34 Τα'βίρεν

Όλα ήταν έτοιμα στην αυλή, μπροστά στο Παλάτι του Ήλιου, όπως ακριβώς είχε διατάξει ο Ραντ. Ή σχεδόν όλα. Το φως του πρωινού ήλιου έδινε λοξή κλίση στις σκιές των κλιμακωτών πύργων, ώστε μονάχα ένας χώρος δέκα βημάτων μπροστά στις ψηλές μπρούντζινες πύλες λουζόταν από άπλετο φως. Ο Ντασίβα, ο Φλιν κι ο Ναρίσμα, οι τρεις Άσα'μαν που είχε κρατήσει μαζί του, περίμεναν πλάι στα άλογά τους. Ο Ντασίβα έμοιαζε μεγαλειώδης με το ασημένιο ξίφος και τον χρυσοκόκκινο Δράκοντα στο μαύρο πέτο, αν και συνεχώς ψαχούλευε τη λαβή του σπαθιού που είχε περασμένο στον γοφό του, λες και δεν περίμενε να το βρει εκεί. Εκατό πολεμιστές του Ντομπραίν είχαν παραταχθεί έφιπποι πίσω από τον ίδιο τον Ντομπραίν, με δύο μακρόστενα λάβαρα που έμεναν ασάλευτα καθότι δεν φυσούσε καθόλου. Η καινούργια και πρόσφατα λουστραρισμένη σκούρα πανοπλία τους στραφτάλιζε κάτω από τις ακτίνες του ήλιου, ενώ μεταξωτά σημαιάκια σε κόκκινο, λευκό και μαύρο χρώμα ήταν δεμένα κάτω από τις αιχμές των λογχών τους. Ζητωκραύγασαν μόλις ο Ραντ έκανε την εμφάνισή του, έχοντας τον τελαμώνα με την επίχρυση πόρπη που απεικόνιζε τον Δράκοντα ζωσμένο πάνω από ένα χρυσοστόλιστο κόκκινο πανωφόρι.

«Αλ'Θόρ! Αλ'Θόρ! Αλ'Θόρ!» Οι ζητωκραυγές γέμισαν την αυλή, ενώ οι φωνές ανθρώπων που συνωστίζονταν στους εξώστες των τοξοτών ενώθηκαν μαζί τους. Ήταν Δακρυνοί και Καιρχινοί, ντυμένοι στα μεταξωτά και στις δαντέλες, οι οποίοι μόλις μια βδομάδα πριν ζητωκραύγαζαν υπέρ της Κολαβήρ, αναμφίβολα με την ίδια ένταση. Άντρες και γυναίκες που, ακόμη κι αν ο ίδιος δεν θα ξαναγύριζε ποτέ στην Καιρχίν, εκφράζονταν υπέρ του κουνώντας τα χέρια τους. Ο Ραντ σήκωσε το Σκήπτρο του Δράκοντα σε ένδειξη ευχαριστίας, κι εκείνοι ούρλιαξαν πιο δυνατά.

Ένας εκκωφαντικός καταιγισμός τυμπάνων και μια στριγκή μελωδία από σάλπιγγες υψώνονταν ανάμεσα στις επευφημίες· τα είχαν δημιουργήσει δώδεκα από τους άντρες του Ντομπραίν, οι οποίοι φορούσαν πορφυρούς χιτώνες με τον ασπρόμαυρο δίσκο στο στήθος. Οι μισοί κουβαλούσαν μεγάλες σάλπιγγες, σκεπασμένες με πανομοιότυπα υφάσματα, κι οι άλλοι μισοί μεταλλικά κρουστά όργανα, επίσης διακοσμημένα, που κρέμονταν από τα πλάγια των αλόγων. Πέντε Άες Σεντάι, φορώντας τα επώμιά τους, ήρθαν να συναντήσουν τον Ραντ καθώς εκείνος κατέβαινε τις πλατιές σκάλες. Για την ακρίβεια, πήγαν σχεδόν αιωρούμενες προς το μέρος του. Η Αλάνα τον κοίταξε εξεταστικά, με εκείνα τα μεγάλα σκοτεινά και διαπεραστικά μάτια -αυτός ο μικροσκοπικός όζος από συναισθήματα μέσα στο κεφάλι του τον πληροφορούσε πως η κοπέλα ήταν πιο ήρεμη και χαλαρή από ποτέ- κι έπειτα έκανε μια αδιόρατη κίνηση. Η Μιν τον άγγιξε στο μπράτσο και πήγε μαζί της. Η Μπέρα κι οι υπόλοιπες έκαναν ελαφρές υποκλίσεις, ενώ οι Αελίτισσες ξεχύνονταν από το παλάτι πίσω του. Η Ναντέρα ηγούνταν διακοσίων Κορών -δεν σκόπευαν να επισκιαστούν από τους «καταπατητές των όρκων»— κι η Καμάρ, μια ψηλόλιγνη Κυρτή Κορυφή του Νταράυν, πιο γκρίζα από τη Ναντέρα και μισό κεφάλι ψηλότερη από τον Ραντ, ηγούνταν διακοσίων Σέια Ντουν που δεν επισκιάζονταν από τις Φαρ Ντάραϊς Μάι, πόσω μάλλον από τους Καιρχινούς. Παρατάχθηκαν αμφοτέρωθεν του Ραντ και των Άες Σεντάι, κυκλώνοντας την αυλή. Η Μπέρα που καμάρωνε σαν σύζυγος αγρότη, κι η Αλάνα που έμοιαζε με κάποια σκοτεινή κι όμορφη βασίλισσα, φορώντας τα επώμια με τα πρασινωπά κρόσσια, καθώς κι η παχουλή Ραφέλα, ακόμα πιο σκοτεινή, έτσι όπως ήταν τυλιγμένη στο σκούρο μπλε φόρεμα της, τον παρακολουθούσαν με ανησυχία. Υπήρχε ακόμα η Φέλντριν, μία ακόμα Πράσινη, με ψυχρά μάτια και τις λεπτές της μπούκλες στολισμένες με πολύχρωμες χάντρες, όπως κι η λεπτόκορμη Μεράνα, ντυμένη στα γκρίζα, η βλοσυρή έκφραση της οποίας έκανε τη Ραφέλα να μοιάζει με την προσωποποίηση της γαλήνης των Άες Σεντάι. Πέντε τον αριθμό.

«Πού είναι η Κιρούνα κι η Βέριν;» ρώτησε απαιτητικά ο Ραντ. «Σας κάλεσα όλες».

«Πράγματι, Άρχοντα Δράκοντα», αποκρίθηκε ήρεμα η Μπέρα, κάνοντας άλλη μια υπόκλιση. Τυπική μεν, αλλά τον ξάφνιασε. «Δεν κατορθώσαμε να βρούμε τη Βέριν. Πρέπει να βρίσκεται κάπου στις σκηνές των Αελιτών, ανακρίνοντας τις...» Ο μαλακός τόνος της φωνής της κλονίστηκε για λίγο, «...τις κρατούμενες, νομίζω, σε μια προσπάθεια να μάθει τι σκόπευαν να κάνουν, άπαξ κι έφθαναν στην Ταρ Βάλον». Άπαξ κι έφθανε στην Ταρ Βάλον· η γυναίκα γνώριζε αρκετά, ώστε να μην ξεστομίσει κάτι που οποιοσδήποτε μπορούσε να ακούσει. «Η Κιρούνα... συσκέπτεται με τη Σορίλεα για θέματα πρωτοκόλλου. Είμαι σίγουρη, όμως, πως θα χαρεί πολύ να έρθει μαζί μας, αν στείλεις προσωπική πρόσκληση στη Σορίλεα. Θα μπορούσα να πάω εγώ να την ειδοποιήσω, αν...»

