49 Το Φρούριο Της Κρυόπετρας

Ο Ραντ κοίταξε ολόγυρα συνοφρυωμένος. Ένα μίλι μπροστά έβλεπε ένα σφιχτό σύμπλεγμα από ψηλά, απόκρημνα μπιούτ, ή ίσως ένα πελώριο μπιούτ, που έχασκε όλο ρωγμές. Στα αριστερά του απλώνονταν σκληρό χορτάρι και άφυλλα, αγκαθωτά φυτά, σκόρπιοι αγκαθωτοί θάμνοι και κοντά δέντρα, που διέσχιζαν ξερούς λόφους και ανώμαλους ξεροπόταμους και συνέχιζαν πέρα από πελώριες, τραχιές, βραχώδεις στήλες, ως τα οδοντωτά βουνά στον ορίζοντα, Στα δεξιά η περιοχή ήταν ίδια, μόνο που ο σκασμένος, κιτρινωπός πηλός ήταν πιο επίπεδος και τα βουνά πιο χαμηλά. Θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε σημείο της Ερημιάς που είχαν περάσει φεύγοντας από το Τσήνταρ.

«Πού;» ρώτησε.

Ο Ρούαρκ κοίταξε την Αβιέντα, που κοίταζε τον Ραντ σαν να του είχε σαλέψει. «Έλα, να σου δείξουν τα μάτια σου την Κρυόπετρα». Ο αρχηγός φατρίας έριξε το σούφα του στους ώμους και έτρεξε με γυμνό κεφάλι προς το ραγισμένο, βραχώδες τείχο, μπροστά τους.

Οι Σάιντο είχαν ήδη σταματήσει, τριγυρνούσαν και έστηναν τις σκηνές. Ο Χάιρν και οι Τζίντο ακολούθησαν τον Ρούαρκ τρέχοντας μαζί με τα φορτωμένα μουλάρια του, ξεσκεπάζοντας τα κεφάλια, κραυγάζοντας άναρθρα, ενώ οι Κόρες, που συνόδευαν τους πραματευτές, φώναξαν στους αμαξάδες να κάνουν γρήγορα και να ακολουθήσουν τους Τζίντο. Μια Σοφή ανασήκωσε τη φούστα ως τα γόνατα και έτρεξε να βρει τον Ρούαρκ —του Ραντ του φάνηκε ότι ήταν η Άμυς, από τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά· σίγουρα η Μπάιν δεν μπορούσε να τρέξει τόσο σβέλτα― όμως οι υπόλοιπες στην ομάδα των Σοφών συνέχισαν με τον ίδιο ρυθμό. Για μια στιγμή η Μουαραίν φάνηκε έτοιμη πάει στον Ραντ, αλλά μετά δίστασε και έμεινε να τσακώνεται με μια άλλη Σοφή, με τα μαλλιά ακόμα κρυμμένα στην εσάρπα της. Τέλος, η Άες Σεντάι έφερε τη λευκή φοράδα της πλάι στο γκρίζο άλογο της Εγκουέν και το μαύρο του Λαν, λίγο πιο μπροστά από τους γκαϊ'σάιν με τις λευκές ρόμπες, οι οποίοι τραβούσαν τα φορτωμένα ζώα. Ακολουθούσαν, όμως, τον Ρούαρκ και τους άλλους.

Ο Ραντ έσκυψε για να προσφέρει το χέρι στην Αβιέντα. Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Αφού κάνουν τόση φασαρία, δεν θα μπορώ να σε ακούω εκεί κάτω. Για σκέψου να κάνω κανένα ανόητο λάθος, επειδή δεν θα έχω ακούσει τι λες;» της είπε.

Μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της, κοίταξε τις Κόρες γύρω από τις άμαξες των πραματευτών και μετά αναστέναζε και έπιασε το χέρι του. Αυτός τη σήκωσε, αγνοώντας την αγανακτισμένη κραυγή της, και τη γύρισε για να την ανεβάσει στον Τζήντ'εν πίσω του. Κάθε φορά που έκανε να ανέβει μόνη της, κόντευε να τον ρίξει από τη σέλα. Της έδωσε μια στιγμή για να σιάξει τη βαριά φούστα της —δεν είχε αποκαλύψει πολύ τα πόδια της, είχε σηκωθεί λίγο πιο πάνω από το σημείο που σταματούσαν οι μαλακές μπότες της, οι οποίες έφταναν ως τα γόνατα― και μετά σπιρούνισε το άλογο να καλπάσει. Ήταν η πρώτη φορά που η Αβιέντα πήγαινε τόσο γρήγορα· τον αγκάλιασε νευρικά από τη μέση και κόλλησε πάνω του.

«Μη με γελοιοποιήσεις μπροστά στις αδελφές μου, υδρόβιε», γρύλισε προειδοποιητικά στην πλάτη του.

«Γιατί να γελοιοποιηθείς; Έχω δει την Μπάιρ, την Άμυς και τις άλλες να πηγαίνουν καβάλα μερικές φορές πίσω από τη Μουαραίν ή την Εγκουέν για να μιλήσουν».

«Δέχεσαι πιο εύκολα από μένα τις αλλαγές, Ραντ αλ'Θόρ», του είπε έπειτα από λίγο. Αυτός δεν ήξερε πώς να πάρει τα λόγια της.

Όταν πλησίασε τον Ρούαρκ, τον Χάιρν και την Άμυς, λίγο πιο μπροστά από τους Τζίντο, που ακόμα κραύγαζαν, ξαφνιάστηκε βλέποντας τον Κουλάντιν να τρέχει άνετα λίγο πιο πέρα, με τα πυρόξανθα μαλλιά χωρίς κάλυμμα. Η Αβιέντα κατέβασε το σούφα του Ραντ στους ώμους του. «Όταν μπαίνεις σε ένα οχυρό, το πρόσωπό σου πρέπει να είναι αποκαλυμμένο, για να φαίνεται. Σου το είπα. Και κάνε φασαρία. Μας έχουν δει από ώρα και ξέρουν ποιοι είμαστε, αλλά έτσι είναι το έθιμο, για να δείξεις ότι δεν πας να επιτεθείς αιφνιδιαστικά στο οχυρό».

Αυτός ένευσε, αλλά δεν άνοιξε το στόμα. Ούτε ο Ρούαρκ, ούτε οι άλλοι τρεις μαζί του φώναζαν, ούτε και η Αβιέντα. Εκτός αυτού, οι Τζίντο έκαναν τόσο σαματά, που θα τους άκουγαν από μίλια μακριά.

Ο Κουλάντιν γύρισε το κεφάλι προς τον Ραντ. Στο ηλιοκαμένο πρόσωπο φάνηκε η περιφρόνηση, και κάτι άλλο. Ο Ραντ είχε μάθει να περιμένει μίσος και απέχθεια, αλλά γέλιο; Τι του φαινόταν αστείο;

«Ο ανόητος ο Σάιντο», μουρμούρισε η Αβιέντα πίσω του. Μπορεί να είχε δίκιο· μπορεί το γέλιο να ήταν επειδή την έβλεπε να ιππεύει. Μα ο Ραντ δεν το πίστευε.

Ο Ματ ήρθε καλπάζοντας και σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης, με το καπέλο χαμηλά και το δόρυ όρθιο στο σίδερο του αναβολέα, σαν λόγχη. «Τι είναι αυτό το μέρος, Ραντ;» ρώτησε με δυνατή φωνή, για να ακουστεί μέσα στην οχλοβοή. «Το μόνο που έλεγαν εκείνες οι γυναίκες ήταν “πιο γρήγορα, πιο γρήγορα”». Ο Ραντ του είπε και αυτός κοίταξε συνοφρυωμένος την ψηλή, βραχώδη πρόσοψη του μπιούτ. «Μπορείς να το υπερασπίζεσαι χρόνια, αν έχεις προμήθειες, αλλά δεν συγκρίνεται με την Πέτρα, ή με το Τόρα Χάραντ».

