43 Νοιάσου Για Τους Ζωντανούς

Η Βέριν πήρε τα χαλινάρια του Γοργοπόδη και τον οδήγησε η ίδια στο Πανδοχείο της Οινοπηγής, ενώ το πλήθος άνοιγε μπροστά της δρόμο να περάσει και μετά ξανάκλεινε πίσω της. Ο Ντάνιλ, ο Μπαν και οι άλλοι ακολουθούσαν καβάλα και πεζοί, και τώρα έσμιγαν με τους δικούς τους. Αν και ήταν εμβρόντητοι από τις αλλαγές στο Πεδίο του Έμοντ, οι νεαροί ακόμα έδειχναν περηφάνια και προχωρούσαν στητοί, έστω κι αν κούτσαιναν, ή ανακάθιζαν ισιώνοντας το κορμί στη σέλα· τα είχαν βάλει με Τρόλοκ και είχαν γυρίσει σπίτι. Οι γυναίκες χάιδευαν γιους, ανιψιούς και εγγονούς κι έπνιγαν συχνά τα δάκρυά τους, ενώ τα χαμηλόφωνα βογκητά τους ακούγονταν σαν ένα απαλό μουρμούρισμα πόνου. Άντρες με στενεμένα μάτια προσπαθούσαν να κρύψουν την ανησυχία τους πίσω από χαμόγελα όλο καμάρι, χτυπούσαν τους ώμους των παλικαριών και αναφωνούσαν βλέποντας το πρώτο χνούδι σε κάποιο μάγουλο, συχνά όμως το χάδι γινόταν ώμος, που στήριζε το νέο. Οι φιλεναδούλες τους έτρεχαν με φιλιά και κραυγές, μαζί να χαίρονται και να συμπάσχουν, ενώ τα μικρότερα αδέλφια, όλο αβεβαιότητα, πότε ξεσπούσαν σε κλάματα και πότε κρέμονταν από το μεγάλο αδερφό, τον οποίο όλοι έμοιαζαν να θεωρούν ήρωα, με μάτια γουρλωμένα από θαυμασμό.

Οι άλλες φωνές ήταν εκείνες που ο Πέριν ευχόταν να μην τις άκουγε.

«Πού είναι ο Κένλεϋ;» Η κυρά Άχαν ήταν ομορφογυναίκα, με λευκές πινελιές στα μαύρα σαν του κορακιού μαλλιά της πλεξούδας της, όμως έσμιγε τα φρύδια με φόβο, καθώς κοίταζε τα πρόσωπα και έβλεπε τα μάτια να κοιτάζουν αλλού από τα δικά της. «Πού είναι ο Κένλεϋ μου;»

«Μπίλι!» έκραζε αβέβαια ο γερο-Χιού αλ'Ντάι. «Είδε κανείς τον Μπίλι αλ'Ντάι;»

«...Χιο...!»

«...Τζάρεντ...!»

«...Τιμ...!»

«...Κόλλυ...!»

Μπροστά στο πανδοχείο ο Πέριν έπεσε από τη σέλα, καθώς βιαζόταν να ξεφύγει από εκείνα τα ονόματα, και δεν είδε καν ποια χέρια τον έπιασαν. «Πάρτε με μέσα!» φώναξε βραχνά. «Μέσα!»

«...Τέβεν...!»

«...Χάραλ...!»

«...Χαντ...!»

Η πόρτα έκλεισε απ' έξω τους γοερούς θρήνους και τις κραυγές της μητέρας του Ντάελ αλ'Τάρον, που ζητούσε κάποιος να της πει πού ήταν ο γιος της.

Στο καζάνι των Τρόλοκ, σκέφτηκε ο Πέριν καθώς τον κάθιζαν σε μια καρέκλα στην κοινή αίθουσα. Στην κοιλιά των Τρόλοκ, εκεί που τον έβαλα εγώ, κυρά αλ'Τάρον. Εκεί που τον έβαλα εγώ. Η Φάιλε του είχε πιάσει το κεφάλι με τα δύο χέρια και τον κοίταζε ανήσυχα στο πρόσωπο. Νοιάσου για τους ζωντανούς, σκέφτηκε. Για τους νεκρούς θα κλάψεις μετά. Μετά.

«Καλά είμαι», της είπε. «Μόνο που ζαλίστηκα λίγο εκεί που ξεπέζευα. Ποτέ δεν ήμουν καλός καβαλάρης». Αυτή δεν έδειξε να τον πιστεύει.

«Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα;» απαίτησε να μάθει από τη Βέριν.

Η Άες Σεντάι κούνησε γαλήνια το κεφάλι της. «Καλύτερα όχι, παιδί μου. Κρίμα που καμιά από τις δυο μας δεν είναι Κίτρινη, όμως η Αλάνα είναι καλύτερη Θεραπεύτρια από μένα. Τα δικά μου Ταλέντα βρίσκονται αλλού. Θα τη φέρει ο Ίχβον. Κάνε υπομονή, παιδί μου».

