54 Στο Παλάτι

Η Ηλαίην, καθισμένη στο πίσω μέρος ενός κάρου με ψηλές ρόδες, που αγκομαχούσε σε ένα φιδίσιο δρόμο του Τάντσικο, πίσω από τέσσερις ιδρωμένους άντρες, κοίταζε μουτρωμένη μέσα από το λερωμένο πέπλο, που την κάλυπτε από τα μάτια ως το πηγούνι, και κλωτσούσε εκνευρισμένη τον αέρα με τα γυμνά πόδια της. Κάθε τίναγμα στον πλακόστρωτο δρόμο την τράνταζε ολόκληρη· όσο πιο γερά πιανόταν από τις τραχιές σανίδες της καρότσας, τόσο χειρότερα ήταν. Η Νυνάβε δεν έμοιαζε να ενοχλείται· χοροπηδούσε σαν την Ηλαίην, αλλά δεν έδειχνε να το καταλαβαίνει, καθώς είχε σμίξει ανάλαφρα τα φρύδια και είχε το βλέμμα στραμμένο μέσα της, στις σκέψεις της. Και η Εγκήνιν, που ήταν στριμωγμένη δίπλα στη Νυνάβε, στην άλλη μεριά, φορώντας κι αυτή πέπλο, με τα μαύρα μαλλιά της να πέφτουν στους ώμους χτενισμένα κοτσίδες, ξεπερνούσε εύκολα κάθε τράνταγμα με τα χέρια σταυρωμένα. Στο τέλος, η Ηλαίην μιμήθηκε τη Σωντσανή· και πάλι έπεφτε πάνω στη Νυνάβε, αλλά δεν ένιωθε λες και τα κάτω δόντια της προσπαθούσαν να χωθούν στα πάνω, καθώς το δίτροχο κάρο προχωρούσε στο δρόμο του.

Μετά χαράς θα περπατούσε, έστω και ξυπόλητη, αλλά ο Μπέυλ Ντόμον είχε πει ότι δεν θα φαινόταν σωστό· ο κόσμος θα αναρωτιόταν γιατί οι γυναίκες δεν βρίσκονταν μέσα στο κάρο αφού υπήρχε χώρος και το τελευταίο που ήθελαν ήταν να τραβήξουν την προσοχή. Βέβαια, αυτός δεν αναπηδούσε σαν σακί με γογγύλια· περπατούσε μπροστά από το κάρο, μαζί με δέκα από τους είκοσι ναύτες που είχε φέρει για συνοδεία. Ισχυριζόταν ότι, αν έφερνε περισσότερους, θα φαινόταν ύποπτο. Η Ηλαίην υποψιαζόταν ότι δεν θα είχε φέρει τόσο πολλούς αν δεν ήταν η ίδια και οι άλλες δύο.

Ο ανέφελος ουρανός ακόμα ήταν γκρίζος εκεί ψηλά, αν και είχε φωτίσει πριν ακόμα ξεκινήσουν· οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι και σιωπηλοί, αν εξαιρούσε κανείς τους κρότους της άμαξας και το τρίξιμο του άξονά της. Όταν ο ήλιος θα πρόβαλε πάνω από τον ορίζοντα, οι άνθρωποι θα άρχιζαν να βγαίνουν, αλλά τώρα οι λίγοι που έβλεπε ήταν ομάδες αντρών με φαρδιά παντελόνια και σκούρα, κυλινδρικά καπέλα, που προχωρούσαν με ύποπτο ύφος, σαν να είχαν κάνει ποιος ξέρει ποια απάτη όσο επικρατούσε σκοτάδι. Είχαν βάλει προσεκτικά ένα κομμάτι τριμμένου μουσαμά πάνω στο φορτίο του κάρου, έτσι ώστε να βλέπουν όλοι ότι σκέπαζε μόνο τρία μεγάλα καλάθια, αλλά έστω κι έτσι, κάποιες απ' αυτές τις ομάδες σταματούσαν σαν κοπάδι σκυλιά και τα πέπλα στα πρόσωπά τους σηκώνονταν μαζί, με βλέμματα που γυρνούσαν για να ακολουθήσουν το κάρο. Όπως φαινόταν, είκοσι άντρες με σπαθιά και ρόπαλα ήταν μεγάλος αριθμός για να τα βάλουν μαζί τους, επειδή στο τέλος ακολουθούσαν γοργά το δρόμο τους.

Οι ρόδες έπεσαν σε μια μεγάλη λακκούβα, επειδή είχαν βγάλει τις πλάκες σε κάποια επεισόδια· η Ηλαίην ένιωσε να χάνει το κάρο από κάτω της. Παραλίγο να δαγκώσει τη γλώσσα της, όταν το σώμα της και η καρότσα συναντήθηκαν πάλι μ' ένα δυνατό χτύπημα. Μα πώς σταύρωνε έτσι ανέμελα τα χέρια αυτή η Εγκήνιν! Πιάστηκε από την άκρη της καρότσας και κοίταξε συνοφρυωμένη τη Σωντσανή. Και είδε ότι κι εκείνη είχε σφιγμένα τα χείλη και πιανόταν και με τα δύο χέρια.

«Τελικά δεν είναι σαν να στέκεσαι σε κατάστρωμα», είπε η Εγκήνιν σηκώνοντας τους ώμους.

Η Νυνάβε έκανε μια μικρή γκριμάτσα και προσπάθησε να απομακρυνθεί από τη Σωντσανή, αν και ήταν δύσκολο να πει κανείς πώς θα το κατάφερνε αυτό χωρίς να σκαρφαλώσει στην αγκαλιά της Ηλαίην. «Θα μιλήσω στον αφέντη Μπέυλ Ντόμον», μουρμούρισε με νόημα, λες και δεν ήταν δική της ιδέα το κάρο. Άλλο ένα τράνταγμα και τα δόντια της έκλεισαν χτυπώντας μεταξύ τους.

Και οι τρεις φορούσαν κακότεχνα, καφετιά ρούχα από μαλλί, λεπτοπλεγμένο αλλά τραχύ στην υφή κι όχι πολύ καθαρό, σαν αυτά που φορούσαν οι φτωχές αγρότισσες, τα οποία έμοιαζαν με σακιά σε σύγκριση με τα κολλητά μετάξια που προτιμούσε η Ρέντρα. Προσφυγίνες από την ύπαιθρο, που έβγαζαν το ψωμί τους όπως μπορούσαν· αυτό υποτίθεται ότι ήταν. Ήταν φανερή η ανακούφιση της Εγκήνιν όταν είχε πρωτοδεί τα φορέματα και ήταν παράξενη όσο και η παρουσία της στο κάρο. Η Ηλαίην το τελευταίο θα το θεωρούσε αδιανόητο.

Είχε γίνει αρκετή συζήτηση —έτσι το έλεγαν οι άντρες― στην Αίθουσα των Μπουμπουκιών που Πέφτουν, όμως η Ηλαίην και η Νυνάβε είχαν αντικρούσει τις περισσότερες από τις χαζές αντιρρήσεις τους και είχαν αγνοήσει τις υπόλοιπες. Οι δύο τους έπρεπε να μπούνε στο Παλάτι της Πανάρχισσας και μάλιστα όσο το δυνατόν συντομότερα. Τότε ο Ντόμον είχε εγείρει άλλη μια αντίρρηση, που δεν ήταν ανόητη σαν τις άλλες.

«Δεν μπορείτε να μπείτε στο παλάτι μόνες», μουρμούρισε ο γενειοφόρος λαθρέμπορος, κοιτώντας τις ακουμπισμένες στο τραπέζι γροθιές του. «Λέτε ότι δεν θα διαβιβάσετε, παρά μόνο αν χρειαστεί, για να μην προειδοποιήσετε τις Μαύρες Άες Σεντάι». Δεν είχαν θεωρήσει σκόπιμο να αναφέρουν την Αποδιωγμένη. «Τότε πρέπει να έχετε μπράτσα για να σηκώσετε το ρόπαλο, αν χρειαστεί, και δεν θα ήταν άσχημο αν είχατε μάτια και στην πλάτη. Είμαι γνωστός εκεί, στους υπηρέτες. Πήγαινα δώρα και στην παλιά Πανάρχισσα. Θα έρθω μαζί σας». Κούνησε το κεφάλι του. «Θα με αναγκάσετε να βάλω το κεφάλι στο τσεκούρι του δήμιου, επειδή σας παράτησα τότε στο Φάλμε. Που να με φάει η μοίρα μου, αυτό ακριβώς κάνετε! Ε, λοιπόν, τελείωσε· δεν θα φέρετε αντίρρηση σ' αυτό! Θα έρθω μαζί σας», μούγκρισε.

«Δεν ξέρεις τι λες, Ιλιανέ», είπε περιφρονητικά ο Τζούιλιν, πριν προλάβουν να ανοίξουν το στόμα η Ηλαίην ή η Νυνάβε. «Νομίζεις ότι οι Ταραμπονέζοι θα σε αφήσουν να τριγυρνάς όπου θέλεις στο παλάτι; Έναν πονηρό λαθρέμπορο από το Ίλιαν; Εγώ ξέρω πώς σκέφτονται οι υπηρέτες, ξέρω πώς να σκύψω το κεφάλι αν δω κανέναν κουφιοκεφαλάκη αριστοκράτη, ώστε να με περάσει για...» Ξερόβηξε βιαστικά και συνέχισε χωρίς να κοιτάζει τη Νυνάβε ― ή την ίδια! «Εγώ πρέπει να πάω μαζί τους».

Ο Θομ γέλασε με τους άλλους δύο. «Λέτε ότι μπορεί κανείς σας να περάσει για Ταραμπονέζος; Εγώ μπορώ· σε μια δύσκολη στιγμή, αυτά θα με βοηθήσουν». Άγγιξε τα μακριά μουστάκια του. «Εκτός αυτού, δεν μπορείτε να τριγυρνάτε στο Παλάτι της Πανάρχισσας κρατώντας ρόπαλο ή ραβδί. Χρειάζεται μια πιο... ύπουλη... μέθοδος προστασίας». Ανέμισε το χέρι του και ξαφνικά εμφανίστηκε εκεί ένα μαχαίρι να στριφογυρνά στα δάχτυλά του, το οποίο εξαφανίστηκε εξίσου ξαφνικά· πρέπει να το είχε κρύψει στο μανίκι του, σκέφτηκε η Ηλαίην.

«Ξέρετε όλοι τι πρέπει να κάνετε», θύμωσε η Νυνάβε, «και δεν μπορείτε να το κάνετε, αν συνεχώς θέλετε να μας προσέχετε σαν να είμαστε χήνες για το παζάρι!» Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε με ηπιότερο τόνο. «Αν υπήρχε τρόπος να έρθει ένας από σας, θα εκτιμούσα τουλάχιστον ένα ζευγάρι μάτια ακόμα, αν μη τι άλλο, όμως δεν γίνεται. Όπως φαίνεται, πρέπει να πάμε μόνες, τελεία και παύλα».

«Μπορώ να σας συνοδεύσω εγώ», ανακοίνωσε ξαφνικά η Εγκήνιν από τη γωνία του δωματίου, όπου την είχε αναγκάσει η Νυνάβε να στέκεται. Όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν· εκείνη τους ανταπέδωσε το βλέμμα συνοφρυωμένη, σαν να μην ήταν σίγουρη ούτε η ίδια. «Αυτές οι γυναίκες είναι Σκοτεινόφιλες. Πρέπει να λογοδοτήσουν στη δικαιοσύνη».

