Μόλις η Εγκουέν γύρισε πίσω, στη σκηνή της, την περίμενε η Σέλαμι, μια γυναίκα λεπτή σαν κάγκελο με μαυριδερή χροιά, στο χρώμα των Δακρυνών, και μια σχεδόν αδιατάρακτη αυτοπεποίθηση. Η Τσέσα είχε δίκιο. Ήταν όντως ψηλομύτα, λες κι αποτραβιόταν από μια πολύ άσχημη μυρωδιά. Όσο ξιπασμένοι, όμως, κι αν ήταν οι τρόποι της με τις άλλες υπηρέτριες, απέναντι στην προστάτιδά της φερόταν εντελώς διαφορετικά. Καθώς η Εγκουέν έμπαινε από την είσοδο, η Σέλαμι έκανε μια υπόκλιση τόσο βαθιά που το κεφάλι της ακούμπησε σχεδόν στο χαλί κι ο ποδόγυρος απλώθηκε όσο πιο πολύ γινόταν στον στενό χώρο. Προτού ακόμα η Εγκουέν κάνει το δεύτερο βήμα, η γυναίκα ορθώθηκε κι άρχισε να κουμπώνεται άτσαλα. Η Σέλαμι είχε ελάχιστη επίγνωση των καταστάσεων.
«Ω, Μητέρα, βγήκες έξω χωρίς να καλύψεις πάλι το κεφάλι σου». Λες και φορούσε ποτέ αυτούς τους σκούφους με τις χάντρες που τόσο πολύ άρεσαν στη γυναίκα ή αυτά τα κεντητά βελούδα που τόσο δημοφιλή ήταν στη Μέρι, ή τα πλουμιστά καπέλα της Τσέσα. «Μα, εσύ έχεις ρίγη. Δεν πρέπει ποτέ να βγαίνεις έξω χωρίς ένα σάλι ή ένα παρασόλι, Μητέρα». Το παρασόλι, δηλαδή, με ποιον τρόπο θα σταματούσε τα ρίγη; Ο ιδρώτας έτρεχε στα μάγουλά της, άσχετα πόσο γρήγορα τον σκούπιζε με το μαντίλι. Η Σέλαμι δεν σκέφτηκε να ρωτήσει για ποιο λόγο είχε ρίγη, αν και θα έπρεπε. «Και, μάλιστα, βγήκες μόνη σου μέσα στη νύχτα. Καθόλου σωστό, Μητέρα, με όλους αυτούς τους αγροίκους στρατιώτες τριγύρω που δεν δείχνουν τον παραμικρό σεβασμό σε μια γυναίκα, ακόμα κι αν είναι Άες Σεντάι. Μητέρα, δεν πρέπει να...»
Η Εγκουέν, αφηρημένη καθώς ήταν, δεν έδινε καθόλου σημασία στα λόγια της και την παρακολουθούσε αδιάφορη να την ξεντύνει. Αν τη διέταζε να μη μιλάει, το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν μερικά ακόμα πληγωμένα βλέμματα και προσβλητικοί αναστεναγμοί, κι έτσι δεν είχε και πολλή σημασία. Με εξαίρεση την άμυαλη φλυαρία, η Σέλαμι ανταποκρινόταν επιμελώς στα καθήκοντά της, αν και τόσο πομπωδώς ώστε οι κινήσεις της δεν διέφεραν από χορό χειρονομιών και δουλοπρεπών υποκλίσεων. Φάνταζε απίθανο να βρισκόταν άνθρωπος εξίσου σαχλός με τη Σέλαμι, οι μόνες σκοτούρες της οποίας ήταν η εξωτερική εμφάνιση και το τι θα σκεφτόταν ο κόσμος. Για τα δεδομένα της, ο κόσμος μοιραζόταν στις Άες Σεντάι, στους ευγενείς και στους ανώτερους υπηρέτες τους. Σύμφωνα με τους κανόνες της, κανείς άλλος δεν μέτραγε. Μάλλον ήταν απίθανο. Η Εγκουέν δεν θα ξεχνούσε ποτέ ποιος είχε ανακαλύψει αρχικά τη Σέλαμι, όπως δεν θα ξεχνούσε και ποιος είχε βρει τη Μέρι. Ναι, η αλήθεια ήταν πως η Τσέσα ήταν δώρο από τη Σέριαμ, αλλά η Τσέσα είχε δείξει πάνω από μια φορά την αφοσίωσή της στην Εγκουέν.
Η Εγκουέν ήθελε να πιστεύει πως η τρεμούλα που ένιωθε, και που η Σέλαμι εξέλαβε ως ρίγη, δεν ήταν παρά τρέμουλο οργής, αλλά ήξερε πως το σκουλήκι του φόβου σφάδαζε στην κοιλιά της. Το είχε παρατραβήξει κι είχε πολλά να κάνει ακόμα για να αφήσει τη Νίκολα και την Αράινα να λειτουργήσουν σαν τροχοπέδη.
Καθώς το κεφάλι της ξεπρόβαλλε από την κορυφή μιας καθαρής καμιζόλας, το αυτί της πήρε κάποια από τα φληναφήματα της λεπτοκαμωμένης γυναίκας και την κοίταξε. «Γάλα προβατίνας, είπες;»
«Μάλιστα, Μητέρα. Η επιδερμίδα σου είναι τόσο απαλή και το μόνο που μπορεί να τη διατηρήσει έτσι είναι ένα μπάνιο σε γάλα προβατίνας».
Ίσως όντως να ήταν ηλίθια. Την έδιωξε βιαστικά εν μέσω διαμαρτυριών, χτένισε τα μαλλιά της, έστρωσε το κρεβάτι της, τοποθέτησε το, άχρηστο πια, βραχιόλι α'ντάμ στο μικρό, φιλντισένιο κουτί με τα σκαλίσματα, όπου έκρυβε και μερικά ακόμα κοσμήματα, κι έσβησε τους φανούς. Όλα μόνη μου, σκέφτηκε στο σκοτάδι. Η Σέλαμι με τη Μέρι θα ήταν μάλλον συνεννοημένες.
Προτού όμως αποσυρθεί, πήγε στις μύτες μέχρι την είσοδο κι κοίταξε από ένα μικρό άνοιγμα στην υφασμάτινη πόρτα. Έξω, επικρατούσε ακινησία και σιγαλιά, ενώ το σεληνόφως έλουζε τον τόπο. Ξαφνικά, η σιωπή διαταράχτηκε από το κρώξιμο ενός νυχτερινού ερωδιού που γύρισε απότομα σε στριγκλιά. Κυνηγοί ενέδρευαν στο σκοτάδι. Μια στιγμή αργότερα κάτι κινήθηκε στις σκιές, δίπλα από μια σκηνή. Έμοιαζε με γυναίκα.
Η ηλιθιότητα μπορεί να μην έδινε το ακαταλόγιστο στη Σέλαμι περισσότερο απ' όσο η κατήφεια κι η μελαγχολία απέκλειαν το γεγονός να ήταν η Μέρι. Θα μπορούσε να ήταν μία από αυτές, ή οποιαδήποτε άλλη. Ακόμα κι η Νίκολα ή η Αράινα, όσο απίθανο κι αν φάνταζε κάτι τέτοιο. Χαμογελώντας, έκλεισε την υφασμάτινη είσοδο. Όποιος κι αν ήταν ο παρατηρητής, σίγουρα δεν είδε πού πήγε απόψε.
Ο τρόπος που οι σοφές την είχαν διδάξει για να κοιμίζει τον εαυτό της ήταν απλός. Έκλεινε τα μάτια κι αισθανόταν το κάθε τμήμα του κορμιού της με τη σειρά να χαλαρώνει. Συγχρόνιζε την αναπνοή της με τους χτύπους της καρδιάς της κι άφηνε το νου της ανεπηρέαστο κι απερίσπαστο, εκτός από μια μικρή γωνίτσα του, να περιπλανιέται. Ο ύπνος ερχόταν μέσα σε λίγα λεπτά, αλλά ήταν ο ύπνος μιας ονειροβάτισσας.
Ασχημάτιστη, έπλεε στα βάθη ενός ωκεανού από αστέρια, άπειρα σημαδάκια φωτός που λαμπύριζαν σε μια απέραντη θάλασσα σκοταδιού, αμέτρητες πυγολαμπίδες που τρεμόφεγγαν στην ατελείωτη νύχτα. Αυτά ήταν τα όνειρα κάποιου κοιμισμένου, οπουδήποτε στον κόσμο, οπουδήποτε σε όλους τους πιθανούς κόσμους ίσως, κι αυτό ήταν το χάσμα ανάμεσα στην πραγματικότητα και στον Τελ'αράν'ριοντ, το διάστημα που χωρίζει τον κόσμο της πραγματικότητας από τον Κόσμο των Ονείρων. Όπου και να κοίταζε, δέκα χιλιάδες πυγολαμπίδες χάνονταν καθώς οι άνθρωποι ξυπνούσαν και δέκα χιλιάδες καινούργιες γεννιούνταν να τις αντικαταστήσουν. Μια απέραντη, εναλλασσόμενη ποικιλία απαστράπτουσας ομορφιάς.
Ωστόσο, δεν έχασε το χρόνο της με το να θαυμάζει τριγύρω. Το μέρος αυτό έκρυβε κινδύνους, μερικοί εκ των οποίων ήταν θανατεροί. Ήταν σίγουρη πως ήξερε τον τρόπο να τους αποφύγει, αλλά αν χρονοτριβούσε κι απειλούνταν από κάτι, τα πράγματα —αν μη τι άλλο— θα δυσκόλευαν. Κοιτώντας επιφυλακτικά τριγύρω -δηλαδή, θα κοιτούσε αν είχε μάτια σε αυτή την κατάσταση- κινήθηκε διστακτικά, αν και δεν είχε την παραμικρή αίσθηση κίνησης. Φαινόταν να στέκεται ακίνητη κι αυτός ο λαμπερός ωκεανός να στριφογυρίζει γύρω της, μέχρι που ένα μοναδικό φως στάθηκε μπροστά της. Το κάθε άστρο που σπίθιζε ήταν απαράλλαχτο με τα υπόλοιπα, όμως ήξερε πως αυτό εδώ ήταν το όνειρο της Νυνάβε. Το πως το ήξερε ήταν άλλο θέμα. Ούτε καν οι Σοφές δεν καταλάβαιναν τον συγκεκριμένο τρόπο αναγνώρισης.
Σκέφτηκε να προσπαθήσει να βρει τα όνειρα της Νίκολα και της Αράινα. Από τη στιγμή που θα τα ξετρύπωνε, γνώριζε επακριβώς τον τρόπο να εμφυσήσει το φόβο του Φωτός μέχρι τα κόκαλά τους, και διόλου δεν νοιαζόταν αν κάτι τέτοιο θεωρείτο παράνομο. Η πρακτικότητα την έφερε μέχρις εδώ, όχι ο φόβος του απαγορευμένου. Έκανε κάτι πρωτόγνωρο κι ήταν σίγουρη πως θα το έκανε ξανά αν παρίστατο ανάγκη. Κάνε αυτό που πρέπει με το ανάλογο τίμημα, έτσι την είχαν διδάξει οι ίδιες γυναίκες που σημάδεψαν αυτές τις απαγορευμένες περιοχές. Ήταν η άρνηση να παραδεχτεί το χρέος της, η άρνηση να πληρώσει το τίμημα, που συχνά μεταμόρφωνε την αναγκαιότητα σε κακία. Ακόμα όμως κι αν οι δυο τους κοιμόντουσαν, η διαδικασία εντόπισης για πρώτη φορά ενός ονείρου ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, επίπονη και δεν εγγυόταν κανένα αποτέλεσμα. Μπορεί να πάσχιζες μέρες ολόκληρες -νύχτες, μάλλον — και να κατέληγες στο απόλυτο τίποτα. Αν μη τι άλλο, αυτό ήταν σίγουρο.
