Ο Πέριν στεκόταν κοντά στις άμαξες των Τουάθα'αν, κάτω από το λαμπρό φως του ήλιου, μονάχος του, και δεν υπήρχε βέλος στο πλευρό του, δεν υπήρχε πόνος. Ανάμεσα στις άμαξες είδε στοιβαγμένα ξύλα για φωτιά έτοιμα για άναμμα, κάτω από σιδερένια καζάνια που στηρίζονταν σε τρίποδα, ενώ ρούχα κρέμονταν σε σχοινιά· δεν υπήρχαν πουθενά άνθρωποι ή άλογα. Δεν φορούσε ούτε σακάκι, ούτε πουκάμισο, αλλά ένα μακρύ γιλέκο σιδερά, που άφηνε τα μπράτσα του γυμνά. Μπορεί να ήταν σαν κάθε όνειρο, μόνο που είχε επίγνωση ότι ήταν όνειρο. Και ήξερε την αίσθηση του λυκίσιου ονείρου, την πραγματικότητα και την απτότητά του, από το ψηλό χορτάρι γύρω από τις μπότες του και την αύρα από τα δυτικά, που του χάιδευε τα σγουρά μαλλιά, ως τις αραιές μελίες και τις δάφνες. Όμως οι φανταχτερές άμαξες των Μαστόρων δεν έμοιαζαν πραγματικές· υπήρχε η αίσθηση ότι δεν είχαν υπόσταση, ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να τρεμόπαιζαν και να εξαφανίζονταν. Οι Μάστορες ποτέ δεν έμεναν πολύ καιρό στο ίδιο μέρος. Το χώμα δεν τους κρατούσε.
Αναρωτήθηκε πόσο τους κρατούσε η γη και ακούμπησε το χέρι στο τσεκούρι του — και κατέβασε έκπληκτος το βλέμμα. Από τη διχάλα της ζώνης του κρεμόταν το βαρύ σφυρί σιδερά, όχι ο πέλεκυς. Έσμιξε τα φρύδια· κάποτε θα μπορούσε να είχε διαλέξει αυτή την οδό, και μάλιστα πίστευε ότι την είχε διαλέξει, όχι όμως άλλο πια. Ο πέλεκυς. Είχε διαλέξει το τσεκούρι. Η κεφαλή του σφυριού ξαφνικά έγινε ημικυκλική λεπίδα με χοντρή αιχμή, ύστερα τρεμόσβησε και ξανάγινε ο γερός κύλινδρος από κρύο ατσάλι, και συνέχισε να τρεμοπαίζει ανάμεσα σ' αυτές τις δύο μορφές. Τελικά σταμάτησε στο τσεκούρι του και ο Πέριν άφησε την ανάσα του να βγει αργά. Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί. Εδώ πέρα μπορούσε με ευκολία να αλλάζει τα πράγματα κατά βούληση, τουλάχιστον τα πράγματα πάνω του. «Και αυτό που θέλω είναι ο πέλεκυς», είπε σταθερά, «Ο πέλεκυς».
Κοίταξε γύρω του και στο νότο μόλις που διέκρινε μια αγροικία, ενώ σ' ένα χωράφι με βρώμη, που το περικύκλωνε ένας πρόχειρος, πέτρινος τοίχος, είδε ελάφια να βόσκουν. Δεν είχε την αίσθηση των λύκων και δεν κάλεσε τον Άλτη. Ο λύκος μπορεί να ερχόταν, μπορεί και όχι, ή να μην τον άκουγε καν, όμως ο Μακελάρης μπορεί να ήταν κάπου εκεί έξω. Μια γεμάτη φαρέτρα κρεμάστηκε στη ζώνη του στην άλλη μεριά από το τσεκούρι και στο χέρι απέκτησε ένα γερό, μακρύ τόξο με έτοιμο στη χορδή ένα βέλος με πλατιά αιχμή. Τον αριστερό πήχη του κάλυπτε μια μακριά, δερμάτινη χειρίδα. Τίποτα δεν σάλευε, εκτός από εκείνα τα ελάφια.
«Μάλλον δεν θα ξυπνήσω γρήγορα», μουρμούρισε μόνος του. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που τον είχε ποτίσει η Φάιλε, τον είχε πιάσει αμέσως· το θυμόταν καθαρά, σαν να την έβλεπε πάνω από τον ώμο της. «Μου το πότισε σαν να ήμουν μωρό», μούγκρισε. Γυναίκες!
Με μια από εκείνες τις πελώριες δρασκελιές —η γη θόλωσε ολόγυρά του― μπήκε στην αυλή του αγροτόσπιτου. Δυο-τρεις κότες σκόρπισαν, τρέχοντας σαν να είχαν ήδη αγριέψει. Δεν υπήρχαν πρόβατα στο πέτρινο μαντρί, ενώ και οι δύο αχυρώνες με τις καλαμοσκεπές ήταν αμπαρωμένοι. Παρά τις κουρτίνες, που βρίσκονταν ακόμα στα παράθυρα, το μονόπατο σπιτάκι έμοιαζε άδειο. Αν ήταν ένα αληθινό είδωλο του ξυπνητού κόσμου —και το λυκίσιο όνειρο έτσι ήταν, με έναν παράξενο τρόπο― τότε οι άνθρωποι που ήταν εδώ είχαν φύγει από μέρες. Η Φάιλε είχε δίκιο· η προειδοποίησή του είχε διαδοθεί πέρα από τα μέρη που είχε πάει ο ίδιος.
«Η Φάιλε», μουρμούρισε απορημένος. Θυγατέρα άρχοντα. Όχι, όχι απλού άρχοντα. Τρεις φορές άρχοντας, ήταν στρατηγός και θείος της βασίλισσας. «Φως μου, αυτό σημαίνει ότι είναι ξαδέρφη βασίλισσας!» Και αγαπούσε έναν απλό σιδερά. Οι γυναίκες ήταν θαυμαστά παράξενες.
Θέλοντας να δει πόσο είχε εξαπλωθεί η προειδοποίηση, προχώρησε με γωνιώδεις ελιγμούς ως τα μισά του δρόμου προς το Ντέβεν Ράιντ, κάνοντας ένα μίλι με κάθε δρασκελιά, κι ύστερα γύρισε πίσω και ακολούθησε πάλι την ίδια πορεία, αλλά με αντίθετους ελιγμούς. Οι περισσότερες φάρμες που είδε έμοιαζαν άδειες με τον ίδιο τρόπο· ούτε μία στις πέντε δεν έδειχναν σημάδια ανθρώπινης παρουσίας, με τις πόρτες και τα παράθυρα ανοιχτά, την μπουγάδα κρεμασμένη στα σχοινιά, με κούκλες, τσέρκια και σκαλιστά ξύλινα αλογάκια κοντά στο κατώφλι. Ειδικά τα παιχνίδια έκαναν το στομάχι του να σφίγγεται. Ακόμα κι αν δεν πίστευαν την προειδοποίησή του, σίγουρα υπήρχαν αρκετές καμένες φάρμες γύρω που να λένε το ίδιο πράγμα, σωροί από καρβουνιασμένα δοκάρια και καμινάδες μαυρισμένες σαν γυμνά, νεκρά δάχτυλα.
Σκύβοντας για να ξαναβάλει στη θέση της μια κούκλα με χαμογελαστό, γυάλινο πρόσωπο και φορεματάκι με κεντημένα λουλουδάκια —κάποια γυναίκα αγαπούσε πολύ την κόρη της για να κάνει τέτοιο λεπτοτέχνημα με τη βελόνα― έμεινε ακίνητος και ανοιγόκλεισε τα μάτια. Η ίδια κούκλα βρισκόταν πάλι στα πέτρινα σκαλιά, απ' όπου την είχε πάρει. Όπως άπλωνε το χέρι, εκείνη που κρατούσε ξεθώριασε και χάθηκε.
Κάτι σαν μαύρη αστραπή στον ουρανό τον ξεσήκωσε από κει που ήταν θαμπωμένος. Κοράκια, κάπου είκοσι ή τριάντα μαζεμένα, πετούσαν προς το Δυτικό Δάσος. Προς τα Όρη της Ομίχλης, όπου είχε πρωτοδεί τον Μακελάρη. Στάθηκε να τα παρακολουθεί ψυχρά, μέχρι που έγιναν μαύρες κουκκίδες και χάθηκαν. Έπειτα ξεκίνησε στο κατόπι τους.
