταν πως κι οι δυο τους είχαν θωρακιστεί.

Η σύντομη πορεία τους πήρε τέλος, μόλις βρέθηκαν μπροστά στην Κυρά Κόρλυ και στις άλλες δύο. Οι τρεις ήταν καθισμένες σε πορφυρά καθίσματα που ακουμπούσαν στον τοίχο και περικυκλωμένες από τη λάμψη του σαϊντάρ.

«Σας είπα να κάνετε ησυχία», είπε η Ρεάνε αυστηρά. «Αν αποφασίσουμε να σας βοηθήσουμε, θα πρέπει να ξέρετε πως θα απαιτήσουμε απαρέγκλιτη υπακοή που δεν θα διαφέρει και πολύ από αυτήν του Λευκού Πύργου». Χρωμάτισε αυτές τις τελευταίες λέξεις με έναν ευλαβικό τόνο. «Θα σας φερόμασταν πιο ευγενικά, αν δεν είχατε έρθει εδώ κατ' αυτόν τον περίεργο τρόπο». Η ροή που είχε αρπάξει την πλεξούδα της Νυνάβε χάθηκε, κι η Ηλαίην τίναξε το κεφάλι της θυμωμένα καθώς ελευθερωνόταν.

Η έκπληξη κι ο τρόμος μεταβλήθηκαν σε έξαλλη οργή μόλις η Νυνάβε αντιλήφθηκε πως η Μπέρογουιν διατηρούσε ακόμα τη θωράκιση της. Οι περισσότερες Άες Σεντάι που είχε συναντήσει ήταν ανώτερες από την Μπέρογουιν, όλες σχεδόν. Προσπάθησε να αυτοσυγκεντρωθεί και προσπάθησε να φτάσει στην Πηγή, περιμένοντας να διαλυθούν οι υφάνσεις. Αν μη τι άλλο, θα έδειχνε σε ετούτες εδώ τις γυναίκες πως δεν... Οι υφάνσεις... απλώθηκαν. Η στρουμπουλή Καιρχινή χαμογέλασε και το πρόσωπο της Νυνάβε σκοτείνιασε. Η θωράκιση εκτεινόταν ολοένα και περισσότερο και διογκώθηκε σαν μπάλα. Δεν θα έσπαγε. Ήταν αδύνατον. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να την εμποδίσει να φτάσει στην Πηγή, αν την έπιανε εξ απήνης βέβαια· ακόμα κι ένας αδύναμος θα μπορούσε να συγκρατήσει τη θωράκιση από την ύφανσή της κιόλας, αλλά όχι ένας τόσο αδύναμος. Μια θωράκιση δεν λυγίζει τόσο πολύ χωρίς να σπάσει. Είναι αδύνατον!

«Θα σου σπάσει καμιά αρτηρία, αν συνεχίσεις έτσι», είπε η Μπέρογουιν, σχεδόν φιλικά. «Δεν πασχίζουμε να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας, αλλά η ικανότητα αμβλύνεται με τον χρόνο κι εγώ ανέκαθεν είχα το Ταλέντο. Θα μπορούσα να συγκρατήσω ακόμα κι έναν Αποδιωγμένο».

Η Νυνάβε σκυθρώπιασε και τα παράτησε. Έπρεπε να περιμένει, μια και δεν θα της παρουσιάζονταν άλλες ευκαιρίες.

Η Ντέρις έφερε τον δίσκο κι άρχισε να μοιράζει τις κούπες με το μαύρο τσάι στις τρεις καθισμένες γυναίκες. Δεν έριξε ούτε ματιά στη Νυνάβε και την Ηλαίην, παρά μόνο έκανε μια άψογη υπόκλιση κι επέστρεψε στο τραπέζι της.

«Θα μπορούσαμε να πίνουμε τσάι από βατόμουρα, Νυνάβε», είπε η Ηλαίην, ρίχνοντάς της ένα βλέμμα που την έκανε να οπισθοχωρήσει. Ίσως ήταν καλύτερα να μην περιμένει τόσο πολύ.