Η Ηλαίην απλώς ξαφνιάστηκε από την προσφορά, όμως η Νυνάβε, που οι άκρες του στόματός της είχαν ασπρίσει, έμοιαζε έτοιμη να την κατσαδιάσει. «Νομίζεις ότι μπορούμε να σε εμπιστευτούμε, Σωντσάν;» είπε ψυχρά. «Πριν φύγουμε, θα σε κλειδαμπαρώσουμε σε μια αποθήκη, όσα σχόλια κι αν —»

«Ορκίζομαι στην ελπίδα μου για ένα ανώτερο όνομα», τη διέκοψε τη Εγκήνιν φέροντας τα χέρια στην καρδιά, το ένα πάνω στο άλλο, «ότι δεν θα σας προδώσω με οποιονδήποτε τρόπο, ότι θα σας υπακούω και θα φυλάω τα νώτα σας, μέχρι να βγείτε ασφαλείς από το Παλάτι της Πανάρχισσας». Και μετά υποκλίθηκε τρεις φορές, βαθιά, με επισημότητα. Η Ηλαίην δεν είχε ιδέα τι σήμαινε «ελπίδα για ένα ανώτερο όνομα», αλλά όπως το έλεγε η Σωντσανή, φαινόταν δεσμευτικό.

«Μπορεί να το κάνει», είπε ο Ντόμον αργά, απρόθυμα. Κοίταξε την Εγκήνιν και κούνησε το κεφάλι. «Που να με φάει η μοίρα μου, δεν έχω πάνω από δυο-τρεις άντρες που, αν τα έβαζαν μαζί της, θα στοιχημάτιζα σ' αυτούς».

Η Νυνάβε κοίταξε συνοφρυωμένη το χέρι της να σφίγγει πέντ' έξι μακριές κοτσίδες της και μετά, με μια εσκεμμένη κίνηση, τις τράβηξε απότομα.

«Νυνάβε», είπε με σιγουριά η Ηλαίην, «κι εσύ η ίδια είπες ότι θα ήθελες άλλο ένα ζευγάρι μάτια. Το ίδιο θέλω κι εγώ. Πέραν αυτού, για να τα καταφέρουμε χωρίς να διαβιβάσουμε, θα ήταν καλό να έχουμε κάποιον να κανονίσει, αν χρειαστεί, κάποιον ενοχλητικό φρουρό. Δεν ξέρω να βαράω άντρες με τις γροθιές μου, ούτε κι εσύ. Θυμάσαι πόσο καλά παλεύει».

Η Νυνάβε αγριοκοίταξε την Εγκήνιν, έριξε ένα συνοφρυωμένο βλέμμα στην Ηλαίην και μετά στύλωσε τα μάτια στους άντρες, σαν να είχαν συνωμοτήσει γι' αυτό πίσω από την πλάτη της. Στο τέλος, όμως, ένευσε.

«Ωραία», είπε η Ηλαίην. «Αφέντη Ντόμον, αυτό σημαίνει ρούχα για τρεις γυναίκες, όχι για δύο. Τώρα οι τρεις σας καλά θα κάνετε να φύγετε. Θέλουμε να ξεκινήσουμε μόλις φωτίσει».

Το κάρο που σταματούσε έβγαλε την Ηλαίην από τους συλλογισμούς της.

Κάποιοι Λευκομανδίτες, που είχαν ξεπεζέψει, έκαναν ερωτήσεις στον Ντόμον. Εδώ ο δρόμος συναντούσε μια πλατεία πίσω από το Παλάτι της Πανάρχισσας, μια πλατεία πολύ μικρότερη από την μπροστινή. Πιο πέρα ορθωνόταν το ογκώδες, μαρμάρινο παλάτι με τους λιγνούς πύργους του, τους οποίους έζωναν πέτρες σκαλισμένες σαν δαντέλα, με τους χιονόλευκους θόλους του, οι οποίοι είχαν χρυσά τελειώματα, και με τα χρυσά βέλη ή τους ανεμοδείκτες στην κορυφή. Οι δρόμοι δεξιά κι αριστερά ήταν πλατύτεροι από τους συνηθισμένους του Τάντσικο, και πιο ίσιοι.

Το αργό κροτάλισμα από τις οπλές ενός αλόγου στις μεγάλες πλάκες της πλατείας ανακοίνωσε την άφιξη ενός άλλου καβαλάρη. Ήταν ένας ψηλός άντρας, που φορούσε στιλβωμένο κράνος, πανοπλία που άστραφτε κάτω από το λευκό μανδύα με το χρυσό, ακτινωτό ήλιο και κρατούσε μια άλικη, ποιμενική ράβδο. Η Ηλαίην έσκυψε το κεφάλι· τέσσερα διακριτικά του βαθμού κάτω από τον πλατύ ήλιο της είπαν ότι αυτός ήταν ο Τζάιτσιμ Κάριντιν. Δεν την είχε δει ποτέ του, αλλά αν την έβλεπε να τον κοιτάζει, ίσως να απορούσε γιατί. Οι οπλές διέσχισαν την πλατεία χωρίς να σταματήσουν.

Είχε κι η Εγκήνιν σκυμμένο το κεφάλι, ενώ η Νυνάβε κοίταζε απροκάλυπτα τον Εξεταστή με σμιγμένα τα φρύδια. «Αυτός ο άνθρωπος ανησυχεί πολύ για κάτι», μουρμούρισε. «Ελπίζω να μην άκουσε —»

«Η Πανάρχισσα είναι νεκρή!» φώναξε μια ανδρική φωνή από κάπου στην άλλη μεριά της πλατείας. «Τη σκότωσαν!»

Δεν φαινόταν ποιος φώναζε ή από πού. Οι δρόμοι, ως εκεί που έβλεπε η Ηλαίην, ήταν αποκλεισμένοι από τους Λευκομανδίτες.

Κοίταξε πίσω, το δρόμο απ' όπου είχε ανέβει μόλις τώρα το κάρο, και ευχήθηκε να τελείωναν γρήγορα οι φρουροί τις ερωτήσεις στον Ντόμον. Στην πρώτη στροφή είχε αρχίσει να συνωστίζεται κόσμος, κοιτώντας ψηλά, προς την πλατεία. Απ' ό,τι φαινόταν, ο Θομ και ο Τζούιλιν είχαν κάνει καλή δουλειά το βράδυ, διαδίδοντας τις φήμες. Μακάρι μόνο το ξέσπασμα να μη γινόταν τώρα, που οι τρεις γυναίκες περίμεναν εδώ, όπου θα ήταν το επίκεντρο. Αν ξεκινούσαν οι ταραχές τώρα... Τα χέρια της δεν έτρεμαν, αλλά μόνο επειδή έσφιγγαν την καρότσα του κάρου. Φως μου, εδώ έξω όχλος, εκεί μέσα το Μαύρο Άτζα, ίσως και η Μογκέντιεν... Από το φόβο έχει στεγνώσει το στόμα μου. Η Νυνάβε και η Εγκήνιν κοίταζαν κι αυτές το πλήθος που συγκεντρωνόταν στο δρόμο και δεν ανοιγόκλειναν καν τα μάτια, πόσο μάλλον να τρέμουν. Όχι, δεν θα φανώ δειλή. Όχι!

Το κάρο προχώρησε μπροστά και η Ηλαίην στέναξε από ανακούφιση. Ύστερα από μια στιγμή, συνειδητοποίησε ότι είχε μόλις ακούσει μια δίδυμη ηχώ του στεναγμού της από τις δύο άλλες γυναίκες.

Μπροστά σε μια πύλη, που δεν ήταν πολύ πλατύτερη από το κάρο, ξανάκαναν ερωτήσεις στον Ντόμον άντρες με μυτερά κράνη, που στους θώρακες τους είχαν χαραγμένο ένα δέντρο βαμμένο χρυσό. Στρατιώτες της Λεγεώνας της Πανάρχισσας. Αυτή τη φορά οι ερωτήσεις κράτησαν λιγότερο· της Ηλαίην της φάνηκε ότι είδε ένα μικρό πουγκί να αλλάζει χέρια και μετά βρέθηκαν μέσα, να προχωρούν βροντερά στην πρόχειρα λιθοστρωμένη αυλή έξω από τα μαγειρεία. Με εξαίρεση τον Ντόμον, οι ναύτες έμειναν έξω με τους στρατιώτες.

Η Ηλαίην πήδηξε κάτω αμέσως μόλις σταμάτησε το κάρο, πατώντας με προσοχή· οι ανώμαλες πέτρες ήταν σκληρές. Ποιος θα πίστευε ότι η λεπτή σόλα ενός σανδαλιού θα έκανε τόση διαφορά; Η Εγκήνιν ανέβηκε στην καρότσα για να δώσει στις άλλες τα καλάθια· η Νυνάβε πήρε το πρώτο στη ράχη της, φέρνοντας το ένα χέρι στη μέση πίσω της, για να το κρατά από κάτω, ενώ πέρασε το άλλο χέρι πάνω από τον ώμο της, για να το πιάσει από το χείλος. Μακριές, λευκές πιπεριές, κάπως μαραμένες από το ταξίδι από τη Σαλδαία, γέμιζαν τα καλάθια σχεδόν ως επάνω.

Καθώς η Ηλαίην έπιανε το δικό της, ο Ντόμον ήρθε στο πίσω μέρος του κάρου και προσποιήθηκε ότι εξέταζε τις παγοπιπεριές. «Κατά πώς φαίνεται, οι Λευκομανδίτες και η Λεγεώνα της Πανάρχισσας είναι έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια», μουρμούρισε δοκιμάζοντας με το δάχτυλο τις πιπεριές. «Αυτός ο υπολοχαγός είπε ότι η Λεγεώνα θα μπορούσε να προστατεύσει την Πανάρχισσα και μόνη της, αν δεν είχαν στείλει τους περισσότερους άντρες της να φυλάνε τα περιμετρικά φρούρια. Ο Τζάιτσιμ Κάριντιν μπορεί να βλέπει την Πανάρχισσα, όχι όμως ο Άρχοντας Διοικητής της Λεγεώνας. Επίσης, δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι που όλοι οι φρουροί μέσα είναι της Πολιτοφυλακής. Αν ήταν κανείς καχύποπτος, θα έλεγε ότι κάποιος θέλει οι φρουροί της Πανάρχισσας να προσέχουν πρώτα ο ένας τον άλλο».

«Καλά που το μάθαμε αυτό», μουρμούρισε η Νυνάβε χωρίς να τον κοιτάξει. «Πάντα έλεγα ότι μαθαίνεις χρήσιμα πράγματα ακούγοντας το κουτσομπολιό των αντρών».

Ο Ντόμον γρύλισε ξινά. «Θα σας πάω μέσα· έπειτα θα πρέπει να επιστρέψω στους άντρες μου, για να προλάβω μην μπλέξουν στον όχλο». Όλοι οι ναύτες από όλα τα πλοία που είχε ο Ντόμον στο λιμάνι βρίσκονταν στους δρόμους γύρω από το παλάτι.

Η Ηλαίην πήρε το καλάθι της στην πλάτη και ακολούθησε τις άλλες γυναίκες από πίσω του, με το κεφάλι σκυμμένο, μορφάζοντας με κάθε βήμα ώσπου να βρεθούν στα κόκκινα και καφετιά πλακάκια της κουζίνας. Την αίθουσα γέμιζαν οι μυρωδιές από μπαχαρικά, σάλτσες και μαγειρευτό κρέας.

«Παγοπιπεριές για την Πανάρχισσα», ανακοίνωσε ο Ντόμον. «Ένα δώρο από τον Μπέυλ, έναν καλό καραβοκύρη αυτής της πόλης».

