Τα χαρτιά που ήταν σκορπισμένα πάνω στο γραφείο της Σιουάν Σάντσε δεν της κινούσαν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον, αλλά αυτή επέμενε. Φυσικά, υπήρχαν άλλοι που διαχειρίζονταν την καθημερινή ρουτίνα του Λευκού Πύργου και άφηναν την Έδρα της Άμερλιν ήσυχη να παίρνει τις σημαντικές αποφάσεις, όμως ανέκαθεν συνήθιζε να ελέγχει ένα-δυο πράγματα στην τύχη κάθε μέρα, χωρίς πρότερη προειδοποίηση, και δεν θα σταματούσε τώρα. Δεν θα άφηνε τις έγνοιες να της περισπάσουν την προσοχή. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο. Παραμέρισε το ριγωτό επιτραχήλιό της, βούτηξε προσεκτικά την πένα στο μελάνι και σημείωσε άλλο ένα διορθωμένο άθροισμα.
Σήμερα εξέταζε τους καταλόγους με τις προμήθειες των μαγειρείων, καθώς και την αναφορά του κτίστη για τις προσθήκες στη βιβλιοθήκη, Πάντα την κατέπλησσε το πλήθος των μικροατασθαλιών που οι άνθρωποι νόμιζαν ότι μπορούσαν να κρύψουν. Το ίδιο και το πλήθος εκείνων που διέφευγαν την προσοχή των γυναικών που επέβλεπαν αυτά τα ζητήματα. Για παράδειγμα, η Λάρας, από τότε που ο τίτλος της είχε αλλάξει επισήμως και από απλή μαγείρισσα είχε γίνει Κυρά των Μαγειρείων, έμοιαζε να πιστεύει ότι ήταν ταπεινωτικό να προσέχει τους λογαριασμούς. Η Ντανέλ, από την άλλη μεριά, η νεαρή Καφέ αδελφή που υποτίθεται πως επέβλεπε τον αφέντη Τζοβάριν, τον κτίστη, μάλλον ξεχνιόταν στα βιβλία που συνεχώς της έβρισκε αυτός. Ήταν η μόνη εξήγηση που μπορούσε να βρει για το γεγονός ότι δεν είχε αμφισβητήσει τον αριθμό των εργατών που ισχυριζόταν ο Τζοβάριν ότι είχε προσλάβει, ενώ τα πρώτα φορτία πέτρας μόλις έφταναν στο Βόρειο Λιμάνι από το Κάντορ. Με τόσους άντρες μπορούσε να ξαναχτίσει ολόκληρη τη βιβλιοθήκη. Η Ντανέλ ήταν υπερβολικά ονειροπόλα, ακόμα και για Καφέ. Ίσως να την ξυπνούσε ένα διάστημα δουλειάς στη φάρμα, ως επιτίμιο. Πιο δύσκολα θα νουθετούσε τη Λάρας· δεν ήταν Άες Σεντάι, έτσι η εξουσία της στους βοηθούς, τις λαντζιέρες και τους ψήστες ήταν περιορισμένη. Ίσως, όμως, να μπορούσε να στείλει κι αυτή στην ύπαιθρο για να «αναπαυθεί». Έτσι...
Η Σιουάν ξεφύσησε αηδιασμένη και πέταξε κάτω την πένα της, κάνοντας μια γκριμάτσα στο λεκέ που είχε αφήσει στη σελίδα με τα τακτικά αθροίσματα. «Χάνω το χρόνο μου για να σκέφτομαι αν πρέπει να στείλω τη Λάρας να ξεχορταριάζει», μουρμούρισε. «Είναι τόσο χοντρή, που δεν μπορεί ούτε να σκύψει!»
Αυτό που την εκνεύριζε δεν ήταν το βάρος της Λάρας και το ήξερε· η Λάρας δεν ήταν πιο παχιά απ' όσο άλλοτε, τουλάχιστον έτσι φαινόταν, και το βάρος της δεν την εμπόδιζε να διευθύνει τα μαγειρεία. Δεν υπήρχαν νέα. Αυτό την έκανε να ξεσπά σαν ψαροπούλι που του έχουν κλέψει το ψάρι. Ένα μήνυμα από τη Μουαραίν ότι ο νεαρός αλ'Θόρ είχε το Καλαντόρ και μετά τίποτα τις βδομάδες που είχαν περάσει, αν και οι φήμες στο δρόμο άρχιζαν να λένε το όνομά του σωστά. Ακόμα τίποτα.
Άνοιξε το καπάκι του περίτεχνα σκαλισμένου κουτιού από μαυρόξυλο, όπου είχε τα πιο κρυφά χαρτιά της, και έψαξε μέσα. Ένα μικρό προφύλαγμα, υφασμένο γύρω από το κουτί, εξασφάλιζε ότι μόνο το δικό της χέρι μπορούσε να το ανοίξει με ασφάλεια.
Το πρώτο χαρτί που έβγαλε ήταν μια αναφορά, που έλεγε ότι η μαθητευόμενη που είχε δει την άφιξη της Μιν είχε εξαφανιστεί από το αγρόκτημα όπου την είχαν στείλει, όπως επίσης και η ιδιοκτήτρια του αγροκτήματος. Δεν ήταν ανήκουστο να το σκάσει μια μαθητευόμενη, αλλά ήταν ανησυχητικό να έχει φύγει και η αγρότισσα. Η Σάρα οπωσδήποτε έπρεπε να βρεθεί —δεν είχε προοδεύσει αρκετά στην εκπαίδευση της για να αφεθεί να φύγει― αλλά δεν υπήρχε πραγματικός λόγος να κρατά την αναφορά στο κουτί. Η αναφορά δεν μνημόνευε ούτε τη Μιν, ούτε το λόγο που είχαν στείλει την κοπέλα εκεί να σκαλίζει λάχανα, αλλά η Σιουάν την ξανάβαλε μέσα. Ήταν τέτοιοι οι καιροί, ώστε έπρεπε να παίρνει προφυλάξεις που άλλοτε θα φαίνονταν παράλογες.
Η περιγραφή μιας συγκέντρωσης στην Γκεάλνταν, όπου θα μιλούσε εκείνος που αυτοονομαζόταν Προφήτης του Άρχοντα Δράκοντα. Απ' ό,τι φαινόταν, το όνομά του ήταν Μασέμα. Παράξενο. Ήταν όνομα Σιναρανού. Κοντά στους δέκα χιλιάδες ανθρώπους είχαν πάει για να τον ακούσουν να μιλά σε μια λοφοπλαγιά, να αναγγέλλει το γυρισμό του Δράκοντα, ενώ την ομιλία του ακολούθησε μια μάχη με τους στρατιώτες που προσπαθούσαν να τους διαλύσουν. Πέρα από το γεγονός ότι οι στρατιώτες μάλλον είχαν βγει χαμένοι σ' αυτή τη μάχη, το ενδιαφέρον ήταν ότι ο Μασέμα ήξερε το όνομα του Ραντ αλ'Θόρ. Αυτό σίγουρα ήταν για το κουτί.
Μια αναφορά που έλεγε ότι δεν είχαν βρει τίποτα για τον Μάζριμ Τάιμ. Δεν χρειαζόταν να βρίσκεται εκεί μέσα. Μια άλλη για τις επιδεινούμενες συνθήκες στο Άραντ Ντόμαν και το Τάραμπον. Πλοία που εξαφανίζονταν στις ακτές του ωκεανού Άρυθ. Φήμες για επιδρομές Δακρινών στην Καιρχίν. Της είχε κολλήσει η συνήθεια να βάζει τα πάντα σ' αυτό το κουτί· τίποτα απ' αυτά δεν ήταν ανάγκη να μείνει μυστικό. Δύο αδελφές είχαν εξαφανιστεί στο Ίλιαν και άλλη μία στο Κάεμλυν. Ανατρίχιασε και αναρωτήθηκε πού να ήταν οι Αποδιωγμένοι. Πάρα πολλοί πράκτορές της είχαν σιωπήσει. Υπήρχαν λιονταρόψαρα εκεί έξω κι αυτή κολυμπούσε στο σκοτάδι. Να, εδώ ήταν. Το χαρτάκι, που ήταν λεπτό σαν μετάξι, έτριξε καθώς το ξετύλιγε.
Η σφεντόνα χρησιμοποιήθηκε. Ο βοσκός κρατά το σπαθί.
Η Αίθουσα του Πύργου είχε ψηφίσει όπως το περίμενε η Σιουάν, ομόφωνα και χωρίς να χρειαστούν πιέσεις, χωρίς καν να χρειαστεί να επικαλεστεί την εξουσία της. Αν ένας άντρας είχε τραβήξει το Καλαντόρ, τότε πρέπει να ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας και έπρεπε να τον καθοδηγήσει ο Λευκός Πύργος. Τρεις Καθήμενες, από τρία διαφορετικά Ατζα, είχαν προτείνει όλα τα σχέδια να είναι εν γνώσει μόνο της Αίθουσας, πριν το υπαινιχθεί η ίδια· η έκπληξη ήταν ότι μια από τις τρεις ήταν η Ελάιντα, μα βέβαια οι Κόκκινες σίγουρα θα ήθελαν να παρακολουθούν στενά έναν άντρα που μπορούσε να διαβιβάζει. Το μοναδικό πρόβλημα ήταν ότι χρειάστηκε να τις εμποδίσει να στείλουν μια αντιπροσωπεία στο Δάκρυ για να τον ελέγχει, αλλά αυτό δεν ήταν δύσκολο, αφού μπόρεσε να πει ότι τα νέα είχαν έρθει από μια Άες Σεντάι, η οποία ήδη είχε κατορθώσει να τον πλησιάσει.
Όμως τι έκανε τώρα ο Ραντ; Γιατί δεν είχε στείλει άλλο μήνυμα η Μουαραίν; Ήταν τόσο διάχυτη η αδημονία στην Αίθουσα, που η Σιουάν περίμενε ότι ο αέρας θα λαμπύριζε. Συγκράτησε το θυμό της. Που να καεί αυτή η γυναίκα! Γιατί δεν στέλνει μήνυμα;
Η πόρτα άνοιξε με πάταγο και η Σιουάν όρθωσε το σώμα με οργή, καθώς δώδεκα γυναίκες έμπαιναν στο μελετητήριό της, με επικεφαλής την Ελάιντα. Όλες φορούσαν επώμια, τα περισσότερα με κόκκινα κρόσσια, όμως στο πλευρό της Ελάιντα ήταν η Αλβιάριν, μια Λευκή με ψυχρό πρόσωπο, καθώς και η Τζολίνε Μάζα, μια λεπτή Πράσινη, ενώ από πίσω ερχόταν η παχουλή Σέμεριν του Κίτρινου, μαζί με την Ντανέλ, που το βλέμμα της τώρα δεν ήταν καθόλου ονειροπόλο. Για την ακρίβεια, η Σιουάν έβλεπε τουλάχιστον μια γυναίκα από κάθε Ατζα, εκτός από το Γαλάζιο, Κάποιες φαίνονταν νευρικές, αλλά οι περισσότερες ήταν βλοσυρές και αποφασισμένες, ενώ τα μαύρα μάτια της Ελάιντα έδειχναν αυστηρότητα και αυτοπεποίθηση, ακόμα και θρίαμβο.
«Τι σημαίνει αυτό;» ξέσπασε η Σιουάν και έκλεισε το κουτί από μαυρόξυλο μ' ένα δυνατό κρότο. Σηκώθηκε όρθια και έκανε το γύρο του γραφείου. Πρώτα η Μουαραίν και τώρα αυτό! «Αν αφορά Δακρινά θέματα, Ελάιντα, ξέρεις ότι δεν μπορείς να αναμίξεις άλλες. Και ξέρεις ότι δεν μπορείς να μπαίνεις εδώ μέσα σαν να είναι η κουζίνα της μητέρας σου! Ζήτα συγνώμη και φύγε, αλλιώς θα εύχεσαι να ήσουν ξανά μια αδαής μαθητευόμενη!»
Η παγερή οργή της έπρεπε να τις είχε διώξει πανικόβλητες, αλλά παρ' όλο που μερικές κούνησαν αμήχανα τα πόδια, καμία δεν έκανε να φύγει. Μάλιστα, η μικρή Ντανέλ της απηύθυνε ένα στραβό χαμόγελο. Η Ελάιντα άπλωσε ήρεμα το χέρι και τράβηξε το ριγωτό επιτραχήλιο από τους ώμους της Σιουάν. «Δεν θα το χρειαστείς άλλο πια», είπε. «Ποτέ δεν ήσουν άξιά του, Σιουάν».
Η Σιουάν έμεινε άλαλη από την κατάπληξη. Ήταν σκέτη τρέλα. Ήταν αδύνατον. Άπλωσε για το σαϊντάρ με οργή ― και έμεινε κατάπληκτη για δεύτερη φορά. Ένα φράγμα ήταν ανάμεσα σ’ αυτήν και στην Αληθινή Πηγή, σαν τοίχος από χοντρό γυαλί. Κοίταξε την Ελάιντα, μην μπορώντας να το πιστέψει.