Η κοινή αίθουσα είχε γίνει κάτι σαν οπλοστάσιο. Παντού, εκτός από το τζάκι, οι τοίχοι είχαν κρυφτεί πίσω από μια πυκνή μάζα από γερμένα δόρατα κάθε είδους, με κάποιο λογχοπέλεκυ ή καμιά αλαβάρδα ανάμεσά τους, ακόμα και μερικές λόγχες με λεπίδες σε αλλόκοτα σχήματα, πολλά από τα οποία ήταν χτυπημένα ή ξεβαμμένα εκεί που είχαν τρίψει τη σκουριά. Ακόμα πιο παράξενο ήταν που στη βάση της σκάλας βρισκόταν ένα βαρέλι γεμάτο με ανακατεμένα σπαθιά, τα περισσότερα δίχως θηκάρι κι όλα διαφορετικά μεταξύ τους. Πρέπει να είχαν ψάξει σ' όλες τις σοφίτες σε ακτίνα πέντε μιλίων για να βρουν αυτά τα κειμήλια, που μάζευαν σκόνη επί γενιές. Ο Πέριν δεν θα υποψιαζόταν ότι θα μπορούσε κάποιος να βρει έστω και πέντε σπαθιά σ' όλους τους Δύο Ποταμούς ― τουλάχιστον πριν έρθουν οι Λευκομανδίτες και οι Τρόλοκ.

Ο Γκαούλ πήρε θέση παραδίπλα, κοντά στη σκάλα που οδηγούσε στα δωμάτια του πανδοχείου και στο μέρος όπου έμεναν οι αλ'Βέρ, κοιτώντας τον Πέριν, χωρίς να ξεφεύγει στιγμή από την προσοχή του η Βέριν και κάθε κίνησή της. Στην άλλη άκρη του δωματίου, παρακολουθώντας τη Φάιλε και όλους τους άλλους, οι δύο Κόρες στήριζαν τα δόρατα στον αγκώνα τους και στέκονταν με τρόπο που έμοιαζε μαζί ανέμελος και έτοιμος για δράση. Οι τρεις νεαροί, που είχαν φέρει μέσα τον Πέριν, σάλευαν τα πόδια τους κοντά στην πόρτα και κοίταζαν κι αυτόν και την Άες Σεντάι και τους Αελίτες με γουρλωμένα μάτια. Αυτό ήταν όλο.

«Οι άλλοι», είπε ο Πέριν. «Χρειάζονται —»

«Θα τους φροντίσουν», τον έκοψε ήρεμα η Βέριν και κάθισε σε ένα άλλο τραπέζι. «Θέλουν να βρεθούν με τις οικογένειές τους. Καλύτερα να είσαι κοντά στους αγαπημένους σου».

Ο Πέριν ένιωσε μια σουβλιά πόνου —από το νου του πέρασαν για μια στιγμή οι τάφοι κάτω από τις μηλιές― όμως την αγνόησε. Φρόντισε τους ζωντανούς, θύμισε αυστηρά στον εαυτό του. Η Άες Σεντάι έβγαλε πένα και μελάνι και άρχισε να κρατά σημειώσεις στο βιβλιαράκι της με έναν κομψό γραφικό χαρακτήρα. Ο Πέριν αναρωτήθηκε αν την ένοιαζε πόσοι άνθρωποι των Δύο Ποταμών είχαν πεθάνει για να ζήσει ο ίδιος, ώστε να χρησιμοποιηθεί στα σχέδια που είχε ο Λευκός Πύργος για τον Ραντ.

Η Φάιλε του έσφιξε το χέρι, όμως μίλησε στην Άες Σεντάι. «Δεν πρέπει να τον ανεβάσουμε πάνω;»

«Όχι ακόμα», είπε απότομα ο Πέριν. Η Βέριν σήκωσε το βλέμμα και έκανε να μιλήσει, αλλά αυτός επανέλαβε, με πιο σταθερή φωνή, αυτό που είχε ήδη πει. «Όχι ακόμα». Η Άες Σεντάι σήκωσε τους ώμους και συνέχισε να σημειώνει. «Ξέρει κανένας πού είναι ο Λόιαλ;»

«Ο Ογκιρανός;» είπε ένας από τους τρεις στην πόρτα. Ήταν ο Νταβ Αγιέλιν, με πιο στιβαρό κορμί από του Ματ, αλλά με το ίδιο λαμπύρισμα στα μαύρα μάτια του. Επίσης, ήταν απεριποίητος κι αχτένιστος, σαν τον Ματ. Τον παλιό καιρό, ό,τι αταξία δεν έκανε ο Ματ την έκανε ο Νταβ, αν και συνήθως ο Ματ είχε το προβάδισμα. «Είναι έξω με τους άλλους, που ανοίγουν το Δυτικό Δάσος. Κάθε φορά που κόβουμε ένα δέντρο κάνει λες και σκοτώνουμε τον αδελφό του, όμως κόβει τρία μέχρι οι άλλοι να κόψουν ένα, με ένα πελώριο τσεκούρι που έβαλε τον αφέντη Λούχαν να του κάνει. Αν τον θέλεις, είδα τον Τζάιμ Θέην να τρέχει για να τους πει ότι επιστρέψατε. Στοίχημα ότι θα έρθουν όλοι να σε κοιτάξουν». Με το βλέμμα στο σπασμένο βέλος, μόρφασε και έτριψε το δικό του πλευρό με συμπόνια. «Πονάει πολύ;»

