18 Μέσα Στις Οδούς

Ο Πέριν κούμπωσε το σακάκι του και κοντοστάθηκε κοιτάζοντας το τσεκούρι, που ήταν ακόμα κρεμασμένο προσεκτικά στον τοίχο, όπως το είχε αφήσει από τότε που το είχε ξεκολλήσει από την πόρτα. Δεν του άρεσε η ιδέα ότι θα κουβαλούσε πάλι αυτό το όπλο, όμως έλυσε τη ζώνη από το κρεμαστάρι και τη φόρεσε. Το σφυρί το έδεσε στα σακίδια της σέλας του, που ήταν γεμάτα ως απάνω. Έριξε τα σακίδια και την τυλιγμένη κουβέρτα στον ώμο του και πήρε από τη γωνιά τη γεμάτη φαρέτρα και το χωρίς χορδή, μακρύ τόξο του.

Ο ήλιος που ψήλωνε έχυνε ζέστη και φως μέσα από τα στενά παράθυρα. Το ξεστρωμένο κρεβάτι ήταν η μόνη απόδειξη ότι είχε μείνει κάποιος εκεί. Ήδη το δωμάτιο είχε χάσει την αίσθηση του Πέριν· είχε την οσμή ενός αδειανού δωματίου, παρά τη μυρωδιά του Πέριν στα σεντόνια. Ποτέ δεν έμενε κάπου αρκετό καιρό για να διαρκέσει αυτή η αίσθηση περισσότερο από την ετοιμότητά του να φύγει. Ποτέ δεν έμενε αρκετά για να ριζώσει, να κάνει κάτι σαν σπιτικό. Ε, λοιπόν, τώρα πάω σπίτι μου.

Γύρισε την πλάτη στο ήδη ακατοίκητο δωμάτιο και βγήκε έξω.

Ο Γκαούλ σηκώθηκε αμέσως από κει που καθόταν ανακούρκουδα μπροστά από τον τοίχο, κάτω από ένα υφαντό που έδειχνε καβαλάρηδες να κυνηγούν λιοντάρια. Κουβαλούσε όλα τα όπλα του και δύο δερμάτινες φιάλες για νερό, ενώ στην πλάτη του, πλάι στη θήκη του τόξου του, που ήταν φτιαγμένη από επεξεργασμένο δέρμα, είχε κρεμάσει μια τυλιγμένη κουβέρτα και ένα κατσαρολάκι. Ήταν μόνος του.

«Οι άλλοι;» ρώτησε ο Πέριν και ο Γκαούλ κούνησε το κεφάλι.

«Έμειναν πολύ καιρό μακριά από την Τρίπτυχη Γη. Σε προειδοποίησα γι' αυτό, Πέριν. Οι χώρες σας παραείναι υγρές· ο αέρας είναι σαν να ανασαίνεις νερό. Είναι πολύς ο κόσμος, άνθρωποι ο ένας πάνω στον άλλο. Είδαν περισσότερα παράξενα μέρη απ' όσα ήθελαν».

«Καταλαβαίνω», είπε ο Πέριν, αν και αυτό που καταλάβαινε ήταν ότι τελικά δεν θα υπήρχε διάσωση, δεν θα είχε μια διμοιρία Αελιτών για να διώξει τους Λευκομανδίτες από τους Δύο Ποταμούς. Φυλάκισε μέσα του την απογοήτευση. Ήταν έντονη, αφού είχε αρχίσει να σκέφτεται ότι είχε γλιτώσει από το πεπρωμένο του, όμως δεν μπορούσε να πει ότι δεν είχε προετοιμαστεί και για το αντίθετο ενδεχόμενο. Μην κλαις αν σκιστεί το σίδερο· κάτσε και λιώσε το ξανά. «Είχες πρόβλημα να κάνεις αυτό που σου ζήτησα;»

«Καθόλου. Για κάθε πράγμα που θέλεις, είπα σε ένα διαφορετικό Δακρινό να το πάει στο στάβλο της Πύλης του Δρακοτείχους και να μη μιλήσει σε κανέναν· θα δουν ο ένας τον άλλο εκεί, αλλά θα νομίσουν ότι τα πράγματα είναι για μένα και δεν θα ανοίξουν το στόμα τους. Η Πύλη του Δρακοτείχους. Θαρρείς και η Ραχοκοκαλιά του Κόσμου είναι λίγο πέρα από τον ορίζοντα, κι όχι εκατό λεύγες παραπέρα». Ο Αελίτης δίστασε. «Η κοπέλα και ο Ογκιρανός δεν έκρυψαν τις προετοιμασίες τους, Πέριν. Η κοπέλα ψάχνει να βρει το βάρδο και λέει σ' όλους ότι σκοπεύει να ταξιδέψει στις Οδούς».

Ο Πέριν έξυσε το γένι του και άφησε μια βαριά ανάσα, σχεδόν γρύλισμα. «Αν με προδώσει στη Μουρόρα, θα κάνει μια βδομάδα να καθίσει κάτω από τον πόνο».

«Ξέρει καλά να κουμαντάρει τα μαχαίρια», είπε ουδέτερα ο Γκαούλ.

«Αυτό δεν θα της είναι αρκετό, αν με πρόδωσε». Ο Πέριν κοντοστάθηκε. Δεν θα είχε διμοιρία Αελιτών. Η αγχόνη ακόμα τον περίμενε. «Γκαούλ, αν μου συμβεί κάτι, μόλις σου πω, πάρε τη Φάιλε και φύγε. Μπορεί αυτή να μη θέλει, αλλά εσύ πάρ' την. Φρόντισε να φτάσει σώα και ασφαλής μακριά από τους Δύο Ποταμούς. Μου το υπόσχεσαι;»

«Θα κάνω ό,τι μπορώ, Πέριν. Για το χρέος αίματος που σου έχω, θα κάνω ό,τι μπορώ». Ο Γκαούλ φαινόταν να έχει τις αμφιβολίες του, όμως ο Πέριν πίστευε ότι τα μαχαίρια της Φάιλε δεν θα τον εμπόδιζαν.

