51 Αποκαλύψεις Στο Τάντσικο

Η Ηλαίην πάλευε με τα δύο λεπτά, κόκκινα, λακαρισμένα ξυλαράκια, για να τα πιάσει σωστά στα δάχτυλά της. Σούρσα, σκέφτηκε. Όχι ξυλαράκια· σούρσα. Τι ανόητος τρόπος για να τρως, όπως κι αν λέγονται.

Στην άλλη μεριά του τραπεζίου, στην Αίθουσα των Μπουμπουκιών που Πέφτουν, η Εγκήνιν κοίταζε συνοφρυωμένη τα δικά της σούρσα, που τα κρατούσε όρθια, το ένα σε κάθε χέρι, σαν να ήταν πραγματικά ξυλαράκια. Η Νυνάβε είχε σφίξει τα δικά της στο χέρι με τον τρόπο που τους είχε δείξει η Ρέντρα, αλλά ως τώρα είχε καταφέρει να σηκώσει στο στόμα της μόνο μια μπουκιά κρέας και μερικές κομμένες πιπεριές· τα μάτια της γυάλιζαν από την αποφασιστικότητα. Πολλά λευκά πιάτα ήταν απλωμένα στο τραπέζι, καθένα γεμάτο φέτες και κομματάκια από κρέας και λαχανικά, μερικά μέσα σε σάλτσες, άλλες σκούρες κι άλλες ανοιχτόχρωμες. Η Ηλαίην σκεφτόταν ότι θα ήθελε όλη τη μέρα για να φάει αυτό το γεύμα. Κοίταξε με ευγνωμοσύνη την ιδιοκτήτρια του πανδοχείου με τα μελιά μαλλιά, καθώς εκείνη έγερνε πάνω από τον ώμο της για να της βάλει σωστά στο χέρι τα σούρσα.

«Η χώρα σου είναι σε πόλεμο με το Άραντ Ντόμαν», είπε η Εγκήνιν σχεδόν θυμωμένη. «Γιατί σερβίρεις τα φαγητά του εχθρού σου;»

Η Ρέντρα σήκωσε τους ώμους και σούφρωσε τα χείλη πίσω από το πέπλο της· σήμερα φορούσε το πιο αχνό κόκκινο χρώμα που μπορούσε και είχε πλέξει χάντρες του ίδιου χρώματος στις στενές κοτσίδες της, που κροτάλιζαν μαλακά όταν κουνούσε το κεφάλι. «Είναι η τωρινή μόδα. Την ξεκίνησε πριν από τέσσερις μέρες ο Κήπος των Αργυρών Πνοών και τώρα σχεδόν όλοι οι πελάτες ζητούν Ντομανό φαγητό. Να πώς το εξηγώ: αφού δεν κατακτάμε τους Ντομανούς, τουλάχιστον ας κατακτήσουμε το φαγητό τους. Μπορεί στο Μπάνταρ Έμπαν να τρώνε το αρνάκι με τη σάλτσα μελιού και τα ζαχαρωμένα μήλα, ναι; Ύστερα από τέσσερις μέρες, μπορεί να είναι κάτι άλλο. Η μόδα τώρα αλλάζει γρήγορα κι αν κάποιος ξεσηκώσει τον όχλο ενάντια σ' αυτό...» Σήκωσε πάλι τους ώμους.

«Λες να έχουμε κι άλλες ταραχές;» ρώτησε η Ηλαίην. «Με αφορμή το είδος του φαγητού που σερβίρουν τα πανδοχεία;»

«Οι δρόμοι είναι ανήσυχοι», είπε η Ρέντρα απλώνοντας τα χέρια μοιρολατρικά. «Ποιος ξέρει να πει ποια θα είναι η επόμενη σπίθα; Για τον προχτεσινό αναβρασμό αφορμή ήταν μια φήμη ότι το Μαρακρού είχε ταχθεί υπέρ του Αναγεννημένου Δράκοντα, ή ίσως ότι το είχαν καταλάβει οι Δρακορκισμένοι ή οι αντάρτες —το πώς δεν φαίνεται να είχε σημασία― αλλά πες μου, μήπως ο όχλος στράφηκε εναντίον των ανθρώπων από το Μαρακρού; Όχι. Έτρεχαν στους δρόμους και έριχναν όσους βρίσκονταν πάνω σε άμαξες και μετά έκαψαν τη Μεγάλη Αίθουσα της Συνέλευσης. Μπορεί το επόμενο που θα ακουστεί να είναι ότι ο στρατός κέρδισε μια μάχη —ή ότι έχασε μία― και ο όχλος θα ξεσηκωθεί εναντίον εκείνων που σερβίρουν Ντομανό φαγητό. Ή ίσως να κάψει αποθήκες στις αποβάθρες της Καλπίν. Ποιος ξέρει;»

«Δεν υπάρχει η πρέπουσα τάξη», μουρμούρισε η Εγκήνιν και στρίμωξε τα σούρσα ανάμεσα στα δάχτυλα του δεξιού της χεριού. Από την έκφραση στο πρόσωπό της, θα έλεγε κανείς ότι ήταν μαχαίρια με τα οποία θα κάρφωνε ό,τι είχε στα πιατάκια. Ένα κομματάκι κρέας έπεσε από το σούρσα της Νυνάβε λίγο πριν φτάσει στα χείλη της· μουγκρίζοντας, το άρπαξε από τα γόνατά της και σκούπισε το κρεμ μετάξι με την πετσέτα της.

«Α, τάξη», γέλασε η Ρέντρα. «Θυμάμαι την τάξη. Ίσως κάποτε να έχουμε ξανά, ναι; Κάποιοι νόμιζαν ότι η Πανάρχισσα Αμάθιρα θα επανέφερε την Πολιτοφυλακή στα καθήκοντα της, αλλά αν ήμουν στη θέση της, με τον όχλο να κάνει επεισόδια τη μέρα της ενθρόνισης μου... Τα Τέκνα του Φωτός σκότωσαν πολλούς από αυτούς που έκαναν ταραχές. Ίσως αυτό να σημαίνει ότι δεν θα έχουμε άλλες ταραχές, αλλά ίσως και να σημαίνει ότι οι επόμενες θα είναι δυο φορές χειρότερες, δέκα φορές χειρότερες. Νομίζω ότι κι εγώ θα κρατούσα την Πολιτοφυλακή και τα Τέκνα κοντά μου. Αλλά αυτές οι συζητήσεις χαλάνε το φαγητό». Εξέτασε το τραπέζι και ένευσε μόνη της επιδοκιμαστικά, με τις χάντρες στις ψιλές κοτσίδες της να κροταλίζουν. Καθώς έκανε να γυρίσει προς την πόρτα, σταμάτησε μ' ένα μικρό χαμόγελο. «Η μόδα είναι να τρως το Ντομανό φαγητό με τα σούρσα και φυσικά κάνουμε ό,τι προστάζει η μόδα. Όμως... δεν είναι κανείς άλλος εδώ για να σας δει, ναι; Για την περίπτωση που θα θέλατε κουτάλια και πιρούνια, είναι κάτω από την πετσέτα». Έδειξε το δίσκο στην άκρη του τραπεζιού. «Καλή όρεξη».

Η Νυνάβε και η Εγκήνιν περίμεναν να κλείσει η πόρτα πίσω από τη γυναίκα και μετά κοιτάχτηκαν χαμογελώντας πλατιά και πήραν το δίσκο με αναξιοπρεπή βιασύνη. Η Ηλαίην, πάντως, κατάφερε να πιάσει πρώτη πιρούνι και κουτάλι· οι άλλες δύο δεν είχαν μάθει να τρώνε τα λίγα λεπτά που έμεναν σε μια μαθητευόμενη ανάμεσα στις αγγαρείες και τα μαθήματά της.

«Είναι αρκετά νόστιμο», είπε η Εγκήνιν αφού έφαγε την πρώτη μπουκιά, «αρκεί να φτάσει πρώτα στο στόμα σου». Η Νυνάβε γέλασε μαζί της.

Τις επτά μέρες από τότε που είχαν γνωρίσει τη μελαχρινή γυναίκα με τα γαλανά μάτια και την αργή, συρτή ομιλία, την είχαν συμπαθήσει και οι δύο. Ήταν μια αναζωογονητική αλλαγή από τη φλυαρία της Ρέντρα για μαλλιά, ρούχα και επιδερμίδες, όπως και από τις ματιές στο δρόμο από ανθρώπους που έμοιαζαν έτοιμοι να τους κόψουν το λαρύγγι για ένα χάλκινο νόμισμα. Ήταν η τέταρτη επίσκεψή της μετά την πρώτη εκείνη συνάντηση και η Ηλαίην τις είχε απολαύσει όλες. Η Εγκήνιν είχε μια ευθύτητα και έναν αέρα ανεξαρτησίας τον οποίο η Ηλαίην θαύμαζε. Ίσως να ήταν μονάχα μια μικρή έμπορος, που ασχολιόταν με ό,τι έβρισκε, αλλά όταν έλεγε τη γνώμη της χωρίς να λογαριάζει κανέναν δεν συγκρινόταν μαζί της ούτε ο Γκάρεθ Μπράυν.

