12 Το Τάντσικο ή Ο Πύργος

Η Ηλαίην πήρε μια τραχιά ανάσα ανακούφισης, όταν επιτέλους η Εγκουέν ανασάλεψε και άνοιξε τα μάτια. Στο κάτω μέρος του κρεβατιού, η σύγχυση και η αγωνία στην έκφραση της Αβιέντα εξαφανίστηκαν και ένα χαμόγελο άστραψε στο στόμα της, το οποίο της αντιγύρισε η Εγκουέν. Το κερί είχε περάσει το σημάδι πριν από μερικά λεπτά· της φαινόταν ότι είχε περάσει πολλή ώρα.

«Δεν έλεγες να ξυπνήσεις», είπε αβέβαια η Ηλαίην. «Σε τράνταζα συνέχεια, αλλά δεν ξυπνούσες». Γέλασε μαλακά. «Αχ, Εγκουέν, τρόμαξες ακόμα και την Αβιέντα».

Η Εγκουέν την έπιασε από το μπράτσο και της το έσφιξε καθησυχαστικά. «Τώρα γύρισα». Φαινόταν κουρασμένη και ο ιδρώτας είχε κάνει μούσκεμα τη νυχτικιά της. «Τι να πω, είχα λόγο να μείνω παραπάνω απ' όσο είχαμε σχεδιάσει. Την άλλη φορά θα προσέχω περισσότερο. Το υπόσχομαι».

Η Νυνάβε άφησε με δύναμη την κανάτα στο τραπεζάκι, πλάι στη λεκάνη, κάνοντας λίγο νερό να χυθεί έξω. Ήταν έτοιμη να το ρίξει στο πρόσωπο της Εγκουέν, Τα χαρακτηριστικά της έδειχναν ότι κρατούσε την ψυχραιμία της, όμως η κανάτα τράνταξε τη λεκάνη και το χυμένο νερό έπεσε στο χαλί. «Ήταν κάτι που βρήκες; Ή μήπως ήταν...; Εγκουέν, αν ο Κόσμος των Ονείρων μπορεί να σε κρατήσει με κάποιον τρόπο, τότε μάλλον είναι επικίνδυνο να ξαναπάς πριν μάθεις περισσότερα. Ίσως, όσο συχνότερα πηγαίνεις, τόσο πιο δύσκολος να είναι ο γυρισμός. Ίσως... Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω, όμως, είναι ότι δεν μπορούμε να το ριψοκινδυνεύουμε, να σε αφήσουμε να χαθείς». Σταύρωσε τα χέρια κάτω από τα στήθη, έτοιμη για τσακωμό.

«Ξέρω», είπε η Εγκουέν σχεδόν πειθήνια. Τα φρύδια της Ηλαίην υψώθηκαν απότομα· η Εγκουέν δεν ήταν ποτέ πειθήνια απέναντι στη Νυνάβε. Κάθε άλλο.

Η Εγκουέν κατέβηκε με κόπο από το κρεβάτι, αρνούμενη τη βοήθεια της Ηλαίην, και πλησίασε το τραπεζάκι με τη λεκάνη για να πλύνει το πρόσωπο και τα χέρια στο σχετικά δροσερό νερό. Η Ηλαίην βρήκε μια στεγνή νυχτικιά στη ντουλάπα, ενώ η Εγκουέν έβγαζε τη μουσκεμένη.

«Συνάντησα μια Σοφή, μια γυναίκα που λεγόταν Άμυς». Η φωνή της Εγκουέν ακουγόταν πνιγμένη, αλλά μετά το κεφάλι της ξεπρόβαλε από την καθαρή νυχτικιά της. «Είπε ότι θα έπρεπε να πάω και να τη βρω, για να μάθω για τον Τελ'αράν'ριοντ, σε κάποιο μέρος στην Ερημιά που λέγεται Φρούριο της Κρυόπετρας».

Η Ηλαίην είχε πιάσει το τρέμουλο στα μάτια της Αβιέντα, όταν αναφέρθηκε το όνομα της Σοφής. «Την ξέρεις; Την Άμυς;»

Μόνο ως απρόθυμο μπορούσε να περιγραφεί το γνέψιμο της Αελίτισσας. «Είναι μια Σοφή. Μια ονειροβάτισσα. Η Άμυς ήταν Φαρ Ντάραϊς Μάι, ώσπου εγκατέλειψε το δόρυ για να πάει στο Ρουίντιαν».

