Ο πύρινος, απογευματινός ήλιος έψηνε την Ερημιά και άπλωνε σκιές στα βορινά βουνά, που τώρα πρόβαλλαν μπροστά τους. Τα ξερά υψώματα περνούσαν κάτω από τις οπλές του Τζήντ'εν, ψηλά και χαμηλά, σαν φουσκωμένα κύματα σ' έναν ωκεανό από πηλό, μίλια απ' αυτούς, που έμεναν να κυματίζουν πίσω τους. Τα βουνά είχαν αιχμαλωτίσει το βλέμμα του Ραντ από τη στιγμή που τα είχε πρωτοδεί την προηγούμενη μέρα, χωρίς πάγους στις κορυφές, όχι ψηλά όσο τα Όρη της Ομίχλης, πολύ κοντύτερα από τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, αλλά τραχιά, οδοντωτά τρίμματα καφεγκρίζων βράχων, που σε μερικά σημεία είχαν κίτρινες ή κόκκινες πινελιές, ή ζώνες από ψήγματα που λαμπύριζαν, σωριασμένα έτσι που θα προτιμούσε κανείς να περάσει πεζός το Δρακότειχος πρώτα. Αναστέναξε, βολεύτηκε στη σέλα του και ευθυγράμμισε το σούφα που φορούσε με το κόκκινο σακάκι του. Σε εκείνα τα βουνά ήταν το Άλκαιρ Νταλ. Σύντομα θα υπήρχε ένα είδος τέλους, ή κάποια αρχή. Μπορεί και τα δύο. Σύντομα, ίσως.
Η Αντελίν με τα κατάξανθα μαλλιά βάδιζε άνετα μπροστά στο σταχτή, πιτσιλωτό επιβήτορα, ενώ άλλες εννιά ηλιοκαμένες Φαρ Ντάραϊς Μάι σχημάτιζαν ένα πλατύ δαχτυλίδι γύρω του, με μικρές, στρογγυλές ασπίδες και δόρατα στα χέρια, τόξα σε θήκες στην πλάτη και μαύρα πέπλα, που κρέμονταν στο στήθος έτοιμα να υψωθούν. Η τιμητική φρουρά του Ραντ. Οι Αελίτες δεν την ονόμαζαν έτσι, αλλά οι Κόρες έρχονταν στο Άλκαιρ Νταλ προς τιμή του Ραντ. Ήταν πάρα πολλές οι διαφορές και τις μισές δεν τις καταλάβαινε, ακόμα και βλέποντάς τες.
Για παράδειγμα, η συμπεριφορά της Αβιέντα προς τις Κόρες και η συμπεριφορά εκείνων προς αυτήν. Τις περισσότερες ώρες, όπως τώρα, περπατούσε πλάι στο άλογό του με τα χέρια σταυρωμένα στην εσάρπα της, που κρεμόταν από τους ώμους· τα πράσινα μάτια της, κάτω από τη σκούρα μαντίλα στο κεφάλι, ήταν προσηλωμένα στα βουνά μπροστά και σπανίως αντάλλαζε πάνω από μια-δυο λέξεις με τις Κόρες, αλλά δεν ήταν αυτό το παράξενο. Τα χέρια της ήταν σταυρωμένα· αυτή ήταν η καρδιά του μυστηρίου. Οι Κόρες ήξεραν ότι φορούσε το φιλντισένιο βραχιόλι, αλλά προσποιούνταν ότι δεν το έβλεπαν· εκείνη, από την άλλη, δεν το έβγαζε, αλλά έκρυβε τον καρπό της όποτε νόμιζε ότι την κοίταζαν.
Δεν έχεις κοινωνία, του είχε πει η Αντελίν, όταν είχε πει ότι θα μπορούσαν να του προμηθεύσουν συνοδεία κάποιοι άλλοι, όχι οι Κόρες του Δόρατος. Κάθε αρχηγός, είτε φατρίας, είτε φυλής, θα συνοδεύονταν από άντρες της κοινωνίας στην οποία ανήκε πριν γίνει αρχηγός. Δεν έχεις κοινωνία, αλλά η μητέρα σον ήταν Κόρη. Η κατάξανθη γυναίκα και οι άλλες εννέα δεν είχαν κοιτάξει την Αβιέντα, που στεκόταν λίγο πιο πέρα στον προθάλαμο της στέγης της Λίαν· είχαν προσέξει πολύ μην τυχόν και την κοιτάξουν. Για αναρίθμητα χρόνια, οι Κόρες που δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν το δόρυ έδιναν τα μωρά τους στις Σοφές, για να τα δώσουν σε άλλες γυναίκες, και καμία τους δεν ήξερε σε ποια χέρια θα κατέληγε το μωρό, ούτε καν αν ήταν αγόρι ή κορίτσι. Τώρα ο γιος μιας Κόρης ξανάρθε σε μας και τον γνωρίζουμε. Θα πάμε στο Άλκαιρ Νταλ για την τιμή σον, γιε της Σάελ, που ήταν Κόρη τον Τσουμάι Τάαρνταντ. Το πρόσωπό της έδειχνε τόση αποφασιστικότητα —όλων τα πρόσωπα έτσι ήταν, και της Αβιέντα― που του φάνηκε ότι, αν αρνιόταν, θα του πρότειναν να χορέψουν τα δόρατα.
Όταν δέχτηκε, τον έβαλαν πάλι να ξανακάνει την τελετή εκείνη με το «να θυμάσαι την τιμή», αυτή τη φορά με ένα ποτό που λεγόταν ουσκουάι, φτιαγμένο από ζεμάι, και να το πει μονορούφι από ένα μικρό, ασημένιο κύπελλο με την καθεμιά τους. Δέκα Κόρες· δέκα μικρά κύπελλα. Το ποτό αυτό έμοιαζε με ανοιχτό καφετί νερό και είχε γεύση αντίστοιχη ― και ήταν δυνατότερο από μπράντυ διπλής απόσταξης. Ύστερα δεν μπορούσε να περπατήσει ίσια και τον είχαν πάει στο κρεβάτι, γελώντας μαζί του, όσο κι αν διαμαρτυρόταν― με αδύναμες διαμαρτυρίες βέβαια, μιας και τον γαργαλούσαν τόσο, που από τα γέλια του είχε κοπεί η ανάσα. Όλες εκτός από την Αβιέντα. Όχι ότι αυτή είχε φύγει· είχε μείνει και τα παρακολουθούσε όλα με πρόσωπο ανέκφραστο, σαν πέτρα. Όταν η Αντελίν και οι άλλες τελικά τον σκέπασαν με τις κουβέρτες του και έφυγαν, η Αβιέντα κάθισε πλάι στην πόρτα, άπλωσε τα σκούρα, βαριά φουστάνια της και τον παρακολουθούσε ανέκφραστα, ώσπου ο Ραντ αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε, η Αβιέντα ήταν ακόμα εκεί, ακόμα τον παρακολουθούσε, και αρνιόταν να μιλήσει για τις Κόρες, για το ουσκουάι ή για ό,τι σχετικό· γι' αυτήν, ήταν σαν να μην είχαν συμβεί ποτέ όλα αυτά. Δεν ήξερε αν οι Κόρες θα ήταν εξίσου διακριτικές· πώς μπορούσες να κοιτάξεις δέκα γυναίκες κατάματα και να τις ρωτήσεις γιατί σε είχαν μεθύσει, σου είχαν βγάλει παίζοντας τα ρούχα και σε είχαν βάλει στο κρεβάτι;
Τόσο πολλές διαφορές και τόσο λίγες αυτές που έβγαζαν νόημα, που δεν ήξερε ποια θα μπορούσε να του γίνει εμπόδιο και να του καταστρέψει τα σχέδια. Αλλά δεν είχε την πολυτέλεια να περιμένει. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Τώρα είχε γίνει. Και ποιος μπορεί να πει τι μέλλεται ακόμα;
Αρκετά πίσω του ακολουθούσε το Τάαρνταντ. Δεν ήταν μόνο οι Εννέα Κοιλάδες του Τάαρνταντ και το Τζίντο, αλλά και το Μαϊάντι και οι Τέσσερις Πέτρες, το Τσουμάι και το Ματωμένο Νερό, καθώς και άλλες, πλατιές φάλαγγες, που κύκλωναν τις αργές άμαξες των πραματευτών, την ομάδα των Σοφών κι έφταναν ως δύο μίλια πίσω, μέσα στην τρεμουλιαστή αχλύ του λιοπυριού, με ανιχνευτές και δρομείς ολόγυρα. Κάθε μέρα έρχονταν κι άλλοι, ανταποκρινόμενοι στους δρομείς που είχε στείλει ο Ρούαρκ την πρώτη μέρα, εκατό άντρες και Κόρες εδώ, τριακόσιοι εκεί, πεντακόσιοι αλλού, ανάλογα με το μέγεθος κάθε φυλής και με τι χρειαζόταν να έχει μαζί του κάθε φρούριο για ασφάλεια.
Στο βάθος, προς το νότο και τα δυτικά, άλλη μια ομάδα πλησίαζε τρέχοντας, ενώ η σκόνη τους ακολουθούσε κατά πόδας· ίσως ανήκαν σε κάποια άλλη φατρία που όδευε προς το Άλκαιρ Νταλ, αλλά ο Ραντ δεν το νόμιζε. Προς το παρόν εκπροσωπούνταν μόνο τα δύο τρίτα των φυλών, αλλά υπολόγιζε ότι υπήρχαν πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες Αελίτες του Τάαρνταντ απλωμένοι πίσω του. Ένας προελαύνων στρατός, που ακόμα μεγάλωνε. Σχεδόν μια ολόκληρη φατρία, που ερχόταν σε μια συνάντηση αρχηγών, κατά παράβαση παντός εθίμου.
Ξαφνικά, ο Τζήντ'εν πέρασε ένα υψωματάκι και εκεί, σε ένα μακρύ, πλατύ κοίλωμα πιο κάτω, είδε το πανηγύρι που γινόταν μαζί με τη συνάντηση. Οι καταυλισμοί των αρχηγών φυλής και των αρχηγών φατρίας που είχαν ήδη φτάσει εκτείνονταν μέχρι τους λόφους παραπέρα.
Απλωμένα ανάμεσα στις διακόσιες ή τριακόσιες χαμηλές σκηνές, που ήταν αραιά στημένες μεταξύ τους, υπήρχαν τέντες από το ίδιο γκρίζο και καφετί υλικό, οι οποίες είχαν αρκετό ύψος για να μπορεί κάποιος να σταθεί μέσα, με αγαθά που εκτίθονταν σε κουβέρτες ― λαμπερά, βερνικωμένα κεραμικά, ακόμα πιο λαμπερά χαλιά, κοσμήματα από ασήμι και χρυσό. Τα περισσότερα ήταν Αελίτικης τεχνοτροπίας, αλλά θα υπήρχαν και πράγματα από πέρα από την Ερημιά, ίσως μεταξωτά και φίλντισι από μακριά, στα ανατολικά. Κανένας δεν φαινόταν να αγοράζει ή να πουλάει· οι λίγοι άντρες και γυναίκες που φαίνονταν, κάθονταν στις τέντες, συνήθως μόνοι.