Πάντως η Ηλαίην ευχόταν να μην είναι τόσο συχνές αυτές οι επισκέψεις. Ή μάλλον να μην είναι η ίδια και η Νυνάβε τόσο συχνά στην Αυλή των Τριών Δαμάσκηνων για να τις βρίσκει η Εγκήνιν. Οι σχεδόν διαρκείς ταραχές μετά την ενθρόνιση της Αμάθιρα έκαναν σχεδόν αδύνατη τη μετακίνηση στην πόλη, παρά το απόσπασμα των σκληροτράχηλων ναυτών του Ντόμον. Ακόμα και η Νυνάβε το είχε παραδεχτεί, όταν είχαν αναγκαστεί να το σκάσουν από μια βροχή πέτρες, που ήταν μεγάλες σαν γροθιά. Ο Θομ ακόμα υποσχόταν ότι θα έβρισκε άμαξα και άλογα, όμως η Ηλαίην αναρωτιόταν αν έψαχνε πραγματικά. Ο Θομ και ο Τζούιλιν έμοιαζαν ανυπόφορα ευχαριστημένοι που η Ηλαίην και η Νυνάβε είχαν κλειστεί στο πανδοχείο. Αυτοί γυρνούν μελανιασμένοι ή ματωμένοι, αλλά δεν θέλουν εμείς ούτε το νυχάκι μας να σπάσουμε, σκέφτηκε πικρόχολα. Γιατί οι άντρες πάντα θεωρούσαν ότι ήταν σωστό να σε προσέχουν, ενώ δεν πρόσεχαν τον εαυτό τους;

Από τη γεύση του κρέατος υποψιάστηκε ότι, αν ο Θομ ήθελε να βρει άλογα, έπρεπε να ρίξει μια ματιά στα μαγειρεία του πανδοχείου. Η σκέψη ότι μπορεί να έτρωγε άλογο της έφερε αναγούλα. Διάλεξε ένα πιάτο που είχε μόνο λαχανικά, σκούρα μανιτάρια σε κομματάκια, κόκκινες πιπεριές και κάποιου είδους μαλακά, πράσινα βλασταράκια σε μια ανοιχτόχρωμη, πιπεράτη σάλτσα.

«Τι θα συζητήσουμε σήμερα;» ρώτησε η Νυνάβε την Εγκήνιν. «Έχεις κάνει σχεδόν όλες τις ερωτήσεις που μπορώ να σκεφτώ». Ή τουλάχιστον σχεδόν όσες ήξεραν να απαντήσουν. «Αν θέλεις να μάθεις κι άλλα για τις Άες Σεντάι, πρέπει να πας στον Πύργο ως μαθητευόμενη».

Η Εγκήνιν μόρφασε ασυναίσθητα, όπως έκανε κάθε φορά που ακουγόταν ένας υπαινιγμός ότι είχε κάποια σχέση με τη Δύναμη. Ανακάτεψε για λίγο τα περιεχόμενα ενός μικρού πιάτου, κοιτάζοντάς το κατσουφιασμένη. «Δεν προσπαθήσατε να μου κρύψετε», είπε αργά, «ότι ψάχνετε για κάποιες γυναίκες. Αν δεν γίνομαι αδιάκριτη για τα μυστικά σας, θα ήθελα να ρωτήσω —» Σταμάτησε, επειδή ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.

Ο Μπέυλ Ντόμον μπήκε μέσα δίχως προειδοποίηση και στο στρογγυλό του πρόσωπο πάλευαν η ανησυχία με την ικανοποίηση. «Τις βρήκα», άρχισε να λέει και μετά τινάχτηκε βλέποντας την Εγκήνιν. «Εσύ!»

Οι άλλες έμειναν εμβρόντητες όταν είδαν την Εγκήνιν να σηκώνεται μ' έναν πήδο, ρίχνοντας κάτω την καρέκλα, και να δίνει μια γροθιά στην κοιλιά του Ντόμον, τόσο γοργά που το μάτι δεν προλάβαινε να παρακολουθήσει την αλληλουχία των γεγονότων. Ο Ντόμον με κάποιον τρόπο της έπιασε τον καρπό με το μεγάλο χέρι του, τον έστριψε —για μια φευγαλέα στιγμή φάνηκαν να προσπαθούν να αγκιστρώσουν καθένας με το πόδι τον αστράγαλο του άλλου· η Εγκήνιν αποπειράθηκε να τον χτυπήσει στο λαιμό― και μετά κάπως έγινε και η Εγκήνιν βρέθηκε ξαπλωμένη μπρούμυτα στο πάτωμα, με την μπότα του Ντόμον στον ώμο της και το χέρι της ανεβασμένο κόντρα στο γόνατό του. Έστω κι έτσι, κατάφερε να βγάλει το μαχαίρι από τη ζώνη της.

Η Ηλαίην ύφανε ροές Αέρα γύρω από το ζευγάρι πριν καν καταλάβει ότι είχε αγκαλιάσει το σαϊντάρ και τους ακινητοποίησε εκεί που βρίσκονταν. «Τι σημαίνουν όλα αυτά;» ζήτησε να μάθει με τον πιο παγερό τόνο που διέθετε.

«Πώς τολμάς, αφέντη Ντόμον;» Η φωνή της Νυνάβε ήταν εξίσου παγερή. «Άφησέ την!» τον διέταξε. «Εγκήνιν, γιατί πήγες να τον χτυπήσεις; Σου είπα να την αφήσεις, Ντόμον!» πρόσθεσε πιο ζεστά αυτή τη φορά και κάπως ανήσυχα.

«Δεν μπορεί, Νυνάβε». Η Ηλαίην ευχήθηκε να μπορούσε η Νυνάβε τουλάχιστον να βλέπει τις ροές χωρίς να είναι θυμωμένη. Πράγματι πήγε να τον χτυπήσει πρώτη. «Εγκήνιν, γιατί;»

Η μελαχρινή γυναίκα έμεινε εκεί με τα μάτια κλειστά και το στόμα σφιγμένο· οι αρθρώσεις της είχαν ασπρίσει καθώς έσφιγγε τη λαβή του μαχαιριού.

Ο Ντόμον αγριοκοίταξε την Ηλαίην και τη Νυνάβε, ενώ οι τρίχες του παράξενου Ιλιανού γενιού του έμοιαζαν να έχουν σηκωθεί όρθιες. Το μόνο που του είχε αφήσει η Ηλαίην ελεύθερο να κουνά ήταν το κεφάλι. «Αυτή η γυναίκα είναι Σωντσάν!» μούγκρισε.

Η Ηλαίην και η Νυνάβε αντάλλαξαν ξαφνιασμένες ματιές. Η Εγκήνιν; Σωντσάν; Ήταν αδύνατον. Έπρεπε να είναι αδύνατον.

«Είσαι βέβαιος;» ρώτησε αργά, χαμηλόφωνα η Νυνάβε. Έμοιαζε κι αυτή αποσβολωμένη.

«Ποτέ δεν θα ξεχάσω το πρόσωπο της», αποκρίθηκε με σίγουρο ύφος ο Ντόμον. «Καπετάνισσα. Αυτή με πήγε στο Φάλμε, εμένα και το πλοίο μου, αιχμαλώτους των Σωντσάν».

Η Εγκήνιν δεν έκανε καμία προσπάθεια να το αρνηθεί, μόνο έμεινε εκεί σφίγγοντας το μαχαίρι της. Μα τη συμπαθώ!

Προσεκτικά, η Ηλαίην άλλαξε την ύφανση των ροών και το χέρι της Εγκήνιν που κρατούσε το μαχαίρι έμεινε ελεύθερο ως τον καρπό. «Αφησε το, Εγκήνιν», είπε γονατίζοντας πλάι της. «Σε παρακαλώ». Ύστερα από μια στιγμή, η Εγκήνιν άνοιξε το χέρι. Η Ηλαίην πήρε το μαχαίρι και οπισθοχώρησε, λύνοντας τελείως τις ροές. «Άφησέ τη να σηκωθεί, αφέντη Ντόμον».

«Είναι Σωντσάν, κυρά», διαμαρτυρήθηκε αυτός, «και σκληρή σαν σιδερένιο καρφί».

«Άφησέ τη να σηκωθεί».

Μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του, άφησε τον καρπό της Εγκήνιν κι απομακρύνθηκε γοργά, σαν να περίμενε ότι θα του ορμούσε ξανά. Η μελαχρινή γυναίκα —η Σωντσάν― απλώς έμεινε να στέκεται εκεί. Κούνησε τον ώμο που της είχε γυρίσει ο Ντόμον, κοιτάζοντάς τον σκεπτικά, έριξε μια ματιά στην πόρτα και ύστερα ύψωσε το κεφάλι και στάθηκε να περιμένει, δείχνοντας απόλυτη αταραξία. Της ήταν δύσκολο να μη συνεχίσει να τη θαυμάζει.

«Σωντσάν», μούγκρισε η Νυνάβε. Έσφιξε μια χούφτα από τις μακριές κοτσίδες της και ύστερα κοίταξε παράξενα το χέρι της και το άνοιξε, όμως τα φρύδια της ήταν ακόμα ζαρωμένα και το βλέμμα τη σκληρό. «Σωντσάν! Και απέκτησες ύπουλα τη φιλία μας. Νόμιζα ότι όλοι είχατε φύγει για εκεί όπου ήρθατε. Τι κάνεις εδώ, Εγκήνιν; Ήταν πραγματικά τυχαία η συνάντηση μας; Γιατί έψαξες να μας βρεις; Ήθελες να μας παρασύρεις κάπου που οι βρωμερές σουλ'ντάμ σου θα έδεναν τα λουριά τους στο λαιμό μας;» Τα γαλανά μάτια της Εγκήνιν πλάτυναν λιγάκι. «Ω, ναι», της είπε κοφτά η Νυνάβε, «ξέρουμε τα πάντα για σας τις Σωντσάν και τις σουλ'ντάμ και τις νταμέην σας. Ξέρουμε περισσότερα από σας. Αλυσοδένετε τις γυναίκες που μπορούν να διαβιβάζουν, αλλά εκείνες που χρησιμοποιείτε για να τις ελέγχουν μπορούν κι αυτές να διαβιβάζουν, Εγκήνιν. Για κάθε γυναίκα που μπορεί να διαβιβάζει και την έχετε δεμένη στο λουρί, σαν ζώο, προσπερνάτε άλλες δέκα ή είκοσι κάθε μέρα χωρίς να το καταλαβαίνετε».

«Το ξέρω», είπε ανέκφραστα η Εγκήνιν και η Νυνάβε έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

Η Ηλαίην αισθανόταν τα μάτια της έτοιμα να πέσουν από τις κόγχες τους. «Το ξέρεις;» Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε, χωρίς τώρα η φωνή της να μοιάζει με κατάπληκτο σκούξιμο. «Εγκήνιν, νομίζω ότι λες ψέματα. Δεν έχω συναντήσει πολλούς Σωντσάν και όσους γνώρισα ήταν μόνο για λίγα λεπτά, αλλά ξέρω κάποια που σας γνωρίζει. Οι Σωντσάν δεν μισούν απλώς τις γυναίκες που διαβιβάζουν. Τις περνούν για ζώα. Δεν θα το δεχόσουν τόσο εύκολα αν το ήξερες, ή αν έστω το πίστευες».

«Οι γυναίκες που φορούν το περιλαίμιο είναι οι γυναίκες που μπορούν να μάθουν να διαβιβάζουν», είπε η Εγκήνιν. «Δεν ήξερα ότι είναι κάτι που μαθαίνεις —μου δίδαξαν ότι η γυναίκα είτε μπορεί να διαβιβάζει, είτε δεν μπορεί― αλλά όταν μου είπατε ότι μπορείς να καθοδηγήσεις εκεί μια γυναίκα που δεν έχει γεννηθεί μ' αυτή την ικανότητα, το συμπέρανα. Μπορώ να καθίσω;» Ήταν πολύ ψύχραιμη.

Η Ηλαίην ένευσε και ο Ντόμον σήκωσε από το πάτωμα την καρέκλα της Εγκήνιν και στάθηκε πίσω της, ενώ αυτή καθόταν. Η μελαχρινή γυναίκα τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της. «Δεν ήσουν τόσο... δύσκολος... αντίπαλος την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε», του είπε.

«Είχες είκοσι αρματωμένους στρατιώτες στο κατάστρωμά μου τότε και μια νταμέην έτοιμη να τσακίσει το πλοίο μου σαν κλαράκι με τη Δύναμη. Μπορεί να αγκιστρώνω καρχαρία από τη βάρκα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θέλω να παλέψω μαζί του». Αναπάντεχα, της χαμογέλασε και έτριψε το πλευρό του, όπου πρέπει να τον είχε χτυπήσει η Εγκήνιν χωρίς η Ηλαίην να την έχει δει. «Κι εσύ δεν είσαι τόσο εύκολη αντίπαλος όσο νόμιζα ότι θα ήσουν χωρίς την πανοπλία και το σπαθί σου».

Ο κόσμος της γυναίκας σίγουρα είχε γυρίσει τα πάνω κάτω στο φως των ίδιων της των σκέψεων, όμως το δεχόταν χωρίς συναισθηματισμό. Η Ηλαίην δεν φανταζόταν τι θα μπορούσε να κάνει το δικό της κόσμο να αναποδογυριστεί έτσι, έλπιζε όμως ότι, αν ποτέ συνέβαινε αυτό, να μπορούσε να το αντιμετωπίσει με τη γαλήνια αυτοσυγκράτηση της Εγκήνιν. Πρέπει να πάψω να τη συμπαθώ. Είναι από τους Σωντσάν. Αν μπορούσαν, θα μου έβαζαν περιλαίμιο και θα με έκαναν σκυλάκι τους. Φως μου, πώς μπορείς να πάψεις να συμπαθείς κάποιον;

Η Νυνάβε δεν φαινόταν να έχει τόση δυσκολία. Ακούμπησε τα χέρια στο τραπέζι κι έγειρε προς την Εγκήνιν με τόση οργή, που οι κοτσίδες της κουνήθηκαν ανάμεσα στα πιάτα. «Τι κάνεις εδώ στο Τάντσικο; Νόμιζα ότι είχατε φύγει όλοι μετά το Φάλμε. Και γιατί θέλησες να κερδίσεις ύπουλα την εμπιστοσύνη μας, σαν φίδι που πάει να φάει αυγά; Αν νομίζεις ότι θα μας φορέσεις το περιλαίμιο, γελιέσαι!»

«Ποτέ δεν ήταν αυτή η πρόθεση μου», είπε μουδιασμένα η Εγκήνιν. «Το μόνο που ήθελα από σας ήταν να μάθω για τις Άες Σεντάι. Και...» Για πρώτη φορά έδειξε δισταγμό, αβεβαιότητα. Έσφιξε τα χείλη, κοίταξε τη Νυνάβε, την Ηλαίην και ύστερα κούνησε το κεφάλι. «Δεν είστε όπως με έμαθαν. Το Φως να με βοηθήσει, σας... συμπαθώ».

«Μας συμπαθείς». Ο τόνος της Νυνάβε το έκανε να ακουστεί σαν έγκλημα. «Αυτό δεν απαντά στις ερωτήσεις μου».

Η Εγκήνιν δίστασε πάλι και ύστερα σήκωσε το κεφάλι προκλητικά. «Κάποιες σουλ'ντάμ έμειναν στο Φάλμε. Λιποτάκτησαν μετά την καταστροφή. Έστειλαν μερικές από μας να τις φέρουμε πίσω. Βρήκα μόνο μία, όμως ανακάλυψα ότι το α'ντάμ μπορεί να την αιχμαλωτίσει». Είδε τις γροθιές της Νυνάβε να σφίγγονται και βιάστηκε να συνεχίσει. «Την άφησα να φύγει χθες τη νύχτα. Θα το πληρώσω ακριβά αν μαθευτεί ποτέ αυτό, αλλά μετά τις συζητήσεις μας, δεν μπορούσα...» Έκανε μια γκριμάτσα κουνώντας το κεφάλι. «Να γιατί έμεινα μαζί σας όταν η Ηλαίην αποκάλυψε τι είναι. Ήξερα ότι η Μπέθαμιν ήταν σουλ'ντάμ. Όταν ανακάλυψα ότι το α'ντάμ την αιχμαλώτιζε, ότι μπορούσε... Έπρεπε να μάθω, να καταλάβω τι συμβαίνει με τις γυναίκες που μπορούν να διαβιβάζουν». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τι σκοπεύετε να με κάνετε;» Τα χέρια της, που ήταν σταυρωμένα στο τραπέζι, δεν έτρεμαν.

