Κοιτάζοντας με μισόκλειστα μάτια την πινακίδα πάνω από την αψιδωτή είσοδο του πανδοχείου, ντυμένη σαν κακάσχημη γυναίκα με μπαστούνι και με βλέμμα που ατένιζε όλο ελπίδα, η Ηλαίην ευχήθηκε να βρισκόταν στο κρεβάτι της, παρά να είχε βγει έξω πρωί-πρωί. Όχι, βέβαια, ότι θα κοιμόταν. Η Πλατεία Μολ Χάρα ήταν άδεια, εκτός από την ίδια, λίγες καρότσες που έτριζαν καθώς τις έσερναν γαϊδούρια και βόδια καθ’ οδόν προς την αγορά, κι από ένα τσούρμο γυναικών με τεράστια καλάθια να ισορροπούν στο κεφάλι τους. Ένας ζητιάνος με κομμένο πόδι καθόταν με το κύπελλο του σε μια γωνία του πανδοχείου· ο πρώτος απ’ όλους αυτούς που αργότερα θα γέμιζαν την πλατεία. Του είχε ήδη δώσει ένα ασημένιο νόμισμα, αρκετό για να τον θρέψει μια βδομάδα, αλλά αυτός το έχωσε κάτω από το κουρελιασμένο του πανωφόρι και περίμενε, με ένα ξεδοντιασμένο χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό του. Ο ουρανός ήταν ακόμα γκρίζος, ωστόσο ήδη η μέρα προμηνυόταν καυτή. Θα ήταν δύσκολο να μείνει τόσο συγκεντρωμένη ώστε να αγνοήσει τη ζέστη.
Τα τελευταία υπολείμματα μέθης της Μπιργκίτε παρέμεναν στο πίσω μέρος του μυαλού της, αμελητέα αλλά όχι απόντα. Μακάρι η περιορισμένη ικανότητά της στη Θεραπεία να μην αποδεικνυόταν τόσο ανεπαρκής. Ήλπιζε πως η Αβιέντα κι η Μπιργκίτε θα κατάφερναν σήμερα να μάθουν κάτι για τον Καρίντιν, χρησιμοποιώντας τις Ψευδαισθητικές μεταμφιέσεις. Όχι ότι ο Καρίντιν θα τις αναγνώριζε, αλλά καλύτερα να έπαιρναν κάποια μέτρα. Ένιωθε περήφανη που η Αβιέντα δεν είχε ζητήσει να τη συνοδεύσει εδώ, αν κι η αλήθεια είναι πως θα την εξέπληττε κάτι τέτοιο. Η Αβιέντα δεν πίστευε πως είχε ανάγκη κάποιον να την προσέχει και να φροντίζει να κάνει όσα έπρεπε.
Αναστενάζοντας, ίσιωσε το φόρεμά της, παρ' όλο που δεν χρειαζόταν. Μπλε και κρεμ, με τις χαρακτηριστικές λευκές δαντέλες της Βαντάλρα, αυτό το ρούχο την έκανε να αισθάνεται κάπως... εκτεθειμένη. Η μόνη φορά που είχε αρνηθεί κατηγορηματικά να φορέσει κάτι που να μοιάζει στην τοπική μόδα ήταν τότε που, μαζί με τη Νυνάβε, ταξίδευε στο Τάντσικο παρέα με τους Θαλασσινούς, αλλά η μόδα των Εμπουνταρινών ήταν κάπως... Αναστέναξε ξανά. Το μόνο που έκανε ήταν να καθυστερεί. Έπρεπε να είχε έρθει η Αβιέντα να την πάρει από το χέρι.
«Δεν πρόκειται να ζητήσω συγγνώμη», είπε ξαφνικά η Νυνάβε ακριβώς πίσω της. Κρατούσε σφικτά την γκρίζα φούστα της και με τα δύο χέρια, κοιτώντας την Περιπλανώμενη Γυναίκα, λες κι εκεί μέσα περίμενε η ίδια η Μογκέντιεν. «Δεν υπάρχει περίπτωση!»
«Έπρεπε να φορέσεις λευκά, τελικά», μουρμούρισε η Ηλαίην, ρίχνοντας ένα πλάγιο βλέμμα γεμάτο υποψία. «Εσύ είπες πως είναι πένθιμο χρώμα», πρόσθεσε ύστερα από ένα λεπτό. Η παρατήρησή της είχε ως αποτέλεσμα ένα νεύμα ικανοποίησης, αν και δεν ήταν αυτό ακριβώς που περίμενε. Θα ήταν καταστροφικό, αν δεν μπορούσαν να τα βρουν μεταξύ τους. Η Μπιργκίτε έπρεπε να ετοιμαστεί για ένα έγχυμα βοτάνων το ίδιο πρωί, και μάλιστα για ένα πικρό μείγμα, γιατί η Νυνάβε ισχυριζόταν πως δεν ήταν αρκετά θυμωμένη για να διαβιβάσει. Είχε δραματοποιήσει πολύ τα πράγματα σχετικά με το πένθιμο λευκό ως το μόνο κατάλληλο χρώμα, επέμενε να μην έρθει, μέχρι που η Ηλαίην την τράβηξε με το ζόρι από το δωμάτιο, κι είχε ανακοινώσει τουλάχιστον είκοσι φορές την απόφαση της να μη ζητήσει συγγνώμη. Ήταν ανώφελο να τσακώνονται, αλλά... «Συμφώνησες με αυτό, Νυνάβε. Όχι, δεν θέλω να ακούσω άλλα σχετικά με το ότι εμείς οι υπόλοιπες σε φοβερίζουμε. Συμφώνησες, γι’ αυτό πάψε να είσαι κατσούφα».
Η Νυνάβε είπε κάτι ακατάληπτο, κι η οργή ήταν φανερή στη ματιά της. Ωστόσο, δεν θα άλλαζε γνώμη, παρά την έντονη δυσπιστία και το «κατσούφιασμα» που έκρυβε μέσα της. «Πρέπει να το συζητήσουμε, Ηλαίην. Δεν χρειάζεται να βιαζόμαστε. Το σχέδιο μπορεί να αποτύχει για χίλιους λόγους, με τα'βίρεν ή χωρίς, κι ο Ματ Κώθον είναι ο πιο σημαντικός από αυτούς».
Η Ηλαίην τής έριξε μια κοφτή ματιά. «Μήπως διάλεξες επίτηδες τα πιο πικρά βότανα;» Η έκδηλη οργή μεταβλήθηκε σε έκδηλη αθωότητα, αλλά η κοκκινάδα δεν χάθηκε από τα μάγουλα της Νυνάβε. Η Ηλαίην άνοιξε την πόρτα κι η Νυνάβε την ακολούθησε μουρμουρίζοντας. Η Ηλαίην δεν θα εκπλησσόταν ακόμα κι αν της έβγαζε τη γλώσσα. Φαίνεται πως η κακοκεφιά ήταν το χαρακτηριστικό αυτού του πρωινού.
Η μυρωδιά από φουρνιστό ψωμί που ξεχυνόταν από τη μεριά της κουζίνας χτύπησε τα ρουθούνια τους, κι όλα τα παντζούρια ήταν ανοιχτά για να αερίζεται η αίθουσα. Μια στρουμπουλή σερβιτόρα ήταν ανεβασμένη πάνω σε ένα ψηλό σκαμνί και, τεντωμένη στις μύτες των ποδιών της, προσπαθούσε να κατεβάσει από ένα σημείο πάνω από το παράθυρο κάποια κουρελιασμένα κλωνάρια ενός αειθαλούς φυτού, ενώ άλλοι τακτοποιούσαν τα τραπέζια, τις καρέκλες και τους πάγκους που είχαν μετακινηθεί για τον χορό. Κανείς άλλος δεν ήταν παρών τόσο νωρίς το πρωί, παρά μόνο ένα κοκαλιάρικο κορίτσι με μια άσπρη ποδιά, το οποίο σκούπιζε το πάτωμα χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ομορφούλα, αν το στόμα της δεν ήταν μονίμως σουφρωμένο. Ο χώρος, πάντως, δεν ήταν και τόσο χάλια, λαμβάνοντας υπ' όψιν το πανδαιμόνιο και την ακολασία που επικρατούν συνήθως στα πανδοχεία κατά τη διάρκεια των γιορτών. Η Ηλαίην συνειδητοποίησε πως ένα μέρος του εαυτού της θα ήθελε να παρευρεθεί στο ξεφάντωμα.