«Τόρα τι;» είπε ο Ραντ.

Ο Ματ κούνησε κυκλικά τους ώμους πριν απαντήσει. «Απλώς κάτι που είχα ακούσει κάποτε». Πάτησε στους αναβολείς για να κοιτάξει το καραβάνι των αμαξών πάνω από τα κεφάλια των Τζίντο. «Τουλάχιστον είναι ακόμα μαζί μας. Αναρωτιέμαι πότε θα τελειώσουν να φύγουν».

«Όχι πριν από το Άλκαιρ Νταλ. Ο Ρούαρκ λέει ότι κάνουν κάτι σαν γιορτή όποτε συναντιούνται οι αρχηγοί φατριών, ακόμα κι αν είναι μόνο δυο ή τρεις. Τώρα που έρχονται δώδεκα, δεν φαντάζομαι ότι ο Καντίρ και η Κάιλι θα θέλουν να τη χάσουν».

Ο Ματ δεν φάνηκε να χαίρεται με το νέο.

Ο Ρούαρκ τους οδήγησε κατευθείαν στην πλατύτερη ρωγμή του απόκρημνου βράχου, δέκα ή δώδεκα βήματα στο πιο πλατύ σημείο του, στη σκιά των ψηλών, απότομων τοιχωμάτων του, που προχωρούσε όλο και πιο βαθιά και γινόταν σκοτεινή, και μάλιστα δροσερή, κάτω από μια κορδέλα ουρανού. Του φαινόταν παράξενο να είναι σε τόση σκιά. Οι άναρθρες φωνές των Αελιτών δυνάμωσαν, μεγεθυσμένες ανάμεσα στους γκρίζους τοίχους· όταν έπαψαν ξαφνικά, η σιωπή, που την έσπαζαν μόνο οι οπλές των μουλαριών και το τρίξιμο από τις ρόδες των αμαξών, έμοιαζε εκκωφαντική.

Πήραν άλλη μια στροφή και η ρωγμή ξάνοιξε απότομα κι έγινε πλατύ φαράγγι, μακρύ, σχεδόν ίσιο. Από κάθε πλευρά ξεπήδησαν στριγκοί αλαλαγμοί από εκατοντάδες γυναικεία στόματα. Ένα μεγάλο πλήθος είχε παραταχθεί στο δρόμο, γυναίκες με ογκώδεις φούστες και εσάρπες στο κεφάλι, άντρες που φορούσαν γκρίζα και καφετιά σακάκια και παντελόνια, τα καντιν'σόρ, και Κόρες του Δόρατος επίσης, που κουνούσαν τα χέρια για να τους καλωσορίσουν, χτυπώντας κατσαρόλες ή ό,τι άλλο έβρισκαν.

Ο Ραντ έμεινε με το στόμα ανοιχτό, κι όχι μόνο από το πανδαιμόνιο. Τα τοιχώματα του φαραγγιού ήταν πράσινα και είχαν στενούς αναβαθμούς, που ανέβαιναν ως τη μέση και από τις δύο πλευρές. Κατάλαβε ότι δεν ήταν όλα αναβαθμοί. Υπήρχαν μικρά σπίτια με επίπεδη στέγη, από γκρίζα πέτρα ή κίτρινο πηλό, που έμοιαζαν στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, με δρομάκια που συστρέφονταν ανάμεσά τους, ενώ κάθε στέγη ήταν κι από ένας λαχανόκηπος με φασόλια και κολοκύθες» πιπεριές, πεπόνια και φυτά άγνωστα σ' αυτόν. Κότες έτρεχαν πέρα-δώθε, πιο κόκκινες από εκείνες που ήξερε, καθώς και ένα παράξενο είδος πουλερικού, πιο μεγάλο και με γκρίζες πιτσιλιές. Ανάμεσα στους λαχανόκηπους τριγυρνούσαν παιδιά, τα πιο πολλά ντυμένα σαν τους μεγάλους, καθώς και γκαϊ'σάιν, κρατώντας μεγάλες, πήλινες κανάτες και ποτίζοντας κάθε φυτό. Πάντα άκουγε ότι οι Αελίτες δεν είχαν πόλεις, όμως αυτό ήταν σίγουρα μια μεγάλη κωμόπολη, αν και από τις πιο παράξενες που είχε δει ποτέ. Η οχλοβοή ήταν τόσο δυνατή, που δεν μπορούσε να κάνει τις ερωτήσεις που του έρχονταν στο νου ― όπως τι ήταν εκείνα τα παράξενα φρούτα, κόκκινα και τόσο αστραφτερά, που σίγουρα δεν ήταν μήλα, πάνω σε κοντούς θάμνους με χλωμά φύλλα, καθώς κι εκείνα τα στενά δενδρύλλια με τα πλατιά φύλλα, που ήταν γεμάτα μακριά, χοντρά βλαστάρια με κίτρινους θυσάνους. Δεν μπορούσε να μην απορήσει, άλλωστε ήταν πολλά χρόνια αγρότης.

Ο Ρούαρκ και ο Χάιρν βράδυναν το βήμα, το ίδιο και ο Κουλάντιν, αλλά και πάλι συνέχισαν γρήγορα, χώνοντας τα δόρατα στα λουριά της φαρέτρας στις πλάτες. Η Αμυς έτρεξε μπροστά γελώντας σαν κοριτσάκι, αλλά οι άντρες συνέχιζαν να προχωρούν σταθερά ανάμεσα στο πλήθος, ενώ οι κραυγές των γυναικών δονούσαν τον αέρα και σχεδόν έκρυβαν το κροτάλισμα των κατσαρολιών. Ο Ραντ τους ακολουθούσε, όπως του είχε πει η Αβιέντα. Ο Ματ είχε μια έκφραση σαν να ήθελε να γυρίσει και να ξαναφύγει αμέσως.

Στην άλλη άκρη του φαραγγιού το τοίχωμα έγερνε προς τα μέσα, σχηματίζοντας ένα βαθύ, σκοτεινό γούβωμα. Ο ήλιος δεν έφτανε στο βάθος, έτσι είχε πει η Αβιέντα, και τα βράχια εκεί, που ήταν πάντα δροσερά, έδιναν στο φρούριο το όνομά του. Μπροστά από τις σκιές, η Αμυς στεκόταν με μια άλλη γυναίκα πάνω σε ένα φαρδύ, γκρίζο βράχο, τον οποίο είχαν λειάνει την κορυφή σαν εξέδρα.

Η άλλη γυναίκα, λεπτή μέσα στο ογκώδες φουστάνι της, με τα κατάξανθα μαλλιά της να ξεφεύγουν από το πέπλο και να χύνονται ως κάτω από τη μέση της, τονισμένα από το άσπρο στους κροτάφους της, έμοιαζε μεγαλύτερη από την Άμυς, αν και ήταν αρκετά όμορφη, με μερικές μικρές ρυτίδες στις άκρες των γκρίζων ματιών της. Παρ' όλο που ήταν ντυμένη όπως η Άμυς, με μια απλή, καφετιά εσάρπα στους ώμους, παρ' όλο που τα περιδέραια και τα βραχιόλια από χρυσό και σμιλεμένο φίλντισι που φορούσε δεν φαίνονταν πιο καλοδουλεμένα ή πιο πλούσια από της άλλης γυναίκας, ήταν η Λίαν, η στεγοκυρά του Φρουρίου της Κρυόπετρας.

Οι ψιλές ιαχές καταλάγιασαν καθώς ο Ρούαρκ σταματούσε μπροστά στο βράχο, ένα βήμα πιο κοντά του απ' ό,τι ο Χάιρν και ο Κουλάντιν. «Ζητώ την άδεια να μπω στο φρούριό σου, στεγοκυρά», ανακοίνωσε με δυνατή φωνή, που ακουγόταν ως πέρα.