«Ησυχία, κορίτσι μου». Ο τόνος της φωνής της Κυράς Κόρλυ έμοιαζε ήρεμος, αλλά δεν έπαψε να πασπατεύει θυμωμένα το πρόσωπό της με το μαντίλι της. «Η αναφορά για εσάς τις δύο λέει πως είστε αυθάδεις κι εριστικές, ότι τρέχετε πίσω από τους άντρες κι ότι λέτε ψέματα. Επιπροσθέτως, αδυνατείτε να ακολουθήσετε απλές οδηγίες. Αν, λοιπόν, επιθυμείτε τη βοήθεια μας, όλα αυτά πρέπει να αλλάξουν. Όλα. Είναι αντικανονικά. Να λέτε κι ευχαριστώ που σας απευθύνουμε τον λόγο».

«Όντως επιθυμούμε τη βοήθειά σας», είπε η Νυνάβε. Μακάρι να έπαυε η Ηλαίην να την αγριοκοιτάζει. Η ματιά της ήταν χειρότερη από το σκληρό βλέμμα της Κόρλυ ή, εν πάση περιπτώσει, εξίσου δυσάρεστη. «Ψάχνουμε απεγνωσμένα να βρούμε ένα τερ'ανγκριάλ...»

Η Ρεάνε Κόρλυ παρενέβη, λες και τόση ώρα καθόταν εκεί σιωπηλή. «Συνήθως, γνωρίζουμε εκ των προτέρων τις κοπέλες που έρχονται σε εμάς, αλλά πρέπει να βεβαιωθούμε πως είστε αυτές που ισχυρίζεστε. Πόσες και ποιες πόρτες μπορεί να χρησιμοποιήσει μια μαθητευόμενη για να φθάσει στη Βιβλιοθήκη του Πύργου;» Ρούφηξε μια γουλιά τσάι και περίμενε.

«Δύο». Η λέξη έσταζε δηλητήριο καθώς βγήκε από το στόμα της Ηλαίην. «Τις κυρίως πόρτες ανατολικά, όταν εκτελεί το παράγγελμα κάποιας αδελφής, ή τη μικρή πόρτα στη νοτιοδυτική γωνία, που αποκαλείται η Πόρτα της Μαθητευόμενης, όταν πηγαίνει μόνη της. Πόση ώρα ακόμα, Νυνάβε;»

Η Γκαρένια, που συγκρατούσε τη θωράκιση της Νυνάβε, διοχέτευσε άλλη μια ελαφριά ροή Αέρα, όχι και τόσο διακριτικά. Η Ηλαίην τρεμούλιασε μια δυο φορές κι η Νυνάβε μόρφασε, απορημένη που δεν συγκρατούσε τη φούστα της. «Η ευγένεια στην έκφραση είναι ένα ακόμα απαιτούμενο προσόν», μουρμούρισε η Γκαρένια, κοιτώντας κάπως στραβά την κούπα της.

«Αυτή είναι η σωστή απάντηση», είπε η Κυρά Κόρλυ, λες και δεν είχε συμβεί τίποτα, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά πάνω από το τσάι της προς τη γυναίκα από τη Σαλδαία. «Τώρα, πόσες γέφυρες υπάρχουν στον Κήπο του Νερού;»

«Τρεις», πετάχτηκε απότομα η Νυνάβε, απλώς επειδή το ήξερε. Για τη βιβλιοθήκη δεν γνώριζε τίποτα, αφού δεν είχε υπάρξει ποτέ μαθητευόμενη. «Πρέπει να μάθουμε...» Η Μπέρογουιν δεν το είχε σε τίποτα να διοχετεύσει μια ροή Αέρα, αλά για την Κυρά Κόρλυ δεν ήταν το ίδιο. Ζορίζοντας τον εαυτό της να δείχνει ήρεμη, η Νυνάβε έσφιξε με τα χέρια τη φούστα της, προκειμένου να τα κρατήσει ακίνητα. Η Ηλαίην είχε την αναίδεια να της χαρίσει ένα παγωμένο μειδίαμα. Παγωμένο αλλά γεμάτο ικανοποίηση.

