Το άλλο πρωί, όταν ο ήλιος μόλις είχε ξεμυτίσει πάνω από τον ορίζοντα, η Εγκουέν παρουσιάστηκε στην είσοδο των διαμερισμάτων του Ραντ, μαζί με την Ηλαίην, που έσερνε τα πόδια της. Η Κόρη-Διάδοχος φορούσε ένα μακρυμάνικο φόρεμα από ανοιχτογάλανο μετάξι, που ήταν ραμμένο σύμφωνα με τη μόδα των Δακρινών, έχοντας χαμηλώσει το ντεκολτέ ύστερα από μια συζήτηση που είχαν. Ένα περιδέραιο από ζαφείρια, στο χρώμα του σκοτεινού, πρωινού ουρανού, και μια ζαφειροστόλιστη κορδέλα στις χρυσοκόκκινες μπούκλες της αναδείκνυαν τα γαλάζια μάτια της. Παρά την υγρασία και τη ζέστη, η Εγκουέν είχε τυλιγμένη στους ώμους της μια απλή, βαθυκόκκινη εσάρπα, μακριά σαν σάλι. Την εσάρπα και τα πετράδια τα είχε προμηθεύσει η Αβιέντα. Ήταν παράξενο, αλλά η Αελίτισσα είχε κάπου ένα μικρό απόθεμα από τέτοια πράγματα.
Παρ' όλο που το ήξερε από πριν, η Εγκουέν τινάχτηκε όταν οι Αελίτες φρουροί σηκώθηκαν όρθιοι με μια αιφνιδιαστική, απότομη κίνηση. Η Ηλαίην άφησε μια κοφτή κραυγή, αλλά αμέσως τους κοίταξε παίρνοντας τη βασιλική πόζα, την οποία κατάφερνε πολύ καλά. Εντούτοις, αυτό δεν φάνηκε να εντυπωσιάζει τους ηλιοκαμένους άντρες. Οι έξι ήταν Σά'εν Μ'τάαλ, Σκυλιά της Πέτρας, και φαίνονταν αρκετά χαλαροί για Αελίτες, κάτι που σήμαινε ότι έμοιαζαν να κοιτάζουν παντού, έτοιμοι να ορμήσουν προς πάσα κατεύθυνση.
Η Εγκουέν στύλωσε το κορμί, μιμούμενη την Ηλαίην ― ευχήθηκε να κατάφερνε να πάρει την πόζα εξίσου καλά με την Κόρη-Διάδοχο. «Θέλω... θέλουμε να δούμε πώς είναι οι πληγές του Άρχοντα Δράκοντα», ανήγγειλε.
Η παρατήρησή της θα ήταν ολοφάνερα ανόητη αν οι άντρες ήξεραν για τη Θεραπεία, όμως δεν υπήρχε μεγάλη πιθανότητα γι' αυτό· ελάχιστοι ήξεραν κάτι, κι οι Αελίτες μάλλον ακόμα λιγότερα. Αρχικά δεν σκόπευε να προσφέρει καμία εξήγηση για την παρουσία τους εκεί —αρκούσε που τις περνούσαν για Άες Σεντάι― όμως, όταν οι Αελίτες σχεδόν ξεφύτρωσαν από το μαύρο, μαρμάρινο δάπεδο, ξαφνικά της φάνηκε καλή ιδέα να το πει. Όχι ότι έκαναν κάποια κίνηση για να τις σταματήσουν. Όμως αυτοί οι άντρες ήταν ψηλοί, με άγριο πρόσωπο και κρατούσαν δόρατα και κεράτινα τόξα με έναν τρόπο που έδειχνε ότι η χρήση τους ήταν εξίσου φυσική και εύκολη με την αναπνοή. Με εκείνα τα ανοιχτόχρωμα μάτια να έχουν καρφωθεί πάνω της, η Εγκουέν θυμήθηκε ιστορίες για μαυροντυμένους Αελίτες δίχως έλεος και οίκτο, ιστορίες για τον Πόλεμο των Αελιτών και ανθρώπους σαν αυτούς μπροστά της, που είχαν κατατροπώσει όλους τους στρατούς που είχαν σταλεί εναντίον τους ως τον τελευταίο, που είχαν επιστρέψει στην Ερημιά του Άελ μόνο όταν είχαν νικήσει τα συνασπισμένα έθνη σε μια αιματηρή μάχη, η οποία κράτησε τρία μερόνυχτα μπροστά στην ίδια την Ταρ Βάλον. Λίγο ακόμα θα αγκάλιαζε το σαϊντάρ.
Ο Γκαούλ, ο αρχηγός των Σκυλιών της Πέτρας, ένευσε, κοιτάζοντας την Ηλαίην και την Εγκουέν με μια έκφραση σεβασμού. Ήταν ένας καλοκαμωμένος άντρας με τραχιά κοψιά, κάπως μεγαλύτερος από τη Νυνάβε, με μάτια πράσινα και καθαρά σαν γυαλισμένα πετράδια, των οποίων οι μακριές βλεφαρίδες ήταν τόσο σκούρες, που σχημάτιζαν ένα μαύρο περίγραμμα. «Μπορεί να τον ζορίζουν. Ήταν πολύ κακοδιάθετος σήμερα». Ο Γκαούλ χαμογέλασε πλατιά και τα δόντια του άστραψαν κατάλευκα για μια στιγμή, δείχνοντας κατανόηση για τον εκνευρισμό του τραυματισμένου. «Πρόλαβε κιόλας να διώξει ένα τσούρμο από αυτούς τους Υψηλούς Άρχοντες, και μάλιστα έναν τον πέταξε έξω ο ίδιος. Πώς τον έλεγαν;»
«Τορέαν», απάντησε ένας άλλος, ακόμα πιο ψηλός. Είχε το βέλος έτοιμο στη χορδή και κρατούσε το κοντό, κυρτό τόξο σχεδόν αφηρημένα. Τα γκρίζα μάτια του στάθηκαν στις δύο γυναίκες για μια στιγμή κι ύστερα το βλέμμα του συνέχισε να ψάχνει στις κολώνες του προθαλάμου.
«Τορέαν», συμφώνησε ο Γκαούλ. «Μου φάνηκε ότι θα τσουλούσε μέχρι εκείνα τα ωραία τα αγαλματάκια» —έδειξε με το δόρυ του τους ασάλευτους Υπερασπιστές, που σχημάτιζαν ένα δακτύλιο― «αλλά σταμάτησε τρεις απλωσιές προτού φτάσει. Έχασα ένα καλό Δακρινό υφαντό, γεμάτο γεράκια φτιαγμένα με χρυσό νήμα, το κέρδισε ο Μάνγκι». Ο ψηλός χαμογέλασε φευγαλέα, ικανοποιημένα.
Η Εγκουέν βλεφάρισε, βλέποντας με τα μάτια του μυαλού της τον Ραντ να πετά με τα ίδια του τα χέρια έναν Υψηλό Άρχοντα στο πάτωμα. Ποτέ δεν ήταν βίαιος· αντιθέτως. Πόσο είχε αλλάξει; Η Εγκουέν ήταν απασχολημένη με την Τζόγια και την Αμίκο, ο Ραντ ήταν απασχολημένος με τη Μουαραίν, τον Λαν ή τους Υψηλούς Άρχοντες και πρόφταιναν μόνο να μιλήσουν όταν πετύχαιναν ο ένας τον άλλο τυχαία, όπου έλεγαν δυο λόγια για το σπίτι αραιά και πού, πώς άραγε να ήταν το πανηγύρι του Μπελ Τάιν φέτος, πώς θα ήταν η Μέρα του Ήλιου. Πάντα βιαστικά. Πόσο είχε αλλάξει;
«Πρέπει να τον δούμε», είπε η Ηλαίην μ' ένα μικρό τρέμουλο στη φωνή της.
Ο Γκαούλ υποκλίθηκε, ακουμπώντας την αιχμή ενός δόρατος στο μαύρο μάρμαρο. «Φυσικά, Άες Σεντάι».
Η Εγκουέν μπήκε με κάποια επιφύλαξη στα διαμερίσματα του Ραντ, ενώ το πρόσωπο της Ηλαίην έλεγε ξεκάθαρα με πόσο κόπο έκανε αυτά τα λίγα βήματα.
