Ο Τροχός του Χρόνου γυρνά και οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω αναμνήσεις, που γίνονται θρύλος. Ο θρύλος ξεθωριάζει και γίνεται μύθος κι ακόμα και ο μύθος έχει ξεχαστεί από καιρό, όταν ξανάρχεται η Εποχή που τον γέννησε. Σε μια περίοδο, που μερικοί την αποκαλούν Τρίτη Εποχή, μια Εποχή που ακόμα δεν έχει έρθει, μια Εποχή που έχει περάσει, ένας άνεμος φύσηξε στους μεγάλους κάμπους που ονομάζονταν Λιβάδια του Καραλαίν. Ο άνεμος δεν ήταν η αρχή. Το γύρισμα του Τροχού του Χρόνου δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος. Αλλά ήταν κάποια αρχή.
Βόρεια και δυτικά φυσούσε ο άνεμος κάτω από τον αγουροξυπνημένο ήλιο του πρωινού, πάνω από ατελείωτα μίλια, που ήταν όλο κυματιστά λιβάδια και αραιά απλωμένες συστάδες δένδρων. Διέσχιζε ο άνεμος τον αφρισμένο ποταμό Λουάν και περνούσε πάνω από το Όρος του Δράκοντα, που έμοιαζε με δόντι σπασμένο στην κορφή ― ένα βουνό για το οποίο μιλούσαν οι θρύλοι, που ορθωνόταν πάνω από τις απαλές πεδιάδες και σηκωνόταν τόσο ψηλά, ώστε το έστεφαν σύννεφα καταμεσής του, πολύ πριν από την κορυφή, που κάπνιζε. Το Όρος του Δράκοντα, όπου είχε πεθάνει ο Δράκοντας —και μαζί η Εποχή των Θρύλων, όπως έλεγαν μερικοί― κι όπου θα ξαναγεννιόταν, σύμφωνα με την προφητεία. Ή όπου είχε ξαναγεννηθεί. Βόρεια και δυτικά, περνούσε από τα χωριά Τζουάλντε, Νταϊράιν και Αλίντηρ, όπου γέφυρες σαν από πέτρινη δαντέλα ορθώνονταν προς τα Λαμπερά Τείχη, τα τεράστια, πάλλευκα τείχη της πόλης, που πολλοί έλεγαν πως ήταν η πιο θαυμαστή του κόσμου. Της Ταρ Βάλον. Μια πόλη που μόλις την άγγιζε η σκιά του Όρους του Δράκοντα κάθε δειλινό.
Εντός εκείνων των τειχών, φτιαγμένα από τους Ογκιρανούς, υπήρχαν κτίρια ηλικίας κατά πολύ μεγαλύτερης των δύο χιλιάδων ετών, τα οποία πιο πολύ έμοιαζαν να φυτρώνουν από το χώμα παρά να έχουν χτιστεί, έργο του ανέμου και του νερού παρά κατασκεύασμα έστω και των μυθικών χεριών των Ογκιρανών λιθοξόων. Μερικά θύμιζαν πουλιά εν πτήσει, ή πελώρια όστρακα από αλαργινές θάλασσες. Πανύψηλοι πύργοι, που είτε φούσκωναν στην κορυφή, είτε είχαν αυλακώσεις ή σπείρες στο πλάι, ενώνονταν μεταξύ τους με γέφυρες, που κρέμονταν δεκάδες μέτρα ψηλά στον αέρα, συχνά δίχως κάγκελα. Μόνο όσοι είχαν περάσει καιρό στην Ταρ Βάλον κατόρθωναν να μη σταθούν χάσκοντας, σαν χωρικοί που είχαν φύγει για πρώτη φορά από το αγρόκτημά τους.
Ο λαμπρότερος όλων των πύργων, ο Λευκός Πύργος, δέσποζε στην πόλη, γυαλίζοντας σαν στιλβωμένο κόκαλο στον ήλιο. Ο Τροχός τον Χρόνου έχει στο κέντρο τον την Ταρ Βάλον, έτσι έλεγε ο κόσμος στην πόλη, και η Ταρ Βάλον έχει στο κέντρο της τον Πύργο. Η πρώτη εικόνα της Ταρ Βάλον που έβλεπαν οι ταξιδιώτες, πριν τους φέρουν τα άλογά τους αντίκρυ στις γέφυρες, πριν ζυγώσουν το νησί οι καπετάνιοι των ποταμόπλοιών τους, ήταν ο Πύργος, που καθρέφτιζε τον ήλιο σαν φάρος. Δεν ήταν παράξενο λοιπόν που η μεγάλη πλατεία, η οποία κύκλωνε την περιτειχισμένη περιοχή του Πύργου, κάτω από το βλέμμα του τεράστιου Πύργου φάνταζε μικρότερη απ' όσο ήταν στην πραγματικότητα και οι άνθρωποι θαρρείς γίνονταν έντομα. Εντούτοις, ακόμα κι αν ο Λευκός Πύργος ήταν ο μικρότερος της Ταρ Βάλον, το γεγονός ότι ήταν η καρδιά της εξουσίας των Άες Σεντάι θα προκαλούσε και πάλι δέος στη νησούπολη.
Παρά τον αριθμό του, το πλήθος απείχε πολύ από το να γεμίσει την πλατεία. Στις άκρες της οι άνθρωποι διαγκωνίζονταν μέσα στην κοσμοσυρροή καθώς τραβούσαν στις δουλειές τους, αλλά κοντύτερα στην περιοχή του Πύργου ο κόσμος αραίωνε, ώσπου στο τέλος τους ψηλούς, λευκούς τοίχους έζωνε μια λωρίδα από γυμνές πλάκες, η οποία είχε πλάτος τουλάχιστον πενήντα βήματα. Τις Άες Σεντάι τις σέβονταν και με το παραπάνω στην Ταρ Βάλον, φυσικά, και η Έδρα της Άμερλιν κυβερνούσε την πόλη, όπως κυβερνούσε και τις Άες Σεντάι, όμως ελάχιστοι ήθελαν να πλησιάσουν δίχως λόγο την εξουσία των Άες Σεντάι. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να έχει κάποιος ένα επιβλητικό τζάκι στο σαλόνι του και στο να μπει στις φλόγες.
Κάποιοι λιγοστοί ζύγωναν εκεί, στα πλατιά σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον Πύργο και στις λεπτοσκαλισμένες πόρτες, που ήταν αρκετά φαρδιές ώστε χωρούν δώδεκα άνθρωποι να περάσουν πλάι-πλάι. Οι πόρτες εκείνες έστεκαν ανοιχτές, καλωσόριζαν τον επισκέπτη. Πάντοτε υπήρχαν άνθρωποι που είχαν ανάγκη να ζητήσουν αρωγή ή μια απάντηση, τις οποίες νόμιζαν ότι μόνο οι Άες Σεντάι μπορούσαν να τους προσφέρουν, κι αυτοί έρχονταν τόσο από κοντινά όσο κι από μακρινά μέρη, από το Άραφελ και την Γκεάλνταν, από τη Σαλδαία και το Ίλιαν. Πολλοί θα έβρισκαν βοήθεια ή καθοδήγηση εντός, συχνά όμως όχι με τη μορφή που περίμεναν ή έλπιζαν.
Η Μιν είχε συνεχώς σηκωμένη τη φαρδιά κουκούλα του μανδύα της, έτσι που το πρόσωπό της να χάνεται μέσα. Παρά τη ζέστη της ημέρας, το ένδυμα αυτό ήταν αρκετά ψιλό ώστε να μην προκαλεί σχόλια, ειδικά για μια γυναίκα που ήταν τόσο ολοφάνερα συνεσταλμένη. Και πολλοί ήταν συνεσταλμένοι πηγαίνοντας στον Πύργο. Τίποτα πάνω της δεν τραβούσε την προσοχή. Τα μαύρα μαλλιά της ήταν μακρύτερα από την τελευταία φορά που είχε βρεθεί στον Πύργο, αν και δεν χύνονταν ως τους ώμους της. Το φόρεμά της, όλο γαλάζιο, εκτός από τις στενές λωρίδες από λευκή, Τζαρεκυζιώτικη δαντέλα στο λαιμό και τους καρπούς, θα άρμοζε στην κόρη κάποιου εύπορου αγρότη που είχε φορέσει τα γιορτινά της για τον Πύργο, σαν όλες τις γυναίκες που σίμωναν τα πλατιά σκαλιά. Η Μιν μέσα της ευχόταν να ήταν η όψη της τουλάχιστον ίδια με των άλλων. Ανάγκασε τον εαυτό της να μην τις κοιτάξει, για να δει αν περπατούσαν ή φέρονταν αλλιώτικα. Μπορώ να το κάνω, σκέφτηκε.
Φυσικά, δεν είχε κάνει τόσο δρόμο ως εδώ, μόνο και μόνο για να γυρίσει πίσω τώρα. Το φόρεμα ήταν μια καλή μεταμφίεση. Όσοι τη γνώριζαν στον Πύργο, θυμούνταν μια νεαρή κοπέλα με κοντοκομμένα μαλλιά, πάντα φορώντας σακάκι και φαρδύ παντελόνι, σαν αγόρι, ποτέ με φόρεμα. Η μεταμφίεση έπρεπε να είναι καλή. Η Μιν δεν είχε άλλη επιλογή γι' αυτό που έκανε. Ουσιαστικά, αυτή ήταν η μόνη επιλογή.
Όσο ζύγωνε τον Πύργο, το στομάχι της ανακατωνόταν. Έσφιξε πιο δυνατά το δέμα που κρατούσε κατάστηθα. Εκεί είχε τα συνηθισμένα ρούχα της, τις καλές της μπότες και όλα τα υπάρχοντά της, εκτός από το άλογο, το οποίο είχε αφήσει σε ένα πανδοχείο όχι μακριά από την πλατεία. Αν της χαμογελούσε η τύχη, σε λίγες ώρες θα καβαλούσε ξανά το μουνούχι της και θα κάλπαζε προς τη γέφυρα Όστρην και το δρόμο προς το νότο.
Η αλήθεια ήταν ότι δεν ανυπομονούσε να ξαναβρεθεί στην πλάτη του αλόγου τόσο σύντομα, ύστερα από τόσες βδομάδες στη σέλα δίχως ούτε μιας μέρας ανάπαυλα, όμως λαχταρούσε να εγκαταλείψει αυτό το μέρος. Ποτέ της δεν θεώρησε φιλόξενο το Λευκό Πύργο και αυτή τη στιγμή της φαινόταν απαίσιος, όσο και η φυλακή του Σκοτεινού στο Σάγιολ Γκουλ. Ανατρίχιασε κι ευχήθηκε να μην είχε συλλογιστεί τον Σκοτεινό. Αναρωτιέμαι αν η Μουαραίν πιστεύει ότι ήρθα εδώ μόνο και μόνο επειδή μου το ζήτησε. Που να με βοηθήσει το Φως, κάνω σαν χαζοκόριτσο. Κάνω χαζομάρες για έναν χαζό!
Πήρε να ανεβαίνει τα σκαλιά ανήσυχα —ήταν τόσο πλατιά, που ήθελε να κάνεις δυο βήματα για να φτάσεις το επόμενο― και, αντίθετα από τον άλλο κόσμο, δεν κοντοστάθηκε για να ατενίσει με δέος τη χλωμή κορμοστασιά του Πύργου. Ήθελε να ξεμπερδέψει.
Μέσα υπήρχαν αψιδωτές είσοδοι, που σχεδόν περικύκλωναν το μεγάλο, στρογγυλό προθάλαμο, όμως οι ικέτες στριμώχνονταν στο κέντρο της αίθουσας, σέρνοντας τα πόδια τους κάτω από την επίπεδη οροφή. Την ωχρή πέτρα του δαπέδου την είχαν τρίψει και την είχαν γυαλίσει αναρίθμητα νευρικά βήματα ανά τους αιώνες. Κανένας δεν είχε τίποτα άλλο στη σκέψη του, παρά μόνο το πού βρισκόταν και το γιατί. Ένας αγρότης και η σύζυγός του, που φορούσαν τραχιά, μάλλινα ρούχα και ήταν κρατούσαν ο ένας τα γεμάτα κάλους χέρια του άλλου, προχωρούσαν κολλητά με μια έμπορο με μεταξωτά ενδύματα στολισμένα με βελούδο, την οποία ακολουθούσε κατά πόδας μια υπηρέτρια, που έσφιγγε στα χέρια ένα μικρό κουτί από δουλεμένο ασήμι, που σίγουρα ήταν το δώρο της κυράς της προς τον Πύργο. Αλλού, η έμπορος θα είχε κοιτάξει αφ' υψηλού τους γεωργούς που την είχαν αγγίξει κι αυτοί μάλλον θα είχαν χτυπήσει τα κούτελά τους με τις αρθρώσεις των δαχτύλων και θα είχαν κάνει πίσω, ζητώντας συγνώμη. Τώρα όμως όχι, όχι εδώ που βρίσκονταν.
Ελάχιστοι άντρες βρίσκονταν μεταξύ των ικετών, κάτι που δεν προκάλεσε έκπληξη στη Μιν. Οι περισσότεροι άντρες ένιωθαν νευρικότητα κοντά στις Άες Σεντάι. Όλοι ήξεραν ότι φταίχτες για το Τσάκισμα του Κόσμου ήταν οι άντρες, τότε που υπήρχαν ακόμα άντρες Άες Σεντάι. Τρεις χιλιάδες χρόνια αυτή η ανάμνηση δεν είχε ξεθωριάσει, έστω κι αν ο χρόνος είχε παραλλάξει κάποιες λεπτομέρειες. Τα παιδιά ακόμα τα τρόμαζαν με ιστορίες για άντρες που διαβίβαζαν τη Μία Δύναμη, άντρες καταδικασμένους να τρελαθούν επειδή ο Σκοτεινός είχε μολύνει το σαϊντίν, το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής. Η χειρότερη ήταν η ιστορία του Λουζ Θέριν Τέλαμον, του Δράκοντα, του Λουζ Θέριν του Σφαγέα, ο οποίος είχε δώσει το έναυσμα για το Τσάκισμα. Εντούτοις, οι ιστορίες αυτές τρόμαζαν και τους μεγάλους. Η Προφητεία έλεγε ότι ο Δράκοντας θα ξαναγεννιόνταν την ώρα που η ανθρωπότητα θα βρισκόταν σε έσχατη ανάγκη, για να πολεμήσει τον Σκοτεινό στην Τάρμον Γκάι'ντον, την Τελευταία Μάχη, όμως αυτό δεν άλλαζε την άποψη που είχαν οι περισσότεροι για τη σχέση μεταξύ αντρών και Δύναμης. Τώρα πια, όλες οι Άες Σεντάι θα έπαιρναν στο κυνήγι έναν άντρα που μπορούσε να διαβιβάζει· από τα επτά Άτζα, το Κόκκινο δεν έκανε σχεδόν τίποτα άλλο.
Φυσικά, τίποτα απ' αυτά δεν είχε σχέση με το να ζητήσει κάποιος βοήθεια από τις Άες Σεντάι, όμως ήταν λιγοστοί οι άντρες που θα ένιωθαν άνετα αν είχαν οποιαδήποτε σχέση με τις Άες Σεντάι και τη Δύναμη. Λιγοστοί δηλαδή, με εξαίρεση τους Πρόμαχους, όμως ο κάθε Πρόμαχος ήταν δεσμευμένος με μια Άες Σεντάι· δεν μπορούσε κανείς να περάσει τους Πρόμαχους για συνηθισμένους άντρες. Υπήρχε μια παροιμία: «Για να βγάλει σκλήθρα από το χέρι ο άντρας, θα προτιμήσει να το κόψει παρά να ζητήσει βοήθεια από Άες Σεντάι». Οι γυναίκες την ερμήνευαν σαν σχόλιο για το πείσμα και τη χαζομάρα των αντρών, όμως η Μιν είχε ακούσει άντρες να λένε ότι το να χάσεις το χέρι σου ίσως είναι η σωστή αηόφαση.
Η Μιν αναρωτήθηκε τι θα έκαναν αυτοί οι άνθρωποι αν ήξεραν όσα ήξερε. Ίσως να το έβαζαν στα πόδια τσιρίζοντας. Κι αν ήξεραν το λόγο που την είχε φέρει εδώ, ίσως να μην επιζούσε έστω και για να την πάρουν πάνω οι φρουροί του Πύργου και να τη ρίξουν στο κελί. Είχε φίλες στον Πύργο, αλλά καμία που να διαθέτει εξουσία ή επιρροή. Αν ο σκοπός της γινόταν φανερός, τότε το πιθανότερο θα ήταν όχι να τη βοηθήσουν, αλλά να τις παρασύρει μαζί της στο ικρίωμα ή στο δήμιο που θα την αποκεφάλιζε. Κι αυτό, αν ζούσε μέχρι να τη δικάσουν φυσικά· μάλλον θα της έκλειναν το στόμα άπαξ διαπαντός πολύ πριν φτάσει σε δίκη.
Είπε στον εαυτό της ότι δεν έπρεπε να σκέφτεται τέτοια πράγματα. Θα μπορέσω να μπω μέσα και θα μπορέσω να ξαναβγώ. Το Φως να κάψει τον Ραντ αλ'Θόρ, που μ' έμπλεξε σε αυτά!
Τρεις-τέσσερις Αποδεχθείσες, γυναίκες στην ηλικία της Μιν ή ίσως λιγάκι μεγαλύτερες, τριγυρνούσαν στη στρογγυλή αίθουσα και μιλούσαν με απαλή φωνή στις ικέτισσες. Τα λευκά φορέματά τους δεν είχαν καμία διακόσμηση, με εξαίρεση επτά χρωματιστές ζώνες στον ποδόγυρο, μια ζώνη για το καθένα Άτζα. Πού και που έρχονταν κάποιες μαθητευόμενες, πιο νέες κοπέλες ή και κοριτσόπουλα, ντυμένες στα λευκά, και οδηγούσαν κάποιον ακόμα πιο βαθιά στον Πύργο. Οι ικέτισσες πάντα ακολουθούσαν τις μαθητευόμενες με ένα παράξενο μίγμα ενθουσιώδους ανυπομονησίας και διστακτικής απροθυμίας.
Η Μιν έσφιξε πιο γερά το δέμα της, όταν μια Αποδεχθείσα κοντοστάθηκε εμπρός της. «Το Φως να σε φωτίζει», είπε ανόρεχτα και τυπικά η σγουρομάλλα γυναίκα. «Με λένε Φαολάιν. Πώς μπορεί να σε βοηθήσει ο Πύργος;»
Το μελαψό, στρογγυλό πρόσωπο της Φαολάιν έδειχνε την υπομονή που κάνει κάποιος όταν φέρνει εις πέρας μια βαρετή δουλειά, ενώ θα προτιμούσε να ασχολείται με κάτι διαφορετικό ― με τη μελέτη μάλλον, απ' όσα ήξερε η Μιν για τις Αποδεχθείσες. Θα προτιμούσε να μαθαίνει πώς να γίνει Άες Σεντάι. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι το βλέμμα της Αποδεχθείσας δεν έδειχνε να την έχει αναγνωρίσει· οι δυο τους είχαν συναντηθεί όταν η Μιν ήταν άλλοτε στον Πύργο, αν και η γνωριμία τους είχε υπάρξει σύντομη.
Καλού-κακού, πάντως, η Μιν χαμήλωσε το βλέμμα, επιδεικνύοντας σέβας. Δεν ήταν ασυνήθιστο κάτι τέτοιο· αρκετός κόσμος από τα χωριά δεν πολυκαταλάβαινε το τεράστιο κενό που χώριζε τις Αποδεχθείσες από τις κανονικές Άες Σεντάι. Κρύβοντας το πρόσωπό της με την άκρη του μανδύα, έστρεψε τη ματιά της μακριά από τη Φαολάιν.
«Θέλω να κάνω μια ερώτηση στην Έδρα της Άμερλιν», άρχισε να λέει και μετά έκοψε απότομα τη φράση της, καθώς τρεις Άες Σεντάι είχαν σταθεί λίγο για να κοιτάξουν μέσα στον προθάλαμο, οι δύο από μια αψιδωτή είσοδο και η τρίτη από μια άλλη.