«Μια Κόρη!» αναφώνησε η Εγκουέν. «Να λοιπόν γιατί... Δεν πειράζει. Είπε ότι τώρα είναι στο Ρουίντιαν. Ξέρεις πού είναι αυτό το Φρούριο της Κρυόπετρας, Αβιέντα;»

«Φυσικά. Η Κρυόπετρα είναι το φρούριο του Ρούαρκ. Ο Ρούαρκ είναι ο σύζυγος της Άμυς. Πηγαίνω εκεί για επίσκεψη καμιά φορά. Η αδελφή-μητέρα μου, η Λίαν, είναι αδελφή-σύζυγος της Άμυς».

Η Ηλαίην αντάλλαξε μπερδεμένες ματιές με την Εγκουέν και τη Νυνάβε. Κάποτε η Ηλαίην νόμιζε ότι ήξερε αρκετά για τους Αελίτες, που τα είχε μάθει όλα από τους δασκάλους της στο Κάεμλυν, αλλά από τότε που είχε γνωρίσει την Αβιέντα, είχε ανακαλύψει πόσο λίγα γνώριζε. Τα έθιμα και οι σχέσεις ήταν λαβύρινθος. Πρωταδελφές σήμαινε ότι είχαν την ίδια μητέρα· μόνο που και οι φίλες μπορούσαν να γίνουν πρωταδελφές, δίνοντας όρκο μπροστά στις Σοφές. Δευτεραδελφές σήμαινε ότι οι μητέρες τους ήταν αδελφές· αν οι πατέρες τους ήταν αδέλφια, τότε ήταν πατραδελφές και η συγγένεια μεταξύ τους δεν θεωρούνταν τόσο στενή όσο μεταξύ δευτεραδελφών. Από κει και μετά σάστιζε ο νους.

«Τι σημαίνει “αδελφή-σύζυγος”;» ρώτησε διστακτικά.

«Ότι έχετε τον ίδιο σύζυγο». Η Αβιέντα έσμιξε τα φρύδια βλέποντας την Εγκουέν να μένει εμβρόντητη και τη Νυνάβε να γουρλώνει τα μάτια. Η Ηλαίην σχεδόν περίμενε την απάντηση, αλλά και πάλι καταπιάστηκε με τα φουστάνια της, που ήταν μια χαρά ίσια. «Δεν έχετε τέτοιο έθιμο;» ρώτησε η Αελίτισσα.

«Όχι», είπε ξεψυχισμένα η Εγκουέν. «Όχι, δεν έχουμε».

«Αλλά εσύ και η Ηλαίην νοιάζεστε η μια για την άλλη σαν πρωταδελφές. Τι θα κάνατε αν δεν ήταν πρόθυμη η μια από τις δύο να κάνει στην άκρη και να αφήσει τον Ραντ αλ'Θόρ; Θα πολεμούσατε γι' αυτόν; Θα αφήνατε έναν άντρα να χαλάσει αυτά που σας ενώνουν; Δεν θα ήταν καλύτερα, λοιπόν, αν τον είχατε παντρευτεί και οι δύο;»

Η Ηλαίην κοίταξε την Εγκουέν. Η σκέψη ότι... Θα μπορούσε να κάνει τέτοιο πράγμα; Ακόμα και με την Εγκουέν; Ήξερε ότι τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα. Η Εγκουέν απλώς έδειχνε ξαφνιασμένη.

«Μα ήθελα να κάνω στην άκρη», είπε η Εγκουέν.

Η Ηλαίην ήξερε ότι το σχόλιο απευθυνόταν τόσο στην Αβιέντα όσο και στην ίδια, αλλά η σκέψη δεν έλεγε να φύγει. Μήπως η Μιν το είχε δει σε πρόβλεψη; Τι θα έκανε αν όντως το είχε δει; Αν είναι η Μπερελαίν, θα τη στραγγαλίσω, το ίδιο κι αυτόν! Αν πρέπει να είναι κάποια, γιατί να μην είναι η Εγκουέν; Φως μου, τι πάω και σκέφτομαι; Ήξερε ότι είχε ταραχτεί. Για να το καλύψει, μίλησε με ανάλαφρο τόνο. «Κάνεις λες κι ο άντρας δεν έχει λόγο στο ζήτημα».