Δεν είχε απομείνει κανένα ίχνος από τη νυχτερινή φρίκη, εκτός από την απουσία των καθρεφτών· ανοιχτόχρωμα σημεία στις επενδύσεις των τοίχων έδειχναν από πού είχαν αφαιρεθεί. Όχι ότι το δωμάτιο ήταν νοικοκυρεμένο· παντού υπήρχαν βιβλία, πάνω σε κάθε επιφάνεια, μερικά ανοιγμένα, σαν να τα είχαν εγκαταλείψει στη μέση της σελίδας, ενώ το κρεβάτι ήταν ξέστρωτο. Οι πορφυρές κουρτίνες σε όλα τα παράθυρα ήταν τραβηγμένες στο πλάι, προσφέροντας θέα στο ποτάμι προς τα δυτικά, όπου ήταν η καρδιά του Δακρύου, ενώ το Καλαντόρ αστραφτοκοπούσε σαν γυαλισμένο κρύσταλλο σε ένα πελώριο, χρυσοποίκιλτο στήριγμα, απίστευτα φανταχτερό. Κατά τη γνώμη της Εγκουέν, το στήριγμα ήταν η πιο άσχημη διακόσμηση που είχε δει ποτέ σε δωμάτιο ― ως τη στιγμή που το βλέμμα της έπεσε στους ασημένιους λύκους που καταβρόχθιζαν το χρυσό ελάφι, στο πεζούλι του τζακιού. Η αύρα που ερχόταν πού και πού από το ποτάμι κρατούσε το δωμάτιο αρκετά δροσερό, σε σύγκριση με την υπόλοιπη Πέτρα.
Ο Ραντ φορούσε ένα πουκάμισο και ήταν ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα, με το πόδι κρεμασμένο στο μπράτσο της κι ένα δερματόδετο βιβλίο στηριγμένο στο γόνατό του. Όταν άκουσε τα βήματά τους, έκλεισε το βιβλίο μ' έναν ξερό κρότο, το έριξε μαζί με τα άλλα στο χαλί με τα σπειροειδή σχέδια και πετάχτηκε όρθιος, έτοιμος να τσακωθεί. Η κατσούφικη έκφρασή του καταλάγιασε, όταν κατάλαβε ποιες ήταν.
Για πρώτη φορά στην Πέτρα, η Εγκουέν έψαξε για αλλαγές στον Ραντ — και τις βρήκε.
Πόσοι μήνες είχαν περάσει από την τελευταία φορά που τον είχε δει; Αρκετοί για να σκληρύνει το πρόσωπό του, για να χαθεί το ανοιχτόκαρδο βλέμμα του. Κι οι κινήσεις του ακόμα ήταν αλλιώτικες, λίγο σαν του Λαν, λίγο σαν των Αελιτών. Με το μπόι που είχε, τα κοκκινωπά μαλλιά και τα μάτια του, που έμοιαζαν άλλοτε γαλάζια κι άλλοτε γκρίζα, ανάλογα με το φως που έπεφτε πάνω τους, έμοιαζε υπερβολικά με Αελίτη, τόσο που ήταν ανησυχητικό. Όμως είχε αλλάξει μέσα του;
«Νόμιζα ότι ήταν... κάποιος άλλος», μουρμούρισε, κοιτάζοντάς τες αμήχανος. Αυτός ήταν ο Ραντ που ήξερε η Εγκουέν, ακόμα και στην αμηχανία, που έβαφε τα μάγουλά του κόκκινα όταν κοίταζε είτε την ίδια, είτε την Ηλαίην. «Είναι... κάποιοι που θέλουν πράγματα τα οποία δεν μπορώ να δώσω. Πράγματα που δεν πρόκειται να δώσω». Το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση καχύποπτη, τόσο γρήγορα που η Εγκουέν έμεινε εμβρόντητη, ενώ ο τόνος του σκλήρυνε. «Εσείς τι θέλετε; Μήπως σας έστειλε η Μουαραίν για να με πείσετε να κάνω αυτό που θέλει;»
«Μην είσαι βλάκας», είπε κοφτά η Εγκουέν, πριν προλάβει να το σκεφτεί. «Δεν θέλω να αρχίσεις πόλεμο».
«Ήρθαμε για να... να σε βοηθήσουμε, αν μπορούμε», πρόσθεσε η Ηλαίην ικετευτικά. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους τους, εκείνος που θα ήταν πιο εύκολο να αναφέρουν, έτσι είχαν αποφασίσει ενώ έτρωγαν πρωινό.
«Ξέρετε τα σχέδια της για...» άρχισε να λέει τραχιά κι έπειτα άλλαξε απότομα θέμα. «Να με βοηθήσετε; Πώς; Αυτό λέει και η Μουαραίν».
Η Εγκουέν σταύρωσε αυστηρά τα χέρια κάτω από το στήθος, κρατώντας σφιχτά την εσάρπα, όπως συνήθιζε η Νυνάβε να κάνει στο Συμβούλιο του Χωριού όταν ήθελε να περάσει το δικό της, παρά το πείσμα τους. Ήταν πολύ αργά για να ξαναρχίσει· το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να συνεχίσει όπως είχε αρχίσει. «Σου είπα να μην είσαι βλάκας, Ραντ αλ'Θόρ. Μπορεί οι Δακρινοί να σου κάνουν υποκλίσεις ως τις μπότες, αλλά θυμάμαι τότε που η Νυνάβε σε έδειρε στον πισινό, επειδή άκουσες τον Ματ και κλέψατε μια κανάτα με μπράντυ μύλου». Η Ηλαίην είχε μια ουδέτερη έκφραση στο πρόσωπό της. Υπερβολικά ουδέτερη· η Εγκουέν κατάλαβε αμέσως ότι η Ηλαίην ήθελε να γελάσει δυνατά.
Ο Ραντ, φυσικά, δεν το πρόσεξε. Οι άντρες ποτέ δεν πρόσεχαν. Χαμογέλασε πλατιά στην Εγκουέν, έτοιμος κι ο ίδιος να γελάσει. «Μόλις είχαμε μπει στα δεκατρία. Μας βρήκε να κοιμόμαστε πίσω από το στάβλο του πατέρα σου και είχαμε τέτοιο πονοκέφαλο, που σχεδόν δεν καταλάβαμε τη βίτσα». Η Εγκουέν αλλιώτικα το θυμόταν. «Δεν ήταν σαν τότε, που της πέταξες τη γαβάθα κατακέφαλα. Θυμάσαι; Σου είχε δώσει τσάι σκυλόχορτου επειδή μια ολόκληρη βδομάδα ήσουν μελαγχολική και μόλις το γεύτηκες, τη βάρεσες με την καλύτερη γαβάθα της. Φως μου, είχες τσιρίξει τότε; Πότε είχε γίνει; Δυο χρόνια κλείνουν φέτος το —»
«Δεν είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για τα παλιά», είπε η Εγκουέν τραβώντας εκνευρισμένα την εσάρπα. «Ήταν από ψιλό μαλλί, αλλά και πάλι έκανε πολλή ζέστη. Κι αυτός ο Ραντ, πάντα θυμόταν τα χειρότερα πράγματα.
Αυτός χαμογέλασε, σαν να καταλάβαινε τις σκέψεις της, και συνέχισε πιο ευδιάθετος. «Είπες ότι είστε εδώ για να με βοηθήσετε. Σε τι; Πώς κάνουμε έναν Υψηλό Άρχοντα να κρατήσει το λόγο του χωρίς να κοιτάμε συνέχεια πάνω από τον ώμο του, αυτό δεν φαντάζομαι να το ξέρετε. Ή πώς μπορούμε να σταματήσουμε τα ανεπιθύμητα όνειρα; Εδώ θα ήθελα λίγη βοήθεια για...» Το βλέμμα του στράφηκε στην Ηλαίην και μετά επέστρεψε στην Εγκουέν. Ύστερα ο Ραντ άλλαξε πάλι θέμα. «Τι λες για την Παλιά Γλώσσα; Έμαθες τίποτα στο Λευκό Πύργο;» Μην περιμένοντας απάντηση, έψαξε ανάμεσα στους τόμους που ήταν σκορπισμένοι στο χαλί. Υπήρχαν κι άλλοι στις καρέκλες, ανάμεσα στα σεντόνια, που είχαν μαζευτεί σωρός. «Έχω ένα αντίτυπο εδώ... κάπου... από το...»