Ακολούθησαν όσο μπορούσαν μακρινά περάσματα και στενές σκάλες, που είχαν σκοπό την απρόσκοπτη πρόσβαση των υπηρετών. Ο Πέριν σκέφτηκε ότι ήταν κρίμα που οι Δακρινοί δεν είχαν δώσει στους υπηρέτες δικούς τους διαδρόμους. Πάντως είδαν ελάχιστο κόσμο, ακόμα και στους μεγάλους προθάλαμους με τους επίχρυσους φανοστάτες και τα περίτεχνα υφαντά, και πουθενά ευγενείς.

Ο Πέριν σχολίασε την απουσία τους. «Ο Ραντ αλ'Θόρ τους κάλεσε όλους στην Καρδιά της Πέτρας», είπε ο Γκαούλ.

Ο Πέριν απλώς μούγκρισε, αλλά ευχήθηκε να ήταν και η Μουαραίν ανάμεσα σ' αυτούς που είχαν κληθεί. Αναρωτήθηκε αν αυτός ήταν ο τρόπος που είχε βρει ο Ραντ για να τον βοηθήσει να ξεφύγει από τη Μουαραίν. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, χαιρόταν γι' αυτό και θα το εκμεταλλευόταν.

Βγήκαν από την τελευταία στενή σκαλίτσα στο ισόγειο της Πέτρας, όπου σπηλαιώδεις αίθουσες, μεγάλες σαν δρόμοι, οδηγούσαν σ' όλες τις εξωτερικές πύλες. Εδώ δεν υπήρχαν υφαντά. Μαύρες, σιδερένιες λάμπες, κρεμασμένες σε σιδερένια άγκιστρα ψηλά στους τοίχους, φώτιζαν τα δίχως παράθυρα περάσματα, ενώ το έδαφος ήταν με στρωμένο πλατιές, τραχιές πέτρες, που άντεχαν τη μακρόχρονη ταλαιπωρία από τις πεταλωμένες οπλές των αλόγων. Ο Πέριν τάχυνε το βήμα. Οι στάβλοι ήταν ευθεία μπροστά στη μεγάλη σήραγγα, τους έβλεπε, και η καθαυτή Πύλη του Δρακοτείχους στεκόταν ανοιχτή πιο πέρα, μόνο με μια χούφτα Υπερασπιστές να τη φρουρούν. Η Μουαραίν τώρα δεν θα τους σταματούσε, ακόμα κι αν είχε την τύχη του Σκοτεινού.

Η ανοιχτή είσοδος του στάβλου ήταν μια αψίδα πλάτους δεκαπέντε βημάτων. Ο Πέριν μπήκε μέσα και σταμάτησε αμέσως.

Ο αέρας ήταν βαρύς από την οσμή του άχυρου και του σανού, που πίσω της κρύβονταν οι μυρωδιές από κριθάρι και βρώμη, πετσί και κοπριές αλόγων. Στους τοίχους είδε χωρίσματα με θαυμάσια Δακρινά άλογα, που ήταν φημισμένα παντού, ενώ υπήρχαν κι άλλα χωρίσματα στη μέση του μεγάλου χώρου. Δεκάδες ιπποκόμοι δούλευαν εκεί, ξύστριζαν και βούρτσιζαν, μάζευαν τις ακαθαρσίες, διόρθωναν ιπποσκευές. Δίχως να σταματούν τη δουλειά, πού και πού κάποιοι σήκωναν το βλέμμα να κοιτάξουν τη Φάιλε και τον Λόιαλ που στέκονταν εκεί, φορώντας τις αρβύλες τους κι έτοιμοι για ταξίδι. Και παραδίπλα τους ήταν η Μπάιν και η Τσιάντ, εφοδιασμένες με πράγματα παρόμοια με του Γκαούλ, με όπλα και κουβέρτες, δερμάτινες φιάλες με νερό και κατσαρολάκια.

«Εξαιτίας τους είπες απλώς ότι θα προσπαθήσεις;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Πέριν.

Ο Γκαούλ σήκωσε τους ώμους. «Θα κάνω ό,τι μπορώ, αλλά αυτές θα πάρουν το μέρος της. Η Τσιάντ είναι Γκόσιεν».

«Παίζει ρόλο η φατρία της;»

«Η φατρία της και η δική μου έχουν βεντέτα αίματος, Πέριν, κι εγώ δεν είμαι δοραταδελφή της. Ίσως, όμως, τη συγκρατήσουν οι όρκοι ύδατος. Δεν θα χορέψω τα δόρατα μαζί της, αν δεν μου το προτείνει».

Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι. Παράξενος λαός. Τι ήταν οι όρκοι ύδατος; «Γιατί είναι μαζί της;» είπε απλώς.

«Η Μπάιν λέει ότι επιθυμούν να δουν κι άλλα μέρη σας, αλλά εγώ νομίζω ότι τις έχει μαγέψει ο καβγάς σου με τη Φάιλε. Τη συμπαθούν, κι όταν έμαθαν για το ταξίδι, αποφάσισαν να έρθουν μαζί της κι όχι μαζί σου».

«Αρκεί να μην την αφήσουν να μπλέξει». Ξαφνιάστηκε όταν ο Γκαούλ έγειρε το κεφάλι πίσω και γέλασε. Τον έκανε να ξύσει το γένι του ανήσυχος.