Από τους πέντε καταυλισμούς, που ήταν σκορπισμένα στα υψώματα γύρω από το πανηγύρι, οι τέσσερις έμοιαζαν άδειοι και μόνο μερικές δεκάδες άντρες ή Κόρες τριγυρνούσαν ανάμεσα σε σκηνές στημένες για χιλιάδες. Ο πέμπτος καταυλισμός κάλυπτε διπλάσιο χώρο από κάθε άλλο και φαίνονταν να υπάρχουν εκεί εκατοντάδες άνθρωποι, ενώ άλλοι τόσοι πρέπει να ήταν μέσα στις σκηνές.
Ο Ρούαρκ ανέβηκε στο λόφο πίσω από τον Ραντ με τους δέκα Άεθαν Ντορ του, τις Κόκκινες Ασπίδες, ακολουθούμενος από τον Χάιρν με δέκα Τάεν Σάρι, Αληθινό Αίμα, και σαράντα-τόσους ακόμα αρχηγούς φυλής με τους συνοδούς της τιμής τους, που όλοι κρατούσαν δόρατα και μικρές, στρογγυλές ασπίδες, τόξα και φαρέτρες. Αποτελούσαν μια επίφοβη δύναμη κι ήταν περισσότεροι από εκείνους που είχαν αλώσει την Πέτρα του Δακρύου. Μερικοί Αελίτες από τους καταυλισμούς και τις τέντες κοίταζαν την κορυφή του λόφου. Ο Ραντ υποψιαζόταν ότι δεν κοίταζαν τους Αελίτες που βρίσκονταν εκεί πάνω. Κοίταζαν τον ίδιο· έναν άντρα καβάλα σε άλογο. Κάτι που έβλεπες πολύ σπάνια στην Τρίπτυχη Γη. Είχε κι άλλα να τους δείξει.
Το βλέμμα του Ρούαρκ στάθηκε στο μεγαλύτερο καταυλισμό, όπου κι άλλοι Αελίτες με καντιν'σόρ έβγαιναν σαν μελίσσι από τις σκηνές για να κοιτάξουν προς το λόφο. «Σάιντο, εκτός αν λαθεύω», είπε χαμηλόφωνα. «Ο Κουλάντιν. Δεν είσαι ο μόνος που πάτησε το έθιμο, Ραντ αλ'Θόρ».
«Ίσως καλά έκανα που το πάτησα». Ο Ραντ έβγαλε το σούφα από το κεφάλι του και το έχωσε στην τσέπη του σακακιού του, πάνω από το ανγκριάλ, το αγαλματίδιο που έδειχνε ένα στρογγυλοπρόσωπο άντρα μ' ένα σπαθί κάθετα στα γόνατα. Ο ήλιος άρχισε να ψήνει το κεφάλι του, δείχνοντάς του πόσο τον προστάτευε το σούφα. «Αν είχαμε έρθει σύμφωνα με τα έθιμα...» Οι Σάιντο έτρεχαν προς τα βουνά, αφήνοντας πίσω σκηνές που έμοιαζαν άδειες και προκαλώντας κάποια αναταραχή στους άλλους καταυλισμούς και στο πανηγύρι· οι Αελίτες έπαψαν να κοιτάνε τον άντρα πάνω στο άλογο, για να ακολουθήσουν με το βλέμμα τους Σάιντο. «Ρούαρκ, θα μπορούσες να μπεις διά της βίας στο Άλκαιρ Νταλ αν οι άλλοι ήταν διπλάσιοι, ή και περισσότεροι;»
«Όχι πριν πέσει η νύχτα», αποκρίθηκε αργά ο αρχηγός φατρίας, «ακόμα κι αν είχα μπροστά μου μόνο θρασύδειλους Σάιντο. Αυτή δεν είναι απλή παραβίαση του εθίμου! Ακόμα και οι Σάιντο δεν θα έπρεπε να είναι τόσο ανέντιμοι!»
Οι άλλοι Τάαρνταντ στην κορυφή του λόφου συμφώνησαν με θυμωμένα μουρμουρητά. Με εξαίρεση τις Κόρες· για κάποιο λόγο, είχαν συγκεντρωθεί γύρω από την Αβιέντα κατά μέρος και μιλούσαν σοβαρά μεταξύ τους. Ο Ρούαρκ είπε χαμηλόφωνα δυο λόγια σε έναν της Κόκκινης Ασπίδας του, έναν πρασινομάτη που το πρόσωπό του έμοιαζε να έχει χρησιμοποιηθεί για να καρφώσει πασσάλους σε φράχτες, κι αυτός γύρισε και κατηφόρισε το λόφο, τρέχοντας προς το Τάαρνταντ που πλησίαζε.
«Το περίμενες αυτό;» ρώτησε ο Ρούαρκ τον Ραντ μόλις έφυγε ο άντρας της Κόκκινης Ασπίδας. «Γι' αυτό κάλεσες ολόκληρη τη φατρία;»
«Όχι ακριβώς αυτό, Ρούαρκ». Οι Σάιντο άρχισαν να παρατάσσονται μπροστά σε ένα στενό άνοιγμα των βουνών· ανέβαζαν τα πέπλα τους. «Αλλά δεν υπήρχε άλλος λόγος για να φύγει ο Κουλάντιν μέσα στη νύχτα, παρά μόνο επειδή βιαζόταν να βρεθεί κάπου, και πού αλλού θα ήταν καλύτερα από δω, που θα μπορούσε να με βάλει σε μπελάδες; Οι άλλοι είναι ήδη στο Άλκαιρ Νταλ; Γιατί;»
«Δεν χάνει κανείς την ευκαιρία που προσφέρει μια συνάντηση αρχηγών, Ραντ αλ'Θόρ. Θα γίνουν συζητήσεις για συνοριακές διαφορές, για δικαιώματα βόσκησης, για δεκάδες πράγματα. Για το νερό. Αν συναντηθούν δυο Αελίτες από διαφορετικές φατρίες, μιλάνε για νερό. Τρεις άντρες από τρεις φατρίες συζητούν για νερό και βόσκηση».
«Και τέσσερις;» ρώτησε ο Ραντ. Ήδη εκπροσωπούνταν πέντε φατρίες και με το Τάαρνταντ ήταν έξι.
Ο Ρούαρκ δίστασε για μια στιγμή, ζυγιάζοντας ασυναίσθητα ένα κοντό δόρυ του. «Οι τέσσερις χορεύουν τα δόρατα. Αλλά εδώ δεν θα έπρεπε να είναι έτσι».
Το Τάαρνταντ άνοιξε για να περάσουν οι Σοφές με τις εσάρπες στα κεφάλι, ενώ η Μουαραίν, ο Λαν και η Εγκουέν έρχονταν από πίσω με τα άλογα. Η Εγκουέν και η Άες Σεντάι φορούσαν λευκά πανιά γύρω από τους κροτάφους, μιμούμενες τα κεφαλομάντηλα των Αελιτισσών. Ήρθε και ο Ματ με το άλογό του, μόνος του, με το μαύρο δόρυ στο μπροστάρι της σέλας. Το πλατύγυρο καπέλο του έριχνε σκιά στο πρόσωπο, καθώς ο Ματ κοίταζε εξεταστικά αυτό που υπήρχε μπροστά τους.
Ο Πρόμαχος ένευσε μόνος του όταν είδε τους Σάιντο. «Μυρίζομαι φασαρίες», είπε μαλακά. Το μαύρο άλογό του γύρισε το μάτι στο σταχτί του Ραντ· μόνο αυτό και ο Λαν κοίταζε προσηλωμένος τις σειρές των Αελιτών μπροστά στο άνοιγμα, αλλά χάιδεψε το λαιμό του Μαντάρμπ για να τον ηρεμήσει. «Όχι όμως τώρα».
«Όχι τώρα», συμφώνησε ο Ραντ.
«Μακάρι να μου... επέτρεπες να μπω μαζί σου». Η φωνή της Μουαραίν, αν εξαιρούσε κανείς αυτή τη μικρή παύση, ήταν γαλήνια, όπως πάντα· τα αγέραστα χαρακτηριστικά της ήταν ατάραχα, όμως τα μαύρα μάτια της κοίταζαν τον Ραντ λες και το βλέμμα της θα τον ανάγκαζε να μεταπειστεί.
Τα μακριά, ανοιχτόχρωμα μαλλιά της Άμυς, που κρέμονταν από την εσάρπα της, τινάχτηκαν καθώς κουνούσε το κεφάλι αποφασισμένα. «Δεν είναι δική του η απόφαση, Άες Σεντάι. Είναι δουλειά των αρχηγών, αντρικές δουλειές. Αν σε αφήσουμε να μπεις τώρα στο Άλκαιρ Νταλ, την άλλη φορά που θα συναντηθούν οι Σοφές ή οι στεγοκυράδες θα βρεθεί κάποιος αρχηγός φατρίας που θα θελήσει να χώσει τη μύτη του. Νομίζουν ότι ανακατευόμαστε στις υποθέσεις τους και συχνά προσπαθούν να ανακατευτούν στις δικές μας». Χάρισε ένα γοργό χαμόγελο στον Ρούαρκ, για να του πει ότι δεν έβαζε κι αυτόν μαζί με τους άλλους· η ανέκφραστη όψη του συζύγου της είπε στον Ραντ ότι εκείνος είχε διαφορετική γνώμη.
Η Μελαίν έπιασε την εσάρπα της κάτω από το σαγόνι της, κοιτώντας ίσια τον Ραντ. Παρ' όλο που η Σοφή μπορεί να μη συμφωνούσε με τη Μουαραίν, ίσως ένιωθε καχυποψία για το τι θα έκανε ο Ραντ. Ο ίδιος ελάχιστα είχε κοιμηθεί από τότε που είχαν φύγει από την Κρυόπετρα· αν είχαν κρυφοκοιτάξει στα όνειρά του, θα είχαν δει μόνο εφιάλτες.
«Πρόσεχε, Ραντ αλ'Θόρ», είπε η Μπάιρ σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις του. «Ο κουρασμένος κάνει λάθη. Σήμερα δεν έχεις περιθώριο για λάθη». Κατέβασε την εσάρπα γύρω από τους ώμους της και η λεπτή φωνή της πήρε ένα σχεδόν θυμωμένο τόνο. «Εμείς δεν έχουμε περιθώριο να κάνεις λάθη. Το Άελ δεν έχει περιθώριο να κάνεις λάθη».