«Ραντ». Η Εγκουέν ύψωσε τη φωνή. «Ραντ, δεν ξέρω να διαβάζω ι ην Παλιά Γλώσσα». Έριξε μια ματιά στην Ηλαίην, προειδοποιώντας τη να μην παραδεχτεί ότι γνώριζε. Δεν είχαν έρθει να του μεταφράσουν τις Προφητείες του Δράκοντα. Τα ζαφείρια στα μαλλιά ι ης Κόρης-Διαδόχου λικνίστηκαν, καθώς ένευε ότι συμφωνούσε. «Είχαμε άλλα πράγματα να μάθουμε».
Εκείνος άφησε τα βιβλία και ορθώθηκε μ' ένα στεναγμό. «Κακώς έλπιζα». Για μια στιγμή φάνηκε έτοιμος να πει κι άλλα, όμως το βλέμμα του χαμήλωσε στις μπότες του. Η Εγκουέν αναρωτήθηκε πώς κατόρθωνε να αντιμετωπίζει τους Υψηλούς Άρχοντες με την αλαζονεία τους, αφού οι δυο τους τον τάραζαν τόσο πολύ.
«Ήρθαμε για να σε βοηθήσουμε με τη διαβίβαση», του είπε. «Με τη Δύναμη», Ο ισχυρισμός της Μουαραίν ήταν γενικά πιστευτός· η γυναίκα δεν μπορούσε να διδάξει έναν άντρα πώς να διαβιβάζει, όπως δεν μπορούσε και να τον μάθει πώς να γεννήσει. Η Εγκουέν δεν ήταν πολύ σίγουρη. Είχε νιώσει κάτι υφασμένο από σαϊντίν κάποτε. Ή μάλλον δεν είχε νιώσει τίποτα, κάτι έφραζε τις ροές της, όπως η πέτρα που σταματά το νερό. Αλλά είχε μάθει τόσα εκτός του Πύργου όσα και εντός· σίγουρα μέσα στις γνώσεις της υπήρχε κάτι που μπορούσε να του διδάξει, κάποια καθοδήγηση να του προσφέρει.
«Αν μπορούμε», πρόσθεσε η Ηλαίην.
Στο πρόσωπό του ξαναφάνηκε η καχυποψία. Την τάραζε ο τρόπος που μεταβαλλόταν τόσο γρήγορα η διάθεσή του. «Εγώ έχω περισσότερες πιθανότητες να διαβάσω την Παλιά Γλώσσα απ' όσο εσείς να... Σίγουρα δεν είναι δουλειά της Μουαραίν; Μήπως αυτή σας έστειλε εδώ; Νομίζει ότι μπορεί πλαγίως να με πείσει, έτσι δεν είναι; Πρόκειται για κάποιο ύπουλο σχέδιο των Άες Σεντάι, που δεν θα το καταλάβω παρά μόνο όταν με πνίξει;» Μούγκρισε ενοχλημένος, πήρε ένα σκούρο πράσινο σακάκι από το πάτωμα, πίσω από μια καρέκλα, και το έβαλε βιαστικά. «Συμφώνησα να δω ακόμα μερικούς Υψηλούς Άρχοντες τώρα το πρωί. Αν δεν έχω το νου μου, βρίσκουν τρόπο να ξεγλιστρήσουν απ' αυτό που θέλω να κάνουν. Κάποια στιγμή θα μάθουν. Εγώ κυβερνώ το Δάκρυ τώρα. Εγώ. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Θα τους κάνω να το καταλάβουν. Θα με συγχωρήσετε, αλλά έχω δουλειά».
Της Εγκουέν της ήρθε να τον πιάσει και να τον ταρακουνήσει. Κυβερνούσε το Δάκρυ; Μπορεί στο φινάλε έτσι να ήταν, όμως η Εγκουέν θυμόταν ένα αγόρι που είχε κρύψει ένα μικρό αρνί μέσα στο σακάκι του και καμάρωνε, επειδή είχε διώξει το λύκο που είχε προσπαθήσει να το φάει. Βοσκός ήταν, όχι βασιλιάς, και παρ' όλο που υπήρχε λόγος που τα μυαλά του είχαν πάρει αέρα, δεν θα του έβγαινε σε καλό.
Αυτό ετοιμαζόταν να του πει, πριν προλάβει όμως, η Ηλαίην μίλησε με πάθος. «Κανένας δεν μας έστειλε. Κανένας. Ήρθαμε επειδή... επειδή σε νοιαζόμαστε. Μπορεί να μην πετύχει, αλλά ας το δοκιμάσεις. Αφού νοιάζομαι... νοιαζόμαστε αρκετά για να προσπαθήσουμε, μπορείς να προσπαθήσεις κι εσύ. Είναι τόσο ασήμαντο για σένα, που δεν μπορείς να χάσεις ούτε μία ώρα για μας; Για τη ζωή σου;»
Ο Ραντ σταμάτησε να κουμπώνει το σακάκι του και κοίταξε την Κόρη-Διάδοχο με τόση ένταση, που για μια στιγμή η Εγκουέν πίστεψε ότι την ίδια την είχε ξεχάσει. Ανατρίχιασε και πήρε το βλέμμα του αλλού. Κοίταξε την Εγκουέν, σάλεψε τα πόδια του και κοίταξε το πάτωμα συνοφρυωμένος. «Θα δοκιμάσω», μουρμούρισε. «Δεν θα βγει τίποτα, αλλά εγώ θα δοκιμάσω... Τι θέλετε να κάνω;»
Η Εγκουέν ανάσανε βαθιά. Δεν είχε φανταστεί ότι θα τον έπειθαν τόσο εύκολα· ο Ραντ ανέκαθεν ήταν σαν βράχος χωμένος στη λάσπη όταν αποφάσιζε να μείνει αμετακίνητος στη θέση του, κάτι που έκανε υπερβολικά συχνά.
«Κοίταξε με», είπε αγκαλιάζοντας το σαϊντάρ. Άφησε τη Δύναμη να τη γεμίσει ολόκληρη, να τη γεμίσει ακόμα περισσότερο, δέχτηκε και την τελευταία σταγόνα που άντεχε να κρατήσει· ήταν λες και ένα φως γέμιζε κάθε σημείο της, λες και το ίδιο το Φως γέμιζε την κάθε πτυχή της. Η ζωή έμοιαζε να ξεπηδά από μέσα της σαν πυροτέχνημα. Ποτέ άλλοτε δεν είχε πάρει μέσα της τόση Δύναμη. Έμεινε κατάπληκτη όταν συνειδητοποίησε ότι δεν την είχε πιάσει τρέμουλο· τόσο λαμπρή γλύκα, ήταν απίστευτο ότι την άντεχε. Ήθελε να την απολαύσει, να χορέψει και να τραγουδήσει, να γείρει απλά πίσω και να την αφήσει να κυλήσει μέσα της, πάνω της. Πίεσε τον εαυτό της να μιλήσει. «Τι βλέπεις; Τι νιώθεις; Κοίταξέ με, Ραντ!»
Εκείνος σήκωσε αργά το κεφάλι, ακόμα συνοφρυωμένος. «Σε βλέπω. Τι πρέπει να δω; Αγγίζει την Πηγή; Εγκουέν, η Μουαραίν διαβίβασε κοντά μου εκατό φορές και ποτέ δεν είδα τίποτα. Μόνο τα αποτελέσματα. Δεν βγαίνει τίποτα έτσι. Ακόμα κι εγώ το ξέρω».
«Είμαι δυνατότερη από τη Μουαραίν», του είπε σταθερά. «Αυτή θα είχε πέσει στο πάτωμα κλαψουρίζοντας, ή θα ήταν αναίσθητη, αν προσπαθούσε να κρατήσει όση Δύναμη κρατώ τώρα». Ήταν αλήθεια, αν και ποτέ άλλοτε δεν είχε κρίνει τόσο αυστηρά την ικανότητα της Άες Σεντάι.