Ο Λόιαλ τους πλησίασε, με τα μακριά φρύδια του να γέρνουν με αγωνία. Οι τσέπες του σακακιού του είχαν φουσκώσει, όπως συνέβαινε συνήθως όταν ταξίδευε, όπου προεξείχαν οι μύτες των βιβλίων του. Τουλάχιστον φαινόταν να μην κουτσαίνει τόσο πολύ. «Η Φάιλε ανυπομονεί, Πέριν. Νομίζω ότι ανά πάσα στιγμή θα πει να φύγουμε. Βιάσου σε παρακαλώ. Δεν θα βρεις ούτε την Πύλη χωρίς εμένα. Όχι ότι θα έπρεπε να προσπαθήσεις. Εσείς οι άνθρωποι με βάζετε σε τέτοια φούρια, που δεν μπορώ να βρω ούτε το κεφάλι μου. Βιάσου σε παρακαλώ».

«Δεν θα τον αφήσω», φώναξε η Φάιλε από πέρα. «Ακόμα κι αν είναι τόσο πεισματάρης και βλάκας ώστε να μη ζητάει μια απλή χάρη. Αφού είναι έτσι, ας με ακολουθεί σαν χαμένο κουταβάκι. Υπόσχομαι να του ξύνω τα αφτιά και να το περιποιούμαι». Οι Αελίτισσες διπλώθηκαν στα δύο από τα γέλια.

Ο Γκαούλ πετάχτηκε ξαφνικά στον αέρα και έριξε μια κλωτσιά δύο βήματα πιο ψηλά από το έδαφος, στριφογυρνώντας ένα δόρυ του. «Θα ακολουθήσουμε σαν αγριόγατες που παραμονεύουν», φώναξε, «σαν λύκοι που κυνηγούν». Έπεσε κάτω ανάλαφρα, άνετα. Ο Λόιαλ τον κοίταξε κατάπληκτος.

Η Μπάιν, αντίθετα, χτένισε τεμπέλικα τα κοντά, πυρόξανθα μαλλιά της με τα δάχτυλα. «Έχω ένα καλοδουλεμένο λυκοτόμαρο στο κρεβάτι μου στο φρούριο», είπε στην Τσιάντ με φωνή που έδειχνε πλήξη. «Εύκολα σκοτώνονται οι λύκοι».

Ένα γρύλισμα ήχησε στο λαρύγγι του Πέριν, τραβώντας τα βλέμματα των δύο γυναικών πάνω του. Για μια στιγμή η Μπάιν φάνηκε έτοιμη να πει κάτι, όμως κοίταξε συνοφρυωμένη το κίτρινο βλέμμα του και δεν άνοιξε το στόμα της ― όχι από φόβο, αλλά επειδή έγινε ξαφνικά επιφυλακτική.

«Αυτό το κουταβάκι ακόμα δεν μερώθηκε», ομολόγησε η Φάιλε στις Αελίτισσες.

Ο Πέριν αρνήθηκε να την κοιτάξει, Αντίθετα, πήγε στο χώρισμα που είχε τον καφεγκρίζο επιβήτορά του, τον Γοργοπόδη, που έφτανε στο ύψος τα Δακρινά άτια, αλλά ήταν βαρύτερος στους ώμους και τα καπούλια. Έδιωξε μ' ένα νόημα τον ιπποκόμο που έκανε να πλησιάσει, έβαλε το χαλινάρι στο άλογο και το οδήγησε έξω ο ίδιος. Οι ιπποκόμοι, βέβαια, έβγαζαν το άλογο για να τροχάσει, όμως ο Γοργοπόδης ήταν αρκετό καιρό περιορισμένος και τώρα απολάμβανε ίο γοργό βηματισμό του, απ' όπου του είχε δώσει το όνομά του ο Πέριν. Ο Πέριν τον καθησύχασε με την αυτοπεποίθηση κάποιου που έχει πεταλώσει πολλά άλογα. Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να του βάλει τη σέλα με το ψηλό μπροστάρι και να δέσει πίσω της τα σακίδια και την κουβέρτα του.

Ο Γκαούλ τον κοίταζε ανέκφραστος. Δεν θα καβαλούσε άλογο αν δεν ήταν ανάγκη και μόνο όσο θα ήταν εντελώς απαραίτητο. Κανένας Αελίτης δεν θα ίππευε. Ο Πέριν δεν καταλάβαινε γιατί. Ίσως λόγω της περηφάνιας που ένιωθαν για την ικανότητά τους να τρέχουν μεγάλες αποστάσεις. Οι Αελίτες το έλεγαν με έναν τρόπο που υπονοούσε ότι υπήρχε κάτι περισσότερο, αλλά υποψιαζόταν ότι κανένας δεν θα του το εξηγούσε.

Έπρεπε να ετοιμάσουν βέβαια και το άλογο φόρτου, όμως αυτό έγινε εύκολα, αφού ό,τι είχε ζητήσει ο Γκαούλ βρισκόταν εκεί, σε μια τακτική στοίβα. Τρόφιμα και φλασκιά. Βρώμη και κριθάρι για τα άλογα. Τίποτα απ' αυτά δεν θα υπήρχε στις Οδούς. Μερικά άλλα πράγματα, όπως πέδικλο, κάποια φάρμακα για τα άλογα για ώρα ανάγκης, εφεδρικά κουτιά με ίσκα και τσακμακόπετρα και άλλα τέτοια, βρίσκονταν επίσης εκεί.

Τον περισσότερο χώρο στα καλαμοκάλαθα τον καταλάμβαναν οι δερμάτινες φιάλες, σαν εκείνες που είχαν για νερό οι Αελίτες, αλλά πιο μεγάλες, γεμάτες λάδι λάμπας. Έδεσαν και τα φανάρια με τα μακριά κοντάρια τους πάνω στα υπόλοιπα πράγματα και αυτό ήταν.

Ο Πέριν έχωσε το δίχως χορδή τόξο του στο λουρί της σέλας και καβάλησε τον Γοργοπόδη, κρατώντας το χαλινάρι του αλόγου φόρτου. Μετά στάθηκε και περίμενε, ενώ μέσα του έβραζε.

