21 Βραδιά Σγουόβαν

Η νύχτα έπεφτε αργά πάνω από το Έμπου Νταρ κι η λάμψη των λευκών κτηρίων αντιστεκόταν στο σκοτάδι. Μικρές ομάδες και παρέες γλεντοκόπων της Βραδιάς Σγουόβαν, με μικρά κλαδάκια από αειθαλή φυτά περασμένα στα μαλλιά τους, χόρευαν στους δρόμους κάτω από μια λαμπερή σελήνη τριών τετάρτων. Μερικοί, κρατώντας κι έναν φανό καθώς χοροπηδούσαν υπό τους ήχους του φλάουτου, του τύμπανου και του κέρατος που ξεχύνονταν από τα πανδοχεία κι από τα αρχοντικά, πήγαιναν χορεύοντας από τη μια γιορτή στην άλλη. Οι δρόμοι, ωστόσο, ήταν άδειοι στο μεγαλύτερο μέρος τους. Ένα σκυλί γαύγισε από μακριά κι ένα άλλο αποκρίθηκε εξαγριωμένο, μέχρι που άφησε ένα θρηνητικό ουρλιαχτό κι έμεινε σιωπηλό.

Ισορροπώντας στις μύτες των ποδιών του, ο Ματ άκουγε, με τη ματιά του να εξερευνά τις σκιές του φεγγαριού. Μόνο μια γάτα κινήθηκε, γλιστρώντας απαρατήρητη κατά μήκος του δρόμου. Ο κοφτός ήχος γυμνών ποδιών που τρέχουν έσβησε. Προερχόταν από δύο άντρες· ο πρώτος μάλλον τρίκλιζε κι ο άλλος αιμορραγούσε. Καθώς ο Ματ έσκυψε, το πόδι του χτύπησε πάνω σε ένα ρόπαλο μεγάλο όσο το μπράτσο του, πάνω στο λιθόστρωτο. Βαριά μπρούντζινα καρφιά έλαμπαν στο σεληνόφως. Θα μπορούσαν κάλλιστα να του έχουν ανοίξει το κρανίο. Κουνώντας το κεφάλι του, σκούπισε το μαχαίρι στο κουρελιασμένο πανωφόρι του τύπου που ήταν πεσμένος στα πόδια του. Μάτια διάπλατα ανοικτά, χωμένα σε μια βρώμικη ρυτιδωμένη φάτσα, ατένιζαν τον νυχτερινό ουρανό. Κρίνοντας από το παρουσιαστικό και τη μυρωδιά του, θα πρέπει να ήταν κάποιος ζητιάνος. Ο Ματ δεν είχε ακούσει ποτέ να επιτίθενται οι ζητιάνοι στον κόσμο, αλλά ίσως οι καιροί να ήταν δυσκολότεροι απ' όσο νόμιζε. Ένας μεγάλος σάκος από γιούτα κειτόταν δίπλα σε ένα απλωμένο χέρι. Οι τύποι σίγουρα αισιοδοξούσαν πως θα έβρισκαν κάμποσα πράγματα στις τσέπες του. Ο σάκος ήταν τόσο μεγάλος, ώστε θα μπορούσε να τον καλύψει από την κορυφή μέχρι τα νύχια.

Βορεινά, πάνω από την πόλη, το φως ξεχύθηκε ξαφνικά στον ουρανό με έναν υπόκωφο θόρυβο, καθώς λαμπερές λωρίδες πράσινου χρώματος άρχισαν να διαστέλλονται μέχρι που σχημάτισαν κάτι σαν μπάλα· έπειτα ακούστηκε άλλη μια έκρηξη, με έναν καταιγισμό κόκκινων αστραποβολημάτων να διαπερνούν τις πρώτες λωρίδες· ύστερα μπλε λάμψεις· μετά κίτρινες. Ήταν τα νυχτολούλουδα των Φωτοδοτών, όχι τόσο θεαματικά όσο σε έναν ασέληνο συννεφιασμένο ουρανό, αλλά αρκετά ώστε να τον αφήσουν άφωνο. Θα μπορούσε να παρακολουθεί τα βεγγαλικά μέχρι να πέσει κάτω από την πείνα. Ο Ναλέσεν κάτι είχε πει για έναν Φωτοδότη -μα το Φως, το ίδιο πρωί δεν είχε συμβεί αυτό;- αλλά δεν ακολούθησαν περισσότερα νυχτολούλουδα. Όταν οι Φωτοδότες έκαναν τον ουρανό να ανθίζει, όπως έλεγαν, «φύτευαν» περισσότερα από τέσσερα λουλούδια. Ήταν προφανές πως κάποιος παραλής είχε αγοράσει μερικά για τη Βραδιά Σγουόβαν. Μακάρι να ήξερε ποιος ήταν. Ένας Φωτοδότης που πουλούσε νυχτολούλουδα ίσως πουλούσε κι άλλα πράγματα.

Γλιστρώντας το μαχαίρι πίσω, μέσα στο μανίκι του, πήρε το καπέλο του από το λιθόστρωτο κι απομακρύνθηκε βιαστικά. Η ηχώ από τις μπότες του ήταν κενή, όπως κι ο δρόμος. Από τα περισσότερα σφραγισμένα παράθυρα δεν έβγαινε ούτε αχτίδα φωτός. Πιθανότατα, δεν θα μπορούσε να βρεθεί καταλληλότερο μέρος για φόνο σε όλη την πόλη. Η συμπλοκή με τους δύο ζητιάνους δεν είχε διαρκέσει πάνω από δύο λεπτά και κανείς δεν είχε δει τίποτα. Στην πόλη αυτή, θα μπορούσες να πέσεις πάνω σε τρεις, ίσως και τέσσερις, καβγάδες την ημέρα, αν δεν ήσουν προσεκτικός, αλλά το να συναντήσεις δύο συμμορίες ληστών σε μια μέρα έμοιαζε εξίσου απίθανο με το να αρνηθεί η Αστική Φρουρά να δωροδοκηθεί. Τι είχε απογίνει η τύχη του; Ας σταματούσαν, επιτέλους, αυτά τα καταραμένα ζάρια να στριφογυρίζουν μέσα στο κεφάλι του. Ούτε έτρεχε, ούτε χασομερούσε. Το ένα του χέρι ήταν ακουμπισμένο στη λαβή, κάτω από το πανωφόρι του, κι είχε τον νου του μήπως κι αντιληφθεί κάποια κίνηση ανάμεσα στις σκιές. Ωστόσο, δεν είδε τίποτα κέρα από μερικές παρέες που γλεντοκοπούσαν στον δρόμο.

