6 Πόρτες

«Ο Ραντ αλ'Θόρ», είπε η Μουαραίν, μιλώντας στον αέρα με χαμηλή, σφιγμένη φωνή, «είναι πεισματάρης, ξεροκέφαλος, είναι... είναι ένας άντρας και μισός!»

Η Ηλαίην πήρε μια θυμωμένη έκφραση, υψώνοντας το σαγόνι. Η παραμάνα που είχε από μικρή, η Λίνι, έλεγε ότι μπορείς να πάρεις γουρουνόδερμα και να το κάνεις μετάξι, αλλά ο άντρας μένει άντρας. Όμως αυτό δεν ήταν δικαιολογία για τον Ραντ.

«Έτσι τους φτιάχνουμε στους Δύο Ποταμούς». Η Νυνάβε ξαφνικά άρχισε να γελά πνιχτά και πήρε μια έκφραση ικανοποίησης. Σπάνια έκρυβε όσο καλά νόμιζε την αντιπάθειά της για τις Άες Σεντάι. «Οι γυναίκες από τους Δύο Ποταμούς δεν δυσκολεύονται καθόλου μαζί τους». Η Εγκουέν της έριξε μια έκπληκτη ματιά, που έλεγε ότι αυτό ήταν μεγάλο ψέμα και ότι κανονικά θα έπρεπε να της ξεπλύνει το στόμα.

Η Μουαραίν έσμιξε τα φρύδια, σαν να ήταν έτοιμη να απαντήσει στη Νυνάβε με τον ίδιο και χειρότερο τρόπο. Η Ηλαίην δραστηριοποιήθηκε αμέσως, όμως δεν βρήκε τι μπορούσε να πει για να αποτρέψει τον τσακωμό. Μέσα στο νου της χόρευε ο Ραντ. Δεν είχε δικαίωμα να μπαίνει στις σκέψεις της! Μα είχε αυτή δικαίωμα να τον μπάζει εκεί;

Αυτή που μίλησε, αντιθέτως, ήταν η Εγκουέν. «Τι έκανε, Μουαραίν;»

Το βλέμμα της Άες Σεντάι στράφηκε προς την Εγκουέν και ήταν τόσο σκληρό, που η νεαρή γυναίκα έκανε ένα βήμα πίσω, άνοιξε τη βεντάλια και άρχισε να κάνει αέρα νευρικά. Όμως η ματιά της Μουαραίν κατέληξε στην Τζόγια και την Αμίκο· η μια την κοίταζε προσηλωμένη, η άλλη ήταν δεμένη και δεν αντιλαμβανόταν τίποτα, εκτός από τον απέναντι τοίχο.

Η Ηλαίην αναπήδησε ανεπαίσθητα, όταν συνειδητοποίησε ότι η Τζόγια δεν ήταν δεμένη. Έσπευσε να ελέγξει το προστατευτικό πεδίο, που απέκλειε τη γυναίκα από την Αληθινή Πηγή, Έλπισε να μην είχαν προσέξει οι άλλες την ταραχή της· η Τζόγια τη φόβιζε πολύ, όμως οι υπόλοιπες τρεις δεν τη φοβούνταν καθόλου. Μερικές φορές, της ήταν δύσκολο να είναι όσο γενναία θα έπρεπε να είναι η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ· συχνά ευχόταν να μπορούσε να αντιμετωπίζει διάφορες καταστάσεις με την ικανότητα των άλλων δύο.

«Οι φρουροί», μουρμούρισε η Μουαραίν σχεδόν μονολογώντας. «Τους είδα να είναι ακόμα στο διάδρομο και ούτε που μου πέρασε από το νου». Έσιαξε το φόρεμά της, ενώ η προσπάθεια για να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της ήταν ολοφάνερη. Η Ηλαίην μάλλον δεν είχε ξαναδεί τη Μουαραίν εκτός εαυτού. Αλλά βέβαια είχε λόγο γι' αυτό. Όσο λόγο έχω κι εγώ. Ή μήπως εγώ δεν έχω τέτοιο λόγο; Προσπάθησε να μην ανταμώσει το βλέμμα της Εγκουέν.

Αν ήταν έτσι ξεσηκωμένη η Εγκουέν, η Νυνάβε ή η Ηλαίην, τότε η Τζόγια σίγουρα θα είχε βρει κάτι να πει, κάτι ύπουλο και διφορούμενο, με σκοπό να τις ταράξει λιγάκι ακόμα. Τουλάχιστον αυτό θα έκανε, αν ήταν μόνες τους. Τη Μουαραίν όμως απλώς έμεινε να την παρακολουθεί, ανήσυχα, σιωπηλά.

Η Μουαραίν προχώρησε στο δωμάτιο και πέρασε δίπλα από το τραπέζι, έχοντας ανακτήσει την ηρεμία της. Η Τζόγια ήταν σχεδόν ένα κεφάλι ψηλότερη, όμως ακόμα κι αν ήταν ντυμένη κι αυτή στα μετάξια, κανείς δεν θα αμφέβαλλε για το ποια είχε το πρόσταγμα της κατάστασης. Η Τζόγια δεν οπισθοχώρησε, όμως τα χέρια της σφίχτηκαν στη φούστα της για μια στιγμή, πριν ξαναβρεί τον έλεγχό τους.

«Φρόντισα ορισμένα πράγματα», είπε χαμηλόφωνα η Μουαραίν. «Σε τέσσερις μέρες ένα πλοίο θα σε πάρει ανάντη του ποταμού, για την Ταρ Βάλον και τον Πύργο. Εκεί δεν είναι ευγενικές σαν και εμάς. Αν δεν βρήκες ακόμα την αλήθεια, βρες την πριν φτάσεις στο Νότιο Λιμάνι, αλλιώς είναι βέβαιο ότι θα σε στείλουν στην κρεμάλα, στην Αυλή των Προδοτών. Δεν θα σου ξαναμιλήσω, παρά μόνο αν στείλεις μήνυμα ότι έχεις να πεις κάτι καινούριο. Και δεν θέλω ν' ακούσω ούτε λέξη από σένα —ούτε λέξη― παρά μόνο αν όντως είναι κάτι καινούριο. Πίστεψέ με, έτσι θα γλιτώσεις από πολύ πόνο στην Ταρ Βάλον. Αβιέντα, λες στο λοχαγό να φέρει δύο άντρες του;» Η Ηλαίην ανοιγόκλεισε τα μάτια απορημένη, καθώς η Αελίτισσα σηκωνόταν και έβγαινε σβέλτα από την πόρτα· μερικές φορές η Αβιέντα καθόταν τόσο ασάλευτη, που έμοιαζε σαν να μην ήταν εκεί.

Το πρόσωπο της Τζόγια πήρε μια έκφραση σαν να ήθελε να μιλήσει, όμως η Μουαραίν την κάρφωσε με το βλέμμα και τελικά η Σκοτεινόφιλη γύρισε τα μάτια αλλού. Έλαμπαν σαν του κορακιού, μαύρα και με φονική διάθεση, όμως δεν άνοιξε το στόμα της.

Στα μάτια της Ηλαίην, μια λευκόχρυση λάμψη έλουσε ξαφνικά τη Μουαραίν, η λάμψη μιας γυναίκας που αγκαλιάζει το σαϊντάρ. Μόνο μια γυναίκα που είχε εκπαιδευτεί να διαβιβάζει μπορούσε να τη δει. Οι ροές που κρατούσαν την Αμίκο λύθηκαν πιο γρήγορα απ' όσο θα μπορούσε να το κάνει η Ηλαίην. Ήταν ισχυρότερη από τη Μουαραίν, τουλάχιστον δυνητικά. Στον Πύργο, οι γυναίκες που τη δίδασκαν σχεδόν δεν πίστευαν τις δυνατότητες που είχε, κι επίσης το ίδιο είχε συμβεί με την Εγκουέν και τη Νυνάβε. Η Νυνάβε ήταν η ισχυρότερη απ' όλες ― όταν κατόρθωνε να διαβιβάσει. Αλλά η Μουαραίν είχε την εμπειρία. Ό,τι αυτές ακόμα μάθαιναν να κάνουν, η Μουαραίν το κατάφερνε μισοκοιμισμένη. Όμως υπήρχαν κάποια πράγματα που μπορούσε να κάνει η Ηλαίην, καθώς και οι άλλες δύο, στα οποία η Άες Σεντάι δεν τα κατάφερνε. Αυτό ήταν μια μικρή ικανοποίηση, μπροστά στην ευκολία με την οποία η Μουαραίν είχε φοβίσει την Τζόγια.

Ελεύθερη, μπορώντας πια να ακούει, η Αμίκο γύρισε και συνειδητοποίησε ότι είχε έρθει η Μουαραίν. Με μια στριγκή κραυγή έκλινε το γόνυ βαθιά, σαν καινούρια μαθητευόμενη. Η Τζόγια αγριοκοίταζε την πόρτα, αποφεύγοντας τα βλέμματα όλων τους. Η Νυνάβε, με τα χέρια σταυρωμένα και τις αρθρώσεις των δαχτύλων άσπρες καθώς έσφιγγε την πλεξούδα της, κοίταζε τη Μουαραίν με βλέμμα φονικό, σχεδόν όσο της Τζόγια. Η Εγκουέν έπαιζε με τη φούστα της και κοίταζε σκληρά την Τζόγια· η Ηλαίην ήταν κατσούφα και ευχόταν να ήταν γενναία σαν την Εγκουέν, ευχόταν να μην ένιωθε ότι πρόδιδε τη φίλη της. Πάνω σ' αυτή τη σκηνή, μπήκε μέσα ο λοχαγός με δύο ακόμα Υπερασπιστές στο κατόπι του, ντυμένους στα χρυσά και τα μαύρα. Η Αβιέντα δεν ήταν μαζί τους· απ' ό,τι φαινόταν, είχε εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να ξεφύγει από τις Άες Σεντάι.

