17 Ο Θρίαμβος της Λογικής

Ο Ματ βγήκε από το παλάτι μόλις τον άφησε ελεύθερο η Τάυλιν. Αν πίστευε πως θα βοηθούσε σε κάτι, δεν θα δίσταζε να το βάλει στα πόδια. Ένιωθε τόση ανατριχίλα, ώστε ξέχασε σχεδόν τον χορό των ζαριών μέσα στο κεφάλι του. Το μακράν χειρότερο απ' όλα ήταν όταν ο Μπέσλαν αστειευόταν με τη μάνα του, λέγοντάς της πως έπρεπε να βρει κανένα παλικαράκι για να τη συνοδεύσει στον χορό, κι η Τάυλιν τού απάντησε γελώντας πως μια βασίλισσα δεν έχει χρόνο για ξεπεταρούδια, χωρίς να αποσπάσει στιγμή εκείνη την ανηλεή αετίσια ματιά της από τον Ματ. Τώρα καταλάβαινε γιατί οι λαγοί έτρεχαν τόσο γρήγορα. Περπατούσε βαριά, διασχίζοντας την Πλατεία Μολ Χάρα χωρίς να κοιτάζει μπροστά του. Ακόμα κι αν η Νυνάβε με την Ηλαίην χοροπηδούσαν παρέα με τον Τζάιτσιμ Καρίντιν και την Ελάιντα στο σιντριβάνι, κάτω από το άγαλμα μιας βασίλισσας νεκρής από καιρό, πάνω από δύο πιθαμές ψηλό και δείχνοντας προς τη θάλασσα, θα μπορούσε κάλλιστα να τις προσπεράσει χωρίς να τις προσέξει καθόλου.

Η κοινή αίθουσα της Περιπλανώμενης Γυναίκας ήταν μισοσκότεινη και σχετικά δροσερή ύστερα από τον καύσωνα που επικρατούσε έξω. Έβγαλε το καπέλο του ανακουφισμένος. Μια καταχνιά καπνού από πίπα αιωρούνταν στον αέρα, αλλά τα σκαλισμένα με αραβουργήματα παντζούρια πάνω από τα πλατιά αψιδωτά παράθυρα άφηναν να μπει αρκετό φως. Μερικά ταλαιπωρημένα κλαριά πεύκων ήταν δεμένα πάνω από τα παράθυρα προς τιμήν της Νυχτιάς Σγουόβαν. Σε μια γωνιά, δύο γυναίκες με λαούτα κι ένας τύπος με ένα μικρό τύμπανο ανάμεσα στα γόνατά του έπαιζαν ένα είδος διαπεραστικής παλλόμενης μουσικής, που μάλλον άρεσε στον Ματ. Ακόμα κι αυτήν την ώρα ήταν παρόντες μερικοί θαμώνες, αλλοδαποί έμποροι με αυστηρά μάλλινα ρούχα, που θύμιζαν κάπως τους Εμπουνταρινούς, φορώντας οι περισσότεροι στολές διάφορων συντεχνιών. Δεν υπήρχαν ούτε μαθητευόμενοι ούτε ταξιδευτές εδώ. Τόσο κοντά στο παλάτι, η Περιπλανώμενη Γυναίκα δεν ήταν διόλου ανέξοδο μέρος για να πιεις ή να φας, πόσω μάλλον για να κοιμηθείς.

Ο κροταλιστός ήχος των ζαριών πάνω στο τραπέζι σε μια γωνία, έμοιαζε να αντανακλά την αίσθηση που υπήρχε μέσα στο κεφάλι του, αλλά ο Ματ στράφηκε από την άλλη μεριά, όπου τρεις από τους άντρες του κάθονταν πάνω σε πάγκους γύρω από ένα άλλο τραπέζι. Ο Κόρεβιν, ένας γεροδεμένος Καιρχινός, με μύτη που έκανε τα μάτια του να φαντάζουν μικρότερα απ' όσο ήταν στην πραγματικότητα, ήταν γυμνός μέχρι τη μέση, με τα γεμάτα τατουάζ μπράτσα του σηκωμένα πάνω από το κεφάλι του, ενώ ο Βάνιν άπλωνε λωρίδες γάζας γύρω από τη μέση του. Ο Βάνιν είχε τρεις φορές το μέγεθος του Κόρεβιν, αλλά έμοιαζε με φαλακρό τσουβάλι από ξύγκι που ξεχείλιζε από τον πάγκο. Το πανωφόρι του έμοιαζε λες κι είχε κοιμηθεί μέσα του επί μια βδομάδα, άσχετα με το αν πριν από μία ώρα το είχε σιδερώσει κάποια από τις υπηρέτριες. Μερικοί έμποροι κοιτούσαν ενοχλημένοι τους τρεις άντρες, κανείς όμως από τους Εμπουνταρινούς, οι άντρες κι οι γυναίκες των οποίων είχαν δει παρόμοια και χειρότερα στο παρελθόν.

Ο Χάρναν, ένας επικεφαλής Δακρυνός με θεληματικό σαγόνι κι ένα χονδροειδές τατουάζ που απεικόνιζε ένα γεράκι χαραγμένο στο αριστερό του μάγουλο, κατσάδιαζε τον Κόρεβιν. «...δεν με νοιάζει τι είπε ο τρελαμένος ο ιχθυοπώλης, παλιοβάτραχε, εσύ χρησιμοποίησες το καταραμένο σου το ρόπαλο και δεν δέχτηκες την πρόκληση απλώς και μόνο επειδή...» Έπαψε απότομα να μιλάει, μόλις είδε τον Ματ, και πάσχισε να δώσει την εντύπωση ότι δεν είχε ξεστομίσει αυτά τα λόγια, κάνοντας πως έχει πονόδοντο.

Αν ο Ματ ρωτούσε κάτι σχετικά, θα του έλεγαν ότι ο Κόρεβιν γλίστρησε κι έπεσε πάνω στην ίδια του τη λάμα, ή καμιά παρόμοια ανοησία, κι αυτός υποτίθεται ότι θα έπρεπε να το πιστέψει ή, τουλάχιστον, να προφασιστεί ότι το πιστεύει. Έτσι, άπλωσε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι, σαν να μη συνέβαινε τίποτα αφύσικο. Η αλήθεια βέβαια ήταν πως όλα αυτά ήταν σχετικά συνηθισμένα. Ο Βάνιν ήταν ο μόνος που δεν είχε συμμετάσχει σε τόσους καυγάδες. Για κάποιο λόγο, όσοι αποζητούσαν φασαρίες απέφευγαν τον Βάνιν, όπως και τον Ναλέσεν επίσης. Η μόνη διαφορά ήταν ότι ο Βάνιν έμοιαζε να το απολαμβάνει. «Δεν ήρθαν ακόμα ο Θομ ή ο Τζούιλιν;»

Ο Βάνιν δεν τον κοίταξε και συνέχισε να μπαντάρει τους επιδέσμους. «Δεν τους είδα πουθενά. Πάντως, ο Ναλέσεν πετάχτηκε για λίγο». Ο Βάνιν δεν συνήθιζε να αποκαλεί τον Ματ «άρχοντά μου» και διάφορες τέτοιες ανοησίες. Δεν έκρυβε την αντιπάθειά του για τους αριστοκράτες, εκτός από την ατυχή εξαίρεση της Ηλαίην. «Άφησε ένα σιδερόδετο μπαούλο στο δωμάτιο σου κι έφυγε, μουρμουρίζοντας κάτι για μπιχλιμπίδια». Έκανε να φτύσει μέσα από ένα κενό στα δόντια του, αλλά το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μια υπηρέτρια και δεν το έκανε. Η Κυρά Ανάν κατακεραύνωνε όποιον έφτυνε στο πάτωμά της, όποιον πετούσε κόκαλα ή τίναζε την πίπα του για να βγάλει τον καπνό. «Το αγόρι βρίσκεται εκεί πίσω, στους στάβλους», συνέχισε ο άντρας προτού προλάβει ο Ματ να ρωτήσει τίποτα, «παρέα με το βιβλίο του και με μια από τις κόρες του πανδοχέα. Μια άλλη τού έκανε μαύρο τον πισινό, επειδή της έδωσε μια τσιμπιά». Ο Βάνιν έδεσε και την τελευταία λωρίδα γάζας και κοίταξε τον Ματ κατηγορητικά, λες κι έφταιγε εκείνος.

«Κακόμοιρο νιάνιαρο», μουρμούρισε ο Κόρεβιν, στριφογυρίζοντας να δει αν ο επίδεσμος ήταν σταθερός. Στο ένα του μπράτσο είχε ένα τατουάζ που απεικόνιζε μια λεοπάρδαλη κι έναν κάπρο, ενώ στο άλλο απεικονιζόταν μια γυναίκα κι ένα λιοντάρι. Η γυναίκα δεν φαινόταν να φοράει τίποτε άλλο εκτός από τα μαλλιά της. «Μυξόκλαιγε το καημένο, αν και το μουτράκι του έλαμψε όταν η Λεράλ τον άφησε να της πιάσει το χέρι». Όλες τους είχαν φροντίσει τον Όλβερ σαν καλές θείτσες, αν κι όχι από αυτές που μια μάνα θα επιθυμούσε να βρίσκονται κοντά στο παιδί της.