Λαχταρούσε να χρησιμοποιηθεί αυτή η Δύναμη που πάλλονταν μέσα της, δυνατότερη κι από το αίμα στην καρδιά της. Με τόση Δύναμη ήταν ικανή να κάνει πράγματα που η Μουαραίν δεν μπορούσε ούτε να τα ονειρευτεί. Υπήρχε η λαβωματιά στο πλευρό του Ραντ, την οποία η Μουαραίν ποτέ δεν είχε καταφέρει να Θεραπεύσει πλήρως. Η Εγκουέν δεν ήξερε να Θεραπεύει —ήταν πιο πολύπλοκο απ' ό,τι είχε κάνει ποτέ της― αλλά είχε παρακολουθήσει τη Μουαραίν να Θεραπεύει και ίσως, με αυτό το μεγάλο απόθεμα της Δύναμης να τη γεμίζει, να κατάφερνε να δει πώς θα μπορούσε να Θεραπευτεί. Όχι να το κάνει φυσικά· απλώς να δει.
Άπλωσε με προσοχή ροές Αέρα, Νερού και Πνεύματος, ψιλές σαν τρίχες, τις Δυνάμεις που χρησιμοποιούνταν στη Θεραπεία, και ψηλάφισε το παλιό τραύμα του. Με ένα άγγιγμα τινάχτηκε πίσω τρέμοντας και αποτράβηξε τις υφασμένες ροές· το στομάχι της ανακατευόταν, σαν να ήθελε να κάνει εμετό ό,τι είχε φάει ποτέ της. Έμοιαζε λες και όλο το σκοτάδι του κόσμου είχε μαζευτεί εκεί, στην πλευρά του Ραντ, όλο το κακό του κόσμου σε μια πυορροούσα πληγή, που μετά βίας τη σκέπαζε ο ψιλός ιστός της ουλής. Ένα τέτοιο πράγμα μπορούσε να απορροφήσει Θεραπευτικές ροές σαν να ήταν στάλες νερού σε στεγνή άμμο. Πώς βαστούσε ο Ραντ τον πόνο; Πώς και δεν έκλαιγε;
Από την πρώτη σκέψη μέχρι να δράσει, είχε περάσει μονάχα μια στιγμή. Κρύβοντας απελπισμένα την ταραχή της, συνέχισε χωρίς παύση. «Είσαι δυνατός, όσο κι εγώ. Το ξέρω· πρέπει να είσαι. Νιώσε, Ραντ. Τι νιώθεις;» Φως μου, τι μπορεί να Θεραπεύσει κάτι τέτοιο; Υπάρχει κάτι που μπορεί;
«Δεν νιώθω τίποτα», μουρμούρισε αυτός σαλεύοντας τα πόδια του. «Μου σηκώθηκαν οι τρίχες. Και δεν είναι παράξενο. Δεν είναι ότι δεν σε εμπιστεύομαι, Εγκουέν, αλλά δεν μπορώ να μη νιώθω νευρικός, όταν μια γυναίκα διαβιβάζει κοντά μου. Συγνώμη».
Δεν μπήκε στον κόπο να του εξηγήσει τη διαφορά ανάμεσα στο να διαβιβάζεις και να αγκαλιάζεις την Αληθινή Πηγή. Ήταν πολλά αυτά που δεν ήξερε ο Ραντ, ακόμα και σε σύγκριση με τις λίγες γνώσεις της. Ήταν ένας τυφλός που προσπαθούσε να χειριστεί αργαλειό ψηλαφητά, χωρίς να έχει ιδέα για χρώματα, χωρίς καν να ξέρει με τι έμοιαζαν τα νήματα, ή ακόμα και ο αργαλειός.
Με μια έντονη προσπάθεια άφησε το σαϊντάρ― αρκετά έντονη. Ένα μέρος του εαυτού της ήθελε να βάλει τα κλάματα από την απώλεια. «Τώρα δεν αγγίζω την Πηγή, Ραντ». Πλησίασε και τον κοίταξε. «Έχεις ακόμα ρίγη;»
«Όχι. Επειδή όμως μου το είπες». Σήκωσε απότομα τους ώμους του. «Βλέπεις; Μόλις το ξανασκέφτηκα, ανατρίχιασα πάλι».
Η Εγκουέν χαμογέλασε θριαμβευτικά. Δεν χρειαζόταν να γυρίσει και να κοιτάξει την Ηλαίην για να επιβεβαιώσει αυτό που είχε ήδη αισθανθεί, αυτό που είχαν συμφωνήσει νωρίτερα γι' αυτή τη στιγμή. «Μπορείς να νιώσεις μια γυναίκα που αγκαλιάζει την Πηγή, Ραντ. Η Ηλαίην αυτό ακριβώς κάνει, αυτή τη στιγμή». Ο Ραντ κοίταξε την Κόρη-Διάδοχο μισοκλείνοντας τα μάτια. «Δεν έχει σημασία, τι βλέπεις και τι δεν βλέπεις. Το ένιωσες. Ένα το κρατούμενο. Ας δούμε τι άλλο θα βρούμε. Ραντ, αγκάλιασε την Πηγή. Αγκάλιασε το σαϊντίν». Οι λέξεις βγήκαν βραχνά από το στόμα της. Κι αυτό, επίσης, το είχε συμφωνήσει από πριν με την Ηλαίην. Ήταν ο Ραντ, όχι κάποιο τέρας των παραμυθιών, αλλά πάντως το γεγονός ότι ζητούσαν από έναν άντρα να... Ήταν θαύμα και μόνο που είχε καταφέρει να το πει. «Βλέπεις τίποτα;» ρώτησε την Ηλαίην. «Νιώθεις τίποτα;»
Ο Ραντ ακόμα κοίταζε πότε τη μία και πότε την άλλη, ενώ στο ενδιάμεσο ατένιζε το πάτωμα και μερικές φορές κοκκίνιζε. Γιατί ήταν τόσο αναστατωμένος; Η Κόρη-Διάδοχος, κοιτάζοντάς τον με προσοχή, κούνησε το κεφάλι. «Ακόμα κι αν απλώς στεκόταν εκεί άπραγος, δεν θα το καταλάβαινα. Είσαι σίγουρη ότι κάνει κάτι;»
«Είναι πεισματάρης, αλλά όχι ανόητος. Συνήθως».
«Ε, λοιπόν, είτε είναι πεισματάρης, είτε ανόητος, είτε κάτι άλλο, εγώ δεν νιώθω τίποτα».
Η Εγκουέν τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Είπες ότι θα κάνεις ό,τι σου ζητήσουμε, Ραντ. Το έκανες; Αφού εσύ ένιωσες κάτι, έτσι πρέπει να νιώσω κι εγώ, και δεν...» Σταμάτησε, αφήνοντας μια πνιχτή κραυγή. Κάτι την είχε τσιμπήσει στον πισινό. Τα χείλη του Ραντ σπαρτάρισαν, προφανώς επειδή πάλευε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. «Αυτό δεν ήταν καθόλου σωστό», του είπε αυστηρά.
Αυτός προσπάθησε να διατηρήσει την αθώα έκφρασή του, αλλά του ξέφυγε ένα πλατύ χαμόγελο. «Είπες ότι θέλεις να νιώσεις κάτι και σκέφτηκα...» Το ξαφνικό μουγκρητό του έκανε την Εγκουέν να τιναχτεί ψηλά. Πίεσε το χέρι του στον πισινό του, στα αριστερά, και χοροπήδησε κουτσά, διαγράφοντας έναν κύκλο. Πονούσε. «Μα το αίμα και τις στάχτες, Εγκουέν! Δεν υπήρχε λόγος να...» Συνέχισε να μιλά μ' ένα χαμηλό, ακατανόητο ψίθυρο, που η Εγκουέν χαιρόταν που δεν τον καταλάβαινε.
Η Εγκουέν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να ανεμίσει την εσάρπα, κάνοντας λίγο αέρα, και αντάλλαξε ένα αμυδρό χαμόγελο με την Ηλαίην. Η λάμψη γύρω από την Κόρη-Διάδοχο έσβησε. Παραλίγο να χαχανίσουν, καθώς έτριβαν τα χέρια στα κρυφά. Καλά να πάθεις, Ραντ. Η Εγκουέν υπολόγισε ότι το είχε ανταποδώσει στο εκατονταπλάσιο.
