18 Όπως το Αλέτρι Οργώνει τη Γη

Αδράχνοντας το σαϊντίν για αρκετή ώρα, έτσι ώστε να λύσει το ξόρκι φύλαξης που είχε υφάνει σε μια γωνιά του προθάλαμου, ο Ραντ ανασήκωσε τη μικρή κούπα με το ασημένιο πλαίσιο κι είπε: «Κι άλλο τσάι». Ο Λουζ Θέριν μουρμούρισε κάτι οργισμένος στο πίσω μέρος του μυαλού του.

Βαρύτιμα επίχρυσα σκαλιστά καθίσματα ήταν διατεταγμένα ανά ζεύγη σε κάθε πλευρά ενός χρυσού Ανατέλλοντος Ήλιου, πλάτους δύο δρασκελιών; τοποθετημένου στο γυαλιστερό πέτρινο πάτωμα· ένα άλλο κάθισμα με ψηλή ράχη, επιχρυσωμένο τόσο άρτια ώστε έμοιαζε να έχει φτιαχτεί εξ ολοκλήρου από το πολύτιμο μέταλλο, έστεκε στην κορυφή μιας περίτεχνης μικρής εξέδρας. Ο Ραντ, ωστόσο, καθόταν ανακούρκουδα πάνω σε ένα χαλί στρωμένο ειδικά για την περίσταση, το οποίο απεικόνιζε έναν χαρακτηριστικό Δακρυνό λαβύρινθο σε πράσινες, χρυσές και μπλε αποχρώσεις. Οι τρεις αρχηγοί φυλής απέναντί του δεν θα τον έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι, σε περίπτωση που τους δεχόταν καθισμένος σε καρέκλα, ακόμα κι αν πρόσφερε και στους ίδιους. Εκείνοι κάθονταν πάνω σε έναν άλλον λαβύρινθο, στον οποίο έπρεπε να πατούν προσεκτικά. Ο Ραντ φορούσε την πουκαμίσα του κι είχε τα μανίκια ανασηκωμένα μέχρι τους αγκώνες, ώστε να είναι ευδιάκριτος ο χρυσοκόκκινος Δράκοντας που περιτυλιγόταν γύρω από κάθε πήχυ, λάμποντας με χρώμα μεταλλικό. Το καντιν'σόρ των Αελιτών κάλυπτε τα δικά τους μπράτσα, αλλά μόνο τα αριστερά. Ίσως δεν ήταν απαραίτητη η υπενθύμιση του ποιος ήταν - το γεγονός ότι είχε βρεθεί κι ο ίδιος στο Ρουίντιαν, όταν αυτό το ταξίδι σήμαινε θάνατο για τους περισσότερους απ' όσους συμμετείχαν, ίσως δεν έχρηζε αναφοράς. Ίσως.

Κανείς από τρεις δεν φανέρωσε κάποιο συναίσθημα μόλις παρατήρησαν τη Μεράνα να βγαίνει από τη γωνιά όπου ήταν περιορισμένη. Το ρυτιδωσμένο πρόσωπο του Τζάνγουιν έμοιαζε σαν να είχε χαραχθεί σε παλιό ξύλο, όπως πάντα· τα γκριζογάλανα μάτια του ανέκαθεν έδειχναν ταραγμένα· ακόμα και τα μαλλιά του έμοιαζαν με σύννεφα καταιγίδας, εντούτοις επρόκειτο για σχετικά ήρεμο άνθρωπο. Ο Ιντίριαν κι ο μονόφθαλμος Μαντελαίν είχαν αλλού το μυαλό τους, παρ’ όλο που το σταθερό τους βλέμμα ακολουθούσε την κοπέλα. Ο Λουζ Θέριν έμεινε ξαφνικά σιωπηλός, λες και παρακολουθούσε τα δρώμενα μέσα από τα μάτια του Ραντ.

Τα αγέραστα χαρακτηριστικά της Μεράνα άφηναν να φανούν ακόμα λιγότερα απ' ό,τι αυτά των αρχηγών φυλής. Ισιώνοντας την ωχρή γκρίζα φούστα της, γονάτισε πλάι στον Ραντ κι ανασήκωσε την τσαγιέρα. Ήταν μια ασημένια ογκώδης σφαίρα με χρυσή επικάλυψη, είχε δύο σκαλιστές λεοπαρδάλεις ως βάση και λαβή κι άλλη μία συσπειρωμένη στο καπάκι. Χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει και τα δυο της χέρια για να τη σηκώσει, και τρίκλισε λιγάκι καθώς γέμιζε με προσοχή την κούπα του Ραντ. Ο τρόπος της μαρτυρούσε πως το έκανε αυτό εκούσια, για λόγους δικούς της, που κανείς δεν μπορούσε να κατανοήσει. Γενικά, οι τρόποι της υπεδείκνυαν πολύ περισσότερο από το πρόσωπό της πως επρόκειτο για μια Άες Σεντάι. Άραγε, αυτό ήταν καλό ή κακό;

«Δεν τους επιτρέπω να διαβιβάζουν χωρίς άδεια», είπε ο Ραντ, κι οι αρχηγοί φυλής παρέμειναν σιωπηλοί. Η Μεράνα σηκώθηκε και γονάτισε δίπλα στον καθένα με τη σειρά. Ο Μαντελαίν κάλυψε την κούπα του με το χέρι, για να δείξει ότι δεν ήθελε άλλο τσάι. Οι άλλοι δύο έτειναν τα δικά τους, με τα γκριζογάλανα και πρασινωπά μάτια τους να την κοιτάζουν εξεταστικά. Τι έβλεπαν; Τι παραπάνω μπορούσε να κάνει ο Ραντ;

Επανατοποθετώντας τη βαριά τσαγιέρα στον δίσκο με τις λαβές σε σχήμα λεοπάρδαλης, η κοπέλα παρέμεινε γονατιστή. «Τι άλλο μπορώ να προσφέρω στον Άρχοντα Δράκοντα;»

Η φωνή της ακουγόταν απολύτως ατάραχη, αλλά ο Ραντ τής έκανε νόημα να γυρίσει στη γωνιά της. Είχε σηκωθεί κι ήταν έτοιμη να φύγει, όταν κάποια αδύνατα χέρια την έπιασαν για μια στιγμή από τη φούστα. Ίσως επειδή, με το που γύρισε, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Ντασίβα και τον Ναρίσμα. Οι δύο Άσα'μαν -για την ακρίβεια, ο Ναρίσμα ήταν ακόμα στρατιώτης, ο κατώτερος βαθμός των Άσα'μαν, και δεν είχε στο πέτο του ούτε το ξίφος ούτε τον Δράκοντα- κάθονταν ασυγκίνητοι ανάμεσα σε δύο από τους ψηλούς καθρέφτες με τα χρυσά πλαίσια που ήταν παρατεταγμένοι στους τοίχους. Ή, τουλάχιστον, ο νεαρότερος άντρας έμοιαζε ασυγκίνητος με την πρώτη ματιά. Με τους αντίχειρες γαντζωμένους πίσω από τη ζώνη του ξίφους του, αγνόησε τη Μεράνα, δίνοντας λίγη περισσότερη σημασία στον Ραντ και στους Αελίτες. Ωστόσο, με μια δεύτερη ματιά, έβλεπες πως τα σκοτεινά μεγάλα μάτια του ήταν αεικίνητα, λες και περίμενε ανά πάσα στιγμή να συμβεί το απρόσμενο, κάτι που δεν ήταν απίθανο να γίνει. Ο Ντασίβα φαινόταν να βρίσκεται αλλού. Τα χείλη του κινούνταν χωρίς να βγαίνει ήχος κι έμοιαζε να κοιτάζει στο κενό.

Ο Λουζ Θέριν γρύλισε όταν ο Ραντ κοίταξε τον Άσα'μαν, αλλά ο νεκρός άντρας μέσα στο κεφάλι του ήταν απασχολημένος με τη Μεράνα. Μόνο ένας τρελός πιστεύει πως μπορεί να δαμάσει ένα λιοντάρι ή μια γυναίκα.

Οργισμένος, ο Ραντ κατέπνιξε τη φωνή σε μουγκό βόμβο. Ο Λουζ Θέριν κάλλιστα μπορούσε να παρέμβει, όχι όμως χωρίς προσπάθεια. Αδράχνοντας το σαϊντίν, ύφανε πάλι το ξόρκι φύλαξης που απέκοψε τη Μεράνα από τις φωνές τους. Άφησε ξανά την Πηγή, κάτι που αύξησε την οργή του, τον συριγμό μέσα στο μυαλό του, σαν σταγόνες νερού πάνω σε αναμμένα κάρβουνα. Μια παλλόμενη ηχώ, συγχρονισμένη με την απόμακρη και τρελή μανία του Λουζ Θέριν.

