35 Σκληρά Μαθήματα

Η Καρδιά της Πέτρας στον Τελ'αράν'ριοντ ήταν όπως τη θυμόταν η Εγκουέν από τον πραγματικό κόσμο, με πελώριες, γυαλισμένες κολώνες από κοκκινόπετρα, που υψώνονταν ως την ψηλή οροφή, και κάτω από τον πελώριο, κεντρικό θόλο το Καλαντόρ χωμένο στις λευκές πλάκες του δαπέδου. Το μόνο που έλειπε ήταν οι άνθρωποι. Οι χρυσές λάμπες δεν είχαν ανάψει ακόμα, όμως υπήρχε φως, αμυδρό και έντονο μαζί με κάποιον τρόπο, που έμοιαζε να έρχεται από παντού ταυτοχρόνως, ή από πουθενά. Συχνά ήταν έτσι στα εσωτερικά των κτιρίων στον Τελ'αράν'ριοντ.

Αυτό που δεν περίμενε ήταν η γυναίκα, που στεκόταν πέρα από το λαμπερό, κρυστάλλινο σπαθί και κοίταζε στις μουντές σκιές ανάμεσα στις κολώνες. Η Εγκουέν ξαφνιάστηκε βλέποντας τα ρούχα που είχε βάλει. Ξυπόλητη, με φαρδύ παντελόνι από κίτρινο, μπροκάρ μετάξι. Πάνω από τη σκούρα κίτρινη, υφασμάτινη ζώνη ήταν γυμνή, με εξαίρεση τις χρυσές αλυσίδες που κρεμόταν γύρω από το λαιμό της. Μικρά, χρυσά σκουλαρίκια στόλιζαν τα αφτιά της σε σειρές που σπίθιζαν και, το πιο εκπληκτικό απ' όλα, ένα άλλο σκουλαρίκι τρυπούσε τη μύτη της, με μια λεπτή αλυσιδίτσα γεμάτη με μικρές, χρυσές πλάκες, που από τον κρίκο στη μύτη έφτανε ως ένα σκουλαρίκι στο αριστερό της αφτί.

«Ηλαίην;» έκανε απορημένη η Εγκουέν και κουκουλώθηκε με την εσάρπα, σαν να ήταν η ίδια που δεν φορούσε μπλούζα. Είχε ντυθεί Σοφή αυτή τη φορά, δίχως ιδιαίτερο λόγο.

Η Κόρη-Διάδοχος τινάχτηκε και όταν στράφηκε προς την Εγκουέν ξανά, φορούσε μια σεμνή εσθήτα σε ανοιχτό πράσινο χρώμα, με ψηλό, κεντημένο λαιμό και μακριά μανίκια, που οι άκρες τους κρέμονταν πάνω από τις παλάμες της. Δεν είχε σκουλαρίκια. Δεν είχε κρίκο στη μύτη. «Έτσι ντύνονται οι Θαλασσινές στη θάλασσα», έσπευσε να πει κοκκινίζοντας. «Ήθελα να δω πώς είναι κι εδώ έμοιαζε το κατάλληλο μέρος. Στο κάτω-κάτω, δεν μπορώ να το δοκιμάσω πάνω στο πλοίο».

«Πώς είναι;» ρώτησε με περιέργεια η Εγκουέν.

«Για να πω την αλήθεια, κρυώνεις». Η Ηλαίην κοίταξε ολόγυρα τις κολώνες που τις κύκλωναν. «Και σε κάνει να νιώθεις ότι σε κοιτάζουν, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει κανείς». Ξαφνικά έβαλε τα γέλια. «Ο Θομ και ο Τζούιλιν, οι καημένοι. Δεν ξέρουν πού να κοιτάξουν. Το μισό πλήρωμα είναι γυναίκες».

Η Εγκουέν, κοιτάζοντας και η ίδια τις κολώνες, σήκωσε τους ώμους αμήχανα. Πράγματι είχε την αίσθηση ότι την παρακολουθούσαν. Σίγουρα έφταιγε το γεγονός ότι ήταν οι μοναδικοί άνθρωποι στην Πέτρα. Όσοι δεν ήξεραν να μπαίνουν στον Τελ'αράν'ριοντ, δεν μπορούσαν να βρουν άλλους εδώ για να τους παρακολουθήσουν. «Ο Θομ; Ο Θομ Μέριλιν; Και ο Τζούιλιν Σάνταρ; Είναι μαζί σας;»

«Α, Εγκουέν, τους έστειλε ο Ραντ. Ο Ραντ και ο Λαν. Δηλαδή, για την ακρίβεια, η Μουαραίν έστειλε τον Θομ και ο Ραντ έστειλε τον αφέντη Σάνταρ. Για να μας βοηθήσουν. Η Νυνάβε χαίρεται γι' αυτό, για τον Λαν, αν και, φυσικά, δεν το φανερώνει».

Η Εγκουέν προσπάθησε να συγκρατήσει το χαμόγελό της. Η Νυνάβε χαιρόταν; Το πρόσωπο της Ηλαίην έλαμπε και το φόρεμά της είχε αλλάξει πάλι και είχε πολύ πιο χαμηλό ντεκολτέ, προφανώς χωρίς να το έχει καταλάβει. Το τερ'ανγκριάλ, το στρεβλό, πέτρινο δαχτυλίδι, βοηθούσε την Κόρη-Διάδοχο να πηγαίνει στον Κόσμο των Ονείρων όσο άνετα πήγαινε και η Εγκουέν, αλλά δεν της έδινε έλεγχο. Αυτό έπρεπε να το μάθει μόνη της. Οι τυχαίες σκέψεις —για παράδειγμα, πώς θα ήθελε να δείχνει μπροστά στον Ραντ― μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα για την Ηλαίην.

«Τι κάνει ο Ραντ;» Η φωνή της Ηλαίην ήταν ένα παράξενο μίγμα από βεβιασμένη άνεση και ανησυχία.