«Θα ζήσει», είπε ξερά ο Ματ. Το πιθανότερο ήταν πως το αγόρι έπαιρνε αυτές τις συνήθειες από τις «θείτσες». Λίγο ακόμα και θα του έκαναν τατουάζ. Αν μη τι άλλο, ο Όλβερ δεν το είχε σκάσει μαζί με τα παιδιά του δρόμου. Έμοιαζε να το απολαμβάνει, όσο τουλάχιστον απολάμβανε να γίνεται βραχνάς στις ενήλικες γυναίκες. «Λοιπόν, Χάρναν, περίμενε εδώ, κι αν πάρει το μάτι σου τον Θομ ή τον Τζούιλιν, άρπαξέ τους από τον σβέρκο. Βάνιν, θέλω να μάθεις ό,τι μπορείς σχετικά με το Αρχοντικό των Τσέλσαϊν, κοντά στην Πύλη των Τριών Πύργων». Έριξε μια διστακτική ματιά στο δωμάτιο. Οι σερβιτόρες πηγαινοέρχονταν στην κουζίνα, κρατώντας φαγητά και, συχνότερα, ποτά. Οι περισσότεροι θαμώνες έμοιαζαν να μην ασχολούνται με τίποτα άλλο παρά με τις ασημένιες τους κούπες, αν και δύο γυναίκες, ντυμένες με ρούχα των μοδιστρών, λογόφερναν σιωπηλά, αγνοώντας τα ποτά τους και γέρνοντας πάνω από το τραπέζι η μία προς την άλλη. Κάποιοι έμποροι παζάρευαν, ανεμίζοντας τα χέρια τους και βουτώντας τα δάχτυλά τους μέσα στο ποτό για να σκαλίσουν διάφορα νούμερα πάνω στο τραπέζι. Η μουσική ήταν αρκετή για να μην ακουστεί, αλλά, καλού κακού, χαμήλωσε τη φωνή του.

Η πληροφορία πως ο Τζάιτσιμ Καρίντιν είχε επαφές με Σκοτεινόφιλους έκανε το στρογγυλό πρόσωπο του Βάνιν να μουτρώσει, λες κι ήταν έτοιμος να φτύσει χωρίς να νοιάζεται μήπως τον έβλεπε κανείς. Ο Χάρναν κάτι μουρμούρισε σχετικά με τους βρωμερούς Λευκομανδίτες κι ο Κόρεβιν πρότεινε να καταγγείλουν τον Καρίντιν στην Αστική Φρουρά. Η πρότασή του είχε ως αποτέλεσμα να τον κοιτάξουν οι άλλοι με ύφος τόσο αηδιασμένο, ώστε αναγκάστηκε να χώσει το πρόσωπό του σε μια κούπα μπύρα. Ήταν ένας από τους ελάχιστους άντρες που ήξερε ο Ματ, ο οποίος μπορούσε να πιει την μπύρα των Εμπουνταρινών με αυτήν τη ζέστη ή γενικότερα.

«Να προσέχεις», προειδοποίησε ο Ματ τον Βάνιν μόλις αυτός σηκώθηκε. Η αλήθεια ήταν πως δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα. Ο Βάνιν ήταν πολύ ευέλικτος σε σχέση με τον όγκο του. Ήταν ο καλύτερος αλογοκλέφτης σε δύο τουλάχιστον χώρες και μπορούσε να ξεγλιστρήσει ακόμα κι από έναν Πρόμαχο, αλλά... «Οι Λευκομανδίτες κι οι Σκοτεινόφιλοι είναι η ίδια φάρα». Ο άντρας μούγκρισε κάτι κι ένευσε στον Κόρεβιν να μαζέψει την πουκαμίσα και το πανωφόρι του και να έρθει μαζί του.

«Άρχοντά μου», είπε ο Χάρναν καθώς έφευγαν, «άκουσα πως έπεσε πούσι χτες στο Ράχαντ».

Ο Ματ ήταν έτοιμος να φύγει κι αυτός, αλλά σταμάτησε απότομα. Ο Χάρναν έμοιαζε ανήσυχος, πράγμα ασυνήθιστο. «Τι εννοείς "πούσι";» Με αυτήν τη ζέστη, το πυκνό πούσι δεν θα κρατούσε ούτε λίγα λεπτά.

Ο επικεφαλής ανασήκωσε τους ώμους του κάπως ενοχλημένος κι αφέθηκε να κοιτάζει την κούπα του. «Είπαν πως έπεσε ομίχλη κι ότι υπήρχαν... πράγματα... μέσα της». Κοίταξε τον Ματ. «Άκουσα πως μερικοί άνθρωποι εξαφανίστηκαν και κάποιοι από αυτούς βρέθηκαν φαγωμένοι, κομματιασμένοι».

Ο Ματ συγκρατήθηκε να μην ανατριχιάσει. «Τώρα η ομίχλη έφυγε, έτσι δεν είναι; Δεν ήσουν εκεί. Να ανησυχείς μόνο όταν αντιμετωπίζεις κάτι. Είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις». Ο Χάρναν συνοφρυώθηκε γεμάτος αμφιβολία, αλλά αυτή ήταν η αλήθεια. Αυτές οι φυσαλίδες του κακού -έτσι τις αποκαλούσε ο Ραντ, όπως κι η Μουαραίν- έσκαγαν σε άσχετο τόπο και χρόνο, κι ούτε ο Ραντ δεν μπορούσε να τις σταματήσει. Το να ανησυχείς γι' αυτές ήταν σαν να ανησυχείς μήπως πέσει κανένα τούβλο στο κεφάλι σου την ώρα που περπατάς. Κι ακόμα λιγότερο, μια και στη δεύτερη περίπτωση μπορούσες κάλλιστα να μείνεις στο σπίτι σου.

Ωστόσο, υπήρχε κάτι άξιο ανησυχίας. Ο Ναλέσεν είχε αφήσει τα κέρδη τους επάνω. Οι καταραμένοι οι ευγενείς ξόδευαν το χρυσάφι σαν νεράκι. Αφήνοντας τον Χάρναν να αφοσιωθεί την κούπα του, ο Ματ κατευθύνθηκε προς τη σκάλα χωρίς κάγκελα, στο πίσω μέρος του δωματίου. Προτού, όμως, τη φτάσει, τον πλεύρισε μια από τις υπηρέτριες.

Η Κάιρα ήταν ένα ισχνό κορίτσι με σαρκώδη χείλη και θολά μάτια. «Σας έψαχνε ένας άντρας, Άρχοντά μου», είπε στριφογυρίζοντας τη φούστα της από τη μια μεριά στην άλλη και κοιτώντας τον μέσα από τα μεγάλα της ματοτσίνορα. Υπήρχε μια βραχνάδα στη φωνή της. «Είπε ότι ήταν Φωτοδότης, αλλά εμένα μου φάνηκε ελεεινός. Παρήγγειλε να φάει, αλλά, όταν η Κυρά Ανάν τού αρνήθηκε, σηκώθηκε κι έφυγε. Επέμενε να πληρώσετε εσείς».

«Την επόμενη φορά, περιστέρα μου, δώστε του να φάει», της απάντησε, γλιστρώντας ένα ασημένιο νόμισμα στον βαθύ λαιμό του φορέματός της. «Θα μιλήσω στην Κυρά Ανάν». Όντως ήθελε να βρει έναν Φωτοδότη -πραγματικό, όχι κάποιον γελοίο μιμητή τους- αλλά τώρα πια δεν είχε και πολλή σημασία. Τουλάχιστον, όχι από τη στιγμή που τόσο χρυσάφι παρέμενε αφρούρητο. Όσο για τις ομίχλες του Ράχαντ, τους Σκοτεινόφιλους, τις Άες Σεντάι κι αυτή την καταραμένη την Τάυλιν, που φαίνεται πως τα είχε χαμένα...

Η Κάιρα χαχάνισε και στριφογύρισε σαν χαϊδεμένη γάτα. «Θα θέλατε να σας φέρω λίγο παντς στο δωμάτιο σας, Άρχοντά μου; Κάτι άλλο μήπως;» Χαμογέλασε ελπιδοφόρα και δελεαστικά.

«Ίσως αργότερα», αποκρίθηκε ο Ματ, χτυπώντας ελαφρά τη μύτη της με το ακροδάχτυλό του. Η κοπέλα χαχάνισε ξανά. Πάντα έτσι έκανε. Η Κάιρα δεν θα είχε αντίρρηση να κάνει ένα σκίσιμο στη φούστα της, για να φαίνεται το μεσοφόρι μέχρι το μέσον του γοφού της ή κι ακόμα ψηλότερα, αν το επέτρεπε η Κυρά Ανάν, αλλά η πανδοχέας φρόντιζε για το καλό των σερβιτόρων της όσο και για τις κόρες της. Σχεδόν δηλαδή. «Ίσως αργότερα».

Ανεβαίνοντας με γρήγορο βήμα τα πλατιά πέτρινα σκαλιά, έβγαλε την Κάιρα από τον νου του. Τι θα έκανε με τον Όλβερ; Το αγόρι θα τα έβρισκε σκούρα κάποια μέρα, αν εξακολουθούσε να νομίζει ότι μπορεί να μεταχειρίζεται τις γυναίκες κατ' αυτόν τον τρόπο. Σκέφτηκε πως καλό θα ήταν να τον κρατήσει μακριά από τον Χάρναν και τους υπόλοιπους. Ήταν κακή επιρροή, κι αυτό έπρεπε να το θυμάται καλά! Έπρεπε να πάρει τη Νυνάβε και την Ηλαίην από το Έμπου Νταρ προτού συνέβαινε κάτι ακόμα χειρότερο.

Το δωμάτιό του ήταν στην μπροστινή μεριά, με παράθυρα που έβλεπαν στην πλατεία, και, καθώς έκανε να αγγίξει την πόρτα, ένα τρίξιμο αντήχησε στο δάπεδο του διαδρόμου. Δεν θα έδινε σημασία, αν βρισκόταν σε οποιοδήποτε άλλο πανδοχείο, αλλά στην Περιπλανώμενη Γυναίκα τα πατώματα δεν έτριζαν.

