Οι πελάτες της ταβέρνας ξεσήκωναν τον τόπο, όπως συνέβαινε σε όλες τις ταβέρνες του Μάουλε, οι οποίες ακούγονταν σαν κάρο γεμάτο χήνες και πιατικά που έτρεχε νυχτιάτικα στην κατηφοριά. Η οχλοβοή συναγωνιζόταν τους κόπους των μουσικών με τα τρία διαφορετικά τύμπανα, τα δύο τσίτερ με σφυράκια και το σφαιροειδές σεμσίρ, που άφηνε στριγκές τρίλιες. Οι σερβιτόρες φορούσαν σκούρα φορέματα, που κατέβαιναν ως τον αστράγαλο και είχαν το γιακά ως το σαγόνι, άσπρες ποδίτσες και στριμώχνονταν ανάμεσα στα γεμάτα τραπέζια, κρατώντας ψηλά τους δίσκους με τα πήλινα κύπελλα για να χωρέσουν και να περάσουν. Υπήρχαν ξυπόλητοι λιμενεργάτες με δερμάτινα γιλέκα, πλάι σε άντρες που φορούσαν σακάκια στενά στη μέση, καθώς και άλλοι, που κυκλοφορούσαν με γυμνό το στέρνο και είχαν πλατιές, πολύχρωμες ζώνες για να συγκρατούν τα φαρδιά παντελόνια τους. Το μέρος βρισκόταν τόσο κοντά στις αποβάθρες, που έβλεπες παντού μέσα στο πλήθος ξενικές ενδυμασίες· ψηλούς γιακάδες από το βορρά και μακριούς γιακάδες από το νότο, ασημένιες αλυσίδες σε σακάκια και καμπανάκια σε γιλέκα, μπότες ως το γόνατο και μπότες ως το μηρό, περιδέραια ή σκουλαρίκια φορεμένα από άντρες, δαντέλα σε σακάκια ή πουκάμισα. Ένας άντρας με μεγάλους ώμους και μεγάλη κοιλιά είχε ένα διχαλωτό, κίτρινο γένι, ενώ ένας άλλος είχε πασαλείψει με κάτι τα μουστάκια του για να λαμπυρίζουν κάτω από το φως της λάμπας και να τυλίγονται σε κουλούρες δεξιά κι αριστερά στο στενό πρόσωπό του. Ζάρια κυλούσαν σε τρεις γωνιές της αίθουσας και σε μερικά τραπέζια, με το ασήμι να αλλάζει γοργά χέρια μέσα σε φωνές και γέλια.
Ο Ματ καθόταν μόνος του, με την πλάτη στον τοίχο, έτσι που να βλέπει όλες τις πόρτες, αν και το βλέμμα του συνήθως ήταν προσηλωμένο στο απείραχτο κύπελλο με το σκούρο κόκκινο κρασί. Δεν πλησίαζε τον κόσμο που έπαιζε ζάρια και δεν έριχνε καμία ματιά στους αστραγάλους των κοριτσιών που σερβίριζαν. Επειδή η ταβέρνα ήταν γεμάτη, κάποιοι προσπαθούσαν μερικές φορές να καθίσουν στο τραπέζι του, αλλά όταν κοίταζαν καλά το πρόσωπό του, έφευγαν για να στριμωχτούν σε κάποιον πάγκο αλλού.
Βούτηξε το ακροδάχτυλό του στο κρασί και άρχισε να σχεδιάζει αφηρημένα στο τραπέζι. Αυτοί οι ανόητοι δεν είχαν ιδέα τι είχε συμβεί απόψε στην Πέτρα. Είχε ακούσει μερικούς Δακρινούς να αναφέρουν κάποιες φασαρίες, γοργά λόγια που έσβηναν μέσα σε νευρικά γέλια. Ήξεραν και δεν ήθελαν να ξέρουν. Μακάρι να μην ήξερε ούτε κι ο ίδιος, σχεδόν το ευχόταν. Όχι, ευχόταν να ήξερε ακριβώς τι είχε συμβεί. Οι εικόνες τρεμόπαιζαν στο νου του, άστραφταν μέσα από τρύπες στη μνήμη του, δεν έβγαζαν νόημα.