Η Μεράνα στάθηκε πίσω από το εμπόδιο που ούτε να δει ούτε να αισθανθεί μπορούσε, με το κεφάλι υψωμένο και τα χέρια σταυρωμένα στη μέση, λες και κάποια εσάρπα είχε τυλιχτεί ολόγυρά της. Άες Σεντάι από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Παρακολουθούσε τον Ραντ και τους αρχηγούς φυλών με μάτια ψυχρά, ανοιχτοκάστανα με κιτρινωπές κηλίδες. Οι αδελφές μου δεν συνειδητοποιούν πόσο πολύ σε έχουμε ανάγκη, του είχε πει το ίδιο πρωί, σε αυτό εδώ το δωμάτιο, αλλά όλες όσες έχουμε ορκιστεί θα κάνουμε ό,τι μας ζητήσεις, αρκεί να μην παραβαίνει τους Τρεις Όρκους. Ο Ραντ μόλις είχε σηκωθεί, όταν η κοπέλα μπήκε μέσα συνοδεία τής Σορίλεα. Δεν φάνηκαν να νοιάζονται που ήταν ακόμα με τη ρόμπα και που μόλις είχε φάει μια μπουκιά από το ψωμί του πρωινού του. Είμαι αρκετά πεπειραμένη στη διαπραγμάτευση και στη διαμεσολάβηση. Οι αδελφές μου έχουν άλλου είδους ικανότητες. Επίτρεψέ μας να σε υπηρετήσουμε, όπως δεσμευτήκαμε. Επίτρεψέ μου να σε υπηρετήσω προσωπικά. Σε χρειαζόμαστε, αλλά κι εσύ μας έχεις ανάγκη.

Πάντα παρούσα, η Αλάνα είχε φωλιάσει σε μια γωνιά του νου του. Έκλαιγε ξανά, κι ο Ραντ αδυνατούσε να καταλάβει γιατί έκλαιγε τόσο συχνά. Της είχε απαγορέψει να τον πλησιάζει, εκτός αν την καλούσε ο ίδιος, ή να αφήνει τα διαμερίσματά της χωρίς τη συνοδεία Κορών - οι αδελφές που είχαν ορκιστεί σ' αυτόν είχαν βρει δωμάτια χτες το βράδυ, στο Παλάτι όπου μπορούσε να τις επιτηρεί. Όμως εκείνος ένιωθε τα δάκρυά της να κυλούν από τη στιγμή που είχε δεσμευτεί μαζί του, δάκρυα ανακατεμένα με δριμεία θλίψη, λες και την ξέσχιζαν αόρατα γαμψώνυχα. Η κατάστασή της είχε σκαμπανεβάσματα, αλλά ποτέ δεν παρερχόταν. Η Αλάνα τού είχε επισημάνει επίσης πόσο πολύ είχε ανάγκη τις ορκισμένες αδελφές, του το ούρλιαζε με το πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο και τα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της, μέχρι που έφυγε μακριά του. Του είχε ζητήσει να μπει κι αυτή στην υπηρεσία του, αν κι ο Ραντ αμφέβαλλε κατά πόσον η παρούσα αποστολή της Μεράνα ήταν αυτό που είχαν κι οι δύο στο μυαλό τους. Ίσως να γινόταν πιο κατανοητό, αν φορούσε κάποιου είδους περιβολή.

Οι αρχηγοί φυλών παρακολουθούσαν τη Μεράνα που τους παρακολουθούσε. Τίποτα δεν πρόδιδε τις σκέψεις τους, ούτε καν το ανοιγόκλεισμα των ματιών τους.

«Οι Σοφές σάς είπαν πού βρίσκεται η Άες Σεντάι», είπε χωρίς περιστροφές ο Ραντ. Η Σορίλεα τού είχε πει ότι το γνώριζαν, κάτι που όμως ήταν ξεκάθαρο από την παντελή απουσία έκπληξης μόλις είδαν τη Μεράνα να φέρνει το τσάι και να υποκλίνεται. «Την είδατε να σας φέρνει τον δίσκο και να σερβίρει τσάι. Την είδατε να πηγαινοέρχεται και να κάνει ό,τι λέω. Αν θέλετε, μπορώ να την κάνω να χορέψει». Το να πείσει τους Αελίτες πως ο ίδιος δεν ήταν υποχείριο μιας Άες Σεντάι ήταν η πιο επείγουσα υπηρεσία που θα μπορούσε να του προσφέρει αυτή τη στιγμή μια αδελφή. Εν ανάγκη, θα τους έβαζε όλους να χορέψουν.

Ο Μαντελαίν τακτοποίησε την γκριζοπράσινη καλύπτρα πάνω από το δεξί του μάτι· η χαρακτηριστική κίνηση που έκανε πάντα, όταν ήθελε ένα λεπτό στη διάθεσή του για να σκεφτεί. Μια παχιά ρυτιδωμένη ουλή διέτρεχε το μέτωπό του. Ξεκινούσε πίσω από το πέτσινο μπάλωμα κι απλωνόταν σχεδόν στο μισό από το φαλακρό του κεφάλι. Όταν τελικά μίλησε, η φωνή του ήταν σχεδόν το ίδιο αποφασιστική με του Ραντ. «Μερικοί λένε πως μια Άες Σεντάι είναι ικανή να κάνει τα πάντα προκειμένου να πάρει αυτό που θέλει».

Ο Ιντίριαν χαμήλωσε τα βαριά άσπρα φρύδια του και κοίταξε πάνω από τη μακριά του μύτη, προς το τσάι του. Για Αελίτης ήταν μέσου αναστήματος, κοντύτερος κατά μισό κεφάλι από τον Ραντ, ωστόσο οτιδήποτε επάνω του φάνταζε ευμέγεθες. Η ζέστη της Ερήμου έμοιαζε να έχει λιώσει κάθε γραμμάριο σάρκας, ίσως και κάτι παραπάνω. Τα ζυγωματικά του διαγράφονταν καθαρά και τα μάτια του έμοιαζαν με διαμάντια μέσα σε κόγχες. «Δεν μου αρέσει να μιλάω για τις Άες Σεντάι». Η βαθιά μελωδική φωνή του έκανε πάντα εντύπωση σε σχέση με αυτό το ισχνό πρόσωπο. «Ό,τι έγινε, έγινε. Ας αφήσουμε τις Σοφές να τα βγάλουν πέρα μαζί τους».

«Καλύτερα να μιλήσουμε γι' αυτά τα σκυλιά, τους Σάιντο», είπε ο Τζάνγουιν με ήπιο τόνο, πράγμα εξίσου εντυπωσιακό, κρίνοντας από την αγριωπή του μορφή. «Μέσα σε λίγους μήνες, το πολύ σε μισό χρόνο, κάθε Σάιντο θα είναι νεκρός - ή θα έχει γίνει γκαϊ'σάιν». Η ηπιότητα της φωνής του δεν σήμαινε ότι είχε και την ανάλογη διάθεση. Οι άλλοι δύο ένευσαν καταφατικά κι ο Μαντελαίν χαμογέλασε με ενθουσιασμό.

Δεν έμοιαζαν να έχουν πειστεί ακόμα. Οι Σάιντο ήταν η δικαιολογία για αυτήν τη συνάντηση, και το ζήτημά τους ήταν αρκετά σημαντικό, αν κι όχι το σημαντικότερο. Οι Σάιντο είχαν προξενήσει κάμποσες φασαρίες, απλώς δεν ήταν του ίδιου βεληνεκούς με τις Άες Σεντάι. Ωστόσο, αποτελούσαν σοβαρό πρόβλημα. Τρεις φυλές, ενωμένες με τον Τίμολαν του Μιαγκόμα, που βρισκόταν ήδη κοντά στο Μαχαίρι του Σψαγέα, μπορούσαν κάλλιστα να κάνουν όσα ανέφερε ο Τζάνγουιν, αλλά υπήρχαν κι άλλοι που δεν μπορούσαν ούτε να γίνουν γκαϊ'σάιν ούτε να σκοτωθούν. Κάποιοι ήταν πολύ πιο επικίνδυνοι από άλλους. «Τι θα γίνει με τις Σοφές;» ρώτησε.