Ο Ραντ την έκοψε με μια κίνηση του χεριού του. Πέντε ήταν αρκετές. Ίσως η Βέριν να μάθαινε κάτι. Ο ίδιος, άραγε, ήθελε όντως να ξέρει; Κι η Κιρούνα; Θέματα πρωτοκόλλου; «Χαίρομαι που τα καταφέρατε με τις Σοφές». Η Μπέρα πήγε να πει κάτι, αλλά το μετάνιωσε κι έκλεισε το στόμα της ερμητικά. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που έλεγε η Αλάνα στη Μιν, την είχε κάνει να κοκκινίσει και να ανασηκώσει το πηγούνι της, αν και παραδόξως της απαντούσε αρκετά ήρεμα. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν θα του μιλούσε σχετικά, αργότερα. Ένα πράγμα για το οποίο ήταν σίγουρος, όσον αφορούσε στις γυναίκες, ήταν πως όλο και κάτι έκρυβαν βαθιά στην καρδιά τους που, ναι μεν μπορούσαν να το μοιραστούν με άλλες γυναίκες αλλά ποτέ με έναν άντρα. Ήταν το μόνο πράγμα για το οποίο ήταν σίγουρος.

«Δεν θα μείνω όλη τη μέρα εδώ», είπε κάπως εκνευρισμένος. Οι Άες Σεντάι ήταν παραταγμένες, με την Μπέρα επικεφαλής και τις υπόλοιπες μισό βήμα πίσω. Αν δεν ήταν αυτή, στη θέση της θα είχε έρθει η Κιρούνα. Αυτές τα κανόνιζαν, όχι ο ίδιος. Δεν τον ένοιαζε και πολύ από τη στιγμή που τηρούσαν τους όρκους τους, και θα μπορούσε να μη δώσει καμιά σημασία, αν δεν συμμετείχαν η Μιν με την Αλάνα. «Από δω και πέρα, η Μεράνα θα μιλάει εκ μέρους σου. Θα παίρνεις διαταγές από αυτήν».

Βλέποντας κανείς τα έξαφνα γουρλωμένα μάτια, θα πίστευε πως ο Ραντ είχε χαστουκίσει καθεμία ξεχωριστά, συμπεριλαμβανομένης τής Μεράνα. Ακόμα κι η Αλάνα στράφηκε να τον κοιτάξει. Γιατί ξαφνιάζονταν; Η αλήθεια ήταν πως η Μπέρα με την Κιρούνα είχαν αναλάβει σχεδόν όλες τις συνομιλίες από τα Πηγάδια του Ντουμάι κι ύστερα, αλλά η Μεράνα ήταν αυτή που είχε σταλεί ως πρέσβειρα στο Κάεμλυν.

«Είσαι έτοιμη, Μιν;» ρώτησε και, δίχως να περιμένει απάντηση, δρασκέλισε την αυλή. Του είχαν φέρει το μεγάλο μαύρο μουνούχι με τα φλογερά μάτια, το οποίο είχε ιππεύσει όταν ερχόταν από τα Πηγάδια του Ντουμάι· η σέλα με την ψηλή ράχη ήταν δουλεμένη με χρυσάφι, και το πορφυρό σάγισμα[1] είχε κεντημένο τον ασπρόμαυρο δίσκο σε κάθε του γωνία. Ο διάκοσμος ταίριαζε με το ζώο και το όνομά του. Ταϊ'ντάισαρ· στην Παλιά Γλώσσα, Άρχοντας της Δόξας. Τόσο το άλογο, όσο κι ο διάκοσμος, ταίριαζαν απολύτως στον Αναγεννημένο Δράκοντα.

Καθώς ο Ραντ καβαλίκευε το ζώο, η Μιν έφερε τη σκουρόχρωμη φοράδα της και φόρεσε τα εφαρμοστά γάντια ιππασίας προτού καθίσει στη σέλα. «Η Σέιρα είναι θαυμάσιο ζωντανό», είπε, χτυπώντας χαϊδευτικά τον ανασηκωμένο λαιμό της φοράδας. «Μακάρι να ήταν δικιά μου. Μου αρέσει και το όνομά της. Έτσι αποκαλούμε ένα λουλούδι σε χρώμα λουλακί, που φυτρώνει την άνοιξη σε όλο το Μπάερλον».

«Είναι δικιά σου», είπε ο Ραντ. Σε όποια Άες Σεντάι κι αν ανήκε το ζώο, δεν θα αρνιόταν να του την πουλήσει. Θα έδινε στην Κιρούνα χίλιες κορώνες για τον Ταϊ’ντάισαρ, κι αυτή δεν θα είχε κανένα παράπονο. Ο καλύτερος επιβήτορας από γνήσια Δακρυνή ράτσα δεν κόστιζε ούτε το ένα δέκατο της τιμής. «Συζητήσατε κάτι ενδιαφέρον με την Αλάνα;»

«Τίποτα που να σε αφορά», του απάντησε κάπως απροετοίμαστη. Ωστόσο, ένα αμυδρό κοκκίνισμα έβαψε τα μάγουλά της.

Ο Ραντ ρουθούνισε ελαφρά κι ύψωσε τη φωνή του. «Άρχοντα Ντομπραίν, νομίζω πως έχω αφήσει τους Θαλασσινούς να περιμένουν πολύ καιρό».

Η πομπή ξεσήκωνε τα πλήθη κατά μήκος των πλατιών λεωφόρων και, καθώς τα νέα μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα, τα παράθυρα κι οι στέγες γέμιζαν από κόσμο. Είκοσι από τους λογχοφόρους του Ντομπραίν οδηγούσαν την πομπή, για να ανοίγουν δρόμο, μαζί με τριάντα Κόρες κι άλλα τόσα Μαύρα Μάτια. Όλοι τους ακολουθούνταν από τυμπανιστές που παρήγαν μια βροντερή υπόκρουση -ντρουμ, ντρουμ, ντρουμ, ΝΤΡΟΥΜ, ΝΤΡΟΥΜ- κι από σαλπιγκτές που έστιζαν τον ρυθμό με τις παρεμβάσεις τους. Οι φωνές των παρευρισκομένων έπνιγαν σχεδόν τους ήχους των οργάνων, σε έναν βρυχηθμό χωρίς λόγια, που θα μπορούσε να εκληφθεί τόσο ως οργή, όσο κι ως επιδοκιμασία. Τα λάβαρα ανέμιζαν μπροστά από τον Ντομπραίν και πίσω από τον Ραντ -το Λάβαρο του λευκού Δράκοντα και το πορφυρό Λάβαρο του Φωτός- ενώ οι καλυμμένες με πέπλα Αελίτισσες βάδιζαν παράλληλα με τους λογχοφόρους, των οποίων τα σημαιάκια κυμάτιζαν. Πού και πού, ο λαός πετούσε λουλούδια στον Ραντ. Τελικά, ίσως δεν τον μισούσαν· ίσως, απλώς, να τον φοβούνταν. Καλύτερα έτσι.

«Πομπή άξια ενός βασιλιά», είπε δυνατά η Μεράνα, για να ακουστεί.

«Αρκετή, λοιπόν, για τον Αναγεννημένο Δράκοντα», αποκρίθηκε κοφτά ο Ραντ. «Μπορείς να μείνεις λίγο πίσω; Κι εσύ, Μιν». Κάποιες άλλες στέγες είχαν κρύψει δολοφόνους στο παρελθόν. Θα ήταν κρίμα, αν εκείνη τη μέρα το βέλος ή το βλήμα κάποιας βαλλίστρας που προοριζόταν για τον ίδιο, πετύχαινε κάποια γυναίκα.

Πράγματι, οι δυο τους έμειναν σε απόσταση τριών βημάτων πίσω από το μεγάλο μαύρο του άτι, κι έπειτα βρέθηκαν ξανά δίπλα του, με τη Μιν να του μιλάει για όσα είχε γράψει η Μπερελαίν σχετικά με τους Θαλασσινούς, για την Προφητεία Τζεντάι και τον Κοραμούρ, ενώ η Μεράνα πρόσθετε τις δικές της γνώσεις σχετικά με την προφητεία, παρ’ όλο που παραδεχόταν πως ήξερε ελάχιστα περισσότερα από τη Μιν.