Ο Λόιαλ είχε ήδη ιππεύσει, ήταν πάνω σ' ένα πελώριο, δασύτριχο άλογο, που ξεπερνούσε αρκετές παλάμες στο ύψος τα υπόλοιπα άλογα του στάβλου· τα μακριά πόδια του Ογκιρανού, όμως, που κρέμονταν ως κάτω, το έκαναν να μοιάζει με πόνυ. Κάποτε ο Ογκιρανός ήταν απρόθυμος αναβάτης, σαν τους Αελίτες, αλλά τώρα πάνω στο άλογο ένιωθε σαν στο σπίτι του. Αυτή που πήγαινε με το πάσο της ήταν η Φάιλε, που εξέταζε το άτι της σχεδόν σαν να μην είχε ξαναδεί τη φοράδα με το γυαλιστερό, μαύρο τρίχωμα, αν και ο Πέριν ήξερε ότι είχε βγάλει το άλογο να περπατήσει πριν το αγοράσει, λίγο μετά την άφιξη τους στην Πέτρα. Το άλογο, που λεγόταν Σουώλοου, ήταν ένα έξοχο ζώο, Δακρινό στην καταγωγή του, με λεπτούς αστραγάλους, κυρτό σβέρκο και ανάλαφρο βήμα, που φαινόταν να έχει αντοχή αλλά και ταχύτητα, αν και κατά τη γνώμη του Πέριν τα πέταλά του παραήταν λεπτά. Τέτοια πέταλα δεν θα άντεχαν. Αυτή ήταν άλλη μια προσπάθεια της Φάιλε να τον βάλει στη θέση του, όποια κι αν πίστευε ότι ήταν αυτή η θέση.

Όταν τέλος ίππευσε και η Φάιλε, φορώντας τις στενές φούστες της, που είχαν ένα σχίσιμο για να μπορεί να ανεβαίνει στο άλογο, και πλησίασε τον Πέριν. Ίππευε καλά, άνθρωπος και άλογο κινούνταν σαν να ήταν ένα. «Γιατί δεν μπορείς να το ζητήσεις, Πέριν;» είπε χαμηλόφωνα. «Προσπάθησες να με διώξεις από κει που πρέπει να είμαι, τώρα λοιπόν πρέπει να το ζητήσεις. Πόσο δύσκολο είναι αυτό το απλό πραγματάκι;»

Η Πέτρα κουδούνισε σαν τερατώδης καμπάνα, το δάπεδο του στάβλου τινάχτηκε και το ταβάνι τρεμούλιασε, σαν έτοιμο να γκρεμιστεί. Κι ο Γοργοπόδης τινάχτηκε χλιμιντρίζοντας, με το κεφάλι του να πετιέται πέρα-δώθε· ο Πέριν με δυσκολία κρατήθηκε στη σέλα. Οι ιπποκόμοι σηκώθηκαν από το πάτωμα όπου είχαν πέσει και έτρεξαν απεγνωσμένα να καταπραΰνουν τα άλογα, που ορθώνονταν, χλιμίντριζαν και προσπαθούσαν να βγουν από τα χωρίσματά τους. Ο Λόιαλ πιάστηκε από το λαιμό του πελώριου αλόγου του, όμως η Φάιλε καθόταν με σιγουριά στη Σουώλοου, καθώς η φοράδα χόρευε και έσκουζε τρελά.

Ο Ραντ. Ο Πέριν ήξερε ότι ήταν εκείνος. Ο τα'βίρεν τον έλκυε, δύο στρόβιλοι σε ένα ποτάμι, που ο ένας τραβούσε τον άλλο. Βήχοντας στη σκόνη που έπεφτε, κούνησε το κεφάλι όσο πιο δυνατά μπορούσε, παλεύοντας μέσα του ώστε να μην ξεπεζέψει και γυρίσει τρέχοντας στην Πέτρα. «Φεύγουμε!» φώναξε ενώ ακόμα οι δονήσεις έσειαν ίο φρούριο. «Φεύγουμε τώρα, Λόιαλ! Τώρα!»

Η Φάιλε δεν έβλεπε άλλο λόγο να καθυστερήσουν· κλώτσησε ι η φοράδα της με τις φτέρνες για ξεκινήσει και να φύγει από το στάβλο, πλάι στο ψηλό άλογο του Λόιαλ, τραβώντας μαζί και τα δύο άλογα φόρτου. Τα άλογά τους άρχισαν να καλπάζουν πριν φτάσουν την Πύλη του Δρακοτείχους. Οι Υπερασπιστές τους έριξαν μια ματιά και σκόρπισαν, μερικοί ακόμα πεσμένοι στα τέσσερα· το καθήκον τους ήταν να κρατούν τον κόσμο έξω από την Πέτρα και δεν είχαν διαταγές να τους κρατήσουν αυτούς μέσα. Όχι ότι θα είχαν τη διαύγεια πνεύματος να υπακούσουν σε τέτοιες διαταγές, με τις δονήσεις να καταλαγιάζουν και την Πέτρα να βογκά από πάνω τους.

Ο Πέριν ήταν ακριβώς από πίσω, με το δικό του άλογο φόρτου· ευχόταν να μπορούσε το ζώο του Ογκιρανού να τρέξει πιο γρήγορα, ευχόταν να μπορούσε να αφήσει το αργό άτι του Λόιαλ πίσω του και να τρέξει πιο γρήγορα από αυτό που τον ρουφούσε πίσω, την έλξη ενός τα'βίρεν προς έναν άλλο τα'βίρεν. Κάλπασαν μαζί στους δρόμους του Δακρύου, προς τον ήλιο που ανέτελλε, και μόλις που έκοβαν ταχύτητα για να αποφύγουν κάρα και άμαξες. Άντρες με στενά σακάκια και γυναίκες με ντραπέ ποδιές, ακόμα κλονισμένοι από την αναταραχή, τους κοίταζαν ζαλισμένοι και μερικές φορές μόλις που πρόφταιναν να κάνουν στην άκρη.