Η Νυνάβε άνοιξε θυμωμένη το στόμα και αμέσως μετά το ξανάκλεισε αργά. Η Ηλαίην ήξερε τη δυσκολία που αντιμετώπιζε. Ίσως τώρα η Νυνάβε να μισούσε την Εγκήνιν, αλλά τι θα την έκαναν; Δεν ήταν σαφές αν είχε διαπράξει κάποιο έγκλημα στο Τάντσικο και, εν πάση περιπτώσει, η Πολιτοφυλακή νοιαζόταν μόνο να φυλάξει το τομάρι της. Ήταν μια Σωντσάν, είχε χρησιμοποιήσει σουλ'ντάμ και νταμέην, αλλά από την άλλη μεριά ισχυριζόταν ότι είχε αφήσει την Μπέθαμιν να φύγει. Για ποιο έγκλημα μπορούσαν να την τιμωρήσουν; Επειδή είχε κάνει ερωτήσεις, στις οποίες οι ίδιες είχαν απαντήσει αβίαστα; Επειδή τις είχε κάνει να τη συμπαθήσουν;

«Θα ήθελα να σου γδάρω το τομάρι», μούγκρισε η Νυνάβε. Ξαφνικά γύρισε το κεφάλι προς τον Ντόμον. «Τις βρήκες; Είπες ότι τις βρήκες. Πού;» Εκείνος σάλεψε τα πόδια του και έριξε μια ματιά με νόημα στο κεφάλι της Εγκήνιν, ενώ τα φρύδια του υψώνονταν ερωτηματικά.

«Πιστεύω ότι δεν είναι Σκοτεινόφιλη», είπε η Ηλαίην όταν είδε τη Νυνάβε να διστάζει.

«Και βέβαια δεν είμαι!» Η Εγκήνιν τις κοίταξε θυμωμένη, προσβεβλημένη.

Η Νυνάβε σταύρωσε τα χέρια, σαν να ήθελε να τα εμποδίσει να τραβούν τις κοτσίδες της, και την αγριοκοίταξε, πριν ρίξει ένα κατσουφιασμένο βλέμμα όλο κατηγορίες στον Ντόμον, λες και όλο αυτό το μπέρδεμα ήταν δικό του σφάλμα. «Δεν υπάρχει μέρος να την κλειδώσουμε», είπε τελικά, «και η Ρέντρα σίγουρα θα ήθελε να της πούμε το λόγο. Συνέχισε, αφέντη Ντόμον».

Αυτός έριξε μια τελική ματιά γεμάτη αμφιβολία στην Εγκήνιν. «Στο Παλάτι της Πανάρχισσας ένας άνθρωπός μου είδε δύο από τις γυναίκες στη λίστα. Εκείνη με τις γάτες και την άλλη από τη Σαλδαία».

«Είσαι σίγουρος;» είπε η Νυνάβε. «Στο Παλάτι της Πανάρχισσας; Μακάρι να τις είχες δει με τα ίδια σου τα μάτια. Οι γάτες αρέσουν και σ' άλλες γυναίκες, όχι μόνο στη Μάριλιν Γκεμάλφιν. Και η Άσνι Ζεράμινι δεν είναι η μοναδική γυναίκα από τη Σαλδαία, ακόμα και στο Τάντσικο».

«Μια στενοπρόσωπη γαλανομάτα με πλακουτσή μύτη, η οποία ταΐζει δώδεκα γάτες σ' αυτή την πόλη που ο κόσμος τρώει τις γάτες; Παρέα με μια άλλη, που έχει Σαλδική μύτη και γερτά μάτια; Δεν είναι ένα τόσο συνηθισμένο ζευγάρι, κυρά αλ'Μεάρα».

«Δεν είναι», συμφώνησε εκείνη. «Μα στο Παλάτι της Πανάρχισσας; Αφέντη Ντόμον, σε περίπτωση που το ξέχασες, πεντακόσιοι Λευκομανδίτες φυλάνε εκείνο το μέρος και τους διοικεί ένας Εξεταστής του Χεριού του Φωτός! Ο Τζάιτσιμ Κάριντιν και οι αξιωματικοί του σίγουρα θα αναγνωρίζουν τις Άες Σεντάι με την πρώτη ματιά. Θα έμεναν άπραγοι, αν έβλεπαν την Πανάρχισσα να προσφέρει καταφύγιο σε Άες Σεντάι;» Αυτός άνοιξε το στόμα, όμως το επιχείρημα της Άες Σεντάι ήταν βάσιμο και έτσι δεν έβγαλε μιλιά.

«Αφέντη Ντόμον», είπε η Ηλαίην, «τι θέλει ο άνθρωπός σου στο Παλάτι της Πανάρχισσας;»

Αυτός τράβηξε αμήχανα το γένι του και έτριψε με το χοντρό του δάχτυλο την άτριχη περιοχή πάνω από το χείλος του. «Να, ξέρεις, είναι γνωστό ότι της Πανάρχισσας Αμάθιρα της αρέσουν οι παγοπιπεριές, εκείνες οι άσπρες που καίνε πολύ, και μπορεί να είναι επιρρεπής στα δώρα, μπορεί και όχι, αλλά οι τελωνειακοί ξέρουν ποιος της έστειλε κάτι και αυτοί είναι επιρρεπείς».

«Δώρα;» είπε η Ηλαίην με αποδοκιμαστική φωνή. «Στις αποβάθρες ήσουν πιο τίμιος και τα έλεγες δωροδοκία». Ήταν παράξενο, αλλά η Εγκήνιν είχε στρίψει στην καρέκλα της και τον κοίταζε και αυτή αποδοκιμαστικά.

«Που να με φάει η μοίρα μου», μουρμούρισε αυτός, «δεν μου ζητήσατε να εγκαταλείψω τη δουλειά μου. Και δεν θα το έκανα ακόμα κι αν το ζητούσατε, ακόμα κι αν φέρνατε την ηλικιωμένη μητέρα μου να μου το ζητήσει. Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να κάνει τη δουλειά του». Η Εγκήνιν ξεφύσησε και ίσιωσε το κορμί.

«Η δωροδοκία δεν είναι δικό μας πρόβλημα, Ηλαίην». Η Νυνάβε φαινόταν αγανακτισμένη. «Δεν με νοιάζει αν δωροδοκήσει ολόκληρη την πόλη και αν βγάλει λαθραία —» Ένα χτύπημα στην πόρτα την έκανε να σταματήσει. Κοίταξε επιφυλακτικά τους υπόλοιπους. «Εσύ κάτσε ήσυχα», είπε κοφτά στην Εγκήνιν και μετά ύψωσε τη φωνή της. «Εμπρός».

Ο Τζούιλιν έχωσε το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας, φορώντας εκείνο το χαζό, κυλινδρικό καπέλο και κοιτώντας συνοφρυωμένος, όπως συνήθως, τον Ντόμον. Εξίσου σύνηθες φαινόμενο ήταν και οι αμυχές στο μελαψό του μάγουλο, όπως αυτή τώρα με το ξεραμένο αίμα· οι δρόμοι πλέον ήταν πιο σκληροί τη μέρα απ' όσο ήταν τη νύχτα, σε αντίθεση με αυτό που συνέβαινε τις πρώτες τους μέρες στο Τάντσικο. «Μπορώ να σου μιλήσω κατ' ιδίαν, κυρά αλ'Μεάρα;»

είπε όταν είδε την Εγκήνιν να κάθεται στο τραπέζι.

«Αντε, έλα και συ», του είπε απότομα η Νυνάβε. «Ύστερα απ' όσα έχει ακούσει, δεν έχει σημασία αν μάθει κάτι ακόμα. Τις βρήκες κι εσύ στο Παλάτι της Πανάρχισσας;»

Ενώ έκλεινε την πόρτα, έριξε μια δυσανάγνωστη ματιά στον Ντόμον με σφιγμένο το στόμα. Ο λαθρέμπορος χαμογέλασε, δείχνοντας ένα πλήθος δόντια. Για μια στιγμή φαίνονταν έτοιμοι να αρπαχτούν.

«Άρα ο Ιλιανός με πρόφτασε», μουρμούρισε πικρά ο Τζούιλιν. Αγνόησε τον Ντόμον και απευθύνθηκε στη Νυνάβε. «Σου είπα ότι η γυναίκα με τη λευκή πινελιά στα μαλλιά θα με οδηγούσε σ' αυτές. Είναι χαρακτηριστική. Και είδα εκεί και την Ντομανή. Από μακριά —δεν είμαι τόσο ανόητος ώστε να κολυμπήσω μέσα σε ένα κοπάδι ασημόκαρφα― αλλά δεν πιστεύω να υπάρχει άλλη Ντομανή σ' ολόκληρο το Τάραμπον εκτός από την Τζεάνε Κάιντε».

«Εννοείς ότι όντως είναι στο Παλάτι της Πανάρχισσας;» αναφώνησε η Νυνάβε.

Η έκφραση του Τζούιλιν δεν άλλαξε, όμως τα μαύρα μάτια του γούρλωσαν λιγάκι και στράφηκαν για μια στιγμή στον Ντόμον. «Άρα δεν είχε αποδείξεις», μουρμούρισε ικανοποιημένος.