«Να», είπε η Εγκουέν, «νομίζω ότι είναι καλά». Της έδωσε πλήρη αναφορά. Για τις Διαβατικές Πέτρες και το Ρουίντιαν —όσα ήξερε από αυτά που είχε ακούσει, όσα είχε καταφέρει να συμπεράνει από αυτά που έλεγαν, δηλαδή ότι έβλεπαν μέσα από τα μάτια των προγόνων τους― καθώς και για το παράξενο πλάσμα από το λάβαρο του Δράκοντα, που είχε σημαδέψει τα χέρια του Ραντ. Για την αποκάλυψη της Μπάιρ ότι ο Ραντ ήταν ο όλεθρος των Αελιτών, για την πρόσκληση των αρχηγών φατρίας στο Άλκαιρ Νταλ. Η Άμυς και οι άλλες Σοφές πρέπει να το έκαναν αυτό την ώρα που οι δυο τους μιλούσαν· τουλάχιστον έτσι έλπιζε η Εγκουέν. Είπε ακόμα για την παράξενη ιστορία σχετικά με τους αληθινούς γονείς του Ραντ, συντομευμένη. «Δεν ξέρω, όμως. Από τότε κι έπειτα φέρεται πιο παράξενα από ποτέ, ενώ ο Ματ δεν είναι καλύτερος. Δεν εννοώ ότι τρελάθηκε, αλλά... Είναι σκληρός σαν τον Ρούαρκ και τον Λαν σε μερικά πράγματα· μπορεί και πιο σκληρός. Νομίζω πως κάτι σχεδιάζει —κάτι που δεν θέλει να το μάθει κανείς― και βιάζεται να το κάνει. Με ανησυχεί. Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι δεν βλέπει πια ανθρώπους, μόνο κομμάτια στον άβακα, σ' ένα παιχνίδι λίθων».

Η Ηλαίην δεν έδειξε ν' ανησυχεί, ή τουλάχιστον δεν έδειξε να την ανησυχεί αυτό. «Ο Ραντ είναι αυτό που είναι, Εγκουέν. Ένας βασιλιάς, ένας στρατηγός, δεν έχει πάντα την πολυτέλεια να βλέπει ανθρώπους. Όταν ο κυβερνήτης κάνει αυτό που είναι σωστό για ένα έθνος, τότε υπάρχουν φορές που κάποιοι θα βλαφτούν από αυτό που είναι το καλύτερο για το σύνολο. Ο Ραντ είναι βασιλιάς, Εγκουέν, έστω και χωρίς έθνος, εκτός αν μετράς το Δάκρυ, και αν δεν κάνει κάτι που να βλάψει έστω και έναν, τότε θα καταλήξει να τους βλάψει όλους».

Η Εγκουέν ρούφηξε τη μύτη της. Μπορεί να ήταν λογικό, αλλά δεν της άρεσε. Οι άνθρωποι ήταν άνθρωποι, έπρεπε να τους βλέπεις σαν ανθρώπους. «Υπάρχουν κι άλλα. Μερικές Σοφές μπορούν να διαβιβάζουν. Δεν ξέρω πόσες, αλλά υποψιάζομαι ότι δεν είναι και λίγες. Απ' ό,τι μου λέει η Αμυς, εδώ πέρα βρίσκουν όσες γυναίκες έχουν τη σπίθα μέσα τους». Δεν υπήρχαν Αελίτισσες που να πεθαίνουν στην προσπάθεια να μάθουν μόνες τους πώς να διαβιβάζουν, χωρίς να ξέρουν καν τι προσπαθούσαν να κάνουν· στους Αελίτες δεν υπήρχαν αδέσποτες. Τους άντρες που ανακάλυπταν ότι μπορούν να διαβιβάζουν, τους περίμενε χειρότερη μοίρα· πήγαιναν βόρεια, στη Μεγάλη Μάστιγα, και ίσως παραπέρα, στις Ρημαγμένες Χώρες και στο Σάγιολ Γκουλ. «Πάνε να σκοτώσουν τον Σκοτεινό», το έλεγαν. Κανένας δεν επιζούσε τόσο ώστε να τρελαθεί. «Η Αβιέντα έχει, λοιπόν, τη σπίθα. Νομίζω ότι θα είναι πολύ δυνατή. Έτσι νομίζει, πάντως, η Άμυς».

«Η Αβιέντα», απόρησε η Ηλαίην. «Φυσικά. Πώς δεν το κατάλαβα; Ένιωσα την ίδια οικειότητα με την Τζόριν, όπως και μ' αυτήν. Και με σένα, βέβαια».

«Την Τζόριν;»

Η Ηλαίην έκανε μια γκριμάτσα. «Υποσχέθηκα ότι θα φυλάξω το μυστικό της και με την πρώτη ευκαιρία που βρίσκω, αφήνω τη γλώσσα μου να τρέχει. Τέλος πάντων, δεν φαντάζομαι να κάνεις κακό σ' αυτήν ή στις αδελφές της. Η Τζόριν είναι Ανεμοευρέτρια στον Κυματοχορευτή, Εγκουέν. Μπορεί να διαβιβάζει, το ίδιο και κάποιες άλλες Ανεμοευρέτριες». Κοίταξε τις ψηλές κολώνες γύρω τους και ξαφνικά το ντεκολτέ της σηκώθηκε ψηλά, ως το σαγόνι της. Έσιαξε μια σκούρα, δαντελωτή εσάρπα που πριν δεν ήταν εκεί, σκεπάζοντας τα μαλλιά της και ρίχνοντας σκιά στο πρόσωπό της. «Εγκουέν, δεν πρέπει να το πεις πουθενά. Η Τζόριν φοβάται ότι ο Πύργος θα τις αναγκάσει να γίνουν Άες Σεντάι, ή θα προσπαθήσει να τις ελέγξει με κάποιον τρόπο. Υποσχέθηκα να κάνω ό,τι μπορώ για να μη συμβεί αυτό».

«Δεν το λέω», είπε αργά η Εγκουέν. Σοφές και Ανεμοευρέτριες. Υπήρχαν ανάμεσά τους γυναίκες που διαβίβαζαν και καμία που να έχει δώσει τους Τρεις Όρκους, καμία που να τη δεσμεύει η Ράβδος των Όρκων. Οι Όρκοι υποτίθεται πως βοηθούσαν τις Άες Σεντάι να έχουν την εμπιστοσύνη του κόσμου, ή τουλάχιστον να μη φοβούνται οι άνθρωποι τη δύναμή τους, όμως και πάλι οι Άες Σεντάι συχνά ήταν αναγκασμένες να δουλεύουν εν κρυπτώ. Οι Σοφές —και οι Ανεμοευρέτριες, θα έβαζε στοίχημα γι' αυτό― είχαν θέσεις τιμής στις κοινωνίες τους. Δίχως να δεσμεύονται, ώστε υποθετικά να νιώθουν οι άλλοι ασφαλείς. Τούτο αποτελούσε τροφή για σκέψη.

