58 Οι Παγίδες Του Ρουίντιαν

Σκοτάδι τον τύλιξε αμέσως όταν χάθηκε το άνοιγμα, ένας ζόφος που εκτεινόταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Εντούτοις, ο Ραντ μπορούσε να δει. Δεν υπήρχε αίσθηση ζέστης ή κρύου, παρ' όλο ήταν βρεγμένος· καμία αίσθηση. Μόνο ύπαρξη. Απλά, γκρίζα, πέτρινα σκαλιά υψώθηκαν μπροστά του, κάθε σκαλί κρεμασμένο χωρίς στήριγμα, που απλώνονταν ώσπου τα έχανε το μάτι. Τα είχε δει και άλλοτε, ή κάτι αντίστοιχό τους· με κάποιον τρόπο, ήξερε ότι θα τον πήγαιναν εκεί που έπρεπε να πάει. Ανηφόρισε τα απίστευτα σκαλιά και καθώς η μπότα του άφηνε το καθένα πίσω με μια υγρή πατημασιά, εκείνο έσβηνε, εξαφανιζόταν. Μονάχα τα μπροστά περίμεναν, μόνο εκείνα που τον πήγαιναν εκεί που έπρεπε να πάει. Κι αυτό, επίσης, ήταν όπως άλλοτε.

Τα έφτιαξα με τη Δύναμη, ή υπάρχουν με κάποιον άλλο τρόπο;

Μ' αυτή τη σκέψη, η γκρίζα πέτρα κάτω από τα πόδια του άρχισε να σβήνει και οι άλλες μπροστά τρεμόπαιξαν. Συγκέντρωσε απελπισμένα την προσοχή του πάνω τους, γκρίζα πέτρα, πραγματική. Πραγματική! Το τρέμουλο σταμάτησε. Δεν ήταν τόσο απλές πια, ήταν γυαλισμένες, οι άκρες τους είχαν σμιλευτεί με μια περίτεχνη μπορντούρα, που του φαινόταν ότι κάπου την είχε ξαναδεί.

Δεν νοιάστηκε πού —δεν ήταν σίγουρος αν θα τολμούσε να το σκεφτεί για πολύ― και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, δρασκελίζοντας τα σκαλιά τρία-τρία μέσα στο ατέλειωτο σκοτάδι. Θα τον πήγαιναν εκεί που ήθελε να πάει, αλλά σε πόσο χρόνο; Τι προβάδισμα είχε ο Ασμόντιαν; Άραγε οι Αποδιωγμένοι ήξεραν κάποιον ταχύτερο τρόπο να ταξιδεύουν; Αυτό ήταν το πρόβλημα. Οι Αποδιωγμένοι είχαν όλες τις γνώσεις· αυτός είχε μόνο την απόγνωση.

Κοίταξε μπροστά και μόρφασε. Τα σκαλιά είχαν προσαρμοστεί στις μακριές δρασκελιές του και είχαν ανάμεσά τους πλατιά κενά, για τα οποία τώρα τα άλματά του ήταν αναγκαία, πάνω από μια μαυρίλα βαθιά σαν... Σαν τι; Εδώ μια πτώση ίσως να μην είχε τέλος. Είπε στον εαυτό του να αγνοήσει τα κενά, να συνεχίσει να τρέχει. Η παλιά, σχεδόν γιατρεμένη λαβωματιά στο πλευρό άρχισε να ξυπνά, την ένιωθε αόριστα. Αλλά αν την αντιλαμβανόταν έστω και ελάχιστα τώρα, τυλιγμένος στο σαϊντίν όπως ήταν, σίγουρα η λαβωματιά ήταν έτοιμη να ανοίξει. Αγνόησέ την. Η σκέψη αιωρήθηκε στο Κενό μέσα του. Δεν τολμούσε να χάσει αυτό τον αγώνα, ακόμα κι αν σκοτωνόταν. Ποτέ δεν θα σταματούσαν αυτά τα σκαλιά; Πόσο δρόμο είχε κάνει;

Ξαφνικά είδε μια μορφή στο βάθος μπροστά του, προς τα αριστερά, ένας άντρας, όπως φάνηκε, με κόκκινο σακάκι και κόκκινες μπότες, που στεκόταν σε μια γυαλιστερή, αργυρή εξέδρα που έσχιζε το σκοτάδι. Ο Ραντ δεν χρειάστηκε να τον κοιτάξει δεύτερη φορά για να καταλάβει ότι ήταν ο Ασμόντιαν. Ο Αποδιωγμένος δεν έτρεχε σαν κατάκοπο χωριατόπαιδο· τον μετέφερε εκείνο το πράγμα, ό,τι κι αν ήταν.

Ο Ραντ σταμάτησε απότομα σε ένα πέτρινο σκαλί. Δεν είχε ιδέα τι ήταν εκείνη η εξέδρα, έτσι που άστραφτε σαν γυαλισμένο μέταλλο, αλλά... Τα σκαλοπάτια μπροστά του χάθηκαν. Το κομμάτι της πέτρας κάτω από τις μπότες του άρχισε να κυλά μπροστά, όλο και πιο γρήγορα. Δεν είχε άνεμο στο πρόσωπο που να του λέει ότι προχωρούσε, τίποτα σε εκείνη την αχανή μαυρίλα που να δείχνει κίνηση ― όμως σιγά-σιγά πρόφταινε τον Ασμόντιαν. Δεν ήξερε αν αυτό το έκανε με τη Δύναμη· απλώς έμοιαζε να συμβαίνει. Το σκαλί ταλαντευόταν και ο Ραντ σταμάτησε να απορεί. Ακόμα δεν ξέρω αρκετά.

Ο μελαχρινός στεκόταν με την άνεση του, έχοντας το ένα χέρι στο γοφό και αγγίζοντας με το άλλο στοχαστικά το πηγούνι του. Λευκή δαντέλα ξεπρόβαλλε από το λαιμό του· άλλες δαντέλες του έκρυβαν λίγο τα χέρια. Το κόκκινο σακάκι με τον ψηλό γιακά φαινόταν πιο αστραφτερό από μετάξι και είχε παράξενο κόψιμο, με ουρές που έφταναν σχεδόν ως τα γόνατα. Κάποια πράγματα, που έδειχναν να είναι μαύρα νήματα, σαν ψιλά, ατσάλινα σύρματα, ξεκινούσαν από τον άντρα και χάνονταν στο σκοτάδι που τον περιέβαλλε. Ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι τα είχε ξαναδεί.

Ο Ασμόντιαν γύρισε το κεφάλι και ο Ραντ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Οι Αποδιωγμένοι μπορούσαν να αλλάξουν το πρόσωπό τους —ή τουλάχιστον σε έκαναν να βλέπεις ένα διαφορετικό πρόσωπο· είχε δει τη Λανφίαρ να το κάνει― μα αυτά ήταν τα χαρακτηριστικά του Τζέησιν Νατάελ, του βάρδου. Ήταν σίγουρος ότι ο Αποδιωγμένος ήταν ο Καντίρ, με τα αρπακτικά του μάτια που δεν άλλαζαν ποτέ.

Ο Ασμόντιαν τον είδε την ίδια στιγμή και τινάχτηκε. Η ασημένια εξέδρα του Αποδιωγμένου χίμηξε μπροστά ― και ξαφνικά ένα πελώριο φύλλο φωτιάς, σαν λεπτή φέτα κάποιας τερατώδους φλόγας, απλώθηκε προς τον Ραντ, ένα μίλι πλατύ και άλλο τόσο ψηλό.

Ο Ραντ διαβίβασε απελπισμένα εναντίον του· μόλις πριν το χτυπήσει, ξαφνικά έγινε χίλια κομμάτια, που πετάχτηκαν μακριά του και έσβησαν. Αλλά τη στιγμή που εξαφανιζόταν το φλογερό παραπέτασμα, αποκαλύφθηκε άλλο ένα, που ορμούσε καταπάνω του. Το τσάκισε κι αυτό, φανερώνοντας άλλο ένα, το οποίο διέλυσε ξανά και μετά είδε ένα τέταρτο. Ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι στο μεταξύ ο Ασμόντιαν ξέφευγε. Δεν έβλεπε καθόλου τον Αποδιωγμένο μέσα στις φλόγες. Ο θυμός άγγιξε την επιφάνεια του Κενού και ο Ραντ διαβίβασε.

Ένα κύμα φωτιάς τύλιξε το άλικο παραπέτασμα που τον πλησίαζε και το παρέσυρε, όχι σαν λεπτή φέτα αλλά σαν άγρια, φουσκωμένα σύννεφα, που τα μαστίγωνε μια ανεμοθύελλα. Τρεμούλιασε από τη Δύναμη που βρυχιόταν μέσα του· ο θυμός κατά του Ασμόντιαν χάραζε την επιφάνεια του Κενού.

