Το Παλάτι Τάρασιν ήταν μια ογκώδης μάζα λαμπερού μαρμάρου και λευκού γύψου, με σκεπαστά μπαλκόνια από καλοδουλεμένο σίδερο στο ίδιο χρώμα και με κολονάτους διαδρόμους, σε ύψος τεσσάρων ορόφων πάνω από το έδαφος. Περιστέρια πετάριζαν γύρω από τους μυτερούς θόλους και τους ψηλούς, στεφανωμένους με εξώστες, οβελίσκους, των οποίων τα κοκκινοπράσινα πλακίδια λαμπύριζαν στον ήλιο. Οι αψιδωτές του πύλες οδηγούσαν σε διάφορες αυλές, κι ακόμα περισσότερες διαπερνούσαν τον πανύψηλο τοίχο που έκρυβε τους κήπους. Τα χιονάτα σκαλοπάτια, δέκα απλωσιές πλατιά, σκαρφάλωναν στην πλευρά που έβλεπε προς την Πλατεία Μολ Χάρα, οδηγώντας σε τεράστιες πόρτες, καλυμμένες με σφυρήλατο χρυσάφι και σκαλισμένες με σπειροειδή μοτίβα όπως τα παραπετάσματα των μπαλκονιών.
Μια ντουζίνα περίπου φρουροί ήταν παραταγμένοι μπροστά από αυτές τις πόρτες, ιδροκοπώντας κάτω από τον ήλιο. Επίχρυσοι θώρακες κάλυπταν τα πράσινα πανωφόρια τους, και τα φαρδιά παντελόνια τους ήταν χωμένα μέσα σε σκουροπράσινες μπότες. Πράσινοι ιμάντες γάντζωναν γερά πυκνές κουλούρες λευκού υφάσματος γύρω από αστραφτερές χρυσές περικεφαλαίες, με τις μακριές άκρες τους να κρέμονται στις πλάτες των φρουρών. Ακόμα κι οι αλαβάρδες τους, τα θηκάρια των ξιφών και των κοντόσπαθών τους, γυάλιζαν εκτυφλωτικά από το χρυσάφι. Ήταν περισσότερο διακοσμητικοί φρουροί παρά μαχητές. Ωστόσο, όταν ο Ματ έφθασε στην κορυφή, παρατήρησε ότι τα χέρια τους είχαν τους χαρακτηριστικούς ρόζους του ξιφομάχου. Ανέκαθεν στο παρελθόν περνούσε μέσα από κάποια αυλή στάβλων, απλώς και μόνο για να προσέξει τα άλογα του παλατιού, αλλά αυτή τη φορά πέρασε την πύλη που θα περνούσε κι ένας άρχοντας.
«Το Φως να σας ευλογεί όλους», είπε στον αξιωματικό τους, έναν άντρα όχι πολύ μεγαλύτερο από τον ίδιο. Οι Εμπουνταρινοί ήταν ευγενικοί άνθρωποι. «Ήρθα να αφήσω ένα μήνυμα για τη Νυνάβε Σεντάι και την Ηλαίην Σεντάι. Ή να το παραδώσω στις ίδιες, αν έχουν επιστρέψει».
Ο αξιωματικός κοίταξε σαστισμένος μια τον Ματ και μια τα σκαλοπάτια. Η χρυσαφιά ράβδωση, όπως κι η πράσινη, στο μυτερό του κράνος υποδήλωναν κάποιον βαθμό, περί του οποίου ο Ματ δεν είχε ιδέα. Είχε μια επίχρυση ράβδο αντί για αλαβάρδα, με αιχμηρή άκρη και γάντζο σαν βουκέντρα. Από την έκφρασή του καταλάβαινες πως κανείς έως τότε δεν είχε φτάσει μέχρι εκεί πάνω. Κοίταξε εξεταστικά το πανωφόρι του Ματ, συλλογίστηκε για λίγο κι αποφάσισε τελικά να μην τον διώξει. Αναστενάζοντας, ο άντρας μουρμούρισε μια ευλογία σε ανταπόδοση και ζήτησε να μάθει το όνομα του Ματ. Ύστερα, άνοιξε μια μικρή πόρτα μέσα στο πλαίσιο μιας μεγαλύτερης και τον οδήγησε σε έναν τεράστιο προθάλαμο, κυκλωμένο από πέντε εξώστες με πέτρινα κιγκλιδώματα κάτω από μια θολωτή οροφή που αναπαριστούσε τον ουρανό μαζί με τα σύννεφα και τον ήλιο.
Με έναν κροταλιστό ήχο των δαχτύλων του, κάλεσε μια λεπτοκαμωμένη νεαρή υπηρέτρια με λευκό φόρεμα· ήταν ραμμένο στην αριστερή μεριά, έτσι ώστε να φαίνεται ένα πράσινο μεσοφόρι, και πάνω στο αριστερό στήθος υπήρχαν κεντημένα μια πράσινη Άγκυρα κι ένα Ξίφος. Η κοπέλα βημάτισε βιαστικά, σαν ξαφνιασμένη, κατά μήκος του γαλαζοκόκκινου μαρμάρινου πατώματος κι υποκλίθηκε διαδοχικά στον Ματ και στον αξιωματικό. Κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά πλαισίωναν ένα γλυκό και χαριτωμένο πρόσωπο με μεταξένια ελαιόχρωμη επιδερμίδα, ενώ το βαθύ και στενό ντεκολτέ στη λιβρέα της ήταν κοινό γνώρισμα της ενδυμασίας όλων των Εμπουνταρινών γυναικών πλην των ευγενών. Για πρώτη φορά, ο Ματ δεν έδωσε την παραμικρή σημασία. Μόλις η κοπέλα άκουσε τι ήθελε ο ξένος, τα μεγάλα μαύρα της μάτια άνοιξαν διάπλατα. Όχι πως οι Άες Σεντάι δεν ήταν δημοφιλείς στο Έμπου Νταρ, αλλά οι περισσότεροι κάτοικοι κάλλιστα θα άλλαζαν δρόμο για να αποφύγουν κάποια από δαύτες.
«Μάλιστα, Σπαθοφόρε Υπολοχαγέ», είπε το κορίτσι, νεύοντας ξανά. «Βεβαίως, Σπαθοφόρε Υπολοχαγέ. Θα είχατε την καλοσύνη να με ακολουθήσετε, Άρχοντά μου;»
Έξω, το Έμπου Νταρ στραφτάλιζε λευκό, αλλά στο εσωτερικό, οι χρωματισμοί ήταν αχαλίνωτοι. Μίλια ολόκληρα πλατιών διαδρόμων διέτρεχαν το παλάτι, αλλού το ψηλοτάβανο δωμάτιο είχε γαλάζια οροφή και κίτρινους τοίχους, αλλού υπήρχαν ωχροκόκκινοι τοίχοι και πράσινη οροφή κι αλλού μια αλληλοδιαδοχή χρωμάτων που μπέρδευαν το μάτι οποιουδήποτε, εκτός κι αν ήταν Μάστορας. Οι μπότες του Ματ αντηχούσαν πάνω στα πλακάκια του δαπέδου, τα οποία δημιουργούσαν συνδυασμούς δύο, τριών, καμιά φορά και τεσσάρων χρωμάτων σε σχήματα διαμαντιών, άστρων ή τριγώνων. Στα σημεία που οι διάδρομοι έτεμναν το πάτωμα, υπήρχε ένα μωσαϊκό από μικρά πλακάκια που σχημάτιζαν περίτεχνες δίνες, έλικες και βρόχους. Μερικές μεταξωτές ταπετσαρίες απεικόνιζαν σκηνές από τη θάλασσα, ενώ αψιδωτές κόγχες υποβάσταζαν σκαλιστά κρυστάλλινα κύπελλα, μικρούς ανδριάντες και κίτρινη πορσελάνη των Θαλασσινών, ακριβοπληρωμένη σε κάθε τόπο. Πού και πού, όλο και κάποιος υπηρέτης με λιβρέα έτρεχε βιαστικά και σιωπηλά, κουβαλώντας άλλοτε έναν ασημένιο κι άλλοτε έναν χρυσό δίσκο.