Στα τείχη της εσωτερικής πόλης το πλακόστρωτο έδωσε τη θέση του στο χώμα, ενώ τα παπούτσια και τα σακάκια τα διαδέχθηκαν ξυπόλητα πόδια με γυμνά στέρνα και κοντά, φαρδιά παντελόνια, κρατημένα με μεγάλες, υφασμάτινες ζώνες. Κι εδώ ο κόσμος τους απέφευγε με την ίδια ζέση· ο Πέριν δεν άφησε τον Γοργοπόδη να κόψει ταχύτητα πριν περάσουν το εξωτερικό τείχος της πόλης και βρεθούν πέρα από τα απλά, πέτρινα σπιτάκια και τα μαγαζιά που στριμώχνονταν έξω από την πόλη, σε μια εξοχική περιοχή με σκόρπιες φάρμες και αλσύλλια, μακριά από την έλξη του τα'βίρεν. Μόνο τότε, σχεδόν εξίσου λαχανιασμένος με το ιδρωμένο άλογό του, τράβηξε τα γκέμια του Γοργοπόδη για να συνεχίσει με ήρεμο βήμα.

Τα αφτιά του Λόιαλ ήταν τσιτωμένα από την ένταση. Η Φάιλε έγλειψε τα χείλη και κοίταζε μια τον Ογκιρανό και μια τον Πέριν, άσπρη σαν χαρτί. «Τι έγινε; Ήταν... εκείνος;»

«Δεν ξέρω», είπε ψέματα ο Πέριν. Πρέπει να φύγω, Ραντ. Το ξέρεις. Με κοίταξες κατάματα όταν σον το ανακοίνωσα και είπες ότι έπρεπε να κάνω αυτό που νόμιζα σωστό.

«Πού είναι η Μπάιν και η Τσιάντ;» είπε η Φάιλε. «Θα κάνουν μια ώρα για να μας προφτάσουν. Μακάρι να ίππευαν. Προσφέρθηκα να τους αγοράσω άλογα και με κοίταξαν θιγμένες. Τέλος πάντων, ούτως ή άλλως θα πρέπει να κατεβούμε από τα άλογα και να περπατήσουμε, για να ξεκουραστούν ύστερα απ' αυτό».

Ο Πέριν απέφυγε να της πει ότι ήξερε λιγότερα απ' όσα νόμιζε για τους Αελίτες. Έβλεπε τα τείχη της πόλης πίσω τους και την Πέτρα να ορθώνεται σαν βουνό. Διέκρινε ακόμα και τη φιδίσια μορφή στη σημαία που ανέμιζε πάνω από το φρούριο, καθώς και τα ξεσηκωμένα πουλιά, που πετούσαν τριγύρω· οι άλλοι δεν μπορούσαν να τα διακρίνουν. Δεν δυσκολεύτηκε να δει τρεις ανθρώπους να τρέχουν προς το μέρος τους με μεγάλες δρασκελιές, που κατάπιναν την απόσταση, με μια άνεση που δεν μαρτυρούσε πόσο γρήγορα πήγαιναν. Του φαινόταν ότι ο ίδιος δεν θα μπορούσε να τρέξει με τέτοια ταχύτητα για τόση ώρα, καθώς οι Αελίτες σίγουρα είχαν διατηρήσει αυτό το ρυθμό από την Πέτρα, για να είναι τόσο κοντά τώρα.

«Δεν θα περιμένουμε πολύ», είπε.

Η Φάιλε κοίταξε την πόλη σμίγοντας τα φρύδια. «Αυτοί είναι; Είσαι βέβαιος;» Ξαφνικά, το συνοφρυωμένο βλέμμα της στράφηκε πάνω του για μια στιγμή, προκαλώντας τον να απαντήσει. Φυσικά, το γεγονός ότι η Φάιλε τον είχε ρωτήσει ήταν ενός είδους παραδοχή ότι ο Πέριν αποτελούσε μέρος της ομάδας τους. «Όλο κομπάζει για τα μάτια του», είπε στον Λόιαλ, «όμως η μνήμη του δεν είναι πολύ καλή. Είναι φορές που νομίζω ότι θα ξεχνούσε να ανάψει κερί τη νύχτα, αν δεν του το θύμιζα. Μου φαίνεται ότι είναι κάποια φτωχή οικογένεια και τρέχουν να ξεφύγουν από το σεισμό που νομίζουν ότι έγινε».

Ο Λόιαλ σάλεψε αμήχανα στη σέλα του, αναστέναξε βαριά και μουρμούρισε κάτι για τους ανθρώπους, το οποίο ο Πέριν αμφέβαλε αν ήταν κολακευτικό. Η Φάιλε φυσικά δεν το πήρε χαμπάρι.

Λίγα λεπτά αργότερα, η Φάιλε στύλωσε το βλέμμα στον Πέριν, καθώς οι τρεις Αελίτες είχαν πλησιάσει αρκετά για να τους διακρίνει, αλλά δεν του είπε τίποτα. Με τη διάθεση που είχε, δεν θα της ερχόταν να παραδεχτεί ότι ο Πέριν είχε δίκιο για οτιδήποτε, ακόμα κι αν έλεγε ότι ο ουρανός ήταν γαλανός. Οι Αελίτες ούτε που βαριανάσαιναν όταν έφτασαν στα άλογα και σταμάτησαν να τρέχουν.

«Κρίμα που δεν ήταν μεγαλύτερη η διαδρομή». Η Μπάιν χαμογέλασε στην Τσιάντ, η οποία τη μιμήθηκε, και μαζί κοίταξαν πονηρά τον Γκαούλ.

«Αλλιώς αυτό το Πέτρινο Σκυλί θα έτρωγε τη σκόνη μας», είπε η Τσιάντ σαν να ολοκλήρωνε τη φράση της άλλης. «Να γιατί τα Πέτρινα Σκυλιά δίνουν όρκο να μην υποχωρήσουν ποτέ. Με τα πέτρινα κόκαλα και τα ξεροκέφαλά τους, είναι τόσο βαριοί που δεν μπορούν να τρέξουν».