Η οχλοβοή της μάχης στο βάθος αντηχούσε στο διάδρομο, αμυδρή εξαιτίας των υφαντών. Τράβηξε το μαχαίρι τον από το πτώμα τον Φαιού με τρεμάμενο χέρι. Ένας Φαιός που τον κυνηγούσε. Πρέπει να τον κυνηγούσε. Οι Φαιοί δεν τριγυρνούσαν σκοτώνοντας τυχαία· είχαν στόχο, ακριβώς σαν ένα βέλος. Γύρισε για να τρέξει και να, μπροστά τον ένας Μυρντράαλ, ο οποίος τον πλησίαζε σαν φίδι με πόδια, με ένα ασπρουλιάρικο και ανόφθαλμο πρόσωπο που έκανε το ρίγος να φτάσει μέχρι τα κόκαλά του. Στα τριάντα βήματα εξαπέλυσε το μαχαίρι ίσια προς το σημείο που θα έπρεπε να υπάρχει μάτι· απ' αυτή την απόσταση μπορούσε να πετύχει μια τρύπα στο μέγεθος ματιού τέσσερις φορές στις πέντε.
Το μαύρο σπαθί τον Ξέθωρου θόλωσε από την ταχύτητα και απέκρουσε το μαχαίρι σχεδόν με άνεση· δεν έκοψε καν το βήμα. «Ώρα να πεθάνεις, Χορνσάουντερ». Η φωνή τον ήταν σαν το συριγμό της κόκκινης οχιάς, προειδοποιούσε για θάνατο.
Ο Ματ οπισθοχώρησε. Τώρα είχε ένα μαχαίρι σε κάθε χέρι, αν και δεν θυμόταν να τα είχε τραβήξει. Όχι ότι τα μαχαίρια μπορούσαν να τα βάλουν με σπαθί, αλλά αν το έβαζε στα πόδια, η μαύρη λεπίδα θα καρφωνόταν στη ράχη του, αυτό ήταν σίγουρο όσο κι ότι πέντε εξάρια νικούσαν τέσσερα τριάρια. Μακάρι να είχε μια καλή πολεμική ράβδο. Ή ένα τόξο· άραγε τι θα έκανε αυτό το πλάσμα ενάντια στο βέλος ενός μακρύ τόξου των Δύο Ποταμών; Μακάρι να ήταν κάπου αλλού. Θα πέθαινε εδώ.
Ξαφνικά, μια ντουζίνα Τρόλοκ ξεχύθηκαν από ένα διπλανό διάδρομο και έπεσαν πάνω στον Ξέθωρο, δημιουργώντας ένα ξέφρενο χάος από πέλεκεις που πετσόκοβαν και σπαθιά που κάρφωναν. Ο Ματ έμεινε να κοιτάζει κατάπληκτος, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. Ο Ημιάνθρωπος πολεμούσε σαν ανεμοστρόβιλος με μαύρη αρματωσιά. Πάνω από τους μισούς Τρόλοκ είχαν σκοτωθεί ή πέθαιναν, όταν πια ο Ξέθωρος σωριάστηκε κάτω σπαρταρώντας· το ένα χέρι τον τινάζονταν και σφάδαζε σαν λαβωμένο φίδι τρία βήματα από το σώμα του, κρατώντας ακόμα στη γροθιά εκείνο το μαύρο ξίφος.
Ένας Τρόλοκ με τραγίσια κέρατα κοίταξε τον Ματ και ύψωσε τη μουσούδια για να οσμιστεί τον αέρα. Του γρύλισε κι ύστερα κλαψούρισε και άρχισε να γλείφει τη μακριά χαρακιά που είχε ανοίξει την πανοπλία και τον τριχωτό πήχη του. Οι άλλοι έκοψαν τους λαιμούς των πληγωμένων τους και ο ένας γάβγισε μερικές τραχιές, λαρυγγώδεις λέξεις. Δίχως να ρίξουν δεύτερη ματιά στον Ματ, γύρισαν και έφυγαν τροχάδην, με τις οπλές και τις μπότες να αφήνουν κούφιους ήχους στο πέτρινο δάπεδο.
Έφυγαν και τον άφησαν. Ο Ματ ανατρίχιασε. Οι Τρόλοκ δυνάμεις σωτηρίας. Που τον είχε μπλέξει τώρα ο Ραντ; Είδε αυτό που είχε ζωγραφίσει με το κρασί του —μια ανοιχτή πόρτα― και το έσβησε θυμωμένος. Έπρεπε να ξεφύγει από δω. Έπρεπε. Αλλά παράλληλα ένιωθε την προτροπή στο βάθος του μυαλού του, που έλεγε ότι ήταν ώρα να γυρίσει στην Πέτρα. Την έδιωξε θυμωμένα, όμως συνέχισε να τον τρώει.