Συνήθως, η επίδειξη πλούτου έκανε τον Ματ να νιώθει άνετα. Αν μη τι άλλο, όπου υπήρχαν χρήματα έκανε ευκολότερα τη δουλειά του. Αυτή τη φορά αισθανόταν ιδιαίτερα ανυπόμονος, κι αυτό ήταν φανερό από το βιαστικό του βήμα. Ανυπόμονος κι ανήσυχος. Η τελευταία φορά που η τύχη τού είχε παίξει άσχημο παιχνίδι με τα ζάρια ήταν λίγο προτού βρεθεί με τριακόσιους της Ομάδας απέναντι σε χίλια Λευκά Λιοντάρια του Γκάεμπριλ σε μια ράχη, μπροστά του, κι άλλους χίλιους να ανηφορίζουν ζορισμένοι τον δρόμο πίσω του, τη στιγμή που το μόνο που πάσχιζε να κάνει ήταν να απομακρυνθεί από όλη αυτή την ανακατωσούρα. Εκείνη τη φορά, είχε αποφύγει τη σφαγή χάρη στις αναμνήσεις άλλων αντρών και χάρη στην περίσσια τύχη του. Το ζάρι σήμαινε σχεδόν κάθε φορά κίνδυνο αλλά και κάτι άλλο, το οποίο δεν μπορούσε να προσδιορίσει εύκολα. Η προοπτική να βρισκόταν με το κρανίο ανοιγμένο δεν ήταν ιδιαίτερα εφικτή, πέραν του ότι μια δυο φορές είχε αποκλείσει τις πιθανότητες για κάτι τέτοιο· ωστόσο, το να πέθαινε ο Ματ Κώθον με κάποιον εντυπωσιακό τρόπο φάνταζε πάντα σχεδόν δεδομένο. Βέβαια, δύσκολα θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο μέσα στο Παλάτι Τάρασιν, αλλά αυτό από μόνο του δεν ήταν αρκετό για να έρθει καλή ζαριά. Σκόπευε να αφήσει το μήνυμά του, να αρπάξει τη Νυνάβε και την Ηλαίην από τον σβέρκο, αν του δινόταν η ευκαιρία, να τις κατσαδιάσει τόσο που να κοκκίνιζαν από ντροπή κι έπειτα να σηκωθεί να φύγει.
Η νεαρή γυναίκα περπατούσε μπροστά του σαν να αιωρούνταν μέχρι που έφθασαν σε έναν κοντό άντρα, λίγο μεγαλύτερο σε ηλικία από την ίδια. Επρόκειτο μάλλον για έναν ακόμα υπηρέτη με φαρδιά λευκά παντελόνια, μια λευκή πουκαμίσα με φαρδιά μανίκια κι ένα μακρόστενο πράσινο γιλέκο με την Άγκυρα και το Ξίφος του Οίκου Μίτσομπαρ μέσα σε έναν λευκό δίσκο. «Αφέντη Τζεν», είπε η κοπέλα, κάνοντας ακόμα μια υπόκλιση, «από δω ο Άρχοντας Ματ Κώθον, που επιθυμεί να αφήσει ένα μήνυμα για την αξιότιμη Ηλαίην Άες Σεντάι και την αξιότιμη Νυνάβε Άες Σεντάι».
«Πολύ καλά, Χάεσελ. Μπορείς να πηγαίνεις». Κατόπιν, υποκλίθηκε στον Ματ. «Θα θέλατε να με ακολουθήσετε, Άρχοντά μου;»
Ο Τζεν τον οδήγησε σε μια μεσόκοπη βλοσυρή γυναίκα, στην οποία υποκλίθηκε. «Κυρά Καρίν, από δω ο Άρχοντας Ματ Κώθον, που επιθυμεί να αφήσει ένα μήνυμα για την αξιότιμη Ηλαίην Άες Σεντάι και την αξιότιμη Νυνάβε Άες Σεντάι».
«Πολύ καλά, Τζεν. Μπορείς να πηγαίνεις. Θα θέλατε να με ακολουθήσετε, Άρχοντά μου;»
Η Καρίν τον οδήγησε σε μαρμάρινα σκαλοπάτια που ανέβαιναν σπειροειδώς, με τις μετώπες τους βαμμένες κίτρινες και κόκκινες, ώσπου έφθασαν σε μια λιπόσαρκη γυναίκα ονόματι Ματίλντε, η οποία τον οδήγησε σε έναν γεροδεμένο άντρα ονόματι Μπρεν κι αυτός σε έναν καραφλό ονόματι Μαντίκ, ο καθένας τους λίγο μεγαλύτερος από τον προηγούμενο. Στο σημείο που πέντε διάδρομοι συναντιόντουσαν, σαν τις ακτίνες του τροχού, ο Μαντίκ τον άφησε με μια παχουλή γυναίκα ονόματι Λαρέν, οι κρόταφοι της οποίας είχαν αρχίσει να γκριζάρουν αλλά είχε εντυπωσιακό παρουσιαστικό. Όπως η Καρίν κι η Ματίλντε, είχε επίσης επάνω της αυτό που οι Εμπουνταρινοί αποκαλούσαν γαμήλιο μαχαίρι· κρεμόταν με τη λαβή προς τα κάτω από ένα στενό ασημένιο περιδέραιο ανάμεσα στα υπερβολικά χυμώδη στήθη της γυναίκας. Πέντε λευκά πετράδια στη λαβή, δύο από αυτά σε κόκκινο πλαίσιο, και τέσσερα κόκκινα, ένα εκ των οποίων σε μαύρο πλαίσιο, μαρτυρούσαν πως τρία από τα εννιά της παιδιά ήταν νεκρά, οι δύο γιοι μάλιστα σε μονομαχία. Αφού υποκλίθηκε στον Ματ, η Λαρέν άρχισε να βαδίζει βιαστικά σε έναν από τους διαδρόμους, αλλά ο άντρας έτρεξε να την πιάσει από το μπράτσο.
Τα σκοτεινά φρύδια ανασηκώθηκαν ελαφρά καθώς η γυναίκα κοίταξε το χέρι του. Δεν είχε κανένα άλλο όπλο επάνω της εκτός από το γαμήλιο μαχαίρι, αλλά ο Ματ την άφησε αμέσως. Σύμφωνα με το έθιμο, μπορούσε να το χρησιμοποιήσει μονάχα επάνω στον άντρα της, αλλά δεν υπήρχε λόγος να εξωθήσει ο ίδιος τα πράγματα στα άκρα. Ωστόσο, δεν μαλάκωσε διόλου τον τόνο της φωνής του. «Θα πάρει πολλή ώρα ακόμα μέχρι να παραδώσω το μήνυμα; Πήγαινε με στα διαμερίσματά τους. Δεν μπορεί να είναι τόσο δύσκολο να βρει κανείς δυο Άες Σεντάι. Δεν βρισκόμαστε στον καταραμένο τον Λευκό Πύργο».
«Άες Σεντάι;» είπε μια γυναίκα πίσω του, με τη χαρακτηριστική βαριά προφορά των Ιλιανών. «Αν ψάχνεις για δυο Άες Σεντάι, τις βρήκες».
Η έκφραση στο πρόσωπο της Λαρέν δεν άλλαξε σχεδόν καθόλου. Τα μαύρα της μάτια κοίταξαν πάνω από τον ώμο του, κι ο Ματ ήταν σίγουρος πως διέκρινε μέσα τους ανησυχία.
Βγάζοντας το καπέλο του, ο Ματ στράφηκε, με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό του. Με αυτήν την ασημένια αλεπουδοκεφαλή που κρεμόταν από τον λαιμό του, οι Άες Σεντάι δεν τον απέφευγαν καθόλου. Όχι πολύ, δηλαδή. Είχε, βέβαια, και τα ελαττώματά της. Τελικά, ίσως αυτό το χαμόγελο να μην ήταν και τόσο καλοσυνάτο.