Ο Ραντ τις άκουγε με μισό αυτί, γιατί παρακολουθούσε τις οροφές των κτηρίων. Δεν είχε αδράξει το σαϊντίν, αλλά το ένιωθε στον Ντασίβα και στους άλλους δύο, ακριβώς από πίσω του. Δεν αισθανόταν το χαρακτηριστικό μυρμήγκιασμα το οποίο μαρτυρούσε πως οι Άες Σεντάι είχαν αγκαλιάσει την Πηγή, κάτι που τους είχε πει να μην κάνουν χωρίς την άδειά του. Ίσως έπρεπε να τα αλλάξει όλα αυτά, καθότι έμοιαζαν πιστές στους όρκους τους. Πώς θα μπορούσαν να μην είναι, άλλωστε; Ήταν Άες Σεντάι. Το αστείο θα ήταν να δολοφονηθεί από τη λάμα ενός φονιά την ώρα που κάποια αδελφή θα αναλογιζόταν κατά πόσον το να υπηρετεί σημαίνει ότι έχει υποχρέωση να τον σώσει ή το να υπακούει σημαίνει ότι δεν μπορεί να διαβιβάσει.

«Γιατί γελάς;» τον ρώτησε η Μιν. Η Σέιρα πλησίασε και του χαμογέλασε.

«Το ζήτημα δεν είναι για γέλια, Άρχοντα Δράκοντα», είπε καυστικά η Μεράνα από την άλλη μεριά. «Οι Άθα'αν Μιέρε έχουν πολλές ιδιαιτερότητες. Όπως όλος ο κόσμος, είναι πολύ λεπτολόγοι όσον αφορά στις προφητείες τους».

«Ο κόσμος είναι για γέλια», της απάντησε ο Ραντ. Η Μιν γέλασε μαζί του, αλλά η Μεράνα ρουθούνισε περιφρονητικά κι επανήλθε στο θέμα των Θαλασσινών.

Κοντά στον ποταμό, τα ψηλά τείχη της πόλης έφταναν σχεδόν μέχρι το νερό, πλευροκοπώντας τις μακρόστενες προβλήτες από γκρίζα πέτρα που εκτείνονταν από την προκυμαία. Ποταμόπλοια, βάρκες και μαούνες κάθε είδους και μεγέθους ήταν δεμένες παντού, με τα πληρώματα πάνω στο κατάστρωμα να επιβλέπουν, αλλά το σκάφος που αναζητούσε ο Ραντ έμοιαζε να τον περιμένει, έτοιμο, δεμένο στη μία άκρη της προβλήτας, όπου οι εργάτες είχαν ήδη αποτραβηχτεί. Μακρουλή βάρκα, έτσι την αποκαλούσαν. Ήταν μια χαμηλή στενή σχίζα δίχως κατάρτια και μόνο με ένα κοντάρι στην πλώρη, τέσσερα βήματα ψηλή, με έναν φανό στην κορυφή κι άλλον ένα στην πρύμνη. Σχεδόν τριάντα βήματα σε μήκος κι ενισχυμένη με μακρόστενα κουπιά στα πλευρά της, δεν μπορούσε να κουβαλήσει το φορτίο ενός κανονικού πλοίου του ίδιου μεγέθους, αλλά δεν εξαρτιόταν από τον άνεμο, και με ένα ελαφρύ φύσημα είχε την ικανότητα να ταξιδεύει μέρα νύχτα ενώ οι κωπηλάτες έκαναν βάρδιες. Οι μακρουλές βάρκες ήταν κατάλληλες για τα ποτάμια, προκειμένου να μεταφέρουν σημαντικά κι επείγοντα φορτία. Έμοιαζε να είναι ό,τι πρέπει.

Ο καπετάνιος έκανε συνεχείς υποκλίσεις, καθώς ο Ραντ κατέβηκε από τη ράμπα του καταστρώματος κρατώντας τη Μιν από το μπράτσο κι έχοντας ξοπίσω του τις Άες Σεντάι και τους Άσα'μαν. Ο Έλβερ Σένι ήταν πιο ισχνός από το σκάφος του, μέσα σε ένα κίτρινο αδιάβροχο Μουραντιανής κοψιάς που κρεμόταν μέχρι τα γόνατά του. «Είναι τιμή μου να σε έχω στο σκάφος μου, Άρχοντα Δράκοντα», μουρμούριζε σκουπίζοντας την καράφλα του με ένα μεγάλο μαντίλι. «Μεγάλη τιμή. Πραγματικά μεγάλη τιμή».

Ήταν προφανές πως θα προτιμούσε να έχει στο σκαρί του ένα φορτίο γεμάτο οχιές. Βλεφάρισε μόλις είδε τα επώμια των Άες Σεντάι, κι έγλειψε τα χείλη του όταν η ματιά του έπεσε πάνω στα αγέραστα πρόσωπα τους. Το βλέμμα του πεταγόταν ανήσυχο πότε σ' αυτές και πότε στον Ραντ. Κοιτώντας τους Άσα'μαν, έμεινε με το στόμα ανοιχτό, αφού συνδύασε τους μαυροντυμένους άντρες με τις διάφορες φήμες που είχε ακουστά, κι από κει και πέρα απέφευγε να τους ρίξει και την παραμικρή ματιά. Ο Σένι παρακολουθούσε τον Ντομπραίν, ο οποίος ηγούνταν της επιβίβασης των σημαιοφόρων, τους σαλπιγκτές και τους τυμπανιστές που έσερναν τα τύμπανά τους. Έπειτα, το βλέμμα του έπεσε στους καβαλάρηδες που ήταν παραταγμένοι στην αποβάθρα, σαν να υποψιαζόταν πως ήθελαν κι εκείνοι να επιβιβαστούν. Η Ναντέρα με τις είκοσι Κόρες, κι η Καμάρ με τις είκοσι Μαυρομάτες που είχαν τυλίξει το σούφα γύρω από το κεφάλι τους, αν κι είχαν ακάλυπτα τα πρόσωπά τους, ανάγκασαν τον καπετάνιο να κάνει ένα βιαστικό βήμα, για να βρεθεί ανάμεσα στις Άες Σεντάι και σ' αυτές. Οι Αελίτισσες συνοφρυώνονταν στη σκέψη πως θα καθυστερούσαν, αν χρειαζόταν να φορέσουν τα πέπλα, αλλά οι Θαλασσινοί μάλλον ήξεραν πολύ καλά τι σήμαινε αυτό το πέπλο και θα ήταν άτοπο εκ μέρους τους να σκεφτούν πως τους επιτίθονταν. Ο Ραντ σκέφτηκε πως το μαντίλι του Σένι μπορούσε κάλλιστα να καταστρέψει την αραιή γκρίζα φράντζα που του είχε απομείνει, έτσι όπως σκουπιζόταν.