Μεγάλες, γοργές δρασκελιές τον μετέφεραν πέντε μίλια μακριά η καθεμιά και η γη ήταν μια θολούρα από την ταχύτητα, εκτός μόνο από τη στιγμή ανάμεσα στη μια δρασκελιά και την άλλη. Μπήκε στο πυκνό, γεμάτο βράχια Δυτικό Δάσος, διέσχισε τους Λόφους της Άμμου με την αραιή βλάστηση, χώθηκε μέσα στα νεφοσκεπή βουνά, όπου τα έλατα, τα πεύκα και τα λέδερλιφ γέμιζαν κοιλάδες και πλαγιές, μετά στην ίδια εκείνη κοιλάδα όπου είχε πρωτοδεί εκείνον που ο Άλτης αποκαλούσε Μακελάρη, ως τη βουνοπλαγιά όπου είχε επιστρέψει από το Δάκρυ.
Εκεί ήταν η Πύλη, κλειστή, με το φύλλο του Αβεντεσόρα να μοιάζει απλώς άλλο ένα ανάμεσα στα μυριάδες περίτεχνα σκαλισμένα φύλλα και κληματσίδες. Σκόρπια δέντρα, ροζιασμένα, σμιλεμένα από τον άνεμο, φύτρωναν στο λιγοστό χώμα ανάμεσα στις γυαλισμένες από τη φωτιά πέτρες, όπου είχε καεί η Μανέθερεν. Το φως του ήλιου λαμπύριζε στα νερά του Μανεθερεντρέλε πιο κάτω. Ένα αεράκι από την κοιλάδα του έφερε οσμές από ελάφια, λαγούς, αλεπούδες. Απ' όσο έβλεπε, τίποτα δεν σάλευε.
Πάνω που ήταν έτοιμος να φύγει, σταμάτησε. Το φύλλο του Αβεντεσόρα. Ένα φύλλο. Ο Λόιαλ είχε κλειδώσει την Πύλη, βάζοντας και τα δύο φύλλα απ' αυτή τη μεριά. Γύρισε και ένιωσε τις τρίχες του να σηκώνονται όρθιες. Η Πύλη έστεκε ανοιχτή, με τις δίδυμες μάζες της ζωντανής πρασινάδας να σαλεύουν στην αύρα, εκθέτοντας τη μουντή, αργυρή επιφάνεια· το καθρέφτισμά του τρεμούλιαζε εκεί πάνω. Πώς; αναρωτήθηκε. Ο Λόιαλ το κλείδωσε το παλιόπραμα.
Χωρίς να συνειδητοποιεί πώς είχε διασχίσει την ενδιάμεση απόσταση, βρέθηκε ξαφνικά μπροστά ακριβώς από την Πύλη. Στο χλωρό συνονθύλευμα του εσωτερικού των δύο φύλλων της Πύλης δεν υπήρχε το τριμερές φύλλο. Ήταν παράξενη η σκέψη ότι εκείνη τη στιγμή, στον ξυπνητό κόσμο, κάποιος —ή κάτι― περνούσε από το σημείο που στεκόταν εκείνη τη στιγμή. Άγγιξε τη μουντή επιφάνεια και γρύλισε. Λες και ήταν καθρέφτης· το χέρι του γλίστρησε πάνω της, σαν να ήταν απαλό γρασίδι.
Με την άκρη του ματιού του είδε το φύλλο του Αβεντεσόρα ξαφνικά να εμφανίζεται στη θέση του από μέσα και πήδηξε πίσω, πάνω στη στιγμή που η Πύλη άρχισε να κλείνει. Κάποιος —ή κάτι― είχε βγει έξω, ή είχε μπει μέσα. Έξω. Σίγονρα βγήκε έξω. Ήθελε να πιστέψει ότι δεν ήταν κι άλλοι Τρόλοκ και Ξέθωροι, που έρχονταν στους Δύο Ποταμούς. Τα φύλλα έκλεισαν, έγιναν πάλι πέτρινα σμιλεύματα.
Η μόνη προειδοποίηση που είχε ήταν η αίσθηση ότι κάτι τον παρακολουθούσε. Πήδηξε —μια φευγαλέα εικόνα από κάτι μαύρο, που έσχιζε το σημείο όπου πριν βρισκόταν το στήθος του· ένα βέλος — μ' εκείνα τα σάλτα που θάμπωναν τον κόσμο, άγγιξε την απέναντι πλαγιά και ξαναπήδηξε, βγήκε από την κοιλάδα της Μανέθερεν, χώθηκε σε ένα σύδεντρο από ψηλά έλατα και συνέχισε. Ενώ έτρεχε, οι σκέψεις του στριφογυρνούσαν, έβλεπε με το νου του την κοιλάδα και το βέλος. Είχε έρθει από εκείνη την κατεύθυνση, με εκείνη τη γωνία όταν τον είχε φτάσει, άρα έπρεπε να έχει έρθει από...
Ένα τελικό άλμα τον ξανάφερε σε μια πλαγιά πάνω από τον τάφο της Μανέθερεν και καμπούριασε ανάμεσα σε κάτι καχεκτικά, γερμένα από τον άνεμο πεύκα με το τόξο έτοιμο. Κάτω του, ανάμεσα στα κοντά δέντρα και τα αγκωνάρια, ήταν το μέρος απ' όπου είχε έρθει το βέλος. Ο Μακελάρης πρέπει να ήταν κάπου εκεί κάτω. Πρέπει να ήταν εκεί...
Δίχως να το σκεφτεί, ο Πέριν πήδηξε μακριά και τα βουνά έγιναν μια γκρίζα και καφετιά και πράσινη θολούρα.
«Παραλίγο», μούγκρισε. Παραλίγο να επαναλάβει το λάθος του στο Νεροδάσος, όπου είχε νομίσει ότι ο εχθρός θα κινούνταν και θα περίμενε όπου βόλευε τον Πέριν.
Αυτή τη φορά έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και με μόνο τρεις αστραπιαίες δρασκελιές έφτασε στην άκρη των Λόφων της Άμμου, ελπίζοντας να μην τον είχε δει ο άλλος. Αυτή τη φορά έκανε ένα μεγάλο κύκλο, πήγε ψηλά στην ίδια βουνοπλαγιά, εκεί που ο αέρας ήταν αραιός και κρύος και τα λίγα δέντρα ήταν απλώς θάμνοι με χοντρό κορμό, που απείχαν πενήντα και παραπάνω βήματα μεταξύ τους, πιο πάνω από κει που κάποιος θα καθόταν να περιμένει κάποιον άλλο, κάποιος που θα ήθελε να πλησιάσει κρυφά στο μέρος απ’ όπου είχε έρθει εκείνο το βέλος.
Και να που το θήραμά του ήταν εκεί, εκατό βήματα πιο κάτω, ένας ψηλός μελαχρινός με σκούρο μανδύα, που ζάρωνε πλάι σε μια γρανιτένια προεξοχή μεγάλη σαν τραπέζι, με το τόξο του έτοιμο στο χέρι και το βέλος στη σχεδόν τραβηγμένη χορδή, ο οποίος μελετούσε την πλαγιά παρακάτω με ενθουσιασμό και υπομονή. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε καλά ο Πέριν· εκατό βήματα ήταν μικρή απόσταση για τα μάτια του. Το σακάκι του με τον ψηλό γιακά είχε Μεθορίτικο κόψιμο και το πρόσωπό του έμοιαζε τόσο με του Λαν, που θα μπορούσε να είναι αδελφός του Πρόμαχου. Μόνο που ο Λαν δεν είχε αδελφούς —δεν είχε καθόλου ζωντανούς συγγενείς, απ' όσο ήξερε ο Πέριν― και αν είχε κανέναν, τότε δεν θα ήταν εδώ. Μεθορίτης, όμως. Μπορεί να ήταν Σιναρανός, αν και τα μαλλιά του ήταν μακριά, όχι ξυρισμένα και με μία μόνο πλεξούδα στην κορυφή του κρανίου, και τα κρατούσε ένα πλεχτό, δερμάτινο κορδόνι σαν του Λαν. Δεν μπορεί να ήταν Μαλκιρινός· ο τελευταίος ζωντανός Μαλκιρινός ήταν ο Λαν.