Για μια στιγμή, η έκφρασή τους δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφηθεί. Ούτε οι ίδιες οι Άες Σεντάι δεν μπορούσαν να το κάνουν τόσο καλά αυτό όσο οι Αελίτες. Δεν τους φόβιζε να έρθουν αντιμέτωποι με τη Μία Δύναμη, ούτε καν όταν αυτή εκδηλωνόταν. Κανείς δεν είχε τη δυνατότητα να νικήσει τον θάνατο, έτσι πίστευαν οι Αελίτες. Ακόμα κι εκατό οργισμένες Άες Σεντάι δεν θα μπορούσαν να αναγκάσουν έναν και μοναδικό Αελίτη να χαμηλώσει το πέπλο από τη στιγμή που αυτό είχε ανασηκωθεί. Όταν έμαθε, όμως, ότι οι Σοφές είχαν λάβει μέρος στη μάχη στα Πηγάδια του Ντουμάι, εξεπλάγη τόσο πολύ, σαν να έβλεπε τον ήλιο να ανατέλλει τη νύχτα και το φεγγάρι τη μέρα, με φόντο έναν αιματοβαμμένο ουρανό.

«Η Σαρίντε λέει ότι σχεδόν όλες οι Σοφές θα πάνε με τους αλγκάι'ντ'σισβάι», είπε τελικά ο Ιντίριαν, κάπως διστακτικά. Η Σαρίντε ήταν η Σοφή που τον είχε ακολουθήσει από τις Κόκκινες Πηγές, ηγέτιδα της φατρίας των Κοντάρα, αν κι η φράση «είχε ακολουθήσει» δεν ήταν η κατάλληλη. Οι Σοφές σπανίως ακολουθούν κάποιον. Εν πάση περιπτώσει, οι περισσότερες Σοφές του Κοντάρα, όπως και του Σιάντε και του Νταράυν, μάλλον είχαν πάει βόρεια, μαζί με τις λόγχες. «Οι Σοφές Σάιντο θα... έχουν να κάνουν... με Σοφές». Το στόμα του σούφρωσε από αηδία.

«Όλα αλλάζουν». Η φωνή του Τζάνγουιν ήταν πιο μαλακή απ' ό,τι συνήθως. Πίστευε, αν και, κατά βάθος, δεν ήθελε. Οι Σοφές που έπαιρναν μέρος σε μάχη καταπατούσαν ένα έθιμο τόσο παλιό όσο οι Αελίτες.

Ο Μαντελαίν ακούμπησε κάτω την κούπα του με υπερβολική προσοχή. «Ο Κορέχουιν επιθυμεί να δει την Τζάιρ ξανά, πριν τελειώσει το όνειρο. Το ίδιο επιθυμώ κι εγώ». Όπως ο Μπάελ κι ο Ρούαρκ, είχε κι αυτός δύο συζύγους. Οι υπόλοιποι αρχηγοί είχαν από μία έκαστος, εκτός του Τίμολαν, αλλά ένας αρχηγός που είχε μείνει χήρος σπάνια παρέμενε τόσον καιρό. Κι αν δεν το καταλάβαινε ο ίδιος, το αναλάμβαναν οι Σοφές. «Άραγε, θα ξαναδούμε τον ήλιο να ανατέλλει στην Τρίπτυχη Γη;»

«Το ελπίζω», είπε αργά ο Ραντ. Όπως το αλέτρι οργώνει τη γη, έτσι κι αυτός οργώνει τις ζωές των ανθρώπων, κι όλα όσα υπήρξαν θα αφανιστούν στις φλόγες των ματιών τον. Οι παιάνες του πολέμου θα ηχήσουν στα βήματά τον, τα κοράκια θα τραφούν από τη φωνή τον κι αυτός θα φορέσει μια κορώνα από ξίφη» Οι Προφητείες του Δράκοντα δεν άφηναν πολλά περιθώρια ελπίδας, πέρα από την τελική νίκη εναντίον του Σκοτεινού, κι αυτή ήταν δραματικά αμφίβολη. Η Προφητεία του Ρουίντιαν, η Αελίτικη Προφητεία, έλεγε πως θα τους καταστρέψει. Η θλίψη καταπλάκωνε τις φυλές εξαιτίας του και τα αρχαία έθιμα χάνονταν. Ακόμα και χωρίς την παρουσία των Άες Σεντάι, δεν ήταν να απορεί κανείς που μερικοί αρχηγοί αναρωτιούνταν αν έκαναν καλά που ακολουθούσαν τον Ραντ αλ'Θόρ, ασχέτως του αν έφερε στους πήχεις του τους Δράκοντες ή όχι. «Ελπίζω».

«Είθε να βρίσκεις πάντα νερό και σκιά, Ραντ αλ'Θόρ», είπε ο Ιντίριαν.

Αφού έφυγαν, ο Ραντ απέμεινε να κοιτάει βλοσυρός την κούπα του, χωρίς να βρίσκει καμιά απάντηση στο μαύρο τσάι. Τελικά, την άφησε πλάι στον δίσκο και κατέβασε τα μανίκια του. Η ματιά της Μεράνα ήταν έντονα καρφωμένη στο πρόσωπό του, λες και προσπαθούσε να ανασκαλέψει τις σκέψεις του. Υπήρχε μια υπόνοια ανυπομονησίας επάνω της. Ο Ραντ τής είχε πει να παραμείνει στη γωνία μέχρι να μπορέσει να ακούσει φωνές. Αναμφίβολα, δεν έβλεπε για ποιον λόγο δεν φανερωνόταν τώρα, που οι αρχηγοί είχαν φύγει. Να φανερωνόταν και να προσπαθούσε να εκμαιεύσει τι είχε λεχθεί.

«Νομίζεις πως πιστεύουν ότι δεν είμαι παρά μια μαριονέτα των Άες Σεντάι;» τη ρώτησε.

Ο νεαρός Ναρίσμα ανακάθισε. Στην πραγματικότητα, ήταν λίγο μεγαλύτερος από τον Ραντ, αλλά φαινόταν πέντε ή έξι χρόνια νεότερος. Έριξε μια ματιά στη Μεράνα, λες κι αυτή είχε την απάντηση, κι ανασήκωσε τους ώμους του κάπως ενοχλημένος. «Δεν... δεν ξέρω, Άρχοντα Δράκοντα».

Ο Ντασίβα βλεφάρισε κι έπαψε να μουρμουράει. Με μια κίνηση που θύμιζε πουλί, έγειρε το κεφάλι του και κοίταξε λοξά τον Ραντ. «Αφού υπακούουν, τι σημασία έχει;»

«Έχει σημασία», απάντησε ο Ραντ. Ο Ντασίβα ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα κι ο Ναρίσμα συνοφρυώθηκε σκεφτικός. Κανείς τους δεν έμοιαζε να καταλαβαίνει τι γίνεται, αν κι ο Ναρίσμα κάτι είχε αντιληφθεί μάλλον.

Διάφοροι χάρτες ήταν σκόρπιοι στο δάπεδο, πίσω από την εξέδρα του θρόνου, τυλιγμένοι, διπλωμένοι ή απλωμένοι όπως τους είχε αφήσει. Ο Ραντ μετακίνησε μερικούς με την άκρη της μπότας του. Υπήρχαν τόσα τεχνάσματα που έπρεπε να κάνει με μια κίνηση. Η Βόρεια Καιρχίν και τα βουνά που αποκαλούνταν Μαχαίρι του Σφαγέα, καθώς κι η περιοχή γύρω από την πόλη. Από το Ίλιαν και τους Κάμπους του Μαρέντο μέχρι το Φαρ Μάντιγκ. Το νησί της Ταρ Βάλον κι οι πέριξ πόλεις και τα χωριά. Η Γκεάλνταν και τμήμα της Αμαδισία. Κινήσεις και χρώματα ανακατεύονταν μέσα στο κεφάλι του. Ο Λουζ Θέριν μούγκριζε και γελούσε από απόσταση, με θολούς τρελούς ψιθύρους ότι θα σκότωνε τους Άσα’μαν και τους Αποδιωγμένους. Ότι θα σκότωνε τον ίδιο του τον εαυτό. Η Αλάνα έπαψε να κλαίει, κι η αβάσταχτη οδύνη υποχώρησε κάτω από μια λεπτή επιφάνεια οργής. Ο Ραντ πέρασε τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του και πίεσε δυνατά τους κροτάφους του. Πώς είναι, άραγε, να είσαι μόνος μέσα στο ίδιο σου το μυαλό; Αδυνατούσε να θυμηθεί.