Οι καινούριοι αναβάτες που είχαν ανέβει στην κορφή του λόφου ξανατράβηξαν τα βλέμματα πάνω τους. Ανάμεσα στις τέντες, αρκετές εκατοντάδες Αελίτες, άντρες που φορούσαν καντιν'σόρ και μακρυμάλλες γυναίκες με φούστες, μπλούζες και εσάρπες, είχαν σχηματίσει ένα πλήθος που παρατηρούσε. Η προσοχή του πλήθους στράφηκε αλλού, όταν στα δεξιά εμφανίστηκε η λευκή άμαξα του Καντίρ πίσω από τα μουλάρια του, με το σωματώδη πραματευτή να φορά κιτρινωπό σακάκι καθισμένος στη θέση του οδηγού και την Ισέντρε λευκοντυμένη στα μετάξια, να κρατά ένα ασορτί παρασόλι. Ακολούθησε η άμαξα της Κάιλι, με τον Νατάελ να κρατά τα χαλινάρια στο πλευρό της, μετά οι άμαξες με τις μουσαμαδένιες οροφές και τελικά οι τρεις μεγάλες υδροφόρες άμαξες, σαν πελώρια βαρέλια πάνω σε ρόδες, που τις έσερναν μουλάρια σε μακριές γραμμές. Κοίταξαν τον Ραντ καθώς οι άμαξες αγκομαχούσαν περνώντας δίπλα του, με τους άξονες που ήθελαν λάδωμα να τσιρίζουν, και μετά κοίταξαν τον Καντίρ και την Ισέντρε, τον Νατάελ με τον μπαλωμένο μανδύα βάρδου του και τον όγκο της Κάιλι, που ήταν χωμένος σε χιονάτα λευκά φορέματα, με μια λευκή, δαντελωτή εσάρπα στερεωμένη στις φιλντισένιες χτένες της. Ο Ραντ χάιδεψε τον Τζήντ'εν, που κύρτωνε το λαιμό του. Από το πανηγύρι εκεί κάτω ξεχύθηκαν άντρες και γυναίκες για να ανταμώσουν τις άμαξες που πλησίαζαν. Οι Σάιντο περίμεναν. Σύντομα θα γινόταν.
Η Εγκουέν πλησίασε με την γκρίζα φοράδα της τον Τζήντ'εν· ο σταχτής, πιτσιλωτός επιβήτορας κόλλησε τη μουσούδα του στην Ομίχλη κι εκείνη του το ανταπέδωσε δαγκώνοντάς τον. «Ραντ, δεν μου έδωσες την ευκαιρία να σου μιλήσω μετά την Κρυόπετρα». Αυτός δεν είπε τίποτα· τώρα η Εγκουέν ήταν Άες Σεντάι, κι όχι μόνο επειδή αυτοαποκαλούνταν έτσι. Αναρωτήθηκε αν κι αυτή κατασκόπευε τα όνειρά του. Το πρόσωπό της ήταν τραβηγμένο, τα μαύρα μάτια της κουρασμένα. «Μην κλείνεσαι στον εαυτό σου, Ραντ. Δεν πολεμάς μονάχος. Κι άλλοι δίνουν μάχες για σένα».
Αυτός έσμιξε τα φρύδια και προσπάθησε να μην την κοιτάξει. Η πρώτη του σκέψη ήταν για το Πεδίο του Έμοντ και τον Πέριν, αλλά δεν ήξερε πώς είχε μάθει αυτή το μέρος που είχε πάει ο Πέριν. «Τι εννοείς;» της είπε τελικά.
«Πολεμώ για σένα», είπε η Μουαραίν, πριν η Εγκουέν προλάβει να ανοίξει το στόμα, «όπως και η Εγκουέν». Οι δύο γυναίκες αντάλλαξαν μια αστραπιαία ματιά. «Υπάρχουν άνθρωποι που πολεμούν για σένα και δεν το ξέρουν, όπως κι εσύ δεν ξέρεις αυτούς. Δεν συνειδητοποιείς τι σημαίνει να αλλάζεις βίαια τη μορφή της Δαντέλας της Εποχής, έτσι δεν είναι; Οι επιπτώσεις των πράξεών σου, οι επιπτώσεις της ίδιας σου της ύπαρξης, μοιάζουν με κυματάκια στο νερό, απλώνονται στο Σχήμα και αλλάζουν την ύφανση σε νήματα ζωών τις οποίες δεν θα αντιληφθείς ποτέ. Η μάχη δεν είναι μόνο δική σου, κάθε άλλο. Αλλά στέκεις στην καρδιά αυτού του ιστού στο Σχήμα. Αν αποτύχεις και γκρεμιστείς, θα γκρεμιστούν τα πάντα. Αφού δεν μπορώ να έρθω μαζί σου στο Άλκαιρ Νταλ, άσε τον Λαν να σε συνοδεύσει. Δυο μάτια ακόμα να σου φυλούν τα νώτα». Ο Πρόμαχος γύρισε λιγάκι προς το μέρος της πάνω στη σέλα του, κοιτώντας τη με σμιγμένα φρύδια· με τους Σάιντο να φοράνε τα πέπλα έτοιμοι για σκοτωμό, δεν ήθελε να την αφήσει μόνη.
Ο Ραντ σκέφτηκε ότι τη ματιά που είχαν ανταλλάξει η Μουαραίν και η Εγκουέν δεν θα ήθελαν να την έχει δει. Του κρατούσαν, λοιπόν, κάτι μυστικό. Η Εγκουέν είχε πράγματι τα μάτια των Άες Σεντάι, σκοτεινά και αινιγματικά. Η Αβιέντα και οι Κόρες είχαν ξανάρθει κοντά του. «Ας μείνει μαζί σου ο Λαν, Μουαραίν. Οι Φαρ Ντάραϊς Μάι έχουν την τιμή μου». Το στόμα της Μουαραίν σφίχτηκε στις άκρες, αλλά απ' ό,τι φαινόταν, αυτό ήταν το σωστό που έπρεπε να πουν οι Κόρες. Η Αντελίν και οι άλλες χαμογέλασαν πλατιά.
Πιο κάτω, οι Αελίτες είχαν μαζευτεί γύρω από τους αμαξάδες καθώς ξέζευαν τα μουλάρια. Δεν πρόσεχαν όλοι τους Αελίτες. Η Κάιλι και η Ισέντρε στέκονταν πλάι στις άμαξες τους και άλληλα κοιτάζονταν, με τον Νατάελ να μιλάει γοργά στη μια γυναίκα, τον Καντίρ στην άλλη, ώσπου τελικά σταμάτησαν τη μονομαχία των βλεμμάτων. Εδώ και λίγο καιρό οι γυναίκες αυτές έτσι έκαναν. Αν ήταν άντρες, ο Ραντ θα περίμενε να έχουν πιαστεί στα χέρια εδώ και καιρό.
«Να είσαι σε επιφυλακή, Εγκουέν», είπε ο Ραντ. «Όλοι σας να είστε σε επιφυλακή».
«Ακόμα και οι Σάιντο δεν θα ενοχλήσουν τις Άες Σεντάι», του είπε η Αμυς, «όπως δεν θα ενοχλήσουν την Μπάιρ, τη Μελαίν ή εμένα. Κάποια πράγματα είναι τόσο ποταπά, που δεν τα κάνουν ούτε και οι Σάιντο».
«Μόνο να είστε σε επιφυλακή!» Δεν ήθελε να μιλήσει τόσο απότομα. Ακόμα και ο Ρούαρκ τον κοίταζε παραξενεμένος. Δεν καταλάβαιναν και δεν τολμούσε να τους το πει. Ακόμα. Τίνος η παγίδα θα έκλεινε πρώτη; Έπρεπε να διακινδυνεύσει όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά κι αυτούς.
«Τι λες για μένα, Ραντ;» είπε ξαφνικά ο Ματ, κυλώντας ένα χρυσό νόμισμα στα δάχτυλα του χεριού του, σαν να το έκανε ασυναίσθητα. «Έχεις αντίρρηση να έρθω μαζί σου;»
«Θέλεις να έρθεις; Νόμιζα ότι θα έμενες με τους πραματευτές».
Ο Ματ κοίταξε κατσουφιασμένος τις άμαξες εκεί κάτω κι ύστερα τους Σάιντο, που ήταν παραταγμένοι μπροστά στο άνοιγμα του βουνού. «Νομίζω ότι δεν θα βγω εύκολα από δω αν σκοτωθείς. Που να καώ, θα με αφήσεις στο τσουκάλι, είτε με τον έναν τρόπο, είτε... Ντοβιένυα», μουρμούρισε —ο Ραντ τον είχε ακούσει να το λέει και άλλοτε· ο Λαν είχε πει ότι σήμαινε «τύχη» στην Παλιά Γλώσσα — και πέταξε ψηλά το χρυσό νόμισμα, που στριφογύρισε στον αέρα. Όταν έκανε να το ξαναπιάσει, αυτό χτύπησε στα ακροδάχτυλά του και έπεσε στο έδαφος. Με κάποιον απίστευτο τρόπο το νόμισμα ισορρόπησε όρθιο, κύλησε στην κατηφοριά, αναπηδώντας στις ρωγμές του ψημένου πηλού, λαμπυρίζοντας στο φως του ήλιου, ως κάτω, στις άμαξες, όπου τελικά έπεσε. «Που να καώ, Ραντ», μούγκρισε, «μακάρι να μην έκανες τέτοια πράγματα!»
Η Ισέντρε έπιασε το νόμισμα και άρχισε να το τρίβει, κοιτώντας την κορυφή του λόφου. Κι άλλοι κοίταζαν· ο Καντίρ, η Κάιλι και ο Νατάελ.
«Μπορείς να έρθεις», είπε ο Ραντ. «Ρούαρκ, δεν είναι ώρα;»
Ο αρχηγός φατρίας κοίταξε πάνω από τον ώμο του. «Ναι. Είναι σχεδόν...» Πίσω του οι αυλοί άρχισαν να παίζουν ένα αργό, χορευτικό σκοπό. «Τώρα».
Ένα τραγούδι υψώθηκε μαζί με τους αυλούς. Τα αγόρια των Αελιτών έπαυαν να τραγουδούν όταν γίνονταν άντρες, με εξαίρεση ορισμένες περιστάσεις. Όταν ένας Αελίτης έπιανε το δόρυ, από κει και μετά τραγουδούσε μόνο τραγούδια μάχης και μοιρολόγια για τους νεκρούς. Στην αρμονία των φωνών ακούγονταν σίγουρα και Αελίτισσες να τραγουδούν, όμως οι βαθιές, ανδρικές φωνές τις έπνιγαν.
«Πλύνετε τα δόρατα ― όσο ο ήλιος ανεβαίνει ψηλά.
Πλύνετε τα δόρατα ― όσο ο ήλιος πέφτει χαμηλά».
Μισό μίλι δεξιά κι αριστερά φάνηκε το Τάαρνταντ και οι άντρες έτρεχαν με το ρυθμό του τραγουδιού σε δύο πλατιές φάλαγγες, με τα δόρατα έτοιμα, τα πρόσωπα σκεπασμένα με πέπλα· έμοιαζαν σαν να ήταν ατέλειωτες φάλαγγες που κυλούσαν προς τα βουνά.
«Πλύνετε τα δόρατα ― Ποιος φοβάται να πεθάνει;
Πλύνετε τα δόρατα — Δεν ξέρω κανέναν!»
Στα στρατόπεδα των φατριών και στο πανηγύρι, οι Αελίτες έχασκαν κατάπληκτοι· κάτι στον τρόπο που στέκονταν έλεγε στον Ραντ ότι είχαν μείνει σιωπηλοί. Μερικοί αμαξάδες έμοιαζαν αποσβολωμένοι· άλλοι άφησαν ελεύθερα τα μουλάρια και βούτηξαν κάτω από τις άμαξες. Η Κάιλι και η Ισέντρε, ο Καντίρ και ο Νατάελ κοίταζαν τον Ραντ.