«Μπορείς να μου δείξεις πού βρίσκεται το δωμάτιο του Άρχοντα Κώθον;» ρώτησε χαμογελώντας το κοκαλιάρικο κορίτσι, προσφέροντάς της δύο ασημένια νομίσματα. Η Νυνάβε ρουθούνισε περιφρονητικά. Ήταν σφιγμένη σαν φλούδα φρέσκου μήλου. Εκείνη είχε δώσει στον ζητιάνο ένα ολόκληρο χάλκινο νόμισμα!
Το κορίτσι τις κοίταξε σκυθρωπά -τόσο αυτές, όσο και τα νομίσματα, περιέργως- και μουρμούρισε κακότροπα κάτι σαν «Επίχρυση γυναίκα χτες το βράδυ και δύο κυρίες πρωί-πρωί». Απρόθυμα, τους έδωσε οδηγίες. Για μια στιγμή, η Ηλαίην νόμισε πως η μικρή θα αγνοούσε τα νομίσματα, αλλά, ενώ ήταν έτοιμη να απομακρυνθεί, το κορίτσι άρπαξε τα ασημένια νομίσματα από το χέρι της χωρίς να πει ούτε ευχαριστώ και τα έχωσε μέσα στην μπλούζα της προτού αρχίσει να σκουπίζει το πάτωμα με τόση δύναμη λες κι ήθελε να το χτυπήσει μέχρι θανάτου. Ίσως να είχε κάποια τσέπη ραμμένη σε εκείνο το σημείο.
«Βλέπεις;» μούγκρισε η Νυνάβε μέσα από τα δόντια της. «Προσπάθησε να προσελκύσει αυτήν τη νεαρή, θυμήσου τα λόγια μου. Σε έναν τέτοιο τύπο θες να απολογηθώ;»
Η Ηλαίην δεν απάντησε, παρά μόνο ανέβηκε τα δίχως κιγκλίδωμα σκαλοπάτια στο πίσω μέρος του δωματίου. Αν η Νυνάβε δεν σταματούσε να γκρινιάζει... Πρώτος διάδρομος δεξιά, είχε πει το κορίτσι, και τελευταία πόρτα αριστερά, αλλά, μόλις η Ηλαίην έφθασε μπροστά της, δίστασε κι άρχισε να δαγκώνει το κάτω χείλος της.
Η Νυνάβε ζωήρεψε. «Βλέπεις πως δεν είναι καλή ιδέα, έτσι; Δεν είμαστε Αελίτισσες, Ηλαίην. Συμπαθώ το κορίτσι, παρ’ ότι διαρκώς πασπατεύει εκείνο το μαχαίρι της, αλλά σκέψου πως όλα αυτά που έλεγε δεν ήταν παρά βλακείες. Είναι αδύνατον. Δεν μπορεί, θα πρέπει να το καταλαβαίνεις».
«Δεν συμφωνήσαμε σε κάτι που είναι αδύνατον, Νυνάβε». Έκανε προσπάθεια να διατηρήσει σταθερή τη φωνή της. Υπήρχε κάτι σε αυτά που είχε προτείνει η Αβιέντα, με κάθε σοβαρότητα προφανώς... Στην πραγματικότητα, είχε προτείνει να αφήσουν αυτόν τον άντρα να τις μεταστρέψει! «Αυτό που συμφωνήσαμε είναι δυνατόν». Με το ζόρι, δηλαδή. Με τις αρθρώσεις των δαχτύλων της χτύπησε δυνατά την ορθογώνια πόρτα. Πάνω της υπήρχε σκαλισμένο ένα ψάρι, ένα στρογγυλό πράγμα με ρίγες και ρύγχος. Όλες οι πόρτες έφεραν ένα σκάλισμα στην επιφάνειά τους, οι περισσότερες ένα ψάρι. Καμιά απάντηση.
Η Νυνάβε ξεφύσησε απότομα. Φαίνεται πως τόση ώρα κρατούσε την ανάσα της. «Μπορεί να έχει βγει. Ας έρθουμε άλλη φορά».
«Τέτοια ώρα;» Η Ηλαίην χτύπησε την πόρτα άλλη μια φορά. «Εσύ είπες πως ξαπλώνει όποτε βρει ευκαιρία». Καμιά απάντηση από μέσα.
«Ηλαίην, αν υπολογίσουμε την Μπιργκίτε, ο Ματ θα πρέπει να τα κοπάνησε γερά χτες το βράδυ. Δεν θα του είναι και πολύ ευχάριστο να τον ξυπνήσουμε. Γιατί δεν φεύγουμε και...»
Η Ηλαίην ανασήκωσε το μάνταλο και μπήκε μέσα. Η Νυνάβε την ακολούθησε, με έναν αναστεναγμό που θα μπορούσε να έχει ακουστεί μέχρι το παλάτι.
Ο Ματ Κώθον ήταν ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο κρεβάτι του, πάνω στο πλεχτό κόκκινο κλινοσκέπασμα, ενώ ένα διπλωμένο ύφασμα ήταν περασμένο πάνω από τα μάτια του κι ακουμπούσε στο μαξιλάρι. Το δωμάτιο, παρά την απουσία σκόνης, ήταν σχετικά ακατάστατο. Μια μπότα ήταν αφημένη στον νιπτήρα -στον νιπτήρα!- πλάι σε μια άσπρη λεκάνη γεμάτη αχρησιμοποίητο νερό. Ο όρθιος καθρέφτης ήταν πεσμένος λοξά, λες κι ο Ματ είχε σκοντάψει πάνω του και τον είχε αφήσει έτσι γερτό, ενώ το ζαρωμένο του πανωφόρι ήταν πεταμένο πάνω σε μια καρέκλα με κλιμακωτή ράχη. Φορούσε όλα τα υπόλοιπα ρούχα του, συμπεριλαμβανομένων τού μαύρου μαντηλιού, που φαίνεται πως δεν έβγαζε ποτέ από πάνω του, και της άλλης μπότας. Η ασημένια κεφαλή της αλεπούς κρεμόταν από την ξεκούμπωτη πουκαμίσα του.
Το μενταγιόν προξενούσε φαγούρα στα δάχτυλά της. Αν ο άντρας ήταν όντως τύφλα στο μεθύσι, θα μπορούσε να του το πάρει χωρίς να καταλάβει τίποτα. Ούτως ή άλλως, σκόπευε να βρει με ποιον τρόπο απορροφούσε τη Δύναμη αυτό το πράγμα. Ανέκαθεν εκστασιαζόταν με το να ανακαλύπτει πώς λειτουργούσαν διάφορα πράγματα, αλλά αυτή η κεφαλή της αλεπούς περιείχε όλα τα αινίγματα του κόσμου σε ένα αντικείμενο.
Η Νυνάβε την έπιασε από το μανίκι και τίναξε το κεφάλι της προς το μέρος της πόρτας, ψιθυρίζοντας «κοιμάται» και κάτι άλλο που η Ηλαίην δεν ξεχώρισε. Ίσως άλλη μια ικεσία για να φύγουν.
«Άσε με ήσυχο, Νέριμ», μουρμούρισε ξαφνικά ο Ματ. «Σου είπα, το μόνο που θέλω είναι ένα καινούργιο κεφάλι. Και κλείσε την πόρτα μαλακά, για να μη σε καρφώσω από τα αυτιά πάνω της».
Η Νυνάβε αναπήδησε κι έκανε να τραβήξει την Ηλαίην προς την έξοδο, αλλά εκείνη έμεινε στητή κι ακίνητη. «Δεν είμαι ο Νέριμ, Άρχοντα Κώθον».
Ο άντρας ανασήκωσε το κεφάλι του από το μαξιλάρι, χρησιμοποιώντας και τα δύο χέρια για να τραβήξει το ύφασμα, και τις κοίταξε με μισόκλειστα και κοκκινισμένα μάτια.