Κάποια από τις ψηλές πόρτες άνοιξε για να εισέλθει μια από τις Κόρες που στέκονταν φρουροί στον διάδρομο. Η Ριάλιν, με έντονα πυρόξανθα μαλλιά κι ένα μόνιμο χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό της, φάνταζε στρουμπουλή - συγκριτικά, τουλάχιστον, με τα δεδομένα των Κορών. «Η Μπερελαίν συρ Πέντραγκ κι η Ανούρα Λάρισεν επιθυμούν να δουν τον Καρ'α'κάρν», ανήγγειλε. Η φωνή της, ζεστή και φιλική στην αναγγελία των πρώτων ονομάτων, έγινε ψυχρή κι επίπεδη στο δεύτερο, μολονότι το χαμόγελο δεν χάθηκε από τα χείλη της.

Ο Ραντ αναστέναξε κι ήταν έτοιμος να τους πει να περάσουν, αλλά η Μπερελαίν δεν περίμενε. Ξεχύθηκε μέσα, ακολουθούμενη κατά πόδας από την κάπως πιο ήρεμη Ανούρα. Η Άες Σεντάι δείλιασε ελαφρά μόλις είδε τον Ντασίβα και τον Ναρίσμα και κοίταξε γεμάτη περιέργεια τη Μεράνα στη γωνία, ενώ η Μπερελαίν παρέμεινε απαθής.

«Τι σημαίνουν όλα αυτά, Άρχοντα Δράκοντα;» απαίτησε να μάθει, ανεμίζοντας το γράμμα που της είχε παραδώσει ο ίδιος το πρωί. Βημάτισε βαριά προς το μέρος του και του το κούνησε κάτω από τη μύτη. «Για ποιον λόγο να επιστρέψω στο Μαγιέν; Κυβέρνησα πολύ καλά εδώ, στο όνομά σου, και το ξέρεις. Δεν κατάφερα να σταματήσω την Κολαβήρ από το να στεφθεί βασίλισσα, αλλά τουλάχιστον κατάφερα να την αναγκάσω να μην αλλάξει τους νόμους που θέσπισες εσύ. Γιατί πρέπει να φύγω; Και γιατί έπρεπε να το πληροφορηθώ με γράμμα κι όχι προφορικά; Και, μάλιστα, με ένα γράμμα που με ευχαριστεί για τις υπηρεσίες μου και με αποπέμπει, σαν υπάλληλο που μια ζωή μάζευε φόρους».

Ακόμα κι έξαλλη, η Πρώτη του Μαγιέν ήταν από τις ωραιότερες γυναίκες που είχε δει ποτέ του ο Ραντ. Μαύρα μαλλιά έπεφταν σαν λαμπερά κύματα στους ώμους της, πλαισιώνοντας ένα πρόσωπο που θα έκανε ακόμα και τυφλό να βρει την όρασή του. Εύκολα θα μπορούσε ένας άντρας να πνιγεί μέσα στη μαύρη της ματιά. Σήμερα, ήταν ντυμένη με ένα απαστράπτον φόρεμα από ασημένιο μετάξι, λεπτό και κολλητό επάνω της, κατάλληλο περισσότερο για να ψυχαγωγήσει έναν εραστή σε ιδιαίτερα διαμερίσματα. Η αλήθεια ήταν πως, αν το μπούστο ήταν ελάχιστα χαμηλότερο, δεν θα είχε τη δυνατότητα να φορέσει αυτό το φόρεμα δημοσίως. Όπως και να έχει, ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος ότι έπρεπε να το φοράει καν. Όταν έγραφε το γράμμα, είχε σκεφτεί πως ήταν ιδιαίτερα απασχολημένος και δεν είχε χρόνο να διαφωνήσει μαζί της. Η αλήθεια, όμως, ήταν πως απολάμβανε και με το παραπάνω να την κοιτάζει. Για κάποιον λόγο, είχε την αίσθηση πως αυτό δεν ήταν ακριβώς λάθος αλλά σχεδόν.

Μόλις εμφανίστηκε η γυναίκα, ο Λουζ Θέριν άρχισε να απαγγέλει με στόμφο αλλά χαμηλόφωνα, όπως έκανε πάντα όταν θαύμαζε μια γυναίκα. Ξαφνικά, ο Ραντ συνειδητοποίησε πως έτριβε τον λοβό του αυτιού του κι έμεινε εμβρόντητος. Ενστικτωδώς, γνώριζε πως ήταν κι αυτό κάτι απ' όσα συνήθιζε να κάνει ο Λουζ Θέριν χωρίς να σκέφτεται, όπως κι όταν τραγουδούσε διακριτικά. Αποτράβηξε το χέρι του, αλλά, για μια στιγμή, αισθάνθηκε την ανάγκη να το ξανασηκώσει πάλι στο αυτί του.

Που να σε πάρει, αυτό εδώ είναι το δικό μου σώμα! Η σκέψη δεν διέφερε από γρυλισμό. Το δικό μου! Ο Λουζ Θέριν σταμάτησε το χαμηλόφωνο τραγουδάκι του, έκπληκτος και μπερδεμένος. Δίχως τον παραμικρό ήχο, ο νεκρός άντρας το έσκασε στους βαθύσκιους του εγκεφάλου του Ραντ.

Η σιωπή εκ μέρους του έφερε αποτέλεσμα. Η Μπερελαίν χαμήλωσε το γράμμα κι ο θυμός της υποχώρησε, έστω και λίγο. Με το βλέμμα καρφωμένο στο δικό του, πήρε μια βαθιά ανάσα που αναψοκοκκίνισε τα μάγουλά της. «Άρχοντα Δράκοντα...»

«Ξέρεις γιατί», την έκοψε ο Ραντ. Δεν ήταν και τόσο εύκολο να την κοιτάζει στα μάτια. Παραδόξως, συνειδητοποίησε ότι θα ήθελε πολύ να ήταν παρούσα η Μιν. Παράξενο αυτό. Τα οράματά της δεν θα βοηθούσαν σε τίποτα. «Όταν επέστρεψες από εκείνο το πλοίο των Θαλασσινών σήμερα το πρωί, σε περίμενε στην αποβάθρα ένας τύπος με μαχαίρι».

Η Μπερελαίν τίναξε το κεφάλι της περιφρονητικά. «Δεν πλησίασε πάνω από τρία βήματα. Συνοδευόμουν από μια ντουζίνα Φτερωτούς Φρουρούς κι από τον Άρχοντα Ηγέτη Γκαλίν». Ο Νουρέλ είχε οδηγήσει μερικούς από τους Φτερωτούς Φρουρούς στα Πηγάδια του Ντουμάι, αλλά ο Γκαλίν διοικούσε όλες τις τάξεις των Φρουρών. Μονάχα στην πόλη διέθετε οκτακόσιους, εκτός από αυτούς που επέστρεψαν με τον Νουρέλ. «Τι περίμενες, να πάρω δρόμο εξαιτίας ενός λωποδύτη;»

«Μην κάνεις τη χαζή», γρύλισε ο Ραντ. «Ένας λωποδύτης με μια ντουζίνα στρατιώτες γύρω σου;» Τα μάγουλά της αναψοκοκκίνισαν. Εντάξει, το καταλάβαινε. Ο Ραντ δεν της έδωσε την ευκαιρία για διαμαρτυρίες, εξηγήσεις κι άλλες τέτοιες σαχλαμάρες. «Ο Ντομπραίν ανέφερε πως στο Παλάτι ψιθυρίζεται ότι πρόδωσες την Κολαβήρ. Οι υποστηρικτές της μπορεί εμένα να με φοβούνται, αλλά σίγουρα θα έδιναν πολλά για να δουν εσένα με ένα μαχαίρι στην πλάτη». Κι η Φάιλε θα έδινε πολλά, σύμφωνα με τον Ντομπραίν. Το είχε φροντίσει. «Ωστόσο, θα χάσουν την ευκαιρία, μια κι επιστρέφεις στο Μαγιέν. Ο Ντομπραίν θα σε αντικαταστήσει μέχρι η Ηλαίην να διεκδικήσει τον Θρόνο του Ήλιου».

Η γυναίκα άφησε μια κραυγή, λες και της είχε πετάξει κρύο νερό. Τα μάτια της γούρλωσαν επικίνδυνα. Ο Ραντ είχε αισθανθεί ικανοποίηση όταν έπαψε να τον φοβάται, αλλά τώρα δεν ήταν και τόσο σίγουρος. Καθώς η Μπερελαίν άνοιξε το στόμα της, έτοιμη να εκραγεί, η Ανούρα την άγγιξε στο μπράτσο κι η γυναίκα γύρισε απότομα το κεφάλι της. Η ματιά που αντάλλαξαν κράτησε κάμποση ώρα κι η οργή της Μπερελαίν υποχώρησε. Τακτοποίησε τη φούστα της κι ανασήκωσε ζωηρά τους ώμους της. Ο Ραντ κοίταξε βιαστικά αλλού.