Η μακρουλή βάρκα, με τη βοήθεια των μακρόστενων κουπιών, απομακρύνθηκε από την προβλήτα. Τα δύο λάβαρα κυμάτιζαν στην πλώρη, τα τύμπανα χτυπούσαν κι οι σάλπιγγες παιάνιζαν. Κόσμος φάνηκε στα καταστρώματα των κοντινών πλοιαρίων για να τους δει, μερικοί μάλιστα είχαν ανέβει ακόμα και στα ξάρτια. Πολύς κόσμος φάνηκε επίσης και στο πλοιάριο των Θαλασσινών. Οι περισσότεροι εκεί φορούσαν πολύχρωμα ρούχα, σε αντίθεση με τις μουντές ενδυμασίες των πληρωμάτων άλλων σκαφών. Ο Λευκός Αφρός ήταν ένα σκάφος μεγαλύτερο από πολλά άλλα, ωστόσο πιο ευέλικτο. Τα δύο μεγάλα κατάρτια είχαν απότομη οπίσθια κλίση κι οι δοκοί ήταν τοποθετημένες κάθετα, ενώ σχεδόν σε όλα τα υπόλοιπα πλοία ήταν κυρτές και μεγαλύτερες από τα κατάρτια, έτσι ώστε να συγκρατούν τα πανιά. Τα πάντα επάνω του ήταν διαφορετικά, αλλά ο Ραντ ήξερε πως μόνο σε ένα πράγμα δεν υπήρχε διαφορά ανάμεσα στους Άθα'αν Μιέρε και στον υπόλοιπο κόσμο. Ή θα συμφωνούσαν να τον ακολουθήσουν εκουσίως, ή θα εξαναγκάζονταν. Οι Προφητείες έλεγαν πως θα ένωνε τους λαούς κάθε χώρας -«Ο Βορράς θα ενωθεί με την Ανατολή κι η Δύση θα προσαρτηθεί στον Νότο»- και κανείς δεν μπορούσε να του σταθεί εμπόδιο. Το ήξερε.

Με το να διαμηνύσει τις εντολές του από το λουτρό, δεν είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει ένα λεπτομερές σχέδιο του τι σκόπευε να κάνει μόλις θα έφταναν στον Λευκό Αφρό, κι έτσι το ανακοίνωσε τώρα. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι λεπτομέρειες προκάλεσαν μειδίαμα στους Άσα'μαν -εν πάση περιπτώσει, ο Φιν κι ο Ναρίσμα μειδίασαν- ο Ντασίβα βλεφάρισε αφηρημένα· και συνοφρύωση στις Αελίτισσες. Δεν τους άρεσε να τις παραβλέπουν. Ο Ντομπραίν έκανε απλώς ένα νεύμα· γνώριζε πως βρισκόταν εκεί αποκλειστικά για λόγους επίδειξης. Αυτό που δεν περίμενε ο Ραντ ήταν η αντίδραση των Άες Σεντάι.

«Θα γίνει όπως προστάζεις, Άρχοντα Δράκοντα», είπε η Μεράνα, κάνοντας μια από εκείνες τις αδιόρατες υποκλίσεις. Οι υπόλοιπες τέσσερις αντάλλαξαν ματιές, αλλά υποκλίθηκαν με τη σειρά τους, μουρμουρίζοντας «όπως προστάζεις» ακριβώς από πίσω της. Καμιά διαμαρτυρία, κανένα αγριοκοίταγμα, καμιά υπεροπτική ματιά ή απορία γιατί θα έπρεπε να γίνεται πάντα αυτό που ήθελε ο ίδιος. Μήπως μπορούσε να αρχίσει να τις εμπιστεύεται; Ή μήπως είχαν βρει κάποιον πανούργο τρόπο να ξεγλιστρήσουν από τον όρκο τους όταν εκείνος θα είχε γυρισμένη την πλάτη;

«Θα κρατήσουν την υπόσχεσή τους», μουρμούρισε ξαφνικά η Μιν, λες κι είχε διαβάσει τη σκέψη του. Έχοντας το μπράτσο της τυλιγμένο γύρω του και κρατώντας τον από το μανίκι και με τα δύο χέρια, διατηρούσε τον τόνο της φωνής της χαμηλό, έτσι ώστε να την ακούει μόνο αυτός. «Μόλις είδα αυτές τις πέντε πάνω στην παλάμη σου», πρόσθεσε σε περίπτωση που ο Ραντ δεν είχε καταλάβει. Δεν ήταν σίγουρος κατά πόσον μπορούσε να αποφασίσει επ' αυτού, ακόμα κι αν η Μιν το είχε δει σε εικόνα.

Δεν είχε και πολλή ώρα μπροστά του για να προσπαθήσει. Η μακρουλή βάρκα έπλεε διασχίζοντας το νερό, και λίγη ώρα αργότερα επιβράδυνε σε απόσταση κάπου είκοσι βημάτων από το κατά πολύ υψηλότερο σκάφος με την ονομασία Λευκός Αφρός. Τα τύμπανα κι οι σάλπιγγες σίγησαν, κι ο Ραντ διαβίβασε, δημιουργώντας μια γέφυρα Λέρα ενισχυμένη με Φωτιά, που συνέδεσε την κουπαστή της μακρουλής βάρκας με αυτή του πλοίου των Θαλασσινών. Έχοντας τη Μιν δίπλα του, άρχισε να τη διασχίζει. Με εξαίρεση τους Άσα’μαν, όλοι οι υπόλοιποι τον έβλεπαν να βαδίζει στο κενό.

Εν μέρει, περίμενε πως η Μιν θα παρέπαιε, αρχικά τουλάχιστον, αλλά εκείνη απλά περπατούσε πλάι του, λες και κάτω από τις πρασινωπές της μπότες υπήρχε πέτρα.

«Σε εμπιστεύομαι», του είπε σιγανά και του χαμογέλασε. Το χαμόγελο της ήταν εν μέρει ενθαρρυντικό κι εν μέρει ένδειξη διασκέδασης, επειδή για άλλη μια φορά διάβασε τη σκέψη του. Έτσι, τουλάχιστον, πίστευε ο Ραντ.

Αναρωτήθηκε κατά πόσον θα τον εμπιστευόταν, αν ήξερε πως αυτό ήταν το μέγιστο των δυνατοτήτων του στην ύφανση μιας γέφυρας. Ένα βήμα ακόμα, ένα πόδι ίσως, κι ολόκληρη η κατασκευή θα κατέρρεε με το πρώτο πάτημα. Στο σημείο εκείνο ήταν σαν να προσπαθείς να ανασηκωθείς χρησιμοποιώντας τη Δύναμη, κάτι αδύνατον δηλαδή. Ακόμα κι οι Αποδιωγμένοι δεν γνώριζαν τον λόγο, όπως δεν γνώριζαν γιατί μια γυναίκα μπορούσε να κατασκευάσει μια γέφυρα μεγαλύτερη από εκείνη ενός άντρα, μολονότι δεν διέθετε την ίδια δύναμη. Δεν ήταν θέμα βάρους· οποιοδήποτε βάρος ήταν ικανό να περάσει οποιαδήποτε γέφυρα.

Λίγο πριν φτάσει στην κουπαστή του Λευκού Αφρού, σταμάτησε κι αιωρήθηκε στον αέρα. Σύμφωνα με τις περιγραφές της Μεράνα, όσοι τον κοιτούσαν έμοιαζαν εμβρόντητοι. Μελαψές γυναίκες και γυμνόστηθοι άντρες με πολύχρωμα ζωνάρια που κρέμονταν μέχρι το γόνατο, με χρυσές ή ασημένιες αλυσίδες περασμένες γύρω από τον λαιμό τους, και σκουλαρίκια στα αυτιά τους ή στις μύτες γυναικών που φορούσαν παρδαλές μπλούζες πάνω από τα μαύρα και φαρδιά παντελόνια τους. Καμία δεν είχε την έκφραση που παίρνει μια Άες Σεντάι όταν προσπαθεί σκληρά. Τέσσερις από τις γυναίκες, παρά το ότι ήταν ξυπόλυτες όπως οι υπόλοιπες, φορούσαν στιλπνά μεταξωτά φορέματα, δύο εξ αυτών χρυσοποίκιλτα υφάσματα, κι είχαν περισσότερα περιδέραια και σκουλαρίκια από κάθε άλλη, ενώ μια αλυσίδα πάνω στην οποία ήταν περασμένα χρυσά μενταγιόν ένωνε το σκουλαρίκι με έναν κρίκο στη μία πλευρά της μύτης. Δεν έλεγαν τίποτα, απλώς κάθονταν μαζί και τον παρακολουθούσαν, με τα πρόσωπά τους αγέρωχα πάνω από μικρά διάτρητα μαλαματένια κουτιά, που κρέμονταν από αλυσίδες γύρω από τον λαιμό τους. Ο Ραντ τούς συστήθηκε.

«Είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Ο Κοραμούρ».

Ένας συλλογικός αναστεναγμός διαπέρασε το πλήθος, αλλά οι τέσσερις γυναίκες έμειναν ασυγκίνητες.

«Είμαι η Χαρίνε ντιν Τογκάρα Δύο Άνεμοι, Κυρά των Κυμάτων της Φατρίας Σοντάιν», ανακοίνωσε εκείνη με τα περισσότερα σκουλαρίκια, μια πανέμορφη γυναίκα με σαρκώδη χείλη, η οποία φορούσε ένα κόκκινο χρυσοποίκιλτο φόρεμα και πέντε μικρούς και χοντρούς χρυσούς κρίκους στο κάθε αυτί. Ανάμεσα στα ίσια μαύρα μαλλιά της υπήρχαν λευκές ραβδώσεις, ενώ οι γραμμές στις άκρες των ματιών της ήταν καλοσχηματισμένες. Η αίσθηση της αξιοπρέπειας που ανέδιδε ήταν εντυπωσιακή. «Ομιλώ εκ μέρους της Κυράς των Πλοίων. Αν το Φως ευαρεστείται, ο Κοραμούρ μπορεί να επιβιβαστεί». Για κάποιον λόγο, φάνηκε να τινάζεται· το ίδιο έκαναν κι οι άλλες τρεις, αλλά ίσως αυτός να ήταν ο τρόπος τους να του δώσουν την άδεια. Ο Ραντ πάτησε στο κατάστρωμα με τη Μιν, η οποία ευχήθηκε να μην περίμενε τόσο πολύ.

Άφησε τη γέφυρα να χαθεί, όπως και το σαϊντίν, αλλά σχεδόν αμέσως ένιωσε πως μια άλλη γέφυρα αντικαθιστούσε την προηγούμενη. Μέσα σε λίγη ώρα, οι Άσα’μαν κι οι Άες Σεντάι βρέθηκαν πλάι του, με τις αδελφές όχι λιγότερο εκνευρισμένες από τη Μιν, αν και μια δυο από αυτές έσιαξαν τις φούστες τους λίγο παραπάνω απ' όσο ήταν απαραίτητο. Δεν είχαν συνηθίσει ακόμα την παρουσία των Άσά’μαν, παρ' όλο που προσποιούνταν το αντίθετο.

Οι τέσσερις Θαλασσινές κοίταξαν τις Άες Σεντάι και μαζεύτηκαν κοντά-κοντά ψιθυρίζοντας. Η Χαρίνε μιλούσε περισσότερο από τις υπόλοιπες, όπως επίσης μια νεαρή κι όμορφη γυναίκα με πράσινο χρυσοποίκιλτο φόρεμα κι οκτώ σκουλαρίκια όλα κι όλα. Το ζευγάρι που φορούσε απλά μεταξωτά έκανε περιστασιακά σχόλια.

Η Μεράνα έβηξε διακριτικά και μίλησε σιγανά στον Ραντ, καλύπτοντας το στόμα με τη χούφτα της για να μην ακουστεί. «Την άκουσα να σε αποκαλεί Κοραμούρ. Απ’ όσο έχω ακούσει, οι Άθα’αν Μιέρε είναι ικανότατοι διαπραγματευτές, αλλά νομίζω πως αυτή εδώ ήδη σου έκανε ένα δώρο». Ο Ραντ ένευσε καταφατικά και κοίταξε τη Μιν, η οποία λοξοκοιτούσε τις Θαλασσινές, αλλά μόλις αντιλήφθηκε το βλέμμα του άντρα, κούνησε το κεφάλι της θλιβερά. Δεν έβλεπε τίποτα που θα μπορούσε να τον βοηθήσει.

Η Χαρίνε στράφηκε προς το μέρος τους τόσο ήρεμα, σαν να μην είχε προηγηθεί καμία βιαστική σύσκεψη. «Από δω η Σάλον ντιν Τογκάρα Πρωινή Παλίρροια, Ανεμοσκόπος της Φατρίας Σοντάιν», είπε κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση προς τη γυναίκα με το πράσινο χρυσοποίκιλτο φόρεμα, «κι από δω η Ντέρα ντιν Σελάαν Αναδυόμενο Κύμα, Κυρά των Πανιών του Λευκού Αφρού». Κάθε γυναίκα ξεχωριστά υποκλινόταν ελαφρά μόλις ακουγόταν το όνομά της, αγγίζοντας τα χείλη της με τα δάχτυλά της.

Η Ντέρα, μια ευπαρουσίαστη, σχεδόν μεσήλικη γυναίκα φορούσε ένα γαλανό φόρεμα και οκτώ σκουλαρίκια, τα οποία, μαζί με τον κρίκο της μύτης και την αλυσίδα που τα ένωνε, ήταν πιο κομψά από της Χαρίνε ή της Σάλον. «Σε καλωσορίζω στο πλοίο μου», είπε η Ντέρα, «κι είθε να έχεις τη χάρη του Φωτός μέχρι να αφήσεις αυτό το κατάστρωμα». Έκανε μια μικρή υπόκλιση προς το μέρος της τέταρτης γυναίκας, αυτής που ήταν ντυμένη στα κίτρινα. «Από δω η Ταβάλ ντιν Τσανάι Εννέα Γλάροι, Ανεμοσκόπος του Λευκού Αφρού». Μόνο τρεις κρίκοι κρέμονταν σε κάθε αυτί της Ταβάλ, φίνα όσο της Κυράς των Πανιών. Έμοιαζε νεότερη από τη Σάλον κι όχι μεγαλύτερη από τον ίδιον.

Η Χαρίνε ξαναπήρε τον λόγο, δείχνοντας προς την ανασηκωμένη πρύμνη του πλοίου. «Αν ευαρεστείσαι, θα μιλήσουμε στην καμπίνα μου. Ένας ανεμοπόρος δεν είναι μεγάλο σκάφος, Ραντ αλ'Θόρ, κι η καμπίνα είναι μικρή. Αν ευαρεστείσαι να έρθεις μόνος, σε διαβεβαιώνω πως είσαι απόλυτα ασφαλής». Ώστε, από το Κοραμούρ είχε περάσει στο ανεπιτήδευτο Ραντ αλ'Θόρ. Ήταν σίγουρος πως, αν μπορούσε, αυτή η γυναίκα θα έπαιρνε πίσω ό,τι είχε δώσει.

Ήταν έτοιμος να συμφωνήσει — θα έκανε τα πάντα για να τελειώνει με αυτή την υπόθεση. Η Χαρίνε είχε ήδη ξεκινήσει, κάνοντάς του νόημα να την ακολουθήσει, με τις υπόλοιπες γυναίκες να την ακολουθούν, όταν η Μεράνα έβηξε και πάλι διακριτικά.

«Οι Ανεμοσκόποι μπορούν να διαβιβάσουν», μουρμούρισε βιαστικά μέσα στην παλάμη της. «Ίσως θα έπρεπε να πάρεις μαζί σου δύο αδελφές, αλλιώς θα νομίζουν πως έχουν το πάνω χέρι».

Ο Ραντ συνοφρυώθηκε. Το πάνω χέρι; Μα... εκείνος ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, ωστόσο... «Θα έρθω με μεγάλη μου χαρά, Κυρά των Κυμάτων, αλλά η Μιν από δω με συνοδεύει όπου κι αν πάω». Χτύπησε απαλά το χέρι της Μιν -το οποίο δεν είχε αφήσει στιγμή- κι η Χαρίνε ένευσε καταφατικά. Η Ταβάλ κρατούσε ήδη την πόρτα ανοικτή κι η Ντέρα έκανε μια μικρή υπόκλιση, κάνοντάς του νόημα να περάσει.