Οι Αποδεχθείσες και οι μαθητευόμενες έκλιναν το γόνυ όταν ο δρόμος τους τις έβγαζε δίπλα σε μια Άες Σεντάι, κατά τα άλλα όμως συνέχιζαν κανονικά τη δουλειά τους, ίσως λιγάκι ζωηρότερα. Αυτό ήταν όλο. Μα δεν έγινε έτσι με τις ικέτισσες· σε αυτές φάνηκε να κόβεται η ανάσα μονομιάς. Μακριά από το Λευκό Πύργο, μακριά από την Ταρ Βάλον, ίσως απλώς να είχαν περάσει τις Άες Σεντάι για τρεις γυναίκες των οποίων τα χρόνια δεν θα μπορούσαν να μαντέψουν, τρεις γυναίκες στον ανθό της ηλικίας τους, που όμως διέθεταν μεγαλύτερη ωριμότητα απ' όσο έδειχναν τα τρυφερά μάγουλά τους. Στον Πύργο, όμως, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία. Ο χρόνος δεν άγγιζε μια γυναίκα που δούλευε καιρό με τη Μία Δύναμη, όπως άγγιζε τις άλλες γυναίκες. Στον Πύργο δεν χρειαζόταν να δει κάποιος το χρυσαφένιο δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό για να αναγνωρίσει μια Άες Σεντάι.
Ο μαζεμένος κόσμος άρχισε να υποκλίνεται κατά κύματα, με σπασμωδικές υποκλίσεις από τους λιγοστούς άντρες. Δυο-τρία άτομα μάλιστα έπεσαν στα γόνατα. Η πλούσια έμπορος έδειχνε να φοβάται· το ζευγάρι των αγροτών δίπλα της κοίταζε προσηλωμένο τους θρύλους που είχαν ζωντανέψει. Πώς να φερθεί κάποιος μπροστά σε μια Άες Σεντάι ― αυτό ήταν κάτι για το οποίο οι περισσότεροι εκεί είχαν ακούσει μονάχα φήμες. Με εξαίρεση όσους ζούσαν εκεί, στην Ταρ Βάλον, οι άλλοι μάλλον δεν είχαν ξαναδεί Άες Σεντάι και πιθανόν ακόμα και οι Ταρβαλονέζες πρώτη φορά να σίμωναν τόσο πολύ.
Μα δεν ήταν η εμφάνιση των Άες Σεντάι αυτό που έκοψε στη μέση τα λόγια της Μιν. Κάποιες φορές, όχι συχνά, έβλεπε πράγματα κοιτάζοντας τους ανθρώπους, εικόνες και αύρες που συνήθως άστραφταν και χάνονταν μέσα σε λίγες στιγμές. Ορισμένες φορές ήξερε τι νόημα είχαν. Αυτό σπάνια συνέβαινε, αυτή η γνώση ― σπανιότερα ακόμα κι από το να δει κάτι― αλλά όταν ήξερε, πάντα είχε δίκιο.
Αντίθετα από τους περισσότερους άλλους, οι Άες Σεντάι —και οι Πρόμαχοί τους― πάντα είχαν εικόνες και αύρες, οι οποίες μερικές φορές ήταν τόσο πολλές καθώς χόρευαν και μεταμορφώνονταν, που τη Μιν την έπιανε ζαλάδα. Το πλήθος τους όμως δεν επηρέαζε την ερμηνεία τους· η Μιν σπάνια καταλάβαινε τι σήμαιναν, τόσο των Άες Σεντάι όσο και του υπόλοιπου κόσμου. Αυτή τη φορά, όμως, ήξερε περισσότερα απ' όσα ήθελε κι αυτό της έφερε ανατριχίλα.
Μια λιγνή γυναίκα με μαύρα μαλλιά, που κυλούσαν ως τη μέση της, η μοναδική από τις τρεις την οποία αναγνώριζε —το όνομά της ήταν Ανάντα· ανήκε στο Κίτρινο Άτζα― είχε έναν αρρωστιάρικο καφετή φωτοστέφανο, ζαρωμένο και σκασμένο, με χαραματιές που βάθαιναν και πλάταιναν καθώς σάπιζαν. Η μικρόσωμη, ξανθομάλλα Άες Σεντάι πλάι στην Ανάντα ήταν του Πράσινου Άτζα, όπως έδειχνε το επώμιο με τα πράσινα κρόσσια. Η Λευκή Φλόγα της Ταρ Βάλον φάνηκε για μια στιγμή εκεί, όταν η γυναίκα τους γύρισε την πλάτη. Στον ώμο της, σαν να φώλιαζε ανάμεσα στα κλήματα και τα ανθισμένα κλαριά μηλιάς που ήταν κεντημένα στο επώμιό της, βρισκόταν ένα ανθρώπινο κρανίο. Ένα μικρό, γυναικείο κρανίο, που ήταν καθαρισμένο από τις σάρκες και το είχε ξασπρίσει ο ήλιος. Η τρίτη, μια παχουλή γυναίκα στην άλλη άκρη της αίθουσας, δεν φορούσε επώμιο· έτσι έκαναν οι περισσότερες Άες Σεντάι όταν δεν είχαν τελετές. Ο τρόπος που ύψωνε το πηγούνι και έστηνε τους ώμους της έδειχνε δύναμη και περηφάνια. Έμοιαζε να κοιτάζει με τα παγερά, γαλανά μάτια της τις ικέτισσες μέσα από μια κουρελιασμένη κουρτίνα αίματος, με άλικα ποταμάκια να κυλούν στο πρόσωπό της.
Το αίμα, η νεκροκεφαλή και ο φωτοστέφανος έσβησαν μέσα στο χορό των εικόνων γύρω από τις τρεις τους, κατόπιν ξαναφάνηκαν και μετά έσβησαν πάλι. Οι ικέτισσες ατένιζαν με δέος, βλέποντας μονάχα τρεις γυναίκες που μπορούσαν να αγγίξουν την Αληθινή Πηγή και να διαβιβάσουν τη Μία Δύναμη. Καμία, εκτός από τη Μιν, δεν έβλεπε τα υπόλοιπα. Καμία, εκτός από τη Μιν, δεν ήξερε ότι εκείνες οι τρεις γυναίκες θα πέθαιναν. Όλες την ίδια μέρα.
«Η Άμερλιν δεν μπορεί να τους βλέπει όλους», είπε η Φαολάιν με κακοκρυμμένη αδημονία. «Η επόμενη ανοιχτή ακρόαση είναι σε δέκα μέρες. Πες μου τι θέλεις και θα φροντίσω να δεις την αδελφή που μπορεί να σε βοηθήσει καλύτερα».
Το βλέμμα της Μιν καρφώθηκε στο δέμα στην αγκαλιά της και έμεινε εκεί, εν μέρει για να μην αναγκαστεί να ξαναδεί αυτό που είχε ήδη αντικρίσει. Και οι τρεις τους! Φως μου! Τι πιθανότητες υπήρχαν να πεθάνουν τρεις Άες Σεντάι την ίδια μέρα; Αλλά ήξερε. Ήξερε.
«Έχω το δικαίωμα να μιλήσω με την Έδρα της Άμερλιν. Αυτοπροσώπως». Ήταν ένα δικαίωμα που σπάνια το διεκδικούσε κανείς —ποιος άραγε θα τολμούσε;― αλλά υπήρχε. «Όλες οι γυναίκες έχουν αυτό το δικαίωμα και το απαιτώ».
«Νομίζεις ότι η Έδρα της Άμερλιν αυτοπροσώπως μπορεί να δέχεται την πάσα μία που έρχεται στο Λευκό Πύργο; Σίγουρα μπορεί να σε βοηθήσει κάποια άλλη Άες Σεντάι». Η Φαολάιν έδινε ιδιαίτερη έμφαση στους τίτλους, για να εκφοβίσει τη Μιν. «Πες μου τώρα τι θες να ζητήσεις. Και ποιο είναι το όνομά σου, για να ξέρει ποια να βρει η μαθητευόμενη που θα έρθει».
«Το όνομά μου είναι... Ελμιντρέντα». Η Μιν προσπάθησε, αλλά δεν απέφυγε να κάνει ένα μορφασμό. Ανέκαθεν μισούσε αυτό το όνομα, όμως η Άμερλιν ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους που ζούσαν και το είχαν ακούσει ποτέ. Αρκεί να το θυμόταν. «Είναι δικαίωμά μου να μιλήσω με την Άμερλιν. Και η ερώτησή μου είναι μονάχα γι' αυτήν. Είναι δικαίωμά μου».
Η Αποδεχθείσα ύψωσε το φρύδι της. «Ελμιντρέντα;» Το στόμα της σφίχτηκε μ’ ένα χαμόγελο ευθυμίας. «Και διεκδικείς τα δικαιώματά σου. Πολύ καλά. Θα στείλω μήνυμα στην Τηρήτρια των Χρονικών ότι επιθυμείς να δεις αυτοπροσώπως την Έδρα της Άμερλιν, Ελμιντρέντα».
Της Μιν της ήρθε να χαστουκίσει τη γυναίκα για τον τρόπο που τόνιζε το «Ελμιντρέντα», αλλά αντί γι' αυτό μουρμούρισε πιεσμένα, «Ευχαριστώ».
«Μη βιάζεσαι να με ευχαριστήσεις. Δίχως αμφιβολία, θα περάσουν ώρες μέχρι να βρει η Τηρήτρια χρόνο να απαντήσει και σίγουρα θα πει ότι μπορείς να κάνεις την ερώτησή σου στην επόμενη ανοιχτή ακρόαση της Μητέρας. Περίμενε με υπομονή, Ελμιντρέντα». Χάρισε ένα σφιγμένο χαμόγελο στη Μιν, σχεδόν ένα κοροϊδευτικό μειδίαμα, καθώς γυρνούσε να φύγει.
Η Μιν, τρίζοντας τα δόντια, πήρε το δέμα της και έγειρε στον τοίχο ανάμεσα σε δύο αψιδωτές εισόδους, όπου προσπάθησε να γίνει ένα με τη χλωμή πέτρα. Μην εμπιστεύεσαι κανέναν και απέφυγε να σε προσέξουν, μέχρι να φτάσεις στην Άμερλιν, της είχε πει η Μουαραίν. Η Μουαραίν ήταν μια Άες Σεντάι την οποία εμπιστευόταν. Συνήθως. Εν πάση περιπτώσει, ήταν μια καλή συμβουλή. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να φτάσει στην Άμερλιν και η δουλειά της θα τελείωνε. Θα ξανάβαζε τα δικά της ρούχα, θα έβλεπε τις φίλες της και θα έφευγε. Δεν θα είχε πια ανάγκη να κρύβεται.
Ένιωσε ανακούφιση βλέποντας ότι οι Άες Σεντάι είχαν φύγει. Τρεις Άες Σεντάι να πεθάνουν μέσα σε μια μέρα. Ήταν αδύνατον· μονάχα αυτή η λέξη ταίριαζε. Κι όμως θα συνέβαινε. Ό,τι κι αν έλεγε η Μιν, ό,τι κι αν έκανε, δεν θα άλλαζε τίποτα —όταν ήξερε τι σήμαινε μια εικόνα, αυτό οπωσδήποτε συνέβαινε― αλλά έπρεπε να το πει στην Άμερλιν. Μπορεί μάλιστα να ήταν εξίσου σημαντικό με τα νέα που έφερνε από τη Μουαραίν, αν και της ήταν δύσκολο να πιστέψει κάτι τέτοιο.
Μια άλλη Αποδεχθείσα ήρθε να αντικαταστήσει εκείνη που ήταν ήδη εκεί και η Μιν είδε κάγκελα να αιωρούνται μπροστά από το ροδαλό πρόσωπό της, σαν κλουβί. Η Σέριαμ, η Κυρά των Μαθητευομένων, κοίταξε τον προθάλαμο —ύστερα από μια ματιά, η Μιν κατέβασε το βλέμμα στις πέτρες κάτω από τα πόδια της· η Σέριαμ την ήξερε καλά― και το πρόσωπο της κοκκινομάλλας Άες Σεντάι έμοιαζε χτυπημένο και μελανιασμένο. Ήταν μόνο η εικόνα, φυσικά, αλλά η Μιν χρειάστηκε να δαγκώσει το χείλος της για να πνίξει την κραυγή της. Η Σέριαμ, με τη γαλήνια αίσθηση εξουσίας και τη σιγουριά της, ήταν άφθαρτη σαν τον Πύργο. Αποκλείεται κάτι να έβλαπτε τη Σέριαμ. Εντούτοις, κάτι τέτοιο επρόκειτο να γίνει.
Μια Άες Σεντάι άγνωστη στη Μιν, που φορούσε το επώμιο του Καφέ Άτζα, συνόδευε στις πόρτες μια γεροδεμένη γυναίκα, που φορούσε ρούχα από καλοπλεγμένο, κόκκινο μαλλί. Η γεροδεμένη γυναίκα προχωρούσε ανάλαφρα, σαν κοριτσόπουλο, με το πρόσωπό της να αστράφτει, σχεδόν γελώντας από χαρά. Και η Καφέ αδελφή χαμογελούσε επίσης, μα ύστερα η αύρα της έσβησε, σαν φλόγα κεριού που ξεψυχούσε.
Θάνατος. Πληγές, αιχμαλωσία και θάνατος. Για τη Μιν ήταν σαν να το έβλεπε τυπωμένο σε χαρτί.
Κάρφωσε το βλέμμα στα πόδια της. Δεν ήθελε να δει τίποτα άλλο πια. Μακάρι να το θυμηθεί, σκέφτηκε. Δεν είχε νιώσει στιγμή απόγνωση σε όλη τη μακριά διαδρομή της με το άλογο από τα Όρη της Ομίχλης, ούτε ακόμα και τις δύο φορές που είχαν γίνει απόπειρες να της κλέψουν το άλογο, όμως τώρα αυτό ένιωθε. Φως μου, μακάρι να θυμηθεί το παλιο-όνομά μου.
«Κυρά Ελμιντρέντα;»
Η Μιν τινάχτηκε ξαφνιασμένη. Η μελαχρινή μαθητευόμενη που στεκόταν μπροστά της μόλις που ήταν αρκετά μεγάλη στα χρόνια για να έχει φύγει από το σπίτι, ίσως δεκαπέντε ή δεκάξι, αν και έβαζε τα δυνατά της να φερθεί με αξιοπρέπεια. «Ναι; Είμαι... Αυτό είναι το όνομά μου».
«Είμαι η Σάρα. Αν θα ήθελες να με ακολουθήσεις» —η ψιλή φωνή της Σάρα πήρε έναν τόνο δέους― «η Έδρα της Άμερλιν θα σε δεχθεί τώρα στο μελετητήριό της».
Η Μιν αναστέναξε με ανακούφιση και την ακολούθησε βιαστικά.
Η φαρδιά κουκούλα του μανδύα ακόμα της έκρυβε το πρόσωπο, αλλά δεν την εμπόδιζε να βλέπει, ενώ όσο περισσότερα έβλεπε, τόσο πιο πολύ βιαζόταν να φτάσει στην Αμερλιν. Ελάχιστα άτομα περπατούσαν στους μεγάλους διαδρόμους, οι οποίοι ανηφόριζαν ελικοειδώς και είχαν λαμπερά, πολύχρωμα πλακάκια στο δάπεδο, ενώ στους τοίχους κρέμονταν υφαντά και χρυσοί φανοστάτες — ο Πύργος είχε κατασκευαστεί για να φιλοξενεί περισσότερο κόσμο απ' όσο είχε τώρα. Εντούτοις, σχεδόν όλα όσα έβλεπε η Μιν καθώς ανηφόριζε, είχαν κάποια εικόνα ή αύρα που της μιλούσε για βία και κίνδυνο.
Οι Πρόμαχοι περνούσαν με βιάση, ρίχνοντας το πολύ μια ματιά στις δύο γυναίκες ― άντρες που κινούνταν σαν λύκοι την ώρα του κυνηγιού, με τα σπαθιά σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην αγριωπή όψη τους, όμως έμοιαζαν να έχουν ματωμένα πρόσωπα ή πληγές που έχασκαν. Σπαθιά και δόρατα χόρευαν απειλητικά γύρω από τα κεφάλια τους. Οι αύρες τους αστραποβολουσαν τρελά, τρεμόπαιζαν στην αιχμηρή κόψη του θανάτου. Η Μιν έβλεπε νεκρούς να περπατούν, ήξερε ότι θα πέθαιναν την ίδια μέρα με τις Άες Σεντάι του προθαλάμου, ή το πολύ μία μέρα αργότερα. Ακόμα και μερικοί υπηρέτες, άντρες και γυναίκες με τη Φλόγα της Ταρ Βάλον στο στήθος, που έτρεχαν στις δουλειές τους, έδειχναν ίχνη βίας. Μια Άες Σεντάι, την οποία είδε φευγαλέα σε έναν πλαϊνό προθάλαμο, έμοιαζε να έχει αλυσίδες στον αέρα ολόγυρά της, ενώ μια άλλη, που διέσχιζε το διάδρομο μπροστά από τη Μιν και την οδηγό της, έμοιαζε να φορά ένα ασημένιο κολάρο γύρω από το λαιμό σχεδόν όση ώρα περπατούσε εκεί. Της Μιν της κόπηκε η ανάσα όταν το είδε· θέλησε να τσιρίξει.
«Μπορεί να φαίνονται πολύ επιβλητικά όλα αυτά, όταν δεν τα έχεις ξαναδεί», είπε η Σάρα, προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να δείξει ότι ο Πύργος ήταν πια κάτι τόσο συνηθισμένο γι' αυτήν, όσο και το χωριό της. «Εδώ όμως είσαι ασφαλές. Η Έδρα της Άμερλιν θα τα φροντίσει όλα». Η φωνή της έγινε πιο ψιλή, όταν ανέφερε την Άμερλιν.
«Φως μου, μακάρι να γίνει έτσι», μουρμούρισε η Μιν. Η μαθητευόμενη της χάρισε ένα χαμόγελο για να την καθησυχάσει.
Όταν πια έφτασαν στον προθάλαμο έξω από το μελετητήριο της Άμερλιν, η Μιν ακολουθούσε από τόσο κοντά τη Σάρα που σχεδόν της πατούσε τα πόδια, ενώ το στομάχι της ήταν τελείως ανακατεμένο. Ο μόνος λόγος που δεν είχε τρέξει να την προσπεράσει ήταν επειδή υποτίθεται ότι ήταν ξένη.
Μια από τις πόρτες των διαμερισμάτων της Άμερλιν άνοιξε και ένας νεαρός με χρυσοκόκκινα μαλλιά βγήκε με αγέρωχο βήμα, πέφτοντας σχεδόν πάνω στη Μιν και τη συνοδό της. Ψηλός, ευθυτενής και δυνατός, φορώντας ένα μπλε σακάκι με χρυσά κεντίδια στα μανίκια και το γιακά, ο Γκάγουιν του Οίκου Τράκαντ, μεγαλύτερος γιος της Βασίλισσας Μοργκέις του Άντορ, ήταν η προσωποποίηση ενός περήφανου, νεαρού άρχοντα. Ενός εξοργισμένου νεαρού άρχοντα. Η Μιν δεν πρόφτασε να χαμηλώσει το κεφάλι· την κοίταζε ίσια στην κουκούλα, ίσια στο πρόσωπό της.
Τα μάτια του γούρλωσαν από την έκπληξη κι ύστερα στένεψαν κι έγιναν σαν χαραμάδες γεμάτες γαλάζιο πάγο. «Να που ξαναγύρισες. Ξέρεις πού πήγαν η αδελφή μου και η Εγκουέν;»
«Δεν είναι εδώ;» Η Μιν ξέχασε τα πάντα μέσα στον πανικό, που φούσκωσε και την κατέκλυσε. Πριν καταλάβει και η ίδια τι έκανε, τον είχε αρπάξει από τα μανίκια και τον κάρφωνε επιτακτικά με το βλέμμα, αναγκάζοντάς τον να κάνει ένα βήμα πίσω. «Γκάγουιν, κίνησαν να γυρίσουν στον Πύργο πριν από μήνες! Η Ηλαίην και η Εγκουέν, και η Νυνάβε επίσης. Με τη Βέριν Σεντάι και... Γκάγουιν, το... το...»