Μια τρύπα φάνηκε στην επιφάνεια που διαρρηγνυόταν. Όχι, δεν ήταν ακριβώς τρύπα. Ο Ασμόντιαν και η αστραφτερή εξέδρα του στέκονταν στο κέντρο της, αλλά ενώ το πύρινο κύμα προχωρούσε, η τρύπα ξανάκλεισε. Ο Αποδιωγμένος είχε φτιάξει ένα είδος φράγματος γύρω του.

Ο Ραντ αγνόησε το μακρινό θυμό γύρω από το Κενό. Μόνο μέσα σε απόλυτη ηρεμία μπορούσε να αγγίζει το σαϊντίν· αν δεχόταν το θυμό, θα διέλυε το Κενό. Τα σύννεφα της φωτιάς έπαψαν να υπάρχουν όταν σταμάτησε να διαβιβάζει. Ήθελε να αιχμαλωτίσει τον άλλο, όχι να τον σκοτώσει.

Το πέτρινο σκαλί γλίστρησε ακόμα πιο γρήγορα στο ζόφο. Ο Ασμόντιαν πλησίαζε.

Ξαφνικά η εξέδρα του Αποδιωγμένου σταμάτησε. Μια λαμπερή τρύπα εμφανίστηκε μπροστά του κι αυτός πήδηξε μέσα της· η ασημένια εξέδρα χάθηκε και το άνοιγμα άρχισε να κλείνει.

Ο Ραντ χτύπησε απεγνωσμένα με τη Δύναμη. Έπρεπε να το κρατήσει ανοιχτό· αν έκλεινε, δεν θα είχε ιδέα πού είχε πάει ο Ασμόντιαν. Η τρύπα σταμάτησε να μικραίνει. Ήταν ένα τετράγωνο από δυνατό φως, αρκετά μεγάλο για άνθρωπο. Έπρεπε να την κρατήσει ανοιχτή, να τη φτάσει πριν ο Ασμόντιαν απομακρυνθεί πολύ...

Τη στιγμή που σκέφτηκε να σταματήσει, το σκαλί ακινητοποιήθηκε. Αυτό στάθηκε, εκείνος όμως εξακοντίστηκε μπροστά, πετώντας μέσα από την είσοδο. Κάτι του τράβηξε την μπότα και ύστερα ο Ραντ βρέθηκε να κάνει τούμπες στο σκληρό έδαφος· τέλος, βρέθηκε να κείτεται ξέπνοος κάτω.

Πάλεψε να γεμίσει τα πνευμόνια του και σηκώθηκε όρθιος, μην τολμώντας να μείνει απροστάτευτος ούτε στιγμή. Η Μία Δύναμη ακόμα τον πλημμύριζε με ζωή και ρυπαρότητα· οι μελανάδες του ήταν μακρινές όσο κι ο αγώνας του για ανάσα, μακρινές σαν το κίτρινο χώμα που είχε γεμίσει τα υγρά ρούχα του, που τον είχε σκεπάσει. Αλλά την ίδια στιγμή αντιλαμβανόταν κάθε πνοή του αέρα που θύμιζε καμίνι, κάθε κόκκο σκόνης, κάθε ψιλή ραγισματιά στο σκληρό, ψημένο πηλό. Ήδη ο ήλιος έδιωχνε την υγρασία, τη ρουφούσε από το πουκάμισο και το παντελόνι του. Βρισκόταν στην Ερημιά, στην κοιλάδα κάτω από το Τσήνταρ, ούτε πενήντα βήματα από το σαβανωμένο στην ομίχλη Ρουίντιαν. Η είσοδος είχε χαθεί.

Έκανε ένα βήμα προς τον τοίχο από ομίχλη, σταμάτησε, σήκωσε το αριστερό πόδι του. Η φτέρνα της μπότας ήταν κομμένη από τη μια άκρη ως την άλλη. Ήταν το τράβηγμα που είχε νιώσει· η πόρτα που έκλεινε. Αντιλήφθηκε αμυδρά ένα ρίγος στο κορμί του, παρά τη λαύρα. Δεν ήξερε ότι ήταν τόσο επικίνδυνο. Ο Αποδιωγμένος είχε όλες τις γνώσεις. Ο Ασμόντιαν δεν θα του ξέφευγε.

Έσιαξε βλοσυρά τα ρούχα του, ίσιωσε το σπαθί και το αγαλματίδιο του ανθρωπάκου, έτρεξε και μπήκε στην ομίχλη. Η γκρίζα αντάρα τον τύλιξε. Η Δύναμη που τον γέμιζε δεν τον βοηθούσε να δει καλύτερα εδώ. Έτρεξε στα τυφλά.

Ξαφνικά, ρίχτηκε στο έδαφος και έκανε κουτρουβαλώντας την τελευταία δρασκελιά, βγαίνοντας από την ομίχλη σε τραχύ πλακόστρωτο. Όπως κείτονταν εκεί, σήκωσε το βλέμμα σε τρεις λαμπερές κορδέλες, ασημογάλανες στο παράξενο φως του Ρουίντιαν, οι οποίες εκτείνονταν δεξιά κι αριστερά του αιωρούμενες. Όταν σηκώθηκε, του έρχονταν στο ύψος της μέσης, του στήθους και του λαιμού, κι ήταν τόσο λεπτές, που όταν τις κοίταζες από το πλάι χάνονταν. Είδε πώς είχαν κατασκευαστεί και πώς κρέμονταν, αν και δεν το καταλάβαινε. Ήταν σκληρές σαν ατσάλι και τόσο κοφτερές, που μπροστά τους ένα ξυράφι θα έμοιαζε με πούπουλο. Αν είχε πέσει πάνω τους, θα τον είχαν κόψει φέτες. Με μια μικρή εκροή δύναμης, οι ασημένιες κορδέλες έγιναν σκόνη. Παγερός θυμός έξω από το Κενό· μέσα, παγερή αποφασιστικότητα και η Μία Δύναμη.

Η γαλαζωπή ανταύγεια του ομιχλώδους θόλου έριχνε το αλλόκοτο φως της στα μισοτελειωμένα παλάτια από μάρμαρο, κρύσταλλο και γυαλί με τα αστόλιστα πλαϊνά τους, στους όλο σπείρες ή αυλακώσεις πύργους, που τρυπούσαν τον ουρανό. Και στον πλατύ δρόμο μπροστά του έτρεχε ο Ασμόντιαν, προσπερνώντας τα στεγνά σιντριβάνια, προς τη μεγάλη πλατεία στην καρδιά της πόλης.

Ο Ραντ διαβίβασε —ένιωσε μια παράξενη δυσκολία· τράβηξε το σαϊντίν, πάλεψε μαζί του, ώσπου αυτό ξέσπασε πάνω του― και χοντροί, διακλαδισμένοι κεραυνοί ξεχύθηκαν από το νεφώδη θόλο. Όχι προς τον Ασμόντιαν. Λίγο πιο μπροστά από τον Αποδιωγμένο, λαμπερές στήλες με κόκκινα και λευκά χρώματα, πλάτους πενήντα βημάτων και ύψους εκατό, ηλικίας αιώνων, εξερράγησαν και γκρεμίστηκαν στο δρόμο, απλώνοντας συντρίμμια και σύννεφα σκόνης.

Από πελώρια παράθυρα με πολύχρωμα τζάμια φάνηκαν μεγαλοπρεπείς, γαλήνιοι άντρες και γυναίκες, να κοιτάζουν επιτιμητικά τον Ραντ. «Πρέπει να τον σταματήσω», τους είπε· η φωνή του αντήχησε στα αφτιά του.

Ο Ασμόντιαν κοντοστάθηκε και οπισθοχώρησε από τα χαλάσματα που σωριάζονταν. Η σκόνη που απλωνόταν πάνω του δεν άγγιξε το αστραφτερό κόκκινο σακάκι του· χώριζε γύρω του, αφήνοντάς του καθαρό αέρα.

Φωτιά ξεπήδησε ολόγυρα από τον Ραντ, τον κουκούλωσε, ο αέρας μετατρεπόταν σε φλόγα ― κι εξαφανίστηκε πριν καταλάβει πώς το είχε κάνει. Τα ρούχα του ήταν στεγνά, έκαιγαν· ένιωθε τα μαλλιά του καψαλισμένα και με κάθε βήμα του έπεφτε σκόνη όπως έτρεχε. Ο Ασμόντιαν σκαρφάλωνε τις τσακισμένες πέτρες που του έκλειναν το δρόμο· άστραψαν κι άλλοι κεραυνοί, υψώνοντας λόφους από τις σπασμένες πλάκες του δρόμου μπροστά του, σχίζοντας κρυστάλλινους τοίχους παλατιών, για να του στείλουν μια βροχή από ερείπια πιο πέρα.