Στην κοινόχρηστη αίθουσα της Περιπλανώμενης Γυναίκας τα τραπέζια είχαν μαζευτεί, εκτός από μερικά που ακουμπούσαν στους τοίχους. Οι φλαουτίστες κι οι τυμπανιστές έπαιζαν κάποιο είδος στριγκής μουσικής για τέσσερις σειρές από παρέες που είχαν σκάσει στα γέλια και χόρευαν κάτι μεταξύ κανονικού χορού και ζίγκας. Τους παρακολούθησε για λίγο και τους μιμήθηκε. Ξενομερίτες έμποροι με φίνα μάλλινα ρούχα χοροπηδούσαν παρέα με τους ντόπιους, οι οποίοι φορούσαν χρυσοκέντητα μεταξωτά γιλέκα ή είχαν εκείνα τα άχρηστα πανωφόρια ριγμένα στους ώμους τους. Ξεχώρισε δύο από τους εμπόρους εξαιτίας του τρόπου που κινούνταν. Ο ένας ήταν λεπτοκαμωμένος ενώ ο άλλος όχι, όμως αμφότεροι είχαν την ίδια επιδεξιότητα. Αρκετές από τις ντόπιες γυναίκες ήταν ντυμένες στην τρίχα. Τα βαθιά ντεκολτέ τονίζονταν από μια μικρή δαντέλα ή από υπερβολικά κεντήματα, αλλά κανένα δεν ήταν από μετάξι. Όχι πως θα τον πείραζε να χορέψει με μια γυναίκα που θα φορούσε μεταξωτά -ποτέ του δεν αρνήθηκε χορό σε γυναίκα οποιασδήποτε ηλικίας ή θέσης— αλλά οι πλούσιες βρίσκονταν απόψε στα παλάτια ή στα σπίτια των εύπορων εμπόρων και των τοκογλύφων. Αυτοί που ήταν μαζεμένοι πλάι στους τοίχους, παίρνοντας μιαν ανάσα πριν ξεκινήσουν τον επόμενο χορό, είχαν πέσει με τα μούτρα στις κούπες τους ή άρπαζαν καινούργιες από τους δίσκους που κουβαλούσαν οι βιαστικές σερβιτόρες. Η Κυρά Ανάν θα πουλούσε μέσα σε μια νύχτα περισσότερο κρασί απ' ό,τι σε μια συνηθισμένη βδομάδα. Όπως και μπύρα. Για τον ντόπιο πληθυσμό μάλλον δεν είχε καμιά διαφορά.

Κάνοντας ακόμα ένα χορευτικό βήμα, έπιασε την Κάιρα από το χέρι, καθώς εκείνη έτρεχε βιαστικά κουβαλώντας έναν δίσκο, υψώνοντας τη φωνή του για να ακουστεί πάνω από τη μουσική. Της έκανε μερικές ερωτήσεις και τελείωσε με μια παραγγελία για το βραδινό του φαγητό, επίχρυσο ψάρι, ένα αψύ πιάτο ειδικά μαγειρεμένο από την Κυρά Ανάν. Ένας άντρας χρειαζόταν δυνάμεις για να συνεχίσει τον χορό.

Η Κάιρα έστειλε ένα λάγνο χαμόγελο προς έναν τύπο με κίτρινο γιλέκο που άρπαξε μια κούπα από τον δίσκο της αφήνοντας ένα νόμισμα, αλλά, για πρώτη φορά, φάνηκε αδιάφορη απέναντι στον Ματ. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά σούφρωσε τα χείλη της, κάνοντάς τα μια σχισμή, διόλου μικρό κατόρθωμα. «Δεν είμαι το μικρό σου κουνελάκι;» Με ένα εντυπωσιακό ρουθούνισμα συνέχισε ανυπόμονα. «Το αγόρι είναι κουκουλωμένο στο κρεβάτι του, εκεί που έπρεπε να είναι, και δεν έχω την παραμικρή ιδέα πού βρίσκονται ο Άρχοντας Ναλέσεν ή ο Χάρναν ή ο Άρχοντας Βάνιν ή οποιοσδήποτε άλλος. Η Μαγείρισσα λέει πως δεν θα φτιάξει τίποτε άλλο εκτός από σούπα και ψωμί για όσους κοντεύουν να πνιγούν μέσα στο κρασί. Πάντως, δεν μπορώ να καταλάβω για ποιον λόγο ο Άρχοντάς μου επιθυμεί επίχρυσο ψάρι, όταν στο δωμάτιό του τον περιμένει μια επίχρυση γυναίκα. Να με συμπαθάς τώρα, αλλά πρέπει να βγάλουμε και τον επιούσιο». Απομακρύνθηκε βιαστικά, προσφέροντας τον δίσκο της στους θαμώνες και χαμογελώντας πλατιά μόλις έβλεπε άντρα.

Ο Ματ την κοίταξε συνοφρυωμένος. Μια επίχρυση γυναίκα; Στο δωμάτιό του; Το κασόνι με το χρυσάφι βρισκόταν μέσα σε μια μικρή κοιλότητα, κάτω από το δάπεδο της κουζίνας, μπροστά σε κάποιον από τους φούρνους, αλλά τα ζάρια μέσα στο κεφάλι του άρχισαν ξαφνικά να ηχούν σαν κεραυνός.

Οι ήχοι του ξεφαντώματος έγιναν κάπως πιο αχνοί καθώς άρχισε με αργό βήμα να ανεβαίνει τις σκάλες. Μόλις έφθασε μπροστά από την πόρτα του σταμάτησε, ακούγοντας τον ήχο των ζαριών μέσα στο κεφάλι του. Μέσα σε μία μέρα είχαν επιχειρήσει να τον ληστέψουν δύο φορές. Δύο φορές θα μπορούσε να είχε γίνει το κρανίο του θρύψαλα. Ήταν σίγουρος πως αυτή η Σκοτεινόφιλη δεν τον είχε προσέξει, άσε που δύσκολα θα την αποκαλούσε κανείς επίχρυση, αλλά... Ψαχούλεψε τη λαβή κάτω από το πανωφόρι του και την επόμενη στιγμή απομάκρυνε το χέρι του, καθώς η εικόνα μιας γυναίκας άστραψε στο μυαλό του, μιας ψηλής γυναίκας που σωριαζόταν στο έδαφος, με τη λαβή ενός μαχαιριού να εξέχει ανάμεσα στα στήθη της. Του δικού του μαχαιριού. Φαίνεται πως η τύχη ήταν με το μέρος του. Αναστενάζοντας, άνοιξε την πόρτα.

Η Κυνηγός, που η Ηλαίην είχε μετατρέψει σε Πρόμαχό της, στράφηκε ζυγιάζοντας το άχορδο τόξο του από τους Δύο Ποταμούς. Η χρυσαφιά της πλεξούδα ήταν ριγμένη πάνω από τους ώμους της. Τα γαλανά της μάτια καρφώθηκαν σταθερά επάνω του, ενώ το πρόσωπό της ακτινοβολούσε αποφασιστικότητα. Ήταν έτοιμη να τον χτυπήσει με το τόξο, αν δεν έπαιρνε αυτό που ήθελε.

«Αν αυτό αφορά στον Όλβερ», άρχισε να λέει ο Ματ, αλλά ξαφνικά μια ανάμνηση ελίχθηκε στους λαβύρινθους της μνήμης του, μια ομίχλη που αραίωσε, αποκαλύπτοντας μια συγκεκριμένη μέρα, μια συγκεκριμένη ώρα της ζωής του.

Δεν υπήρχε καμία ελπίδα με τους Σωντσάν στη Δύση και με τους Λευκομανδίτες στην Ανατολή. Καμία ελπίδα και μόνο μία ευκαιρία. Ανασήκωσε το στριφτό Κέρας και φύσηξε, χωρίς να έχει ιδέα τι να περιμένει. Ο ήχος είχε τη χρυσή χροιά του Κέρατος κι ήταν τόσο γλυκός, που δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει. Η ηχώ του έκανε τον ουρανό και τη γη να τραγουδούν. Κι ενώ αυτή η ανόθευτη νότα έμεινε μετέωρη στον αέρα, μια ομίχλη από το πουθενά άρχισε να πέφτει, λεπτές τούφες αρχικά που σύντομα πύκνωσαν, φούσκωσαν κι άρχισαν να ανεβαίνουν ψηλότερα μέχρι που κάλυψαν τα πάντα, σαν συννεφιά που σκεπάζει τη γη. Αες και κατηφόριζαν βουνοπλαγιά, οι νεκροί ήρωες των μύθων άρχισαν να κατηφορίζουν από τα σύννεφα, υπακούοντας στο κάλεσμα του Κέρατος του Βαλίρ. Τους οδηγούσε ο ίδιος ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος, ψηλός και με γαμψή μύτη, και πίσω του ακολουθούσαν οι υπόλοιποι, λίγο περισσότεροι από εκατό. Τόσο λίγοι, αλλά μόνο τόσους μπορούσε να υφάνει ο Τροχός ξανά και ξανά, για να οδηγήσει το Σχήμα και να δημιουργήσει τους θρύλους και τους μύθους. Να ο Μίκελ με την Αγνή Καρδιά κι ο Σίβαν ο Κυνηγός πίσω από τη μαύρη του μάσκα. Λέγεται πως ήταν ο κήρυκας του τέλους των Εποχών, της καταστροφής όσων υπήρξαν και της γέννησης όσων πρόκειται να υπάρξουν, αυτός κι η αδελφή του η Κάλιαν, που αποκαλείται και η Αιρέτιδα, η οποία ίππευε πλάι του φορώντας την κόκκινη μάσκα. Η Αμαρέσου, με το Ξίφος του Ήλιου να λάμπει στα χέρια της, κι ο Πήντριγκ, ο μελίρρυτος ειρηνευτής, και πιο πέρα, κουβαλώντας το ασημένιο τόξο με το οποίο δεν αστοχούσε ποτέ...