«Πονάει αρκετά», είπε κοφτά ο Πέριν. Έρχονταν να τον κοιτάξουν. Τι είμαι, βάρδος; «Και ο Λουκ; Δεν θέλω να τον δω, μα είναι εδώ;»

«Φοβάμαι πως όχι». Ο άλλος άντρας, ο Έλαμ Ντάουτρη, έτριψε τη μακριά μύτη του. Αταίριαστο πλάι στο μάλλινο σακάκι αγρότη και την ατίθαση τούφα των μαλλιών του μπροστά, ήταν ένα σπαθί στη ζώνη του· η λαβή ήταν πρόσφατα τυλιγμένη με πετσί και το δερμάτινο θηκάρι ήταν τριμμένο και ξεφλούδιζε. «Ο Άρχοντας Λουκ πήγε να κυνηγήσει το Κέρας του Βαλίρ, νομίζω. Ή ίσως Τρόλοκ».

Ο Νταβ και ο Έλαμ ήταν φίλοι του Πέριν κάποτε, σύντροφοί του στο κυνήγι και το ψάρεμα, σχεδόν συνομήλικοι του, όμως με τα ενθουσιασμένα χαμόγελά τους έδειχναν νεότεροι. Σε σύγκριση, ο Ματ και ο Ραντ έμοιαζαν να είναι τουλάχιστον πέντε χρόνια μεγαλύτεροί τους. Μπορεί και ο ίδιος να έδειχνε έτσι.

«Ελπίζω να ξαναγυρίσει σύντομα», συνέχισε να λέει ο Έλαμ. «Μου δείχνει πώς να χρησιμοποιώ το σπαθί. Ξέρεις ότι είναι Κυνηγός του Κέρατος; Και βασιλιάς, αν του αναγνωρίσουν τα δικαιώματά του. Του Άντορ, έτσι άκουσα».

«Το Άντορ έχει βασίλισσες», μουρμούρισε αφηρημένα ο Πέριν, ανταμώνοντας το βλέμμα της Φάιλε, «όχι βασιλιάδες».

«Άρα δεν είναι εδώ», είπε αυτή. Ο Γκαούλ σάλεψε λιγάκι· έμοιαζε έτοιμος να πάει να κυνηγήσει τον Λουκ, τα μάτια του ένας γαλάζιος πάγος. Ο Πέριν δεν θα ξαφνιαζόταν αν έβλεπε την Μπάιν και την Τσιάντ να φορούν τα πέπλα επιτόπου.

«Όχι», είπε αφηρημένα η Βέριν, προφανώς προσηλωμένη περισσότερο στις σημειώσεις της και όχι σ' αυτό που έλεγε. «Όχι ότι δεν βοηθάει πού και πού, αλλά έχει έναν τρόπο να δημιουργεί προβλήματα όταν είναι εδώ. Χθες, πριν καταλάβει κανείς τι έκανε, πήρε μια αντιπροσωπεία και συνάντησε μια περίπολο Λευκομανδιτών, για να τους πει ότι το Πεδίο του Έμοντ ήταν κλειστό γι' αυτούς. Απ' ό,τι φαίνεται, τους είπε να μην πλησιάσουν πιο κοντά από δέκα μίλια. Δεν μ' αρέσουν οι Λευκομανδίτες, αλλά δεν φαντάζομαι να το δέχτηκαν ευχάριστα. Δεν είναι σοφό να τους ανταγωνίζεσαι περισσότερο απ' όσο χρειάζεται». Κοίταξε συνοφρυωμένη αυτά που είχε γράψει κι έτριψε τη μύτη της, χωρίς να καταλαβαίνει ότι είχε αφήσει μελανιά.

Τον Πέριν δεν τον ένοιαζε τι δέχονταν και με ποιον τρόπο οι Λευκομανδίτες. «Χθες», είπε χαμηλόφωνα. Αν ο Λουκ είχε έρθει στο χωριό χθες, τότε μάλλον δεν είχε σχέση με το γεγονός ότι οι Τρόλοκ είχαν εμφανιστεί εκεί που δεν τους περίμεναν. Όσο πιο πολύ σκεφτόταν ο Πέριν πώς είχε γυρίσει ανάποδα εκείνη η ενέδρα, τόσο περισσότερο σκεφτόταν ότι οι Τρόλοκ τους περίμεναν. Και τόσο πιο πολύ ήθελε να κατηγορήσει τον Λουκ γι' αυτό. «Όσο και να το θέλεις, η πέτρα δεν γίνεται τυρί», μουρμούρισε. «Αλλά ο άνθρωπος μου μυρίζει σαν τυρί».