Η Νυνάβε, με ένα μειδίαμα να διαγράφεται στα χείλη της, δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει την ικανοποίησή της που τον έβλεπε σε αυτήν την άθλια κατάσταση. Η Ηλαίην δεν κατάλαβε αρχικά για ποιον λόγο ένιωθε κι η ίδια την επιθυμία να χαμογελάσει. Από τη μέχρι τότε εμπειρία της με το πιοτό, μόνο οίκτο και συμπόνια μπορούσε να νιώσει για τους μπεκρήδες. Στο πίσω μέρος του μυαλού της ένιωθε ακόμα βαρύ το κεφάλι της Μπιργκίτε. Σίγουρα δεν της άρεσε να μεθοκοπά η Μπιργκίτε, για οποιονδήποτε λόγο, αλλά ούτε ένιωθε ωραία στη σκέψη πως υπήρχε κάποιος άλλος που έκανε κάτι καλύτερα από την πρώτη της Πρόμαχο. Γελοία σκέψη· στενάχωρη· αλλά κι ικανοποιητική.
«Τι κάνεις εδώ;» απαίτησε να μάθει με βραχνή φωνή ο Ματ, την επόμενη στιγμή όμως μόρφασε και χαμήλωσε τους τόνους. «Είναι μαύρα μεσάνυχτα».
«Έχει ξημερώσει», του αποκρίθηκε κοφτά η Νυνάβε. «Δεν θυμάσαι ότι μίλησες με την Μπιργκίτε;»
«Μπορείς να μη μιλάς τόσο δυνατά;» ψιθύρισε κλείνοντας τα μάτια του. Σε λίγα δευτερόλεπτα, τα είχε γουρλώσει πάλι. «Με την Μπιργκίτε;» Ανακάθισε απότομα, στρέφοντας τα πόδια του από τη μία πλευρά του κρεβατιού. Κάθισε για λίγο ακίνητος, κοιτώντας τις πλάκες του δαπέδου, με τους αγκώνες πάνω στα γόνατα και το μενταγιόν να κρέμεται από το κορδόνι που ήταν περασμένο γύρω από τον λαιμό του. Τελικά, έστρεψε το κεφάλι του και τις κοίταξε με οδύνη. Ή, τουλάχιστον, αυτό φανέρωναν τα μάτια του. «Τι σας είπε;»
«Μας πληροφόρησε για τις αξιώσεις σου, Άρχοντα Κώθον», απάντησε με τυπικότητα η Ηλαίην. Μάλλον κάπως έτσι θα ένιωθε κάποιος μπροστά στη λαιμητόμο. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο πέρα από το να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της και να αντιμετωπίσει με θάρρος οτιδήποτε κι αν της συνέβαινε. «Επιθυμώ να σε ευχαριστήσω από τα βάθη της καρδιάς μου, που με έσωσες στην Πέτρα του Δακρύου». Το είπε, αυτό ήταν. Δεν ήταν και τόσο φοβερό.
Η Νυνάβε έμεινε ακίνητη, γεμάτη βλοσυρότητα και με τα χείλη ερμητικά κλειστά. Η γυναίκα δεν επρόκειτο να την αφήσει να το κάνει μόνη της. Η Ηλαίην αγκάλιασε την Πηγή, προτού το σκεφτεί καλά-καλά, και διαβίβασε μια μικρή ροή Αέρα που χάιδεψε τον λοβό του αυτιού της Νυνάβε σαν ανάλαφρο δάχτυλο. Η γυναίκα έκλεισε με την παλάμη της το ένα της αυτί και συνοφρυώθηκε περισσότερο, αλλά η Ηλαίην στράφηκε ψυχρά προς το μέρος του Άρχοντα Κώθον και περίμενε.
«Κι εγώ σε ευχαριστώ», μουρμούρισε μουτρωμένη η Νυνάβε. «Από καρδιάς».
Η Ηλαίην έστρεψε ασυναίσθητα τα μάτια της προς τα επάνω. Έτσι κι αλλιώς, τους είχε ζητήσει να μιλούν σιγανά. Και φαινόταν να τις άκουγε. Παραδόξως, όμως, ο άντρας ανασήκωσε αμήχανος τους ώμους του.
«Α, αυτό. Δεν ήταν τίποτα. Το πιθανότερο είναι πως θα ελευθερωνόσασταν και χωρίς εμένα». Το πρόσωπό του βυθίστηκε στα χέρια του και πίεσε ξανά το υγρό ύφασμα πάνω στα μάτια του. «Μήπως, φεύγοντας, μπορείτε να πείτε στην Κάιρα να μου φέρει λίγο ποντς; Είναι μια λυγερή, χαριτωμένη και με βλέμμα γεμάτο ζεστασιά».
Η Ηλαίην ρίγησε. Τίποτα; Αυτός ο άντρας απαίτησε μια συγγνώμη, εκείνη εξευτελίστηκε σχεδόν για να την ξεστομίσει, και τώρα δεν ήταν τίποτα; Δεν άξιζε ούτε οίκτο ούτε συμπόνια! Είχε ακόμα στην κατοχή της το σαϊντάρ και σκέφτηκε να το στρέψει εναντίον του με μια ροή πολύ πυκνότερη από αυτή που είχε χρησιμοποιήσει στη Νυνάβε. Βέβαια, δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα εφ' όσον εκείνος φορούσε την κεφαλή της αλεπούς, η οποία ωστόσο, έτσι όπως ήταν κρεμασμένη, δεν άγγιζε το κορμί του. Άραγε, παρείχε την ίδια προστασία όταν δεν ακουμπούσε επάνω του...;
Η Νυνάβε έβαλε τέλος στους συλλογισμούς της ορμώντας κατά πάνω του, με δάχτυλα συστραμμένα σαν γαμψώνυχα. Η Ηλαίην κατάφερε να μπει ανάμεσά τους και να πιάσει την έξαλλη γυναίκα από τον ώμο. Για λίγο στάθηκαν αντικριστά η μία με την άλλη, μύτη με μύτη, παρά τη διαφορά ύψους. Κάνοντας μια γκριμάτσα, η Νυνάβε χαλάρωσε τελικά κι η Ηλαίην έκρινε πως μπορούσε να την ελευθερώσει.
Ο άντρας καθόταν ακόμα με το κεφάλι σκυφτό, μη έχοντας πάρει χαμπάρι τίποτα. Ανεξάρτητα από το αν το μενταγιόν τον προστάτευε ή όχι, ήταν έτοιμη να αρπάξει από τη γωνία τη θήκη του τόξου του και να αρχίσει να τον χτυπάει μέχρις ότου θα ούρλιαζε από πόνο. Αισθάνθηκε την οργή να φουντώνει στο πρόσωπό της. Εμπόδισε τη Νυνάβε από το να τα γκρεμίσει όλα, μόνο και μόνο για να σκεφτεί πως θα τα γκρέμιζε η ίδια. Το χειρότερο απ' όλα ήταν εκείνο το αυτάρεσκο χαμόγελο ικανοποίησης που είχε χαραχτεί στο πρόσωπο της άλλης γυναίκας και που έδειχνε ξεκάθαρα τι ακριβώς σκεφτόταν.