Ο Αποδιωγμένος δεν έκοψε ταχύτητα· καθώς εξαφανιζόταν, κεραυνοί πετάχτηκαν από τα λαμπερά σύννεφα προς τον Ραντ, καρφώνοντας στα τυφλά, που όμως είχαν φονικό σκοπό. Ο Ραντ, ενώ έτρεχε, ύφανε μια ασπίδα γύρω του. Αναπήδησαν πάνω της οι πέτρες από τα γαλάζια αστροπελέκια που έτριζαν γύρω του, ενώ ο Ραντ πηδούσε πάνω από τις τρύπες που άνοιγαν στο οδόστρωμα. Ο ίδιος ο αέρας σπινθηροβολούσε· οι τρίχες στα μπράτσα του είχαν σηκωθεί όρθιες, οι τρίχες της κεφαλής του σάλευαν.

Υπήρχε κάτι υφασμένο στο φράγμα που σχημάτιζαν οι γκρεμισμένες κολώνες. Σκλήρυνε την ασπίδα γύρω του. Μεγάλα κομμάτια από λευκές και κόκκινες πέτρες ανατινάχτηκαν καθώς πήγαινε να σκαρφαλώσει, σε ένα ξέσπασμα από πεντακάθαρο φως και ιπτάμενα χαλάσματα. Ασφαλής μέσα στη φυσαλίδα του, συνέχισε να τρέχει, αντιλαμβανόμενος αμυδρά μόνο τα κτίρια που κατέρρεαν. Έπρεπε να σταματήσει τον Ασμόντιαν. Μοχθώντας —και μοχθούσε πράγματι πάρα πολύ― πέταξε κεραυνούς μπροστά του, πύρινες μπάλες που ξεπηδούσαν από το έδαφος, τα πάντα για να σταματήσει τον άντρα με το κόκκινο σακάκι. Τον πρόφταινε σιγά-σιγά. Μπήκε στην πλατεία μόνο δώδεκα βήματα πίσω του. Προσπάθησε να τρέξει πιο γρήγορα και διπλασίασε τις προσπάθειές του να επιβραδύνει τον Ασμόντιαν, ο οποίος πολεμούσε να τον σκοτώσει, καθώς το έσκαγε.

Τα τερ'ανγκριάλ και τα άλλα αμύθητα αντικείμενα που οι Αελίτες είχαν δώσει τις ζωές τους για να τα φέρουν εδώ, τινάζονταν στον αέρα από τις αστραπές, πετιόνταν ολόγυρα από στροβίλους φωτιάς· τεχνουργήματα από ασήμι και κρύσταλλο συντρίβονταν, παράξενα, μεταλλικά αντικείμενα σωριάζονταν κάτω, καθώς το έδαφος σειόταν και άνοιγε σχηματίζοντας φαρδιά ρήγματα.

Ψάχνοντας πανικόβλητος, ο Ασμόντιαν έτρεχε. Χίμηξε σε κάτι που έμοιαζε να είναι το πιο ασήμαντο πραγματάκι σε εκείνα τα χαλάσματα. Ένα πέτρινο αγαλματίδιο μήκους περίπου τριάντα πόντων, σκαλισμένο σε λευκή πέτρα, που ακουμπούσε κάτω με την πλάτη ― ένας άντρας που κρατούσε μια κρυστάλλινη σφαίρα στο υψωμένο χέρι του. Ο Ασμόντιαν το έκλεισε στη χούφτα του με μια κραυγή αγαλλίασης.

Ύστερα από μια στιγμή, το έσφιξαν και τα χέρια του Ραντ. Για μια απειροελάχιστη στιγμή κοίταξε το πρόσωπο του Αποδιωγμένου· δεν φαινόταν διαφορετικός απ' όταν ήταν βάρδος, μόνο που είχαν μια άγρια απόγνωση τα μαύρα μάτια του, έδειχνε απλώς να είναι ένας καλοκαμωμένος μεσήλικας ― τίποτα δεν έδειχνε ότι ήταν ένας Αποδιωγμένος. Μια φευγαλέα στιγμή και μετά και οι δύο άπλωσαν μέσα από το αγαλματίδιο, μέσα από το τερ'ανγκριάλ, προς ένα από τα δύο ισχυρότερα σα'ανγκριάλ που είχαν κατασκευαστεί ποτέ.

Ο Ραντ αντιλαμβανόταν αχνά ένα πελώριο, μισοθαμμένο άγαλμα στη μακρινή Καιρχίν, καθώς και την πελώρια, κρυστάλλινη σφαίρα στο χέρι του, που έλαμπε σαν τον ήλιο και δονούνταν από τη Μία Δύναμη. Η Δύναμη μέσα του φούσκωσε σαν να ήταν φουρτουνιασμένες όλες οι θάλασσες του κόσμου. Σίγουρα μ' αυτήν μπορούσε να κάνει τα πάντα· σίγουρα μπορούσε να Θεραπεύσει ακόμα κι εκείνο το νεκρό παιδί. Το μίασμα φούσκωσε κι αυτό, κουλουριάστηκε γύρω από κάθε σημείο του, πότισε κάθε πτυχή του, ως τα έγκατα της ψυχής του. Θέλησε να ουρλιάξει· θέλησε να εκραγεί. Αλλά κρατούσε μόνο το μισό απ' αυτό που μπορούσε να προσφέρει το σα'ανγκριάλ· το άλλο μισό γέμιζε τον Ασμόντιαν.

Άρχισαν να παλεύουν μανιασμένα, σκοντάφτοντας σε σκόρπια και σπασμένα τερ'ανγκριάλ, ενώ κανείς από τους δύο δεν τολμούσε να παρατήσει το αγαλματίδιο έστω και με ένα δάχτυλο, φοβούμενος ότι ο άλλος θα του το έπαιρνε. Καθώς, όμως, κυλιόνταν ολόγυρα, πότε χτυπώντας πάνω σε μια πόρτα από κοκκινόπετρα που είχε καταφέρει να μείνει όρθια, πότε σε ένα πεσμένο στο πλάι, κρυστάλλινο άγαλμα —μια γυμνή γυναίκα, που κρατούσε ένα παιδί στο στήθος της― καθώς πάλευαν για την κατοχή του τερ'ανγκριάλ, η μάχη δινόταν και σε ένα ακόμα επίπεδο.

Τον Ραντ τον χτυπούσαν σφυριά Δύναμης αρκετά μεγάλα για να ισοπεδώσουν βουνά, καθώς και λεπίδες που μπορούσαν να τρυπήσουν την καρδιά της γης· αθέατες λαβίδες δοκίμαζαν να του ξεκολλήσουν το νου από το κορμί, έγδερναν την ίδια την ψυχή του. Και η τελευταία ρανίδα της Δύναμης που μπορούσε να αντλήσει προοριζόταν για να αποκρούει εκείνες τις επιθέσεις. Η καθεμιά τους θα μπορούσε να τον εξοντώσει, να τον εξαφανίσει σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ του· ήταν βέβαιος γι' αυτό. Δεν ήξερε να πει πού πήγαιναν. Το έδαφος τρανταζόταν από κάτω τους, τους τίναζε καθώς πάλευαν, τους πετούσε ολόγυρα, ενώ αυτοί σπαρταρούσαν με τους μυς τεντωμένους. Αμυδρά, αντιλαμβανόταν απέραντα μπουμπουνητά, χίλια στριγκά θροίσματα, σαν παράξενη μουσική. Οι γυάλινες κολώνες τρεμούλιαζαν, δονούνταν. Δεν μπορούσε να ανησυχήσει γι' αυτά.

Εκείνες οι άυπνες νύχτες τώρα αποσπούσαν το τίμημά τους, καθώς και όλο αυτό το επιπλέον τρέξιμο. Ήταν κουρασμένος· για να νιώθει κούραση μέσα στο Κενό, σίγουρα κόντευε να εξαντληθεί. Όπως τον γυρόφερνε η δονούμενη γη, συνειδητοποίησε ότι δεν προσπαθούσε πια να τραβήξει το τερ'ανγκριάλ από τον Ασμόντιαν, μόνο να το κρατά. Σε λίγο η δύναμή του θα στέρευε. Ακόμα κι αν κατάφερνε να διατηρήσει τη λαβή του δυνατή γύρω από το πέτρινο αγαλματίδιο, θα αναγκαζόταν να παρατήσει το σαϊντίν, αλλιώς θα τον παρέσερνε η ορμή του και θα τον κατέστρεφε, όπως ήθελε να κάνει και ο Ασμόντιαν. Δεν μπορούσε να τραβήξει άλλο νήμα μέσα από το τερ'ανγκριάλ· ο ίδιος και ο Ασμόντιαν ισορροπούσαν, καθένας είχε το μισό απ' όσο μπορούσε να αντλήσει το σα'ανγκριάλ στην Καιρχίν. Ο Ασμόντιαν λαχάνιαζε μπροστά στο πρόσωπό του, γρύλιζε· ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπο του Ασμόντιαν και κυλούσε στα μάγουλά του. Κι εκείνος ήταν κουρασμένος. Άραγε, όμως, κουρασμένος όσο ο Ραντ;