Κοίταξε πίσω κι, ενώ του έπεφτε το καπέλο, απέφυγε τελευταία στιγμή το κατερχόμενο ρόπαλο που τον χτυπούσε στο αριστερό χέρι αντί για το κρανίο. Το χτύπημα του μούδιασε το χέρι, αλλά ο Ματ κρατήθηκε όρθιος καθώς παχιά δάχτυλα βυθίζονταν στον λαιμό του, σπρώχνοντάς τον πίσω, στην πόρτα του δωματίου του, πάνω στην οποία χτύπησε με δύναμη το κεφάλι του. Μαύρες κηλίδες με ασημιά περιγράμματα χόρεψαν μπροστά στο οπτικό του πεδίο, επισκιάζοντας ένα ιδρωμένο πρόσωπο. Το μόνο που έβλεπε -κι αυτό θολά- ήταν μια μεγάλη μύτη και κιτρινισμένα δόντια. Ξαφνικά, αντιλήφθηκε πως βρισκόταν κοντά στην άλλη πλευρά της συνείδησης. Το σφίξιμο των δαχτύλων εμπόδιζε την κυκλοφορία του αίματος προς τον εγκέφαλο, καθώς και τον αέρα. Το ελεύθερο χέρι του ψαχούλεψε μέσα στο πανωφόρι του, πασχίζοντας να βρει τις λαβές των μαχαιριών του, λες και τα δάχτυλά του δεν θυμούνταν πια για ποιον λόγο ήταν εκεί. Το ρόπαλο ελευθερώθηκε με μια απότομη κίνηση. Το έβλεπε να υψώνεται, έτοιμο να του τσακίσει το κεφάλι. Εστιάζοντας επάνω του, ο Ματ τράβηξε ένα μαχαίρι από το θηκάρι του και το τίναξε μπροστά.

Ο επιτιθέμενος άφησε μια διαπεραστική κραυγή κι ο Ματ μόλις που ένιωσε το ρόπαλο να αναπηδά στον ώμο του καθώς έπεφτε στο δάπεδο. Ο άντρας, ωστόσο, δεν χαλάρωσε τη λαβή στον λαιμό του. Παραπαίοντας, ο Ματ τον ανάγκασε να οπισθοχωρήσει, παλεύοντας με το ένα του χέρι να ελευθερωθεί από τα όμοια με αρπάγες δάχτυλά του και μαχαιρώνοντάς τον κατ' επανάληψιν με το άλλο.

Ξαφνικά, ο τύπος κατέρρευσε, γλιστρώντας μακριά από τη λάμα του Ματ. Το μαχαίρι σχεδόν τον ακολούθησε στο πάτωμα, το ίδιο κι ο Ματ. Παίρνοντας βαθιές ανάσες και νιώθοντας τον φρέσκο αέρα στα πνευμόνια του, ο Ματ αρπάχτηκε από κάτι, το κούφωμα μιας πόρτας, και προσπάθησε να σταθεί στα πόδια του. Από το δάπεδο, τον κοίταζε ένας άντρας με λείο πρόσωπο και μάτια που δεν θα ξανάβλεπαν τίποτα, ένας μεγαλόσωμος τύπος με στριφτά Μουραντιανά μουστάκια, ντυμένος με ένα σκούρο μπλε πανωφόρι, ενδεικτικό κάποιου μικρεμπόρου ή εύπορου μαγαζάτορα. Δεν υπήρχε επάνω του τίποτα που να θυμίζει ληστή.

Ξαφνικά, ο Ματ συνειδητοποίησε πως κατά τη διάρκεια της πάλης τους είχαν περάσει μέσα από μια ανοικτή πόρτα. Το δωμάτιο ήταν μικρότερο από του Ματ, δίχως παράθυρα, ενώ ένα ζευγάρι λάμπες λαδιού, αφημένες στα μικρά τραπεζάκια δίπλα στο στενό κρεβάτι, παρείχαν έναν ζοφερό φωτισμό. Ένας λιπόσαρκος άντρας με ωχρά μαλλιά τινάχτηκε από ένα μεγάλο ανοικτό μπαούλο, πάνω από το οποίο ήταν σκυμμένος κοιτώντας με περιέργεια το πτώμα. Το μπαούλο κατελάμβανε τον περισσότερο χώρο στο δωμάτιο.

Ο Ματ άνοιξε το στόμα του να απολογηθεί για την αγενέστατη παρείσφρηση, κι ο λιπόσαρκος άντρας άρπαξε ένα μακρύ εγχειρίδιο από τη ζώνη του κι ένα ρόπαλο από το κρεβάτι και πήδηξε πάνω από το μπαούλο εναντίον του. Αυτή δεν ήταν συμπεριφορά ανθρώπου που κοιτάει έναν νεκρό ξένο. Προσκολλημένος στο πλαίσιο της πόρτας και πασχίζοντας να σταθεί στα πόδια του, ο Ματ έκανε μια κίνηση προσποίησης και, πριν καλά-καλά η λαβή του μαχαιριού αφήσει το χέρι του, ήδη έψαχνε κάτω από το πανωφόρι του για άλλο όπλο. Το μαχαίρι του καρφώθηκε στον λαιμό του άντρα κι ο Ματ έπεσε ξανά, αυτή τη φορά από ανακούφιση, καθώς ο άλλος έπιασε τον λαιμό του, με το αίμα να ξεπηδά ανάμεσα στα δάχτυλά του, και σωριάστηκε μέσα στο ανοικτό μπαούλο.

«Είναι καλό να έχεις τύχη», είπε ο Ματ βραχνά.

Τρικλίζοντας, έπιασε το μαχαίρι του και το καθάρισε πάνω στον γκρίζο μανδύα του άντρα, ο οποίος ήταν καλύτερης ποιότητας από εκείνον που φορούσε ο άλλος. Μάλλινος μεν, αλλά καλύτερου σχεδίου. Ένας άρχοντας μικρότερου βεληνεκούς σίγουρα δεν θα ντρεπόταν να τον φοράει. Από το κολάρο, συμπέρανε πως ήταν Αντορίτης. Βυθίστηκε στο κρεβάτι, κοιτώντας βλοσυρά τον άντρα που είχε σωριαστεί μέσα στο μπαούλο. Ένας θόρυβος του τράβηξε την προσοχή.

Ο υπηρέτης του βρισκόταν στην πόρτα, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να κρύψει ένα μεγάλο μαύρο σιδερένιο τηγάνι πίσω από την πλάτη του. Ο Νέριμ διατηρούσε ένα ολόκληρο σετ από σκεύη και διάφορα άλλα πράγματα που έκρινε απαραίτητα για τα ταξίδια του υπηρέτη ενός άρχοντα στο μικρό δωμάτιο που μοιραζόταν με τον Όλβερ, δίπλα σε αυτό του Ματ. Ήταν κοντός και κάτισχνος, ακόμα και για Καιρχινό. «Φοβάμαι πως ο Άρχοντάς μου έχει πάλι αίμα επάνω στο πανωφόρι του», μουρμούρισε μελαγχολικά. Την ημέρα που ο τόνος της φωνής του θα άλλαζε, ο ήλιος θα ανέτελλε από τη δύση. «Θα επιθυμούσα ο Άρχοντάς μου να προσέχει περισσότερο τα ρούχα του. Είναι πολύ δύσκολο να φύγει το αίμα χωρίς να αφήσει λεκέ, και τα έντομα δεν το έχουν σε τίποτα να αρχίσουν να κάνουν τρύπες. Το μέρος αυτό έχει πιο πολλά έντομα απ' οπουδήποτε αλλού, Άρχοντά μου». Ούτε που ανέφερε τους δύο νεκρούς άντρες ή τι σκόπευε να κάνει με το τηγάνι.

Η κραυγή είχε τραβήξει την προσοχή κι άλλων· η Περιπλανώμενη Γυναίκα δεν ανήκε στο είδος των πανδοχείων που οι κραυγές περνούσαν απαρατήρητες. Βαριά βήματα ακούστηκαν στον διάδρομο, κι η Κυρά Ανάν παραμέρισε τον Νέριμ με μια σθεναρή κίνηση, ανασηκώνοντας τον ποδόγυρό της για να προσπεράσει το πτώμα που κειτόταν στο δάπεδο. Την ακολουθούσε ο σύζυγός της, ένας γκριζομάλλης άντρας με τετραγωνισμένο πρόσωπο και με το διπλό σκουλαρίκι της Αρχαίας κι Αξιότιμης Ομοσπονδίας των Δικτύων να κρέμεται από το αριστερό αυτί του. Οι δύο λευκές πέτρες στον χαμηλότερο κρίκο υποδήλωναν πως είχε στην κατοχή του κι άλλες βάρκες πέραν αυτής στην οποία ήταν καπετάνιος. Ο Τζάσφερ Ανάν ήταν ένας από τους λόγους που ο Ματ πρόσεχε να μη χαμογελάει πολύ στις θυγατέρες της Κυράς Ανάν. Ο άντρας είχε ένα μαχαίρι εργασίας χωμένο πίσω από τη ζώνη του, καθώς και μια μεγαλύτερη γυριστή λάμα· το δε μακρύ γαλαζοπράσινο γιλέκο αποκάλυπτε το στήθος και τα μπράτσα του, που ήταν χαρακωμένα από τα σημάδια διάφορων μονομαχιών. Ωστόσο, αυτός εξακολουθούσε να είναι ζωντανός, ενώ οι περισσότεροι απ' όσους τού είχαν κάνει αυτά τα σημάδια δεν ήταν.