Ο Ματ έκλεισε απότομα την πόρτα, προσπαθώντας να ακουμπήσει επάνω της. Αισθανόταν ζαλισμένος και σαστισμένος. «Ώστε εσύ είσαι εκείνη. Η Μπιργκίτε. Που να γίνουν στάχτη τα κόκαλά μου, πώς είναι δυνατόν; Πώς; Πώς;»

Η γυναίκα των θρύλων άφησε έναν αναστεναγμό παραίτησης κι ακούμπησε το τόξο του στη γωνία, πλάι στη λόγχη του. «Με αποτράβηξαν άκαιρα, Κρούστη του Κέρατος. Η Μογκέντιεν με παραπέταξε, αφήνοντάς με να πεθάνω και σώθηκα μόνο από τη δέσμευση της Ηλαίην». Μιλούσε αργά, κοιτώντας τον εξεταστικά, λες κι ήθελε να βεβαιωθεί πως την καταλάβαινε. «Φοβήθηκα πως ίσως θυμόσουν ποια ήμουν κάποτε».

Εξακολουθώντας να αισθάνεται σαν να τον είχαν χτυπήσει ανάμεσα στα μάτια, ο Ματ αφέθηκε να πέσει μορφάζοντας στο μπράτσο του καθίσματος, δίπλα στο τραπέζι του. Μάλιστα, ποια ήταν κάποτε... Με τις γροθιές να ακουμπούν στους γοφούς της, στάθηκε από πάνω του προκλητικά, χωρίς να διαφέρει διόλου από την Μπιργκίτε που είχε δει να ξεπηδά από τον ουρανό. Ακόμα και τα ρούχα ήταν ίδια, μολονότι αυτό το κοντό πανωφόρι ήταν κόκκινο και τα φαρδιά παντελόνια κίτρινα. «Η Ηλαίην με τη Νυνάβε το γνώριζαν, αλλά δεν μου είπαν τίποτα, έτσι δεν είναι; Κουράστηκα με όλη αυτή τη μυστικοπάθεια, Μπιργκίτε, και τα μυστικά φαίνεται ότι είναι τόσο πολλά όσοι κι οι αρουραίοι σε μια σιταποθήκη. Έγιναν, στην ψυχή και στο σώμα, Άες Σεντάι. Ακόμα κι η Νυνάβε μοιάζει σαν ξένη τώρα πια».

«Είσαι κι εσύ, όμως, κάπως κρυψίνους». Σταυρώνοντας τα χέρια της κάτω από τα στήθη της, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του. Από τον τρόπο που τον κοίταζε θα σκεφτόταν κανείς πως αποτελούσε κάτι αξιοπερίεργο. «Δεν τους είπες, για παράδειγμα, ότι έκρουσες το Κέρας του Βαλίρ. Κι αυτό νομίζω πως είναι το μικρότερο από τα μυστικά σου».

Ο Ματ βλεφάρισε. Υπέθεσε πως της το είχαν πει αυτές. Σε τελική ανάλυση, επρόκειτο για την Μπιργκίτε. «Τι είδους μυστικά έχω; Αυτές οι γυναίκες ξέρουν τα πάντα για μένα, μέχρι και τα όνειρά μου». Δεν ξεχνούσε πως είχε την Μπιργκίτε απέναντί του. Έγειρε μπροστά. «Κάνε τις να λογικευτούν. Είσαι η Μπιργκίτε με το Ασημένιο Τόξο. Μπορείς να τις αναγκάσεις να σε υπακούσουν. Αυτή η πόλη κρύβει παγίδες σε κάθε στροφή και φοβάμαι πως μέρα με τη μέρα αυξάνονται οι πιθανότητες να πάθουν κακό. Ανάγκασέ τες να φύγουν πριν είναι αργά».

Η γυναίκα γέλασε. Κάλυψε με το χέρι το στόμα της και γέλασε! «Δεν τα ξέρεις καλά, Κρούστη του Κέρατος. Δεν τις εξουσιάζω. Είμαι η Πρόμαχος της Ηλαίην. Εγώ είμαι αυτή που υπακούω». Το χαμόγελό της έγινε αξιολύπητο. «Η Μπιργκίτε με το Ασημένιο Τόξο. Μα την πίστη μου στο Φως, δεν είμαι καν σίγουρη πως εξακολουθώ να είμαι εκείνη η γυναίκα. Πολλά απ' όσα ήμουν και γνώριζα ξεθώριασαν σαν την ομίχλη κά-τω από τον καλοκαιρινό ήλιο από την παράξενη αναγέννησή μου και μετά. Δεν είμαι ηρωίδα πια, απλώς μια κοινή γυναίκα που πορεύεται στη μοίρα της. Όσον αφορά στα μυστικά σου... Τι γλώσσα μιλάμε, Κρούστη του Κέρατος;»

Ο Ματ άνοιξε το στόμα του να μιλήσει... αλλά δεν συνέχισε μόλις συνειδητοποίησε τι τον είχε ρωτήσει. Νοσάνε ίρο γκαβάνε ντομορακόζι, Ντιούνεν' ντ' μα’ πουρβένε; Μιλάμε ποια γλώσσα, Κρούστη του Κέρατος; Αισθάνθηκε τις τρίχες του σβέρκου του να ορθώνονται. «Το παλιό αίμα», είπε προσεκτικά, όχι στην Παλιά Γλώσσα. «Μια Άες Σεντάι μού είπε κάποτε πως το παλιό αίμα τρέχει θερμό στο... Γιατί γελάς τώρα, που να πάρει;»

«Με σένα, Ματ», κατάφερε να πει η γυναίκα χωρίς να διπλωθεί από τα γέλια. Αν μη τι άλλο, δεν μιλούσε πια την Παλιά Γλώσσα. Σκούπισε ένα δάκρυ από την άκρη του ματιού της. «Μερικοί λένε λίγες λέξεις, μια ή δυο φράσεις ίσως, εξαιτίας του παλιού αίματος. Συνήθως δεν καταλαβαίνουν τι λένε. Εσύ, όμως... Από τη μια μιλάς σαν Υψηλός Πρίγκιπας του Έχαρον κι από την άλλη σαν τον Πρώτο Άρχοντα της Μανέθερεν, με τέλεια προφορά και διάλεκτο. Όχι, μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται να προδώσω το μυστικό σου». Δίστασε για λίγο. «Ούτε κι εσύ το δικό μου φαντάζομαι, ε;»

Ο Ματ κούνησε αδιάφορα το χέρι του, πολύ αναστατωμένος για να προσβληθεί. «Σου μοιάζω κουτσομπόλης;» μουρμούρισε. Η Μπιργκίτε! Αυτοπροσώπως! «Και τι δεν θα έδινα για ένα ποτό». Πριν ακόμα ξεστομίσει αυτά τα λόγια, ήξερε ήδη ότι έκανε λάθος. Οι γυναίκες δεν...