Η δονούμενη γη σήκωσε για μια στιγμή τον Ραντ από πάνω και εξίσου γοργά ξανάφερε πάνω τον Ασμόντιαν, αλλά σε εκείνη τη φευγαλέα στιγμή ο Ραντ ένιωσε να περνά κάτι ανάμεσά του ― ο σκαλισμένος, χοντρός ανθρωπάκος με το σπαθί, που ήταν ακόμα χωμένος στη ζώνη του παντελονιού του. Κάτι ασήμαντο πλάι στην τεράστια Δύναμη που αντλούσαν. Ένα κύπελλο νερό σε σύγκριση με έναν αχανή ποταμό, έναν ωκεανό. Δεν ήξερε καν αν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει συνδεμένος με το μεγάλο σα'ανγκριάλ. Κι αν μπορούσε; Ο Ασμόντιαν γύμνωσε τα δόντια. Δεν ήταν μια άγρια γκριμάτσα, αλλά ένα κουρασμένο χαμόγελο· νόμιζε ότι νικούσε. Ίσως να ήταν έτσι. Τα δάχτυλα του Ραντ τρεμούλιασαν, χαλάρωσαν γύρω από το τερ'ανγκριάλ· μετά βίας κατάφερνε να κρατηθεί από το σαϊντίν, ακόμα κι έτσι συνδεμένος με το πελώριο σα'ανγκριάλ.

Δεν είχε δει γύρω από τον Ασμόντιαν τα παράξενα εκείνα πράγματα, σαν μαύρα, ατσαλένια σύρματα, μετά το σκοτεινό μέρος όπου είχαν βρεθεί προηγουμένως, αλλά μπορούσε να τα δει με το νου του ακόμα και στο Κενό, να τα ζωγραφίσει με το νου του γύρω από τον Αποδιωγμένο. Ο Ταμ του είχε διδάξει πώς να κινείται στο Κενό για να τον βοηθήσει στην τοξοβολία, πώς να γίνεται ένα με το τόξο, με το βέλος, με το στόχο. Ο Ραντ έκανε τον εαυτό του ένα με εκείνα τα μαύρα καλώδια, όπως τα φανταζόταν. Μόλις που πρόσεξε τον Ασμόντιαν να συνοφρυώνεται. Ο Αποδιωγμένος πρέπει να αναρωτιόταν γιατί είχε γαληνέψει το πρόσωπό του· υπήρχε πάντα γαλήνη τη στιγμή πριν εκτοξευτεί το βέλος. Άπλωσε μέσω του μικρού ανγκριάλ στη ζώνη του και άντλησε μέσα του κι άλλη Δύναμη. Δεν σπατάλησε ούτε στιγμή για να αγαλλιάσει· ήταν πολύ μικρή αυτή η ροή πλάι στη Δύναμη που είχε ήδη μέσα του. Αυτό θα ήταν το τελευταίο χτύπημα. Θα έβαζε σε αυτό όλη την αντοχή και το σθένος του. Έπλασε μ' αυτήν ένα σπαθί από Δύναμη, ένα σπαθί από Φως, και χτύπησε· ο εαυτός του ήταν ένα με το σπαθί, ένα με τα φανταστικά σύρματα.

Ο Ασμόντιαν γούρλωσε τα μάτια και ούρλιαξε, ένα αλύχτημα από τα βάθη της φρίκης. Σαν σήμαντρο που το είχαν κάνει να ηχήσει, ο Αποδιωγμένος τρεμούλιασε. Για μια στιγμή φάνηκαν να υπάρχουν δύο Ασμόντιαν, που απομακρύνονταν παλλόμενοι ο ένας από τον άλλο· ύστερα ξανάσμιξαν. Έπεσε με την πλάτη κάτω, τα χέρια του τινάχτηκαν ψηλά, το κόκκινο σακάκι ήταν τώρα λερωμένο, κουρελιασμένο, ενώ το στήθος του φούσκωνε και ξεφούσκωνε· κοιτώντας ψηλά, προς το τίποτα, τα μαύρα μάτια του φαίνονταν χαμένα.

Ενώ κατέρρεε, ο Ραντ έχασε το σαϊντίν και η Δύναμη τον άφησε. Μόλις που μπόρεσε να σφίξει το τερ'ανγκριάλ στο στέρνο του και να κυλήσει μακριά από τον Ασμόντιαν. Σηκώθηκε στα γόνατα και ήταν σαν να σκαρφάλωνε βουνό· ζάρωσε γύρω από τη μορφή του άντρα με την κρυστάλλινη σφαίρα.

Η γη είχε πάψει να σείεται. Οι γυάλινες κολώνες ήταν ακόμα όρθιες —ήταν περιχαρής γι' αυτό· αν τις κατέστρεφε, θα ήταν σαν να είχε αφανίσει την ιστορία του Άελ― και παρ’ όλο που τα τριμερή φύλλα γέμιζαν το οδόστρωμα κάτω από το Αβεντεσόρα, μόνο ένα κλαρί του τεράστιου δέντρου είχε σπάσει. Μα το υπόλοιπο Ρουίντιαν...

Η πλατεία έμοιαζε ρημαγμένη, σαν ένας τρελός γίγαντας να τα είχε καταστρέψει όλα. Τα μισά παλάτια και οι πύργοι ήταν τώρα σωροί ερειπίων, που μερικοί χύνονταν στην πλατεία· πελώριες, γερμένες κολώνες είχαν πέσει και είχαν καταστρέψει άλλες, υπήρχαν γκρεμισμένοι τοίχοι, χάσματα στα σημεία που βρίσκονταν πριν τα πελώρια παράθυρα με τα πολύχρωμα γυαλιά. Ένα ρήγμα διέτρεχε ολόκληρη την πόλη, ένα χάσμα της γης με πλάτος πενήντα βήματα. Η καταστροφή δεν περιοριζόταν μόνο σ' αυτά. Ο θόλος της ομίχλης, που έκρυβε τόσους αιώνες το Ρουίντιαν, διαλυόταν· η κάτω πλευρά του δεν έφεγγε πια και το σκληρό φως του ήλιου χυνόταν από μεγάλα ανοίγματα. Πιο πέρα, η κορυφή του Τσήνταρ φαινόταν διαφορετική, κοντύτερη, ενώ στην άλλη πλευρά της κοιλάδας μερικά βουνά ήταν σίγουρα χαμηλότερα. Στο βόρειο άκρο της κοιλάδας, εκεί που άλλοτε στεκόταν ένα βουνό, τώρα υπήρχε μια τριγωνική έκταση από πέτρες και χώμα.

Καταστρέφω. Πάντοτε καταστρέφω! Φως μου, δεν θα τελειώσει ποτέ αυτό;

Ο Ασμόντιαν γύρισε μπρούμυτα, ανασηκώθηκε και στηρίχτηκε σε χέρια και γόνατα. Το βλέμμα του βρήκε τον Ραντ και τα τερ'ανγκριάλ· έκανε να τα πλησιάσει.

Ο Ραντ δεν μπορούσε να διαβιβάσει ούτε σπίθα, αλλά είχε μάθει να πολεμά πριν από τον πρώτο εφιάλτη της διαβίβασης. Σήκωσε τη γροθιά του. «Ούτε να το σκεφτείς». Ο Αποδιωγμένος σταμάτησε, ταλαντεύτηκε κουρασμένος. Το πρόσωπό του κρέμασε, όμως στην έκφρασή του πολεμούσαν η απελπισία και η λαχτάρα, ενώ στα μάτια του γυάλιζαν ο φόβος και το μίσος.

«Μ' αρέσει να βλέπω άντρες να πολεμούν, μα εσείς δεν μπορείτε να πάρετε ούτε τα πόδια σας». Η Λανφίαρ προχώρησε και ο Ραντ την είδε να μελετά την καταστροφή. «Μια χαρά τα καταφέρατε. Νιώθετε τα ίχνη; Αυτό το μέρος ήταν με κάποιον τρόπο θωρακισμένο. Δεν αφήσατε πολλά για να καταλάβω πώς». Τα μαύρα μάτια της ξαφνικά έλαμψαν και γονάτισε μπροστά στον Ραντ, κοιτώντας αυτό που κρατούσε. «Να τι έψαχνε, λοιπόν. Νόμιζα ότι είχαν καταστραφεί όλα. Από το μοναδικό που είχα δει, παραμένει μονάχα το μισό· μια καλή παγίδα για κάποια ανυποψίαστη Άες Σεντάι». Άπλωσε το χέρι της κι αυτός έσφιξε το τερ'ανγκριάλ. Το χαμόγελό της δεν φώτιζε τα μάτια της. «Κράτα το, βεβαίως. Για μένα δεν είναι παρά ένα αγαλματάκι». Σηκώθηκε και τίναξε τη σκόνη από το λευκό φόρεμά της, αν και δεν χρειαζόταν. Όταν κατάλαβε ότι ο Ραντ την κοιτούσε, έπαψε να ψάχνει τα χαλάσματα της πλατείας με το βλέμμα και χαμογέλασε πιο πλατιά. «Αυτό που χρησιμοποίησες ήταν ένα από τα δύο τερ'ανγκριάλ που σου είχα πει. Ένιωσες την απεραντοσύνη; Αναρωτιόμουν πώς ήταν». Δεν φαινόταν να αντιλαμβάνεται την πείνα στη φωνή της. «Μ' αυτά, μπορούμε να εκτοπίσουμε μαζί τον ίδιο τον Μέγα Άρχοντα του Σκότους. Μπορούμε, Λουζ Θέριν! Μαζί».