Έπιασε κάτι λόγια από το τραπέζι στα δεξιά του, εκεί που ο τύπος με το λιπόσαρκο πρόσωπο και την κουλουριαστή μουστάκα μιλούσε με βαριά Λαγκαρντινή προφορά. «Δεν λέω, σίγουρα ο Δράκοντάς σας είναι σπουδαίος άνθρωπος, αλλά δεν φτάνει τον Λογκαίν ούτε στο νυχάκι. Ο Λογκαίν είχε βάλει όλη την Γκεάλνταν στον πόλεμο κι επίσης τη μισή Αμαδισία και την Αλτάρα. Έκανε τη γη να καταπιεί ολόκληρες πόλεις που του αντιστέκονταν. Κτίρια, ανθρώπους και ό,τι άλλο. Κι εκείνος στη Σαλδαία, ο Μασήμ; Λένε πως έκανε τον ήλιο να ακινητοποιηθεί, ώσπου νίκησε το στρατό του Άρχοντα του Μπασίρ. Έτσι ακριβώς έγινε, λένε».
Ο Ματ κούνησε το κεφάλι. Η Πέτρα είχε αλωθεί, το Καλαντόρ ήταν στο χέρι του Ραντ κι αυτός ο βλάκας ακόμα νόμιζε ότι επρόκειτο για άλλο έναν ψεύτικο Δράκοντα. Πάνω στο τραπέζι είχε σκιτσάρει πάλι εκείνη την πόρτα. Την έσβησε με το χέρι, άρπαξε το κρασί κι ύστερα σταμάτησε με το κύπελλο λίγο πριν από το στόμα του. Μέσα στο σαματά, το αφτί του είχε πιάσει ένα γνώριμο όνομα, που το είχαν πει σ' ένα κοντινό τραπέζι. Έκανε πίσω τον πάγκο του για να σηκωθεί και πλησίασε εκείνο το τραπέζι με το κύπελλο στο χέρι.
Αυτοί που κάθονταν ολόγυρα στο τραπέζι ήταν ένα δείγμα του αλλόκοτου μείγματος που έβρισκε κανείς στα καπηλειά του Μάουλε. Ήταν δύο ξυπόλητοι ναύτες με λαδωμένα σακάκια και γυμνό το στέρνο, όπου ο ένας είχε μια χοντρή χρυσή αλυσίδα στο λαιμό· ένας άντρας που κάποτε ήταν χοντρός και τώρα τα σαγόνια του είχαν σακουλιάσει, ο οποίος φορούσε ένα σκούρο Καιρχινό σακάκι με κόκκινες, χρυσές και πράσινες διαγώνιες κορδέλες στο στήθος, που ίσως έδειχναν ότι ήταν ευγενής, αν και το ένα μανίκι ήταν σχισμένο στον ώμο —πολλοί Καιρχινοί πρόσφυγες είχαν κατρακυλήσει στην κοινωνική ιεραρχία· μια γκριζομάλλα γυναίκα που φορούσε μουντά μπλε χρώματα, με σκληρό πρόσωπο, κοφτερό βλέμμα και χοντρά, χρυσά δαχτυλίδια· και ο ομιλητής, ο φίλος με τη διχαλωτή γενειάδα, που είχε στο αφτί ένα ρουμπίνι μεγάλο σαν αυγό περιστεριού. Τρεις χρυσές αλυσίδες κύκλωναν το φαρδύ στήθος του πάνω από το σκούρο κόκκινο σακάκι, που δήλωναν ότι ήταν ένας Καντορινός μεγαλέμπορος. Στο Κάντορ οι έμποροι είχαν συντεχνία.
Οι κουβέντες έπαψαν και όλα τα βλέμματα γύρισαν στον Ματ, όταν σταμάτησε στο τραπέζι τους. «Άκουσα να λες για τους Δύο Ποταμούς».