«Είχα και παραείχα αποδείξεις». Ο Ντόμον απέφυγε να κοιτάξει τον Δακρινό. «Αν δεν τις δέχτηκες πριν έρθει αυτός ο ψαράς, κυρά αλ'Μεάρα, δεν είναι δικό μου το σφάλμα».

Ο Τζούιλιν φούσκωσε το στήθος, όμως η Ηλαίην παρενέβη πριν ο κλεφτοκυνηγός προλάβει να μιλήσει. «Και οι δύο τις βρήκατε και οι δύο φέρατε αποδείξεις. Πιθανότατα κανένας από τους δύο δεν θα αρκούσε χωρίς τον άλλο. Τώρα ξέρουμε πού βρίσκονται χάρη και στους δυο σας». Αν μη τι άλλο, φάνηκαν ακόμα πιο ενοχλημένοι. Καμιά φορά οι άντρες ήταν πολύ χαζοί.

«Στο Παλάτι της Πανάρχισσας». Η Νυνάβε τράβηξε μια χούφτα κοτσίδες και μετά τις τίναξε πίσω από τον ώμο της με ένα κούνημα του κεφαλιού. «Αυτό που ζητάνε πρέπει να βρίσκεται εκεί. Αλλά αν το έχουν, τι κάνουν ακόμα στο Τάντσικο; Το παλάτι είναι πελώριο. Μπορεί να μην το βρήκαν ακόμα. Όχι ότι μας βοηθάει αυτό, αν εμείς είμαστε εδώ έξω κι αυτές εκεί μέσα!»

Ο Θομ, ως συνήθως, μπήκε χωρίς να χτυπήσει, συλλαμβάνοντας τη σκηνή με μια ματιά. «Κυρά Εγκήνιν», μουρμούρισε με μια κομψή υπόκλιση, που δεν τη χάλασε καθόλου η χωλότητά του. «Νυνάβε, αν θα μπορούσα να σου μιλήσω κατ' ιδίαν, έχω σημαντικά νέα».

Η νωπή μελανάδα στο τραχύ του πρόσωπο θύμωσε την Ηλαίην περισσότερο απ' όσο το σχίσιμο στον καλό, καφετή μανδύα του. Ο άνθρωπος ήταν πολύ γέρος για να τριγυρνά στους δρόμους του Τάντσικο. Σε οποιονδήποτε επικίνδυνο δρόμο. Ήταν ώρα να τον πείσει να αποσυρθεί και να του βρει ένα μέρος ασφαλές και βολικό για να ζήσει. Τέρμα οι περιπλανήσεις του βάρδου από χωριό σε χωριό. Θα το κανόνιζε.

Η Νυνάβε έριξε στον Θομ μια ματιά σαν μαχαίρι. «Δεν έχω χρόνο γι' αυτά. Οι Μαύρες αδελφές είναι στο Παλάτι της Πανάρχισσας και δεν ξέρω αν η ίδια η Αμάθιρα τις βοηθά να το ψάξουν από το κελάρι ως τη σοφίτα».

«Μόλις πριν από μια ώρα το έμαθα», είπε αυτός σαστισμένος. «Πού το...;» Κοίταξε τον Ντόμον και τον Τζούιλιν, που ήταν μουτρωμένοι κι οι δυο, σαν αγοράκια που ήθελαν όλη την τούρτα.

Ήταν προφανές ότι απέρριπτε αυτούς τους δύο ως πηγή των πληροφοριών της Νυνάβε. Της Ηλαίην της ήρθε να χαμογελάσει. Ο Θομ καμάρωνε πάρα πολύ που ήξερε τα υπόγεια ρεύματα, τις μυστικές δοσοληψίες. «Ο Πύργος έχει τον τρόπο του, Θομ», του είπε με ένα παγερό, μυστηριώδες ύφος. «Φρόνιμο είναι να μη ρωτάς για τις μεθόδους των Άες Σεντάι». Αυτός κατσούφιασε, με τα φουντωτά, λευκά φρύδια του να χαμηλώνουν με αβεβαιότητα. Ήταν εξαιρετικά ικανοποιητικό. Η Ηλαίην κατάλαβε ότι ο Τζούιλιν και ο Ντόμον την κοίταζαν σμίγοντας επίσης τα φρύδια και ξαφνικά χρειάστηκε να βάλει τα δυνατά της για να μην κοκκινίσει. Αν άνοιγαν το στόμα, θα φαινόταν χαζή. Τελικά θα μιλούσαν· οι άντρες πάντα μιλούσαν. Το καλύτερο θα ήταν να το κρύψει και να ελπίζει. «Θομ, έμαθες κάτι που να δείχνει αν η Αμάθιρα είναι Σκοτεινόφιλη;»

«Τίποτα». Τράβηξε εκνευρισμένος το μακρύ μουστάκι του. «Απ' ό,τι φαίνεται, έχει να δει τον Άντρικ από τότε που έβαλε το Στέμμα του Δέντρου. Μπορεί οι ταραχές στους δρόμος να κάνουν επικίνδυνο το ταξίδι μεταξύ του Παλατιού του Βασιλιά και του Παλατιού της Πανάρχισσας. Μπορεί απλώς να κατάλαβε ότι τώρα η εξουσία της είναι ίση με τη δική του και δεν είναι πειθήνια όσο πριν. Τίποτα δεν δείχνει τι υπηρετεί». Έριξε μια ματιά στη μελαχρινή γυναίκα. «Είμαι ευγνώμων για τη βοήθεια που σας πρόσφερε η κυρά Εγκήνιν με εκείνους τους κλέφτες, αλλά ως τώρα νόμιζα ότι είναι μια φίλη που τη γνωρίσατε τυχαία. Μπορώ να ρωτήσω ποια είναι και της επιτρέπετε να τα ακούει όλα αυτά; Αν θυμάμαι καλά, Νυνάβε, είχες απειλήσει να δέσεις κόμπο τις γλώσσες που μιλούσαν απρόσεκτα», πρόσθεσε.

«Είναι Σωντσάν», του είπε η Νυνάβε. «Κλείσε το στόμα πριν καταπιείς κανένα σκώρο, Θομ, και κάθισε κάτω. Ας φάμε όσο προσπαθούμε να δούμε τι θα κάνουμε».

«Μπροστά της;» είπε ο Θομ. «Μια Σωντσάν;» Είχε ακούσει ένα μέρος της ιστορίας του Φάλμε από την Ηλαίην —ένα μέρος της― και σίγουρα είχε ακούσει τις φήμες που κυκλοφορούσαν εδώ· κοίταξε εξεταστικά την Εγκήνιν, σαν να αναρωτιόταν πού έκρυβε τα κέρατά της. Ο Τζούιλιν έμοιαζε να πνίγεται, κρίνοντας από τα γουρλωμένα μάτια του· πρέπει να είχε ακούσει κι αυτός τις φήμες στο Τάντσικο.

«Τι προτείνεις, να ζητήσω από τη Ρέντρα να την κλειδώσει σε καμιά αποθήκη;» ρώτησε ήρεμα η Νυνάβε. «Αυτό θα έδινε λαβή για σχόλια, δεν είναι έτσι; Είμαι βέβαιη ότι τρεις μεγαλόσωμοι και δασύτριχοι άντρες μπορούν να προστατεύσουν εμένα και την Ηλαίην, αν η Εγκήνιν βγάλει ένα στρατό των Σωντσάν από το θύλακό της. Κάθισε, Θομ, ή μείνε να φας όρθιος, αλλά πάψε να κοιτάζεις. Όλοι σας, καθίστε. Θέλω να φάω πριν κρυώσει το φαΐ».

Αυτό έκαναν, ενώ ο Θομ φαινόταν δυσαρεστημένος, όπως και ο Τζούιλιν με τον Ντόμον. Μερικές φορές ο τρόπος που φοβέριζε τον κόσμο η Νυνάβε έφερνε αποτελέσματα. Ίσως ο Ραντ να ήθελε λίγη φοβέρα.