Δεν είχε σημασία από πού είχε έρθει· ο Πέριν δεν ένιωθε κανέναν ενδοιασμό καθώς τέντωνε τη χορδή του τόξου και σημάδευε με την πλατιά αιχμή τη ράχη του Μακελάρη. Ο άνθρωπος είχε δοκιμάσει να τον σκοτώσει με ενέδρα. Η κατηφορική βολή είχε τη δυσκολία της.
Ίσως να καθυστέρησε πολύ, ή ίσως ο άλλος να ένιωσε το παγωμένο βλέμμα του, αλλά ξαφνικά ο Μακελάρης έγινε μια θολούρα, που χυνόταν προς τα ανατολικά.
Ο Πέριν βλαστήμησε και τον καταδίωξε με τρεις δρασκελιές ως τους Λόφους της Άμμου και μετά με άλλη μια ως το Δυτικό Δάσος. Ανάμεσα στις βελανιδιές, τα λέδερλιφ και τους θάμνους, ο Μακελάρης είχε εξαφανιστεί.
Ο Πέριν κοντοστάθηκε και έστησε αφτί. Σιωπή. Οι σκίουροι και τα πουλιά είχαν παγώσει. Πήρε μια βαθιά εισπνοή. Ένα μικρό κοπάδι ελάφια είχε περάσει πρόσφατα από κει. Και υπήρχε μια αμυδρή οσμή, ανθρώπινη αλλά πολύ ψυχρή για άνθρωπο, χωρίς συναισθήματα, μια οσμή βασανιστικά γνώριμη στο μυαλό του. Ο Μακελάρης ήταν κάπου κοντά. Ο αέρας ήταν ασάλευτος, σαν το δάσος· δεν υπήρχε η παραμικρή αύρα για να του δείξει από που είχε έρθει η οσμή.
«Καλό κόλπο, Χρυσομάτη, να κλειδώσεις την Πύλη».
Ο Πέριν ζάρωσε κάτω, τεντώνοντας τα αφτιά. Σ' αυτή την πυκνή βλάστηση δεν μπορούσε να καταλάβει από πού είχε έρθει η φωνή. Ούτε ένα φυλλαράκι δεν θρόιζε.
«Αν ήξερες πόσοι Σκιογέννητοι πέθαναν προσπαθώντας να βγουν από τις Οδούς εκεί, θα χαιρόταν η καρδιά σου. Το Μάτσιν Σιν έστησε γλέντι σε εκείνη την πόρτα, Χρυσομάτη. Αλλά δεν ήταν και τέλειο το κόλπο. Το είδες με τα μάτια σου: η πόρτα τώρα είναι ανοιχτή».
Εκεί, προς τα δεξιά. Ο Πέριν γλίστρησε στα δέντρα αθόρυβα, σαν τότε που κυνηγούσε εδώ πέρα.
«Στην αρχή ήταν μόνο λίγες εκατοντάδες, Χρυσομάτη. Μόνο όσοι χρειάζονταν για να απασχολούν εκείνους τους ανόητους, τους Λευκομανδίτες, και για να σκοτώσουν τον αποστάτη». Ο θυμός χρωμάτισε τη φωνή του Μακελάρη. «Που να με καταπιεί η Σκιά, ο άνθρωπος αυτός είναι πιο τυχερός κι από το Λευκό Πύργο». Ξαφνικά χασκογέλασε. «Όμως εσύ, Χρυσομάτη. Η παρουσία σου ήταν έκπληξη. Υπάρχουν κάποιοι που θέλουν το κεφάλι σου σε πάσσαλο. Τώρα θα ρημάξουμε τους πολυαγαπημένους σου, τους Δύο Ποταμούς, για να σε ξετρυπώσουμε. Τι λες γι' αυτό, Χρυσομάτη;»
Ο Πέριν μαρμάρωσε κοντά στο ροζιασμένο κορμό μιας μεγάλης βελανιδιάς. Γιατί μιλούσε τόσο πολύ; Γιατί μιλούσε καν; Με παρασέρνει κοντά τον.
Ακούμπησε την πλάτη στο χοντρό κορμό της βελανιδιάς και εξέτασε το δάσος. Καμία κίνηση. Ο Μακελάρης ήθελε να τον φέρει κοντύτερα. Σίγουρα ήταν ενέδρα. Ο Πέριν ήθελε να τον βρει και να του ξεριζώσει το λαρύγγι. Όμως πολύ εύκολα μπορεί να πέθαινε ο ίδιος, κι αν συνέβαινε αυτό, τότε κανένας δεν θα ήξερε ότι η Πύλη ήταν ανοιχτή και ότι οι Τρόλοκ έρχονταν κατά εκατοντάδες, ίσως και κατά χιλιάδες. Δεν θα έπαιζε το παιχνίδι του Μακελάρη.
Με ένα χαμόγελο όλο παγωνιά, βγήκε από το λυκίσιο όνειρο, λέγοντας στον εαυτό του να ξυπνήσει, και...
...η Φάιλε είχε τα χέρια της πλεγμένα γύρω από το λαιμό του και το πρόσωπό της κολλημένο στο δικό του, ενώ τα βιολιά των Μαστόρων τραγουδούσαν κάποιο ζωηρό, φλογερό σκοπό γύρω από τις φωτιές. Η σκόνη της Ίλα. Δεν μπορώ να ξυπνήσω! Ή επίγνωση ότι ήταν όνειρο χάθηκε από το νου του. Γελώντας, πήρε τη Φάιλε στην αγκαλιά του και την πήγε στις σκιές, όπου το χορτάρι ήταν μαλακό.
Το ξύπνημα ήταν μια βραδεία διαδικασία, με επίκεντρο το διάχυτο πόνο που απλωνόταν στο πλευρό του. Από τα μικρά παράθυρα χυνόταν το φως της μέρας. Λαμπερό φως. Πρωί. Δοκίμασε να ανασηκωθεί κι έπεσε πίσω μ' ένα βογκητό.
Η Φάιλε πετάχτηκε από ένα χαμηλό σκαμνάκι· τα μαύρα μάτια της έδειχναν ότι δεν είχε κοιμηθεί. «Μην κουνιέσαι», του είπε. «Αρκετά σπαρταρούσες στον ύπνο σου. Πάλευα να μη γυρίσεις στο πλάι και καρφώσεις για τα καλά μέσα σου αυτό το βέλος. Δεν θέλω να το πάθεις μπροστά στα μάτια μου τώρα που ξύπνησες». Ο Ίχβον είχε γείρει στην κάσα της πόρτας σαν σκοτεινή λεπίδα.
«Βοήθησέ με να σηκωθώ», είπε ο Πέριν. Πονούσε όταν μιλούσε, αλλά πονούσε κι όταν ανάσαινε επίσης, αλλά ήταν ανάγκη να μιλήσει. «Πρέπει να πάω στα βουνά. Στην Πύλη».
Εκείνη του έπιασε το μέτωπο σμίγοντας τα φρύδια. «Δεν έχει πυρετό», μουρμούρισε. Ύστερα μίλησε πιο δυνατά. «Θα πας στο Πεδίο του Έμοντ, όπου κάποια Άες Σεντάι θα μπορέσει να σε Θεραπεύσει. Δεν θα τρέχεις στα βουνά να σκοτωθείς με το βέλος μέσα σου. Μ' άκουσες; Αν ξανακούσω κουβέντα για όρη και Πύλες, θα βάλω την Ίλα να ετοιμάσει κάτι που θα σε ξαναβάλει να κοιμηθείς και θα ταξιδέψεις σε φορείο. Αναρωτιέμαι μήπως αυτός τελικά είναι ο καλύτερος τρόπος».
«Οι Τρόλοκ, Φάιλε! Η Πύλη είναι πάλι ανοιχτή! Πρέπει να τους σταματήσω!»