Κινήθηκε μέσα στο παντοτινό σκοτάδι, παρ' όλο που είχε ξανά την εντύπωση πως αυτή έμενε ακίνητη και το σημαδάκι του φωτός μεγάλωνε, μέχρι που έγινε ένα λαμπερό μαργαριτάρι, ένα απαστράπτων μήλο, μια γιομάτη σελήνη, γεμίζοντας ολόκληρο το πεδίο ορατότητάς της, ολόκληρο τον κόσμο, με την ακτινοβολία του. Ωστόσο, δεν το άγγιξε, όχι ακόμα. Ένας ασήμαντος χώρος, μικρότερος από το πλάτος μιας τρίχας, παρέμεινε ανάμεσά τους. Απαλά, άπλωσε το χέρι της προς αυτό το άνοιγμα. Περίεργο συναίσθημα, δεδομένου ότι στερείτο σώματος, εξίσου μυστήριο με το πώς μπορούσε να ξεχωρίσει το ένα όνειρο από το άλλο. Όλα ήταν θέμα θέλησης, έτσι της είχαν πει οι Σοφές, αλλά εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει. Το άγγιγμά της ήταν ντελικάτο, λες κι ακουμπούσε με το δάχτυλό της μια σαπουνόφουσκα. Ο λαμπερός τοίχος τρεμόπαιξε σαν περιδινούμενο γυαλί, έπαλλε σαν καρδιά, λεπτεπίλεπτη και ζωντανή. Ένα ακόμα απαλό άγγιγμα και θα είχε τη δυνατότητα να «δει» στο εσωτερικό, να «δει» τι ονειρευόταν η Νυνάβε. Αν δε επέμενε κι άλλο, θα έμπαινε μέσα στο όνειρό της και θα αποτελούσε μέρος του, πράγμα που έκρυβε κινδύνους, ειδικά όταν το συγκεκριμένο άτομο διέθετε ισχυρό μυαλό αλλά, είτε απλώς κοιτούσε είτε εισέδυε, θα μπορούσε να αποδειχτεί ταπεινωτικό. Αν, για παράδειγμα, το όνειρο αφορούσε κάποιον άντρα για τον οποίον ενδιαφερόταν η Νυνάβε. Οι συγγνώμες θα κρατούσαν τη μισή νύχτα από τη στιγμή που θα έκανε κάτι τέτοιο. Η άλλη περίπτωση θα ήταν να κάνει ένα είδος αγκιστροειδούς κίνησης, σαν να κυλάει μια εύθραυστη χάντρα πάνω σε μια επίπεδη επιφάνεια, και να αρπάξει τη Νυνάβε από το όνειρό της τοποθετώντας τη σε ένα άλλο, δική της κατασκευής, μέρος του Τελ'αράν'ριοντ, όπου θα είχε τον πλήρη έλεγχο. Ήταν σίγουρη πως θα λειτουργούσε κάτι τέτοιο. Βέβαια, η διαδικασία αυτή ανήκε στις απαγορευμένες κι η Νυνάβε μάλλον δεν θα το εκτιμούσε ιδιαίτερα.
ΝΥΝΑΒΕ, ΕΙΜΑΙ Η ΕΓΚΟΥΕΝ. ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙΣ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΤΗΝ ΚΟΥΠΑ ΚΙ ΕΓΩ ΝΑ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΩ ΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗ ΝΙΚΟΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΙΝΑ. ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΠΩΣ ΠΡΟΣΠΟΙΕΙΣΑΙ. ΘΑ ΣΟΥ ΤΑ ΕΞΗΓΗΣΩ ΜΟΛΙΣ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΠΥΡΓΟ. ΠΡΟΣΕΧΕ. Η ΜΟΓΚΕΝΤΙΕΝ ΤΟ ΕΣΚΑΣΕ.
Το όνειρο τρεμόφεξε κι έσβησε, ενώ η σαπουνόφουσκα έσπασε. Παρά το μήνυμα, θα γελούσε αν είχε φωνητικές χορδές. Μα ασώματη φωνή στο όνειρό σου μπορεί να έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα, ειδικά αν φοβάσαι πως ο ομιλητής ίσως και να σε κρυφοκοιτάζει. Η Νυνάβε δεν ήταν από αυτές που ξεχνάνε εύκολα, ακόμα κι αν πρόκειται για τυχαίο γεγονός.
Η φωσφορίζουσα θάλασσα περιδινήθηκε γύρω της ξανά, μέχρι που εστίασε σε άλλο ένα μικροσκοπικό φως που στραφτάλιζε. Η Ηλαίην. Το πιθανότερο ήταν πως οι δύο γυναίκες κοιμόντουσαν καμιά δεκαριά βήματα απόσταση η μία από την άλλη, στο Έμπου Νταρ, αλλά οι αποστάσεις εδώ δεν είχαν κανένα νόημα. Ή, μάλλον, αποκτούσαν διαφορετικό νόημα.
Αυτή τη φορά, με το που παρέδωσε το μήνυμά της, το όνειρο έπαλλε κι άλλαξε. Εξακολουθούσε να μοιάζει με οποιοδήποτε άλλο κι ωστόσο, για την ίδια, είχε μεταμορφωθεί. Μήπως οι λέξεις παρέσυραν την Ηλαίην σε κάποιο άλλο όνειρο; Πάντως, θα της εντυπώνονταν και θα τις θυμόταν μόλις ξυπνούσε.
Με τις χορδές της Νίκολα και της Αράινα καταπνιγμένες λίγο παραπάνω, είχε έρθει η ώρα να στρέψει την προσοχή της στον Ραντ. Δυστυχώς, το να ξετρυπώσει τα όνειρά του ήταν εξίσου ανώφελο με το να ξετρυπώσει μια Άες Σεντάι. Ο Ραντ, όπως κι αυτές, τα προστάτευε, αν κι η ασπίδα προστασίας που χρησιμοποιούσε ένας άντρας διέφερε από μιας γυναίκας. Η ασπίδα μιας Άες Σεντάι ήταν ένα κρυστάλλινο κέλυφος, μια σφαίρα χωρίς ραφές υφασμένη από το Πνεύμα, αλλά, άσχετα αν έμοιαζε διάφανο, η υφή του ήταν γερή σαν του ατσαλιού. Ούτε που θυμόταν πόσες άχρηστες ώρες είχε κατασπαταλήσει προσπαθώντας να διαπεράσει το δικό του. Εκεί που το προστατευμένο όνειρο μιας αδελφής έμοιαζε ευκρινέστερο από κοντά, το δικό του γινόταν θολότερο, σαν να κοιτάς σε λασπωμένο νερό. Μερικές φορές, είχες την εντύπωση πως κάτι κινείτο μέσα σε αυτούς τους γκριζοκαφέ στροβιλισμούς, αλλά ποτέ δεν μπορούσες να πεις με σιγουριά.
Η ατελείωτη αλληλοδιαδοχή των φώτων περιδινήθηκε και σταθεροποιήθηκε για άλλη μια φορά, κι η Εγκουέν πλησίασε το όνειρο μιας τρίτης γυναίκας. Σίμωσε διακριτικά. Ανάμεσα στην ίδια και στην Άμυς μεσολαβούσαν τόσα πολλά που δεν διέφερε από το πλησίασμα ενός ονείρου της μάνας της. Η αλήθεια -έπρεπε να το παραδεχτεί- ήταν ότι ένιωθε ανταγωνιστικά απέναντι στην Άμυς. Επιθυμούσε το σεβασμό εκ μέρους της σχεδόν όσο και της Αίθουσας, και μάλιστα, αν ήταν αναγκασμένη να διαλέξει, θα προτιμούσε αυτόν της Άμυς. Καμιά Καθήμενη δεν είχε σε μεγαλύτερη υπόληψη από αυτήν. Βάζοντας στην άκρη κάθε επιφυλακτικότητα, προσπάθησε να απαλύνει τη "φωνή" της, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. ΑΜΥΣ, Η ΕΓΚΟΥΕΝ ΕΙΜΑΙ. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΟΥ ΜΙΛΗΣΩ.
Ερχόμαστε, απάντησε μουρμουριστά μια φωνή. Η φωνή της Άμυς.
Η Εγκουέν έκανε λίγο πίσω, ξαφνιασμένη. Ήταν έτοιμη να γελάσει με τον εαυτό της. Καλό θα ήταν να έχει κατά νου πως οι Σοφές είχαν κάμποσα χρόνια μεγαλύτερη εμπειρία. Υπήρχαν στιγμές που φοβόταν ότι η υπόληψή της θα αμαυρωνόταν με το να μη δουλεύει σκληρότερα για να βελτιώσει τις ικανότητές της αναφορικά με τη Μία Δύναμη. Από την άλλη, λες και λειτουργούσε σαν ένα είδος εξισορρόπησης, κάποιες φορές όλα έμοιαζαν σαν να προσπαθούσε να σκαρφαλώσει μια απότομη πλαγιά κάτω από καταιγίδα.
Έπιασε μια κίνηση στην άκρη του πεδίου ορατότητάς της. Ένα από αυτά τα φωτεινά σημαδάκια γλίστρησε μέσα σε αυτή τη θάλασσα των αστεριών και μετατοπίστηκε προς το μέρος της, σαν να είχε δική του βούληση. Το μέγεθός του αυξανόταν ολοένα. Μόνο μια ονειροβάτισσα θα μπορούσε να προκαλέσει κάτι τέτοιο. Πανικόβλητη, έκανε να φύγει, ευχόμενη να είχε λαιμό για να ουρλιάξει, να καταραστεί ή απλώς να φωνάξει. Ωστόσο, μια μικροσκοπική γωνιά του μυαλού της ήθελε να παραμείνει σε εκείνο το σημείο και να περιμένει.
Αυτή τη φορά, τα αστέρια δεν κουνήθηκαν. Χάθηκαν, έτσι απλά, κι η Εγκουέν βρέθηκε να γέρνει πάνω σε έναν παχύ κίονα από κοκκινόπετρα, λαχανιασμένη λες κι είχε τρέξει ένα μίλι, με την καρδιά της να βροντοκοπάει στο στήθος της έτοιμη να σπάσει. Ύστερα από ένα λεπτό, έριξε μια ματιά στον εαυτό της κι άρχισε να γελάει με κάποια αστάθεια, πασχίζοντας να πάρει ανάσα. Φορούσε μια πλουμιστή εσθήτα από απαστράπτων, πράσινο μετάξι, δουλεμένη με χρυσαφιά κλωστή σε πλατιές, περίτεχνες λωρίδες που διέσχιζαν το μπούστο και προχωρούσαν κατά μήκος του ποδόγυρου. Το μπούστο ήταν πολύ περισσότερο αποκαλυπτικός απ' ό,τι στην κανονική της ζωή κι ένα πλατύς καταζώστης από πλεγμένο χρυσάφι έκανε τη μέση της να φαντάζει λεπτότερη απ' όσο ήταν στην πραγματικότητα. Ίσως πάλι να ήταν κι η ίδια λεπτότερη σε αυτή την κατάσταση. Εδώ, στον Τελ'αράν'ριοντ, μπορούσες να είσαι όποιος ήθελες, ό,τι ήθελες, ακόμα κι αν αυτή η επιθυμία ήταν υποσυνείδητη αν δεν πρόσεχες πολύ. Ο Γκάγουιν Τράκαντ είχε άσχημες επιπτώσεις επάνω της, πολύ άσχημες.