«Συγκρατήσου», της είπε, παίρνοντας απαλά τα χέρια της από το σακάκι του. «Φως μου! Δεν ήθελα να σε τρομάξω έτσι. Έφτασαν σώες και ασφαλείς. Και δεν είπαν κουβέντα πού είχαν πάει, ούτε γιατί. Τουλάχιστον όχι σε μένα. Δεν πιστεύω να υπάρχει η παραμικρή ελπίδα να μου πεις εσύ;» Η Μιν πίστεψε ότι είχε πάρει μια ουδέτερη έκφραση στο πρόσωπό της, αλλά εκείνος της έριξε μια ματιά και είπε: «Καλά το φαντάστηκα πως όχι. Αυτό το μέρος έχει περισσότερα μυστικά κι από... Εξαφανίστηκαν πάλι. Επίσης κι η Νυνάβε». Το όνομα της Νυνάβε το πρόσθεσε σαν να το είχε μόλις θυμηθεί· μπορεί να ήταν μια από τις φίλες της Μιν, αλλά για τον ίδιο δεν σήμαινε τίποτα ιδιαίτερο. Η φωνή του σκλήρυνε πάλι και κάθε στιγμή που περνούσε γινόταν πιο έντονη. «Πάλι χωρίς να πουν ούτε λέξη! Ούτε λέξη! Υποτίθεται ότι βρίσκονται κάπου σε ένα αγρόκτημα, ως επιτίμιο επειδή το είχαν σκάσει, αλλά δεν μπορώ να μάθω πού. Η Αμερλιν δεν μου δίνει μια ευθεία απάντηση».
Η Μιν έκανε ένα μορφασμό· για μια στιγμή, ποταμάκια ξεραμένου αίματος είχαν μετατρέψει το πρόσωπό του σε μια βλοσυρή μάσκα. Ήταν σαν να της είχαν δώσει μια σφυριά. Οι φίλες της είχαν εξαφανιστεί —το ταξίδι της είχε γίνει πιο εύκολο επειδή γνώριζε ότι εκείνες ήταν εδώ― και ο Γκάγουιν θα τραυματιζόταν την ίδια μέρα που οι Άες Σεντάι θα σκοτώνονταν.
Παρά τα όσα είχε δει μπαίνοντας στον Πύργο, παρά το φόβο της, τίποτα δεν την είχε αγγίξει προσωπικά πριν από αυτό. Η όποια συμφορά χτυπούσε τον Πύργο θα εξαπλωνόταν μακριά από την Ταρ Βάλον, όμως η Μιν δεν ήταν, ούτε και θα μπορούσε να γίνει ποτέ, κομμάτι του Πύργου. Ο Γκάγουιν όμως ήταν από τα άτομα που γνώριζε, που συμπαθούσε, και θα πληγωνόταν περισσότερο απ' όσο έλεγε το αίμα, θα πληγωνόταν κατά κάποιον τρόπο βαθύτερα απ' όσο θα έφταναν οι πληγές στη σάρκα του. Τότε της ήρθε απότομα στο νου ότι, αν έπεφτε συμφορά στον Πύργο, δεν θα πλήττονταν μόνο κάποιες μακρινές Άες Σεντάι, γυναίκες με τις οποίες ποτέ δεν θα ένιωθε οικειότητα, αλλά επίσης και οι φίλες της. Εκείνες ήταν κομμάτι του Πύργου.
Κατά κάποιον τρόπο χαιρόταν που η Εγκουέν και οι άλλες δεν βρίσκονταν εδώ, χαιρόταν που δεν θα τις κοίταζε για να δει, ίσως, ίχνη θανάτου. Όμως ήθελε να τις κοιτάξει, να βεβαιωθεί, να κοιτάξει τις φίλες της και να μη δει τίποτα, ή να δει ότι θα ζούσαν. Πού στο Φως βρίσκονταν; Πού είχαν πάει; Ξέροντας τις τρεις τους και βλέποντας ότι ο Γκάγουιν δεν ήξερε πού βρίσκονταν, της φαινόταν πιθανό ότι εκείνες δεν ήθελαν να το μάθει. Ίσως αυτό να συνέβαινε.
Ξαφνικά, θυμήθηκε πού βρισκόταν η ίδια και γιατί, καθώς κι ότι δεν ήταν μονάχη με τον Γκάγουιν. Η Σάρα έμοιαζε να έχει ξεχάσει ότι πήγαινε τη Μιν στην Άμερλιν· έμοιαζε να έχει ξεχάσει τα πάντα εκτός από το νεαρό άρχοντα και του έκανε τα γλυκά μάτια, κάτι που αυτός δεν είχε προσέξει. Έστω κι έτσι, η Μιν δεν χρειαζόταν πια να προσποιείται ότι ήταν ξένη στον Πύργο. Ήταν στην πόρτα της Άμερλιν· τώρα τίποτα δεν μπορούσε να τη σταματήσει.
«Γκάγουιν, δεν ξέρω πού βρίσκονται, αλλά αν εκτίουν το επιτίμιό τους σε κάποιο αγρόκτημα, μάλλον θα είναι καταϊδρωμένες, λασπωμένες ως τους γοφούς κι εσύ είσαι ο τελευταίος που θα ήθελαν να τις δει». Η αλήθεια ήταν ότι ούτε κι αυτή έπαιρνε ελαφρά την απουσία τους. Είχαν συμβεί πάρα πολλά και συνέχιζαν να συμβαίνουν πάρα πολλά, που συνδέονταν με τις τρεις τους και με τη Μιν. Αλλά δεν ήταν αδύνατο να είχαν αποπεμφθεί κάπου για τιμωρία. «Δεν θα τις βοηθήσεις, αν κάνεις την Άμερλιν να θυμώσει».
«Δεν ξέρω αν όντως είναι σε αγρόκτημα. Αν είναι καν ζωντανές. Προς τι το κρύψιμο και η παραπλάνηση, αν απλώς ξεχορταριάζουν; Αν πάθει κάτι η αδελφή μου... Ή η Εγκουέν...» Κοίταξε κατσούφικα τις μπότες του. «Οφείλω να προσέχω την Ηλαίην. Πώς να την προστατεύσω, αφού δεν ξέρω καν πού είναι;»
Η Μιν αναστέναξε. «Νομίζεις ότι χρειάζεται προστασία; Είτε η μια, είτε η άλλη;» Αλλά αν η Αμερλιν τις είχε στείλει κάπου, ίσως να χρειάζονταν. Η Αμερλιν ήταν ικανή να στείλει μια γυναίκα σε φωλιά αρκούδας μονάχα με μια βέργα στο χέρι, αν κάτι τέτοιο θα προωθούσε τους σκοπούς της. Και θα περίμενε τη γυναίκα να γυρίσει κουβαλώντας το αρκουδοτόμαρο, ή την αρκούδα δεμένη στο λουρί, σύμφωνα με την εντολή που της είχε δώσει. Αλλά αν το έλεγε αυτό στον Γκάγουιν, απλώς θα υποδαύλιζε το θυμό του και τη στενοχώρια του. «Γκάγουιν, έδωσαν όρκο αφοσίωσης στον Πύργο. Δεν θα σε ευχαριστήσουν για την ανάμιξή σου».
«Ξέρω ότι η Ηλαίην δεν είναι παιδούλα», είπε αυτός υπομονετικά, «έστω κι αν τη μια στιγμή φέρεται έτσι, ενώ την επόμενη παίζει την Άες Σεντάι. Αλλά δεν παύει να είναι αδελφή μου και εκτός αυτού, είναι Κόρη-Διάδοχος του Άντορ. Θα γίνει βασίλισσα, μετά τη μητέρα μας. Το Άντορ τη χρειάζεται γερή και σώα για να ανεβεί στο θρόνο, δεν θέλει άλλη Διαδοχή».
Παίζει την Άες Σεντάι; Προφανώς δεν συνειδητοποιούσε το εύρος του ταλέντου της αδελφής του. Όσο καιρό υπήρχε το Αντορ, οι Κόρες-Διάδοχοί του στέλνονταν στον Πύργο για να εκπαιδευτούν, όμως η Ηλαίην ήταν η πρώτη που είχε αρκετό ταλέντο για να γίνει κανονική Άες Σεντάι, και μάλιστα μια ισχυρή Άες Σεντάι. Πιθανότατα ο Γκάγουιν δεν ήξερε ότι και η Εγκουέν ήταν εξίσου ισχυρή.
«Άρα θα την προστατεύσεις είτε το θέλει, είτε όχι;» Το είπε με ανέκφραστη φωνή, θέλοντας να του δώσει να καταλάβει ότι έκανε λάθος, αλλά εκείνος δεν πρόσεξε την προειδοποίηση και ένευσε πως ναι.
«Αυτό ήταν το καθήκον μου από τη μέρα που γεννήθηκε ― το αίμα μου να κυλήσει πριν από το δικό της, η ζωή μου να δοθεί πριν από τη δική της. Έδωσα αυτό τον όρκο μόλις έφτανα να κοιτάξω πάνω από την κούνια της· ο Γκάρεθ Μπράυν χρειάστηκε να μου εξηγήσει τι σήμαινε. Δεν θα τον πατήσω τώρα. Το Άντορ τη χρειάζεται περισσότερο απ' όσο εμένα».
Μιλούσε με μια γαλήνια βεβαιότητα, αποδεχόμενος κάτι που ήταν φυσικό και σωστό, κι αυτό έκανε τη Μιν να ανατριχιάσει σύγκορμη. Ανέκαθεν τον σκεφτόταν σαν παιδί, να γελά και να πειράζει τους άλλους, αλλά τώρα ήταν κάτι απόκοσμο. Η Μιν σκέφτηκε ότι ο Δημιουργός μάλλον ήταν κουρασμένος, όταν είχε φτάσει η ώρα να φτιάξει τους άντρες· μερικές φορές δεν έμοιαζαν να είναι σχεδόν καθόλου άνθρωποι. «Και η Εγκουέν; Τι όρκο έδωσες γι' αυτήν;»
Η έκφρασή του δεν άλλαξε, όμως έσυρε τα πόδια του κουρασμένα. «Φυσικά ανησυχώ για την Εγκουέν. Και για τη Νυνάβε. Ό,τι συμβεί στις συντρόφισσες της Ηλαίην, ίσως συμβεί και στην ίδια. Υποθέτω ότι είναι ακόμα μαζί· όταν βρίσκονταν εδώ, σπάνια έβλεπα τη μια χωρίς τις άλλες».
«Η μητέρα μου ανέκαθεν έλεγε να παντρευτώ έναν που δεν ξέρει να λέει ψέματα κι εσύ είσαι έτσι ακριβώς. Μόνο που νομίζω ότι κάποια άλλη πρόφτασε».
«Μερικά πράγματα είναι γραφτό να γίνουν», της είπε χαμηλόφωνα, «και μερικά δεν μπορεί να γίνουν ποτέ. Ο Γκάλαντ πονά που έχει φύγει η Εγκουέν». Ο Γκάλαντ ήταν ο ετεροθαλής αδελφός του και οι δύο τους είχαν σταλεί στην Ταρ Βάλον για να εκπαιδευθούν από τους Προμάχους. Ήταν άλλη μια Αντορανή παράδοση. Ο Γκαλάντεντριντ Ντέημοντρεντ ήταν άνθρωπος που έκανε το σωστό μέχρι ακρότητας, κατά τη γνώμη της Μιν, όμως ο Γκάγουιν δεν έβλεπε τίποτα στραβό πάνω του. Και δεν θα ανέφερε τα συναισθήματά του για μια γυναίκα που είχε διαλέξει με την καρδιά του ο Γκάγουιν.
Θέλησε να τον πιάσει και να τον τραντάξει, να τον λογικέψει, αλλά τώρα δεν είχε χρόνο, επειδή μέσα η Άμερλιν περίμενε και επειδή είχε να πει κάτι στην Άμερλιν που περίμενε. Άσε που η Σάρα στεκόταν εκεί και δεν είχε σημασία αν έκανε ή όχι τα γλυκά μάτια στον Γκάγουιν. «Γκάγουιν, με κάλεσε η Άμερλιν. Πού μπορώ να σε βρω, όταν τελειώσει η ακρόαση;»
«Θα είμαι στο γυμναστήριο. Οι μόνες στιγμές που ξεχνάω την ανησυχία μου είναι όταν εξασκούμαι στο σπαθί με τον Χάμαρ». Ο Χάμαρ ήταν αρχιξιφομάχος και ο Πρόμαχος που δίδασκε ξιφομαχία. «Συνήθως είμαι κάθε μέρα εκεί, μέχρι να δύσει ο ήλιος».
«Ωραία, λοιπόν. Θα έρθω το συντομότερο. Και προσπάθησε να μετράς τα λόγια σου. Αν κάνεις την Άμερλιν να θυμώσει μαζί σου, η Ηλαίην και η Εγκουέν ίσως νιώσουν το ίδιο».
«Δεν μπορώ να το υποσχεθώ αυτό», είπε εκείνος αταλάντευτα. «Κάτι πάει στραβά στον κόσμο, Μιν. Εμφύλιος πόλεμος στην Καιρχίν. Τα ίδια και χειρότερα στο Τάραμπον και στο Άραντ Ντόμαν. Ψεύτικοι Δράκοντες. Φασαρίες και φήμες για φασαρίες παντού. Δεν λέω ότι ο Πύργος είναι πίσω απ' αυτά, αλλά ακόμα και εδώ τα πράγματα δεν είναι όπως θα έπρεπε. Ή δεν είναι αυτά που φαίνονται. Η εξαφάνιση της Ηλαίην και της Εγκουέν δεν είναι το μόνο. Πάντως, αυτό είναι που με ανησυχεί. Θα βρω πού είναι. Κι αν έπαθαν κάτι... Αν είναι νεκρές...»
Πήρε μια βλοσυρή έκφραση και για μια στιγμή το πρόσωπό του έγινε πάλι εκείνη η ματωμένη μάσκα. Και κάτι παραπάνω: ένα σπαθί αιωρήθηκε πάνω από το κεφάλι του κι ένα λάβαρο ανέμισε πίσω του. Το σπαθί με τη μακριά λαβή, όμοιο με εκείνα που είχαν οι περισσότεροι Πρόμαχοι, είχε έναν ερωδιό χαραγμένο στην ελαφρώς κυρτή λεπίδα του, σύμβολο αρχιξιφομάχου, και η Μιν δεν ήξερε αν ανήκε στον Γκάγουιν ή αν τον απειλούσε. Το λάβαρο είχε το σήμα του Γκάγουιν, ένα λευκό αγριόχοιρο που εφορμούσε, αλλά σε πράσινο φόντο, αντί για το κόκκινο του Άντορ. Τόσο το σπαθί όσο και το λάβαρο ξεθώριασαν μαζί με το αίμα.
«Να προσέχεις, Γκάγουιν». Το είπε με δύο έννοιες. Να προσέχει τι έλεγε και να προσέχει μ' έναν τρόπο που δεν μπορούσε να τον εξηγήσει ακόμα και η ίδια μέσα της. «Πρέπει να προσέχεις πολύ».
Ο Γκάγουιν κοίταξε ερευνητικά το πρόσωπό της, σαν να είχε ακούσει κάτι από το βαθύτερο νόημα. «Θα... προσπαθήσω», της είπε τελικά. Άστραψε ένα χαμόγελο, σχεδόν το χαμόγελο εκείνο που θυμόταν η Μιν, όμως ήταν φανερά βεβιασμένο. «Καλά θα κάνω να ξαναγυρίσω στο γυμναστήριο, αν θέλω να συναγωνιστώ τον Γκάλαντ. Σήμερα το πρωί κέρδισα δύο φορές στους πέντε αγώνες τον Χάμαρ, αλλά ο Γκάλαντ είχε τρεις νίκες την τελευταία φορά που έκανε τον κόπο να κατέβει στο γυμναστήριο». Ξαφνικά, φάνηκε να τη βλέπει πραγματικά για πρώτη φορά και το χαμόγελό του έγινε ειλικρινές. «Πρέπει να φοράς πιο συχνά φορέματα. Σου πάνε ωραία. Μην ξεχάσεις, θα είμαι εκεί ως το ηλιοβασίλεμα».
Καθώς αυτός έφευγε, σχεδόν με την επικίνδυνη χάρη ενός Προμάχου στις κινήσεις του, η Μιν συνειδητοποίησε ότι έσιαζε το φόρεμά της στους γοφούς και σταμάτησε απότομα. Το Φως να κάψει όλους τους άντρες!
Η Σάρα άφησε την ανάσα της να βγει, σαν να την κρατούσε ως τώρα. «Είναι πολύ καλοκαμωμένος, έτσι δεν είναι;» είπε ονειροπόλα. «Όχι τόσο καλοκαμωμένος όσο ο Άρχοντας Γκάλαντ, βέβαια. Και στ' αλήθεια τον ξέρεις». Ήταν εν μέρει ερώτηση, αλλά και εν μέρει βεβαιότητα.
Η Μιν μιμήθηκε τον αναστεναγμό της μαθητευόμενης. Η κοπέλα θα μιλούσε με τις φίλες της στα καταλύματα των μαθητευομένων. Ο γιος μιας βασίλισσας ήταν ένα φυσιολογικό θέμα συζήτησης, ειδικά αφού ήταν ομορφονιός και είχε έναν αέρα πάνω του σαν ήρωας σε παραμύθι βάρδου. Μια παράξενη γυναίκα απλώς έδινε τροφή για ακόμα περισσότερες υποθέσεις. Πάντως, τώρα δεν γινόταν τίποτα. Εν πάση περιπτώσει, σίγουρα δεν επρόκειτο να βλάψει σε τίποτα.
«Η Έδρα της Άμερλιν θα πρέπει να αναρωτιέται γιατί δεν φτάσαμε ακόμα», είπε.
Η Σάρα ήρθε στα συγκαλά της, γουρλώνοντας τα μάτια ξαφνιασμένη και ξεροκαταπίνοντας δυνατά. Άρπαξε με το ένα χέρι τη Μιν από το μανίκι και πετάχτηκε για να ανοίξει ένα φύλλο της πόρτας, τραβώντας την πίσω της. Όταν βρέθηκαν μέσα, η μαθητευόμενη έκλινε το γόνυ βιαστικά. «Την έφερα, Ληάνε Σεντάι. Την κυρά Ελμιντρέντα; Που θέλει να τη δει η Έδρα της Άμερλιν;» ξέσπασε πανικόβλητη.
Η ψηλή γυναίκα με τη μπρούτζινη επιδερμίδα στον προθάλαμο φορούσε το επιτραχήλιο της Τηρήτριας των Χρονικών, που ήταν μια πιθαμή πλατύ και γαλάζιο, ώστε να δείχνει ότι προερχόταν από το Γαλάζιο Άτζα. Με τις γροθιές στους γοφούς, περίμενε την κοπέλα να τελειώσει. «Με το πάσο σου ήρθες, τέκνο μου. Γύρνα τώρα στις αγγαρείες σου», της είπε κοφτά. Η Σάρα έκανε άλλη μια ασταθή γονυκλισία και έτρεξε να βγει έξω όσο γρήγορα είχε μπει.
Η Μιν στάθηκε με το βλέμμα στο πάτωμα, ενώ η κουκούλα ήταν ακόμα ανεβασμένη γύρω από το πρόσωπό της. Η γκάφα που είχε κάνει μπροστά στη Σάρα ήταν αρκετή —αν και τουλάχιστον η μαθητευόμενη δεν ήξερε το όνομά της― αλλά η Ληάνε την ήξερε καλύτερα από κάθε άλλη στον Πύργο, με εξαίρεση την Άμερλιν. Η Μιν ήταν βέβαιη ότι τώρα αυτό δεν θα έπαιζε κανένα ρόλο, αλλά έπειτα από το συμβάν στον προθάλαμο σκόπευε να ακολουθήσει τις οδηγίες της Μουαραίν, μέχρι να βρεθεί μόνη με την Άμερλιν.
Αυτή τη φορά οι προφυλάξεις δεν την ωφέλησαν. Η Ληάνε έκανε δύο βήματα, της τράβηξε πίσω την κουκούλα και μούγκρισε σαν να την είχαν χτυπήσει στο στομάχι. Η Μιν σήκωσε το κεφάλι και της αντιγύρισε το βλέμμα αυθάδικα, προσπαθώντας να υποκριθεί ότι δεν προσπαθούσε να μπει μέσα στα κρυφά. Ίσια, μαύρα μαλλιά, λίγο μόνο μακρύτερα από τα δικά της, πλαισίωναν το πρόσωπο της Τηρήτριας· η έκφραση της Άες Σεντάι ήταν ένα μίγμα έκπληξης και δυσαρέσκειας για την έκπληξη.
«Εσύ είσαι λοιπόν η Ελμιντρέντα, έτσι δεν είναι;» είπε απότομα η Ληάνε. Πάντα ήταν απότομη. «Πρέπει να πω ότι της μοιάζεις περισσότερο με αυτό το φόρεμα, παρά με τη συνηθισμένη... ενδυμασία σου».