Σαν να ήθελε να την περιγελάσει, η Ελάιντα τυλίχτηκε στην ακτινοβολία του σαϊντάρ. Η Σιουάν στεκόταν ανήμπορη, ενώ η Κόκκινη αδελφή ύφαινε ροές Αέρα γύρω της, από τους ώμους ως τη μέση, σφίγγοντάς της τα χέρια στα πλευρά. Μόλις που μπορούσε να ανασάνει. «Τρελάθηκες!» είπε βραχνά. «Τρελαθήκατε όλες! Θα σας αργάσω το τομάρι γι' αυτό που κάνετε! Αφήστε με!» Καμία δεν απάντησε· έμοιαζαν σχεδόν να την αγνοούν.
Η Αλβιάριν έψαξε τα χαρτιά στο τραπέζι, γρήγορα αλλά όχι βιαστικά. Η Τζολίνε, η Ντανέλ και κάποιες άλλες άρχισαν να τραβάνε τα βιβλία από τα αναλόγια και να τα κουνάνε, για να δουν μήπως θα έπεφτε κάτι από τις σελίδες. Η Λευκή αδελφή άφησε ένα συριγμό ενόχλησης που δεν έβρισκε αυτό που ήθελε στο τραπέζι και μετά άνοιξε το καπάκι του κουτιού από μαυρόξυλο. Αμέσως το κουτί έγινε μια πύρινη σφαίρα.
Η Αλβιάριν πετάχτηκε πίσω με μια κραυγή και άρχισε να κουνά ξέφρενα το χέρι της, που είχε ήδη φουσκαλιάσει. «Είχε προφύλαγμα», μουρμούρισε με έναν τόνο που για Λευκή ήταν σχεδόν απροκάλυπτος θυμός. «Τόσο μικρό, που το ένιωσα μόνο την τελευταία στιγμή». Από το κουτί και τα περιεχόμενά του είχε μείνει μόνο ένας σωρός από γκρίζα στάχτη, πάνω σε ένα τετράγωνο σχήμα που είχε χαραχτεί από τη ζέστη στο γραφείο.
Το πρόσωπο της Ελάιντα δεν έδειξε καθόλου απογοήτευση. «Σου υπόσχομαι, Σιουάν, ότι θα μου πεις κάθε λέξη που κάηκε, για ποιον προοριζόταν και με τι σκοπό».
«Σε κατέλαβε ο Δράκοντας!» ξέσπασε η Σιουάν. «Θα σου αργάσω το τομάρι για όλα αυτά, Ελάιντα. Τα τομάρια όλων σας! Θα είστε τυχερές αν η Αίθουσα του Θρόνου δεν ψηφίσει να σας σιγανέψει όλες!»
Το μικρό χαμόγελο της Ελάιντα δεν φώτιζε τα μάτια της. «Η Αίθουσα συνεδρίασε πριν από μία ώρα —υπήρχαν αρκετές Καθήμενες, όπως ορίζουν οι νόμοι μας― και ομόφωνα, όπως απαιτείται, δεν είσαι πια Άμερλιν. Έγινε και τώρα είμαστε εδώ για να επιβάλουμε αυτή την απόφαση».
Η Σιουάν ένιωσε μια παγωνιά στο στομάχι της, ενώ μια φωνή στο βάθος του μυαλού της ούρλιαζε. Τι ξέρουν; Ανόητη! Τυφλή ανόητη! Το πρόσωπό της δεν έχασε την ηρεμία του, όμως. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζε δύσκολες καταστάσεις. Κάποτε ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι, που κουβαλούσε μαζί του μόνο το μαχαίρι για τα δολώματα, το είχαν τραβήξει σε ένα σοκάκι τέσσερις παλιάνθρωποι με σκληρά βλέμματα και την κοιλιά γεμάτη φτηνό κρασί ― περισσότερο είχε δυσκολευτεί να το σκάσει από κει. Προσπάθησε να το πιστέψει.
«Αρκετές, όπως ορίζουν οι νόμοι μας;» χλεύασε. «Ήταν ο ελάχιστος δυνατός αριθμός, όλο φίλες σου και όσες μπορείς να επηρεάσεις ή να φοβερίσεις». Το γεγονός ότι η Ελάιντα είχε καταφέρει να πείσει έστω κι ένα μικρό αριθμό Καθήμενων έκανε το στόμα της Σιουάν να ξεραθεί, αλλά δεν θα το έδειχνε. «Όταν συνεδριάσει ολόκληρη η Αίθουσα, με όλες τις Καθήμενες, θα καταλάβετε το λάθος σας. Θα είναι πολύ αργά! Ποτέ δεν έγινε ανταρσία μέσα στον Πύργο· σε χίλια χρόνια από τώρα θα έχουν τη μοίρα σας ως παράδειγμα για να διδάσκουν τις μαθητευόμενες τι παθαίνουν οι αντάρτες». Σκιές αμφιβολίας φάνηκαν σε μερικά πρόσωπα· απ' ό,τι φαινόταν, η Ελάιντα δεν τις είχε όλες του χεριού της, όπως νόμιζε. «Σταματήστε να τρυπάτε τα ύφαλα και αρχίστε να βγάζετε τα νερά. Ακόμα κι εσύ μπορείς να αμβλύνεις το αδίκημά σου, Ελάιντα».
Η Ελάιντα την περίμενε με παγερή ηρεμία να τελειώσει. Κι έπειτα τη χαστούκισε μ' όλη της τη δύναμη· η Σιουάν παραπάτησε, ενώ μπροστά στα μάτια της άρχισαν να πλέουν ασημένιες και χρυσές κουκκίδες.
«Ήρθε το τέλος σου», είπε η Ελάιντα. «Νόμιζες ότι θα σε άφηνα ― ότι θα σε αφήναμε να καταστρέψεις τον Πύργο; Φέρτε την!»
Η Σιουάν τρέκλισε, καθώς δύο Κόκκινες την έσπρωχναν προς τα μπρος. Κατάφερε μετά βίας να σταθεί όρθια και τις αγριοκοίταξε, μα αυτές έκαναν ό,τι τις είχαν διατάξει. Σε ποια έπρεπε να στείλει μήνυμα; Όποιες κι αν ήταν οι κατηγορίες που της είχαν απευθύνει, μπορούσε να τις αντικρούσει, αν είχε καιρό. Ακόμα και κατηγορίες που αφορούσαν τον Ραντ· μόνο φήμες μπορούσαν να της προσάψουν και η Σιουάν έπαιζε το Μεγάλο Παιχνίδι τόσον καιρό, που δεν μπορούσε να νικηθεί από φήμες. Εκτός αν είχαν τη Μιν· η Μιν θα έντυνε τις φήμες με αλήθεια. Έτριξε τα δόντια της. Που να καεί η ψυχή μου, θα τις κάνω δόλωμα για τα ψάρια αυτές εδώ!
Στον προθάλαμο παραπάτησε πάλι, αυτή τη φορά όμως όχι επειδή την είχαν σπρώξει. Είχε μια αόριστη ελπίδα ότι η Ληάνε θα έλειπε από τη θέση της, όμως η Τηρήτρια στεκόταν όπως και η Σιουάν, με τα χέρια ίσια στα πλευρά, ενώ το στόμα ανοιγόκλεινε με οργή, δίχως να βγάζει ήχο, γύρω από το φίμωτρο του Αέρα. Η Σιουάν σίγουρα είχε νιώσει να δεσμεύουν τη Ληάνε και δεν το είχε καταλάβει· στον Πύργο πάντα υπήρχε η αίσθηση των γυναικών που διαβίβαζαν.
Αλλά αυτό που την είχε κάνει να παραπατήσει δεν ήταν η εικόνα της Ληάνε, αλλά ο ψηλόλιγνος γκριζομάλλης, που κείτονταν στο πάτωμα με ένα μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη. Ο Άλρικ ήταν Πρόμαχος της κοντά στα είκοσι χρόνια, δεν παραπονιόταν όταν ο δρόμος της τους κρατούσε στον Πύργο, ούτε γκρίνιαζε όταν, ως Πρόμαχος της Άμερλιν, αναγκαζόταν να ταξιδεύει εκατοντάδες λεύγες μακριά της, κάτι που δεν άρεσε σε κανέναν Γκαϊντίν.
Ξερόβηξε, αλλά η φωνή της βγήκε βραχνή όταν μίλησε. «Γι’ αυτό θα σου αλατίσω το τομάρι και θα το απλώσω στον ήλιο, Ελάιντα. Το ορκίζομαι!»
«Καλύτερα να σκέφτεσαι το δικό σου τομάρι, Σιουάν», είπε η Ελάιντα και πλησίασε για να την κοιτάξει στα μάτια. «Υπάρχουν περισσότερα απ' όσα έχουν αποκαλυφθεί. Το ξέρω. Και θα μου πεις τα πάντα. Τα πάντα». Η ξαφνική ηρεμία στη φωνή της ήταν πιο φοβερή απ' όλες τις άγριες ματιές της. «Σου το υπόσχομαι, Σιουάν. Πάρτε την κάτω!»
Η Μιν, κρατώντας στην αγκαλιά της τόπια από γαλάζιο μετάξι, μπήκε από τη Βόρεια Πύλη κατά το μεσημέρι, έτοιμη να χαρίσει το ψεύτικο χαμόγελό της στους φρουρούς με τη Φλόγα της Ταρ Βάλον στο στήθος και να ανεμίσει με έναν κοριτσίστικο τρόπο την πράσινη φούστα της, όπως συνήθιζε η Ελμιντρέντα. Είχε αρχίσει να το κάνει, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχαν φρουροί. Η βαριά πόρτα με τα σιδερένια ελάσματα, στο φυλάκιο που είχε σχήμα άστρου, ήταν ανοιχτή· το φυλάκιο έμοιαζε άδειο. Ήταν αδύνατον. Καμία πύλη στον περίβολο του Πύργου δεν έμενε ποτέ αφύλαχτη. Περίπου στα μισά της απόστασης ως τον πελώριο, λευκό σαν κόκαλο Πύργο, μια στήλη καπνού υψωνόταν ψηλά πάνω από τα δέντρα. Έμοιαζε να βγαίνει από κάπου κοντά στα καταλύματα των νεαρών που εκπαιδεύονταν από τους Προμάχους. Ίσως οι φρουροί να είχαν φύγει λόγω της φωτιάς.
Νιώθοντας ακόμα κάπως ανήσυχη, πήρε το χωμάτινο μονοπάτι μέσα στο δασόφυτο τμήμα του περιβόλου, αλλάζοντας θέση στα τόπια του μεταξιού. Δεν χρειαζόταν άλλο φόρεμα, όμως πώς μπορούσε να αρνηθεί, αφού η Λάρας της έβαζε ένα θύλακο ασήμι στα χέρια και την έστελνε να αγοράσει το μετάξι που είχε δει η μαγείρισσα· ισχυριζόταν ότι είχε ακριβώς το χρώμα που θα τόνιζε την επιδερμίδα της «Ελμιντρέντα». Το αν ήθελε να τονίσει την επιδερμίδα της ή όχι δεν ήταν τόσο σημαντικό, όσο το να διατηρεί την καλή προαίρεση της Λάρας.
Μέσα από τα δέντρα άκουσε κλαγγή σπαθιών. Μάλλον οι Πρόμαχοι είχαν βάλει τους μαθητές τους να γυμναστούν πιο σκληρά απ' όσο συνήθως.
Ήταν όλα πολύ ενοχλητικά. Η Λάρας με τις συμβουλές καλλωπισμού, ο Γκάγουιν με τα αστεία του, ο Γκάλαντ με τα κομπλιμέντα του, ο οποίος δεν καταλάβαινε ποτέ τι επίδραση είχαν το πρόσωπο και το χαμόγελό του στο σφυγμό μιας γυναίκας. Έτσι την ήθελε ο Ραντ; Θα την έβλεπε πραγματικά επιτέλους, αν η Μιν έβαζε φορέματα και του χαμογελούσε σαν άμυαλο κοριτσόπουλο;
Δεν έχει δικαίωμα να περιμένει κάτι τέτοιο, σκέφτηκε οργισμένη. Ήταν δικό του το σφάλμα. Αν δεν ήταν αυτός, η Μιν δεν θα βρισκόταν εδώ, να φορά ένα χαζοφόρεμα και να χαμογελά σαν ανόητη. Εγώ φοράω σακάκι και παντελόνι, δεν θέλω τίποτα άλλο! Μπορεί να φορέσω κάποια στιγμή φόρεμα —ίσως!― αλλά δεν θα το βάλω για να με κοιτάζει ένας άντρας! Πάω στοίχημα ότι αυτή τη στιγμή θα κοιτάζει καμιά Δακρινή, που δεν θα διστάζει να φανερώνει το μισό κόρφο της. Κι εγώ μπορώ να βάλω τέτοιο φόρεμα. Για να δούμε τι θα πει όταν με δει σ' αυτό το γαλάζιο μετάξι. Θα έχω ντεκολτέ ως κάτω, στο... Μα τι σκεφτόταν; Ο άνθρωπος την είχε κάνει να χαζέψει! Η Έδρα της Άμερλιν την κρατούσε εδώ, σε αχρηστία, και ο Ραντ αλ'Θόρ της είχε ζαλίσει το μυαλό! Να καεί! Να καεί γι’ αυτό που μου έκανε!