Ένας άλλος λόγος για την ιδιαίτερη αυτή προσοχή που επεδείκνυε ήταν η ίδια η Σετάλε Ανάν. Ποτέ στο παρελθόν ο Ματ δεν είχε χάσει το ενδιαφέρον του για ένα κορίτσι εξαιτίας της μητέρας του, ακόμα κι αν η τελευταία ήταν η ιδιοκτήτρια του πανδοχείου που διέμενε, αλλά η Κυρά Ανάν είχε τον δικό της τρόπο. Μεγάλοι χρυσοί κρίκοι κλυδωνίζονταν στα αυτιά της καθώς η ίδια επιθεωρούσε τους νεκρούς εντελώς ανέκφραστη. Ήταν αρκετά όμορφη, παρά την γκριζάδα που είχε αρχίσει να εμφανίζεται στα μαλλιά της, και το γαμήλιο μαχαίρι αναπαυόταν ανάμεσα στα στρογγυλά της στήθη, που, υπό άλλες συνθήκες, θα του τραβούσαν αμέσως την προσοχή όπως η φλόγα του κεριού έλκει τις νυχτοπεταλούδες. Όμως, αν την κοίταζε με αυτόν τον τρόπο θα ήταν σαν να κοιτάζει... Όχι τη μάνα του. Ίσως μια Άες Σεντάι -αν κι αυτό το είχε κάνει κάμποσες φορές- ή τη Βασίλισσα Τάυλιν, το Φως να τον φυλάει. Δεν ήταν εύκολο να καταλάβει γιατί. Απλά, αυτή η γυναίκα είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο να σκεφτεί κάτι που θα προσέβαλλε την Σετάλε Ανάν.

«Ο ένας τους πήδηξε πάνω μου στον διάδρομο». Ο Ματ κλώτσησε ελαφρά το μπαούλο που άφησε έναν κούφιο ήχο, παρά τον νεκρό άντρα που είχε σωριαστεί στο εσωτερικό του, με τα χέρια και τα πόδια του να κρέμονται έξω. «Με εξαίρεση αυτόν εδώ, είναι άδειο. Νομίζω πως σκόπευαν να το γεμίσουν με κλεψιμαίικα». Με το χρυσάφι, ίσως; Δεν ήταν πολύ πιθανό να είχε πάρει κάτι το αυτί τους, αφού το κέρδισε μόλις πριν από λίγες ώρες, αλλά θα μπορούσε να ζητήσει από την Κυρά Ανάν κάποιο ασφαλέστερο μέρος για να το φυλάξει.

Η γυναίκα ένευσε ήρεμα, με τα καστανά της μάτια γεμάτα γαλήνη. Δεν συγχυζόταν εύκολα με τους μαχαιρωμένους άντρες στο πανδοχείο της. «Επέμεναν να το κουβαλήσουν οι ίδιοι. Ισχυρίζονταν ότι ήταν η πραμάτεια τους. Πήραν το δωμάτιο λίγο πριν έρθεις. Για λίγες ώρες, έτσι είπαν, να ρίξουν έναν υπνάκο πριν ξεκινήσουν το ταξίδι για το Νορ Τσάσεν». Επρόκειτο για ένα μικρό χωριό στην ανατολική ακτή, αλλά μάλλον έλεγαν ψέματα. Αυτό, τουλάχιστον, υποδήλωνε ο τόνος της φωνής της. Κοίταξε συνοφρυωμένη τους νεκρούς άντρες, λες κι επιθυμούσε διακαώς να τους ζωντανέψει για να απαντήσουν στις ερωτήσεις της. «Ήταν δύσκολοι στο να διαλέξουν δωμάτιο. Αυτός με τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά ήταν επικεφαλής. Απέρριψε τα πρώτα τρία που είδε και διάλεξε δαύτο, που είναι για έναν και μόνο υπηρέτη. Μάλλον ήταν σφιχτοχέρης».

«Ακόμα κι ένας κλέφτης μπορεί να είναι τσιγκούνης», είπε αφηρημένα ο Ματ. Αυτό ήταν αρκετό από μόνο του για να ξαναρχίσουν τα ζάρια να στριφογυρίζουν μέσα στο κεφάλι του -ένα κεφάλι που κάλλιστα θα μπορούσε τώρα να είναι ανοιγμένο, αν δεν τύχαινε εκείνος ο τύπος να πατήσει στη μοναδική τριζάτη σανίδα του πανδοχείου- αλλά τα καταραμένα είχαν ήδη ξεκινήσει τον χορό τους, κι αυτό δεν του άρεσε καθόλου.

«Άρα πιστεύεις πως ήταν τυχαίο, Άρχοντά μου;»

«Τι άλλο;»

Η γυναίκα δεν απάντησε. Ξανακοίταξε βλοσυρή τα πτώματα. Ίσως, τελικά, να μην ήταν και τόσο αισιόδοξη όσο νόμιζε. Σε τελική ανάλυση, δεν ανήκε στον ντόπιο πληθυσμό του Έμπου Νταρ.

«Πολλή βία τελευταία σε αυτήν την πόλη». Η φωνή του Τζάσφερ ήταν βαθιά, κι όταν μιλούσε κανονικά, έμοιαζε σαν να γαυγίζει προσταγές πάνω σε μια ψαρόβαρκα. «Μου φαίνεται πως πρέπει να προσλάβεις φρουρούς». Η Κυρά Ανάν κοίταξε τον άντρα της με ανασηκωμένο το ένα φρύδι, αλλά αυτός ύψωσε τα χέρια του σε αμυντική στάση. «Ήρεμα, γυναίκα. Μίλησα χωρίς να σκεφτώ πρώτα». Ήταν γνωστό πως οι γυναίκες των Εμπουνταρινών εξέφραζαν με έντονο τρόπο τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στους συζύγους τους. Δεν θα ήταν απίθανο, αν κάποιες από τις ουλές του να προέρχονταν από αυτήν. Το γαμήλιο μαχαίρι είχε χρησιμοποιηθεί κάμποσες φορές.

Ευχαριστώντας το Φως που δεν είχε παντρευτεί Εμπουνταρινή, ο Ματ ξανάβαλε το μαχαίρι του στο θηκάρι, μαζί με τα υπόλοιπα. Δόξα στο Φως, δεν ήταν καν παντρεμένος. Τα δάχτυλά του άγγιξαν το χαρτί.

Η Κυρά Ανάν εξακολουθούσε να κάνει παρατηρήσεις στον σύζυγό της. «Σαν πολύ συχνά δεν συμβαίνει αυτό, άντρα μου;» είπε ψαχουλεύοντας τη λαβή ανάμεσα στα στήθη της. «Πολλές γυναίκες δεν θα άφηναν να περάσει έτσι κάτι τέτοιο. Η Ελίντε μού λέει συνέχεια πως δεν είμαι αρκετά αυστηρή όταν μιλάς χωρίς να σκεφτείς. Πρέπει να δώσω το καλό παράδειγμα στις κόρες μου». Η δριμύτητα στα χαρακτηριστικά της έλιωσε και μεταβλήθηκε σε ένα αχνό χαμόγελο. «Θα τιμωρηθείς. Δεν χρειάζεται να σου πω ποιος θα τραβήξει τα δίχτυα και σε ποια βάρκα».

«Παραείσαι ευγενική μαζί μου, γυναίκα», απάντησε ξερά ο Τζάσφερ. Δεν υπήρχε συντεχνία πανδοχέων στο Έμπου Νταρ, αλλά για κάθε κατάλυμα αυτού του είδους ο υπεύθυνος ήταν πάντα γένους θηλυκού. Κατά τους Εμπουνταρινούς, οποιοδήποτε πανδοχείο βρισκόταν στα χέρια άντρα θεωρούνταν κακό-τυχο, όπως κι οποιοδήποτε όχημα που οδηγούσε γυναίκα. Στη συντεχνία των ψαράδων δεν υπήρχαν γυναίκες.

Ο Ματ τράβηξε το χαρτί. Ήταν λευκό σαν το χιόνι, ακριβό και σκληρό, κάπως διπλωμένο. Οι λίγες γραμμές επάνω του ήταν τυπωμένες με ευθυγραμμισμένα γράμματα, σαν κι αυτά που έκανε ο Όλβερ ή κάποιος ενήλικος που δεν θα ήθελε να αναγνωρίσουν τη γραφή του.

Η ΗΛΑΙΗΝ ΜΕ ΤΗ ΝΥΝΑΒΕ ΤΟ ΠΑΡΑΤΡΑΒΑΝΕ. ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΕ ΤΟΥΣ ΠΩΣ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΝΑ ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ. ΠΕΣ ΤΟΥΣ ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΟΥΝ, ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΓΟΝΥΠΕΤΗΣΟΥΝ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΑΙΝΤΑ ΙΚΕΤΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ.

Αυτό ήταν όλο. Υπογραφή δεν υπήρχε. Εξακολουθούν να κινδυνεύουν; Αυτό σήμαινε πως δεν ήταν κάτι καινούργιο, άσε που ήταν απίθανο να είχαν πέσει στην παγίδα των στασιαστών. Όχι, η ερώτηση ήταν λανθασμένη. Ποιος τού είχε δώσει αυτό το μήνυμα; Προφανώς κάποιος που θεωρούσε πως δεν μπορούσαν να του το παραδώσουν έτσι απλά. Και ποιος είχε την ευκαιρία για κάτι τέτοιο από τη στιγμή που έβαλε το πανωφόρι του, σήμερα το πρωί; Σίγουρα δεν ήταν κανείς μαζί του, άρα θα πρέπει να το έκανε κάποιος που βρέθηκε κοντά του. Κάποιος... Εντελώς αυθόρμητα, άρχισε να μουρμουρίζει ένα κομμάτι από το «Θαμπώνει τα Μάτια Μου και Σκοτεινιάζει το Μυαλό Μου». Στα γύρω μέρη, ο σκοπός αυτός είχε διαφορετικούς στίχους και λεγόταν «Ανάποδα και Γύρω-Γύρω». Μόνο η Τέσλυν κι η Τζολίνε θα μπορούσαν να το κάνουν, αλλά αυτό ήταν αδύνατον.

«Άσχημα νέα, Άρχοντά μου;» ρώτησε η Κυρά Ανάν.