«Καλή ιδέα», είπε η Μπιργκίτε. «Κι εγώ θα ήθελα μια κανάτα κρασί. Μα το αίμα και τις στάχτες, όταν σε είδα να με αναγνωρίζεις, κόντεψα να καταπιώ τη γλώσσα μου».

Ο Ματ τινάχτηκε απότομα όρθιος, κοιτώντας ευθεία μπροστά.

Η γυναίκα συνάντησε το βλέμμα του με ένα χαρούμενο σπίθισμα των ματιών της κι ένα πλατύ μειδίαμα. «Η οχλαγωγία στην αίθουσα είναι αρκετή κι έτσι μπορούμε να μιλήσουμε χωρίς να μας ακούσουν. Επιπλέον, δεν θα είχα αντίρρηση να αράξω και λίγο, χαζεύοντας τον κόσμο. Η Ηλαίην αρχίζει το κήρυγμα σαν Τοβανός σύμβουλος, άμα τύχει και κοιτάξω κάποιον άντρα για περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο».

Ο Ματ ένευσε δίχως δεύτερη σκέψη. Οι μνήμες διαφόρων αντρών τού έλεγαν πως οι Τοβανοί είναι δύσκαμπτοι κι επικριτικοί άνθρωποι, εγκρατείς μέχρι το έπακρο. Ή, τουλάχιστον, ήταν πριν από χίλια χρόνια και βάλε. Δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να γελάσει ή να ουρλιάξει. Από τη μια μεριά, είχε την ευκαιρία να μιλήσει με την Μπιργκίτε - την Μπιργκίτε! Ήταν αμφίβολο αν θα ξεπερνούσε ποτέ αυτό το σοκ, από την άλλη, όμως, πίστευε ότι δεν θα μπορούσε να ακούσει ούτε καν τη μουσική εκεί κάτω από τον θόρυβο των ζαριών που κροτάλιζαν μέσα στο κρανίο του. Πάντως, αυτή η γυναίκα έπρεπε να είναι το κλειδί. Ένας άντρας στα λογικά του θα το έσκαγε από το παράθυρο σε χρόνο μηδέν. «Μια, δυο κανάτες δεν θα ήταν άσχημες», της είπε.


Μια ψυχρή αύρα από τη μεριά του κόλπου έφερνε μαζί της μια υποψία δροσιάς, παραδόξως, αλλά η νύχτα φάνταζε καταθλιπτική για τη Νυνάβε. Οι ήχοι από τη μουσική και τα φευγαλέα γελάκια παρασέρνονταν μέχρι το παλάτι, ενώ υπήρχαν κι άλλοι, πιο αμυδροί, από το εσωτερικό του. Η Τάυλιν την είχε προσκαλέσει στον χορό, μαζί με την Ηλαίην και την Αβιέντα, αλλά όλες τους είχαν αρνηθεί ευγενικά λίγο πολύ. Η Αβιέντα τής είχε πει πως επιθυμούσε να χορέψει μόνο ένα είδος χορού με τους υδρόβιους, κι η Τάυλιν τρεμόπαιξε τα μάτια της χωρίς να καταλαβαίνει. Η Νυνάβε, από την άλλη, θα ήθελε να πάει -μόνο ένας χαζός δεν θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία να χορέψει- αλλά ήξερε πως, αν το έκανε, θα κατέληγε να κάνει ό,τι και τώρα, να κάθεται δηλαδή μοναχή της και γεμάτη ανησυχία, προσπαθώντας να μην τρώει τα νύχια της από την ανασφάλεια.

Έτσι, λοιπόν, κλείστηκαν όλοι στα δώματά τους, με τον Θομ και τον Τζούιλιν να μοιάζουν με θηρία στο κλουβί, ενώ όλος ο κόσμος στο Έμπου Νταρ γλεντούσε και διασκέδαζε. Γιατί καθυστερούσε η Μπιργκίτε; Πόση ώρα θα μπορούσε να της πάρει να πει σε έναν άντρα ότι έπρεπε να παρουσιαστεί την επόμενη μέρα πρωί-πρωί; Μα το Φως, όλη αυτή η προσπάθεια ήταν τελικά άχρηστη κι η ώρα ήταν αρκετά περασμένη. Πολύ περασμένη. Μακάρι να μπορούσε να κοιμηθεί για να πάψουν να την ενοχλούν οι φοβερές μνήμες από το πρωινό ταξίδι με τη βάρκα. Το χειρότερο απ' όλα ήταν ότι η αίσθηση που είχε για τον καιρό τής έλεγε πως σύντομα θα ξεσπούσε θύελλα, πως ο άνεμος θα αλυχτούσε έξω κι η βροχή θα έπεφτε τόσο καταρρακτώδης και πυκνή, ώστε κανείς δεν θα μπορούσε να δει στα δέκα βήματα. Της πήρε κάμποση ώρα μέχρι να καταλάβει σχετικά με την εποχή που Άκουγε τον Άνεμο κι έμοιαζε να ακούει ψευτιές. Τουλάχιστον, νόμιζε ότι καταλάβαινε. Τώρα, όμως, ένα άλλο είδος καταιγίδας επρόκειτο να ξεσπάσει, ούτε με ανέμους ούτε με βροχές. Δεν είχε καμιά απόδειξη, αλλά να την έπαιρνε και να τη σήκωνε, αν ο Ματ Κώθον δεν είχε αναμειχθεί με κάποιο τρόπο. Ήθελε να κοιμηθεί επί έναν μήνα, επί έναν χρόνο, να ξεχάσει όσα της προκαλούσαν ανησυχία, μέχρι να την ξυπνούσε ο Λαν με ένα φιλί, όπως ο Βασιλιάς Ήλιος την Τάλια. Πράγμα γελοίο, βέβαια, μια κι επρόκειτο για έναν απλό μύθο και, μάλιστα, ακατάλληλο για την περίσταση. Όπως και να είχε, όμως, δεν σκόπευε να γίνει το σκυλάκι κανενός άντρα, ούτε καν του Λαν. Με κάποιον τρόπο, πάντως, θα τον έβρισκε και θα τον δέσμευε. Θα... Μα το Φως! Αν δεν πίστευε πως θα γινόταν δημόσιο θέαμα, θα έτρεχε να τον βρει ακόμα και ξυπόλητη!

Οι ώρες περνούσαν κι η Νυνάβε διάβαζε και ξαναδιάβαζε το σύντομο γράμμα που είχε αφήσει ο Ματ στην Τάυλιν. Η Αβιέντα καθόταν σιωπηλά πλάι στο κάθισμα με την ψηλή ράχη, ως συνήθως σταυροπόδι πάνω στις ωχρές πράσινες πλάκες του δαπέδου, έχοντας ανοικτό πάνω στα γόνατά της ένα διακοσμημένο κι επίχρυσο δερμάτινο αντίτυπο του Τα Ταξίδια τον Τζάιν τον Πεζοπόρου. Δεν έδειχνε να διακατέχεται από ανησυχία, ωστόσο η γυναίκα αυτή δεν θα έδινε σημασία ούτε αν κάποιος πετούσε πάνω της μια οχιά. Από τότε που είχε επιστρέψει στο παλάτι, φορούσε το περίτεχνο ασημένιο περιδέραιο μέρα νύχτα σχεδόν. Μόνο στο ταξίδι με τη βάρκα δεν το είχε φορέσει. Είπε ότι δεν ήθελε να ρισκάρει να το χάσει. Η Νυνάβε αναρωτήθηκε, αν και κάπως αδιάφορα, για ποιον λόγο δεν φορούσε πια το φιλντισένιο βραχιόλι. Κάτι είχε πάρει το αυτί της ότι δεν το φορούσε μέχρις ότου η Ηλαίην θα έβρισκε ένα παρόμοιο, αλλά δεν έβγαλε νόημα. Όχι, όμως, ότι είχε και πολλή σημασία. Αυτό που προείχε ήταν το γράμμα στα γόνατά της.