Ο Νταβ και οι άλλοι δύο κοιτάχτηκαν με αμφιβολία. Ο Πέριν σκέφτηκε ότι τα λόγια του μάλλον δεν έβγαζαν νόημα.

«Η ομάδα αποτελούνταν κυρίως από κάτι Κόπλιν», είπε ο τρίτος με ασυνήθιστα βαθιά φωνή. «Ο Νταρλ, ο Χάρι, ο Νταγκ και ο Γιούαλ. Και ο Γουίτ Κόνγκαρ. Η Νταίζε του τα έψαλε γι' αυτό».

«Άκουσα ότι συμπαθούσαν τους Λευκομανδίτες». Του Πέριν του φαινόταν γνώριμος αυτός εδώ με τη βαθιά φωνή. Ήταν νεότερος κατά δυο-τρία χρόνια από τον Έλαμ και τον Νταβ, αλλά τους περνούσε τρεις πόντους στο μπόι, με λεπτό πρόσωπο αλλά μεγάλους ώμους.

«Έτσι ήταν». Ο φίλος γέλασε. «Τους ξέρεις. Αυτό που τους αρέσει είναι να προκαλούν φασαρίες στους άλλους. Από τη στιγμή που άρχισε να λέει τα δικά του ο Άρχοντας Λουκ, αυτοί ήθελαν να πάμε παραταγμένοι στο Λόφο της Σκοπιάς και να πούμε στους Λευκομανδίτες να φύγουν από τους Δύο Ποταμούς. Δηλαδή να πάει κάποιος άλλος κι όχι οι ίδιοι. Νομίζω ότι αυτοί προτιμούν να είναι κάπου βαθιά στο κοπάδι».

Αν αυτό το πρόσωπο ήταν πιο παχουλό, αν ήταν καμιά τριανταριά πόντους πιο κοντά στο έδαφος... «Γιούιν Φίνγκαρ!» αναφώνησε ο Πέριν. Δεν μπορεί να ήταν αυτός· ο Γιούιν ήταν ένας κοντόχοντρος ταραξίας με στριγκή φωνή, που προσπαθούσε να χωθεί κι αυτός όποτε μαζεύονταν τα μεγάλα παιδιά. Το παλικαράκι εδώ μπροστά του μεγαλώνοντας θα τον έφτανε στο μπόι, μπορεί και να τον ξεπερνούσε. «Εσύ είσαι;»

Ο Γιούιν έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο. «Ακούμε πολλά για σένα, Πέριν», είπε με εκείνη την μπάσα φωνή που ξάφνιαζε, «ότι πολεμάς Τρόλοκ, όχι περνάς λογής-λογής περιπέτειες στον κόσμο εκεί έξω, έτσι λένε. Μπορώ ακόμα να σε λέω Πέριν, έτσι δεν είναι;»

«Φως μου, ναι!» φώναξε ο Πέριν. Είχε βαρεθεί όλα αυτά περί Χρυσομάτη.

«Μακάρι να είχα έρθει μαζί σου πέρυσι». Ο Νταβ έτριψε τα χέρια με ενθουσιασμό. «Εσύ γύρισες πίσω με Άες Σεντάι, με Πρόμαχους και με έναν Ογκιρανό». Το έλεγε σαν να ήταν τρόπαια. «Εγώ το μόνο που κάνω είναι να βόσκω τις αγελάδες και να τις αρμέγω, να τις βόσκω και να τις αρμέγω. Α, και τσαπίζω, και κόβω ξύλα. Είσαι τυχερός».

«Πώς ήταν;» ρώτησε ο Έλαμ ξέπνοος. «Η Αλάνα Σεντάι είπε ότι έφτασες ως τη Μεγάλη Μάστιγα και άκουσα ότι είδες το Κάεμλυν και το Δάκρυ, Πώς είναι οι πόλεις; Είναι στ' αλήθεια δέκα φορές μεγαλύτερες από το Πεδίο του Έμοντ; Είδες παλάτι; Υπάρχουν Σκοτεινόφιλοι στις πόλεις; Η Μάστιγα είναι στ’ αλήθεια γεμάτη Τρόλοκ, Ξέθωρους και Πρόμαχους;»

«Πώς έπαθες την ουλή, από Τρόλοκ;» Αν και είχε φωνή ταύρου, ο Γιούιν κατάφερε να βγάλει μια στριγκή νότα έξαψης. «Μακάρι να είχα κι εγώ ουλή. Είδες καμιά βασίλισσα; Ή βασιλιά; Εγώ θα προτιμούσα να δω βασίλισσα, αλλά κι ο βασιλιάς σπουδαίος θα ήταν. Πώς είναι ο Λευκός Πύργος; Είναι μεγάλος σαν παλάτι;»