Ο ψημένος αξιωματικός, που είχε δύο κοντά, λευκά πούπουλα στο γείσο του κράνους του, έκανε ένα μορφασμό όταν το βλέμμα του διασταυρώθηκε με της Τζόγια, παρ' όλο που αυτή δεν έδειξε καν να τον βλέπει. Η ματιά του περιεργάστηκε αβέβαια κάθε γυναίκα ξεχωριστά. Το δωμάτιο μύριζε μπελάδες και κανένας σοφός άντρας δεν θα ήθελε να μπλέξει με τέτοιες γυναίκες. Οι δύο στρατιώτες κρατούσαν τα μακριά δόρατα στο πλευρό τους, σχεδόν σαν να φοβούνταν ότι θα έπρεπε να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Ίσως στ' αλήθεια αυτό να φοβούνταν.

«Θα πάρετε αυτές τις δύο πίσω στα κελιά τους», είπε κοφτά η Μουαραίν στον αξιωματικό. «Επανέλαβε τις εντολές σου. Δεν θέλω καθόλου λάθη».

«Μάλιστα, Άε...» Ο λαιμός του λοχαγού φάνηκε να κλείνει, Πήρε μια ανάσα. «Μάλιστα, αρχόντισσά μου», είπε κοιτάζοντάς την ανήσυχα, για να δει αν ήταν ικανοποιητική η προσφώνηση. Όταν αυτή απλώς συνέχισε να τον κοιτάζει περιμένοντας, άφησε ένα δυνατό αναστεναγμό ανακούφισης. «Οι αιχμάλωτες δεν θα μιλούν με κανέναν εκτός από εμένα, ούτε καν μεταξύ τους. Θα είναι συνεχώς είκοσι άντρες στην αίθουσα των φρουρών, δύο έξω από κάθε κελί και τέσσερις αν χρειαστεί να ανοίξει η πόρτα του κελιού για οποιονδήποτε λόγο. Εγώ προσωπικά θα επιβλέπω την προετοιμασία του φαγητού τους και θα τους το πηγαίνω. Όλα όπως διέταξες, αρχόντισσά μου». Η φωνή του είχε έναν ερωτηματικό τόνο. Εκατό φήμες κυκλοφορούσαν στην Πέτρα, σχετικά με τις αιχμάλωτες και το λόγο που χρειάζονταν τέτοια μέτρα ασφαλείας για δύο γυναίκες. Επίσης, ψιθυρίζονταν ιστορίες για τις Άες Σεντάι, η μια πιο σκοτεινή από την άλλη.

«Πολύ καλά», είπε η Μουαραίν. «Πάρε τες».

Ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιοι βιάζονταν περισσότερο να φύγουν από την αίθουσα, οι αιχμάλωτες ή οι φρουροί. Ακόμα και η Τζόγια προχωρούσε με γρήγορα βήματα, σαν να μην άντεχε ούτε στιγμή παραπάνω να μένει σιωπηλή κοντά στη Μουαραίν.

Η Ηλαίην ήταν βέβαιη ότι δεν είχε φανεί κανένα συναίσθημα στο πρόσωπό της, όμως η Εγκουέν την πλησίασε και έφερε το χέρι γύρω από τους ώμους της. «Τι έγινε, Ηλαίην; Μοιάζεις έτοιμη να βάλεις τα κλάματα».

Η Ηλαίην θέλησε να βάλει τα κλάματα ακούγοντας την έγνοια στη φωνή της. Φως μου! σκέφτηκε. Όχι! Δεν θα κάνω τέτοια ανοησία! «Γυναίκα που κλαίει, κουβάς δίχως πάτο». Η Λίνι ήταν αστείρευτη πηγή τέτοιων ρητών.

«Τρεις φορές!» ξέσπασε η Νυνάβε, μιλώντας στη Μουαραίν, «μόνο τρεις φορές καταδέχτηκες να μας βοηθήσεις να τις ανακρίνουμε. Αυτή τη φορά εξαφανίστηκες πριν αρχίσουμε και τώρα έρχεσαι σαν να μη συμβαίνει τίποτα και μας ανακοινώνεις ότι θα τις στείλεις στην Ταρ Βάλον! Αν δεν θέλεις να βοηθήσεις, τουλάχιστον μην μπαίνεις στη μέση!»

«Μη βασίζεσαι πολύ στην εξουσία της Άμερλιν», είπε ατάραχα η Μουαραίν. «Μπορεί να σας έστειλε να κυνηγήσετε τη Λίαντριν, όμως δεν παύετε να είστε Αποδεχθείσες, βυθισμένες σε θλιβερή άγνοια, παρά τις όποιες επιστολές μεταφέρετε. Ή μήπως σκοπεύατε να συνεχίσετε την ανάκριση αιωνίως, πριν πάρετε κάποια απόφαση; Φαίνεται ότι είναι η αγαπημένη ασχολία όλων εκεί, στους Δύο Ποταμούς, να αποφεύγουν τις αποφάσεις που πρέπει να παρθούν». Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα της, το έκλεισε και τα μάτια της γούρλωσαν, σαν να μην ήξερε ποια κατηγορία να αντικρούσει πρώτη, όμως η Μουαραίν στράφηκε στην Εγκουέν και την Ηλαίην. «Για μαζέψου, Ηλαίην. Δεν έχω ιδέα πώς θα εκτελέσεις τις διαταγές της Άμερλιν, τη στιγμή που νομίζεις ότι όλα τα έθνη ακολουθούν τα έθιμα του τόπου σου. Και δεν καταλαβαίνω γιατί αναστατώθηκες τόσο. Μην επιτρέψεις στα συναισθήματά σου να πληγώσουν τους άλλους».

«Τι εννοείς;» είπε η Εγκουέν. «Ποια έθιμα; Τι λες τώρα;»

«Η Μπερελαίν ήταν στο δωμάτιο του Ραντ», είπε η Ηλαίην με αδύναμη φωνή, πριν μετανιώσει που άνοιξε το στόμα της. Το βλέμμα της στράφηκε ένοχα στην Εγκουέν. Ήταν αρκετά σίγουρη ότι είχε κρατήσει τα συναισθήματά της κρυφά.

Η Μουαραίν την κοίταξε επιτιμητικά και αναστέναξε. «Εγκουέν, αν μπορούσα θα σε είχα προστατέψει από αυτό. Αν η Ηλαίην δεν είχε αφήσει την αηδία που νιώθει για την Μπερελαίν να υπερνικήσει την κοινή λογική της. Τα έθιμα του Μαγιέν δεν ίδια με αυτά που μάθατε στα μέρη σας, ούτε η μια, ούτε η άλλη. Εγκουέν, ξέρω τι νιώθεις για τον Ραντ, πρέπει όμως να συνειδητοποιήσεις πια ότι δεν θα βγει τίποτα. Ο Ραντ ανήκει στο Σχήμα και στην ιστορία».

Η Εγκουέν, μοιάζοντας να μη δίνει σημασία στην Άες Σεντάι, κοίταξε κατάματα την Ηλαίην. Η Ηλαίην θέλησε να αποτραβήξει το βλέμμα, αλλά δεν μπόρεσε. Ξαφνικά η Εγκουέν έγειρε κοντά της, μισόκλεισε το χέρι, σαν κούπα, και από πίσω της ψιθύρισε: «Τον αγαπώ. Σαν αδελφό. Και σένα σαν αδελφή. Σου εύχομαι το καλύτερο μαζί του».

Η Ηλαίην άνοιξε τα μάτια διάπλατα κι ένα χαμόγελο φώτισε αργά το πρόσωπό της. Απάντησε στην αγκαλιά της Εγκουέν σφιχταγκαλιάζοντάς την και η ίδια. «Σ' ευχαριστώ», μουρμούρισε μαλακή. «Κι εγώ σ' αγαπώ, αδελφή μου. Σ' ευχαριστώ».

«Λάθος το κατάλαβε», είπε η Εγκουέν σχεδόν μονολογώντας, με ένα χαμόγελο χαράς να ανθίζει στο πρόσωπό της. «Ερωτεύτηκες ποτέ σου, Μουαραίν;»

Μια ερώτηση που έπεσε σαν κεραυνός. Η Ηλαίην δεν μπορούσε να φανταστεί την Άες Σεντάι ερωτευμένη. Η Μουαραίν ήταν του Γαλάζιου Άτζα και λεγόταν ότι οι Γαλάζιες αδελφές αφιέρωναν όλο τους το πάθος στους σκοπούς τους.

Η λεπτή γυναίκα δεν αιφνιδιάστηκε καθόλου. Έμεινε αρκετή ώρα κοιτάζοντας ήρεμα και τις δύο, αγκαλιασμένες όπως ήταν. «Θα στοιχημάτιζα ότι ξέρω το πρόσωπο του ανθρώπου που θα παντρευτώ καλύτερα απ' όσο εσείς οι δύο ξέρετε το πρόσωπο του μελλοντικού συζύγου σας», είπε στο τέλος.

Η Εγκουέν έμεινε να χάσκει έκπληκτη.

«Ποιος είναι;» είπε η Ηλαίην με κομμένη την ανάσα.

Η Άες Σεντάι φαινόταν να έχει μετανιώσει που είχε μιλήσει. «Ίσως απλώς να εννοούσα ότι έχουμε κοινή την άγνοια. Μην αναλύετε λίγες λεξούλες». Κοίταξε τη Νυνάβε συλλογισμένη. «Αν ποτέ διαλέξω έναν άντρα —αν, λέω― δεν θα είναι ο Λαν. Αυτό έχω να πω».