Στράφηκε πάλι στον Ραντ και πήρε μια σοβαρή έκφραση. «Κάτι τέτοιο θα το περίμενα από τον Ματ. Νόμιζα ότι, τουλάχιστον εσύ, είχες ωριμάσει. Ήρθαμε για να σε βοηθήσουμε, αν μπορούμε. Προσπάθησε να συνεργαστείς. Κάνε κάτι με τη Δύναμη, κάτι που να μην είναι παιδιάστικο. Ίσως μπορέσουμε να το νιώσουμε».
Αυτός, καμπουριασμένος, τις αγριοκοίταξε. «Κάνε κάτι», μουρμούρισε. «Δεν είχες δικαίωμα να... Να δεις που θα κουτσαίνω για... Θέλεις να κάνω κάτι;»
Ξαφνικά η Εγκουέν και η Ηλαίην υψώθηκαν στον αέρα· κοιτάχτηκαν με μάτια γουρλωμένα, καθώς αιωρούνταν μια απλωσιά πάνω από το χαλί. Τίποτα δεν τις συγκρατούσε, η Εγκουέν ούτε έβλεπε, ούτε ένιωθε κάποια ροή. Τίποτα. Το στόμα της σφίχτηκε. Ο Ραντ δεν είχε δικαίωμα να κάνει κάτι τέτοιο. Κανένα απολύτως δικαίωμα και ήταν ώρα να το καταλάβει. Το ίδιο προστατευτικό πεδίο από Πνεύμα, το οποίο έκοβε την Τζόγια από την Πηγή, μπορούσε να σταματήσει και τον Ραντ· οι Άες Σεντάι το χρησιμοποιούσαν στους ελάχιστους άντρες που έβρισκαν να έχουν την ικανότητα να διαβιβάζουν.
Άνοιξε τον εαυτό της στο σαϊντάρ και ένιωσε να της κόβονται τα γόνατα. Το σαϊντάρ ήταν εκεί —ένιωθε τη θέρμη και το φως του — αλλά ανάμεσα σ’ αυτήν και στην Αληθινή Πηγή υπήρχε κάτι, ένα τίποτα, μια απουσία που την απέκλειε από την Πηγή, σαν πέτρινος τοίχος. Ένιωσε κούφια μέσα της και ο πανικός γιγαντώθηκε και την κατέκλυσε. Ένας άντρας διαβίβαζε και η Εγκουέν είχε εγκλωβιστεί σ' αυτό. Ήταν ο Ραντ, φυσικά, αλλά έτσι όπως κρεμόταν εκεί ανήμπορη, σαν καλάθι, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ότι κάποιος άντρας διαβίβαζε, καθώς και το μίασμα στο σαϊντίν. Προσπάθησε να του φωνάξει, αλλά το μόνο που ακούστηκε ήταν ένα κρώξιμο.
«Θέλεις να κάνω κάτι;» βρυχήθηκε ο Ραντ. Δυο τραπεζάκια λύγισαν παράξενα τα πόδια τους, το ξύλο έτριξε και άρχισαν να χοροπηδούν δεξιά κι αριστερά σε μια μουδιασμένη παρωδία χορού, ενώ το επίχρυσο στρώμα ξεφλούδιζε και έπεφτε. «Σου αρέσει αυτό;» Στο τζάκι ξέσπασε μια φωτιά και το γέμισε όλο, από τη μια άκρη ως την άλλη, με φλόγες που έκαιγαν σε πέτρες δίχως στάχτες. «Μήπως αυτό;» Το ψηλό ελάφι με τους λύκους πάνω από το τζάκι άρχισε να μαλακώνει και να καταρρέει. Λεπτά ρυάκια από χρυσάφι και ασήμι κύλησαν από τη μάζα, έπεσαν και άρχισαν να λεπταίνουν σχηματίζοντας αστραφτερά νήματα, που γλίστρησαν σαν φίδια και ύψαναν ένα στενό φύλλο από μεταλλικό ύφασμα· το αστραφτερό υλικό απλωνόταν στον αέρα καθώς μεγάλωνε, ενώ η πέρα άκρη του ήταν ακόμα ενωμένη με το αγαλματάκι, που έλιωνε αργά στην πέτρινη κορνίζα. «Κάνε κάτι», είπε ο Ραντ. «Κάνε κάτι! Έχεις ιδέα τι είναι να αγγίζεις το σαϊντίν, να το κρατάς; Ε; Νιώθω την τρέλα να περιμένει. Να με διαβρώνει!»
Ξαφνικά τα τραπεζάκια πέταξαν φλόγες, σαν να ήταν δαυλοί, ενώ ακόμα χόρευαν· βιβλία άρχισαν να στριφογυρνούν στον αέρα, με τις σελίδες να πεταρίζουν· το στρώμα του κρεβατιού ανατινάχτηκε, πετώντας πούπουλα στο δωμάτιο, σαν χιόνι. Τα πούπουλα που έπεφταν στα φλεγόμενα τραπεζάκια γέμισαν το δωμάτιο με μια δριμεία, βρώμικη καπνιά.
Ο Ραντ έμεινε να κοιτάζει για λίγη ώρα τα λαμπαδιασμένα τραπεζάκια. Έπειτα, αυτό που κρατούσε την Εγκουέν και την Ηλαίην εξαφανίστηκε, μαζί με το προστατευτικό πεδίο· τα τακούνια τους χτύπησαν στο χαλί την ίδια στιγμή που έσβηναν κι οι φλόγες, σαν να τις είχε ρουφήξει το ξύλο που έκαιγαν πριν. Η λαμπερή φωτιά στο τζάκι έσβησε κι αυτή, ενώ τα βιβλία έπεσαν στο πάτωμα, δημιουργώντας έναν ακόμα πιο ανάκατο σωρό. Έπεσε και το κομμάτι του ασημόχρυσου υφάσματος, μαζί με νήματα από λιωμένο μέταλλο, που δεν ήταν πια υγρό, ούτε καν ζεστό. Μόνο τρεις μεγαλούτσικοι όγκοι έμειναν στην κορνίζα, δύο ασημένιοι και ένας χρυσός, παγωμένοι κι αγνώριστοι.
Η Εγκουέν παραπάτησε κι έπεσε πάνω στην Ηλαίην, όταν ξαναβρέθηκαν στο πάτωμα. Αγκαλιάστηκαν για να στηριχτούν η μια στην άλλη, όμως η Εγκουέν ένιωσε την Ηλαίην να κάνει ακριβώς αυτό που έκανε και η ίδια, να αγκαλιάζει το σαϊντάρ όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μέσα σε λίγες στιγμές είχε μια θωράκιση έτοιμη για να τη ρίξει γύρω από τον Ραντ, σε περίπτωση που έδειχνε ότι θα διαβίβαζε. Εκείνος, όμως, ατένιζε τα καρβουνιασμένα τραπεζάκια αποσβολωμένος, ενώ τα πούπουλα έπεφταν ακόμα γύρω του, κολλώντας στο σακάκι του.
Δεν φαινόταν να αποτελεί κίνδυνο τώρα, αλλά το δωμάτιο ήταν χάλια. Η Εγκουέν έπλεξε μερικές λεπτές ροές αέρα για να μαζέψει όλα τα αιωρούμενα πούπουλα, καθώς και όσα ήταν ήδη στο χαλί. Σαν να το είχε θυμηθεί την τελευταία στιγμή, μάζεψε κι εκείνα που ήταν στο σακάκι του. Τα άλλα θα τα αναλάμβανε η ματζίρε, ή θα τα φρόντιζε ο ίδιος.
Ο Ραντ μόρφασε όταν τα πούπουλα πέρασαν από δίπλα του και συγκεντρώθηκαν στα κουρελιασμένα απομεινάρια του στρώματος. Αυτό δεν έκανε κάτι για τη μυρωδιά, τη δυσωδία από τα καμένα πούπουλα και το καμένο ξύλο, όμως τουλάχιστον το δωμάτιο ήταν πιο τακτοποιημένο, ενώ χάρη στα ανοιχτά παράθυρα και το αεράκι που φυσούσε πού και πού, η δυσωδία λιγόστευε.