Η κλαγγή των σπαθιών ξανακούστηκε στο βάθος και η Μιν κοντοστάθηκε, καθώς μια ομάδα νεαρών ξεπηδούσε από τα δέντρα μπροστά της κρατώντας δόρατα και γυμνά σπαθιά, με τον Γκάγουιν επικεφαλής. Αναγνώριζε και μερικούς άλλους από εκείνους που είχαν έρθει εδώ για να εκπαιδευθούν από τους Προμάχους. Από κάπου αλλού στον περίβολο ακούστηκαν φωνές, ένας βρυχηθμός θυμωμένων αντρών.
«Γκάγουιν! Τι συμβαίνει;»
Εκείνος γύρισε όταν άκουσε τη φωνή της. Στα γαλάζια μάτια του είδε ανησυχία και φόβο, ενώ το πρόσωπό έδειχνε ότι ήταν αποφασισμένος να μην παραδοθεί σ' αυτά τα συναισθήματα. «Μιν. Τι κάνεις —; Φύγε από τον Πύργο, Μιν. Είναι επικίνδυνο». Μερικοί νεαροί συνέχισαν να τρέχουν, αλλά οι περισσότεροι τον περίμεναν ανυπόμονα. Της φάνηκε ότι εκεί ήταν οι περισσότεροι μαθητές των Προμάχων.
«Πες μου τι συμβαίνει, Γκάγουιν!»
«Η Άμερλιν καθαιρέθηκε σήμερα το πρωί. Φύγε, Μιν!»
Τα μεταξωτά τόπια της έπεσαν από τα χέρια. «Καθαιρέθηκε; Δεν μπορεί! Πώς; Γιατί; Στο όνομα του Φωτός, γιατί;»
«Γκάγουιν;» τον φώναξε ένας άλλος νεαρός και τον μιμήθηκαν κι άλλοι, κραδαίνοντας τα όπλα τους. «Γκάγουιν! Ο Λευκός Αγριόχοιρος! Γκάγουιν!»
«Δεν έχω χρόνο», της είπε βιαστικά. «Παντού γίνονται μάχες. Λένε ότι ο Χάμαρ προσπαθεί να απελευθερώσει τη Σιουάν Σάντσε. Πρέπει να πάω στον Πύργο, Μιν. Φύγε! Σε παρακαλώ!»
Γύρισε και έτρεξε προς τον Πύργο. Οι άλλοι τον ακολούθησαν με υψωμένα τα όπλα, ενώ μερικοί φώναζαν ακόμα «Γκάγουιν! Ο Λευκός Αγριόχοιρος! Γκάγουιν! Εμπρός τα παλικαράκια!»
Η Μιν έμεινε να τους κοιτάζει. «Δεν είπες με τίνος το μέρος είσαι, Γκάγουιν», ψιθύρισε.
Οι ήχοι της μάχης ήταν δυνατότεροι, πιο καθαροί τώρα που έδινε προσοχή, ενώ οι κραυγές και τα ουρλιαχτά, η κλαγγή του ατσαλιού σε ατσάλι έμοιαζαν να έρχονται από όλες τις κατευθύνσεις. Ο αχός της έφερε ανατριχίλα και τρεμούλα στα γόνατα· δεν μπορεί να συνέβαινε τέτοιο πράγμα εδώ πέρα. Ο Γκάγουιν είχε δίκιο. Θα ήταν πιο ασφαλές, πιο έξυπνο, αν έφευγε αμέσως από την περιοχή του Πύργου. Μόνο που δεν ήξερε πότε και αν θα της επέτρεπαν να ξαναμπεί. Επίσης, δεν ήξερε πώς θα μπορούσε να βοηθήσει απ' έξω.
«Πώς μπορώ να βοηθήσω από μέσα;» αναρωτήθηκε θυμωμένα.
Αλλά δεν γύρισε προς την πύλη. Άφησε το μετάξι πεταμένο κι έτρεξε στα δέντρα, ψάχνοντας ένα μέρος για να κρυφτεί. Φανταζόταν ότι δεν θα ήθελε κανείς να ξεκοιλιάσει την «Ελμιντρέντα» σαν χήνα —τρέμοντας, ευχήθηκε να μην είχε σκεφτεί τέτοιο πράγμα — αλλά δεν έπρεπε να δράσει απερίσκεπτα και να ριψοκινδυνεύσει. Κάποια στιγμή οι μάχες θα καταλάγιαζαν και ως τότε έπρεπε να αποφασίσει σχετικά με τις επόμενες πράξεις της.
Η Σιουάν άνοιξε τα μάτια μέσα στη μαυρίλα του κελιού, σάλεψε, μόρφασε και έμεινε ακίνητη. Είχε ξημερώσει έξω ή ακόμα; Οι ερωτήσεις είχαν κρατήσει πολλή ώρα. Προσπάθησε να ξεχάσει τον πόνο, εφόσον είχε την πολυτέλεια να ανασαίνει ακόμα. Όμως η τραχιά πέτρα από κάτω έγδερνε τα χτυπήματα και τις μελανάδες της πλάτης της. Ο ιδρώτας έκανε όλες τις πληγές της να τσούζουν —ένιωθε το κορμί της να έχει γίνει μια πηγή αδιάκοπου πόνου, από τα γόνατα ως τους ώμους― και επίσης της έφερνε ρίγη στον κρύο αέρα. Ας μου άφηναν τουλάχιστον την πουκαμίσα. Ο αέρας μύριζε πολυκαιρισμένη σκόνη και ξερή μούχλα, μιλούσε για χρόνια περασμένα, Ένα από τα βαθιά κελιά. Από τον καιρό του Άρτουρ του Γερακόφτερου είχε να κλειστεί κανείς εδώ. Από την Μπόνχουιν.
Έκανε μια γκριμάτσα μέσα στο σκοτάδι· δεν υπήρχε λησμονιά. Έσφιξε τα δόντια, πήρε καθιστή στάση στο πέτρινο πάτωμα και ψαχούλεψε γύρω της για να βρει τοίχο να γείρει. Οι πέτρες του τοίχου ήταν δροσερές στην πλάτη της. Μικρά πράγματα, σκέφτηκε. Σκέψου μικροπράγματα. Τη ζέστη. Το κρύο. Αναρωτιέμαι πότε θα μου φέρουν λίγο νερό. Αν μου φέρουν.
Άθελά της, έκανε να πιάσει το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού. Δεν ήταν πια στο δάχτυλό της. Όχι ότι περίμενε κάτι τέτοιο· της φάνηκε ότι θυμόταν να της το βγάζουν απότομα. Ύστερα από ένα διάστημα, μια θολούρα είχε κρύψει τα πάντα. Μια υπέροχη, ευλογημένη θολούρα. Μα θυμόταν ότι τους είχε πει τα πάντα στο τέλος. Σχεδόν τα πάντα. Θυμόταν και το θρίαμβό της, επειδή είχε κρύψει μια λεπτομέρεια εδώ, κάποια άλλη εκεί, ανάμεσα στα ουρλιαχτά και τις απαντήσεις της, πρόθυμη όπως ήταν να απαντήσει, αρκεί να σταματούσαν, έστω και για λίγο, αρκεί να... Τύλιξε τα χέρια γύρω από το κορμί της, για να σταματήσει το ρίγος· δεν τα κατάφερε. Θα μείνω ήρεμη. Δεν είμαι νεκρή. Πάνω από κάθε άλλο πρέπει να θυμάμαι ότι δεν είμαι νεκρή.
«Μητέρα;» Η τρεμάμενη φωνή της Ληάνε ήρθε από το σκοτάδι. «Είσαι ξύπνια, Μητέρα;»
«Είμαι ξύπνια», αναστέναξε η Σιουάν. Έλπιζε ότι είχαν ελευθερώσει τη Ληάνε, ότι την είχαν διώξει από την πόλη. Τη σούβλισαν οι τύψεις που έβρισκε παρηγοριά στην παρουσία αυτής της γυναίκας, με την οποία μοιραζόταν το κελί της. «Συγνώμη που σε έμπλεξα σ' αυτά, κόρη —» Όχι. Τώρα δεν είχε δικαίωμα να την αποκαλεί έτσι. «Συγνώμη, Ληάνε».
Η σιωπή κράτησε κάποια ώρα. «Είσαι... καλά”, Μητέρα;»
«Σιουάν, Ληάνε. Σκέτο Σιουάν». Αθελά της, προσπάθησε να αγκαλιάσει το σαϊντάρ. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Δεν υπήρχε τίποτα γι' αυτή. Μόνο το κενό μέσα. Ποτέ ξανά. Μια ζωή γεμάτη νόημα και τώρα είχε βρεθεί δίχως πηδάλιο, ακυβέρνητη σε μια θάλασσα πολύ πιο σκοτεινή απ' αυτό το κελί. Σκούπισε ένα δάκρυ από το μάγουλο της, θυμωμένη που το είχε αφήσει να κυλήσει. «Ληάνε, δεν είμαι πια η Έδρα της Άμερλιν». Ένα μέρος του θυμού της χρωμάτισε τη φωνή της. «Φαντάζομαι ότι στη θέση μου θα ανακηρύξουν την Ελάιντα. Αν δεν το έχουν ήδη κάνει. Ορκίζομαι ότι μια μέρα θα την ταΐσω στα ασημόκαρφα!»
Η μόνη απάντηση της Ληάνε ήταν μια συρτή, απελπισμένη ανάσα.
Το τρίξιμο ενός κλειδιού στη σκουριασμένη, σιδερένια κλειδαριά έκανε το κεφάλι της Σιουάν να σηκωθεί· κανένας δεν είχε σκεφτεί να τη λαδώσει πριν ρίξουν μέσα τη Σιουάν και τη Ληάνε, και τα σκουριασμένα μέρη δεν ήθελαν να γυρίσουν. Ανάγκασε πεισματικά τον εαυτό της να σταθεί όρθια. «Σήκω, Ληάνε. Σήκω πάνω». Ύστερα από λίγο άκουσε την άλλη γυναίκα να σηκώνεται, γκρινιάζοντας ανάμεσα στα μαλακά βογκητά της.
«Ποιο το όφελος;» είπε η Ληάνε με κάπως πιο δυνατή φωνή.
«Τουλάχιστον δεν θα μας βρουν ζαρωμένες στο πάτωμα να κλαψουρίζουμε». Προσπάθησε να δώσει ένα σίγουρο τόνο στη φωνή της. «Μπορούμε να πολεμήσουμε, Ληάνε. Όσο είμαστε ζωντανές, μπορούμε να πολεμήσουμε». Αχ, Φως μου, με σιγάνεψαν! Με σιγάνεψαν!
Ανάγκασε το μυαλό της να ησυχάσει, έσφιξε τις γροθιές της και κούνησε το πόδι στο ανώμαλο, πέτρινο πάτωμα, σχεδόν γδέρνοντάς το. Ευχήθηκε ο ήχος που έβγαινε από το λαιμό της να μην έμοιαζε τόσο με κλαψούρισμα.
Η Μιν ακούμπησε τα πράγματα στο πάτωμα και έριξε πίσω το μανδύα, για να γυρίσει το κλειδί και με τα δύο χέρια. Είχε το διπλό μήκος από την παλάμη της και ήταν επίσης σκουριασμένο, σαν την κλειδαριά και τα άλλα κλειδιά στο μεγάλο, σιδερένιο κρίκο. Ο αέρας ήταν κρύος και υγρός, σαν να μην έφτανε ως εδώ κάτω το καλοκαίρι.
«Βιάσου, παιδί μου», μουρμούρισε η Λάρας, κρατώντας το φανάρι για να βλέπει η Μιν και κοιτώντας προς τις δύο σκοτεινές άκρες του διαδρόμου. Δύσκολα θα πίστευε κανείς ότι η γυναίκα με τα διπλοσάγονα ήταν ποτέ καλλονή, τώρα όμως η Μιν την έβρισκε όμορφη.
Παλεύοντας με το κλειδί, τίναξε το κεφάλι της. Είχε συναντήσει τη Λάρας καθώς έμπαινε κρυφά στο δωμάτιό της για να πάρει την απλή, γκρίζα στολή ιππασίας που φορούσε τώρα, καθώς και μερικά άλλα πράγματα. Πιο συγκεκριμένα, η σωματώδης γυναίκα έψαχνε γι' αυτή, γεμάτη αγωνία για την «Ελμιντρέντα»· είχε αναφωνήσει ότι η Μιν ήταν τυχερή που ήταν σώα και είχε προτείνει σχεδόν να την κλειδώσει στο δωμάτιο της μέχρι να τελειώσουν οι φασαρίες. Ακόμα δεν ήξερε πώς η Λάρας την είχε πείσει να αποκαλύψει τις προθέσεις της και ακόμα δεν είχε ξεπεράσει την κατάπληξη, όταν η άλλη γυναίκα ανακοίνωσε απρόθυμα ότι θα τη βοηθούσε. Ώστε είμαι μια θαρραλέα κοπέλα και μ' έχει στην καρδιά της. Για να δούμε πώς θα με σώσει ― πώς το είπε ακριβώς;― πριν καταλήξω στο κατσαρόλι για το τουρσί. Το παλιόκλειδο δεν έλεγε να στρίψει· έβαλε όλη της τη δύναμη για να το γυρίσει.