«Σκέτο Μιν, Ληάνε Σεντάι, αν έχεις την καλοσύνη». Η Μιν κατόρθωσε να συγκρατήσει την έκφραση της, αλλά της ήταν δύσκολο να μην την αγριοκοιτάξει. Η φωνή της Τηρήτριας έδειχνε μεγάλη ευθυμία. Αν ήταν ανάγκη να της δώσει η μητέρα της ένα όνομα από παραμύθι, γιατί έπρεπε να διαλέξει το όνομα μιας γυναίκας που έμοιαζε να περνά τον καιρό της πότε αναστενάζοντας για τους άντρες και πότε εμπνέοντάς τους να γράφουν τραγούδια για τα μάτια ή το χαμόγελό της;
«Πολύ καλά, Μιν. Δεν θα ρωτήσω πού ήσουν, ούτε γιατί επέστρεψες φορώντας φόρεμα και, απ' ό,τι φαίνεται, θέλοντας να ρωτήσεις κάτι την Άμερλιν. Δεν θα ρωτήσω τώρα». Το πρόσωπό της έλεγε ότι θα ρωτούσε αργότερα όμως και ότι θα έπαιρνε απαντήσεις. «Υποθέτω ότι η Μητέρα ξέρει ποια είναι η Ελμιντρέντα. Φυσικά. Κακώς δεν το κατάλαβα, όταν είπε να σε στείλω ευθύς μέσα και μάλιστα μόνη σου. Το Φως μόνο ξέρει γιατί σε ανέχεται». Κοντοστάθηκε, σμίγοντας τα φρύδια ανήσυχα. «Τι συμβαίνει, κοριτσάκι μου; Είσαι άρρωστη;»
Η Μιν συγκράτησε την έκφραση του προσώπου της. «Όχι. Όχι, μια χαρά είμαι». Για μια στιγμή, η Τηρήτρια την είχε κοιτάξει μέσα από μια διάφανη μάσκα του ίδιου του προσώπου της, μια μάσκα που ούρλιαζε. «Μπορώ να περάσω τώρα, Ληάνε Σεντάι;»
Η Ληάνε την κοίταξε εξεταστικά ακόμα μια στιγμή και ύστερα έκανε νόημα με το κεφάλι προς την εσωτερική αίθουσα. «Άντε μέσα». Το άλμα που έκανε η Μιν για να υπακούσει θα ικανοποιούσε και την πιο σκληρή εκπαιδεύτρια.
Το μελετητήριο της Έδρας της Άμερλιν το είχαν χρησιμοποιήσει μερικές από τις πιο σεβαστές και ισχυρές γυναίκες ανά τους αιώνες. Η αίθουσα ήταν γεμάτη ενθυμήματα αυτού του γεγονότος, από το ψηλό τζάκι, φτιαγμένο από το χρυσαφί μάρμαρο της Κάντορ, που τώρα ήταν κρύο, μέχρι τους τοίχους, που ήταν επενδυμένοι με ένα ωχρό ξύλο με παράξενες ραβδώσεις, σκληρό σαν σίδερο αλλά με θαυμαστά ζώα και πουλιά με πλούσιο φτέρωμα σκαλισμένα πάνω του. Αυτά τα ξύλα τα είχαν φέρει από τις χώρες πέρα από την Έρημο του Άελ περισσότερο από χίλια χρόνια πριν, ενώ το τζάκι είχε πάνω από τη διπλάσια ηλικία τους. Το στιλβωμένο κοκκινόξυλο στο δάπεδο είχε έρθει από τα Όρη της Ομίχλης. Ψηλά, αψιδωτά παράθυρα έβγαζαν σε μια βεράντα. Η ιριδίζουσα πέτρα που πλαισίωνε τα παράθυρα έλαμπε σαν μαργαριτάρι και την είχαν περισώσει από τα απομεινάρια μιας πόλης που είχε βυθιστεί στη Θάλασσα των Καταιγίδων, τότε στο Τσάκισμα του Κόσμου· κανένας δεν είχε ποτέ κάτι παρόμοιο.
Ο νυν κάτοικος, η Σιουάν Σάντσε, είχε γεννηθεί κόρη ψαρά στο Δάκρυ, όμως και τα έπιπλα που είχε διαλέξει ήταν απλά, αν και γεροφτιαγμένα και καλοστιλβωμένα. Καθόταν σε μια γερή καρέκλα πίσω από ένα μεγάλο τραπέζι, το οποίο ήταν τόσο απλό που θα ταίριαζε σε αγροτόσπιτο. Η μόνη άλλη καρέκλα του δωματίου, εξίσου απλή, συνήθως τοποθετημένη λίγο προς την άκρη, τώρα στεκόταν μπροστά στο τραπέζι, πάνω σε ένα μικρό, απλό Δακρινό χαλί, με γαλάζιο, καφέ και χρυσό χρώμα. Πέντ' έξι βιβλία περίμεναν ανοιχτά πάνω σε ψηλά αναλόγια τριγύρω στο δωμάτιο. Αυτό ήταν όλο. Μια ζωγραφιά κρεμόταν πάνω από το τζάκι: μικρές ψαρόβαρκες χωμένες στις καλαμιές στα Δάχτυλα του Δράκοντα, όπως δούλευε και ο πατέρας της με τη βάρκα του.
Εκ πρώτης όψεως, παρά τα μαλακά χαρακτηριστικά των Άες Σεντάι, η Σιουάν Σάντσε έδειχνε απλή όσο και η επίπλωση του δωματίου. Ήταν κι αυτή γεροδεμένη, εμφανίσιμη μάλλον παρά όμορφη, και το μόνο στολίδι στα ρούχα της ήταν το φαρδύ επιτραχήλιο της Έδρας της Αμερλιν που φορούσε, με μια χρωματιστή ζώνη για καθένα από τα επτά Άτζα. Η ηλικία της ήταν απροσδιόριστη, όπως συνέβαινε με όλες τις Άες Σεντάι· δεν υπήρχε ούτε μια υποψία γκρίζου στα μαύρα μαλλιά της. Αλλά το κοφτερό, γαλανό βλέμμα της έδειχνε ότι δεν ανεχόταν τις σαχλαμάρες, ενώ το σταθερό σαγόνι της φανέρωνε την αποφασιστικότητα της νεαρότερης γυναίκας που είχε ανακηρυχτεί ποτέ Έδρα της Αμερλιν. Για πάνω από δέκα χρόνια, η Σιουάν Σάντσε είχε τη δυνατότητα να καλεί κυβερνήτες και ισχυρούς κι εκείνοι έρχονταν, έστω κι αν μισούσαν το Λευκό Πύργο και φοβούνταν τις Άες Σεντάι.
Καθώς η Άμερλιν κατευθυνόταν με μεγάλες δρασκελιές στο μπροστινό μέρος του τραπεζιού, η Μιν απίθωσε κάτω το δέμα της και έκανε μια αδέξια γονυκλισία, μουρμουρίζοντας ενοχλημένη μέσα από τα δόντια της που ήταν αναγκασμένη να κάνει τέτοιο πράγμα. Όχι ότι δεν ήθελε να δείξει σεβασμό —αυτή η σκέψη δεν περνούσε καν από το μυαλό όποιου αντίκριζε μια γυναίκα σαν τη Σιουάν Σάντσε― αλλά η υπόκλιση που έκανε κανονικά, τώρα με το φόρεμα θα έδειχνε χαζή και δεν ήξερε παρά μόνο κατά προσέγγιση πώς να κλίνει το γόνυ.
Στα μισά της κίνησής της, με το φουστάνι της ήδη απλωμένο, πάγωσε σαν βάτραχος που καραδοκούσε. Η Σιουάν Σάντσε στεκόταν εκεί, με μια βασιλική πόζα αντάξια οποιασδήποτε βασίλισσας και για μια στιγμή κείτονταν ταυτόχρονα στο πάτωμα γυμνή. Κι εκτός από το γεγονός ότι ήταν τσίτσιδη, υπήρχε και κάτι παράξενο σε αυτή την εικόνα, αλλά όμως εξαφανίστηκε πριν η Μιν διακρίνει τι. Ήταν από τις πιο δυνατές εικόνες που είχε δει ποτέ η Μιν και δεν είχε ιδέα τι σήμαινε.
«Πάλι βλέπεις πράγματα, έτσι δεν είναι;» είπε η Άμερλιν. «Τι να πω, θα μου φαινόταν χρήσιμη αυτή η ικανότητά σου. Θα μπορούσα να τη χρησιμοποιήσω όλους αυτούς τους μήνες που έλειπες. Αλλά δεν θα μιλήσουμε γι’ αυτό. Ό,τι έγινε, έγινε. Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει». Χαμογέλασε στενόχωρα. «Αλλά αν το ξανακάνεις, θα σε γδάρω και θα κάνω γάντια από το πετσί σου. Σήκω όρθια, κοπέλα μου. Η Ληάνε με φορτώνει τόσες τυπικότητες κάθε μήνα, που σε μια λογική γυναίκα θα έφταναν για ένα χρόνο. Αυτό τον καιρό δεν προλαβαίνω να ασχοληθώ με τέτοια πράγματα. Λοιπόν, τι είδες μόλις τώρα;»
Η Μιν όρθωσε το σώμα της αργά. Ήταν ανακούφιση να ξαναβρίσκεται μαζί με κάποιον που ήξερε το ταλέντο της, έστω κι αν αυτή ήταν η ίδια η Έδρα της Αμερλιν. Δεν ήταν αναγκασμένη να κρύβει από την Άμερλιν αυτά που έβλεπε. Κάθε άλλο. «Ήσουν... Δεν φορούσες καθόλου ρούχα. Δεν... δεν ξέρω τι σημαίνει, Μητέρα».
Η Σιουάν γέλασε άκεφα, ξερά. «Σίγουρα ότι θα πάρω κάποιον για εραστή μου. Αλλά ούτε και γι' αυτό έχω χρόνο. Δεν προλαβαίνεις να γλυκοκοιτάζεις τους άντρες, όταν έχεις να φορτώσεις τη βάρκα».
«Μπορεί», είπε αργά η Μιν. Ίσως αυτό να σήμαινε, αν και δεν ήταν καθόλου σίγουρη. «Δεν έχω ιδέα. Αλλά, Μητέρα, βλέπω πράγματα από τη στιγμή που μπήκα στον Πύργο. Κάτι κακό θα συμβεί, κάτι τρομερό».
Ξεκίνησε από τις Άες Σεντάι στον προθάλαμο και είπε για όσα είχε δει, όπως επίσης και τι σήμαινε το καθένα για όσα ήταν σίγουρη. Παρέλειψε μόνο τα λόγια του Γκάγουιν, τουλάχιστον τα περισσότερα· άδικα θα τον είχε συμβουλεύσει να μη θυμώσει την Άμερλιν, αν ερχόταν μετά η Μιν και την έκανε να θυμώσει μαζί του. Τα υπόλοιπα τα είπε με κάθε λεπτομέρεια, όπως τα είχε δει. Ξανάνιωσε λίγο φόβο όπως τα ανέσυρε από τη μνήμη της και τα ξαναείδε· η φωνή της άρχισε να τρέμει πριν φτάσει στο τέλος.
Η έκφραση της Άμερλιν δεν άλλαξε καθόλου. «Μίλησες λοιπόν με το νεαρό Γκάγουιν», είπε όταν τελείωσε η Μιν. «Αυτόν νομίζω ότι μπορώ να τον πείσω να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Κι αν δεν με απατά η μνήμη μου για τη Σάρα, νομίζω ότι της κοπέλας θα της έκανε καλό ένα διάστημα στην εξοχή για να δουλέψει. Δεν θα μπορεί να διαδίδει φήμες σκαλίζοντας το μποστάνι».
«Δεν καταλαβαίνω», είπε η Μιν. «Γιατί να κρατήσει το στόμα του κλειστό ο Γκάγουιν; Για ποιο θέμα; Δεν του είπα τίποτα. Και η Σάρα; Μητέρα, μπορεί να μην ήμουν σαφής. Κάποιες Άες Σεντάι και κάποιοι Πρόμαχοι πρόκειται να πεθάνουν. Αυτό σίγουρα σημαίνει μάχη. Κι αν δεν απομακρύνεις μερικές Άες Σεντάι και μερικούς Πρόμαχους —επίσης και υπηρέτριες· είδα και υπηρέτριες σκοτωμένες και πληγωμένες― τότε η μάχη θα γίνει εδώ! Στην Ταρ Βάλον!»
«Αυτό είδες;» απαίτησε να μάθει η Άμερλιν. «Μάχη; Ξέρεις, αν το είδες με το... το ταλέντο σου, ή απλώς μαντεύεις;»
«Τι άλλο μπορεί να είναι; Τουλάχιστον τέσσερις Άες Σεντάι είναι ουσιαστικά νεκρές! Μητέρα, είδα μόνο εννιά Άες Σεντάι από τη στιγμή που ξαναγύρισα κι οι τέσσερις θα πεθάνουν! Και οι Πρόμαχοι... Τι άλλο θα μπορούσε να είναι;»
«Τόσα και τόσα, που δεν θα ήθελα ούτε να τα σκέφτομαι», είπε βλοσυρά η Σιουάν. «Πότε; Πόσο ακόμα μέχρι να... συμβεί... αυτό το... πράγμα;»
Η Μιν κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω. Τα περισσότερα θα συμβούν στη διάρκεια μιας μέρας, μπορεί και δύο, αλλά αυτή η μέρα θα μπορούσε να έρθει αύριο, ή σε ένα χρόνο από τώρα. Ή σε δέκα».
«Ας προσευχηθούμε να έρθει σε δέκα χρόνια. Αν έρθει αύριο, δεν μπορώ να κάνω πολλά για να το σταματήσω».
Η Μιν έκανε μια γκριμάτσα. Μόνο δύο Άες Σεντάι, εκτός από τη Σιουάν Σάντσε, ήξεραν τι μπορούσε να κάνει: η Μουαραίν και η Βέριν Μάθγουιν, που είχαν προσπαθήσει να μελετήσουν το ταλέντο της. Και οι δύο τους, όπως και η Μιν, αγνοούσαν το πώς δούλευε· ήξεραν μόνο ότι δεν είχε καμία σχέση με τη Δύναμη. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που μόνο η Μουαραίν φαινόταν να μπορεί να αποδεχθεί το γεγονός ότι, όταν η Μιν ήξερε τι σήμαινε μια εικόνα, τότε αυτό θα συνέβαινε.
«Μπορεί να είναι οι Λευκομανδίτες, Μητέρα. Είχαν κατακλύσει το Αλίνταερ όταν πέρασα τη γέφυρα». Δεν πίστευε ότι τα Τέκνα του Φωτός είχαν σχέση με αυτό που ερχόταν, αλλά ένιωθε απρόθυμη να πει αυτό που πίστευε. Που πίστευε, όχι που ήξερε· και πάλι ήταν πολύ κακό.
Αλλά η Αμερλιν είχε αρχίσει να κουνά το κεφάλι, πριν η Μιν τελειώσει τη φράση της. «Αν μπορούσαν, θα έκαναν μια απόπειρα, δεν αμφιβάλλω γι' αυτό —θα πηδούσαν από τη χαρά τους αν είχαν την ευκαιρία να χτυπήσουν τον Λευκό Πύργο― αλλά ο Ήμον Βάλντα δεν θα κινηθεί απροκάλυπτα, χωρίς διαταγές από τον Άρχοντα Διοικητή, και ο Πέντρον Νάιαλ δεν θα χτυπήσει παρά μόνο αν θεωρήσει ότι έχουμε υποστεί κάποιο πλήγμα. Ξέρει καλά τη δύναμή μας και δεν θα φερθεί ανόητα. Χίλια χρόνια έτσι κάνουν οι Λευκομανδίτες, σαν ασημόκαρφο ανάμεσα στις καλαμιές, που περιμένει μια σταγόνα από το αίμα των Λες Σεντάι στο νερό. Αλλά ακόμα δεν δείξαμε τίποτα τέτοιο, ούτε και θα δείξουμε, όσο εξαρτάται από μένα».
«Αλλά, αν ο Βάλντα έκανε να δοκιμάσει κάτι αυτόβουλα —»
Η Σιουάν την έκοψε. «Δεν έχει πάνω από πεντακόσιους άντρες κοντά στην Ταρ Βάλον, κοπέλα μου. Τους υπόλοιπους τους έδιωξε εδώ και βδομάδες, για να κάνουν φασαρίες αλλού. Τα Λαμπερά Τείχη απώθησαν τους Αελίτες. Και τον Αρτουρ τον Γερακόφτερο επίσης. Ο Βάλντα δεν θα μπει στην Ταρ Βάλον, παρά μόνο αν η πόλη έχει αρχίσει να γκρεμίζεται από μέσα». Η φωνή της δεν άλλαξε, καθώς συνέχιζε να μιλά. «Θέλεις πολύ να πιστέψω ότι το πρόβλημα θα προέλθει από τους Λευκομανδίτες. Γιατί;» Δεν υπήρχε καθόλου καλοσύνη στο βλέμμα της.
«Επειδή εγώ θέλω να το πιστέψω», μουρμούρισε η Μιν. Έγλειψε τα χείλη της και ξεστόμισε τα λόγια που δεν ήθελε να πει. «Το ασημένιο περιλαίμιο που είδα σε εκείνη την Άες Σεντάι. Μητέρα, έμοιαζε... Έμοιαζε με εκείνα τα περιλαίμια που χρησιμοποιούν οι Σωντσάν για να... για να ελέγχουν τις γυναίκες που μπορούν να διαβιβάζουν». Η φωνή της ξεψύχησε, καθώς το στόμα της Σιουάν στράβωνε από απέχθεια.
«Βρωμερά πράγματα», μούγκρισε η Άμερλιν. «Πάλι καλά που ο περισσότερος κόσμος δεν πιστεύει ούτε το ένα τέταρτο απ' όσα ακούει για τους Σωντσάν. Αλλά είναι πολύ πιθανότερο να πρόκειται για τους Λευκομανδίτες. Αν οι Σωντσάν ξαναπιάσουν στεριά οπουδήποτε, θα το μάθω σε λίγες μέρες με τα περιστέρια και είναι μακρύς ο δρόμος από τη θάλασσα ως την Ταρ Βάλον. Αν ξαναφανούν, θα έχω έγκαιρη προειδοποίηση. Όχι, φοβάμαι πως αυτό που βλέπεις είναι κάτι πολύ χειρότερο από τους Σωντσάν. Φοβάμαι πως δεν μπορεί να είναι παρά μόνο το Μαύρο Άτζα. Μόνο μια χούφτα είμαστε εμείς που γνωρίζουμε γι' αυτές και δεν θέλω να σκεφτώ τι θα συμβεί αν αυτό γίνει ευρέως γνωστό, αλλά αυτές είναι ο μεγαλύτερος άμεσος κίνδυνος για τον Πύργο».
Η Μιν κατάλαβε ότι έσφιγγε τη φούστα της τόσο δυνατά, που την πονούσαν τα χέρια της· το στόμα της ήταν στεγνό σαν χώμα. Ο Λευκός Πύργος ανέκαθεν αρνιόταν παγερά την ύπαρξη ενός κρυμμένου Άτζα, αφοσιωμένου στον Σκοτεινό. Ο πιο σίγουρος τρόπος για να εξοργίσεις μια Άες Σεντάι ήταν απλώς να αναφέρεις αυτό το ενδεχόμενο. Το γεγονός ότι η ίδια η Έδρα της Άμερλιν έδινε πραγματική υπόσταση στο Μαύρο Άτζα τόσο άνετα, έκανε τη ραχοκοκαλιά της Μιν να παγώσει.
Η Άμερλιν, σαν να μην είχε πει τίποτα ασυνήθιστο, συνέχισε να μιλά. «Αλλά δεν έκανες τόσο δρόμο μόνο για να δεις τις εικόνες σου. Τι νέα φέρνεις από τη Μουαραίν; Ξέρω ότι παντού, από το Άραντ Ντόμαν ως το Τάραμπον, επικρατεί χάος, στην καλύτερη περίπτωση». Κι αυτό όντως θα ήταν η καλύτερη περίπτωση· εκείνοι που υποστήριζαν τον Αναγεννημένο Δράκοντα πολεμούσαν με εκείνους που του αντιτίθονταν και είχαν ρίξει τις δύο χώρες σε εμφύλιο πόλεμο, ενώ ακόμα πολεμούσαν μεταξύ τους για τον έλεγχο της Πεδιάδας Άλμοθ. Ο τόνος της Σιουάν τα απέρριπτε όλα αυτά, σαν να ήταν λεπτομέρειες. «Αλλά έχω μήνες να ακούσω κάτι για τον Ραντ αλ'Θόρ. Είναι η εστία των πάντων. Πού βρίσκεται; Τι τον έβαλε να κάνει η Μουαραίν; Κάθισε, κοπέλα μου. Κάθισε». Έδειξε την καρέκλα μπροστά στο τραπέζι.