Έδιωξε τον Ραντ από το μυαλό της και αποφάσισε ότι ήταν ώρα να πει κάτι που να αξίζει. «Δεν καταλαβαίνω πώς θα μπορούσαν οι Μαύρες αδελφές να είναι στο Παλάτι της Πανάρχισσας χωρίς να το γνωρίζει η Αμάθιρα», είπε τραβώντας την καρέκλα για να καθίσει. «Όπως το βλέπω, αυτό το δεδομένο ανοίγει τρεις πιθανότητες. Πρώτον, η Αμάθιρα είναι Σκοτεινόφιλη. Δεύτερον, τις νομίζει για Άες Σεντάι. Και τρίτον, είναι αιχμάλωτη τους». Για κάποιο λόγο, το επιδοκιμαστικό νεύμα του Θομ την έκανε να νιώσει μια ζεστασιά μέσα της. Τι χαζό. Μπορεί ο Θομ να ήξερε το Παιχνίδι των Οίκων, αλλά δεν έπαυε να είναι ένας ανόητος ραψωδός, που τα είχε εγκαταλείψει όλα για να γίνει βάρδος. «Όπως και να έχει, θα τις βοηθήσει να ψάξουν γι' αυτό που θέλουν, αλλά μου φαίνεται ότι, αν τις θεωρεί Άες Σεντάι, ίσως καταφέρουμε να επιστρατεύσουμε τη βοήθειά της, αν μάθει την αλήθεια. Ακόμα και η Λίαντριν με τις συντρόφισσές της δεν θα μπορούσαν να μείνουν στο Παλάτι αν η Πανάρχισσα διέταζε τους ανθρώπους της να το αδειάσουν και τότε θα μπορούσαμε να ψάξουμε απερίσπαστα».

«Το πρόβλημα είναι να ανακαλύψομε αν είναι σύμμαχος, πλανημένη ή αιχμάλωτη», είπε ο Θομ χειρονομώντας με τα δύο σούρσα σου. Ήξερε τέλεια να τα χειρίζεται!

Ο Τζούιλιν κούνησε το κεφάλι. «Το πραγματικό πρόβλημα θα είναι να φτάσουμε κοντά της, όποια κι αν είναι η κατάστασή της. Ο Τζάιτσιμ Κάριντιν έχει πεντακόσιους Λευκομανδίτες γύρω από το παλάτι, σαν ψαροπούλια γύρω από τις αποβάθρες. Η Λεγεώνα της Πανάρχισσας έχει τους διπλούς άντρες και τόσους περίπου έχει και η Πολιτοφυλακή. Ελάχιστα περιμετρικά φρούρια φυλάσσονται τόσο καλά».

«Δεν θα τους πολεμήσουμε», είπε ξερά η Νυνάβε. «Μη σκέφτεστε με τις τρίχες στο στήθος. Είναι ώρα για μυαλό, όχι για ρώμη. Όπως το βλέπω εγώ...»

Η συζήτηση κράτησε σε όλο το γεύμα και συνεχίστηκε και αφότου άδειασαν και το τελευταίο πιάτο. Η Εγκήνιν πρόσφερε μάλιστα μερικά οξυδερκή σχόλια, έχοντας περάσει αρκετή ώρα σιωπηλή, χωρίς να τρώει, χωρίς να δείχνει ότι άκουγε. Ήταν εύστροφη και ο Θομ εύκολα δεχόταν τις προτάσεις της, με τις οποίες συμφωνούσε, αν και απέρριπτε πεισματικά τις υπόλοιπες, όπως έκανε και μ' όλους τους άλλους. Ακόμα και ο Ντόμον, κάτι παράξενο, υποστήριξε την Εγκήνιν, όταν η Νυνάβε της ζήτησε να μη μιλάει. «Καλά τα λέει, κυρά αλ'Μεάρα. Μόνο οι ανόητοι αρνούνται να ακούσουν το σωστό, απ' όπου κι αν προέρχεται».

Δυστυχώς, μπορεί να γνώριζαν πού βρίσκονταν η Λίαντριν με τις συντρόφισσές της, αλλά αυτό δεν τις βοηθούσε, αφού δεν ήξεραν αν η Αμάθιρα ήταν με το μέρος τους· επίσης, δεν ήξεραν τι ζητούσαν οι Μαύρες αδελφές. Στο τέλος, ύστερα από δύο ώρες συζήτηση, αυτό ήταν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν, όπως επίσης και σε μερικές προτάσεις για το πώς θα μπορούσαν να βρουν την αλήθεια για την Αμάθιρα. Όπως φαινόταν, αυτό θα το αναλάμβαναν οι άντρες με τον ιστό των επαφών τους, που τύλιγε το Τάντσικο.

Κανένας από αυτούς τους ανόητους δεν ήθελε να τις αφήσει μόνες με μια Σωντσάν ― μέχρι που η Νυνάβε θύμωσε τόσο, που τους τύλιξε σε ροές Αέρα ενώ χρονοτριβούσαν όρθιοι στην πόρτα. «Τι λέτε», είπε παγερά, περικυκλωμένη από τη λάμψη του σαϊντάρ, «δεν θα καταφέρει μια από μας να της κάνει το ίδιο, αν βγάλει κιχ;» Δεν τους απελευθέρωσε, παρά μόνο όταν συμφώνησαν με ένα νεύμα των κεφαλιών τους, το μόνο μέρος του σώματος που μπορούσαν να κουνήσουν.

«Επιβάλλεις αυστηρή πειθαρχία στο πλήρωμα σου», είπε η Εγκήνιν μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω τους.

«Κλείσε το στόμα, Σωντσάν!» Η Νυνάβε σταύρωσε σφιχτά τα χέρια· όπως φαινόταν, είχε πάψει να τραβά τις κοτσίδες της όταν ήταν θυμωμένη. «Κάτσε κάτω και κλείσε-το-στόμα!»

Ήταν κουραστικό για την Ηλαίην να περιμένει, κοιτώντας τις ζωγραφιστές δαμασκηνιές και τα μπουμπούκια που έπεφταν στους δίχως παράθυρα τοίχους, βηματίζοντας ή βλέποντας τη Νυνάβε να βηματίζει, ενώ ο Θομ, ο Τζούιλιν και ο Ντόμον ήταν έξω και έκαναν κάτι. Αλλά ήταν ακόμα χειρότερο όταν οι άντρες έρχονταν ανά διαστήματα, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, ανέφεραν ότι άλλη μια πιθανότητα είχε ακυρωθεί ή άλλος ένας δρόμος κατέληγε σε αδιέξοδο, άκουγαν τι είχαν μάθει οι άλλοι και ξανάφευγαν τρέχοντας.

Την πρώτη φορά που επέστρεψε ο Θομ —με άλλη μια μελανάδα, στο άλλο μάγουλο― η Ηλαίην δεν άντεξε και του μίλησε. «Δεν θα τα κατάφερνες καλύτερα εδώ, Θομ, που θα μπορείς να μαθαίνεις αυτά που αναφέρουν ο Τζούιλιν και ο αφέντης Ντόμον; Μπορείς να τα αξιολογήσεις καλύτερα από τη Νυνάβε κι εμένα».

Εκείνος κούνησε το αναμαλλιασμένο ξεροκέφαλό του, ενώ η Νυνάβε ξεφυσούσε αρκετά δυνατά ώστε να ακουστεί ως το διάδρομο. «Έχω ένα στοιχείο για ένα σπίτι στη Βεράνα, όπου υποτίθεται ότι η Αμάθιρα είχε πάει κρυφά μερικά βράδια, λίγο πριν γίνει Πανάρχισσα». Και χάθηκε πριν η Ηλαίην πει λέξη.

Την άλλη φορά που γύρισε —αναφέροντας ότι το σπίτι ήταν της παλιάς νταντάς της Αμάθιρα, ενώ φαινόταν καθαρά ότι κούτσαινε πιο έντονα― η Ηλαίην μίλησε μ' όση σιγουριά μπορούσε. «Θομ, θέλω να καθίσεις κάτω. Θα μείνεις εδώ. Δεν θέλω να τραυματιστείς».

«Να τραυματιστώ;» είπε αυτός. «Παιδί μου, ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα καλύτερα. Πες στον Τζούιλιν και τον Μπέυλ ότι υποτίθεται πως υπάρχει μια γυναίκα ονόματι Τσερίντρα σ' αυτή την πόλη, η οποία ισχυρίζεται ότι ξέρει πολλά και διάφορα σκοτεινά μυστικά της Αμάθιρα». Και ξαναβγήκε χωλαίνοντας, με το μανδύα να στροβιλίζεται πίσω του. Ο μανδύας είχε άλλο ένα σχίσιμο. Ο ξεροκέφαλος γέρος.

Κάποια στιγμή, μια δυνατή οχλοβοή διαπέρασε τους χοντρούς τοίχους, κτηνώδεις φωνές και κραυγές από το δρόμο. Η Ρέντρα όρμησε στο δωμάτιο, πάνω που η Ηλαίην είχε αποφασίσει να βγει και να δει μόνη της τι συνέβαινε. «Ένα καβγάς εδώ έξω. Μην ασχολείστε. Οι άντρες του Μπέυλ Ντόμον το κανόνισαν, ναι. Δεν θέλω να ανησυχείτε».

«Επεισόδια, εδώ;» είπε κοφτά η Νυνάβε. Η γειτονιά του πανδοχείου ήταν από τις λίγες ήρεμες περιοχές της πόλης.