Αυτό το μικροσκοπικό κομμάτι του εαυτού της εξακολουθούσε να επιθυμεί να κατακλυστεί από το όνειρο του. Να κατακλυστεί και να απορροφηθεί. Αν μια ονειροβάτισσα αγαπούσε κάποιον παράφορα ή αν τον μισούσε πέρα από κάθε λογική, κι ειδικά αν τα συναισθήματα ήταν αμοιβαία, μπορούσε να μπει μέσα στο όνειρο του. Έλκυε το όνειρο -ή, ίσως, αυτό να έλκυε την ίδια- σαν μαγνητίτης που έλκει τα ρινίσματα του σιδήρου. Δεν ήταν ότι μισούσε τον Γκάγουιν, αλλά δεν ήθελε να παγιδευτεί στο όνειρο του, όχι απόψε τουλάχιστον, μέχρι να ξυπνήσει και να δει τον εαυτό της με τον τρόπο που την έβλεπε αυτός. Στα μάτια του φάνταζε περισσότερο όμορφη απ' όσο πραγματικά ήταν. Παραδόξως, αυτός έμοιαζε πιο άσχημος απ' ό,τι ήταν στην ενσυνείδητη ζωή. Αν η αγάπη ή το μίσος ήταν ισχυρά, δεν τίθετο θέμα δυνατού μυαλού ή ικανότητας συγκέντρωσης. Από τη στιγμή που βρισκόσουν μέσα στο όνειρο, παρέμενες εκεί μέχρι το άτομο να σταματήσει να σε ονειρεύεται. Μόλις θυμήθηκε τι ονειρευόταν ο Γκάγουιν ότι έκανε μαζί της αισθάνθηκε ένα έντονο αναψοκοκκίνισμα να ανάβει το πρόσωπό της.
«Καλά που δεν μπορούν να με δουν οι Καθήμενες», μουρμούρισε. «Θα με θεωρούσαν καμιά πιτσιρίκα από δω κι εμπρός». Οι ώριμες γυναίκες δεν σαλιάριζαν ούτε λαχταρούσαν έναν άντρα με αυτόν τον τρόπο, γι' αυτό ήταν σίγουρη. Ούτε οι γυναίκες με κάποια δόση λογικής θα έκαναν ποτέ κάτι παρόμοιο. Όσα επιθυμούσε θα έβγαιναν αλήθεια, αλλά θα διάλεγε αυτή το πότε. Θα ήταν δύσκολο να πάρει άδεια από τη μητέρα της, αλλά όχι κι αδύνατο, ακόμα κι αν δεν καλοκοίταζε τον Γκάγουιν. Η Μάριν αλ'Βέρ εμπιστευόταν την κρίση της κόρης της. Τώρα, είχε έρθει η ώρα για τη νεότερη κόρη της να αποδείξει ότι είχε κι αυτή κρίση και να αφήσει για αργότερα τις φαντασιώσεις.
Κοίταξε τριγύρω κι ευχήθηκε σχεδόν να άφηνε τον Γκάγουιν να γεμίσει τις σκέψεις της. Ακόμα πιο ογκώδεις κίονες υψώνονταν προς κάθε κατεύθυνση, υποστηρίζοντας μια ανυψωμένη, θολωτή οροφή κι έναν μεγάλο θόλο. Κανείς από τους επίχρυσους φανούς που κρέμονταν από τις χρυσές αλυσίδες, πάνω από το κεφάλι της, δεν ήταν αναμμένος, κι ωστόσο υπήρχε διάχυτο φως, χωρίς να προέρχεται από καμιά πηγή, ούτε ιδιαίτερα φωτεινό ούτε αμυδρό. Η Καρδιά της Πέτρας, στο εσωτερικό του τεράστιου φρουρίου που αποκαλείται η Πέτρα του Δακρύου. Ή, καλύτερα, η αντανάκλαση της στον Τελ'αράν'ριοντ, μια αντανάκλαση που δεν διέφερε σχεδόν σε τίποτα από το πρωτότυπο. Αυτός ήταν ο τόπος που είχαν διαλέξει οι Σοφές για να τις συναντήσει στο παρελθόν. Παράξενος για Αελίτισσα, έτσι της είχε φανεί. Θα περίμενε να διάλεγαν το Ρουίντιαν, τώρα που ήταν ανοικτό, ή κάποιο σημείο της Ερημιάς του Άελ, ή απλώς τον τόπο που θα τύχαινε να βρίσκονται οι Σοφές εκείνη τη στιγμή. Οποιοδήποτε μέρος εκτός από το στέντιγκ του Ογκίερ είχε την αντανάκλασή του στον Κόσμο των Ονείρων - ακόμα και το στέντιγκ από μόνο του. Όμως, δεν θα μπορούσαν να εισέλθουν, ακριβώς όπως και το Ρουίντιαν ήταν κλειστό κάποτε. Για τον καταυλισμό των Άες Σεντάι, ούτε λόγος βέβαια. Κάποιες από τις αδελφές είχαν πλέον πρόσβαση στο τερ'ανγκριάλ, κάτι που τους επέτρεπε να εισέλθουν στον Κόσμο των Ονείρων και, μια και κανείς δεν ήξερε τι έκαναν, συχνά εμφανίζονταν στο πεδίο του Τελ'αράν'ριοντ λες κι απλώς περιδιάβαιναν το χώρο.
Όπως τα ανγκριάλ και τα σα'ανγκριάλ, έτσι και τα τερ'ανγκριάλ ήταν ιδιοκτησία του Λευκού Πύργου σύμφωνα με τους νόμους του Πύργου, άσχετα ποιος τα κατείχε προς το παρόν. Πολύ σπάνια επέμενε ο Πύργος, τουλάχιστον όταν η κατοχή είχε γίνει από κάποιο μέρος όπως η Μεγάλη Γαιοκτησία, στην Πέτρα του Δακρύου -τελικά θα κατέληγαν στις Άες Σεντάι κι ο Λευκός Πύργος διέθετε αρκετή υπομονή όποτε χρειαζόταν — αλλά όσα βρίσκονταν όντως σε χέρια Άες Σεντάι θεωρούνταν δώρο της Αίθουσας, της κάθε Καθήμενης ξεχωριστά. Ένα είδος δανεικού κι αγύριστου, περίπου. Η Ηλαίην είχε μάθει να αναπαράγει ονειρικά τερ'ανγκριάλ και με τη Νυνάβε είχαν πάρει δύο μαζί τους, αλλά τα υπόλοιπα βρίσκονταν στην κατοχή της Αίθουσας μαζί με οτιδήποτε άλλο είχε κατασκευάσει η Ηλαίην. Πράγμα που σήμαινε πως η Σέριαμ κι η μικρή της κλίκα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν όποτε ήθελαν, όπως επίσης κι η Λελαίν με τη Ρομάντα, αν και το πιθανότερο ήταν ότι οι δύο τελευταίες έστελναν άλλες να εισέλθουν στον Τελ'αράν'ριοντ. Μέχρι προσφάτως, καμιά Άες Σεντάι δεν είχε ονειροβατήσει εδώ κι αιώνες μια κι εξακολουθούσαν να υπάρχουν σημαντικές δυσκολίες, οι περισσότερες εκ των οποίων είχαν να κάνουν με την πίστη ότι μπορούσαν να μάθουν από μόνες τους. Όπως και να έχει, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε απόψε η Εγκουέν ήταν να την κατασκοπεύσει κάποια από τις ακολούθους τους.
Λες και την ευαισθητοποίησε η ίδια η σκέψη της κατασκοπίας, αντιλήφθηκε αθέατα μάτια να την παρακολουθούν. Η αίσθηση αυτή ήταν μονίμως παρούσα στον Τελ'αράν'ριοντ κι ακόμα κι οι Σοφές δεν γνώριζαν το λόγο, αλλά, πέρα από την απανταχού παρούσα επιρροή των κρυμμένων ματιών, ίσως και να υπήρχαν αληθινοί παρατηρητές. Δεν σκέφτηκε καν τη Ρομάντα ή τη Λελαίν.
Ψηλαφώντας με το χέρι της τον κίονα, έκανε το γύρο του, μελετώντας το δάσος της κοκκινόπετρας καθώς αυτό απλωνόταν πέρα, στις σκιές που βάθαιναν. Το φως που την περιστοίχιζε δεν ήταν αληθινό. Όποιος κι αν κρυβόταν σ' αυτές τις σκιές μπορούσε να δει το ίδιο φως γύρω τους, ενώ οι ίδιες οι σκιές έκρυβαν τη γυναίκα. Κόσμος άρχισε να εμφανίζεται ξαφνικά, άντρες και γυναίκες, φευγαλέες εικόνες που χάνονταν ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα. Δεν την ενδιέφεραν όσοι άγγιζαν τον Κόσμο των Ονείρων στον ύπνο τους. Ο καθένας θα μπορούσε να το κάνει αυτό τυχαία, αλλά, ευτυχώς γι' αυτούς, μονάχα για λίγες στιγμές. Ποτέ δεν έμεναν αρκετά για να αντιμετωπίσουν κάποιον από τους κινδύνους. Το Μαύρο Άτζα είχε στην κατοχή του κι ονειρικά τερ'ανγκριάλ επίσης, κλεμμένα από τον Πύργο. Χειρότερα ακόμα, η Μογκέντιεν ήξερε τον Τελ'αράν'ριοντ τόσο καλά όσο κι οποιαδήποτε ονειροβάτισσα. Ίσως και καλύτερα. Είχε τη δυνατότητα να ελέγξει το μέρος αυτό, όπως κι οποιονδήποτε που το κατοικούσε, το ίδιο εύκολα σαν να κουνούσε το χέρι της.
Για μια στιγμή, η Εγκουέν ευχήθηκε να είχε κατασκοπεύσει τα όνειρα της Μογκέντιεν όσο η τελευταία ήταν ακόμα κρατούμενη. Μια φορά ήταν αρκετή, ίσα-ίσα για να μάθει να τα ξεχωρίζει. Ακόμα όμως κι αν κατάφερνε να αναγνωρίσει τα όνειρά της, δεν σήμαινε ότι θα της αποκάλυπταν πού βρισκόταν. Άσε που υπήρχε η πιθανότητα να είχε παρασυρθεί παρά τη θέλησή της. Το σίγουρο ήταν πως καταφρονούσε αρκετά τη Μογκέντιεν κι οι Αποδιωγμένοι τη μισούσαν απεριόριστα. Ό,τι συνέβαινε εκεί δεν ήταν αληθινό, τουλάχιστον όχι τόσο αληθινό όσο στον Τελ'αράν'ριοντ, αλλά το θυμόσουν σαν να ήταν. Μια νύχτα κάτω από την εξουσία της Μογκέντιεν θα μετατρεπόταν σε εφιάλτη, τον οποίο θα ζούσε και θα ξαναζούσε όποτε πήγαινε για ύπνο για το υπόλοιπο της ζωής της. Ίσως, μάλιστα, να τον βίωνε και ξύπνια.
Άλλη μια τροχιά. Τι ήταν αυτό; Μια σκοτεινή, βασιλικά όμορφη γυναίκα που φορούσε ένα καπέλο καλυμμένο με μαργαριτάρια και μια δαντελωτή εσθήτα με κολάρο βάδισε ανάμεσα στις σκιές και χάθηκε. Μια Δακρυνή που ονειρευόταν, μια Αρχόντισσα ή κάποια που ονειρευόταν πως ήταν Αρχόντισσα. Ξύπνια, ίσως να ήταν μια παρακατιανή, γυναίκα αγρότη ή εμπόρου.