«Η Νυνάβε κι εγώ έχουμε προχωρήσει παραπάνω απ' όσο υπολογίζαμε, Εγκουέν. Η Τζόριν μου διδάσκει να ελέγχω τον καιρό —δεν θα πιστέψεις το μέγεθος των ροών που μπορεί να υφάνει!― και δουλεύοντας μαζί κάνουμε τον Κυματοχορευτή να αρμενίζει γρηγορότερα από κάθε άλλη φορά, γεγονός που σημαίνει ότι πάει πραγματικά γρήγορα. Σε τρεις μέρες ακόμα θα έχουμε φτάσει στο Τάντσικο, ίσως και σε δυο, σύμφωνα με την Κόινε. Είναι η Κυρά των Πανιών, η καπετάνισσα. Δέκα μέρες από το Δάκρυ στο Τάντσικο. Και επιπλέον σταματάμε για να μιλήσουμε με κάθε πλοίο των Άθα'αν Μιέρε που βρίσκουμε. Εγκουέν, οι Θαλασσινοί νομίζουν ότι ο Ραντ είναι ο Κόραμουρ τους».

«Αλήθεια;»

«Η Κόινε έχει μάθει λάθος μερικά απ' όσα συνέβησαν στο Δάκρυ —για παράδειγμα, θεωρεί ότι οι Άες Σεντάι τώρα υπηρετούν τον Ραντ· η Νυνάβε κι εγώ σκεφτήκαμε πως το καλύτερο θα ήταν να μην πούμε ότι δεν είναι έτσι― όμως μόλις μιλάει στις άλλες Κυρές των Πανιών, αυτές αμέσως είναι έτοιμες να διαδώσουν το νέο και να υπηρετήσουν τον Ραντ. Πιστεύω ότι θα κάνουν ό,τι τους ζητήσει».

«Μακάρι να ήταν τόσο δεκτικοί και οι Αελίτες», αναστέναξε η Εγκουέν. «Ο Ρούαρκ νομίζει ότι μερικοί θα αρνηθούν να τον αναγνωρίσουν, παρά τους Δράκοντες του Ρουίντιαν. Υπάρχει κάποιος, ονόματι Κουλάντιν, ο οποίος είμαι σίγουρη ότι θα τον σκοτώσει στη στιγμή, αν βρει την παραμικρή ευκαιρία».

Η Ηλαίην πισωπάτησε. «Θα φροντίσεις να μη γίνει τέτοιο πράγμα». Τούτη δεν ήταν ερώτηση ή έκκληση. Ένα σκληρό φως είχε φανεί στα γαλάζια μάτια της και ένα γυμνό εγχειρίδιο στο χέρι της.

«Θα κάνω ό,τι μπορώ. Ο Ρούαρκ του έβαλε σωματοφύλακες».

Η Ηλαίην φάνηκε να συνειδητοποιεί μόνο τότε την ύπαρξη του εγχειριδίου και τινάχτηκε. Η λεπίδα εξαφανίστηκε. «Πρέπει να μου μάθεις αυτά που σου μαθαίνει η Άμυς, Εγκουέν. Με μπερδεύει όταν τα πράγματα εμφανίζονται και μετά χάνονται, ή όταν ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι φοράω αλλιώτικα ρούχα. Συμβαίνει έτσι απλά».

«Θα σου τα μάθω. Όταν θα έχω χρόνο». Είχε μείνει ήδη πολλή ώρα στον Τελ'αράν'ριοντ. «Ηλαίην, αν δεν είμαι εδώ την επόμενη φορά που θα πρέπει να συναντηθούμε, μην ανησυχήσεις. Θα προσπαθήσω, αλλά ίσως να μην μπορέσω να έρθω. Μην ξεχάσεις να το πεις στη Νυνάβε. Αν δεν έρθω, να έρχεστε κάθε βράδυ από κει και πέρα. Δεν θα καθυστερήσω να έρθω πάνω από ένα ή δυο βράδια, είμαι σίγουρη».

«Αφού το λες», είπε με αμφιβολία η Ηλαίην. «Θα κάνουμε βδομάδες για να ανακαλύψουμε αν η Λίαντριν και οι άλλες είναι ή δεν είναι στο Τάντσικο. Ο Θομ πιστεύει ότι η πόλη είναι σε αναβρασμό». Το βλέμμα της στράφηκε στο Καλαντόρ, που ήταν μισοχωμένο στο πάτωμα. «Γιατί λες να το έκανε αυτό;»

«Είπε ότι αυτό θα κρατήσει τους Δακρινούς στο πλευρό του. Όσο ξέρουν ότι το σπαθί είναι εδώ, θα ξέρουν ότι ο Ραντ θα ξαναγυρίσει. Μπορεί να ξέρει τι λέει. Το ελπίζω».

«Α! Νόμιζα... ότι ίσως... να είχε θυμώσει... με κάτι».

Η Εγκουέν την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. Αυτή η διστακτικότητα δεν της ταίριαζε καθόλου. «Με τι να θύμωσε;»

«Α, τίποτα. Μια σκέψη ήταν. Εγκουέν, του έδωσα δύο γράμματα πριν φύγω από το Δάκρυ. Ξέρεις πώς τα δέχτηκε;»

«Όχι, δεν ξέρω. Είπες τίποτα που ίσως να τον θύμωσε;»

«Και βέβαια όχι». Η Ηλαίην γέλασε κεφάτα· το γέλιο της έμοιαζε βεβιασμένο. Το φόρεμα της ξαφνικά έγινε σκούρο μάλλινο, αρκετά ζεστό για βαρύ χειμώνα. «Θα ήμουν ανόητη αν έγραφα κάτι που θα τον θύμωνε». Τα μαλλιά της πετάχτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν τρελή κορώνα. Δεν το κατάλαβε. «Στο κάτω-κάτω, πασχίζω να τον κάνω να μ' αγαπήσει. Απλώς να τον κάνω να μ' αγαπήσει. Αχ, γιατί να μην είναι απλοί οι άντρες; Γιατί να μας βάζουν σε τόσους μπελάδες; Τουλάχιστον είναι μακριά από την Μπερελαίν». Το μαλλί έγινε πάλι μεταξένιο, ενώ το φόρεμα απέκτησε ακόμα πιο χαμηλό ντεκολτέ από πριν· τα μαλλιά της έλαμπαν στους ώμους της, τόσο που ωχριούσε μπροστά τους η γυαλάδα του φορέματός της. Δίστασε, δαγκώνοντας το κάτω χείλος της. «Εγκουέν; Αν βρεις την ευκαιρία, θα του πεις ότι το εννοούσα αυτό που έγραφα στο... Εγκουέν; Εγκουέν;»

Κάτι είχε αρπάξει την Εγκουέν. Η Καρδιά της Πέτρας χάθηκε στο σκοτάδι, σαν κάτι να την είχε πιάσει από το σβέρκο και να την τραβούσε μακριά.