«Βοήθησε με!» Ο Ασμόντιαν σύρθηκε προς το μέρος της τρέμοντας, ενώ το ανασηκωμένο πρόσωπό του έδειχνε φρίκη. «Δεν καταλαβαίνεις τι έκανε. Πρέπει να με βοηθήσεις. Δεν θα ερχόμουν εδώ, αν δεν ήσουν εσύ».

«Τι έκανε;» είπε αυτή ρουθουνίζοντας. «Σε έδειρε σαν σκυλί, για να μην πω ότι σου άξιζαν χειρότερα. Ποτέ δεν ήσουν προορισμένος για τη μεγαλοσύνη, Ασμόντιαν, μόνο για να ακολουθείς εκείνους που είναι μεγάλοι».

Ο Ραντ κατόρθωσε με κάποιον τρόπο να σηκωθεί όρθιος, κρατώντας ακόμα στο στήθος τη μορφή από πέτρα και κρύσταλλο. Δεν θα σερνόταν στα τέσσερα μπροστά της. «Εσείς οι Εκλεκτοί» —ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο να τη χλευάζει, αλλά δεν κρατήθηκε― «δώσατε τις ψυχές σας στον Σκοτεινό. Τον αφήσατε να δεθεί μαζί σας». Πόσες φορές είχε επαναλάβει τη μάχη του με τον Μπα’αλζαμον; Πόσες φορές μέχρι να υποψιαστεί τι ήταν εκείνα τα μαύρα σύρματα; «Τον απέκοψα από τον Σκοτεινό, Λανφίαρ. Τον απέκοψα».

Τα μάτια της γούρλωσαν από την κατάπληξη, κοίταξε τον Ραντ, τον Ασμόντιαν. Ο άλλος είχε βάλει τα κλάματα. «Δεν φανταζόμουν ότι είναι δυνατόν κάτι τέτοιο. Γιατί; Λες να τον φέρεις στο Φως; Δεν άλλαξες τίποτα πάνω του».

«Είναι ακόμα ο ίδιος άνθρωπος που πρόσφερε τότε τον εαυτό του στη Σκιά», συμφώνησε ο Ραντ. «Μου είπες πόσο λίγο εμπιστεύεστε ο ένας τον άλλο εσείς οι Αποδιωγμένοι. Πόσον καιρό θα το έχει μυστικό; Πόσοι από σας θα πιστέψουν ότι δεν το έκανε με κάποιον τρόπο μόνος του; Χαίρομαι που το θεωρούσες αδύνατον· ίσως το ίδιο να πιστεύουν και οι άλλοι. Εσύ μου έδωσες την ιδέα, Λανφίαρ. Ένας άντρας πρέπει να μου διδάξει να ελέγχω τη Δύναμη. Αλλά δεν θέλω να το μάθω από κάποιον που είναι συνδεμένος με τον Σκοτεινό. Τώρα δεν χρειάζεται. Ίσως να είναι ο ίδιος, αλλά δεν έχει επιλογή, σωστά; Μπορεί να μείνει και να με διδάξει, να με βοηθήσει να νικήσω, αλλιώς θα μείνει με την ελπίδα να μην το χρησιμοποιήσουν οι άλλοι σαν πρόσχημα για να τα βάλουν μαζί του. Τι λες να προτιμήσει;»

Ο Ασμόντιαν κοίταζε εμβρόντητος τον Ραντ από κει που ήταν ζαρωμένος και μετά άπλωσε ικετευτικά το χέρι στη Λανφίαρ. «Εσένα θα σε πιστέψουν! Μπορείς να τους το πεις! Δεν θα ήμουν εδώ χωρίς εσένα! Πρέπει να τους το πεις! Είμαι πιστός στον Μέγα Άρχοντα του Σκότους!»

Η Λανφίαρ είχε καρφώσει το βλέμμα στον Ραντ. Για πρώτη φορά, απ' όσο αυτός θυμόταν, έδειχνε αβέβαια. «Πόσα θυμάσαι, Λουζ Θέριν; Τι είσαι εσύ και τι ο βοσκός; Είναι από τα σχέδια που θα μπορούσες να καταστρώσεις, όταν εμείς —» Πήρε μια βαθιά ανάσα και στράφηκε στον Ασμόντιαν. «Ναι, θα με πιστέψουν. Όταν τους πω ότι πήγες με το μέρος του Λουζ Θέριν. Όλοι ξέρουν ότι τρέχεις εκεί που νομίζεις ότι θα έχεις περισσότερες ελπίδες. Να, λοιπόν». Ένευσε με ικανοποίηση. «Αλλο ένα δωράκι για σένα, Λουζ Θέριν. Αυτή η θωράκιση θα αφήνει ένα ρυάκι να περνά, αρκετό για να σε διδάξει. Με τον καιρό θα εξανεμιστεί, αλλά αυτός θα κάνει μήνες για να σε προκαλέσει και ως τότε δεν θα έχει καμία επιλογή παρά να μείνει μαζί σου. Ποτέ δεν κατάφερνε να διαπεράσει μια θωράκιση· για να τη διαπεράσεις πρέπει να είσαι πρόθυμος να δεχτείς πόνο, κι αυτός δεν το μπορούσε».

«ΟΧΙΙΙΙΙ!» Ο Ασμόντιαν σύρθηκε προς το μέρος της. «Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό! Σε παρακαλώ, Μιέριν! Σε παρακαλώ!»

«Το όνομά μου είναι Λανφίαρ!» Το πρόσωπό της ασχήμυνε από το μένος και ο άλλος υψώθηκε στον αέρα, με χέρια και πόδια τεντωμένα. Τα ρούχα του κόλλησαν πάνω του και η σάρκα του προσώπου του παραμορφώθηκε, απλώθηκε σαν βούτυρο κάτω από πέτρα.

Ο Ραντ δεν μπορούσε να την αφήσει να σκοτώσει τον άνθρωπο, αλλά ήταν τόσο κουρασμένος, που δεν μπορούσε να αγγίξει αβοήθητος την Αληθινή Πηγή· μόλις που την ένιωθε, σαν μια αμυδρότατη, μακρινή λάμψη. Για μια στιγμή τα χέρια του έσφιξαν τον πέτρινο άντρα με την κρυστάλλινη σφαίρα. Αν άπλωνε τώρα προς το πελώριο σα'ανγκριάλ στην Καιρχίν, τόση Δύναμη ίσως να τον εξόντωνε. Αντίθετα, άπλωσε μέσω του αγαλματιδίου που βρισκόταν στη ζώνη του· με το ανγκριάλ ήταν μια ασθενική ροή, ένα ψιλό ρυάκι σε σύγκριση με το άλλο, όμως ήταν τόσο εξουθενωμένος που δεν μπορούσε να τραβήξει περισσότερη. Την εκσφενδόνισε ανάμεσα στους δύο Αποδιωγμένους, ελπίζοντας, αν μη τι άλλο, να της αποσπάσει τη προσοχή.

Μια στήλη φωτιάς ύψους τριών μέτρων χύθηκε ανάμεσα στους δύο, μια θολούρα περικυκλωμένη από έναν κυρτό, γαλάζιο κεραυνό, σκάβοντας μια αυλακιά βάθους ενός βήματος στην πλατεία, μια χαρακιά με λεία, γυάλινα πλαϊνά, που έλαμπαν από τη λιωμένη γη και την πέτρα· το φλογερό κοντάρι χτύπησε τον γεμάτο πράσινα νερά τοίχο ενός παλατιού και εξερράγη, ενώ ο βρυχηθμός του πνίγηκε στο μούγκρισμα των χαλασμάτων που σωριάζονταν κάτω. Στη μια πλευρά της χαρακιάς, ο Ασμόντιαν έπεσε στο οδόστρωμα τρέμοντας, με τη μύτη και τα αφτιά να αιμορραγούν· στην άλλη, η Λανφίαρ παραπάτησε προς τα πίσω, σαν να είχε χτυπηθεί, και μετά στράφηκε εναντίον του Ραντ. Αυτός ταλαντεύτηκε από τον προσπάθεια που είχε καταβάλει και έχασε άλλη μια φορά το σαϊντίν.