Η αλήθεια ήταν ότι ένιωθε ευγνωμοσύνη για τη Λάρας, με πολλούς τρόπους. Ήταν αμφίβολο αν θα κατάφερνε να ετοιμάσει τα πάντα μόνη της, αν θα τα έβρισκε καν όλα και μάλιστα τόσο γρήγορα. Εκτός αυτού... Εκτός αυτού, όταν αντάμωσε τη Λάρας ήδη σκεφτόταν ότι μόνο μια ανόητη θα ήθελε να κάνει τέτοιο πράγμα, ότι θα έπρεπε να έχει ανέβει στο άλογο και να έχει φύγει για το Δάκρυ όσο ακόμα προλάβαινε, πριν αποφασίσει κανείς να προσθέσει το κεφάλι της πλάι σε εκείνα που στόλιζαν την πρόσοψη του Πύργου. Η Μιν υποψιαζόταν ότι, αν το είχε σκάσει, δεν θα το ξεχνούσε ποτέ της. Αυτό και μόνο την έκανε να νιώθει αρκετή ευγνωμοσύνη και έτσι δεν είχε διαμαρτυρηθεί όταν η Λάρας πρόσθεσε μερικά ωραία φορέματα σ' αυτά που είχε ήδη βάλει στην άκρη μόνη της. Τα ρουζ και τις πούδρες ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να τα «χάσει» κάπου. Μα γιατί δεν γυρνάει το παλιόκλειδο; Ίσως η Λάρας μπορέσει να...
Το κλειδί έστριψε απότομα μ' ένα τόσο δυνατό κρότο, που η Μιν φοβήθηκε μήπως είχε σπάσει κάτι. Όταν όμως την έσπρωξε, η τραχιά, ξύλινη πόρτα άνοιξε. Η Μιν άρπαξε τα πράγματα και μπήκε στο πέτρινο κελί ― και κοντοστάθηκε μπερδεμένη.
Το φως του φαναριού έδειχνε δυο γυναίκες με μόνη περιβολή τις σκούρες μελανάδες και τα κόκκινα σημάδια των χτυπημάτων, οι οποίες έκρυβαν τα μάτια από το ξαφνικό φως, αλλά δεν ήταν σίγουρη αν ήταν οι σωστές. Η μια ήταν ψηλή με χαλκόχρωμη επιδερμίδα κι η άλλη κοντύτερη, πιο ξανθιά και πιο γεροδεμένη. Τα πρόσωπα έμοιαζαν να είναι τα σωστά —σχεδόν τα σωστά― και είχαν παραμείνει ανέγγιχτα ύστερα απ' όλα αυτά που είχαν πάθει, άρα έπρεπε να είναι σίγουρη. Αλλά η αγέραστη όψη που χαρακτήριζε τις Άες Σεντάι έμοιαζε να έχει σβήσει· δεν θα δίσταζε να πει ότι αυτές οι γυναίκες ήταν μόνο έξι-επτά χρόνια μεγαλύτερές της, το πολύ, και ότι δεν ήταν Άες Σεντάι. Αναψοκοκκίνισε από ντροπή μ' αυτή τη σκέψη. Δεν έβλεπε εικόνες ή αύρες γύρω τους· πάντα υπήρχαν εικόνες και αύρες γύρω από τις Άες Σεντάι. Κόψ' το, σκέφτηκε.
«Τι —;» απόρησε η μία και μετά σταμάτησε για να ξεροβήξει. «Πού βρήκατε τα κλειδιά;» Ήταν η φωνή της Σιουάν Σάντσε.
«Αυτή είναι». Η Λάρας έμοιαζε να μην το πιστεύει. Κάρφωσε τη Μιν με το χοντρό δάχτυλό της. «Βιάσου, παιδί μου! Έτσι γριά και αργή που είμαι, δεν κάνω για περιπέτειες».
Η Μιν την κοίταξε ξαφνιασμένη· η γυναίκα είχε επιμείνει να έρθει, δεν θα γυρνούσε την πλάτη, είχε πει. Η Μιν ήθελε να ρωτήσει τη Σιουάν γιατί ξαφνικά οι δύο έμοιαζαν τόσο νεότερες, αλλά δεν ήταν τώρα η ώρα για επιπόλαιες ερωτήσεις. Έμαθα παραπάνω απ' όσο πρέπει να κάνω την Ελμιντρέντα!
Έδωσε από ένα δεματάκι σε κάθε γυμνή γυναίκα και μίλησε βιαστικά. «Ρούχα. Ντυθείτε όσο πιο γρήγορα μπορείτε. Δεν ξέρω πόση ώρα έχουμε. Έκανα ένα φρουρό να πιστέψει ότι θα αντάλλασσα μερικά φιλιά με την ευκαιρία να σε εκδικηθώ για μια κακία που σου κρατούσα και ενώ του μιλούσα και είχε αλλού την προσοχή του, η Λάρας ήρθε από πίσω και τον βάρεσε στο κεφάλι με έναν πλάστη. Δεν ξέρω πόση ώρα θα κοιμάται». Μισοβγήκε από την πόρτα, για να κοιτάξει ανήσυχα στο διάδρομο προς την αίθουσα των φρουρών. «Πρέπει να βιαστούμε».
Η Σιουάν είχε ήδη λύσει το δεματάκι και άρχισε να φοράει τα ρούχα που περιείχε. Με εξαίρεση μια λινή πουκαμίσα, ήταν όλα απλά, μάλλινα ρούχα σε αποχρώσεις του καφέ, κατάλληλα για αγρότισσες που έρχονταν στο Λευκό Πύργο για να συμβουλευτούν τις Άες Σεντάι, αν και η σχιστή φούστα ιππασίας ήταν κάπως ασυνήθιστη. Το περισσότερο ράψιμο το είχε κάνει η Λάρας· η Μιν πιο πολύ τσιμπιόταν η ίδια με τη βελόνα. Κι η Ληάνε, επίσης, κάλυπτε τη γύμνια της, αλλά έδειχνε περισσότερο να ενδιαφέρεται για το μαχαίρι με την κοντή λεπίδα στη ζώνη, παρά για τα ρούχα.
Τρεις γυναίκες απλά ντυμένες είχαν μια ελπίδα να βγουν από τον Πύργο χωρίς να τραβήξουν την προσοχή. Με τις μάχες, είχαν παγιδευτεί στο Λευκό Πύργο αρκετές ικέτισσες και άνθρωποι που ζητούσαν βοήθεια· αν ξεπρόβαλλαν άλλες τρεις γυναίκες από την κρυψώνα τους, στη χειρότερη περίπτωση θα τις πετούσαν έξω. Αρκεί να μην τις αναγνώριζαν. Τα πρόσωπα των δύο γυναικών ίσως βοηθούσαν σ' αυτό. Μάλλον κανείς δεν θα αναγνώριζε σ' αυτές τις δυο νεαρές γυναίκες —που φαίνονταν νεαρές, τέλος πάντων― την Έδρα της Άμερλιν και την Τηρήτρια των Χρονικών. Πρώην Άμερλιν, πρώην Τηρήτρια, θυμήθηκε να διορθώσει.
«Μόνο ένας φρουρός;» είπε η Σιουάν μορφάζοντας καθώς έβαζε μαύρες κάλτσες. «Παράξενο. Καλύτερα θα φυλούσαν πορτοφόλι». Κοιτώντας τη Λάρας, φόρεσε ένα ζευγάρι γερά παπούτσια. «Χαίρομαι που βλέπω ότι κάποιες δεν πιστεύουν τις κατηγορίες εναντίον μου. Όποιες κι αν είναι αυτές οι κατηγορίες».
Η σωματώδης γυναίκα κατσούφιασε και χαμήλωσε τα σαγόνια της, δημιουργώντας και τέταρτο. «Είμαι πιστή στον Πύργο», είπε αυστηρά. «Αυτά τα ζητήματα δεν είναι για μένα. Είμαι μαγείρισσα και τίποτα παραπάνω. Αυτή η ανόητη κοπέλα μου θύμισε ότι ήμουν κι εγώ ανόητη κοπέλα. Νομίζω... Βλέποντάς σε... Πρέπει να θυμάμαι ότι δεν είμαι πια ένα λυγερό κοριτσόπουλο». Αφησε το φανάρι στα χέρια της Μιν.
Η Μιν της έπιασε το γερό μπράτσο, καθώς εκείνη έστριβε για να φύγει. «Λάρας, δεν θα μας προδώσεις, έτσι δεν είναι; Ύστερα απ' ό,τι έκανες».
Το φαρδύ πρόσωπο της άλλης φωτίστηκε από ένα χαμόγελο όλο νοσταλγία και πίκρα. «Αχ, Ελμιντρέντα, σε βλέπω και θυμάμαι πώς ήμουν στην ηλικία σου. Έκανα χαζομάρες και κάποιες φορές παραλίγο να με κρεμάσουν. Δεν θα σε προδώσω, παιδί μου, αλλά πρέπει να ζήσω εδώ πέρα. Όταν χτυπήσει η Δεύτερη, θα στείλω μια κοπέλα με κρασί για το φρουρό. Αν δεν έχει ξυπνήσει ή αν δεν τον έχουν βρει ως τότε, έχετε περιθώριο μία ώρα». Στράφηκε προς τις άλλες γυναίκες, ξαφνικά με τη βλοσυρή έκφραση, με την οποία συνήθως απευθυνόταν στους βοηθούς της και στους άλλους τέτοιους. «Μια ώρα, μην τη σπαταλήσετε, ακούτε; Άκουσα ότι θέλουν να σας βάλουν στη λάντζα, να σας δείχνουν για παράδειγμα. Εμένα δεν με νοιάζει, γίνει δεν γίνει —αυτά τα πράγματα είναι για τις Άες Σεντάι, όχι για τις μαγείρισσες· για μένα, ίδια είναι η μια Άμερλιν με την άλλη― αλλά αν εξαιτίας σας πιάσουν αυτή τη μικρή, θα σας έχω σκυμμένες να καθαρίζετε τα λιγδερά κατσαρολικά και να κουβαλάτε τους κουβάδες με τα απόνερα! Θα εύχεστε να σας είχαν κόψει το κεφάλι. Και μη νομίζετε ότι θα πιστέψουν πως σας βοήθησα. Όλες ξέρουν ότι εγώ ασχολούμαι με τα μαγειρεία μου. Ακούστε τι λέω και μην κάθεστε καθόλου!» Το χαμόγελο άστραψε πάλι στο πρόσωπό της γυναίκας, που τσίμπησε το μάγουλο της Μιν. «Πάρ' τες γρήγορα, παιδί μου. Πώς θα μου λείψει που σε έντυνα. Τόσο ωραίο παιδί». Με μια τελευταία ζωηρή τσιμπιά βγήκε από το κελί, σχεδόν τρέχοντας.
Η Μιν έτριψε ενοχλημένη το μάγουλό της― δεν άντεχε αυτή τη συνήθεια της Λάρας. Η γυναίκα αυτή ήταν δυνατή σαν άλογο. Παραλίγο να την κρεμάσουν; Τι είδους «ζωηρό κορίτσι» ήταν η Λάρας στα νιάτα της;
Η Ληάνε ξεφύσησε, βάζοντας προσεκτικά το φόρεμα πάνω από το κεφάλι της. «Αν είναι δυνατό να σου μιλάει με τέτοιον τρόπο, Μητέρα!» Το πρόσωπο της ξαναεμφανίστηκε στην κορυφή του φορέματος, μουτρωμένο. «Ξαφνιάζομαι που βοήθησε, αφού νιώθει έτσι».
«Βοήθησε, όμως», της είπε η Μιν. «Μην το ξεχνάς. Νομίζω ότι θα κρατήσει το λόγο της και δεν θα μιλήσει για μας. Είμαι σίγουρη». Η Ληάνε ξεφύσησε πάλι.
Η Σιουάν κούνησε τους ώμους της για να στρώσει το μανδύα. «Έχει σημασία, Ληάνε, το γεγονός ότι δεν διεκδικώ πια τον τίτλο. Έχει σημασία, όταν αύριο εγώ κι εσύ γίνουμε λαντζιέρες της». Η Ληάνε έσφιξε τα χέρια της για να μην τρέμουν και δεν θέλησε να την κοιτάξει. Η Σιουάν συνέχισε ήρεμα, αν και με έναν ξερό τόνο. «Επίσης, υποψιάζομαι ότι η Λάρας θα κρατήσει το λόγο της για ... άλλα πράγματα... έτσι, ακόμα κι αν δεν σε νοιάζει αν η Ελάιντα μας κρεμάσει σαν καρχαρίες που πιάστηκαν στα δίχτυα για να μας δει όλος ο κόσμος, προτείνω να σηκωθείς. Εγώ προσωπικά σιχαινόμουν τις λιγδερές κατσαρόλες όταν ήμουν μικρή και δεν έχω λόγο να αμφιβάλω ότι το ίδιο θα ένιωθα και τώρα».
Η Ληάνε ξαφνικά άρχισε να δένει τα κορδόνια του χωριάτικου φορέματος.
Η Σιουάν στράφηκε στη Μιν. «Ίσως να μην είσαι τόσο πρόθυμη να μας βοηθήσεις αν σου πω ότι μας... σιγάνεψαν». Η φωνή της δεν έτρεμε, αλλά ήταν σκληρή από τον κόπο που είχε καταβάλει για να προφέρει τη λέξη, ενώ τα μάτια της έδειχναν πόνο και αβεβαιότητα. Η Μιν έμεινε εμβρόντητη όταν κατάλαβε ότι η ηρεμία ήταν μόνο επιφανειακή. «Κάθε Αποδεχθείσα θα μπορούσε να μας δέσει χειροπόδαρα, Μιν. Ακόμα και οι περισσότερες μαθητευόμενες».