«Μην ανησυχείτε», είπε η Ρέντρα, προσπαθώντας να τις ηρεμήσει. «Μπορεί να θέλουν φαγητό. Θα τους πω πού είναι το συσσίτιο του Μπέυλ Ντόμον και θα φύγουν».

Ύστερα από λίγο η φασαρία καταλάγιασε και η Ρέντρα έστειλε λίγο κρασί. Όταν ο σερβιτόρος έφυγε με μια μουτρωμένη έκφραση, μόνο τότε συνειδητοποίησε η Ηλαίην ότι ήταν το παλικάρι με τα πανέμορφα καστανά μάτια. Ο νεαρός είχε αρχίσει να αντιδρά στις παγερές ματιές της σαν να ήταν χαμόγελα. Μήπως ο ανόητος νόμιζε ότι η Ηλαίην είχε χρόνο να τον προσέξει;

Περίμενε και έκοβε βόλτες, έκοβε βόλτες και περίμενε. Η Τσερίντρα αποδείχτηκε μια ράφτρα, που την είχαν διώξει επειδή έκλεβε· αντί να είναι ευγνώμων που δεν την είχαν ρίξει στη φυλακή, τώρα διέδιδε ό,τι κατηγορίες της έλεγαν για την Αμάθιρα. Κάποιος, που ισχυριζόταν ότι είχε αποδείξεις πως η Αμάθιρα ήταν μια Άες Σεντάι του Μαύρου Άτζα, ισχυριζόταν επίσης ότι τα ίδια τεκμήρια αποδείκνυαν ότι ο Βασιλιάς Άντρικ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Η ομάδα των γυναικών που η Αμάθιρα συναντούσε μυστικά ήταν φίλες της, τις οποίες αντιπαθούσε ο Άντρικ, ενώ η αναπάντεχη ανακάλυψη ότι χρηματοδοτούσε αρκετά σκάφη λαθρεμπόρων δεν έβγαλε πουθενά. Σχεδόν όλοι οι ευγενείς, εκτός από τον ίδιο τον Άντρικ, είχαν ανάμιξη στο λαθρεμπόριο. Όλα τα στοιχεία αποδείχτηκαν εξίσου αδιέξοδα. Το χειρότερο που μπόρεσε να ανακαλύψει ο Θομ ήταν ότι η Αμάθιρα είχε πείσει δύο νεαρούς άρχοντες ότι καθένας ήταν ο αληθινός έρωτας της ζωής της και ότι ο Άντρικ ήταν απλώς ένα μέσο για να πετύχει το σκοπό της. Από την άλλη μεριά, είχε δεχτεί διάφορους άρχοντες στο Παλάτι της Πανάρχισσας, τόσο μόνη όσο και μαζί με κάποιες γυναίκες, οι οποίες αναγνωρίζονταν ως η Λίαντριν και άλλες στη λίστα· όπως αναφερόταν, ζητούσε και δεχόταν τις συμβουλές τους για τις αποφάσεις της. Σύμμαχοι ή αιχμάλωτες;»

Όταν ξανάρθε ο Τζούιλιν, τρεις ολόκληρες ώρες μετά τη δύση του ήλιου, στριφογυρνώντας στο χέρι ένα χοντρό σαν τον αντίχειρά του ραβδί με ανώμαλη επιφάνεια και μουρμουρίζοντας κάτι για έναν τύπο με ξεπλυμένα μαλλιά που είχε προσπαθήσει να τον ληστέψει, ο Θομ και ο Ντόμον είχαν ήδη σωριαστεί δυστυχείς στις καρέκλες γύρω από τραπέζι, μαζί με την Εγκήνιν.

«Εδώ θα ξαναγίνει το Φάλμε», μούγκρισε ο Ντόμον χωρίς να μιλά σε κάποιον συγκεκριμένα. Είχε μπροστά του το γερό ρόπαλο που είχε βρει από κάπου και τώρα φορούσε στη ζώνη ένα κοντό σπαθί. «Άες Σεντάι. Το Μαύρο Άτζα. Η Πανάρχισσα, μπλεγμένη κι αυτή. Αν δεν βρούμε αύριο κάτι, σκέφτομαι να φύγω από το Τάντσικο. Μεθαύριο στα σίγουρα, ακόμα κι αν μου ζητήσει να μείνω η ίδια μου η αδελφή!»

«Αύριο», είπε κουρασμένα ο Θομ, με τους αγκώνες στο τραπέζι και τις γροθιές στο σαγόνι. «Είμαι τόσο κουρασμένος, που δεν μπορώ πια να σκεφτώ καθαρά. Κατέληξα να ακούω έναν που δούλευε στο πλυσταριό του Παλατιού της Πανάρχισσας, ο οποίος ισχυρίζεται ότι άκουσε την Αμάθιρα να τραγουδά άσεμνα τραγούδια, από εκείνα που ακούς στις πιο κακόφημες ταβέρνες του λιμανιού. Κάθισα και τον άκουγα».

«Εγώ, πάντως», είπε ο Τζούιλιν γυρίζοντας μια καρέκλα για να καθίσει με τη ράχη της μπροστά του, «λέω να βγω να ψάξω απόψε. Βρήκα έναν επιδιορθωτή στεγών, που λέει ότι η γυναίκα με την οποία κάνει παρέα δούλευε με μια άλλη ράφτρα της Αμάθιρα. Απ' ό,τι μου είπε, η Αμάθιρα έδιωξε όλες τις ράφτρες της, χωρίς προειδοποίηση, τη μέρα που ενθρονίστηκε Πανάρχισσα. Θα με πάει να της μιλήσω, όταν τελειώσει μια δουλειά που έχει στο σπίτι ενός εμπόρου».

Η Νυνάβε πήγε στην κεφαλή του τραπεζιού με τις γροθιές στους γοφούς. «Δεν πας πουθενά απόψε, Τζούιλιν. Οι τρεις σας θα μείνετε εδώ και θα φυλάτε εναλλάξ την πόρτα μας». Οι άντρες ύψωσαν φωνές διαμαρτυρίας, φυσικά, όλοι μαζί.

«Έχω να ασχοληθώ και με το δικό μου εμπόριο, και αφού έφαγα τη μέρα μου να κάνω ερωτήσεις για σας...»

«Κυρά αλ'Μεάρα, αυτή η γυναίκα είναι το πρώτο άτομο που βρήκα που έχει δει την Αμάθιρα από τότε που έγινε Πανάρχισσα...»

«Νυνάβε, αύριο δεν θα μπορώ ούτε να ακούσω τις φήμες, πόσο μάλλον να βρω από πού έρχονται, αν περάσω τη νύχτα κάνοντας τον...»

Τους άφησε να τα πουν και να ησυχάσουν. Όταν σιγά-σιγά σταμάτησαν να μιλάνε, νομίζοντας ότι την είχαν πείσει, τους μίλησε αποφασιστικά. «Αφού δεν έχουμε πουθενά αλλού να βάλουμε τη Σωντσάν, θα πρέπει να κοιμηθεί μαζί μας. Ηλαίην, ζητάς από τη Ρέντρα να μας φέρει ένα στρώμα; Ας το βάλει στο πάτωμα, δεν πειράζει». Η Εγκήνιν την κοίταξε, αλλά δεν είπε τίποτα.

Οι άντρες ήταν σε δίλημμα· ή θα αρνούνταν και άρα θα πατούσαν το λόγο τους να κάνουν ό,τι τους έλεγε η Νυνάβε, ή θα συνέχιζαν να διαφωνούν και θα κλαψούριζαν. Την αγριοκοίταξαν και έμειναν να βράζουν μέσα τους — και συγκατένευσαν.

Η Ρέντρα προφανώς ξαφνιάστηκε που ζήτησαν μόνο ένα στρώμα, αλλά δέχτηκε την εξήγηση ότι η Εγκήνιν φοβόταν να βγει στους δρόμους και να ριψοκινδυνεύσει βραδιάτικα. Πειράχτηκε βλέποντας τον Θομ να κάθεται στο διάδρομο πλάι στην πόρτα τους. «Δεν μπήκαν εκείνοι οι άνθρωποι, αν και προσπάθησαν. Σας είπα ότι θα έφευγαν ακούγοντας για το συσσίτιο, ναι; Οι φιλοξενούμενοι της Αυλής των Τριών Δαμάσκηνων δεν χρειάζονται σωματοφύλακες στα δωμάτιά τους».

«Είμαι βέβαιη γι' αυτό», της είπε η Ηλαίην, προσπαθώντας ευγενικά να τη σπρώξει με την πόρτα για να βγει έξω. «Μόνο που ο Θομ και οι άλλοι ανησυχούν πολύ. Τους ξέρεις δα τους άντρες». Ο Θομ της έριξε ένα δηλητηριώδες βλέμμα κάτω από τα φουντωτά, λευκά φρύδια του, όμως η Ρέντρα ρούφηξε τη μύτη της, είπε ότι ναι, τους ήξερε και άφησε την Ηλαίην να κλείσει την πόρτα.