Η Μεράνα ζυγιάστηκε στην άκρη του προστατευτικού πεδίου κι ο Ραντ αναρωτήθηκε αν το είχε περάσει και ξαναπήγε πίσω - πώς αλλιώς θα μπορούσε να στέκεται στην άκρη κάποιου πράγματος που δεν μπορούσε να ανιχνεύσει; Όταν έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος της, αυτή υποχώρησε, μέχρι που άγγιξε σχεδόν τον τοίχο, χωρίς να αφήσει τον άντρα στιγμή από τα μάτια της. Κρίνοντας από το πρόσωπό της, ήταν ικανή να τον σερβίρει τσάι κάθε μέρα για τα επόμενα δέκα χρόνια προκειμένου να ακούει τι λέγεται.

«Άρχοντα Δράκοντα», είπε η Μπερελαίν χαμογελώντας, «εξακολουθεί να υφίσταται το θέμα των Άθα'αν Μιέρε». Η φωνή της ήταν ζεστή και μελένια κι η καμπύλη των χειλιών της δεν θα άφηνε ούτε πέτρα ασυγκίνητη. «Η Κυρά των Κυμάτων, η Χαρίν δεν είναι ευχαριστημένη που την αφήσαμε τόση ώρα στο πλοίο. Την έχω επισκεφθεί αρκετές φορές και νομίζω πως έχω την ικανότητα να εξομαλύνω τις όποιες δυσκολίες, κάτι που μάλλον δεν μπορεί να κάνει ο Άρχοντας Ντομπραίν. Πιστεύω πως οι Θαλασσινοί είναι ζωτικής σημασίας για σένα, ασχέτως αν αναφέρονται ή όχι στις Προφητείες του Δράκοντα, όπως κι εσύ παίζεις αποφασιστικό ρόλο στις δικές τους προφητείες, παρ' όλο που είναι κάπως απρόθυμοι να αναφέρουν με ποιον τρόπο».

Ο Ραντ απλώς την κοιτούσε. Γιατί, άραγε, πάλευε με τέτοια επιμονή να διατηρήσει ένα δύσκολο έργο, που στο κάτω-κάτω δεν φάνηκαν να εκτιμούν ιδιαίτερα οι Καιρχινοί, ακόμα και πριν κάποιοι θελήσουν να την ξεκάνουν; Ήταν πολύ ικανή να κυβερνά, συνηθισμένη στα πάρε δώσε με ηγέτες και πρεσβείες, όχι με καθάρματα και μαχαιροβγάλτες. Μελίρρυτη ή όχι, έπρεπε πάση θυσία να απομακρυνθεί από τον Ραντ αλ'Θόρ. Του είχε... δοθεί... κάποτε, αλλά η σκληρή λογική έλεγε πως το Μαγιέν ήταν μια μικρή χώρα κι η Μπερελαίν χρησιμοποιούσε την ομορφιά της όπως ένας άντρας το ξίφος του, για να προστατέψει τη γη της, έτσι ώστε να μην την καταπιούν οι ισχυρότεροι γείτονες, όπως το Δάκρυ. Έτσι απλά. «Μπερελαίν, ειλικρινά δεν έχω ιδέα τι άλλο μπορώ να κάνω για να σου εγγυηθώ το Μαγιέν, αλλά θα συντάξω...» Τα χρώματα στροβιλίστηκαν με τεράστια ένταση μέσα στο κεφάλι του κι αισθάνθηκε τη γλώσσα του να παγώνει. Ο Λουζ Θέριν κακάρισε. Μια γυναίκα που γνωρίζει τους κινδύνους και παρ’ όλα αυτά δεν φοβάται, είναι ένας θησαυρός που μονάχα ένας τρελός δεν θα δεχόταν.

«Εγγυήσεις». Η ψυχρότητα τύλιξε τη γλυκύτητα κι ο θυμός ανέβλυσε ξανά, παγερός αυτή τη φορά. Η Ανούρα έπιασε την Μπερελαίν από το μανίκι, αλλά η γυναίκα δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στην Άες Σεντάι. «Κι ενώ εγώ θα καλοκάθομαι στο Μαγιέν παρέα με τις εγγυήσεις σου, κάποιοι άλλοι θα σε υπηρετούν. Θα ζητήσουν να αμειφθούν, κι ενώ οι δικές μου υπηρεσίες θα είναι πια πολυκαιρισμένες και ξεθωριασμένες, οι δικές τους θα είναι ολοκαίνουργιες. Αν ο Υψηλός Άρχοντας Γουίραμον σού παραδώσει το Ιλιαν και σου ζητήσει σε αντάλλαγμα το Μαγιέν, τι θα του πεις; Κι αν σου παραδώσει το Μουράντυ, την Αλτάρα κι όλα όσα μεσολαβούν μέχρι τον Ωκεανό Άρυθ;»

«Θα εξακολουθείς να με υπηρετείς, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να φύγεις;» τη ρώτησε ο Ραντ ήρεμα. «Μπορεί να μη σε βλέπω, αλλά θα βρίσκεσαι συνεχώς στο μυαλό μου». Ο Λουζ Θέριν γέλασε ξανά, με τέτοιο τρόπο που ο Ραντ κοκκίνισε σχεδόν. Του άρεσε να την κοιτάζει, αλλά μερικές φορές οι σκέψεις του Λουζ Θέριν παραήταν...

Η Μπερελαίν τον κοίταξε με βλέμμα εξεταστικό κι επίμονο, κι ο Ραντ μάντευε ήδη τις ερωτήσεις που συνωστίζονταν στο μυαλό της, πέρα από αυτές της Ανούρα, καθώς και τον προσεγμένο τρόπο με τον οποίο θα τις διατύπωνε.

Η πόρτα άνοιξε ξανά κι η Ριάλιν μπήκε μέσα. «Έχει έρθει μία Άες Σεντάι με σκοπό να δει τον Καρ'α'κάρν». Κατάφερνε να έχει στη φωνή της έναν τόνο ψυχρό κι αβέβαιο ταυτόχρονα. «Το όνομά της είναι Κάντσουεϊν Μελάιντριν». Μια εντυπωσιακά ευπαρουσίαστη γυναίκα φάνηκε ακριβώς από πίσω της, με μαλλιά γκρίζα, στο χρώμα του σίδερου, μαζεμένα σε κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της, στολισμένα με χρυσά κοσμήματα που κρέμονταν. Όλα έμοιαζαν να συμβαίνουν μέσα σε ένα δευτερόλεπτο.

«Νόμιζα πως ήσουν νεκρή», είπε η Ανούρα έκπληκτη, με μάτια τόσο γουρλωμένα που έμοιαζαν έτοιμα να ξεχυθούν από τις κόγχες τους.

Η Μεράνα έκανε να περάσει μέσα από το προστατευτικό πεδίο, με τα χέρια απλωμένα μπροστά. «Όχι, Κάντσουεϊν!» ούρλιαξε. «Μην του κάνεις κακό! Δεν πρέπει!»

Η επιδερμίδα του Ραντ μυρμήγκιασε, λες και κάποιος στο δωμάτιο αγκάλιασε το σαϊντάρ· ίσως να μην ήταν μόνο ένας. Απομακρύνθηκε γρήγορα από την Μπερελαίν κι άδραξε την Πηγή, αφήνοντας τον εαυτό του να κατακλυστεί από το σαϊντίν και νιώθοντάς το να λούζει τους Άσα'μαν. Το πρόσωπο του Ντασίβα συσπάστηκε, καθώς το βλέμμα του πετούσε από τη μια Άες Σεντάι στην άλλη. Παρά τη Δύναμη που κατείχε, ο Ναρίσμα άρπαξε τη λαβή του σπαθιού του και με τα δύο χέρια και πήρε τη στάση που καλείται η Λεοπάρδαλη πάνω στο Δέντρο, έτοιμος να τραβήξει τη λάμα. Ο Λουζ Θέριν γρύλιζε ασυναρτησίες περί σκοτωμών και θανάτου κι ήθελε να πεθάνουν όλοι τώρα, τώρα. Η Ριάλιν ανασήκωσε το πέπλο της φωνάζοντας κάτι, και ξαφνικά μια ντουζίνα Κόρες καλυμμένες με πέπλα μπήκαν στο δωμάτιο με τις λόγχες προτεταμένες. Δεν ήταν να απορεί κανείς που η Μπερελαίν κοιτούσε γύρω της απορημένη, λες κι όλοι είχαν τρελαθεί ξαφνικά.