Ο Ματ έχωσε το μήνυμα στην τσέπη του. «Υπήρξε ποτέ άντρας που να καταλαβαίνει τις γυναίκες; Δεν εννοώ τις Άες Σεντάι. Οποιεσδήποτε γυναίκες».

Ο Τζάσφερ μούγκρισε κι, όταν η γυναίκα τον κοίταξε όλο νόημα, ξέσπασε σε γέλια. Η ματιά που έριξε κατόπιν η Κυρά Ανάν στον Ματ έκρυβε τόση γαλήνη που θα ντρόπιαζε ακόμα και μια Άες Σεντάι. «Θα ήταν εύκολο για τους άντρες, Άρχοντά μου, αν απλώς έβλεπαν ή άκουγαν. Οι γυναίκες είναι αυτές που έχουν το δύσκολο έργο. Πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τους άντρες». Ο Τζάσφερ έπιασε το πλαίσιο της πόρτας, ενώ δάκρυα κυλούσαν στο σκοτεινό του πρόσωπο. Η γυναίκα τον κοίταξε πλάγια γέρνοντας το κεφάλι της κι έπειτα, με αφύσικα ψυχρή ηρεμία, στράφηκε και τον χτύπησε με τη γροθιά της κάτω από τα πλευρά, τόσο δυνατά που τα γόνατά του λύγισαν. Το γέλιο του έγινε αγκομαχητό, αλλά δεν σταμάτησε τελείως. «Έχουμε ένα ρητό στο Έμπου Νταρ, Άρχοντά μου», είπε στον Ματ πάνω από τον ώμο της. «Ο άντρας είναι μια αρμαθιά βάτα στο σκοτάδι, κι ακόμα κι ο ίδιος δεν ξέρει το μονοπάτι».

Ο Ματ ρουθούνισε. Αυτή η γυναίκα δεν βοηθούσε και πολύ την κατάσταση. Τέλος πάντων, είτε ήταν η Τέσλυν, είτε η Τζολίνε, είτε οποιοσδήποτε άλλος -και μάλλον κάποιος άλλος θα πρέπει να ήταν, αρκεί να μπορούσε να σκεφτεί ποιος- ο Λευκός Πύργος ήταν πολύ μακριά. Ο Τζάιτσιμ Καρίντιν βρισκόταν εδώ. Κοίταξε βλοσυρός τα δύο πτώματα. Μαζί του είχε και καμιά εκατοστή καθάρματα ακόμη. Έπρεπε να βρει κάποιον ασφαλή τρόπο να φυγαδεύσει από το Έμπου Νταρ τις δύο γυναίκες. Το πρόβλημα ήταν πως δεν είχε την παραμικρή ιδέα πώς θα τα κατάφερνε. Ευχήθηκε να σταματούσαν να κυλούν αυτά τα καταραμένα ζάρια μέσα στο κεφάλι του.


Τα διαμερίσματα που μοιράζονταν η Τζολίνε με την Τέσλυν ήταν αρκετά απλόχωρα· περιελάμβαναν μια κρεβατοκάμαρα για την καθεμία, έναν χώρο για τις υπηρέτριες κι άλλον έναν, που κάλλιστα θα ήταν κατάλληλος για τον Μπλάερικ και τον Φεν, αν η Τέσλυν είχε τη δυνατότητα να φέρει μαζί και τους Προμάχους της. Η γυναίκα έβλεπε κάθε άντρα σαν εν δυνάμει λυσσασμένο λύκο και τίποτα δεν μπορούσε να της αντισταθεί από τη στιγμή που ήθελε κάτι. Αδυσώπητη όπως η Ελάιντα, ισοπέδωνε οτιδήποτε έμπαινε ως εμπόδιο στον δρόμο της. Ήταν ισοδύναμες σχεδόν από κάθε άποψη, αλλά δεν ήταν πολλοί αυτοί που κατόρθωναν να υπερισχύσουν της Τέσλυν χωρίς να έχουν σοβαρό πλεονέκτημα. Βρισκόταν στο γραφείο του καθιστικού, όταν μπήκε μέσα η Τζολίνε. Η γραφίδα της έκανε έναν απαίσιο θόρυβο, κάτι σαν σκριτς-σκριτς. Ανέκαθεν ήταν φειδωλή με το μελάνι.

Χωρίς να πει λέξη, η Τζολίνε την προσπέρασε και βγήκε στο μπαλκόνι, ένα μακρόστενο κλουβί από σίδερο βαμμένο άσπρο. Η διακόσμηση με τα ελικοειδή μοτίβα ήταν τόσο πλούσια, ώστε οι άντρες που δούλευαν στον κήπο, τρεις ορόφους πιο κάτω, δύσκολα θα διέκριναν ότι κάποιος στεκόταν στο παραπέτο. Τα λουλούδια σε αυτήν την περιοχή συνήθως ευδοκιμούσαν με τη ζέστη, με τα άγρια χρώματά τους να ξεπερνούν σε λαμπρότητα το εσωτερικό του παλατιού, ωστόσο τίποτε δεν άνθιζε εκεί κάτω. Οι κηπουροί βάδιζαν στα χαλικόστρωτα μονοπάτια κουβαλώντας κουβάδες με νερό· εντούτοις, και το τελευταίο φυλλαράκι είχε κιτρινωπό ή καφετί χρώμα. Δεν θα το παραδεχόταν, ακόμα κι αν τη βασάνιζαν, αλλά η ζέστη τη φόβιζε. Ο κόσμος ένιωθε το άγγιγμα του Σκοτεινού, κι η μόνη ελπίδα ήταν ένα αγόρι σε παροξυσμό.

«Ψωμί και νερό;» είπε άξαφνα η Τέσλυν. «Να στείλουμε αυτό τον νεαρό, τον Κώθον, πίσω στον Πύργο; Αν υπάρχουν αλλαγές σε ό,τι σχεδιάζουμε, θα σε παρακαλούσα να με ενημερώνεις πριν από τις άλλες».

Η Τζολίνε αισθάνθηκε τα μάγουλά της να ανάβουν. «Κάποιος έπρεπε να φέρει στα συγκαλά της τη Μέριλιλ. Παρέδιδε μαθήματα όταν εγώ ήμουν ακόμα μαθητευόμενη». Όπως κι η Τέσλυν. Μια αυστηρότατη δασκάλα που επέβαλλε σιδερένια πειθαρχία. Και μόνο ο τρόπος που μιλούσε ήταν σαν υπόμνηση, σαν προειδοποίηση πως, ανεξαρτήτως του αν ήσουν ίσος με εκείνη ή όχι, δεν έπρεπε να της πηγαίνεις κόντρα. Η Μέριλιλ, ωστόσο, βρισκόταν σε χαμηλότερη βαθμίδα. «Πολλές φορές μάς ανάγκαζε να σταθούμε μπροστά στην τάξη, κι αυτή έσκαβε βαθιά μέχρι να βρει την απάντηση που ήθελε, ώσπου ξεσπούσαμε στο κλάμα από απόγνωση. Προσποιούνταν πως μας συμπονούσε -μπορεί και να ίσχυε- αλλά όσο περισσότερο μας θώπευε, λέγοντάς μας να μην κλαίμε, τόσο χειρότερα ήταν». Ξαφνικά, έπαψε να μιλάει. Δεν σκόπευε να τα πει όλα αυτά. Το φταίξιμο ήταν της Τέσλυν, η οποία πάντα την κοίταζε λες κι ήταν έτοιμη να την επιπλήξει για κάποιον λεκέ στο φόρεμά της. Όμως, θα έπρεπε να δείξει κατανόηση. Η Μέριλιλ τής το είχε μάθει κι αυτό.

«Τα θυμόσουν όλα αυτά τόσον καιρό;» Η ξεκάθαρη δυσπιστία ήταν έκδηλη στη φωνή της Τέσλυν. «Οι αδελφές που μας δίδαξαν έκαναν απλώς το καθήκον τους. Μερικές φορές σκέφτομαι πως όσα έχει πει η Ελάιντα για σένα είναι σωστά». Το ενοχλητικό σκριτς-σκριτς της γραφίδας ξανάρχισε.

«Απλώς... μου έρχονται στο μυαλό όταν η Μέριλιλ αρχίζει να μιλάει λες κι είναι πράγματι πρέσβειρα». Αντί για επαναστάτρια. Η Τζολίνε κοίταξε συνοφρυωμένη τον κήπο. Απεχθανόταν όλες εκείνες τις γυναίκες που είχαν γκρεμίσει τον Λευκό Πύργο και καμάρωναν μπροστά σε όλον τον κόσμο για το κατόρθωμά τους. Απεχθανόταν τόσο αυτές, όσο κι εκείνους που τις βοήθησαν. Ωστόσο, κι η Ελάιντα είχε κάνει τρομερό σφάλμα. Οι αδελφές που είχαν γίνει τώρα επαναστάτριες θα μπορούσαν να συμβιβαστούν με ελάχιστη προσπάθεια. «Τι είπε για μένα; Τέσλυν;» Ο ήχος της γραφίδας συνεχίστηκε, μοιάζοντας με ήχο νυχιών που γρατζουνίζουν μια πλάκα. Η Τζολίνε μπήκε μέσα στο δωμάτιο. «Τι είπε η Ελάιντα;»

Η Τέσλυν κάλυψε το γράμμα με ένα άλλο φύλλο χαρτιού, είτε επειδή ήθελε να το ξαναγράψει, είτε για να το κρύψει από τα μάτια της Τζολίνε, αλλά δεν απάντησε αμέσως. Αγριοκοίταξε την Τζολίνε - ίσως να την κοίταξε, απλώς και μόνο. Μερικές φορές οι εκφράσεις της ήταν δυσερμήνευτες - και τελικά αναστέναξε. «Πολύ καλά. Αφού πρέπει οπωσδήποτε να μάθεις. Είπε πως εξακολουθείς να είσαι παιδάκι».