«Μπορεί να πει όχι», είπε η Αβιέντα σαν να ήταν ολοφάνερο, «αλλά αν επιθυμεί να παντρευτεί τη μια, τότε πρέπει να παντρευτεί και τις δυο, όταν τον ζητήσουν. Μην παρεξηγηθείτε, σας παρακαλώ, αλλά εγώ έμεινα κατάπληκτη όταν έμαθα ότι στα δικά σας μέρη ο άντρας μπορεί να ζητήσει από μια γυναίκα να τον παντρευτεί. Ο άντρας πρέπει να εκδηλώσει τις προθέσεις του και μετά να περιμένει τη γυναίκα να μιλήσει. Φυσικά, κάποιες γυναίκες παραπλανούν τον άντρα για να δουν τι προθέσεις έχει, όμως το δικαίωμα να τον ζητήσουν το έχουν αυτές. Δεν ξέρω πολλά απ' αυτά τα πράγματα. Από μικρό παιδί ήθελα να γίνω Φαρ Ντάραϊς Μάι. Το μόνο που θέλω στη ζωή είναι το δόρυ μου και τις αδερφές μου του δόρατος», κατέληξε με πάθος.

«Κανένας δεν θα σε αναγκάσει να παντρευτείς», είπε η Εγκουέν κατευναστικά. Η Αβιέντα την κοίταξε ξαφνιασμένη.

Η Νυνάβε ξερόβηξε δυνατά. Η Ηλαίην αναρωτήθηκε αν σκεφτόταν τον Λαν· τα μάγουλά της είχαν πάρει μια ροδαλή απόχρωση. «Εγκουέν», είπε η Νυνάβε με κάπως υπερβολικό ζήλο στη φωνή της, «φαντάζομαι ότι δεν βρήκες αυτό που έψαχνες, αλλιώς θα είχες πει κάτι πια».

«Δεν βρήκα τίποτα», απάντησε απογοητευμένα η Εγκουέν. «Αλλά η Άμυς είπε... Αβιέντα, τι είδους γυναίκα είναι η Άμυς;»

Η Αελίτισσα είχε καταπιαστεί με το να μελετά με το βλέμμα το χαλί. «Η Άμυς είναι σκληρή σαν τα βουνά και ανελέητη σαν τον ήλιο», είπε χωρίς να σηκώσει τα μάτια. «Είναι ονειροβάτισσα. Μπορεί να σε διδάξει, Όταν σε πιάσει στα χέρια της, θα σε τραβήξει από τα μαλλιά εκεί που θέλει. Ο Ρούαρκ είναι ο μόνος που μπορεί να της αντισταθεί. Ακόμα και οι άλλες Σοφές δίνουν προσοχή όταν μιλάει η Άμυς. Αλλά μπορεί να σε διδάξει».

Η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι. «Αν ήταν σε ξένο μέρος θα ταραζόταν, θα ένιωθε νευρικότητα; Αν ήταν σε πόλη; Θα έβλεπε πράγματα που δεν βρίσκονταν εκεί;»

Το γέλιο της Αβιέντα είχε μια ξερή, κοφτή απόχρωση. «Νευρικότητα; Αν ξυπνούσε η Άμυς κι έβρισκε ένα λιοντάρι στο κρεβάτι της, δεν θα ταραζόταν καθόλου. Ήταν Κόρη, Εγκουέν, και δεν μαλάκωσε, να είσαι σίγουρη γι' αυτό». «Τι είδε αυτή η γυναίκα;» ρώτησε η Νυνάβε. «Δεν ήταν ακριβώς κάτι που είδε», είπε αργά η Εγκουέν. «Νομίζω ότι δεν το είδε. Είπε ότι το Τάντσικο είχε ένα κακό μέσα του. Χειρότερο απ' αυτό που μπορούν να δημιουργήσουν οι άντρες, είπε. Μπορεί να είναι το Μαύρο Άτζα. Μη διαφωνείς μαζί μου, Νυνάβε», πρόσθεσε με έναν πιο αποφασιστικό τόνο. «Τα όνειρα πρέπει να ερμηνεύονται. Καθόλου απίθανο να είναι αυτό».

Η Νυνάβε είχε σμίξει τα φρύδια μόλις η Εγκουέν είχε αναφέρει το κακό στο Τάντσικο και η συνοφρυωμένη έκφραση έδωσε τη θέση της σε μια άγρια ματιά, όταν η Εγκουέν της είπε να μη διαφωνήσει. Μερικές φορές η Ηλαίην ήθελε να πιάσει τις δύο γυναίκες και να τις τραντάξει. Μπήκε στη μέση γρήγορα, πριν ξεσπάσει η Νυνάβε. «Μπορεί να είναι κι έτσι, Εγκουέν. Κάτι βρήκες. Κάτι παραπάνω απ' όσο νομίζαμε εγώ και η Νυνάβε. Έτσι δεν είναι, Νυνάβε; Δεν συμφωνείς;»

«Μπορεί», είπε μουτρωμένη η Νυνάβε.