«Το ξέρω», είπε η Μιν, προσέχοντας να μη δείξει με τη φωνή της την παραμικρή συμπόνια. Αυτή τη στιγμή η συμπόνια ίσως να διέλυε το λίγο αυτοέλεγχο που είχε απομείνει στις δύο γυναίκες και έπρεπε να δείξουν αυτοκυριαρχία. «Το διακήρυξαν σ' όλες τις πλατείες της πόλης και ανάρτησαν παντού την ανακοίνωση. Αλλά είστε ζωντανές». Η Ληάνε γέλασε πικρά, αλλά η Μιν την αγνόησε. «Να φεύγουμε. Ίσως ξυπνήσει ο φρουρός, ή μπορεί να τον βρει κανείς».
«Οδήγησε μας, Μιν», είπε η Σιουάν. «Είμαστε στα χέρια σου». Αμέσως μετά η Ληάνε ένευσε κοφτά και φόρεσε βιαστικά το μανδύα της.
Στο δωμάτιο των φρουρών, στην άκρη του σκοτεινού διαδρόμου, ο μοναδικός φρουρός κείτονταν φαρδύς-πλατύς κάτω, με το πρόσωπο στο σκονισμένο πάτωμα. Το κράνος που θα τον γλίτωνε από ένα χτυπημένο κεφάλι, βρισκόταν στο προχειροφτιαγμένο, ξύλινο τραπέζι πλάι στο μοναδικό φανάρι που φώτιζε το δωμάτιο. Η ανάσα του φαινόταν κανονική. Η Μιν του έριξε μόνο μια ματιά, αν και ευχήθηκε να μην είχε τραυματιστεί βαριά· δεν είχε προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την προσφορά της.
Πέρασε γοργά με τη Σιουάν και τη Ληάνε από την απέναντι πόρτα, που ήταν από χοντρές σανίδες και πλατιά, σιδερένια ελάσματα, και ανέβηκαν τα στενά, πέτρινα σκαλιά. Δεν έπρεπε να σταθούν στιγμή. Ακόμα κι αν τις περνούσαν για ικέτισσες, αυτό δεν θα τις έσωζε από ερωτήσεις, αν τις έβλεπαν να βγαίνουν από τα κελιά.
Δεν είδαν άλλους φρουρούς, ούτε κάποιον άλλο καθώς έβγαιναν από τα σωθικά του Πύργου, παρ' όλα αυτά, όμως, η Μιν σχεδόν κρατούσε την ανάσα της μέχρι να φτάσουν στη μικρή πόρτα που έβγαζε στον κυρίως Πύργο. Την άνοιξε λιγάκι, ίσα για να χώσει μέσα το κεφάλι, και κοίταξε δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο.
Επίχρυσοι λυχνοστάτες στέκονταν μπροστά από τα διακοσμητικά περιζώματα από λευκό μάρμαρο στους τοίχους. Στα δεξιά, δυο γυναίκες χάνονταν στο βάθος, χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Η βεβαιότητα στο βήμα τους έδειχνε ότι ήταν Άες Σεντάι, παρά το γεγονός ότι η Μιν δεν έβλεπε τα πρόσωπά τους· στο Λευκό Πύργο, ακόμα και μια βασίλισσα θα προχωρούσε με δισταγμό. Στην άλλη κατεύθυνση είδε πέντ' έξι άντρες που απομακρύνονταν με μεγάλα βήματα, σίγουρα Πρόμαχοι, με χάρη λύκου και μανδύες που γίνονταν ένα με το περιβάλλον.
Η Μιν περίμενε να χαθούν και οι Πρόμαχοι πριν βγει από την πόρτα. «Το μέρος είναι άδειο. Ελάτε. Φορέστε τις κουκούλες και σκύψτε το κεφάλι. Κάντε ότι είστε φοβισμένες». Η ίδια δεν χρειαζόταν να προσποιηθεί. Έτσι σιωπηλά που την ακολουθούσαν, μάλλον ούτε κι αυτές προσποιούνταν.
Οι διάδρομοι του Πύργου σπανίως ήταν γεμάτοι, όμως τώρα έμοιαζαν έρημοι. Αραιά και πού, κάποια άτομα εμφανίζονταν για μια στιγμή μπροστά τους, ή σε κάποιον κάθετο διάδρομο, αλλά είτε ήταν Άες Σεντάι, είτε Πρόμαχοι, είτε υπηρέτες, όλοι βιάζονταν, τόσο απορροφημένοι με τις υποθέσεις τους, που δεν πρόσεχαν τίποτα άλλο. Ο Πύργος ήταν σιωπηλός.
Κι έπειτα πέρασαν μια διασταύρωση των διαδρόμων, όπου σκούρες πιτσιλιές αίματος λέκιαζαν τα ανοιχτά πράσινα πλακάκια του δαπέδου. Δύο μεγαλύτεροι λεκέδες κατέληγαν σε μακριές κηλίδες, σαν να είχαν σύρει πτώματα από κει.
Η Σιουάν σταμάτησε κοιτάζοντας. «Τι συνέβη;» ζήτησε να μάθει. «Πες μου, Μιν!» Η Ληάνε έπιασε τη λαβή του μαχαιριού της και κοίταξε προσεκτικά γύρω, σαν να περίμενε επίθεση.
«Μάχες», έκανε απρόθυμα η Μιν. Έλπιζε ότι οι δύο γυναίκες θα είχαν βγει από τον Πύργο, ακόμα και από την πόλη, πριν μάθουν γι' αυτό. Τις οδήγησε γύρω από τους σκοτεινούς λεκέδες και τις έσπρωξε όταν προσπάθησαν να κοιτάξουν πίσω. «Άρχισαν χθες, αφότου σας συνέλαβαν και σταμάτησαν οριστικά μόνο πριν από περίπου δυο ώρες».
«Εννοείς τους Γκαϊντίν;» αναφώνησε η Ληάνε. «Οι πρόμαχοι πολεμούσαν μεταξύ τους;»
«Πρόμαχοι, φρουροί, όλοι. Όλα άρχισαν όταν κάποιοι άντρες, που είχαν έρθει ισχυριζόμενοι ότι ήταν κτίστες —διακόσιοι ή τριακόσιοι― προσπάθησαν να καταλάβουν το κτίριο του Πύργου αφότου ανακοινώθηκε η σύλληψη σας».
Η Σιουάν κατσούφιασε. «Η Ντανέλ! Έπρεπε να καταλάβω ότι ήταν κάτι άλλο κι όχι απλώς αφηρημάδα». Η έκφραση έγινε πιο έντονη και η Μιν σκέφτηκε ότι θα έβαζε τα κλάματα. «Ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος δεν το κατόρθωσε, αλλά εμείς το καταφέραμε μόνες μας». Είτε θα έκλαιγε, είτε όχι, η φωνή της ήταν παθιασμένη. «Το Φως να μας βοηθήσει, τσακίσαμε τον Πύργο». Ο μακρύς αναστεναγμός της ήταν σαν να είχε αδειάσει τον αέρα από μέσα της ― και το θυμό. «Φαντάζομαι», είπε λυπημένα ύστερα από λίγο, «ότι θα έπρεπε να χαίρομαι που κάποιες στον Πύργο με υποστήριξαν, μα σχεδόν εύχομαι να μην το είχαν κάνει». Η Μιν προσπάθησε να μείνει ανέκφραστη, αλλά εκείνο το κοφτερό, γαλανό βλέμμα έμοιαζε να ερμηνεύει ακόμα και το τρεμούλιασμα μιας βλεφαρίδας. «Με υποστήριξαν καθόλου, Μιν;»
«Μερικές». Δεν σκόπευε να της πει από τώρα πόσο λίγοι. Αλλά έπρεπε να προλάβει τη Σιουάν, πριν πιστέψει ότι είχε υποστηρικτές μέσα στον Πύργο. «Η Ελάιντα δεν περίμενε να δει αν το Γαλάζιο Άτζα θα σε υποστήριζε ή όχι. Απ' όσο ξέρω, δεν υπάρχει Γαλάζια αδελφή στον Πύργο ― τουλάχιστον όχι ζωντανή».
«Η Σέριαμ;» ρώτησε με αγωνία η Ληάνε. «Η Ανάγια;»
«Δεν ξέρω. Ούτε πολλές Πράσινες έχουν μείνει, τουλάχιστον στον Πύργο. Τα άλλα Άτζα διχάστηκαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Απ' όσο ξέρω, όσες αντιτάχθηκαν στην Ελάιντα ή το έχουν σκάσει ή είναι νεκρές. Σιουάν...» Φαινόταν παράξενο να την αποκαλεί έτσι —η Ληάνε μουρμούρισε θυμωμένα μέσα από τα δόντια της― αλλά, αν τώρα την αποκαλούσε Μητέρα, θα ήταν σαν να τη χλευάζει. «Σιουάν, με τις κατηγορίες που ανακοίνωσαν εναντίον σου ισχυρίζονται ότι εσύ και η Ληάνε οργανώσατε τη δραπέτευση του Μάζριμ Τάιμ. Ο Λογκαίν το έσκασε πάνω στη μάχη και το φόρτωσαν κι αυτό σε σας. Δεν σας ονομάζουν Σκοτεινόφιλες —φαντάζομαι ότι θα ήταν σαν να λένε ότι είστε του Μαύρου Ατζα― αλλά το λένε στο περίπου. Νομίζω ότι αυτό θέλουν να εννοηθεί».
«Δεν παραδέχονται καν την αλήθεια», είπε χαμηλόφωνα τη Σιουάν, «ότι σκοπεύουν να κάνουν αυτό ακριβώς για το οποίο με καθαίρεσαν».
«Σκοτεινόφιλες;» μουρμούρισε σαστισμένη η Ληάνε. «Μας ονομάζουν...;»
«Γιατί όχι;» είπε απαλά η Σιουάν. «Και τι δεν θα τολμήσουν, αφού τόλμησαν τόσα;»
Καμπούριασαν τους ώμους κάτω από τους μανδύες και άφησαν τη Μιν να τις οδηγήσει όπως ήθελε. Αυτή ευχόταν να μην έδειχναν τόση απελπισία τα πρόσωπά τους.
Καθώς πλησίαζαν την εξωτερική πύλη η Μιν ανάσαινε ευκολότερα. Είχε άλογα κρυμμένα σε ένα δασόφυτο τμήμα του περιβόλου, που δεν απείχε πολύ από μια από τις δυτικές πύλες. Το ζήτημα, βέβαια, ήταν πόσο εύκολα θα κατάφερναν να το σκάσουν με τα άλογα, αλλά όταν θα έφταναν εκεί που τα είχε κρυμμένα θα αισθανόταν σχεδόν ελεύθερη. Σίγουρα οι φρουροί της πύλης δεν θα εμπόδιζαν τρεις γυναίκες που έφευγαν. Το έλεγε και το ξανάλεγε στον εαυτό της.
Η πόρτα που έψαχνε η Μιν φάνηκε μπροστά της —μια μικρή πόρτα με επένδυση από απλό ξύλο, η οποία έβγαζε σε ένα μονοπάτι που δεν χρησιμοποιούταν τακτικά, απέναντι από το σημείο που ο μικρός διάδρομός τους συναντούσε τον μεγάλο, που ακολουθούσε περιμετρικά τον Πύργο― και τα μάτια της έπεσαν στην Ελάιντα, η οποία προχωρούσε αγέρωχα στον εξωτερικό διάδρομο προς το μέρος της.
Η Μιν ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν, έπεσε στα πλακάκια του πατώματος και ζάρωσε εκεί, με το κεφάλι σκυμμένο και το πρόσωπο κρυμμένο στην κουκούλα, ενώ η καρδιά βροντοχτυπούσε. Ικέτισσα είμαι και τίποτα άλλο. Μια γυναίκα τον λαού, δεν είχα σχέση μ όσα έγιναν! Αχ Φως μου, σε παρακαλώ! Σήκωσε το κεφάλι ίσα για να κρυφοκοιτάξει κάτω από την κουκούλα, σχεδόν περιμένοντας ότι θα έβλεπε την Ελάιντα να στέκεται και να την κοιτάζει με αγριεμένο βλέμμα.
Η Ελάιντα τις προσπέρασε μεγαλοπρεπώς δίχως να ρίξει ούτε μια ματιά στη Μιν, με το φαρδύ, ριγωτό επιτραχήλιο της Άμερλιν στους ώμους. Την ακολούθησε η Αλβιάριν, φορώντας το επώμιο της Τηρήτριας των Χρονικών, που ήταν λευκό, όπως το Άτζα της. Άλλες δώδεκα ή περισσότερες Άες Σεντάι ακολουθούσαν πίσω από την Αλβιάριν, οι περισσότερες Κόκκινες, αν και η Μιν είδε δύο επώμια με κίτρινα κρόσσια κι επίσης ένα πράσινο και ένα καφέ. Έξι Πρόμαχοι φυλούσαν τα πλευρά της πομπής, με τα χέρια στις λαβές των σπαθιών και άγρυπνο βλέμμα. Τούτα τα βλέμματα περιεργάστηκαν τις τρεις γονατιστές γυναίκες και μετά τις αγνόησαν.