Ήταν ένα δωράκι προς τη Νυνάβε, που όμως δεν φάνηκε να το καλοδέχεται. Η Νυνάβε είχε «να οργώσει χωράφι με σκληρό χώμα», όπως θα έλεγε η Λίνι, μιας και αγαπούσε έναν άντρα που όχι μόνο ήταν Πρόμαχος, αλλά κι από πάνω προσπαθούσε να μην της ανταποδώσει την αγάπη της. Έτσι ανόητος που ήταν, ως άντρας, συνεχώς μιλούσε για τον πόλεμο κατά της Σκιάς, στον οποίο πάντα θα πολεμούσε και ποτέ δεν θα νικούσε. Επίσης, έλεγε ότι δεν ήθελε να την ντύσει με τα ρούχα της χήρας από τη δεξίωση του γάμου τους. Τέτοια χαζά. Η Ηλαίην δεν καταλάβαινε πώς το ανεχόταν η Νυνάβε. Δεν ήταν πολύ υπομονετική γυναίκα.

«Αν τελειώσατε τις φλυαρίες περί αντρών», είπε με έναν οξύ τόνο η Νυνάβε, σαν να ήθελε να αποδείξει ότι αυτό ακριβώς έκαναν, «ίσως καταφέρουμε να ασχοληθούμε ξανά με τα σημαντικά». Εσφιξε με δύναμη την πλεξούδα της και άρχισε να μιλά με μια ταχύτητα και μια ένταση που ολοένα δυνάμωναν, σαν τον τροχό ενός νερόμυλου με τα γρανάζια αποσυνδεμένα. «Πώς μπορούμε να αποφασίσουμε ποια από τις δύο λέει ψέματα, η Τζόγια ή η Αμίκο, αφού τις διώχνεις; Ή αν λένε ψέματα κι οι δυο; Ή καμία από τις δύο; Ό,τι και να νομίζεις, Μουαραίν, δεν μου αρέσει να κάθομαι εδώ αναποφάσιστη, αλλά έχω πέσει σε τόσες παγίδες, που δεν θέλω άλλες. Και δεν θέλω να κυνηγώ μπαμπούλες και φαντάσματα... Εμένα... εμάς έστειλε η Άμερλιν να κυνηγήσουμε τη Λίαντριν και τα τσιράκια της. Αφού θεωρείς ότι δεν είναι αρκετά σημαντικές και δεν αφιερώνεις λίγο χρόνο για να μας βοηθήσεις, τουλάχιστον μη μας βάζεις τρικλοποδιά με το σκουπόξυλο!»

Φαινόταν έτοιμη να ξεριζώσει την πλεξούδα της και να στραγγαλίσει μ' αυτή την Άες Σεντάι· η Μουαραίν, από την άλλη, είχε εκείνη την επικίνδυνη, εύθραυστη ηρεμία, που έδειχνε ότι θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να της διδάξει πώς να κρατά το στόμα της κλειστό, όπως είχε κάνει με την Τζόγια. Η Ηλαίην συμπέρανε ότι ήταν ώρα να ηρεμήσει τα πνεύματα. Δεν ήξερε πώς είχε αναλάβει το ρόλο του ειρηνοποιού μεταξύ αυτών των γυναικών —μερικές φορές της ερχόταν να τις αρπάξει από το γιακά και να τις τραντάξει δυνατά― όμως η μητέρα της πάντα έλεγε ότι φουρκισμένος ποτέ δεν παίρνεις σωστές αποφάσεις. «Πρόσθεσε κάτι ακόμα σ' αυτά που θέλεις να ξέρεις», είπε. «Γιατί μας κάλεσαν να πάμε στον Ραντ; Εκεί μας πήγε η Καρήν. Τώρα, φυσικά, είναι εντάξει. Η Μουαραίν τον Θεράπευσε». Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα ρίγος καθώς σκεφτόταν τη φευγαλέα ματιά που είχε ρίξει στο δωμάτιό του, όμως ο αντιπερισπασμός πέτυχε τέλεια.

«Τον Θεράπευσε!» έκανε η Νυνάβε με κομμένη την ανάσα. «Τι έπαθε;»

«Παραλίγο να πεθάνει», είπε η Άες Σεντάι γαλήνια, σαν να έλεγε ότι είχε πιει ένα τσαγάκι.

Η Ηλαίην ένιωθε την Εγκουέν να τρέμει καθώς άκουγαν την απαθή αναφορά της Μουαραίν, ίσως όμως λίγο από το τρέμουλο να ήταν δικό της. Φυσαλίδες κακού που έπλεαν στο Σχήμα. Αντανακλάσεις που πηδούσαν έξω από τους καθρέφτες. Ο Ραντ καταπληγωμένος και καταματωμένος. Και σαν ύστερη σκέψη, η Μουαραίν πρόσθεσε ότι σίγουρα ο Πέριν και ο Ματ είχαν βιώσει κάτι αντίστοιχο, και είχαν γλιτώσει χωρίς να τους πειραχτεί ούτε τρίχα. Η γυναίκα είχε πάγο στις φλέβες της. Μπα, αφού άναψε και κόρωσε με το πείσμα του Ραντ. Και δεν ήταν ψυχρή όταν έλεγε για γάμο, αν και αυτό προσποιούνταν. Τώρα όμως έκανε σαν να συζητούσε αν ένα τόπι μετάξι ήταν το κατάλληλο χρώμα για ένα φόρεμα.

«Κι αυτά... αυτά τα πράγματα θα συνεχίσουν να συμβαίνουν;» είπε η Εγκουέν, όταν ολοκλήρωσε η Μουαραίν. «Δεν υπάρχει τρόπος να τα σταματήσεις; Ούτε ο Ραντ μπορεί;»

Το μικρό, γαλάζιο πετράδι που κρεμόταν από τα μαλλιά της Μουαραίν λικνίστηκε, καθώς αυτή κουνούσε το κεφάλι. «Αν δεν μάθει να ελέγχει τις ικανότητές του, όχι. Ίσως ούτε και τότε ακόμα. Δεν ξέρω αν θα είναι ποτέ αρκετά ισχυρός για να διώξει το μίασμα από κοντά του. Τουλάχιστον, όμως, θα μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του καλύτερα».

«Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να τον βοηθήσεις;» ρώτησε η Νυνάβε απαιτητικά. «Απ' όλες εμάς, εσύ είσαι υποτίθεται η παντογνώστρια ― τουλάχιστον αυτό κάνεις ότι είσαι. Δεν μπορείς να τον διδάξεις; Μερικά πραγματάκια τουλάχιστον; Και μη μου πεις παροιμίες για πουλιά που μαθαίνουν κολύμπι στα ψάρια».

«Θα ήξερες τι λες», απάντησε η Μουαραίν, «αν είχες αξιοποιήσει τα μαθήματά σου, όπως έπρεπε να κάνεις. Τότε θα ήξερες. Θέλεις να μάθεις να χρησιμοποιείς τη Δύναμη, Νυνάβε, όμως δεν ενδιαφέρεσαι να μάθεις για τη Δύναμη. Το σαϊντίν δεν είναι σαϊντάρ. Οι ροές διαφέρουν, οι τρόποι που τα υφαίνεις διαφέρουν. Το πουλί ξέρει κάτι παραπάνω».

Αυτή τη φορά η Εγκουέν προσπάθησε να εκτονώσει την ένταση. «Τι πείσμα έπιασε τώρα τον Ραντ;» Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα, έτοιμη να μιλήσει, αλλά η Εγκουέν την πρόλαβε. «Καμιά φορά είναι πεισματάρης σαν πέτρα». Η Νυνάβε ξανάκλεισε το στόμα απότομα· όλες ήξεραν ότι αυτή ήταν η καθαρή αλήθεια.

Η Μουαραίν τις κοίταξε στοχαστικά. Μερικές φορές η Ηλαίην δεν ήξερε να πει πόση εμπιστοσύνη είχε η Άες Σεντάι στις τρεις τους. Ή σε οποιονδήποτε άλλο. «Πρέπει να δράσει», είπε στο τέλος η Άες Σεντάι. «Αντίθετα, αυτός κάθεται εκεί και οι Δακρινοί σταδιακά χάνουν το φόβο που του είχαν. Κάθεται εκεί, κι όσο περισσότερο μένει χωρίς να κάνει τίποτα, τόσο περισσότερο οι Αποδιωγμένοι θα βλέπουν την αδράνειά του σαν σημάδι αδυναμίας. Το Σχήμα κινείται και κυλά· μόνο οι νεκροί στέκουν. Πρέπει να δράσει, ειδάλλως θα πεθάνει. Είτε από βέλος βαλλίστρας στη ράχη, είτε από δηλητήριο στο φαΐ του, είτε από τους Αποδιωγμένους, που θα ενωθούν για να του ξεριζώσουν την ψυχή από το σώμα. Θα δράσει ή θα πεθάνει». Η Ηλαίην μόρφαζε με κάθε κίνδυνο που απαριθμούσε η Μουαραίν· ήταν αληθινοί, αυτό ήταν το χειρότερο.

«Κι εσύ ξέρεις τι πρέπει να κάνει, έτσι δεν είναι;» είπε με ένταση η Νυνάβε. «Έχεις κιόλας καταστρώσει το σχέδιο που πρέπει να ακολουθήσει».

Η Μουαραίν ένευσε. «Θα προτιμούσε να ξαναπάρει τους δρόμους μονάχος του; Δεν τολμώ να το ριψοκινδυνεύσω. Αυτή τη φορά ίσως σκοτωθεί, ή ίσως πάθει χειρότερα πριν τον βρω».

Πράγμα που ήταν αλήθεια. Ο Ραντ σχεδόν δεν ήξερε τι έκανε. Και η Ηλαίην ήταν σίγουρη ότι η Μουαραίν δεν είχε διάθεση να χάσει έστω και τη μικρή καθοδήγηση που του παρείχε. Τις λίγες συμβουλές που της επέτρεπε να του δίνει.