Η γυναίκα δεν δίστασε καν πριν κουνήσει το κεφάλι. «Στην κατάσταση που είσαι, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό. Είσαι για το Πεδίο του Έμοντ και πουθενά αλλού».
«Μα —!»
«Όχι μα και μου, Πέριν Αϋμπάρα. Δεν θέλω κουβέντα γι' αυτό».
Ο Πέριν έτριξε τα δόντια του. Το χειρότερο ήταν ότι η Φάιλε είχε δίκιο. Αφού δεν μπορούσε να σηκωθεί μόνος από το κρεβάτι, πώς θα μπορούσε να μείνει στη σέλα μέχρι τη Μανέθερεν; «Στο Πεδίο του Έμοντ», είπε καταδεκτικά, εκείνη όμως ξεφύσησε και μουρμούρισε κάτι σαν «ξεροκέφαλος». Τι ήθελε απ' αυτόν; Αφού ήμουν τόσο καταδεχτικός, την παλιοπεισματάρα!
«Άρα θα έρθουν και άλλοι Τρόλοκ», είπε συλλογισμένος ο Ίχβον. Δεν ρώτησε πού το ήξερε ο Πέριν. Ύστερα κούνησε το κεφάλι, σαν να έδιωχνε τους Τρόλοκ από τη σκέψη του. «Θα πω στους άλλους ότι ξύπνησες». Βγήκε έξω και έκλεισε την πόρτα.
«Είμαι ο μόνος που βλέπει τον κίνδυνο;» μουρμούρισε ο Πέριν.
«Βλέπω ένα βέλος μέσα σου», είπε σταθερά η Φάιλε.
Η υπενθύμιση του προκάλεσε μια σουβλιά· την έπνιξε με ένα μουγκρητό και η Φάιλε ένευσε με ικανοποίηση. Με ικανοποίηση!
Ήθελε να σηκωθεί και να ξεκινήσει αμέσως· όσο νωρίτερα Θεραπευόταν, τόσο νωρίτερα θα έκλεινε ξανά την Πύλη, μονίμως αυτή τη φορά. Η Φάιλε επέμεινε να του δώσει πρωινό, ένα πηχτό ζωμό με λαχανικά πουρέ, κατάλληλο για μωράκι χωρίς δόντια, κουταλίτσα-κουταλίτσα, σταματώντας για να του σκουπίσει το σαγόνι. Δεν τον άφηνε να φάει μόνος του και όποτε αυτός διαμαρτυρόταν ή της έλεγε να κάνει πιο γρήγορα, του έκλεινε το στόμα με μια κουταλιά απ' αυτή την κρέμα. Δεν τον άφησε καν να πλύνει μόνος το πρόσωπό του. Όταν στο τέλος του βούρτσισε τα μαλλιά και του χτένισε τη γενειάδα, ο Πέριν είχε καταφύγει σε μια αξιοπρεπή σιωπή.
«Είσαι κούκλος όταν μουτρώνεις», του είπε. Και του τσίμπησε τη μύτη!
Η Ίλα, που αυτό το πρωί είχε βάλει πράσινη μπλούζα και γαλάζια φούστα, μπήκε στην άμαξα κρατώντας το σακάκι και το πουκάμισό του, που ήταν καθαρά και σιδερωμένα. Παρά την ενόχλησή του, αναγκάστηκε να αφήσει τις δύο γυναίκες να τον ντύσουν. Αναγκάστηκε να τις βοηθήσει να τον σηκώσουν για να τον ντύσουν· το σακάκι έμεινε ξεκούμπωτο, το πουκάμισο έξω από το παντελόνι, μαζεμένα γύρω από το κομμάτι του βέλους.
«Σ' ευχαριστώ, Ίλα», είπε δοκιμάζοντας τα μπαλώματα. «Καλή βελονιά».
«Είναι», συμφώνησε εκείνη. «Η Φάιλε ξέρει να ράβει καλά».
Η Φάιλε κοκκίνισε και ο Πέριν χαμογέλασε, καθώς θυμόταν πόσο φουρκισμένα του είχε πει ότι ποτέ δεν θα του μπάλωνε τα ρούχα. Η γυαλάδα στο μάτι της τον έκανε να κρατήσει το στόμα κλειστό. Μερικές φορές η σιωπή ήταν η πιο συνετή επιλογή. «Σ' ευχαριστώ, Φάιλε», είπε σοβαρά. Εκείνη κοκκίνισε ακόμα πιο πολύ.
Όταν τον σήκωσαν στα πόδια του, κατάφερε να φτάσει σχετικά εύκολα στην πόρτα, αλλά τις άφησε να τον στηρίξουν για να κατέβει τα ξύλινα σκαλιά. Τουλάχιστον τα άλογα ήταν σελωμένα και όλα τα παλικαράκια από τους Δύο Ποταμούς είχαν μαζευτεί εκεί με τα τόξα κρεμασμένα στη ράχη. Είχαν καθαρά πρόσωπα και ρούχα και δεν φαίνονταν πολλοί επίδεσμοι πάνω τους.
Η νύχτα με τους Τουάθα'αν προφανώς ωφέλησε το ηθικό τους, ακόμα κι εκείνων που δεν έδειχναν ικανοί να περπατήσουν ούτε εκατό βήματα. Η απόγνωση που φαινόταν στα μάτια τους χτες, τώρα ήταν μια απλή σκιά. Ο Γουίλ είχε αγκαλιασμένες δύο όμορφες Μαστόρισσες με μεγάλα μάτια δεξιά κι αριστερά του, φυσικά, και ο Μπαν Λιούιν, με τη μύτη του και τον επίδεσμο γύρω από το κεφάλι του, που έκανε τα μαύρα μαλλιά του να πετάγονται σαν βούρτσα, ήταν πιασμένος χέρι-χέρι με μια άλλη, που χαμογελούσε ντροπαλά. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους κρατούσαν κουτάλια και γαβάθες με πηχτό βραστό λαχανικών και το καταβρόχθιζαν.
«Ωραίο αυτό, Πέριν», είπε ο Ντάνιλ, δίνοντας την άδεια γαβάθα του σε μια Μαστόρισσα. Εκείνη έκανε ένα νόημα, σαν να ήθελε να ρωτήσει τον κοκαλιάρη Δυποταμίτη αν ήθελε κι άλλο, αλλά αυτός κούνησε το κεφάλι. «Δεν φαίνεται το χορταίνω, εσύ τι λες;» της είπε τελικά.
«Έφαγα κι εγώ», του είπε ξινά ο Πέριν. Λαχανικά πουρέ με ζωμό.
«Οι κοπελιές των Μαστόρων χόρεψαν χθες το βράδυ», είπε με γουρλωμένα μάτια ο Τελ, ο ξάδερφος του Ντάνιλ. «Όλες οι ανύπαντρες γυναίκες και μερικές από τις παντρεμένες! Να ήσουν από μια μεριά να έβλεπες, Πέριν».
«Έχω ξαναδεί Μαστόρισσες να χορεύουν, Τελ».
Προφανώς δεν είχε κρύψει από τη φωνή του το τι είχε νιώσει βλέποντάς τες, επειδή η απάντηση της Φάιλε ήταν ξερή και απότομη. «Έτσι, ε; Έχεις δει την τιγκάνζα; Κάποια μέρα, αν είσαι καλός, ίσως σου χορέψω το σα σάρα, για να σου δείξω τι πραγματικά θα πει χορός». Η Ίλα άφησε μια κοφτή κραυγή όταν αναγνώρισε το χορό και η Φάιλε κοκκίνισε ακόμα πιο πολύ απ' όσο πριν, στην άμαξα.
Ο Πέριν σούφρωσε τα χείλη. Αν αυτό το σα’σάρα έκανε την καρδιά να βροντοχτυπά περισσότερο από το χορό των Μαστορισσών, με τα λικνίσματα και το σπάσιμο των γοφών —τιγκάνζα το έλεγαν;― τότε σίγουρα θα ήθελε να δει τη Φάιλε να το χορεύει. Πρόσεξε να μην την κοιτάξει.