Μολονότι η ίδια είχε προκαλέσει όλη αυτήν τη φασαρία, η Κάντσουεϊν έμοιαζε υπερβολικά ανεπηρέαστη. Κοίταξε τις Κόρες κουνώντας το κεφάλι της, με τα χρυσά άστρα, τα φεγγάρια και τα πουλιά να ταλαντεύονται ελαφρά. «Η προσπάθεια να φυτέψεις ωραία λουλούδια στη βόρεια Γκεάλνταν μπορεί να αποβεί θανατηφόρα, Ανούρα», είπε ξερά, «αλλά δεν είναι και σίγουρο ότι θα σε στείλει στον τάφο. Έλα, Μεράνα, ηρέμησε και μην τρομάζεις τον κόσμο. Θα περίμενε κανείς ότι πλέον θα ήσουν λιγότερο ευέξαπτη αφού έβγαλες τα λευκά ρούχα της μαθητευόμενης».

Η Μεράνα ανοιγόκλεινε το στόμα της μοιάζοντας ταραγμένη, και το μυρμήγκιασμα χάθηκε ξαφνικά. Ο Ραντ, ωστόσο, δεν άφησε το σαϊντίν, ούτε κι οι Άσα’μαν.

«Ποια είσαι;» απαίτησε να μάθει. «Σε ποιο Άτζα ανήκεις;» Μάλλον στο Κόκκινο, κρίνοντας από την αντίδραση της Μεράνα, αλλά το να μπει εδώ μέσα με τέτοιο θράσος μια Κόκκινη αδελφή, και μάλιστα μόνη της, σήμαινε πως το θάρρος της υπερέβαινε την ιδέα της αυτοκτονίας. «Τι θέλεις;»

Η ματιά της Κάντσουεϊν καρφώθηκε για αρκετή ώρα επάνω του, κι η γυναίκα παρέμεινε σιωπηλή. Τα χείλη της Μεράνα άνοιξαν, αλλά η γκριζομάλλα γυναίκα την κοίταξε με το ένα της φρύδι ανασηκωμένο, χωρίς να πει τίποτα. Η Μεράνα αναψοκοκκίνισε και χαμήλωσε το βλέμμα της. Η Ανούρα εξακολουθούσε να κοιτάζει τη νεοφερμένη λες κι έβλεπε φάντασμα ή κάποιον γίγαντα.

Αμίλητη, η Κάντσουεϊν γλίστρησε στο εσωτερικό του δωματίου, κατευθυνόμενη προς τους δύο Άσα’μαν, με τη σκιστή σκουροπράσινη φούστα της να θροΐζει. Ο Ραντ είχε την αίσθηση πως πάντα κινούνταν με αυτό το βιαστικό και γεμάτο χάρη γλίστρημα, χωρίς να χάνει καθόλου χρόνο και δίχως να επιτρέπει κανενός είδους παρακώλυση της πορείας της. Ο Ντασίβα την κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια κι έκανε έναν σαρκαστικό μορφασμό. Μολονότι η γυναίκα τον κοιτούσε κατάματα, δεν έμοιαζε να τον προσέχει, όπως επίσης δεν πρόσεχε και τα χέρια του Ναρίσμα πάνω στη λαβή του ξίφους του τη στιγμή που ακουμπούσε ένα δάχτυλο κάτω από το πηγούνι του, μετακινώντας το πρόσωπό του από τη μια μεριά στην άλλη πριν ο ίδιος το σταθεροποιήσει ξανά.

«Τι υπέροχα μάτια», μουρμούρισε. Ο Ναρίσμα βλεφάρισε κάπως αβέβαιος κι ο χλευασμός του Ντασίβα έγινε χαιρέκακο χαμόγελο, τόσο απαίσιο, ώστε μπροστά του το προηγούμενο, αυτάρεσκο υπομειδίαμα έμοιαζε ανάλαφρο.

«Μην κάνεις τίποτα», του είπε κοφτά ο Ραντ. Ο Ντασίβα είχε το θράσος να τον αγριοκοιτάξει πριν ακουμπήσει βαρύθυμα τη γροθιά πάνω στο στήθος του, απευθύνοντας τον χαρακτηριστικό χαιρετισμό των Άσα’μαν. «Τι θες εδώ, Κάντσουεϊν;» ρώτησε ο Ραντ. «Κοίτα με στα μάτια, που να σε πάρει!»

Η Άες Σεντάι το έκανε, στρέφοντας ελαφρά το κεφάλι της. «Ώστε, λοιπόν, εσύ είσαι ο Ραντ αλ'Θόρ, ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Είχα την εντύπωση πως, ακόμα κι ένα παιδί σαν τη Μουαραίν, θα μπορούσε να σου μάθει μερικούς τρόπους».

Η Ριάλιν μετακίνησε τη λόγχη από το δεξί της χέρι στο άλλο, με το οποίο άδραχνε την ασπίδα, κι άρχισε να κάνει νοήματα με τη χειρομιλία που χρησιμοποιούσαν οι Κόρες. Για πρώτη φορά, κανείς δεν γέλασε. Για πρώτη φορά, ο Ραντ ήταν σίγουρος πως δεν επρόκειτο για κάποιο αστείο που αφορούσε σ' εκείνον. «Ήρεμα, Ριάλιν», είπε ανασηκώνοντας το χέρι του. «Ηρεμήστε, όλοι σας».

Η Κάντσουεϊν αγνόησε αυτήν την παράλληλη δραστηριότητα και χάρισε ένα χαμόγελο στην Μπερελαίν. «Ώστε αυτή είναι η Μπερελαίν σου, Ανούρα. Είναι πιο όμορφη απ' όσο νόμιζα». Έσκυψε το κεφάλι της σε μια αρκετά βαθιά υπόκλιση, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η παραμικρή υπόνοια υποταγής. Ήταν μια απλή πράξη αβροφροσύνης και τίποτα περισσότερο. «Αρχόντισσά μου, Πρώτη του Μαγιέν, πρέπει να συζητήσω με αυτόν τον νεαρό και δεν έχω κανένα πρόβλημα να κρατήσω τη σύμβουλό σου. Άκουσα πως έχεις αναλάβει πολλές ευθύνες εδώ και δεν σκοπεύω να σε αποσπάσω από τα καθήκοντά σου». Ήταν μια ξεκάθαρη αποπομπή, σαν να της άνοιγε την πόρτα διάπλατα.

Η Μπερελαίν χαμήλωσε με χάρη το κεφάλι της και στράφηκε ήρεμα προς το μέρος του Ραντ, απλώνοντας τη φούστα της σε μια υπόκλιση τόσο βαθιά που ο άντρας ανησύχησε μήπως τα ρούχα έπεφταν από το κορμί της. «Άρχοντα Δράκοντα», είπε, τονίζοντας τις λέξεις. «Ζητώ την ευγενική σου άδεια να αποσυρθώ».

Η υπόκλιση που της ανταπέδωσε ο Ραντ δεν ήταν τόσο επιτηδευμένη. «Την έχεις, Πρώτη Αρχόντισσα». Της πρόσφερε το χέρι του για να τη βοηθήσει να σηκωθεί. «Ελπίζω πως θα εξετάσεις την εισήγησή μου».

«Άρχοντα Δράκοντα, θα σε υπηρετώ όπου κι όπως επιθυμείς εσύ». Η φωνή της είχε γίνει ξανά μελένια, μάλλον προς όφελος της Κάντσουεϊν, υπέθεσε. Σίγουρα δεν υπήρχε ίχνος ερωτοτροπίας στη φωνή της, μονάχα γνήσια αποφασιστικότητα. «Θυμήσου τη Χαρίν», πρόσθεσε η γυναίκα, ψιθυριστά.

Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω από την Μπερελαίν, η Κάντσουεϊν είπε: «Πάντα είναι ωραίο να βλέπεις τα παιδιά να παίζουν, έτσι δεν είναι, Μεράνα;» Η Μεράνα την κοίταξε αποβλακωμένη, με τη ματιά της να στρέφεται πότε προς το μέρος του Ραντ και πότε προς την γκριζομάλλα αδελφή. Η Ανούρα έμοιαζε να στέκεται όρθια μόνο χάρη στη δύναμη της θέλησής της.

