5 Ιεροεξεταστές

«Κανονικά θα έπρεπε να έχουν γυρίσει τώρα». Η Εγκουέν ανέμισε πιο γοργά τη μεταξωτή, ζωγραφισμένη βεντάλια της, χαρούμενη που τουλάχιστον οι νύχτες ήταν κάπως πιο δροσερές από τις ημέρες. Οι Δακρινές είχαν πάντα μαζί τους βεντάλιες —τουλάχιστον οι αριστοκράτισσες και οι πλούσιες― όμως, απ’ όσο καταλάβαινε, η βεντάλια βοηθούσε μόνο όταν έγερνε ο ήλιος, κι ακόμα και τότε όχι πολύ. Ακόμα και οι λάμπες στους τοίχους, τα μεγάλα, χρυσά κατασκευάσματα με τους καθρέφτες πάνω σε ασημένιους λυχνοστάτες, έμοιαζαν να προσθέτουν στη ζέστη. «Γιατί καθυστερούν;» Μια ώρα, έτσι τους είχε υποσχεθεί η Μουαραίν για πρώτη φορά εδώ και μέρες και μετά είχε φύγει δίχως εξήγηση, ύστερα από πέντε μόλις λεπτά. «Είπε κάτι, γιατί την ήθελαν, Αβιέντα; Ή ποιος την ήθελε, για να έχουμε καλό ερώτημα;»

Καθισμένη σταυροπόδι στο πάτωμα πλάι στην πόρτα, με μεγάλα, πράσινα μάτια που τονίζονταν στο ηλιοψημένο πρόσωπό της, η Αελίτισσα ανασήκωσε τους ώμους. Φορούσε σακάκι, φαρδύ παντελόνι, μαλακές μπότες, το σούφα τυλιγμένο γύρω από το λαιμό της και έμοιαζε άοπλη. «Η Καρήν ψιθύρισε το μήνυμα στη Μουαραίν Σεντάι. Θα ήταν ανάρμοστο να στήσω αφτί. Συγνώμη, Άες Σεντάι».

Η Εγκουέν, νιώθοντας ενοχή, άγγιξε στο δεξί της χέρι το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό — το χρυσό ερπετό που δάγκωνε την ίδια ι ην ουρά του. Ως Αποδεχθείσα, θα έπρεπε να το φορά στο τρίτο δάχτυλο του αριστερού της χεριού, αλλά άφηναν τους Υψηλούς Άρχοντες να πιστεύουν ότι είχαν τέσσερις κανονικές Άες Σεντάι μέσα στην Πέτρα, κάτι που τους έκανε να φέρονται με άκρα ευγένεια, ή τουλάχιστον με όση αβρότητα μπορούσαν να επιδείξουν οι Δακρινοί ευγενείς. Η Μουαραίν, φυσικά, δεν έλεγε ψέματα· ποτέ δεν είχε πει ότι ήταν κάτι παραπάνω από Αποδεχθείσες. Όμως ποτέ δεν είχε πει ότι ήταν Αποδεχθείσες και είχε αφήσει τους πάντες να σκεφτούν ό,τι ήθελαν και να πιστέψουν ό,τι νόμιζαν ότι έβλεπαν. Η Μουαραίν δεν μπορούσε να πει ψέματα, αλλά μπορούσε να χορέψει την αλήθεια στο ταψί.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Εγκουέν και οι άλλες υποκρίνονταν ότι ήταν πλήρη μέλη της αδελφότητας των Άες Σεντάι από τότε που είχαν φύγει από τον Πύργο, όμως σταδιακά ένιωθε όλο και πιο αμήχανα που παραπλανούσε την Αβιέντα. Συμπαθούσε την Αελίτισσα και σκεφτόταν ότι θα γίνονταν φίλες, αν γνωρίζονταν καλύτερα μεταξύ τους· όμως αυτό φάνταζε αδύνατο όσο η Αελίτισσα περνούσε την Εγκουέν για Άες Σεντάι. Η Αελίτισσα ήταν εκεί μόνο επειδή την είχε διατάξει η Μουαραίν, χωρίς να αποκαλύψει το σκοπό της διαταγής. Η Εγκουέν υποψιαζόταν ότι το έκανε για να έχουν στο πλευρό τους μια Αελίτισσα σωματοφύλακα, λες και δεν είχαν μάθει να προστατεύονται μόνες τους. Πάντως, ακόμα κι αν γίνονταν φίλες αυτή και η Αβιέντα, δεν θα μπορούσε να της πει την αλήθεια. Ο καλύτερος τρόπος για να κρατήσεις ένα μυστικό ήταν να μην το μάθει κανείς απ' όσους δεν είχαν επιτακτική ανάγκη να το γνωρίζουν. Κάτι ακόμα που τους είχε τονίσει η Μουαραίν. Μερικές φορές η Εγκουέν ευχόταν να έκανε κάποιο λάθος η Μουαραίν, κάποιο εξόφθαλμο λάθος, έστω και μόνο μία φορά. Αλλά λάθος που να μην οδηγήσει σε συμφορά. Εκεί ήταν ο κόμπος.