«Μπορεί». Η Εγκουέν δεν φαινόταν να χαίρεται με αυτό. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Η Νυνάβε έχει δίκιο. Πρέπει να μάθω τι κάνω. Αν ήξερα αυτά που πρέπει, δεν θα ήταν ανάγκη να μου πει η Άμυς για το κακό. Αν ήξερα αυτά που πρέπει, θα μπορούσα να βρω ακόμα και το δωμάτιο που μένει η Λίαντριν, όπου κι αν είναι. Η Άμυς μπορεί να με διδάξει. Γι' αυτό... Γι' αυτό πρέπει να πάω κοντά της».

«Να πας κοντά της;» Αυτό φάνηκε να προκαλεί αποστροφή στη Νυνάβε. «Στην Ερημιά;»

«Η Αβιέντα μπορεί να με πάει μέχρι αυτό το Φρούριο της Κρυόπετρας». Η ματιά της Εγκουέν, προκλητική και αγωνιώδης μαζί, στρεφόταν μια στην Ηλαίην και μια στη Νυνάβε. «Αν ήμουν βέβαιη ότι είναι στο Τάντσικο, δεν θα σας άφηνα να πάτε μόνες. Αν αυτό αποφασίσετε. Αλλά με την Άμυς να με βοηθά, ίσως βρω πού είναι. Ίσως μπορέσω... Να, αυτό είναι· δεν ξέρω καν τι θα μπορώ να κάνω, μόνο ότι είμαι βέβαιη ότι θα είναι πολύ παραπάνω απ' ό,τι μπορώ τώρα. Δεν είναι ότι σας εγκαταλείπω. Μπορείτε να πάρετε το δαχτυλίδι μαζί σας. Ξέρετε την Πέτρα αρκετά καλά για να ξαναρθείτε εδώ στον Τελ'αράν'ριοντ. Μπορώ να έρχομαι να σας βρίσκω στο Τάντσικο. Ό,τι μαθαίνω από την Άμυς, θα μπορώ να σας το διδάσκω. Σας παρακαλώ, πείτε μου ότι καταλαβαίνετε. Θα μάθω πάρα πολλά από την Άμυς και μετά θα μπορώ να τα χρησιμοποιήσω γιο να σας βοηθήσω. Θα είναι σαν να μας έχει εκπαιδεύσει και τις τρεις μας. Μια ονειροβάτισσα, μια γυναίκα που ξέρει! Η Λίαντριν και οι άλλες θα είναι σαν παιδιά· δεν θα ξέρουν ούτε το ένα τέταρτο από εμάς». Δάγκωσε το χείλος της συλλογισμένα. «Δεν πιστεύετε ότι σας εγκαταλείπω, έτσι δεν είναι; Αν ναι, τότε δεν πάω».

«Και βέβαια πρέπει να πας», της είπε η Ηλαίην. «Θα μου λείψεις, αλλά κανένας δεν μας υποσχέθηκε ότι θα μείνουμε μαζί μέχρι να τελειώσουν όλα αυτά».

«Αλλά οι δυο σας... θα πάτε μόνες... θα έπρεπε να έρθω μαζί σας. Αν είναι στ' αλήθεια στο Τάντσικο, τότε πρέπει να είμαι μαζί σας».

«Ανοησίες», είπε ζωηρά η Νυνάβε. «Αυτό που χρειάζεσαι είναι εκπαίδευση. Μακροπρόθεσμα αυτό θα μας βοηθήσει περισσότερο, παρά να έχουμε την παρέα σου στο Τάντσικο. Και στ' αλήθεια δεν ξέρουμε αν είναι στο Τάντσικο. Αν είναι, τότε η Ηλαίην κι εγώ θα τα καταφέρουμε μια χαρά μαζί, αλλά ίσως φτάσουμε και βρούμε ότι αυτό το κακό δεν είναι τίποτα παραπάνω από τον πόλεμο. Μα το Φως, ο πόλεμος είναι κάτι κακό κι από μόνος του. Μπορεί να επιστρέψουμε στον Πύργο πριν από σένα. Να προσέχεις στην Ερημιά», πρόσθεσε με πρακτικό ύφος. «Είναι ένα επικίνδυνο μέρος. Αβιέντα, θα την προσέχεις;»

Πριν η Αελίτισσα ανοίξει το στόμα, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, που το ακολούθησε αμέσως η Μουαραίν. Η Άες Σεντάι τους έριξε μια διαπεραστική ματιά, που ζύγισε, μέτρησε και αξιολόγησε και τις νεαρές και το τι έκαναν, δίχως να κουνήσει καν το βλέφαρο της για να δείξει ποιο ήταν το πόρισμα. «Η Τζόγια και η Αμίκο είναι νεκρές», ανακοίνωσε.