Η Μιν πλησίασε την καρέκλα με πόδια που έτρεμαν και σχεδόν σωριάστηκε πάνω της. Το Μαύρο Άτζα! Αχ, Φως μου! Οι Άες Σεντάι υποτίθεται πως ήταν με το μέρος του Φωτός. Έστω κι αν δεν τις εμπιστευόταν πολύ, υπήρχε αυτό το στοιχείο. Οι Άες Σεντάι, και όλη η δύναμη των Άες Σεντάι, ήταν με το μέρος του Φωτός και κατά της Σκιάς. Μόνο που τώρα αυτό δεν ήταν πια αληθινό. Μόλις που άκουσε τον εαυτό της να λέει: «Κατευθύνεται προς το Δάκρυ».
«Το Δάκρυ! Μιλάμε για το Καλαντόρ, δηλαδή. Η Μουαραίν τον έβαλε να πάρει το Ανέγγιχτο Σπαθί από την Πέτρα του Δακρύου. Ορκίζομαι ότι θα την κρεμάσω, μέχρι να την ξεράνει ο ήλιος! Θα την κάνω να εύχεται να ήταν πάλι μαθητευόμενη! Αποκλείεται να είναι κιόλας έτοιμος γι' αυτό!»
«Δεν ήταν...» Η Μιν σταμάτησε και έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό της. «Δεν ήταν έργο της Μουαραίν. Ο Ραντ έφυγε μέσα στη νύχτα μονάχος του. Οι άλλοι τον ακολούθησαν και η Μουαραίν με έστειλε να σου το πω. Μπορεί τώρα να έχουν φτάσει στο Δάκρυ. Δεν ξέρω, μπορεί να έχει πάρει το Καλαντόρ τώρα πια».
«Που να καεί!» γάβγισε η Σιουάν. «Μπορεί να είναι νεκρός τώρα πια! Μακάρι να μην είχε ακούσει ποτέ του λέξη για τις Προφητείες του Δράκοντα. Αν μπορούσα να τον εμποδίσω να ακούσει οτιδήποτε παραπάνω, θα το έκανα».
«Αλλά δεν πρέπει να εκπληρώσει τις Προφητείες; Δεν καταλαβαίνω».
Η Άμερλιν έγειρε στο τραπέζι κουρασμένη. «Λες και καταλαβαίνει κανείς τι λένε! Δεν είναι οι Προφητείες αυτό που τον κάνει να είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας· το μόνο που χρειάζεται είναι να το παραδεχτεί και πρέπει να το έχει παραδεχτεί, αφού πηγαίνει να πάρει το Καλαντόρ. Ο σκοπός των Προφητειών είναι να αναγγείλουν στον κόσμο ποιος είναι, να τον προετοιμάσουν γι' αυτό που έρχεται, να προετοιμάσουν γι' αυτό τον κόσμο. Αν η Μουαραίν μπορεί να τον κρατήσει εν μέρει υπό έλεγχο, θα τον καθοδηγήσει στις Προφητείες για τις οποίες είμαστε σίγουρες —όταν θα είναι έτοιμος να τις αντιμετωπίσει!― και για τις υπόλοιπες, ελπίζουμε πως αυτό που θα κάνει θα είναι αρκετό. Ελπίζουμε. Γιατί ξέρω ότι έχει ήδη εκπληρώσει Προφητείες τις οποίες κανείς μας δεν καταλαβαίνει. Το Φως να δώσει να είναι αρκετό».
«Αυτό που θέλεις λοιπόν είναι να τον έχεις του χεριού σου. Είπε ότι θα προσπαθούσες να τον χρησιμοποιήσεις, αλλά πρώτη φορά σε ακούω με τα ίδια μου τα αφτιά να το παραδέχεσαι». Η Μιν ένιωσε παγωνιά μέσα της. «Προσπαθήσατε ως τώρα, αλλά τα κάνατε θάλασσα, εσύ κι η Μουαραίν», πρόσθεσε θυμωμένα.
Η κούραση της Σιουάν φάνηκε να πέφτει από τους ώμους της. Ίσιωσε το κορμί της και στάθηκε κοιτάζοντας τη Μιν. «Έλπιζε να μπορέσουμε. Τι νόμιζες, ότι θα τον αφήναμε να τριγυρνά αδέσποτος; Είναι ξεροκέφαλος και πεισματάρης, ανεκπαίδευτος, απροετοίμαστος και ίσως έχει ήδη αρχίσει να τρελαίνεται. Νόμιζες ότι θα επαφιόμασταν στο Σχήμα, στο πεπρωμένο του, για να του σώσει τη ζωή, λες και είμαστε μέσα σε παραμυθάκι; Δεν είναι παραμυθάκι όλα τούτα, δεν είναι κανένας ανίκητος ήρωας κι αν αυτό το νήμα κοπεί από το Σχήμα, ο Τροχός του Χρόνου δεν θα προσέξει την απώλειά του και ο Δημιουργός δεν θα κάνει θαύματα για να μας σώσει. Αν η Μουαραίν δεν μπορεί να του ορτσάρει τα πανιά, ο Ραντ μπορεί να σκοτωθεί και τότε τι θα κάνουμε εμείς; Τι θα κάνει ο κόσμος; Η φυλακή του Σκοτεινού γκρεμίζεται: θα ξαναγγίξει τον κόσμο, είναι θέμα χρόνου. Αν δεν είναι εκεί ο Ραντ αλ'Θόρ να τον αντιμετωπίσει στην Τελευταία Μάχη, αν ο ξεροκέφαλος, ανόητος νεαρός προλάβει και σκοτωθεί, τότε ο κόσμος είναι καταδικασμένος. Θα είναι σαν τον Πόλεμο της Δύναμης πάλι απ' την αρχή, χωρίς τον Λουζ Θέριν και τους Εκατό Συντρόφους του. Τότε θα επικρατήσουν η φωτιά και η σκιά παντοτινά». Σταμάτησε ξαφνικά και περιεργάστηκε το πρόσωπο της Μιν. «Κατά κει φυσάει ο άνεμος, έτσι δεν είναι; Εσύ και ο Ραντ. Δεν το περίμενα».
Η Μιν κούνησε ζωηρά το κεφάλι και ένιωσε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν. «Και βέβαια όχι! Ήμουν... Είναι η Τελευταία Μάχη. Και ο Σκοτεινός. Φως μου, ακόμα και η σκέψη του Σκοτεινού να έχει ελευθερωθεί, φτάνει για να παγώσει ακόμα και το μεδούλι Προμάχου. Και το Μαύρο Άτζα —»
«Μην πας να ξεφύγεις», είπε αυστηρά η Άμερλιν. «Λες να είναι η πρώτη φορά που βλέπω γυναίκα να φοβάται για τη ζωή του καλού της; Παραδέξου το, να μην κρυβόμαστε».
Η Μιν ανακάθισε στην καρέκλα της. Το βλέμμα της Σιουάν την τρυπούσε όλο γνώση και ανυπομονησία. «Καλά», μουρμούρισε τελικά. «Θα σου τα πω όλα, λες και θα μας βοηθήσει αυτό. Όταν πρωτοείδα τον Ραντ, είδα τρία γυναικεία πρόσωπα ― και το ένα ήταν το δικό μου. Ποτέ δεν είδα κάτι για μένα πριν ή ύστερα από αυτό, αλλά ήξερα τι σήμαινε. Θα τον ερωτευόμουν. Το ίδιο και οι τρεις μας».
«Τρεις. Οι άλλες δύο ποιες είναι;»
Η Μιν της χαμογέλασε πικρά. «Τα πρόσωπα ήταν θολά· δεν ξέρω ποιες ήταν».
«Τίποτα που να λέει ότι θα σου ανταπέδιδε την αγάπη σου;»
«Τίποτα! Ποτέ δεν με κοίταξε δεύτερη φορά. Νομίζω ότι με βλέπει σαν... σαν αδελφή τον. Μη σκέφτεσαι λοιπόν να βάλεις εμένα σαν λουρί του, γιατί δεν θα βγει τίποτα!»
«Αλλά τον αγαπάς».
«Δεν είναι στο χέρι μου». Η Μιν προσπάθησε να διώξει τη στενοχώρια από τη φωνή της. «Προσπάθησα να κάνω πως ήταν ένα αστείο, αλλά δεν μπορώ πια να γελάσω. Μάλλον δεν με πιστεύεις, αλλά όταν ξέρω τι σημαίνει κάτι, τότε συμβαίνει».
Η Άμερλιν χτύπησε ελαφρά με το δάχτυλο τα χείλη της και κοίταξε συλλογισμένη τη Μιν.
Αυτή η ματιά ανησύχησε τη Μιν. Δεν ήθελε να γίνει θέαμα με τέτοιον τρόπο, ούτε και να πει όλα αυτά που είχε πει. Δεν είχε αποκαλύψει τα πάντα, αλλά έπρεπε να είχε μάθει να μη δίνει κανένα πλεονέκτημα σε μια Άες Σεντάι, ακόμα κι όταν δεν ήξερε πώς θα το χρησιμοποιούσε. Οι Άες Σεντάι είχαν μεγάλη ικανότητα σε αυτό. «Μητέρα, μετέφερα το μήνυμα της Μουαραίν και είπα όσα ξέρω για το τι σημαίνουν οι εικόνες μου. Δεν υπάρχει λόγος να μη βάλω τα ρούχα μου και να φύγω».
«Να φύγεις για πού;»
«Για το Δάκρυ». Αφού πρώτα θα μιλούσε με τον Γκάγουιν και θα προσπαθούσε να τον εμποδίσει να κάνει καμιά ανοησία. Ευχήθηκε να τολμούσε να ρωτήσει πού ήταν η Εγκουέν και οι άλλες δύο, αλλά αφού η Άμερλιν δεν το είχε πει αυτό στον αδελφό της Ηλαίην, δεν υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να το πει στη Μιν. Και η Σιουάν Σάντσε ακόμα είχε εκείνο το υπολογιστικό βλέμμα στα μάτια της. «Ή όπου αλλού είναι ο Ραντ. Μπορεί να είμαι ανόητη, αλλά δεν είμαι η πρώτη γυναίκα που φέρεται ανόητα για έναν άντρα».
«Είσαι η πρώτη που φέρεται ανόητα για τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Θα είναι επικίνδυνο να είσαι κοντά στον Ραντ αλ'Θόρ, όταν ο κόσμος μάθει ποιος είναι, τι είναι. Κι αν τώρα κραδαίνει το Καλαντόρ, ο κόσμος δεν θα αργήσει να το μάθει. Οι μισοί θα θέλουν να τον σκοτώσουν ούτως ή άλλως, λες και σκοτώνοντάς τον θα μπορέσουν να εμποδίσουν την Τελευταία Μάχη, να εμποδίσουν τον Σκοτεινό να απελευθερωθεί. Πολλοί θα σκοτωθούν, κοντινοί του. Μάλλον θα ήταν καλύτερα για σένα να μείνεις εδώ».
Η Άμερλιν φαινόταν συμπονετική, αλλά η Μιν δεν το πίστευε. Δεν πίστευε ότι η Σιουάν Σάντσε είχε την ικανότητα να νιώσει συμπόνια. «Θα το διακινδυνεύσω· ίσως μπορέσω να τον βοηθήσω με αυτά που βλέπω. Στο κάτω-κάτω, ούτε ο Πύργος θα είναι ασφαλής, όσο υπάρχει έστω και μία Κόκκινη αδελφή εδώ. Μόλις δουν έναν άντρα που μπορεί να διαβιβάζει, θα ξεχάσουν και την Τελευταία Μάχη και τις Προφητείες του Δράκοντα».
«Όπως θα κάνουν και πολλοί άλλοι», πρόσθεσε ήρεμα η Σιουάν. «Είναι δύσκολο να απορρίψει κανείς τον παλιό τρόπο σκέψης, είτε είναι Άες Σεντάι, είτε οποιοσδήποτε άλλος».
Η Μιν την κοίταξε απορημένη. Τώρα έμοιαζε να παίρνει το μέρος της Μιν. «Δεν είναι μυστικό ότι είμαστε φίλες με την Εγκουέν και τη Νυνάβε και δεν είναι μυστικό ότι κατάγονται από το ίδιο χωριό με τον Ραντ. Για το Κόκκινο Άτζα αυτή η σχέση αρκεί. Όταν ο Πύργος ανακαλύψει τι είναι ο Ραντ, μάλλον θα με συλλάβουν την ίδια μέρα. Το ίδιο και την Εγκουέν με τη Νυνάβε, αν δεν τις έχεις κρυμμένες κάπου».
«Άρα, λοιπόν, δεν πρέπει να σε αναγνωρίσουν. Δεν μπορείς να πιάσεις ψάρια, αν δουν τα δίχτυα. Σου συνιστώ να ξεχάσεις το σακάκι και το φαρδύ παντελόνι σου για ένα διάστημα». Η Άμερλιν χαμογέλασε σαν γάτα που κοιτάζει ποντίκι.
«Τι ψάρια θες να πιάσεις με μένα;» ρώτησε η Μιν με αδύναμη φωνή. Της φαινόταν ότι ήξερε και έλπιζε απελπισμένα να κάνει λάθος.
Η ελπίδα της δεν εμπόδισε την Άμερλιν να πει: «Το Μαύρο Άτζα. Δεκατρείς απ' αυτές το έσκασαν, φοβάμαι όμως ότι κάποιες έχουν παραμείνει. Δεν μπορώ να ξέρω με βεβαιότητα ποια να εμπιστευτώ· για ένα διάστημα φοβόμουν να εμπιστευτώ οποιαδήποτε. Δεν είσαι Σκοτεινόφιλη, το ξέρω, και το ιδιαίτερο ταλέντο σου ίσως να βοηθήσει. Αν μη τι άλλο, θα είσαι άλλο ένα αξιόπιστο ζευγάρι μάτια».
«Αυτό σχεδίαζες από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου εδώ, έτσι δεν είναι; Γι' αυτό θέλεις να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό ο Γκάγουιν και η Σάρα». Ο θυμός πλημμύρισε τη Μιν, σαν ατμός σε τσαγιέρα. Η γυναίκα έλεγε «βάτραχος» και περίμενε ότι οι άλλοι θα πηδούσαν. Το χειρότερο ήταν ότι συνήθως έτσι γινόταν. Η Μιν δεν ήταν βάτραχος, ούτε μαριονέτα που χόρευε. «Αυτό έκανες με την Εγκουέν, την Ηλαίην και τη Νυνάβε; Τις έστειλες στο κατόπι του Μαύρου Άτζα; Σ' έχω ικανή να το κάνεις!»
«Μπάλωσε τα δικά σου δίχτυα, τέκνο μου, και άσε τις άλλες κοπέλες να μπαλώσουν τα δικά τους. Το μόνο που σε αφορά είναι ότι εκτίουν το επιτίμιό τους σε ένα αγρόκτημα. Έγινα κατανοητή;»
Το αταλάντευτο βλέμμα έκανε τη Μιν να ανακαθίσει στην καρέκλα της. Ήταν εύκολο να αψηφήσεις την Άμερλιν ― ως τη στιγμή που άρχιζε να σε κοιτάζει με εκείνο το κοφτερό, παγερό, γαλανό βλέμμα. «Μάλιστα, Μητέρα». Το ταπεινό ύφος της απόκρισής της την έτσουξε, αλλά έριξε μια ματιά στην Άμερλιν και πείστηκε να μη δώσει συνέχεια. Αρχισε να τσιμπά το φίνο μαλλί του φορέματός της. «Δεν είναι προς θανάτου αν συνεχίσω να το φορώ αυτό λιγάκι ακόμα». Ξαφνικά, η Σιουάν πήρε μια έκφραση σαν να έβρισκε κάτι αστείο. Η Μιν ένιωσε τις τρίχες της να σηκώνονται.
«Φοβάμαι πως αυτό δεν φτάνει. Η Μιν με φόρεμα δεν παύει να είναι η Μιν με φόρεμα, αν την κοιτάξει κάποιος από κοντά. Δεν θα μπορείς να φοράς συνεχώς μανδύα με την κουκούλα υψωμένη. Όχι, πρέπει να αλλάξεις ό,τι μπορεί ν' αλλάξει. Κατ' αρχάς, θα συνεχίσεις να απαντάς στο όνομα Ελμιντρέντα. Στο κάτω-κάτω, είναι το όνομά σου». Η Μιν μόρφασε. «Τα μαλλιά σου είναι μακριά, σχεδόν σαν της Ληάνε, αρκετά μακριά για να τα κάνεις μπούκλες. Όσο για τα υπόλοιπα... προσωπικά ποτέ δεν με ενδιέφεραν τα κοκκινάδια, οι πούδρες και τα χρώματα, αλλά η Ληάνε θυμάται πώς χρησιμοποιούνται».
Τα μάτια της Μιν γούρλωναν πιο πολύ με κάθε λέξη, από τη στιγμή που είχε ακουστεί η λέξη «μπούκλες». «Αχ, όχι», έκανε με κομμένη την ανάσα.
«Κανένας δεν θα σε πάρει για τη Μιν με τα παντελόνια, όταν η Ληάνε σε μετατρέψει σε τέλεια Ελμιντρέντα».
«Αχ, ΟΧΙ!»
«Όσο για το λόγο που μένεις στον Πύργο ― ένα λόγο κατάλληλο για μια άστατη νεαρή, που δεν δείχνει και δεν φέρεται καθόλου σαν τη Μιν», Η Άμερλιν συνοφρυώθηκε σκεφτική, αγνοώντας τις απόπειρες της Μιν να τη διακόψει. «Ναι. Θα αφήσω να διαδοθεί ότι η Κυρά Ελμιντρέντα κατόρθωσε να δώσει ελπίδες σε δύο μνηστήρες της σε τέτοιο βαθμό, που χρειάστηκε να καταφύγει μακριά τους, στο Λευκό Πύργο, μέχρι να αποφασίσει. Υπάρχουν κάποιες γυναίκες που ζητούν καταφύγιο κάθε χρόνο και μερικές φορές για λόγους εξίσου ανόητους». Η έκφραση της σκλήρυνε και το βλέμμα της έγινε κοφτερό. «Αν σκέφτεσαι ακόμα το Δάκρυ, ξανασκέψου το, Συλλογίσου πού θα βοηθήσεις περισσότερο τον Ραντ, εκεί ή εδώ. Αν το Μαύρο Άτζα γκρεμίσει τον Πύργο ή, κάτι χειρότερο, αποκτήσει τον έλεγχό του, τότε ο Ραντ θα χάσει ακόμα και τη λίγη βοήθεια που μπορώ να του προσφέρω. Επομένως, είσαι γυναίκα ή μήπως ερωτοχτυπημένη κοπελίτσα;»
Είχε παγιδευτεί. Η Μιν το έβλεπε πεντακάθαρα, σαν να ήταν αλυσοδεμένη από το πόδι. «Πάντα περνάει το δικό σου με τους άλλους, Μητέρα;»
Το χαμόγελο της Άμερλιν ήταν ακόμα πιο παγερό αυτή τη φορά. «Συνήθως, τέκνο μου. Συνήθως».
Η Ελάιντα, τραβώντας το επώμιό της με τα κόκκινα κρόσσια, κοίταξε σκεφτικά την πόρτα του μελετητηρίου της Άμερλιν, μέσα στο οποίο είχαν χαθεί οι δύο νεαρές γυναίκες. Η μαθητευόμενη βγήκε σχεδόν αμέσως, έριξε μια ματιά στο πρόσωπο της Ελάιντα και βέλαξε σαν φοβισμένο πρόβατο. Της Ελάιντα της φάνηκε γνωστή, αν και δεν μπορούσε να ξαναφέρει στη θύμησή της το όνομά της. Είχε ν' ασχοληθεί με πιο σημαντικά πράγματα από το να διδάσκει αυτά τα ελεεινά παιδιά.
«Το όνομά σου;»
«Σάρα, Ελάιντα Σεντάι». Η κοπέλα αποκρίθηκε με ένα ξέπνοο κρώξιμο. Η Ελάιντα μπορεί να μη νοιαζόταν για τις μαθητευόμενες, αλλά οι μαθητευόμενες την ήξεραν, κι αυτήν και τη φήμη της.
Τότε τη θυμήθηκε. Μια κοπέλα που ονειροπολούσε, μετρίων ικανοτήτων, που δεν θα αποκτούσε ποτέ αληθινή δύναμη. Ήταν αμφίβολο αν ήξερε περισσότερα απ' όσα είχε ήδη ακούσει και δει πάνω της η Ελάιντα ― κι ήταν αμφίβολο επίσης αν θυμόταν κάτι παραπάνω από το χαμόγελο του Γκάγουιν. Μια ανόητη. Η Ελάιντα τίναξε το χέρι της, διώχνοντάς την.