«Έχεις την άδειά μου, αρχηγέ φατρίας», απάντησε με επισημότητα η κατάξανθη γυναίκα, εξίσου δυνατά. «Σκιά της καρδιάς μου, θα έχεις πάντα την άδεια», πρόσθεσε με πιο ζεστή φωνή και με ένα χαμόγελο.

«Σε ευχαριστώ, στεγοκυρά της καρδιάς μου». Ούτε κι αυτό έμοιαζε να είναι μέσα στις επισημότητες.

Ο Χάιρν προχώρησε μπροστά. «Στεγοκυρά, ζητώ την άδεια να έρθω κάτω από τη στέγη σου».

«Έχεις την άδειά μου, Χάιρν», είπε η Λίαν στον άντρα με το στιβαρό σώμα. «Κάτω από τη στέγη μου υπάρχει νερό και σκιά. Η φυλή Τζίντο είναι πάντα ευπρόσδεκτη εδώ».

«Σε ευχαριστώ, στεγοκυρά». Ο Χάιρν χτύπησε τον Ρούαρκ στον ώμο και έφυγε για να πάει στους ανθρώπους του· όπως φαινόταν, η Αελίτικη τελετή ήταν σύντομη, χωρίς πολλά και περιττά πράγματα.

Ο Κουλάντιν πήγε κοντά στον Ρούαρκ με αγέρωχο βήμα. «Ζητώ την άδεια να μπω στο φρούριό σου, στεγοκυρά».

Η Λίαν ανοιγόκλεισε τα μάτια και τον κοίταξε συνοφρυωμένη. Ένα μουρμουρητό σηκώθηκε πίσω από τον Ραντ, ένα βουητό έκπληξης από εκατοντάδες λαρύγγια. Μια ξαφνική αίσθηση κινδύνου γέμισε την ατμόσφαιρα. Το ένιωθε κι ο Ματ, ο οποίος άγγιξε το δόρυ του και γύρισε για να δει τι έκανε η μάζα των Αελιτών.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Ματ πάνω από τον ώμο του. «Γιατί δεν του λέει κάτι;»

«Τη ρώτησε σαν να ήταν αρχηγός φατρίας», ψιθύρισε η Αβιέντα, χωρίς να πιστεύει στ' αφτιά της. «Ο άνθρωπος είναι πράγματι βλάκας. Σίγουρα του έστριψε! Αν του αρνηθεί, σημαίνει ότι θα δημιουργηθεί ζήτημα με τους Σάιντο — και ίσως να το αρνηθεί ύστερα από τέτοια προσβολή. Δεν είναι βεντέτα αίματος —δεν είναι αρχηγός της φατρίας τους, παρ' όλο που του έχουν φουσκώσει τα μυαλά― αλλά είναι ένα ζήτημα». Ανάμεσα σε δύο ανάσες, η φωνή της σκλήρυνε. «Δεν με άκουγες, έτσι δεν είναι; Δεν με άκουγες! Η Λίαν θα μπορούσε να αρνηθεί την άδεια ακόμα και στον Ρούαρκ, κι αυτός θα ήταν αναγκασμένος να φύγει. Αυτό θα διέλυε τη φατρία, αλλά είναι μέσα στις εξουσίες της. Μπορεί να αρνηθεί ακόμα και σε Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή, τον Ραντ αλ'Θόρ. Οι γυναίκες δεν είναι ανήμπορες ανάμεσά μας, δεν είναι σαν τις υδρόβιες σας, που αν δεν είναι βασίλισσες ή αριστοκράτισσες, είναι αναγκασμένες να χορεύουν μπροστά σε έναν άντρα, αν θέλουν ένα πιάτο φαΐ!»

Αυτός κούνησε ελαφρά το κεφάλι. Κάθε φορά που ήθελε να κατηγορήσει τον εαυτό του για το πόσο λίγα είχε μάθει για τους Αελίτες, η Αβιέντα του θύμιζε πόσο λίγα ήξερε αυτή για όσους δεν ήταν Αελίτες. «Κάποια μέρα θα ήθελα να σε παρουσιάσω στον Κύκλο των Γυναικών του Πεδίου του Έμοντ. Θα είναι... ενδιαφέρον... να σε ακούσω να εξηγείς σε εκείνες τις γυναίκες πόσο ανήμπορες είναι». Την ένιωσε να σαλεύει στη ράχη του, προσπαθώντας να κοιτάξει το πρόσωπό του, και κράτησε την ήρεμη έκφρασή του. «Ίσως μπορέσουν να εξηγήσουν μερικά πράγματα και σε σένα».

«Έχεις την άδειά μου», άρχισε να λέει η Λίαν —ο Κουλάντιν χαμογέλασε, κορδώθηκε― «να έρθεις κάτω από τη στέγη μου. Θα σου βρούμε νερό και σκιά». Οι μαλακές, κοφτές κραυγές από εκατοντάδες στόματα έκαναν έναν αρκετά δυνατό ήχο.

Ο άντρας με τα πυρόξανθα μαλλιά τρεμούλιασε σαν να είχε δεχτεί ράπισμα, το πρόσωπό του κοκκίνισε από οργή. Έμοιαζε να μην ξέρει τι να κάνει. Προχώρησε προκλητικά ένα βήμα μπρος, κοιτώντας τη Λίαν και την Άμυς, σφίγγοντας τους πήχεις του, σαν να εμπόδιζε τον εαυτό του να πιάσει τα όπλα του, και μετά γύρισε από την άλλη και ξεκίνησε προς τους συγκεντρωμένους, αγριοκοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά, προκαλώντας όποιον τολμούσε να μιλήσει. Στο τέλος, σταμάτησε λίγο πιο εκεί απ' όπου είχε ξεκινήσει, κοιτάζοντας τον Ραντ. Ακόμα και τα κάρβουνα δεν θα μπορούσαν να καίνε πιο δυνατά από τα γαλανά μάτια του.

«Σαν να είναι άφιλος και μόνος», ψιθύρισε η Αβιέντα. «Τον καλωσόρισε σαν να ήταν ζητιάνος. Η πιο βαριά προσβολή γι' αυτόν, και καμία για το Σάιντο». Ξαφνικά χτύπησε τον Ραντ τόσο σκληρά στα πλευρά με τη γροθιά της, που αυτός μούγκρισε. «Κουνήσου, υδρόβιε. Έχεις όση τιμή απόθεσα στα χέρια σου· όλοι θα μάθουν ότι εγώ σε δίδαξα. Κουνήσου!»

Αυτός πέρασε το πόδι πάνω από τη ράχη του αλόγου του, κατέβηκε γλιστρώντας από τη σέλα και πήγε πλάι στον Ρούαρκ. Δεν είμαι Αελίτης, σκέφτηκε. Δεν τους καταλαβαίνω και δεν πρέπει να τους βάλω στην καρδιά μου. Δεν πρέπει.

Δεν το είχαν κάνει οι άλλοι, όμως αυτός υποκλίθηκε στη Λίαν· έτσι τον είχαν αναθρέψει. «Στεγοκυρά, ζητώ την άδεια να έρθω κάτω από τη στέγη σου». Άκουσε την ανάσα της Αβιέντα να σκαλώνει στο λαιμό της. Κανονικά έπρεπε να πει το άλλο, αυτό που είχε πει ο Ρούαρκ. Τα μάτια του Ρούαρκ στένεψαν ανήσυχα καθώς κοίταζε τη σύζυγό του, ενώ ένα χλευαστικό χαμόγελο παραμόρφωνε το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο του Κουλάντιν. Τα μαλακά μουρμουρητά του πλήθους έδειχναν απορία.

Η στεγοκυρά κοίταξε τον Ραντ πιο έντονα από τον Κουλάντιν, τον περιεργάστηκε από την κορφή ως τα νύχια, είδε το σούφα στους ώμους ενός κόκκινου σακακιού, που σίγουρα κανένας Αελίτης δεν θα το φορούσε ποτέ. Κοίταξε ερωτηματικά την Αμυς, η οποία ένευσε.