«Κι ο Ντασίβα, βέβαια». Ο άντρας πετάχτηκε ακούγοντας το όνομά του, λες και κοιμόταν. Αν μη τι άλλο, δεν κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια το κατάστρωμα, όπως ο Φλιν κι ο Ναρίσμα, αλλά είχε καρφώσει το βλέμμα του στις γυναίκες. Οι φήμες μιλούσαν για τα θέλγητρα, την ομορφιά και τη χάρη των Θαλασσινών, κάτι προφανές στον Ραντ -περπατούσαν σαν να ήταν έτοιμες να χορέψουν, και λικνίζονταν προκλητικά— αλλά δεν είχε φέρει τους άντρες του εδώ για να τις γλυκοκοιτάζουν. «Τα μάτια σας δεκατέσσερα!» τους είπε άγρια. Ο Ναρίσμα κοκκίνισε και στάθηκε σε στάση προσοχής, πιέζοντας τη γροθιά του στο στήθος του. Ο Φλιν απλά χαιρέτησε. Κι οι δύο, όμως, έμοιαζαν να βρίσκονται σε επιφυλακή. Για κάποιον λόγο, η Μιν τον κοίταξε έχοντας χαραγμένο στα χείλη της ένα ειρωνικό μειδίαμα.

Η Χαρίνε ένευσε κάπως πιο ανυπόμονα. Ένας άντρας ξεπήδησε από το πλήρωμα, με φουσκωτά παντελόνια από πράσινο μετάξι, κι ένα ξίφος με φιλντισένια λαβή μαζί με ένα εγχειρίδιο περασμένα μέσα από τη φαρδιά του ζώνη. Είχε περισσότερα λευκά μαλλιά από τη γυναίκα, ενώ πέντε χοντροί αλλά μικροί κρίκοι στόλιζαν το κάθε του αυτί. Η Χαρίνε τού έκανε βιαστικά νόημα να φύγει. «Όπως επιθυμείς, Ραντ αλ'Θόρ», είπε.

«Και, βέβαια», συμπλήρωσε ο Ραντ, λες και το σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή, «θα χρειαστεί να έχω μαζί μου τη Μεράνα και τη Ραφέλα». Δεν ήταν σίγουρος γιατί διάλεξε τη δεύτερη —ίσως επειδή η παχουλή Δακρυνή αδελφή ήταν η μόνη μη Πράσινη, εκτός από τη Μεράνα- αλλά, προς μεγάλη του έκπληξη, η Μεράνα χαμογέλασε επιδοκιμαστικά. Η Μπέρα επίσης ένευσε καταφατικά, όπως κι η Φέλντριν με την Αλάνα.

Η Χαρίνε, ωστόσο, δεν επιδοκίμαζε αυτήν την απόφαση. Τα χείλη της σφίχτηκαν πριν προλάβει να συγκρατηθεί. «Όπως επιθυμείς», είπε, κι ο τόνος της φωνής της ήταν λιγότερο ευχάριστος από πριν.

Από τη στιγμή που βρέθηκε στην άβολη καμπίνα, όπου οτιδήποτε, εκτός από μερικά μπαούλα με μπρούντζινη επένδυση, έμοιαζε εντοιχισμένο, ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος κατά πόσον η γυναίκα δεν είχε κερδίσει αυτό που ήθελε απλά με τον να τον φέρει εκεί. Κατ' αρχάς, έπρεπε να στέκεται καμπουριαστός ανάμεσα στα δοκάρια της οροφής ή όποια κι αν ήταν η ναυτική τους ορολογία. Είχε διαβάσει κάμποσα βιβλία σχετικά με πλοία, αλλά δεν αναφέρονταν πουθενά. Το κάθισμα που του προσφέρθηκε, στην άκρη του τραπεζιού, δεν μπορούσε να τραβηχτεί γιατί ήταν βιδωμένο στο κατάστρωμα, και μέχρι να του δείξει η Μιν πώς να ξεμανταλώσει το μπράτσο του καθίσματος και να το τραβήξει για να κάτσει, τα γόνατά του ακουμπούσαν στη βάση του τραπεζιού. Υπήρχαν μόνο οκτώ καθίσματα. Η Χαρίνε κάθισε στην απέναντι πλευρά με την πλάτη της στραμμένη στα κόκκινα παντζούρια της πρύμνης, έχοντας την Ανεμοσκόπο στα αριστερά της, την Κυρά των Πανιών στα δεξιά της, και την Ταβάλ πίσω. Η Μεράνα με τη Ραφέλα κάθισαν πίσω από τη Σάλον, ενώ η Μιν στα αριστερά του Ραντ. Ο Ντασίβα, που δεν του αναλογούσε κάθισμα, πήρε θέση δίπλα στην πόρτα και στεκόταν ευθυτενής με σχετική ευκολία, αν και τα δοκάρια της οροφής άγγιζαν το κεφάλι του. Μια νεαρή γυναίκα με λαμπερή γαλάζια μπλούζα και με ένα λεπτό σκουλαρίκι σε κάθε αυτί έφερε χοντρά φλιτζάνια που περιείχαν αποσταγμένο μαύρο πικρό τσάι.

«Ας τελειώνουμε με αυτά», είπε ο Ραντ επιτιμητικά, μόλις η γυναίκα με τον δίσκο αποχώρησε. Ήπιε μια γουλιά τσάι κι απέθεσε το φλιτζάνι πάνω στο τραπέζι. Δυσκολευόταν να τεντώσει τα πόδια του. Μισούσε τους περιορισμένους χώρους. Εικόνες από τότε που ήταν διπλωμένος μέσα στο κιβώτιο ξεπήδησαν στο μυαλό του, και μετά δυσκολίας διατήρησε την ψυχραιμία του. «Η Πέτρα του Δακρύου έπεσε, οι Αελίτες πέρασαν το Δρακότειχος, κι όλα τα σημάδια της Προφητείας Τζεντάι ήλθαν και παρήλθαν. Εγώ είμαι ο Κοραμούρ».

Η Χαρίνε χαμογέλασε πάνω από το φλιτζάνι της. Ήταν ένα χαμόγελο παγερό, χωρίς ίχνος ευθυμίας. «Όλα αυτά μπορεί να ισχύουν, δόξα στο Φως, όμως...»

«Ισχύουν», παρενέβη απότομα ο Ραντ, παρά το προειδοποιητικό βλέμμα της Μεράνα, η οποία έφτασε ακόμα και στο σημείο να τον σκουντήσει με το πόδι της. Ο Ραντ, όμως, αγνόησε κι αυτήν την κίνηση. Οι τοίχοι της καμπίνας έμοιαζαν να τους πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο. «Τι είναι αυτό που δεν πιστεύεις, Κυρά των Κυμάτων; Μήπως ότι οι Άες Σεντάι στην πραγματικότητα δεν με υπηρετούν; Ραφέλα, Μεράνα». Ο Ραντ έκανε ένα κοφτό νεύμα.

Το μόνο που ζητούσε εκ μέρους τους ήταν να έρθουν κοντά του ενώπιον όλων των παρευρισκομένων, αλλά εκείνες άφησαν κάτω τα φλιτζάνια τους, σηκώθηκαν με χάρη και, βηματίζοντας σαν να γλιστρούν, πήραν θέσεις αμφοτέρωθεν του Ραντ και... γονάτισαν. Καθεμία πήρε από ένα του χέρι στα δικά της και πίεσε τα χείλη της πάνω του, ακριβώς πάνω στο κεφάλι του Δράκοντα με την αστραφτερή χρυσαφιά χαίτη που τυλιγόταν γύρω από τον πήχυ του. Ο Ραντ μετά βίας κατάφερε να κρύψει την έκπληξή του, δίχως να αποτραβήξει το βλέμμα του από τη Χαρίνε. Το πρόσωπο της γυναίκας είχε πάρει μια γκριζωπή απόχρωση.