Ο Γκαούλ δεν προσβλήθηκε, παρ' όλο που, όπως πρόσεξε ο Πέριν, στάθηκε σε σημείο που να μπορεί να έχει το νου του στην Τσιάντ. «Πέριν, ξέρεις γιατί οι Κόρες χρησιμοποιούνται τόσο συχνά ως ανιχνευτές; Επειδή άμα αρχίσουν να τρέχουν, δεν σταματάνε. Κι αυτό επειδή φοβούνται μήπως κάποιος άντρας θελήσει να τις παντρευτεί. Μια Κόρη μπορεί να τρέξει εκατό μίλια για να το αποφύγει».

«Πολύ σοφό εκ μέρους τους», είπε σαρκαστικά η Φάιλε. «Θέλετε να ξεκουραστείτε;» ρώτησε τις Αελίτισσες και έδειξε να ξαφνιάζεται όταν το αρνήθηκαν. Στράφηκε στον Λόιαλ. «Είσαι έτοιμος να συνεχίσεις; Ωραία. Βρες μου αυτή την Πύλη, Λόιαλ. Σαν να μείναμε πολύ καιρό εδώ. Αν αφήσεις ένα αδέσποτο κουταβάκι να σε πλησιάσει, κάποια στιγμή θα αρχίσει να πιστεύει ότι θα το φροντίζεις για πάντα, κι αυτό δεν είναι σωστό».

«Φάιλε», διαμαρτυρήθηκε ο Λόιαλ, «μήπως το παρατραβάς;» «Θα το τραβήξω όσο χρειαστεί, Λόιαλ. Η Πύλη;» Ενώ τα αφτιά του έπεφταν, ο Λόιαλ άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό και έστριψε πάλι το άλογό του προς τα ανατολικά. Ο Πέριν άφησε τον Ογκιρανό και τη Φάιλε να περάσουν καμιά δεκαριά βήματα μπροστά, πριν τους ακολουθήσει με τον Γκαούλ. Έπρεπε να παίξει με τους κανόνες της, αλλά θα αποδεικνυόταν μάστορας στο παιχνίδι της.

Τα αγροκτήματα, μικρά, στενά μέρη με πρόχειρα πέτρινα σπιτάκια, που κατά τη γνώμη του Λόιαλ δεν έκαναν ούτε για ζώα, αραίωναν όσο προχωρούσαν προς τα ανατολικά και τα αλσύλλια μίκραιναν, ώσπου στο τέλος δεν υπήρχαν ούτε αγροκτήματα, ούτε αλσύλλια, μόνο λιβάδια σε απλωτές, χαμηλές λοφοπλαγιές. Υπήρχε χορτάρι ως εκεί που έφτανε το βλέμμα, αδιατάρακτο, με εξαίρεση μερικούς θάμνους σε λόφους εδώ κι εκεί.

Στις πράσινες πλαγίες υπήρχαν επίσης άλογα, που σχημάτιζαν κοπάδια ανά περίπου δώδεκα ή αγέλες κατά εκατοντάδες. Είτε μεγάλη είτε μικρή, κάθε ομάδα αλόγων επέβλεπαν ένα-δυο ξυπόλητα αγόρια, που καβαλούσαν άλογα δίχως σέλα. Τα αγόρια κρατούσαν μαστίγια με μακριές λαβές, που τα χρησιμοποιούσαν για να κρατάνε τα άλογα κοντά ή για να τα κάνουν να στρίψουν, ενώ πλατάγιζαν έμπειρο το μαστίγιο για να προλάβουν κάποιο άλογο που είχε ξεστρατίσει, χωρίς καν να αγγίξουν το ζώο. Δεν άφηναν τα κοπάδια τους να πλησιάσουν τους ξένους και αν χρειαζόταν τα μάζευαν πιο πίσω, αλλά χάζευαν το πέρασμα αυτής της αλλόκοτης παρέας —δύο άνθρωποι κι ένας Ογκιρανός, έφιπποι, συν τρεις άγριοι Αελίτες, που οι φήμες έλεγαν ότι θα πάρουν την Πέτρα― με την τολμηρή περιέργεια των μικρών.

Για τον Πέριν το θέαμα δεν έπαυε να είναι ευχάριστο. Του άρεσαν τα άλογα. Ένας από τους λόγους που είχε ζητήσει να μαθητεύσει στον αφέντη Λούχαν ήταν ότι θα είχε την ευκαιρία να δουλεύει με άλογα ― όχι βέβαια πως υπήρχαν τόσο πολλά και τόσο ωραία άλογα στο Πεδίο του Έμοντ.

Για τον Λόιαλ δεν ήταν έτσι. Ο Ογκιρανός άρχισε να μουρμουρίζει μόνος του, ολοένα και πιο δυνατά όσο προχωρούσαν στους χλοερούς λόφους, ώσπου στο τέλος ξέσπασε με ένα βαθύ, μπάσο μπουμπουνητό. «Χάθηκαν! Όλα χάθηκαν, και γιατί παρακαλώ; Για το χορτάρι. Κάποτε εδώ ήταν ένα Ογκιρανικό άλσος. Δεν κάναμε σπουδαίο έργο εδώ, τίποτα που να συγκρίνεται με τη Μανέθερεν ή την πόλη που αποκαλείτε Κάεμλυν, όμως κάναμε αρκετά και στο τέλος φτιάξαμε και το άλσος. Δέντρα κάθε λογής, από κάθε χώρα και μέρος. Τα Μεγάλα Δέντρα, που υψώνονταν εκατό απλωσιές στον ουρανό. Όλα τα φροντίζαμε ευλαβικά, ώστε να θυμίζουν στους δικούς μου το στέντιγκ που είχαν εγκαταλείψει για να φτιάξουν πράγματα για τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι πάνω απ' όλα προτιμάμε να δουλεύουμε την πέτρα, όμως αυτό είναι ασήμαντο, κάτι που μάθαμε στη Μακρά Εξορία, μετά το Τσάκισμα. Αυτό που αγαπάμε είναι τα δέντρα. Οι άνθρωποι νόμιζαν ότι η Μανέθερεν είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα του λαού μου, εμείς όμως ξέραμε ότι ήταν το άλσος εκεί. Έχει χαθεί πια. Όπως κι αυτό. Χάθηκε και δεν θα ξαναφανεί».