«Κι άλλες παγοπιπεριές;» είπε μια γυναίκα με στιβαρό σώμα και μαύρες κοτσίδες, η οποία φορούσε άσπρη ποδιά και το πανταχού παρόν πέπλο, χωρίς σχεδόν να σηκώσει το βλέμμα από ένα ασημένιο δίσκο, όπου τακτοποιούσε μια πολύπλοκα διπλωμένη, λευκή πετσέτα ανάμεσα σε πιάτα από λεπτή, χρυσή πορσελάνη των Θαλασσινών. Υπήρχαν καμιά δωδεκαριά γυναίκες με ποδιές στην κουζίνα, όπως επίσης και δύο αγόρια μπροστά σε δύο από τις έξι φωτιές, τα οποία γυρνούσαν σούβλες με ψητά κρέατα που έσταζαν λίπος, όμως ήταν φανερό ότι αυτή ήταν η αρχιμαγείρισσα. «Λοιπόν, φαίνεται ότι της Πανάρχισσας της άρεσαν οι άλλες. Βάλ' τες στην αποθήκη εκεί». Έκανε αόριστα μια χειρονομία προς μια από τις πόρτες στην άλλη άκρη του δωματίου. «Έχω δουλειά τώρα, δεν προλαβαίνω ν' ασχοληθώ μαζί σου».

Η Ηλαίην είχε καρφώσει το βλέμμα στο πάτωμα καθώς ακολουθούσε τη Νυνάβε και την Εγκήνιν, κι είχε ιδρώσει, αλλά όχι από τη ζέστη που έβγαζαν οι σιδερένιες κουζίνες και οι φωτιές. Μια κοκαλιάρα γυναίκα με ένα πράσινο, μεταξωτό φόρεμα, που δεν είχε Ταραμπονέζικο κόψιμο, στεκόταν πλάι σε ένα από τα πλατιά τραπέζια και έξυνε τα αφτιά ενός κοκαλιάρικου, γκρίζου γατιού, καθώς αυτό έγλειφε κρέμα από ένα πορσελάνινο πιάτο. Όχι μόνο το στενό πρόσωπο και η πλατιά μύτη της, αλλά και η γάτα έδειχνε ποια ήταν αυτή η γυναίκα. Η Μάριλιν Γκεμάλφιν, κάποτε του Καφέ Άτζα, τώρα του Μαύρου. Αν σήκωνε τα μάτια από εκείνη τη γάτα, αν τις αντιλαμβανόταν, δεν θα χρειαζόταν να διαβιβάσουν για να καταλάβει ότι βρίσκονταν εκεί δυο γυναίκες που είχαν το χάρισμα· από τόσο κοντά, αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να νιώσει την ικανότητά τους.

Ιδρώτας κυλούσε από την άκρη της μύτης της Ηλαίην, όταν πια έκλεισε πίσω της την πόρτα της αποθήκης, σπρώχνοντάς τη με το γοφό. «Την είδες;» ρώτησε με χαμηλή φωνή, αφήνοντας το καλάθι σχεδόν να πέσει στο πάτωμα. Στο γυψωμένο τοίχο, λίγο κάτω από το ταβάνι, υπήρχαν ανοίγματα γεμάτα με διακοσμητικά σχέδια, που άφηναν να μπαίνει ένα αμυδρό φως από την κουζίνα. Το μεγάλο δωμάτιο ήταν όλο σειρές από ψηλά ράφια, που ήταν φορτωμένα με σακιά, δικτυωτούς σάκους με λαχανικά και μεγάλα βάζα με μπαχαρικά. Παντού υπήρχαν μεγάλα και μικρά βαρέλια, ενώ από αγκίστρια κρέμονταν καμιά δωδεκαριά ξεντερισμένα και καθαρισμένα αρνιά, καθώς και διπλάσιες στον αριθμό χήνες. Σύμφωνα με το πρόχειρο σχεδιάγραμμα του παλατιού που είχαν κάνει ο Ντόμον και ο Θομ, αυτή ήταν η μικρότερη αποθήκη τροφίμων του παλατιού. «Είναι αηδιαστικό», είπε η Ηλαίην. «Ξέρω ότι η Ρέντρα έχει καλά εφοδιασμένη την κουζίνα της, αλλά τουλάχιστον αγοράζει όπως μπορεί αυτά που χρειάζεται. Αυτοί εδώ οι άνθρωποι γλεντάνε, ενώ —»

«Άσε την έγνοια κατά μέρος, μέχρι να μπορείς να κάνεις κάτι», της είπε η Νυνάβε ψιθυρίζοντας αυστηρά. Είχε αναποδογυρίσει το καλάθι στο πάτωμα και έβγαζε το τραχύ φόρεμα αγρότισσας που είχε. Η Εγκήνιν είχε ήδη μείνει με το μεσοφόρι της. «Την είδα. Αν θέλεις να έρθει εδώ για να δει τι φασαρία είναι αυτή, συνέχισε να μιλάς».

Η Ηλαίην ρούφηξε τη μύτη της, αλλά το άφησε να περάσει. Δεν έκανε και τόση φασαρία. Έβγαλε το φόρεμά της και έριξε κάτω τις πιπεριές από το καλάθι, όπως και αυτά που ήταν κρυμμένα από κάτω — μεταξύ άλλων, ένα λευκό φόρεμα από φίνο μαλλί με πράσινη ζώνη, που στο αριστερό στήθος είχε κεντημένο ένα πράσινο δέντρο με απλωμένα κλαριά, πάνω στο περίγραμμα ενός τριμερούς φύλλου. Το λερωμένο πέπλο της αντικαταστάθηκε με ένα καθαρό, από φίνο λινό, που ήταν σχεδόν σαν μετάξι. Τα λευκά σανδάλια με τις ενισχυμένες σόλες ανακούφισαν τα πόδια της, που είχαν ταλαιπωρηθεί στη διαδρομή από το κάρο ως την κουζίνα.

Η Σωντσανή ήταν η πρώτη που έβγαλε τα παλιά ρούχα, αλλά η τελευταία που φόρεσε το λευκό φόρεμα, μουρμουρίζοντας συνεχώς περί «άσεμνου» και «σερβιτόρας», κάτι που δεν έβγαζε νόημα. Τα φορέματα ήταν πράγματι στολές υπηρετριών· αυτό ήταν το θέμα, ότι το υπηρετικό προσωπικό μπορούσε να πάει παντού και ότι το παλάτι είχε τόσα άτομα, που δεν θα πρόσεχαν τρία ακόμα. Όσο για το άσεμνο... Η Ηλαίην θυμόταν που δίσταζε λιγάκι να φορέσει δημοσίως φορέματα Ταραμπονέζικου κοψίματος, αλλά σύντομα τα είχε συνηθίσει· επίσης, αυτό το λεπτό μαλλί δεν κολλούσε πάνω της όπως το μετάξι. Η Εγκήνιν έμοιαζε να έχει πολύ αυστηρές ιδέες περί σεμνότητας.

Τελικά, όμως, η Σωντσανή είχε φορέσει και την τελευταία δαντέλα, ενώ τα παλιά ρούχα της είχαν μπει στα καλάθια και είχαν σκεπαστεί με παγοπιπεριές.

Η Μάριλιν Γκεμάλφιν είχε χαθεί από την κουζίνα, παρ' όλο που το κοκαλιάρικο, γκρίζο γατάκι ακόμα έγλειφε την κρέμα του στο τραπέζι. Η Ηλαίην και οι άλλες δύο κίνησαν προς την πόρτα που οδηγούσε πιο βαθιά στο παλάτι.

Μια βοηθός μαγείρισσα κοίταζε κατσουφιασμένη τη γάτα, έχοντας τις γροθιές στους τροφαντούς γοφούς της. «Έτσι μου έρχεται να καρυδώσω αυτή τη γάτα», μουρμούρισε και οι ανοιχτόξανθες κοτσίδες της τινάχτηκαν, καθώς κουνούσε θυμωμένα το κεφάλι. «Αυτό τρώει κρέμα, ενώ εγώ, επειδή έβαλα μια στάλα κρέμα στα μούρα για το πρωινό μου, με έχουν τώρα να τρώω ψωμί και νερό!»

«Να λες ότι είσαι τυχερή που δεν σε πέταξαν στο δρόμο, ή δεν σε έστειλαν στην κρεμάλα». Η αρχιμαγείρισσα δεν φαινόταν να δείχνει ιδιαίτερη συμπόνια. «Αν μια αρχόντισσα πει ότι έκλεψες, τότε έκλεψες, έστω κι αν είναι μόνο η κρέμα για τις γάτες της, ναι; Εσείς, εκεί!»

Η Ηλαίην και οι συντρόφισσές της πάγωσαν από τη φωνή της.

Η γυναίκα με τις μαύρες κοτσίδες κούνησε μια μακριά, ξύλινη κουτάλα προς το μέρος τους. «Παλιοτεμπέλες, έρχεστε στην κουζίνα μου και τριγυρνάτε σαν να είστε στον κήπο; Ήρθατε για το πρωινό της Αρχόντισσας Ισπάν, ναι; Αν δεν το έχετε πάει μέχρι να ξυπνήσει, θα το μετανιώσετε. Λοιπόν;» Έδειξε τον ασημένιο δίσκο στον οποίο μοχθούσε προηγουμένως· τώρα τον κάλυπτε ένα χιονάτο, λινό πανί.

Δεν υπήρχε τρόπος να μιλήσουν· αν άνοιγε η μια τους το στόμα, η πρώτη λέξη θα έδειχνε ότι δεν ήταν Ταραμπονέζα. Η Ηλαίην σκέφτηκε γρήγορα, έκλινε το γόνυ σαν υπηρέτρια και πήρε το δίσκο· μια υπηρέτρια που κουβαλούσε κάτι έμοιαζε να πηγαίνει στη δουλειά της και δεν θα τη σταματούσαν, ούτε θα της έλεγαν να κάνει κάτι άλλο. Η Αρχόντισσα Ισπάν; Τούτο δεν ήταν ασυνήθιστο όνομα στο Τάραμπον, αλλά στον κατάλογο με τις Μαύρες αδελφές υπήρχε μία που λεγόταν Ισπάν.

«Με κοροϊδεύεις κι από πάνω, ε, χαζοθήλυκο;» βρυχήθηκε η σωματώδης γυναίκα και έκανε να έρθει από την άλλη μεριά του τραπεζιού, κραδαίνοντας απειλητικά τη χοντρή, ξύλινη κουτάλα της.

Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς να προδοθεί· ή θα έμενε και η άλλη θα τη χτυπούσε, ή θα το έβαζε στα πόδια. Η Ηλαίην βγήκε τρεχάτη από τα μαγειρεία με το δίσκο, ενώ η Νυνάβε και η Εγκήνιν όρμησαν στο κατόπι της. Τις ακολούθησαν οι φωνές της μαγείρισσας, ευτυχώς όμως όχι και η ίδια η μαγείρισσα. Της Ηλαίην της ήρθε να χαχανίσει υστερικά, όταν σκέφτηκε τις τρεις τους να τρέχουν στο παλάτι και τη σωματώδη γυναίκα να τις καταδιώκει. Την κορόιδευα; Ήταν σίγουρη ότι της ίδιας έτσι ακριβώς της είχαν κλίνει το γόνυ χιλιάδες φορές οι υπηρέτριες.

Είδαν κι άλλες αποθήκες στο στενό διάδρομο που έβγαζε από την κουζίνα, όπως επίσης και ψηλές ντουλάπες για σκούπες και σφουγγαρίστρες, κουβάδες και σαπούνια, λινά τραπεζομάντιλα και λογής-λογής πράγματα. Σε μια από αυτές, η Νυνάβε βρήκε ένα χοντρό, πουπουλένιο ξεσκονιστήρι. Από μια άλλη ντουλάπα η Εγκήνιν πήρε μια αγκαλιά διπλωμένες πετσέτες, ενώ από μια ακόμα, ένα γερό, πέτρινο γουδοχέρι, το οποίο έκρυψε κάτω από τις πετσέτες.