Ο διχαλογένης του έριξε μια γρήγορη ματιά από πάνω ως κάτω. Είδε τα αχτένιστα μαλλιά, τη σφιγμένη έκφραση στο πρόσωπο και το κρασί στο χέρι, τις αστραφτερές, μαύρες μπότες και το πράσινο σακάκι με τα χρυσά κεντίδια, το οποίο ήταν ανοιχτό ως τη μέση για να αποκαλύψει ένα χιονάτο, λινό πουκάμισο, που όμως τόσο το σακάκι όσο και το πουκάμισο ήταν κατατσαλακωμένα. Με δυο λόγια, ήταν η προσωποποίηση ενός νεαρού ευγενή, που διασκέδαζε μέσα στους κοινούς θνητούς. «Ακριβώς, Άρχοντά μου», είπε κεφάτα. «Πάω στοίχημα, είπα, ότι δεν θα έχουν ταμπάκ εκεί φέτος. Όμως εγώ διαθέτω είκοσι βαρέλια γεμάτα με τα πιο εκλεκτό φύλλο των Δύο Ποταμών, που καλύτερό του δεν υπάρχει. Αργότερα φέτος θα πιάσει πολύ καλή τιμή. Αν ο Άρχοντάς μου ήθελε ένα βαρέλι για προσωπική χρήση» —τράβηξε τη μια άκρη του κίτρινου γενιού του και ακούμπησε το δάχτυλο του στο πλάι της μύτης του― «είμαι βέβαιος ότι θα μπορούσα να —»
«Πας στοίχημα, έτσι δεν είναι;» είπε μαλακά ο Ματ, σταματώντας τον. «Γιατί να μην έχει ταμπάκ φέτος στους Δύο Ποταμούς;»
«Μα είναι οι Λευκομανδίτες, Άρχοντά μου. Τα Τέκνα του Φωτός».
«Τι έκαναν οι Λευκομανδίτες;»
Ο μεγαλέμπορος κοίταξε ολόγυρα στο τραπέζι για βοήθεια· υπήρχε μια απειλητική χροιά σε εκείνο τον ήσυχο τόνο. Οι ναύτες έδειχναν ότι, αν τολμούσαν, θα έφευγαν. Ο Καιρχινός κοίταζε τον Ματ με το κορμί υπερβολικά ίσιο, στρώνοντας το τριμμένο σακάκι του καθώς ταλαντευόταν αργά· το άδειο κύπελλο μπροστά του προφανώς δεν ήταν το πρώτο. Η γκριζομάλλα γυναίκα είχε το κύπελλο στο στόμα και το έξυπνο βλέμμα της μετρούσε τον Ματ, καθώς τον κοίταζε πάνω από το χείλος του.
Ο έμπορος κατόρθωσε να υποκλιθεί καθιστός και συνέχισε με δουλικό τόνο. «Άρχοντά μου, οι φήμες λένε ότι οι Λευκομανδίτες πήγαν στους Δύο Ποταμούς. Κυνηγάνε τον Αναγεννημένο Δράκοντα, έτσι λέγεται. Αν και φυσικά αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια, αφού ο Άρχοντας Δράκοντας είναι εδώ, στο Δάκρυ». Κοίταξε τον Ματ για να δει πώς τα δεχόταν αυτά· η έκφραση του Ματ δεν άλλαξε.
«Οι φήμες αυτές κυκλοφορούν αδέσποτες, Άρχοντά μου. Ίσως να είναι μόνο λόγια του αέρα. Οι ίδιες φήμες λένε ότι οι Λευκομανδίτες ψάχνουν επίσης κι ένα Σκοτεινόφιλο με κίτρινα μάτια. Άκουσες ποτέ για άνθρωπο με κίτρινα μάτια, Άρχοντά μου; Ούτε κι εγώ. Λόγια του αέρα».
Ο Ματ άφησε το κύπελλό του στο τραπέζι και έγειρε πιο κοντά στον έμπορο. «Ποιον άλλο κυνηγάνε, σύμφωνα μ' αυτές τις φήμες; Τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Έναν άντρα με κίτρινα μάτια. Ποιον άλλο;»
Χάντρες ιδρώτα φάνηκαν στο πρόσωπο του εμπόρου. «Κανέναν, Άρχοντά μου. Δεν άκουσα για κανέναν. Είναι μόνο φήμες, Άρχοντά μου. Άχυρα στον άνεμο· τίποτα παραπάνω. Μια τούφα καπνός, που γρήγορα χάνεται. Θα μπορούσα να έχω την τιμή να προσφέρω στον Άρχοντά μου ένα βαρέλι με Δυποταμίτικο ταμπάκ; Μια χειρονομία για την εκτίμηση που... την τιμή του... να εκφράσω το...»
Ο Ματ πέταξε μια Αντορανή χρυσή κορώνα στο τραπέζι. «Σας κερνάω το κρασί, όσο μπορείτε να πάρετε μ' αυτό».