Η Μιν συνειδητοποίησε ότι και οι τρεις ήταν γονατιστές, όπως επίσης συνειδητοποίησε ότι είχε σχεδόν φανταστεί τη Σιουάν και τη Ληάνε να χιμούν στο λαρύγγι της Ελάιντα. Και οι δύο γυναίκες είχαν σηκώσει το κεφάλι, για να παρακολουθήσουν την πομπή που προχωρούσε πιο κάτω στο διάδρομο.
«Ελάχιστες γυναίκες έχουν σιγανευτεί», είπε η Σιουάν σαν να μονολογούσε, «και καμία δεν επέζησε για καιρό, αλλά λέγεται ότι ένας τρόπος για να επιζήσεις είναι να βρεις κάτι που το θέλεις όσο και τη διαβίβαση». Η αβέβαιη έκφραση είχε χαθεί από τα μάτια της. «Στην αρχή νόμιζα ότι ήθελα να ξεκοιλιάσω την Ελάιντα και να την κρεμάσω στον ήλιο για να ξεραθεί. Τώρα θέλω να έρθει μια μέρα που θα πω στην Ελάιντα ότι θα ζήσει πολλά χρόνια, για να βλέπει ο κόσμος τι παθαίνουν όσοι ισχυρίζονται ότι είμαι Σκοτεινόφιλη· ξέρω ότι δεν υπάρχει τίποτα —τίποτα!― που να το θέλω όσο αυτό».
«Και στην Αλβιάριν», είπε με σφιγμένη φωνή η Ληάνε. «Και στην Αλβιάριν!»
«Φοβόμουν ότι θα με νιώσουν», συνέχισε η Σιουάν, «αλλά τώρα δεν έχω τίποτα για να νιώσουν. Φαίνεται ότι τούτο είναι ένα πλεονέκτημα που αποκτάς όταν σε έχουν... σιγανέψει». Η Ληάνε τίναξε το κεφάλι θυμωμένα. «Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ό,τι πλεονεκτήματα βρούμε. Και να χαιρόμαστε γι' αυτά», είπε η Σιουάν. Έμοιαζε σαν να προσπαθούσε να πειστεί η ίδια. Ο τελευταίος Πρόμαχος χάθηκε πίσω από τη μακρινή καμπή του διαδρόμου και η Μιν κατάπιε τον κόμπο που είχε στο λαιμό. «Ας μιλήσουμε αργότερα για πλεονεκτήματα», είπε και σταμάτησε για να καταπιεί ξανά. «Πάμε στα άλογα. Σίγουρα αυτό ήταν το χειρότερο».
Και πράγματι, καθώς έβγαιναν από τον Πύργο κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού το χειρότερο έμοιαζε να έχει περάσει. Το μόνο σημάδι από τις φασαρίες ήταν μια στήλη καπνού, που υψωνόταν προς τον ανέφελο ουρανό από το ανατολικό τμήμα του περιβόλου. Κάποιες ομάδες αντρών προχωρούσαν στο βάθος, κανένας όμως δεν έριξε δεύτερη ματιά στις τρεις γυναίκες που περνούσαν πλάι από τη βιβλιοθήκη, της οποίας η κατασκευή έμοιαζε με πελώρια κύματα που είχαν μαρμαρώσει. Ένα δρομάκι οδηγούσε πιο πέρα στον περίβολο και προς τα δυτικά, σε ένα δασάκι από βελανιδιές και αειθαλή δέντρα που θα μπορούσε να είναι κάπου μακριά από πόλεις και ανθρώπους. Το βήμα της Μιν ελάφρυνε όταν βρήκε τα τρία σελωμένα άλογα, που ήταν ακόμα δεμένα εκεί που τα είχαν αφήσει αυτή και η Λάρας, σε ένα μικρό ξέφωτο που το έζωναν λέδερλιφ και χαρτόφλοια.
Η Σιουάν πλησίασε αμέσως μια δασύτριχη, γερή φοράδα δύο πιθαμές κοντύτερη από τις άλλες. «Κατάλληλο άτι για την παρούσα κατάστασή μου. Και μοιάζει πιο ήρεμο από τα άλλα δύο· ποτέ δεν ήμουν καλή αναβάτρια». Χάιδεψε τη μύτη της φοράδας και εκείνη της έγλειψε το χέρι.
«Πώς τη λένε, Μιν; Ξέρεις;»
«Μπέλα. Είναι της —»
«Το άλογό της». Ο Γκάγουιν ξεπρόβαλε πίσω από ένα χαρτόφλοιο με χοντρό κορμό, έχοντας το ένα χέρι στη μακριά λαβή του σπαθιού του. Το αίμα που κυλούσε στο πρόσωπό του δημιουργούσε το ίδιο σχέδιο με αυτό που είχε δει η Μιν στην αύρα του τότε, την πρώτη μέρα που είχε φτάσει στην Ταρ Βάλον. «Όταν είδα το άλογό της, Μιν, κατάλαβα ότι κάτι ετοιμάζεις». Τα ξανθοκόκκινα μαλλιά του ήταν ματωμένα, τα γαλανά μάτια του μισοζαλισμένα, αλλά προχωρούσε αταλάντευτα προς το μέρος τους, ψηλός και με γατίσια χάρη. Ένας γάτος που κυνηγούσε ποντίκια.
«Γκάγουιν», άρχισε να λέει η Μιν, «είμαστε —»
Το σπαθί του βγήκε από το θηκάρι και τίναξε πίσω την κουκούλα της Σιουάν· η κοφτερή λεπίδα του άγγιξε το λαιμό της γρηγορότερα απ' όσο μπορούσε να παρακολουθήσει το βλέμμα της Μιν. Της Σιουάν της κόπηκε η ανάσα· έμεινε να τον κοιτάζει ασάλευτη και γαλήνια, σαν να φορούσε ακόμα το επιτραχήλιο.
«Μη, Γκάγουιν!» φώναξε η Μιν. «Δεν πρέπει!» Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του, αλλά εκείνος σήκωσε το χέρι χωρίς να την κοιτάξει κι αυτή σταμάτησε. Το κορμί του ήταν σαν κουλουριασμένο ελατήριο, έτοιμο να πεταχτεί προς κάθε κατεύθυνση. Πρόσεξε ότι η Ληάνε είχε κουνήσει το μανδύα της έτσι που να κρύβει το χέρι της και προσευχήθηκε να μην είναι τόσο χαζή ώστε να τραβήξει το μαχαίρι από τη ζώνη της.
Ο Γκάγουιν περιεργάστηκε το πρόσωπο της Σιουάν και μετά ένευσε αργά. «Εσύ είσαι. Δεν ήμουν σίγουρος, αλλά είσαι εσύ. Αυτή τη... μεταμφίεση δεν μπορεί να —» Δεν φάνηκε να κινείται, αλλά τα μάτια της Σιουάν γούρλωσαν, δείχνοντας ότι είχε πιέσει περισσότερο την κοφτερή λεπίδα. «Πού είναι η αδελφή μου και η Εγκουέν; Τι τις έκανες;» Αυτό που έκανε τη Μιν να φοβηθεί περισσότερο, πέρα από το λουσμένο στο αίμα πρόσωπό του, τα μισοζαλισμένα μάτια του, το σώμα του, που ήταν τόσο σφιγμένο ώστε σχεδόν έτρεμε, και το χέρι του, που είχε μείνει στο λαιμό της σαν να το είχε ξεχάσει, ήταν ότι δεν είχε υψώσει καθόλου τη φωνή του και δεν είχε αφήσει κανένα συναίσθημα να τη χρωματίσει. Μόνο ακουγόταν κουρασμένος, πιο κουρασμένος από κάθε άλλον που είχε δει ποτέ στη ζωή της.
Η φωνή της Σιουάν ήταν κι αυτή σχεδόν εξίσου ουδέτερη. «Την τελευταία φορά που είχα νέα τους, ήταν σώες και ασφαλείς. Δεν μπορώ να πω πού βρίσκονται τώρα. Θα προτιμούσες να ήταν εδώ, σ' όλη αυτή την αντάρα;»
«Δεν θέλω ν' ακούω τα παιχνίδια με τις λέξεις των Άες Σεντάι», της είπε μαλακά. «Πες μου πού πήγαν, ξεκάθαρα, για να καταλάβω ότι λες την αλήθεια».
«Στο Ίλιαν», είπε η Σιουάν χωρίς να διστάσει. «Στην πόλη του Ίλιαν. Μελετούν με μια Άες Σεντάι ονόματι Μάρα Τομάνες. Κανονικά πρέπει να βρίσκονται ακόμα εκεί».
«Δεν είναι στο Δάκρυ», μουρμούρισε αυτός. Για μια στιγμή φάνηκε να το ξανασκέφτεται. «Λένε ότι είσαι Σκοτεινόφιλη. Αυτό θα σήμαινε Μαύρο Άτζα, σωστά;» είπε απότομα.
«Αν το πιστεύεις στ' αλήθεια», είπε γαλήνια η Σιουάν, «τότε πάρε μου το κεφάλι».
Η Μιν παραλίγο να ουρλιάξει, καθώς τα δάχτυλά του άσπριζαν στη λαβή του σπαθιού. Σήκωσε αργά το χέρι της και ακούμπησε τα δάχτυλά της πάνω στη λαβή, προσέχοντας να μην τον κάνει να νομίσει ότι ήθελε κάτι άλλο. Ήταν σαν να ακουμπούσε βράχο. «Γκάγουιν, με ξέρεις. Αποκλείεται να πιστεύεις ότι θα βοηθούσα το Μαύρο Άτζα». Το βλέμμα του δεν έφυγε στιγμή από το πρόσωπο της Σιουάν, δεν βλεφάρισε καθόλου. «Γκάγουιν, η Ηλαίην υποστηρίζει τη Σιουάν και όσα έχει κάνει. Η ίδια σου η αδελφή, Γκάγουιν». Το χέρι του ήταν ακόμα σαν βράχος. «Η Εγκουέν επίσης την πιστεύει, Γκάγουιν». Το χέρι του τρεμούλιασε κάτω από τα δάχτυλα της. «Σου το ορκίζομαι, Γκάγουιν. Η Εγκουέν την πιστεύει».
Το βλέμμα του για μια στιγμή στράφηκε σ' αυτήν και μετά ξαναγύρισε στη Σιουάν. «Γιατί να μη σε πάω σέρνοντας πίσω; Πες μου ένα λόγο».
Η Σιουάν του ανταπέδωσε το βλέμμα, δείχνοντας πιο ήρεμη από τη Μιν. «Μπορείς να το κάνεις· όσο κι αν πάλευα, δεν θα σε δυσκόλευα περισσότερο από ένα γατάκι. Χθες ήμουν μια από τις ισχυρότερες γυναίκες στον κόσμο. Ίσως η ισχυρότερη. Βασιλιάδες και βασίλισσες θα έρχονταν στο κάλεσμά μου, έστω κι αν μισούσαν τον Πύργο και ό,τι αυτός αντιπροσώπευε. Σήμερα φοβάμαι πως δεν θα έχω τι να φάω το βράδυ και θα πρέπει να κοιμηθώ κάτω από τους θάμνους. Η πιο ισχυρή γυναίκα στον κόσμο έχει μετατραπεί σε μια που ελπίζει να βρει μια φάρμα για να βγάζει το ψωμί της δουλεύοντας. Ό,τι κι αν νομίζεις ότι έκανα, τούτη δεν είναι αρκετή τιμωρία;»
«Ίσως», είπε αυτός ύστερα από μια στιγμή. Η Μιν πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης, καθώς ο άντρας θηκάρωνε το σπαθί του με μια επιδέξια κίνηση. «Αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που σε αφήνω να φύγεις. Η Ελάιντα μάλλον θα σου κόψει το κεφάλι στο τέλος και αυτό δεν μπορώ να το επιτρέψω. Θέλω να μη χαθούν όλα αυτά που ξέρεις, αν τα χρειαστώ».
«Γκάγουιν», είπε η Μιν, «έλα μαζί μας». Τις μέρες που θα ακολουθούσαν, ίσως να αποδεικνυόταν χρήσιμος ένας ξιφομάχος εκπαιδευμένος από Προμάχους. «Έτσι θα την έχεις δίπλα για να απαντήσει στις ερωτήσεις σου». Η ματιά της Σιουάν καρφώθηκε για μια στιγμή πάνω της και ύστερα ξαναγύρισε στο πρόσωπο του Γκάγουιν, χωρίς να δείχνει αγανάκτηση· η Μιν συνέχισε να πιέζει. «Γκάγουιν, η Εγκουέν και η Ηλαίην πιστεύουν σ' αυτή τη γυναίκα. Δεν μπορείς να πιστέψεις κι εσύ;»
«Μη ζητάς περισσότερα απ' όσα μπορώ να δώσω», είπε αυτός χαμηλόφωνα. «Θα σας πάω στην κοντινότερη πύλη. Χωρίς εμένα δεν θα βγαίνατε ποτέ. Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω, Μιν, και είναι παραπάνω απ' ό,τι θα έπρεπε κανονικά να κάνω. Έχει διαταχθεί η σύλληψή σου· το ήξερες;» Το βλέμμα του ξαναγύρισε στη Σιουάν. «Αν τους συμβεί τίποτα», είπε με εκείνη την ανέκφραστη φωνή, «αν συμβεί κάτι στην Εγκουέν ή στην αδελφή μου, θα σε βρω, όπου κι αν κρύβεσαι, και θα πάθεις το ίδιο». Ξαφνικά απομακρύνθηκε καμιά δεκαριά βήματα και στάθηκε με τα χέρια σταυρωμένα και το κεφάλι σκυμμένο, σαν να μην άντεχε να τις κοιτάζει άλλο πια.