«Καμιά φορά είναι χρήσιμο να έχεις ρόπαλο», είπε όταν η Ηλαίην την κοίταξε υψώνοντας το φρύδι. «Ειδικά όταν δεν περιμένουν να το έχεις».

Η Νυνάβε ρουθούνισε, αλλά δεν είπε τίποτα. Από τότε που είχε συμφωνήσει να έρθει η Εγκήνιν, σχεδόν έκανε ότι δεν την έβλεπε.

Πιο βαθιά στο παλάτι οι διάδρομοι πλάτυναν και ψήλωσαν, με σκαλισμένα διαζώματα στους λευκούς τοίχους και αστραφτερά, επαναλαμβανόμενα γεωμετρικά σχήματα από χρυσάφι στα ταβάνια. Μακριά, λαμπερά χαλιά κυλούσαν στους διαδρόμους με τα λευκά πλακάκια. Περίτεχνες, χρυσές λάμπες σε επιχρυσωμένους φανοστάτες πρόσφεραν φως και την οσμή του αρωματισμένου λαδιού. Μερικές φορές ο διάδρομος ξάνοιγε και γινόταν εσωτερική αυλή, με στοές ολόγυρα, που ήταν γεμάτες με λεπτές, αυλακωτές κολώνες, και βεράντες από πάνω, που τις μισόκρυβαν λεπτοδουλεμένα, πέτρινα κάγκελα. Μεγάλα σιντριβάνια κελάρυζαν· κόκκινα, λευκά και χρυσά ψάρια κολυμπούσαν κάτω από νούφαρα με πελώρια, λευκά λουλούδια. Η αντίθεση με την πόλη έξω ήταν καταφανής.

Κάποιες φορές έβλεπαν άλλους υπηρέτες, άντρες και γυναίκες στα λευκά, με το δέντρο και το φύλλο κεντημένα στον ώμο, να τρέχουν στις δουλειές τους, καθώς κι άντρες με τα γκρίζα σακάκια και τα ατσάλινα κράνη της Πολιτοφυλακής, που κρατούσαν ραβδιά ή ρόπαλα. Κανείς δεν μίλησε στις τρεις υπηρέτριες, που προφανώς έκαναν τη δουλειά τους.

«Μην ξεχνάς», είπε χαμηλόφωνα η Νυνάβε, «αν υπάρχουν φρουροί στην πόρτα της, φύγε. Αν δεν είναι μόνη, φύγε. Δεν είναι αυτή ο πιο σημαντικός λόγος που είμαστε εδώ». Πήρε μια βαθιά ανάσα και πίεσε τον εαυτό της να κοιτάξει την Εγκήνιν. «Αν σου πάθει κάτι —»

Ένα σάλπισμα ακούστηκε αμυδρά απ' έξω. Ύστερα από μια στιγμή χτύπησε ένα σήμαντρο μέσα και στον προθάλαμο ακούστηκαν δυνατές διαταγές. Άντρες με ατσάλινα κράνη φάνηκαν για μια στιγμή να τρέχουν πιο κάτω στο διάδρομο.

«Μάλλον δεν θα πρέπει να ανησυχούμε για το θέμα των φρουρών στην πόρτα της», είπε η Ηλαίην. Στους δρόμους είχαν ξεκινήσει φασαρίες. Ο Θομ και ο Τζούιλιν είχαν διασπείρει φήμες για να μαζέψουν πλήθος, ενώ ο Ντόμον είχε βάλει ναύτες για να το ξεσηκώσουν. Η Ηλαίην λυπόταν γι' αυτό που είχαν κάνει από ανάγκη, αλλά η αναταραχή θα τραβούσε τους περισσότερους φρουρούς έξω από το παλάτι, ίσως όλους, αν ήταν τυχερές. Οι άνθρωποι εκεί έξω δεν το ήξεραν, αλλά αυτές πάλευαν για να σώσουν την πόλη τους από το Μαύρο Άτζα και τον κόσμο από τη Σκιά. «Η Εγκήνιν θα έπρεπε να έρθει μαζί σου, Νυνάβε. Η δική σου δουλειά είναι η σημαντικότερη. Εσύ έχεις ανάγκη κάποιον να σου φυλά τα νώτα, όχι εγώ».

«Δεν έχω ανάγκη από Σωντσάν!» Η Νυνάβε έβαλε το ξεσκονιστήρι στον ώμο σαν λόγχη και προχώρησε με περήφανα βήματα στο διάδρομο. Με αυτές τις επιθετικές δρασκελιές της, είχε κάθε άλλο παρά βάδισμα υπηρέτριας.

«Μήπως πρέπει να ξεκινήσουμε κι εμείς;» είπε η Εγκήνιν. «Τα επεισόδια δεν θα αποσπάσουν για πολύ την προσοχή τους».

Η Ηλαίην ένευσε. Η Νυνάβε είχε χαθεί στη γωνία.

Η σκάλα ήταν στενή και κρυμμένη στον τοίχο, για να είναι οι υπηρέτες όσο το δυνατόν αθέατοι. Οι διάδρομοι του πρώτου ορόφου ήταν περίπου όπως και στο ισόγειο, με μόνη διαφορά ότι οι διπλές αψίδες άλλοτε έβγαζαν σε δωμάτια και άλλοτε σε βεράντες με πέτρινα, σκαλισμένα κάγκελα. Εδώ, στη δυτική πλευρά του παλατιού, φαίνονταν να υπάρχουν λιγότεροι υπηρέτες, οι οποίοι τους έριχναν το πολύ μια ματιά. Το πιο υπέροχο ήταν ότι ο προθάλαμος έξω από τα διαμερίσματα της Πανάρχισσας ήταν άδειος. Δεν υπήρχαν φρουροί μπροστά στις πλατιές πόρτες με το σμιλεμένο δέντρο, οι οποίες ήταν βαλμένες σε ένα κούφωμα που σχημάτιζε δύο κορυφές. Όχι ότι θα έκανε πίσω αν υπήρχαν φρουροί, κι ας το είχε πει στη Νυνάβε, αλλά έτσι τα πράγματα γίνονταν πιο απλά.

Σχεδόν αμέσως, άλλαξε γνώμη γι' αυτό. Ένιωθε κάποια να διαβιβάζει μέσα στα δωμάτια. Δεν ήταν δυνατές ροές, μα ήταν σίγουρα Δύναμη που υφαινόταν, ή ίσως μια διαρκής ύφανση. Ελάχιστες γυναίκες ήξεραν πώς να στερεώσουν μια ύφανση.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Εγκήνιν.

Η Ηλαίην κατάλαβε ότι είχε κοντοσταθεί. «Μια Μαύρη αδελφή είναι εκεί μέσα». Μία, ή περισσότερες; Σίγουρα ήταν μόνο μία, που διαβίβαζε. Πλησίασε τις πόρτες. Μια γυναίκα τραγουδούσε εκεί μέσα. Κόλλησε το αφτί στο σκαλισμένο ξύλο κι άκουσε βραχνές λέξεις, πνιχτές αλλά κατανοητές.

«Τα στήθη μου είναι στρογγυλά, το ίδιο κι οι γοφοί μου.

Μπορώ να κάνω λιώμα τους ναύτες ενός ολόκληρου πλοίου».

Τραβήχτηκε απότομα ξαφνιασμένη και τα πορσελάνινα πιάτα γλίστρησαν στο δίσκο κάτω από το πανί. Μήπως είχε έρθει σε λάθος δωμάτιο; Όχι, είχε απομνημονεύσει το σχέδιο. Εκτός αυτού, σε τούτο το μέρος οι μόνες πόρτες που είχαν το σκαλισμένο δέντρο οδηγούσαν στα δωμάτια της Πανάρχισσας.

«Τότε πρέπει να την αφήσουμε», είπε η Εγκήνιν. «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα χωρίς να κάνεις αισθητή την παρουσία σου».

«Ίσως να μπορώ. Αν με νιώσουν να διαβιβάζω, θα νομίσουν ότι είναι αυτή που βρίσκεται εκεί μέσα». Έσμιξε τα φρύδια και δάγκωσε το κάτω χείλος της. Πόσες ήταν εκεί μέσα; Μπορούσε να κάνει ταυτοχρόνως τρία ή τέσσερα πράγματα με τη Δύναμη, κάτι στο οποίο μπορούσαν να τη συναγωνιστούν μόνο η Εγκουέν και η Νυνάβε. Ανέτρεξε στις Αντορανές βασίλισσες που είχαν δείξει θάρρος ενώπιον μεγάλων κινδύνων και συνειδητοποίησε ότι ήταν ένας κατάλογος με όλες τις βασίλισσες του Άντορ. Κάποια μέρα θα γίνω βασίλισσα· θα είμαι γενναία σαν κι αυτές. Προετοίμασε τον εαυτό της. «Άνοιξε απότομα τις πόρτες, Εγκήνιν, και μετά πέσε κάτω για να βλέπω παντού», είπε. Η Σωντσανή δίστασε. «Άνοιξε τις πόρτες, Εγκήνιν». Η φωνή της την ξάφνιασε. Δεν είχε προσπαθήσει να την αλλάξει, αλλά ήταν ήσυχη, γαλήνια, προστακτική. Η Εγκήνιν ένευσε, φάνηκε έτοιμη να υποκλιθεί και αμέσως άνοιξε διάπλατα και τις δύο πόρτες.

«Οι μηροί μου είναι γεροί σαν αλυσίδα άγκυρας.

Το φιλί μου μπορεί να τσακίσει —»

Η τραγουδίστρια με τις μαύρες κοτσίδες, που στεκόταν τυλιγμένη σε ροές Αέρα ως το λαιμό, φορώντας μια λεκιασμένη, τσαλακωμένη, Ταραμπονέζικη εσθήτα από κόκκινο μετάξι, έκοψε το τραγούδι στη μέση όταν βρόντηξαν οι πόρτες. Μια λεπτεπίλεπτη γυναίκα, που καθόταν νωχελικά σε ένα μακρύ ανάκλιντρο με μαλακή επένδυση, φορώντας ένα ουρανί φόρεμα με ψηλό λαιμό σε Καιρχινό κόψιμο, σταμάτησε να κουνά το κεφάλι στο σκοπό και πετάχτηκε όρθια, ενώ το χαμόγελο στο αλεπουδίσιο πρόσωπό της έδινε τη θέση του στην οργή.

Η λάμψη του σαϊντάρ αμέσως περιέβαλλε την Τεμάιλε, αλλά δεν είχε καμία ελπίδα. Φρικιάζοντας μπροστά σ' αυτό που έβλεπε, η Ηλαίην αγκάλιασε την Αληθινή Πηγή και εξαπέλυσε με δύναμη ροές Αέρα, τυλίγοντάς την από τους ώμους ως τους αστραγάλους, ενώ παράλληλα ύφανε μια μόνωση από Πνεύμα και την έβαλε ανάμεσα στη γυναίκα και την Πηγή. Η λάμψη γύρω από την Τεμάιλε χάθηκε· η γυναίκα εκσφενδονίστηκε πάνω από το ανάκλιντρο σαν να την είχε χτυπήσει ένα άλογο που κάλπαζε, τα μάτια της γύρισαν και προσγειώθηκε ανάσκελα και αναίσθητη τρία βήματα πιο πέρα, στο χρυσοπράσινο χαλί. Η γυναίκα με τις μαύρες κοτσίδες τινάχτηκε καθώς οι ροές γύρω της εξαφανίζονταν· ψηλάφισε το σώμα της με απορία και κατάπληξη, ενώ το βλέμμα της στρεφόταν από την Τεμάιλε στην Ηλαίην και την Εγκήνιν.