«Αυτός ήταν ο σκοπός της επίθεσης λοιπόν;» είπε η Νυνάβε. «Όλα αυτά για να τις σκοτώσουν; Ή ίσως για να τις σκοτώσουν σε περίπτωση που δεν μπορούσαν να τις ελευθερώσουν. Ήμουν σίγουρη ότι η Τζόγια έδειχνε τόση αυτοπεποίθηση επειδή περίμενε να τη σώσουν. Πρέπει, λοιπόν, να έλεγε ψέματα. Δεν πίστεψα ότι είχε μετανιώσει».

«Ίσως όχι ο κύριος σκοπός», αποκρίθηκε η Μουαραίν. «Ο λοχαγός, πολύ σοφά, κράτησε τους άντρες του στη θέση τους στα μπουντρούμια σε όλη τη διάρκεια της επίθεσης. Δεν είδα ίχνος από Τρόλοκ ή Μυρντράαλ. Ύστερα, όμως, βρήκαν τις δυο τους νεκρές. Τους είχαν κόψει το λαιμό με έναν αρκετά άσχημο τρόπο ― αφού πρώτα είχαν καρφώσει τις γλώσσες τους στην πόρτα του κελιού». Μιλούσε σαν να έλεγε για ένα φόρεμα που είχε βάλει να μπαλώσουν.

Η Ηλαίην ένιωσε μια ξαφνική αναγούλα με αυτή την αποστασιοποιημένη περιγραφή. «Δεν είναι κάτι που θα ζητούσα να πάθουν. Δεν θα ήθελα κάτι τέτοιο. Το Φως να φωτίζει τις ψυχές τους».

«Πούλησαν τις ψυχές τους στο Σκοτάδι εδώ και καιρό», έκανε τραχιά η Εγκουέν. Όμως έσφιγγε με τα χέρια την κοιλιά της. «Πώς... Πώς έγινε; Φαιοί;»

«Αμφιβάλω αν ακόμα και οι Φαιοί θα κατόρθωναν κάτι τέτοιο», είπε ξερά η Μουαραίν. «Φαίνεται ότι η Σκιά έχει περισσότερα μέσα απ' όσα γνωρίζουμε».

«Ναι». Η Εγκουέν έσιαξε το φόρεμά της και μαλάκωσε τη φωνή της. «Αν δεν προσπάθησε κανείς να τις απελευθερώσει, αυτό μάλλον σημαίνει ότι και οι δύο έλεγαν την αλήθεια. Τις σκότωσαν επειδή μίλησαν».

«Ή για να τις εμποδίσουν να μιλήσουν», πρόσθεσε σκοτεινά η Νυνάβε. «Ας ελπίσουμε ότι δεν γνωρίζουν αν οι δύο τους μας είπαν κάτι. Ίσως η Τζόγια να μετάνιωσε, αλλά δεν το πιστεύω».

Η Ηλαίην ξεροκατάπιε και σκέφτηκε πώς θα ήταν να βρίσκεται σ' ένα κελί και να της κολλάνε το πρόσωπο στην πόρτα για να της βγάλουν τη γλώσσα και να... Ανατρίχιασε. «Μπορεί να τις σκότωσαν μόνο για να τις τιμωρήσουν που αιχμαλωτίστηκαν», πίεσε τον εαυτό της να πει. Παρέλειψε να αναφέρει μια άλλη σκέψη, ότι τις είχαν σκοτώσει για να πιστέψουν η Ηλαίην και οι φίλες της τα λεγόμενα της Τζόγιας και της Αμίκο· τους έφταναν οι αμφιβολίες που είχαν για το τι έπρεπε να κάνουν. «Υπάρχουν τρεις πιθανότητες και μόνο μία λέει ότι το Μαύρο Άτζα ξέρει ότι οι δύο αποκάλυψαν κάτι. Εφόσον και οι τρεις είναι εξίσου πιθανές, τότε μάλλον το Μαύρο Άτζα δεν ξέρει».

Η Εγκουέν και η Νυνάβε ήταν εμβρόντητες. «Για να τις τιμωρήσουν;» είπε η Νυνάβε, μην μπορώντας να το πιστέψει.