Οι δύο γυναίκες απέναντί του δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ανόμοιες μεταξύ τους. Η μία ήταν λεπτή, με ελκυστικό χαμόγελο, και φορούσε ένα χρυσοπράσινο φόρεμα που άφηνε να φανεί η σχισμή από ένα ζευγάρι -όπως υπέθεσε ο Ματ- πανέμορφα στήθη. Αν το πρόσωπό της δεν είχε αυτήν τη περιβόητη αγέραστη όψη των Άες Σεντάι, δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να της πιάσει κουβέντα. Ήταν ένα χαριτωμένο πρόσωπο, με μάτια αρκετά μεγάλα για να βυθιστεί μέσα τους ένας άντρας. Κρίμα. Η άλλη φάνταζε εξίσου θαλερή, κάτι όχι ευδιάκριτο με την πρώτη ματιά. Αρχικά, νόμιζε πως ήταν μουτρωμένη, μέχρι που κατάλαβε πως αυτή ήταν η φυσιολογική της έκφραση. Το σχεδόν κατάμαυρο φόρεμά της την κάλυπτε μέχρι τους καρπούς και το πηγούνι, πράγμα για το οποίο ο Ματ ήταν ευγνώμων. Η γυναίκα έδειχνε κάτισχνη, σαν γέρικο κλαδί από βάτο. Ήταν λες κι έτρωγε αγκάθια για πρωινό.
«Προσπαθώ να αφήσω ένα μήνυμα για τη Νυνάβε και την Ηλαίην», τους είπε. «Αυτή εδώ η γυναίκα...» Βλεφάρισε, κοιτώντας σε κάθε διάδρομο χωριστά. Διάφοροι υπηρέτες πηγαινοέρχονταν, αλλά η Λαρέν δεν φαινόταν πουθενά. Δεν περίμενε πως εκείνη μπορούσε να εξαφανιστεί τόσο γρήγορα. «Εν πάση περιπτώσει, θα ήθελα να αφήσω ένα μήνυμα. Είστε φίλες τους;» πρόσθεσε κάπως επιφυλακτικά.
«Όχι ακριβώς», απάντησε η χαριτωμένη. «Εγώ είμαι η Τζολίνε κι από δω η Τέσλυν. Εσύ θα πρέπει να είσαι ο Ματ Κώθον». Το στομάχι του Ματ σφίχτηκε. Εννέα Άες Σεντάι υπήρχαν στο παλάτι, κι αυτός έπεσε πάνω στις δύο ακόλουθες της Ελάιντα. Κι η μία από δαύτες ήταν Κόκκινη. Όχι πως είχε να φοβηθεί κάτι. Χαμήλωσε το χέρι στα πλευρά του, πριν προλάβει κι αγγίξει το αλεπουδίσιο κεφάλι, κάτω από τα ρούχα του.
Αυτή που έτρωγε τα αγκάθια -η Τέσλυν- έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Σύμφωνα με τον Θομ, ήταν Καθήμενη, αν και, το τι έκανε εδώ μια Καθήμενη, δεν το καταλάβαινε ούτε ο Θομ. «Θα γινόμασταν φίλες τους, αν μπορούσαμε. Χρειάζονται φίλους, Αφέντη Κώθον, όπως κι εσύ άλλωστε». Τα μάτια της πάσχιζαν να ανοίξουν τρύπες στο κεφάλι του.
Η Τζολίνε τον πλησίασε από τα πλάγια, ακουμπώντας το χέρι της στο πέτο του. Κάλλιστα, θα θεωρούσε προκλητικό αυτό το χαμόγελο, αν προερχόταν από άλλη γυναίκα. Ανήκε στο Πράσινο Άτζα. «Βαδίζουν σε επικίνδυνα χωράφια και δεν έχουν ιδέα τι βρίσκεται κάτω από τα πόδια τους. Ξέρω πως είσαι φίλος τους. Πρέπει να το αποδείξεις λέγοντάς τους γα εγκαταλείψουν αυτές τις βλακείες προτού να είναι πολύ αργά. Τα ανόητα παιδάκια που το παρακάνουν τιμωρούνται αυστηρά».
Ο Ματ αισθάνθηκε την ανάγκη να κάνει ένα βήμα πίσω. Ακόμα κι η Τέσλυν στεκόταν αρκετά κοντά του, σχεδόν αγγίζοντάς τον. Αντί γι' αυτό, όμως, χαμογέλασε όσο πιο αυθάδικα μπορούσε, κάτι που ανέκαθεν του προξενούσε προβλήματα, αλλά στη συγκεκριμένη περίσταση ήταν ό,τι πιο κατάλληλο. Τα ζάρια μέσα στο κεφάλι του μάλλον δεν είχαν καμιά σχέση με τούτες τις δύο, αλλιώς θα είχαν σταματήσει να στριφογυρίζουν. Επιπλέον, φορούσε και το μενταγιόν. «Θα έλεγα πως έχουν γνώση της κατάστασης». Η Νυνάβε έπρεπε επειγόντως να κατέβει από το καλάμι που είχε καβαλήσει, κι η Ηλαίην ακόμα περισσότερο, αλλά ο ίδιος δεν σκόπευε να κάθεται και να ακούει παθητικά αυτήν τη γυναίκα ενώ υποβίβαζε τη Νυνάβε. Εν ανάγκη, θα υπερασπιζόταν και την Ηλαίην. «Ίσως θα έπρεπε να αφήσεις όλες αυτές τις ανοησίες». Το χαμόγελο της Τζολίνε χάθηκε κι αντικαταστάθηκε από ένα άλλο, της Τέσλυν αυτή τη φορά· ένα χαμόγελο που θύμιζε ξυράφι.
«Γνωρίζουμε κάμποσα για σένα, Αφέντη Κώθον». Έμοιαζε με γυναίκα που ήθελε απεγνωσμένα να γδάρει κάποιον και δεν θα δίσταζε να το κάνει στον πρώτο τυχόντα. «Λέγεται πως είσαι τα'βίρεν. Με επικίνδυνες διασυνδέσεις, μάλιστα. Προφανώς, δεν πρόκειται για απλή φημολογία».
Το πρόσωπο της Τζολίνε ήταν ψυχρό σαν πάγος. «Ένας νέος άντρας που επιθυμεί να εξασφαλίσει το μέλλον του θα μπορούσε στη θέση σου να κάνει πολύ χειρότερα πράγματα από το να αναζητά την προστασία του Πύργου. Δεν έπρεπε να τον αφήσεις».
Ο Ματ αισθάνθηκε το στομάχι του να σφίγγεται κι άλλο. Τι άλλο γνώριζαν, άραγε; Μάλλον τίποτα σχετικά με το μενταγιόν. Γι’ αυτό γνώριζαν πολύ καλά η Νυνάβε με την Ηλαίην, η Αντελέας με τη Βαντέν και το Φως μόνο ήξερε σε ποιον ακόμα το είχαν αναφέρει. Σίγουρα, όμως, αυτές οι δύο δεν είχαν ιδέα. Όσον αφορούσε στον ίδιο, υπήρχαν χειρότερα πράγματα από την ιδιότητα του τα'βίρεν, την αλεπουδοκεφαλή, ακόμα και από τον Ραντ. Αν ήξεραν για το καταραμένο το Κέρας...
Έξαφνα, αισθάνθηκε κάτι να τον τραβάει τόσο βίαια, ώστε σκόνταψε και κόντεψε να του πέσει το καπέλο. Μια λεπτοκαμωμένη γυναίκα με ήπιο πρόσωπο και σχεδόν άσπρα μαλλιά, μαζεμένα στον σβέρκο της, τον είχε πιάσει από το μανίκι και το πέτο. Λειτουργώντας αντανακλαστικά, η Τέσλυν τον γράπωσε από την άλλη μεριά. Ο Ματ αναγνώρισε, κατά κάποιον τρόπο, τη νεοφερμένη με το ευθυτενές κορμί και το απέριττο γκρίζο φόρεμα. Θα πρέπει να ήταν ή η Αντελέας ή η Βαντέν, δύο αδελφές -πραγματικές αδελφές, όχι μόνο Άες Σεντάι- που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι δίδυμες. Ποτέ δεν είχε καταφέρει να ξεχωρίσει τη μία από την άλλη. Οι δύο γυναίκες αλληλοκοιτάχτηκαν, γαλήνιες αλλά ψυχρές ταυτόχρονα, σαν δύο γάτες που είχαν πιάσει το ίδιο ποντίκι.