Η Ηλαίην στερέωσε την ύφανση που κρατούσε την Τεμάιλε και έτρεξε στο δωμάτιο, ψάχνοντας με το βλέμμα μήπως υπήρχαν και άλλες του Μαύρου Άτζα. Πίσω της, η Εγκήνιν έκλεισε την πόρτα. Δεν φαινόταν να υπάρχει άλλη. «Ήταν μόνη της;» ρώτησε τη γυναίκα με τα κόκκινα ρούχα. Ήταν η Πανάρχισσα, σύμφωνα με την περιγραφή της Νυνάβε. Κάτι είχε πει για ένα τραγούδι η Νυνάβε.

«Δεν είστε... μαζί τους;» είπε διστακτικά η Αμάθιρα, καθώς τα μαύρα μάτια της περιεργάζονταν τα φορέματά τους. «Είστε κι εσείς Άες Σεντάι;» Έμοιαζε να αμφιβάλει γι’ αυτό, παρά την απόδειξη της πεσμένης Τεμάιλε. «Αλλά όχι μαζί τους;»

«Ήταν μόνη της;» είπε κοφτά η Ηλαίην και η Αμάθιρα αναπήδησε.

«Ναι. Μόνη. Ναι, η...» Η Πανάρχισσα έκανε μια γκριμάτσα. «Οι άλλες με ανάγκαζαν να κάθομαι στο θρόνο μου και να λέω τα λόγια που μου έβαζαν στο στόμα. Διασκέδαζαν βάζοντας με άλλοτε να απονέμω δικαιοσύνη και άλλοτε να προκαλώ φρικτές αδικίες, να παίρνω αποφάσεις που θα προκαλούν διχόνοια επί γενιές, αν δεν τις διορθώσω. Αυτή, όμως!» Το σαρκώδες στόμα άνοιξε με μια άγρια έκφραση. «Αυτήν, την έβαλαν να με προσέχει. Με πονάει μόνο και μόνο για να με δει να κλαίω. Με έβαλε να φάω ένα ολόκληρο δίσκο παγοπιπεριές και δεν με άφησε να πιω σταγόνα νερό, παρά μόνο όταν την ικέτεψα γονατιστή, ενώ αυτή γελούσε! Στα όνειρά μου με σηκώνει από τους αστραγάλους στην κορυφή του Πύργου της Αυγής και με πετάει κάτω. Είναι όνειρο, αλλά μοιάζει αληθινό και κάθε φορά με αφήνει να πλησιάσω περισσότερο το έδαφος, ενώ τσιρίζω. Με βάζει να μαθαίνω αισχρούς χορούς και βρώμικα τραγούδια, και μου λέει γελώντας ότι, πριν φύγουν, θα με βάλει να τραγουδήσω και να χορέψω για να ψυχαγωγήσω τους —» Ούρλιαξε σαν γάτα σε καβγά, πέρασε πάνω από το ανάκλιντρο και έπεσε πάνω στη δεμένη γυναίκα, χαστουκίζοντάς τη με μανία και γρονθοκοπώντας την.

Η Εγκήνιν, που στεκόταν μπροστά στις πόρτες με τα χέρια σταυρωμένα, δεν φαινόταν να θέλει να το σταματήσει αυτό, αλλά η Ηλαίην ύφανε ροές Αέρα γύρω από τη μέση της Αμάθιρα. Προς μεγάλη της έκπληξη, μπόρεσε να τη σηκώσει από την αναίσθητη γυναίκα και να τη στήσει στα πόδια της. Ίσως να είχε αυξηθεί η δύναμη της μαθαίνοντας από την Τζόριν πώς να χειρίζεται εκείνες τις χοντρές υφάνσεις.

Η Αμάθιρα έκανε να κλωτσήσει με τα γοβάκια της την Τεμάιλε και όταν δεν τα κατάφερε, γύρισε κι αγριοκοίταξε την Ηλαίην και την Εγκήνιν. «Είμαι η Πανάρχισσα του Τάραμπον και αυτή η γυναίκα θα τιμωρηθεί όπως της αξίζει!» Το τριανταφυλλένιο στόμα είχε σουφρώσει με πίκρα. Δεν σεβόταν η γυναίκα τον εαυτό της, το αξίωμά της; Ήταν ισάξια του βασιλιά, κυβερνούσε!

«Κι εγώ είμαι η Άες Σεντάι που ήρθε να σε σώσει», είπε ψυχρά η Ηλαίην. Συνειδητοποίησε ότι κρατούσε ακόμα το δίσκο και τον άφησε βιαστικά στο πάτωμα. Η Αμάθιρα δυσκολευόταν να δει πέρα από τις στολές των υπηρετών που φορούσαν, ας μη τη δυσκόλευε περισσότερο. Το πρόσωπο της Τεμάιλε είχε πάρει ένα κόκκινο χρώμα· όταν ξυπνούσε, θα είχε μελανάδες. Σίγουρα όχι όσες της έπρεπαν. Η Ηλαίην ευχήθηκε να μπορούσαν να πάρουν την Τεμάιλε μαζί τους. Να μπορούσαν να φέρουν έστω και μία στον Πύργο, για να αντιμετωπίσει τη δικαιοσύνη εκεί. «Ήρθαμε —διατρέχοντας μεγάλο κίνδυνο!― να σε πάρουμε από δω. Μετά θα μπορέσεις να ειδοποιήσεις τον Άρχοντα Διοικητή της Λεγεώνας της Πανάρχισσας, κι επίσης τον Άντρικ με το στρατό του, και να αναζητήσεις αυτές τις γυναίκες. Ίσως να είμαστε τυχερές και να καταφέρουμε να πάρουμε μερικές για να δικαστούν. Πρώτα, όμως, πρέπει να σε γλιτώσουμε απ' αυτές».

«Δεν έχω ανάγκη τον Άντρικ», μουρμούρισε η Αμάθιρα. Η Ηλαίην θα ορκιζόταν ότι παραλίγο να προσθέσει τη λέξη «τώρα». «Γύρω από το παλάτι υπάρχουν στρατιώτες της Λεγεώνας μου. Το ξέρω. Δεν μου επέτρεψαν να τους μιλήσω, αλλά όταν με δουν, όταν ακούσουν τη φωνή μου, θα κάνουν ό,τι πρέπει να γίνει, ναι; Εσείς οι Άες Σεντάι δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τη Μία Δύναμη για να κάνετε κακό...» Η φωνή της έσβησε, καθώς κοίταζε βλοσυρά την αναίσθητη Τεμάιλε. «Μάλλον δεν μπορείτε να τη χρησιμοποιήσετε σαν όπλο, ναι; Το ξέρω».

Η Ηλαίην ξαφνιάστηκε και η ίδια όταν ύφανε μικρές ροές αέρα, μία για κάθε κοτσίδα της Αμάθιρα. Οι κοτσίδες υψώθηκαν ευθεία πάνω στον αέρα και η ανόητη με το σουφρωμένο στόμα δεν είχε άλλη επιλογή από το να τις ακολουθήσει, ώσπου στάθηκε στις μύτες των ποδιών. Η Ηλαίην την έκανε να προχωρήσει έτσι, στις μύτες των ποδιών, ώσπου η γυναίκα στάθηκε μπροστά της, με τα μαύρα μάτια της διάπλατα ανοιχτά και αγανακτισμένα.

«Άκουσε αυτό που σου λέω, Πανάρχισσα Αμάθιρα του Τάραμπον», είπε με έναν παγερό τόνο. «Αν κάνεις να βγεις από δω για να πας στους στρατιώτες σου, οι συνεργάτιδες της Τεμάιλε θα σε δέσουν κόμπο και θα σε παραδώσουν πάλι στα χέρια της. Το χειρότερο είναι ότι θα μάθουν ότι είμαστε εδώ εγώ και οι φίλες μου, και δεν θα το επιτρέψω. Θα βγούμε από δω αθόρυβα κι αν δεν συμφωνήσεις, θα σε δέσω, θα σε φιμώσω και θα σε αφήσω πλάι στην Τεμάιλε για να σε βρουν οι φίλες της». Θα έπρεπε να υπάρχει τρόπος για να πάρουν από κει και την Τεμάιλε. «Με καταλαβαίνεις;»

Η Αμάθιρα έκανε ένα μικρό νεύμα, έτσι που τη σήκωναν οι κοτσίδες. Η Ηλαίην άφησε έναν επιδοκιμαστικό ήχο.

Η Ηλαίην έλυσε τις ροές· τα τακούνια της άλλης χτύπησαν στο δάπεδο. «Για να δούμε μήπως βρούμε τίποτα κατάλληλο να φορέσεις για να φύγεις κρυφά». Η Αμάθιρα ένευσε πάλι, όμως το στόμα της ήταν ακόμα σουφρωμένο. Η Ηλαίην έλπισε να τα πήγαινε καλύτερα η Νυνάβε.


Η Νυνάβε μπήκε στη μεγάλη αίθουσα με τα εκθέματα και τις πολυπληθείς, λεπτές κολώνες, κουνώντας ήδη το ξεσκονιστήρι της. Αυτή η συλλογή σίγουρα ήθελε συνέχεια ξεσκόνισμα και οπωσδήποτε κανένας δεν θα έριχνε δεύτερη ματιά σε μια γυναίκα που έκανε τη δουλειά της. Κοίταξε ολόγυρα και το βλέμμα της στάθηκε σε κάτι κόκαλα, ενωμένα με σύρμα, που έμοιαζαν με ψηλό άλογο, του οποίου ο λαιμός ορθωνόταν οκτώ μέτρα ψηλά. Ο πελώριος θάλαμος εκτεινόταν άδειος από ανθρώπους προς όλες τις κατευθύνσεις.

Μπορεί, όμως, να έμπαινε κάποιος ανά πάσα στιγμή ― υπηρέτες που στ' αλήθεια είχαν σταλεί για να τον καθαρίσουν, ή η Λίαντριν και η παρέα της για να ψάξουν. Κρατώντας επιδεικτικά το ξεσκονιστήρι, για κάθε περίπτωση, έτρεξε στο λευκό, πέτρινο βάθρο που είχε το μουντό μαύρο περιλαίμιο και τα βραχιόλια. Συνειδητοποίησε ότι κρατούσε την ανάσα της μόνο όταν την άφησε να βγει, βλέποντας ότι αυτό που ήθελε βρισκόταν ακόμα εκεί. Η γυάλινη προθήκη που είχε τη σφραγίδα του κουεντιγιάρ βρισκόταν πενήντα βήματα παραπέρα, όμως αυτό προηγούνταν.

Πέρασε πάνω από το λευκό, μεταξωτό σκοινί, που ήταν χοντρό σαν τον καρπό της, και άγγιξε το πλατύ, αρθρωτό περιλαίμιο. Οδυρμός. Αγωνία. Θρήνος. Όλα αυτά κύλησαν μέσα της· θέλησε να κλάψει. Τι πράγμα ήταν αυτό, που μπορούσε να απορροφήσει τόσο πόνο; Τράβηξε το χέρι και αγριοκοίταξε το μαύρο μέταλλο. Είχε φτιαχτεί για να ελέγχει έναν άντρα που μπορούσε να διαβιβάζει. Η Λίαντριν και οι Μαύρες αδελφές της σκόπευαν να το χρησιμοποιήσουν για να ελέγξουν τον Ραντ, να τον φέρουν στη Σκιά, να τον αναγκάσουν να υπηρετήσει τον Σκοτεινό. Ένα συγχωριανό της να τον ελέγχει και να τον χρησιμοποιεί μια Άες Σεντάι! Μαύρο Άτζα, αλλά δεν έπαυαν να είναι Άες Σεντάι, σαν τη Μουαραίν με τις μηχανορραφίες της! Και η Εγκήνιν, που με έκανε να συμπαθήσω μια βρωμερή Σωντσανή!