Μάλλον ήταν καλύτερα να κατασκοπεύσει τον Λογκαίν παρά τη Μογκέντιεν. Εξακολουθούσε να μην έχει ιδέα πού βρισκόταν, αλλά ίσως κάτι να γνώριζε για τα σχέδιά του. Βέβαια, το να εισέδυε στο όνειρό του δεν θα ήταν και πολύ πιο ευχάριστο από το να έμπαινε στο όνειρο της Μογκέντιεν. Μισούσε όλες τις Άες Σεντάι. Ήξερε πως ήταν αναγκαίο να κανονίσει τη δραπέτευσή του, απλώς ήλπιζε να μην ήταν μεγάλο το τίμημα. Ξέχνα τον Λογκαίν. Η Μογκέντιεν ήταν ο κυριότερος κίνδυνος, η Μογκέντιεν που μπορεί να την κυνηγούσε ακόμα κι εδώ, ειδικά εδώ, η Μογκέντιεν που...
Αντιλήφθηκε ξαφνικά πόσο είχαν βαρύνει οι κινήσεις της κι ένας θυμωμένος ήχος ξέφυγε από το λαρύγγι της, κάτι σαν βογκητό. Η όμορφη εσθήτα είχε μετατραπεί σε ολόσωμη, θωρακισμένη πανοπλία, σαν κι αυτές που φορούσε το ιππικό του Γκάρεθ Μπράυν. Ένα κράνος με ανοιχτή προσωπίδα τής κάλυπτε το κεφάλι, με ένα λοφίο που είχε τη μορφή της Φλόγας της Ταρ Βάλον. Ήταν ιδιαίτερα εκνευριστικό. Αυτή η αίσθηση αδυναμίας αυτοελέγχου ξεπερνούσε τις δυνάμεις της.
Με σταθερές κινήσεις, άλλαξε την πανοπλία σε αυτό που φορούσε τότε που είχε ξανασυναντήσει τις Σοφές. Ήταν απλώς θέμα σκέψης. Ολόσωμη φούστα από μαύρο μαλλί και μια χαλαρή, λευκή μπλούζα αλγκόντ, σαν κι αυτή που φορούσε όταν την εκπαίδευαν, κι από πάνω ένα σάλι με κρόσσια, τόσο σκούρο πράσινο που καταντούσε σχεδόν μαύρο, μαζί με μια διπλωμένη εσάρπα που συγκρατούσε τα μαλλιά της. Φυσικά, δεν αναπαρήγαγε τα κοσμήματά τους, όλα αυτά τα βραχιόλια και τα περιδέραια. Θα γελούσαν μαζί της. Η γυναίκα φτιάχνει τη συλλογή της με τα χρόνια, όχι στο βλεφάρισμα ενός ονείρου.
«Ο Λογκαίν είναι καθ' οδόν προς τον Μαύρο Πύργο», είπε δυνατά, κι έτσι ήλπιζε, μια και κατ' αυτόν τον τρόπο θα υπήρχε ένας έλεγχος επάνω του. Αν τον έπιαναν και τον ειρήνευαν, ο Ραντ δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει καμιά αδελφή που την ακολούθησε, «κι η Μογκέντιεν δεν έχει τρόπο να μάθει πού ακριβώς βρίσκομαι». Προσπάθησε να κάνει αυτές τις σκέψεις να φανούν σαν βεβαιότητα.
«Και γιατί πρέπει να φοβάσαι τους Σκοτεινόψυχους;» ρώτησε μια φωνή, πίσω της, κι η Εγκουέν πετάχτηκε μέχρι εκεί πάνω. Δεδομένου ότι βρισκόταν στον Τελ'αράν'ριοντ και δεδομένου ότι η ίδια ήταν μια ονειροβάτισσα, βρέθηκε να υπερί-πταται πάνω από το λιθόστρωτο σε ύψος μεγαλύτερο από το μπόι της προτού ακόμα καταλάβει τι είχε συμβεί. Α, μάλιστα, σκέφτηκε καθώς αιωρείτο. Έχω ξεπεράσει κατά πολύ τα λάθη των αρχαρίων. Αν συνεχιζόταν αυτό, θα αναπηδούσε κάθε φορά που η Τσέσα την καλημέριζε.
Ελπίζοντας να μην είχε αναψοκοκκινίσει, αφέθηκε να κατακάτσει. Ίσως να διατηρούσε ακόμα κάποια αξιοπρέπεια.
Το γερασμένο πρόσωπο της Μπάιρ, ωστόσο, φανέρωνε περισσότερες ρυτίδες απ' όσο συνήθως, εξαιτίας ενός χαμόγελου που έμοιαζε να φτάνει μέχρι τα αυτιά της. Αντίθετα με τις δυο άλλες γυναίκες που ήταν μαζί της, δεν είχε την ικανότητα της διαβίβασης, αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να ονειροβατεί. Ήταν εξίσου επιδέξια με οποιονδήποτε άλλον, κι ακόμα περισσότερο από μερικές απόψεις. Η Άμυς χαμογελούσε κι αυτή, αν κι όχι τόσο πλατιά, αλλά η ξανθομάλλα Μελαίν τίναξε πίσω το κεφάλι της και ξεκαρδίστηκε.
«Ποτέ μου δεν είδα κάποιον...» Η Μελαίν μόλις που πρόλαβε να βγει. «Σαν κουνέλι». Αναπήδησε λιγάκι και σηκώθηκε στον αέρα σε ύψος ενός ποδιού.
«Προσφάτως πλήγωσα λιγάκι τη Μογκέντιεν». Η Εγκουέν ένιωσε περήφανη με τη νηφαλιότητά της. Συμπαθούσε τη Μελαίν -ήταν πολύ λιγότερο προβληματική από τη στιγμή που κουβαλούσε παιδί μέσα της, και μάλιστα δίδυμα— αλλά εκείνη τη στιγμή με ευχαρίστηση θα τη στραγγάλιζε. «Μαζί με μερικούς φίλους κάναμε ζημιά στην περηφάνια της, αν κι όχι σοβαρή. Νομίζω πως δεν θα έλεγε όχι στην ευκαιρία να μου το ανταποδώσει». Ενστικτωδώς, άλλαξε ακόμα μια φορά τα ρούχα της. Ντύθηκε με το φόρεμα ιππασίας, από στιλπνό, πράσινο μετάξι, που φορούσε καθημερινά. Το Μέγα Ερπετό σχημάτιζε ένα χρυσό δαχτυλίδι στο δάχτυλό της. Δεν είχε σκοπό να τους τα αποκαλύψει όλα, αλλά αυτές οι γυναίκες ήταν φίλες της κι άξιζαν να μάθουν κάτι παραπάνω.
«Τις πληγές της αξιοπρέπειας δεν τις ξεχνάς, αντίθετα με τις πληγές της σάρκας». Η φωνή της Μπάιρ ήταν λεπτή κι οξεία, δυνατή ωστόσο, σαν ατσαλένιο καλάμι.
«Μίλησέ μας γι' αυτό», είπε η Μελαίν με ένα ανυπόμονο χαμόγελο. «Με ποιο τρόπο κατάφερες να την ντροπιάσεις;» Η φωνή της Μπάιρ έκρυβε παρόμοιο ενθουσιασμό. Σε μια χώρα ανελέητη ή μαθαίνεις να γελάς με τη βία ή περνάς τη ζωή σου θρηνώντας. Στην Τρίπτυχη Γη, οι Αελίτες είχαν μάθει να γελάνε εδώ και καιρό. Επιπλέον, θεωρείτο τέχνη αν κατάφερνες να ντροπιάσεις τον εχθρό σου.
Η Άμυς κοίταξε εξεταστικά για μια στιγμή τα καινούργια ρούχα της Εγκουέν κι είπε. «Νομίζω πως αυτά μπορούμε να τα συζητήσουμε αργότερα. Είπες πως πρέπει να μιλήσουμε». Ένευσε προς το σημείο που αρέσκονταν να συζητάνε οι Σοφές, κάτω από τον θεόρατο θόλο, στην καρδιά του δώματος. Ο λόγος που διάλεγαν αυτό το σημείο ήταν άλλο ένα μυστήριο που η Εγκουέν αδυνατούσε να διαλευκάνει. Οι τρεις γυναίκες κάθισαν σταυροπόδι, απλώνοντας με επιδέξιο τρόπο τις φούστες τους, σε απόσταση λίγων βημάτων από κάτι που έμοιαζε με ξίφος φτιαγμένο από γυαλιστερό κρύσταλλο, ανυψωμένο από τη λαβή στο σημείο που είχε καρφωθεί στο πέτρινο δάπεδο. Δεν φάνηκε να του δίνουν σημασία -μια και δεν αποτελούσε κομμάτι των προφητειών τους— όπως δεν έδιναν σημασία και στον κόσμο που υλοποιείτο στον αχανή χώρο. Πάντως, αυτό ήταν το μόνιμο μέρος σύναξής τους.
Το μυθικό Καλαντόρ θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει ως ξίφος, παρά την εμφάνισή του, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα αρσενικό σα’ανγκριάλ, ένα από τα ισχυρότερα που κατασκευάστηκαν στην Εποχή των Θρύλων. Αισθάνθηκε ένα ρίγος με τη σκέψη του αρσενικού σα'ανγκριάλ. Ήταν διαφορετικό από τότε που υπήρχε μονάχα ο Ραντ, κι οι Αποδιωγμένοι φυσικά. Τώρα όμως ήταν κι αυτοί οι Άσα’μαν. Χρησιμοποιώντας το Καλαντόρ, ένας άντρας είχε τη δυνατότητα να απορροφήσει από τη Μία Δύναμη ενέργεια ικανή να ισοπεδώσει μια πόλη μέσα σε δευτερόλεπτα και να αφανίσει τα πάντα σε ακτίνα κάμποσων μιλίων. Βημάτισε γύρω του, κρατώντας ενστικτωδώς τον ποδόγυρό της ψηλά. Ο Ραντ είχε πάρει από την Καρδιά της Πέτρας το Καλαντόρ για να εκπληρωθούν οι προφητείες κι έπειτα το είχε επιστρέψει για δικούς του λόγους. Το επέστρεψε και το παγίδεψε με παγίδες υφασμένες στο σαϊντίν. Είχαν κι αυτές τις δικές τους αντανακλάσεις οι οποίες μπορούσαν να τεθούν σε λειτουργία εξίσου αποτελεσματικά από τη στιγμή που κάποιος θα δοκίμαζε λανθασμένες υφάνσεις εκεί κοντά. Μερικά πράγματα στον Τελ'αράν'ριοντ ήταν όντως αληθινά.
Πασχίζοντας να μη σκέφτεται το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί, η Εγκουέν στάθηκε μπροστά στις τρεις Σοφές. Τακτοποιώντας την εσάρπα γύρω από τη μέση τους, ξεκούμπωσαν τις μπλούζες τους. Έτσι κάθονταν οι Αελίτισσες με τους φίλους τους, μέσα στις σκηνές κάτω από τον καυτό ήλιο. Η Εγκουέν δεν έκατσε κι ούτε που την ένοιαξε αν αυτό θα την έκανε να φαίνεται ότι ικετεύει ή ότι περνάει από δίκη. Ούτως ή άλλως, κατά βάθος έτσι ένιωθε. «Δεν σας είπα για ποιο λόγο με κάλεσαν μακριά από σας, ούτε και με ρωτήσατε».