Τις βομβάρδισαν με δεκάδες ερωτήσεις ακόμα, από τους ορόφους για τα διαμερίσματα των μαθητευομένων -δώδεκα — μέχρι υπό ποιες συνθήκες επιτρέπεται σε μια μαθητευόμενη να εισέλθει στην Αίθουσα του Πύργου -για να μεταφέρει μηνύματα ή για να εξοριστεί από τον Πύργο για κάποιο έγκλημα. Ο βομβαρδισμός συνεχίστηκε κι η Νυνάβε δεν είπε περισσότερες από δύο λέξεις. Κι αυτές οι δύο απαντήθηκαν σιωπηλά από αυτήν την τρομερή γυναίκα, την Κόρλυ. Άρχισε να αισθάνεται σαν μαθητευόμενη στον Πύργο. Δεν τους επέτρεπαν ούτε καν μεταξύ τους να μιλούν. Γνώριζε ελάχιστες από τις απαντήσεις, αλλά, ευτυχώς, η Ηλαίην αποκρινόταν σωστά όποτε η ίδια αδυνατούσε. Οι επιδόσεις της θα ήταν κάπως καλύτερες, αν τη ρωτούσαν σχετικά με τις Αποδεχθείσες, αλλά αυτά που τις ενδιέφεραν αφορούσαν στις γνώσεις μιας μαθητευόμενης. Το ευχάριστο ήταν πως η Ηλαίην ανταποκρινόταν, αν και, κρίνοντας από τα ωχρά της μάγουλα και το ανασηκωμένο της πηγούνι, δεν ήταν διατεθειμένη να συνεχίσει για πολύ ακόμα.

«Υποθέτω πως η Νυνάβε ήταν πράγματι εκεί», είπε τελικά η Ρεάνε, ανταλλάσσοντας ματιές με τις άλλες δύο. «Αν η Ηλαίην τής μάθαινε πώς να περνάει, νομίζω πως θα τα πήγαινε καλύτερα. Μερικοί άνθρωποι ζουν μέσα σε μια αέναη ομίχλη». Η Γκαρένια ρουθούνισε κι ένευσε αργά. Το γνέψιμο της Μπέρογουιν ήταν αρκετά άμεσο, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στη Νυνάβε.

«Σας παρακαλώ», τους είπε ευγενικά. Μπορούσε κάλλιστα να είναι ευγενική όταν υπήρχε λόγος, ό,τι κι αν έλεγε ο καθένας. «Αλήθεια σας λέμε, αναζητούμε ένα τερ'ανγκριάλ που οι θαλασσινοί αποκαλούν Κύπελλο των Ανέμων. Βρίσκεται σε μια σκονισμένη παλιά αποθήκη στο Ράχαντ και πιστεύω πως η συντεχνία σας, ο Κύκλος σας, πρέπει να γνωρίζει το μέρος. Βοηθήστε μας, σας παρακαλώ». Απέναντί της είχε τρία πρόσωπα που, ξαφνικά, είχαν γίνει πέτρινα.