Συνειδητοποίησε πόσο αταίριαστη και ξαφνική ήταν αυτή η τελευταία σκέψη· κατάλαβε ότι θύμωνε εσκεμμένα τον εαυτό της, θύμωνε αρκετά για να διαβιβάσει. Αγκάλιασε την Πηγή· τη γέμισε η Δύναμη. Και μια υπηρέτρια με το δέντρο και το φύλλο στον ώμο μπήκε στην αίθουσα με τις κολώνες.

Η Νυνάβε στάθηκε και περίμενε, τρέμοντας από την ανάγκη να διαβιβάσει, χαϊδεύοντας με τα φτερά το περιλαίμιο και τα βραχιόλια. Η υπηρέτρια προχωρούσε στα ανοιχτόχρωμα πλακάκια· σε λίγο θα έφευγε και η Νυνάβε θα μπορούσε να... Τι; Θα έχωνε αυτά τα αντικείμενα στο θύλακο της ζώνης της για να τα πάρει, αλλά...

Η υπηρέτρια θα έφευγε; Γιατί σκέφτηκα ότι θα φύγει κι όχι ότι θα μείνει να κάνει δουλειά; Κοίταξε λοξά τη γυναίκα, που ερχόταν προς το μέρος της. Φυσικά. Δεν είχε σκούπα ή σφουγγαρίστρα, δεν είχε ξεσκονιστήρι, ούτε καν μια πατσαβούρα. Για όποιο λόγο κι αν ήρθε, δεν θα αργήσει να...

Ξαφνικά, είδε καθαρά το πρόσωπο της γυναίκας. Αδρό και συμπαθητικό, με μαύρες κοτσίδες να το αγκαλιάζουν· χαμογελούσε σχεδόν φιλικά, αλλά δεν έδινε σημασία στη Νυνάβε. Δεν ήταν διόλου απειλητικό. Δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο, αλλά το ήξερε.

Πριν το συνειδητοποιήσει, είχε ήδη επιτεθεί, υφαίνοντας μια ροή Αέρα σκληρή σαν σφυρί για να τσακίσει αυτό το πρόσωπο. Μέσα σε μια στιγμή, η λάμψη του σαϊντάρ περιέβαλε την άλλη γυναίκα, τα χαρακτηριστικά της άλλαξαν —τώρα ήταν πιο αριστοκρατικά, πιο περήφανα, το πρόσωπο της Μογκέντιεν όπως το θυμόταν· επίσης, έδειχνε ξαφνιασμένη που δεν είχε ζυγώσει τη Νυνάβε απαρατήρητη― και η ροή της Νυνάβε κόπηκε σαν με ξυράφι. Η Νυνάβε παραπάτησε από το απότομο τίναγμα της ροής, σαν να είχε δεχθεί απτό πλήγμα, και η Αποδιωγμένη τη χτύπησε με μια πολύπλοκη ύφανση Πνεύματος, με πινελιές Νερού και Αέρα. Η Νυνάβε δεν είχε ιδέα τι σκοπό εξυπηρετούσε αυτή η ύφανση· προσπάθησε απεγνωσμένα να την κόψει με μια αιχμηρή ύφανση Πνεύματος, όπως είχε δει να κάνει η άλλη γυναίκα. Για μια στιγμή ένιωσε αγάπη, αφοσίωση, λατρεία για αυτή την υπέροχη γυναίκα, που καταδεχόταν να της επιτρέψει να...

Η πολύπλοκη ύφανση άνοιξε και η Μογκέντιεν σκόνταψε. Μια απόχρωση έμεινε στο μυαλό της Νυνάβε, η θύμηση ότι μόλις πριν από λίγο την παρακαλούσε, την ικέτευε να την ευχαριστήσει, επαναλαμβάνοντας αυτό που είχε γίνει στην πρώτη συνάντηση τους· η οργή της κόρωσε. Εμφανίστηκε η κοφτερή σαν μαχαίρι ασπίδα που η Εγκουέν είχε χρησιμοποιήσει για να σιγανέψει την Αμίκο Ναγκογίν, περισσότερο όπλο παρά ασπίδα, και εκτοξεύθηκε προς τη Μογκέντιεν — και αποκρούστηκε, με το υφασμένο Πνεύμα να αντιμάχεται το υφασμένο Πνεύμα, στα πρόθυρα να αποκόψει τη Μογκέντιεν από την Πηγή για πάντα. Ακολούθησε η αντεπίθεση της Αποδιωγμένης, άγριες τσεκουριές, που ήθελαν να κόψουν τη Νυνάβε με τον ίδιο τρόπο, Για πάντα. Η Νυνάβε την απέκρουσε απεγνωσμένα.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι κάτω από το θυμό της ήταν έντρομη. Για να αποκρούσει την προσπάθεια της άλλης γυναίκας να τη σιγανέψει, προσπαθώντας την ίδια στιγμή να της κάνει το ίδιο, έβαζε όλο της τον εαυτό. Η Δύναμη κόχλαζε μέσα της, της φαινόταν ότι θα έσκαγε· τα γόνατά της έτρεμαν από την προσπάθεια που κατέβαλλε να μείνει όρθια. Κι όλη η Δύναμη πήγαινε σε εκείνα τα δύο· δεν της περίσσευε ούτε για να ανάψει ένα κερί. Το τσεκούρι από Πνεύμα της Μογκέντιεν πότε γινόταν κοφτερό και πότε στόμωνε, όμως αυτό δεν θα έπαιζε ρόλο αν κατόρθωνε να πετύχει το στόχο της· η Νυνάβε δεν έβρισκε διαφορά ανάμεσα στο να σιγανευτεί ή απλώς —απλώς!― να βρεθεί αποκομμένη από την Αληθινή Πηγή, στο έλεος της άλλης. Αυτό το πράγμα άγγιζε τη ροή της Δύναμης που ερχόταν μέσα της από την Πηγή, σαν μαχαίρι αιωρούμενο πάνω από λαιμό κοτόπουλου· η εικόνα ήταν πολύ ταιριαστή, ευχήθηκε να μην την είχε σκεφτεί. Στο βάθος του μυαλού της, μια φωνούλα παραληρούσε. Αχ, Φως μου, μην την αφήσεις να το κάνει. Μην την αφήσεις. Φως μου, σε παρακαλώ, όχι αυτό!

Για μια στιγμή σκέφτηκε να εγκαταλείψει την προσπάθεια να αποκόψει τη Μογκέντιεν —αν μη τι άλλο, αναγκαζόταν συνεχώς να δίνει στο όπλο της την αιχμή ξυραφιού· οι υφασμένες ροές δεν ήθελαν να διατηρήσουν την κόψη τους― και να χρησιμοποιήσει τη δύναμή της για να απωθήσει την επίθεση της Μογκέντιεν, να την κατατροπώσει ίσως. Αλλά αν το έκανε, τότε η άλλη γυναίκα δεν θα χρειαζόταν πια να αμύνεται· θα πρόσθετε τη δύναμη εκείνη στην επίθεσή της. Και ήταν μια Αποδιωγμένη. Όχι απλώς μια Μαύρη αδελφή. Ήταν μια γυναίκα που είχε δει Άες Σεντάι στην Εποχή των Θρύλων, τότε που οι Άες Σεντάι μπορούσαν να κάνουν πράγματα που τώρα δεν τα ονειρευόταν καν. Αν η Μογκέντιεν έστρεφε όλη της τη δύναμη εναντίον της...

Αν έμπαινε ένας άντρας εκείνη τη στιγμή, ή μια γυναίκα που δεν μπορούσε να διαβιβάζει, θα έβλεπε μόνο δύο γυναίκες να αντικρίζονται πάνω από το λευκό, μεταξωτό σκοινί από απόσταση το πολύ τριών μέτρων. Δύο γυναίκες που ατένιζαν η μια την άλλη σε μια πελώρια αίθουσα γεμάτη με παράξενα πράγματα. Δεν θα έβλεπαν κάτι που θα τους έκανε να πουν ότι ήταν μονομαχία. Δεν χοροπηδούσαν πέρα-δώθε σπαθίζοντας, όπως έκαναν οι άντρες, δεν έσπαζαν, δεν χαλούσαν τίποτα. Ήταν μόνο δύο γυναίκες που στέκονταν εκεί. Μα ήταν σωστή μονομαχία και ίσως μέχρι θανάτου. Εναντίον μιας Αποδιωγμένης.

«Μου χάλασες όλα τα προσεγμένα σχέδια», είπε απότομα η Μογκέντιεν με θυμωμένη φωνή, ενώ τα ασπρισμένα δάχτυλά της έσφιγγαν τη φούστα της. «Στην καλύτερη περίπτωση, θα κάνω αμέτρητους κόπους για να τα ξαναβάλω όλα όπως ήταν, Νυνάβε αλ'Μεάρα. Ήταν μια πολύ βολική κρυψώνα αυτή κι εκείνες οι τυφλές έχουν ορισμένα πολύ χρήσιμα αντικείμενα στην κατοχή τους, παρ' όλο που δεν —» Κούνησε το κεφάλι, τα χείλη της τραβήχτηκαν με μια άγρια έκφραση και αποκάλυψαν τα δόντια της. «Αυτή τη φορά λέω να σε πάρω μαζί μου. Το βρήκα. Θα σε κρατήσω για ζωντανή σκαλίτσα. Θα σε βγάζω να κάθεσαι γονατιστή, στα τέσσερα, για να πατάω στην πλάτη σου και να ανεβαίνω στη σέλα. Ή ίσως να σε δώσω στον Ράχβιν. Πάντα ξεπληρώνει τη χάρη που του έχεις κάνει. Έχει μια όμορφη βασίλισσα να τον διασκεδάζει τώρα, όμως ανέκαθεν η αδυναμία του ήταν οι όμορφες γυναίκες. Του αρέσει να έχει τρεις ή τέσσερις μαζί, να τον περιποιούνται. Πώς σου φαίνεται; Θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου παλεύοντας για την εύνοια του Ράχβιν. Θα το ζητάς, όταν σε πιάσει στα χέρια του· έχει κάτι δικά του κολπάκια. Ναι, πιστεύω ότι θα σε αποκτήσει ο Ράχβιν».

Θυμός πλημμύρισε τη Νυνάβε. Ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι στο πρόσωπό της και τα πόδια της έτρεμαν λες και θα λύγιζαν, αλλά ο θυμός της έδωσε δύναμη. Οργισμένη, κατόρθωσε να σπρώξει το όπλο από Πνεύμα μια τρίχα κοντύτερα στο να αποκόψει τη Μογκέντιεν από την Πηγή, αλλά μετά η άλλη τη σταμάτησε ξανά.