«Παιδάκι;» Η έκπληξη της Τζολίνε δεν φάνηκε να επηρεάζει την άλλη γυναίκα.

«Μερικές αδελφές», συνέχισε η Τέσλυν με ήρεμη φωνή, «δεν αλλάζουν και πολύ από την ημέρα που φορούν τα λευκά της μαθητευόμενης. Άλλες δεν αλλάζουν καθόλου. Η Ελάιντα πιστεύει ότι δεν έχεις ενηλικιωθεί ακόμα κι ότι δεν θα ενηλικιωθείς ποτέ».

Η Τζολίνε τίναξε θυμωμένα το κεφάλι της, θέλοντας να την κάνει να πάψει. Ανεπίτρεπτα λόγια από κάποια που η μητέρα της ήταν παιδί όταν η ίδια κέρδιζε το επώμιο! Είχαν κανακέψει πολύ την Ελάιντα ως μαθητευόμενη κι ανέκαθεν εξυμνούσαν τη δύναμή της και την εντυπωσιακή ταχύτητα με την οποία μάθαινε. Η Τζολίνε υποψιάστηκε πως γι' αυτό ένιωθε τέτοια μανία απέναντι στην Ηλαίην, την Εγκουέν και την αδάμαστη Νυνάβε. Επειδή ήταν ισχυρότερες από εκείνη κι επειδή είχαν περάσει πιο γρήγορα το στάδιο της μαθητευόμενης, ασχέτως του αν παραήταν γρήγορη η εξέλιξή τους. Επιπλέον, η Νυνάβε δεν είχε περάσει καν αυτό το στάδιο, πράγμα ανήκουστο.

«Μια και το ανέφερες, πάντως», συνέχισε η Τέσλυν, «ίσως θα έπρεπε να προσπαθήσουμε να επωφεληθούμε της κατάστασης».

«Τι θες να πεις;» Αγκαλιάζοντας την Αληθινή Πηγή, η Τζολίνε διαβίβασε Αέρα για να ανασηκώσει την ασημένια κανάτα στο ένθετο με τουρκουάζ, λυόμενο τραπέζι και να γεμίσει ένα ασημένιο ψηλό ποτήρι με παντς. Όπως πάντα, η ευτυχία -επειδή αγκάλιασε το σαϊντάρ- της προκάλεσε ρίγος, καταπραϋντικό κι ανακουφιστικό.

«Θα έλεγα πως είναι προφανές. Οι διαταγές της Ελάιντα ισχύουν ακόμα. Η Ηλαίην κι η Νυνάβε θα επιστρέψουν στον Πύργο μόλις βρεθούν. Συμφώνησα να περιμένω, αλλά ίσως δεν θα χρειαστεί να περιμένουμε άλλο. Κρίμα που η αλ'Βέρ δεν θα βρίσκεται μαζί τους. Αλλά έστω και δύο είναι αρκετές για να αποκτήσουμε ξανά την εύνοια της Ελάιντα, αν προσθέσουμε δε κι αυτό το αγόρι, τον Κώθον... Νομίζω πως αυτοί οι τρεις θα την κάνουν να μας υποδεχτεί σαν να της είχαμε φέρει τον ίδιο τον αλ'Θόρ. Κι αυτή η Αβιέντα είναι κατάλληλη για μαθητευόμενη, αδέσποτη ή μη».

Το ποτήρι γλίστρησε μέσω του Αέρα στο χέρι της Τζολίνε κι εκείνη διέκοψε απρόθυμα τη Δύναμη. Δεν είχε χάσει ποτέ τον ζήλο που αισθάνθηκε στην πρώτη της επαφή με την Πηγή. Το παντς από δροσοσταλίδες πεπονιού δεν ήταν παρά ένα φθηνό υποκατάστατο του σαϊντάρ. Το χειρότερο μέρος της ποινής της προτού φύγει από τον Πύργο ήταν η στέρηση του δικαιώματος να αγγίζει το σαϊντάρ. Ή σχεδόν το χειρότερο. Το είχε κανονίσει η ίδια, αλλά η Ελάιντα τής ξεκαθάρισε πως, αν δεν το τηρούσε με αυστηρότητα, θα αναλάμβανε εκείνη για λογαριασμό της. Η Τζολίνε δεν αμφέβαλλε διόλου πως, σε αυτή την περίπτωση, το αποτέλεσμα θα ήταν κατά πολύ χειρότερο. «Την εύνοιά της; Μα, Τέσλυν, μας εξευτέλισε μόνο και μόνο για να δείξει στις υπόλοιπες ότι έχει την ικανότητα να το κάνει. Μας έστειλε σ' αυτήν τη μυγοφωλιά, μακριά από οτιδήποτε θεωρεί η ίδια σημαντικό, στην άλλη πλευρά του Ωκεανού Άρυθ. Είμαστε πρέσβειρες σε μια βασίλισσα λιγότερο δυνατή από μια ντουζίνα ευγενείς, ο καθένας εκ των οποίων μπορεί άνετα να της αρπάξει τον θρόνο αύριο κιόλας. Κι εσύ θέλεις να κολακέψουμε την Ελάιντα για να κερδίσουμε ξανά την εύνοιά της;»

«Είναι η Έδρα της Άμερλιν». Η Τέσλυν άγγιξε το γράμμα πάνω στο οποίο υπήρχε αφημένη η σελίδα, μετακινώντας τα χαρτιά πότε από δω και πότε από κει, λες και τακτοποιούσε τις σκέψεις μέσα στο κεφάλι της. «Παραμένοντας σιωπηλές για ένα διάστημα, θα την κάνουμε να καταλάβει ότι δεν είμαστε σκυλάκια του σαλονιού. Αν όμως σιωπήσουμε για πολύ, μπορεί να θεωρηθεί προδοσία».

Η Τζολίνε ρουθούνισε. «Γελοιότητες! Όταν επιστρέψουν, θα τιμωρηθούν για το φευγιό τους, και τώρα τιμωρούνται επειδή προφασίστηκαν ότι είναι πλήρεις αδελφές». Έκλεισε ερμητικά τα χείλη της. Κι οι δυο τους ήταν ένοχες εκεί που βρίσκονταν, όπως επίσης κι όσοι τις φιλοξενούσαν, αλλά ήταν εντελώς διαφορετικό αν κάποια από τις δύο απευθυνόταν στο Άτζα της. Από τη στιγμή που το Πράσινο Άτζα θα έβγαζε την Ηλαίην από τη μέση, ο θρόνος του Άντορ θα περιερχόταν σε μια εξευγενισμένη και νεαρή γυναίκα. Ωστόσο, θα ήταν καλύτερα, αν η Ηλαίην εξασφάλιζε αρχικά τον Θρόνο του Λιονταριού. Ούτως ή άλλως, θα έπρεπε να ολοκληρωθεί η εκπαίδευσή της. Η Τζολίνε δεν σκόπευε να δει την Ηλαίην διωγμένη από τον Πύργο, ό,τι και να είχε κάνει.

«Μην ξεχάσεις να πας με το μέρος των επαναστατών».

«Μα το Φως, Τέσλυν, το πιθανότερο είναι ότι τους έχουν καθαρίσει, όπως και τα κορίτσια που πήραν από τον Πύργο οι επαναστάτες. Μα την αλήθεια, τι σημασία έχει αν θα ξεκοπρίσούν τους στάβλους αύριο ή τον επόμενο χρόνο;»

Αυτό σίγουρα ήταν το μέγιστο που θα είχαν να αντιμετωπίσουν οι μαθητευόμενες κι οι Αποδεχθείσες με τους στασιαστές. «Ακόμα και τα Άτζα μπορούν να περιμένουν μέχρι να τους έχουν στο χέρι. Νομίζω πως είναι αρκετά ασφαλές. Σε τελική ανάλυση, είναι Αποδεχθείσες και δεν νομίζω πως θα έχουν πρόβλημα να μείνουν σε μέρος που θα μπορούμε να έρθουμε σε επαφή μαζί τους όποτε το επιθυμήσουμε. Γνώμη μου είναι να μην πάμε κόντρα στην Ελάιντα, να μην κάνουμε καμιά κίνηση και να κρατήσουμε το στόμα μας κλειστό, μέχρι τουλάχιστον να ζητήσει η ίδια να μάθει τι κάνουμε». Φυσικά, ούτε που ανέφερε ότι ήταν προετοιμασμένη να περιμένει μέχρις ότου εκθρονιζόταν η Ελάιντα, όπως είχε γίνει και με τη Σιουάν. Η Αίθουσα, βέβαια, δεν ήταν διατεθειμένη να ασχολείται συνεχώς με αυτές τις φοβέρες και τις προχειρότητες, αλλά η Τέσλυν, στο κάτω-κάτω, ήταν όντως μια Κόκκινη και δεν θα της άρεσε καθόλου να ακούσει κάτι τέτοιο.

«Υποθέτω πως δεν υπάρχει βιασύνη», είπε αργά η Τέσλυν, υπονοώντας φυσικά κι ένα «αλλά».

Τραβώντας προς το μέρος της ένα κάθισμα με ροδάκια, με τη χρήση μιας ροής Αέρα, η Τζολίνε βάλθηκε να πείσει τη σύντροφό της πως η σιωπή ήταν η καλύτερη τακτική. Ώστε ήταν ακόμα παιδάκι, ε; Αν το κόλπο της έπιανε, η Ελάιντα θα ικέτευε ακόμα και για μια λέξη από το Έμπου Νταρ.


Η γυναίκα ανυψώθηκε όσο της επέτρεπαν τα δεσμά της πάνω στο τραπέζι, με τα μάτια γουρλωμένα και τον λαιμό δεμένο κόμπο από ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό που δεν έλεγε να σταματήσει. Ξαφνικά, το ουρλιαχτό μεταβλήθηκε σε έναν πνιχτό, δυνατό κι οξύ ήχο και το κορμί της γυναίκας άρχισε να συσπάται από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Κατόπιν, κατέρρευσε μέσα στη σιωπή. Μάτια διάπλατα ανοιχτά κοιτούσαν χωρίς να βλέπουν το αραχνιασμένο ταβάνι του υπογείου.