«Πλύνετε τα δόρατα ― όσο κρατά η ζωή.
Πλύνετε τα δόρατα — ως να τελειώσει η ζωή
Πλύνετε τα δόρατα...»
«Πάμε;» Δεν περίμενε το νεύμα του Ρούαρκ για να σπιρουνίσει τον Τζήντ'εν, βάζοντάς τον να κατέβει το λόφο χωρίς να τρέχει, ενώ η Αντελίν και οι άλλες Κόρες μαζεύονταν γύρω του. Ο Ματ κοντοστάθηκε μια στιγμή πριν κλωτσήσει τον Πιπς για να τους ακολουθήσει, αλλά ο Ρούαρκ και οι αρχηγοί φυλής του Τάαρνταντ, καθένας με τους δέκα του, ξεκίνησαν μαζί με το σταχτί, πιτσιλωτό άλογο. Μια φορά, στα μισά του δρόμου ως τις σκηνές του πανηγυριού, ο Ραντ γύρισε και κοίταξε την κορυφή του λόφου. Η Μουαραίν και η Εγκουέν κάθονταν στα άλογά τους μαζί με τον Λαν. Η Αβιέντα στεκόταν μαζί με τις τρεις Σοφές. Όλες τον κοίταζαν. Είχε ξεχάσει πώς ήταν να μη σε παρακολουθούν.
Καθώς περνούσε δίπλα από το πανηγύρι μια αντιπροσωπεία βγήκε από κει, δέκα-δώδεκα γυναίκες με φούστες, μπλούζες, πολύ χρυσό, ασήμι και φίλντισι, κι άλλοι τόσοι άντρες, με τα γκρίζα και τα καφετιά του καντιν'σόρ, αλλά άοπλοι, εκτός από το μαχαίρι που είχε καθένας στη ζώνη του, που τα περισσότερα ήταν μικρότερα από το δόρυ με τη βαριά λεπίδα που κρατούσε ο Ρούαρκ. Πάντως η θέση που πήραν ανάγκασε τον Ραντ και τους άλλους να σταματήσουν· έδειξαν να μη δίνουν σημασία στους Τάαρνταντ, που χύνονταν από ανατολικά και δυτικά με τα πέπλα τους.
«Πλύνετε τα δόρατα ― Η ζωή είναι ένα όνειρο.
Πλύνετε τα δόρατα—Όλα τα όνειρα τελειώνουν».
«Δεν το περίμενα αυτό από σένα, Ρούαρκ», είπε ένας γκριζομάλλης με βαρύ σώμα. Δεν ήταν χοντρός —ο Ραντ δεν είχε δει χοντρό Αελίτη― απλώς μυώδης. «Ακόμα κι από τους Σάιντο ήταν έκπληξη, μα από σένα!»
«Οι καιροί αλλάζουν, Μάντχουιν», αποκρίθηκε ο αρχηγός φατρίας. «Πόσον καιρό είναι εδώ οι Σάιντο;»
«Έφτασαν πάνω που χάραζε. Άραγε γιατί ταξίδεψαν νύχτα;» Ο Μάντχουιν κοίταξε τον Ραντ σμίγοντας λιγάκι τα φρύδια κι έγειρε το κεφάλι προς τον Ματ. «Είναι πράγματι παράξενοι καιροί, Ρούαρκ».
«Ποιοι είναι εδώ, εκτός από τους Σάιντο;» ρώτησε ο Ρούαρκ.
«Εμείς του Γκόσιεν φτάσαμε πρώτοι. Ύστερα το Σάαραντ». Ο μυώδης άντρας έκανε μια γκριμάτσα όταν πρόφερε το όνομα των θανάσιμων εχθρών του, χωρίς να πάψει να μελετά τους δύο υδρόβιους. «Το Τσαρήν και το Τομανέλε έφτασαν μετά. Και τελευταίο το Σάιντο, όπως είπα. Η Σεβάνα δεν έχει καιρό που έπεισε τους αρχηγούς να έρθουν. Ο Μπάελ δεν είδε λόγο να συναντηθούμε σήμερα, ούτε και κάποιοι από τους άλλους».
Μια γυναίκα με πλατύ πρόσωπο, μεσόκοπη, με μαλλιά πιο κίτρινα από της Αντελίν, έβαλε τις γροθιές στους γοφούς, κάνοντας τα φιλντισένια και τα χρυσά βραχιόλια της να κροταλίσουν. Όσα βραχιόλια και περιδέραια φορούσαν μαζί η Άμυς και η σύζυνος-αδελφή της, τα φορούσε αυτή μόνη της. «Ραντ, ακούσαμε ότι βγήκε από το Ρουίντιαν Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή». Κοίταζε συνοφρυωμένη τον Ραντ και τον Ματ. Το ίδιο έκανε και ολόκληρη η αντιπροσωπεία. Ακούσαμε ότι σήμερα θα αναγγελθεί ο Καρ'α'κάρν. Πριν φτάσουν όλες οι φατρίες».
«Τότε κάποιος σας μίλησε προφητικά», είπε ο Ραντ. Άγγιξε τα πλευρά του αλόγου του με τα σπιρούνια· η αποστολή βγήκε από το δρόμο του.
«Ντοβιένυα», μουρμούρισε ο Ματ. «Μία ντοβιένυα νεσόντιν σοέντε». Ό,τι κι αν σήμαινε, έμοιαζε με φλογερή επιθυμία.
Οι φάλαγγες των Τάαρνταντ είχαν πλευρίσει και από τις δύο μεριές τους Σάιντο και είχαν στρίψει για να τους αντικρίζουν σε απόσταση λίγων εκατοντάδων βημάτων, ακόμα με τα πέπλα σηκωμένα, ακόμα τραγουδώντας. Δεν έκαναν καμία κίνηση που να μοιάζει απειλητική, απλώς στάθηκαν εκεί, δεκαπέντε ή είκοσι φορές περισσότεροι από τους Σάιντο, και τραγουδούσαν, με τις φωνές να βροντούν με αρμονία.
«Πλύνετε τα δόρατα — μέχρι να χαθεί η σκιά.
Πλύνετε τα δόρατα ― μέχρι να στεγνώσει το νερό.
Πλύνετε τα δόρατα ― Πόσο μακριά από το σπίτι;
Πλύνετε τα δόρατα — Μέχρι να πεθάνω!»
Πλησιάζοντας τους Σάιντο, ο Ραντ είδε τον Ρούαρκ να φέρνει το χέρι στο πέπλο του. «Όχι, Ρούαρκ. Δεν ήρθαμε εδώ για να τους πολεμήσουμε». Εννοούσε ότι ήλπιζε να μην καταλήξουν εκεί, όμως ο Αελίτης το πήρε αλλιώτικα.
«Καλά τα λες, Ραντ αλ'Θόρ. Δεν έχουν τιμή οι Σάιντο». Ο Ρούαρκ άφησε το πέπλο του να κρέμεται και ύψωσε τη φωνή του. «Δεν έχουν τιμή οι Σάιντο!»
Ο Ραντ δεν γύρισε το κεφάλι να κοιτάξει, αλλά είχε την αίσθηση ότι πίσω του τα μαύρα πέπλα χαμήλωναν.
«Ωχ, μα το αίμα και τις στάχτες!» μουρμούρισε ο Ματ. «Μα το αίμα και τις στάχτες!»
«Πλύνετε τα δόρατα ― μέχρι να κρυώσει ο ήλιος.
Πλύνετε τα δόρατα ― μέχρι το νερό να κυλήσει γάργαρο.
Πλύνετε τα δόρατα...»
Οι γραμμές των Σάιντο σάλεψαν ανήσυχα. Ό,τι κι αν τους είχαν πει ο Κουλάντιν ή η Σεβάνα, ήξεραν να μετράνε. Άλλο ήταν να τα βάλουν με τον Ρούαρκ και όσους ήταν μαζί του, παρ' όλο που θα πήγαιναν ενάντια σε κάθε έθιμο, κι άλλο να τα βάλουν με τόσους Τάαρνταντ, που θα μπορούσαν να τους παρασύρουν σαν κατολίσθηση. Παραμέρισαν αργά, οπισθοχώρησαν για να περάσει ο Ραντ, έκαναν πίσω για να ανοίξουν πλατύ δρόμο.
Ο Ραντ αναστέναξε με ανακούφιση. Τουλάχιστον η Αντελίν και οι άλλες Κόρες κοίταζαν ίσια μπροστά, λες και οι Σάιντο δεν υπήρχαν.
«Πλύνετε τα δόρατα — όσο ανασαίνω ακόμα.
Πλύνετε τα δόρατα ― το ατσάλι μου αστράφτει.
Πλύνετε τα δόρατα...»
Το τραγούδι χαμήλωσε κι έγινε μουρμουρητό όταν άρχισαν να μπαίνουν στην πλατιά χαράδρα με τις απόκρημνες πλαγιές, που ήταν βαθιά και σκιερή καθώς προχωρούσε φιδίσια στα βουνά. Επί αρκετά λεπτά, ο πιο δυνατός ήχος ήταν οι οπλές στο βράχο και ο ψίθυρος από τις μαλακές μπότες των Αελιτών. Ξαφνικά, το πέρασμα άνοιξε μπροστά στο Άλκαιρ Νταλ.
Ο Ραντ είδε γιατί έλεγαν το φαράγγι γαβάθα, αν και δεν είχε τίποτα χρυσό. Ήταν σχεδόν τελείως σφαιρικό και οι γκρίζες πλευρές του ανηφόριζαν πλαγιαστά παντού τριγύρω, εκτός από την απέναντι άκρη, όπου κύρτωνε προς τα μέσα, σαν κύμα που σκάζει. Στις πλαγιές, αραιά εδώ κι εκεί, είδε ομάδες Αελιτών με τα κεφάλια και τα πρόσωπα γυμνά, πολύ περισσότερες ομάδες απ' όσες φατρίες υπήρχαν. Σύμφωνα με τον Ρούαρκ, το γεγονός ότι κάθονταν κατά κοινωνίες και όχι κατά φατρίες βοηθούσε να διατηρηθεί η ειρήνη. Μόνο οι Κόκκινες Ασπίδες και οι Κόρες συνέχισαν να πηγαίνουν με τον Ραντ και τους αρχηγούς του Τάαρνταντ.
Οι αρχηγοί φυλών των άλλων φατριών κάθονταν όλοι κατά φατρία, ανακούρκουδα μπροστά σε ένα βαθύ πεζούλι, κάτω από μια κυρτή προεξοχή. Έξι μικρές ομάδες, που τη μία αποτελούσαν Κόρες, στέκονταν ανάμεσα στους αρχηγούς φυλών και στο πεζούλι. Υποτίθεται πως εκεί στέκονταν οι Αελίτες που είχαν έρθει για την τιμή των αρχηγών φατρίας. Ήταν έξι, αν και μόνο πέντε φατρίες εκπροσωπούνταν. Η Σεβάνα θα είχε τις Κόρες —αν και η Αβιέντα δεν είχε αργήσει να επισημάνει ότι η Σεβάνα δεν ήταν ποτέ της Φαρ Ντάραϊς Μάι― αλλά η επιπλέον ομάδα... Είχε έντεκα άντρες, όχι δέκα. Ο Ραντ, βλέποντας μονάχα το πίσω μέρος ενός κεφαλιού με φλογάτα μαλλιά, βεβαιώθηκε ότι ήταν ο Κουλάντιν.