«Ανακάλυψες, λοιπόν, το στολίδι πίσω σου», είπε η Μογκέντιεν σε μια στιγμή ευαίσθητης ισορροπίας. Ήταν παράξενο, αλλά η φωνή της είχε έναν τόνο φιλικής συζήτησης. «Αναρωτιέμαι πώς το κατάφερες. Δεν έχει σημασία. Ήρθες να το πάρεις; Να το καταστρέψεις ίσως; Δεν μπορείς να το καταστρέψεις. Δεν είναι μέταλλο, αλλά μια μορφή του κουεντιγιάρ. Ακόμα και η μοιροφωτιά δεν μπορεί να καταστρέψει το κουεντιγιάρ. Κι αν σκοπεύεις να το χρησιμοποιήσεις, έχει ορισμένα... ας πούμε, μειονεκτήματα; Είναι αλήθεια ότι με το περιλαίμιο σ' έναν άντρα που διαβιβάζει, μια γυναίκα που φορά τα βραχιόλια μπορεί να τον βάλει να κάνει ό,τι θέλει, αλλά αυτό δεν θα τον εμποδίσει να τρελαθεί. Επίσης, υπάρχει μια αντίστροφη ροή· στο τέλος θα μπορεί να ελέγχει και σένα, άρα θα καταλήξεις να παλεύεις διαρκώς. Καθόλου ευχάριστο, καθώς θα τρελαίνεται. Φυσικά, μπορείς να δίνεις τα βραχιόλια σε άλλες, ώστε να μην εκτεθεί πολύ η μία, όμως αυτό σημαίνει ότι θα τον εμπιστευτείς σε μια άλλη. Οι άντρες είναι πάντα πολύ καλοί στη βία· γίνονται υπέροχα όπλα. Ή αλλιώς μπορούν δύο γυναίκες να φοράνε από ένα βραχιόλι, αν έχεις κάποια που να εμπιστεύεσαι· αυτό επιβραδύνει πολύ τη διάχυση, απ' όσο ξέρω, αλλά επίσης μειώνει τον έλεγχο που έχεις, ακόμα κι αν δουλεύετε τελείως συγχρονισμένα. Στο τέλος θα καταλήξετε να παλεύετε μεταξύ σας για τον έλεγχο κι η καθεμιά σας θα τον χρειάζεται για να αφαιρέσει το βραχιόλι της, όπως αυτός θα σας χρειάζεται για να αφαιρέσει το περιλαίμιο». Έγειρε το κεφάλι και ύψωσε το φρύδι ερωτηματικά. «Τα παρακολουθείς όλα αυτά, ελπίζω; Το να ελέγχεις τον Λουζ Θέριν —τον Ραντ αλ'Θόρ, όπως είναι γνωστός τώρα― θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο, αλλά αξίζει το τίμημα; Τώρα καταλαβαίνεις γιατί άφησα το περιλαίμιο και τα βραχιόλια εκεί που είναι».

Τρέμοντας για να χειριστεί τη Δύναμη, για να διατηρήσει τις υφασμένες ροές της, η Νυνάβε συνοφρυώθηκε. Γιατί της τα έλεγε αυτά; Νόμιζε ότι δεν θα είχε σημασία, μιας και θα νικούσε; Γιατί η ξαφνική αλλαγή από οργή σε κουβεντούλα; Υπήρχε ιδρώτας και στο πρόσωπο της Μογκέντιεν. Αρκετός ιδρώτας, που γέμιζε στάλες το πλατύ της μέτωπο και κυλούσε στα μάγουλά της.

Ξαφνικά, στο νου της Νυνάβε όλα άλλαξαν. Η φωνή της Μογκέντιεν δεν ήταν σφιγμένη από θυμό· ήταν σφιγμένη από την ένταση. Η Μογκέντιεν δεν θα της εξαπέλυε ξαφνικά όλη της τη δύναμη· το έκανε ήδη. Κατέβαλλε τις ίδιες προσπάθειες με αυτήν. Η Νυνάβε αντιμετώπιζε μια από τους Αποδιωγμένους και αντί εκείνη να τη μαδήσει σαν χήνα για το δείπνο, δεν είχε χάσει φτερό. Αντιμετώπιζε μια Αποδιωγμένη με ίσες δυνάμεις! Η Μογκέντιεν προσπαθούσε να της αποσπάσει την προσοχή, να βρει ένα άνοιγμα, πριν στερέψει η δύναμή της! Μακάρι να μπορούσε να το κάνει και η ίδια. Πριν στερέψει η δική της δύναμη.

«Αναρωτιέσαι πού τα ξέρω αυτά; Το περιλαίμιο και τα βραχιόλια έγιναν αφότου με... Τέλος πάντων, δεν θα πούμε γι' αυτά. Από τη στιγμή που ελευθερώθηκα, το πρώτο που έκανα ήταν να αναζητήσω πληροφορίες για τις τελευταίες μέρες. Για τα τελευταία χρόνια, για την ακρίβεια. Υπάρχουν πολλά απομεινάρια εδώ κι εκεί, που δεν βγάζουν νόημα για όσους δεν ξέρουν γενικά περί τίνος πρόκειται. Η Εποχή των Θρύλων. Τι γραφικό όνομα που δώσατε στον καιρό μου. Αλλά ακόμα και οι πιο ευφάνταστες ιστορίες σας δεν αφήνουν να εννοηθούν ούτε τα μισά. Είχα ζήσει πάνω από διακόσια χρόνια όταν άνοιξε το Πηγάδι κι ήμουν ακόμα νέα για Άες Σεντάι. Οι “θρύλοι” σας είναι μια ωχρή ανάμνηση όσων μπορούσαμε να κάνουμε. Ένα θα σου πω...»

Η Νυνάβε έπαψε να την ακούει. Έναν τρόπο να της αποσπάσει την προσοχή. Ακόμα κι αν σκεφτόταν κάτι να πει, η Μογκέντιεν θα ήταν προετοιμασμένη απέναντι στη μέθοδο που χρησιμοποιούσε και η ίδια. Δεν μπορούσε να διαθέσει ούτε λίγη δύναμη για μια λεπτή ύφανση, έστω σαν νήμα, όπως δεν μπορούσε να το κάνει... Δεν μπορούσε να το κάνει ούτε η Μογκέντιεν. Μια γυναίκα από την Εποχή των Θρύλων, μια γυναίκα που ήταν συνηθισμένη από καιρό να χρησιμοποιεί τη Μία Δύναμη. Ίσως να ήταν συνηθισμένη να κάνει τα πάντα με τη Δύναμη πριν αιχμαλωτιστεί. Έτσι που κρυβόταν από τότε που είχε απελευθερωθεί, πόσο συνηθισμένη ήταν να κάνει πράγματα δίχως τη Δύναμη;

Η Νυνάβε άφησε τα πόδια της να λυγίσουν. Άφησε το ξεσκονιστήρι να πέσει και αρπάχτηκε από το βάθρο για να στηριχτεί. Δεν ήταν τελείως προσποιητό.

Η Μογκέντιεν χαμογέλασε και έκανε ένα βήμα πιο κοντά. «... ταξιδεύαμε σε άλλους κόσμους, ακόμα και σε κόσμους στον ουρανό. Ξέρεις ότι τα άστρα είναι...» Τόσο σίγουρο αυτό το χαμόγελο. Τόσο θριαμβευτικό.

Η Νυνάβε άρπαξε το περιλαίμιο, χωρίς να δίνει σημασία στα βασανιστικά συναισθήματα που χύθηκαν μέσα της, και το εκσφενδόνισε ― όλα με μια κίνηση.

Η Αποδιωγμένη μόλις που είχε προλάβει να πάρει μια σαστισμένη έκφραση, όταν ο πλατύς, μαύρος κύκλος τη χτύπησε ανάμεσα στα μάτια. Δεν ήταν δυνατό το χτύπημα, σίγουρα δεν έφτανε για να την κάνει να λιποθυμήσει, αλλά ήταν αναπάντεχο. Η Μογκέντιεν έχασε τον έλεγχο των υφασμένων ροών της, λιγάκι μόνο, μονάχα για μια στιγμή. Αλλά εκείνη τη στιγμή η ισορροπία ανάμεσά τους άλλαξε. Η ασπίδα του Πνεύματος γλίστρησε ανάμεσα στη Μογκέντιεν και την Πηγή· ο φωτοστέφανος που την περιέβαλλε έσβησε.

Τα μάτια της γυναίκας γούρλωσαν. Η Νυνάβε περίμενε ότι θα πηδούσε στο λαιμό της· η ίδια αυτό θα έκανε. Αντίθετα, η Μογκέντιεν σήκωσε τα φουστάνια ως τα γόνατα και άρχισε να τρέχει.

Τώρα που δεν ήταν ανάγκη να αμύνεται, η Νυνάβε χρειάστηκε ελάχιστη δύναμη για να υφάνει Αέρα γύρω από τη γυναίκα που το έσκαγε. Η Αποδιωγμένη πάγωσε ανάμεσα σε δυο δρασκελιές.

Η Νυνάβε στερέωσε βιαστικά την ύφανσή της. Τα είχε καταφέρει. Αντιμετώπισα μια Αποδιωγμένη και τη νίκησα, σκέφτηκε κατάπληκτη. Κοιτώντας τη γυναίκα, που από το λαιμό και κάτω τη συγκρατούσε Αέρας συμπαγής σαν πέτρα, βλέποντάς τη να γέρνει στο ένα της πόδι, της ήταν δύσκολο να το πιστέψει. Εξετάζοντας αυτό που είχε κάνει, είδε ότι η νίκη δεν ήταν όσο απόλυτη ήθελε. Η ασπίδα είχε χάσει την κόψη της πριν πετύχει το στόχο. Η Μογκέντιεν ήταν αιχμαλωτισμένη και φραγμένη, αλλά όχι σιγανεμένη.

Προσπαθώντας να μην τρεκλίσει, πήγε μπροστά στην άλλη γυναίκα. Η Μογκέντιεν ακόμα είχε βασιλική θωριά, όμως ήταν μια φοβισμένη βασίλισσα, που έγλειφε τα χείλη και κοίταζε δεξιά-αριστερά πανικόβλητη. «Αν... αν με ε-ελευθερώσεις, θ-θα βρούμε μ-μια λύση. Υπάρχουν π-πολλά που μπορώ να σου δ-διδάξω —»

Η Νυνάβε τη διέκοψε άσπλαχνα, υφαίνοντας ένα φίμωτρο από Αέρα, που ακινητοποίησε τα σαγόνια της γυναίκας ανοιχτά όπως ήταν. «Μια ζωντανή σκαλίτσα. Έτσι δεν είπες; Νομίζω ότι είναι καλή η ιδέα. Μ' αρέσει η ιππασία». Χαμογέλασε στη γυναίκα, της οποίας τα μάτια έμοιαζαν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους.

Ζωντανή σκάλα, αν ήταν δυνατόν! Όταν θα δίκαζαν τη Μογκέντιεν στον Πύργο και θα τη σιγάνευαν —δεν υπήρχε αμφιβολία για την ποινή που θα επέβαλλαν σε μια Αποδιωγμένη― σίγουρα θα την έβαζαν να κάνει κάποια χρήσιμη δουλειά στα μαγειρεία, στους κήπους ή στους στάβλους. Θα την έβγαζαν έξω μόνο για να δείξουν ότι ακόμα και οι Αποδιωγμένοι δεν μπορούσαν να γλιτώσουν από τη δικαιοσύνη, ότι αντιμετωπίζονταν όπως όλοι οι υπηρέτες, μόνο που φυλάσσονταν καλύτερα. Άσ' τη να πιστεύει ότι η Νυνάβε ήταν ανηλεής σαν κι εκείνη. Άσ' τη να το πιστεύει αυτό, μέχρι να έρθει η στιγμή που θα ερχόταν ενώπιον της...

Η Νυνάβε στράβωσε το στόμα. Η Μογκέντιεν δεν θα ερχόταν ενώπιον της δικαιοσύνης, τουλάχιστον όχι τώρα. Εκτός αν έβρισκε τρόπο να τη βγάλει από το Παλάτι της Πανάρχισσας. Η γυναίκα φάνηκε να πιστεύει ότι η γκριμάτσα της προμήνυε κάτι άσχημο· δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και το στόμα της κουνήθηκε, προσπαθώντας να βγάλει λέξεις μέσα από το φίμωτρο.