Με μια κοφτή ανάσα, η Εγκουέν ξύπνησε απότομα, με την καρδιά της να βροντοχτυπά, κοιτώντας ψηλά, την οροφή της σκοτεινής σκηνής πάνω από το κεφάλι της. Μόνο λίγο φεγγαρόφωτο έπεφτε από το πλάι. Ήταν ξαπλωμένη κάτω από τις κουβέρτες της —στην Ερημιά έκανε τόσο κρύο το βράδυ, όση ζέστη έκανε τη μέρα― εκεί που είχε πέσει να κοιμηθεί. Μα τι την είχε τραβήξει πίσω;

Ξαφνικά κατάλαβε ότι πλάι της καθόταν ανακούρκουδα η Άμυς, τυλιγμένη στις σκιές. Το σκοτεινιασμένο πρόσωπο της Σοφής έμοιαζε ζοφερό και απειλητικό, σαν τη νύχτα.

«Εσύ το έκανες αυτό, Άμυς;» είπε θυμωμένα. «Δεν έχεις το δικαίωμα να με τραβάς πέρα-δώθε. Είμαι Άες Σεντάι του Πράσινου Άτζα» —το ψέμα έφτανε εύκολα στα χείλη της τώρα πια― «και δεν έχεις δικαίωμα —»

Η Άμυς την διέκοψε με σκληρή φωνή. «Πέρα από το Δρακότειχος, στο Λευκό Πύργο, είσαι Άες Σεντάι. Εδώ είσαι μια αδαής μαθήτρια, ένα ανόητο παιδί που σέρνεται σε μια φωλιά γεμάτη οχιές».

«Ξέρω τι είπα, ότι δεν θα πήγαινα στον Τελ'αράν'ριοντ χωρίς εσένα», είπε η Εγκουέν προσπαθώντας να φανεί διαλλακτική, «αλλά —»

Κάτι την άρπαξε από τους αστραγάλους και της σήκωσε τα πόδια στον αέρα· οι κουβέρτες αναποδογύρισαν, η νυχτικιά της μαζεύτηκε στις μασχάλες της. Κρεμόταν ανάποδα, με το πρόσωπο ίσια στο πρόσωπο της Άμυς. Έξω φρενών, ανοίχτηκε στο σαϊντάρ ― και βρήκε ότι ήταν φραγμένη.

«Ήθελες να πας μονάχη σου», σφύριξε μαλακά η Άμυς. «Σε προειδοποίησα, αλλά εσύ δεν άκουσες». Τα μάτια της στο σκοτάδι έμοιαζαν να λάμπουν ολοένα και περισσότερο. «Δεν σε νοιάζει τι μπορεί να καρτερεί. Υπάρχουν πράγματα στα όνειρα που συντρίβουν και την πιο γενναία καρδιά». Γύρω από μάτια όμοια με γαλάζια κάρβουνα, το πρόσωπό της έλιωσε, απλώθηκε. Φολίδες φάνηκαν εκεί που υπήρχε δέρμα· τα σαγόνια της μάκρυναν, γεμάτα κοφτερά δόντια. «Πράγματα που τρώνε την πιο γενναία καρδιά», μούγκρισε.

Η Εγκουέν, ουρλιάζοντας, άρχισε μάταια να βροντοχτυπά το φράγμα που την έκλεινε από την Αληθινή Πηγή. Προσπάθησε να χτυπήσει εκείνο το φρικτό πρόσωπο, το πράγμα που δεν μπορούσε να είναι η Άμυς, όμως κάτι της έσφιξε τους καρπούς, της τέντωσε το σώμα, που έτρεμε στον αέρα. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να ουρλιάξει, καθώς εκείνα τα σαγόνια έκλειναν γύρω από το πρόσωπό της.


Η Εγκουέν, ουρλιάζοντας, ανακάθισε σφίγγοντας τις κουβέρτες της. Κατάφερε να κλείσει το στόμα με αρκετό κόπο, όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για το ρίγος που τη συντάραζε σύγκορμη. Ήταν στη σκηνή ― αλλά ήταν στ' αλήθεια εκεί; Ήταν εκεί η Άμυς, καθισμένη ανακούρκουδα στις σκιές, που έλαμπε από το σαϊντάρ αλλά ήταν στ' αλήθεια αυτή; Απεγνωσμένα ανοίχτηκε στην Πηγή και παραλίγο να τσιρίξει όταν ξαναβρήκε το φράγμα. Πέταξε κατά μέρος τις κουβέρτες, σύρθηκε με χέρια και πόδια στα στοιβαγμένα χαλιά και σκόρπισε βιαστικά τα διπλωμένα ρούχα της. Είχε ένα μαχαίρι. Πού ήταν; Πού; Εκεί!

«Κάθισε κάτω», είπε στυφά η Άμυς, «για να μη σου δώσω φάρμακο για την υστερία και τα νευράκια σου. Δεν θα σου αρέσει η γεύση».

Η Εγκουέν στριφογύρισε πάνω στα γόνατα της, κρατώντας το μαχαίρι και με τα δύο χέρια· αν δεν έσφιγγε γερά τη λαβή, θα φαινόταν ότι έτρεμαν. «Είσαι στ' αλήθεια εσύ τώρα;»

«Είμαι εγώ η ίδια και τώρα, όπως και πριν. Τα σκληρά μαθήματα είναι τα καλύτερα μαθήματα. Λες να με μαχαιρώσεις;»

Διστακτικά, η Εγκουέν θηκάρωσε το μαχαίρι. «Δεν έχεις το δικαίωμα να —»

«Έχω κάθε δικαίωμα! Μου έδωσες το λόγο σου. Δεν ήξερα ότι οι Άες Σεντάι μπορούν να πουν ψέματα. Για να σε διδάξω, πρέπει να ξέρω ότι θα κάνεις ό,τι λέω. Δεν θέλω να δω μια μαθήτριά μου να κόβει μόνη το λαιμό της!» Η Άμυς αναστέναξε· λάμψη γύρω της χάθηκε, το ίδιο και το φράγμα ανάμεσα στην Εγκουέν και το σαϊντάρ. «Δεν μπορώ να σε φράξω άλλο. Είσαι πολύ δυνατότερη από μένα στη Μία Δύναμη. Παραλίγο να γκρεμίσεις το φράγμα μου. Αλλά αν δεν κρατάς το λόγο σου, τότε δεν ξέρω αν θέλω να σε διδάξω».