«Δεν είναι ανάγκη να μου σκίσετε το πανωφόρι», γρύλισε ο Ματ πασχίζοντας να ελευθερωθεί. «Το πανωφόρι μου;» Δεν ήταν σίγουρος ότι τον άκουσαν. Παρ' όλο που φορούσε την αλεπουδοκεφαλή, δεν έκρινε κατάλληλο να ξεσφηνώσει από πάνω του τα δάχτυλά τους - εκτός αν χρειαζόταν.
Ακόμα δύο Άες Σεντάι συνόδευαν την αδελφή — όποια κι αν ήταν. Η μία από αυτές, μια μελαχρινή γεροδεμένη γυναίκα με μάτια που περιεργάζονταν τους πάντες τριγύρω, φορούσε το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό και το καφέ επώμιο που απεικόνιζε την άσπρη φλόγα της Ταρ Βάλον ανάμεσα σε περικοκλάδες. Φαινόταν λίγο μεγαλύτερη από τη Νυνάβε, άρα θα πρέπει να ήταν η Σάριθα Τομάρες, Άες Σεντάι εδώ και δύο περίπου χρόνια.
«Απαγάγεις κι άντρες στους διαδρόμους τώρα, Τέσλυν;» είπε η άλλη. «Δεν νομίζω πως μπορείς να βρεις κάτι ενδιαφέρον σε έναν άντρα ανίκανο να διαβιβάσει». Κοντή και χλωμή, με περιποιημένες δαντέλες πάνω στο γκρίζο της φόρεμα με τις μπλε ρίγες, η γυναίκα είχε τη φινέτσα της αγέραστης ψυχρότητας κι ένα χαμόγελο γεμάτο αυτοπεποίθηση. Η Καιρχινή προφορά ήταν το χαρακτηριστικό της και σίγουρα προσήλκυε τους σπουδαιότερους άντρες της αυλής. Ο Θομ δεν ήταν σίγουρος κατά πόσον η Τζολίνε ή η Τέσλυν ήταν επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Ελάιντα, αλλά η Μέριλιλ είχε υπό τις διαταγές της μία από αυτές τις ηλίθιες που είχαν εξαπατήσει την Εγκουέν για να γίνει Άμερλιν.
Ο Ματ θα μπορούσε να ξυριστεί με το χαμόγελο που ανταπέδωσε η Τέσλυν. «Μην υποκρίνεσαι μπροστά μου, Μέριλιλ. Ο Ματ Κώθον παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Δεν θα έπρεπε να είναι ελεύθερος». Όλα αυτά ειπώθηκαν λες κι ο ίδιος δεν ήταν πια εκεί να τις ακούει!
«Μην καυγαδίζετε για χάρη μου», είπε. Έπιασε το πανωφόρι του, όμως οι άλλες δεν το άφησαν. «Υπάρχουν πιο σημαντικά θέματα».
Πέντε ζευγάρια μάτια τον έκαναν να ευχηθεί να είχε κρατήσει το στόμα του κλειστό. Οι Άες Σεντάι δεν είχαν την παραμικρή αίσθηση χιούμορ. Τράβηξε λίγο περισσότερο κι η Βαντέν -ή η Αντελέας- ανταπέδωσε το τράβηγμα, τόσο δυνατά ώστε απέσπασε το πανωφόρι από το χέρι του. Μάλλον ήταν η Βαντέν, αποφάσισε. Ήταν Πράσινη κι ο Ματ πίστευε πως ανέκαθεν ήθελε να τον κρεμάσει ανάποδα και να του αποσπάσει το μυστικό του μενταγιόν. Όποια κι αν ήταν, όμως, δεν έπαψε να μειδιά, εν μέρει επειδή γνώριζε κι εν μέρει επειδή διασκέδαζε. Αλλά ο ίδιος δεν έβλεπε πουθενά κανένα αστείο. Οι υπόλοιπες δεν τον κοιτούσαν καν, λες κι είχε εξαφανιστεί.
«Θέλει να τον συνοδεύσουμε», είπε η Τζολίνε με σταθερή φωνή. «Αν μη τι άλλο, για δική του προστασία. Τρεις τα'βίρεν από ένα και μοναδικό χωριό; Κι ο ένας, μάλιστα, να είναι ο ίδιος ο Αναγεννημένος Δράκοντας; Ο Άρχοντας Κώθον πρέπει να σταλεί αμέσως στον Λευκό Πύργο». Και την είχε θεωρήσει χαριτωμένη...
Η Μέριλιλ απλώς κούνησε το κεφάλι της. «Υπερεκτιμάς τη θέση σου εδώ, Τζολίνε, αν νομίζεις πως θα σου επιτρέψω έτσι εύκολα να πάρεις αυτό το αγόρι».
«Εσύ υπερεκτιμάς τον εαυτό σου, Μέριλιλ». Η Τζολίνε έκανε ένα βήμα προς το μέρος της και κοίταξε αφ' υψηλού την άλλη γυναίκα. Τα χείλη της είχαν σουφρώσει σε ένδειξη ανωτερότητας και συγκατάβασης. «Καταλαβαίνεις πως ο μόνος λόγος που δεν σας φυλακίζουμε όλες μαζί, ταΐζοντάς σας μόνο με ψωμί και νερό μέχρι να σας επιστρέψουμε στον Πύργο, είναι επειδή δεν θέλουμε να προσβάλουμε την Τάυλιν;»
Ο Ματ περίμενε πως η Μέριλιλ θα ξεσπούσε σε γέλια, αλλά εκείνη κούνησε ελαφρά το κεφάλι της, σαν να ήθελε να απομακρυνθεί από το επίμονο βλέμμα της Τζολίνε.
«Δεν θα τολμούσατε». Η χαρακτηριστική γαλήνη των Άες Σεντάι έμοιαζε με μάσκα πάνω στο πρόσωπο της Σάριθα. Με ήρεμη έκφραση και σταθερά χέρια τακτοποίησε το επώμιο της, ωστόσο η κοφτή της ανάσα μαρτυρούσε πως η ηρεμία της ήταν μόνο επιφανειακή.
«Αυτά είναι παιδιάστικα πράγματα, Τζολίνε», μουρμούρισε ξερά η Βαντέν. Ήταν η μόνη από τις τρεις που έμοιαζε ατάραχη.
Ένα αχνό αναψοκοκκίνισμα φούντωσε τα μάγουλα της Μέριλιλ, λες κι η ασπρομάλλα γυναίκα είχε απευθυνθεί στην ίδια, μολονότι το βλέμμα της παρέμεινε σταθερό. «Μην περιμένεις να υπακούσουμε», είπε με σταθερή φωνή στην Τζολίνε. «Άλλωστε, είμαστε πέντε. Εφτά, μαζί με τη Νυνάβε και την Ηλαίην». Αυτή η τελευταία πρόταση βγήκε ασυναίσθητα και κάπως διστακτικά.
Η Τζολίνε ανασήκωσε το ένα της φρύδι. Τα κοκαλιάρικα δάχτυλα της Τέσλυν δεν χαλάρωσαν καθόλου τη λαβή τους, τουλάχιστον όχι περισσότερο από της Βαντέν, αλλά κοίταξε τη Τζολίνε και τη Μέριλιλ εξεταστικά με αόριστη έκφραση. Οι Άες Σεντάι ζούσαν σε μια χώρα ξένη, όπου δεν ήξερες τι να περιμένεις μέχρι που ήταν πολύ αργά πια. Υπήρχαν πολλά υπόγεια ρεύματα εδώ. Τα υπόγεια ρεύματα που περιτριγύριζαν τις Άες Σεντάι μπορούσαν να καταδικάσουν σε θάνατο έναν άνθρωπο χωρίς αυτές να πάρουν είδηση τίποτα. Ίσως είχε έρθει η ώρα για τον Ματ να ξεφορτωθεί από πάνω του αυτά τα δάχτυλα.