«Αυτή η ταπεινότητα», είπε αργά η Λίαν, «ταιριάζει στον άντρα. Οι άντρες δεν ξέρουν πού να τη βρουν». Άπλωσε τη σκούρα φούστα της, έκλινε το γόνυ αδέξια —δεν ήταν κάτι που έκαναν οι Αελίτισσες— αλλά πάντως ήταν μια γονυκλισία, για να του ανταποδώσει την υπόκλιση. «Ο Καρ'α'κάρν έχει την άδεια να μπει στο φρούριό μου. Για τον αρχηγό των αρχηγών πάντα υπάρχει νερό και σκιά στην Κρυόπετρα».

Και πάλι δυνατοί αλαλαγμοί ξέσπασαν από τις γυναίκες του πλήθους, αλλά ο Ραντ δεν ήξερε αν ήταν γι' αυτόν ή για την τελετή. Ο Κουλάντιν κοντοστάθηκε, τον ατένισε με άσβηστο μίσος και ύστερα έφυγε με γοργό βήμα, σκουντώντας την Αβιέντα καθώς την προσπερνούσε, η οποία κατέβαινε αδέξια από το σταχτή επιβήτορα. Σε λίγο χάθηκε μαζί με το πλήθος που διαλυόταν.

Ο Ματ κοντοστάθηκε καθώς ξεπέζευε και κοίταξε τον Κουλάντιν. «Να προσέχεις τα νώτα σου μ' αυτόν, Ραντ», είπε χαμηλόφωνα. «Το εννοώ».

«Όλοι το ίδιο μου λένε», είπε ο Ραντ. Οι πραματευτές ήδη ετοιμάζονταν να αρχίσουν το εμπόριο τους στο κέντρο του φαραγγιού, ενώ στην είσοδο εμφανίζονταν η Μουαραίν και οι άλλες Σοφές, που τις προϋπαντούσαν λίγες φωνές και το κροτάλισμα των κατσαρολιών, αλλά τίποτα σαν τις κραυγές που είχαν χαιρετήσει τον Ρούαρκ. «Δεν είναι ο Κουλάντιν αυτός για τον οποίο πρέπει να ανησυχώ». Ο κίνδυνος που αντιμετώπιζε δεν ήταν οι Αελίτες. Η Μουαραίν στη μια μεριά και η Λανφίαρ στην άλλη. Υπάρχει χειρότερος κίνδυνος; Παραλίγο να βάλει τα γέλια.

Η Άμυς και η Λίαν είχαν κατεβεί και, προς μεγάλη έκπληξη του Ραντ, ο Ρούαρκ τις αγκάλιασε και τις δύο. Ήταν και οι δύο ψηλές, όπως έμοιαζαν να είναι οι περισσότερες Αελίτισσες, αλλά καμία δεν ξεπερνούσε τον ώμο του αρχηγού φατρίας. «Γνώρισες τη σύζυγό μου, την Άμυς», είπε στον Ραντ. «Τώρα πρέπει να γνωρίσεις τη σύζυγο μου, τη Λίαν».

Ο Ραντ κατάλαβε ότι το στόμα του έχασκε και το έκλεισε αμέσως. Όταν η Αβιέντα του είχε πει ότι η στεγοκυρά της Κρυόπετρας ήταν σύζυγος του Ρούαρκ και λεγόταν Λίαν, ήταν βέβαιος ότι είχε παρεξηγήσει εκείνα τα «σκιά της καρδιάς μου» μεταξύ του Ραντ και της Άμυς τότε στο Τσήνταρ. Είχε τότε άλλα να του τυραννούν το νου. Αλλά αυτό...

«Και οι δύο;» είπε σαστισμένος ο Ματ. «Φως μου! Δύο! Κάψε με! Είτε είναι ο πιο τυχερός άντρας στον κόσμο, είτε ο πιο μεγάλος ανόητος της πλάσης!»

«Νόμιζα ότι η Αβιέντα σου διδάσκει τα έθιμά μας», είπε ο Ρούαρκ σμίγοντας τα φρύδια. «Φαίνεται ότι παραλείπει πολλά».

Η Λίαν, γέρνοντας για να δει πέρα από το σύζυγό της —το σύζυγό τους― κοίταζε την Άμυς υψώνοντας το φρύδι. «Έμοιαζε ιδανική για να του πει αυτά που πρέπει να μάθει. Κάτι για να μην τρέχει πίσω, στις Κόρες, κάθε φορά που της γυρνούσαμε την πλάτη. Τώρα φαίνεται ότι πρέπει να κάτσω μαζί της σε ένα ήσυχο μέρος και να κάνουμε μια μεγάλη συζήτηση. Σίγουρα τον δίδασκε τον τρόπο που μιλούν με τα χέρια οι Κόρες, ή πώς να αρμέγει τα γκάρα», είπε η Άμυς ξερά.

Η Αβιέντα κοκκίνισε ελαφρά και τίναξε το κεφάλι ενοχλημένη· τα σκούρα κόκκινα μαλλιά της είχαν μακρύνει πάνω από τα αφτιά της, αρκετά για να λικνίζεται μια φράντζα κάτω από την εσάρπα στο κεφάλι της. «Υπήρχαν και πιο σημαντικά πράγματα να πούμε από τους γάμους. Τέλος πάντων, ο άνθρωπος δεν ακούει».

«Ήταν καλή δασκάλα», είπε γοργά ο Ραντ. «Έμαθα πολλά απ' αυτή για τα έθιμά σας και την Τρίπτυχη Γη». Μιλούν με τα χέρια; «Ό,τι λάθη κάνω είναι δικά μου, όχι δικά της». Πώς άρμεγες μια δηλητηριώδη σαύρα εξήντα πόντων; Γιατί να την αρμέξεις; «Ήταν καλή δασκάλα και θα ήθελα να την κρατήσω ως τέτοια, αν δεν πειράζει». Τι στο Φως ήθελα και το είπα αυτό; Η Αβιέντα μερικές φορές ήταν ευχάριστη, όταν ξεχνιόταν, ενώ τον υπόλοιπο καιρό ήταν σαν αγκάθι κάτω από το σακάκι του. Τουλάχιστον, όμως, έτσι ήξερε ποιον είχαν βάλει οι Σοφές να τον παρακολουθεί.

Η Άμυς τον κοίταξε εξεταστικά, με ένα κοφτερή έκφραση στα γαλανά μάτια της, σαν Άες Σεντάι. Βέβαια μπορούσε να διαβιβάζει· το πρόσωπό της απλώς έδειχνε νεαρότερο απ' όσο έπρεπε, όχι αγέραστο, αλλά ίσως να ήταν όσο Άες Σεντάι ήταν και οι Άες Σεντάι. «Μου φαίνεται καλή αυτή η διευθέτηση», του είπε. Η

Αβιέντα άνοιξε το στόμα για να διαμαρτυρηθεί γεμάτη αγανάκτηση ― και το ξανάκλεισε μουτρωμένη, όταν η Σοφή έστρεψε το βλέμμα πάνω της. Ίσως να νόμιζε ότι είχε τελειώσει μαζί του τώρα που είχαν φτάσει στην Κρυόπετρα.

«Θα είσαι κουρασμένος μετά το ταξίδι», είπε η Λίαν στον Ραντ με μια μητρική έκφραση στα γκρίζα μάτια της, «και θα πεινάς. Ελάτε». Το ζεστό χαμόγελό της απευθυνόταν και στον Ματ, που έμενε πίσω και κοίταζε τις άμαξες των πραματευτών. «Ελάτε κάτω από τη στέγη μου».

Ο Ραντ έπιασε τα σακίδια της σέλας του και άφησε τον Τζήντ’εν στη φροντίδα μιας γκαϊ'σάιν, η οποία πήρε και τον Πιπς. Ο Ματ κοίταξε μια τελευταία φορά τις άμαξες, πριν τους ακολουθήσει ρίχνοντας τα σακίδιά του στον ώμο.