«Θα κρατάω το λόγο μου, Άμυς. Το υπόσχομαι. Αλλά πρέπει να συναντώ τις φίλες μου στον Τελ'αράν'ριοντ. Το υποσχέθηκα και σ' αυτές. Άμυς, μπορεί να χρειαστούν τη βοήθειά μου, τις συμβουλές μου». Δεν διέκρινε καλά το πρόσωπο της Άμυς στο σκοτάδι, όμως δεν το έβλεπε να μαλακώνει καθόλου. «Σε παρακαλώ, Άμυς. Ήδη μου δίδαξες πάρα πολλά. Νομίζω ότι μπορώ να τις βρω όπου κι αν είναι. Σε παρακαλώ, μη σταματάς όταν έχω τόσο πολλά ακόμα να μάθω. Ό,τι θέλεις να κάνω, θα το κάνω».

«Πλέξε τα μαλλιά σου», είπε με ουδέτερο τόνο η Άμυς.

«Τα μαλλιά μου;» είπε αβέβαια η Εγκουέν. Δεν θα ήταν δύσκολο, αλλά γιατί; Τώρα τα είχε λυτά, να χύνονται κάτω από τους ώμους της, αλλά δεν είχε περάσει καιρός από τότε που ξεχείλιζε από περηφάνια, τη μέρα που ο Κύκλος των Γυναικών στο χωριό είχε πει ότι ήταν αρκετά μεγάλη για να τα κάνει πλεξούδα, όπως τα είχε ακόμα και τώρα η Νυνάβε. Στους Δύο Ποταμούς, η πλεξούδα σήμαινε ότι ήσουν αρκετά μεγάλη για να θεωρείσαι γυναίκα.

«Μια κοτσίδα πάνω από κάθε αφτί». Η φωνή της Άμυς ήταν ακόμα ουδέτερη. «Αν δεν έχεις κορδέλα να τις δέσεις, θα σου δώσω εγώ. Έτσι χτενίζουν τα μαλλιά τους τα μικρά κοριτσάκια σε μας. Τα κοριτσάκια που είναι τόσο μικρά, ώστε να μην μπορούμε να βασιστούμε στο λόγο τους. Όταν μου αποδείξεις ότι ξέρεις να κρατάς το λόγο σου, τότε θα σταματήσεις να τα χτενίζεις έτσι. Αλλά αν μου ξαναπείς ψέματα, θα σε κάνω να κόψεις τη φούστα κοντή, σαν φορεματάκι κοριτσίστικο, και θα σου βρω μια κούκλα να κρατάς. Όταν αποφασίσεις να φέρεσαι σαν γυναίκα, θα σε αντιμετωπίσω σαν γυναίκα. Συμφώνησε, αλλιώς δεν θα σε διδάξω άλλο πια».

«Θα συμφωνήσω, αν με συνοδεύεις όταν θα πρέπει να συναντώ —»

«Συμφώνησε, Άες Σεντάι! Δεν παζαρεύω με παιδιά, ή με όσους δεν μπορούν να κρατήσουν το λόγο τους. Θα κάνεις ό,τι σου λέω, θα δέχεσαι ό,τι διαλέγω να σου δίνω και τίποτα παραπάνω. Αλλιώς φύγε να σκοτωθείς μόνη σου. Σ' αυτό δεν—σε—βο—η—θώ!»

Η Εγκουέν χάρηκε που ήταν σκοτεινά· της έκρυβε το κατσουφιασμένο πρόσωπο. Πράγματι είχε δώσει το λόγο της, όμως ήταν άδικο. Κανένας δεν πήγαινε να στριμώξει τον Ραντ με χαζούς κανόνες. Καλά, μπορεί εκείνος να ήταν διαφορετικός. Δεν ήξερε αν θα ήθελε, αντί για τις προσταγές της Άμυς, να έχει τον Κουλάντιν να λαχταρά να την τρυπήσει με το δόρυ. Ο Ματ σίγουρα δεν θα ανεχόταν τους κανόνες των άλλων. Άσχετα από το γεγονός ότι ήταν τα'βίρεν, ο Ματ δεν είχε να μάθει τίποτα· του αρκούσε να υπάρχει. Πιθανότατα θα αρνιόταν να μάθει κάτι, αν του δινόταν η ευκαιρία, εκτός αν είχε σχέση με τον τζόγο ή με σκανδαλιές. Η ίδια ήθελε να μάθει. Μερικές φορές της φαινόταν σαν άσβηστη δίψα· όσα κι αν απορροφούσε, δεν πνιγόταν. Και πάλι, όμως, δεν ήταν δίκαιο. Άδικο μεν, αλλά έτσι είναι, σκέφτηκε πικρόχολα.

«Συμφωνώ», είπε. «Θα κάνω ό,τι πεις, θα δεχτώ ό,τι μου δώσεις και τίποτα παραπάνω».

«Ωραία». Ύστερα από μια παύση, σαν να περίμενε να δει αν η Εγκουέν ήθελε να πει κι άλλα —εκείνη, συνετά, δεν άνοιξε το στόμα της― η Άμυς πρόσθεσε: «Σκοπεύω να είμαι σκληρή μαζί σου, Εγκουέν, αλλά όχι άσκοπα. Νομίζεις ότι σου έμαθα πολλά κι αυτό απλώς δείχνει πόσο λίγα ήξερες. Έχεις ισχυρό ταλέντο για το όνειρο· πιθανότατα θα μας ξεπεράσεις όλες κάποια μέρα. Αλλά αν δεν μάθεις αυτά που μπορώ να σου διδάξω —αυτά που μπορούμε να σου διδάξουμε εμείς οι τέσσερις― δεν θα αναπτύξεις ποτέ πλήρως αυτό το ταλέντο. Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα ζήσεις αρκετά για κάτι τέτοιο».

«Θα προσπαθήσω, Άμυς». Της φάνηκε ότι είχε κατορθώσει να μιλήσει με ένα ικανοποιητικά ταπεινό ύφος, Γιατί δεν έλεγε η γυναίκα αυτό που ήθελε να ακούσει; Αφού η Εγκουέν δεν μπορούσε να πάει μόνη στον Τελ'αράν'ριοντ, τότε έπρεπε να έρθει και η Αμυς, όταν θα ξανασυναντούσε την Ηλαίην. Ή ίσως να ήταν η Νυνάβε την άλλη φορά.

«Ωραία. Έχεις να πεις τίποτα άλλο;»

«Όχι, Άμυς».

Αυτή τη φορά η παύση ήταν μεγαλύτερη· η Εγκουέν περίμενε μ' όσο μεγαλύτερη υπομονή μπορούσε, με τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατά της.

«Άρα μπορείς να συγκρατήσεις τις απαιτήσεις σου, όταν το θέλεις», είπε τελικά η Άμυς, «ακόμα κι όταν αυτό σε κάνει να σπαρταράς σαν κατσίκα με φαγούρα. Μήπως το εξήγησα λάθος; Μπορώ να σου δώσω μια αλοιφή. Όχι; Πολύ καλά. Θα σε συνοδεύσω όταν χρειαστεί να συναντήσεις τις φίλες σου».