«Θα μας τα πεις όλα μόλις είσαι έτοιμη», είπε η Άμυς αυτάρεσκα. Έμοιαζε να έχει την ίδια ηλικία με τη Μελαίν, παρά τα κατάλευκα, σαν της Μπάιρ, μαλλιά της που της έφταναν μέχρι τη μέση και τα οποία είχαν αρχίσει να αλλάζουν χρώμα σε ηλικία λίγο μεγαλύτερη από την Εγκουέν. Ωστόσο, αυτή ήταν η αρχηγός ανάμεσά τους, όχι η Μπάιρ. Για πρώτη φορά, η Εγκουέν αναρωτήθηκε πόσων χρονών να ήταν. Βέβαια, ποτέ δεν ρωτούσες κάτι τέτοιο μια Σοφή, ούτε μια Άες Σεντάι.
«Όταν σας άφησα, ήμουν μια από τις Αποδεχθείσες. Γνωρίζετε σχετικά με αυτή τη διάκριση στον Λευκό Πύργο». Η Μπάιρ κούνησε το κεφάλι της κι έκανε μια γκριμάτσα. Γνώριζε, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι καταλάβαινε κιόλας. Καμιά τους δεν καταλάβαινε. Για μια Αελίτισσα, κάτι τέτοιο ήταν εξίσου εξωφρενικό με το να είναι διαχωρισμένη μια πατριά ή μια κοινωνία πολεμιστών. Μπορεί στα μάτια τους να ήταν κι ένα είδος επιβεβαίωσης ότι οι Άες Σεντάι ήταν κάτι κατώτερο απ' αυτό που θα έπρεπε. Η Εγκουέν συνέχισε να μιλάει, παραξενεμένη που η φωνή της παρέμενε σταθερή και συγκεντρωμένη. «Οι αδελφές που εναντιώνονται στην Ελάιντα με ανέδειξαν ως Άμερλίν τους. Όταν η Ελάιντα εκθρονιστεί, θα ανέλθω εγώ στην Έδρα της Άμερλιν, στον Λευκό Πύργο». Πρόσθεσε το ριγωτό επιτραχήλιο στη φορεσιά της και περίμενε. Κάποτε τους είχε πει ψέματα, σοβαρό παράπτωμα κάτω από την επιρροή του τζι'ε'τόχ, και δεν ήταν σίγουρη πώς θα αντιδρούσαν μόλις μάθαιναν την αλήθεια που κρατούσε κρυμμένη μέχρι τώρα. Μακάρι να την πίστευαν. Οι άλλες απέμειναν να την κοιτάζουν.
«Να ένα πράγμα που κάνουν τα παιδιά», είπε προσεκτικά η Μελαίν έπειτα από λίγη ώρα. Η εγκυμοσύνη της δεν ήταν ορατή ακόμα, αλλά έμοιαζε ήδη να έχει ένα είδος εσώτερης ακτινοβολίας που την ομόρφαινε, καθώς και μια μύχια, ακαταμάχητη ηρεμία. «Τα παιδιά αγαπάνε να παίζουν με τα δόρατα κι όλα θέλουν να γίνουν αρχηγοί φυλών, αλλά τελικά συνειδητοποιούν ότι ένας αρχηγός φυλής σπάνια χορεύει ο ίδιος με τα δόρατα. Έτσι, αρκούνται στο να κάνουν φιγούρα και να προκαλούν». Στη μια πλευρά, το δάπεδο υψώθηκε ξαφνικά. Έπαψε να είναι πλακόστρωτο και μεταβλήθηκε σε μια προεξοχή από ηλιοψημένο, καφετή βράχο. Στην κορυφή του στεκόταν μια μορφή που θύμιζε αόριστα άνθρωπο, φτιαγμένη από συστραμμένα κλωνάρια και κομμάτια ρούχων. «Αυτός είναι ο αρχηγός φυλής που τους προστάζει από το λόφο να χορέψουν τα δόρατα, έτσι που να μπορεί ο ίδιος να παρακολουθεί τη μάχη. Αλλά τα παιδιά τρέχουν από δω κι από κει κι ο αρχηγός τους δεν είναι παρά ένα ξόανο από κλαριά και κουρέλια». Η πνοή ενός ανέμου αφαίρεσε το κάλυμμα των ρούχων, αποκαλύπτοντας την κενότητα της μορφής. Κατόπιν, το ύψωμα κι η φιγούρα εξαφανίστηκαν.
Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα. Φυσικά. Από δική της επιλογή, είχε εξιλεωθεί για το ψέμα της σύμφωνα με τους κανόνες του τζι'ε'τόχ, πράγμα που σήμαινε πως ήταν σαν να μην ειπώθηκε ποτέ αυτό το ψέμα. Έπρεπε να το καταλάβει. Οι άλλες όμως πέτυχαν διάνα στην περίπτωσή της, λες και βρίσκονταν βδομάδες ολόκληρες στο στρατόπεδο των Άες Σεντάι. Η Μπάιρ εξέτασε το πάτωμα, απρόθυμη να παραστεί μάρτυρας της ντροπής της, ενώ η Άμυς έμεινε με το πηγούνι ακουμπισμένο στην παλάμη της, προσπαθώντας με το διαπεραστικό, γαλάζιο της βλέμμα να φτάσει μέχρι τα τρίσβαθα της καρδιάς της.
«Έτσι με βλέπουν μερικές». Άλλη μια βαθιά ανάσα, κι η αλήθεια αποκαλύφθηκε περίτρανη. «Όλες, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Μέχρι να ολοκληρώσουμε τη μάχη μας, θα ξέρουν ότι εγώ είμαι η αρχηγός τους και θα κάνουν ό,τι τους λέω».
«Γύρνα σε μας», είπε η Μπάιρ. «Αυτές οι γυναίκες δεν αξίζουν τόση αξιοπρέπεια εκ μέρους σου. Η Σορίλεα έχει ήδη μαζέψει κάμποσους νεαρούς που θα σου χρησιμέψουν να δεις στο εσωτερικό των σκηνών του μόχθου. Επιθυμεί πολύ να σε δει να κάνεις νυφικό στεφάνι».
«Ελπίζω να είναι εκεί όταν νυμφευθώ, Μπάιρ» - με τον Γκάγουιν, ήλπιζε. Ήξερε καλά πως, σύμφωνα με την ερμηνεία των ονείρων της, θα τον δέσμευε, αλλά μονάχα η ελπίδα κι η βεβαιότητα της αγάπης της έλεγαν πως τελικά θα παντρεύονταν. «Ελπίζω να είστε όλες εκεί. Όμως, έχω κάνει την επιλογή μου».
Η Μπάιρ με τη Μελαίν ήταν έτοιμες να διαφωνήσουν μαζί της, αλλά η Άμυς ύψωσε το χέρι της κι οι άλλες σιώπησαν, απρόθυμα πάντως. «Υπάρχει αρκετό τζι στην απόφασή της. Θα υποτάξει τους εχθρούς της στη θέλησή της και δεν πρόκειται να το βάλει στα πόδια μπροστά τους. Σου εύχομαι το καλύτερο στο χορό σου, Εγκουέν αλ'Βέρ». Είχε υπάρξει Κόρη της Λόγχης και θεωρούσε ότι ακόμα ήταν. «Κάθισε, κάθισε».
«Η αξιοπρέπεια είναι δικό της θέμα», είπε η Μπάιρ, κοιτώντας συνοφρυωμένη την Άμυς, «αλλά εγώ θα ήθελα να ρωτήσω κάτι άλλο». Η ματιά της είχε ένα νερουλό, μπλε χρώμα, αλλά, μόλις στράφηκε στην Εγκουέν, έγινε κοφτερή όπως της Άμυς. «Θα αναγκάσεις αυτές τις Άες Σεντάι να γονυπετήσουν στον Καρ'α'κάρν;»
Ξαφνιασμένη, η Εγκουέν κόντεψε να σωριαστεί στο πλακόστρωτο, παρότι καθόταν. Ωστόσο, δεν δίστασε ούτε στο ελάχιστο να απαντήσει. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, Μπάιρ. Αλλά, και να μπορούσα, δεν θα το έκανα. Είμαστε αφοσιωμένες στον Πύργο, στο σύνολο των Άες Σεντάι, κι η αφοσίωση αυτή είναι μεγαλύτερη ακόμα κι από αυτή που έχουμε για τη γη που γεννηθήκαμε». Αυτό ήταν αλήθεια, ή έτσι υποτίθεται, αν κι αναρωτήθηκε τι αποτέλεσμα είχε στο μυαλό τους αυτός ο ισχυρισμός, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την ίδια όσο και τις άλλες επαναστάτριες. «Οι Άες Σεντάι δεν ορκίζονται πίστη ούτε σε μια Άμερλιν, πόσω μάλλον σε άντρα. Θα ήταν σαν να γονυπετούσε μία από σας σε έναν αρχηγό φυλής». Έφτιαξε μια εικόνα, με τον τρόπο που συνήθιζε να κάνει η Μελαίν, συγκεντρώνοντας την προσοχή της στην αληθοφάνειά της. Ο Τελ'αράν'ριοντ ήταν απείρως εύπλαστος αν ήξερες πώς να τον χειριστείς. Πέρα από το Καλαντόρ τρεις Σοφές γονυπετούσαν μπροστά σε έναν αρχηγό φυλής. Ο άντρας έμοιαζε έντονα με τον Ρούαρκ, ενώ οι γυναίκες με τις τρεις που ήταν απέναντί της. Κράτησε τη σκηνή για μερικά δευτερόλεπτα, αλλά η Μπάιρ της έριξε μια ματιά και ρουθούνισε δυνατά. Η εντύπωση ήταν εξωφρενική.
«Μη συγκρίνεις αυτές τις γυναίκες με μας». Η πράσινη ματιά της Μελαίν στραφτάλιζε με κάτι που θύμιζε την παλιά αψάδα. Ο τόνος της φωνής της ήταν κοφτερός σαν ξυράφι.
Η Εγκουέν σιώπησε. Οι Σοφές έμοιαζαν να απεχθάνονται τις Άες Σεντάι, όλες εκτός από την ίδια, αν κι η στάση τους θα μπορούσε να εκληφθεί περισσότερο σαν περιφρονητική. Σκέφτηκε πως ίσως να ήταν πολύ δυσαρεστημένες με τις προφητείες που τις συνέδεαν με τις Άες Σεντάι. Προτού ακόμα την καλέσει η Αίθουσα για να την ανακηρύξει Άμερλιν, η Σέριαμ με τον στενό κύκλο των φίλων της συναντούσαν συχνά τις τρεις τους σε αυτό το μέρος, αλλά αυτές οι συναντήσεις είχαν πάρει τέλος, τόσο επειδή οι Σοφές αρνούνταν να κρύψουν την περιφρόνησή τους, όσο κι επειδή είχε καλεστεί τελικά η Εγκουέν. Στον Τελ'αράν'ριοντ, η σύγκρουση με κάποιον που ήταν πιο εξοικειωμένος με το μέρος μπορούσε να είναι ιδιαίτερα εξευτελιστική. Ακόμα και τώρα, με την Εγκουέν, κρατούσαν μια απόσταση κι υπήρχαν ορισμένα ζητήματα που δεν τα συζητούσαν, όπως για παράδειγμα τι γνώριζαν για τα σχέδια του Ραντ. Κάποτε, στο παρελθόν, ήταν ενωμένη μαζί τους, μαθήτριά τους στην ονειροβασία. Κατόπιν, έγινε μια Άες Σεντάι, προτού ακόμα αυτές μάθουν όσα μόλις τους είχε αποκαλύψει.