Η κοπέλα έκλινε το γόνυ τόσο βαθιά, που το πρόσωπό της παραλίγο να αγγίξει τα πλακάκια του δαπέδου κι έπειτα έφυγε τρέχοντας.
Η Ελάιντα δεν την είδε να φεύγει. Η Κόκκινη αδελφή είχε στραφεί αλλού, έχοντας ήδη ξεχάσει τη μαθητευόμενη. Καθώς προχωρούσε αγέρωχα στο διάδρομο, ούτε μια ρυτίδα δεν τάραζε τα απαλά χαρακτηριστικά της, όμως οι σκέψεις της κόχλαζαν. Δεν πρόσεχε καν τις υπηρέτριες, τις μαθητευόμενες και τις Αποδεχθείσες που έσπευδαν να της ανοίξουν δρόμο, κλίνοντας το γόνυ καθώς περνούσε. Κάποια στιγμή παραλίγο να πέσει πάνω σε μια Καφέ αδελφή, που είχε χωμένη τη μύτη της σε μια στοίβα σημειώσεις. Η παχουλή αδελφή πήδηξε πίσω με ένα ξαφνιασμένο κακάρισμα, το οποίο η Ελάιντα δεν άκουσε.
Παρά το φόρεμά της, ήξερε τη νεαρή γυναίκα που είχε μπει για να δει την Άμερλιν. Ήταν η Μιν, που είχε περάσει τόσες ώρες παρέα με την Άμερλιν στην πρώτη της επίσκεψη στον Πύργο, αν και δίχως να ξέρει κανείς το λόγο. Η Μιν, που ήταν πολύ στενή φίλη της Ηλαίην, της Εγκουέν και της Νυνάβε. Η Άμερλιν έκρυβε το μέρος όπου βρισκόταν εκείνες οι τρεις. Η Ελάιντα ήταν σίγουρη γι' αυτό. Όλες οι αναφορές ότι εξέτιναν την τιμωρία τους σε κάποιο αγρόκτημα είχαν προέρθει από τρίτο ή τέταρτο χέρι, ξεκινώντας από τη Σιουάν Σάντσε, κάτι που πρόσφερε αρκετή απόσταση για να κρυφτούν οι διαφορές στη διατύπωση και να αποφευχθεί ένα ξεκάθαρο ψέμα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά είχαν αποβεί άκαρπες οι έντονες προσπάθειες που είχε καταβάλει η Ελάιντα για να βρει αυτό το αγρόκτημα.
«Το Φως να την κάψει!» Για μια στιγμή, ο απροκάλυπτος θυμός φάνηκε στο πρόσωπό της. Δεν ήξερε να πει αν εννοούσε τη Σιουάν Σάντσε ή την Κόρη-Διάδοχο. Το ίδιο ήταν. Μια λεπτή Αποδεχθείσα την άκουσε, την κοίταξε καταπρόσωπο και έγινε άσπρη σαν το φόρεμά της· η Ελάιντα όρμησε μπροστά, χωρίς να την έχει αντιληφθεί.
Εκτός όλων των άλλων, την εξόργιζε που δεν μπορούσε να βρει την Ηλαίην. Η Ελάιντα είχε μερικές φορές την ικανότητα της Πρόβλεψης, την ικανότητα να προλέγει μελλοντικά συμβάντα. Παρ' όλο που της εμφανιζόταν αμυδρά και σπανίως, έστω κι αυτό ήταν παραπάνω από των άλλων Άες Σεντάι μετά τον καιρό της Γκιτάρα Μορόζο, που είχε πεθάνει εδώ και είκοσι χρόνια. Το πρώτο πράγμα που είχε Προβλέψει ποτέ η Ελάιντα, όντας ακόμα Αποδεχθείσα —ακόμα και τότε είχε αρκετό μυαλό για να το κρατήσει κρυφό― ήταν ότι η βασιλική γενιά του Αντορ θα ήταν το κλειδί για να νικηθεί ο Σκοτεινός στην Τελευταία Μάχη. Είχε σχετιστεί με τη Μοργκέις μόλις έγινε φανερό ότι αυτή θα ανέβαινε στο θρόνο, είχε αναπτύξει την επιρροή της υπομονετικά χρόνο με το χρόνο. Και τώρα όλοι της οι κόποι, όλες της οι θυσίες —ίσως να είχε γίνει Αμερλιν, αν δεν είχε αφιερώσει όλη την ενέργειά της στο Αντορ― μπορεί να απέβαιναν άκαρπες, επειδή η Ηλαίην είχε εξαφανιστεί.
Με κόπο, έστρεψε ξανά τις σκέψεις της σε αυτό που ήταν τώρα σημαντικό. Η Εγκουέν και η Νυνάβε προέρχονταν από το ίδιο χωριό με εκείνον τον παράξενο νεαρό, τον Ραντ αλ'Θόρ. Και η Μιν τον γνώριζε επίσης, αν και είχε προσπαθήσει να το κρύψει. Στην καρδιά αυτού του θέματος υπήρχε ο Ραντ αλ'Θόρ.
Η Ελάιντα τον είχε δει μόνο μια φορά· υποτίθεται ότι ήταν ένας βοσκός από τους Δύο Ποταμούς, στο Αντορ, αλλά ήταν φτυστός Αελίτης. Η Πρόβλεψη της είχε έρθει βλέποντάς τον. Ήταν τα'βίρεν, ένα από τα σπάνια εκείνα άτομα που, αντί να υφαίνονται στο Σχήμα όπως επέλεγε ο Τροχός του Χρόνου, ανάγκαζαν το Σχήμα να πάρει μορφή γύρω τους, τουλάχιστον για λίγο καιρό. Και η Ελάιντα είχε δει το χάος να στροβιλίζεται γύρω του, είχε δει διχασμούς και συγκρούσεις για το Άντορ, ίσως και για το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Όμως το Άντορ έπρεπε να μείνει άθικτο, ό,τι και να συνέβαινε αλλού· την είχε πείσει γι' αυτό εκείνη η πρώτη Πρόβλεψη.
Υπήρχαν κι άλλα νήματα, αρκετά για να τυλίξουν τη Σιουάν στον ίδιο τον ιστό της. Αν πίστευε τις φήμες, υπήρχαν τρεις τα'βίρεν, όχι μόνο ένας. Και οι τρεις από το ίδιο χωριό, από το Πεδίο του Έμοντ, και οι τρεις κοντινής ηλικίας, κάτι που ήταν πολύ παράξενο και είχε προκαλέσει συζητήσεις στον Πύργο. Και στο ταξίδι της Σιουάν στο Σίναρ, σχεδόν πριν από ένα χρόνο, τους είχε δει και μάλιστα είχε μιλήσει μαζί τους: τον Ραντ αλ'Θόρ, τον Πέριν Αϋμπάρα, τον Μάτριμ Κώθον. Έλεγαν πως ήταν απλώς σύμπτωση. Απλώς αγαθή τύχη. Έτσι έλεγαν. Εκείνες που το έλεγαν δεν ήξεραν αυτό που ήξερε η Ελάιντα.
Όταν η Ελάιντα είδε το νεαρό αλ'Θόρ, ήταν η Μουαραίν αυτή που τον είχε γλιτώσει. Η Μουαραίν, που τον είχε συνοδεύσει, όπως και τους άλλους δύο τα'βίρεν, στο Σίναρ. Η Μουαραίν Ντέημοντρεντ, που ήταν η στενότερη φίλη της Σιουάν Σάντσε, όταν ήταν μαζί μαθητευόμενες. Αν η Ελάιντα ασχολούνταν με τυχερά παιχνίδια, θα στοιχημάτιζε ότι καμία άλλη στον Πύργο δεν θυμόταν αυτή τη φιλία. Την ημέρα που είχαν ανακηρυχθεί Άες Σεντάι, στο τέλος του Πολέμου των Αελιτών, η Σιουάν και η Μουαραίν είχαν απομακρυνθεί η μια από την άλλη και από κει κι έκτοτε φέρονταν σαν να ήταν ξένες. Η Ελάιντα όμως ήταν μια από τις Αποδεχθείσες που επέβλεπαν αυτές τις δύο μαθητευόμενες, τις δίδασκε τα μαθήματά τους και τις μάλωνε όταν αμελούσαν τις αγγαρείες τους ― και το θυμόταν. Δυσκολευόταν να πιστέψει ότι η πλεκτάνη τους εκτεινόταν τόσο μακριά στο παρελθόν —ο αλ'Θόρ δεν μπορεί να είχε γεννηθεί πολύ νωρίτερα― όμως ήταν ο τελευταίος κρίκος που τα συνέδεε όλα. Για την Ελάιντα, αυτό αρκούσε.
Ό,τι και να σκάρωνε η Σιουάν, έπρεπε να τη σταματήσει. Οι αναταραχές και το χάος πολλαπλασιάζονταν όπου κι αν κοίταζε κανείς. Ο Σκοτεινός σίγουρα θα απελευθερωνόταν —και μόνο η σκέψη έκανε την Ελάιντα να ανατριχιάσει και να κουκουλωθεί με το επώμιό της― και ο Πύργος έπρεπε να είναι αποστασιοποιημένος από τις εγκόσμιες συγκρούσεις για να τον αντιμετωπίσει. Ο Πύργος έπρεπε να είναι ελεύθερος για να κινήσει τα νήματα και να κάνει τα έθνη να σταθούν ενωμένα, μακριά από τους μπελάδες πού θα έφερνε ο Ραντ αλ'Θόρ. Με κάποιον τρόπο, έπρεπε να τον εμποδίσουν να καταστρέψει το Άντορ.
Δεν είχε πει πουθενά αυτά που γνώριζε για τον αλ'Θόρ. Σκόπευε να τον κανονίσει ήσυχα, αν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Στην Αίθουσα του Πύργου ήδη έκαναν συζητήσεις για να παρακολουθήσουν, ακόμα και να καθοδηγήσουν, αυτούς τους τα'βίρεν· δεν θα συμφωνούσαν ποτέ να τους ξεφορτωθούν, ειδικά τον έναν που έπρεπε να βγει από τη μέση. Για το καλό του Πύργου. Για το καλό του κόσμου.
Έβγαλε έναν ήχο από το λαρύγγι της, σχεδόν γρύλισμα. Η Σιουάν ανέκαθεν ήταν ξεροκέφαλη, ακόμα και ως μαθητευόμενη· ανέκαθεν παραείχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της, αυτή η κόρη ενός φτωχού ψαρά, αλλά πώς μπορούσε να είναι τόσο ανόητη ώστε να αναμίξει τον Πύργο σε αυτό χωρίς να το πει στην Αίθουσα; Ήξερε, όπως όλες, τι θα συνέβαινε. Χειρότερα δεν γινόταν, παρά μόνο...
Ξαφνικά η Ελάιντα σταμάτησε, ατενίζοντας το κενό. Μήπως αυτός ο αλ'Θόρ μπορούσε να διαβιβάζει; Ή κάποιος από τους άλλους; Ο αλ'Θόρ ήταν πιο πιθανό να μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Όχι. Σίγουρα όχι. Ούτε ακόμα και η Σιουάν δεν θα πλησίαζε έναν τέτοιο. Δεν θα μπορούσε. «Ποιος ξέρει τι θα μπορούσε να κάνει αυτή η γυναίκα;» μουρμούρισε. «Ποτέ δεν ήταν η κατάλληλη για να γίνει η Έδρα της Άμερλιν».
«Μόνη σου μιλάς, Ελάιντα; Ξέρω ότι εσείς οι Κόκκινες δεν έχετε φίλες έξω από το Άτζα σας, αλλά σίγουρα εκεί μέσα θα έχεις φίλες για να κουβεντιάσεις».
Η Ελάιντα γύρισε το κεφάλι και κοίταξε την Αλβιάριν. Η Άες Σεντάι με το λαιμό κύκνου της ανταπέδωσε το βλέμμα με την ανυπόφορη ψυχραιμία που χαρακτήριζε το Λευκό Άτζα. Δεν υπήρχε η παραμικρή συμπάθεια μεταξύ του Κόκκινου και του Λευκού· χίλια χρόνια κάθονταν σε εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις στην Αίθουσα του Πύργου. Το Λευκό έστεκε με το Γαλάζιο και η Σιουάν ήταν Γαλάζια. Όμως οι Λευκές καμάρωναν για την απαθή λογική τους.
«Περπάτα μαζί μου», είπε η Ελάιντα. Η Αλβιάριν δίστασε αρχικά και μετά την ακολούθησε στο πλευρό της.
Στην αρχή, η Λευκή αδελφή ύψωσε αποδοκιμαστικά το φρύδι της ακούγοντας αυτά που είχε να πει η Ελάιντα σχετικά με τη Σιουάν, όμως πριν η άλλη τελειώσει, είχε σμίξει τα φρύδια ανήσυχα. «Δεν έχεις αποδείξεις για κάτι το... μεμπτό», είπε όταν η Ελάιντα τελικά σιώπησε.
«Όχι ακόμα», είπε σταθερά η Ελάιντα. Επέτρεψε στον εαυτό της να αφήσει ένα σφιγμένο χαμόγελο, όταν η Αλβιάριν ένευσε. Ήταν μια αρχή. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα σταματούσε τη Σιουάν πριν καταστρέψει τον Πύργο.
Καλά κρυμμένος σε μια συστάδα με ψηλά λέδερλιφ, πάνω από τη βόρεια όχθη του ποταμού Τάρεν, ο Ντάιν Μπόρνχαλντ πέταξε πίσω το λευκό μανδύα του, που είχε έναν πλατύ, χρυσό ήλιο στο στέρνο, και σήκωσε στο μάτι το σκληρό, πέτσινο κιάλι. Ένα σύννεφο από μικρά δαγκωσέμια βούιζε γύρω από το πρόσωπό του, αλλά αυτός δεν έδωσε σημασία. Στο χωριό Τάρεν Φέρυ, πέρα από το ποτάμι, τα πέτρινα σπίτια στέκονταν πάνω σε ψηλά θεμέλια, επειδή κάθε άνοιξη έρχονταν πλημμύρες. Οι χωρικοί κρέμονταν από τα παράθυρα ή στέκονταν στις βεράντες, για να χαζέψουν τους τριάντα ιππείς με τους λευκούς μανδύες και τις στιλβωμένες πανοπλίες, τις γεμάτες πλεχτούς κρίκους και ελάσματα. Μια αντιπροσωπεία των χωρικών ήταν σε συνάντηση με τους καβαλάρηδες. Ή μάλλον άκουγαν τον Τζάρετ Μπάυαρ, απ' ό,τι έβλεπε ο Μπόρνχαλντ, κι αυτό ήταν πολύ καλύτερο.
Ο Μπόρνχαλντ σχεδόν μπορούσε ν' ακούσει τη φωνή του πατέρα του. Αν τους επιτρέψεις να πιστέψουν ότι υπάρχει ελπίδα, κάποιος ανόητος θα πάει να την εκμεταλλευτεί. Τότε θα πρέπει να σκοτωθεί και μετά κάποιος άλλος ανόητος θα πάει να εκδικηθεί τον πρώτο και θα συνεχιστούν οι σκοτωμοί. Κάνε τους ευθύς εξαρχής να φοβηθούν το Φως, κάνε τους να καταλάβουν ότι κανένας δεν θα πάθει τίποτα αν υπακούσουν σε ό,τι τους λες και δεν θα έχεις πρόβλημα.
Το σαγόνι του σφίχτηκε ενώ σκεφτόταν τον πατέρα του, που τώρα ήταν νεκρός. Κάτι θα έκανε γι' αυτό και μάλιστα σύντομα. Ήταν σίγουρος ότι μόνο ο Μπάυαρ ήξερε γιατί είχε σπεύσει να αποδεχθεί αυτή την αποστολή, που είχε στόχο μια σχεδόν ξεχασμένη περιοχή στις εσχατιές του Άντορ — και ο Μπάυαρ δεν θα άνοιγε το στόμα του. Ο Μπάυαρ ήταν αφοσιωμένος σαν κυνηγόσκυλο στον πατέρα του Ντάιν και τώρα είχε μεταφέρει αυτή την αφοσίωση στον Ντάιν. Ο Μπόρνχαλντ δεν είχε διστάσει να κάνει τον Μπάυαρ υπαρχηγό του, όταν ο Ήμον Βάλντα του είχε αναθέσει τη διοίκηση.
Ο Μπάυαρ γύρισε το άλογό του και επέστρεψε στο πέραμα. Αμέσως οι περαματάρηδες έλυσαν τις πρυμάτσες και το πορθμείο άρχισε την πορεία του, καθώς τραβούσαν ένα βαρύ σχοινί που ήταν κρεμασμένο πάνω από τα γοργά νερά. Ο Μπάυαρ έριξε μια ματιά στους άντρες στο σχοινί· τον κοίταξαν νευρικά καθώς διέσχιζαν το πορθμείο και ύστερα έτρεξαν πίσω για να ξαναπιάσουν το σχοινί. Όλα έμοιαζαν μια χαρά.
«Άρχοντα Μπόρνχαλντ;»
Ο Μπόρνχαλντ κατέβασε το κιάλι και γύρισε το κεφάλι. Ο άντρας με το σκληρό πρόσωπο που είχε εμφανιστεί πλάι του στεκόταν αλύγιστος, ατενίζοντας ίσια μπροστά, κάτω από ένα κωνικό κράνος. Ακόμα και μετά το κοπιαστικό ταξίδι από την Ταρ Βάλον —ο Μπόρνχαλντ δεν τους είχε αφήσει ούτε να ανασάνουν― η αρματωσιά του άστραφτε λαμπερή, σαν το χιονόλευκο μανδύα του με το χρυσαφένιο ήλιο.
«Ναι, Τέκνο Άιβον;»
«Με έστειλε ο Εκατηλάτης Φάραν, Άρχοντά μου. Είναι οι Μάστορες. Ο Ορντήθ μιλούσε σε τρεις τους, Άρχοντα μου, και τώρα δεν βρίσκεται κανείς τους».
«Μα το αίμα και τις στάχτες!» Ο Μπόρνχαλντ έστριψε στη φτέρνα της μπότας του και χώθηκε στα δέντρα, με τον Άιβον να τον ακολουθεί κατά πόδας.
Αθέατοι από το ποτάμι, οι ιππείς με τους λευκούς μανδύες είχαν γεμίσει τους χώρους ανάμεσα στα λέδερλιφ και τα πεύκα, κρατώντας τις λόγχες με την άνεση της εξοικείωσης και έχοντας τα τόξα διαγώνια στα μπροστάρια. Τα άλογα χτυπούσαν τις οπλές στο έδαφος με ανυπομονησία και τίναζαν τις ουρές τους. Οι καβαλάρηδες περίμεναν με λιγότερη αδημονία· δεν ήταν η πρώτη φορά που θα διέσχιζαν ποτάμι για να μπουν σε άγνωστη περιοχή κι αυτή τη φορά κανένας δεν θα προσπαθούσε να τους σταματήσει.
Σ' ένα μεγάλο ξέφωτο πίσω από τους έφιππους βρισκόταν ένα καραβάνι των Τουάθα’αν, των Ταξιδιωτών. Των Μαστόρων. Ήταν σχεδόν εκατό άμαξες που τις τραβούσαν άλογα, σαν μικρά, κοντόχοντρα σπιτάκια πάνω σε ρόδες, με ένα μίγμα χρωμάτων που έκανε τα μάτια να πονούν ― κόκκινα και πράσινα και κίτρινα και κάθε απόχρωση που μπορούσε να φανταστεί κανείς, σε συνδυασμούς που μόνο οι Μάστορες έβρισκαν ευχάριστους. Όσο για τους ίδιους τους Μάστορες, φορούσαν ρούχα που έκαναν τις άμαξες τους να φαντάζουν μουντές συγκριτικά. Κάθονταν στο χώμα μαζεμένοι όλοι κοντά και κοίταζαν τους έφιππους με μια παράξενη αταραξία· το οξύ κλάμα ενός παιδιού σύντομα κόπηκε, καθώς το παρηγορούσε η μητέρα του. Εκεί κοντά, τα πτώματα των μάστιφ σχημάτιζαν ένα σωρό, γύρω από τον οποίο βούιζαν μύγες. Οι Μάστορες δεν σήκωναν χέρι ούτε για να αμυνθούν και τα σκυλιά τα είχαν κυρίως για να φαίνονται, όμως ο Μπόρνχαλντ δεν ήθελε να το διακινδυνεύσει.