Η Φάιλε χαμογέλασε, απολαμβάνοντάς το, όμως ο Πέριν ανοιγόκλεισε τα μάτια μπροστά σ' αυτό τον καταιγισμό. Άραγε είχαν ξεχάσει τους Τρόλοκ τη Νύχτα του Χειμώνα, είχαν ξεχάσει τους Τρόλοκ στην περιοχή τότε; Ο Έλαμ έσφιγγε τη λαβή του σπαθιού του, σαν να ήταν έτοιμος να ξεκινήσει εκείνη τη στιγμή για τη Μάστιγα, ο Νταβ στεκόταν σχεδόν στις μύτες των ποδιών με τα μάτια να λάμπουν και ο Γιούιν έμοιαζε έτοιμος να πιάσει τον Πέριν από το γιακά. Περιπέτεια; Ήταν βλάκες. Ο Πέριν, όμως, φοβόταν ότι έρχονταν δύσκολοι καιροί, πιο δύσκολοι από ό,τι είχαν δει ποτέ οι Δύο Ποταμοί. Δεν θα έβλαπτε αν αργούσαν λιγάκι ακόμα να μάθουν την αλήθεια.

Το πλευρό του τον πονούσε, αλλά προσπάθησε να απαντήσει. Έδειξαν να απογοητεύονται που δεν είχε δει ποτέ το Λευκό Πύργο, ούτε βασιλιά ή βασίλισσα. Πίστευε ότι η Μπερελαίν ήταν κάτι σαν βασίλισσα, αλλά με τη Φάιλε μπροστά δεν θα έλεγε κουβέντα γι' αυτήν. Κάποια άλλα τα αποσιώπησε· το Φάλμε και τον Οφθαλμό του Κόσμου, τους Αποδιωγμένους, το Καλαντόρ. Όλα αυτά ήταν επικίνδυνα θέματα, που οδηγούσαν στον Αναγεννημένο Δράκοντα. Μπορούσε, όμως, να τους πει κάποια πράγματα για το Κάεμλυν και το Δάκρυ, για τις Μεθόριους και τη Μάστιγα. Ήταν παράξενο το τι δέχονταν και τι όχι. Το βδελυρό τοπίο της Μάστιγας, που έμοιαζε να σαπίζει μπροστά στα μάτια σου, αυτό το ρούφηξαν, όπως και τους Σιναρανούς στρατιώτες με την πλεξούδα στην κορυφή του κεφαλιού, ή τα στέντιγκ των Ογκιρανών, όπου οι Άες Σεντάι δεν μπορούσαν να χειριστούν τη Δύναμη και οι Ξέθωροι δίσταζαν να μπουν. Αλλά για το μέγεθος της Πέτρας του Δακρύου, ή τις απέραντες εκτάσεις των πόλεων...

Όσο για τις δικές του υποτιθέμενες περιπέτειες, είπε: «Κυρίως προσπαθούσα να μη μου ανοίξουν το κεφάλι. Αυτό είναι οι περιπέτειες, αυτό και το να βρίσκεις μέρος για να κοιμάσαι το βράδυ, καθώς και κάτι να φας. Πεινάς πολύ όταν ζεις περιπέτειες και κοιμάσαι παγωμένος ή βρεγμένος, ή και τα δύο».

Αυτό δεν τους καλάρεσε, ούτε το πίστεψαν ιδιαίτερα, όπως δεν πίστεψαν ότι η Πέτρα ήταν σαν ένα μικρό βουνό. Ο Πέριν θύμισε στον εαυτό του ότι κι αυτός δεν ήξερε πολλά για τον κόσμο φεύγοντας από τους Δύο Ποταμούς. Αλλά δεν τον βοήθησε πολύ. Δεν ήταν ποτέ του τόσο αθώος. Ή μήπως ήταν; Η κοινή αίθουσα έμοιαζε να καίει. Θα έβγαζε το σακάκι, αλλά ήθελε κόπο για να κουνηθεί.

«Τι κάνουν ο Ραντ και ο Ματ;» ζήτησε να μάθει ο Γιούιν. «Αν είναι όλο πείνα και βροχή, γιατί δεν γύρισαν κι αυτοί στο χωριό;»

Είχαν μπει μέσα ο Ταμ και ο Άμπελ, και οι δύο με τόξα, αλλά ο Ταμ είχε και ένα σπαθί ζωσμένο πάνω από το σακάκι του —το παράξενο ήταν ότι το σπαθί φαινόταν να ταιριάζει του Ταμ, παρά το σακάκι αγρότη― κι έτσι ο Πέριν τα είπε όπως και πριν, ο Ματ έπαιζε, γλεντοκοπούσε σε ταβέρνες και κυνηγούσε τον ποδόγυρο, ο Ραντ φορούσε ένα φίνο σακάκι και είχε μια όμορφη κοπέλα με ξανθά μαλλιά στο μπράτσο του. Την Ηλαίην την έκανε αρχόντισσα, περιμένοντας ότι δεν θα πίστευαν πως ήταν η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ, και αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο, όταν αυτοί τον κοίταξαν δύσπιστα. Πάντως όλα έμοιαζαν ικανοποιητικά, ήταν αυτά που ήθελαν να ακούσουν και η δυσπιστία υποχώρησε όταν ο Έλαμ επισήμανε ότι και η Φάιλε ήταν αρχόντισσα κι έμοιαζε να τρέχει πίσω από τον Πέριν. Αυτό έκανε τον Πέριν να χαμογελάσει πλατιά· αναρωτήθηκε τι θα έλεγαν αν τους αποκάλυπτε ότι ήταν εξαδέλφη βασίλισσας.