Οι βωμολοχίες που ξεστόμιζε η Φάλιον ξεπερνούσαν κάθε φαντασία, αλλά πάντα έκανε και τους τοίχους να κοκκινίζουν, λες κι ήταν σταβλίτης. Για πολλοστή φορά, ευχήθηκε να είχε εδώ την Τεμάιλε παρά την Ισπάν. Στην Τεμάιλε απαντούσες πρόθυμα σε κάθε ερώτηση και κανείς δεν πέθαινε, αν δεν έκρινε η ίδια ότι ήταν έτοιμη. Βέβαια, η Τεμάιλε απολάμβανε σε υπερβολικό βαθμό τη δουλειά της, αλλά αυτό ήταν ένα άλλο θέμα.

Διαβιβάζοντας ακόμα μια φορά, η Φάλιον μάζεψε από το βρωμερό πάτωμα τα ρούχα της γυναίκας και τα απίθωσε πάνω στο κορμί της. Η κόκκινη δερμάτινη ζώνη έπεσε, αλλά την άρπαξε με το χέρι της και την πέταξε πάλι πάνω στον σωρό. Ίσως να έπρεπε να χρησιμοποιήσει άλλες μεθόδους, αλλά τα λουριά, οι λαβίδες και το καυτό σίδερο ήταν τόσο... μπελαλίδικα. «Παρατήστε το σώμα σε καμιά αλέα και κόφτε τον λαιμό, έτσι ώστε να μοιάζει ότι τη λήστεψαν. Κρατήστε τα χρήματα που έχει στο πουγκί της».

Οι δύο άντρες που κάθονταν ανακούρκουδα, ακουμπώντας στον πέτρινο τοίχο, αντάλλαξαν ματιές. Ο Άρνιν κι ο Ναντ εμφανισιακά έμοιαζαν σαν αδέλφια· αμφότεροι είχαν μαύρα μαλλιά, μάτια όμοια με χάντρες, κι ουλές. Είχαν περισσότερους μυώνες απ' όσους χρειάζονταν, αλλά το μυαλό τους αρκούσε μόνο για να εκτελούν απλές προσταγές. Συνήθως, δηλαδή. «Με το συμπάθιο, Αφέντρα», είπε ο Άρνιν διστακτικά, «αλλά κανείς δεν θα πιστέψει...»

«Θα κάνετε αυτό που σας λέω!» τον διέκοψε απότομα η γυναίκα και, με μια απότομη ροή διαβίβασης, τον σήκωσε στα πόδια του και τον πέταξε πάνω στις πέτρες. Το κεφάλι του αναπήδησε επάνω τους, αλλά μάλλον δεν έπαθε μεγάλη ζημιά.

Ο Ναντ έτρεξε μέχρι το τραπέζι, ψελλίζοντας: «Μάλιστα, Αφέντρα, όπως προστάζεις, Αφέντρα». Όταν ελευθέρωσε τον Άρνιν, αυτός, αντί να αρχίσει να ψελλίζει όπως ο σύντροφός του, τρίκλισε μέχρι το τραπέζι και, δίχως την παραμικρή διαμαρτυρία, βοήθησε να μαζέψουν το πτώμα, όπως και τόσο άλλα σκουπίδια, και να το κουβαλήσουν έξω. Τόσο πολλά σκουπίδια. Η γυναίκα μετάνιωσε για το ξέσπασμά της. Το να παρασύρεσαι από την οργή ήταν κάτι το παράλογο, αν κι αποτελεσματικό ενίοτε. Αυτή η διαπίστωση την εξέπληττε ακόμα κι ύστερα από τόσα χρόνια.

«Αυτό δεν θα αρέσει καθόλου στη Μογκέντιεν», είπε η Ισπάν μόλις έφυγαν οι άντρες. Οι γαλάζιες και πράσινες χάντρες που στόλιζαν τις λεπτές μαύρες πλεξούδες της κροτάλισαν καθώς η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της. Όλη αυτήν την ώρα ήταν κρυμμένη στις σκιές, σε μια γωνιά, με ένα ξόρκι φύλαξης υφασμένο γύρω της, ώστε να μην ακούει τι λέγεται.

Η Φάλιον συγκρατήθηκε να μην την αγριοκοιτάξει. Η Ισπάν ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα διάλεγε. Κάποτε, ήταν μέλος του Γαλάζιου Άτζα, ίσως ακόμα να ανήκε σε αυτό. Η Φάλιον δεν θεωρούσε τον εαυτό της λιγότερο Λευκή επειδή είχε πάει με το μέρος του Μαύρου Άτζα. Οι αδελφές του Μπλε Άτζα ήταν ιδιαίτερα ένθερμες και συνήθιζαν να μπερδεύουν το συναίσθημα με οτιδήποτε μπορούσε να θεωρηθεί ως αμεροληψία ή και πλήρης απάθεια. Σίγουρα θα προτιμούσε τη Ριάνα, μια άλλη Λευκή, μολονότι η γυναίκα αυτή είχε περίεργες και σαθρές απόψεις σχετικά με ζητήματα λογικής. «Η Μογκέντιεν μάς ξέχασε, Ισπάν. Ή μήπως έχει μιλήσει σε εσένα εμπιστευτικά; Όπως και να έχει, είμαι πεπεισμένη πως αυτή η κρύπτη δεν υπάρχει».

«Η Μογκέντιεν ισχυρίζεται ότι υπάρχει», είπε η Ισπάν, αρχικά με σταθερή φωνή που γρήγορα έγινε ενθουσιώδης. «Μια ολόκληρη αποθήκη από ανγκριάλ, σα'ανγκριάλ και τερ'ανγκριάλ, από τα οποία θα έχουμε μερίδιο. Σίγουρα κάμποσα ανγκριάλ, Φάλιον. Ίσως, ακόμα και σα'ανγκριάλ. Το υποσχέθηκε».

«Η Μογκέντιεν λάθεψε». Η Φάλιον παρατήρησε τα γουρλωμένα από το σοκ μάτια της άλλης γυναίκας. Οι Εκλεκτοί ήταν κι αυτοί άνθρωποι. Το μάθημα αυτό είχε αφήσει άναυδη και την ίδια τη Φάλιον, αλλά μερικοί άνθρωποι πάντα αρνούνται τις διδαχές. Οι Εκλεκτοί ήταν απείρως δυνατότεροι, απίστευτα ευφυέστεροι και πιθανότατα είχαν λάβει ως ανταμοιβή την αθανασία. Σύμφωνα, όμως, με όλες τις ενδείξεις, συνωμοτούσαν και σφάζονταν μεταξύ τους σαν Μουραντιανοί που παλεύουν για μια κουβέρτα.

Η έκπληξη που ένιωσε η Ισπάν μεταβλήθηκε γρήγορα σε οργή. «Υπάρχουν κι άλλοι που ψάχνουν. Πώς μπορεί να ψάχνουν όλοι για κάτι ανύπαρκτο; Ακόμα κι οι Σκοτεινόφιλοι ψάχνουν. Μάλλον θα τους το έχουν αναθέσει κάποιοι άλλοι από τους Εκλεκτούς. Πώς μπορείς να λες ότι δεν υπάρχει τίποτα, από τη στιγμή που οι ίδιοι οι Εκλεκτοί κάνουν έρευνες;» Αδυνατούσε να καταλάβει. Αν ένα πράγμα δεν βρίσκεται πουθενά, η πιθανότερη αιτία είναι ότι δεν υπάρχει.

Η Φάλιον περίμενε. Η Ισπάν δεν ήταν χαζή, παρά μόνο εμβρόντητη, κι η Φάλιον πίστευε ότι μπορούσε να μάθει τους ανθρώπους να διδάσκουν εαυτούς και να βλέπουν το προφανές. Τα νωθρά μυαλά πάντα χρειάζονται άσκηση.

Η Ισπάν έκανε μερικά βήματα, με τη φούστα της να θροΐζει και κοιτώντας βλοσυρά τη σκόνη και τους αρχαίους ιστούς από τις αράχνες. «Αυτό το μέρος ζέχνει. Είναι απίστευτα βρώμικο!» Ανατρίχιασε, καθώς μια μεγάλη μαύρη κατσαρίδα έτρεχε στον απέναντι τοίχο. Η φεγγοβολιά την κύκλωσε για μια στιγμή κι η ροή της ενέργειας συνέθλιψε το έντομο με έναν ξερό ήχο. Μορφάζοντας, η Ισπάν σκούπισε τα χέρια της πάνω στη φούστα της, λες κι είχε χρησιμοποιήσει αυτά αντί της Δύναμης. Είχε ευαίσθητο στομάχι, αλλά ευτυχώς όχι όταν μπορούσε να απομακρυνθεί από το σημείο που έλαβε χώρα η πράξη. «Δεν θα αναφέρω αυτήν την αποτυχία σε κανέναν Εκλεκτό, Φάλιον. Πολύ φοβάμαι ότι θα ζηλεύαμε την τύχη της Λίαντριν, έτσι δεν είναι;»

Η Φάλιον συγκράτησε την ταραχή της. Παρ' όλ' αυτά, διέσχισε το υπόγειο και σερβιρίστηκε μια κούπα παντς από δαμάσκηνα. Τα δαμάσκηνα δεν ήταν φρέσκα και το παντς πολύ γλυκερό, ωστόσο τα χέρια της παρέμειναν σταθερά. Ήταν απολύτως δικαιολογημένο να φοβάσαι τη Μογκέντιεν, αλλά διόλου λογικό να υποχωρείς μπροστά σε αυτόν τον φόβο. Ίσως η γυναίκα να ήταν πια νεκρή. Διαφορετικά, θα τις είχε ήδη καλέσει ή θα τις είχε μεταφέρει κοιμισμένες στον Τελ'αράν'ριοντ, προκειμένου να της εξηγήσουν γιατί δεν είχαν φέρει ακόμη εις πέρας την αποστολή τους. Πάντως, μέχρι να αντίκριζε το πτώμα της άλλης, η μόνη λογική επιλογή ήταν να συνεχίσει σαν να επρόκειτο να εμφανιστεί η Μογκέντιεν από στιγμή σε στιγμή. «Υπάρχει τρόπος».