Οι στηριγμένοι στους ορθοστάτες φανοί του σαλονιού διευκόλυναν πολύ το διάβασμα, μολονότι τα ορνιθοσκαλίσματα από το αγορίστικο χέρι του Ματ δημιουργούσαν προβλήματα στην ανάγνωση. Ήταν, όμως, το περιεχόμενο αυτό που έκανε τη Νυνάβε να αισθάνεται το στομάχι της κόμπο.

Εδώ δεν υπάρχει τίποτα εκτός από ζέστη και μύγες, κι από δαύτα μπορούμε να βρούμε άφθονα στο Κάεμλυν.

«Είσαι σίγουρη πως δεν του ανέφερες τίποτα;» ρώτησε απαιτητικά.

Στην άλλη άκρη του δωματίου, ο Τζούιλιν την κοίταξε ξαφνιασμένος, με το ένα του χέρι ακουμπισμένο πάνω στον πέτρινο πίνακα και με μια έκφραση εξωφρενικής αθωότητας χαραγμένη στο πρόσωπό του. «Πόσες φορές πρέπει να το πω;» Η εξωφρενική αθωότητα ήταν κάτι που πάντα πετύχαινε στους άντρες, ειδικά όταν ήταν ένοχοι για κάτι, σαν αλεπούδες σε κοτέτσι. Το ενδιαφέρον ήταν ότι το σκάλισμα στην περιφέρεια του πίνακα απεικόνιζε αλεπούδες.

Ο Θομ, καθισμένος διαγώνια στο διακοσμημένο με λαζουρίτη τραπέζι, απέναντι από τον ληστοκυνηγό, και ντυμένος με το καλοραμμένο μάλλινο πανωφόρι σε καφεκίτρινο χρώμα, έμοιαζε τόσο με αοιδό, όσο και με τον άντρα που ήταν κάποτε ο εραστής της Βασίλισσας Μοργκέις. Ροζιασμένος κι ασπρομάλλης, με μακριά μουστάκια και πυκνά φρύδια, ήταν από την κορυφή μέχρι τα νύχια η προσωποποίηση της μάταιης υπομονής. «Δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, Νυνάβε», είπε ξερά, «δεδομένου ότι, μέχρι απόψε, δεν μας είχες πει σχεδόν τίποτα. Έπρεπε να είχες στείλει τον Τζούιλιν κι εμένα».

Η Νυνάβε ρουθούνισε δυνατά. Λες και τούτοι εδώ δεν έχωναν τη μύτη τους παντού από τότε που κατέφθασαν, λες και δεν ανασκάλευαν τα ζητήματα τα δικά της και της Ηλαίην αναφορικά με τον ετσιθελισμό του Ματ. Οι τρεις τους, όπως κι όλοι οι άντρες, ήταν ειδικοί στο κουτσομπολιό. Βέβαια, όπως παραδεχόταν κι η ίδια, αν και κάπως απρόθυμα, δεν είχαν σκεφτεί ποτέ ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κι άντρες. «Θα μπορούσατε να είχατε βγει μαζί του και να γλεντοκοπούσατε», μουρμούρισε. «Μη μου πείτε πως είναι αδύνατον». Εκεί θα πρέπει να ήταν ο Ματ, αφήνοντας την Μπιργκίτε να ξεκουράζεται στο πανδοχείο. Αυτός ο άνθρωπος θα έβρισκε κάποιο τρόπο να στρεβλώσει ολόκληρο το σχέδιο.

«Και λοιπόν;» Γέρνοντας δίπλα από ένα ψηλό αψιδωτό παράθυρο κι ατενίζοντας τη νυχτιά μέσα από το ασπροβαμμένο, σιδερένιο μπαλκόνι, η Ηλαίην γέλασε νευρικά. Χτυπούσε ρυθμικά το ένα της πόδι, κι ήταν να αναρωτιέται κανείς πώς μπορούσε να ξεχωρίσει έναν συγκεκριμένο ρυθμό από όλους αυτούς που πλανούνταν στο σκοτάδι. «Άλλωστε, η νύχτα προσφέρεται για... ξεφάντωμα».

Η Νυνάβε κοίταξε την πλάτη της συνοφρυωμένη. Η Ηλαίην συμπεριφερόταν παράξενα όλη τη νύχτα. Αν δεν ήταν ενήμερη για κάποια πράγματα, θα μπορούσε κάλλιστα να υποψιαστεί πως η γυναίκα το είχε σκάσει στα κρυφά για να πιει κάμποσες γουλιές κρασί. Ακόμα, όμως, κι αν η Ηλαίην δεν βρισκόταν υπό τη συνεχή επιτήρησή της, κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον. Είχαν κι οι δύο άσχημες εμπειρίες από την υπέρμετρη κατανάλωση κρασιού, κι έτσι περιορίζονταν μονάχα σε ένα ποτήρι τη φορά.

«Αυτός που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι ο Τζάιτσιμ Καρίντιν», είπε η Αβιέντα, κλείνοντας το βιβλίο κι αφήνοντάς το πλάι της. Δεν έδωσε καμιά σημασία στο πόσο αλλόκοτη φαινόταν, έτσι όπως καθόταν στο πάτωμα με το γαλάζιο μεταξωτό φόρεμά της. «Μεταξύ μας, οι Σκιοδρομείς σκοτώνονται επί τόπου και καμιά φυλή, σέπτα, κοινωνία ή πρωταδελφή δεν τολμά να διαμαρτυρηθεί. Αν ο Τζάιτσιμ Καρίντιν είναι Σκιοδρομέας, για ποιον λόγο δεν τον σκοτώνει η Τάυλιν Μίτσομπαρ; Για ποιον λόγο δεν το κάνουμε εμείς;»

«Τα πράγματα είναι κάπως πιο περίπλοκα εδώ», της απάντησε η Νυνάβε, αν και τα ίδια είχε αναρωτηθεί κι εκείνη. Όχι, βέβαια, για ποιον λόγο δεν είχαν δολοφονήσει τον Καρίντιν, αλλά γιατί του επέτρεπαν να πηγαινόρχεται όποτε θέλει. Τον είχε δει στο παλάτι την ίδια μέρα που της είχε παραδοθεί το γράμμα του Ματ και που είχε μιλήσει στην Τάυλιν σχετικά με το περιεχόμενό του. Ο άντρας είχε κουβεντιάσει με την Τάυλιν για περισσότερο από μία ώρα κι αναχώρησε το ίδιο τιμητικά, όπως είχε έρθει. Σκόπευε να το συζητήσει με την Ηλαίην, αλλά τους απασχολούσε περισσότερο τι γνώριζε ο Ματ και πώς το έμαθε. Αυτός ο άνθρωπος θα τους προξενούσε φασαρίες, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Ασχέτως του τι νόμιζε ο καθένας, το σχέδιο δεν θα πήγαινε καλά. Κακοκαιρία στον ορίζοντα.