Οι περισσότερες Κόρες ακολούθησαν την Μπερελαίν, προφανώς έχοντας πάρει απόφαση πως δεν θα υπήρχαν σκοτωμοί, αλλά η Ριάλιν μαζί με άλλες δύο παρέμειναν έξω από την πόρτα χωρίς να αφαιρέσουν το πέπλο τους. Ίσως να ήταν σύμπτωση πως σε κάθε Άες Σεντάι αντιστοιχούσε και μια Κόρη. Ο Ντασίβα φαινόταν να πιστεύει επίσης πως ο κίνδυνος είχε περάσει. Έγειρε πάνω στον τοίχο στηριγμένος στο ένα του πόδι, με τα χείλη του να κινούνται σιωπηλά και τα χέρια σταυρωτά, παρακολουθώντας προφανώς τις Άες Σεντάι.

Ο Ναρίσμα, βλοσυρός και με βλέμμα απορημένο, κοίταξε τον Ραντ, αλλά αυτός απλώς κούνησε το κεφάλι του. Η γυναίκα προσπαθούσε να τον προκαλέσει επί τούτου. Το ερώτημα ήταν, για ποιον λόγο να προκαλέσει έναν άντρα που ήξερε καλά πως μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τη σιγανέψει, ακόμα και να τη σκοτώσει, χωρίς ιδιαίτερο κόπο; Την ίδια ακριβώς ερώτηση μουρμούρισε κι ο Λουζ Θέριν. Γιατί; Γιατί; Σκαρφαλώνοντας στην εξέδρα, ο Ραντ πήρε από τον θρόνο το Σκήπτρο του Δράκοντα και κάθισε, περιμένοντας να δει τι θα συνέβαινε. Η γυναίκα σίγουρα δεν θα πετύχαινε τον σκοπό της.

«Παραφορτωμένο, δεν νομίζεις;» είπε η Κάντσουεϊν στην Ανούρα, κοιτώντας τριγύρω. Εκτός από το υπόλοιπο χρυσάφι, πλατιές λωρίδες του ίδιου υλικού διέτρεχαν τους τοίχους, πάνω από τους καθρέφτες, ενώ στα γείσα υπήρχαν φολίδες χρυσού τουλάχιστον δύο ποδών. «Ποτέ δεν κατάλαβα αν αυτοί που το παρακάνουν είναι οι Καιρχινοί ή οι Δακρυνοί, αλλά, είτε ο ένας είτε ο άλλος, θα μπορούσαν κάλλιστα να κάνουν έναν Εμπουνταρινό, ακόμα κι έναν Μάστορα, να αισθανθεί αμήχανος. Δίσκος τσαγιού είναι αυτός; Θα ήθελα λίγο, αν είναι φρέσκο και ζεστό, παρακαλώ».

Χρησιμοποιώντας την ικανότητά του για διαβίβαση, ο Ραντ ανασήκωσε τον δίσκο, σχεδόν περιμένοντας να δει το μέταλλο διαβρωμένο από το μίασμα, και τον μετέφερε προς το μέρος των τριών γυναικών. Η Μεράνα είχε φέρει κι άλλες κούπες, ενώ τέσσερις ακόμα έμεναν αχρησιμοποίητες πάνω στον δίσκο. Τις γέμισε, άφησε την τσαγιέρα και περίμενε. Το σκεύος αιωρήθηκε στον αέρα, υποβασταζόμενο από το σαϊντίν.

Τρεις γυναίκες εντελώς διαφορετικές εμφανισιακά, τρεις χαρακτηριστικά διαφορετικές αντιδράσεις. Η Ανούρα, που κοιτούσε τον δίσκο σαν να έβλεπε κουλουριασμένη οχιά, κούνησε ελαφρά το κεφάλι της κι έκανε ένα βήμα πίσω. Η Μεράνα εισέπνευσε βαθιά και πήρε με αργές κινήσεις μια κούπα, με το χέρι της να τρέμει. Αλλο να ξέρεις πως ένας άντρας έχει τη δυνατότητα της διαβίβασης, κι άλλο να αναγκάζεσαι να το δεις στην πράξη. Η Κάντσουεϊν, ωστόσο, πήρε την κούπα της και μύρισε τον ατμό, με ένα ευχάριστο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη της. Τίποτα δεν μαρτυρούσε ποιος από τους τρεις άντρες είχε σερβίρει το τσάι, όμως κοίταξε πάνω από την κούπα της κατευθείαν προς το μέρος του Ραντ, ο οποίος είχε απλώσει τεμπέλικα το ένα του πόδι πάνω στο μπράτσο της πολυθρόνας του. «Να ένα καλό παιδί», είπε, κι οι Κόρες αντάλλαξαν μεταξύ τους έκπληκτα βλέμματα πάνω από τα πέπλα τους.

Ο Ραντ ρίγησε. Όχι, δεν θα τον προκαλούσε. Για κάποιον λόγο αυτό ήθελε να κάνει, αλλά δεν θα το έκανε! «Θα σε ρωτήσω άλλη μια φορά», της είπε. Ήταν περίεργο που η φωνή του παρέμενε τόσο ψυχρή, γιατί εσωτερικά ένιωθε φλογισμένος πιότερο κι από τις φωτιές του σαϊντίν. «Τι θέλεις; Απάντησέ μου ή πάρε δρόμο. Από την πόρτα ή από το παράθυρο, ποσώς με απασχολεί».

Η Μεράνα προσπάθησε να μιλήσει για άλλη μια φορά, αλλά η Κάντσουεϊν την έκανε να σιωπήσει ξανά, αυτή τη φορά με μια κοφτή κίνηση, χωρίς να απομακρύνει τη ματιά της από τον Ραντ. «Θέλω να σε δω», του αποκρίθηκε μαλακά. «Ανήκω στο Πράσινο Άτζα, όχι στο Κόκκινο, αλλά φοράω το επώμιο περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εν ζωή αδελφή κι έχω αντιμετωπίσει κάμποσους άντρες με δυνατότητα διαβίβασης μεγαλύτερη από μία στις τέσσερις, ίσως και μία στις δέκα, Κόκκινες. Όχι ότι τους κυνηγάω δηλαδή, αλλά έχω καλή μύτη». Ο τόνος της φωνής της ήταν ήρεμος, σαν μια γυναίκα που έλεγε ότι έχει πάει μια δυο φορές όλες κι όλες στην αγορά. «Μερικοί παλεύουν μέχρις εσχάτων, κλωτσούν κι ουρλιάζουν ακόμα κι αφού έχουν θωρακιστεί και δεσμευτεί. Άλλοι πάλι κλαίνε και ικετεύουν, προσφέροντας χρυσάφι, τις ίδιες τους τις ψυχές, οτιδήποτε, προκειμένου να μην πάνε στην Ταρ Βάλον, ενώ υπάρχουν και κάποιοι που κλαίνε από ανακούφιση, πειθήνιοι σαν αμνοί, ευγνώμονες που έπαψαν να είναι αυτό που ήταν. Η αλήθεια είναι πως στο τέλος όλοι κλαίνε. Το μόνο που τους έχει απομείνει είναι δάκρυα».

Η λάβρα που ένιωθε μέσα του εξερράγη και μετατράπηκε σε οργή. Ο δίσκος και το ογκώδες τσαγιερό πετάχτηκαν στην άλλη άκρη του δωματίου, σπάζοντας έναν καθρέφτη με απίστευτο κρότο κι αναπηδώντας προς τα πίσω, μέσα σε μια βροχή από γυαλιά. Το σχεδόν συμπιεσμένο σκεύος έλουσε τον γύρω χώρο με τσάι, ενώ ο δίσκος που στριφογύριζε στο πάτωμα είχε διπλωθεί στα δύο. Όλοι αναπήδησαν τρομαγμένοι, εκτός από την Κάντσουεϊν. Ο Ραντ πετάχτηκε από την εξέδρα, κρατώντας το Σκήπτρο του Δράκοντα τόσο σφικτά, που οι αρθρώσεις του πονούσαν. «Υποτίθεται ότι πρέπει να σε φοβηθώ;» γρύλισε. «Περιμένεις να σε ικετεύσω ή να σου είμαι ευγνώμων; Ή μήπως να κλάψω; Άκου, Άες Σεντάι, θα μπορούσα κάλλιστα να σε λιώσω μέσα στην παλάμη μου». Κούνησε γεμάτος θυμό το υψωμένο του χέρι. «Η Μεράνα γνωρίζει καλά τον λόγο που θα μπορούσα να το κάνω. Μόνο το Φως ξέρει γιατί δεν το κάνω».

Η γυναίκα κοίταξε το στραπατσαρισμένο σερβίτσιο λες κι είχε όλο τον χρόνο στη διάθεσή της. «Τώρα ξέρεις», είπε τελικά, ήρεμη όπως πάντα, «ότι γνωρίζω το μέλλον σου και το παρόν σου. Η ευσπλαχνία του Φωτός παύει να υφίσταται για έναν άντρα με τη δυνατότητα της διαβίβασης. Κάποιοι το αντιλαμβάνονται αυτό και πιστεύουν ότι το Φως αποποιείται αυτούς τους άντρες. Εγώ όχι. Δεν άρχισες ακόμα να ακούς φωνές;»

«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Ραντ, αργά. Ένιωθε μέσα του τον Λουζ Θέριν που άκουγε με προσοχή.