Η Νυνάβε αμέσως γύρισε προς την Εγκήνιν, που άπλωνε το στρώμα της στην άλλη πλευρά του κρεβατιού. «Βγάλε τα ρούχα σου, Σωντσάν. Θέλω να είμαι σίγουρη ότι δεν έχεις κρυμμένο άλλο μαχαίρι».

Η Εγκήνιν σηκώθηκε γαλήνια και ξεντύθηκε, μένοντας με το λινό μεσοφόρι της. Η Νυνάβε έψαξε εξονυχιστικά το φόρεμά της και μετά επέμεινε να ψάξει και την Εγκήνιν, πράγμα που έγινε χωρίς ιδιαίτερα απαλές κινήσεις. Δεν βρήκε τίποτα, αλλά αυτό δεν φάνηκε να την ησυχάζει.

«Τα χέρια στην πλάτη, Σωντσάν. Ηλαίην, δέσμευσέ την».

«Νυνάβε, δεν νομίζω ότι μπορεί να —»

«Δέσμευσε τη με τη Δύναμη, Ηλαίην», είπε τραχιά η Νυνάβε, «αλλιώς θα κόψω λουρίδες το φόρεμά της και θα τη δέσω χειροπόδαρα. Θυμάσαι τι έκανε σ' εκείνους στο δρόμο. Μάλλον δικοί της μπράβοι ήταν. Μπορεί να μας σκοτώσει στον ύπνο μας με γυμνά χέρια».

«Έλα τώρα, Νυνάβε, με τον Θομ απ' έξω —»

«Είναι Σωντσάν! Σωντσάν, Ηλαίην!» Έκανε σαν να μισούσε τη μελαχρινή γυναίκα επειδή την είχε αδικήσει προσωπικά κι αυτό ήταν παράξενο. Η Εγκουέν είχε πέσει στα χέρια τους, όχι η Νυνάβε. Έτσι που έσφιγγε το στόμα, φαινόταν αποφασισμένη να κάνει αυτό που ήθελε, είτε με τη Δύναμη, είτε με σκοινιά αν έβρισκε.

Η Εγκήνιν είχε ήδη ενώσει τους καρπούς πίσω από πλάτη της, υπάκουη αν και όχι ταπεινή. Η Ηλαίην ύφανε μια ροή Αέρα γύρω τους και τη στερέωσε· τουλάχιστον έτσι θα ήταν πιο άνετα από το να έχει λωρίδες από το φόρεμά της. Η Εγκήνιν τέντωσε λιγάκι τα χέρια, δοκιμάζοντας τα δεσμά που δεν μπορούσε να δει, και ανατρίχιασε. Θα ήταν σαν να προσπαθούσε να σπάσει μια ατσάλινη αλυσίδα. Σήκωσε τους ώμους, ξάπλωσε αδέξια στο στρώμα και τους γύρισε την πλάτη.

Η Νυνάβε άρχισε να βγάζει το φόρεμά της. «Δώσε μου το δαχτυλίδι, Ηλαίην».

«Είσαι σίγουρη, Νυνάβε;» Κοίταξε την Εγκήνιν με νόημα. Η άλλη γυναίκα δεν φαινόταν να προσέχει.

«Δεν θα τρέξει να μας προδώσει απόψε». Η Νυνάβε κοντοστάθηκε για να βγάλει το φόρεμα πάνω από το κεφάλι της και μετά κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, φορώντας το λεπτό, μεταξωτό, Ταραμπονέζικο μεσοφόρι της, για να κατεβάσει τις κάλτσες της. «Απόψε είναι η νύχτα που συμφωνήσαμε. Η Εγκουέν θα περιμένει μια από μας και είναι η σειρά μου. Θα ανησυχήσει αν δεν εμφανιστεί καμία μας».

Η Ηλαίην ψάρεψε το δερμάτινο κορδόνι από το στήθος της και το έβγαλε από το λαιμό του φορέματός της. Το πέτρινο δαχτυλίδι, όλο ψήγματα και ραβδώσεις σε γαλάζια, καφετιά και κόκκινα χρώματα, ήταν γερμένο στο χρυσό ερπετό που έτρωγε την ουρά του. Έλυσε το κορδόνι για να δώσει το τερ'ανγκριάλ στη Νυνάβε και αμέσως το ξανάδεσε και το ξαναφόρεσε. Η Νυνάβε πέρασε στο κορδόνι το πέτρινο τερ'ανγκριάλ μαζί με το δικό της δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού και το βαρύ, χρυσό δαχτυλίδι του Λαν και τα κρέμασε ανάμεσα στα στήθη της.

«Δώσε μου μια ώρα αφού βεβαιωθείς ότι κοιμάμαι», είπε και ξάπλωσε πάνω στο γαλάζιο κάλυμμα του κρεβατιού. «Δεν φαντάζομαι να χρειαστεί περισσότερο. Και το νου σου σ' αυτήν».

«Τι θα κάνει δεμένη, Νυνάβε;» Η Ηλαίην δίστασε. «Δεν νομίζω ότι θα μας έκανε κακό αν ήταν λυμένη», πρόσθεσε.

«Μην τολμήσεις!» η Νυνάβε σήκωσε το κεφάλι, αγριοκοίταξε την πλάτη της Εγκήνιν και μετά ξάπλωσε πάλι στα μαξιλάρια. «Μια ώρα, Ηλαίην». Έκλεισε τα μάτια και κουνήθηκε για να βολευτεί. «Φτάνει και με το παραπάνω».

Η Ηλαίην έκρυψε το χασμουρητό με το χέρι της και έφερε το κοντό σκαμνάκι κοντά στο κρεβάτι, απ' όπου θα μπορούσε να παρακολουθεί τη Νυνάβε ― και την Εγκήνιν, επίσης, αν και αυτό φαινόταν αχρείαστο. Η άλλη γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο στρώμα της με τα γόνατα μαζεμένα κοντά στο στήθος και τα χέρια δεμένα γερά. Ήταν μια παράξενη, κουραστική μέρα, αν και δεν είχαν βγει από το πανδοχείο. Η Νυνάβε ήδη γλυκομουρμούριζε στον ύπνο της, με τους αγκώνες απλωμένους.

Η Εγκήνιν σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε πάνω από τον ώμο της. «Νομίζω ότι με μισεί».

«Κοιμήσου». Η Ηλαίην έπνιξε άλλο ένα χασμουρητό.

«Εσύ δεν με μισείς».

«Μην έχεις τόση σιγουριά», της είπε με σταθερή φωνή. «Πολύ ήρεμα το πήρες. Πώς μπορείς να είσαι τόσο ήρεμη;»

«Ήρεμη;» Τα χέρια της κουνήθηκαν άθελά της και έστριψαν μέσα στα δεσμά του Αέρα. «Είμαι τόσο τρομαγμένη που μου έρχεται να κλάψω». Δεν το έδειχνε. Αλλά τούτο έμοιαζε να είναι η καθαρή αλήθεια.

«Δεν θα σε πειράξουμε, Εγκήνιν». Αυτό θα το φρόντιζε η Ηλαίην, ό,τι κι αν ήθελε η Νυνάβε. «Κοιμήσου». Ύστερα από μια στιγμή το κεφάλι της Εγκήνιν χαμήλωσε.

Μια ώρα. Δεν έπρεπε να ανησυχήσουν άσκοπα την Εγκουέν, αλλά θα ήθελε να αφιέρωναν αυτή την ώρα στο πρόβλημά τους, αντί να περιπλανιούνται άδικα στον Τελ'αράν'ριοντ. Αν δεν μπορούσαν να ανακαλύψουν αν η Αμάθιρα ήταν σύμμαχος ή αιχμάλωτη... Παράτα το· δεν θα το λύσεις εδώ. Όταν το μάθαιναν, πώς θα έμπαιναν στο παλάτι με τόσους στρατιώτες εκεί γύρω, με την Πολιτοφυλακή και βέβαια με τη Λίαντριν και τις άλλες;

Η Νυνάβε είχε αρχίσει να ροχαλίζει μαλακά, μια συνήθεια που, όταν την ανέφερες, την αρνιόταν ακόμα πιο παθιασμένα από τις αγκωνιές που έριχνε στον ύπνο της. Η ανάσα της Εγκήνιν είχε γίνει αργή και μακρόσυρτη, δείγμα ότι κοιμόταν βαθιά. Η Ηλαίην χασμουρήθηκε στη ράχη του χεριού της, άλλαξε θέση στο σκληρό, ξύλινο σκαμνάκι και άρχισε να σχεδιάζει πώς θα τρύπωναν στο Παλάτι της Πανάρχισσας.

Загрузка...