Στο καθαυτό πεζούλι στεκόταν μια χρυσόμαλλη γυναίκα, που φορούσε όσα κοσμήματα είχε κι εκείνη η άλλη στις σκηνές —ήταν η Σεβάνα, φυσικά― με μια γκρίζα εσάρπα ριγμένη στα χέρια, τέσσερις αρχηγοί φατριών, άοπλοι, με εξαίρεση τα μαχαίρια στις ζώνες τους, κι ένας άλλος, που ήταν ο ψηλότερος άνθρωπος που είχε δει ποτέ του ο Ραντ. Ο Μπάελ του Γκόσιεν Άελ, σύμφωνα με την περιγραφή που του είχε κάνει ο Ρούαρκ· ήταν σίγουρα μια πιθαμή ψηλότερος από τον Ρούαρκ και τον Ραντ. Τώρα μιλούσε η Σεβάνα και κάποιο τέχνασμα του σχήματος του φαραγγιού μετέφερε τα λόγια της καθαρά παντού.
«...του επιτραπεί να μιλήσει!» Η φωνή της είχε ένταση και θυμό. Με το κεφάλι ψηλά και την πλάτη ίσια, προσπάθησε να κυριαρχήσει με τη δύναμη της θέλησής της. «Το απαιτώ ως δικαίωμά μου! Μέχρι να επιλεγεί καινούριος αρχηγός, εγώ εκπροσωπώ τον Σούλαντρικ και το Σάιντο. Απαιτώ τα δικαιώματα μου!»
«Εκπροσωπείς τον Σούλαντρικ μέχρι να επιλεγεί ένας καινούριος αρχηγός, στεγοκυρά». Ο ασπρομάλλης που μιλούσε έντονα ήταν ο Χαν, ο αρχηγός του Τομανέλε. Με πρόσωπο σαν σκούρο, ζαρωμένο πετσί, θα ήταν ψηλότερος από το μέσο όρο στους Δύο Ποταμούς· για Αελίτης ήταν κοντός, αν και γεροδεμένος. «Δεν αμφιβάλω ότι ξέρεις καλά τα δικαιώματα μιας στεγοκυράς, αλλά ίσως όχι τόσο καλά τα δικαιώματα ενός αρχηγού φατρίας. Εδώ επιτρέπεται να μιλήσει μόνο κάποιος που έχει μπει στο Ρουίντιαν ― καθώς κι εσύ, που εκπροσωπείς τον Σούλαντρικ» —δεν φαινόταν να χαίρεται γι' αυτό, όμως γενικά δεν φαινόταν να χαίρεται με πολλά― «αλλά οι Ονειροβάτισσες είπαν στις Σοφές μας ότι στον Κουλάντιν αρνήθηκαν το δικαίωμα να μπει στο Ρουίντιαν».
Ο Κουλάντιν φώναξε κάτι, προφανώς εξοργισμένος, που όμως δεν ακούστηκε —προφανώς το κόλπο του φαραγγιού δούλευε μόνο στο πεζούλι― αλλά ο Έριμ, του Τσαρήν, που τα λαμπερά κόκκινα μαλλιά του ήταν τα μισά άσπρα, τον διέκοψε απότομα. «Δεν δείχνεις σέβας σε έθιμα και νόμους, Σάιντο; Δεν έχεις τιμή; Μείνε σιωπηλός εδώ πέρα».
Μερικά μάτια στις πλαγιές γύρισαν για να δουν ποιοι ήταν οι νεοφερμένοι. Αγκωνιές, σαν κυματάκια που απλώνονταν στο νερό, τράβηξαν την προσοχή κι άλλων στο θέαμα των δύο ξενομεριτών πάνω στα άλογά τους, μπροστά από τους αρχηγούς φυλής. Μάλιστα, τον έναν από τους δύο καβαλάρηδες τον ακολουθούσαν Κόρες. Άραγε πόσοι Αελίτες τον κοίταζαν, αναρωτήθηκε ο Ραντ. Τρεις χιλιάδες; Τέσσερις χιλιάδες; Περισσότεροι; Κανείς δεν έβγαλε άχνα.
«Συγκεντρωθήκαμε εδώ για να ακούσουμε μια σπουδαία ανακοίνωση», είπε ο Μπάελ, «όταν θα έρθουν όλες οι φατρίες». Κι αυτού τα σκούρα κόκκινα μαλλιά γκριζάριζαν· δεν υπήρχαν νεαροί μεταξύ των αρχηγών φατρίας. Το μεγάλο ύψος και η βαθιά φωνή του τράβηξαν τα βλέμματα πάνω του. «Όταν θα έχουν έρθει όλες οι φατρίες. Αν το μόνο που θέλει να πει τώρα η Σεβάνα είναι να αφήσουμε τον Κουλάντιν να μιλήσει, θα ξαναγυρίσω στις σκηνές μου και θα περιμένω».
Ο Τζέραν του Σάαραντ, θανάσιμος εχθρός του Γκόσιεν του Μπάελ, ήταν ένας λιγνός άντρας με πυκνές, γκρίζες πινελιές στα ανοιχτά κάστανα μαλλιά του. Λιγνός, όπως θα έλεγε κανείς ότι μια λεπίδα είναι λιγνή, μίλησε χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα. «Εγώ αυτό που λέω είναι να μη γυρίσουμε στις σκηνές μας. Αφού μας έφερε η Σεβάνα, ας συζητήσουμε κάτι που ελάχιστα υπολείπεται σε σπουδαιότητα από την ανακοίνωση που αναμένουμε. Νερό. Επιθυμώ να συζητήσω για το νερό στο Καταφύγιο Τσέιν Ριτζ». Ο Μπάελ στράφηκε προς το μέρος του απειλητικά.
«Ανόητοι!» ξέσπασε η Σεβάνα. «Βαρέθηκα να περιμένω! Θα —»
Τότε μόνο εκείνοι που βρίσκονταν στο πεζούλι αντιλήφθηκαν τους νεοαφιχθέντες. Μέσα σε απόλυτη σιωπή τους παρακολούθησαν να πλησιάζουν, με τους αρχηγούς φατρίας να συνοφρυώνονται και τη Σεβάνα να κατσουφιάζει. Ήταν μια όμορφη γυναίκα, αρκετά νέα για να την πει κανείς μεσόκοπη —και μικρόδειχνε, έτσι που στεκόταν ανάμεσα σε άντρες που δεν ήταν πια μεσήλικες― αλλά με άπληστο στόμα. Οι αρχηγοί φατρίας είχαν αξιοπρεπή όψη, ακόμα και ο Χαν με την ξινισμένη έκφρασή του· τα ανοιχτοπράσινα μάτια της είχαν μια υπολογιστική έκφραση. Αντίθετα από κάθε άλλη Αελίτισσα που είχε δει ο Ραντ, φορούσε τη φαρδιά, λευκή μπλούζα της ανοιγμένη, έτσι ώστε να φαίνεται αρκετό μέρος του ηλιοκαμένου κόρφου της, που ήταν στολισμένος με άφθονα περιδέραια. Ο Ραντ θα καταλάβαινε ότι οι άντρες ήταν αρχηγοί φατρίας από τον τρόπο τους· αν η Σεβάνα ήταν στεγοκυρά, σίγουρα δεν έμοιαζε σε τίποτα της Λίαν.
Ο Ρούαρκ πήγε ίσια στο πεζούλι, έδωσε τα δόρατα και τη στρογγυλή ασπίδα του, το τόξο και τη φαρέτρα του στις Κόκκινες Ασπίδες και ανέβηκε πάνω. Ο Ραντ έδωσε τα χαλινάρια στον Ματ —ο οποίος μουρμούρισε «καλή μας τύχη!» κοιτώντας τους Αελίτες που τους κύκλωναν· η Αντελίν ένευσε ενθαρρυντικά στον Ραντ — και ανέβηκε από τη σέλα κατευθείαν στο πεζούλι. Μουρμουρητά έκπληξης διέτρεξαν το φαράγγι.
«Τι κάνεις, Ρούαρκ», απαίτησε να μάθει ο Χαν βλοσυρός, «και φέρνεις αυτό τον υδρόβιο εδώ πέρα; Αν δεν τον σκοτώσεις, τουλάχιστον στείλε τον να καθίσει, που μας στέκεται σαν αρχηγός».
«Αυτός ο άνθρωπος, ο Ραντ αλ'Θόρ, ήρθε για να μιλήσει στους αρχηγούς των φατριών. Δεν σου είπαν οι Ονειροβάτισσες ότι θα έρθει μαζί μου;» Τα λόγια του Ρούαρκ προκάλεσαν πιο δυνατά μουρμουρητά στους παριστάμενους.
«Η Μελαίν μου είπε πολλά πράγματα, Ρούαρκ», είπε αργά ο Μπάελ, κοιτώντας τον Ραντ συνοφρυωμένος. «Ότι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή είχε βγει από το Ρουίντιαν. Δεν μπορεί να εννοείς ότι αυτός ο άνθρωπος...» Η φωνή του ξεψύχησε, δεν το χωρούσε ο νους του.
«Αφού μπορεί να μιλήσει αυτός ο υδρόβιος», έσπευσε να πει η Σεβάνα, «τότε μπορεί και ο Κουλάντιν». Σήκωσε το απαλό χέρι της και ο Κουλάντιν ανέβηκε στο πεζούλι, με πρόσωπο κατακόκκινο από θυμό.
Ο Χαν γύρισε προς το μέρος του. «Κατέβα κάτω, Κουλάντιν! Δεν φτάνει που παραβιάζει ο Ρούαρκ το έθιμο, τώρα έρχεσαι κι εσύ!»
«Είναι καιρός να πετάξουμε τα πολυκαιρισμένα έθιμα!» φώναξε ο Σάιντο με τα φλογάτα μαλλιά, βγάζοντας το καφετί και γκρίζο σακάκι του. Δεν χρειαζόταν να φωνάζει —τα λόγια του αντηχούσαν σ' ολόκληρο το φαράγγι― αλλά δεν χαμήλωσε τη φωνή. «Εγώ είμαι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή!» Ανέβασε τα μανίκια ως τους αγκώνες και ύψωσε τις γροθιές του στον αέρα. Γύρω από κάθε πήχη τυλιγόταν ένα ερπετοειδές πλάσμα με πορφυρά και χρυσά χρώματα, που είχε λαμπυρίζοντα μεταλλικά πόδια με πέντε χρυσά γαμψώνυχα στο καθένα, ενώ το κεφάλι με τη χρυσή χαίτη άγγιζε τη ράχη του καρπού. Δύο τέλειοι Δράκοντες. «Είμαι ο Καρ'α'κάρν!» Ο βρυχηθμός που του απάντησε έμοιαζε με βροντή, καθώς οι Αελίτες πετάχτηκαν από τις θέσεις τους φωνάζοντας με αγαλλίαση. Οι αρχηγοί φυλής σηκώθηκαν κι αυτοί όρθιοι, οι άνθρωποι του Τάαρνταντ μαζεύτηκαν κοντά ανήσυχοι, ενώ οι υπόλοιποι φώναζαν δυνατά, όπως όλοι.