Η ξαφνική επανεμφάνιση της Λαρέν τον έβγαλε από τον κόπο. Παλεύοντας να ξαναβρεί την ανάσα της, λες κι είχε τρέξει χιλιόμετρα, η πλαδαρή γυναίκα άπλωσε τη φούστα της σε μια υπόκλιση πολύ βαθύτερη από την προηγούμενη. «Συγχωρήστε με για την ενόχληση, Άες Σεντάι, αλλά η Βασίλισσα επιθυμεί να παρουσιαστεί ενώπιόν της ο Άρχοντας Κώθον. Συγχωρήστε με, παρακαλώ. Θα ακούσω τα εξ αμάξης, αν δεν της τον πάω αμέσως».
Οι Άες Σεντάι την κοίταζαν, μέχρι που η γυναίκα άρχισε να κάνει νευρικές κινήσεις. Ύστερα, αμφότερες οι ομάδες των Άες Σεντάι αντάλλαξαν βλέμματα, προσπαθώντας να ψυχανεμιστούν ποια θα τον άφηνε πρώτη. Κατόπιν, κοίταξαν τον ίδιο, κι ο Ματ αναρωτήθηκε αν τελικά σκόπευαν να τον αφήσουν.
«Δεν γίνεται να αφήσω τη Βασίλισσα να περιμένει, έτσι δεν είναι;» είπε με μια δόση ευθυμίας. Κρίνοντας από τα ρουθουνίσματα, η αντίδραση δεν διέφερε από το να είχε τσιμπήσει τα οπίσθια κάποιας από δαύτες. Ακόμα κι η Λαρέν έσμιξε τα φρύδια της αποδοκιμαστικά.
«Άφησέ τον ελεύθερο, Αντελέας», είπε τελικά η Μέριλιλ.
Ο Ματ συνοφρυώθηκε καθώς η ασπρομάλλα γυναίκα υπάκουσε. Εκείνη κι η Βαντέν θα έπρεπε να έχουν ταμπελίτσες με τα ονόματά τους ή να φορούν κορδέλες στα μαλλιά τους με διαφορετικό χρώμα, για να ξεχωρίζουν. Του χάρισε ένα ακόμα από αυτά τα χαρούμενα πονηρά χαμόγελα, κάτι που δεν του άρεσε καθόλου. Αυτά ήταν κόλπα των γυναικών, όχι αποκλειστικά των Άες Σεντάι, και συνήθως δεν ήξεραν κι οι ίδιες τι ήθελαν να πιστέψεις. «Τέσλυν;» είπε ο Ματ. Η βλοσυρή Κόκκινη τον κρατούσε ακόμα σφικτά από το πανωφόρι και με τα δυο χέρια. Τον κρυφοκοίταξε, αγνοώντας οποιονδήποτε άλλον παρόντα. «Η Βασίλισσα;»
Η Μέριλιλ άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά δίστασε να πει αυτά που ήθελε. «Για πόση ώρα ακόμα σκοπεύεις να τον κρατάς, Τέσλυν; Ίσως χρειαστεί να δώσεις εξηγήσεις στην Τάυλιν για ποιον λόγο αγνόησες το κέλευσμά της».
«Σκέψου καλά με ποιου το μέρος θα πας, Αφέντη Κώθον», είπε η Τέσλυν, εξακολουθώντας να κοιτάει αποκλειστικά εκείνον. «Λανθασμένες επιλογές μπορεί να οδηγήσουν σε ένα δυσάρεστο μέλλον, ακόμα και για έναν τα'βίρεν. Σκέψου καλά». Έπειτα, τον άφησε.
Καθώς ο Ματ ακολουθούσε τη Λαρέν, προσπάθησε να μη δείξει τη λαχτάρα του να βρεθεί μακριά τους. Ωστόσο, ευχήθηκε να περπατούσε πιο γρήγορα αυτή η γυναίκα που έμοιαζε να αιωρείται μπροστά του, μεγαλοπρεπής σαν βασίλισσα, ηγεμονική σαν Άες Σεντάι. Μόλις έφθασαν στην πρώτη στροφή, ο Ματ κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Οι πέντε Άες Σεντάι στέκονταν ακόμα εκεί, ατενίζοντάς τον. Λες και το βλέμμα του λειτούργησε ως σινιάλο, οι Άες Σεντάι αντάλλαξαν σιωπηλές ματιές κι έφυγαν, η καθεμία προς διαφορετική κατεύθυνση. Η Αντελέας στράφηκε προς το μέρος του, αλλά, καμιά δεκαριά βήματα προτού τον φτάσει, του χαμογέλασε ξανά και χάθηκε στο άνοιγμα μιας πόρτας. Υπόγεια ρεύματα. Ο Ματ προτιμούσε να κολυμπάει στα ρηχά.
Η Λαρέν τον περίμενε στη γωνία, με τα χέρια ακουμπισμένα στους πλατιούς της γοφούς και το πρόσωπο χαλαρό. Ο Ματ υπέθεσε πως, κάτω από τη φούστα της, χτυπούσε τα πόδια της ανυπόμονα. Της χάρισε το χαμόγελο της επιτυχίας, ικανό να εξευμενίσει οποιαδήποτε γυναίκα, είτε ένα τρελοκόριτσο είτε μια γκριζομάλλα γιαγιά. Το χαμόγελο αυτό τού είχε χαρίσει φιλιά γυναικών, αλλά, εξίσου συχνά, τον είχε βγάλει κι από δύσκολες καταστάσεις. Ισοδυναμούσε με το να προσφέρει λουλούδια. «Ενήργησες σωστά και σ' ευχαριστώ. Είμαι σίγουρος πως η Βασίλισσα δεν επιθυμεί να με δει». Ακόμα και να επιθυμούσε όμως, αυτός δεν είχε καμιά διάθεση. Ό,τι και να πίστευε για τους ευγενείς, το πίστευε εις τριπλούν για τους κατέχοντες βασιλικά αξιώματα. Σ' εκείνες τις παλιές αναμνήσεις δεν υπήρχε τίποτα ικανό να του αλλάξει αυτήν την άποψη, και κάμποσοι από τους τύπους αυτούς είχαν περάσει αρκετό καιρό κοντά σε βασιλιάδες και σε βασίλισσες. «Λοιπόν, αν έχεις την καλοσύνη, δείξε μου πού μένουν η Νυνάβε κι η Ηλαίην...»
Περιέργως, το χαμόγελό του δεν έμοιαζε να την επηρεάζει ιδιαίτερα. «Δεν θα μπορούσα σε καμιά περίπτωση να πω ψέματα, Άρχοντα Κώθον. Δεν θα το άντεχα. Η Βασίλισσα όντως σε περιμένει, Άρχοντά μου. Είσαι πολύ γενναίος άντρας», πρόσθεσε η γυναίκα καθώς στράφηκε να φύγει, αλλά είπε και κάτι άλλο μέσα από τα δόντια της. «Ή πολύ μεγάλος βλάκας». Ο Ματ αμφέβαλε κατά πόσον προοριζόταν για τα αυτιά του αυτή η παρατήρηση.
Δύο επιλογές είχε: Ή να δει τη Βασίλισσα ή να περιπλανιέται στους διαδρόμους μέχρι να βρει κάποιον που θα τον διαφώτιζε ως προς ό,τι ήθελε να μάθει. Πήγε να δει τη Βασίλισσα.