Η Εγκουέν και η Νυνάβε ήταν κατά πολλούς τρόπους πιο σκληρές από την Ηλαίην —τις θαύμαζε γι' αυτό― αλλά δεν είχαν μεγαλώσει βλέποντας τις μηχανορραφίες στην αυλή του Κάεμλυν, ακούγοντας ιστορίες για την ασπλαχνία με την οποία οι Καιρχινοί και οι Δακρινοί έπαιζαν το Παιχνίδι των Οίκων.

«Κάτι μου λέει ότι το Μαύρο Άτζα δεν αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη καλοσύνη την αποτυχία οποιουδήποτε είδους», τους είπε. «Μπορώ να φανταστώ τη Λίαντριν να το διατάζει. Η Τζόγια σίγουρα θα το έκανε με μεγάλη άνεση». Η Μουαραίν της έριξε για λίγο μια ματιά που τη ζύγιζε.

«Η Λίαντριν», είπε η Εγκουέν με φωνή εντελώς ανέκφραστη. «Ναι, μπορώ να φανταστώ τη Λίαντριν ή την Τζόγια να δίνουν αυτή τη διαταγή».

«Πάντως δεν είχατε πολύ χρόνο ακόμα για να τις ανακρίνετε», είπε η Μουαραίν. «Αύριο το μεσημέρι θα ανέβαιναν στο πλοίο». Ένα ίχνος θυμού χρωμάτισε τη φωνή της· η Ηλαίην κατάλαβε ότι η Μουαραίν έβλεπε τους θανάτους των Μαύρων αδελφών σαν έναν τρόπο αποφυγής της δικαιοσύνης. «Ελπίζω να καταλήξετε σύντομα σε κάποια απόφαση. Το Τάντσικο ή ο Πύργος».

Η Ηλαίην έπιασε το βλέμμα της Νυνάβε και ένευσε ελαφρά.

Η Νυνάβε της αντιγύρισε το γνέψιμο πιο αποφασιστικά, πριν στραφεί στην Άες Σεντάι. «Εγώ και η Ηλαίην θα πάμε στο Τάντσικο ευθύς μόλις βρούμε πλοίο. Ένα γρήγορο πλοίο, ελπίζω. Η Εγκουέν και η Αβιέντα θα πάνε στο Φρούριο της Κρυόπετρας, στην Ερημιά του Άελ». Δεν έδωσε εξήγηση και η Μουαραίν ύψωσε τα φρύδια.

«Μπορεί να την πάει η Τζόλιεν», είπε η Αβιέντα στη σύντομη σιγή. Απέφυγε να κοιτάξει την Εγκουέν. «Ή η Σεφέλα, ή η Μπάιν και η Τσιάντ. «Έλεγα... έλεγα να πάω μαζί με την Ηλαίην και τη Νυνάβε. Αν υπάρχει πόλεμος σ' αυτό το Τάντσικο, τότε θα χρειαστούν μια αδελφή να φυλάει τα νώτα τους».

«Αν είναι αυτό που θέλεις, Αβιέντα», είπε αργά η Εγκουέν.

Φαινόταν έκπληκτη και πληγωμένη, όμως όχι πιο έκπληκτη από την Ηλαίην. Πίστευε ότι οι δυο τους είχαν γίνει φίλες. «Χαίρομαι που θέλεις να μας βοηθήσεις, Αβιέντα, αλλά εσύ θα έπρεπε να πας την Εγκουέν στο Φρούριο της Κρυόπετρας».

«Δεν θα πάει ούτε στο Τάντσικο, ούτε στο Φρούριο της Κρυόπετρας», είπε η Μουαραίν, βγάζοντας ένα γράμμα από το θύλακο της και ξεδιπλώνοντας τα φύλλα. «Μου το έβαλαν στο χέρι πριν από μια ώρα. Ο νεαρός Αελίτης που το έφερε, μου είπε ότι του το έδωσαν πριν από ένα μήνα, πριν φτάσουμε εδώ, στο Δάκρυ, αλλά απευθύνεται σε μένα ονομαστικά, στην Πέτρα του Δακρύου». Κοίταξε το τελευταίο φύλλο. «Αβιέντα, ξέρεις την Άμυς, της φυλής των Εννέα Κοιλάδων του Τάαρνταντ Άελ; Την Μπάιρ, της φυλής Χάιντο του Σάαραντ Άελ; Τη Μελαίν, της φυλής Τζιράντ του Γκόσιεν Άελ και τη Σεάνα, της φυλής του Μαύρου Βράχου του Νακάι Άελ; Αυτές το υπογράφουν».