Κατά τη γνώμη του, έξι άντρες αρκούσαν για να επιτηρούν τους Μάστορες. Παρά τα ανέκφραστα πρόσωπά τους, έδειχναν αμηχανία. Κανείς τους δεν κοίταζε τον έβδομο, που καθόταν στο άλογό του κοντά στις άμαξες, ένα μικρόσωμο κοκαλιάρη με μεγάλη μύτη και ένα σκούρο γκρίζο σακάκι, το οποίο, αν και καλοραμμένο, έπλεε πάνω του. Ο Φάραν, γενειοφόρος και θηριώδης αλλά με ανάλαφρη περπατησιά, παρά το ύψος και το φάρδος του, αγριοκοίταζε και τους επτά. Ο εκατηλάτης έφερε το γαντοφορεμένο χέρι στην καρδιά του εν είδει χαιρετισμού, αλλά άφησε τον Μπόρνχαλντ να μιλήσει κι αυτός άκουγε.
«Να σου πω δυο λόγια, Αφέντη Ορντήθ», είπε ήσυχα ο Μπόρνχαλντ. Ο κοκαλιάρης έγειρε το κεφάλι και κοίταξε για μια ατέλειωτη στιγμή τον Μπόρνχαλντ, πριν ξεπεζέψει. Ο Φάραν μούγκρισε, αλλά ο Μπόρνχαλντ δεν ύψωσε τον τόνο της φωνής του. «Τρεις Μάστορες έχουν εξαφανιστεί και δεν τους βρίσκουμε, Αφέντη Ορντήθ. Μήπως εφάρμοσες στην πράξη τις υποδείξεις σου;» Τα πρώτα λόγια που είχαν βγει από το στόμα του Ορντήθ, βλέποντας τους Μάστορες, ήταν «σκοτώστε τους. Είναι άχρηστοι». Ο Μπόρνχαλντ είχε σκοτώσει κόσμο, αλλά ποτέ δεν είχε χρησιμοποιήσει τον ανέμελο τόνο με τον οποίο είχε μιλήσει ο ανθρωπάκος.
Ο Ορντήθ έτριψε με τον αντίχειρα τη μεγάλη μύτη του. «Μα γιατί να τους σκοτώσω; Και μάλιστα τη στιγμή που μου τα έψαλες για τα καλά όταν το πρότεινα;» Η Λαγκαρντινή προφορά του σήμερα ήταν βαριά· εμφανιζόταν και χανόταν χωρίς αυτός να το προσέχει, κάτι ακόμα πάνω του που ενοχλούσε τον Μπόρνχαλντ.
«Τότε τους επέτρεψες να το σκάσουν, έτσι δεν είναι;»
«Ε, όσο γι' αυτό, πήρα μερικούς κατά μέρος για να βρω τι ξέρουν. Ανενόχλητος, αν με εννοείς».
«Τι ξέρουν; Τι στο Φως μπορεί να ξέρουν οι Μάστορες, που να μας είναι χρήσιμο;»
«Δεν ξέρεις, αν δεν ρωτήσεις, έτσι δεν είναι;» είπε ο Ορντήθ. «Δεν τους έκανα μεγάλη ζημιά και τους είπα να ξαναγυρίσουν στις άμαξες. Πού να φανταστώ ότι θα το έσκαγαν, με τόσους άντρες σου εδώ γύρω;»
Ο Μπόρνχαλντ κατάλαβε ότι έτριζε τα δόντια του. Οι διαταγές που είχε ήταν να συναντήσει όσο το δυνατό συντομότερα αυτό τον αλλόκοτο τύπο, που θα είχε να του δώσει περαιτέρω διαταγές. Όλα αυτά δεν άρεσαν καθόλου του Μπόρνχαλντ, αν και αμφότερες οι διαταγές έφεραν τη σφραγίδα και την υπογραφή του Πέντρον Νάιαλ, του Άρχοντα Διοικητή των Τέκνων του Φωτός.
Πολλές λεπτομέρειες δεν είχαν αποσαφηνιστεί, όπως η ακριβής θέση του Ορντήθ. Ο ανθρωπάκος ήταν εκεί για να συμβουλεύει τον Μπόρνχαλντ και ο Μπόρνχαλντ έπρεπε να συνεργαστεί με τον Ορντήθ. Ήταν ασαφές αν ο Ορντήθ ήταν υπό τις διαταγές του, ενώ αφηνόταν να εννοηθεί ότι ο Μπόρνχαλντ έπρεπε να ακολουθεί τις συμβουλές του άλλου κι αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Ακόμα και ο λόγος για τον οποίο είχαν σταλεί τόσα Τέκνα σε αυτά τα μακρινά μέρη ήταν αόριστος. Για να τα καθαρίσει από τους Σκοτεινόφιλους, φυσικά, και για να διαδώσει το Φως· αυτό ήταν αυτονόητο. Αλλά είχαν σχεδόν μισή λεγεώνα σε Αντορανό έδαφος δίχως άδεια ― πολλά θα διακυβεύονταν από αυτή τη διαταγή, αν τα νέα έφταναν στη Βασίλισσα στο Κάεμλυν. Πολλά, και δεν αντισταθμίζονταν από τις λίγες απαντήσεις που είχαν δοθεί στον Μπόρνχαλντ.
Όλα κατέληγαν στον Ορντήθ. Ο Μπόρνχαλντ δεν καταλάβαινε πώς ο Άρχοντας Διοικητής εμπιστευόταν αυτό τον άνθρωπο με τα πονηρά, πλατιά χαμόγελά του, τις μελαγχολικές διαθέσεις του και τις αγέρωχες ματιές του, που με όλα αυτά δεν ήξερες σε τι είδους άνθρωπο μιλούσες. Και μάλιστα η προφορά του άλλαζε στη μέση της πρότασης. Τα πενήντα Τέκνα που συνόδευαν τον Ορντήθ ήταν από τους πιο βλοσυρούς και κατσουφιασμένους άντρες που είχε δει ποτέ ο Μπόρνχαλντ. Του φαινόταν ότι ο Ορντήθ τους είχε διαλέξει προσωπικά, για να έχει τόσους με ξινισμένα πρόσωπα, κι αυτό κάτι έλεγε για τον άνθρωπο που έκανε τέτοια επιλογή. Ακόμα και το όνομά του, Ορντήθ, σήμαινε «αγριαψινθιά» στην Παλιά Γλώσσα. Πάντως, ο Μπόρνχαλντ είχε δικούς του λόγους που ήθελε να είναι εκεί που ήταν τώρα. Θα συνεργαζόταν με τον άνθρωπο αυτόν, εφόσον ήταν αναγκασμένος. Αλλά στο ελάχιστο.
«Αφέντη Ορντήθ», είπε με ένα μελετημένα ήρεμο τόνο, «αυτό το πέραμα είναι ο μοναδικός τρόπος για να μπεις και να βγεις στην περιφέρεια των Δύο Ποταμών». Αυτό δεν ήταν ακριβώς αλήθεια. Σύμφωνα με το χάρτη που είχε, δεν υπήρχε τρόπος να διασχίσει κάποιος τον Τάρεν παρά μόνο από δω και στα ανώτερα τμήματα του ποταμού Μανεθερεντρέλε, που συνόρευε με την περιοχή από το νότο, δεν υπήρχαν διαβατά σημεία. Στα ανατολικά υπήρχαν έλη και βάλτοι. Έστω κι έτσι, πρέπει να υπήρχε έξοδος προς τα δυτικά, από τα Όρη της Ομίχλης, αν και ο χάρτης του σταματούσε στην άκρη εκείνων των εκτάσεων. Στην καλύτερη περίπτωση, όμως, θα ήταν ένα δύσκολο πέρασμα, από το οποίο πολλοί άντρες του ίσως να μην επιζούσαν και ο Μπόρνχαλντ δεν σκόπευε να αναφέρει στον Ορντήθ ούτε κι αυτή τη μικρή πιθανότητα. «Όταν έρθει η ώρα της αναχώρησης, αν βρω Αντορανούς στρατιώτες να φυλάνε αυτή την όχθη, θα πας με τον πρώτο που θα περάσει. Θα σου φανεί ενδιαφέρον να δεις από κοντά πόσο δύσκολο είναι να διασχίσεις σε αντίξοες συνθήκες έναν τόσο πλατύ ποταμό, έτσι δεν είναι;»
«Είναι η πρώτη φορά που αναλαμβάνεις τη διοίκηση, σωστά;» Η φωνή του Ορντήθ είχε μια περιπαιχτική νότα.
«Μπορεί στο χάρτη να είναι τμήμα του Άντορ, αλλά το Κάεμλυν έχει πολλές γενιές να στείλει εδώ φοροεισπράκτορα. Ακόμα κι αν μιλήσουν εκείνοι οι τρεις, ποιος θα πιστέψει τρεις Μάστορες; Αν πιστεύεις ότι ο κίνδυνος είναι μεγάλος, μην ξεχνάς τίνος τη σφραγίδα έχουν οι διαταγές σου».
Ο Φάραν κοίταξε τον Μπόρνχαλντ και έκανε να απλώσει το χέρι στο σπαθί του. Ο Μπόρνχαλντ κούνησε ελαφρά το κεφάλι και ο Φάραν άφησε το χέρι του να χαμηλώσει. «Σκοπός μου είναι να περάσω το ποτάμι, Αφέντη Ορντήθ. Θα το περάσω ακόμα κι αν τα επόμενα νέα που θα ακούσω είναι ότι το ηλιοβασίλεμα θα έρθουν εδώ ο Γκάρεθ Μπράυν και οι Φρουροί της Βασίλισσας».
«Φυσικά», είπε ο Ορντήθ, ξαφνικά μειλίχιος. «Σε διαβεβαιώνω, εδώ θα υπάρξει τόση δόξα, όση και στην Ταρ Βάλον». Μια γυαλάδα φάνηκε στα βαθιά, μαύρα μάτια του, καθώς ατένιζε κάτι στο βάθος. «Υπάρχουν και στην Ταρ Βάλον πράγματα που θέλω».
Ο Μπόρνχαλντ κούνησε το κεφάλι. Να ο άνθρωπος με τον οποίο πρέπει να συνεργαστώ.
Ο Τζάρετ Μπάυαρ κατέβηκε από τη σέλα του και στάθηκε δίπλα στον Φάραν. Ήταν ψηλός σαν τον εκατηλάτη, με μακρουλό πρόσωπο και σκούρα μάτια βυθισμένα στις κόγχες τους. Κάθε στάλα λίπους έμοιαζε να έχει χαθεί από το κορμί του. «Το χωριό είναι ασφαλές, Άρχοντά μου. Ο Λούσελιν φρόντισε να μην κάνει κανείς κάποια γκάφα. Παραλίγο να τα κάνουν πάνω τους, όταν μίλησα για Σκοτεινόφιλους. Δεν υπάρχει κανείς στο χωριό τους, λένε. Όμως υπάρχει κόσμος πιο πέρα, στο νότο, που είναι Σκοτεινόφιλοι, λένε».
«Πιο πέρα στο νότο, ε;» είπε ζωηρά ο Μπόρνχαλντ. «Θα δούμε. Βάλε τριακόσιους να περάσουν το ποτάμι, Μπάυαρ. Πρώτα τον Φάραν. Οι άλλοι θα ακολουθήσουν, αφού περάσουν οι Μάστορες. Και κανόνισε να μην το σκάσουν κι άλλοι, εντάξει;»
«Θα ανιχνεύσουμε τους Δύο Ποταμούς», παρεμβλήθηκε ο Ορντήθ. Το στενό του πρόσωπο είχε παραμορφωθεί· στα χείλη του εμφανίστηκαν σάλια. «Θα τους μαστιγώσουμε, θα τους γδάρουμε και θα κάψουμε τις ψυχές τους! Του το υποσχέθηκα! Τώρα θα έρθει να με βρει! Θα έρθει!»
Ο Μπόρνχαλντ έκανε νόημα στον Μπάυαρ και τον Φάραν να εκτελέσουν τις διαταγές του. Τρελός, σκέφτηκε. Ο Άρχοντας Διοικητής μ' έβαλε παρέα μ' έναν τρελό. Τουλάχιστον, όμως, θα βρω τα ίχνη τον Πέριν από τους Δύο Ποταμούς. Με κάθε κόστος, θα εκδικηθώ για τον πατέρα μου!
Από μια πεζούλα με κίονες στην κορυφή ενός λόφου, η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ ατένιζε το λιμένα Καντόριν, που έμοιαζε με φαρδιά, στραβή πιατέλα. Τα ξυρισμένα πλαϊνά του κρανίου της σχημάτιζαν ένα πλατύ λοφίο από μαύρα μαλλιά, που κυλούσε μέχρι την πλάτη της. Τα χέρια της αναπαύονταν ανάλαφρα στο λείο, πέτρινο πεζούλι, το οποίο ήταν λευκό σαν τον άσπιλο μανδύα της με τις εκατοντάδες πιέτες. Ένας αμυδρός, ρυθμικός, ξερός κρότος ακουγόταν καθώς ασυναίσθητα ανεβοκατέβαζε τα δάχτυλά της, που είχαν νύχια μήκους τριών πόντων· τα νύχια του δείκτη και του μέσου σε κάθε χέρι ήταν βαμμένα γαλάζια.
Μια απαλή αύρα φυσούσε από τον ωκεανό Αρυθ, κουβαλώντας αρκετή αρμύρα μέσα στη δροσιά της. Πίσω από την Υψηλή Αρχόντισσα γονάτιζαν δύο νεαρές γυναίκες και κρατούσαν βεντάλιες με άσπρα φτερά, έτοιμες για την περίπτωση που κόπαζε η αύρα. Δύο ακόμα γυναίκες και τέσσερις άντρες συμπλήρωναν τη σειρά των σκυμμένων μορφών, που περίμεναν να την υπηρετήσουν. Όλες οι μορφές ήταν ξιπόλητες και φορούσαν απλούς χιτώνες για να ευχαριστούν τα αισθητικά κριτήρια της Υψηλής Αρχόντισσας, με τις ευθείες γραμμές των μελών τους και με τη χάρη των κινήσεων τους. Εκείνη τη στιγμή, όμως, η Σούροθ δεν πρόσεχε τους υπηρέτες της ― τουλάχιστον όχι περισσότερο απ' όσο θα πρόσεχε κάποιος τα έπιπλα σε ένα χώρο.
Η Σούροθ κοιτούσε τους έξι Φρουρούς της Θανατοφυλακής στις δύο άκρες της κιονοστοιχίας, που ήταν παγωμένοι σαν αγάλματα, με δόρατα στολισμένα με μαύρα κρόσσια και ασπίδες βαμμένες μαύρες. Συμβόλιζαν το θρίαμβό της και τον κίνδυνο. Η Θανατοφυλακή υπηρετούσε μόνο την Αυτοκράτειρα και τους επιλεγμένους αντιπροσώπους της, και θα σκότωναν ή θα πέθαιναν με ίδιο ζήλο, αναλόγως με το τι χρειαζόταν. Υπήρχε ένα ρητό: «Στα ψηλώματα, τα μονοπάτια είναι στρωμένα με λεπίδες».
Τα νύχια της δημιουργούσαν ξερούς ήχους στο πέτρινο πεζούλι. Η αιχμή του ξυραφιού στην οποία περπατούσε ήταν πολύ λεπτή.
Πίσω από τον κυματοθραύστη, ο εσωτερικός λιμένας ήταν γεμάτος από πλοία των Άθα'αν Μιέρε, των Θαλασσινών, όπου ακόμα και το μεγαλύτερο φάνταζε υπερβολικά στενό για το μήκος του. Τα κομμένα ξάρτια έκαναν τις κεραίες και τις ράντες να γέρνουν υπερβολικά. Τα καταστρώματά τους ήταν έρημα και τα πληρώματά τους βρίσκονταν στη στεριά υπό φρούρηση, όπως κι όλοι όσοι σε αυτά τα νησιά ήξεραν να κουμαντάρουν πλοίο. Στον εξωτερικό λιμένα υπήρχαν δεκάδες πλοία των Σωντσάν, μεγάλα και με χοντροκομμένες πλώρες, αγκυροβολημένα στην είσοδο του λιμανιού. Ένα πλοίο, με τα ριγέ πανιά του φουσκωμένα στον άνεμο, συνόδευε ένα κοπάδι μικρές ψαρόβαρκες πίσω στο λιμάνι του νησιού. Αν τα μικρά σκάφη σκορπίζονταν, ίσως κάποια να κατόρθωναν να ξεφύγουν, όμως το πλοίο των Σωντσάν είχε πάνω του νταμέην, και η επίδειξη των δυνάμεων μιας νταμέην είχε αρκέσει για να δώσει τέλος σε ανάλογες σκέψεις. Το καρβουνιασμένο, τσακισμένο σκαρί του πλοίου των Θαλασσινών βρισκόταν ακόμα σε ένα λασπερό ύφαλο κοντά στην είσοδο του λιμανιού.
Η Σούροθ δεν ήξερε πόσο καιρό ακόμα θα κατόρθωνε να κρύβει από τους υπόλοιπους Θαλασσινούς —και τους καταραμένους στεριανούς― ότι είχε στην κατοχή της αυτά τα νησιά. Θα μας φτάσει ο χρόνος, όσος κι αν είναι, σκέφτηκε. Πρέπει να μας φτάσει.
Είχε κάνει σχεδόν ένα θαύμα, καταφέρνοντας να ανασυντάξει τις περισσότερες δυνάμεις των Σωντσάν, μετά την καταστροφή στην οποία τους είχε οδηγήσει ο Υψηλός Άρχοντας Τούρακ. Όλα τα σκάφη που είχαν ξεφύγει από το Φάλμε, εκτός από κάποια λιγοστά, τώρα βρίσκονταν υπό τον έλεγχό της και κανένας δεν αμφισβητούσε το δικαίωμά της να κυβερνά το Χαϊλέν, τους Πρόδρομους. Αν το θαύμα συνεχιζόταν, κανένας στα ενδότερα δεν θα υποψιαζόταν ότι οι Σωντσάν βρίσκονταν εδώ, περιμένοντας να ξαναπάρουν τις χώρες που τους είχε στείλει η Αυτοκράτειρα να διεκδικήσουν εκ νέου, περιμένοντας να κάνουν πράξη το Κορίν, το Γυρισμό. Ήδη οι πράκτορές της ανίχνευαν το δρόμο. Δεν θα χρειαζόταν να επιστρέψει στην Αυλή των Εννέα Φεγγαριών και να απολογηθεί στην Αυτοκράτειρα για μια ήττα που δεν ήταν καν δική της.
Η σκέψη της απολογίας στην Αυτοκράτειρα την έκανε να ριγήσει σύγκορμη. Μια τέτοια απολογία ήταν πάντα ταπεινωτική και συνήθως οδυνηρή, αλλά αυτό που την έκανε να ανατριχιάσει ήταν η πιθανότητα ότι στο τέλος θα της αρνιόταν το θάνατο, ότι θα την ανάγκαζε να συνεχίσει σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, ενώ όλοι, τόσο οι απλοί θνητοί όσο και οι του Αίματος, θα ήξεραν την ατίμωση της. Ένας υπηρέτης, ένας όμορφος νεαρός, εμφανίστηκε πλάι της, κρατώντας μια ανοιχτοπράσινη ρόμπα, που είχε κεντημένα πάνω της πτηνά-της-ευφροσύνης με πολύχρωμο φτέρωμα. Αυτή άπλωσε τα χέρια για να τη φορέσει και δεν του έδωσε περισσότερη σημασία απ' όση θα έδινε σε ένα σβώλο χώμα πλάι στο βελούδινο πέδιλό της.
Για να γλιτώσει απ’ αυτή την απολογία, θα έπρεπε να ανακαταλάβει αυτά που είχαν χαθεί πριν από χίλια χρόνια. Και για να το κάνει αυτό, έπρεπε να τα βάλει με τον άνθρωπο που, όπως της έλεγαν οι πράκτορές της από την ενδοχώρα, υποστήριζε ότι ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Αν δεν μπορώ να βρω τρόπο να τον αντιμετωπίσω, η δυσαρέσκεια της Αυτοκράτειρας θα είναι το λιγότερο.