Η Τάυλιν Κουιντάρα, ελέω Φωτός Βασίλισσα της Αλτάρα, Κυρά των Τεσσάρων Ανέμων, Φρουρός της Θάλασσας των Καταιγίδων κι Υψηλή Έδρα του Οίκου Μίτσομπαρ, τον περίμενε σε ένα δωμάτιο με κίτρινους τοίχους κι οροφή σε αχνογάλαζο χρώμα, όρθια μπροστά σε ένα πελώριο άσπρο τζάκι με πέτρινο ανώφλι σκαλισμένο σαν ανταριασμένη θάλασσα. Ο Ματ έκρινε πως άξιζε τον κόπο να έρθει να τη δει. Η Τάυλιν δεν ήταν καμιά νεαρή -τα λαμπερά, μαύρα μαλλιά που ξεχύνονταν πάνω από τους ώμους της είχαν γκριζάρει στους κροτάφους, ενώ αχνές γραμμές, σαν ιστοί από αράχνες, στόλιζαν τις άκρες των ματιών της- ούτε ακριβώς όμορφη, αν και τα δύο αμυδρά σημάδια στα μάγουλά της είχαν χαθεί με τον καιρό. Καλοβαλμένη, ήταν καταλληλότερος όρος. Πάντως, ήταν... επιβλητική. Μεγάλα σκοτεινά μάτια τον κοιτούσαν υπερήφανα, μάτια αετίσια. Η πραγματική της δύναμη δεν ήταν τόσο μεγάλη -ένας άντρας θα μπορούσε κάλλιστα να αποφύγει το ένταλμά της και να απομακρυνθεί από την Αλτάρα μέσα σε δύο ή τρεις μέρες- αλλά ο Ματ πίστευε πως εκείνη μπορούσε να κάνει ακόμα και μια Άες Σεντάι να κοντοσταθεί μπροστά της. Όπως η Ισέμπελε του Νταλ Καλαίν, η οποία είχε αναγκάσει την Άμερλιν Άνγκαρα να παρουσιαστεί μπροστά της. Ήταν από τις παλαιότερες αναμνήσεις. Το Νταλ Καλαίν είχε αφανιστεί στους Πολέμους των Τρόλοκ.
«Μεγαλειοτάτη», είπε ο Ματ, βγάζοντας το καπέλο του με μια πλατιά κίνηση και κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση, σείοντας στον αέρα έναν φανταστικό μανδύα, «παρίσταμαι κατόπιν της προσκλήσεώς σας». Ήταν δύσκολο να κρατήσει τη ματιά του μακριά από το αρκετά βαθύ και δαντελένιο οβάλ ντεκολτέ, όπου κρεμόταν το λευκό θηκάρι του γαμήλιου μαχαιριού. Όντως, ήταν ένα όμορφο —και στρογγυλό— θέαμα. Ωστόσο, όσο περισσότερο στήθος επεδείκνυε μια γυναίκα, τόσο λιγότερο ήθελε να το κοιτάζεις. Απροκάλυπτα, τουλάχιστον. Το λευκό θηκάρι. Ήξερε, ωστόσο, πως ήταν χήρα. Όχι ότι είχε και πολλή σημασία. Σύντομα, θα βρισκόταν μπλεγμένος, τόσο με τη Σκοτεινόφιλη με την αλεπουδίσια φάτσα, όσο και με τη βασίλισσα. Ήταν δύσκολο να μην κοιτάζει καθόλου, αλλά τα κατάφερε. Για την Τάυλιν, ήταν πιθανότερο να καλούσε τη φρουρά παρά να τραβούσε η ίδια το ποικιλμένο με πολύτιμους λίθους εγχειρίδιο από τη χρυσή ζώνη, που ταίριαζε απόλυτα με το ντεκολτέ όπου κρεμόταν το γαμήλιο μαχαίρι. Ίσως γι' αυτόν τον λόγο εξακολουθούσαν τα ζάρια να κυλούν μέσα στο κεφάλι του. Η πιθανότητα μιας συνάντησης με τον δήμιο τα έκανε να στροβιλίζονται ανεξέλεγκτα.
Στρώσεις από μεταξωτά, κιτρινόλευκα μεσοφόρια κυμάτισαν καθώς η Βασίλισσα διέσχισε το δωμάτιο, ήρθε προς το μέρος του και κινήθηκε κυκλικά γύρω του. «Μιλάς την Παλιά Γλώσσα», είπε καθώς στεκόταν ξανά μπροστά του. Η φωνή της ήταν χαμηλή και μελωδική. Δίχως να περιμένει απάντηση και με μια κίνηση σαν να γλιστράει στον αέρα, κατευθύνθηκε προς ένα κάθισμα και κάθισε, τακτοποιώντας ενστικτωδώς την πράσινη φούστα της. Το βλέμμα της παρέμεινε καρφωμένο επάνω του. Ο Ματ σκέφτηκε πως ίσως η γυναίκα μπορούσε να καταλάβει πότε είχαν πλυθεί για τελευταία φορά τα εσώρουχά του. «Επιθυμείς να αφήσεις κάποιο μήνυμα. Έχω εδώ τον απαραίτητο εξοπλισμό». Μια δαντέλα πεσμένη στον καρπό της κυμάτισε, καθώς η γυναίκα ένευσε προς ένα μικρό τραπεζάκι κάτω από έναν καθρέφτη σε χρυσό πλαίσιο. Όλα τα έπιπλα ήταν επίχρυσα και σκαλισμένα σαν να ήταν από μπαμπού.
Τα ψηλά παράθυρα με τις τριπλές αψίδες που έβλεπαν σε ένα μπαλκόνι από σφυρήλατο σίδερο άφηναν να περάσει στο εσωτερικό μια αναπάντεχα ευχάριστη θαλασσινή αύρα, όχι βέβαια ιδιαίτερα δροσερή. Ο Ματ, ωστόσο, ένιωθε να ζεσταίνεται περισσότερο εδώ μέσα παρά στον δρόμο, κάτι που δεν είχε καμιά σχέση με το βλέμμα της Βασίλισσας. Ντεγένιε, ντιού νίντε κονσιόν κα’λγετ γιέ. Αυτά ήταν τα λόγια του. Η καταραμένη η Παλιά Γλώσσα ξεπήδησε για άλλη μια φορά από το στόμα του χωρίς αυτός να καταλάβει τίποτα. Πίστευε πως την είχε πια υπό έλεγχο. Ήταν αδύνατον να προβλέψει πότε θα σταματούσαν τον χορό τους αυτά τα καταραμένα ζάρια και με τι αποτέλεσμα. Ίσως ήταν καλύτερα να κοιτάζει το συμφέρον του και να κρατάει το στόμα του όσο το δυνατόν περισσότερο κλειστό. «Σας ευχαριστώ, Μεγαλειοτάτη». Το σκέφτηκε πολύ προτού ξεστομίσει αυτές τις λέξεις.
Λεπτά φύλλα ανοιχτόχρωμου χαρτιού τον περίμεναν στο κυρτό τραπεζάκι, το οποίο βρισκόταν στο κατάλληλο ύψος για γράψιμο. Ακούμπησε το καπέλο στο πόδι του τραπεζιού, κοιτώντας τη γυναίκα μέσα από τον καθρέφτη. Τον παρατηρούσε. Γιατί δεν είχε καταφέρει να συγκρατήσει τη γλώσσα του; Βουτώντας στο μελάνι μια χρυσή πένα -τι άλλο θα είχε μια βασίλισσα;- συνέθεσε πρώτα το κείμενο στο μυαλό του κι έπειτα έσκυψε πάνω από το χαρτί, καλύπτοντάς το με το άλλο του χέρι. Το χέρι του ήταν αδέξιο και τετραγωνισμένο. Ούτως ή άλλως, ποτέ του δεν συμπάθησε το γράψιμο.
Ακολούθησα μια Σκοτεινόφιλη στο ανάκτορο που έχει νοικιάσει ο Τζάιτσιμ Καρίντιν. Προσπάθησε να με σκοτώσει μία φορά, ίσως και τον Ραντ. Την υποδέχτηκαν ως παλιά φίλη του οίκου.
Για μια στιγμή απέμεινε να το κοιτάζει εξεταστικά, δαγκώνοντας την άκρη της πένας προτού συνειδητοποιήσει πως χαράκωνε το μαλακό χρυσάφι. Μπορεί η Τάυλιν να μην το είχε προσέξει. Έπρεπε να μάθουν σχετικά με τον Καρίντιν. Τι άλλο να έγραφε; Πρόσθεσε μερικές ακόμα προσεκτικά διατυπωμένες γραμμές. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε να συμβεί ήταν να τις κάνει να αδιαφορήσουν.