«Η ματζίρε ίσως να μη θέλει να μου δώσει άλλο», είπε μ' ένα βεβιασμένο γέλιο. «Ένα στρώμα τη μέρα μάλλον είναι πιο πολύ απ' όσο είναι διατεθειμένη να...» Δεν σήκωσε το βλέμμα να τις κοιτάξει. «Συγνώμη. Δεν ήθελα να... Μερικές φορές ξεφεύγει. Μερικές φορές δεν είναι τίποτα εκεί όταν απλώνω να το πιάσω, ενώ άλλες φορές κάνει πράγματα που δεν... Συγνώμη. Ίσως να ήταν καλύτερα αν φεύγατε. Πολλές φορές το είπα αυτό». Κοκκίνισε πάλι και ξερόβηξε. «Δεν αγγίζω την Πηγή, όμως ίσως να είναι καλύτερα αν φεύγατε».
«Ακόμα δεν τελειώσαμε», είπε γλυκά η Εγκουέν. Πιο γλυκά απ' όσο ένιωθε μέσα της —ήθελε να του τραβήξει τα αφτιά· τι πράγμα κι αυτό, να τη σηκώσει ψηλά και να τη θωρακίσει, όπως και την Ηλαίην― αλλά ήταν στα όρια. Σε ποια όρια δεν ήξερε και δεν ήθελε να μάθει, τουλάχιστον όχι εδώ, αυτή τη στιγμή. Με τόσες που θαύμαζαν τη δύναμη τους —όλες έλεγαν ότι η Εγκουέν και η Ηλαίην θα ήταν από τις ισχυρότερες Άες Σεντάι που είχαν εμφανιστεί εδώ και πάνω από χίλια χρόνια, μπορεί και οι ισχυρότερες― η Εγκουέν υπέθετε ότι ήταν ισχυρές όσο ο Ραντ. Πάνω-κάτω, τουλάχιστον. Την είχε διαψεύσει οικτρά. Ίσως η Νυνάβε να τον πλησίαζε κάπως, αν ήταν αρκετά θυμωμένη, όμως η Εγκουέν ήξερε ότι η ίδια δεν θα μπορούσε να κάνει αυτό που είχε κάνει ο Ραντ, να διαιρέσει τις ροές της τόσο πολύ, να επεξεργαστεί τόσα πράγματα μονομιάς. Το να δουλεύει κάποιος με δύο ροές ταυτόχρονα ήταν τουλάχιστον δυο φορές δυσκολότερο από το να δουλεύει με μία του ίδιου εύρους, ενώ το να δουλεύει με τρεις ήταν πολύ πιο δύσκολο από το να δουλεύει με δύο. Ο Ραντ σίγουρα επεξεργαζόταν πάνω από μια ντουζίνα ροές. Δεν έδειχνε καν κουρασμένος, όμως η άσκηση της Δύναμης κατανάλωνε ενέργεια. Η Εγκουέν φοβόταν ότι ο Ραντ μπορούσε να φερθεί στις δυο τους σαν να ήταν γατάκια. Γατάκια που μπορεί να αποφάσιζε να τα πνίξει, αν τρελαινόταν.
Αλλά δεν θα σηκωνόταν να φύγει, δεν μπορούσε. Θα ήταν σαν να σήκωνε τα χέρια ψηλά κι αυτό δεν ήταν στη φύση της. Ήθελε να κάνει αυτό για το οποίο είχε έρθει —μέχρι τέλους― και δεν θα επέτρεπε στον Ραντ να τη διώξει. Ούτε στον Ραντ, ούτε σε τίποτα άλλο.
Τα γαλανά μάτια της Ηλαίην έδειχναν αποφασιστικότητα. «Και θα φύγουμε μόνο όταν τελειώσουμε. Είπες ότι θα δοκιμάσεις. Πρέπει να δοκιμάσεις», είπε η Ηλαίην με πιο σταθερή φωνή, μόλις σταμάτησε να μιλά η Εγκουέν.
«Αυτό δεν είπα;» μουρμούρισε ο Ραντ έπειτα από λίγο. «Τουλάχιστον ας καθίσουμε».
Χωρίς να κοιτάζει τα καρβουνιασμένα τραπεζάκια ή το φύλλο του μεταλλικού υφάσματος που κείτονταν τσαλακωμένο στο χαλί, τις οδήγησε, κουτσαίνοντας λιγάκι, στις καρέκλες με την ψηλή ράχη κοντά στα παράθυρα. Για να καθίσουν, κατέβασαν τα βιβλία που ήταν ακουμπισμένα στα κόκκινα, μεταξωτά μαξιλαράκια. Η καρέκλα της Εγκουέν είχε το Δωδέκατο Τόμο από τους Θησαυρούς της Πέτρας τον Δακρύου, ένα σκονισμένο, ξυλόδετο βιβλίο με τίτλο Ταξίδια εις την Έρημον του Άελ, με Ποικίλας Παρατηρήσεις περί των Αγρίων Αυτοχθόνων, καθώς κι ένα χοντρό, κουρελιασμένο, δερμάτινο τόμο που λεγόταν Δοσοληψίες με την Περιφέρεια του Μαγιέν, 500 έως 750 της Καινούριας Περιόδου, Η Ηλαίην είχε να μετακινήσει μια πιο μεγάλη στοίβα βιβλίων, όμως ο Ραντ τα πήρε από κει βιαστικά, μαζί με τα άλλα, που ήταν στη δική του καρέκλα, και τα απίθωσε όλα στο πάτωμα, όπου η στοίβα ευθύς αμέσως κατέρρευσε. Η Εγκουέν ακούμπησε τα δικά της με προσοχή δίπλα τους.
«Τι θέλεις να κάνω τώρα;» Ο Ραντ κάθισε στην άκρη της καρέκλας με τα χέρια στα γόνατα. «Σου υπόσχομαι ότι αυτή τη φορά θα κάνω μόνο ό,τι μου ζητήσεις».
Η Εγκουέν δάγκωσε τη γλώσσα της, για να μην του πει ότι άργησε να το σκεφτεί. Ίσως να μην του είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή τι ακριβώς ήθελε, μα αυτό δεν ήταν δικαιολογία. Πάντως, ήταν κάτι που θα το αντιμετώπιζε άλλη φορά. Κατάλαβε ότι είχε αρχίσει να τον ξανασκέφτεται απλώς ως Ραντ, μα κι αυτός είχε ένα βλέμμα λες και είχε ρίξει λάσπη στο φόρεμά της και ανησυχούσε μήπως δεν τον πίστευε ότι είχε γίνει κατά λάθος. Ούτε η ίδια, όμως, ούτε η Ηλαίην δεν είχαν αφήσει το σαϊντάρ. Δεν υπήρχε λόγος να φερθούν ανόητα. «Αυτή τη φορά», του είπε, «θέλουμε απλώς να μας μιλήσεις. Πώς αγκαλιάζεις την Πηγή; Πες μας. Βήμα-βήμα, αργά».
«Πιο πολύ μοιάζει σαν να παλεύω, παρά να το αγκαλιάζω». Γρύλισε. «Βήμα-βήμα; Ε, λοιπόν, πρώτα φαντάζομαι μια φλόγα και μετά ρίχνω τα πάντα εκεί. Μίσος, φόβο, νευρικότητα. Τα πάντα. Όταν καούν όλα, υπάρχει ένα χάσμα, ένα κενό μέσα στο κεφάλι μου. Είμαι στη μέση, όμως είμαι επίσης και τμήμα αυτού στο οποίο συγκεντρώνω την προσοχή μου, ό,τι κι αν είναι».
«Κάτι μου θυμίζει αυτό», είπε η Εγκουέν. «Άκουσα τον πατέρα σου να μιλά για ένα κόλπο αυτοσυγκέντρωσης, που χρησιμοποιεί για να κερδίσει στους διαγωνισμούς τοξοβολίας. Τη Φλόγα και το Κενό, όπως το λέει».