Ενώ έστριβε, άκουσε τα μουρμουρητά στο τραπέζι. «Νόμιζα ότι θα μου κόψει το λαιμό. Ξέρεις πώς κάνουν αυτά τα αρχοντόπουλα όταν τους βαρέσει το κρασί στο κεφάλι». Αυτό το είχε πει ο διχαλογένης έμπορος. «Παράξενος νεαρός», είπε η γυναίκα. «Επικίνδυνος. Μην πας να του τη φέρεις με τα τεχνάσματά σου, Πήτραμ». «Νομίζω ότι δεν είναι άρχοντας», είπε νευρικά ένας άλλος. Ο Ματ υπέθεσε ότι πρέπει να ήταν ο Καιρχινός. Μόρφασε. Άρχοντας; Δεν ήθελε να γίνει άρχοντας, ακόμα κι αν τον παρακαλούσαν. Λευκομανδίτες στους Δύο Ποταμούς. Φως μου! Το Φως να μας βοηθήσει!
Πλησίασε την πόρτα ανοίγοντας δρόμο στην κοσμοσυρροή και πήρε δυο ξυλοπέδιλα από το σωρό στον τοίχο. Δεν είχε ιδέα αν ήταν εκείνα που φορούσε ερχόμενος —όλα έμοιαζαν ίδια― και δεν τον ένοιαζε. Ταίριαζαν στις μπότες του.
Έξω είχε πιάσει βροχή, μια ψιχάλα που έκανε το σκοτάδι ακόμα βαθύτερο. Σήκωσε το γιακά του και άρχισε να πλατσουρίζει στους λασπερούς δρόμους του Μάουλε καθώς έτρεχε αδέξια, περνώντας μπροστά από φωταγωγημένα πανδοχεία, από ταβέρνες όλο φασαρία και από σπίτια με σκοτεινά παράθυρα. Όταν η λάσπη έδωσε τη θέση της στο πλακόστρωτο, στο τείχος που έδειχνε ότι άρχιζε η εσωτερική πόλη, πέταξε τα ξυλοπέδιλα και συνέχισε να τρέχει. Οι Υπερασπιστές που φυλούσαν την κοντινότερη πύλη της Πέτρας τον άφησαν να περάσει δίχως λέξη· ήξεραν ποιος ήταν. Έτρεξε ως το δωμάτιο του Πέριν και άνοιξε με δύναμη την πόρτα, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στην τρύπα που άνοιξε στο ξύλο. Τα σακίδια της σέλας του Πέριν ήταν πάνω στο κρεβάτι και ο Πέριν έχωνε μέσα πουκάμισα και κάλτσες. Μόνο ένα κερί ήταν αναμμένο, αλλά εκείνος δεν έδειχνε να προσέχει ότι ήταν μισοσκόταδο.
«Τα έμαθες λοιπόν», είπε ο Ματ.
Ο Πέριν δεν σταμάτησε να μαζεύει τα πράγματα. «Για το χωριό; Ναι. Βγήκα να ακούσω καμιά φήμη για τη Φάιλε. Μετά τα αποψινά, είναι πιο σημαντικό από ποτέ να την...» Το γρύλισμα που βγήκε βαθιά από το λαρύγγι του έκανε τον Ματ να ανατριχιάσει· θύμιζε έντονα θυμωμένο λύκο. «Δεν έχει σημασία. Τα έμαθα. Κι έτσι ακόμα, μπορεί να βολέψει».
Τι να βολέψει; αναρωτήθηκε ο Ματ. «Το πιστεύεις;»
Ο Πέριν σήκωσε το κεφάλι· τα μάτια του αντανάκλασαν το φως του κεριού κι άστραψαν μ' ένα θαμπό, χρυσοκίτρινο χρώμα. «Δεν μου φαίνεται να υπάρχει αμφιβολία. Μοιάζει πολύ με την αλήθεια».
Ο Ματ σάλεψε τα πόδια με αμηχανία. «Το ξέρει ο Ραντ;» Ο Πέριν απλώς ένευσε και συνέχισε να πακετάρει. «Τι λέει, λοιπόν;»
Ο Πέριν σταμάτησε και κοίταξε το διπλωμένο μανδύα στα χέρια του. «Άρχισε να μονολογεί μουρμουρίζοντας. “Είπε ότι θα το κάνει. Έτσι είπε. Κακώς που δεν τον πίστεψα”. Τέτοια πράγματα. Δεν έβγαζες νόημα. Ύστερα με άρπαξε από το γιακά και είπε ότι θα κάνει “αυτό που δεν περιμένουν”. Ήθελε να μου δώσει να καταλάβω, αλλά δεν ξέρω αν καταλαβαίνει κι ο ίδιος. Δεν φαινόταν να τον νοιάζει αν θα μείνω ή αν φύγω. Όχι, το παίρνω πίσω. Νομίζω ότι ανακουφίστηκε που φεύγω».