Η Σιουάν σήκωσε το χέρι στο λαιμό της· μια κόκκινη γραμμούλα στο λευκό δέρμα της έδειχνε πού είχε ακουμπήσει η λεπίδα του. «Ζούσα πολύ καιρό με τη Δύναμη», είπε με ένα τρέμουλο στη φωνή. «Είχα ξεχάσει πώς είναι να αντιμετωπίζεις κάποιον που μπορεί να σε αρπάξει και να σε σπάσει σαν ξερόκλαδο». Κοίταξε τη Ληάνε σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά και μετά της άγγιξε το πρόσωπο, σαν να μην ήξερε με τι μοιάζει. «Απ' ό,τι έχω διαβάσει, κανονικά αργεί περισσότερο να σβήσει, αλλά μάλλον συντέλεσε σ' αυτό η κακομεταχείριση από την Ελάιντα. Την αποκάλεσε μεταμφίεση ο Γκάγουιν κι ίσως σαν τέτοια να μας χρησιμεύσει». Ανέβηκε αδέξια στη ράχη της Μπέλα και κράτησε τα χαλινάρια σαν να νόμιζε ότι η δασύτριχη φοράδα ήταν κάποιος ζωηρός επιβήτορας. «Φαίνεται ότι τούτο είναι άλλο ένα πλεονέκτημα του... Πρέπει να μάθω να το λέω χωρίς να φοβάμαι. Με σιγάνεψαν». Το είπε αργά και προσεκτικά· ύστερα ένευσε. «Έτσι. Κρίνοντας από τη Ληάνε, έχω χάσει περίπου δεκαπέντε χρόνια, μπορεί και παραπάνω. Ξέρω γυναίκες που θα πλήρωναν οποιοδήποτε αντίτιμο γι' αυτό. Τρίτο πλεονέκτημα». Κοίταξε τον Γκάγουιν. Τους είχε ακόμα γυρισμένη την πλάτη, αλλά καλού-κακού χαμήλωσε τη φωνή της. «Μαζί με το γεγονός ότι μου λύθηκε η γλώσσα, ας πούμε; Χρόνια είχα να σκεφτώ τη Μάρα. Παιδική μου φίλη».
«Τώρα θα γερνάς όπως και εμείς οι άλλες;» ρώτησε η Μιν ανεβαίνοντας στη σέλα της. Καλύτερα αυτό, παρά να σχολίαζε το ζήτημα του ψέματος. Και θα έκανε καλά να θυμόταν ότι τώρα μπορούσε να πει ψέματα. Η Ληάνε ανέβηκε στην τρίτη φοράδα με άνεση και την έβαλε να κάνει έναν κύκλο, δοκιμάζοντας το βηματισμό της· σίγουρα είχε ξανανέβει σε άλογο.
Η Σιουάν κούνησε το κεφάλι. «Στ' αλήθεια δεν ξέρω. Καμία σιγανεμένη γυναίκα δεν έχει ζήσει αρκετά για να φανεί αν είναι έτσι. Εγώ σκοπεύω να το κάνω».
«Θα ξεκινήσετε καμιά στιγμή», ρώτησε τραχιά ο Γκάγουιν, «ή θα καθίσετε να φλυαρείτε;» Δίχως να περιμένει απάντηση, χώθηκε στα δέντρα.
Σπιρούνισαν τις φοράδες και τον ακολούθησαν. Η Σιουάν τράβηξε μπροστά την κουκούλα για να κρύψει το πρόσωπό της. Με μεταμφίεση ή χωρίς, δεν θα ριψοκινδύνευε καθόλου. Η Ληάνε ήδη είχε χωθεί όσο πιο βαθιά μπορούσε στη δική της κουκούλα. Ύστερα από μια στιγμή η Μιν τις μιμήθηκε. Η Ελάιντα ήθελε να τη συλλάβει; Αυτό σήμαινε ότι ήξερε πως η «Ελμιντρέντα» ήταν η Μιν. Πόσο καιρό το γνώριζε; Πόσο καιρό τριγυρνούσε εκεί η Μιν και νόμιζε ότι ήταν κρυμμένη, ενώ η Ελάιντα την παρακολουθούσε και την περνούσε για χαζή; Η σκέψη την έκανε να ανατριχιάσει.
Πρόφτασαν τον Γκάγουιν σε ένα χαλικοστρωμένο δρομάκι και τότε εμφανίστηκαν καμιά εικοσαριά νεαροί, μπορεί και περισσότεροι, που έρχονταν προς το μέρος τους, μερικοί λίγα χρόνια μεγαλύτεροί του, άλλοι σχεδόν αγόρια. Η Μιν υποψιάστηκε ότι αυτοί οι τελευταίοι ακόμα δεν είχαν καν φτάσει σε ηλικία να ξυρίζονται, τουλάχιστον όχι τακτικά. Όλοι είχαν σπαθί στη ζώνη ή στη ράχη, ενώ τρεις-τέσσερις φορούσαν θώρακα με ελάσματα. Αρκετοί είχαν ματωμένους επιδέσμους και οι περισσότεροι φορούσαν ρούχα λεκιασμένα με αίμα. Όλοι είχαν το αποφασισμένο βλέμμα του Γκάγουιν. Βλέποντάς τον, σταμάτησαν και χτύπησαν τη δεξιά γροθιά στο στήθος. Ο Γκάγουιν, χωρίς να σταματήσει, ανταπέδωσε το χαιρετισμό μ' ένα νεύμα και οι νεαροί πήραν θέση πίσω από τα άλογα των γυναικών.
«Οι μαθητές;» μουρμούρισε η Σιουάν. «Πήραν κι αυτοί μέρος στις μάχες;»
Η Μιν ένευσε ανέκφραστη. «Αυτοαποκαλούνται Παλικαράκια».
«Ταιριαστό όνομα». Η Σιουάν αναστέναξε.
«Μερικοί είναι ακόμα παιδιά», μουρμούρισε η Ληάνε.
Η Μιν δεν θα τους έλεγε τώρα ότι Πρόμαχοι από το Γαλάζιο και το Πράσινο Άτζα σκόπευαν να τις απελευθερώσουν πριν σιγανευτούν και ότι ίσως να το είχαν πετύχει, αν ο Γκάγουιν δεν είχε ξεσηκώσει τους μαθητές, που ήταν «παιδιά» κι αυτοί, οδηγώντας τους στον Πύργο για να σταματήσουν τους Προμάχους. Η μάχη ήταν από τις πιο θανάσιμες, μαθητής εναντίον δασκάλου δίχως έλεος, δίχως οίκτο.
Οι ψηλές Πύλες του Αλιντρέλε με τα μπρούτζινα διακοσμητικά στέκονταν ανοιχτές αλλά φυλαγμένες καλά. Κάποιοι φρουροί είχαν στο στήθος τη Φλόγα της Ταρ Βάλον, ενώ άλλοι φορούσαν εργατικά σακάκια, αταίριαστους θώρακες και κράνη ― η κανονική φρουρά και εκείνοι που είχαν έρθει μασκαρεμένοι σε κτίστες. Και οι μεν και οι δε έδειχναν σκληροί και πανούργοι, συνηθισμένοι να φέρουν όπλα, αλλά κρατούσαν απόσταση μεταξύ τους και κοιτάζονταν χωρίς εμπιστοσύνη. Ένας αξιωματικός, που έδειχνε ψημένος στη δουλειά του, ξεχώριζε από τους άλλους φρουρούς του Πύργου και με τα χέρια σταυρωμένα παρακολουθούσε τον Γκάγουιν και τους άλλους να πλησιάζουν.
«Σύνεργα γραφής!» είπε αυστηρά ο Γκάγουιν. «Γρήγορα!»
«Εσείς θα είστε τα Παλικαράκια που άκουσα», είπε ο βετεράνος. «Ωραίοι μου φαίνεστε και σίγουρα θα βράζει το αίμα σας, αλλά έχω διαταγές να μη βγει κανένας από τον περίβολο του Πύργου. Υπογραμμένες από την ίδια την Έδρα της Άμερλιν. Ποιος νομίζεις ότι είσαι που θα τις ακυρώσεις;»
Ο Γκάγουιν σήκωσε αργά το κεφάλι. «Είμαι ο Γκάγουιν Τράκαντ του Άντορ», είπε μαλακά. «Και είτε θα δω αυτές τις γυναίκες να φεύγουν από δω, είτε θα σε δω νεκρό». Τα άλλα Παλικαράκια πλησίασαν πίσω του κι απλώθηκαν για να αντιμετωπίσουν τους φρουρούς με τα χέρια στα σπαθιά, χωρίς να ανοιγοκλείνουν τα μάτια, ίσως χωρίς να νοιάζονται που οι άλλοι ήταν περισσότεροι.
Ο βετεράνος ανασάλεψε ανήσυχα. «Είναι αυτός που λένε ότι σκότωσε τον Χάμαρ και τον Κούλιν», μουρμούρισε κάποιος άλλος.
Έπειτα από μια παύση, ο αξιωματικός έκανε νόημα με το κεφάλι προς το φυλάκιο κι ένας φρουρός έτρεξε μέσα και γύρισε με ένα φορητό γραφείο, όπου σε μια μπρούτζινη θήκη στη γωνιά έκαιγε ένα μικρό, κόκκινο βουλοκέρι. Ο Γκάγουιν έβαλε τον άλλο να κρατήσει το γραφείο, ενώ αυτός έγραφε με φούρια.
«Έτσι θα περάσετε από τους φρουρούς της γέφυρας», είπε στάζοντας μια λιμνούλα από κόκκινο κερί κάτω από την υπογραφή του. Πάτησε εκεί πάνω δυνατά το δαχτυλίδι με τη σφραγίδα του.
«Σκότωσες τον Κούλιν;» είπε η Σιουάν με έναν παγερό τόνο, που θα ταίριαζε στο προηγούμενο αξίωμά της. «Και τον Χάμαρ;»
Της Μιν της κόπηκε η ανάσα. Μη μιλάς, Σιουάν. Θυμήσου ποια είσαι τώρα και μη μιλάς!
Ο Γκάγουιν γύρισε για να αντικρίσει τις τρεις γυναίκες με μάτια σαν γαλάζια φωτιά. «Ναι», είπε βραχνά. «Ήταν φίλοι μου και τους σεβόμουν, αλλά συμπαρατάχθηκαν με... με τη Σιουάν Σάντσε και αναγκάστηκα να —» Έσπρωξε απότομα στα χέρια της Μιν το χαρτί που κρατούσε. «Πηγαίνετε! Πηγαίνετε, πριν αλλάξω γνώμη!» Της κέντρισε τη φοράδα και χίμηξε για να χτυπήσει τα άλλα δύο άλογα, ενώ το άλογο της Μιν ήδη χιμούσε από τις ανοιχτές πύλες. «Πηγαίνετε!»
Η Μιν άφησε το άλογο της να τροχάσει στη λαμπρή πλατεία γύρω από τον περίβολο του Πύργου, ενώ η Σιουάν και η Ληάνε βρίσκονταν ακριβώς από πίσω της. Η πλατεία ήταν άδεια, το ίδιο και οι δρόμοι πιο πέρα. Το ποδοβολητό των αλόγων ηχούσε κούφιο στις πλάκες του οδοστρώματος. Όποιοι δεν το είχαν σκάσει από την πόλη, κρύβονταν.
Η Μιν μελετούσε το χαρτί του Γκάγουιν καθώς προχωρούσαν. «Εδώ λέει μόνο ότι έχουμε άδεια να φύγουμε. Μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε όχι μόνο στις γέφυρες, αλλά και για να επιβιβαστούμε σε πλοίο». Της φαινόταν συνετό να πάνε σε κάποιο μέρος που δεν το ήξερε κανείς, ούτε ακόμα και ο Γκάγουιν. Δεν φανταζόταν ότι ο Γκάγουιν θα άλλαζε γνώμη, αλλά ήταν στα όριά του και με μια λάθος κίνηση θα γινόταν χίλια κομμάτια.
«Ίσως να είναι μια καλή ιδέα», είπε η Ληάνε. «Ανέκαθεν νόμιζα ότι από τους δύο αυτούς, ο πιο επικίνδυνος ήταν ο Γκάλαντ, αλλά δεν ξέρω πια. Ο Χάμαρ και ο Κούλιν...» Ανατρίχιασε. «Με το πλοίο θα φτάσουμε πιο μακριά, πιο γρήγορα απ' όσο μπορούν να μας πάνε τα άλογα».