«Θα μας πεις το σχέδιο που του ετοίμασες;» απαίτησε να μάθει η Εγκουέν. Δεν βοηθούσε να ηρεμήσει η κατάσταση έτσι.

«Ναι, πες το», είπε η Ηλαίην, ξαφνιάζοντας τον εαυτό της καθώς μιλούσε και η ίδια με τον ψυχρό τόνο της Εγκουέν. Συνήθιζε όσο ήταν δυνατό να αποφεύγει τις αντιπαραθέσεις· η μητέρα της πάντα έλεγε ότι ήταν καλύτερο να καθοδηγείς τους ανθρώπους, παρά να τους βάζεις σε μια τάξη με τη βία.

Η Μουαραίν δεν έδειξε αν ο τρόπος τους την ενοχλούσε. «Αρκεί να καταλάβετε ότι πρέπει να μην το πείτε πουθενά. Το σχέδιο που έχει αποκαλυφθεί είναι ένα σχέδιο καταδικασμένο να αποτύχει. Ναι, βλέπω ότι καταλαβαίνετε».

Η Ηλαίην πάντως το καταλάβαινε· το σχέδιο ήταν επικίνδυνο και η Μουαραίν δεν ήξερε αν θα πετύχαινε.

«Ο Σαμαήλ είναι στο Ίλιαν», συνέχισε η Άες Σεντάι. «Οι Δακρινοί είναι πάντα έτοιμοι για πόλεμο με το Ίλιαν και το αντίστροφο. Χίλια χρόνια αλληλοσκοτώνονται και μιλάνε για την επόμενη αφορμή πολέμου με τον τρόπο που άλλοι μιλάνε για την επόμενη γιορτή. Δεν πιστεύω ότι αυτό θα άλλαζε, ακόμα κι αν ήξεραν για την παρουσία του Σαμαήλ, τώρα που έχουν τον Ραντ να τους οδηγεί. Το Δάκρυ θα ακολουθήσει πρόθυμα τον Ραντ σε μια τέτοια εκστρατεία κι αν κατατροπώσει τον Σαμαήλ, τότε —»

«Φως μου!» αναφώνησε η Νυνάβε. «Όχι μόνο θέλεις να ξεκινήσει πόλεμο, αλλά θέλεις και να τα βάλει μ' έναν Αποδιωγμένο! Δεν είναι παράξενο που πείσμωσε. Μπορεί να είναι άντρας, αλλά δεν είναι βλάκας».

«Στο τέλος θα πρέπει να αντιμετωπίσει τον Σκοτεινό», είπε γαλήνια η Μουαραίν. «Στ' αλήθεια πιστεύεις ότι μπορεί τώρα να αποφύγει τον Αποδιωγμένο; Όσο για τον πόλεμο, από πολέμους άλλο τίποτα, ακόμα και χωρίς αυτόν ― κι όλοι παντελώς άχρηστοι».

«Όλοι οι πόλεμοι είναι άχρηστοι», άρχισε να λέει η Ηλαίην κι ύστερα η φωνή της έσβησε, καθώς ξαφνικά συνειδητοποιούσε κάτι. Το πρόσωπό της έδειξε λύπη και τύψεις· πάνω απ' όλα, όμως, κατανόηση. Η μητέρα της συχνά της έκανε μάθημα για τον τρόπο που καθοδηγούσε και διοικούσε κάποιος ένα έθνος, δύο διαφορετικά πράγματα, όμως και τα δύο αναγκαία. Και μερικές φορές έπρεπε και στις δύο περιπτώσεις να γίνουν πράγματα πολύ άσχημα, αλλά το τίμημα, αν δεν τα γίνονταν, ήταν ακόμα χειρότερο.

Η Μουαραίν την κοίταξε συμπονετικά. «Δεν είναι πάντα ευχάριστο, έτσι δεν είναι; Φαντάζομαι ότι η μητέρα σου, όταν έφτασες σε μια ηλικία, άρχισε να σου διδάσκει τι θα χρειαστείς για να κυβερνήσεις στη θέση της». Η Μουαραίν είχε μεγαλώσει στο Αυτοκρατορικό Παλάτι στην Καιρχίν και δεν ήταν στη σειρά διαδοχής για να βασιλέψει, αλλά ήταν συγγενής με την οικογένεια που κυβερνούσε και σίγουρα άκουγε τα ίδια κηρύγματα. «Αλλά καμιά φορά η άγνοια φαίνεται καλύτερη, να είσαι μια χωριατοπούλα που δεν ξέρει τίποτα, πέρα από τα χωράφια της».

«Κι άλλοι γρίφοι;» έκανε περιφρονητικά η Νυνάβε. «Ο πόλεμος ήταν κάτι που άκουγα να λένε οι πραματευτές, κάτι μακρινό, που δεν το καταλάβαινα. Τώρα ξέρω τι είναι. Άντρες που αλληλοσκοτώνονται. Άντρες που φέρονται σαν ζώα, που έχουν καταντήσει ζώα. Χωριά καμένα, χωράφια και αγροί καμένοι. Πείνα, αρρώστιες και θάνατοι, τόσο για τους ενόχους όσο και για τους αθώους. Γιατί θα είναι καλύτερος ο δικός σου πόλεμος, Μουαραίν; Γιατί θα είναι πιο τίμιος;»

«Ηλαίην;» είπε χαμηλόφωνα η Μουαραίν.

Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι —δεν ήθελε να είναι εκείνη που θα το εξηγούσε― αλλά δεν ήξερε αν ακόμα και η μητέρα της, καθισμένη στο Θρόνο του Λιονταριού, θα μπορούσε να μείνει σιωπηλή μπροστά στο πιεστικό, σκοτεινό βλέμμα της Μουαραίν. «Ο πόλεμος θα ξεσπάσει, είτε τον αρχίσει ο Ραντ είτε όχι», είπε απρόθυμα. Η Εγκουέν έκανε ένα βήμα πίσω, κοιτάζοντάς τη σαν να μην πίστευε στα αφτιά της. Το ίδιο βλέμμα είχε και η Νυνάβε· η έκφραση στα πρόσωπα των γυναικών έσβησε σιγά-σιγά, όταν συνέχισε να μιλάει. «Ο Αποδιωγμένος δεν θα καθίσει να περιμένει με τα χέρια σταυρωμένα. Ο Σαμαήλ σίγουρα δεν είναι ο μόνος που άρπαξε τα ηνία ενός κράτους, απλώς είναι ο μοναδικός που γνωρίζουμε. Στο τέλος θα κυνηγήσουν τον Ραντ, ίσως αυτοπροσώπως, μα σίγουρα θα έχουν μαζί και τις όποιες στρατιές διοικούν. Τα έθνη, όμως, που έχουν γλιτώσει από τους Αποδιωγμένους; Πόσα θα φωνάξουν “δοξασμένο να είναι το λάβαρο του Δράκοντα” και θα τον ακολουθήσουν στην Τάρμον Γκάι'ντον; Πόσα θα πουν ότι η άλωση του Δακρύου είναι ψέμα και ότι ο Ραντ είναι απλώς άλλος ένας ψεύτικος Δράκοντας που θέλει σκότωμα, ένας ψεύτικος Δράκοντας τόσο ισχυρός που θα τα απειλήσει, αν δεν προλάβουν να επιτεθούν πρώτα; Είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο, ο πόλεμος θα ξεσπάσει». Σταμάτησε απότομα να μιλά. Υπήρχαν κι άλλα, όμως εκείνα δεν μπορούσε, δεν ήθελε να τα πει.

Η Μουαραίν δεν ήταν τόσο διακριτική. «Πολύ ωραία», είπε νεύοντας, «όμως υπάρχουν κι άλλα». Το βλέμμα που έριξε στην Ηλαίην έλεγε ότι ήξερε αυτά που είχε εσκεμμένα παραλείψει η Ηλαίην. Έσφιξε ήρεμα τα χέρια στη μέση της και απευθύνθηκε στη Νυνάβε και την Εγκουέν. «Τίποτα δεν κάνει αυτό τον πόλεμο καλύτερο ή τιμιότερο. Αλλά θα ενώσει τους Δακρινούς με τον Ραντ και οι Ιλιανοί θα καταλήξουν να τον ακολουθήσουν, ακριβώς όπως κάνουν τώρα οι Δακρινοί. Πώς αλλιώς, όταν το λάβαρο του Δράκοντα θα κυματίζει πάνω από το Ίλιαν; Η είδηση της νίκης του ίσως κι από μόνη της να παίξει αποφασιστικό ρόλο στους πολέμους του Τάραμπον και του Άραντ Ντόμαν, προς όφελος του Ραντ· βλέπεις, λοιπόν, ότι τελειώνουν κάποιοι πόλεμοι.

»Με ένα χτύπημα θα γίνει τόσο δυνατός, από πλευράς αντρών και σπαθιών, που μόνο ένας συνασπισμός όλων των εθνών, που θα έχουν απομείνει από εδώ ως τη Μάστιγα, θα μπορεί να τον νικήσει, ενώ με το ίδιο χτύπημα θα δείξει στους Αποδιωγμένους ότι δεν είναι ένα ώριμο φρούτο έτοιμο για μάζεμα. Αυτό θα τους κάνει επιφυλακτικούς και θα κερδίσει χρόνο για να μάθει πώς να χρησιμοποιεί την ισχύ του. Θα πρέπει να κινηθεί πρώτος, να είναι το σφυρί, όχι το καρφί». Η Άες Σεντάι έκανε ένα μικρό μορφασμό και ένα ίχνος του προηγούμενου θυμού τάραξε τη γαλήνη της. «Πρέπει να κινηθεί πρώτος. Και τι πάει και κάνει; Διαβάζει. Διαβάζει κι έτσι τον βρίσκουν χειρότεροι μπελάδες».