«Η Εγκουέν αλ'Βέρ θα κάνει αυτό που πρέπει», είπε η Άμυς. Η Μελαίν την κοίταξε παρατεταμένα κι έσιαξε επιδεικτικά την εσάρπα της, μετακινώντας τα μακριά περιδέραιά της που παρήγαγαν έναν κροταλιστό ήχο από φίλντισι και χρυσό, αλλά δεν είπε τίποτα. Η Άμυς φάνταζε ακόμα πιο επιβλητική. Μόνο μία άλλη Σοφή είχε δει η Εγκουέν που ανάγκαζε με ευκολία τις υπόλοιπες να της φέρονται με σεβασμό: τη Σορίλεα.
Η Μπάιρ φαντάστηκε μπροστά της ένα φλιτζάνι τσάι, όπως συνήθιζαν στις σκηνές, μια χρυσή τσαγιέρα με σκαλιστά λιοντάρια από κάποια χώρα, έναν ασημένιο δίσκο με μεταλλική κόψη από κάποια άλλη και μικρά, πράσινα φλιτζάνια λεπτοδουλεμένης πορσελάνης από τους Θαλασσινούς. Το τσάι είχε, φυσικά, αληθινή γεύση. Παρά το ότι υπήρχε μια υποψία μούρου ή κάποιου βότανου που δεν αναγνώριζε, ήταν αρκετά πικρό στη γλώσσα της Εγκουέν. Το φαντάστηκε με λίγο πρόσθετο μέλι και ρούφηξε άλλη μια γουλιά. Πολύ γλυκό. Κάπως λιγότερο μέλι κι ήταν μα χαρά. Να κάτι που δεν μπορούσες να κάνεις με τη χρήση της Δύναμης. Η Εγκουέν αμφέβαλε αν υπήρχε κανείς με την ικανότητα να γνέθει νήματα σαϊντάρ με τέτοια λεπτότητα που να μπορεί να αφαιρεί μια ποσότητα μελιού από το τσάι του.
Στάθηκε για μια στιγμή κοιτώντας το φλιτζάνι της, αναλογιζόμενη το μέλι, το τσάι και τα λεπτοδουλεμένα νήματα του σαϊντάρ, αλλά δεν ήταν γι' αυτό το λόγο που παρέμενε σιωπηλή. Οι Σοφές επιθυμούσαν να καθοδηγήσουν τον Ραντ, όπως άλλωστε κι η Ελάιντα, η Ρομάντα, η Λελαίν και -πιθανότατα- οποιαδήποτε άλλη Άες Σεντάι. Βέβαια, ήθελαν να στρέψουν τον Καρ'α'κάρν προς οτιδήποτε έκριναν ότι ήταν καλύτερο για τους Αελίτες, ωστόσο οι αδελφές αυτές ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα για το καλό ολόκληρου του κόσμου, όπως το έβλεπαν αυτές τουλάχιστον. Δεν έτρεφε αυταπάτες. Αν βοηθούσε τον Ραντ, αν τον εμπόδιζε να έρθει σε ανοικτή αντιπαράθεση με τις Άες Σεντάι, σήμαινε πως, ταυτόχρονα, τον καθοδηγούσε κιόλας. Μόνο εγώ έχω δίκιο, υπενθύμισε στον εαυτό της. Ό,τι κι αν κάνω, είναι τόσο για το δικό τον καλό όσο και για το καλό οποιουδήποτε άλλου. Καμιά τους δεν σκέφτεται ποιο είναι το σωστό για τον ίδιο. Καλύτερα όμως να είχε υπόψη της ότι αυτές οι γυναίκες ήταν κάτι περισσότερο από απλές φίλες της κι ακόλουθες του Καρ'α'κάρν. Αν είχε μάθει κάτι μέχρι τώρα, ήταν ότι όλοι κι όλες έκρυβαν κάτι βαθύτερο απ' αυτό που παρουσίαζαν.
«Δεν νομίζω πως το μόνο που θέλεις να μας πεις είναι ότι είσαι πλέον μια γυναίκα αρχηγός των υδροβίων», είπε η Άμυς, κοιτώντας την πάνω από το φλιτζάνι με το τσάι της. «Τι σε βασανίζει, Εγκουέν αλ'Βέρ;»
«Ό,τι με βασάνιζε πάντα». Χαμογέλασε για να αλαφρύνει την ατμόσφαιρα. «Μερικές φορές έχω την εντύπωση πως ο Ραντ θα με γεράσει πριν από την ώρα μου».
«Καμιά γυναίκα δεν θα γερνούσε αν δεν υπήρχαν οι άντρες». Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, αυτό αποτελούσε αστείο για τα δεδομένα της Μελαίν κι η Μπάιρ θα ανταπαντούσε με κάποιο άλλο που θα αφορούσε την τεράστια γνώση που είχε αποκτήσει η Μελαίν για τους άντρες μέσα σε λίγους μονάχα μήνες γάμου, αλλά δεν έδωσε συνέχεια. Οι τρεις γυναίκες κοιτούσαν την Εγκουέν και περίμεναν.
Άρα, λοιπόν, ήθελαν να το παίξουν σοβαρές. Και καλά έκαναν, μια και το θέμα με τον Ραντ ήταν σοβαρή υπόθεση. Απλώς, ήθελε να βεβαιωθεί ότι το έβλεπαν εξίσου σοβαρά με αυτήν. Ισορροπώντας το φλιτζάνι ανάμεσα στα ακροδάχτυλά της, τους αποκάλυψε τα πάντα αναφορικά με τον Ραντ και με τους φόβους της για τη σιωπή που επικρατούσε στο Κάεμλυν. «Δεν έχω ιδέα τι έχει κάνει -ή τι μπορεί να έκανε αυτή. Όλοι μού λένε πως η Μεράνα είναι πολύ έμπειρη, αλλά σίγουρα δεν είναι εφάμιλλή του. Αναφορικά με τις Άες Σεντάι, αν κρύψετε αυτό το φλιτζάνι σε ένα λιβάδι, είναι ικανός να το ανακαλύψει με λιγότερα από τρία βήματα. Ξέρω πως μπορώ να τα καταφέρω καλύτερα από τη Μεράνα, αλλά...»
«Θα μπορούσες να επιστρέψεις», πρότεινε η Μπάιρ, αλλά η Εγκουέν κούνησε εμφατικά το κεφάλι της.
«Από τη θέση της Άμερλιν μπορώ να κάνω περισσότερα. Ακόμα και για την Έδρα της Άμερλιν ισχύουν κάποιοι νόμοι». Στράβωσε το στόμα της για μια στιγμή. Δεν της άρεσε που αναγκάστηκε να παραδεχτεί κάτι τέτοιο, ειδικά παρουσία αυτών των γυναικών. «Χωρίς την άδεια της Αίθουσας, ούτε να τον επισκεφτώ δεν μπορώ. Είμαι μια Άες Σεντάι πια και πρέπει να υπακούω στους νόμους». Η τελευταία πρόταση της βγήκε με μεγαλύτερη αγριάδα απ' όσο σκόπευε. Ήταν ένας ανόητος νόμος, αλλά δεν είχε βρει ακόμα τον τρόπο να τον παρακάμψει. Επιπλέον, τα πρόσωπά τους ήταν τόσο ανέκφραστα που ήταν σίγουρη πως, κατά βάθος, ήταν καχύποπτες και προσπαθούσαν να συγκρατηθούν για να μη γελάσουν. Ούτε καν ο αρχηγός φυλής δεν είχε δικαίωμα να πει σε μια Σοφή που και πότε να πάει.
Οι τρεις γυναίκες που κάθονταν απέναντι της αντάλλαξαν ματιές για κάμποση ώρα. Ύστερα, η Άμυς απίθωσε το φλιτζάνι της κι είπε. «Η Μεράνα Άμπρεϋ μαζί με μερικές ακόμα Άες Σεντάι ακολούθησαν τον Καρ'α'κάρν στην πόλη των δενδροφονιάδων. Δεν χρειάζεται να φοβάσαι μη τυχόν κάνει κάποιο λάθος απέναντί της, αυτός ή οι αδελφές σου. Θα φροντίσουμε να μη δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα ανάμεσα στον Ραντ και οποιαδήποτε Άες Σεντάι».
«Δεν τον ξέρετε καλά τον Ραντ», είπε η Εγκουέν, γεμάτη αμφιβολία. Ώστε, η Σέριαμ είχε δίκιο για τη Μεράνα. Γιατί όμως εξακολουθούσε να τηρεί σιγή ιχθύος;
Η Μπάιρ χαχάνισε. «Πιο πολλά προβλήματα έχουν οι γονείς με τα παιδιά τους παρά ο Καρ'α'κάρν με τις γυναίκες της Μεράνα Άμπρεϋ».
«Αρκεί να μην είναι ο ίδιος το παιδί», χασκογέλασε η Εγκουέν, ανακουφισμένη με τη διασκεδαστική παρεμβολή. Από το τι ένιωθαν αυτές οι γυναίκες απέναντι στις Άες Σεντάι, συμπέρανε πως θα έτρωγαν τα λύσσακα τους αν πίστευαν πως κάποια από τις αδελφές τον επηρέαζε όλο και πιο πολύ. Από την άλλη, η Μεράνα έπρεπε ή να κερδίσει κάποια επιρροή ή να σηκωθεί να φύγει. «Η Μεράνα όμως θα έστελνε αναφορά. Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο δεν έστειλε. Ήσαστε σίγουρες πως δεν...» Δεν ήξερε πώς να αποτελειώσει την πρότασή της. Δεν υπήρχε τρόπος να εμποδίσει ο Ραντ τη Μεράνα να στείλει ένα ταχυδρομικό περιστέρι.
«Μπορεί να έστειλε κάποιον έφιππο άντρα». Η Άμυς έκανε μια ελαφριά γκριμάτσα. Όπως κι οποιαδήποτε άλλη Αελίτισσα, η ιππασία την απωθούσε. Πίστευε πως τα πόδια του ανθρώπου έφταναν για να κάνει τη δουλειά του. «Δεν κατέφθασε κανένα από τα πουλιά που χρησιμοποιούν οι υδρόβιοι».
«Ανόητο εκ μέρους της», μουρμούρισε η Εγκουέν. Η λέξη «ανόητο» ήταν ελλιπής. Η Μεράνα μάλλον θα χρησιμοποιούσε προστασία στα όνειρα της, άρα δεν υπήρχε λόγος να προσπαθήσει να της μιλήσει από εκεί, ακόμα κι αν τα έβρισκε. Μα το Φως, πόσο εξοργιστικό ήταν! Η Εγκουέν έγειρε μπροστά, γεμάτη προσήλωση. «Άμυς, υποσχέσου μου πως δεν θα τον εμποδίσεις να της μιλήσει, ούτε θα την κάνεις να θυμώσει τόσο που να κάνει καμιά τρέλα». Ήταν ικανές. Πιότερο κι από ικανές. Είχαν τοποθετήσει ένα αντίγραφο Άες Σεντάι, τόσο τελειοποιημένο που να μοιάζει με Ταλέντο. «Υποτίθεται πως πρέπει να τον πείσει ότι δεν θα του κάνουμε κακό. Είμαι σίγουρη πως η Ελάιντα κρύβει μερικές άσχημες εκπλήξεις στο μανίκι της, αλλά εμείς όχι». Κι αν κάποιος είχε άλλη άποψη, θα έβρισκε τρόπο να το τακτοποιήσει η ίδια το ζήτημα. «Μου το υπόσχεσαι;»
Οι γυναίκες αντάλλαξαν αδιόρατες ματιές. Δεν τους άρεσε η ιδέα να υπάρχει πλάι στον Ραντ μια αδελφή, κάνοντας μάλιστα ανεμπόδιστα τη δουλειά της. Αναμφίβολα, κάποια από αυτές όλο και κάτι θα μηχανεύονταν για να είναι παρούσα όπου πήγαινε η Μεράνα, αλλά αυτό δεν την απασχολούσε από τη στιγμή που δεν θα λειτουργούσαν σαν τροχοπέδη.