Η στέγη της Λίαν, το σπίτι της, ήταν στο ψηλότερο επίπεδο της δυτικής πλευράς, με το απόκρημνο τοίχωμα του φαραγγιού να υψώνεται ακόμα εκατό βήματα παραπάνω. Αν και ήταν η οικία του αρχηγού της φατρίας και της στεγοκυράς, απ' έξω έμοιαζε να είναι ένα ταπεινό παραλληλεπίπεδο από μεγάλα, κίτρινα τούβλα και στενά παράθυρα δίχως τζάμια, τα οποία κάλυπταν απλές, λευκές κουρτίνες· είχε ένα λαχανόκηπο στην επίπεδη στέγη του και έναν άλλο στην πρόσοψη, σε ένα μικρό αναβαθμό που τον χώριζε από το σπίτι ένα στενό μονοπατάκι στρωμένο με επίπεδες, γκρίζες πέτρες. Έμοιαζε να χωρά δύο δωμάτια, ίσως. Με εξαίρεση το τετράγωνο, μπρούτζινο σήμαντρο που κρεμόταν έξω από την πόρτα, έμοιαζε με όλα τα άλλα κτίσματα που έβλεπε εκεί ο Ραντ, ενώ από το πλεονεκτικό σημείο που βρισκόταν φαινόταν ολόκληρη η κοιλάδα να εκτείνεται κάτω του. Ένα απλό σπιτάκι. Μέσα ήταν διαφορετικά.

Το τούβλινο τμήμα ήταν ένα δωμάτιο με έντονα καφετιά πλακάκια στο δάπεδο, αλλά ήταν ένα τμήμα μόνο. Υπήρχαν κι άλλα δωμάτια σκαλισμένα στο βράχο πιο πίσω, ψηλοτάβανα, δροσερά, με πλατιές, αψιδωτές εισόδους και ασημένιες λάμπες, που ανέδιναν μια μυρωδιά η οποία θύμιζε πρασινάδα. Ο Ραντ είδε μόνο μια καρέκλα, με ψηλή ράχη, λακαρισμένη και χρυσοκόκκινη, που δεν φαινόταν να πολυχρησιμοποιείται· η Αβιέντα είχε πει ότι ήταν η καρέκλα του αρχηγού. Δεν φαίνονταν πολλά ξύλινα αντικείμενα, εκτός από λίγα στιλβωμένα ή λακαρισμένα κουτιά και σεντούκια, ενώ χαμηλά αναλόγια κρατούσαν ανοιχτά βιβλία· ο αναγνώστης έπρεπε να είναι ξαπλωμένος στο πάτωμα. Περίτεχνα υφασμένα χαλιά κάλυπταν τα πατώματα, καθώς και κιλίμια το ένα πάνω στο άλλο με λαμπερά χρώματα· αναγνώριζε μερικά μοτίβα από το Δάκρυ, την Καιρχίν και το Άντορ, ακόμα και από το Ίλιαν και το Τάραμπον, ενώ άλλα σχέδια του ήταν άγνωστα, με πλατιές, σπαστές ρίγες καθεμιά στο δικό της χρώμα, ή ενωμένα κούφια τετράγωνα σε γκρίζα, καφετιά και μαύρα χρώματα. Δημιουργώντας έντονη αντίθεση με την τραχιά ομοιομορφία έξω από την κοιλάδα, εδώ υπήρχαν παντού ζωντανά χρώματα, υφαντά για τα οποία ήταν σίγουρος ότι είχαν έρθει από την άλλη μεριά της Ραχοκοκαλιάς του Κόσμου —ίσως με τον ίδιο τρόπο που άλλα υφαντά είχαν έρθει από την Πέτρα του Δακρύου― και μαξιλαράκια σε κάθε είδους μεγέθη και αποχρώσεις, συχνά με φούντες ή κρόσσια, ή και τα δύο, από κόκκινο και χρυσό μετάξι. Εδώ κι εκεί, σε κόγχες στους τοίχους, στέκονταν πορσελάνινα βάζα, ασημένιες γαβάθες ή φιλντισένια αγαλματάκια, που συχνά έδειχναν παράξενα ζώα. Αυτές λοιπόν ήταν οι «σπηλιές» που έλεγαν οι Δακρινοί. Θα μπορούσαν να είναι φανταχτερές σαν το Δάκρυ —ή τους Μάστορες― αλλά, αντιθέτως, έδειχναν αξιοπρέπεια, επισημότητα και θαλπωρή μαζί.

Μ' ένα μικρό χαμόγελο προς την Αβιέντα, για να της δείξει ότι όντως την άκουγε, ο Ραντ έβγαλε από τα σακίδιά του ένα δώρο για τη Λίαν, ένα καλοδουλεμένο, χρυσό λιοντάρι. Το είχαν λεηλατήσει από το Δάκρυ και το είχε αγοράσει από έναν Αναζητητή Νερού του Τζίντο, αλλά αν ο Ραντ ήταν ο αρχηγός του Δακρύου, τότε ίσως να ήταν σαν να κλέβει από τον εαυτό του. Ο Ματ δίστασε μια στιγμή και μετά έβγαλε κι αυτός ένα δώρο, ένα Δακρινό περιδέραιο από ασημένια λουλούδια, σίγουρα από την ίδια πηγή, που σίγουρα προοριζόταν για την Ισέντρε.

«Εξαιρετικό», είπε η Λίαν χαμογελώντας και υψώνοντας το λιοντάρι. «Πάντα μου άρεσαν τα Δακρινά τεχνουργήματα. Ο Ρούαρκ μου έφερε δύο κομμάτια πριν από πολλά χρόνια». Με φωνή σαν νοικοκυρά που θυμόταν κάποια ασυνήθιστα νόστιμα ζαχαρόμουρα, απευθύνθηκε στο σύζυγό της. «Τα είχες πάρει από τη σκηνή ενός Υψηλού Άρχοντα λίγο πριν αποκεφαλιστεί ο Λάμαν, έτσι δεν είναι; Κρίμα που δεν έφτασες στο Άντορ. Πάντα ήθελα ένα Αντορανό ασημικό. Κι αυτό το περιδέραιο είναι πανέμορφο, Ματ Κώθον».

Ακούγοντας τη να επαινεί και τα δύο δώρα, ο Ραντ έκρυψε την κατάπληξή του. Παρά τα φουστάνια και το μητρικό βλέμμα της, ήταν όσο Αελίτισσα ήταν και κάθε Κόρη του Δόρατος.

Όταν τελείωσε η Λίαν, έφτασαν η Μουαραίν και οι άλλες Σοφές, μαζί με τον Λαν και την Εγκουέν. Το σπαθί του Πρόμαχου προσέλκυσε μια αποδοκιμαστική ματιά, αλλά η στεγοκυρά τον υποδέχθηκε θερμά όταν η Μπάιρ τον αποκάλεσε Ααν'αλάιν. Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στο χαιρετισμό που απηύθυνε στην Εγκουέν και τη Μουαραίν.

«Τιμάτε τη στέγη μου, Άες Σεντάι». Ο τόνος της άφηνε να εννοηθεί ότι η λέξη ήταν ανεπαρκής· παραλίγο να υποκλιθεί μπροστά τους. «Λέγεται ότι υπηρετούσαμε τις Άες Σεντάι πριν από το Τσάκισμα του Κόσμου και αποτύχαμε, και γι' αυτή την αποτυχία μας έστειλαν εδώ, στην Τρίπτυχη Γη. Η παρουσία σας μας λέει ότι ίσως το αμάρτημά μας να μην είναι ασυγχώρητο». Φυσικά. Δεν είχε πάει στο Ρουίντιαν· προφανώς η απαγόρευση να μιλάς για όσα είχαν συμβεί στο Ρουίντιαν με όσους δεν είχαν πάει εκεί ίσχυε ακόμα και μεταξύ συζύγων. Και μεταξύ αδελφών-συζύγων, ή εν πάση περιπτώσει όποια ήταν η σχέση μεταξύ της Άμυς και της Λίαν.