Η Νυνάβε φαινόταν αναστατωμένη, λες και μπορούσε να δει τις μάχες και τους σκοτωμούς· τα μαύρα μάτια της Εγκουέν ήταν διάπλατα ανοιχτά, καθώς συνειδητοποιούσε την κατάσταση με φρίκη. Η έκφρασή τους έκανε την Ηλαίην να ριγήσει. Η μια είχε δει τον Ραντ να μεγαλώνει, η άλλη είχε μεγαλώσει μαζί του. Και τώρα τον έβλεπαν να ξεκινά πολέμους. Όχι τον Αναγεννημένο Δράκοντα, αλλά τον Ραντ αλ'Θόρ.

Η Εγκουέν έβαλε τα δυνατά της, πιάστηκε από το πιο μικρό πράγμα, το πιο ασήμαντο, απ' όσα είχε πει η Μουαραίν. «Πώς μπορεί να τον βάζει σε μπελάδες το διάβασμα;»

«Αποφάσισε να μάθει μόνος του τι λένε οι Προφητείες του Δράκοντα». Το πρόσωπο της Μουαραίν ήταν γαλήνιο και ατάραχο, όμως ξαφνικά η φωνή της έδειξε την κούραση που ένιωθε και η Ηλαίην. «Μπορεί να είναι απαγορευμένες στο Δάκρυ, όμως ο Αρχιβιβλιοθηκάριος είχε εννέα διαφορετικές μεταφράσεις σ' ένα κλειδωμένο μπαούλο. Τώρα τις έχει όλες ο Ραντ. Του επισήμανα τη στροφή που αφορά τούτη την κατάσταση κι αυτός μου την παρέθεσε από μια παλιά Καντορινή μετάφραση.

“Η Δύναμη της Σκιάς έφτιαξε την ανθρώπινη σάρκα,

την ξύπνησε στο μόχθο, την αγωνία και τη συμφορά.

Ο Αναγεννημένος, σημαδεμένος και ματωμένος,

χορεύει το σπαθί σε όνειρα και ομίχλη,

αλυσοδένει τους Σκιόρκιστους στη θέλησή του,

από την πόλη, χαμένη και σκοτεινή,

οδηγεί τα δόρατα στον πόλεμο άλλη μια φορά,

σπάει τα δόρατα και τα κάνει να δουν,

την αλήθεια που είναι από καιρό κρυμμένη σε αρχαίο όνειρο”».

Έκανε μια γκριμάτσα. «Ισχύει και σ' αυτό, όπως και σ' οτιδήποτε. Το Ίλιαν υπό τον Σαμαήλ είναι σίγουρα μια σκοτεινή πόλη. Αν οδηγήσει σε πόλεμο τα δόρατα των Δακρινών και αλυσοδέσει τον Σαμαήλ, θα έχει εκπληρώσει τη στροφή. Το αρχαίο όνειρο του Αναγεννημένου Δράκοντα. Αλλά δεν το καταλαβαίνει. Έχει ακόμα κι ένα αντίγραφο στην Παλιά Γλώσσα, λες και καταλαβαίνει έστω και δυο λέξεις της. Τρέχει πίσω από τις σκιές, ενώ ο Σαμαήλ, ο Ράχβιν ή η Λανφίαρ θα τον αρπάξουν από το λαιμό, πριν προλάβω να τον πείσω για το σφάλμα του».

«Είναι απελπισμένος». Η Ηλαίην ήταν βέβαιη ότι ο ήρεμος τόνος της Νυνάβε δεν ήταν για το χατίρι της Μουαραίν, αλλά του Ραντ. «Είναι απελπισμένος και πασχίζει να βρει το δρόμο του».

«Το ίδιο απελπισμένη είμαι κι εγώ», είπε ανυποχώρητα η Μουαραίν. «Αφιέρωσα τη ζωή μου για να τον βρω και όσο περνάει από το χέρι μου, δεν θα τον αφήσω να αποτύχει. Είμαι σχεδόν τόσο απελπισμένη, που...» Σταμάτησε απότομα και σούφρωσε τα χείλη της. «Αρκεί να πω ότι θα κάνω αυτό που πρέπει».

«Μα δεν αρκεί», έκανε απότομα η Εγκουέν. «Τι είναι αυτό που θα κάνεις;»

«Εσάς πρέπει να σας νοιάζουν άλλα πράγματα», είπε η Άες Σεντάι. «Το Μαύρο Άτζα —»

«Όχι!» Η φωνή της Ηλαίην ήταν προστακτική και κοφτερή σαν μαχαίρι, ενώ τα δάχτυλά της είχαν ασπρίσει καθώς έσφιγγε τη μαλακή, γαλάζια φούστα της. «Έχεις πολλά μυστικά, Μουαραίν, αλλά αυτό πες το μας. Τι σκοπεύεις να κάνεις στον Ραντ;» Μια εικόνα άστραψε στο μυαλό της, ότι θα άρπαζε τη Μουαραίν και θα την έσειε μέχρι να μάθει την αλήθεια, αν χρειαζόταν.

«Να του κάνω; Τίποτα. Άντε, καλά. Δεν υπάρχει λόγος να μην το μάθετε. Είδατε αυτό που οι Δακρινοί ονομάζουν Μεγάλη Συλλογή;»

Κάτι παράξενο για ένα λαό που φοβόταν τόσο τη Δύναμη, οι Δακρινοί διατηρούσαν στην Πέτρα μια συλλογή αντικειμένων που είχαν σχέση με τη Δύναμη, μια συλλογή που υστερούσε μόνο σε σύγκριση με εκείνη που υπήρχε στο Λευκό Πύργο. Η Ηλαίην, πάντως, πίστευε ότι αυτό είχε γίνει επειδή τόσο καιρό, θέλοντας και μη, ήταν αναγκασμένοι να φρουρούν το Καλαντόρ. Ακόμα και το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί θα έμοιαζε κατώτερο, όταν ήταν ένα αντικείμενο μεταξύ πολλών. Όμως οι Δακρινοί δεν είχαν πειστεί ποτέ να επιδείξουν τους θησαυρούς τους. Η Μεγάλη Συλλογή διατηρούνταν σε ένα διάδρομο με βρώμικα, στενά δωμάτια, θαμμένα ακόμα πιο βαθιά κι από τα μπουντρούμια. Όταν η Ηλαίην τα είχε πρωτοδεί, οι κλειδωνιές στις πόρτες είχαν σφραγιστεί από τη σκουριά εδώ και χρόνια, τουλάχιστον σε όσες πόρτες έστεκαν ακόμα όρθιες, χωρίς να τις έχει φάει το σαράκι.

«Περάσαμε μια ολόκληρη μέρα εκεί κάτω», είπε η Νυνάβε. «Για να δούμε μήπως είχαν πάρει τίποτα η Λίαντριν και οι φίλες της. Δεν νομίζω να πήραν κάτι. Όλα ήταν θαμμένα κάτω από τη σκόνη και τη μούχλα. Θέλει δέκα καραβιές για να πάνε όλα στον Πύργο. Ίσως εκεί μπορέσουν να βγάλουν μια άκρη· εγώ, πάντως, δεν τα κατάφερα». Απ' ό,τι φαινόταν, ήταν πολύ δύσκολο να αποφύγει τον πειρασμό να ερεθίσει τη Μουαραίν. «Θα τα ήξερες όλα αυτά, αν μας είχες αφιερώσει λίγο χρόνο», πρόσθεσε.

Η Μουαραίν ούτε που το πρόσεξε. Έμοιαζε να κοιτάζει μέσα της, να εξετάζει τις ίδιες της τις σκέψεις, και μίλησε σχεδόν μονολογώντας. «Υπάρχει ένα συγκεκριμένο τερ'ανγκριάλ στη Συλλογή, ένα αντικείμενο σαν πλαίσιο πόρτας από κοκκινόπετρα, που έχει μια ανεπαίσθητη στρέβλωση, όταν το κοιτάζεις. Αν δεν μπορέσω να τον αναγκάσω να αποφασίσει, ίσως χρειαστεί να το δρασκελίσω». Η μικρή, γαλάζια πέτρα στο μέτωπό της τρεμούλιασε, λαμπύρισε. Απ' ό,τι φαινόταν, η Μουαραίν δεν βιαζόταν να κάνει αυτό το βήμα.

Με την αναφορά στο τερ'ανγκριάλ, η Εγκουέν ενστικτωδώς άγγιξε το μπούστο του φορέματός της. Εκεί είχε ράψει μόνη της μια μικρή τσέπη, για να κρύβει το πέτρινο δαχτυλίδι που ήταν τώρα εκεί μέσα. Αυτό το δαχτυλίδι ήταν ένα τερ'ανγκριάλ, ισχυρό με τον τρόπο του, αν και μικρό, και η Ηλαίην ήταν μια από τις τρεις γυναίκες που ήξεραν ότι το είχε. Η Μουαραίν δεν συγκαταλεγόταν σ' αυτές τις τρεις.

Τα τερ'ανγκριάλ ήταν παράξενα πράγματα, απομεινάρια της Εποχής των Θρύλων, όπως τα ανγκριάλ και τα σα'ανγκριάλ, αν και πιο πολυάριθμα. Τα τερ'ανγκριάλ χρησιμοποιούσαν τη Μία Δύναμη αντί να τη μεγεθύνουν. Απ' ό,τι φαινόταν, είχαν κατασκευαστεί για να κάνουν μόνο κάτι συγκεκριμένο και τίποτα άλλο, όμως παρ' όλο που τώρα χρησιμοποιούνταν μερικά, κανείς δεν ήξερε αν τα χρησιμοποιούσαν για το σκοπό που είχαν κατασκευαστεί. Η Ράβδος των Όρκων, με την οποία μια γυναίκα έδινε τους Τρεις Όρκους όταν γινόταν κανονικό μέλος των Άες Σεντάι, ήταν ένα τερ'ανγκριάλ, που έκανε αυτούς τους όρκους μέρος της σάρκας και του αίματός της. Η τελευταία δοκιμασία, στην οποία υποβάλλονταν οι μαθητευόμενες όταν γίνονταν Αποδεχθείσες, λάμβανε χώρα μέσα σε ένα άλλο τερ'ανγκριάλ, το οποίο ξετρύπωνε τους πιο ενδόμυχους φόβους τους και τους έκανε να φαίνονται αληθινοί — ή ίσως τις πήγαινε σε ένα μέρος όπου οι φόβοι ήταν αληθινοί. Παράξενα πράγματα συνέβαιναν με τα τερ'ανγκριάλ. Κάποιες Άες Σεντάι είχαν πυρποληθεί, σκοτωθεί ή εξαφανιστεί, έτσι απλά, καθώς τα μελετούσαν. Ή καθώς τα χρησιμοποιούσαν.