Φερθείτε συνετά. Αν πρέπει, σώνει και καλά, να τριγυρνάτε από δω κι από κει, θα σας στείλω μερικούς άντρες για να σας προφυλάξουν και να μη βρεθείτε με τα κεφάλια ανοιγμένα. Εν πάση περιπτώσει, μήπως ήρθε η ώρα να σας πάω πίσω στην Εγκουέν; Εδώ δεν υπάρχει τίποτα εκτός από ζέστη και μύγες, κι από δαύτα μπορούμε να βρούμε άφθονα στο Κάεμλυν.
Ορίστε. Δεν θα μπορούσε να είναι πιο αβρό.
Στυπώνοντας προσεκτικά τη σελίδα, τη δίπλωσε τέσσερις φορές. Λίγη άμμος μέσα σε ένα μικρό χρυσό δοχείο κάλυπτε ένα κάρβουνο. Ο Ματ το φύσηξε μέχρι που πυρακτώθηκε κι άναψε με αυτό ένα κόκκινο κερί, το οποίο έγειρε ελαφρά πάνω από το μήνυμα. Καθώς το βουλοκέρι έσταζε στις άκρες του χαρτιού, θυμήθηκε ξαφνικά πως είχε στην τσέπη του έναν σφραγιδόλιθο. Δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, μια απλή ένδειξη δεξιοτεχνίας εκείνου που τον είχε σκαλίσει, αλλά σαφώς ήταν προτιμότερος από έναν άμορφο σβώλο. Το δαχτυλίδι ήταν κάπως μεγαλύτερο από τη λιμνούλα του στερεοποιημένου κεριού, αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι της σφραγίδας αποτυπώθηκε.
Για πρώτη φορά έριξε μια προσεκτική ματιά στο απόκτημά του. Στο εσωτερικό μιας μπορντούρας τεράστιων μηνίσκων, μια τρεχάτη αλεπού αιφνιδίαζε δύο πουλιά που πετάριζαν. Η εικόνα τον έκανε να χαμογελάσει χαιρέκακα. Δυστυχώς, δεν απεικόνιζε ένα χέρι, ένδειξη της Ομάδας, αλλά εν πάση περιπτώσει έκανε τη δουλειά του. Όντως, θα χρειαζόταν να είναι πανούργος σαν αλεπού για να τα βγάλει πέρα με τη Νυνάβε και την Ηλαίην, οι οποίες μπορεί και να μην αιφνιδιάζονταν ακριβώς. Τέλος πάντων... Επιπλέον, το μενταγιόν τον είχε κάνει να συμπαθεί τις αλεπούδες. Έγραψε με ορνιθοσκαλίσματα στην εξωτερική επιφάνεια του μηνύματος το όνομα της Νυνάβε κι, ύστερα από μια δεύτερη σκέψη, της Ηλαίην. Είτε το έπαιρνε η μία είτε η άλλη, αμφότερες θα το έπρεπε να το δουν σύντομα.
Γυρίζοντας, με το σφραγισμένο γράμμα κρατημένο μπροστά του, ξαφνιάστηκε καθώς οι αρθρώσεις των δαχτύλων του ακούμπησαν πάνω στο στήθος της Τάυλιν. Παραπάτησε προς τα πίσω, πάνω στο τραπεζάκι, κοιτώντας την και πασχίζοντας να μην αναψοκοκκινίσει. Κοιτούσε το πρόσωπό της. Μόνο το πρόσωπό της. Δεν την είχε πάρει είδηση να τον πλησιάζει. Ίσως ήταν καλύτερο να αγνοήσει το ανάλαφρο άγγιγμα, έτσι ώστε να μην αισθανθεί κι αυτή μεγαλύτερη αμηχανία. Το πιθανότερο ήταν να τον θεωρούσε ατζαμή κι αγροίκο. «Υπάρχει κάτι εδώ μέσα που καλό θα ήταν να το γνωρίζετε, Μεγαλειοτάτη». Δεν υπήρχε και πολύς χώρος ανάμεσά τους για να σηκώσει το γράμμα. «Ο Τζάιτσιμ Καρίντιν φιλοξενεί Σκοτεινόφιλους, και δεν εννοώ ότι τους συλλαμβάνει».
«Είσαι σίγουρος; Μα, φυσικά και θα είσαι. Κανείς δεν προβαίνει σε τέτοιες κατηγορίες χωρίς να είναι σίγουρος». Μια αυλακιά χαράκωσε το μέτωπό της, αλλά η βασίλισσα σήκωσε το κεφάλι της κι η χαρακιά εξαφανίστηκε. «Ας μιλήσουμε για πιο ευχάριστα πράγματα».
Μόνο που δεν έβαλε τις φωνές. Της έλεγε πως ο πρέσβης των Λευκομανδιτών της αυλής της ήταν Σκοτεινόφιλος, κι αυτή απλώς μόρφαζε.
«Είσαι ο Άρχοντας Ματ Κώθον, έτσι;» Υπήρχε μια ερωτηματική χροιά στη φωνή της όσον αφορά στον τίτλο. Τα μάτια της του θύμιζαν περισσότερο από κάθε άλλη φορά μάτια αετού. Μια βασίλισσα ποτέ δεν συμπαθούσε έναν επισκέπτη που προσποιούνταν πως ήταν άρχοντας.
«Σκέτο Ματ Κώθον». Κάτι του έλεγε πως η γυναίκα καταλάβαινε πότε κάποιος έλεγε ψέματα. Επιπλέον, το να θεωρείται άρχοντας από τον κόσμο δεν ήταν παρά ένα τέχνασμα, μολονότι θα μπορούσε να ζήσει και χωρίς αυτό. Στο Έμπου Νταρ οι μονομαχίες ήταν καθημερινό φαινόμενο, αλλά ελάχιστοι προκαλούσαν άρχοντες, εκτός αν ήταν κι οι ίδιοι. Όπως και να είχε, μέσα στον τελευταίο μήνα ο Ματ είχε τσακίσει μερικά κεφάλια, είχε αφήσει τέσσερις άντρες αιμόφυρτους κι είχε τρέξει μισό μίλι για να ξεφύγει από μια γυναίκα. Το επίμονο βλέμμα της Τάυλιν τού προκαλούσε νευρικότητα. Κι εκείνα τα ζάρια εξακολουθούσαν να κροταλίζουν μέσα στο κρανίο του. Ήθελε όσο τίποτε άλλο να φύγει από δω. «Θα σας ήμουν υπόχρεος, αν μου λέγατε πού μπορώ να αφήσω αυτό το γράμμα, Μεγαλειοτάτη...»
«Η Κόρη-Διάδοχος κι η Νυνάβε Σεντάι σπανίως σε αναφέρουν», του είπε αυτή, «αλλά μπορείς να μάθεις να ακούς όσα δεν λέγονται». Με μια αυθόρμητη κίνηση, άπλωσε το χέρι της κι άγγιξε το μάγουλό του. Ο Ματ μισοανασήκωσε το χέρι του αβέβαια. Μήπως είχε μουντζουρωθεί με μελάνι εκεί καθώς μασούσε την πένα; Οι γυναίκες αρέσκονταν στη καθαριότητα και σίγουρα τους άρεσε να περιποιούνται και τους άντρες. Μπορεί το ίδιο να ίσχυε και για τις βασίλισσες. «Αυτό που δεν λένε, αλλά που εγώ κατάφερα να μάθω, είναι ότι είσαι ένας αδάμαστος κατεργάρης, τζογαδόρος και γυναικάς». Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στα δικά του κι η έκφρασή της δεν είχε αλλάξει ούτε στο ελάχιστο. Η φωνή της παρέμενε σταθερή και ψυχρή, αλλά, ενόσω μιλούσε, τα δάχτυλά της χάιδευαν το άλλο του μάγουλο. «Οι αδάμαστοι άντρες είναι συχνά κι οι πιο ενδιαφέροντες. Για κουβέντα, δηλαδή». Το ένα της δάχτυλο πλανήθηκε πάνω στα χείλη του. «Να, λοιπόν, ένας αδάμαστος κατεργάρης που ταξιδεύει μαζί με τις Άες Σεντάι, ένας τα'βίρεν που, απ όσο αντιλαμβάνομαι, τις κάνει να τον φοβούνται λιγάκι ή, τουλάχιστον, να νιώθουν κάπως άβολα. Ο άντρας χρειάζεται να έχει γερά νεύρα για να κάνει μια Άες Σεντάι να νιώσει άβολα. Πώς θα καταφέρεις να λυγίσεις το Σχήμα στο Έμπου Νταρ, σκέτε Ματ Κώθον;» Το χέρι της ακούμπησε στον λαιμό του κι ο Ματ αισθάνθηκε τον σφυγμό της καρδιάς του να πάλλεται πάνω στα δάχτυλά της.