Κι η Μουαραίν προσπάθησε να δώσει ένα δώρο στη Λίαν, μικρά μπουκάλια από κρύσταλλο και ασήμι που περιείχαν αρώματα, τα οποία είχαν έρθει από το Άραντ Ντόμαν, όμως η Λίαν τέντωσε τα χέρια. «Η ίδια η παρουσία σας είναι δώρο ανεκτίμητο, Άες Σεντάι. Αν δεχόμουν κάτι παραπάνω, θα ατίμαζα τη στέγη μου και θα ατιμαζόμουν η ίδια. Δεν θα άντεχα την ντροπή». Φαινόταν να τα λέει εντελώς σοβαρά και φοβόταν μήπως η Άες Σεντάι την ανάγκαζε να πάρει τα αρώματα. Ήταν μια ένδειξη της συγκριτικής σημασίας μεταξύ του Καρ'α'κάρν και των Λες Σεντάι.

«Όπως επιθυμείς», είπε η Μουαραίν, ξαναβάζοντας τα μπουκαλάκια στο θύλακο της. Φαινόταν ψυχρή και ατάραχη μέσα στο γαλάζιο, μεταξωτό φόρεμά της, με το λευκό μανδύα της ριγμένο πίσω. «Η Τρίπτυχη Γης σας σίγουρα θα υποδεχτεί κι άλλες Άες Σεντάι. Άλλοτε δεν είχαμε λόγο να έρθουμε».

Της Άμυς δεν της άρεσε αυτό και η πυρόξανθη Μελαίν κοίταξε τη Μουαραίν σαν πρασινομάτα γάτα που αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να ασχοληθεί με ένα μεγάλο σκυλί που είχε μπει στην αυλή της. Η Μπάιν και η Σεάνα κοιτάχτηκαν ανήσυχα, αλλά όχι όπως οι δύο που μπορούσαν να διαβιβάζουν.

Οι γκαϊ'σάιν ήρθαν βιαστικά —άντρες και γυναίκες, αμφότεροι κομψοί μέσα στις λευκές ρόμπες τους, με χαμηλωμένα μάτια, των οποίων η υποταγή φάνταζε πολύ παράξενα στα Αελίτικα πρόσωπα — και πήραν τους μανδύες της Μουαραίν και της Εγκουέν, τους έφεραν βρεγμένες πετσέτες για τα χέρια και το πρόσωπο, καθώς και μικρά, ασημένια κύπελλα με νερό για να πιουν επισήμως. Στο τέλος τους πρόσφεραν το γεύμα, το οποίο έφεραν σε ασημένιες γαβάθες και δίσκους που ταίριαζαν σε παλάτι, αλλά το σερβίρισαν σε πήλινα πιάτα με γαλάζιο σμάλτο. Όλοι έφαγαν ξαπλωμένοι στο πάτωμα, πάνω στα λευκά πλακάκια που είχαν βάλει στην πέτρα για τραπέζι, με μαξιλαράκια κάτω από το στήθος κι έχοντας τα κεφάλια κοντά και τα κορμιά προς τα έξω, σαν ακτίνες τροχού, ενώ οι γκαϊ'σάιν περνούσαν ανάμεσά τους για να βάλουν τα πιάτα.

Ο Ματ ένιωθε άβολα και στριφογυρνούσε, στρίβοντας πότε εδώ και πότε εκεί στα μαξιλάρια του, όμως ο Λαν ξάπλωνε σαν να έτρωγε πάντα έτσι, ενώ η Μουαραίν και η Εγκουέν έδειχναν να είναι εξίσου άνετα. Σίγουρα είχαν εξασκηθεί στις σκηνές των Σοφών. Ο Ραντ το βρήκε άβολο, όμως το φαγητό ήταν αρκετά αλλόκοτο ώστε να αιχμαλωτίζει την προσοχή του.

Το σκούρο, πικάντικο βραστό από γίδα με κομμένες πιπεριές ήταν άγνωστο αλλά καθόλου παράξενο, ενώ τα μπιζέλια ήταν παντού μπιζέλια, όπως και η κολοκύθα. Δεν ίσχυε το ίδιο για το ευθρυπτο, κίτρινο ψωμί, ή για τα μακρουλά φασόλια με το αστραφτερό κόκκινο χρώμα που ήταν ανακατεμένα στα λαχανικά, ή για το πιάτο με τους λαμπερούς κίτρινους σπόρους και τα κομμάτια από κάτι κόκκινο και πολτώδες που η Αβιέντα αποκαλούσε ζεμάι και τ'μάτα, ή για το γλυκό, βολβοειδές φρούτο με τη σκληρή, πρασινωπή φλούδα που, όπως του είπε, προερχόταν από εκείνα τα άφυλλα, αγκαθωτά φυτά και λεγόταν καρντόν. Όλα, όμως, ήταν εύγευστα.

Ίσως να απολάμβανε περισσότερο το φαγητό αν η Αβιέντα δεν του έκανε διάλεξη για τα πάντα. Όχι για τις αδελφές-συζύγους. Λυτό το άφησε στην Άμυς και τη Λίαν, που ξάπλωναν δεξιά κι αριστερά του Ραντ και χαμογελούσαν τόσο η μια στην άλλη όσο και στο σύζυγό τους. Αν και τον είχαν παντρευτεί για να μη χαλάσουν τη φιλία τους, εντούτοις ήταν φανερό ότι τον αγαπούσαν και οι δύο. Ο Ραντ δεν μπορούσε να φανταστεί την Ηλαίην και τη Μιν να συμφωνούν σε μια τέτοια διευθέτηση· αναρωτήθηκε γιατί το είχε σκεφτεί καν. Σίγουρα του είχε ψήσει τα μυαλά ο ήλιος.

Παρ' όλο, όμως, που η Αβιέντα άφησε αυτή τη διασαφήνιση στις άλλες, του εξήγησε όλα τα υπόλοιπα με απίστευτες λεπτομέρειες. Μάλλον τον περνούσε για ανόητο που δεν ήξερε για τις αδελφές-συζύγους. Γυρνώντας στα δεξιά της για να τον κοιτάζει, χαμογελούσε σχεδόν γλυκά καθώς του έλεγε ότι το κουτάλι μπορούσε να το χρησιμοποιήσει είτε για το βραστό, είτε για το ζεμάι και το τ'μάτα, όμως τα μάτια της άστραφταν με ένα φως που έλεγε ότι αυτό που την εμπόδιζε να του πετάξει καμιά γεμάτη γαβάθα στο κεφάλι ήταν η παρουσία των Σοφών.

«Δεν ξέρω τι σου έκανα», της είπε χαμηλόφωνα. Ένιωθε έντονη την παρουσία της Μελαίν στην άλλη μεριά του, η οποία έμοιαζε να είναι απορροφημένη στη δική της χαμηλόφωνη συζήτηση με τη Σεάνα. Η Μπάιρ έλεγε καμιά κουβέντα πού και πού, αλλά του φαινόταν ότι κι αυτή είχε ένα αφτί γυρισμένο συνεχώς πάνω του. «Αλλά αν μισείς τόσο πολύ που είσαι δασκάλα μου, τότε δεν χρειάζεται να συνεχίσεις. Το είπα έτσι απλά. Είμαι σίγουρος ότι ο Ρούαρκ ή οι Σοφές θα βρουν κάποια άλλη». Οι Σοφές σίγουρα θα έβρισκαν άλλη, αν ξεφορτωνόταν αυτή την κατάσκοπο.