«Την είδα αυτή την πόρτα», είπε η Ηλαίην. «Στο τελευταίο δωμάτιο, στην άκρη του διαδρόμου. Το φανάρι μου έσβησε κι έπεσα τρεις φορές μέχρι να γυρίσω στην είσοδο». Ένα κοκκίνισμα αμηχανίας έβαψε τα μάγουλά της. «Φοβόμουν να διαβιβάσω εκεί μέσα, ακόμα και για να ξανανάψω το φανάρι. Τα πιο πολλά μου μοιάζουν για παλιατσαρίες —νομίζω ότι οι Δακρινοί άρπαζαν ό,τι έβρισκαν, αρκεί να έλεγε κάποιος ότι είχε σχέση με τη Δύναμη― αλλά τότε σκεφτόμουν ότι, αν διαβιβάσω, ίσως να ενεργοποιήσω κάτι που δεν ήταν παλιατσαρία και ποιος ξέρει τι θα γινόταν».

«Κι αν είχες σκοντάψει στο σκοτάδι κι έπεφτες μέσα στη στρεβλή πόρτα;» είπε ειρωνικά η Μουαραίν. «Γι' αυτή δεν χρειάζεται να διαβιβάσεις, αρκεί να τη διαβείς».

«Για ποιο σκοπό;» ρώτησε η Νυνάβε.

«Για να βρεις απαντήσεις. Τρεις απαντήσεις, που η καθεμιά θα είναι αληθινή, για το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον».

Η πρώτη σκέψη της Ηλαίην ήταν η παιδική ιστορία Η Μπίλι Κάτω Από Το Λόφο, όμως μόνο επειδή είχε τρεις απαντήσεις. Η δεύτερη ήρθε στο κατόπι της πρώτης κι όχι μόνο στην Ηλαίην. Μίλησε, ενώ η Νυνάβε και η Εγκουέν δεν είχαν προλάβει καλά-καλά να ανοίξουν το στόμα τους. «Μουαραίν, έτσι λύνεται το πρόβλημά μας. Μπορούμε να ρωτήσουμε ποια λέει την αλήθεια, η Τζόγια ή η Αμίκο. Μπορούμε να ρωτήσουμε πού είναι η Λίαντριν και οι άλλες. Τα ονόματα των αδελφών του Μαύρου Άτζα που είναι ακόμα στον Πύργο —»

«Μπορούμε να ρωτήσουμε τι είναι αυτό το πράγμα που απειλεί τον Ραντ;» την έκοψε η Εγκουέν. «Γιατί δεν μας είπες άλλοτε γι' αυτό; Γιατί μας άφησες να ακούμε μέρες ολόκληρες τις ίδιες ιστορίες, ενώ θα μπορούσαμε να έχουμε πια ξεκαθαρίσει το ζήτημα;» πρόσθεσε η Νυνάβε.

Η Άες Σεντάι έκανε ένα μορφασμό και σήκωσε τα χέρια ψηλά. «Εσείς οι τρεις χιμάτε σαν ανόητες, εκεί που ο Λαν και εκατό Πρόμαχοι θα προχωρούσαν με προσοχή. Γιατί νομίζετε ότι δεν μπήκα; Εδώ και μέρες θα μπορούσα να είχα ρωτήσει τι πρέπει να κάνει ο Ραντ για να επιζήσει και να θριαμβεύσει, πώς μπορεί να νικήσει τους Αποδιωγμένους και τον Σκοτεινό, πώς μπορεί να ελέγξει τη Δύναμη και να αποφύγει την τρέλα όσο καιρό θα χρειαστεί για να κάνει αυτό που πρέπει». Στάθηκε περιμένοντας, με τα χέρια στους γοφούς, ενώ οι άλλες σιγά-σιγά χώνευαν τα λόγια της. Καμία τους δεν μίλησε. «Υπάρχουν κανόνες», συνέχισε, «και κίνδυνοι. Κανείς δεν μπορεί να μπει πάνω από μια φορά. Μόνο μία φορά. Μπορείς να κάνεις τρεις ερωτήσεις, αλλά πρέπει να ρωτήσεις και να ακούσεις τις απαντήσεις πριν μπορέσεις να φύγεις. Οι επιπόλαιες ερωτήσεις τιμωρούνται, έτσι φαίνεται, όπως φαίνεται επίσης κι ότι αυτό που είναι σοβαρό για κάποιον, είναι επιπόλαιο για κάποιον άλλο. Και το σημαντικότερο: οι ερωτήσεις που αφορούν τη Σκιά έχουν βαριές συνέπειες.

»Αν μια από σας ρωτούσε για το Μαύρο Άτζα, ίσως να έβγαινε νεκρή ή και τρελή, να παραμιλάει — αν έβγαινε καν. Όσο για τον Ραντ... δεν ξέρω αν μπορείς να ρωτήσεις κάτι για τον Αναγεννημένο Δράκοντα που να μην αφορά τη Σκιά. Βλέπετε; Μερικές φορές υπάρχει λόγος για να είναι κανείς επιφυλακτικός».

«Πού τα ξέρεις όλα αυτά;» απαίτησε να μάθει η Νυνάβε. Πίεσε τις γροθιές της στους γοφούς και στάθηκε μπροστά στην Άες Σεντάι. «Οι Υψηλοί Άρχοντες αποκλείεται να άφησαν τις Άες Σεντάι να μελετήσουν κάτι στη Συλλογή. Από τη βρωμιά που υπάρχει εκεί κάτω, όλα αυτά έχουν εκατό χρόνια και παραπάνω να δουν το φως του ήλιου».

«Παραπάνω, θα έλεγα», της είπε γαλήνια η Μουαραίν. «Σταμάτησαν να συλλέγουν αντικείμενα εδώ και τριακόσια χρόνια. Λίγο πριν σταματήσουν οριστικά, απέκτησαν αυτό το τερ'ανγκριάλ. Ως τότε βρισκόταν στην κατοχή των Πρώτων του Μαγιέν, που χρησιμοποιούσαν τις απαντήσεις του για να μην πέσει το Μαγιέν στην αρπάγη του Δακρύου. Κι επέτρεπαν στις Άες Σεντάι να το μελετήσουν, εν κρυπτώ φυσικά· το Μαγιέν δεν τολμούσε να εξοργίσει απροκάλυπτα το Δάκρυ».

«Αν ήταν τόσο σημαντικό για το Μαγιέν», είπε καχύποπτα η Νυνάβε, «γιατί είναι εδώ, στην Πέτρα;»

«Επειδή οι Πρώτοι έχουν πάρει όχι μόνο καλές αποφάσεις, αλλά και κακές, προσπαθώντας να κρατήσουν το Μαγιέν ελεύθερο από το Δάκρυ. Πριν από τριακόσια χρόνια, οι Υψηλοί Άρχοντες σκόπευαν να ναυπηγήσουν ένα στόλο για να ακολουθήσουν τα Μαγιενέζικα πλοία και να βρουν τα κοπάδια των λαδόψαρων. Ο Χάλβαρ, που τότε ήταν Πρώτος, ανέβασε την τιμή του Μαγιενέζικου λαδιού λάμπας πολύ πάνω από την τιμή του Δακρινού ελαιόλαδου και για να πείσει τους Υψηλούς Άρχοντες ότι το Μαγιέν πάντα έβαζε τα συμφέροντά του μετά τα συμφέροντα του Δακρύου, τους δώρισε το τερ'ανγκριάλ. Το είχε ήδη χρησιμοποιήσει, άρα του ήταν άχρηστο πια, και όντας νεαρός, περίπου στην ηλικία που είναι τώρα η Μπερελαίν, φαινόταν ότι θα κυβερνούσε για πολύ καιρό ακόμα και θα χρειαζόταν για πολλά χρόνια την καλή προαίρεση του Δακρύου».

«Ήταν βλάκας», μουρμούρισε η Ηλαίην. «Η μητέρα μου ποτέ δεν θα έκανε τέτοιο λάθος».

«Ίσως όχι», είπε η Μουαραίν. «Αλλά βέβαια το Άντορ δεν είναι ένα μικρό έθνος, ούτε το πιέζει ένα κατά πολύ μεγαλύτερο και ισχυρότερο. Ο Χάλβαρ αποδείχθηκε όντως βλάκας —οι Υψηλοί Άρχοντες οργάνωσαν τη δολοφονία του μόλις ένα χρόνο αργότερα — αλλά η βλακεία του μου προσφέρει μια ευκαιρία, αν τη χρειαστώ. Επικίνδυνη ευκαιρία, αλλά καλύτερη από το τίποτα».

Η Νυνάβε μουρμούρισε κάτι μόνη της, ίσως νιώθοντας απογοήτευση που η Άες Σεντάι δεν είχε σκοντάψει κάπου.

«Έτσι, λοιπόν, οι τρεις μας είμαστε πάλι εκεί που ξεκινήσαμε». Η Εγκουέν αναστέναξε. «Δεν ξέρουμε ποια λέει ψέματα, ή αν λένε και οι δυο».