«Υπάρχει και κάτι άλλο, Άρχοντα Κώθον», ανακοίνωσε, ισιώνοντας τους ώμους της. Το χαμόγελο εξαφανίστηκε από το πρόσωπο της Νυνάβε. «Επιθυμούμε, επίσης, να σου ζητήσουμε συγγνώμη επειδή καθυστερήσαμε να σου εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας, που τόσο πολύ άξιζες. Επίσης, ζητάμε... ταπεινά... συγγνώμη...» μπέρδεψε για λίγο τα λόγια της, «... για τη συμπεριφορά μας απέναντί σου». Η Νυνάβε άπλωσε το χέρι της σε μια ικετευτική χειρονομία, αλλά η Ηλαίην την αγνόησε. «Για να σου δείξουμε πόσο βαθιά έχουμε μετανιώσει, υποσχόμαστε τα ακόλουθα». Η Αβιέντα είχε πει πως μια έκφραση συγγνώμης ήταν μονάχα η αρχή. «Δεν πρόκειται να σε υποτιμήσουμε ή να σε εξευτελίσουμε, ούτε θα τσακωθούμε μαζί σου για οποιαδήποτε αιτία, ούτε... ούτε θα επιχειρήσουμε να σε προστάξουμε να κάνεις κάτι». Η Νυνάβε μόρφασε. Το στόμα της Ηλαίην ήταν σφιγμένο, αλλά εκείνη δεν σταμάτησε. «Αναγνωρίζοντας το ενδιαφέρον σου για την ασφάλειά μας, δεν θα φύγουμε χωρίς να σου αναφέρουμε πού πηγαίνουμε και χωρίς να λάβουμε υπ' όψιν μας τη συμβουλή σου». Μα το Φως, δεν είχε την παραμικρή διάθεση να γίνει Αελίτισσα, δεν ήθελε να κάνει τίποτα απ' όλα αυτά, αλλά επιθυμούσε απεγνωσμένα τον σεβασμό της Αβιέντα. «Αν... αν κρίνεις πως...» Δεν σκόπευε να γίνει αδελφοσύζυγος -και μόνο η σκέψη είχε κάτι το άσεμνο!- αλλά όντως συμπαθούσε αυτήν τη γυναίκα. «...πως κινδυνεύουμε άσκοπα...» Δεν έφταιγε η Αβιέντα, που ο Ραντ είχε σκλαβώσει την καρδιά τους. Και την καρδιά της Μιν. «.. .θα δεχτούμε να μας συνοδεύσουν σωματοφύλακες δικής σου επιλογής...» Ό,τι ήταν να γίνει, έγινε, είτε το αποκαλούσε κάποιος μοίρα, είτε τα'βίρεν, είτε οτιδήποτε άλλο. Αγαπούσε και τις δύο γυναίκες σαν αδελφές, «...και θα τους κρατήσουμε κοντά μας όσο είναι δυνατόν». Κατάρα στον άντρα που την ανάγκαζε να το κάνει αυτό, και δεν εννοούσε τον Ματ Κώθον! «Το ορκίζομαι στον Θρόνο του Λιονταριού του Άντορ». Ξεφύσησε λες κι είχε τρέξει ένα μίλι. Η Νυνάβε έμοιαζε με κουνάβι στριμωγμένο στη γωνία.
Το κεφάλι του γύρισε αργά-αργά προς το μέρος τους, κι ο Ματ τράβηξε το ύφασμα τόσο, ώστε να αποκαλύψει ένα κοκκινισμένο μάτι. «Ακούγεσαι σαν να έχεις καταπιεί σιδερένιο μπαστούνι, Αρχόντισσά μου», είπε κοροϊδευτικά. «Σου επιτρέπω να με λες Ματ». Τι αποκρουστικός άντρας! Δεν καταλάβαινε διόλου από καλούς τρόπους! Το κοκκινισμένο μάτι την κοίταξε λοξά. «Κι εσύ, Νυνάβε; Η Ηλαίην μίλησε και για τις δυο σας, αλλά εσύ δεν είπες λέξη».
«Δεν θα σου βάζω τις φωνές», του φώναξε η Νυνάβε. «Και θα τηρήσω όλα όσα ειπώθηκαν. Σου το υπόσχομαι...!» Οι λέξεις πνίγηκαν στο λαρύγγι της, καθώς συνειδητοποίησε πως ήταν αδύνατον να τον αποκαλέσει με κάποια από τις επιτρεπόμενες προσφωνήσεις χωρίς να παραβεί την υπόσχεσή της. Πάντως, το αποτέλεσμα της απάντησής της ήταν υπέρ το δέον ικανοποιητικό.
Εκείνος με μια κραυγή, άρχισε να τρέμει, ρίχνοντας από πάνω του το ύφασμα, κι έπιασε το κεφάλι του και με τα δύο χέρια. Τα μάτια του γούρλωσαν. «Φλεγόμενο ζάρι», κλαψούρισε, ή κάτι παρόμοιο. Η Ηλαίην σκέφτηκε ξαφνικά πως αυτός ο άντρας θα γινόταν πολύ καλός λεξιπλάστης. Σταβλίτες κι ανάλογης τάξης άνθρωποι, με το που την έβλεπαν, εξευγενίζονταν απότομα. Βέβαια, είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να τον εκπολιτίσει, να τον κάνει χρήσιμο για τον Ραντ, αλλά αυτό δεν είχε να κάνει και τόσο με το θέμα της γλώσσας. Ομολογουμένως, υπήρχαν κάμποσα πράγματα που δεν είχε υποσχεθεί. Η Νυνάβε θα ηρεμούσε, αν της τα ανέφερε.
Ύστερα από κάμποση ώρα, ο Ματ μίλησε με φωνή που έμοιαζε κενή. «Σ' ευχαριστώ, Νυνάβε». Έκανε μια παύση και ξεροκατάπιε. «Νόμισα για μια στιγμή πως εσείς οι δύο ήσασταν κάποιοι άλλοι μεταμφιεσμένοι. Μια κι εξακολουθώ να είμαι ζωντανός, ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Απ' όσο θυμάμαι, η Μπιργκίτε μού είπε πως με θέλατε για να σας βρω κάτι. Τι ακριβώς θέλετε;»
«Δεν θα το βρεις», του απάντησε με σταθερή φωνή η Νυνάβε. Εν πάση περιπτώσει, ο τόνος της φωνής της ήταν πιότερο σκληρός παρά σταθερός, αλλά η Ηλαίην δεν έκρινε σκόπιμο να τη συνετίσει. Ο Ματ ήταν άξιος οποιασδήποτε αντίδρασης. «Εσύ θα μας συνοδεύσεις κι εμείς θα το βρούμε».
«Άρχισες από τώρα να κάνεις νερά, Νυνάβε;» Κατάφερε να γελάσει σαρκαστικά· αυτό και τα κοκκινισμένα μάτια του τον έκαναν ιδιαίτερα απωθητικό. «Μόλις υποσχέθηκες να κάνεις ό,τι λέω εγώ. Αν αυτό που επιθυμείς είναι ένας εξημερωμένος τα'βίρεν, στον οποίον μπορείς να βάλεις λαιμαριά, τράβα ρώτα τον Ραντ ή τον Πέριν, να δούμε τι θα σου απαντήσουν».
«Δεν υποσχεθήκαμε κάτι τέτοιο, Μάτριμ Κώθον», του απάντησε κοφτά η Νυνάβε, ορθώνοντας το ανάστημά της. «Εγώ, τουλάχιστον, δεν υποσχέθηκα τίποτα τέτοιο!» Μόλις που κρατιόταν για να μην ορμήσει και πάλι επάνω του. Ακόμα κι η πλεξούδα της φάνταζε έτοιμη για επίθεση.
Η Ηλαίην κατόρθωσε να παραμείνει πιο ψύχραιμη. Η συνεχής αντιπαράθεση μαζί του δεν θα τους έβγαζε πουθενά. «Θα ακούσουμε τη συμβουλή σου και θα την αποδεχτούμε, αν είναι μέσα στο πλαίσιο της λογικής, Άρχοντα... Ματ», του είπε επιτιμητικά αλλά κι ευγενικά. Δεν ήταν δυνατόν να πιστεύει όντως ότι είχαν υποσχεθεί να... Κι όμως, όσο περισσότερο τον κοίταζε, τόσο πιο πολύ έβλεπε ότι το πίστευε. Μα το Φως! Η Νυνάβε είχε δίκιο. Αυτός ο άνθρωπος θα δημιουργούσε πρόβλημα.
Είχε ακόμα την κατάσταση στα χέρια της. Διαβιβάζοντας για άλλη μια φορά, ανασήκωσε το πανωφόρι του από την καρέκλα και το τοποθέτησε σε ένα κρεμαστάρι στον τοίχο, έτσι ώστε να μπορεί η ίδια να καθίσει, ακουμπώντας στη ράχη για να τακτοποιήσει προσεκτικά τη φούστα της. Θα ήταν κάπως δύσκολο να τηρήσει τις υποσχέσεις της απέναντι στον Άρχοντα Κώθον -τον Ματ- όσο κι απέναντι στον εαυτό της· ωστόσο, ό,τι και να της έλεγε αυτός, ό,τι και να έκανε, δεν θα την άγγιζε. Η Νυνάβε έριξε μια ματιά στο μοναδικό άλλο σημείο που μπορούσε να καθίσει, ένα χαμηλό σκαλιστό ξύλινο σκαμνί, αλλά παρ' όλα αυτά παρέμεινε όρθια. Έπιασε την πλεξούδα της κι ύστερα σταύρωσε τα χέρια της. Το ένα της πόδι χτυπούσε ρυθμικά κι απειλητικά το δάπεδο.
«Οι Άθα’αν Μιέρε το αποκαλούν Κύπελλο των Ανέμων, Άρχοντα... Ματ. Είναι ένα τερ'ανγκριάλ...»