«Στο υπόσχομαι, Εγκουέν αλ'Βέρ», απάντησε τελικά η Άμυς. Η φωνή της ήταν επίπεδη σαν κατεργασμένη πέρα.
Πιθανότατα, είχε προσβληθεί που τη δέσμευε κατ' αυτόν τον τρόπο, αλλά η Εγκουέν αισθάνθηκε σαν να έφευγε από πάνω της ένα βάρος, ή μάλλον δύο βάρη. Ο Ραντ κι η Μεράνα δεν αντιπαθούσαν ο ένας τον άλλον, κι έτσι η Μεράνα είχε μια καλή ευκαιρία να φέρει σε πέρας το έργο της. «Ήξερα πως θα μου έλεγες την ωμή αλήθεια, Άμυς, και δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο χαρούμενη είμαι τώρα που την άκουσα. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά ανάμεσα στον Ραντ και τη Μεράνα... Σ' ευχαριστώ».
Βλεφάρισε ξαφνιασμένη. Για μια στιγμή, η Άμυς φορούσε το καντιν'σόρ. Έκανε κάτι σαν αδιόρατη χειρονομία. Μάλλον ήταν η χειρομιλία που χρησιμοποιούσαν οι Κόρες. Η Μπάιρ κι η Μελαίν ρουφούσαν το τσάι τους απορροφημένες και δεν έδειξαν ότι κατάλαβαν κάτι. Η Άμυς ευχήθηκε να βρισκόταν κάπου αλλού, μακριά από όλη αυτή την ανακατωσούρα που είχε δημιουργήσει ο Ραντ. Ήταν μεγάλη ντροπή και ρεζιλίκι για μια Σοφή ονειροβάτισσα να χάνει τον έλεγχο του εαυτού της στον Τελ'αράν'ριοντ, έστω και για λίγο. Για τους Αελίτες, η αισχύνη ήταν χειρότερη από οποιονδήποτε πόνο, μόνο που έπρεπε να τη βιώσεις ως αισχύνη. Αν δεν τη βίωνες, ή αν όσοι παρίσταντο μάρτυρες αρνούνταν να το παραδεχτούν, ήταν σαν να μη συνέβη ποτέ. Παράξενος λαός, κι ωστόσο δεν είχε καμιά διάθεση να ντροπιάσει την Άμυς. Η νηφαλιότητα επανήλθε στα χαρακτηριστικά της κι εξακολούθησε να μιλάει σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό.
«Πρέπει να σου ζητήσω μια χάρη· μια πολύ σημαντική χάρη. Μην αναφέρεις στον Ραντ -όπως και σε οποιονδήποτε άλλον- για μένα, ούτε και για όλα όσα έγιναν εδώ». Ανασήκωσε τη μια άκρη του επιτραχηλίου της. Τα χαρακτηριστικά τους έκαναν ακόμα και το πιο ήρεμο πρόσωπο μιας Άες Σεντάι να μοιάζει μανιασμένο. Η πέτρινη έκφραση είχε εξαφανιστεί. «Δεν εννοώ να του πείτε ψέματα», πρόσθεσε βιαστικά η Εγκουέν. Κάτω από την επίδραση του τζι'ε'τόχ, το να ζητήσεις από κάποιον να πει ψέματα δεν διέφερε και πολύ από το να ψεύδεσαι ο ίδιος. «Απλώς, μην ανακινήσετε το θέμα. Ήδη έχει στείλει κάποιον να με "σώσει"». Άσε που θα γίνει έξαλλος μόλις μάθει ότι μετέθεσα τον Ματ στο Έμπου Νταρ μαζί με τη Νυνάβε και την Ηλαίην, σκέφτηκε. Ωστόσο, έπρεπε να το κάνει. «Δεν χρειάζεται να με σώσει κανείς, ούτε και το θέλω, αλλά ο Ραντ νομίζει πως ξέρει καλύτερα από τον καθένα. Φοβάμαι πως θα έρθει ο ίδιος στο κατόπι μου». Άραγε, τι τη φόβιζε περισσότερο; Να εμφανιστεί στον καταυλισμό μόνος του, γεμάτος οργή, με τριακόσιες Άες Σεντάι γύρω του, ή να έρθει μαζί με μερικούς Άσα’μαν; Ό,τι και να έκανε, η συμφορά θα ήταν ανυπολόγιστη.
«Κάτι τέτοιο θα ήταν... πολύ ατυχές», μουρμούρισε η Μελαίν, παρ' όλο που σπάνια επιδίωκε να μειώσει τη σημασία ενός γεγονότος, κι η Μπάιρ γόγγυξε δυσανασχετώντας. «Ο Καρ'α'κάρν είναι ξεροκέφαλος, όπως κι οι πιο πολλοί άντρες που γνώρισα. Και μερικές γυναίκες, για να πω την αλήθεια».
«Μπορείς να μας έχεις εμπιστοσύνη, Εγκουέν αλ'Βέρ», είπε σοβαρά η Άμυς.
Η Εγκουέν βλεφάρισε χαρούμενα, μια κι η συμφωνία είχε επιτευχθεί γρήγορα. Ίσως, πάλι, να μην ήταν και τόσο παράξενο αυτό. Γι’ αυτές, ο Καρ'α'κάρν δεν ήταν παρά ένας ακόμα αρχηγός, κι ήταν γνωστό πως οι Σοφές κρατούσαν μυστικό από έναν αρχηγό κάτι που θεωρούσαν ότι δεν έπρεπε να μάθει.
Δεν υπήρχαν και πολλά ακόμα να λεχθούν, αν και κουβέντιασαν ακόμα λίγο πίνοντας τσάι. Η Εγκουέν λαχταρούσε να τη διδάξουν κάποια πράγματα για την ονειροβασία, αλλά δεν τολμούσε να το ζητήσει παρουσία της Άμυς. Θα αναγκαζόταν να αποσυρθεί, κι επιθυμούσε την παρέα της περισσότερο από το μάθημα. Η μοναδική φορά που αναφέρθηκε εκ μέρους των Σοφών το θέμα του Ραντ, ήταν όταν η Μελαίν γκρίνιαξε πως ο Αναγεννημένος Δράκοντας καλά θα έκανε να τελειώνει με τους Σάιντο και τη Σεβάνα. Τόσο η Μπάιρ όσο κι η Άμυς την κοίταξαν βλοσυρά κι αυτή αναψοκοκκίνισε. Σε τελική ανάλυση, όπως πολύ καλά γνώριζε η Εγκουέν, η Σεβάνα ήταν μια Σοφή κι ούτε ο ίδιος ο Καρ'α'κάρν δεν επιτρεπόταν να αναμιχθεί με μια Σοφή Σάιντο. Άλλωστε, δεν ήταν δυνατόν να τους αναφέρει λεπτομέρειες της περίπτωσης της. Το ότι ανασκάλεψαν ένα επαίσχυντο θέμα δεν θα μείωνε ούτε στο ελάχιστο την ντροπή που θα ένιωθε η ίδια μιλώντας γι' αυτό· ήταν πολύ δύσκολο να μη συμπεριφέρεσαι και να μη σκέφτεσαι σαν τους Αελίτες όταν οι τελευταίοι σε περιστοιχίζουν από παντού. Από την άλλη, η ίδια θα το θεωρούσε πολύ εξευτελιστικό αν δεν είχε συναντήσει ποτέ Αελίτη. Πάντως, η μόνη συμβουλή που είχαν να δώσουν για το πώς έπρεπε να χειριστεί κανείς το θέμα με τις Άες Σεντάι, ήταν τόσο ακραία που δεν θα την εφάρμοζε ούτε καν η Ελάιντα. Όσο κι αν φάνταζε απίθανη, μια εξέγερση εκ μέρους των Άες Σεντάι ίσως να είχε αποτέλεσμα. Το χειρότερο ήταν πως έτσι κι αλλιώς είχαν σχηματίσει άσχημη γνώμη για τις Άες Σεντάι, ακόμα κι αν η ίδια δεν έριχνε λάδι στη φωτιά. Η επιθυμία της ήταν να γεφυρώσει κάποια μέρα το χάσμα ανάμεσα στις Σοφές και τον Λευκό Πύργο, αλλά αυτό θα ήταν ακατόρθωτο αν πρώτα δεν καταπράυνε τα πνεύματα. Να κάτι ακόμα που δεν είχε ιδέα πώς να κατορθώσει.
«Πρέπει να φύγω», είπε τελικά και σηκώθηκε. Το σώμα της αναπαυόταν στο εσωτερικό της σκηνής, αλλά ο ύπνος δεν πρόσφερε ποτέ αρκετή ανάπαυση ενόσω βρισκόσουν στον Τελ'αράν'ριοντ. Οι άλλες τη μιμήθηκαν και σηκώθηκαν κι αυτές. «Ελπίζω να δείξετε τη δέουσα προσοχή. Η Μογκέντιεν με μισεί κι είναι σίγουρο πως θα προσπαθήσει να κάνει κακό σε κάθε άτομο που διάκειται φιλικά απέναντι μου. Γνωρίζει πολλά για τον Κόσμο των Ονείρων, όσα σχεδόν κι η Λανφίαρ». Τα λόγια της ήταν ένα είδος προειδοποίησης ότι η Μογκέντιεν μπορεί να ήξερε και περισσότερα από τις ίδιες, κάτι που πιθανόν να αποτελούσε ισχυρό χτύπημα στην Αελίτικη υπερηφάνεια. Ωστόσο, έπιασαν το νόημα των λόγων της χωρίς να προσβληθούν.
«Αν οι Σκοτεινόψυχοι σκόπευαν να μας απειλήσουν», είπε η Μελαίν, «νομίζω πως θα το είχαν κάνει ήδη. Ίσως πιστεύουν πως δεν αποτελούμε απειλή γι' αυτούς».
«Ρίξαμε μια ματιά σε κάποια άτομα που μπορεί να είναι δυνητικοί ονειροβάτες, συμπεριλαμβανομένων και μερικών αντρών». Η Μπάιρ κούνησε το κεφάλι της δύσπιστα. Άσχετα απ' όσα γνώριζε σχετικά με τους Αποδιωγμένους, θεωρούσε ότι το να υπάρχουν αρσενικοί ονειροβάτες ήταν τόσο πιθανό όσο και το να έχουν πόδια τα φίδια. «Μας αποφεύγουν. Όλοι τους».
«Εγώ νομίζω πως είμαστε εξίσου δυνατές με αυτές», πρόσθεσε η Άμυς. Όσον αφορά τη Μία Δύναμη, η ίδια με τη Μελαίν δεν θεωρούνταν δυνατότερες από την Τέοντριν και τη Φαολαίν. Όχι ότι ήταν αδύναμες -τουναντίον, ήταν ισχυρότερες από τις πιο πολλές Άες Σεντάι- αλλά η δύναμή τους δεν μπορούσε να συγκριθεί με μιας Αποδιωγμένης. Ωστόσο, στον Κόσμο των Ονείρων η γνώση του Τελ'αράν'ριοντ ήταν εξίσου ισχυρή με ενός σαϊντάρ, ίσως κι ισχυρότερη μερικές φορές. Εδώ, η Μπάιρ ήταν ίση με οποιαδήποτε άλλη αδελφή. «Θα προσέξουμε πολύ. Ο μόνος εχθρός που μπορεί να σε σκοτώσει είναι αυτός που υποτιμάς».