Η Φάιλε δεν φαινόταν πια να το απολαμβάνει για κάποιο λόγο. Στράφηκε προς το μέρος τους με μια ματιά εφάμιλλη του πιο αγέρωχου και παγωμένου βλέμματος της Ηλαίην. «Πολύ τον ταλαιπωρήσατε. Είναι τραυματίας. Άντε στα σπίτια σας».

Κατά έναν παράξενο τρόπο, αυτοί υποκλίθηκαν αδέξια —ο Νταβ πρότεινε αμήχανα το πόδι, δείχνοντας γελοίος― μουρμούρισαν συγνώμες —προς αυτήν, όχι προς τον Πέριν!― και γύρισαν για να φύγουν. Την αναχώρησή τους καθυστέρησε η άφιξη του Λόιαλ, ο οποίος περνούσε καμπουριαστός από την πόρτα, με τα πυκνά μαλλιά του να αγγίζουν το ανώφλι. Έμειναν να χαζεύουν τον Ογκιρανό, λες και τον έβλεπαν πρώτη φορά, και ύστερα κοίταξαν τη Φάιλε και συνέχισαν βιαστικά το δρόμο τους. Το παγερό βλέμμα αρχόντισσας έκανε τη δουλειά του.

Όταν ο Λόιαλ ορθώθηκε, το κεφάλι του μόλις που δεν άγγιζε την οροφή. Οι ευρύχωρες τσέπες του σακακιού του είχαν τα συνηθισμένα τετράγωνα φουσκώματα που έδειχναν βιβλία, όμως κρατούσε ένα πελώριο τσεκούρι. Η λαβή του ήταν ψηλή όσο κι ο Πέριν, ενώ η κεφαλή του, με σχήμα κανονικού τσεκουριού για ξύλα, ήταν πλατιά σαν το πολεμικό τσεκούρι του Πέριν. «Πληγώθηκες», μπουμπούνισε μόλις έπεσε το βλέμμα του στον Πέριν. «Μου είπαν ότι γύρισες, αλλά δεν είπαν ότι τραυματίστηκες, αλλιώς θα ερχόμουν πιο γρήγορα».

Ο Πέριν είχε ξαφνιαστεί βλέποντας το τσεκούρι. Μεταξύ των Ογκιρανών, «βάζεις μακρύ στειλιάρι στο τσεκούρι σου» σήμαινε ότι ήσουν βιαστικός ή θυμωμένος ― οι Ογκιρανοί για κάποιο λόγο έμοιαζαν να θεωρούν αυτά τα δύο ίδιο πράγμα. Ο Λόιαλ πράγματι έδειχνε θυμωμένος, τα φουντωτά αφτιά του ήταν τραβηγμένα προς τα πίσω και συνοφρυωνόταν έτσι που τα κρεμαστά φρύδια του έφταναν ως τα πλατιά μάγουλά του. Σίγουρα επειδή ήταν αναγκασμένος να κόβει δέντρα. Ο Πέριν ήθελε να τον ξεμοναχιάσει και να τον ρωτήσει αν είχε δει τίποτα σχετικά με τα πήγαιν' έλα της Αλάνα. Ή της Βέριν. Έτριψε το πρόσωπό του και ξαφνιάστηκε όταν βρήκε ότι ήταν στεγνό· ένιωθε ιδρωμένος.

«Είναι και πεισματάρης», είπε η Φάιλε, γυρνώντας προς τον Πέριν με το ίδιο προστακτικό βλέμμα που είχε ρίξει στον Νταβ, τον Έλαμ και τον Γιούιν. «Κανονικά θα έπρεπε να είσαι στο κρεβάτι. Βέριν, πού είναι η Αλάνα; Αφού θα τον Θεραπεύσει αυτή, πού είναι;»

«Θα έρθει». Η Άες Σεντάι δεν σήκωσε το βλέμμα. Είχε χώσει ξανά τη μύτη στο βιβλίο της και έσμιγε τα φρύδια σκεφτικά, με την πένα στον αέρα.

«Θα έπρεπε να βρίσκεται ακόμα στο κρεβάτι!»