Έμεινε με το στόμα ανοικτό. Το τραπεζάκι πίσω του κροτάλισε πάνω στον τοίχο καθώς ο Ματ πισωπάτησε. Η μόνη οδός διαφυγής ήταν να την παραμερίσει ή να σκαρφαλώσει πάνω από τη φούστα της. Οι γυναίκες δεν συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο! Ναι, κάποιες από αυτές τις παλιές αναμνήσεις τού έλεγαν ότι δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο, αλλά δεν ήταν παρά μνήμες που πατούσαν πάνω σε άλλες μνήμες κι έλεγαν απλώς ότι η τάδε γυναίκα είχε κάνει αυτό κι η δείνα εκείνο. Όσα μπορούσε να ανακαλέσει ξεκάθαρα στο μυαλό του αφορούσαν κυρίως σε μάχες, κάτι που δεν βοηθούσε αυτήν τη στιγμή. Η βασίλισσα χαμογέλασε, και το χαμόγελό της δεν ήταν παρά μια συστροφή των χειλιών που δεν μείωσε καθόλου τη λάμψη του αρπακτικού που υπήρχε στα μάτια της. Αισθάνθηκε τις τρίχες του σβέρκου του να ορθώνονται.
Το βλέμμα της πετάχτηκε πάνω από τον ώμο του, στον καθρέφτη, και στράφηκε απότομα, αφήνοντάς τον να κοιτάζει σαν χαζός την πλάτη της καθώς εκείνη απομακρυνόταν. «Θα κανονίσω να ξαναμιλήσουμε, Αφέντη Κώθον. Πρέπει να...» Δεν συνέχισε την πρότασή της καθώς η πόρτα άνοιξε διάπλατα, ξαφνιάζοντάς την. Όμως επρόκειτο για προσποιητή έκπληξη, αφού ο Ματ συνειδητοποίησε πως η βασίλισσα είχε δει μέσα από τον καθρέφτη ήδη την πόρτα να κινείται.
Ένας λεπτός νεαρός εισήλθε στο δωμάτιο κουτσαίνοντας ελαφρά, ένας μελαχρινός τύπος με διαπεραστική ματιά, η οποία στεκόταν αδιάκοπα στον Ματ. Μαύρα μαλλιά έφταναν στους ώμους του, κι είχε έναν ασυνήθιστο μανδύα από πρασινωπό μετάξι περασμένο πάνω από τους ώμους, με χρυσαφιά αλυσίδα πάνω στο στήθος του και χρυσές λεοπαρδάλεις κεντημένες στο πέτο. «Μητέρα», είπε, υποκλινόμενος στην Τάυλιν κι αγγίζοντας με τα δάχτυλά του τα χείλη του.
«Μπέσλαν». Η ζεστασιά στη φωνή της ήταν έκδηλη μόλις πρόφερε το όνομά του και τον φίλησε στα μάγουλα και στα βλέφαρα. Ο ακλόνητος, παγωμένος τόνος που είχε χρησιμοποιήσει με τον Ματ ήταν τώρα ανύπαρκτος. «Βλέπω πως όλα πήγαν καλά».
«Θα μπορούσαν να πάνε και καλύτερα». Το αγόρι αναστέναξε. Παρά το βλέμμα του, ο τρόπος του ήταν ήπιος κι η φωνή του απαλή. «Ο Νέβιν με έκοψε στο πόδι στον δεύτερο γύρο, ενώ στον τρίτο γλίστρησε, κι η λάμα μου διαπέρασε την καρδιά του αντί να τον χτυπήσει στο δεξί χέρι. Η προσβολή δεν ήταν αντάξια φόνου και τώρα πρέπει να εκφράσω τα συλλυπητήριά μου στη χήρα του». Έμοιαζε περίλυπος, τόσο γι' αυτό, όσο και για τον θάνατο αυτού του Νέβιν.
Το καταχαρούμενο πρόσωπο της Τάυλιν ήταν κάπως παράταιρο για μια γυναίκα που ο γιος της μόλις της είχε αναφέρει πως σκότωσε κάποιον. «Φρόντισε να είναι σύντομη η επίσκεψή σου. Στοιχηματίζω ότι η Νταβίντρα θα ανήκει στην κατηγορία των χηρών που θέλουν πολύ κανάκεμα. Σε αυτήν την περίπτωση, θα πρέπει να την παντρευτείς ή να σκοτώσεις τους αδελφούς της». Κρίνοντας από τον τόνο της φωνής της, η πρώτη εναλλακτική ήταν η χειρότερη, ενώ η δεύτερη απλός μπελάς. «Από δω ο Αφέντης Ματ Κώθον, γιε μου. Είναι τα'βίρεν. Ελπίζω να γίνετε φίλοι. Αν θέλετε, μπορείτε να πάτε μαζί στους χορούς της Βραδιάς Σγουόβαν απόψε».
Ο Ματ αναπήδησε. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να του κάνει παρέα κάποιος που επιδιδόταν σε μονομαχίες και του οποίου η μάνα θώπευε το μάγουλο του. «Οι χοροί δεν είναι το δυνατό μου σημείο», είπε γρήγορα. Στους Εμπουνταρινούς άρεσαν τα πανηγύρια όσο τίποτε άλλο. Το Ανώτατο Τσάσαλαϊν ήταν παρελθόν πια εδώ κι είχαν πέντε ακόμα γιορτές μέσα στην ερχόμενη βδομάδα, δύο εκ των οποίων ήταν ολοήμερες, όχι μονάχα βραδινά τσιμπούσια. «Συνήθως χορεύω στα καπηλειά, πιο βάρβαρους χορούς. Δεν νομίζω να σας αρέσουν».
«Μου αρέσουν πολύ τα καπηλειά με τους άγριους χορούς», είπε ο Μπέσλαν χαμογελώντας και με την ίδια απαλή φωνή. «Οι χοροεσπερίδες είναι για τους πιο ηλικιωμένους και για τις ομορφούλες τους».
Ύστερα κι από αυτό, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Προτού συνειδητοποιήσει καλά-καλά ο Ματ τι συνέβαινε, η Τάυλιν τον είχε τυλίξει. Θα πήγαινε παρέα με τον Μπέσλαν στα πανηγύρια. Σε όλα τα πανηγύρια. Κυνήγι, έτσι το αποκαλούσε ο Μπέσλαν, κι όταν ο Ματ, αφηρημένος, ανέφερε κάτι για κυνήγι κοριτσιών -ποτέ του δεν θα έλεγε κάτι τέτοιο μπροστά στη μητέρα κάποιου χωρίς να το σκεφτεί πολύ- το αγόρι γέλασε κι είπε: «Είτε κορίτσια είτε μονομαχίες, είτε φιλάς είτε διασταυρώνεις τα ξίφη, το θέμα είναι να περάσεις όσο το δυνατόν καλύτερα. Έτσι δεν είναι, Ματ;» Η Τάυλιν χαμογέλασε γεμάτη στοργή στον Μπέσλαν.
Ο Ματ κατάφερε να χαμογελάσει κι αυτός αδύναμα. Αυτός ο Μπέσλαν ήταν παλαβός, αλλά κι η μάνα του δεν πήγαινε πίσω.