«Δεν μου έκανες τίποτα» —τον κοίταξε γυμνώνοντας τα δόντια· αν προσπαθούσε να το κάνει χαμόγελο, τότε ήταν φανερό ότι δεν της έβγαινε― «και δεν θα μου κάνεις ποτέ. Ξάπλωνε όπως σε βολεύει περισσότερο για να φας και μίλα με τους γύρω σου. Εκτός από μας, που πρέπει να διδάσκουμε αντί να μοιραζόμαστε το φαγητό, φυσικά. Η ευγένεια λέει να μιλάς μ' αυτούς που είναι και στις δύο μεριές σου». Από πίσω της, ο Ματ κοίταξε τον Ραντ απηυδισμένος, με ολοφάνερη ανακούφιση που το είχε γλιτώσει αυτό. «Εκτός αν είσαι αναγκασμένος να κοιτάζεις ένα συγκεκριμένο, για να τον διδάσκεις. Πάρε το φαγητό με το δεξί σου χέρι —εκτός αν πρέπει να στηριχτείς σε εκείνο τον αγκώνα― και...»

Ήταν ένα βασανιστήριο και η Αβιέντα έδειχνε να το απολαμβάνει. Οι Αελίτες έμοιαζαν να έχουν σε εκτίμηση τα δώρα. Ίσως, αν της δώριζε κάτι...

«...όλοι μιλούν για λίγο μετά το φαγητό, εκτός αν κάποιος πρέπει να διδάσκει και...»

Δωροδοκία. Δεν φαινόταν σωστό να δωροδοκήσει κάποια που τον κατασκόπευε, αλλά αν η Αβιέντα σκόπευε να συνεχίσει έτσι, τότε η δωροδοκία θα άξιζε για να βρει λίγη γαλήνη.

Όταν οι γκαϊ'σάιν μάζεψαν τα πιάτα και έφεραν ασημένια κύπελλα με βαθύχρωμο κρασί, η Μπάιρ κοίταξε βλοσυρά την Αβιέντα πάνω από τα άσπρα πλακάκια και αυτή σταμάτησε μουτρωμένη. Η Εγκουέν σηκώθηκε στα γόνατα και έσκυψε πάνω από τον Ματ για να τη χαϊδέψει, αλλά αυτό δεν έδειξε να βοηθάει. Τουλάχιστον είχε μείνει σιωπηλή. Η Εγκουέν τον κοίταξε με νόημα· είτε ήξερε τι σκεφτόταν, είτε θεωρούσε ότι δικό του ήταν το φταίξιμο που η Αβιέντα είχε μούτρα.

Ο Ρούαρκ έβγαλε την κοντή πίπα του και την σακούλα με το ταμπάκ, τη γέμισε και έδωσε το δερμάτινο σακουλάκι στον Ματ, ο οποίος είχε βγάλει τη δική του πίπα με τα ασημένια στολίσματα. «Μερικοί πήραν πολύ σοβαρά την είδηση για σένα, Ραντ, και αμέσως, όπως φαίνεται. Τα νέα που φτάνουν λένε, όπως μου είπε η Λίαν, ότι ο Τζέραν, που είναι αρχηγός φατρίας του Σάαραντ Άελ, και ο Μπάελ, του Γκόσιεν, είναι ήδη στο Άλκαιρ Νταλ. Ο Έριμ του Τσαρήν είναι στο δρόμο του». Άφησε μια λεπτή, νεαρή γκαϊ'σάιν να του ανάψει την πίπα με ένα αναμμένο κλαράκι. Από τις κινήσεις της, που είχαν μια χάρη αλλιώτικη από εκείνες των υπόλοιπων γκαϊ'σάιν, ο Ραντ υποψιάστηκε ότι πριν από όχι πολύ καιρό ήταν Κόρη του Δόρατος. Αναρωτήθηκε πόσος καιρός της έμενε για να κλείσει ένα χρόνο και μία μέρα ταπεινής και υποταγμένης υπηρεσίας.

Ο Ματ της χαμογέλασε καθώς έσκυβε για να του ανάψει την πίπα· το βλέμμα που του έριξαν τα πράσινα μάτια της από το βάθος της κουκούλας δεν ήταν καθόλου υποταγμένο και έκανε το χαμόγελο να σβήσει αμέσως από το πρόσωπό του. Ενοχλημένος, γύρισε με την κοιλιά στο δάπεδο, ενώ ένας λεπτός καπνός υψωνόταν από την πίπα του. Ήταν κρίμα που δεν είχε δει την ικανοποίηση να εμφανίζεται στο πρόσωπό της και κρίμα που δεν είχε δει ένα κοκκίνισμα να διαδέχεται την ικανοποίηση ύστερα από μια ματιά της Άμυς· η πρασινομάτα νεαρή έφυγε καμπουριασμένη, μοιάζοντας απίστευτα ταπεινωμένη. Και η Αβιέντα, που μισούσε τόσο το γεγονός ότι είχε αφήσει το δόρυ, που ακόμα έβλεπε τον εαυτό της σαν δοραταδελφή κάθε Κόρης, οποιασδήποτε φατρίας...; Αυτή κοίταζε συνοφρυωμένη την γκαϊ'σάιν που έβγαινε από το δωμάτιο, όπως η κυρά αλ'Βέρ θα αγριοκοίταζε κάποιον που είχε φτύσει στο πάτωμα. Παράξενος λαός. Απ' ό,τι έβλεπε ο Ραντ, η Εγκουέν ήταν η μόνη που είχε στα μάτια της κάποια συμπόνια.

«Το Γκόσιεν και το Σάαραντ», μουρμούρισε με το κύπελλο κοντά στο στόμα. Ο Ρούαρκ του είχε πει ότι κάθε αρχηγός φατρίας θα έφερνε μερικούς πολεμιστές στη Χρυσή Γαβάθα, για την τιμή, όπως και κάθε αρχηγός φυλής. Όλοι μαζί, σήμαινε περίπου χίλιους άντρες από κάθε φατρία. Δώδεκα φατρίες. Δώδεκα χιλιάδες άντρες και Κόρες τελικά, παγιδευμένοι στην παράξενη αίσθηση τιμή τους, έτοιμοι να χορέψουν τα δόρατα αν φτερνιζόταν μια γάτα. Ίσως και περισσότεροι, εξαιτίας της γιορτής. Σήκωσε το βλέμμα. «Έχουν βεντέτα, δεν είναι έτσι;» Ο Ρούαρκ και ο Λαν ένευσαν. «Είχες πει ότι στο Άλκαιρ Νταλ υπάρχει κάτι σαν την Ειρήνη του Ρουίντιαν, αλλά είδα πόσο συγκράτησε η Ειρήνη τον Κουλάντιν και τους Σάιντο. Ίσως να ήταν καλύτερα αν πήγαινα ευθύς αμέσως. Αν οι Γκόσιεν και οι Σάαραντ αρχίσουν να πολεμούν... Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εξαπλωθεί. Θέλω όλους τους Αελίτες να με στηρίζουν, Ρούαρκ».

«Το Γκόσιεν δεν είναι Σάιντο», είπε κοφτά η Μελαίν, κουνώντας τη χρυσοκόκκινη χαίτη της σαν λιονταρίνα.

«Ούτε και το Σάαραντ». Η φωνή της Μπάιρ ήταν πιο λεπτή από των άλλων γυναικών, αλλά εξίσου αποφασισμένη. «Ο Τζέραν και ο Μπάελ ίσως προσπαθήσουν να αλληλοσκοτωθούν πριν επιστρέψουν στα φρούριά τους, αλλά όχι στο Άλκαιρ Νταλ».

«Όλα αυτά δεν απαντάνε στην ερώτηση του Ραντ αλ'Θόρ», είπε ο Ρούαρκ. «Αν πας στο Άλκαιρ Νταλ πριν φτάσουν όλοι οι αρχηγοί, εκείνοι που δεν θα έχουν έρθει ακόμα θα υποστούν πλήγμα στην τιμή τους. Τούτος δεν είναι ένας καλός τρόπος να ανακοινώσεις ότι είσαι ο Καρ'α'κάρν, ατιμάζοντας τους ανθρώπους που θα καλέσεις να σε ακολουθήσουν. Το Νακάι έχει να κάνει τον περισσότερο δρόμο. Σ' ένα μήνα όλοι θα είναι στο Άλκαιρ Νταλ».