«Οι Άες Σεντάι με υπηρετούν, όπως θα κάνει κι ο λαός των Θαλασσινών». Ένευσε στις αδελφές να πάνε πίσω, στις θέσεις τους. Περιέργως, φάνηκαν να παραξενεύονται. «Έτσι λέει η Προφητεία Τζεντάι. Οι Θαλασσινοί θα υπηρετήσουν τον Κοραμούρ. Εγώ είμαι ο Κοραμούρ».

«Ναι, αλλά υπάρχει και το θέμα της Συναλλαγής». Ήταν φανερή η έμφαση που έδωσε στη λέξη η Χαρίνε. «Η Προφητεία Τζεντάι λέει πως, μέσω εσού, θα δοξαστούμε, κι όλες οι θάλασσες του κόσμου θα μας ανήκουν. Όπως εμείς σου δίνουμε κάτι, έτσι κι εσύ πρέπει να δώσεις κάτι σε μας. Αν δεν κάνω καλή Συναλλαγή, η Νέστα θα με κρεμάσει ανάποδα από τα ξάρτια γυμνή και θα καλέσει τις Πρώτες Δώδεκα της Φατρίας Σοντάιν να αναγορεύσουν καινούργια Κυρά των Κυμάτων». Ένας σπασμός απόλυτου τρόμου φάνηκε να δονεί το πρόσωπό της καθώς ξεστόμιζε αυτές τις λέξεις, και τα μαύρα της μάτια άνοιξαν διάπλατα από τη δυσπιστία. Η Ανεμοσκόπος της την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, κάτι που πάσχισαν να αποφύγουν η Ντέρα με την Ταβάλ. Το βλέμμα τους ήταν τόσο προσηλωμένο στο τραπέζι, που έλεγες πως τα πρόσωπά τους είχαν μαρμαρώσει.

Ξαφνικά, ο Ραντ κατάλαβε. Τα'βίρεν. Είχε δει κι άλλοτε τα αποτελέσματα, τις ξαφνικές εκείνες στιγμές που συνέβαινε το απροσδόκητο, απλώς και μόνο επειδή ήταν παρών ο ίδιος, αλλά ποτέ δεν γνώριζε τι συνέβαινε, μέχρις ότου ήταν πια πολύ αργά. Άπλωσε τα πόδια του όσο μπορούσε κι έγειρε με τους αγκώνες του πάνω στο τραπέζι. «Οι Άθά’αν Μιέρε θα με υπηρετήσουν, Χαρίνε. Αυτή είναι η προσφορά μου».

«Ναι, θα σε υπηρετήσουμε, αλλά...» Η Χαρίνε μισοσήκωσε την καρέκλα της, πιτσιλώντας τσάι ολόγυρα. «Τι μου κάνεις, Άες Σεντάι;» ούρλιαξε τρέμοντας. «Η ανταλλαγή δεν είναι δίκαιη!»

«Δεν σου κάνουμε τίποτα», αποκρίθηκε ήρεμα η Μεράνα. Κατάφερε κι ήπιε μια γουλιά τσάι χωρίς να μορφάσει.

«Βρίσκεσαι παρουσία του Αναγεννημένου Δράκοντα», πρόσθεσε η Ραφέλα. «Του Κοραμούρ που, η ίδια η προφητεία σας νομίζω, σας καλεί να υπηρετήσετε». Ακούμπησε ένα δάχτυλο στο στρογγυλό της μάγουλο. «Είπες ότι μιλάς εκ μέρους της Κυράς των Πλοίων. Εννοείς με αυτό πως ο λόγος σου είναι δεσμευτικός όσον αφορά στους Άθα'αν Μιέρε;»

«Ναι», ψιθύρισε βραχνά η Χαρίνε ακουμπώντας πίσω, στο κάθισμά της. «Τα λόγια μου δεσμεύουν όλα τα πλοία καθώς και την ίδια την Κυρά των Πλοίων». Ένας Θαλασσινός δεν χλώμιαζε ποτέ, αλλά η γυναίκα που κοιτούσε τον Ραντ δεν απείχε και πολύ.

Ο άντρας χαμογέλασε προς το μέρος της Μιν, απολαμβάνοντας μαζί της τη στιγμή. Επιτέλους, ο κόσμος μπορούσε να έρθει κοντά του χωρίς να χρειαστεί να δώσει αγώνα ή να διασπαστεί όπως οι Αελίτες. Ίσως η Μιν πίστευε πως ο Ραντ ήθελε τη βοήθειά της για να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του ή επειδή ήταν τα'βίρεν. Έγειρε προς τη μεριά της Κυράς των Κυμάτων. «Θα τιμωρηθείς για όσα έγιναν εδώ σήμερα, Χαρίνε, αλλά όχι τόσο σκληρά όσο φοβάσαι, θαρρώ. Αν μη τι άλλο, κάποια μέρα θα γίνεις Κυρά των Πλοίων».

Η Χαρίνε την κοίταξε συνοφρυωμένη κι έπειτα το βλέμμα της έπεσε στην Ανεμοσκόπο.

«Δεν είναι Άες Σεντάι», είπε η Σάλον, και στην έκφραση της Χαρίνε φάνηκε ένα μείγμα ανακούφισης κι απογοήτευσης. Μέχρι που μίλησε η Ραφέλα.

«Πριν από κάμποσα χρόνια, άκουσα κάποιες αναφορές για ένα κορίτσι με την αξιοθαύμαστη ικανότητα να βλέπει πράγματα. Εσύ είσαι αυτή, Μιν;»

Η Μιν έκανε μια γκριμάτσα κοιτώντας το φλιτζάνι της κι ένευσε απρόθυμα. Πάντα έλεγε πως όσο περισσότεροι γνώριζαν κάτι για τις ικανότητές της, τόσο το χειρότερο. Έριξε μια ματιά στην άλλη άκρη του τραπεζιού, προς το μέρος των Άες Σεντάι, κι αναστέναξε. Η Ραφέλα απλώς ένευσε, αλλά η Μεράνα την κοιτούσε, με τα άπληστα καστανά μάτια της πάνω σε μια μάσκα γαλήνης. Αναμφίβολα, περίμενε πως, αργά ή γρήγορα, θα στρίμωχνε τη Μιν και θα ανακάλυπτε τι είδους ταλέντο ήταν αυτό και πώς λειτουργούσε. Αναμφίβολα, το ίδιο περίμενε κι η Μιν. Ο Ραντ αισθάνθηκε το τσίμπημα του θυμού· η Μιν θα έπρεπε να γνωρίζει πως ο ίδιος θα την προστάτευε από κάθε δυσκολία. Το τσίμπημα του θυμού αντικαταστάθηκε από μια ζέση, στη σκέψη πως τουλάχιστον είχε τη δυνατότητα να την προστατεύσει.

«Μπορείς κάλλιστα να εμπιστεύεσαι τα λόγια της Μιν, Χαρίνε», είπε η Ραφέλα. «Σύμφωνα με τις αναφορές, οτιδήποτε βλέπει γίνεται πραγματικότητα. Ακόμα κι αν δεν το έχει αντιληφθεί ξεκάθαρα, έχει δει κάτι άλλο». Το στρογγυλό της πρόσωπο έγειρε από τη μια πλευρά κι ένα χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της. «Αν πρόκειται να τιμωρηθείς για όσα γίνονται, σημαίνει πως θα συμφωνήσεις με όσα επιθυμεί ο Κοραμούρ».

«Εκτός κι αν δεν συμφωνήσω», είπε μαινόμενη η Χαρίνε. «Αν δεν γίνει Συναλλαγή...» Οι γροθιές της σφίχτηκαν πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού. Είχε ήδη παραδεχτεί πως έπρεπε να κάνει Συναλλαγή, όπως επίσης κι ότι οι Θαλασσινοί θα υπηρετήσουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα.