Ο Θομ καθάρισε τον λαιμό του. «Η Τάυλιν είναι αδύναμη βασίλισσα κι ο Καρίντιν πρεσβεύει μια δύναμη». Τοποθέτησε μια πέτρα, έχοντας τη ματιά του προσηλωμένη στον πίνακα. Έμοιαζε να σκέφτεται φωναχτά. «Εξ ορισμού, ένας Λευκομανδίτης Εξεταστής δεν μπορεί να είναι Σκοτεινόφιλος. Τουλάχιστον, αυτός είναι ο ορισμός στο Οχυρό του Φωτός. Αν η Βασίλισσα τον συλλάβει ή του απαγγείλει κατηγορίες, θα βρει μια ολόκληρη λεγεώνα Λευκομανδιτών μέσα στο Έμπου Νταρ προτού καλά-καλά το καταλάβει. Μπορεί να μην την καθαιρέσουν από τον θρόνο, αλλά, από κει και πέρα, δεν θα είναι παρά ένα πιόνι κινούμενο από τον Θόλο της Αλήθειας. Παραδίνεσαι, Τζούιλιν;» Ο ληστοκυνηγός τού έριξε ένα άγριο βλέμμα κι άρχισε να μελετά μετά μανίας τον πίνακα.

«Δεν την είχα για δειλή», είπε η Αβιέντα αηδιασμένα, κι ο Θομ τής χάρισε ένα εύθυμο χαμόγελο.

«Ποτέ δεν έχεις έρθει αντιμέτωπη με κάτι που δεν μπορούσες να νικήσεις, παιδί μου», της είπε μαλακά, «κάτι τόσο ισχυρό, ώστε η μόνη σου επιλογή να είναι να το βάλεις στα πόδια ή να σε καταβροχθίσει. Μέχρι να συμβεί κάτι τέτοιο, μην κρίνεις την Τάυλιν». Για κάποιον λόγο, η Αβιέντα αναψοκοκκίνισε. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, έκρυβε τα συναισθήματά της πίσω από ένα πέτρινο προσωπείο.

«Ξέρω», ακούστηκε ξαφνικά η Ηλαίην. «Θα βρούμε αποδείξεις που θα τις δεχτεί ακόμα κι ο Πέντρον Νάιαλ». Μπήκε ξανά στο δωμάτιο πηδώντας ανάλαφρα, χορεύοντας σχεδόν. «Θα τον ακολουθήσουμε μεταμφιεσμένες».

Ξαφνικά, δεν ήταν πια η Ηλαίην που έστεκε εκεί μέσα στην πράσινη εσθήτα των Εμπουνταρινών, αλλά μια Ντομανή με ένα λεπτό και γαλάζιο κολλητό φόρεμα. Η Νυνάβε πήδησε όρθια χωρίς να το θέλει, με το στόμα σφραγισμένο από οργή. Δεν ήταν ανάγκη να ξαφνιαστεί τόσο από αυτή την Ψευδαίσθηση, επειδή δεν μπορούσε να δει τις υφάνσεις. Έριξε μια ματιά στον Θομ και τον Τζούιλιν. Ακόμα κι ο Θομ είχε μείνει με το στόμα ανοικτό. Ασυναίσθητα, άδραξε γερά την πλεξούδα της. Η Ηλαίην ήταν έτοιμη να αποκαλύψει τα πάντα! Τι είχε πάθει;

Η Ψευδαίσθηση ήταν εντονότερη όσο πιο κοντά στεκόσουν στην προηγούμενη οπτική εντύπωση, όσον αφορά στο σχήμα και στο μέγεθος τουλάχιστον. Έτσι, μέρος του Εμπουνταρινού φορέματος ξεπεταγόταν μέσα από την Ντομανή ενδυμασία, καθώς η Ηλαίην στριφογύρισε για να κοιταχτεί σε έναν από τους δύο μεγάλους καθρέφτες του δωματίου. Γέλασε, χτυπώντας παλαμάκια. «Ούτε που πρόκειται να με αναγνωρίσει. Ούτε κι εσένα, κονταδελφή». Ξαφνικά, μια Ταραμπονέζα βρέθηκε να κάθεται δίπλα στο κάθισμα της Νυνάβε. Είχε καστανά μάτια και ξανθωπές πλεξούδες, δεμένες με κόκκινες χάντρες στην απόχρωση του άνετου και ταιριαστού φορέματος της από πτυχωτό μετάξι. Κοίταξε την Ηλαίην ερωτηματικά. Το χέρι της Νυνάβε σφίχτηκε πάνω στην πλεξούδα της. «Δεν μπορούμε να σε ξεχάσουμε», συνέχισε να μουρμουρίζει η Ηλαίην. «Γνωρίζω όσα πρέπει».

Αυτή τη φορά, η Νυνάβε πρόσεξε τη λάμψη που περιτριγύριζε την Ηλαίην. Ήταν έξαλλη. Μπορεί να έβλεπε τις ροές να υφαίνονται γύρω της, αλλά αδυνατούσε να δει την εικόνα που σχημάτιζε η Ηλαίην. Έπρεπε να κοιτάξει σε έναν από τους καθρέφτες για να καταλάβει. Μια Θαλασσινή την κοίταζε εμβρόντητη, με μια ντουζίνα σκουλαρίκια από πολύτιμους λίθους στα αυτιά της κι ακόμα περισσότερα χρυσά μενταγιόν να κρέμονται από μια αλυσίδα περασμένη στον κρίκο της μύτης της. Εκτός από τα κοσμήματα, φορούσε φαρδιά παντελόνια από χρυσοποίκιλτο πράσινο μετάξι και τίποτε άλλο, όπως συνήθιζαν οι γυναίκες των Άθα'αν Μιέρε όταν δεν βρίσκονταν κοντά σε στεριά. Ήταν απλώς μια Ψευδαίσθηση. Κάτω από την ύφανση παρέμενε ντυμένη ευπρεπώς. Όμως... Δίπλα στην αντανάκλασή της παρατήρησε την αντανάκλαση του Θομ και του Τζούιλιν που μειδιούσαν ειρωνικά.

Μια πνιχτή κραυγή βγήκε από τον λαιμό της. «Κλείστε τα μάτια σας!» φώναξε στους άντρες, κι άρχισε να χοροπηδάει τριγύρω, κουνώντας τα χέρια της και κάνοντας τα πάντα για να καλύψει το διάφανο φόρεμά της. «Κλείστε τα, που να σας πάρει!» Κι αυτοί τα έκλεισαν. Εξαγριωμένη κι αγανακτισμένη, έπαψε να χοροπηδάει. Το μειδίαμα είχε χαθεί από τα χείλη των δύο αντρών. Η Αβιέντα, ωστόσο, άρχισε να γελάει, γέρνοντας μπρος πίσω.

Η Νυνάβε τίναξε τη φούστα της -στον καθρέφτη, η θαλασσινή έμοιαζε να τραβάει τα παντελόνια της- και κάρφωσε τη ματιά της στην Ηλαίην. «Σταμάτα, Ηλαίην!» Η Ντομανή την κοίταξε με το στόμα ανοικτό και μάτια γουρλωμένα, γεμάτα δυσπιστία. Μόνο τότε συνειδητοποίησε η Νυνάβε πόσο θυμωμένη ήταν. Η Αληθινή Πηγή τής ένευε στην άκρη του οπτικού της πεδίου. Αγκάλιασε το σαϊντάρ, φτιάχνοντας μια ασπίδα ανάμεσα στην Ηλαίην και στην Πηγή. Ή, μάλλον, αυτό προσπάθησε να κάνει. Το να προστατεύσεις κάποιον ο οποίος χαλιναγωγούσε τη Δύναμη δεν ήταν εύκολο, ακόμα κι αν ήσουν πιο ισχυρός. Κάποτε, όταν ήταν μικρούλα, είχε χτυπήσει το σφυρί του Αφέντη Λούχαν πάνω στο αμόνι του όσο πιο δυνατά μπορούσε, και το τρεμούλιασμα μεταδόθηκε σε όλο της το κορμί. Τώρα, ένιωθε το ίδιο αλλά σε διπλάσια ένταση. «Στο όνομα του Φωτός, Ηλαίην, μεθυσμένη είσαι;»

Η λάμψη γύρω από την Ντομανή έσβησε, όπως κι η ίδια η γυναίκα. Η Νυνάβε ήξερε πως η ύφανση είχε εξαφανιστεί από γύρω της, αλλά αυτή εξακολουθούσε να κοιτάζει τον καθρέφτη, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ανακούφισης μόλις είδε τη Νυνάβε αλ'Μεάρα με το γαλάζιο φόρεμα με τις κίτρινες ραβδώσεις.