Μια σπίθα ενδιαφέροντος έλαμψε μέσα από την καχεξία του. «Να κάτι που αξίζει να βρεθεί», μουρμούρισε. «Στο Ράχαντ». Κούνησε το κεφάλι του και μόρφασε. «Ακούστε με τώρα. Καμιά σας δεν θα πατήσει πόδι στην άλλη όχθη του ποταμού χωρίς να συνοδεύεται από τέσσερις ή πέντε από τους Κοκκινοχέρηδές μου. Ούτε έξω από το παλάτι θα πατήσετε. Σας είπε η Μπιργκίτε σχετικά με το σημείωμα μέσα στο πανωφόρι μου; Της το ανέφερα, είμαι σίγουρος. Υπάρχει κι αυτός ο Καρίντιν με τους Σκοτεινόφιλους. Μη μου πείτε πως δεν ετοιμάζει κάτι».
«Οποιαδήποτε αδελφή υποστηρίζει την Εγκουέν ως Αμερλιν διατρέχει κίνδυνο από τον Πύργο». Σωματοφύλακες παντού; Μα το Φως! Μια επικίνδυνη λάμψη φάνηκε στα μάτια της Νυνάβε και το πόδι της άρχισε να χτυπάει ταχύτερα το δάπεδο. «Δεν γίνεται να κρυφτούμε, Άρχ... Ματ, και δεν θα το κάνουμε. Θα λογαριαστούμε με τον Τζάιτσιμ Καρίντιν σε βάθος χρόνου». Δεν είχαν υποσχεθεί ότι θα του έλεγαν τα πάντα, ούτε θα άφηναν να στραφεί αλλού η προσοχή του. «Υπάρχουν πιο σημαντικά και τρέχοντα ζητήματα».
«Σε βάθος χρόνου;» άρχισε να λέει ο Ματ, κι ο τόνος της φωνής του ανέβηκε κάπως, φανερώνοντας δυσπιστία, αλλά η Νυνάβε δεν τον άφησε να συνεχίσει.
«Τέσσερις ή πέντε σωματοφύλακες για την καθεμιά μας;» είπε ξινά. «Αυτό είναι γελ...» Έκλεισε τα μάτια για λίγο κι ο τόνος της φωνής της έγινε πιο ήπιος. Ελαφρά πιο ήπιος. «Εννοώ, δεν είναι πολύ λογικό. Είμαστε εγώ, η Ηλαίην, η Μπιργκίτε κι η Αβιέντα. Δεν έχεις τόσους πολλούς στρατιώτες. Κι, εν πάση περιπτώσει, εμείς εσένα χρειαζόμαστε». Η τελευταία πρόταση φάνηκε να βγαίνει με το τσιγκέλι. Ήταν μια παραδοχή άνευ προηγουμένου.
«Η Μπιργκίτε με την Αβιέντα δεν χρειάζονται επιτηρητές», είπε ο άντρας αφηρημένα. «Κάτι μού λέει πως αυτό το Κύπελλο των Ανέμων είναι πολύ πιο σημαντικό από τον Καρίντιν, αλλά... Δεν είναι σωστό να αφήσουμε τους Σκοτεινόφιλους να κόβουν βόλτες ανενόχλητοι».
Το πρόσωπο της Νυνάβε αναψοκοκκίνισε αργά. Η Ηλαίην κοίταξε το δικό της στον όρθιο καθρέφτη κι ανακουφίστηκε όταν είδε ότι διατηρούσε την αυτοπειθαρχία της. Επιφανειακά, τουλάχιστον. Αυτός ο άνθρωπος ήταν άνω ποταμών! Άκου επιτηρητές! Δεν ήταν σίγουρη τι από τα δύο θα ήταν χειρότερο: να είχε πετάξει αυτήν την προσβολή επίτηδες ή να το είχε κάνει ασυνείδητα; Κοίταξε ξανά τον εαυτό της στον καθρέφτη και χαμήλωσε κάπως το κεφάλι της. Επιτηρητές! Ο εαυτός της ήταν ο ορισμός της αυτοκυριαρχίας.
Ο Ματ τις εξέτασε με τα κοκκινισμένα του μάτια, αλλά προφανώς δεν πρόσεξε τίποτα. «Μόνο αυτά σάς είπε η Μπιργκίτε;» ρώτησε. «Θα έλεγα πως είναι αρκετά, ακόμα και για σένα», του πέταξε απότομα η Νυνάβε. Παραδόξως, φάνηκε έκπληκτος κι ευχαριστημένος.
Η Νυνάβε ξαφνιάστηκε και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της ακόμα πιο σφιχτά. «Μια και δεν είσαι σε θέση να πας πουθενά μαζί μας προς το παρόν -μη με αγριοκοιτάζεις, Ματ Κώθον, δεν θέλω να σε προσβάλω, απλώς λέω την αλήθεια!— μπορείς να περάσεις το υπόλοιπο πρωινό σου τριγυρνώντας στο παλάτι. Και μη νομίσεις πως θα σε βοηθήσουμε να κουβαλήσεις τα πράγματά σου. Δεν υποσχέθηκα να γίνω υποζύγιο».
«Η Περιπλανώμενη Γυναίκα είναι μια χαρά», άρχισε να λέει ο Ματ θυμωμένα, αλλά σταμάτησε, και μια έκφραση απορίας σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Μια έκφραση φρίκης, συμπέρανε η Ηλαίην. Αυτό για να μάθει να γαυγίζει όταν το κεφάλι του ήταν κολοκύθα. Έτσι, τουλάχιστον, είχε νιώσει η ίδια τότε που τα είχε κοπανήσει. Βέβαια, δεν έτρεφε αυταπάτες ότι αυτό θα του γινόταν μάθημα. Οι άντρες ανέκαθεν έβαζαν τα χέρια τους στη φωτιά πιστεύοντας πως αυτήν τη φορά δεν θα καούν, έτσι έλεγε πάντα η Λίνι.
«Μην περιμένεις πως θα βρούμε το Κύπελλο με την πρώτη», συνέχισε η Νυνάβε, «ασχέτως του αν είσαι τα'βίρεν ή όχι. Η καθημερινή έξοδος θα απλουστευθεί, αν δεν χρειαστεί να διασχίζεις την πλατεία». Αυτό που εννοούσε, φυσικά, ήταν να μη χρειαστεί να τον περιμένουν κάθε πρωί. Η γνώμη της ήταν πως το μεθύσι δεν αποτελούσε τη μοναδική δικαιολογία για να παραμείνει επί ώρες στο κρεβάτι. Κάθε άλλο μάλιστα.
«Επιπλέον», πρόσθεσε η Ηλαίην, «με αυτόν τον τρόπο μπορείς να μας προσέχεις». Ο ήχος που βγήκε από το λαρύγγι της Νυνάβε έμοιαζε με γρύλισμα. Μα δεν έβλεπε πως έπρεπε να τον δελεάσουν; Το θέμα δεν ήταν αν όντως του είχε υποσχεθεί πως θα του επέτρεπε να τις προσέχει.
Ο Ματ δεν φάνηκε να είχε ακούσει καμία από τις δύο. Τα κάτισχνα μάτια του έμοιαζαν να κοιτάζουν μέσα της. «Γιατί στο καλό σταμάτησαν τώρα;» μούγκρισε, τόσο σιγανά που μόλις έγινε ακουστός. Τι να σήμαιναν τα λόγια του, άραγε;
«Τα διαμερίσματα ταιριάζουν σε βασιλιά, Άρχοντα... Ματ. Τα διάλεξε η ίδια η Τάυλιν, ακριβώς κάτω από τα δικά της. Ενδιαφέρθηκε προσωπικά. Μη μας αναγκάσεις να προσβάλουμε τη Βασίλισσα. Έτσι, Ματ;»
Ρίχνοντας μια ματιά στο πρόσωπό του, η Ηλαίην διαβίβασε βιαστικά, ανοίγοντας το παράθυρο κι αδειάζοντας τον νιπτήρα. Ο Ματ έμοιαζε με κάποιον έτοιμο να ξεράσει, όπως την κοιτούσε με τα κατακόκκινα μάτια του.
«Δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο κάνεις τόση φασαρία», του είπε. Στην πραγματικότητα, ήξερε πως η ίδια έκανε περισσότερη. Κάποιες από τις σερβιτόρες πιθανόν να τον άφηναν να τις πασπατέψει, αλλά αμφέβαλλε αν αυτό θα συνέβαινε στο παλάτι. Εκεί, δεν θα είχε την ευκαιρία ούτε να πιει ούτε να χαρτοπαίξει. Η Τάυλιν σίγουρα δεν θα του επέτρεπε να δώσει το κακό παράδειγμα στον Μπέσλαν. «Όλοι μας πρέπει να κάνουμε κάποιες θυσίες». Καταβάλλοντας προσπάθεια, δεν συνέχισε την πρόταση της, αποφεύγοντας να του πει πως η θυσία από τη δική του μεριά ήταν μικρή και δίκαιη, ενώ από τη δικιά τους τερατώδης και άδικη, παρά τα όσο έλεγε η Αβιέντα. Η Νυνάβε σίγουρα θα ήταν εγκάθετη σε κάθε είδους θυσία.
Έπιασε με τα χέρια του ξανά το κεφάλι του, βγάζοντας πνιχτούς ήχους, ενώ οι ώμοι του συσπώνταν. Γελούσε! Η Ηλαίην ανασήκωσε τον νιπτήρα πάνω σε ένα στρώμα Αέρα, έτοιμη σχεδόν να του τον κοπανήσει στο κεφάλι. Όταν ο Ματ έστρεψε τη ματιά του προς το μέρος της έμοιαζε θυμωμένος. «Θυσίες;» γρύλισε. «Αν σου το ζητούσα εγώ, θα μου έφερνες το ταβάνι στο κεφάλι!» Μήπως ήταν ακόμα μεθυσμένος;
Η γυναίκα αποφάσισε να αγνοήσει το τρομερό του βλέμμα. «Μια και το αναφέραμε, αν επιθυμείς Θεραπεία, η Νυνάβε είναι έτοιμη να σε εξυπηρετήσει». Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε αισθανθεί περισσότερο θυμό για να διαβιβάσει.
Η Νυνάβε τινάχτηκε ελαφρά και την κοίταξε με την άκρη του ματιού της. «Βέβαια», είπε βεβιασμένα. «Αν θέλεις». Το χρώμα στα μάγουλά της επιβεβαίωσε όλες τις υποψίες της Ηλαίην γι' αυτό το πρωινό.
Ευγενικός όπως πάντα, ο Ματ τις χλεύασε. «Ξεχάσατε το κεφάλι μου. Μια χαρά τα βγάζω πέρα και χωρίς τις Άες Σεντάι». Ύστερα, λες κι ήθελε να περιπλέξει περισσότερο τα πράγματα -η Ηλαίην ήταν σίγουρη γι' αυτό- πρόσθεσε με διστακτική φωνή. «Ευχαριστώ, πάντως, που προσφερθήκατε». Λες και το εννοούσε!
Η Ηλαίην κόντεψε να μείνει με ανοικτό το στόμα. Οι γνώσεις της γύρω από τους άντρες περιορίζονταν στον Ραντ και σε όσα τής είχαν πει η Λίνι κι η μάνα της. Άραγε, θα ήταν κι ο Ραντ εξίσου δυσνόητος με τον Ματ Κώθον;
Το τελευταίο που θυμήθηκε να κάνει πριν φύγει ήταν να εξασφαλίσει την υπόσχεση του Ματ, ότι θα πήγαινε αμέσως στο παλάτι. Η Νυνάβε είχε ξεκαθαρίσει κάπως απρόθυμα, πώς όταν εκείνος έδινε τον λόγο του, τον τηρούσε, αλλά με την παραμικρή ευκαιρία θα έβρισκε δεκάδες τρόπους να ξεφύγει. Αυτό ειδικά η Νυνάβε το είχε τονίσει και με το παραπάνω. Ο Ματ έδωσε την υπόσχεση του με ένα κρύο και χολωμένο χαμόγελο· ή ίσως να έδιναν τα μάτια του αυτήν την εντύπωση. Όταν η Ηλαίην απίθωσε τον νιπτήρα στα πόδια του, ο άντρας αισθάνθηκε ευγνωμοσύνη. Δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να του δείξει συμπόνια.
Μόλις βρέθηκαν στον διάδρομο, κι αφού έκλεισε η πόρτα του δωματίου του Ματ, η Νυνάβε σήκωσε τη γροθιά της ψηλά. «Σκάει γάιδαρο αυτός ο άνθρωπος! Πολύ χαίρομαι που κάνει του κεφαλιού του! Ακούς; Πολύ χαίρομαι! Θα μας δημιουργήσει πρόβλημα, είμαι σίγουρη».
«Εσείς οι δυο θα του δημιουργήσετε μεγαλύτερο πρόβλημα, παρά αυτός σε σας». Ο ομιλητής βημάτισε στον διάδρομο προς το μέρος τους. Ήταν μια γυναίκα με γκριζωπά μαλλιά, αποφασιστικό πρόσωπο κι αυταρχική φωνή. Το πρόσωπό της ήταν συνοφρυωμένο και φανέρωνε μάλλον δυσαρέσκεια. Παρά το γαμήλιο μαχαίρι που κρεμόταν στο ντεκολτέ της, ήταν αρκετά όμορφη για Εμπουνταρινή. «Δεν το πίστευα όταν μου το είπε η Κάιρα. Αμφιβάλλω αν έχω ξαναδεί τόση ανοησία κρυμμένη μέσα σε δυο φουστάνια».
Η Ηλαίην κοίταξε τη γυναίκα από πάνω μέχρι κάτω. Ακόμη κι ως μαθητευόμενη, δεν είχε συνηθίσει να της απευθύνονται με αυτόν τον τρόπο. «Και ποια είστε εσείς, αγαπητή μου;»
«Θα μπορούσα να είμαι, και είμαι, η Σετάλε Ανάν, η ιδιοκτήτρια αυτού του πανδοχείου, μικρή», ήταν η ξερή απάντηση. Έπειτα από αυτά τα λόγια, η γυναίκα άνοιξε διάπλατα μια πόρτα στον διάδρομο, τις έπιασε και τις δύο από το χέρι και τις έσπρωξε τόσο γρήγορα, ώστε η Ηλαίην νόμισε πως τα πασουμάκια της πετάχτηκαν στον αέρα.
«Μου φαίνεται πως μας παρεξήγησες, Κυρά Ανάν», είπε ψυχρά, καθώς η γυναίκα τις άφηνε ελεύθερες για να κλείσει την πόρτα.
Η Νυνάβε δεν είχε διάθεση για αβρότητες. Ανασήκωσε το χέρι της και, κρατώντας το έτσι που να φαίνεται το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό, είπε οξύθυμα. «Για κοίτα εδώ...»
«Πολύ χαριτωμένο», είπε η γυναίκα, σπρώχνοντάς τις με τέτοια δύναμη, που βρέθηκαν να κάθονται πλάι-πλάι στο κρεβάτι. Τα μάτια της Ηλαίην γούρλωσαν από έκπληξη. Αυτή η κυρία Ανάν στεκόταν από πάνω τους βλοσυρή, με τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς της, σαν μάνα έτοιμη να τιμωρήσει τις κόρες της. «Μην καμαρώνετε τόσο, γιατί είστε κι οι δύο ανόητες. Αυτός ο νεαρός μπορεί να σας κανακέψει -την κάθε μία ξεχωριστά, είμαι σίγουρη, αν του το επιτρέπατε- ή να εισπράξει μερικά φιλιά ή οτιδήποτε άλλο εκ μέρους σας, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να σας κάνει κακό. Εσείς, όμως, μπορεί να του προξενήσετε κακό, αν συνεχίσετε αυτήν τη συμπεριφορά».
Να του προξενήσουν κακό; Αυτή η γυναίκα πίστευε πως... πως ο Ματ τις κανάκευε, και η Ηλαίην δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει. Σηκώθηκε όρθια, ισιώνοντας τη φούστα της. «Όπως είπα, Κυρά Ανάν, μας έχετε παρεξηγήσει». Η φωνή της γινόταν ολοένα κι απαλότερη, με τη σύγχυση να δίνει τη θέση της στην ηρεμία. «Είμαι η Ηλαίην Τράκαντ, Κόρη-Διάδοχος του Άντορ και Άες Σεντάι του Πράσινου Άτζα. Δεν ξέρω τι σκέφτεσαι, αλλά...» Τα μάτια της αλληθώρισαν σχεδόν καθώς η Κυρά Ανάν ακούμπησε ένα δάχτυλο στην άκρη της μύτης της.