Το μυρμήγκιασμα επέστρεψε στην επιδερμίδα του και ξανάρχισε σχεδόν να διαβιβάζει, αλλά το μόνο που συνέβη ήταν να ανασηκωθεί στον αέρα η τσαγιέρα και να αιωρηθεί προς το μέρος της Κάντσουεϊν, στριφογυρνώντας αργά, λες κι η γυναίκα ήθελε να την εξετάσει. «Μερικοί άντρες με τη δυνατότητα της διαβίβασης ακούνε φωνές». Μιλούσε σχεδόν αφηρημένα, κοιτώντας συνοφρυωμένη την πατικωμένη σφαίρα από χρυσό και ασήμι. «Είναι μέρος της τρέλας. Διάφορες φωνές τούς πιάνουν κουβέντα μέσα στο μυαλό τους και τους λένε τι να κάνουν». Το αιωρούμενο τσαγιερό ακούμπησε μαλακά στο δάπεδο, πλάι στα πόδια της. «Εσύ δεν άκουσες τίποτε ακόμα;»

Παραδόξως, ο Ντασίβα άρχισε να γελάει τραχιά κι οι ώμοι του τραντάζονταν. Ο Ναρίσμα έγλειψε τα χείλη του. Μπορεί μέχρι πριν από λίγα λεπτά να μη φοβόταν τη γυναίκα, αλλά τώρα παρακολουθούσε κάθε της κίνηση σαν σκορπιός.

«Εγώ κάνω τις ερωτήσεις», είπε με σταθερότητα στη φωνή του ο Ραντ. «Φαίνεται πως ξεχνάς ότι είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας». Είσαι αληθινός, έτσι δεν είναι; αναρωτήθηκε, αλλά απάντηση δεν πήρε. Λουζ Θέριν; Μερικές φορές ο άντρας δεν απαντούσε, αλλά οι Άες Σεντάι ανέκαθεν τον έλκυαν. Λουζ Θέριν; Δεν ήταν τρελός. Η φωνή ήταν αληθινή κι όχι της φαντασίας του. Δεν είχε καμιά σχέση με την τρέλα. Μια ξαφνική επιθυμία να γελάσει δεν τον βοήθησε.

Η Κάντσουεϊν αναστέναξε. «Δεν είσαι παρά ένας νεαρός, ο οποίος δεν έχει ιδέα πού πηγαίνει ή γιατί ή τι τον περιμένει. Φαίνεται πως βρίσκεσαι σε υπερδιέγερση. Ίσως μπορέσουμε να μιλήσουμε όταν ηρεμήσεις. Έχεις κάποια αντίρρηση να πάρω για λίγο τη Μεράνα και την Ανούρα; Έχω να δω και τις δύο πολύ καιρό».

Ο Ραντ την κοίταζε σαν χαζός. Η γυναίκα τού έκανε κατά μέτωπον επίθεση, τον πρόσβαλε, τον απείλησε και, ούτε λίγο ούτε πολύ, ανακοίνωσε πως γνώριζε σχετικά με τη φωνή στο κεφάλι του, κι επιπλέον ήθελε να φύγει για να μιλήσει ιδιαιτέρως με τη Μεράνα και την Ανούρα. Είναι τρελή; Ο Λουζ Θέριν εξακολουθούσε να μην απαντά, ωστόσο θα πρέπει να ήταν αληθινός, έτσι δεν είναι;

«Φύγε», της είπε. «Φύγε και...» Δεν ήταν παρανοϊκός. «Φύγετε, όλοι σας! Εμπρός, δρόμο!»

Τα βλέφαρα του Ντασίβα πετάρισαν και τον κοίταξε με το κεφάλι γερτό, αλλά έπειτα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και κίνησε για την πόρτα. Η Κάντσουεϊν χαμογέλασε με τέτοιο τρόπο που ο Ραντ μισοπερίμενε να του πει ξανά πόσο καλό παιδί ήταν. Κατόπιν, μάζεψε τη Μεράνα και την Ανούρα και τους έκανε νόημα να πάνε με τις Κόρες, οι οποίες είχαν χαμηλώσει τα πέπλα τους και κοιτούσαν με βλέμμα βλοσυρό κι ανήσυχο. Ο Ναρίσμα τον κοίταξε κι αυτός διστακτικά, μέχρι που ο Ραντ του έκανε ένα κοφτό νεύμα. Τελικά, έφυγαν όλοι κι έμεινε μόνος. Μόνος.

Με μια ενστικτώδη κίνηση, πέταξε μακριά το Σκήπτρο του Δράκοντα, η μυτερή αιχμή του οποίου καρφώθηκε στη ράχη ενός καθίσματος κι απέμεινε να πάλλεται, με τις φούντες της να ταλαντεύονται.

«Δεν είμαι παρανοϊκός», φώναξε στο άδειο δωμάτιο. Ο Λουζ Θέριν όντως του είχε πει κάμποσα πράγματα. Ποτέ δεν θα κατόρθωνε να δραπετεύσει από το κιβώτιο της Γκαλίνα χωρίς τη βοήθεια της φωνής του νεκρού άντρα. Ωστόσο, είχε κάνει χρήση της Δύναμης προτού ακόμα ακούσει τη φωνή. Είχε βρει τον τρόπο να καλεί την αστραπή, να εκτοξεύει φωτιά και να φτιάξει μια κατασκευή που σκότωσε εκατοντάδες Τρόλοκ. Ίσως, όμως, όλα αυτά να ήταν αναμνήσεις του Λουζ Θέριν, σαν τις μνήμες όπου σκαρφάλωνε δέντρα σε έναν κήπο με δαμασκηνιές και εισέδυε στην Αίθουσα των Υπηρετών, καθώς και δεκάδες άλλες που ξεπηδούσαν από μόνες τους, χωρίς να τις παίρνει χαμπάρι. Ίσως πάλι, όλες αυτές οι αναμνήσεις να ήταν φαντασιώσεις, τρελά όνειρα ενός τρελού μυαλού, όπως ακριβώς και η φωνή.

Συνειδητοποίησε ότι έκοβε βόλτες πάνω κάτω και δεν μπορούσε να σταματήσει. Ένιωθε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να κινηθεί, αλλιώς οι μυώνες του θα τον ξέσκιζαν από τους σπασμούς. «Δεν είμαι παρανοϊκός», έλεγε αγκομαχώντας. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. «Δεν είμαι...» Ο ήχος της πόρτας που άνοιγε τον έκανε να στρέψει το κεφάλι του προς τα εκεί, ελπίζοντας να είναι η Μιν.

Όμως, ήταν η Ριάλιν, η οποία υποβάσταζε μια κοντή αλλά γεροδεμένη γυναίκα με σκούρο μπλε φόρεμα, γκριζωπά μαλλιά, τραχύ πρόσωπο και μάτια κόκκινα.

Το μόνο που ήθελε ήταν να τους πει να πάνε να χαθούν και να τον αφήσουν μόνο. Μόνο. Όμως, ήταν όντως μόνος; Μήπως ο Λουζ Θέριν δεν ήταν παρά ένα όνειρο; Μακάρι να έφευγαν... Η Ίντριεν Τάρσιν ήταν η διευθύντρια του σχολείου που είχε ιδρύσει εδώ, στην Καιρχίν, μια γυναίκα τόσο πρακτική που δεν ήταν σίγουρος κατά πόσον πίστευε στη Μία Δύναμη, εφ' όσον δεν μπορούσε να τη δει ή να την αγγίξει. Τι μπορεί να την είχε κάνει τόσο χάλια;

Στράφηκε με κόπο προς το μέρος της. Είτε τρελός ήταν είτε μόνος, δεν υπήρχε κανείς άλλος για να κάνει αυτό που έπρεπε. Ούτε καν αυτό το μικρό καθήκον που φάνταζε βαρύτερο από βουνό. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε με φωνή όσο το δυνατόν μειλίχια.

Αρχίζοντας ξαφνικά να κλαίει, η Ίντριεν τρίκλισε προς το μέρος του και κατέρρευσε πάνω στο στήθος του. Όταν βρήκε την ψυχραιμία για να διηγηθεί την ιστορία της, ο Ραντ κόντεψε να κλάψει κι αυτός.

Загрузка...