Η Εγκουέν έπιασε την Άμυς και τη Μελαίν από το μπράτσο. Το ίδιο θα έκανε και με την Μπάιρ αν υπήρχε τρόπος. Αρκέστηκε να της χαμογελάσει. «Μου είναι αδύνατον να σας περιγράψω τι σημαίνει για μένα η φιλία σας, εσείς οι ίδιες». Κι έλεγε την αλήθεια. «Ολόκληρος ο κόσμος φαίνεται να αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη. Εσείς οι τρεις ανήκετε στα ελάχιστα σταθερά σημεία».
«Ναι, όντως αλλάζει ο κόσμος», είπε η Άμυς λυπημένα. «Ακόμα και τα βουνά διαβρώνονται από τον άνεμο. Κανείς δεν μπορεί να ανέβει δύο φορές τον ίδιο λόφο. Ελπίζω πως, στα μάτια σου, θα είμαστε πάντα φίλες, Εγκουέν αλ'Βέρ. Είθε να βρίσκεις πάντα νερό και σκιά». Λέγοντας αυτά, χάθηκαν κι οι τρεις, επιστρέφοντας πίσω στα σώματά τους.
Στάθηκε για λίγο κοιτώντας συνοφρυωμένη το Καλαντόρ, χωρίς να το βλέπει στην πραγματικότητα, μέχρι που ξαφνικά ένιωσε να τραντάζεται φουρκισμένη. Σκεφτόταν όλη αυτή την ατελείωτη έκταση των άστρων. Αν περίμενε κάμποσο, το όνειρο του Γκάγουιν θα την έβρισκε και θα την απορροφούσε, ό,τι ακριβώς θα έκαναν και τα μπράτσα του λίγο αργότερα. Ευχάριστος τρόπος να περάσει την υπόλοιπη νύχτα αλλά και χάσιμο χρόνου ταυτόχρονα.
Με σταθερές κινήσεις οπισθοχώρησε στο κοιμισμένο της σώμα, αν κι όχι στον συνηθισμένο ύπνο. Δεν το έκανε πια αυτό. Ένα κομμάτι του εγκεφάλου της παρέμενε σε εγρήγορση, καταγράφοντας τα όνειρά της, αρχειοθετώντας όσα προέλεγαν το μέλλον, ή όσα αποτελούσαν φευγαλέες εικόνες από πιθανολογικά παρακλάδια. Αν μη τι άλλο ήταν σίγουρη για κάποια πράγματα, αν και το μόνο όνειρο που μέχρι τώρα μπορούσε να ερμηνεύσει ήταν αυτό που έδειχνε πως ο Γκάγουιν θα γινόταν Πρόμαχος της. Οι Άες Σεντάι αποκαλούσαν αυτή τη δυνατότητα Ονείρεμα και τις γυναίκες που την κατείχαν Ονειρεύτριες, όλες νεκρές από καιρό εκτός από την ίδια. Πάντως, όπως κι η ονειροβασία, δεν είχε να κάνει με τη Μία Δύναμη.
Ίσως ήταν αναπόφευκτο να ονειρευτεί πρώτον απ' όλους τον Γκάγουιν, μια και τον σκεφτόταν.
Στεκόταν σε ένα αχανές, μουντό δωμάτιο όπου τα πάντα ήταν ακαθόριστα. Τα πάντα εκτός από τον Γκάγουιν, ο οποίος ερχόταν προς το μέρος της με αργές κινήσεις. Ήταν ένας ψηλός, όμορφος άντρας -άραγε, αναρωτήθηκε ποτέ της αν ο ετεροθαλής αδελφός του, ο Γκάλαντ, ήταν ομορφότερος;- χρυσομάλλης και με υπέροχα, βαθυγάλαζα μάτια. Είχε να διανύσει ακόμα κάμποση απόσταση, αλλά την έβλεπε καθαρά. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο επάνω της, όπως του τοξότη πάνω στο στόχο. Ένας αδιόρατος, τριζάτος και στριγκός ήχος ακουγόταν από κάπου στο χώρο. Η Εγκουέν κοίταξε προς τα κάτω κι ένιωσε μια κραυγή να φουντώνει μέσα της. Ο Γκάγουιν περπατούσε ξυπόλητος σε ένα δάπεδο στρωμένο με σπασμένα γυαλιά. Σε κάθε του αργό βήμα θραύσματα τσακίζονταν. Ακόμα και κάτω από αυτό το ημίφως, διέκρινε καθαρά τα αιμάτινα αχνάρια που άφηναν πίσω τους τα χαρακωμένα του πόδια. Άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του πασχίζοντας να του φωνάξει να σταματήσει, πασχίζοντας να τρέξει κοντά του, αλλά ξαφνικά βρέθηκε αλλού.
Όπως γίνεται συνήθως στα όνειρα, αιωρείτο πάνω από έναν μακρύ, ίσιο δρόμο που διέσχιζε μια χλοώδη πεδιάδα, κοιτώντας κάτω, προς το μέρος ενός άντρα που ίππευε έναν κατάμαυρο επιβήτορα. Ο Γκάγουιν. Την επόμενη στιγμή στεκόταν στο δρόμο, μπροστά του, κι αυτός τραβούσε βιαστικά τα γκέμια, όχι επειδή την είδε, αλλά επειδή ο -μέχρι εκείνη τη στιγμή ίσιος- δρόμος διακλαδιζόταν στο σημείο που στεκόταν η Εγκουέν, περνώντας πάνω από ψηλούς λόφους πίσω από τους οποίος κανείς δεν μπορούσε να δει τι υπήρχε. Αυτή όμως ήξερε. Αν ο Γκάγουιν ακολουθούσε τη μια διακλάδωση, θα έβρισκε φρικτό θάνατο, αλλά αν ακολουθούσε την άλλη τον περίμενε μακροζωία και θάνατος σε βαθιά γεράματα. Ο ένας δρόμος οδηγούσε στο γάμο τους, ο άλλος όχι. Γνώριζε το μέλλον, αλλά δεν ήξερε ποιο ήταν το σωστό παρακλάδι. Ξαφνικά την πρόσεξε, ή έτσι φάνηκε. Χαμογέλασε κι έστρεψε το άλογό του να ακολουθήσει τον ένα δρόμο... Η Εγκουέν βρέθηκε σ' ένα άλλο όνειρο. Και σε άλλο. Και σε άλλο. Ξανά και ξανά.
Δεν αφορούσαν όλα το μέλλον. Σε μερικά ονειρεύτηκε ότι φιλούσε τον Γκάγουιν, σε άλλα ότι ήταν παιδί και, μαζί με τις αδελφές της, κυνηγιόντουσαν στα δροσερά, ανοιξιάτικα λιβάδια, ενώ διάφοροι εφιάλτες έμπαιναν σαν σφήνα, όπου οι Άες Σεντάι την είχαν πάρει στο κυνήγι κρατώντας βέργες και την καταδίωκαν μέσα από ατελείωτους διαδρόμους, στις σκιές των οποίων παραφυλούσαν παραμορφωμένα όντα, κι όπου εμφανιζόταν η Νίκολα με ένα χαιρέκακο χαμόγελο καταδίδοντάς τη στην Αίθουσα, ενώ ο Θομ Μέριλιν ετοιμαζόταν να καταθέσει εναντίον της. Τέτοιου είδους όνειρα τα απέρριψε. Τα υπόλοιπα τα αρχειοθέτησε για να τα ανασκαλέψει και να τα μελετήσει αργότερα, με την ελπίδα να καταλάβει τι σημαίνουν.
Στεκόταν μπροστά σε έναν θεόρατο τοίχο, γαντζωμένη επάνω του, πασχίζοντας να τον ρίξει με γυμνά χέρια. Δεν ήταν φτιαγμένος από τούβλα και πέτρες αλλά από αμέτρητες χιλιάδες δίσκους, κατά το ήμισι άσπρους και κατά το ήμισι μαύρους, το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι, όπως οι εφτά σφραγίδες που κρατούσαν κάποτε ερμητικά κλειστή τη φυλακή του Σκοτεινού. Κάποιες από αυτές τις σφραγίδες είχαν σπάσει πια, παρ' όλο που ούτε καν η Μία Δύναμη δεν μπορούσε να σπάσει το κουεντιγιάρ. Οι υπόλοιπες είχαν αποδυναμωθεί κάπως, αλλά ο τοίχος παρέμενε ακλόνητος όσο κι αν τον χτύπαγε. Ήταν αδύνατον να τον γκρεμίσει. Ίσως ήταν το σύμβολο που είχε σημασία. Ίσως, στην πραγματικότητα, προσπαθούσε να συντρίψει τις Άες Σεντάι ή τον Λευκό Πύργο. Ίσως...
Ο Ματ καθόταν στην κορυφή ενός λόφου που η νύχτα τον είχε καλύψει σαν πέπλο, παρακολουθώντας έναν μεγάλο Φωτοδότη να κάνει επίδειξη με τα πυροτεχνήματά του. Ξαφνικά, τίναξε τα χέρια του ψηλά κι άρπαξε ένα από αυτά τα εκρηγνυόμενα φώτα, στον ουρανό. Φωτεινά βέλη άστραψαν μέσα από τις κλειστές του παλάμες και μια αίσθηση δέους πλημμύρισε την Εγκουέν. Θα μπορούσε να πεθάνει κόσμος από αυτό. Ο κόσμος θα άλλαζε. Μα, ο κόσμος άλλαζε ήδη. Πάντα άλλαζε.
Οι ιμάντες στη μέση της και στους ώμους της την κρατούσαν σταθερά πάνω στο κούτσουρο, ενώ το τσεκούρι του δήμιου είχε αρχίσει την καθοδική του πορεία, αλλά ήξερε πως κάπου, κάποιος έτρεχε κι ότι, αν έτρεχε αρκετά γοργά, το τσεκούρι θα έμενε μετέωρο. Αν όχι... Ένιωσε μια κρυάδα σε εκείνη τη γωνία του μυαλού της.
Ο Λογκαίν γελούσε καθώς πάταγε πάνω σε κάτι που υπήρχε στο έδαφος και σκαρφάλωνε πάνω σε μια μαύρη πέτρα. Όταν κοίταξε κάτω νόμισε πως ήταν το κορμί του Ραντ πάνω στο οποίο είχε πατήσει ο Λογκαίν, ξαπλωμένο σε ένα νεκροκρέβατο, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Όταν άγγιξε το πρόσωπό του αυτό διαλύθηκε σαν χάρτινο ανδρείκελο.
Ένα χρυσό γεράκι άπλωσε διάπλατα τις φτερούγες του και την άγγιξε. Αυτή και το γεράκι ήταν, με κάποιον τρόπο, δεμένοι. Το μόνο που ήξερε ήταν πως επρόκειτο για θηλυκό γεράκι. Ένας ετοιμοθάνατος άντρας κειτόταν πάνω σε ένα στενό κρεβάτι, κι ήταν πολύ σημαντικό να μην πεθάνει. Ωστόσο, μια νεκρική πυρά είχε στηθεί έξω, ενώ ακούγονταν τραγούδια χαράς και λύπης. Ένας μελαψός νεαρός κρατούσε ένα αντικείμενο στο χέρι του, τόσο λαμπερό που αδυνατούσε να διακρίνει τι ήταν.
Τα όνειρα παρέλαυναν το ένα μετά το άλλο, κι η Εγκουέν προσπαθούσε μανιασμένα να τα ταξινομήσει, πάσχιζε απεγνωσμένα να τα κατανοήσει. Ανάπαυση δεν υπήρχε. Ήταν απαραίτητο να κάνει αυτό που έπρεπε.