«Είναι όλες Σοφές, Άες Σεντάι. Όλες τους Ονειροβάτισσες». Η στάση της Αβιέντα τώρα έδειχνε επιφυλακτική ετοιμότητα, αν και δεν έδειχνε να το αντιλαμβάνεται. Έμοιαζε έτοιμη είτε να πολεμήσει, είτε να το σκάσει.

«Ονειροβάτισσες», είπε στοχαστικά η Μουαραίν. «Ίσως αυτή να είναι η εξήγηση. Έχω ακούσει για Ονειροβάτισσες». Στράφηκε στη δεύτερη σελίδα του γράμματος. «Να τι λένε για σένα. Τι είπαν ίσως πριν καν αποφασίσεις να έρθεις στο Δάκρυ. “Υπάρχει ανάμεσα στις Κόρες του Δόρατος, στην Πέτρα του Δακρύου, μια πεισματάρα κοπέλα ονόματι Αβιέντα, από τη φυλή των Εννέα Κοιλάδων του Τάαρνταντ Άελ. Τώρα πρέπει να έρθει σε μας. Δεν υπάρχει περιθώριο για άλλη αναμονή ή προφάσεις. Θα την περιμένουμε στις πλαγιές του Τσήνταρ, πάνω από το Ρουίντιαν”. Λέει κι άλλα για σένα, κυρίως όμως μου λέει ότι πρέπει να μεριμνήσω να πας δίχως καθυστέρηση. Αυτές οι Σοφές σας δίνουν διαταγές σαν την Άμερλιν». Άφησε ένα επιφώνημα που έδειχνε την ενόχλησή της, κάτι που έκανε την Ηλαίην να αναρωτηθεί αν οι Σοφές είχαν προσπαθήσει να διατάξουν και τις Άες Σεντάι. Δεν ήταν πολύ πιθανό. Και δεν ήταν πιθανό να είχαν βγάλει κάτι έτσι. Πάντως, κάτι σ' αυτό το γράμμα ενοχλούσε τη Μουαραίν.

«Είμαι Φαρ Ντάραϊς Μάι», είπε θυμωμένα η Αβιέντα. «Δεν τρέχω σαν παιδάκι όταν φωνάζει κανείς το όνομά μου. Αν θέλω θα πάω στο Τάντσικο».

Η Ηλαίην σούφρωσε τα χείλη σκεφτικά. Αυτό ήταν κάτι καινούριο για την Αελίτισσα. Όχι ο θυμός —είχε ξαναδεί την Αβιέντα θυμωμένη, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό― αλλά το συναίσθημα που κρυβόταν πίσω. Αν μπορούσε να το περιγράψει με έναν τρόπο, θα έλεγε ότι η Αβιέντα είχε μουτρώσει. Αυτό φάνταζε απίθανο, όσο απίθανη φάνταζε και μια εικόνα του Λαν μουτρωμένου, αλλά έτσι ήταν.

Το είχε νιώσει και η Εγκουέν. Χάιδεψε το μπράτσο της Αβιέντα. «Δεν πειράζει. Αν θέλεις να πας στο Τάντσικο, χαίρομαι που θα προστατεύεις την Ηλαίην και τη Νυνάβε». Η Αβιέντα της έριξε μια δυστυχισμένη ματιά.

Η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι ελαφρά αλλά αποφασιστικά. «Το έδειξα στον Ρούαρκ». Η Αβιέντα άνοιξε το στόμα, με την ενόχληση να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της, αλλά η Άες Σεντάι ύψωσε τη φωνή και συνέχισε ήρεμα. «Όπως μου ζητά το γράμμα. Μόνο το απόσπασμα που αφορά εσένα, φυσικά. Ο Ρούαρκ το έχει βάλει σκοπό να κάνεις αυτό που λέει το γράμμα. Αυτό που διατάζει. Νομίζω ότι είναι συνετό να ακούσεις τον Ρούαρκ και τις Σοφές, Αβιέντα. Δεν συμφωνείς;»

Το βλέμμα της Αβιέντα έψαξε αναστατωμένα το δωμάτιο, σαν να ήταν παγίδα. «Είμαι Φαρ Ντάραϊς Μάι», μουρμούρισε και ξεκίνησε για την πόρτα χωρίς άλλη κουβέντα.