Για μια στιγμή, το μένος αλλοίωσε το πρόσωπό της, όπως είχε γίνει και πριν, με τον Ασμόντιαν. Για μια στιγμή, ο Ραντ στάθηκε στο κατώφλι του θανάτου. Έπειτα η λύσσα χάθηκε απότομα, κρύφτηκε πίσω από ένα μαυλιστικό χαμόγελο. «Όχι, δεν πρέπει να τον σκοτώσω. Ύστερα από τόσο κόπο που κάναμε». Πλησίασε και χάιδεψε το λαιμό του στο πλάι, εκεί που επουλωνόταν η δαγκωνιά που του είχε αφήσει στο όνειρο· ο Ραντ δεν το είχε πει αυτό στη Μουαραίν. «Ακόμα έχεις το σημάδι μου. Να το κάνω μόνιμο;»

«Πείραξες κανέναν στο Άλκαιρ Νταλ ή στους καταυλισμούς;»

Το πρόσωπό της δεν έχασε το χαμόγελό του, όμως το χάδι της άλλαξε, τα δάχτυλά της ετοιμάστηκαν να του ανοίξουν το λαρύγγι. «Σαν ποιον; Νόμιζα ότι είχες καταλάβει πως δεν αγαπούσες εκείνη τη χωριατοπούλα. Ή μήπως είναι το βρωμοθήλυκο η Αελίτισσα;» Μια οχιά. Μια επικίνδυνη οχιά, που τον αγαπούσε -το Φως να με φυλάξει!― κι αυτός δεν ήξερε πώς να τη σταματήσει αν αποφάσιζε να δαγκώσει, είτε τον ίδιο, είτε κάποιον άλλο.

«Δεν θέλω να πάθει κανένας τίποτα. Ακόμα τους χρειάζομαι. Μπορώ να τους χρησιμοποιήσω». Ήταν οδυνηρό που το έλεγε, οδυνηρό επειδή τα λόγια του είχαν αρκετή αλήθεια, όμως άξιζε λίγος πόνος για να γλιτώσει από τα δόντια της Λανφίαρ την Εγκουέν και τη Μουαραίν, όπως και την Αβιέντα και όσους άλλους ήταν κοντά του.

Εκείνη έγειρε πίσω το όμορφο κεφάλι της και άφησε ένα χαρούμενο, καμπανιστό γέλιο. «Θυμάμαι πως ήσουν τόσο μαλακός από τότε, που δεν μπορούσες να χρησιμοποιήσεις κανέναν. Ήσουν πανούργος στη μάχη, σκληρός σαν πέτρα και αγέρωχος σαν τα βουνά, αλλά ήσουν εύπιστος και μαλακός σαν κορίτσι! Όχι, δεν πείραξα ούτε τρίχα των πολύτιμων Άες Σεντάι σου, ούτε των πολύτιμων Αελιτών σου. Δεν σκοτώνω κανέναν άσκοπα, Λουζ Θέριν. Ούτε καν πληγώνω κανέναν άσκοπα». Ο Ραντ πρόσεξε να μην κοιτάξει τον Ασμόντιαν· ήταν κατάχλωμος, βαριανάσαινε και είχε ανασηκωθεί στο ένα χέρι, ενώ με το άλλο σκούπιζε το αίμα από το στόμα και το πηγούνι του.

Η Λανφίαρ γύρισε αργά και εξέτασε τη μεγάλη πλατεία. «Κατέστρεψες αυτή την πόλη καλύτερα από στρατός». Αλλά αυτό που κοίταζε δεν ήταν τα γκρεμισμένα παλάτια, όπως προσποιούνταν ότι έκανε· ήταν η τσακισμένη πλατεία με το χαλασμό των τερ'ανγκριάλ και ποιος ήξερε τι άλλο. Οι άκρες του στόματός της ήταν ακόμα σφιγμένες, όταν στράφηκε πάλι στον Ραντ· τα μαύρα μάτια της είχαν τη σπίθα ενός πνιγμένου θυμού. «Κοίτα να αξιοποιήσεις τα μαθήματά του, Λουζ Θέριν. Οι άλλοι είναι ακόμα εκεί έξω. Ο Σαμαήλ που σε φθονεί, ο Ντέημοντρεντ που σε μισεί, ο Ράχβιν που διψά για εξουσία. Θα ανυπομονούν ακόμα περισσότερο να σε κατατροπώσουν, όχι λιγότερο, αν —όταν― ανακαλύψουν τι κρατάς».

Η ματιά της άγγιξε τη μορφή των τριάντα εκατοστών στα χέρια του και για μια στιγμή του φάνηκε ότι μέσα της ξανασκεφτόταν να του την πάρει. Όχι για να τον γλιτώσει από τους υπόλοιπους, αλλά επειδή έτσι ο Ραντ θα ήταν τόσο ισχυρός, που δεν θα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει. Εκείνη τη στιγμή ο Ραντ δεν ήξερε αν μπορούσε να της αντισταθεί, ακόμα κι αν η Λανφίαρ χρησιμοποιούσε μόνο τα χέρια της. Τη μια στιγμή συλλογιζόταν αν έπρεπε να αφήσει το τερ'ανγκριάλ στην κατοχή του, την επόμενη μετρούσε την κούρασή του. Όσο κι αν έλεγε ότι τον αγαπούσε, θα ήθελε να είναι πολύ μακριά του, όταν συνερχόταν και μπορούσε να το χρησιμοποιήσει. Ξανακοίταξε για μια στιγμή την πλατεία με τα χείλη της σουφρωμένα· κι έπειτα, ξαφνικά, μια πόρτα άνοιξε πλάι της, όχι μια πόρτα στη μαυρίλα, αλλά σε μια αίθουσα παλατιού, όλο σμιλεμένα, λευκά μάρμαρα και λευκά, μεταξωτά υφαντά.

«Ποια ήσουν;» τη ρώτησε καθώς πλησίαζε την πόρτα κι εκείνη κοντοστάθηκε, κοιτώντας πάνω από τον ώμο της με ένα χαμόγελο που έμοιαζε ντροπαλό.

«Νομίζεις ότι θα άντεχα να είμαι η χοντρή και άσχημη Κάιλι;» Τα χέρια της κατηφόρισαν στο λεπτό, γεμάτο καμπύλες κορμί της. «Η Ισέντρε, ίσως; Η λεπτούλα, πανέμορφη Ισέντρε; Σκέφτηκα ότι, αν ήταν να υποψιαστείς κάποια, θα υποψιαζόσουν αυτήν. Είμαι αρκετά περήφανη και μπορώ ν' αντέξω λίγο πάχος, όταν πρέπει». Το χαμόγελο άλλαξε, τα δόντια γυμνώθηκαν. «Η Ισέντρε νόμιζε ότι είχε να κάνει με απλούς Φίλους του Σκότους. Δεν θα ξαφνιαζόμουν αν αυτή τη στιγμή που μιλάμε, προσπαθεί να εξηγήσει πανικόβλητη σε κάποιες θυμωμένες Αελίτισσες γιατί μια μεγάλη ποσότητα των χρυσών περιδέραιων και βραχιολιών τους βρίσκεται στον πάτο του σεντουκιού της. Μερικά πράγματι τα έκλεψε η ίδια».

«Νόμιζα ότι δεν κάνεις κακό σε κανέναν!»

«Να, τώρα δείχνεις τη μαλακή καρδιά σου. Μπορώ να δείξω μια τρυφερή, γυναικεία καρδιά, όταν το θελήσω. Δεν θα μπορέσεις να τη σώσεις από τους ραβδισμούς νομίζω —το αξίζει, για τις ματιές που μου έριχνε― αλλά αν επιστρέψεις γρήγορα, θα προλάβεις πριν την αναγκάσουν να φύγει περπατώντας απ' αυτή συφοριασμένη γη μόνο μ' ένα ασκί νερό. Απ' ό,τι φαίνεται, οι Αελίτες μας είναι σκληροί με τους κλέφτες». Γέλασε χαρούμενα και κούνησε το κεφάλι της θαυμάζοντας. «Τόσο διαφορετικοί απ' αυτό που ήταν κάποτε. Παλιά χαστούκιζες έναν Ντα’σάιν και αυτός σε ρωτούσε μόνο αν σε είχε προσβάλει. Κι όλη μέρα να τον χαστούκιζες, το ίδιο θα έλεγε». Έριξε μια λοξή, περιφρονητική ματιά στον Ασμόντιαν. «Μάθε καλά και γρήγορα, Λουζ Θέριν. Θέλω να συγκυβερνήσουμε, όχι να δω τον Σαμαήλ να σε σκοτώνει, ή τη Γκρένταλ να σε προσθέτει στη συλλογή της από όμορφους νεαρούς. Μάθε καλά και γρήγορα». Βγήκε στην αίθουσα με τα λευκά μάρμαρα και τα μετάξια· και η πόρτα έστριψε στο πλάι, στένεψε και εξαφανίστηκε.

Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα για πρώτη φορά από τη στιγμή που είχε εμφανιστεί η Λανφίαρ. Η Μιέριν. Ένα όνομα που θυμόταν από τις γυάλινες στήλες. Η γυναίκα που είχε βρει τη φυλακή του Σκοτεινού στην Εποχή των Θρύλων, που την είχε ανοίξει. Άραγε ήξερε τότε τι ήταν; Πώς είχε ξεφύγει από τον πύρινο όλεθρο που είχε δει εκεί ο Ραντ; Είχε δοθεί στον Σκοτεινό από τότε ακόμα;

Ο Ασμόντιαν πάλευε να σηκωθεί όρθιος, με αβέβαιες κινήσεις, έτοιμος να ξαναπέσει. Δεν αιμορραγούσε πια, αλλά το αίμα ακόμα σχημάτιζε λεπτές γραμμές από τα αφτιά ως το πλάι του λαιμού του, με μια κηλίδα στο στόμα και το πηγούνι του. Το βρώμικο, κόκκινο σακάκι του ήταν σχισμένο, η λευκή δαντέλα κουρελιασμένη. «Ο σύνδεσμός μου με τον Μέγα Άρχοντα ήταν αυτό που μου επέτρεπε να αγγίζω το σαϊντίν χωρίς τον κίνδυνο της τρέλας», είπε βραχνά. «Το μόνο που κατάφερες ήταν να με κάνεις ευάλωτο, σαν και σένα. Το καλύτερο θα ήταν να με αφήσεις να φύγω. Δεν είμαι καλός δάσκαλος. Εκείνη με διάλεξε μόνο επειδή —» Τα χείλη του ανοιγόκλεισαν, καθώς προσπαθούσε να πάρει τα λόγια του πίσω.

«Επειδή δεν υπάρχει άλλος», τελείωσε ο Ραντ τη φράση του και απομακρύνθηκε.

Ο Ραντ διέσχισε με ασταθή βήματα τη φαρδιά πλατεία, ανάμεσα στα χαλάσματα. Με τον Ασμόντιαν είχαν φτάσει σχεδόν στην άλλη άκρη του δάσους που σχημάτιζαν οι γυάλινες κολώνες, απέναντι από το Αβεντεσόρα. Κρυστάλλινα συντρίμμια απλώνονταν ανάμεσα σε πεσμένα αγάλματα αντρών και γυναικών· άλλα ήταν κομματιασμένα, άλλα δεν είχαν ούτε γρατσουνιά. Υπήρχε ένας μεγάλος, επίπεδος δακτύλιος από επαργυρωμένο μέταλλο γερμένος πάνω σε καρέκλες από μέταλλο και πέτρα, παράξενα αντικείμενα από μέταλλο, κρύσταλλο και γυαλί, ανάμικτα σ' ένα σωρό με σπασμένα απομεινάρια, ενώ ένα μαύρο, μεταλλικό κοντάρι, σαν δόρυ, στεκόταν όρθιο, ισορροπώντας με απίστευτο τρόπο στα συντρίμμια. Ολόκληρη η πλατεία ήταν έτσι.

Όταν βγήκε από κάτω από το μεγάλο δέντρο, με λίγο ψάξιμο στα χαλάσματα βρήκε αυτό που έψαχνε. Παραμέρισε με κλωτσιές κομμάτια από ελικοειδείς, γυάλινους σωλήνες, έσπρωξε κατά μέρος μια καρέκλα από κόκκινο κρύσταλλο με απλά σκαλίσματα και σήκωσε ένα αγαλματίδιο ύψους τριάντα εκατοστών, μια γυναίκα με γαλήνιο πρόσωπο, που φορούσε ρόμπα, σκαλισμένη σε λευκή πέτρα, η οποία κρατούσε στο ένα χέρι μια διαυγή σφαίρα. Ήταν άθικτο. Του ήταν άχρηστο, όπως και σε κάθε άντρα, όπως το άρρεν δίδυμότης ήταν άχρηστο για τη Λανφίαρ. Σκέφτηκε να το σπάσει. Με μια απλή εκσφενδόνιση, σίγουρα η κρυστάλλινη σφαίρα θα γινόταν χίλια κομμάτια στις πλάκες.

«Αυτό έψαχνε». Δεν είχε καταλάβει ότι τον είχε ακολουθήσει ο Ασμόντιαν. Ο άνθρωπος, τρέμοντας, σκούπιζε το ματωμένο στόμα του. «Θα σου ξεριζώσει την καρδιά για να το αποκτήσει».

«Ή τη δική σου, που της το κράτησες κρυφό. Εμένα με αγαπάει». Τα Φως να με βοηθήσει. Είναι σαν να σε αγαπάει ένας λυσσασμένος λύκος! Ύστερα από μια στιγμή, το πήρε κι αυτό παραμάσχαλα, μαζί με το αρσενικό. Μπορεί να έβρισκε κάποιον τρόπο να το χρησιμοποιήσει. Κι επίσης δεν θέλω να καταστρέψω άλλα πράγματα.

Κοιτώντας όμως γύρω του, είδε κάτι άλλο, πέρα από την καταστροφή. Η ομίχλη είχε σχεδόν χαθεί από τη χαλασμένη πόλη· μόνο μερικά πλατιά συννεφάκια έμεναν να πλέουν ανάμεσα στα κτίρια που στέκονταν ακόμα κάτω από τον ήλιο που έγερνε. Ο πυθμένας της κοιλάδας τώρα έγερνε απότομα προς το νότο και είχε αρχίσει να χύνεται νερό από το μεγάλο σχίσιμο της πόλης, το σχίσιμο που έφτανε ως βαθιά εκεί που ήταν ο κρυμμένος ωκεανός του νερού. Ήδη το κάτω άκρο της κοιλάδας γέμιζε. Μια λίμνη. Μπορεί στο τέλος να έφτανε ως την πόλη, μια λίμνη ίσως με μήκος τριών μιλίων, σε μια γη που μια λιμνούλα πλάτους τριών μέτρων τραβούσε κόσμο. Οι άνθρωποι θα έρχονταν σ' αυτή την κοιλάδα για να ζήσουν. Με το νου του έβλεπε κιόλας τα γύρω βουνά γεμάτα αναβαθμούς με καταπράσινα σπαρτά. Θα φρόντιζαν το Αβεντεσόρα, το τελευταίο δέντρο τσόρα. Ίσως τελικά να ξανάχτιζαν το Ρουίντιαν. Η Ερημιά θα αποκτούοε μια πόλη. Ίσως ο Ραντ να ζούσε αρκετά για να το δει.

Με το ανγκριάλ, το στρογγυλόσωμο ανθρωπάκο με το σπαθί, μπόρεσε να ανοίξει μια πόρτα στο σκοτάδι. Ο Ασμόντιαν πέρασε μαζί του απρόθυμα, με μια αμυδρή έκφραση χλευασμού στο πρόσωπο του, όταν εμφανίστηκε μόνο ένα πέτρινο σκαλοπάτι, πλατύ ίσα για να τους χωρά. Ήταν ακόμα ο ίδιος άνθρωπος που είχε δοθεί στον Σκοτεινό. Οι υπολογιστικές, λοξές ματιές του ήταν αρκετή υπενθύμιση, σε περίπτωση που τη χρειαζόταν ο Ραντ.

Μίλησαν μόνο δυο φορές καθώς το σκαλί πετούσε στο σκοτάδι.

«Δεν μπορώ να σε λέω Ασμόντιαν», είπε κάποια στιγμή ο Ραντ.

Ο άλλος ανατρίχιασε. «Το όνομά μου ήταν Τζόαρ Άνταμ Νεσόσιν», είπε τελικά. Έκανε σαν να είχε απογυμνώσει τον εαυτό του, ή σαν να είχε κάτι.

«Ούτε κι αυτό μπορώ να το χρησιμοποιήσω. Ποιος ξέρει ποιο παλιόχαρτο έχει κάπου γραμμένο αυτό το όνομα. Σκοπός είναι να μη σε σκοτώσει κάποιος μαθαίνοντας ότι είσαι Αποδιωγμένος». Και για να μη μάθει κανείς ότι ο Ραντ είχε έναν Αποδιωγμένο για δάσκαλο. «Νομίζω ότι θα συνεχίσεις να ονομάζεσαι Τζέησιν Νατάελ. Βάρδος του Αναγεννημένου Δράκοντα. Είναι καλή πρόφαση για να σε έχω από κοντά». Ο Νατάελ έκανε μια γκριμάτσα, μα δεν είπε τίποτα.