Οι αρχηγοί φατρίας έμοιαζαν αποσβολωμένοι, ακόμα και ο Ρούαρκ. Η Αντελίν και οι εννέα Κόρες ζύγιασαν τα δόρατά τους, σαν να περίμεναν ότι ανά πάσα στιγμή θα έπρεπε να τα χρησιμοποιήσουν. Ο Ματ, κοιτώντας το άνοιγμα που οδηγούσε έξω, κατέβασε χαμηλά το καπέλο και πλησίασε με τα δύο άλογα στο πεζούλι, κάνοντας κρυφά νόημα στον Ραντ να ξανακατέβει στη σέλα του.
Η Σεβάνα χαμογέλασε αυτάρεσκα σιάζοντας την εσάρπα της, ενώ ο Κουλάντιν πήγε με μεγάλες δρασκελιές μπροστά στο πεζούλι με τα χέρια ψηλά. «Φέρνω αλλαγή!» φώναξε. «Σύμφωνα με την προφητεία, φέρνω ένα καινούριο μέλλον! Θα ξαναπεράσουμε το Δρακότειχος και θα πάρουμε πίσω αυτό που μας ανήκει! Οι υδρόβιοι είναι μαλθακοί, μα πλούσιοι! Θυμάστε τους θησαυρούς που φέραμε μαζί μας την τελευταία φορά που βγήκαμε στις χώρες των υδρόβιων! Αυτή τη φορά θα τα πάρουμε όλα! Αυτή τη φορά...!»
Ο Ραντ άφησε να τον λούσει το κήρυγμα του άλλου. Απ' όλα όσα ήταν δυνατό να συμβούν, αυτό δεν το είχε ούτε καν υποψιαστεί. Πώς; Η λέξη αντηχούσε στο μυαλό του, αλλά δεν το πίστευε και ο ίδιος πόσο ψύχραιμος ήταν. Έβγαλε αργά το σακάκι του και δίστασε μια στιγμή πριν ψαρέψει το ανγκριάλ από την τσέπη· το έχωσε στη ζώνη του παντελονιού του, έριξε το σακάκι κάτω και προχώρησε μπροστά στο πεζούλι, λύνοντας ήρεμα τα κορδόνια των μανικιών του. Γλίστρησαν κάτω, καθώς ύψωνε τα χέρια πάνω από το κεφάλι.
Οι συγκεντρωμένοι Αελίτες έκαναν μερικές στιγμές μέχρι να προσέξουν τους Δράκοντες που ήταν κουλουριασμένοι γύρω κι από τους δικούς του πήχεις, αστράφτοντας στο φως του ήλιου. Βουβάθηκαν όλοι σταδιακά· η σιωπή στο τέλος ήταν απόλυτη. Η Σεβάνα έμεινε με το στόμα ανοιχτό· αυτό δεν το γνώριζε. Προφανώς ο Κουλάντιν δεν είχε φανταστεί ότι ο Ραντ θα τον ακολουθούσε τόσο γρήγορα, δεν της είχε πει ότι είχε κι άλλος τα σημάδια. Πώς; Ο άνθρωπος πρέπει να πίστευε ότι θα είχε χρόνο· θα εδραίωνε τη θέση του και ύστερα θα απέρριπταν τον Ραντ ως απατεώνα. Φως μου, πώς; Αν η στεγοκυρά του Φρουρίου Κομάρντα ήταν αποσβολωμένη, το ίδιο ήταν και οι δύο αρχηγοί φατρίας, με εξαίρεση μόνο τον Ρούαρκ. Δύο άντρες σημαδεμένοι, ενώ η προφητεία έλεγε ότι θα ήταν μόνο ένας.
Ο Κουλάντιν συνέχισε να μαίνεται, ανεμίζοντας τα χέρια για να βεβαιωθεί ότι θα το έβλεπαν όλοι. «...δεν θα αρκεστούμε στις χώρες των επίορκων! Θα πάρουμε όλες τις χώρες, ως τον ωκεανό Άρυθ! Οι υδρόβιοι δεν θα αντισταθούν στο —» Ξαφνικά αντιλήφθηκε τη σιωπή, που είχε πάρει τη θέση των ενθουσιωδών κραυγών. Ήξερε τι την είχε προκαλέσει. Δεν στράφηκε για να κοιτάξει τον Ραντ. «Υδρόβιος! Κοιτάξτε τα ρούχα του! Υδρόβιος!» φώναξε.
«Υδρόβιος», συμφώνησε ο Ραντ. Δεν ύψωσε τη φωνή, αλλά το φαράγγι τη μετέφερε σε όλους. Ο Σάιντο έδειξε να ξαφνιάζεται για μια στιγμή και μετά χαμογέλασε θριαμβευτικά — ώσπου ο Ραντ συνέχισε. «Τι λέει η Προφητεία του Ρουίντιαν; “Γεννημένος από το αίμα”. Η μητέρα μου ήταν η Σάελ, μια Κόρη του Τσουμάι Τάαρνταντ». Ποια ήταν στ’ αλήθεια; Από πού είχε έρθει; «Ο πατέρας μου ήταν ο Τζάντουιν, της φυλής του Σιδερένιου Βουνού, αρχηγός φατρίας του Τάαρνταντ». Ο πατέρας μου είναι ο Ταμ αλ'Θόρ. Με βρήκε, με μεγάλωσε, με αγάπησε. Μακάρι να σε είχα γνωρίσει, Τζάντουιν, μα ο Ταμ είναι ο πατέρας μου. «“Γεννημένος από το αίμα, αλλά μεγαλωμένος από εκείνους που δεν είναι του αίματος”. Πού έστειλαν οι Σοφές ανθρώπους να ψάξουν για μένα; Στα φρούρια της Τρίπτυχης Γης; Έστειλαν ανθρώπους πέρα από το Δρακότειχος, όπου μεγάλωσα. Σύμφωνα με την προφητεία».
Ο Μπάελ και οι άλλοι τρεις ένευσαν αργά, αλλά απρόθυμα· υπήρχε ακόμα το ζήτημα ότι και ο Κουλάντιν έφερε τους Δράκοντες και αναμφιβόλως θα προτιμούσαν να ήταν ένας δικός τους. Το πρόσωπο της Σεβάνα είχε πάρει μια έκφραση σιγουριάς· ήταν ολοφάνερο ποιον θα υποστήριζε, ασχέτως του ποιος είχε τα πραγματικά σημάδια.
Η αυτοπεποίθηση του Κουλάντιν δεν κλονίστηκε στιγμή· είχε χλευάσει απροκάλυπτα τον Ραντ την πρώτη φορά που τον είχε δει ποτέ του. «Πόσος καιρός πέρασε από τότε που ειπώθηκε για πρώτη φορά η Προφητεία;» Ακόμα πίστευε ότι έπρεπε να φωνάζει. «Ποιος ξέρει πόσο έχουν αλλάξει τα λόγια της; Η μητέρα μου ήταν Φαρ Ντάραϊς Μάι πριν εγκαταλείψει το δόρυ. Πόσο έχουν αλλάξει τα υπόλοιπα; Ή πόσο τα άλλαξαν επίτηδες! Λέγεται ότι κάποτε υπηρετούσαμε τις Άες Σεντάι. Εγώ λέω ότι σκοπεύουν να μας δεσμεύσουν ξανά σ' αυτές! Διάλεξαν αυτό τον υδρόβιο επειδή μας μοιάζει! Δεν είναι του αίματός μας! Ήρθε με Άες Σεντάι, που τον έχουν δεμένο στο λουρί! Και οι Σοφές τις χαιρέτησαν σαν να ήταν πρωταδελφές! Όλοι ακούσατε για Άες Σεντάι που κάνουν απίστευτα πράγματα. Οι ονειροβάτισσες χρησιμοποίησαν τη Μία Δύναμη για να γλιτώσουν τον υδρόβιο από μένα! Χρησιμοποίησαν τη Μία Δύναμη, όπως λέγεται ότι κάνουν οι Άες Σεντάι! Οι Άες Σεντάι έφεραν αυτό τον υδρόβιο εδώ για να μας δεσμεύσουν με μια απάτη! Και οι ονειροβάτισσες τις βοηθούν!»
«Αυτά είναι τρελά πράγματα!» Ο Ρούαρκ πλησίασε τον Ραντ και κοίταξε τη σύναξη, που παρέμενε σιωπηλή. «Ο Κουλάντιν ποτέ δεν πήγε στο Ρουίντιαν. Άκουσα τις Σοφές να του το αρνούνται. Ο
Ραντ αλ'Θόρ πήγε, όμως. Τον είδα να φεύγει από το Τσήνταρ και τον είδα να επιστρέφει σημαδεμένος, όπως βλέπετε».
«Και γιατί μου το αρνήθηκαν;» γρύλισε ο Κουλάντιν. «Επειδή τους το είπαν οι Άες Σεντάι! Ο Ρούαρκ δεν σας λέει ότι μια Άες Σεντάι κατέβηκε από το Τσήνταρ μαζί μ' αυτό τον υδρόβιο! Κι έτσι επέστρεψε με τους Δράκοντες! Χάρη στη μαγεία των Άες Σεντάι! Ο αδελφός μου, ο Μουράντιν, πέθανε κάτω από το Τσήνταρ, δολοφονημένος απ' αυτό τον υδρόβιο και την Άες Σεντάι Μουαραίν, ενώ οι Σοφές, που κάνοντας το θέλημα των Άες Σεντάι, τους άφησαν να φύγουν ανενόχλητοι! Όταν ήρθε η νύχτα, πήγα στο Ρουίντιαν. Δεν τους το αποκάλυψα, παρά μόνο τώρα, επειδή αυτό είναι το σωστό μέρος για να φανεί ο Καρ'α'κάρν! Εγώ είμαι ο Καρ'α'κάρν!»
Ψέματα, αλατισμένα με όσα ψήγματα αλήθειας χρειαζόταν. Ο άνθρωπος είχε μια νικηφόρα αυτοπεποίθηση, ήταν βέβαιος ότι είχε μια απάντηση για κάθε ερώτημα.
«Λες ότι πήγες στο Ρουίντιαν χωρίς την άδεια των Σοφών;» ζήτησε να μάθει ο Χαν. Ο πανύψηλος Μπάελ είχε μια αποδοκιμαστική στάση, με τα χέρια σταυρωμένα. Το ίδιο έμοιαζε να νιώθει και ο Έριμ με τον Τζέραν, αν και όχι τόσο έντονα. Τουλάχιστον οι αρχηγοί φατρίας ταλαντεύονταν ακόμα. Η Σεβάνα έσφιγγε το μαχαίρι της ζώνης της, αγριοκοιτάζοντας τον Χαν σαν να ήθελε να του το καρφώσει στην πλάτη.