«Αργότερα θα έχω χρόνο γι' αυτό», είπε σταθερά ο Πέριν. Της χαμογέλασε για να μαλακώσει τον τόνο του, όμως αυτή απλώς πήρε μια ανήσυχη έκφραση και μουρμούρισε «πεισματάρη» μέσα από τα δόντια της. Δεν θα ρωτούσε τον Λόιαλ για τις Άες Σεντάι μπροστά στη Βέριν, αλλά υπήρχε και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό. «Λόιαλ, η Πύλη είναι ξεκλείδωτη και περνούν Τρόλοκ. Πώς είναι δυνατόν αυτό;»

Τα φρύδια του Ογκιρανού βυθίστηκαν ακόμα περισσότερο, ενώ τα αφτιά του μαράθηκαν. «Δικό μου σφάλμα, Πέριν», μπουμπούνισε θρηνητικά. «Έβαλα και τα δύο φύλλα του Αβεντεσόρα απ' έξω. Έτσι η Πύλη ήταν κλειδωμένη από μέσα, αλλά απ' έξω μπορούσε πάλι να την ανοίξει οποιοσδήποτε. Οι Οδοί είναι σκοτεινές εδώ και αιώνες, όμως τις φτιάξαμε εμείς. Δεν άντεχα να καταστρέψω την Πύλη. Συγνώμη, Πέριν. Όλο το σφάλμα είναι δικό μου».

«Δεν φανταζόμουν ότι μπορεί να καταστραφεί μια Πύλη», είπε η Φάιλε.

«Δεν εννοούσα ακριβώς να καταστραφεί». Ο Λόιαλ έγειρε στο τσεκούρι του με τη μακριά λαβή. «Κάποτε κατέστρεψαν μια Πύλη, λιγότερα από πεντακόσια χρόνια μετά το Τσάκισμα, σύμφωνα με την Νταμέλε, την κόρη της Άλα, που ήταν κόρη της Σοφέρα, επειδή η Πύλη ήταν κοντά σε ένα στέντιγκ που είχε αλωθεί από τη Μάστιγα. Υπάρχουν δυο-τρεις Πύλες που έχουν χαθεί στη Μάστιγα. Αλλά, όπως γράφει, ήταν πολύ δύσκολο και χρειάστηκε δεκατρείς Άες Σεντάι να δουλέψουν μαζί, χρησιμοποιώντας ένα σα'ανγκριάλ. Έχει γράψει για άλλη μια απόπειρα, με μόνο εννέα Άες Σεντάι, στους Πόλεμους των Τρόλοκ, στην οποία η Πύλη έπαθε ζημιά με τέτοιον τρόπο, που οι Άες Σεντάι παρασύρθηκαν στο —» Σταμάτησε, κουνώντας τα αφτιά με αμηχανία, και άγγιξε με τις αρθρώσεις των δαχτύλων την πλατιά μύτη του. Όλοι τον κοίταζαν, ακόμα και η Βέριν με τους Αελίτες. «Καμιά φορά μου ξεφεύγει. Η Πύλη. Μάλιστα. Δεν μπορώ να την καταστρέψω, αλλά αν αφαιρέσω εντελώς και τα δύο φύλλα του Αβεντεσόρα, θα μαραθούν». Έκανε μια γκριμάτσα μ' αυτή τη σκέψη. «Ο μόνος τρόπος για να ξανανοίξει η Πύλη τότε, θα είναι αν οι Πρεσβύτεροι φέρουν το Φυλαχτό της Άνθησης. Αν και φαντάζομαι ότι μια Άες Σεντάι θα μπορούσε να ανοίξει μια τρύπα». Αυτή τη φορά ανατρίχιασε. Σίγουρα η καταστροφή μιας Πύλης του φαινόταν σαν το σκίσιμο ενός βιβλίου. Ύστερα από μια στιγμή, συνέχισε πάλι με βλοσυρή έκφραση. «Θα πάω τώρα».

«Όχι!» είπε απότομα ο Πέριν. Η αιχμή έμοιαζε να πάλλεται, αλλά δεν τον πονούσε πια. Μιλούσε πολύ· ο λαιμός του είχε στεγνώσει. «Υπάρχουν Τρόλοκ εκεί πάνω, Λόιαλ. Το καζάνι τους χωρά και Ογκιρανούς».

«Μα, Πέριν, θα —»

«Όχι, Λόιαλ. Πώς θα γράψεις το βιβλίο σου, αν πας και σκοτωθείς;»

Τα αφτιά του Λόιαλ σπαρτάρισαν. «Είναι ευθύνη μου, Πέριν».

«Η ευθύνη είναι δική μου», είπε μαλακά ο Πέριν. «Μου είπες τι έκανες με την Πύλη και δεν πρότεινα κάτι διαφορετικό. Εκτός αυτού, έτσι που τινάζεσαι κάθε φορά που λένε για τη μητέρα σου, δεν θέλω να με κυνηγάει μετά. Θα πάω εγώ, μόλις η Αλάνα με Θεραπεύσει από αυτό το βέλος που έχω μέσα μου». Σκούπισε το μέτωπό του και ύστερα κοίταξε απορημένος το χέρι του. Και πάλι δεν είχε ιδρώτα. «Λίγο νεράκι;»

Η Φάιλε βρέθηκε ακαριαία στο πλευρό του και τα δροσερά δάχτυλά της άγγιξαν το σημείο που βρισκόταν πριν το χέρι του. «Καίγεται! Βέριν, δεν μπορούμε να περιμένουμε την Αλάνα. Πρέπει —!»