«Δεν υπάρχει συντεχνία», είπε ψυχρά η Κυρά Κόρλυ, «παρά μόνο μερικές φίλες που δεν είχαν θέση στον Λευκό Πύργο...» Να τος πάλι αυτός ο ευλαβικός τόνος. «...και που είναι αρκετά ανόητες ώστε να απλώνουν περιστασιακά ένα χέρι βοηθείας. Δεν έχουμε κάποιο φορτίο που να περιέχει τερ'ανγκριάλ ή ανγκριάλ ή σα'ανγκριάλ. Δεν είμαστε Άες Σεντάι». Οι λέξεις «Άες Σεντάι» ειπώθηκαν επίσης με σεβασμό. «Όπως και να έχει, δεν βρίσκεστε εδώ για να κάνετε ερωτήσεις. Σας περιμένουν κι άλλα, για να δούμε μέχρι πού έχετε φτάσει. Έπειτα θα μεταφερθείτε στην επαρχία, όπου θα σας αναλάβει μια φίλη. Θα σας κρατήσει μέχρι να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με εσάς και μέχρι να βεβαιωθούμε πως δεν σας ψάχνουν οι αδελφές. Μια νέα ζωή σάς περιμένει, γεμάτη καινούργιες ευκαιρίες, αν έχετε την ικανότητα να τις διακρίνετε. Ό,τι κι αν σας κρατούσε στον Πύργο, δεν ισχύει εδώ, είτε έλλειψη δεξιότητας είτε φόβος ή οτιδήποτε άλλο. Κανείς δεν πρόκειται να σας πιέσει να μάθετε ή να κάνετε κάτι που δεν μπορείτε. Αυτό που είστε αρκεί. Προς το παρόν».

«Αρκετά», είπε η Ηλαίην με ψυχρή φωνή. «Το παράκανες, Νυνάβε. Ή μήπως σκοπεύεις να κάτσεις στην επαρχία, ποιος ξέρει για πόσον καιρό; Δεν το έχουν, Νυνάβε». Έβγαλε το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό από το σακίδιο της ζώνης της και τοποθέτησε τον χρυσό κρίκο στο δάχτυλο της. Από τον τρόπο που κοιτούσε τις καθιστές γυναίκες, κανείς δεν θα πίστευε πως ήταν θωρακισμένη. Έμοιαζε με την προσωποποίηση της υπομονής. Μια Άες Σεντάι από την κορυφή μέχρι τα νύχια. «Είμαι η Ηλαίην Τράκαντ, Υψηλή Έδρα του Οίκου Τράκαντ, Κόρη-Διάδοχος του Άντορ και Άες Σεντάι του Πράσινου Άτζα. Απαιτώ να με ελευθερώσετε αμέσως». Η Νυνάβε γόγγυξε.

Η Γκαρένια έκανε μια γκριμάτσα αποστροφής και τα μάτια της Μπέρογουιν άνοιξαν διάπλατα από τρόμο. Η Ρεάνε Κόρλυ κούνησε το κεφάλι της αξιοθρήνητα αλλά, όταν μίλησε, η φωνή της ακουγόταν ατσάλινη. «Ήλπιζα πως η Σετάλε σού είχε αλλάξει γνώμη για το συγκεκριμένο ψέμα. Ξέρω πόσο σκληρό είναι να ξεκινάς γεμάτη υπερηφάνεια για τον Λευκό Πύργο κι έπειτα να συναντάς καταπρόσωπο την αποτυχία και την αποπομπή. Αλλά αυτό είναι κάτι που δεν λέμε ούτε για αστείο!»

«Δεν αστειεύομαι», είπε ανάλαφρα η Ηλαίην. Η ψυχρότητα είχε χάσει λίγη από την ένταση της.

Η Γκαρένια έγειρε λίγο μπροστά, στραβοκοιτάζοντάς την, και μια ροή Αέρα είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζεται, αλλά η Κυρά Κόρλυ ανασήκωσε το χέρι της. «Κι εσύ, Νυνάβε; Επιμένεις σε αυτή την... τρέλα;»

Η Νυνάβε γέμισε τα πνευμόνια της αέρα. Ετούτες εδώ οι γυναίκες σίγουρα ήξεραν πού ήταν το Κύπελλο. Έπρεπε να ξέρουν!