«Σ' ευχαριστώ», έκανε σεμνά η Εγκουέν. Κατσίκα με φαγούρα, αν ήταν δυνατόν!

«Σε περίπτωση που δεν το άκουσες την πρώτη φορά που το είπα, η εκπαίδευση δεν θα είναι ούτε εύκολη, ούτε σύντομη. Νομίζεις ότι δούλεψες αυτές τις τελευταίες μέρες. Προετοιμάσου τώρα να αφιερώσεις πραγματικό χρόνο και κόπο».

«Άμυς, θα μάθω όσα μπορείς να μου διδάξεις και θα δουλέψω όσο σκληρά θέλεις, αλλά με τον Ραντ από τη μια και τους Σκοτεινόφιλους από την άλλη... Ο χρόνος για την εκπαίδευση μπορεί να είναι πολυτέλεια και το πουγκί μου άδειο».

«Το ξέρω», είπε κουρασμένα η Άμυς. «Ήδη μας έχει αναστατώσει. Έλα. Αρκετό χρόνο σπατάλησες μ' αυτά τα παιδιαρίσματα. Πρέπει να συζητήσουμε τις δουλειές των γυναικών. Έλα. Οι άλλες περιμένουν».

Μόλις τότε η Εγκουέν κατάλαβε ότι οι κουβέρτες της Μουαραίν ήταν άδειες. Άπλωσε το χέρι για να πιάσει το φόρεμά της. «Δεν θα το χρειαστείς. Εδώ κοντά θα πάμε. Ρίξε μια κουβέρτα στους ώμους και έλα. Έχω ήδη κάνει πολλή δουλειά για τον Ραντ αλ'Θόρ και πρέπει να κάνω κι άλλη, όταν τελειώσουμε», είπε η Άμυς.

Η Εγκουέν έριξε πάνω της υπάκουα μια κουβέρτα και ακολούθησε την άλλη γυναίκα μέσα στη νύχτα. Έκανε κρύο. Ριγώντας, χοροπήδησε ξυπόλητη στο βραχώδες έδαφος, που έμοιαζε σχεδόν να έχει πιάσει πάγο. Ύστερα από την κάψα της μέρας, η νύχτα έμοιαζε παγωμένη σαν την καρδιά του χειμώνα στους Δύο Ποταμούς. Η ανάσα της έβγαινε με συννεφάκια μπροστά στο στόμα της και τα απορροφούσε αμέσως ο αέρας. Μπορεί να έκανε κρύο, όμως ο αέρας ήταν ξερός.

Πίσω από το στρατόπεδο των Σοφών ήταν μια σκηνή που δεν την είχε δει άλλοτε, κοντή σαν τις άλλες, αλλά στερεωμένη σε πλήθος πασσάλους απ' όλες τις μεριές. Προς μεγάλη της έκπληξη, η Άμυς άρχισε να γδύνεται και της έκανε νόημα να κάνει το ίδιο. Η Εγκουέν έσφιξε τα δόντια για να μη χτυπούν και ακολούθησε αργά το παράδειγμα της Άμυς. Όταν η Αελίτισσα είχε μείνει ολόγυμνη, στάθηκε εκεί, σαν να μην έκανε παγωνιά, παίρνοντας βαθιές ανάσες και χτυπώντας το δέρμα της με τα χέρια, πριν τελικά τρυπώσει μέσα. Η Εγκουέν την ακολούθησε με μια γοργή, ζωηρή κίνηση.

Η υγρή ζέστη τη χτύπησε σαν ραβδί στο κούτελο. Ιδρώτας χύθηκε απ' όλους τους πόρους της.

Η Μουαραίν ήταν ήδη εκεί, όπως και οι άλλες Σοφές με την Αβιέντα, γυμνές και ιδρωμένες, καθισμένες γύρω από μια μεγάλη, σιδερένια κατσαρόλα, που ήταν γεμάτη ως το χείλος με μαυρισμένες πέτρες. Η κατσαρόλα και οι πέτρες ακτινοβολούσαν ζέστη. Η Άες Σεντάι έμοιαζε να έχει συνέλθει από τη δοκιμασία της, αν και είχε ένα σφίξιμο γύρω από τα μάτια που δεν βρισκόταν πριν εκεί.

Ενώ η Εγκουέν έψαχνε προσεχτικά να βρει μέρος να καθίσει —εδώ δεν είχε στοιβαγμένα χαλάκια· μόνο το βραχώδες έδαφος― η Αβιέντα πήρε λίγο νερό από μια μικρότερη κατσαρόλα πλάι της και την πέταξε στη μεγάλη. Το νερό σφύριξε κι έγινε ατμός, χωρίς ν' αφήσει ούτε ένα υγρό σημείο στις πέτρες. Η Αβιέντα είχε μια ξινή έκφραση. Η Εγκουέν ήξερε πώς ένιωθε. Και στο Λευκό Πύργο έβαζαν τις μαθητευόμενες να κάνουν τις αγγαρείες· δεν ήξερε τι αντιπαθούσε περισσότερο, το σφουγγάρισμα ή η λάντζα. Αυτή η δουλειά δεν φαινόταν τόσο κουραστική.

«Πρέπει να συζητήσουμε τι θα γίνει με τον Ραντ αλ'Θόρ», είπε η Μπάιρ, όταν κάθισε και η Άμυς.

«Τι θα γίνει;» αναστατώθηκε η Εγκουέν. «Έχει τα σημάδια. Είναι εκείνος που ψάχνατε».

«Είναι εκείνος», είπε βλοσυρά η Μελαίν, μαζεύοντας μακριές τούφες χρυσόξανθων μαλλιών από το υγρό πρόσωπό της. «Πρέπει να προσπαθήσουμε να επιζήσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι δικοί μας από τον ερχομό του».

«Εξίσου σημαντικό», είπε η Σεάνα, «είναι να εξασφαλίσουμε ότι θα επιζήσει ο ίδιος, για να εκπληρώσει και την υπόλοιπη προφητεία». Η Μελαίν την αγριοκοίταξε. «Αλλιώς κανείς μας δεν θα επιζήσει», πρόσθεσε η Σεάνα με έναν υπομονετικό τόνο.