«Ποιος; Να ανακρίνουμε την κάθε Σοφή του Έμπου Νταρ; Πόσες είναι; Εκατό; Διακόσιες; Νομίζω πως οι αδελφές στο Παλάτι Τάρασιν θα το έπαιρναν είδηση».

«Ξέχνα τα όνειρά σου για το σα'ανγκριάλ, Ισπάν. Δεν υπάρχει καμιά παλιά αποθήκη κρυμμένη, κανένα μυστικό υπόγειο κάτω από το παλάτι». Ο τόνος στη φωνή της Φάλιον ήταν ψυχρός και μετρημένος, κι όσο οργιζόταν η Ισπάν, τόσο πιο μετρημένος γινόταν. Ανέκαθεν απολάμβανε να υπνωτίζει τις μαθητευόμενες με τον ήχο της φωνής της. «Σχεδόν όλες οι Σοφές είναι αδέσποτες, κι είναι εξαιρετικά απίθανο να γνωρίζουν αυτό που θέλουμε να μάθουμε. Δεν έχει αναφερθεί ποτέ κάποια αδέσποτη που να έχει στην κατοχή της ένα ανγκριάλ, πόσω μάλλον ένα σα'ανγκριάλ. Αν υπήρχαν, σίγουρα θα είχαν βρεθεί. Αντιθέτως, σύμφωνα με όλα τα αρχεία, μια αδέσποτη που ανακαλύπτει ένα αντικείμενο δεσμευμένο με τη Δύναμη, φροντίζει να το ξεφορτωθεί το συντομότερο δυνατόν, από φόβο μήπως και προσελκύσει την οργή του Λευκού Πύργου. Από την άλλη, γυναίκες που εξορίστηκαν από τον Πύργο δεν φαίνεται να έχουν τον ίδιο φόβο. Όπως ξέρεις πολύ καλά, όταν τους έκαναν έρευνα προτού φύγουν, η μία στις τρεις όλο και κάτι είχε κρύψει σχετικά με το άτομο της, ακόμα και κάποιο αντικείμενο της Δύναμης ή που πίστευε ότι είχε σχέση με τη Δύναμη. Από τις ελάχιστες Σοφές που έχουν τα προσόντα σήμερα, η Κάλι ήταν η καταλληλότερη επιλογή. Όταν την έδιωξαν, τέσσερα χρόνια πριν, προσπάθησε να κλέψει ένα τερ'ανγκριάλ. Ένα άχρηστο πράγμα που δημιουργεί εικόνες από λουλούδια κι ήχους από καταρράκτη, αλλά που εξακολουθεί να είναι δεμένο με το σαϊντάρ. Προσπάθησε μάλιστα να ανακαλύψει τα μυστικά των άλλων μαθητευομένων, και τις περισσότερες φορές το πέτυχε. Αν υπήρχε ένα και μοναδικό ανγκριάλ -ούτε καν ολόκληρη αποθήκη- στο Έμπου Νταρ, πιστεύεις πως θα βρισκόταν εδώ τέσσερα ολόκληρα χρόνια χωρίς να το έχει εντοπίσει;»

«Φέρω το επώμιο, Φάλιον», είπε η Ισπάν με εκπληκτική δριμύτητα. «Κι όντως τα γνωρίζω όλα αυτά, τόσο καλά όσο κι εσύ. Είπες πως υπάρχει κι άλλος τρόπος. Ποιος;» Δυσκολευόταν να βάλει το μυαλό της να δουλέψει.

«Τι θα ευχαριστούσε τη Μογκέντιεν περισσότερο από την κρυψώνα;» Η Ισπάν απλώς την κοιτούσε, χτυπώντας νευρικά το πόδι της στο πάτωμα. «Η Νυνάβε αλ'Μεάρα, Ισπάν. Η Μογκέντιεν μάς εγκατέλειψε και βάλθηκε να την κυνηγάει, αλλά, όπως φαίνεται, εκείνη κατάφερε να το σκάσει. Αν παραδώσουμε τη Νυνάβε -και το κορίτσι των Τράκαντ- στη Μογκέντιεν, θα μας συγχωρούσε ακόμα κι εκατό σα'ανγκριάλ». Πράγμα που, φυσικά, απεδείκνυε πως οι Εκλεκτοί μπορεί να είχαν δόσεις παραλογισμού. Βεβαίως, το καλύτερο ήταν να προσέχεις ιδιαίτερα όσους ήταν παράλογοι αλλά ταυτόχρονα κι ισχυρότεροι από σένα. Η Ισπάν δεν ανήκε στους ισχυρότερους.

«Έπρεπε να την είχαμε ξεπαστρέψει όπως ήθελα, όταν πρωτοεμφανίστηκε», είπε σαν να έφτυνε. Κουνώντας μανιασμένα τα χέρια της, άρχισε να περπατάει πάνω κάτω, ενώ οι ακαθαρσίες άφηναν κριτσανιστούς ήχους κάτω από τα πασούμια της. «Ναι, ξέρω. Οι αδελφές μας στο παλάτι θα το υποπτεύονταν αμέσως. Δεν θα ήταν καλό να τραβήξουμε την προσοχή τους. Όμως, ξέχασες το Τάντσικο; Το Δάκρυ; Όπου παρουσιάζονται αυτές οι δύο, σπέρνουν τη συμφορά. Προσωπικά, πιστεύω πως, αν δεν μπορούμε να τις εξοντώσουμε, καλύτερα να μείνουμε μακριά από τη Νυνάβε αλ'Μεάρα και την Ηλαίην Τράκαντ. Όσο πιο μακριά γίνεται!»

«Ηρέμησε, Ισπάν. Ηρέμησε». Παραδόξως, ο ήρεμος τόνος στη φωνή της Φάλιον εξερέθισε ακόμα περισσότερο την άλλη γυναίκα. Η Φάλιον, όμως, είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση. Η λογική θα επικρατούσε του συναισθήματος.


Καθισμένος πάνω σε ένα αναποδογυρισμένο βαρέλι, στην ελάχιστη δροσιά μιας στενής σκιερής αλέας, κοίταζε εξεταστικά το σπίτι πέρα από τον πολυσύχναστο δρόμο. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως άγγιζε ξανά το κεφάλι του. Δεν είχε πονοκέφαλο, αλλά πού και πού ένιωθε... κάπως περίεργα. Τις περισσότερες φορές συνέβαινε όταν σκεφτόταν κάτι το οποίο δεν μπορούσε να θυμηθεί.

Το σπίτι δεν ήταν παρά τρεις όροφοι λευκού σοβά κι ανήκε σε μια χρυσοχόο, που υποτίθεται ότι την επισκέπτονταν δύο φίλες που είχε γνωρίσει σε ένα ταξίδι στον Βορρά πριν από μερικά χρόνια. Οι φίλες είχαν φανεί φευγαλέα κατά την άφιξή τους αλλά μόνο τότε. Αυτό ήταν εύκολο να το ανακαλύψει, αλλά το ότι επρόκειτο για Άες Σεντάι ήταν κάπως πιο δύσκολο.

Ένας λεπτός νεαρός με σκισμένο γιλέκο περπατούσε σφυρίζοντας, έχοντας μάλλον κακό σκοπό στο μυαλό του, και σταμάτησε απότομα όταν τον πήρε το μάτι του να κάθεται πάνω στο βαρέλι. Το πανωφόρι του, το γεγονός ότι ήταν κρυμμένος στις σκιές -αλλά κι οτιδήποτε άλλο επάνω του, παραδέχτηκε μελαγχολικά- μάλλον έδειχναν δελεαστικά. Ψηλάφισε μέσα στο πανωφόρι του. Τα χέρια του δεν είχαν πια τη δύναμη και την ευλυγισία να χειριστούν το σπαθί, αλλά τα δύο μακρόστενα στιλέτα που κουβαλούσε επάνω του για περισσότερα από τριάντα χρόνια είχαν ξαφνιάσει κάμποσους ξιφομάχους. Ίσως κάτι να φάνηκε στη ματιά του, γιατί ο λεπτός νεαρός μάλλον το σκέφτηκε καλύτερα κι απομακρύνθηκε σφυρίζοντας.

Δίπλα στο σπίτι, η πύλη που οδηγούσε πίσω, στον στάβλο της χρυσοχόου, άνοιξε βίαια κι εμφανίστηκαν δύο ογκώδεις άντρες που έσπρωχναν μια χειράμαξα γεμάτη στοίβες από λερωμένα άχυρα και κοπριά. Τι μαγείρευαν, άραγε; Ο Άρνιν κι ο Ναντ σίγουρα δεν ανήκαν στα παιδιά που ξεκόπριζαν τους στάβλους.

Αποφάσισε να μείνει εκεί μέχρι το βράδυ κι έπειτα να ψάξει ξανά για τα ίχνη της μικροκαμωμένης και χαριτωμένης δολοφόνου που δούλευε για τον Καρίντιν.

Τράβηξε για άλλη μια φορά τα χέρια του από το κεφάλι του. Αργά ή γρήγορα, η μνήμη θα επανερχόταν. Δεν του έμενε πολύς καιρός στη διάθεσή του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα άλλο. Αυτό, τουλάχιστον, το θυμόταν.

Загрузка...