Λιγάκι αργότερα, ο Ραντ μίλησε ξανά. «Το πρώτο που θα μου δείξεις είναι πώς να φυλάω να όνειρά μου». Ο άλλος μόνο ένευσε μουτρωμένα. Θα προκαλούσε προβλήματα, αλλά δεν θα ήταν τόσο μεγάλα όσο το πρόβλημα της άγνοιας.

Το σκαλί βράδυνε, σταμάτησε και ο Ραντ δίπλωσε πάλι. την πραγματικότητα. Η πόρτα άνοιξε στο πεζούλι του Αλκαιρ Νταλ.

Η βροχή είχε σταματήσει, αν και ο πυθμένας του φαραγγιού, όλο σκιές τώρα που πλησίαζε το βραδάκι, ήταν ακόμα υγρός, όλο λάσπη από τα πόδια των Αελιτών. Είδε λιγότερους Αελίτες από πριν, ίσως το ένα τέταρτο να είχε φύγει. Αλλά δεν πολεμούσαν. Κοίταζαν το πεζούλι, όπου η Μουαραίν και η Εγκουέν, η Αβιέντα και οι Σοφές είχαν έρθει μαζί με τους αρχηγούς φατρίας, οι οποίοι μιλούσαν με τον Λαν. Ο Ματ καθόταν ανακούρκουδα λιγάκι παραπέρα, με το πλατύγυρο καπέλο του χαμηλωμένο μπροστά και το δόρυ με το μαύρο κοντάρι ακουμπισμένο στον ώμο του, ενώ η Αντελίν και οι Κόρες της στέκονταν γύρω του. Κοίταξαν με ανοιχτό στόμα τον Ραντ να βγαίνει από την πόρτα κι ακόμα πιο έντονα όταν τον ακολούθησε ο Νατάελ με το κουρελιασμένο, κόκκινο σακάκι του και τη λευκή δαντέλα. Ο Ματ πετάχτηκε όρθιος μ' ένα πλατύ χαμόγελο και η Αβιέντα μισοσήκωσε το χέρι προς το μέρος του. Οι Αελίτες στο φαράγγι παρακολουθούσαν σιωπηλοί.

Ο Ραντ μίλησε πριν τον προλάβει κανείς άλλος. «Αντελίν, στείλε κάποιον στο πανηγύρι και πες να σταματήσουν να δέρνουν την Ισέντρε, εντάξει; Δεν είναι τόσο μεγάλη κλέφτρα όσο νομίζουν». Η γυναίκα με τα κατάξανθα μαλλιά ξαφνιάστηκε, αλλά αμέσως μίλησε σε μια Κόρη, η οποία έφυγε τρέχοντας.

«Που το ήξερες αυτό;» αναφώνησε η Εγκουέν, ενώ την ίδια στιγμή η Μουαραίν ρωτούσε απαιτητικά: «Πού ήσουν; Πώς;» Τα ορθάνοιχτα, μαύρα μάτια της κοιτούσαν μια τον Ραντ και μια τον Νατάελ, ενώ η ηρεμία των Άες Σεντάι την είχε εγκαταλείψει. Και οι Σοφές...; Η Μελαίν με τα ηλιόξανθα μαλλιά έμοιαζε έτοιμη να του αποσπάσει απαντήσεις με τα γυμνά χέρια της. Η Μπάιρ κατσούφιασε, σαν να ήθελε να χρησιμοποιήσει βέργα για τον ίδιο σκοπό. Η Άμυς ίσιωσε την εσάρπα της και πέρασε τα δάχτυλά της από τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά της, μην μπορώντας να αποφασίσει αν ένιωθε ανησυχία ή ανακούφιση.

Η Αντελίν του έδωσε το σακάκι του, που ήταν ακόμα υγρό. Αυτός το πήρε και τύλιξε εκεί τις δύο πέτρινες μορφές. Η Μουαραίν τις κοίταζε συλλογισμένα. Ο Ραντ δεν ήξερε αν η Άες Σεντάι υποψιαζόταν καν τι ήταν, αλλά σκόπευε να τις κρατήσει καλά κρυμμένες απ' όλους. Αφού δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τον εαυτό του με τη δύναμη του Καλαντόρ, πόσο λιγότερο θα μπορούσε να τον εμπιστευτεί με το μεγάλο σα'ανγκριάλ; Πρώτα θα μάθαινε να ελέγχει τον εαυτό του και μετά αυτό.

«Τι έγινε εδώ;» ρώτησε και το στόμα της Άες Σεντάι σφίχτηκε έτσι που την είχε αγνοήσει. Ούτε η Εγκουέν φαινόταν πολύ ευχαριστημένη.

«Οι Σάιντο έφυγαν, ακολουθούν τη Σεβάνα και τον Κουλάντιν», είπε ο Ρούαρκ. «Όσοι έμειναν, σε αναγνωρίζουν ως Καρ'α'κάρν».

«Οι Σάιντο δεν ήταν οι μόνοι που έφυγαν». Το τραχύ, ψημένο πρόσωπο του Χαν πήρε μια ξινή έκφραση. «Έφυγαν και μερικοί από τους Τομανέλε μου. Και από τους Γκόσιεν και τους Σάαραντ και τους Τσαρήν». Ο Τζέραν και ο Έριμ ένευσαν βαριά, σαν τον Χαν.

«Όχι μαζί με τους Σάιντο», μπουμπούνισε ο ψηλός Μπάελ, «αλλά έφυγαν. Θα διαδώσουν αυτά που έγιναν εδώ, αυτά που αποκάλυψες. Κακώς το έκανες. Είδα άντρες να ρίχνουν κάτω τα δόρατα και να τρέχουν!»

Θα σας ενώσει και θα σας καταστρέψει.

«Κανένας Τάαρνταντ δεν έφυγε», πρόσθεσε ο Ρούαρκ, χωρίς να καμαρώνει, απλά σαν να δήλωνε ένα γεγονός. «Είμαστε έτοιμοι να πάμε όπου μας οδηγήσεις».

Όπου θα τους οδηγούσε. Ακόμα δεν είχε ξεμπερδέψει με τους Σάιντο, με τον Κουλάντιν ή με τη Σεβάνα. Έψαξε με το βλέμμα τους Αελίτες ολόγυρα στο φαράγγι και είδε ταραγμένα πρόσωπα, παρά το γεγονός ότι είχαν επιλέξει να μείνουν. Πώς ήταν άραγε εκείνοι που το είχαν βάλει στα πόδια; Όμως οι Αελίτες ήταν μονάχα το μέσο για ένα σκοπό. Έπρεπε να το θυμάται αυτό. Πρέπει να το θυμάμαι καλύτερα απ' αυτούς.

Ο Τζήντ'εν περίμενε πλάι στο πεζούλι με το μουνούχι του Ματ. Ο Ραντ έκανε νόημα στον Νατάελ να μείνει κοντά του και ανέβηκε στη σέλα, κρατώντας προσεκτικά παραμάσχαλα τα τυλιγμένα τερ'ανγκριάλ. Στραβώνοντας το στόμα, ο κάποτε Αποδιωγμένος ήρθε και στάθηκε δίπλα στον αριστερό αναβολέα του. Η Αντελίν και οι Κόρες που είχαν μείνει πήδηξαν και πήραν θέση γύρω τους, ενώ κατά έναν παράξενο τρόπο, η Αβιέντα κατέβηκε και πήρε τη συνηθισμένη θέση της δεξιά του. Ο Ματ μ' έναν πήδο βρέθηκε στη σέλα του Πιπς.

Ο Ραντ κοίταξε πίσω, τους ανθρώπους που ήταν στο πεζούλι, που τον παρακολουθούσαν και περίμεναν. «Ο δρόμος του γυρισμού θα είναι μακρύς». Ο Μπάελ απέστρεψε το πρόσωπο. «Μακρύς και αιματοβαμμένος». Τα πρόσωπα των Αελιτών δεν άλλαξαν. Η Εγκουέν έκανε να απλώσει το χέρι της προς το μέρος του με πόνο στο βλέμμα, αλλά αυτός την αγνόησε. «Όταν έρθουν και οι υπόλοιποι αρχηγοί φατρίας, θα αρχίσει».

«Άρχισε εδώ και καιρό», είπε χαμηλόφωνα ο Ρούαρκ. «Το ερώτημα είναι πού και πώς θα τελειώσει».

Σ' αυτό, ο Ραντ δεν είχε απάντηση. Έστριψε το άλογό του και ξεκίνησε αργά να διασχίσει το φαράγγι, κυκλωμένος από την αλλόκοτη ακολουθία του. Οι Αελίτες χώριζαν μπροστά του, κοιτώντας, περιμένοντας. Είχε αρχίσει να πέφτει το αγιάζι της νύχτας.

Загрузка...