«Ρωτήστε τες ξανά, αν θέλετε», είπε η Μουαραίν. «Έχετε χρόνο μέχρι να ανέβουν στο πλοίο, παρ' όλο που αμφιβάλω αν θα αλλάξουν τώρα τα λεγόμενά τους. Η συμβουλή μου είναι να στρέψετε την προσοχή σας στο Τάντσικο. Αν η Τζόγια μιλά ειλικρινά, θα χρειαστούν τόσο Άες Σεντάι όσο και Πρόμαχοι για να φυλάξουν τον Μάζριμ Τάιμ, όχι μόνο οι τρεις σας. Έστειλα μια προειδοποίηση στην Άμερλιν με περιστέρι, αμέσως μόλις άκουσα την ιστορία της Τζόγια. Για την ακρίβεια, έστειλα τρία, για να είμαι σίγουρη ότι τουλάχιστον ένα θα φτάσει στον Πύργο».

«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που μας πληροφορείς», μουρμούρισε ψυχρά η Ηλαίην. Η γυναίκα έκανε ό,τι ήθελε. Μπορεί αυτές να προσποιούνταν ότι είναι κανονικές Άες Σεντάι, αλλά αυτό δεν ήταν λόγος για να μην τις ενημερώνει η Μουαραίν. Η Άμερλιν είχε στείλει αυτές τις τρεις για να κυνηγήσουν το Μαύρο Άτζα.

Η Μουαραίν έγειρε για μια στιγμή το κεφάλι, σαν να δεχόταν για αληθινό το ευχαριστώ. «Να είστε καλά. Μην ξεχνάτε, εσείς είστε τα λαγωνικά που έστειλε η Άμερλιν για να βρουν το Μαύρο Άτζα». Το μειδίαμά της, όταν η Ηλαίην τινάχτηκε, έλεγε ότι ήξερε ακριβώς τι σκεφτόταν η Ηλαίην. «Η απόφαση για τη μετέπειτα πορεία σας πρέπει να είναι δική σας. Είναι κάτι ακόμα που μου επισημάνατε», πρόσθεσε ξερά. «Πιστεύω ότι εσείς έχετε να πάρετε ευκολότερη απόφαση από μένα. Και πιστεύω ότι θα κοιμηθείτε καλά, όση ώρα σας έμεινε μέχρι να χαράξει. Καλή σας νύχτα».

«Αυτή η γυναίκα...» μουρμούρισε η Ηλαίην, όταν η πόρτα έκλεισε πίσω από την Άες Σεντάι. «Ώρες-ώρες μου έρχεται να την καρυδώσω». Σωριάστηκε σε μια από τις καρέκλες γύρω από το τραπέζι και κάθισε κατσουφιασμένη με τα χέρια στα γόνατα.

Η Νυνάβε μούγκρισε με έναν τρόπο που μάλλον σήμαινε ότι συμφωνούσε και πλησίασε ένα στενό τραπεζάκι δίπλα στον τοίχο, άπου υπήρχαν ασημένια κύπελλα και βαζάκια με μπαχαρικά πλάι σε δύο κανάτες. Η μια κανάτα, γεμάτη κρασί, ακουμπούσε πάνω σε μια αστραφτερή γαβάθα γεμάτη πάγο, που είχε λιώσει σχεδόν όλος, τον οποίο είχαν φέρει από τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, ένα μακρύ ταξίδι, συσκευασμένο σε κασόνια με πριονίδι. Πάγος το καλοκαίρι για να δροσίσει το ποτό ενός Υψηλού Άρχοντα· τέτοιο πράγμα σχεδόν δεν μπορούσε να χωρέσει στο νου της Ηλαίην.

«Θα μας κάνει καλό να πιούμε κάτι δροσιστικό πριν κοιμηθούμε», είπε η Νυνάβε και καταπιάστηκε με το κρασί, το νερό και τα μπαχάρια.

Η Ηλαίην σήκωσε το κεφάλι, όταν η Εγκουέν κάθισε στη διπλανή καρέκλα. «Εγκουέν, το είπες με την καρδιά σου; Για τον Ραντ;» Η Εγκουέν ένευσε και η Ηλαίην αναστέναξε. «Θυμάσαι τι έλεγε η Μιν, τα αστεία της ότι θα τον μοιραστούμε; Αναρωτιόμουν μερικές φορές μήπως ήταν κάποια πρόβλεψη, που δεν μας την είχε φανερώσει. Νόμιζα ότι εννοούσε πως τον αγαπούσαμε και οι δύο, πως το ήξερε. Αλλά είχες δικαίωμα πάνω του και δεν ήξερα τι να κάνω. Ακόμα δεν ξέρω. Εγκουέν, σε αγαπάει».

«Θα πρέπει να ανοίξει τα μάτια του», είπε αποφασισμένα η Εγκουέν. «Όταν παντρευτώ, θα το κάνω επειδή το θέλω, όχι μόνο και μόνο επειδή ένας άντρας περιμένει να τον αγαπήσω. Θα του μιλήσω με τρυφερότητα, Ηλαίην, στο τέλος όμως θα καταλάβει ότι είναι ελεύθερος. Είτε το θέλει, είτε όχι. Η μητέρα μου λέει ότι οι άντρες είναι διαφορετικοί από εμάς. Λέει ότι εμείς θέλουμε να αγαπήσουμε, αλλά μόνο τον άντρα που επιθυμούμε· κι ο άντρας θέλει να αγαπήσει, αλλά αυτό θα γίνει με την πρώτη γυναίκα που θα αιχμαλωτίσει την καρδιά του».

«Καλά όλα αυτά», είπε η Ηλαίην με πνιχτή φωνή, «αλλά η Μπερελαίν ήταν στα διαμερίσματά του».

Η Εγκουέν ξεφύσησε. «Όποιοι κι αν είναι οι σκοποί της, η Μπερελαίν δεν μένει μ' έναν άντρα τόσο καιρό ώστε να προλάβει να την αγαπήσει. Πριν από δυο μέρες έκανε τα γλυκά μάτια στον Ρούαρκ. Έπειτα από δύο μέρες, θα χαμογελά σε κάποιον άλλο. Είναι σαν την Έλσε Γκρίνγουελ. Τη θυμάσαι; Τη μαθητευόμενη που ήταν όλη την ώρα στην παλαίστρα και έριχνε ματιές με νόημα στους Προμάχους;»

«Η Μπερελαίν δεν έριχνε μόνο ματιές στην κρεβατοκάμαρά του τέτοια ώρα. Φορούσε λιγότερα απ' όσα φορά συνήθως, αν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο!»

«Σκοπεύεις να την αφήσεις να τον αποκτήσει;»

«Όχι!» είπε η Ηλαίην με θέρμη, αμέσως όμως την ξανάπιασε η απελπισία. «Αχ, Εγκουέν, δεν ξέρω τι να κάνω. Τον αγαπώ. Θέλω να τον παντρευτώ. Φως μου! Τι θα πει η μητέρα μου; Θα προτιμούσα να περάσω ένα βράδυ στο κελί της Τζόγια, παρά να υπομείνω τον εξάψαλμό της μητέρας μου». Οι Αντορανοί ευγενείς, ακόμα και στις βασιλικές οικογένειες, παντρεύονταν κοινούς θνητούς τόσο συχνά, που συνήθως δεν προκαλούνταν σχόλια —τουλάχιστον στο Άντορ― αλλά ο Ραντ δεν ήταν από τους συνηθισμένους θνητούς. Η μητέρα της ήταν ικανή να στείλει τη Λίνι για να τη γυρίσει σπίτι, τραβώντας την από το αφτί.

«Η Μοργκέις δεν δικαιούται να πει τίποτα, αν πιστέψουμε τον Ματ», έκανε παρηγορητικά η Εγκουέν. «Έστω κι αν είναι αλήθεια μόνο τα μισά. Αυτός ο Άρχοντας Γκάεμπριλ, τον οποίο ορέγεται η μητέρα σου, δεν φαίνεται να είναι η επιλογή μιας γυναίκας που έχει τα λογικά της».

«Είμαι σίγουρη ότι ο Ματ τα παραφούσκωσε», είπε σεμνότυφα η Ηλαίην. Η μητέρα της ήταν πανέξυπνη, δεν θα γελοιοποιούνταν για έναν άντρα. Η Ηλαίην δεν είχε ξανακούσει για τον Άρχοντα Γκάεμπριλ πριν αναφέρει το όνομά του ο Ματ· αν αυτός ο άνθρωπος ονειρευόταν να αποκτήσει εξουσία μέσω της Μοργκέις, τότε τον περίμενε ψυχρολουσία από τη βασίλισσα.

Η Νυνάβε έφερε στο τραπέζι τρία κύπελλα με αρωματισμένο κρασί, γεμάτα με στάλες δροσιάς στα αστραφτερά πλαϊνά τους, και τα έβαλε πάνω σε μικρά, χρυσοπράσινα σουβέρ από πλεγμένο άχυρο, για να μη χαλάσει η υγρασία το στιλβωμένο τραπέζι. «Επομένως», είπε πιάνοντας μια καρέκλα, «εσύ, Ηλαίην, ανακάλυψες ότι αγαπάς τον Ραντ και η Εγκουέν ανακάλυψε ότι δεν τον αγαπά».

Οι δύο νεότερες γυναίκες την κοίταξαν με το στόμα ανοιχτό, η μια μελαχρινή, η άλλη ανοιχτόχρωμη, που όμως στα πρόσωπά τους καθρεφτιζόταν η ίδια κατάπληξη.