«Όχι», είπε αργά η Ηλαίην. Το αναψοκοκκίνισμα έκαιγε τα μάγουλά της, αλλά δεν είχε να κάνει σχεδόν καθόλου με αμηχανία. Ανασήκωσε το πηγούνι της κι είπε με ψυχρή φωνή. «Δεν είμαι».

Η πόρτα που οδηγούσε στον διάδρομο άνοιξε απότομα κι η Μπιργκίτε μπήκε μέσα τρικλίζοντας και με ένα πλατύ χαμόγελο. Τέλος πάντων, δεν τρίκλιζε ακριβώς, αλλά σίγουρα ήταν κάπως ασταθής. «Δεν περίμενα να με περιμένετε όλες ξύπνιες», είπε ζωηρά. «Εν πάση περιπτώσει, μάλλον θα σας ενδιαφέρουν όσα έχω να πω. Πρώτα, όμως...» Με το σταθερό βήμα κάποιου που έχει πιει πολύ, μπήκε βιαστικά στο δωμάτιό της.

Ο Θομ κοιτούσε την πόρτα της με ένα μπερδεμένο χαμόγελο, ενώ ο Τζούιλιν με ένα αντίστοιχο χαμόγελο δυσπιστίας. Η αλήθεια ήταν πως ήξεραν ποια είναι. Το βλέμμα της Ηλαίην ήταν μάλλον άγριο. Από την κρεβατοκάμαρα της Μπιργκίτε ακούστηκε ένας ήχος σαν πλατσούρισμα, λες και κάποιος ακούμπησε μια κανάτα στο πάτωμα. Η Νυνάβε με την Αβιέντα αντάλλαξαν ματιές γεμάτες απορία.

Η Μπιργκίτε ξανάκανε την εμφάνισή της, με το πρόσωπο και τα μαλλιά της να στάζουν, ενώ το πανωφόρι της ήταν μουσκεμένο από την κορυφή μέχρι τα νύχια. «Τώρα έχω πιο καθαρό μυαλό», είπε και, βγάζοντας έναν αναστεναγμό, κάθισε αναπαυτικά σε ένα από τα καθίσματα με τα στρογγυλά ροδάκια. «Εκείνος ο νεαρός έχει κούφιο πόδι και μια τρύπα στην πατούσα του. Ξεπέρασε ακόμα και τον Μπέσλαν στο πιοτό κι είχα αρχίσει να πιστεύω πως το κρασί είναι νεράκι γι’ αυτόν».

«Τον Μπέσλαν;» είπε η Νυνάβε, υψώνοντας τη φωνή της. «Τον γιο της Τάυλιν; Τι κάνει αυτός εκεί;»

«Γιατί το επέτρεψες αυτό, Μπιργκίτε;» αναφώνησε η Ηλαίην. «Ο Ματ Κώθον είναι ικανός να διαφθείρει αυτό το αγόρι, κι ύστερα η μάνα του θα κατηγορεί εμάς».

«Αυτό το αγόρι έχει την ίδια ηλικία με σένα», πετάχτηκε ο Θομ με έκδηλη την κακοκεφιά στον τόνο της φωνής του.

Η Νυνάβε κι η Ηλαίην αντάλλαξαν αμήχανες ματιές. Τι ήθελε να πει; Ο καθένας ήξερε πως ένας άντρας δεν ωρίμαζε, με τη δική τους έννοια τουλάχιστον, παρά δέκα χρόνια αργότερα από τη γυναίκα.

Η αμηχανία χάθηκε από το πρόσωπο της Ηλαίην κι αντικαταστάθηκε από αποφασιστικότητα και θυμό, καθώς κάρφωσε τη ματιά της ξανά στην Μπιργκίτε. Ήταν σίγουρο πως θα αντάλλασσαν λόγια για τα οποία θα μετάνιωναν κι οι δυο τους την επόμενη μέρα.

«Θα είχατε την καλοσύνη να μας αφήσετε για λίγο εσύ κι ο Τζούιλιν, Θομ;» είπε η Νυνάβε βιαστικά. Ήταν εξαιρετικά απίθανο να είχαν καταλάβει οι δύο άντρες τον λόγο από μόνοι τους. «Καλύτερα να ξεκουραστείτε για να είστε φρέσκοι αύριο το πρωί». Αυτοί απέμειναν ακίνητοι σαν μαρμαρωμένοι, κοιτώντας την με το στόμα ανοικτό σαν ηλίθιοι, κι η Νυνάβε αναγκάστηκε να τους μιλήσει σε πιο αυστηρό τόνο. «Τώρα, αν γίνεται».

«Αυτό το παιχνίδι είχε τελειώσει είκοσι πετριές πριν», είπε ο Θομ κοιτώντας τον πίνακα. «Μας λες, δηλαδή, να πάμε στα δωμάτιά μας και να αρχίσουμε καινούργιο; Θα προπορεύομαι δέκα πετριές καθ' όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού».

«Δέκα πετριές;» τσίριξε ο Τζούιλιν, πετώντας προς τα πίσω το κάθισμα του. «Μήπως θα μου προσφέρεις ψαρόζουμο και ψωμόγαλα, επίσης;»

Συνέχισαν για κάμποσο ακόμα τη λογομαχία, αλλά, όταν έφθασαν στην πόρτα, κοίταξαν πίσω σκυθρωποί και πικραμένοι. Η Νυνάβε δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να έμεναν ξύπνιοι όλη νύχτα απλώς επειδή τους είχε στείλει στα κρεβάτια τους.

«Ο Ματ δεν πρόκειται να διαφθείρει τον Μπέσλαν», είπε ξερά η Μπιργκίτε καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω από τους δύο άντρες. «Αμφιβάλλω αν μπορούν να τον διαφθείρουν ακόμα κι εννέα ανάλαφροι και πιωμένοι χορευτές. Δεν θα ήξεραν από πού ν' αρχίσουν».

Η Νυνάβε ανακουφίστηκε ακούγοντας κάτι τέτοιο, αν κι υπήρχε κάτι περίεργο στον τόνο της γυναίκας - πιθανόν να έφταιγε το ποτό. Πάντως, δεν ήταν ο Μπέσλαν το θέμα, και της το είπε. «Όχι, δεν είναι εκεί το πρόβλημα», πρόσθεσε η Ηλαίην. «Έχεις μεθύσει, Μπιργκίτε! Το αισθάνθηκα. Εξακολουθώ να νιώθω μισομεθυσμένη, αν δεν συγκεντρωθώ. Υποτίθεται πως ο δεσμός δεν λειτουργεί κατ' αυτόν τον τρόπο. Οι Άες Σεντάι δεν αρχίζουν να χαχανίζουν σαν κότες, αν οι Πρόμαχοί τους πιουν πολύ». Η Νυνάβε ανασήκωσε τα χέρια της.