Ήρθε ο Ράεν, φορώντας το ίδιο λαμπερό πράσινο σακάκι, αλλά με τις πιο κόκκινες μπότες που είχε δει ποτέ του ο Πέριν. Ο συνδυασμός του προκάλεσε πονοκέφαλο. «Δυο φορές επισκέφτηκες τις φωτιές μας, Πέριν, και δεύτερη φορά φεύγεις χωρίς αποχαιρετιστήριο γλέντι. Πρέπει να μας ξανάρθεις σύντομα, για να επανορθώσουμε».
Ο Πέριν άφησε τη Φάιλε και την Ίλα —τουλάχιστον μπορούσε να σταθεί μόνος του― και έφερε το χέρι στον ώμο του άλλου, «Έλα μαζί μας, Ράεν. Στους Δύο Ποταμούς κανένας δεν θα σε πειράξει. Στη χειρότερη περίπτωση, θα είναι πιο ασφαλές απ' όσο εδώ έξω, με τους Τρόλοκ».
Ο Ράεν δίστασε και ύστερα κούνησε το κεφάλι μουρμουρίζοντας. «Δεν ξέρω πώς θα μπορούσες ακόμα και να με κάνεις να σκεφτώ τέτοια πράγματα». Γύρισε και μίλησε δυνατά. «Φίλοι μου, ο Πέριν μας ζήτησε να πάμε μαζί του στο χωριό του, όπου θα είμαστε ασφαλείς από τους Τρόλοκ. Ποιος επιθυμεί να πάει;» Τον κοίταξαν με εμβρόντητα πρόσωπα. Κάποιες γυναίκες μάζεψαν τα παιδιά κοντά τους, τα οποία κρύφτηκαν στα φουστάνια τους, λες και τα είχε τρομάξει η ιδέα και μόνο. «Βλέπεις, Πέριν;» είπε ο Ράεν. «Για μας, η ασφάλεια είναι να μετακινούμαστε, όχι να μένουμε σε χωριά. Σε διαβεβαιώνω ότι δεν περνάμε δυο βράδια στο ίδιο μέρος και θα ταξιδέψουμε όλη τη μέρα πριν σταματήσουμε πάλι».
«Μπορεί να μη φτάνει, Ράεν».
Ο Μάχντι σήκωσε τους ώμους. «Με συγκινεί η έγνοια που δείχνεις, αλλά θα είμαστε ασφαλείς, αν θέλει το Φως».
«Η Οδός του Φύλλου δεν σημαίνει μόνο να μην ασκείς βία», είπε μαλακά η Ίλα, «αλλά και να αποδέχεσαι αυτό που συμβαίνει. Το φύλλο πέφτει στην ώρα του, αδιαμαρτύρητα. Το Φως θα μας φυλάξει στον καιρό μας».
Ο Πέριν ήθελε να διαφωνήσει μαζί τους, όμως πίσω από τη φιλικότητα και τη συμπόνια των προσώπων τους υπήρχε μια αταλάντευτη αποφασιστικότητα. Πιο εύκολα θα έβαζε την Μπάιν και την Τσιάντ να φορέσουν φόρεμα και να εγκαταλείψουν τα δόρατα —ή τον Γκαούλ!― παρά θα έπειθε αυτούς τους ανθρώπους να υποχωρήσουν στο ελάχιστο.
Ο Ράεν πήρε τον Πέριν από το χέρι και οι γυναίκες αγκάλιασαν τα παλικαράκια των Δύο Ποταμών, και τον Ίχβον επίσης, ενώ οι άντρες τους έσφιξαν τα χέρια, καθώς γελούσαν και τους αποχαιρετούσαν και τους εύχονταν καλό ταξίδι, ελπίζοντας να τους ξανάρθουν. Σχεδόν όλοι οι άντρες. Ο Άραμ στεκόταν κατά μέρος, κατσουφιασμένος, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του σακακιού του. Την τελευταία φορά που τον είχε συναντήσει ο Πέριν, έμοιαζε να έχει μια ξινίλα μέσα του, κάτι παράξενο για Μάστορα.
Οι άντρες δεν αρκέστηκαν να σφίξουν το χέρι της Φάιλε, αλλά την αγκάλιαζαν κιόλας. Ο Πέριν κράτησε την ήρεμη έκφραση του όταν κάποιοι από τους νεαρούς έδειξαν υπέρμετρο ενθουσιασμό και δεν έτριζε πολύ τα δόντια του· μάλιστα, κατάφερε να χαμογελάσει. Καμία γυναίκα νεότερη της Ίλα δεν τον αγκάλιασε. Με κάποιον τρόπο η Φάιλε, ακόμα κι όταν επέτρεπε σε κάποιον κοκαλιάρη Μάστορα με φανταχτερά ρούχα να την αγκαλιάσει και να τη σφίξει, λιώνοντάς τη σχεδόν, στεκόταν φρουρός στον Πέριν, σαν σκυλί. Οι γυναίκες δίχως γκρίζα μαλλιά έριχναν μια ματιά στο πρόσωπό της και διάλεγαν κάποιον άλλο. Στο μεταξύ, ο Γουίλ έμοιαζε να φιλά όλες τις γυναίκες του καταυλισμού. Το ίδιο και ο Μπαν με τη μύτη του. Ακόμα και ο Ίχβον το διασκέδαζε. Καλά να πάθαινε η Φάιλε, αν κανείς της έσπαζε το πλευρό.
Στο τέλος οι Μάστορες έκαναν πίσω, με εξαίρεση τον Ράεν και την Ίλα, κι άνοιξαν χώρο γύρω από τους Δυποταμίτες. Ο νευρώδης, γκριζομάλλης άντρας υποκλίθηκε επίσημα, με τα χέρια στο στήθος. «Ήρθατε εν ειρήνη. Αναχωρήστε εν ειρήνη. Οι φωτιές μας πάντα θα σας καλοδέχονται. Η Οδός του Φύλλου είναι η ειρήνη».
«Η ειρήνη μαζί σας», αποκρίθηκε ο Πέριν, «και με όλο το Λαό». Φως μου, μακάρι να είναι έτσι. «Θα βρω το τραγούδι, ή θα το βρει κάποιος άλλος, όμως το τραγούδι θα τραγουδηθεί, φέτος ή κάποια άλλη χρονιά». Αναρωτήθηκε αν είχε υπάρξει ποτέ ένα τραγούδι, ή αν οι Τουάθα'αν είχαν αρχίσει το ατέλειωτο ταξίδι τους αναζητώντας κάτι άλλο. Ο Ιλάυας του είχε πει ότι δεν ήξεραν το τραγούδι, μόνο ότι θα το αναγνώριζαν, όταν θα το έβρισκαν. «Όπως ήταν κάποτε, έτσι θα ξαναγίνει, κόσμος δίχως τέλος».
«Κόσμος δίχως τέλος», αποκρίθηκαν οι Τουάθα'αν, μουρμουρίζοντας ευλαβικά. «Κόσμος και χρόνος δίχως τέλος».
Αντάλλαξαν μερικές τελευταίες αγκαλιές, μερικές τελευταίες χειραψίες, ενώ ο Ίχβον και η Φάιλε βοηθούσαν τον Πέριν να ανέβει στον Γοργοπόδη. Μερικά τελευταία φιλιά για τον Γουίλ. Και τον Μπαν. Τον Μπαν! Και τη μύτη του! Τους άλλους, τους βαριά τραυματισμένους, τους ανέβασαν στα άλογα, ενώ οι Μάστορες κουνούσαν τα χέρια σαν να ήταν παλιοί γείτονες που έφευγαν για μακρύ ταξίδι.
Ο Ράεν ήρθε και έσφιξε το χέρι του Πέριν. «Δεν θα το ξανασκεφτείς;» ρώτησε ο Πέριν. «Θυμάμαι που είχες πει κάποτε ότι η μοχθηρία εξαπλώνεται στον κόσμο. Τώρα είναι χειρότερα, Ράεν, και βρίσκεται εδώ».
«Η ειρήνη μαζί σου, Πέριν», απάντησε χαμογελαστά ο Ράεν.
«Και μαζί σου», είπε λυπημένα.
Οι Αελίτες εμφανίστηκαν μόνο όταν βρέθηκαν ένα μίλι βόρεια από τον καταυλισμό των Μαστόρων. Η Μπάιν με την Τσιάντ κοίταξαν τη Φάιλε, πριν τρέξουν μπροστά, στη συνηθισμένη θέση τους. Ο Πέριν δεν μπορούσε να φανταστεί τι περίμεναν να της συμβεί ανάμεσα στους Τουάθα'αν.