Ο Ραντ κατένευσε· με θλίψη, έτσι της φάνηκε. Θα πρέπει να του έλειπε το σπίτι του, ο πατέρας του. «Ο Ταμ μου το πρωτόμαθε. Το χρησιμοποιεί κι ο Λαν επίσης, με το σπαθί. Η Σελήνη —κάποια που είχα γνωρίσει κάποτε― το ονομάζει Ενότητα. Απ' ό,τι φαίνεται, είναι πολλοί που το ξέρουν, όπως κι αν το λένε. Αλλά εγώ βρήκα μόνος μου ότι, όταν ήμουν μέσα στο κενό, μπορούσα να νιώσω το σαϊντίν σαν ένα φως λίγο πιο πέρα από την άκρη του ματιού μου, στο χάσμα. Δεν υπάρχει τίποτα εκτός από μένα κι εκείνο το φως. Τα συναισθήματα, ακόμα και η σκέψη, είναι απ' έξω. Κάποτε το έπαιρνα κομμάτι-κομμάτι, τώρα όμως μου έρχεται μονομιάς. Ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του. Συνήθως».
«Κενό», είπε η Ηλαίην μ' ένα ρίγος. «Έλλειψη συναισθημάτων. Δεν μοιάζει με τον τρόπο που το κάνουμε εμείς».
«Κι όμως μοιάζει», βιάστηκε να υποστηρίξει η Εγκουέν. «Ραντ, απλώς το κάνουμε λιγάκι διαφορετικά, αυτό είναι όλο. Εγώ φαντάζομαι ότι είμαι ένα λουλούδι, ένα ρόδο, το φαντάζομαι ώσπου στο τέλος γίνομαι το ρόδο. Αυτό, κατά κάποιον τρόπο, μοιάζει με το κενό σου. Τα πέταλα του ρόδου ανοίγουν στο φως του σαϊντάρ και το αφήνω να με γεμίσει, όλο φως, θαλπωρή, ζωή και θαυμασμό. Του παραδίνομαι και με την παράδοσή μου το ελέγχω. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο να μάθω, για να πω την αλήθεια· πώς να κυριαρχήσω στο σαϊντάρ μέσω της υποταγής, όμως τώρα φαίνεται τόσο φυσικό, που δεν το σκέφτομαι Να το κλειδί, Ραντ. Πρέπει να μάθεις να παραδίνεσαι». Αυτός, όμως, κουνούσε το κεφάλι δυνατά.
«Δεν μοιάζει καθόλου με αυτό που κάνω», διαμαρτυρήθηκε. «Να το αφήσω να με γεμίσει; Εγώ πρέπει να απλώσω και να πιάσω το σαϊντίν. Μερικές φορές, ακόμα και τότε δεν υπάρχει τίποτα εκεί, τίποτα που να μπορώ να αγγίξω, αλλά αν δεν άπλωνα προς αυτό, θα στεκόμουν εκεί για πάντα, χωρίς να συμβεί τίποτα. Με γεμίζει όταν το πιάσω, αλλά να του παραδοθώ;» Πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του. «Εγκουέν, αν παραδινόμουν —έστω και για ένα λεπτό — το σαϊντίν θα με κατέκαιγε. Είναι σαν ποτάμι λιωμένου μετάλλου, ένας ωκεανός φωτιάς, όλο το φως του ήλιου συγκεντρωμένο σ' ένα σημείο. Παλεύω μαζί του για να κάνει αυτό που θέλω, παλεύω μαζί του για να μη με καταβροχθίσει».
Ο Ραντ αναστέναξε. «Όμως ξέρω τι εννοείς λέγοντας ότι σε γεμίζει η ζωή, ακόμα και με το μίασμα να μου φέρνει αναγούλα στο στομάχι. Τα χρώματα είναι πιο έντονα, οι μυρωδιές πιο καθαρές. Κατά κάποιον τρόπο, όλα είναι πιο ζωντανά. Από τη στιγμή που θα το αποκτήσω, δεν θέλω να το αφήσω, ακόμα κι όταν πασχίζει να με καταπιεί. Τα άλλα, όμως... Παραδέξου τα γεγονότα, Εγκουέν. Ο Πύργος έχει δίκιο. Δέξου την αλήθεια, επειδή έτσι είναι».
Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Θα το δεχτώ, όταν μου το αποδείξουν». Η φωνή της δεν είχε τη σιγουριά που θα ήθελε, τη σιγουριά που είχε νωρίτερα. Όπως της το έλεγε, έμοιαζε με κάποια αλλοιωμένη παραλλαγή αυτού που έκανε η ίδια, και οι ομοιότητες απλώς υπογράμμιζαν τις διαφορές. Υπήρχαν όμως ομοιότητες. Δεν θα σήκωνε τα χέρια της ψηλά. «Μπορείς να ξεχωρίσεις τις ροές; Τον Αέρα, το Νερό, το Πνεύμα, τη Γη, τη Φωτιά;»
«Μερικές φορές», είπε εκείνος αργά. «Συνήθως όχι. Απλώς παίρνω ό,τι χρειάζεται για να κάνω αυτό που θέλω. Συνήθως ψάχνω στα τυφλά. Είναι πολύ παράξενο. Μερικές φορές πρέπει να κάνω κάτι, και το κάνω, όμως μόνο μετά καταλαβαίνω τι έκανα και πώς το έκανα. Είναι σχεδόν σαν να θυμάμαι κάτι που είχα ξεχάσει. Αλλά μετά θυμάμαι πώς να το ξανακάνω. Συνήθως».
«Όμως θυμάσαι πώς», επέμεινε αυτή. «Πώς έβαλες φωτιά στα τραπεζάκια;» Ήθελε να τον ρωτήσει πώς τα είχε βάλει να χορέψουν —της φαινόταν ότι έβλεπε έναν τρόπο, με Αέρα και Νερό — αλλά ήθελε να αρχίσουν με κάτι απλό· το άναμμα και το σβήσιμο ενός κεριού ήταν από τα πράγματα που μπορούσαν να κάνουν οι μαθητευόμενες.
Ο Ραντ την κοίταξε περίλυπος. «Δεν ξέρω». Φαινόταν να ντρέπεται. «Όταν θέλω φωτιά, για τη λάμπα ή το τζάκι, απλώς την ανάβω, αλλά δεν ξέρω πώς. Δεν χρειάζεται σκέψη για να κάνω πράγματα με τη φωτιά».
Αυτό ήταν σχεδόν λογικό. Την Εποχή των Θρύλων, από τις Πέντε Δυνάμεις, η Φωτιά και η Γη ήταν ισχυρότερες στους άντρες, ενώ ο Αέρας και το Νερό στις γυναίκες. Το Πνεύμα το μοιράζονταν εξίσου. Η Εγκουέν σχεδόν δεν χρειαζόταν να σκεφτεί για να χρησιμοποιήσει Αέρα ή Νερό, από τη στιγμή που μάθαινε να κάνει κάτι. Αλλά αυτό δεν ωφελούσε το σκοπό τους.
Αυτή τη φορά τον πίεσε η Ηλαίην. «Ξέρεις πώς το σβήνεις; Έδειξες σαν να σκεφτόσουν κάτι πριν σβήσουν οι φλόγες».
«Αυτό το θυμάμαι, επειδή νομίζω ότι δεν το έχω ξανακάνει. Πήρα μέσα μου τη θερμότητα από τα τραπέζια και την άπλωσα στην πέτρα του τζακιού· το τζάκι δεν παθαίνει τίποτα από τόση ζέστη».
Η Ηλαίην άφησε μια κοφτή κραυγή, χαϊδεύοντας ασυνείδητα το αριστερό της χέρι για μια στιγμή, και η Εγκουέν μόρφασε με συμπόνια. Θυμόταν κάποτε, που όλος ο βραχίονάς της είχε γεμίσει φουσκάλες από εγκαύματα, επειδή η Κόρη-Διάδοχος είχε κάνει αυτό ακριβώς που περιέγραφε τώρα ο Ραντ, με μία μόνο λάμπα στο δωμάτιό της. Η Σέριαμ την είχε απειλήσει ότι θα άφηνε τις φουσκάλες να γιατρευτούν μόνες τους· μπορεί να μην το είχε κάνει, αλλά έτσι την είχε απειλήσει. Ήταν μια από τις προειδοποιήσεις που δέχονταν οι μαθητευόμενες· ποτέ να μην τραβούν τη θερμότητα μέσα τους. Μπορούσαν να σβήσουν μια φλόγα με Αέρα ή Νερό, αλλά αν χρησιμοποιούσαν τη Φωτιά για να απομακρύνουν τη θερμότητα ίσως αυτό προκαλούσε καταστροφή, ανεξάρτητα από το μέγεθος της φλόγας. Το ζήτημα δεν ήταν πόσο ισχυρή είναι κάποια, είχε πει η Σέριαμ· από τη στιγμή που έπαιρνε μέσα τη φλόγα, δεν μπορούσε να την αποβάλλει, ακόμα κι αν ήταν η ισχυρότερη γυναίκα που είχε βγει ποτέ από το Λευκό Πύργο. Υπήρχαν γυναίκες που είχαν πάρει φωτιά με αυτό τον τρόπο. Γυναίκες που είχαν πάρει φωτιά. Η Εγκουέν ανάσανε τραχιά.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Ραντ.