«Νυνάβε!» είπε οξύθυμα η Ηλαίην. Δεν θα την άφηνε να το ξεχάσει αυτό, ακόμα κι αν χρειαζόταν να σκηνοθετήσουν μια απόδραση. Δεν σταματούσε να σου υπενθυμίζει κάθε γκάφα που έκανες, με έναν τρόπο που ένιωθες τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια σου.

«Είμαι μια Άες Σεντάι του Κίτρινου Άτζα», είπε βαριεστημένα η Νυνάβε. «Η αληθινή Έδρα της Άμερλιν, η Εγκουέν αλ'Βέρ, μας ανέδειξε στο Σαλιντάρ μέχρι να φανούμε άξιες για το επώμιο. Δεν είναι μεγαλύτερη από την Ηλαίην. Θα πρέπει να την έχετε ακουστά». Ούτε ίχνος αλλαγής δεν φάνηκε σε αυτά τα πέτρινα πρόσωπα. «Μας έστειλε να βρούμε το Κύπελλο των Ανέμων. Χρησιμοποιώντας το, μπορούμε να διορθώσουμε τον καιρό». Τα τρία πρόσωπα εξακολουθούσαν να είναι ανέκφραστα. Η Νυνάβε κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να συγκρατήσει την οργή της. Ωστόσο, δεν τα κατάφερε εντελώς. «Κι εσείς θα πρέπει να το θέλετε! Κοιτάξτε γύρω σας! Ο Σκοτεινός στραγγαλίζει τον κόσμο ολόκληρο! Αν έχετε έστω και την παραμικρή υποψία πού μπορεί να βρίσκεται το Κύπελλο, πείτε το!»

Η Κυρά Κόρλυ έκανε νόημα στην Ντέρις, η οποία πλησίασε και πήρε τις κούπες. Τα μάτια της είχαν γουρλώσει κι έριχνε φοβισμένα βλέμματα προς το μέρος της Νυνάβε και της Ηλαίην. Όταν απομακρύνθηκε βιαστικά, βγαίνοντας από το δωμάτιο, οι τρεις γυναίκες σηκώθηκαν αργά και στάθηκαν σαν βλοσυροί ειρηνοδίκες, έτοιμοι να αναγγείλουν την καταδικαστική τους απόφαση.

«Λυπάμαι που δεν θα δεχτείτε τη βοήθειά μας», είπε παγερά η Κυρά Κόρλυ. «Λυπάμαι για όλη αυτήν την αναστάτωση». Άπλωσε το χέρι στο πουγκί της κι ακούμπησε στο χέρι της Νυνάβε τρία ασημένια νομίσματα, κι άλλα τρία στης Ηλαίην. «Αυτά θα σας βοηθήσουν για λίγο καιρό. Νομίζω πως, αν πουλήσετε τα ρούχα σας, κάτι θα βγάλετε, ίσως και τα έξοδα σας. Το ντύσιμό σας δεν είναι κατάλληλο για ταξίδι. Μέχρι αύριο την αυγή θα έχετε φύγει από το Έμπου Νταρ».

«Δεν πάμε πουθενά», απάντησε η Νυνάβε. «Σας παρακαλώ, αν ξέρατε μόνο...» Είτε μιλούσε είτε όχι, ήταν το ίδιο· δεν κατάφερνε να ανακόψει την ταχύτητα με την οποία μιλούσε η άλλη γυναίκα.

«Αν όχι, θα φροντίσουμε να κυκλοφορήσει μια πλήρης περιγραφή σας, η οποία θα φθάσει μέχρι τις αδελφές στο Παλάτι Τάρασιν. Αν δεν έχετε φύγει μέχρι την αυγή, θα φροντίσουμε να το πληροφορηθούν οι αδελφές αλλά κι οι Λευκομανδίτες. Οι επιλογές σας τότε θα είναι να το βάλετε στα πόδια, να παραδοθείτε στις αδελφές ή να πεθάνετε. Αν, πάλι, φύγετε ανεπιστρεπτί, θα ζήσετε πολλά χρόνια, με την προϋπόθεση ότι θα εγκαταλείψετε αυτό το απεχθές κι επικίνδυνο τέχνασμα. Τελειώσαμε. Μπέρογουιν, ανάλαβε τις κοπέλες, σε παρακαλώ». Η γυναίκα κινήθηκε ανάλαφρα ανάμεσά τους και βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να ρίξει ματιά πίσω της.