Ο Κουλάντιν, όμως, είχε έτοιμη την απάντηση. «Ναι, χωρίς αυτήν! Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή φέρνει αλλαγή! Έτσι λέει η προφητεία! Οι άχρηστοι τρόποι μας πρέπει να αλλάξουν και θα τους αλλάξω εγώ! Μήπως δεν έφτασα εδώ με την αυγή;»
Οι αρχηγοί φατρίας ήταν έτοιμοι να πειστούν, το ίδιο και οι Αελίτες που παρακολουθούσαν, οι οποίοι τώρα είχαν σηκωθεί και κοίταζαν σιωπηλά, περιμένοντας κατά χιλιάδες. Αν ο Ραντ δεν μπορούσε να τους πείσει, μάλλον δεν θα έφευγε ζωντανός από το Άλκαιρ Νταλ. Ο Ματ του ξανάκανε νόημα να έρθει στη σέλα του Τζήντ'εν. Ο Ραντ δεν έκανε καν τον κόπο να κουνήσει το κεφάλι. Υπήρχε κάτι σημαντικότερο από το να βγει ζωντανός· χρειαζόταν αυτούς τους ανθρώπους, χρειαζόταν την αφοσίωση τους. Έπρεπε να έχει ανθρώπους που θα τον ακολουθούσαν επειδή θα τον πίστευαν, όχι για να τον χρησιμοποιήσουν, ούτε γι' αυτά που θα μπορούσε να τους δώσει. Έπρεπε.
«Το Ρουίντιαν», είπε. Η λέξη φάνηκε να γεμίζει το φαράγγι. «Ισχυρίζεσαι ότι πήγες στο Ρουίντιαν, Κουλάντιν. Τι είδες εκεί;»
«Οι πάντες ξέρουν ότι δεν μιλάμε για το Ρουίντιαν», του αντιγύρισε ο Κουλάντιν.
«Μπορούμε να πάμε παράμερα», είπε ο Έριμ, «και να μιλήσουμε κατ' ιδίαν, για να μας πεις —» Ο Σάιντο τον διέκοψε με πρόσωπο κατακόκκινο από θυμό.
«Δεν μιλάω σε κανέναν. Το Ρουίντιαν είναι ένας ιερός τόπος και αυτό που είδα είναι ιερό. Εγώ είμαι ιερός!» Ύψωσε πάλι τα σημαδεμένα με τους Δράκοντες μπράτσα του. «Αυτά με κάνουν ιερό!»
«Περπάτησα ανάμεσα σε γυάλινες κολώνες, πλάι στο Αβεντεσόρα». Ο Ραντ μίλησε χαμηλόφωνα, αλλά οι λέξεις ακούστηκαν παντού. «Είδα την ιστορία του Άελ μέσα από τα μάτια των προγόνων μου. Τι είδες, Κουλάντιν; Δεν φοβάμαι να μιλήσω. Εσύ φοβάσαι;» Ο Σάιντο τρεμούλιασε από οργή, με πρόσωπο σχεδόν στο χρώμα των φλογάτων μαλλιών του.
Ο Μπάελ και ο Έριμ, ο Τζέραν και ο Χαν αντάλλαξαν αβέβαιες ματιές. «Πρέπει να πάμε παράμερα γι' αυτό», μουρμούρισε ο Χαν.
Ο Κουλάντιν δεν κατάλαβε ότι είχε χάσει το πλεονέκτημα που είχε με τους τέσσερις, το κατάλαβε όμως η Σεβάνα. «Ο Ρούαρκ του τα είπε όλα αυτά», έφτυσε η στεγοκυρά. «Μια από τις συζύγους του Ρούαρκ είναι ονειροβάτισσα, από εκείνες που συνδράμουν τις Άες Σεντάι. Του τα είπε ο Ρούαρκ!»
«Ο Ρούαρκ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο», την αποπήρε ο Χαν. «Είναι αρχηγός φατρίας και άνθρωπος με τιμή. Μη μιλάς για ό,τι δεν ξέρεις, Σεβάνα!»
«Δεν φοβάμαι!» φώναξε ο Κουλάντιν. «Κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει ότι φοβάμαι! Είδα κι εγώ μέσα από τα μάτια των προγόνων μας! Είδα τον ερχομό μας στην Τρίπτυχη Γη! Είδα τη δόξα μας! Τη δόξα που θα ξαναφέρω σε εμάς!»
«Είδα την Εποχή των Θρύλων», ανήγγειλε ο Ραντ, «και την αρχή του ταξιδιού των Αελιτών για την Τρίπτυχη Γη». Ο Ρούαρκ τον έπιασε από το μπράτσο, αλλά αυτός έδιωξε τον αρχηγό φατρίας. Αυτή η στιγμή ήταν το πεπρωμένο του από τότε που οι Αελίτες είχαν συγκεντρωθεί μπροστά στο Ρουίντιαν την πρώτη φορά. «Είδα τους Αελίτες τότε που αποκαλούνταν Ντα'σάιν Άελ και ακολουθούσαν την Οδό του Φύλλου».
«Όχι!» Κραυγές ήχησαν στο φαράγγι, ξέσπασε σάλος. «Όχι! Όχι!» Από χιλιάδες λαρύγγια. Τα δόρατα που υψώθηκαν στον αέρα άστραψαν στο φως. Φώναζαν ακόμα και μερικοί αρχηγοί φυλής του Τάαρνταντ. Η Αντελίν κοίταζε τον Ραντ εμβρόντητη. Ο Ματ του φώναξε κάτι που χάθηκε μέσα στο ορυμαγδό, κάνοντάς του απελπισμένα νόημα να ανέβει στη σέλα.
«Ψεύτη!» Το σχήμα του φαραγγιού μετέφερε το μούγκρισμα του Κουλάντιν, οργή ανάμικτη με θρίαμβο, πάνω από τις κραυγές των συναγμένων. Η Σεβάνα, κουνώντας έξαλλα το κεφάλι, άπλωσε το χέρι της πάνω του. Θα πρέπει να υποψιαζόταν τώρα ότι ο άνθρωπος ήταν απατεώνας, αλλά αν τον έπειθε να κρατήσει το στόμα του κλειστό, ίσως να πετύχαιναν το σκοπό τους. Όπως ήλπιζε ο Ραντ, ο Κουλάντιν την έσπρωξε στην άκρη. Ο Κουλάντιν ήξερε ότι ο Ραντ είχε πάει στο Ρουίντιαν —δεν μπορεί να είχε καταπιεί και ο ίδιος το παραμύθι του― αλλά αυτό δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Με τα ίδια του τα λόγια αποδεικνύει ότι είναι απατεώνας! Πάντα ήμασταν πολεμιστές! Πάντα! Από την αρχή του χρόνου!»
Ο βρυχηθμός φούσκωσε, τα δόρατα ανέμιζαν, όμως ο Μπάελ και ο Έριμ, ο Τζέραν και ο Χαν στέκονταν πετρωμένοι, βουβοί. Τώρα ήξεραν. Χωρίς να αντιλαμβάνεται την έκφρασή τους, ο Κουλάντιν ανέμιζε τα σημαδεμένα χέρια του στους συγκεντρωμένους Αελίτες, απολαμβάνοντας τη λατρεία τους.
«Γιατί;» είπε μαλακά ο Ρούαρκ πίσω από τον Ραντ. «Δεν κατάλαβες γιατί δεν μιλάμε για το Ρουίντιαν; Για να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι κάποτε ήμασταν τόσο διαφορετικοί απ' όσα πιστεύουμε, ότι ήμασταν το ίδιο με τους καταφρονεμένους Ξεστρατισμένους, τους οποίους αποκαλείς Τουάθα'αν. Το Ρουίντιαν σκοτώνει όσους δεν μπορούν να το αποδεχτούν. Απ' όσους άντρες πάνε στο Ρουίντιαν, μόνο ένας στους τρεις βγαίνει ζωντανός. Και τώρα μίλησες για να το ακούσουν όλοι. Δεν μπορεί να σταματήσει εδώ, Ραντ αλ'Θόρ. Θα διαδοθεί. Πόσοι θα είναι αρκετά δυνατοί για να το αντέξουν;
Θα σας γυρίσει πίσω και θα σας καταστρέψει. «Φέρνω αλλαγή», είπε θλιμμένα ο Ραντ. «Όχι ειρήνη, μα αναταραχή». Παντού τα βήματα μου ακολουθεί ο όλεθρος. Θα υπάρξει μέρος που να μην το συντρίψω; «Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει, Ρούαρκ. Αυτό δεν μπορώ να το αλλάξω».
«Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει», μουρμούρισε έπειτα από μια στιγμή ο Αελίτης.
Ο Κουλάντιν ακόμα πηγαινοερχόταν κορδωμένος, φωνάζοντας στους Αελίτες για δόξες και κατακτήσεις, χωρίς να αντιλαμβάνεται τους αρχηγούς φατρίας, που τον κοιτούσαν από πίσω. Η Σεβάνα δεν κοίταζε καθόλου τον Κουλάντιν· τα ανοιχτοπράσινα μάτια της ήταν προσηλωμένα στους αρχηγούς φατρίας, τα χείλη της ήταν τραβηγμένα πίσω με μια γκριμάτσα, τα στήθη φούσκωναν με αγωνιώδεις ανάσες. Ήθελε να καταλάβει τι σήμαιναν οι σιωπηλές ματιές τους.
«Ο Ραντ αλ'Θόρ», είπε δυνατά ο Μπάελ και το όνομα διαπέρασε τις κραυγές του Κουλάντιν, έκοψε το βρυχηθμό του πλήθους σαν λεπίδα. Έκανε μια παύση για να ξεροβήξει, ενώ το κεφάλι του κουνιόταν σαν να ήθελε να βρει διέξοδο από κει. Ο Κουλάντιν γύρισε και σταύρωσε τα χέρια με αυτοπεποίθηση, χωρίς αμφιβολία περιμένοντας ότι θα επέβαλλαν στον υδρόβιο την ποινή του θανάτου. Ο πανύψηλος αρχηγός φατρίας πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ο Ραντ αλ'Θόρ είναι ο Καρ'α'κάρν. Ο Ραντ αλ'Θόρ είναι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή». Τα μάτια του Κουλάντιν γούρλωσαν γεμάτα οργή.
«Ο Ραντ αλ'Θόρ είναι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή», ανήγγειλε ο Χαν με το ψημένο πρόσωπο, εξίσου απρόθυμα.
«Ο Ραντ αλ'Θόρ είναι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή». Ήταν ο Τζέραν, βλοσυρός. «Ο Ραντ αλ'Θόρ είναι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή», ακούστηκε και ο Έριμ.
«Ο Ραντ αλ'Θόρ», είπε ο Ρούαρκ, «είναι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή». Με φωνή τόσο μαλακή που ακόμα και το πεζούλι δεν μπόρεσε να τη μεταφέρει, μίλησε ξανά. «Και είθε να μας σπλαχνιστεί το Φως».