Γύρισε με μια ήρεμη κίνηση και μπήκε στο μακρύ δωμάτιο που έβλεπε στο λόφο, ο εξωτερικός τοίχος του οποίου ήταν γεμάτος πόρτες και ψηλά παράθυρα για να πιάνει τις αύρες. Το ανοιχτόχρωμο ξύλο των τοίχων, που ήταν λείο και άστραφτε σαν σατέν, της ήταν ευχάριστο, αλλά είχε αφαιρέσει τα έπιπλα του παλιού ιδιοκτήτη, του Άθα'αν Μιέρε, που ήταν ο προηγούμενος κυβερνήτης του Καντόριν, και τα είχε αντικαταστήσει με μερικά ψηλά διαχωριστικά, που στα περισσότερα υπήρχαν ζωγραφισμένα πουλιά ή λουλούδια. Δύο απ' αυτά διέφεραν. Το ένα έδειχνε μια πιτσιλωτή γάτα από το Σεν Τ’τζόρε, μεγάλη σαν πόνυ, και το άλλο ένα μαύρο, βουνίσιο αετό, με το λοφίο ορθωμένο σαν χλωμό στέμμα και τα ασπρισμένα στις άκρες φτερά απλωμένα, με άνοιγμα πάνω από δύο μέτρα. Τέτοια διαχωριστικά θεωρούνταν ευτελούς γούστου, αλλά της Σούροθ της άρεσαν τα ζώα. Μην μπορώντας να φέρει μαζί το θηριοτροφείο της από την άλλη άκρη του ωκεανού Άρυθ, είχε βάλει να κάνουν τα διαχωριστικά για να απεικονίζουν τα δύο αγαπημένα της. Ποτέ της δεν δεχόταν ήρεμα οποιοδήποτε εμπόδιο.
Τρεις γυναίκες την ανέμεναν όπως τις είχε αφήσει, οι δύο γονατισμένες, η μία ξαπλωμένη πρηνής στο γυμνό, γυαλισμένο πάτωμα, που είχε ένθετα ποικίλματα από σκούρο και ανοιχτόχρωμο ξύλο. Οι γονατισμένες γυναίκες φορούσαν τα μπλε φορέματα των σουλ'ντάμ, με κόκκινα μπαλώματα στο στήθος και χαμηλά, στο πλάι των ποδιών, στα οποία υπήρχαν κεντημένοι διχαλωτοί, ασημένιοι κεραυνοί. Μια από τις γονατισμένες γυναίκες, η Άλχουιν, μια στενοπρόσωπη γαλανομάτα με ένα μονίμως άγριο βλέμμα, είχε ξυρισμένη την αριστερή πλευρά του κρανίου της. Τα υπόλοιπα μαλλιά έπεφταν ως τον ώμο της, πλεγμένα σε μια ανοιχτή καστανή κοτσίδα.
Όταν η Σούροθ είδε την Άλχουιν, το στόμα της για μια στιγμή σφίχτηκε. Καμία σουλ'ντάμ δεν είχε φτάσει ποτέ να γίνει σο'τζίν, που ήταν οι κληρονομικά ανώτεροι υπηρέτες του Αίματος, πόσο μάλλον Φωνή του Αίματος.
Μολοντούτο, η προσοχή της Σούροθ επικεντρώθηκε στη γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα, φορώντας απλά, γκρίζα ρούχα. Ένα πλατύ κολάρο από επαργυρωμένο μέταλλο περικύκλωνε το λαιμό της γυναίκας και ένα αστραφτερό λουρί το συνέδεε με ένα βραχιόλι, που ήταν φτιαγμένο από το ίδιο μέταλλο· το βραχιόλι το φορούσε στον καρπό η δεύτερη σουλ'ντάμ, η Τάισα. Μέσω του λουριού και του περιλαίμιου, του α'ντάμ, η Τάισα μπορούσε να ελέγχει τη γυναίκα με τα γκρίζα ρούχα, η οποία έπρεπε να είναι υπό έλεγχο. Ήταν μια νταμέην, μια γυναίκα που μπορούσε να διαβιβάζει, άρα ήταν επικίνδυνη και απαγορευόταν να κυκλοφορεί ελεύθερα. Οι Σωντσάν είχαν ακόμα βαθιά χαραγμένες αναμνήσεις από τις Στρατιές της Νύχτας, χίλια χρόνια μετά τον όλεθρλό τους.
Τα μάτια της Σούροθ πετάρισαν ανήσυχα προς τις δύο σουλ'ντάμ. Δεν εμπιστευόταν πια καμία σουλ'ντάμ, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή από το να τις εμπιστεύεται. Κανένας άλλος δεν μπορούσε να ελέγξει τις νταμέην και δίχως τις νταμέην... Η ιδέα αυτή ήταν αδιανόητη. Η δύναμη των Σωντσάν, η ίδια η δύναμη του Κρυστάλλινου Θρόνου, θεμελιωνόταν στις ελεγχόμενες νταμέην. Υπήρχαν πάρα πολλά στα οποία η Σούροθ δεν είχε καμία επιλογή που να είναι της αρεσκείας της, όπως ήταν η Άλχουιν, που την κοίταζε σαν να ήταν σο'τζίν όλη της τη ζωή. Όχι. Σαν να ήταν του Αίματος και να γονάτιζε επειδή το είχε επιλέξει.
«Πάρα». Η νταμέην είχε άλλο όνομα όταν ήταν μια από τις μισητές Άες Σεντάι, πριν πέσει στα χέρια των Σωντσάν, αλλά η Σούροθ ούτε ήξερε ποιο ήταν αυτό, ούτε την ενδιέφερε. Η γυναίκα με τα γκρίζα ρούχα σφίχτηκε, αλλά δεν σήκωσε το κεφάλι· η εκπαίδευσή της ήταν ιδιαίτερα σκληρή. «Θα σε ξαναρωτήσω, Πάρα. Ο Λευκός Πύργος πώς ελέγχει τον άνθρωπο που αυτοαποκαλείται Αναγεννημένος Δράκοντας;»
Η νταμέην κούνησε απειροελάχιστα το κεφάλι, όσο για να ρίξει μια φοβισμένη ματιά στην Τάισα. Αν η απάντηση της δυσαρεστούσε τη Σούροθ, τότε η σουλ'ντάμ θα την έκανε να νιώσει πόνο, δίχως να σηκώσει ούτε το δάχτυλό της, μέσω του α'ντάμ. «Ο Πύργος δεν θα προσπαθούσε να ελέγξει έναν ψεύτικο Δράκοντα, Υψηλή Αρχόντισσα», είπε ξέπνοα η Πάρα. «Θα τον συλλάμβαναν και θα τον ειρήνευαν».
Η Τάισα κοίταξε την Υψηλή Αρχόντισσα ερωτηματικά, αγανακτισμένα. Η απάντηση είχε παραβλέψει την ερώτηση της Σούροθ και ίσως να υπαινισσόταν ότι κάποιος του Αίματος είχε πει κάτι που δεν ήταν αληθινό. Η Σούροθ κούνησε σχεδόν ανεπαίσθητα το κεφάλι, μια απειροελάχιστη, πλάγια κίνηση —δεν είχε διάθεση να περιμένει την νταμέην να συνέλθει από την τιμωρία― και η Τάισα έγειρε το κεφάλι συγκατανεύοντας.
«Αλλη μια φορά, Πάρα, τι ξέρεις για τις Άες Σεντάι...» Το στόμα της Σούροθ στράβωσε, σαν να είχε βεβηλωθεί προφέροντας αυτό το όνομα· η Άλχουιν άφησε ένα γρύλισμα αηδίας. «Τις Άες Σεντάι που συνδράμουν αυτό τον άντρα; Σε προειδοποιώ. Οι στρατιώτες μας πολέμησαν με γυναίκες του Πύργου, γυναίκες που διαβίβαζαν τη Δύναμη, στο Φάλμε, επομένως μην προσπαθείς να το αρνηθείς».
«Η Πάρα... η Πάρα δεν γνωρίζει, Υψηλή Αρχόντισσα». Η φωνή της νταμέην έδειχνε αγωνία και αβεβαιότητα· έριξε άλλη μια κλεφτή, γουρλωμένη ματιά στην Τάισα. Ήταν φανερό ότι ήθελε απελπισμένα να την πιστέψουν. «Ίσως... Ίσως η Αμερλιν, ή η Αίθουσα του Πύργου... Όχι, δεν θα έκαναν τέτοιο πράγμα. Η Πάρα δεν γνωρίζει, Υψηλή Αρχόντισσα».
«Ο άνθρωπος αυτός μπορεί να διαβιβάζει», είπε κοφτά η Σούροθ. Η γυναίκα στο πάτωμα βόγκηξε, αν και είχε ακούσει τα ίδια λόγια νωρίτερα από τη Σούροθ. Ξαναλέγοντάς τα, η Σούροθ ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται, αλλά δεν επέτρεψε να φανεί τίποτα στο πρόσωπό της. Ελάχιστα απ' όσα είχαν συμβεί στο Φάλμε ήταν έργο γυναικών που διαβίβαζαν· ήταν κάτι που οι νταμέην το ένιωθαν και οι σουλ'ντάμ που φορούσαν το βραχιόλι πάντα ήξεραν τι νιώθουν οι νταμέην τους. Αυτό σήμαινε ότι πρέπει να ήταν έργο εκείνου του άντρα. Κι επίσης σήμαινε ότι ήταν εξαιρετικά ισχυρός. Τόσο ισχυρός, που η Σούροθ είχε πιάσει μια-δυο φορές τον εαυτό της να αναρωτιέται, με μια ταραχή που ολοένα δυνάμωνε, μήπως αυτός ήταν στ' αλήθεια ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Αυτό αποκλείεται να συμβαίνει, σκέφτηκε σταθερά. Εν πάση περιπτώσει, αυτό δεν άλλαζε τίποτα στα σχέδιά της. «Αδύνατο να πιστέψει κανείς ότι ακόμα και ο Λευκός Πύργος θα επέτρεπε σε έναν τέτοιο άντρα να κυκλοφορεί ελεύθερος. Πώς τον ελέγχουν;»
Η νταμέην έμεινε εκεί σιωπηλή, με το πρόσωπο στο πάτωμα, τους ώμους να τρέμουν, σιγοκλαίγοντας.
«Απάντησε στην Υψηλή Αρχόντισσα!» είπε κοφτά η Τάισα. Η Τάισα δεν κουνήθηκε, αλλά η Πάρα άφησε μια πνιχτή κραυγή και το πρόσωπο της συσπάστηκε, σαν να την είχαν χτυπήσει στους γοφούς. Ένα χτύπημα που είχε δοθεί μέσω του α'ντάμ.
«Η Π-Πάρα δ-δεν ξέρει». Η νταμέην άπλωσε διστακτικά το χέρι, σαν να ήθελε να αγγίξει το πόδι της Σούροθ. «Σε παρακαλώ. Η Πάρα έμαθε να υπακούει. Η Πάρα λέει μόνο την αλήθεια. Σε παρακαλώ, μην τιμωρείς την Πάρα».
Η Σούροθ έκανε μια ήρεμη κίνηση προς τα πίσω, χωρίς να δείξει την ενόχλησή της. Αν ήταν δυνατό, μια νταμέην την είχε αναγκάσει να σαλέψει. Παραλίγο να την αγγίξει κάποια που μπορούσε να διαβιβάζει. Ένιωσε την ανάγκη να πλυθεί, σαν να την είχε πράγματι αγγίξει.
Η αυθάδεια της νταμέην έκανε τα μαύρα μάτια της Τάισα να φλογιστούν· τα μάγουλά της κοκκίνισαν από ντροπή, επειδή αυτό είχε συμβεί ενόσω φορούσε το βραχιόλι της γυναίκας. Φάνηκε να διχάζεται ανάμεσα στο αν θα έπεφτε πρηνής πλάι στην νταμέην για να ζητήσει συγχώρεση, ή αν θα τιμωρούσε τη γυναίκα εκεί μπροστά. Η Αλχουιν την κοίταζε περιφρονητικά με μια ξινή έκφραση στο στόμα και το πρόσωπό της έλεγε ότι τέτοια πράγματα δεν συνέβαιναν όταν αυτή φορούσε το βραχιόλι.
Η Σούροθ ύψωσε απειροελάχιστα το δάχτυλό της, μια χειρονομία την οποία κάθε σο'τζίν ήξερε από μικρός: μια απλή εντολή για να αποχωρήσουν.
Η Άλχουιν δίστασε πριν την ερμηνεύσει κι έπειτα προσπάθησε να καλύψει το σφάλμα της στρεφόμενη άγρια κατά της Τάισα. «Πάρε αυτό το... πλάσμα από τα μάτια της Υψηλής Αρχόντισσας Σούροθ. Κι όταν την τιμωρήσεις, πήγαινε στη Συρέλα και πες της ότι ελέγχεις τις νταμέην που σου ανατέθηκαν σαν να μην έχεις ξαναφορέσει βραχιόλι. Πες της να σε —»
Η Σούροθ έβγαλε τη φωνή της Άλχουιν από το μυαλό της. Δεν είχε διατάξει τίποτα από αυτά, παρά μόνο την αποχώρησή τους, αλλά οι καβγάδες μεταξύ των σουλ'ντάμ δεν άξιζαν την προσοχή της. Αυτό που ευχόταν ήταν να ήξερε αν η Πάρα είχε καταφέρει να κρύψει κάτι. Οι πράκτορές της ανέφεραν ότι οι γυναίκες του Λευκού Πύργου δεν μπορούσαν να πουν ψέματα. Δεν είχαν καταφέρει να κάνουν την Πάρα να πει έστω κι ένα απλό ψεματάκι, να πει ότι ένα άσπρο σάλι ήταν μαύρο, όμως αυτό δεν αρκούσε για να βγάλει συμπέρασμα. Ίσως κάποιοι να δέχονταν τα δάκρυα της νταμέην, τις διαμαρτυρίες της ότι ήταν ανίκανη γι' αυτό, ό,τι κι αν της έκαναν οι σουλ'ντάμ, αλλά όχι αυτοί που ανέβαιναν για να ηγηθούν του Γυρισμού. Μπορεί της Πάρα να της είχε απομείνει ένα απόθεμα θέλησης, μπορεί να ήταν αρκετά έξυπνη ώστε να προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την πίστη ότι ήταν ανίκανη να πει ψέματα. Από τις γυναίκες που είχαν φορέσει το περιλαίμιο στη στεριά, καμία δεν ήταν εντελώς πειθήνια, αξιόπιστη, δεν ήταν σαν τις νταμέην που είχαν φέρει από το Σωντσάν. Καμία τους δεν αποδεχόταν στ' αλήθεια τη φύση τους, όπως έκαναν οι νταμέην των Σωντσάν. Ποιος άραγε ήξερε να πει τι μυστικά μπορεί να έκρυβε κάποια που αποκαλούσε τον εαυτό της Άες Σεντάι;
Η Σούροθ ευχήθηκε, κι όχι για πρώτη φορά, να είχε την άλλη Άες Σεντάι, που είχε αιχμαλωτιστεί στο Τόμαν Χεντ. Αν είχε δύο να ανακρίνει, θα είχε περισσότερες πιθανότητες να εντοπίσει ψέματα και υπεκφυγές. Ήταν μια μάταια ευχή. Η άλλη μπορεί να ήταν νεκρή, πνιγμένη στη θάλασσα ή έκθεμα στην Αυλή των Εννέα Φεγγαριών. Μερικά από τα πλοία που η Σούροθ δεν είχε καταφέρει να ξαναβρεί πρέπει να είχαν καταφέρει να διασχίσουν πάλι τον ωκεανό και ίσως κάποιο να μετέφερε τη γυναίκα.
Η ίδια είχε στείλει ένα πλοίο με μια προσεκτικά γραμμένη έκθεση, σχεδόν πριν από μισό χρόνο, αμέσως μόλις είχε πάρει τον απόλυτο έλεγχο των Προδρόμων· το καράβι είχε πλοίαρχο και πλήρωμα από οικογένειες που υπηρετούσαν τη δική της από τότε που ο Λουθαίρ Πέντραγκ είχε αυτοανακηρυχθεί Αυτοκράτορας, σχεδόν πριν από χίλια χρόνια. Ήταν ριψοκίνδυνη η αποστολή του πλοίου, επειδή η Αυτοκράτειρα μπορεί να έστελνε πίσω κάποιον που θα έπαιρνε τη θέση της Σούροθ. Θα ήταν χειρότερο, όμως, αν δεν το είχε στείλει· τότε θα την έσωζε μόνο μια συντριπτική και απόλυτη νίκη. Ίσως ούτε κι αυτό ακόμα. Έτσι, λοιπόν, η Αυτοκράτειρα γνώριζε για το Φάλμε, γνώριζε για την καταστροφή του Τούρακ και την πρόθεση της Σούροθ να συνεχίσει. Αλλά τι γνώμη είχε γι' αυτό και τι θα έκανε; Να μια ανησυχία ανώτερη από κάθε νταμέην, ό,τι κι αν ήταν πριν φορέσει το περιλαίμιο.
Αλλά όμως η Αυτοκράτειρα δεν ήξερε τα πάντα. Το χειρότερο νέο δεν μπορούσε να το εμπιστευτεί σε κανέναν αγγελιοφόρο, όσο έμπιστος κι αν ήταν. Θα περνούσε από τα χείλη της Σούροθ κατευθείαν στο αφτί της Αυτοκράτειρας και η Σούροθ είχε καταβάλει κάθε προσπάθεια γι' αυτό. Μόνο τέσσερις ζούσαν πια που ήξεραν το μυστικό και οι δύο απ' αυτούς δεν θα το έλεγαν ποτέ σε κανέναν, τουλάχιστον όχι με τη δική τους θέληση. Μόνο τρεις θάνατοι θα το κρατούσαν πιο ασφαλές.
Η Σούροθ δεν συνειδητοποίησε ότι την τελευταία φράση την είχε προφέρει δυνατά, παρά μόνο όταν η Άλχουιν είπε: «Αλλά όμως η Υψηλή Αρχόντισσα χρειάζεται ζωντανούς και τους τρεις». Η γυναίκα είχε την αρμόζουσα ταπεινότητα στη στάση της, ακόμα και στο τέχνασμα των χαμηλωμένων ματιών της, που όμως κατόρθωναν να εξετάζουν τη Σούροθ για κάθε ένδειξη. Κι η φωνή της ακόμα ήταν ταπεινή. «Ποιος ξέρει, Υψηλή Αρχόντισσα, τι θα έκανε η Αυτοκράτειρα —που είθε να ζήσει παντοτινά!― αν μάθαινε ότι κάποιος είχε αποπειραθεί να της το κρατήσει κρυφό».
Αντί να απαντήσει, η Σούροθ έκανε άλλη μια φορά την ανεπαίσθητη χειρονομία, που διέταζε την άλλη να αποχωρήσει. Η Άλχουιν και πάλι δίστασε —αυτή τη φορά σίγουρα ήταν απλώς η απροθυμία της να φύγει· η γυναίκα είχε πάρει πολύ αέρα!― πριν υποκλιθεί βαθιά και χαθεί από τα μάτια της.
Με λίγη προσπάθεια, η Σούροθ γαλήνεψε. Η σουλ'ντάμ και οι άλλες δύο ήταν ένα πρόβλημα που δεν μπορούσε να λύσει τώρα, αλλά για το Αίμα η υπομονή ήταν αναγκαιότητα. Εκείνοι που δεν τη διέθεταν, πιθανότατα θα κατέληγαν στον Πύργο των Κορακιών.
Στο λόφο, οι γονατιστοί υπηρέτες έγειραν μπροστά σε ετοιμότητα, όταν η Σούροθ ξανάκανε την εμφάνισή της. Οι στρατιώτες συνέχισαν την επιφυλακή τους, ώστε να μην την ενοχλήσει τίποτα. Η Σούροθ πήρε τη θέση της μπροστά στην κιονοστοιχία, αυτή τη φορά ατενίζοντας το πέλαγος, προς τη στεριά που βρισκόταν εκατοντάδες μίλια ανατολικά.
Αν ήταν αυτή που θα ηγούνταν των Προδρόμων με επιτυχία, που θα άρχιζε το Γυρισμό, θα κέρδιζε μεγάλη τιμή. Ίσως ακόμα και την υιοθεσία στην οικογένεια της Αυτοκράτειρας, αν κι αυτή η τιμή δεν στερούνταν περιπλοκών. Επιπλέον, αν ήταν επίσης αυτή που θα αιχμαλώτιζε τον Δράκοντα, είτε ψεύτικο είτε αληθινό, μαζί με τον τρόπο να ελέγξει την απίστευτη δύναμή του...
Αλλά αν ― όταν τον πιάσω, να τον δώσω στην Αυτοκράτειρα; Ιδού το ερώτημα.
Τα μακριά νύχια της άρχισαν πάλι να χτυπούν το πλατύ, πέτρινο πεζούλι με έναν ξερό ήχο.