Ο Γκαούλ πήγε δίπλα στον Γοργοπόδη, περπατώντας με άνεση. Η ομάδα δεν προχωρούσε πολύ γρήγορα, μιας και σχεδόν οι μισοί περπατούσαν. Ζύγισε με το βλέμμα τον Ίχβον, ως συνήθως, πριν στραφεί στον Πέριν. «Είναι καλά το τραύμα σου;»
Το τραύμα του τον είχε τρελάνει στον πόνο· κάθε βήμα που έκανε το άλογο, κουνούσε την αιχμή του βέλους. «Νιώθω καλά», είπε χωρίς να τρίξει τα δόντια. «Ίσως απόψε να χορέψουμε στο Πεδίο του Έμοντ. Κι εσύ; Πέρασες καλά τη νύχτα, παίζοντας το Φιλί της Κόρης;» Ο Γκαούλ σκόνταψε και παραλίγο να πέσει με τα μούτρα κάτω. «Τι τρέχει;»
«Ποια άκουσες να προτείνει το παιχνίδι;» είπε χαμηλόφωνα ο Αελίτης, κοιτώντας ίσια μπροστά.
«Την Τσιάντ. Γιατί;»
«Η Τσιάντ», μουρμούρισε ο Γκαούλ. «Η γυναίκα είναι του Γκόσιεν. Του Γκόσιεν! Κανονικά θα έπρεπε να τη γυρίσω πίσω, στις Καυτές Πηγές, σαν γκαϊ'σάιν». Στις λέξεις του υπήρχε θυμός, αλλά όχι στον παράξενο τόνο του. «Η Τσιάντ».
«Θα μου πεις τι τρέχει;»
«Ακόμα και οι Μυρντράαλ δεν είναι πανούργοι όσο οι γυναίκες», είπε ο Γκαούλ με ανέκφραστη φωνή, «ενώ οι Τρόλοκ πολεμούν με περισσότερη τιμή», κατέληξε. «Και τα κατσίκια έχουν περισσότερη λογική», πρόσθεσε ύστερα από λίγο, με μια καλυμμένη αγριάδα. Τάχυνε το βήμα και έτρεξε μπροστά, για να πλησιάσει τις δύο Κόρες. Δεν μίλησε καθόλου, απ' όσο μπορούσε να ακούσει ο Πέριν, απλώς συνέχισε να βαδίζει παρέα τους.
«Εσύ κατάλαβες τίποτα;» ρώτησε ο Πέριν τον Ίχβον. Ο Πρόμαχος κούνησε το κεφάλι.
Η Φάιλε ξεφύσησε. «Αν κάνει καμιά φασαρία, θα τον κρεμάσουν από τα πόδια σε κλαρί για να ηρεμήσει».
«Εσύ μήπως κατάλαβες;» τη ρώτησε ο Πέριν. Αυτή συνέχισε να περπατά δίπλα του και ούτε σήκωσε το βλέμμα, ούτε απάντησε, οπότε αυτός το πήρε για όχι. «Λέω να ξαναβρώ τον καταυλισμό του Ράεν. Πέρασε καιρός από την τελευταία φορά που είδα την τιγκάνζα. Ήταν... ενδιαφέρον».
Εκείνη μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της, όμως ο Πέριν το έπιασε: «Και σένα σου πρέπει κρέμασμα από τα πόδια!»
Της χαμογέλασε από ψηλά, κοιτώντας σχεδόν την κορυφή του κεφαλιού της. «Μα δεν θα χρειαστεί. Υποσχέθηκες να μου χορέψεις το σα’σάρα». Το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο. «Μοιάζει καθόλου με την τιγκάνζα; Θέλω να πω, αλλιώς δεν θα είχε νόημα».
«Βρε πανηλίθιο βόδι!» ξέσπασε εκείνη, αγριοκοιτάζοντάς τον. «Οι άντρες έχουν αφήσει καρδιές και περιουσίες στα πόδια γυναικών που χόρεψαν το σα’σάρα. Αν η μητέρα μου υποψιαζόταν ότι το ξέρω —» Έκλεισε το στόμα τόσο απότομα, που τα δόντια της κροτάλισαν μεταξύ τους, σαν να της είχε ξεφύγει αυτό που είχε πει, και γύρισε να κοιτάζει μπροστά· από τις ρίζες των μαύρων μαλλιών της ως το λαιμό του φορέματός της, είχε γίνει σχεδόν πορφυρή.
«Τότε δεν υπάρχει λόγος να το χορέψεις», της είπε χαμηλόφωνα. «Η καρδιά μου και η περιουσία μου, ό,τι έχω τέλος πάντων, είναι ήδη στα πόδια σου».
Η Φάιλε σκόνταψε και μετά γέλασε μαλακά, ακουμπώντας το μάγουλό της στην μπότα του. «Παραείσαι έξυπνος για μένα», μουρμούρισε. «Μια μέρα θα σου το χορέψω και το αίμα θα κυλήσει καυτό στις φλέβες σου».
«Αυτό ήδη το κάνεις», της είπε κι εκείνη γέλασε πάλι. Πέρασε το χέρι της πίσω από τον αναβολέα και έσφιξε το πόδι του πάνω της.
Ύστερα από λίγο, ακόμα και η σκέψη της Φάιλε να χορεύει —κάνοντας εικασίες με βάση το χορό των Μαστορισσών· σίγουρα ήταν κάτι ανώτερο― δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τον πόνο στο πλευρό του. Κάθε βήμα του Γοργοπόδη του προκαλούσε αγωνία. Συνέχισε να κρατά το σώμα στητό. Έτσι φαινόταν να πονά λιγότερο, κατά ένα απειροελάχιστο ποσοστό. Επίσης, δεν ήθελε να χαλάσει τα κέφια που τους είχαν ξυπνήσει οι Τουάθα'αν. Κι οι άλλοι άντρες, επίσης, κάθονταν στητοί στις σέλες, ακόμα κι εκείνοι που την περασμένη μέρα ήταν καμπουριασμένοι και πιάνονταν όπως-όπως. Και ο Μπαν και ο Ντάνιλ και οι υπόλοιποι περπατούσαν με το κεφάλι ψηλά. Δεν θα γινόταν αυτός ο πρώτος που θα καμπούριαζε.
Ο Γουίλ άρχισε να σφυρίζει το «Ο Γυρισμός από το Πέρασμα του Τάργουιν» και τρεις-τέσσερις ακόμα τον συνόδευσαν. Ύστερα από λίγο, ο Μπαν άρχισε να τραγουδά με καθαρή, βαθιά φωνή.
«Το σπίτι μου με περιμένει εκεί
και η κοπέλα που άφησα πίσω.
Απ' όλους τους θησαυρούς που με περιμένουν,
αυτούς θέλω να βρω.
Τα μάτια της γελαστά, το χαμόγελό της γλυκό,
την αγκαλιά της ζεστή και τη γάμπα χυτή,
τα φιλιά της καυτά, το καλύτερο δώρο.
Αν υπάρχει πιο σπουδαίος θησαυρός, δεν τον ξέρω».
Πήραν κι άλλοι τη δεύτερη στροφή, ώσπου τραγουδούσαν όλοι, ακόμα και ο Ίχβον. Και η Φάιλε. Όχι ο Πέριν, φυσικά· πολλές φορές του είχαν πει ότι, όταν τραγουδούσε, έμοιαζε σαν βάτραχος που τον είχαν πατήσει. Κάποιοι, μάλιστα, πήραν βήμα από τη μουσική.
«Α, είδα το φοβερό Πέρασμα τον Τάργουιν
και τη μανιασμένη ορδή των Τρόλοκ.
Δεν λύγισα όταν χίμηξε ο Ημιάνθρωπος
και περπάτησα στο ψυχρό σύνορο τον θανάτου.
Αλλά μια γλυκιά κοπελιά με περιμένει,
για ένα χορό κι ένα φιλί κάτω από τη μηλιά...»
Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι. Πριν από μια μέρα ήταν έτοιμοι να το βάλουν στα πόδια και να κρυφτούν. Σήμερα τραγουδούσαν για μια μάχη τόσο παλιά, που δεν είχε αφήσει καμία ανάμνηση, εκτός απ' αυτό το τραγούδι στους Δύο Ποταμούς. Ίσως σιγά-οιγά να είχαν αρχίσει να γίνονται στρατιώτες. Και θα ήταν αναγκασμένοι να γίνουν, αν ο Πέριν δεν κατάφερνε να κλείσει εκείνη την Πύλη.
Στο δρόμο τους τα αγροκτήματα εμφανίζονταν συχνότερα, πιο κοντά το ένα στο άλλο, ώσπου κατέληξαν να ταξιδεύουν σε σκληρό χωματόδρομο, ανάμεσα σε χωράφια με ξύλινους φράχτες ή πρόχειρους, χαμηλούς μαντρότοιχους. Εγκαταλειμμένες φάρμες. Κανείς εδώ δεν κρατιόταν απελπισμένα από τη γη του.
Έφτασαν στον Παλιό Δρόμο, που πήγαινε προς το βορρά περνώντας από το Λευκό Ποταμό, το Μανεθερεντρέλε κι ύστερα μέσα από το Ντέβεν Ράιντ, μέχρι το Πεδίο του Έμοντ. Στο τέλος άρχισαν να βλέπουν πρόβατα στα λιβάδια, πλήθη ολόκληρα, σαν να είχαν ενωθεί δέκα κοπάδια μαζί, τα οποία τα φυλούσαν δέκα βοσκοί, εκεί που κάποτε θα ήταν ένας, και οι μισοί ήταν ενήλικες. Οι βοσκοί, που κρατούσαν τόξα, τους είδαν να περνούν τραγουδώντας δυνατά και δεν ήξεραν τι να σκεφτούν.
Ούτε ο Πέριν ήξερε τι να σκεφτεί μόλις αντίκρισε το Πεδίο του Έμοντ, το ίδιο και οι άλλοι Δυποταμίτες, κρίνοντας από το τραγούδι τους, που καταλάγιασε και έσβησε.
Τα δέντρα, οι φράχτες και οι μάντρες που ήταν κοντύτερα στο χωριό είχαν χαθεί έτσι απλά, είχαν αφαιρεθεί. Τα πιο δυτικά σπίτια του Πεδίου του Έμοντ κάποτε έστεκαν ανάμεσα στα δέντρα, στην άκρη του Δυτικού Δάσους. Οι βελανιδιές και τα λέδερλιφ ανάμεσα στα σπίτια ήταν ακόμα εκεί, αλλά τώρα η παρυφή του δάσος ήταν πεντακόσια βήματα παραπέρα, όσο η βολή ενός μακριού τόξου, και αντηχούσαν δυνατές τσεκουριές, καθώς οι άντρες το έσπρωχναν ακόμα πιο πίσω. Πολλές σειρές από πασσάλους, που έφταναν ως τη μέση ενός άντρα και ήταν χωμένοι βαθιά στο έδαφος, περικύκλωναν το χωριό λίγο πιο πέρα από τα σπίτια και σχημάτιζαν ένα συνεχή φράχτη όλο μυτερές αιχμές, με εξαίρεση το σημείο που έμπαινε ο δρόμος. Κατά διαστήματα, πίσω από τους πασσάλους στέκονταν άντρες, σαν σκοποί, άλλοι φορώντας κομμάτια παλιάς αρματωσιάς ή δερμάτινα γιλέκα με σκουριασμένους, ατσάλινους δίσκους, κι άλλοι με βουλιαγμένα, παλιά, ατσάλινα καπέλα, κρατώντας είτε δόρατα για κυνήγι αγριόχοιρου, είτε λογχοπέλεκεις που είχαν ξεθάψει από τις σοφίτες, είτε δρεπάνια δεμένα σε μακριά κοντάρια. Άλλοι άντρες, μαζί και αγόρια, ήταν πάνω στις καλαμοσκεπές με τόξα· σηκώθηκαν όταν είδαν να έρχεται ο Πέριν μαζί με τους άλλους και φώναξαν σε εκείνους που ήταν κάτω.
Πλάι στο δρόμο και πίσω από τους πασσάλους στεκόταν ένα κατασκεύασμα από ξύλο και χοντρά, στριμμένα σκοινιά, που είχε δίπλα ένα σωρό πέτρες πιο μεγάλες από κεφάλι ανθρώπου. Ο Ίχβον πρόσεξε τον Πέριν να το κοιτάζει συνοφρυωμένος καθώς πλησίαζαν. «Καταπέλτης», είπε ο Πρόμαχος. «Έξι ως τώρα. Οι μαραγκοί σας ήξεραν τι να κάνουν, όταν τους δείξαμε εγώ και ο Τόμας. Οι πάσσαλοι μπορούν να απωθήσουν είτε Τρόλοκ, είτε Λευκομανδίτες». Σαν να συζητούσε το ενδεχόμενο κι άλλης βροχής.
«Σου είπα ότι το χωριό ετοιμάζεται να αμυνθεί». Η Φάιλε μιλούσε με φλόγα και περηφάνια, σαν να ήταν το δικό της χωριό. «Σκληροί άνθρωποι για τόσο μαλακή γη. Θα μπορούσαν να είναι Σαλδαίοι. Η Μουαραίν πάντα έλεγε ότι το αίμα της Μανέθερεν ακόμα κυλά δυνατό εδώ πέρα».
Ο Πέριν μπόρεσε μόνο να κουνήσει το κεφάλι.
Οι χωματόδρομοι είχαν τόση κοσμοσυρροή που θα μπορούσαν να βρίσκονται σε πόλη, τα κενά μεταξύ των σπιτιών ήταν γεμάτα μι κάρα και άμαξες, ενώ από τις ανοιχτές πόρτες και τα παράθυρα έβλεπε κι άλλους ανθρώπους. Το πλήθος χώρισε μπροστά στον Ίχβον και τους Αελίτες, και ψίθυροι τους συνόδευαν καθώς προχωρούσαν στο δρόμο.
«Είναι ο Πέριν ο Χρυσομάτης»
«Ο Πέριν ο Χρυσομάτης».
«Ο Πέριν ο Χρυσομάτης».
Ευχήθηκε να μην το έκαναν αυτό. Τον ήξεραν αυτοί οι άνθρωποι κάποιοι απ' αυτούς. Τι νόμιζαν ότι έκαναν; Να, εκεί η αλογομούρα η Νέυσα Αγιέλιν, που του τις είχε βρέξει στα μαλακά κάποτε, όταν ο Πέριν ήταν δέκα χρόνων, τότε που ο Ματ τον είχε πείσει να κλέψει την πίτα από γκούζμπερυ που έφτιαχνε. Και η Σίλια Κόουλ, με τα ροδαλά μάγουλα και τα μεγάλα μάτια, η πρώτη κοπέλα που είχε φιλήσει ποτέ του, η οποία ήταν ακόμα ευχάριστα παχουλή. Να και ο Πελ Άυντερ, με την πίπα και το φαλακρό κεφάλι, που είχε μάθει στον Πέριν πώς να πιάνει πέστροφες με τα χέρια· και η Νταίζε Κόνγκαρ αυτοπροσώπως, μια ψηλή, στρογγυλή γυναίκα, που έκανε την Άλσμπετ Λούχαν να μοιάζει λουλουδάκι μπροστά της, μαζί με το σύζυγό της, τον Γουίτ, ένα λιπόσαρκο άντρα που, όπως πάντα, χανόταν δίπλα στη σύζυγό του. Και όλοι τον κοίταζαν και ψιθύριζαν στους ανθρώπους έρχονταν από άλλα μέρη, που μπορεί να μην ήξεραν ποιος ήταν. Όταν ο γερο-Τσεν Μπούι σήκωσε ένα αγοράκι στον ώμο και του τον έδειξε μιλώντας με ενθουσιασμό, ο Πέριν βόγκηξε. Όλοι είχαν τρελαθεί.