Η σιωπή κράτησε μια ατέλειωτη στιγμή όλο ένταση. Ύστερα ο Κουλάντιν χίμηξε γρυλίζοντας από το πεζούλι, άρπαξε ένα δόρυ από τους Σέια Ντουν του και το εκσφενδόνισε στον Ραντ. Καθώς χαμήλωνε, όμως, η Αντελίν πηδούσε ψηλά· το δόρυ του χτύπησε την επένδυση από τομάρι ταύρου της ασπίδας της, κάνοντας την Κόρη να στριφογυρίσει.
Πανδαιμόνιο ξέσπασε στο φαράγγι, οι άντρες άρχισαν να φωνάζουν και να σπρώχνονται. Οι άλλες Κόρες του Τζίντο πήδηξαν στο πεζούλι πλάι στην Αντελίν, σχημάτισαν ένα φράγμα μπροστά στον Ραντ. Η Σεβάνα είχε κατέβει για να μιλήσει θυμωμένα στον Κουλάντιν, κρεμασμένη από το μπράτσο του, καθώς εκείνος προσπαθούσε να οδηγήσει τα Μαύρα Μάτια του Σάιντο ενάντια στις Κόρες που ήταν ανάμεσα στον ίδιο και στον Ραντ. Ο Χάιρν και άλλοι δώδεκα αρχηγοί φυλής του Τάαρνταντ ήρθαν στο πλάι της Αντελίν με τα δόρατα έτοιμα. Ο Ματ ανέβηκε πάνω, σφίγγοντας το δόρυ με το μαύρο κοντάρι και τη λεπίδα του σπαθιού με το σημάδι του κορακιού, και μούγκριζε στην Παλιά Γλώσσα, σίγουρα βλαστήμιες. Ο Ρούαρκ και οι άλλοι αρχηγοί φατρίας σήκωσαν τις φωνές τους, προσπαθώντας να επαναφέρουν την τάξη. Το φαράγγι ήταν ένα καζάνι που έβραζε. Ο Ραντ είδε πέπλα να υψώνονται. Ένα δόρυ άστραψε καρφώνοντας. Κι άλλο ένα. Έπρεπε να το σταματήσει.
Άπλωσε στο σαϊντίν κι αυτό τον πλημμύρισε με τέτοια ένταση, που του φάνηκε ότι θα έσκαγε ή θα έπιανε φωτιά· η βρωμιά του μιάσματος απλώθηκαν μέσα του, τον έκανε να ριγήσει ως το κόκαλο. Οι σκέψεις αιωρήθηκαν έξω από το Κενό· ψυχρές σκέψεις. Νερό. Εδώ που το νερό ήταν τόσο σπάνιο, οι Αελίτες πάντα μιλούσαν για νερό. Ακόμα και σ' αυτό τον ξερό αέρα υπήρχε λίγο νερό. Διαβίβασε χωρίς να ξέρει τι κάνει, άπλωσε στα τυφλά.
Μια ξερή αστραπή τριζοβόλησε πάνω από το Άλκαιρ Νταλ και ο άνεμος χίμηξε από κάθε κατεύθυνση, ουρλιάζοντας από το χείλος του φαραγγιού για να πνίξει τις φωνές των Αελιτών. Ο άνεμος άρχισε να φέρνει απειροελάχιστες στάλες νερού, που γίνονταν ολοένα κι περισσότερες, ώσπου συνέβη κάτι που δεν το είχε δει κανένα μάτι εκεί πέρα. Άρχισε να πέφτει βροχή. Ο άνεμος από πάνω αλυχτούσε και στροβιλιζόταν. Κεραυνοί χάραξαν τον ουρανό. Και η βροχή δυνάμωνε και πύκνωνε, κολλώντας του τα μαλλιά στο κεφάλι και το πουκάμισο στην πλάτη, τόσο δυνατή που έκρυβε ό,τι βρισκόταν πενήντα βήματα παραπέρα.
Ξαφνικά η βροχή σταμάτησε να τον χτυπά· ένας αόρατος θόλος απλώθηκε γύρω του, σπρώχνοντας πιο πέρα τον Ματ και τους Τάαρνταντ. Μέσα από το νερό που κυλούσε στην επιφάνεια του θόλου, είδε θαμπά την Αντελίν να χτυπά το φράγμα, προσπαθώντας να έρθει κοντά του.
«Ανόητε, που παίζεις με τους άλλους ανόητους! Που σπαταλάς όλα μου τα σχέδια και τους κόπους!»
Το νερό έσταζε από το πρόσωπό του, καθώς γυρνούσε για να αντικρίσει τη Λανφίαρ. Το λευκό της φόρεμα με την ασημένια ζώνη ήταν στεγνό, τα μαύρα κύματα των μαλλιών της, με τα ασημένια άστρα και τις ημισελήνους, δεν τα είχε αγγίξει ούτε μία σταγόνα της βροχής. Τα μεγάλα, μαύρα μάτια τον κοίταζαν όλο οργή· ο θυμός αλλοίωνε το πανέμορφο πρόσωπό της.
«Δεν περίμενα να αποκαλυφθείς από τώρα», της είπε ήρεμα. Ακόμα τον γέμιζε η Δύναμη· έπλεε στα αφρισμένα κύματα, κρατιόταν με απόγνωση, την οποία πρόσεχε να μη φανερώσει η φωνή του. Δεν ήταν ανάγκη να τραβήξει κι άλλη Δύναμη, απλώς την άφηνε να ρέει μέσα του, ώσπου στο τέλος του φάνηκε ότι θα του έκανε τα κόκαλα στάχτη. Δεν ήξερε αν η Λανφίαρ μπορούσε να τον αποκόψει όσο το σαϊντίν κυλούσε μέσα του, αλλά άφησε τη Δύναμη να τον γεμίσει γι' αυτό το ενδεχόμενο. «Ξέρω ότι δεν είσαι μόνη. Πού είναι ο άλλος;»
Το όμορφο στόμα της Λανφίαρ σφίχτηκε. «Ήξερα ότι θα προδοθεί, έτσι που ήρθε στο όνειρό σου. Θα το είχα τακτοποιήσει, αν ο πανικός του —»
«Το ήξερα από την αρχή», τη διέκοψε. «Το περίμενα από τη μέρα που έφυγα από την Πέτρα του Δακρύου. Εδώ πέρα, που όλοι μπορούν να δουν ότι είχα βάλει στόχο το Ρουίντιαν και τους Αελίτες, νομίζεις ότι δεν θα περίμενα να μου εμφανιστεί κάποιος από σας; Μα η παγίδα είναι δική μου, Λανφίαρ, όχι δική σου. Πού είναι ο άλλος;» Το τελευταίο ήταν μια παγερή κραυγή. Τα συναισθήματα μαίνονταν γύρω από το Κενό που τον περιέβαλλε, το κενό που δεν ήταν άδειο, το κενό που ήταν γεμάτο από τη Δύναμη.
«Αφού το ήξερες», του αντέτεινε εκείνη, «τότε γιατί τον έδιωξες, λέγοντας ότι θέλεις να εκπληρώσεις το πεπρωμένο σου, ότι θέλεις να κάνεις αυτό που πρέπει να γίνει;» Ο χλευασμός ήταν βαρύς στα λόγια της. «Σου έφερα τον Ασμόντιαν για να σε διδάξει, αλλά αυτός πάντα άλλαζε σχέδια αν τα πρώτα αποδεικνύονταν δύσκολα. Τώρα νομίζει ότι βρήκε κάτι καλύτερο στο Ρουίντιαν. Και έφυγε για να το πάρει, ενώ εσύ στέκεσαι εδώ. Ο Κουλάντιν, τα Ντραγκχάρ, τα πάντα για να αποσπαστεί η προσοχή σου, ενώ αυτός έκανε τη δουλειά του. Όλα τα σχέδια μου κατέληξαν στο μηδέν, επειδή είσαι τόσο ξεροκέφαλος! Έχεις ιδέα τι κόπος θα χρειαστεί για να τον πείσω ξανά; Αυτός είναι ο μόνος. Ο Ντέημοντρεντ, ο Ράχβιν, ο Σαμαήλ, αυτοί θα σε σκότωναν, δεν θα σε δίδασκαν ούτε το χέρι σου να σηκώνεις, εκτός αν σε είχαν δεμένο σαν σκυλί στα πόδια τους!»
Το Ρουίντιαν. Ναι. Φυσικά. Το Ρουίντιαν. Πόσες βδομάδες χρειάζονταν για το νότο; Αλλά κάποτε έκανε κάτι. Αν μπορούσε να το ξαναθυμηθεί... «Και τον άφησες να φύγει; Τη στιγμή που λες και ξαναλές ότι με βοηθάς;»
«Όχι απροκάλυπτα, είπα. Τι θα μπορούσε να βρει στο Ρουίντιαν που να αξίζει να φανερωθώ; Όταν συμφωνήσεις να σταθούμε πλάι-πλάι, θα υπάρχει χρόνος. Μην ξεχνάς αυτό που σου είπα, Λουζ Θέριν». Η φωνή της πήρε ένα μαυλιστικό τόνο· τα σαρκώδη χείλη μισάνοιξαν, τα μαύρα μάτια προσπάθησαν να τον καταπιούν σαν λιμνούλες της αβύσσου. «Δύο μεγάλα σα'ανγκριάλ. Με αυτά, οι δυο μαζί μπορούμε να αψηφήσουμε —»Αυτή τη φορά σταμάτησε μόνη της. Ο Ραντ είχε θυμηθεί.
Με τη Δύναμη δίπλωσε την πραγματικότητα, λύγισε ένα μικρό τμήμα αυτού που υπήρχε. Μια πόρτα άνοιξε κάτω από το θόλο μπροστά του. Μόνο έτσι μπορούσε να το περιγράψει. Ένα άνοιγμα στο σκοτάδι, προς κάπου αλλού.
«Απ' ό,τι φαίνεται, μερικά πράγματα τα θυμάσαι». Η Λανφίαρ κοίταξε το άνοιγμα και ξαφνικά έστρεψε πάνω του το καχύποπτο βλέμμα της. «Γιατί βιάζεσαι τόσο; Τι έχει το Ρουίντιαν;»
«Τον Ασμόντιαν», είπε αυτός βλοσυρά. Για μια στιγμή δίστασε. Δεν έβλεπε πέρα από το λουσμένο στη βροχή θόλο. Τι συνέβαινε εκεί έξω; Υπήρχε επίσης και η Λανφίαρ. Μακάρι να θυμόταν πώς είχε αποκόψει την Εγκουέν και την Ηλαίην. Ας άντεχα να σκοτώσω μια γυναίκα που απλώς με κοιτά με σμιγμένα τα φρύδια. Είναι μια Αποδιωγμένη! Ούτε στην Πέτρα είχε μπορέσει να το κάνει, ούτε τώρα μπορούσε.
Αφήνοντας τη Λανφίαρ στο πεζούλι, πέρασε από το άνοιγμα και το έκλεισε πίσω του. Σίγουρα εκείνη μπορούσε να ανοίξει ένα δικό της άνοιγμα, αλλά θα αργούσε μέχρι να το κάνει.