«Εδώ είμαι», ανακοίνωσε η μελαχρινή Άες Σεντάι μπαίνοντας από την πίσω πόρτα της κοινής αίθουσας, με τη Μάριν αλ'Βέρ και την Άλσμπετ Λούχαν να τη συνοδεύουν, καθώς και τον Ίχβον ακριβώς πίσω τους. Ο Πέριν ένιωσε το γαργαλητό της Δύναμης πριν το χέρι της Αλάνα αντικαταστήσει το χέρι της Φάιλε. «Πηγαίνετε τον στην κουζίνα. Το τραπέζι εκεί είναι αρκετά μεγάλο για να ξαπλώσει. Γρήγορα. Δεν έχουμε πολύ χρόνο», πρόσθεσε η Άες Σεντάι με ψύχραιμη, γαλήνια φωνή.

Το κεφάλι του Πέριν στριφογύρισε και ξαφνικά κατάλαβε ότι ο Λόιαλ είχε γείρει το τσεκούρι του πλάι στην πόρτα και τον είχε μαζέψει στην αγκαλιά του. «Η Πύλη είναι δική μου, Λόιαλ». Φως μου, πώς διψάω. «Δική μου ευθύνη».

Η αιχμή πραγματικά δεν έμοιαζε να πονά όσο πριν, αλλά ο Πέριν πονούσε ολόκληρος. Ο Λόιαλ τον κουβαλούσε κάπου, σκύβοντας για να περάσει τις πόρτες. Η κυρά Λούχαν δάγκωνε το χείλος της με τα μάτια μισόκλειστα, σαν να ήταν έτοιμη να κλάψει. Ο Πέριν αναρωτήθηκε γιατί· ποτέ της δεν έκλαιγε. Η κυρά αλ'Βέρ έμοιαζε κι αυτή στενοχωρημένη.

«Κυρά Λούχαν», μουρμούρισε, «η μητέρα λέει ότι μπορώ να γίνω μαθητευόμενος του αφέντη Λούχαν». Όχι. Αυτό ήταν πολύ παλιά. Ήταν... πότε ήταν; Δεν θυμόταν.

Ήταν ξαπλωμένος κάπου σκληρά κι άκουγε την Αλάνα να μιλάει. «...οι ακίδες έχουν πιαστεί όχι μόνο στη σάρκα, αλλά και στο κόκαλο, ενώ η αιχμή έχει στραβώσει. Πρέπει να τη φέρω ίσια με την πρώτη πληγή και να την τραβήξω. Αν δεν τον σκοτώσει το πλήγμα, μετά θα μπορέσω να Θεραπεύσω τη ζημιά που θα έχω κάνει, όπως και τα υπόλοιπα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Είναι στο χείλος του γκρεμού». Αυτά δεν είχαν σχέση με τον Πέριν.

Η Φάιλε του χαμογέλασε θολά, με το πρόσωπο αναποδογυρισμένο. Στ' αλήθεια κάποτε είχε σκεφτεί ότι το πρόσωπό της ήταν πολύ πλατύ; Ήταν μια χαρά. Ήθελε να της αγγίξει το μάγουλο, όμως η κυρά αλ'Βέρ και η κυρά Λούχαν για κάποιο λόγο τον κρατούσαν απ' τους καρπούς και έγερναν πάνω του μ' όλο τους το βάρος. Ήταν και κάποιος που ξάπλωνε πάνω στα πόδια του, ενώ οι χερούκλες του Λόιαλ κατάπιναν τους ώμους του, πιέζοντάς τους στο τραπέζι. Ναι. Το τραπέζι της κουζίνας.

«Δάγκωσε, καρδιά μου», είπε η Φάιλε από κάπου μακριά. «Θα πονέσει».

Θέλησε να τη ρωτήσει τι θα πονούσε, αλλά αυτή του έβαλε στο στόμα ένα κλαρί τυλιγμένο με δέρμα. Ο Πέριν διέκρινε τη μυρωδιά του δέρματος, του μπαχαρόξυλου και της Φάιλε. Άραγε θα ερχόταν να κυνηγήσει μαζί του, να τρέχουν στα ατέλειωτα λιβάδια, κυνηγώντας ατέλειωτες αγέλες ελάφια; Ένα κρύο, μια παγωνιά τον διαπέρασε· αναγνώρισε αόριστα την αίσθηση της Μίας Δύναμης. Και μετά ήρθε ο πόνος. Άκουσε το κλαρί να σπάει ανάμεσα στα δόντια του, πριν το σκοτάδι καταπιεί τα πάντα.

Загрузка...