Οι χωριανοί κύκλωσαν τον Πέριν και τους άλλους και τους ακολούθησαν, σε μια παρέλαση που έπλεε σε ένα κύμα ψιθύρων. Κότες έτρεχαν να ξεφύγουν από τα πόδια του πλήθους. Τα μοσχαράκια που βοούσαν και τα γουρούνια που έσκουζαν σε μάντρες πίσω από τα σπίτια, ανταγωνίζονταν τη χλαλοή των ανθρώπων. Υπήρχαν πρόβατα που συνωθούνταν στο Δημόσιο Λιβάδι και ασπρόμαυρες αγελάδες, που μασουλούσαν γρασίδι παρέα με κοπάδια χήνες, γκρίζες και άσπρες.
Στη μέση του Δημόσιου Λιβαδιού ορθωνόταν ένας ψηλός ιστός, που είχε ένα λευκό λάβαρο με κόκκινη μπορντούρα στην κορυφή να κυματίζει τεμπέλικα, το οποίο απεικόνιζε ένα κόκκινο κεφάλι λύκου. Ο Πέριν κοίταξε τη Φάιλε, εκείνη όμως κούνησε το κεφάλι, ξαφνιασμένη όσο κι αυτός.
«Ένα σύμβολο».
Ο Πέριν δεν είχε ακούσει τη Βέριν να ζυγώνει, αν και τώρα άκουγε ψιθύρους να λένε «Λες Σεντάι» γύρω της. Ο Ίχβον δεν έδειξε να ξαφνιάζεται. Οι άνθρωποι την κοίταζαν με δέος στα μάτια.
«Οι άνθρωποι χρειάζονται σύμβολα», συνέχισε η Βέριν, αναπαύοντας το χέρι της στον ώμο του Γοργοπόδη. «Όταν η Αλάνα είπε σε μερικούς χωρικούς πόσο μισούν οι Τρόλοκ τους λύκους, όλοι πίστεψαν ότι αυτό το λάβαρο ήταν μια λαμπρή ιδέα. Δεν συμφωνείς, Πέριν;» Μήπως είχε κάτι ξερό η φωνή της τώρα δα; Τα μαύρα μάτια της τον κοίταζαν σαν μάτια πουλιού. Ένα πουλί που παρακολουθούσε ένα σκουλήκι;
«Αναρωτιέμαι τι θα σκεφτεί γι αυτό η Βασίλισσα Μοργκέις», είπε η Φάιλε. «Εδώ είναι έδαφος Αντορανό. Στις βασίλισσες σπάνια αρέσει να υψώνονται ξένα λάβαρα στο βασίλειό τους».
«Δεν είναι τίποτα παρά γραμμές στο χάρτη», της είπε ο Πέριν. Ήταν ευχάριστο να μένει έτσι ασάλευτος· ο πόνος, που πάλλονταν γύρω από την αιχμή του βέλους, είχε καταλαγιάσει κάπως. «Δεν ήξεραν καν ότι κανονικά είμαστε μέρος του Άντορ, πριν πάω στο Κάεμλυν. Αμφιβάλω αν είναι πολλοί εδώ που το ξέρουν».
«Οι κυβερνήτες έχουν την τάση να πιστεύουν τους χάρτες, Πέριν». Δεν υπήρχε αμφιβολία για τον ξερό τόνο στη φωνή της. «Όταν ήμουν παιδί, υπήρχαν μέρη στη Σαλδαία που είχαν πέντε γενιές να δούνε εφοριακό. Όταν ο πατέρας μπόρεσε να τραβήξει την προσοχή του για λίγο από τη Μάστιγα, η Τενοβία φρόντισε να μάθουν ποια ήταν η βασίλισσά τους».
«Εδώ είναι οι Δύο Ποταμοί» είπε αυτός χαμογελώντας, «όχι η Σαλδαία». Πολύ αγριεμένοι του φαίνονταν αυτοί εκεί πάνω στη Σαλδαία. Ξαναγυρνώντας προς τη Βέριν, το χαμόγελο χάθηκε και τα φρύδια του έσμιξαν. «Νόμιζα ότι... κρύβεις... τι είσαι». Δεν ήξερε να πει τι ήταν πιο ανησυχητικό· να είναι μια Άες Σεντάι εδώ στα κρυφά, ή στα φανερά.
Το χέρι της Άες Σεντάι στάθηκε έναν πόντο πιο πάνω από το σπασμένο βέλος, που ξεπρόβαλλε από το πλευρό του. Κάτι τον γαργάλησε γύρω από την πληγή. «Α, δεν είναι καλό αυτό», μουρμούρισε εκείνη. «Έχει πιαστεί στο πλευρό και υπάρχει λίγη μόλυνση, παρά το κατάπλασμα. Νομίζω ότι εδώ χρειάζεται η Αλάνα». Βλεφάρισε και τράβηξε το χέρι της· το γαργαλητό χάθηκε κι αυτό. «Τι; Το κρύβω; Α! Με τον αναβρασμό που επικρατεί εδώ, δεν θα μπορούσαμε να μείνουμε κρυμμένες. Υποθέτω ότι θα μπορούσαμε να... φύγουμε. Δεν θα το ήθελες αυτό, έτσι δεν είναι;» Πάλι εκείνο το οξύ, συλλογισμένο βλέμμα, σαν από μάτια πουλιού.
Αυτός δίστασε και τελικά αναστέναξε. «Νομίζω πως όχι».
«Χαίρομαι που το ακούω», του είπε με χαμόγελο.
«Γιατί στ' αλήθεια ήρθες εδώ, Βέριν;»
Αυτή δεν έδειξε να τον ακούει. Ή δεν ήθελε να τον ακούσει. «Τώρα πρέπει να σε φροντίσουμε. Να περιποιηθούμε και τα άλλα τα παλικαράκια. Η Αλάνα κι εγώ θα δούμε αυτούς που είναι χειρότερα, αλλά...»
Οι άντρες που ήταν μαζί του είχαν μείνει κι αυτοί αποσβολωμένοι με όσα είχαν βρει. Ο Μπαν έξυνε το κεφάλι του παρατηρώντας το λάβαρο και μερικοί απλώς κοίταζαν κατάπληκτοι ολόγυρα. Οι περισσότεροι, όμως, κοίταζαν τη Βέριν, με μάτια γουρλωμένα, ανήσυχοι· σίγουρα είχαν ακούσει να ψιθυρίζονται οι λέξεις «Άες Σεντάι». Ο Πέριν ο ίδιος δεν γλίτωνε από αυτές τις ματιές, έτσι που μιλούσε με μια Άες Σεντάι σαν να ήταν ίδια κι όμοια με κάθε άλλη γυναίκα του χωριού.
Η Βέριν τους αντιγύρισε το βλέμμα και ύστερα, ξαφνικά, χωρίς να κοιτάξει, άπλωσε το χέρι πίσω της και άρπαξε ένα κοριτσάκι περίπου δέκα ή δώδεκα χρόνων, που ήταν ανάμεσα στον κόσμο. Το κοριτσάκι, με τα μακριά, μαύρα μαλλιά του πιασμένα με μια γαλάζια κορδέλα, πάγωσε από την κατάπληξη. «Ξέρεις την Νταίζε Κόνγκαρ, κοριτσάκι μου;» είπε η Βέριν. «Ε, λοιπόν, βρες την και πες της ότι υπάρχουν τραυματίες που χρειάζονται τα βότανα της Σοφίας. Και πες της να κάνει γρήγορα. Επίσης, παρήγγειλέ της ότι δεν ανέχομαι εκείνες που μου κάνουν τον καμπόσο. Άκουσες τι είπα; Πήγαινε τώρα».
Ο Πέριν δεν αναγνώρισε το κοριτσάκι, αλλά προφανώς αυτό ήξερε την Νταίζε, επειδή τρόμαξε με το μήνυμα. Όμως η Βέριν ήταν μια Άες Σεντάι. Αφού το ζύγισε στο μυαλό του για μια στιγμή —η Νταίζε Κόνγκαρ εναντίον μιας Άες Σεντάι― χάθηκε στο πλήθος.
«Κι εσένα θα σε περιποιηθεί η Αλάνα», είπε η Βέριν κοιτώντας τον ξανά.
Ο Πέριν ευχήθηκε να μην ήταν διφορούμενο το νόημα αυτής της φράσης.