Η Εγκουέν έκανε ένα βήμα μπρος, μισοσηκώνοντας το χέρι για να τη σταματήσει, και ύστερα το χαμήλωσε, όταν η πόρτα έκλεισε με πάταγο. «Τι τη θέλουν;» απαίτησε να μάθει από τη Μουαραίν. «Πάντα ξέρεις περισσότερα απ' όσα λες. Τι μας κρύβεις τώρα;»

«Όποιος κι αν είναι ο λόγος των Σοφών», είπε ψυχρά η Μουαραίν, «σίγουρα είναι ζήτημα που αφορά την Αβιέντα κι αυτές. Αν ήθελε να το μάθετε, θα σας το έλεγε».

«Ποτέ δεν σταματάς να χειραγωγείς τους ανθρώπους», είπε η Νυνάβε πικρά. «Κάτι έβαλες την Αβιέντα να κάνει, έτσι δεν είναι;»

«Όχι εγώ. Οι Σοφές. Και ο Ρούαρκ». Η Μουαραίν δίπλωσε το γράμμα και το ξανάβαλε στο θύλακο της ζώνης της με μια στυφή έκφραση. «Η Αβιέντα μπορεί ανά πάσα στιγμή να του πει όχι. Ο αρχηγός φατρίας δεν είναι το ίδιο με βασιλιά, απ' όσο καταλαβαίνω τους τρόπους των Αελιτών».

«Μπορεί;» ρώτησε η Ηλαίην. Ο Ρούαρκ της θύμιζε τον Γκάρεθ Μπράυν. Ο Επικεφαλής της Βασιλικής Φρουράς της μητέρας της σπάνια πατούσε πόδι, όταν το έκανε όμως, ακόμα και η Μοργκέις δεν μπορούσε να τον μεταπείσει, εκτός αν του έδινε βασιλική διαταγή. Αυτή τη φορά δεν θα ερχόταν διαταγή από το θρόνο ― και τώρα που το σκεφτόταν η Ηλαίην, η Μοργκέις δεν είχε δώσει ποτέ τέτοια διαταγή στον Γκάρεθ Μπράυν, όταν αυτός αποφάσιζε ότι είχε δίκιο. Πάντως, η Ηλαίην περίμενε ότι και χωρίς διαταγή η Αβιέντα θα πήγαινε στις πλαγιές του Τσήνταρ, πάνω από το Ρουίντιαν. «Τουλάχιστον θα ταξιδέψει μαζί σου, Εγκουέν. Η Άμυς αποκλείεται να σε συναντήσει στο Φρούριο της Κρυόπετρας, αν σκοπεύει να περιμένει την Αβιέντα στο Ρουίντιαν. Μπορείτε να πάτε μαζί στην Άμυς».

«Μα δεν θέλω να έρθει μαζί μου», είπε περίλυπη η Εγκουέν, «χωρίς να το θέλει».

«Αφήστε τα θέλω και τα δεν θέλω», είπε η Νυνάβε, «έχουμε δουλειά να κάνουμε. Θα χρειαστείς πολλά πράγματα για το ταξίδι στην Ερημιά, Εγκουέν. Ο Λαν θα μου πει τι. Η Ηλαίην κι εγώ πρέπει να ετοιμαστούμε για το ταξίδι στο Τάντσικο. Φαντάζομαι ότι θα βρούμε πλοίο αύριο, αλλά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποφασίσουμε από απόψε τι να πακετάρουμε».

«Υπάρχει ένα πλοίο των Άθα'αν Μιέρε στους μόλους του Μάουλε», είπε η Μουαραίν. «Ένα τρεχαντήρι. Δεν υπάρχει πιο γρήγορο πλοίο. Γρήγορο πλοίο δεν ήθελες;» Η Νυνάβε ένευσε σκυθρωπή.

«Μουαραίν», είπε η Ηλαίην, «τι θα κάνει τώρα ο Ραντ; Ύστερα από αυτή την επίθεση... Θα ξεκινήσει τον πόλεμο που θέλεις;»

«Δεν θέλω πόλεμο», απάντησε η Άες Σεντάι. «Θέλω να γίνει ό,τι πρέπει για φτάσει ζωντανός και να πολεμήσει στην Τάρμον Γκάι'ντον. Λέει ότι αύριο θα μας πει όλους τι σκοπεύει να κάνει».

Ένα ανεπαίσθητο συνοφρύωμα τάραξε το λείο μέτωπό της. «Αύριο θα ξέρουμε όλοι περισσότερα από απόψε». Έφυγε απότομα.

Αύριο, σκέφτηκε η Ηλαίην. Τι θα κάνει όταν τον το πω; Τι θα πει; Πρέπει να καταλάβει. Κάθισε με τις άλλες αποφασιστικά για να συζητήσουν τις προετοιμασίες.

Загрузка...