«Έχω μάτια», είπε αυτάρεσκα η Νυνάβε. «Και αφτιά, αφού δεν σκέφτεστε να μιλήσετε ψιθυριστά». Ήπιε κρασί και συνέχισε με φωνή παγερή. «Τι λες να κάνεις τώρα; Αν αυτό το γύναιο, η Μπερελαίν, τον έχει του χεριού της, τότε δεν θα είναι εύκολο να της το κόψεις. Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να κάνεις τέτοιο κόπο; Ξέρεις τι είναι ο Ραντ. Ξέρεις τι τον περιμένει, ακόμα κι αν αφήσουμε κατά μέρος τις Προφητείες. Τρέλα. Θάνατος. Πόσος καιρός του μένει; Ένας χρόνος; Δύο; Ή μήπως θα τον πιάσει η τρέλα πριν από το τέλος του καλοκαιριού; Είναι ένας άντρας που μπορεί να διαβιβάζει». Κάθε λέξη την ξεστόμιζε με σκληρότητα, σαν να ήταν σίδερο. «Μην ξεχνάς τι σου έμαθαν. Μην ξεχνάς τι είναι ο Ραντ».

Η Ηλαίην κρατούσε το κεφάλι ψηλά και αντιγύριζε στα ίσια κάθε ματιά της Νυνάβε. «Δεν έχει σημασία. Ίσως θα έπρεπε, αλλά δεν έχει. Ίσως να είμαι εγώ χαζή. Δεν με νοιάζει. Η καρδιά μου δεν χτυπά κατά παραγγελία, Νυνάβε».

Ξαφνικά η Νυνάβε χαμογέλασε. «Ήθελα να σιγουρευτώ», είπε τρυφερά. «Πρέπει να είσαι σίγουρη. Δεν είναι εύκολο να αγαπάς έναν άντρα, αλλά μ' αυτόν εδώ είναι ακόμα χειρότερα». Το χαμόγελο της έσβησε, καθώς συνέχιζε να μιλά. «Η πρώτη ερώτησή μου ακόμα δεν απαντήθηκε. Τι σκοπεύεις να κάνεις; Η Μπερελαίν μπορεί να δείχνει αδύναμη —οι άντρες σίγουρα έτσι τη βλέπουν!― όμως δεν νομίζω ότι μέσα της είναι έτσι. Θα παλέψει γι' αυτό που θέλει. Και είναι από εκείνες που μπορεί να μη θέλουν ιδιαίτερα κάτι, αλλά θα βάλουν τα δυνατά τους να το κρατήσουν, αν δουν ότι το θέλει και κάποια άλλη ― και μάλιστα εσύ».

«Θα ήθελα να τη χώσω σ' ένα βαρέλι», είπε η Εγκουέν, σφίγγοντας το κύπελλο της σαν να ήταν το λαρύγγι της Πρώτης, «και να τη στείλω πίσω, στο Μαγιέν. Στον πάτο του αμπαριού».

Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι της, κάνοντας την πλεξούδα της να λικνιστεί. «Καλά όλα αυτά, όμως προσπάθησε να δώσεις και καμιά σωστή συμβουλή. Αν δεν μπορείς, τότε κλείσε το στόμα και άφησέ τη να αποφασίσει τι πρέπει να κάνει». Η Εγκουέν την κοίταξε. «Ο Ραντ τώρα είναι υπόθεση της Ηλαίην, όχι δική σου. Εσύ έκανες στην άκρη, το ξέχασες;» πρόσθεσε η Νυνάβε.

Κανονικά η Ηλαίην θα χαμογελούσε μ' αυτό το σχόλιο, όμως αυτό δεν έγινε. «Αλλιώς το φανταζόμουν». Αναστέναξε. «Σκεφτόμουν ότι θα γνωρίσω κάποιον, θα τον μάθω έπειτα από μερικούς μήνες ή χρόνια και σιγά-σιγά θα καταλάβω ότι τον αγαπώ. Ανέκαθεν έτσι σκεφτόμουν ότι θα γίνει. Τον Ραντ καλά-καλά δεν τον ξέρω. Έχω μιλήσει μαζί του το πολύ πέντ' έξι φορές μέσα σ' ένα χρόνο. Αλλά κατάλαβα ότι τον αγαπούσα πέντε λεπτά αφότου τον πρωτοείδα». Να, αυτό κι αν ήταν ανοησία. Μα ήταν αλήθεια και δεν την ένοιαζε αν ήταν ανοησία. Θα έλεγε το ίδιο στη μητέρα της καταπρόσωπο, όπως και στη Λίνι. Ε, ίσως όχι στη Λίνι. Η Λίνι είχε έναν αυστηρό τρόπο να αντιμετωπίζει τις ανοησίες και έμοιαζε να πιστεύει ότι η Ηλαίην δεν είχε περάσει τα δέκα. «Όπως έχει η κατάσταση, όμως, δεν έχω καν το δικαίωμα να θυμώνω μαζί του. Ή με την Μπερελαίν». Μα ένιωθε θυμό. Θα ήθελα να τη χαστουκίσω τόσο δυνατά, που να κουδουνίζουν τα αφτιά της· για ένα χρόνο! θα ήθελα να τη δέρνω με τη βέργα, καθώς θα την πηγαίνω στο πλοίο που θα τη γυρίσει στο Μαγιέν! Μόνο που δεν είχε τούτο το δικαίωμα κι αυτό έκανε τα πράγματα χειρότερα. Το εξοργιστικό ήταν ότι η φωνή της, όταν μίλησε, είχε έναν κλαψιάρικο τόνο. «Τι να κάνω; Ποτέ δεν με κοίταξε δεύτερη φορά».

«Στους Δύο Ποταμούς», είπε αργά η Εγκουέν, «όταν μια γυναίκα θέλει να πει σε έναν άντρα ότι την ενδιαφέρει, του βάζει λουλούδια στα μαλλιά, στο πανηγύρι του Μπελ Τάιν ή στη Μέρα του Ήλιου. Ή μπορεί να του κεντήσει ένα γιορτινό πουκάμισο όποτε κι αν είναι. Ή να του ζητήσει με νόημα να χορέψουν, μόνο αυτόν και κανέναν άλλο». Η Ηλαίην την κοίταξε εμβρόντητη. «Δεν προτείνω να του κεντήσεις πουκάμισο, όμως υπάρχουν τρόποι για να του δείξεις τα αισθήματά σου», έσπευσε να προσθέσει η Εγκουέν.

«Οι Μαγιένοι πιστεύουν ότι πρέπει να το λες». Η φωνή της Ηλαίην είχε μια νότα πίκρας. «Ίσως αυτός να είναι ο καλύτερος τρόπος. Απλώς να του το πω ξεκάθαρα. Τουλάχιστον έτσι θα ξέρει τι νιώθω. Τουλάχιστον έτσι θα έχω ένα δικαίωμα να —»

Άρπαξε το κρασί της με τα μπαχαρικά και άρχισε να πίνει, γέρνοντας το κεφάλι πίσω. Να μιλήσει; Σαν καμιά εύκολη Μαγιένα! Ακούμπησε το άδειο κύπελλο στο σουβέρ και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τι θα πει η μητέρα μου;» μουρμούρισε.

«Το πιο σημαντικό», είπε τρυφερά η Νυνάβε, «είναι τι θα κάνεις όταν χρειαστεί να φύγουμε από δω. Είτε για το Τάντσικο, είτε για τον Πύργο, είτε για κάπου αλλού ― θα πρέπει να φύγουμε. Τι θα κάνεις, αν του έχεις πει ότι τον αγαπάς και μετά χρειαστεί να τον αφήσεις; Αν σου ζητήσει να μείνεις μαζί του; Αν θέλεις να μείνεις μαζί του;»

«Θα φύγω». Δεν υπήρχε κανένας δισταγμός στην απάντηση της Ηλαίην, παρά μια σκληράδα. Η Νυνάβε δεν έπρεπε καν να έχει ρωτήσει τέτοιο πράγμα. «Αν εγώ πρέπει να αποδεχτώ ότι είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, τότε αυτός πρέπει να αποδεχτεί ότι είμαι αυτή που είμαι, ότι έχω καθήκοντα. Θέλω να γίνω Άες Σεντάι, Νυνάβε. Δεν είναι κάποια απασχόληση για να περνάει η ώρα. Το ίδιο ισχύει και το έργο που έχουμε αναλάβει οι τρεις μας. Στ' αλήθεια πιστεύεις ότι θα σας εγκατέλειπα;»

Η Εγκουέν βιάστηκε να την καθησυχάσει, ότι τέτοια σκέψη ποτέ δεν της είχε περάσει από το νου· το ίδιο έκανε και η Νυνάβε, αλλά με μια μικρή καθυστέρηση, που φανέρωνε το ψέμα της.

Η Ηλαίην κοίταξε πρώτα τη μια και μετά την άλλη. «Για να πω την αλήθεια, φοβόμουν μήπως μου πείτε ότι είμαι ανόητη που σκάω για κάτι τέτοιο, τη στιγμή που πρέπει να ανησυχούμε για το Μαύρο Άτζα».

Τα μάτια της Εγκουέν πετάρισαν, κάτι που έλεγε ότι είχε κάνει μια τέτοια σκέψη. «Ο Ραντ δεν είναι ο μόνος που μπορεί να πεθάνει τον άλλο χρόνο, ή τον άλλο μήνα. Το ίδιο ισχύει και για εμάς. Οι καιροί έχουν αλλάξει, πρέπει να αλλάξουμε κι εμείς. Αν κάθεσαι και παρακαλάς να σου τύχει αυτό που θέλεις, μπορεί να σε προφτάσει ο θάνατος», είπε η Νυνάβε.

Ήταν ένας παγερός καθησυχασμός, όμως η Ηλαίην κατένευσε. Δεν ένιωθε ανόητη. Μακάρι να έβρισκαν τόσο εύκολα άκρη και με το Μαύρο Άτζα. Ζούληξε το άδειο, ασημένιο κύπελλο στο μέτωπό της για να δροσιστεί. Τι θα έκαναν;

Загрузка...