Αηδιασμένη με τον εαυτό της, η Νυνάβε πλησίασε με ασταθές βήμα εκεί που ήταν το περιλαίμιο και το έχωσε γρήγορα στο θύλακο της τσέπης της, πριν την αγγίξουν πολύ τα ασυγκράτητα συναισθήματα. Ακολούθησαν τα βραχιόλια, με την ίδια αίσθηση οδύνης και θλίψης. Ήμουν έτοιμη να τη βασανίσω, κάνοντάς τη να πιστέψει ότι θα τη βασάνιζα! Είναι βέβαιο ότι το αξίζει, μα εγώ δεν κάνω τέτοια πράγματα. Ή κάνω; Άραγε δεν είμαι καλύτερη από την Εγκήνιν;

Έστριψε απότομα, οργισμένη που είχε σκεφτεί τέτοια ερώτηση, και προσπέρασε τη Μογκέντιεν για να πάει στη γυάλινη προθήκη. Κάποιος τρόπος θα υπήρχε για να λογοδοτήσει αυτή η γυναίκα στη δικαιοσύνη.

Στη θήκη υπήρχαν επτά αγαλματάκια. Επτά, και έλειπε η σφραγίδα.

Για μια στιγμή, πάγωσε κοιτάζοντας. Ένα αγαλματάκι στεκόταν εκεί που βρισκόταν πριν η σφραγίδα, στο κέντρο της προθήκης, ένα παράξενο ζώο με σουλούπι περίπου σαν του γουρουνιού, αλλά με μεγάλη, στρογγυλή μουσούδα και κοντόχοντρα πόδια. Ξαφνικά τα μάτια της στένεψαν. Δεν ήταν πράγματι εκεί· ήταν υφασμένο από Αέρα και Φωτιά, με ροές τόσο μικροσκοπικές, που πλάι τους οι ιστοί της αράχνης έμοιαζαν με καραβόσκοινα. Ακόμα και συγκεντρώνοντας την προσοχή της, μόλις που κατόρθωνε να τις δει. Αμφέβαλε αν θα μπορούσαν να τις διακρίνουν η Λίαντριν ή οι άλλες. Μ' ένα μικρό, κοφτερό γλωσσίδι Δύναμης, το χοντρό ζώο εξαφανίστηκε και στο μέρος του φάνηκε η ασπρόμαυρη σφραγίδα, πάνω στο κόκκινο, λακαρισμένο στήριγμά της. Η Μογκέντιεν, που της άρεσε να κρύβεται, το είχε κάνει αόρατο μπροστά στα μάτια όλων. Η Φωτιά άνοιξε μια τρύπα στο τζάμι και η σφραγίδα μπήκε κι αυτή στο θύλακο της Νυνάβε. Είχε φουσκώσει και βάραινε τη ζώνη της.

Κοίταξε κατσουφιασμένη τη γυναίκα που ισορροπούσε στο γοβάκι της και προσπάθησε να σκεφτεί πώς θα μπορούσε να την πάρει μαζί κι αυτήν. Όμως η Μογκέντιεν δεν θα χωρούσε στο θύλακό της και ακόμα κι αν μπορούσε να τη σηκώσει στον ώμο, πιθανόν το θέαμα να προκαλούσε κάποιες υποψίες. Πάντως, καθώς προχωρούσε προς την πλησιέστερη αψιδωτή είσοδο, δεν μπορούσε να μην κοιτάζει πίσω με κάθε δεύτερο βήμα. Μακάρι μόνο να υπήρχε ένας τρόπος. Κοντοστάθηκε για μια τελική, απογοητευμένη ματιά στην πόρτα και μετά γύρισε να φύγει.

Η πόρτα αυτή έβγαζε σε μια εσωτερική αυλή με ένα σιντριβάνι γεμάτο νούφαρα. Στην άλλη μεριά του σιντριβανιού, μια λεπτή γυναίκα με μπρούτζινη επιδερμίδα, η οποία φορούσε ένα κιτρινωπό Ταραμπονέζικο φόρεμα που θα έκανε και τη Ρέντρα να κοκκινίσει, ύψωνε μια μαύρη, αυλακωτή ράβδο. Η Νυνάβε αναγνώρισε την Τζεάνε Κάιντε. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αναγνώρισε και τη ράβδο.

Ρίχτηκε απεγνωσμένα στο πλάι, τόσο απότομα που γλίστρησε στις λείες, λεπτές πλάκες, ώσπου σταμάτησε χτυπώντας σε μια λεπτή κολώνα. Μια λευκή στήλη, χοντρή σαν μηρός, χτύπησε το σημείο που στεκόταν πριν, σαν να έχει γίνει ο αέρας λιωμένο μέταλλο, κόβοντας και εξαφανίζοντας στο διάβα του ό,τι έβρισκε ως την αίθουσα με τα εκθέματα· κομμάτια χάνονταν από τις κολώνες, ανεκτίμητα τεχνουργήματα έπαυαν να υπάρχουν. Η Νυνάβε, εξαπολύοντας μπάλες Φωτιάς πίσω της στα τυφλά, ελπίζοντας να πετύχει κάτι στην εσωτερική αυλή, οτιδήποτε, άρχισε να τρέχει πανικόβλητη στα τέσσερα στο διάδρομο. Λίγο πιο πάνω από το ύψος της μέσης, η στήλη πριόνισε πλαγιαστά ένα άνοιγμα και στους δύο τοίχους· στο ενδιάμεσο, θήκες, ντουλάπια και σκελετοί με σύρματα κατέρρευσαν και έγιναν συντρίμμια. Αρκετές κολώνες τρεμούλιαζαν· κάποιες έπεφταν, μα ό,τι κατέληγε σε εκείνο το φοβερό σπαθί δεν γλίτωνε για να τσακίσει προθήκες και στηρίγματα στο έδαφος. Η γυάλινη θήκη έπεσε πριν χαθεί η πυρωμένη στήλη, αφήνοντας μια πορφυρή πινελιά που αποτυπώθηκε στα μάτια της Νυνάβε· οι μορφές από κουεντιγιάρ ήταν τα μοναδικά πράγματα που απέβαλε αυτή η πυρωμένη στήλη κι αναπήδησαν στο πάτωμα.

Τα αγαλματάκια, φυσικά, δεν έσπασαν. Απ' ό,τι φαινόταν, η Μογκέντιεν είχε δίκιο· ακόμα και η μοιροφωτιά δεν μπορούσε να καταστρέψει το κουεντιγιάρ. Αυτή η μαύρη ράβδος ήταν ένα από τα κλεμμένα τερ'ανγκριάλ. Η Νυνάβε θυμόταν την προειδοποίηση που είχε προστεθεί στη λίστα τους με σταθερό γραφικό χαρακτήρα. Παράγει μοιροφωτιά. Επικίνδυνο και σχεδόν αδύνατο να ελεγχθεί.

Η Μογκέντιεν φαινόταν να προσπαθεί να ουρλιάξει μέσα από το αόρατο φίμωτρό της και το κεφάλι της τιναζόταν φρενιασμένα μπρος και πίσω καθώς πολεμούσε τα δεσμά του Αέρα, όμως η Νυνάβε της χάρισε μόνο μια ματιά. Μόλις εξαφανίστηκε η μοιροφωτιά, σηκώθηκε λίγο για να κρυφοκοιτάξει στην άλλη μεριά του διαδρόμου, μέσα από τον ξεκοιλιασμένο τοίχο της αίθουσας. Πλάι στο σιντριβάνι, η Τζεάνε Κάιντε ταλαντευόταν με το ένα χέρι στο κεφάλι, ενώ η μαύρη ράβδος σχεδόν της έπεφτε από το άλλο. Πριν, όμως, η Νυνάβε προλάβει να τη χτυπήσει, η άλλη έσφιξε ξανά την αυλακωτή ράβδο· μοιροφωτιά ξεχύθηκε από την άκρη της, καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά της από την αίθουσα.

Η Νυνάβε έπεσε και σύρθηκε σχεδόν με την κοιλιά προς την άλλη μεριά όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μέσα στον πάταγο και τον ορυμαγδό από τις κολώνες και τα δοκάρια που έπεφταν. Έστριψε λαχανιασμένη σε ένα διάδρομο με χαραγμένους και τους δύο τοίχους. Δεν ήξερε ως πού έκοβε η μοιροφωτιά· μπορεί να έφτανε ως έξω από το παλάτι. Στριφογύρισε σε ένα χαλί γεμάτο με σπασμένες πέτρες και κοίταξε επιφυλακτικά από την άκρη της πόρτας.

Η μοιροφωτιά είχε σβήσει πάλι. Στην κατεστραμμένη αίθουσα των εκθεμάτων επικρατούσε σιωπή, αν εξαιρούσε κανείς μερικά εξασθενημένα, πέτρινα τοιχώματα, που υποχωρούσαν και έπεφταν στο γεμάτο συντρίμμια πάτωμα. Η Τζεάνε Κάιντε δεν φαινόταν πουθενά, αν και είχε γκρεμιστεί αρκετό μέρος του απέναντι τοίχου ώστε να φαίνεται καθαρά η εσωτερική αυλή με το σιντριβάνι. Δεν θα ριψοκινδύνευε να κοιτάξει αν το τερ'ανγκριάλ είχε σκοτώσει τη γυναίκα που το χρησιμοποιούσε. Αγκομαχούσε και τα χέρια και τα πόδια της έτρεμαν τόσο πολύ, που πρόθυμα στάθηκε λίγο εκεί που βρισκόταν. Η διαβίβαση απαιτούσε ενέργεια, σαν κάθε άλλη δουλειά· όσο περισσότερο διαβίβαζες, τόσο περισσότερη ενέργεια χρειαζόσουν. Και όσο πιο πολύ κουραζόσουν, τόσο λιγότερο μπορούσες να διαβιβάσεις. Δεν ήταν βέβαιη αν εκείνη τη στιγμή μπορούσε να αντιμετωπίσει την Τζεάνε Κάιντε ακόμα και κατάκοπη.

Τι ανόητη που ήταν. Είχε πολεμήσει τη Μογκέντιεν με τη Δύναμη και δεν είχε φανταστεί ότι μια τόσο ισχυρή διαβίβαση θα ξεσήκωνε όλες τις Μαύρες αδελφές στο παλάτι. Ήταν τυχερή που η Ντομανή δεν είχε έρθει με το τερ'ανγκριάλ όσο η ίδια ήταν απασχολημένη με την Αποδιωγμένη. Πιθανότατα θα πέθαιναν και οι δύο πριν αντιληφθούν την παρουσία της τρίτης γυναίκας.

Ξαφνικά είδε κάτι που την έκανε να σαστίσει. Η Μογκέντιεν είχε εξαφανιστεί! Η μοιροφωτιά δεν την είχε πλησιάσει λιγότερο από τρία μέτρα, αλλά δεν ήταν πια εκεί. Ήταν αδύνατον. Ήταν φραγμένη.

«Και πού ξέρω τι είναι αδύνατο;» μουρμούρισε η Νυνάβε. «Ήταν αδύνατο να νικήσω μια Αποδιωγμένη και να που το έκανα».

Κι ακόμα δεν φαινόταν ίχνος της Τζεάνε Κάιντε.

Σηκώθηκε όρθια με κόπο και έτρεξε στο σημείο που είχαν ορίσει να συναντηθούν. Αν η Ηλαίην δεν είχε μπλέξει πουθενά, ίσως τελικά να έβγαιναν σώες από δω.

Загрузка...