«Ηλαίην, αν αυτό είναι το όνομά σου, το μόνο που με συγκρατεί από το να σας σύρω κάτω, στην κουζίνα, και να σας βάλω μαζί με την άλλη να κάνετε φασίνα είναι η πιθανότητα να διαθέτετε την ικανότητα της διαβίβασης. Εκτός κι αν είστε τόσο χαζές, ώστε να φοράτε αυτό το δαχτυλίδι χωρίς να έχετε τη συγκεκριμένη ικανότητα. Σας προειδοποιώ, οι αδελφές στο Παλάτι Τάρασιν δεν καταλαβαίνουν από τέτοια. Γνωρίζετε τίποτα γι' αυτές; Αν ναι, τότε ειλικρινά σάς λέω πως δεν είστε απλώς ηλίθιες αλλά απίστευτα βλαμμένες».
Η Ηλαίην αισθάνθηκε τον θυμό της να φουντώνει με αυτές τις λέξεις. Ηλίθιες; Βλαμμένες; Δεν θα το δεχόταν με τίποτα αυτό, ειδικά από τη στιγμή που εξαναγκάστηκε να συρθεί μπροστά στον Ματ Κώθον. Άκου, λέει, να τις κανακεύει ο Ματ Κώθον! Ωστόσο, κατάφερε να διατηρήσει μια επιφανειακή γαλήνη, κάτι που δεν συνέβαινε με τη Νυνάβε. Εκείνη αγριοκοίταξε τη γυναίκα γεμάτη οργή, κι η λάμψη του σαϊντάρ την περιτύλιξε καθώς σηκωνόταν όρθια. Ρεύματα Αέρα τύλιξαν την Κυρά Ανάν από τους ώμους μέχρι τους αστραγάλους, σφίγγοντας τη φούστα και το μεσοφόρι της πάνω στα πόδια της, κοντεύοντας να την τουμπάρουν. «Τυχαίνει να είμαι μία από αυτές τις αδελφές του παλατιού, η Νυνάβε αλ'Μεάρα του Κίτρινου Άτζα, για να ακριβολογώ. Λοιπόν, μήπως θες να σε σύρω εγώ μέχρι την κουζίνα; Κάτι ξέρω κι εγώ από φασίνα». Η Ηλαίην απομακρύνθηκε από το απλωμένο μπράτσο της ιδιοκτήτριας.
Η γυναίκα, λογικά, θα αισθανόταν στο πετσί της την πίεση κον ρευμάτων, κι ακόμα κι ένας ηλίθιος καταλάβαινε τι σήμαιναν αυτά τα αόρατα δεσμά, ωστόσο δεν τρεμόπαιξε καν τα βλέφαρά της! Τα πρασινωπά της μάτια στένεψαν αλλά τίποτα περισσότερο. «Ώστε, αν μη τι άλλο, μία από εσάς ξέρει πώς να διαβιβάζει», είπε ήρεμα. «Θα μπορούσα να σε αφήσω να με σύρεις κάτω, μικρή. Ό,τι και να μου κάνεις, μέχρι το μεσημέρι θα είσαι στα χέρια μιας αληθινής Άες Σεντάι, στο ορκίζομαι».
«Δεν με άκουσες;», ρώτησε απαιτητικά η Νυνάβε. «Θα...!»
Η Κυρά Ανάν συνέχισε να μιλάει. «Όχι μόνο θα περάσεις όλο τον υπόλοιπο χρόνο κλαψουρίζοντας, αλλά θα το κάνεις και μπροστά σε όποιον είπες ότι είσαι Άες Σεντάι. Δεν θα σου χαριστούν, να είσαι σίγουρη. Θα σου πρήξουν το συκώτι. Θα έπρεπε να σε αφήσω στη μοίρα σου, αλλά θα προτιμούσα, αφού με ελευθερώσεις, να τρέξεις πίσω, στο παλάτι. Ο μόνος Λόγος που δεν σε τιμωρώ είναι ότι την ίδια τύχη θα έχει κι ο Άρχοντας Ματ μόλις υποπτευθούν ότι σας βοήθησε κι, όπως ήδη είπα, συμπαθώ πολύ τον νεαρό».
«Σε προειδοποιώ...» έκανε να μιλήσει η Νυνάβε για άλλη μια φορά, αλλά η ιδιοκτήτρια του πανδοχείου τής αφαίρεσε ξανά το δικαίωμα να πει κάτι. Δεμένη σαν δέμα, η γυναίκα έμοιαζε με κοτρόνα που κατρακυλάει στην πλαγιά ενός λόφου, ή μάλλον ήταν ολόκληρη η πλαγιά που κατακρημνιζόταν, ισοπεδώνοντας ό,τι έβρισκε στον διάβα της.
«Δεν σε βοηθάει η διαιώνιση του ψέματος, Νυνάβε. Φαίνεσαι... εμμ... συν πλην είκοσι ενός χρόνων, που σημαίνει ότι μπορεί και να είσαι καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερη, αν έχεις ήδη φθάσει στην καθυστέρηση. Ίσως δε να φοράς και τέσσερα πέντε χρόνια το επώμιο. Υπάρχει, όμως, κάτι». Το κεφάλι της, το μόνο μέρος του κορμιού της που μπορούσε να κουνήσει, στράφηκε προς το μέρος της Ηλαίην. «Εσύ, νεαρή μου, δεν είσαι αρκετά μεγάλη για να έχεις καθυστέρηση και καμία στην ηλικία σου δεν έχει φορέσει ποτέ το επώμιο. Ούτε στην ιστορία του Πύργου έχει αναφερθεί ποτέ κάτι τέτοιο. Αν έμενες στον Πύργο, σου ορκίζομαι πως θα ήσουν ντυμένη στα Λευκά και θα τσίριζες κάθε φορά που η Κυρά των Μαθητευομένων σε κάρφωνε με το βλέμμα της. Βρήκες κάποιον χρυσοχόο να σου φτιάξει το δαχτυλίδι -απ' όσο ακούω, υπάρχουν ακόμα κάμποσοι ανόητοι- ή μπορεί να σου το βούτηξε η Νυνάβε, αν φυσικά έχει δικαίωμα στον θρόνο. Όπως και να έχει, όμως, μια κι εσύ δεν μπορείς να γίνεις αδελφή, δεν μπορεί ούτε αυτή. Καμιά Άες Σεντάι δεν θα ταξίδευε παρέα με μια γυναίκα που προσποιείται».
Η Ηλαίην συνοφρυώθηκε, χωρίς να προσέξει πως δάγκωνε αμήχανα το κάτω χείλος της. Καθυστέρηση. Πώς ήταν δυνατόν μια ιδιοκτήτρια πανδοχείου στο Έμπου Νταρ να ξέρει αυτές τις λέξεις; Ίσως η Σετάλε Ανάν να είχε πάει στον Πύργο σε πολύ μικρή ηλικία, αν και μάλλον δεν θα είχε μείνει για πολύ, αφού δεν είχε την ικανότητα της διαβίβασης. Η Ηλαίην θα μπορούσε να καταλάβει αν η ικανότητα της ήταν εξίσου μικρή με της μάνας της· η Μοργκέις Τράκαντ είχε τόσο μικρή ικανότητα, ώστε θα την είχαν ξαποστείλει μέσα σε λίγες βδομάδες, αν δεν ήταν ήδη Κόρη-Διάδοχος.
«Άφησέ τη, Νυνάβε», είπε χαμογελώντας. Ένιωθε μεγαλύτερη συμπάθεια για τη γυναίκα τώρα. Θα πρέπει να ήταν τρομερό να ταξιδέψεις μέχρι την Ταρ Βάλον μόνο και μόνο για να σε διώξουν. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να πιστέψει η γυναίκα τα λόγια τους -κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ, όμως δεν μπορούσε να καταλάβει τι- αλλά, αφού είχε κάνει όλο αυτό το ταξίδι προς την Ταρ Βάλον, ίσως να είχε τη δυνατότητα να διασχίσει τη Μολ Χάρα. Η Μέριλιλ ή κάποια από τις υπόλοιπες αδελφές θα την έβαζε στον ίσιο δρόμο.
«Να την αφήσω;» ούρλιαξε η Νυνάβε. «Ηλαίην;»
«Άφησέ την. Κυρά Ανάν, απ' ό,τι βλέπω, ο μόνος τρόπος να πειστείς είναι...»