«Ο Ρούαρκ είπε ότι θα βάλει μερικούς Τζίντο για σωματοφύλακες», είπε αργά η Εγκουέν. «Άλλαξε γνώμη;»

Η Άμυς κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Ο Ραντ κοιμάται στις σκηνές των Τζίντο, με εκατό άντρες ξύπνιους, για να είναι σίγουροι ότι κι αυτός θα ξυπνήσει. Όμως οι άντρες συχνά βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά από μας. Ο Ρούαρκ θα τον ακολουθήσει, ίσως και να του αντιταχθεί σε αποφάσεις που θα νομίζει ότι είναι λάθος, αλλά δεν θα προσπαθήσει να τον καθοδηγήσει».

«Νομίζεις ότι χρειάζεται καθοδήγηση;» Η Μουαραίν την κοίταξε υψώνοντας το φρύδι, όμως η Εγκουέν δεν έδωσε σημασία. «Ως τώρα έκανε χωρίς καθοδήγηση ό,τι έπρεπε να κάνει».

«Ο Ραντ αλ'Θόρ δεν ξέρει τους τρόπους μας», αποκρίθηκε η Άμυς. «Υπάρχουν εκατό λάθη που θα μπορούσε να κάνει και να στρέψει εναντίον του έναν αρχηγό ή μια φατρία, που θα τους κάνει να δουν στο πρόσωπό του έναν υδρόβιο και όχι Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή. Ο σύζυγός μου είναι καλός άνθρωπος και εξαίρετος αρχηγός, αλλά δεν είναι ειρηνοποιός, δεν έχει μάθει πώς να πείθει θυμωμένους ανθρώπους να αφήσουν κάτω τα δόρατα. Πρέπει να έχουμε κοντά στον Ραντ αλ'Θόρ κάποιον να ψιθυρίζει στο αφτί του, όταν θα φαίνεται ότι πάει να στραβοπατήσει». Έκανε νόημα στην Αβιέντα να ρίξει κι άλλο νερό στις καυτές πέτρες· η νεαρή γυναίκα υπάκουσε μουτρωμένα και ευγενικά.

«Και πρέπει να τον παρακολουθούμε», είπε κοφτά η Μελαίν. «Πρέπει να έχουμε κάποια ιδέα για το τι πάει να κάνει, πριν το κάνει. Η εκπλήρωση της Προφητείας του Ρουίντιαν έχει ξεκινήσει —δεν μπορεί να σταματήσει, παρά μόνο όταν φτάσει στο τέλος της με τον έναν ή τον άλλο τρόπο― αλλά θέλω να εξασφαλίσω ότι θα επιζήσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι από το λαό μας. Το πώς μπορούμε να το καταφέρουμε αυτό, εξαρτάται από το τι σκοπεύει να κάνει ο Ραντ αλ'Θόρ».

Η Μπάιρ έσκυψε προς την Εγκουέν. Έμοιαζε να είναι όλη κόκαλα και νεύρα. «Τον ξέρεις από παιδί. Σε εμπιστεύεται για να σου μιλήσει;»

«Αμφιβάλω», της είπε η Εγκουέν. «Δεν μου έχει εμπιστοσύνη όπως κάποτε». Απέφυγε να κοιτάξει τη Μουαραίν.

«Θα μας το έλεγε αν της εκμυστηρευόταν κάτι;» ρώτησε αυστηρά η Μελαίν. «Δεν θέλω να θυμώσω κανέναν, αλλά η Εγκουέν και η Μουαραίν είναι Άες Σεντάι. Αυτό που επιδιώκουν αυτές μπορεί να μην είναι αυτό που επιδιώκουμε εμείς».

«Υπηρετήσαμε κάποτε τις Άες Σεντάι», είπε ανέκφραστα η Μπάιρ. «Τότε αποτύχαμε στο καθήκον μας. Ίσως προοριζόμαστε να υπηρετήσουμε πάλι». Η Μελαίν αναψοκοκκίνισε από ντροπή.

Η Μουαραίν δεν έδειχνε να το έχει δει αυτό, ούτε να έχει ακούσει τα λόγια που είχαν ειπωθεί πριν. Με εξαίρεση το σφίξιμο γύρω από τα μάτια, έδειχνε γαλήνια. «Θα βοηθήσω όσο μπορώ», είπε ατάραχα, «αλλά δεν έχω μεγάλη επιρροή στον Ραντ. Προς το παρόν, υφαίνει το Σχήμα με τις δικές του επιλογές».

«Τότε πρέπει να τον παρακολουθούμε στενά και να ελπίζουμε». Η Μπάιρ αναστέναξε. «Αβιέντα, θα βρίσκεις τον Ραντ αλ'Θόρ κάθε μέρα όταν ξυπνά και δεν θα τον αφήνεις, παρά μόνο όταν πηγαίνει στις κουβέρτες του το βράδυ. Θα μένεις κοντά του σαν τις τρίχες των μαλλιών του. Φοβάμαι ότι θα πρέπει να βολέψουμε όπως-όπως την εκπαίδευσή σου· θα είναι δύσκολο για σένα, που θα κάνεις δύο πράγματα μαζί, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Αν του μιλάς —και ειδικά αν ακούς― δεν θα δυσκολευτείς να μείνεις κοντά του. Λίγοι άντρες θα διώξουν μια όμορφη κοπέλα, που ακούει αυτά που λένε. Μπορεί να του ξεφύγει κάτι».

Η άλλη πάγωνε ολοένα και περισσότερο με κάθε λέξη. «Δεν θα το κάνω!» Η Αβιέντα σχεδόν έφτυσε τις λέξεις, όταν τελείωσε η Μπάιρ. Έπεσε σιωπή και όλα τα βλέμματα γύρισαν πάνω της, όμως αυτή τα αψήφησε.

«Δεν θα το κάνεις;» είπε μαλακά η Μπάιρ. «Δεν θα το κάνεις». Έμοιαζε να γεύεται λέξεις παράξενες στο στόμα της.

«Αβιέντα», είπε γλυκά η Εγκουέν, «κανένας δεν σου ζητά να προδώσεις την Ηλαίην, μόνο να του μιλάς». Όταν το άκουσε αυτό η πρώην Κόρη του Δόρατος, φάνηκε να ψάχνει για όπλο.

«Τέτοια πειθαρχία μαθαίνουν τώρα οι Κόρες;» είπε αυστηρά η Άμυς. «Αν ναι, τότε θα δεις ότι εμείς είμαστε πιο αυστηρές όταν διδάσκουμε. Αν υπάρχει κάποιος λόγος που δεν μπορείς να μείνεις κοντά στον Ραντ αλ'Θόρ, πες τον». Το αποφασισμένο βλέμμα της Αβιέντα κλονίστηκε λίγο· μουρμούρισε κάτι που δεν ακουγόταν. Η φωνή της Άμυς έγινε κοφτερή σαν μαχαίρι. «Πες το, είπα!»