«Σε λιγότερο από τόσο», είπε η Σεάνα κουνώντας ζωηρά το κεφάλι. «Έχω περπατήσει δυο φορές στα όνειρα της Αλσέρα και λέει ότι ο Μπρούαν σκοπεύει να κάνει τρέχοντας όλο το δρόμο από το Φρούριο Σιάγκι. Σε λιγότερο από μήνα».

«Ένα μήνα πριν φύγεις, για σιγουριά», είπε ο Ρούαρκ στον Ραντ. «Και ύστερα τρεις μέρες ως το Άλκαιρ Νταλ. Ίσως τέσσερις. Όλοι τότε θα είναι εκεί».

Ένας μήνας. Έτριψε το σαγόνι του. Ήταν πολύ. Πάρα πολύ και δεν είχε επιλογή. Στις ιστορίες τα πράγματα πάντα συνέβαιναν όπως τα σχεδίαζε ο ήρωας, τότε που ήθελε να συμβούν. Στην πραγματική ζωή σπανίως γινόταν έτσι, ακόμα και αν ήσουν τα'βίρεν και υποτίθεται ότι είχες την προφητεία να δουλεύει για σένα. Στην πραγματική ζωή πάσχιζες και έλπιζες, και ήσουν τυχερός αν έβρισκες μισό καρβέλι όταν χρειαζόσουν ολόκληρο. Αλλά ένα μέρος του σχεδίου του ακολουθούσε τη διαδρομή που έλπιζε ο Ραντ. Το πιο επικίνδυνο μέρος.

Η Μουαραίν, ξαπλωμένη ανάμεσα στον Λαν και την Άμυς, έπινε τεμπέλικα το κρασί της με τα μάτια μισόκλειστα, σαν να ήταν νυσταγμένη. Δεν το πίστευε. Η Μουαραίν έβλεπε τα πάντα, άκουγε τα πάντα. Αλλά ο Ραντ τώρα δεν είχε τίποτα να πει που να μην πρέπει να το ακούσει η Άες Σεντάι. «Πόσοι θα αντισταθούν, Ρούαρκ; Πόσοι θα μου αντιταχθούν; Το υπαινίχθηκες, αλλά δεν το είπες στα σίγουρα».

«Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος σ' αυτό», αποκρίθηκε ο αρχηγός φατρίας δαγκώνοντας την πίπα του. «Όταν δείξεις τον Δράκοντα, θα σε γνωρίσουν. Δεν υπάρχει τρόπος να μιμηθείς τους Δράκοντες του Ρουίντιαν». Μήπως είχαν τρεμοπαίξει τα μάτια της Μουαραίν; «Είσαι εκείνος για τον οποίο λέει η προφητεία. Θα σε υποστηρίξω εγώ, σίγουρα ο Μπρούαν και ο Ντηάρικ του Ρέυν Άελ. Οι άλλοι...; Το Σάαραντ θα το φέρει η Σεβάνα, η σύζυγος του Σούλαντρικ, εφόσον η φατρία δεν έχει αρχηγό. Είναι νεαρή για στεγοκυρά ενός φρουρίου και σίγουρα θα δυσαρεστηθεί που θα έχει μόνο μια στέγη και όχι ένα ολόκληρο φρούριο, όταν κάποιος επιλεγεί για να αντικαταστήσει τον Σούλαντρικ. Και η Σεβάνα είναι από τους πιο πονηρούς και αναξιόπιστους Σάιντο που γεννήθηκαν ποτέ. Αλλά αν δεν προκαλέσει αυτή πρόβλημα, ξέρεις ότι θα το προκαλέσει ο Κουλάντιν· κάνει τον αρχηγό φατρίας και κάποιοι Σάιντο ίσως τον ακολουθήσουν δίχως να έχει μπει στο Ρουίντιαν. Τόσο ανόητοι είναι οι Σάιντο. Ο Χαν του Τομανέλε δεν ξέρεις προς τα πού θα γείρει. Είναι αράθυμος, δύσκολα τον καταλαβαίνεις και δύσκολα συνεννοείσαι μαζί του, ενώ —»

Σταμάτησε καθώς η Λίαν μουρμούριζε μαλακά. «Υπάρχει κανένας άντρας διαφορετικός;» Του Ραντ του φάνηκε ότι το είχε πει έτσι που να μην το ακούσει ο αρχηγός φατρίας. Η Άμυς έκρυβε το χαμόγελο με το χέρι της· η αδελφή-σύζυγός του έσκυψε το πρόσωπο αθώα στο κύπελλο της.

«Όπως έλεγα», είπε ο Ρούαρκ, κοιτώντας καρτερικά πότε τη μια σύζυγό του και πότε την άλλη, «δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Οι περισσότεροι θα σε ακολουθήσουν. Ίσως όλοι. Ίσως ακόμα και οι Σάιντο. Τρεις χιλιάδες χρόνια περιμέναμε αυτόν που θα φέρει τους δύο Δράκοντες. Όταν δείξεις τα χέρια, κανένας δεν θα αμφιβάλει ότι είσαι αυτός που στάλθηκε για να μας ενώσει». Και να τους καταστρέψει· αλλά αυτό δεν το ανέφερε. «Το ερώτημα είναι πώς θα αποφασίσουν να αντιδράσουν». Έμεινε για λίγο να χτυπά την πίπα με τα δόντια του. «Δεν θα αλλάξεις γνώμη, να βάλεις το καντιν'σόρ;»

«Και να τους δείξω τι, Ρούαρκ; Έναν προσποιητό Αελίτη; Καλύτερα να βάλω Αελίτικα ρούχα του Ματ». Ο Ματ παραλίγο να πνιγεί μασώντας την πίπα του. «Δεν θα προσποιηθώ. Είμαι αυτό που είμαι· πρέπει να με δεχτούν όπως είμαι». Ο Ραντ ύψωσε τις γροθιές και τα μανίκια του έπεσαν για να αποκαλύψουν τα κεφάλια με τη χρυσή χαίτη στις ράχες των χεριών του. «Αυτά είναι η απόδειξή μου. Αν δεν φτάνουν αυτά, δεν φτάνει τίποτα».

«Πού σκοπεύεις να “οδηγήσεις τα δόρατα άλλη μια φορά σε πόλεμο”;» ρώτησε ξαφνικά η Μουαραίν. Ο Ματ πνίγηκε πάλι, έβγαλε την πίπα από το στόμα και την κοίταξε. Τα μαύρα μάτια της δεν ήταν πια κρυμμένα.

Οι γροθιές του Ραντ σφίχτηκαν με μια σπασμωδική κίνηση και οι αρθρώσεις του έκαναν έναν ξερό κρότο. Ήταν επικίνδυνο να προσπαθεί να το παίξει έξυπνος στη Μουαραίν· έπρεπε να το είχε μάθει από καιρό αυτό. Η Άες Σεντάι θυμόταν κάθε λέξη που άκουγε, την καταχώριζε, την ταξινομούσε και την εξέταζε μέχρι να καταλάβει τι ακριβώς σήμαινε.

Ο Ραντ σηκώθηκε αργά όρθιος. Όλοι τον κοίταζαν. Η Εγκουέν έσμιγε τα φρύδια πιο ανήσυχη κι από τον Ματ, όμως οι Αελίτες απλώς τον κοίταζαν. Δεν τους τάραζε να συζητούν για πόλεμο. Ο Ρούαρκ φαινόταν... έτοιμος. Και το πρόσωπο της Μουαραίν ήταν ατάραχο, γαλήνιο.

«Με συγχωρείτε», είπε ο Ραντ, «θα πάω να κάνω μια βόλτα για λίγο».

Η Αβιέντα σηκώθηκε στα γόνατα και η Εγκουέν στάθηκε όρθια, αλλά καμία τους δεν τον ακολούθησε.

Загрузка...