«Αυτό που απαιτώ από σένα δεν είναι επαχθές», είπε ο Ραντ. Είχε σκεφτεί αυτό το ζήτημα πριν ακόμα αποφασίσει να έρθει. «Όταν ζητάω πλοία, για να μεταφερθούν άνθρωποι ή εξοπλισμός, οι Θαλασσινοί θα μου τα παρέχουν. Θέλω να μάθω τι συμβαίνει στο Τάραμπον, στο Άραντ Ντόμαν και στις ενδιάμεσες περιοχές. Τα δικά σας πλοία μπορούν να μαθαίνουν -θα μαθαίνουν- όλα όσα επιθυμώ να ξέρω. Μπορούν να επικοινωνούν με το Τάντσικο, το Μπάνταρ Έμπαν κι εκατό ακόμα ψαροχώρια και πόλεις που βρίσκονται ανάμεσα. Τα δικά σας πλοία μπορούν να φτάσουν πιο μακριά απ' οποιαδήποτε άλλα. Οι Θαλασσινοί θα τεθούν ως τοποτηρητές της Δύσης, μέχρι τον Ωκεανό Άρυθ. Υπάρχει ένας λαός, οι Σωντσάν, που ζει πέρα από τον Ωκεανό Άρυθ, και κάποια μέρα θα αποπειραθεί να μας κατακτήσει. Οι Θαλασσινοί θα με πληροφορούν για τις κινήσεις του».

«Ζητάς πολλά», μουρμούρισε πικρά η Χαρίνε. «Γνωρίζουμε γι' αυτούς τους Σωντσάν που, όπως φαίνεται, προέρχονται από τα Νησιά των Νεκρών, από τα οποία κανένα πλοίο δεν επιστρέφει. Μερικά σκάφη μας έχουν συναντηθεί με δικά τους. Χρησιμοποιούν τη Μία Δύναμη ως όπλο. Απαιτείς περισσότερα απ' όσα γνωρίζεις, Κοραμούρ». Για πρώτη φορά δεν έκανε παύση στον τίτλο. «Κάποιο σκοτεινό κακό έχει ενσκήψει στον Ωκεανό Άρυθ. Εδώ και μήνες, κανένα δικό μας καράβι δεν έχει επιστρέψει από εκεί. Τα πλοία που ταξιδεύουν δυτικά εξαφανίζονται».

Ο Ραντ αισθάνθηκε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά του και στριφογύρισε στα χέρια του το Σκήπτρο του Δράκοντα, που ήταν φτιαγμένο από ένα κομμάτι λόγχης των Σωντσάν. Μήπως είχαν επανεμφανιστεί; Τους είχαν απωθήσει μια φορά, στο Φάλμε. Κουβαλούσε μαζί του την αιχμή του δόρατος, για να υπενθυμίζει στον εαυτό του πως υπήρχαν στον κόσμο περισσότεροι εχθροί απ' όσους μπορούσε να δει ο ίδιος. Ήταν, ωστόσο, σίγουρος πως οι Σωντσάν θα χρειάζονταν χρόνια μέχρι να ανανήψουν από την ήττα που είχαν υποστεί από τον Αναγεννημένο Δράκοντα και από τους νεκρούς ήρωες, οι οποίοι είχαν σπεύσει στο κάλεσμα του Κέρατος του Βαλίρ και τους είχαν ξαποστείλει πίσω, στη θάλασσα. Άραγε, το Κέρας βρισκόταν ακόμα στον Λευκό Πύργο; Ήξερε πως το είχαν μεταφέρει εκεί.

Ξαφνικά, ο περιορισμένος χώρος της καμπίνας τού έγινε ανυπόφορος. Ψαχούλεψε το μάνταλο στο μπράτσο της πολυθρόνας. Δεν άνοιγε. Άδραξε το μαλακό ξύλο και, με ένα σπασμωδικό τράβηγμα, έκανε το μπράτσο κομμάτια. «Συμφωνήσαμε πως οι Θαλασσινοί θα με υπηρετήσουν», είπε καθώς σηκωνόταν όρθιος. Το χαμηλό ταβάνι τον ανάγκαζε να σκύβει απειλητικά πάνω από το τραπέζι. Η καμπίνα έμοιαζε να έχει μικρύνει. «Αν υπάρχει κάτι επιπλέον σχετικά με τη Συναλλαγή, θα το συζητήσεις με τη Μεράνα και με τη Ραφέλα». Δίχως να περιμένει απάντηση, στράφηκε προς την πόρτα όπου τον περίμενε ο Ντασίβα, μουρμουρίζοντας μόνος του.

Η Μεράνα τον πρόλαβε, τον άρπαξε από το μανίκι και του ψιθύρισε κάτι, γρήγορα και χαμηλόφωνα. «Άρχοντα Δράκοντα, ίσως θα ήταν καλύτερα να παραμείνεις. Έχεις δει τι μπορείς να κάνεις ως τα'βίρεν. Όντας παρών, πιστεύω πως η γυναίκα θα συνεχίσει να αποκαλύπτει όσα θέλει κατά βάθος να αποκρύψει, και θα συμφωνήσει προτού ακόμα της παραχωρήσουμε κάτι».

«Ανήκεις στο Γκρίζο Άτζα», της αποκρίθηκε απότομα. «Ανάλαβε εσύ τις διαπραγματεύσεις! Ντασίβα, έλα μαζί μου».

Όταν βγήκαν στο κατάστρωμα, πήρε βαθιές εισπνοές. Ο ασυννέφιαστος ουρανός ήταν πεντακάθαρος πάνω από τα κεφάλια τους.

Του πήρε ένα λεπτό μέχρι να προσέξει την Μπέρα και τις άλλες δύο αδελφές που τον κοιτούσαν με προσμονή. Ο Φλιν κι ο Ναρίσμα ήταν αφοσιωμένοι στο καθήκον τους, παρακολουθώντας εν μέρει το πλοίο κι εν μέρει τις όχθες του ποταμού, την πόλη από τη μια πλευρά και τους μισοχτισμένους σιτοβολώνες από την άλλη. Ένα πλοιάριο καταμεσής του ποταμού θα ήταν πολύ ευάλωτος στόχος, αν κάποιος από τους Αποδιωγμένους αποφάσιζε να το χτυπήσει. Όσο γι' αυτό, οποιοδήποτε μέρος ήταν επικίνδυνο. Ο Ραντ δεν καταλάβαινε για ποιον λόγο κανείς από δαύτους δεν αποφάσιζε να καταστρέψει το παλάτι του Ήλιου ενόσω ο ίδιος βρισκόταν μέσα.

Η Μιν τον άγγιξε στο μπράτσο κι εκείνος αναπήδησε.

«Συγγνώμη», της είπε. «Δεν έπρεπε να σε αφήσω».

«Δεν πειράζει», απάντησε αυτή γελώντας. «Η Μεράνα στρώθηκε ήδη στη δουλειά. Έχω την εντύπωση πως θα βάλει τα δύο πόδια της Χαρίνε σε ένα παπούτσι. Η Κυρά των Κυμάτων μοιάζει με κουνέλι που παγιδεύτηκε ανάμεσα σε δύο κουνάβια».

Ο Ραντ ένευσε. Οι Θαλασσινοί ήταν σχεδόν δικοί του πια. Τι σημασία είχε αν το Κέρας του Βαλίρ εξακολουθούσε να βρίσκεται στον Λευκό Πύργο; Εκείνος ήταν τα'βίρεν. Εκείνος ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, ο Κοραμούρ. Ο χρυσαφένιος ήλιος έκαιγε, λίγο πριν φτάσει στο ζενίθ του. «Η μέρα δεν έχει τελειώσει ακόμα, Μιν». Ένιωθε ικανός για όλα. «Θα ήθελες να με παρακολουθήσεις να κανονίζω τους επαναστάτες; Πάω χίλιες κορώνες στοίχημα πως θα τα καταφέρω πριν από τη δύση. Αν χάσεις, θα μου δώσεις ένα φιλί».

Загрузка...