«Ούτε η Έδρα της Άμερλιν μαζί με τρεις Καθήμενες δεν θα με έπειθαν, μικρή μου». Μα το Φως, ποτέ δεν άφηνε κάποιον να τελειώσει μια πρόταση; «Δεν έχω ώρα για παιχνίδια. Μπορώ να σας βοηθήσω κι, εν πάση περιπτώσει, ξέρω κι άλλους που έχουν αυτή την ικανότητα, όπως και μερικές γυναίκες που παραστράτησαν. Να ευχαριστείτε τον Άρχοντα Ματ που προθυμοποιούμαι να σας πάω σε αυτές, μόνο που πρέπει να ξέρω κάτι. Πήγατε ποτέ σας στον Πύργο ή είστε αδέσποτες; Κι αν πήγατε, σας έδιωξαν ή το σκάσατε μόνες σας; Πέστε μου την αλήθεια. Φέρονται σε κάθε μία με διαφορετικό τρόπο».
Η Ηλαίην ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. Είχαν πραγματοποιήσει αυτό για το οποίο ήρθαν. Ήταν έτοιμη πια να πάψει να χάνει τον χρόνο της και να συνεχίσει με όσα έπρεπε να γίνουν. «Αν δεν θέλεις να πειστείς, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο. Ήδη χάσαμε αρκετό χρόνο, έτσι, Νυνάβε;»
Οι ροές γύρω από την πανδοχέα εξαφανίστηκαν, όπως κι η λάμψη γύρω από τη Νυνάβε, η οποία στεκόταν ακίνητη παρακολουθώντας τη γυναίκα επιφυλακτικά αλλά και γεμάτη ελπίδα. Έβρεξε με τη γλώσσα τα χείλη της. «Γνωρίζεις κάποιες γυναίκες που θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν;»
«Νυνάβε;» είπε η Ηλαίην. «Δεν χρειαζόμαστε κανενός είδους βοήθεια. Είμαστε Άες Σεντάι, θυμάσαι;»
Με ένα πικρόχολο χαμόγελο προς την κατεύθυνση της, η Κυρά Ανάν βάλθηκε να στρώνει τη φούστα της κι έσκυψε να τακτοποιήσει το ξεσκέπαστο μεσοφόρι της. Στην πραγματικότητα, είχε στρέψει την προσοχή της στη Νυνάβε. Η Ηλαίην δεν είχε αισθανθεί ποτέ στη ζωή της πιο παραμελημένη. «Ξέρω μερικές γυναίκες που δεν έχουν πρόβλημα να αποδεχτούν μια περιστασιακή αδέσποτη, κάποια φυγάδα, μια γυναίκα που απέτυχε στη δοκιμασία της να γίνει Αποδεχθείσα ή να πάρει το επώμιο. Πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον πενήντα από δαύτες στο σύνολο, αν κι ο αριθμός ποικίλλει. Θα σας βοηθήσουν να συνεχίσετε τη ζωή σας χωρίς τον κίνδυνο να σας ανακαλύψει κάποια αδελφή και να σας κάνει να βλαστημήσετε την ώρα και τη στιγμή που γεννηθήκατε. Λοιπόν, όχι ψευτιές σε μένα. Πήγατε ποτέ σας στον Πύργο; Αν το σκάσατε, ίσως αποφασίσετε να επιστρέψετε. Ο Πύργος κατάφερε να ξετρυπώσει τις περισσότερες φυγάδες, ακόμα και κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς Πολέμου, οπότε μη νομίζετε πως θα τους σταματήσει μια μικρή δυσκολία. Για να πω την αλήθεια, θα σας πρότεινα να διασχίσετε την πλατεία και να αφεθείτε στο έλεος μιας αδελφής. Βέβαια, φοβάμαι πως δεν θα σας δείξει πολύ οίκτο, αλλά, πιστέψτε με, είναι καλύτερο από το να σας πιάσουν και να σας σύρουν πίσω με το ζόρι. Ύστερα από αυτό, ξεχάστε κάθε σκέψη να φύγετε από τα πέριξ του Πύργου δίχως άδεια».
Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μας είπαν να φύγουμε από τον Πύργο, Κυρά Ανάν. Μπορώ να σας το ορκιστώ».
Η Ηλαίην την κοίταζε χωρίς να πιστεύει στα μάτια της. «Τι είναι αυτά που λες, Νυνάβε; Κυρά Ανάν, είμαστε Άες Σεντάι».
Η γυναίκα γέλασε. «Μικρή μου, άσε με να μιλήσω με τη Νυνάβε, η οποία, αν μη τι άλλο, μου φαίνεται πιο λογική. Αν πείτε στον Κύκλο κάτι τέτοιο, δεν θα φανούν διόλου επιεικείς απέναντι σας. Δεν τους νοιάζει αν έχετε τη δυνατότητα της διαβίβασης. Κι εκείνες την έχουν κι, αν παριστάνετε τις τρελές, θα σας διώξουν με τις κλωτσιές και θα βρεθείτε στον δρόμο».
«Τι είναι αυτός ο Κύκλος;» ρώτησε απαιτητικά η Ηλαίην. «Είμαστε Άες Σεντάι. Αν θες, έλα στο Παλάτι Τάρασιν να το επιβεβαιώσεις».
«Θα τη συνετίσω εγώ», είπε η Νυνάβε θρασύτατα, κοιτώντας συνοφρυωμένη και κατσουφιασμένη την Ηλαίην, λες κι ήταν αυτή η τρελή.
Η Κυρά Ανάν απλώς ένευσε. «Ωραία. Τώρα, βγάλτε αυτά τα δαχτυλίδια και κρύψτε τα. Ο Κύκλος δεν επιτρέπει τέτοιου είδους υποκρισίες. Τις καταστέλλει για να δώσει το καλό παράδειγμα. Πάντως, κρίνοντας από το ντύσιμό σας, μάλλον έχετε λεφτά. Αν τα έχετε κλέψει, καλύτερα να μην το μάθει η Ρεάν. Ένας από τους πρώτους κανόνες που πρέπει να μάθετε είναι να μην κλέβετε, ακόμα κι αν πεθαίνετε της πείνας. Δεν θέλουν να τραβήξουν την προσοχή».
Η Ηλαίην έκανε το χέρι της γροθιά και το έβαλε πίσω από την πλάτη της. Παρακολούθησε τη Νυνάβε που κάπως άτολμα έβγαλε το δαχτυλίδι από το δάχτυλο της και το τοποθέτησε στο πουγκί που ήταν περασμένο στη ζώνη της. Ποια, η Νυνάβε που κάθε φορά που η Μέριλιλ ή η Αντελέας ή οποιαδήποτε άλλη ξεχνούσε ότι είναι ολοκληρωμένη αδελφή, έβαζε τις φωνές!
«Έχε μου εμπιστοσύνη, Ηλαίην», είπε η Νυνάβε.
Η Ηλαίην δεν είχε κανένα πρόβλημα να της δείξει εμπιστοσύνη, αν είχε την παραμικρή ιδέα τι σκόπευε να κάνει η άλλη γυναίκα. Ωστόσο, την εμπιστευόταν. Τις περισσότερες φορές, τουλάχιστον. «Δεν είναι παρά μια μικρή θυσία», μουρμούρισε. Οι Άες Σεντάι έκαναν και χωρίς τα δαχτυλίδια τους εν ανάγκη, κάτι που έπρεπε να κάνει κι η ίδια ενόσω θα παρίστανε την αδελφή. Πάντως, το δαχτυλίδι τής ανήκε δικαιωματικά πλέον κι η αφαίρεσή του της προκαλούσε σχεδόν σωματικό πόνο.
«Μίλα στη φίλη σου, παιδί μου», είπε με ανυπομονησία η γυναίκα στη Νυνάβε. «Στη Ρεάν Κόρλυ δεν αρέσουν οι κατσούφες, κι, αν κρίνω ότι χάνω την ώρα μου για το τίποτα... Ελάτε, ελάτε. Ευτυχώς για εσάς, που συμπαθώ τον Άρχοντα Ματ».
Η Ηλαίην παρέμενε ψυχρή, αν και με δυσκολία. Κατσούφες; Κατσούφες; Με την πρώτη ευκαιρία η Νυνάβε θα το πλήρωνε ακριβά!