«Το ζουμί είναι ότι δεν πρόκειται να κάνει τίποτα», είπε ο Ματ. «Φως μου, με το Καλαντόρ θα μπορούσε να θερίσει χίλιους Λευκομανδίτες! Είδες τι έκανε στους βρωμο-Τρόλοκ. Εσύ φεύγεις, έτσι δεν είναι; Θα γυρίσεις στους Δύο Ποταμούς; Μονάχος;»
«Εκτός αν έρθεις κι εσύ». Ο Πέριν έχωσε το μανδύα στα σακίδια της σέλας. «Έρχεσαι;»
Αντί να απαντήσει, ο Ματ άρχισε να βηματίζει μπρος-πίσω στο δωμάτιο, με το πρόσωπό του πότε στο ημίφως και πότε στη σκιά. Η μητέρα του και ο πατέρας του ήταν στο Πεδίο του Έμοντ, όπως και οι αδελφές του. Οι Λευκομανδίτες δεν είχαν λόγο να τους κάνουν κακό. Αν πήγαινε σπίτι, είχε την αίσθηση ότι δεν θα ξανάφευγε, ότι η μητέρα του θα τον πάντρευε στο πι και φι. Αλλά αν δεν πήγαινε, αν τους είχαν πειράξει οι Λευκομανδίτες... Οι Λευκομανδίτες δεν χρειάζονταν τίποτα, μια φήμη τους έφτανε, έτσι είχε ακούσει. Γιατί όμως να υπάρχουν φήμες για τους δικούς του; Ακόμα και οι Κόπλιν, που ήταν ψεύτες και ταραχοποιοί από τον πρώτο ως τον τελευταίο, συμπαθούσαν τον πατέρα του. Όλοι συμπαθούσαν τον Άμπελ Κώθον.
«Δεν είσαι υποχρεωμένος», είπε ήσυχα ο Πέριν. «Δεν άκουσα πουθενά να σε αναφέρουν. Μόνο τον Ραντ κι εμένα».
«Που να καώ, θα έρ...» Δεν μπορούσε να το πει. Ήταν εύκολο να σκεφτεί ότι θα πάει, αλλά να το πει; Ο λαιμός του σφίχτηκε και έπνιξε τις λέξεις. «Πέριν, για σένα είναι εύκολο; Το να πας εννοώ. Δεν... νιώθεις τίποτα που να σε κρατά πίσω; Που να σου λέει λόγους για να μην πας;»
«Εκατό λόγους, Ματ, αλλά ξέρω ότι ο κύριος είναι δυο λέξεις, Ραντ και τα'βίρεν. Δεν το παραδέχεσαι, έτσι δεν είναι; Εκατό λόγοι να μείνω, αλλά ο ένας για να φύγω μετράει περισσότερο. Οι Λευκομανδίτες είναι στους Δύο Ποταμούς και θα κάνουν κακό στους ανθρώπους προσπαθώντας να με βρουν. Μπορώ να το σταματήσω, αν πάω».
«Γιατί άραγε οι Λευκομανδίτες να σε θέλουν τόσο, ώστε να μη διστάσουν να κάνουν κακό; Φως μου, αν πάνε και ρωτήσουν για κάποιον με κίτρινα μάτια, κανένας στο Πεδίο του Έμοντ δεν θα ξέρει για ποιον μιλάνε! Και πώς μπορείς εσύ να τους εμποδίσεις; Δυο χέρια ακόμα δεν μπορούν να βοηθήσουν και πολύ. Οι Λευκομανδίτες δεν ξέρουν τι τους γίνεται, αν νομίζουν ότι μπορούν να φοβίσουν τον κόσμο στους Δύο Ποταμούς».