Η Σιουάν κούνησε το κεφάλι. «Σίγουρα οι περισσότερες Άες Σεντάι που το έσκασαν θα έχουν περάσει από τις γέφυρες. Είναι ο πιο γρήγορος δρόμος για να βγεις από την πόλη αν σε κυνηγάει κάποιος, πιο γρήγορο από το να περιμένεις το πλήρωμα του πλοίου να σηκώσει πανιά. Για να τις ξαναμαζέψω, πρέπει να μείνω κοντά στην Ταρ Βάλον».
«Δεν θα σε ακολουθήσουν», είπε η Ληάνε με μια σιγουριά όλο νόημα. «Δεν έχεις πια το δικαίωμα να φοράς το επιτραχήλιο. Ούτε καν το επώμιο και το δαχτυλίδι».
«Μπορεί να μη φορώ πια το επιτραχήλιο», είπε ρητά η Σιουάν, «αλλά ξέρω πώς να προετοιμάσω ένα πλήρωμα για την επερχόμενη καταιγίδα. Κι αφού δεν μπορώ να φορέσω το επώμιο, πρέπει να φροντίσω να διαλέξουν την κατάλληλη γυναίκα στη θέση μου. Δεν θα επιτρέψω στην Ελάιντα να λέει ότι είναι η Άμερλιν. Πρέπει να είναι κάποια ισχυρή στη Δύναμη, κάποια που να βλέπει τα πράγματα με το σωστό μάτι».
«Σκοπεύεις, λοιπόν, να συνεχίσεις να βοηθάς αυτό τον... τον Δράκοντα!» ξέσπασε η Ληάνε.
«Τι άλλο θες να κάνω; Να ζαρώσω στη γωνιά και να πεθάνω;»
Η Ληάνε ανατρίχιασε, σαν να είχε δεχτεί ράπισμα, και για λίγη ώρα συνέχισαν να προχωρούν αμίλητες. Τα μυθικά κτίρια ολόγυρά τους, σαν γκρεμοί σμιλεμένοι από άνεμο, κύματα και μεγάλα σμήνη πουλιών, φάνταζαν απειλητικά τώρα που στους δρόμους δεν ήταν κανείς άλλος εκτός από τις τρεις γυναίκες και ένα μοναχικό άντρα, που είχε βγει βιαστικά από μια γωνιά μπροστά τους και προχωρούσε τρυπώνοντας πότε στη μια πόρτα και πότε στην άλλη, σαν να έκανε ανίχνευση για να τους ανοίξει το δρόμο. Αυτός ο άντρας δεν έκανε την ερημιά περισσότερο υποφερτή· αντίθετα, την τόνιζε.
«Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;» είπε τελικά η Ληάνε. Τώρα είχε σωριαστεί στη σέλα σαν σάκος με σιτάρι. «Νιώθω τόσο... άδεια. Άδεια».
«Βρες κάτι να σε γεμίσει», της είπε σταθερά η Σιουάν. «Οτιδήποτε. Μαγείρεψε για τους πεινασμένους, περιποιήσου τους φτωχούς, βρες σύζυγο και κάνε ένα σπίτι γεμάτο με παιδιά. Εγώ θα φροντίσω να μη μείνει ατιμώρητη η Ελάιντα. Σχεδόν θα τη συγχωρούσα, αν πίστευε στ' αλήθεια ότι είχα βάλει τον Πύργο σε κίνδυνο. Σχεδόν θα τη συγχωρούσα. Σχεδόν. Αλλά την πλημμυρίζει ο φθόνος από τη μέρα που έγινα Άμερλιν εγώ, αντί για εκείνη. Αυτό είναι το κύριο κίνητρό της και γι' αυτό σκοπεύω να την γκρεμίσω από κει που κάθεται. Αυτό με γεμίζει, Ληάνε. Αυτό, και το γεγονός ότι ο Ραντ αλ'Θόρ δεν πρέπει να πέσει στα χέρια της».
«Ίσως αυτό να αρκεί». Η γυναίκα με το δέρμα στο χρώμα του μπρούτζου έμοιαζε να αμφιβάλλει, αλλά ίσιωσε το σώμα όπως καθόταν. Υπήρχε μια αντίθεση ανάμεσα στην εμπειρία της Ληάνε με τα άλογα και στον αδέξιο τρόπο που καθόταν η Σιουάν στην κοντύτερη φοράδα, κάτι που την έκανε να μοιάζει με αρχηγό της ομάδας. «Αλλά πώς ν' αρχίσουμε; Έχουμε τρία άλογα, τα ρούχα που φοράμε και ό,τι έχει η Μιν στο θύλακό της. Δεν φτάνουν για να αψηφήσουμε τον Πύργο».
«Χαίρομαι που δεν προτίμησες το σύζυγο και το νοικοκυριό. Θα βρούμε άλλες —» Η Σιουάν έκανε μια γκριμάτσα. «Θα βρούμε Άες Σεντάι που το έσκασαν, θα βρούμε ό,τι θέλουμε. Ίσως να έχουμε περισσότερα απ' όσα νομίζεις, Ληάνε. Μιν, τι λέει η άδεια που μας έδωσε ο Γκάγουιν; Αναφέρει τρεις γυναίκες; Τι; Γρήγορα, κορίτσι μου».
Η Μιν της αντιγύρισε τη βλοσυρή ματιά. Η Σιουάν κοίταζε τον άντρα που κρυβόταν μπροστά τους· ήταν ένας μεγαλόσωμος μελαχρινός, που φορούσε καλά ρούχα, αλλά σε καταθλιπτικά καφετιά χρώματα. Η γυναίκα δίπλα της μιλούσε σαν να ήταν ακόμα Άμερλιν. Ε, αυτό δεν ήθελα, να ξαναβρεί την αυτοπεποίθησή της;
Η Σιουάν γύρισε και την κοίταξε με το κοφτερό, γαλανό βλέμμα της· με κάποιον τρόπο, έμοιαζε επιβλητικό όσο και πριν. «“Οι φέρουσες την επιστολή έχουν διαταχθεί να αναχωρήσουν από την Ταρ Βάλον βάσει δικής μου εξουσίας”», παρέθεσε βιαστικά η Μιν από στήθους, «“Όποιος φέρει εμπόδιο στο δρόμο τους, θα λογοδοτήσει σε μένα”. Υπογραφή —»
«Ξέρω πώς τον λένε», είπε απότομα η Σιουάν. «Ακολουθήστε με». Σπιρούνισε την Μπέλα και παραλίγο να πέσει από τη σέλα όταν η δασύτριχη φοράδα άρχισε έναν αργό καλπασμό. Κρατήθηκε όμως, αναπηδώντας αδέξια και χτυπώντας τη φοράδα για να κάνει πιο γρήγορα.
Η Μιν αντάλλαξε μια ξαφνιασμένη ματιά με τη Ληάνε και άρχισαν να καλπάζουν στο κατόπι της. Ο άντρας κοίταξε πίσω όταν άκουσε οπλές και μετά άρχισε να τρέχει, αλλά η Σιουάν έβαλε την Μπέλα να του κόψει το δρόμο· αυτός έπεσε πάνω στη φοράδα μ' ένα μούγκρισμα. Η Μιν τις έφτασε και άκουσε τη Σιουάν να μιλάει στον άντρα. «Δεν φανταζόμουν ότι θα σε συναντούσα εδώ, Λογκαίν», του έλεγε.
Η Μιν έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Αυτός ήταν. Τα απελπισμένα μάτια και το ωραίο πρόσωπο, με τα μαύρα μαλλιά που έπεφταν σγουρά στους μεγάλους του ώμους, δεν άφηναν περιθώριο λάθους. Ένας άντρας που σίγουρα ο Πύργος τον ήθελε όσο και τη Σιουάν.
Ο Λογκαίν έπεσε στα γόνατα, σαν να μην τον βαστούσαν πια τα εξαντλημένα πόδια του. «Δεν μπορώ να πειράξω κανέναν πια», είπε κουρασμένα. «Ήθελα μόνο να φύγω, να πεθάνω κάπου ήσυχα. Αν ξέρατε τι είναι να έχεις χάσει...» Η Ληάνε τράβηξε τα χαλινάρια θυμωμένη όταν αυτός σταμάτησε· ο άντρας ξανάρχισε δίχως να το προσέξει. «Οι γέφυρες φρουρούνται. Δεν αφήνουν κανέναν να περάσει. Δεν με ήξεραν, αλλά δεν με άφησαν να περάσω. Δοκίμασα παντού». Ξαφνικά γέλασε κουρασμένα, αλλά σαν να ήταν πράγματι αστείο. «Δοκίμασα παντού».
«Νομίζω», είπε η Μιν, προσέχοντας τα λόγια της, «ότι πρέπει να φύγουμε. Σίγουρα θέλει να αποφύγει εκείνες που τον κυνηγάνε». Η Σιουάν της έριξε μια παγερή, σκληρή ματιά, που σχεδόν την έκανε να στρίψει το άλογό της. Δεν θα ήταν καθόλου άσχημο αν είχε διατηρήσει λίγη από την αβεβαιότητα που έδειχνε νωρίτερα.
Ο μεγαλόσωμος άντρας ύψωσε το κεφάλι και τις κοίταξε με τη σειρά, σμίγοντας αργά τα φρύδια. «Δεν είστε Άες Σεντάι. Τι είστε; Τι με θέλετε;»
«Είμαι αυτή που μπορεί να σε βγάλει από την Ταρ Βάλον», του είπε η Σιουάν. «Και που ίσως σου προσφέρει την ευκαιρία να χτυπήσεις το Κόκκινο Άτζα. Πες μου, δεν θα ήθελες την ευκαιρία να εκδικηθείς αυτούς που σε συνέλαβαν;»
Ένα ρίγος τον διέτρεξε. «Τι πρέπει να κάνω;» είπε αργά.
«Να με ακολουθήσεις», αποκρίθηκε αυτή. «Ακολούθησέ με και μην ξεχνάς ότι είμαι η μοναδική σ' ολόκληρο τον κόσμο που μπορεί να σου δώσει την ευκαιρία να εκδικηθείς».
Γονατιστός όπως ήταν, τις περιεργάστηκε με γερμένο το κεφάλι, εξετάζοντας κάθε πρόσωπο ξεχωριστά και ύστερα σηκώθηκε, με τα μάτια καρφωμένα στη Σιουάν. «Είμαι μαζί σου», είπε ανέκφραστα.
Η Ληάνε φαινόταν να μην πιστεύει στα μάτια της και το ίδιο ένιωθε και η Μιν. Στο όνομα του Φωτός, τι μπορεί να χρειαζόταν η Σιουάν έναν άντρα αμφιβόλου λογικής, που κάποτε είχε ψευδώς αυτοανακηρυχθεί Αναγεννημένος Δράκοντας; Στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να στρεφόταν εναντίον τους για να κλέψει ένα από τα άλογά τους! Κοιτώντας το μπόι του, τους μεγάλους ώμους του, η Μιν σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να έχουν τα μαχαίρια έτοιμα. Ξαφνικά, για μια στιγμή, ένας φλογερός φωτοστέφανος, χρυσός και γαλάζιος, άστραψε γύρω από το κεφάλι του, λέγοντας για τη δόξα που έμελλε να έρθει, με την ίδια σιγουριά που της το είχε πει και την πρώτη φορά που το είχε δει. Ανατρίχιασε. Θεάσεις. Εικόνες.
Κοίταξε πάνω από τον ώμο της τον Πύργο, το χοντρό, λευκό κτίριο που δέσποζε στην πόλη, ψηλό κι ακέραιο, που όμως ήταν τσακισμένο, σαν να είχε ήδη μετατραπεί σε ερείπια. Για μια στιγμή σκέφτηκε τις εικόνες που είχε δει, μόνο για μια στιγμή, να τρεμοφέγγουν γύρω από το κεφάλι του Γκάγουιν. Τον Γκάγουιν να γονατίζει στα πόδια της Εγκουέν με το κεφάλι σκυμμένο και τον Γκάγουιν να κόβει το λαιμό της Εγκουέν, πρώτα το ένα και μετά το άλλο, σαν να μπορούσε να συμβεί στο μέλλον είτε το ένα, είτε το άλλο.
Αυτά που έβλεπε σπανίως ήταν τόσο σαφή στο μήνυμά τους όσο αυτά τα δύο και ποτέ άλλοτε δεν είχε δει αυτό το πετάρισμα, την εναλλαγή, σαν να μην ήξερε ούτε η θέαση ποιο θα ήταν το αληθινό μέλλον. Και το χειρότερο ήταν ότι είχε μια αίσθηση, σχεδόν βεβαιότητα, ότι αυτό που είχε κάνει σήμερα είχε στρέψει τον Γκάγουιν προς μια απ' αυτές τις δύο πιθανότητες.
Παρά τον ήλιο, ανατρίχιασε ξανά. Ό,τι έγινε, έγινε. Κοίταξε τις δύο Άες Σεντάι —πρώην Άες Σεντάι― που τώρα εξέταζαν τον Λογκαίν σαν να ήταν εκπαιδευμένο κυνηγόσκυλο, άγριο, ίσως επικίνδυνο, αλλά χρήσιμο. Η Σιουάν και η Ληάνε γύρισαν τα άλογα προς το ποτάμι, με τον Λογκαίν να περπατά ανάμεσά τους. Η Μιν ακολούθησε πιο αργά. Φως μου, μακάρι να άξιζε.