«Μη με κοιτάς έτσι», είπε η Μπιργκίτε. «Ξέρεις περισσότερα από μένα. Οι Άες Σεντάι κι οι Πρόμαχοι ήταν ανέκαθεν γυναίκες κι άντρες αντίστοιχα. Ίσως εκεί να έγκειται η διαφορά. Μπορεί να μοιάζουμε πολύ». Το χαμόγελο της ήταν ελαφρά λοξό. Φαίνεται πως εκείνη η κανάτα δεν ήταν επαρκώς νερωμένη. «Σου προκαλεί αμηχανία, έτσι;»

«Παρακαλώ, μπορούμε να επιστρέψουμε στα σημαντικά ζητήματα;» είπε η Νυνάβε, κάπως ζορισμένα. «Στον Ματ, για παράδειγμα». Η Ηλαίην είχε ανοίξει το στόμα της για να ανταπαντήσει στην Μπιργκίτε, αλλά το έκλεισε γρήγορα, ενώ οι κόκκινες κηλίδες στα μάγουλά της υπογράμμιζαν τη δυσαρέσκεια που ένιωθε. «Λοιπόν», συνέχισε η Νυνάβε. «Θα έρθει εδώ ο Ματ το πρωί ή βρίσκεται κι αυτός στην ίδια αισχρή κατάσταση με εσένα;»

«Μπορεί και να έρθει», απάντησε η Μπιργκίτε, παίρνοντας μια κούπα με τσάι μέντας από την Αβιέντα, η οποία, φυσικά, καθόταν στο πάτωμα. Η Ηλαίην την κοίταξε κατσουφιασμένη για μια στιγμή κι έπειτα -άκουσον, άκουσον!- κάθισε σταυροπόδι πλάι της!

«Τι εννοείς "μπορεί";» ρώτησε απαιτητικά η Νυνάβε. Χρησιμοποιώντας τήν ικανότητα της διαβίβασης, ανασήκωσε το κάθισμα πάνω στο οποίο καθόταν και το έφερε αιωρούμενο προς το μέρος της. Δεν την ενδιέφερε ακόμα κι αν γκρεμοτσακιζόταν στο δάπεδο. Καθισμένη στο πάτωμα και πιωμένη! Τι άλλο θα έβλεπε ακόμα; «Αν περιμένει να πάμε εμείς σε αυτόν γονυπετώντας...!»

Η Μπιργκίτε ρούφηξε μια γουλιά τσάι με ένα μουρμουρητό ευγνωμοσύνης και, περιέργως, όταν ξανακοίταξε τη Νυνάβε, δεν έμοιαζε πια τόσο μεθυσμένη. «Τα συζητήσαμε. Δεν νομίζω πως το έλεγε σοβαρά. Το μόνο που ζητάει είναι μια συγγνώμη κι ένα ευχαριστώ».

Τα μάτια της Νυνάβε κόντεψαν να βγουν από τις κόγχες τους. Τα συζητήσανε; Μια συγγνώμη; Στον Μάτριμ Κώθον; «Ποτέ», γρύλισε.

«Συγγνώμη για ποιο πράγμα;» απαίτησε να μάθει η Ηλαίην, λες κι είχε μεγάλη σημασία. Προσποιήθηκε πως δεν πρόσεξε το αγριοκοίταγμα της Νυνάβε.

«Η Πέτρα του Δακρύου», είπε η Μπιργκίτε, και το κεφάλι της Νυνάβε στράφηκε απότομα. Η γυναίκα δεν έμοιαζε πια καθόλου μεθυσμένη. «Λέει πως ο ίδιος με τον Τζούιλιν πήγαν στην Πέτρα για να ελευθερώσουν τις δυο σας από ένα μπουντρούμι, από το οποίο δεν μπορούσατε να βγείτε μόνες σας». Κούνησε το κεφάλι της αργά, απορημένη. «Δεν ξέρω κατά πόσο θα έκανα το ίδιο για κάποιον, εκτός από τον Γκάινταλ. Δεν νομίζω πως θα πήγαινα στην Πέτρα. Λέει πως τον ευχαριστήσατε με τρόπο διφορούμενο και τον κάνατε να νιώθει ευγνώμων που δεν τον πετάξατε έξω με τις κλωτσιές».

Από μια άποψη, τα λόγια της ήταν αληθινά αλλά διαστρεβλωμένα. Φαντάστηκε τον Ματ με αυτό το ειρωνικό χαμόγελο, να λέει ότι καλά που ήταν κι αυτός εκεί να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, ή κάτι παρόμοιο. Ακόμα και τότε, πίστευε πως θα μπορούσε να τους πει τι να κάνουν. «Μόνο μία από τις Μαύρες αδελφές ήταν φρουρός στο μπουντρούμι», μουρμούρισε η Νυνάβε, «κι αυτήν την κανονίσαμε μόνες μας». Η αλήθεια ήταν πως δεν είχαν βρει τρόπο να ανοίξουν τη θωρακισμένη πόρτα. «Ο Μπε'λάλ δεν ενδιαφερόταν για μας έτσι κι αλλιώς -ήταν δόλωμα για τον Ραντ. Απ' όσο ξέρουμε, η Μουαραίν μπορεί να τον είχε σκοτώσει ήδη».

«Το Μαύρο Άτζα». Η φωνή της Μπιργκίτε ήταν πιο επίπεδη κι από το λιθόστρωτο δάπεδο. «Κι ένας από τους Αποδιωγμένους. Ο Ματ δεν τους ανέφερε ποτέ. Δεν του χρωστάτε απλώς ένα ευχαριστώ, αλλά πρέπει να τον προσκυνήσετε κιόλας, Ηλαίην. Κι οι δυο σας. Ο άνθρωπος το αξίζει, όπως κι ο Τζούιλιν».

Το πρόσωπο της Νυνάβε αναψοκοκκίνισε. Δεν τους είχε αναφέρει ποτέ...; Τι αξιοκαταφρόνητος και ποταπός άνθρωπος! «Δεν πρόκειται να ζητήσω συγγνώμη στον Μάτριμ Κώθον ούτε από το νεκροκρέβατό μου».

Η Αβιέντα έγειρε προς το μέρος της Ηλαίην και την άγγιξε στο γόνατο. «Θα μιλήσω με όσο περισσότερη ευπρέπεια μπορώ, κονταδελφή». Ο ήχος της φωνής της την έκανε να μοιάζει λεπτεπίλεπτη σαν κολόνα. «Αν όλα αυτά αληθεύουν, εσύ κι η Νυνάβε έχετε τοχ απέναντι στον Ματ Κώθον. Κι, απ' όσο έχω δει μέχρι τώρα, με τις πράξεις σας χειροτερέψατε τα πράγματα».

«Τοχ!» αναφώνησε η Νυνάβε. Αυτές οι δύο συζητούσαν γι' αυτήν την ανοησία, το τοχ. «Δεν είμαστε Αελίτισσες, Αβιέντα. Ο Ματ Κώθον είναι φίδι στον κόρφο όποιου συναντάει».

Η Ηλαίην όμως ένευσε καταφατικά. «Κατάλαβα. Έχεις δίκιο, Αβιέντα. Αλλά, τι πρέπει να κάνουμε; Θα χρειαστεί να με βοηθήσεις, κονταδελφή. Δεν σκοπεύω να προσπαθήσω να γίνω Αελίτισσα, αλλά... θέλω να είσαι περήφανη για μένα».

«Δεν πρόκειται να ζητήσουμε συγγνώμη!» είπε κοφτά η Νυνάβε.

«Είμαι περήφανη και μόνο που σε γνωρίζω», είπε η Αβιέντα, αγγίζοντας ελαφρά την Ηλαίην στο μάγουλο. «Η συγγνώμη είναι μια αρχή αλλά όχι αρκετή για το τοχ».

«Ακούτε τι λέω;» ούρλιαξε η Νυνάβε. «Είπα πως δεν-πρόκειται-να-ζητήσω-συγγνώμη!»

Οι άλλες συνέχισαν να συζητούν. Μόνο η Μπιργκίτε την κοίταξε και το χαμόγελό της λίγο απείχε από το να γίνει ξεκαρδιστικό γέλιο. Η Νυνάβε έπιασε σφικτά την πλεξούδα της και με τα δύο χέρια, σαν να την έπνιγε. Ήξερε πως έπρεπε να έχουν στείλει τον Θομ και τον Τζούιλιν.

Загрузка...