«Ξέρουν το όνομά μου», είπε μαλακά ο Πέριν. Το βλέμμα του στράφηκε στο τσεκούρι του, με τη ζώνη δεμένη γύρω από τη λαβή να κρέμεται από ένα άγκιστρο στον τοίχο. Ή ίσως να κοίταζε το σφυρί του, που στεκόταν γερμένο στον τοίχο κάτω από το τσεκούρι· ο Ματ δεν ήταν σίγουρος. «Μπορούν να βρουν την οικογένειά μου. Κι αν ρωτήσει κανείς γιατί το κάνουν, έχουν τους λόγους τους. Όπως κι εγώ έχω τους δικούς μου. Ποιος μπορεί να πει τίνος είναι πιο σωστοί;»
«Που να καώ, Πέριν. Που να καώ! Θέλω να έρ..έρ... Βλέπεις; Τώρα δεν μπορώ ούτε να το πω. Θαρρείς και το κεφάλι μου ξέρει ότι, αν το πω, θα κάνω. Δεν μπορώ ούτε από το νου μου να το βγάλω».
«Διαφορετικά μονοπάτια. Μας έχουν στείλει κι άλλοτε σε διαφορετικά μονοπάτια».
«Να καούν τα διαφορετικά μονοπάτια», μούγκρισε ο Ματ. «Τον βαρέθηκα τον Ραντ και τις Άες Σεντάι, που με στέλνουν στα καμένα τα μονοπάτια τους. Έτσι, για αλλαγή, θέλω να πάω εκεί που θέλω, να κάνω αυτό που θέλω!» Γύρισε να πάει κατά την πόρτα, αλλά η φωνή του Πέριν τον ακινητοποίησε.
«Ελπίζω το μονοπάτι σου να είναι ευτυχισμένο, Ματ. Το Φως να σου στέλνει όμορφες κοπελιές και ανόητους που θέλουν να τζογάρουν».
«Α, που να καώ, Πέριν. Το Φως να δώσει και σε σένα ό,τι επιθυμείς».
«Νομίζω ότι αυτό θα κάνει». Δεν φαινόταν να χαίρεται μ' αυτή την προοπτική.
«Θα πεις στον μπαμπά μου ότι είμαι καλά; Και στη μητέρα μου; Όλο ανησυχούσε. Και πρόσεχε τις αδελφές μου. Με κατασκόπευαν και τα έλεγαν όλα στη μητέρα μου, αλλά δεν θέλω να πάθουν τίποτα».
«Σου το υπόσχομαι, Ματ».
Ο Ματ έκλεισε την πόρτα πίσω του και πήρε να τριγυρνά άσκοπα στους διαδρόμους. Οι αδελφές του, η Έλντριν και η Μπόντχουιν, πάντα ήταν έτοιμες να τρέξουν φωνάζοντας «μαμά, ο Ματ έμπλεξε πάλι, ο Ματ κάνει κάτι που δεν έπρεπε, μαμά». Ειδικά η Μποντ. Τώρα θα ήταν η μια δεκάξι και η άλλη δεκαεφτά χρόνων. Μάλλον σε λίγο θα άρχιζαν να σκέφτονται για παντρολογήματα, έχοντας ήδη διαλέξει κάποιον χαζό γεωργό, είτε αυτός το ήξερε, είτε όχι. Αλήθεια, ο Ματ έλειπε τόσον καιρό από το χωριό; Μερικές φορές δεν το συνειδητοποιούσε. Άλλοτε ένιωθε σαν να είχε αφήσει το Πεδίο του Έμοντ μόλις πριν από μια-δυο βδομάδες κι άλλοτε του φαινόταν σαν να είχαν περάσει χρόνια, που δεν τα καλοθυμόταν. Θυμόταν την Έλντριν και την Μποντ να χαμογελάνε ειρωνικά αφού είχε φάει ξύλο, αλλά τα πρόσωπά τους δεν ήταν πια καθαρά. Τα πρόσωπα των ίδιων του των αδελφών. Αυτές οι άτιμες οι τρύπες στη μνήμη του, που ήταν σαν τρύπες στη ζωή του.
Είδε την Μπερελαίν να προχωρά προς το μέρος του και ασυναίσθητα χαμογέλασε πλατιά. Αν και είχε τη μύτη ψηλά, ήταν μια καλοφτιαγμένη γυναίκα. Το λευκό, μεταξωτό, κολλητό ύφασμα ήταν τόσο λεπτό που έκανε για μαντίλι, πόσο μάλλον που ήταν χαμηλά κομμένο για να εκθέτει ένα μεγάλο μέρος του έξοχου, χλωμού κόρφου της.