«Νομίζω ότι μόλις απέδειξες τη διαφορά». Αναστέναξε.
«Α! Σημαίνει αυτό ότι είσαι έτοιμη να εγκαταλείψεις;»
«Όχι!» Η Εγκουέν προσπάθησε να μαλακώσει τη φωνή της. Δεν ήταν θυμωμένη μαζί του. Όχι μαζί του. Δεν ήξερε με ποιον ήταν θυμωμένη. «Μπορεί να είχαν δίκιο οι δασκάλες μου, όμως πρέπει να υπάρχει τρόπος. Κάποιος τρόπος. Μόνο που αυτή τη στιγμή δεν μου έρχεται τίποτα».
«Προσπάθησες», είπε εκείνος απλά. «Σ' ευχαριστώ γι' αυτό. Δεν είναι δικό σου το σφάλμα που δεν βγήκε τίποτα».
«Πρέπει να υπάρχει τρόπος», είπε η Εγκουέν χαμηλόφωνα. «Θα τον βρούμε. Θα τον βρούμε», μουρμούρισε η Ηλαίην.
«Και βέβαια θα τον βρείτε», είπε με μια επίφαση άνετου τόνου. «Μα όχι σήμερα». Κοντοστάθηκε. «Φαντάζομαι θα φύγετε, λοιπόν». Φαινόταν ταυτόχρονα να λυπάται και να χαίρεται γι' αυτό. «Πρέπει να πω δυο λόγια στους Υψηλούς Άρχοντες για τους φόρους τώρα το πρωί. Νομίζουν ότι μπορούν να παίρνουν τα ίδια λεφτά από έναν αγρότη, είτε είναι καλή η χρονιά, είτε κακή, χωρίς να τον ρίξουν στη ζητιανιά. Εσείς μάλλον θα έχετε να ανακρίνετε εκείνες τις Σκοτεινόφιλες». Έσμιξε τα φρύδια.
Δεν είχε πει τίποτα, η Εγκουέν όμως ήταν σίγουρη ότι θα ήθελε να τις κρατήσει όσο μακρύτερα γινόταν από το Μαύρο Άτζα. Ένιωθε κάποια έκπληξη που δεν είχε ήδη προσπαθήσει να τις κάνει να γυρίσουν στον Πύργο. Ίσως να ήξερε ότι η Εγκουέν και η Νυνάβε θα του ξερίζωναν τα αφτιά, αν έκανε τέτοιο πράγμα.
«Και βέβαια», είπε με σταθερή φωνή. «Όχι όμως τώρα. Ραντ...» Ήταν ώρα να αναφέρει το δεύτερο λόγο που την είχε φέρει εκεί, όμως ήταν πιο δύσκολο απ' όσο περίμενε. Θα τον πλήγωνε· το θλιμμένο, επιφυλακτικό βλέμμα του την έπειθε γι’ αυτό. Αλλά έπρεπε να το κάνει. Έσφιξε την εσάρπα γύρω της· την άπλωσε από τους ώμους ως τη μέση. «Ραντ, δεν μπορώ να σε παντρευτώ».
«Το ξέρω», είπε εκείνος.
Αυτή βλεφάρισε. Δεν το δεχόταν τόσο άσχημα όσο περίμενε. Σκέφτηκε ότι αυτό ήταν ένα καλό σημάδι. «Δεν θέλω να σε πληγώσω —ειλικρινά όχι― αλλά δεν θέλω να σε παντρευτώ».
«Καταλαβαίνω, Εγκουέν. Ξέρω τι είμαι. Καμιά γυναίκα δεν θα —»
«Βλάκα, μπουμπουνοκέφαλε!» ξέσπασε αυτή. «Δεν έχει καμία σχέση με το γεγονός ότι διαβιβάζεις. Δεν σ' αγαπώ! Τουλάχιστον όχι για να θέλω να σε παντρευτώ».
Ο Ραντ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Δεν... δεν μ' αγαπάς;» Φαινόταν κατάπληκτος. Και πληγωμένος.
«Σε παρακαλώ, προσπάθησε να καταλάβεις», είπε με πιο τρυφερή φωνή. «Οι άνθρωποι αλλάζουν, Ραντ. Τα αισθήματα αλλάζουν. Όταν οι άνθρωποι είναι μακριά, μερικές φορές απομακρύνονται. Σ' αγαπώ σαν αδελφό, ίσως και παραπάνω από αδελφό, αλλά όχι για να σε παντρευτώ. Το καταλαβαίνεις;»
Αυτός κατάφερε να χαμογελάσει πικρά. «Είμαι στ' αλήθεια βλάκας. Δεν πίστεψα ότι κι εσύ θα άλλαζες. Εγκουέν, ούτε κι εγώ θέλω να σε παντρευτώ. Δεν ήθελα να αλλάξω, δεν προσπάθησα να αλλάξω, μα συνέβη. Μακάρι να ήξερες πόσο μεγάλη σημασία έχει αυτό για μένα. Που δεν είναι ανάγκη πια να υποκρίνομαι. Που δεν θα φοβάμαι μήπως σε πληγώσω. Ποτέ δεν ήθελα να σε πληγώσω, Εγκουέν. Ποτέ».
Η Εγκουέν σχεδόν χαμογέλασε. Το αντιμετώπιζε με μεγάλο θάρρος· λίγο ακόμα και θα την έπειθε. «Χαίρομαι που το δέχεσαι τόσο καλά», του είπε τρυφερά, «Ούτε κι εγώ θέλω να σε πληγώσω. Και τώρα στ' αλήθεια πρέπει να φύγω». Σηκώθηκε από την καρέκλα της, έσκυψε και τον φίλησε απαλά στο μάγουλο. «Θα βρεις κάποια άλλη».
«Φυσικά», είπε αυτός καθώς σηκωνόταν όρθιος, με το ψέμα σχεδόν να βροντοφωνάζει στον τόνο της φωνής του.
«Θα βρεις».
Η Εγκουέν βγήκε από το δωμάτιο με μια αίσθηση ικανοποίησης και διέσχισε βιαστικά τον προθάλαμο. Άφησε το σαϊντάρ και τράβηξε την εσάρπα από τους ώμους. Λίγο ακόμα και θα έσκαγε φορώντας την.
Ο Ραντ ήταν έτοιμος τώρα, έτοιμος για να τον μαζέψει η Ηλαίην σαν χαμένο κουτάβι, αν τον χειριζόταν όπως το είχαν συζητήσει. Κατά τη γνώμη της, η Ηλαίην θα τον κουμαντάριζε μια χαρά, και τώρα και αργότερα. Όσο κι αν κρατούσε αυτό το «αργότερα». Κάτι έπρεπε να γίνει με τον αυτοέλεγχό του. Η Εγκουέν παραδεχόταν ότι σωστά της τα είχαν πει —καμία γυναίκα δεν μπορούσε να τον διδάξει· τα ψάρια και τα πουλιά, όπως έλεγαν― όμως αυτό δεν σήμαινε ότι θα τα παρατούσε. Κάτι χρειαζόταν να γίνει, οπότε έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος. Η φρικτή λαβωματιά και η τρέλα ήταν προβλήματα για αργότερα, όμως τελικά θα τα έλυναν. Με κάποιον τρόπο. Όλοι έλεγαν ότι οι άντρες στους Δύο Ποταμούς ήταν πεισματάρηδες, μα ας έβλεπαν και τις γυναίκες των Δύο Ποταμών.