Ο Λόιαλ ατένιζε τους λόφους, που ήταν ολόγυμνοι, εκτός από το χορτάρι και τα άλογα, με πρόσωπο που είχε σκληρύνει, με τα αφτιά κολλημένα πίσω στο κεφάλι του. Μύριζε.. οργή. Ειρηνικοί, έτσι έλεγαν τα περισσότερα παραμύθια για τους Ογκιρανούς, σχεδόν εξίσου φιλήσυχοι με τους Ταξιδιώτες, αλλά μερικά, κάποια λίγα, έλεγαν ότι ήταν αδυσώπητοι εχθροί. Ο Πέριν μόνο άλλη μια φορά είχε δει τον Λόιαλ θυμωμένο. Ίσως να ήταν θυμωμένος και χθες το βράδυ, ενώ υπερασπιζόταν τα παιδιά. Όταν κοίταξε το πρόσωπο του Λόιαλ, του ξανάρθε στο νου ένα παλιό ρητό. «Να θυμώσεις έναν Ογκιρανό και να σκεπαστείς με βουνά». Όλοι θεωρούσαν ότι σήμαινε να κάνεις το ακατόρθωτο. Ο Πέριν σκέφτηκε ότι ίσως το νόημα να είχε αλλάξει με τα χρόνια. Ίσως στην αρχή να σήμαινε «αν θυμώσεις Ογκιρανό, θα σε σκεπάσει με βουνά». Δύσκολα το έκανε κανείς, αλλά ήταν θανάσιμο αν το κατάφερνε. Σκέφτηκε ότι δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο, τον Λόιαλ —τον ευγενικό, αδέξιο Λόιαλ με την πλατιά του μύτη πάντα χωμένη σ' ένα βιβλίο― να θυμώσει μαζί του.

Ο Λόιαλ μπήκε επικεφαλής όταν έφτασαν στην περιοχή του εξαφανισμένου Ογκιρανικού άλσους και πήραν πορεία λίγο νοτιότερη. Δεν υπήρχαν χαρακτηριστικά σημεία στο έδαφος, όμως ήταν σίγουρος για την κατεύθυνση που ακολουθούσε, ολοένα και πιο σίγουρος με κάθε βήμα των αλόγων. Οι Ογκιρανοί ένιωθαν τις Πύλες, τις αισθάνονταν με κάποιον τρόπο, τις έβρισκαν με τη σιγουριά που η μέλισσα βρίσκει την κυψέλη. Όταν τελικά ο Λόιαλ αφίππευσε, το χορτάρι του έφτανε το πολύ ως τα γόνατα. Μόνο μια συστάδα θάμνων φαινόταν εκεί, ψηλότερη από το συνηθισμένο, με πολύφυλλους θάμνους που ήταν ψηλοί όσο κι ο Ογκιρανός. Τους ξερίζωσε σχεδόν ολόκληρους, αν κι έδειχνε να λυπάται, και τους στοίβαξε παραδίπλα. «Όταν ξεραθούν, ίσως τα αγόρια με τα άλογα τους χρησιμοποιήσουν για τη φωτιά».

Και η Πύλη ήταν εκεί.

Ξεπρόβαλλε από την πλαγιά του λόφου κι έμοιαζε πιο πολύ με τμήμα κάποιου γκρίζου τείχους παρά με πύλη, και μάλιστα τείχους παλατιού, με σκαλισμένα πάνω φύλλα και κληματσίδες που ήταν τόσο λεπτοδουλεμένα, ώστε έμοιαζαν ζωντανά όσο και οι θάμνοι. Είχε τουλάχιστον τρεις χιλιάδες χρόνια που έστεκε εκεί, όμως δεν υπήρχε το παραμικρό ίχνος φθοράς από τον καιρό στην επιφάνειά της. Τα φύλλα της έμοιαζαν έτοιμα να κυματίσουν όταν έπνεε η αύρα.

Για λίγο στάθηκαν να την κοιτάζουν βουβοί, ώσπου ο Λόιαλ πήρε μια βαθιά ανάσα και ακούμπησε το χέρι του σε ένα φύλλο που ήταν διαφορετικό από τα άλλα στην Πύλη: το τρίλοβο φύλλο του Αβεντεσόρα, του μυθικού Δέντρου της Ζωής. Μέχρι τη στιγμή που το πελώριο χέρι του άγγιξε το φύλλο, αυτό φαινόταν τμήμα των σκαλισμάτων, σαν όλα τα άλλα, όμως βγήκε με ευκολία.

Η Φάιλε άφησε μια δυνατή, κοφτή κραυγή, ενώ ακόμα και οι Αελίτες μουρμούρισαν κάτι. Ο αέρας μύριζε ταραχή· δεν διακρινόταν από ποιον προερχόταν. Ίσως απ' όλους.

Τα πέτρινα φύλλα τώρα φάνηκαν να σαλεύουν σε μια αύρα την οποία δεν ένιωθε κανείς τους· πήραν μια πράσινη απόχρωση, πήραν ζωή. Σιγά-σιγά φάνηκε μια κάθετη χαραμάδα στο κέντρο και τα δύο μισά της Πύλης άνοιξαν, αποκαλύπτοντας όχι το λόφο πίσω, αλλά ένα μουντό φεγγοβόλημα, που καθρέφτιζε αχνά τις εικόνες τους.