Κατσουφιασμένη, η Νυνάβε αφέθηκε να την οδηγήσουν στην μπροστινή πόρτα. Αν έκανε καβγά, δεν θα πετύχαινε τίποτα παρά να την διώξουν κλωτσηδόν, αλλά δεν ήθελε να το βάλει κάτω. Μα το Φως, δεν θα τα παρατούσε! Η Ηλαίην βάδιζε μπροστά, κι η ψυχρή αποφασιστικότητα της να φύγει και να τελειώσουν όλα ήταν έκδηλη επάνω της.

Στον μικρό διάδρομο που οδηγούσε στην είσοδο, η Νυνάβε αποφάσισε να δοκιμάσει ακόμα μια φορά. «Σας παρακαλώ, Γκαρένια και Μπέρογουιν, αν έχετε κάποια ένδειξη, κάποια υπόνοια, πείτε τό μας. Δεν μπορεί να μη βλέπετε πόσο σημαντικό είναι. Πρέπει να μας μιλήσετε!»

«Οι πιο τυφλοί είναι αυτοί που κρατούν τα μάτια τους κλειστά», μνημόνευσε η Ηλαίην, όχι και τόσο μέσα από τα δόντια της.

Η Μπέρογουιν δίστασε κάπως, αλλά η Γκαρένια όχι. Πλησίασε το πρόσωπό της κοντά στης Νυνάβε. «Πιστεύεις πως είμαστε ανόητες, κορίτσι μου; Μόνο αυτό θα σου πω. Αν ήταν στο χέρι μου, θα σας τσουβαλιάζαμε στο αγρόκτημα κι ας λέγατε ό,τι θέλατε. Ύστερα από λίγους μήνες περιποίησης εκ μέρους της Άλις, θα μαθαίνατε να προσέχετε τα λόγια σας και να ευγνωμονείτε τη βοήθεια που τώρα φτύνετε». Η Νυνάβε σκέφτηκε να της δώσει μια γροθιά στη μύτη. Δεν χρειαζόταν το σαϊντάρ για να χρησιμοποιήσει τα χέρια της.

«Γκαρένια», είπε κοφτά η Μπέρογουιν. «Ζήτησε συγγνώμη! Δεν κρατούμε καμία ενάντια στη θέλησή της, και το ξέρεις πολύ καλά. Ζήτησε αμέσως συγγνώμη!»

Και τότε, άκουσον-άκουσον, η γυναίκα που θα μπορούσε να βρίσκεται πολύ ψηλά, αν ήταν Άες Σεντάι, λοξοκοίταξε τη σαφώς κατώτερή της κι αναψοκοκκίνισε. «Σου ζητώ να με συγχωρέσεις», μουρμούρισε η Γκαρένια στη Νυνάβε. «Μερικές φορές παρασύρομαι και λέω πράγματα απρεπή. Σου ζητώ ταπεινά συγγνώμη». Αλλη μία λοξή ματιά προς το μέρος της Μπέρογουιν, η οποία ένευσε ικανοποιημένη κι ανάσανε ανακουφισμένη.

Ενώ η Νυνάβε εξακολουθούσε να έχει το στόμα της ορθάνοικτο από την έκπληξη, οι θωρακίσεις εξαφανίστηκαν, και, μαζί με την Ηλαίην, βρέθηκε στον δρόμο. Η πόρτα έκλεισε ερμητικά πίσω τους.

Загрузка...