«Δεν μου αρέσει!» ξέσπασε η Αβιέντα. «Τον μισώ! Τον μισώ!» Αν η Εγκουέν δεν την ήξερε καλά, θα έλεγε ότι ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Τα λόγια της, όμως, την άφησαν εμβρόντητη· αποκλείεται να το εννοούσε.

«Δεν σου ζητάμε να τον αγαπήσεις, ή να τον βάλεις στο κρεβάτι σου», την αποπήρε η Σεάνα. «Αυτό που σου λέμε είναι να τον ακούς και θα μας υπακούσεις!»

«Παιδιαρίσματα!» ξεφύσησε η Άμυς. «Τι νεαρές βγάζει τώρα ο κόσμος; Καμία σας δεν ωριμάζει;»

Η Μπάιρ και η Μελαίν ήταν ακόμα πιο αυστηρές· η μεγαλύτερη απείλησε να δέσει την Αβιέντα στο άλογο του Ραντ, στη θέση της σέλας του —έμοιαζε να εννοεί αυτό ακριβώς― και η Μελαίν πρότεινε ότι τα βράδια η Αβιέντα, αντί να κοιμάται, θα μπορούσε να σκάβει λάκκους και να τους γεμίζει, για να ξεδιαλύνει τις σκέψεις της. Η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι οι απειλές δεν είχαν σκοπό να τη φοβίσουν· αυτές οι γυναίκες περίμεναν και ζητούσαν υπακοή. Για τον άσκοπο μόχθο στον οποίο θα υποβάλλονταν η Αβιέντα, θα έφταιγε το πείσμα της. Αυτό το πείσμα έμοιαζε να φθίνει, καθώς την τρυπούσαν τα βλέμματα των τεσσάρων Σοφών —κουλουριάστηκε σε αμυντική θέση, στα γόνατά της― αλλά άντεχε ακόμα.

Η Εγκουέν έγειρε και ακούμπησε τον ώμο της Αβιέντα. «Μου είπες ότι είμαστε κονταδελφές και νομίζω ότι είμαστε. Θα το κάνεις για μένα; Σκέψου ότι τον φροντίζεις εκ μέρους της Ηλαίην. Ξέρω ότι τη συμπαθείς κι αυτήν. Μπορείς να του πεις ότι εννοούσε αυτά που του έλεγε στα γράμματά της. Θα του αρέσει αυτό».

Το πρόσωπο της Αβιέντα συσπάστηκε. «Θα το κάνω», είπε καμπουριάζοντας. «Θα τον προσέχω, για την Ηλαίην. Για την Ηλαίην».

Η Αμυς κούνησε το κεφάλι. «Ανοησίες. Θα τον προσέχεις επειδή σου το είπαμε, κορίτσι μου. Αν νομίζεις ότι έχεις άλλο λόγο, θα μάθεις ότι κάνεις μεγάλο λάθος. Κι άλλο νερό. Ο ατμός φεύγει».

Η Αβιέντα έριξε άλλη μια χούφτα στις πέτρες σαν να πετούσε δόρυ. Η Εγκουέν χάρηκε βλέποντας τη ζωντάνια της να επιστρέφει, όμως σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να της δώσει μερικές συμβουλές όταν θα έμεναν μόνες. Καλή η ζωντάνια, όμως υπήρχαν γυναίκες —αυτές οι τέσσερις γυναίκες, για παράδειγμα, όπως και η Σιουάν Σάντσε― με τις οποίες έπρεπε να την κρατάς χαλινωμένη. Μπορούσες να βάλεις τις φωνές στον Κύκλο των Γυναικών και να το κάνεις αυτό ολόκληρη τη μέρα, όμως στο τέλος πάλι θα κατέληγες να κάνεις ό,τι σου είχαν πει και θα ευχόσουν να είχες κρατήσει το στόμα κλειστό.

«Τώρα που το ξεκαθαρίσαμε αυτό», είπε η Μπάιρ, «ας απολαύσουμε τον ατμό σιωπηλά, όσο μπορούμε. Μερικές από μας έχουν πολλά να κάνουν απόψε, καθώς και τις νύχτες που έρχονται, για να προετοιμάσουμε τη σύναξη στο Άλκαιρ Νταλ για τον Ραντ αλ'Θόρ».

Στη σκηνή επικράτησε σιωπή και ο μόνος ήχος ήταν το τσιτσίρισμα του νερού, όταν η Αβιέντα έριχνε κι άλλο στις καυτές πέτρες. Οι Σοφές κάθονταν με τα χέρια στα γόνατα, ανασαίνοντας βαθιά. Ήταν ευχάριστο, χαλαρωτικό, αυτή η υγρή ζέστη, η γλιστερή, καθαρτική αίσθηση του ιδρώτα στο δέρμα. Η Εγκουέν σκέφτηκε ότι δεν πείραζε να χάσει λίγο ύπνο.

Η Μουαραίν, όμως, δεν φαινόταν να χαλαρώνει. Κοίταζε την αχνιστή κατσαρόλα σαν να έβλεπε κάτι άλλο, μακρινό.

«Ήταν άσχημα;» είπε μαλακά η Εγκουέν, για να μην ενοχλήσει τις Σοφές. «Θέλω να πω, στο Ρουίντιαν». Η Αβιέντα σήκωσε γοργά το κεφάλι, αλλά δεν είπε τίποτα.

«Οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν», είπε η Μουαραίν εξίσου χαμηλόφωνα. Δεν πήρε το βλέμμα από το μακρινό όραμά της και είχε τέτοια παγωνιά η φωνή της, που σχεδόν ρουφούσε τη ζέστη από τον αέρα. «Οι περισσότερες έχουν ήδη χαθεί. Κάποιες τις ήξερα από πριν. Άλλες... Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει και είμαστε μόνο ένα νήμα στο Σχήμα. Αφιέρωσα τη ζωή μου για να βρω τον Αναγεννημένο Δράκοντα, για να βρω τον Ραντ, και να τον βοηθήσω να αντιμετωπίσει την Τελευταία Μάχη. Θα φροντίσω να γίνει αυτό πάση θυσία. Τίποτα και κανένας δεν μπορεί να είναι σημαντικότερος».

Ανατριχιάζοντας, παρά τον ιδρώτα της, η Εγκουέν έκλεισε τα μάτια. Η Άες Σεντάι δεν ήθελε παρηγοριά. Δεν ήταν γυναίκα, ήταν ένα κομμάτι πάγος. Η Εγκουέν ησύχασε και προσπάθησε να ξαναβρεί εκείνη την ευχάριστη αίσθηση. Υποψιαζόταν ότι λίγες και σπάνιες φορές θα την ξανάβρισκε.

Загрузка...