«Κάποτε, έτσι λένε», μουρμούρισε ο Λόιαλ, «οι Πύλες άστραφταν σαν καθρέφτες και εκείνοι που έπαιρναν τις Οδούς περπατούσαν κάτω από τον ήλιο και τον ουρανό. Χάθηκαν αυτά τώρα. Σαν το άλσος».

Ο Πέριν έβγαλε βιαστικά ένα φανάρι με το κοντάρι του από το άλογο φόρτου και το άναψε. «Έχει πολλή ζέστη εδώ», είπε. «Λίγη σκιά θα μας κάνει καλό». Ξεκίνησε με τον Γοργοπόδη προς την Πύλη. Του φάνηκε ότι άκουσε τη Φάιλε να αφήνει πάλι μια κοφτή κραυγή.

Ο καφεγκρίζος επιβήτορας κοντοστάθηκε καθώς πλησίαζε τη θαμπή του αντανάκλαση, όμως ο Πέριν τον σκούντηξε με τις φτέρνες. Αργά, θυμήθηκε ξαφνικά. Έπρεπε να πάει αργά. Η μύτη του αλόγου άγγιξε διστακτικά το είδωλό του κι έπειτα έγινε ένα μ' αυτό, σαν να έμπαινε σε καθρέφτη. Ο Πέριν πλησίασε κι ο ίδιος τον εαυτό του, άγγιξε... Ένα παγερό κρύο γλίστρησε στην επιδερμίδα του, τον τύλιξε τρίχα-τρίχα· ο χρόνος διαστάλθηκε.

Η παγωνιά χάθηκε σαν σαπουνόφουσκα που την είχες τρυπήσει και ο Πέριν βρέθηκε σε μια ατέλειωτη μαυρίλα, ενώ η λάμπα στο κοντάρι έριχνε μια θολή λιμνούλα φωτός γύρω του. Ο Γοργοπόδης και το άλογο φόρτου χρεμέτισαν νευρικά.

Ο Γκαούλ πέρασε ήρεμα και άρχισε να ετοιμάζει άλλο ένα φανάρι. Πίσω του είχε κάτι που έμοιαζε με φύλλο από καπνισμένο γυαλί. Τώρα φαίνονταν και οι άλλοι εκεί έξω, ο Λόιαλ που ξανανέβαινε στο άλογό του, η Φάιλε που έπιανε τα χαλινάρια, κι όλοι σέρνονταν, μόλις που προχωρούσαν. Ο χρόνος ήταν αλλιώτικος μέσα στις Οδούς.

«Η Φάιλε έχει αναστατωθεί μαζί σου», είπε ο Γκαούλ όταν άναψε το φανάρι. Ο φωτισμός που πρόσθετε ήταν ελάχιστος. Το σκοτάδι έτρωγε όλο το φως, το κατάπινε. «Απ' ό,τι φαίνεται, πιστεύει ότι αθέτησες κάποια συμφωνία. Η Μπάιν και η Τσιάντ... Μην τις αφήσεις να σε ξεμοναχιάσουν. Σκοπεύουν να σου δώσουν ένα μάθημα για χατίρι της Φάιλε και αν εκτελέσουν το σχέδιό τους, μετά δύσκολα θα κάθεσαι στη σέλα».

«Δεν συμφώνησα σε τίποτα, Γκαούλ. Κάνω ό,τι με αναγκάζει αυτή να κάνω με τα τεχνάσματά της. Σε λίγο θα αναγκαστούμε να ακολουθούμε από πίσω τον Λόιαλ, κατά πώς το θέλει η Φάιλε, όμως σκοπεύω να αναλάβω την αρχηγία για όσο μπορέσω». Έδειξε μια χοντρή, λευκή γραμμή κάτω από τις οπλές του Γοργοπόδη. Ήταν σπασμένη, γεμάτη ψιλές λακκουβίτσες, οδηγούσε μπροστά και εξαφανιζόταν στο σκοτάδι λίγα μόνο μέτρα πιο μπροστά. «Οδηγεί στην πρώτη πινακίδα. Εκεί θα πρέπει να περιμένουμε τον Λόιαλ για να τη διαβάσει και να αποφασίσει ποια γέφυρα θα πάρει. Η Φάιλε μπορεί να μας ακολουθήσει ως εκεί».

«Γέφυρα», μουρμούρισε σκεφτικά ο Γκαούλ. «Την ξέρω αυτή τη λέξη. Υπάρχει νερό εκεί;»

«Όχι. Δεν είναι τέτοιου είδους γέφυρα. Μοιάζει με τις άλλες, περίπου, αλλά... Ίσως μπορέσει να το εξηγήσει ο Λόιαλ».

Ο Αελίτης έξυσε το κεφάλι. «Ξέρεις τι κάνεις, Πέριν;»

«Όχι», παραδέχτηκε ο Πέριν, «αλλά δεν υπάρχει λόγος να το μάθει αυτό η Φάιλε».

Ο Γκαούλ γέλασε. «Έχει πλάκα να είσαι τόσο νέος, έτσι δεν είναι, Πέριν;»

Ο Πέριν, σμίγοντας τα φρύδια, μην ξέροντας αν ο άλλος γελούσε μαζί του, κέντρισε με τις φτέρνες τον Γοργοπόδη για να συνεχίσει, τραβώντας πίσω του το άλογο φόρτου. Το φως του φαναριού δεν φαινόταν καθόλου σε απόσταση μεγαλύτερη των είκοσι ή τριάντα βημάτων. Ήθελε να μη φαίνεται καθόλου όταν θα περνούσε η Φάιλε. Άσ' τη να νομίσει ότι ο Πέριν είχε αποφασίσει να συνεχίσει χωρίς αυτήν. Αν ανησυχούσε για λίγα λεπτά, μέχρι να τον βρει στην πινακίδα, της άξιζε.

Загрузка...