Της χάρισε την καλύτερη υπόκλιση που μπορούσε, κομψά και επίσημα. «Καλησπέρα, Αρχόντισσά μου». Αυτή παραμέρισε για να τον προσπεράσει δίχως να του ρίξει ούτε μια ματιά κι αυτός σηκώθηκε θυμωμένα. «Είσαι και κουφή εκτός από τυφλή, κυρά μου; Δεν είμαι χαλί να με πατήσεις και θυμάμαι καθαρά ότι σου μίλησα. Αν σου τσιμπήσω τον πισινό, τότε έχεις το ελεύθερο να με χαστουκίσεις, αλλά ως τότε, περιμένω να ανταποδίδεις την ευγένεια με ευγένεια!»
Η Πρώτη σταμάτησε επιτόπου, κοιτάζοντάς τον με τον ιδιαίτερο τρόπο που έχουν οι γυναίκες. Με εκείνη τη ματιά θα μπορούσε να του ράψει πουκάμισο και να βρει το βάρος του, όπως επίσης και να του πει πότε είχε κάνει το τελευταίο μπάνιο του. Έπειτα γύρισε κι έφυγε, μουρμουρίζοντας κάτι μόνη της. «Μου μοιάζει πολύ», ήταν το μόνο που έπιασε ο Ματ.
Έμεινε να την κοιτάζει εμβρόντητος. Δεν του είχε πει κουβέντα! Με τέτοιο πρόσωπο, με τέτοια περπατησιά και με τη μύτη τόσο ψηλά, ήταν θαύμα που τα πόδια της πατούσαν το έδαφος. Να τι πάθαινες όταν μιλούσες σε γυναίκες σαν την Μπερελαίν και την Ηλαίην. Ήταν αριστοκράτισσες που σε περνούσαν για σκουπίδι, εκτός αν είχες παλάτι και οικογένεια που καταγόταν από τον ίδιο τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο. Τέλος πάντων, ο Ματ ήξερε μια παχουλή βοηθό μαγείρισσα —όσο παχουλή χρειαζόταν― που δεν τον περνούσε για σκουπίδι. Η Ντάρα είχε έναν τρόπο να του δαγκώνει τα αφτιά, που...
Οι σκέψεις του πάγωσαν. Σκεφτόταν να δει αν η Ντάρα ήταν ξυπνητή και είχε διάθεση για αγκαλιάσματα. Είχε σκεφτεί ακόμα και να φλερτάρει με την Μπερελαίν. Την Μπερελαίν! Πρόσεχε ης αδελφές μου, ήταν τα τελευταία λόγια που είχε πει στον Πέριν. Σαν να είχε ήδη αποφασίσει, σαν να ήξερε τι θα έκανε. Μόνο που δεν είχε πάρει απόφαση τίποτα. Δεν θα το αποφάσιζε έτσι εύκολα, δεν θα παραδινόταν. Υπήρχε τρόπος, ίσως.
Έβγαλε ένα χρυσό νόμισμα από την τσέπη του, το πέταξε στον αέρα και το άρπαξε πάλι, πιάνοντάς το στη ράχη του άλλου χεριού του. Είδε για πρώτη φορά ότι ήταν ένα μάρκο της Ταρ Βάλον. Ο Πέριν έμεινε να κοιτάζει τη Φλόγα της Ταρ Βάλον, που απεικονιζόταν σαν δάκρυ. «Να καούν όλες οι Άες Σεντάι!» ανακοίνωσε μεγαλόφωνα. «Και να καεί ο Ραντ αλ'Θόρ, που μ' έμπλεξε σ' όλα αυτά!»
Ένας υπηρέτης με χρυσόμαυρη λιβρέα σταμάτησε και τον κοίταξε ανήσυχα. Ο ασημένιος δίσκος του ήταν γεμάτος μέχρι επάνω με τυλιγμένους επιδέσμους και βαζάκια με αλοιφές. Όταν κατάλαβε ότι ο Ματ τον είχε δει, τινάχτηκε.
Ο Ματ του πέταξε το χρυσό μάρκο στο δίσκο. «Από τον πιο μεγάλο βλάκα του κόσμου. Κοίτα να το ξοδέψεις συνετά, σε γυναίκες και κρασί».
«Σε... Σε ευχαριστώ, Άρχοντά μου», ψέλλισε ο άνθρωπος σαστισμένος.
Ο Ματ τον άφησε να στέκεται εκεί. Ο πιο μεγάλος βλάκας τον κόσμου. Να τι είμαι!