«Στο Τάντσικο», μουρμούρισε η Νυνάβε. Η μαύρη πλεξούδα των μαλλιών της, που ήταν χοντρή σαν τον καρπό της, χυνόταν στην πλάτη και έφτανε ως τη μέση της. Η Νυνάβε ατένιζε από τα στενά παράθυρα, που είχαν τα παντζούρια ανοιγμένα μήπως και έπιαναν λίγο τη νυχτερινή αύρα. Στον πλατύ ποταμό Ερινίν, λίγο παρακάτω, ανεβοκατέβαιναν στο κυματάκι τα φανάρια από τις ψαρόβαρκες, που δεν είχαν προχωρήσει κατάντη, όμως η Εγκουέν αμφέβαλλε αν η Νυνάβε τα έβλεπε. «Φαίνεται ότι η μόνη διέξοδος είναι να πάει στο Τάντσικο». Η Νυνάβε σήκωσε ασυναίσθητα το πράσινο φόρεμά της, που είχε πλατύ λαιμό και άφηνε τους ώμους της γυμνούς· ήταν μια κίνηση που έκανε συχνά. Αν τη ρωτούσες, θα αρνιόταν ότι είχε βάλει το φόρεμα για τον Λαν, τον Πρόμαχο της Μουαραίν —θα το αρνιόταν ακόμα κι αν η Εγκουέν είχε τολμήσει έστω και να το υπαινιχθεί― αλλά τα αγαπημένα χρώματα του Λαν για γυναικεία ρούχα έμοιαζαν να είναι το πράσινο, το μπλε και το λευκό, και από την γκαρνταρόμπα της Νυνάβε όποιο φόρεμα δεν ήταν πράσινο, μπλε και λευκό είχε εξαφανιστεί. «Μόνη διέξοδος». Φαινόταν συννεφιασμένη.

Η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι και η ίδια ανασήκωνε ελαφρά το φόρεμά της. Αυτά τα φορέματα, που κρέμονταν από τους ώμους, είχαν μια παράξενη αίσθηση. Από την άλλη πλευρά, δεν θα άντεχε αν φορούσε κάτι που τη σκέπαζε καλύτερα. Παρ' όλο που ήταν ελαφρύ, ένιωθε το αχνοκόκκινο λινό σαν να ήταν μάλλινο. Μακάρι να τολμούσε να φορέσει τα λεπτά φορέματα που έβαζε η Μπερελαίν ― αυτό ευχόταν από μέσα της. Όχι ότι ήταν κατάλληλα για να φορεθούν σε κόσμο, όμως σίγουρα φαίνονταν δροσερά.

Μη σε απασχολούν οι ανέσεις, είπε αυστηρά στον εαυτό της. Έχε το νου σον σ' αυτό που πρέπει να κάνεις. «Ίσως», είπε φωναχτά. «Προσωπικά, πάντως, δεν πείστηκα».

Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα μακρύ, στενό τραπέζι, που άστραφτε από το στίλβωμα. Στην άκρη, κοντά στην Εγκουέν, υπήρχε μια ψηλή καρέκλα αμυδρώς σκαλισμένη, με επίχρυσες λεπτομέρειες εδώ κι εκεί, αρκετά απλή για τα δεδομένα του Δακρύου, ενώ οι πλαϊνές καρέκλες είχαν διαδοχικά όλο και πιο χαμηλή ράχη, ώσπου στο τέλος εκείνες στην άλλη άκρη έμοιαζαν να είναι απλώς πάγκοι. Η Εγκουέν δεν είχε ιδέα για ποιο σκοπό προόριζαν αυτό το δωμάτιο οι Δακρινοί. Η ίδια και οι άλλες το χρησιμοποιούσαν για να ανακρίνουν δύο αιχμάλωτες, που είχαν συλληφθεί όταν είχε πέσει η Πέτρα.

Δεν άντεχε να πάει στα μπουντρούμια, αν και ο Ραντ είχε διατάξει να λιώσουν ή να κάψουν όλα τα εργαλεία που στόλιζαν τους τοίχους στις αίθουσες των φρουρών. Ούτε η Νυνάβε, ούτε η Ηλαίην έδειχναν να έχουν διάθεση να επιστρέψουν εκεί. Επίσης, τούτο το καλά φωτισμένο δωμάτιο, με το καθαρό δάπεδο από πράσινα πλακάκια και τις ξύλινες επενδύσεις στους τοίχους, όπου ήταν σκαλισμένες οι Τρεις Ημισέληνοι του Δακρύου, ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τις μελαγχολικές, γκρίζες πέτρες των κελιών, όπου ήταν μισοσκότεινα, υγρά και βρώμικα. Σίγουρα αυτό θα μαλάκωνε λιγάκι τη στάση των δύο γυναικών, που φορούσαν τα κακοφτιαγμένα, μάλλινα ρούχα των φυλακισμένων.

Όμως μόνο αυτό το ελεεινό, καφέ ρούχο έδειχνε στους περισσότερους ότι η Τζόγια Μπύιρ, που στεκόταν πέρα από το τραπέζι με την πλάτη γυρισμένη, ήταν αιχμάλωτη. Κάποτε είχε υπάρξει μέλος του Λευκού Άτζα και δεν είχε χάσει την ψυχρή αλαζονεία του Λευκού, όταν είχε πάει με το μέρος του Μαύρου. Η άκαμπτη στάση της δήλωνε ότι κοίταζε τον απέναντι τοίχο από δική της επιλογή και για κανέναν άλλο λόγο. Μόνο μια γυναίκα που μπορούσε να διαβιβάζει θα έβλεπε τις χοντρές, σαν δάχτυλα, ροές του Αέρα που κρατούσαν τα χέρια της Τζόγια στα πλευρά της και έδεναν τα πόδια της από τους αστραγάλους. Ένα κλουβί πλεγμένο από Αέρα κρατούσε τα μάτια της στραμμένα ευθεία μπροστά. Ακόμα και τα αφτιά της ήταν κλεισμένα, έτσι ώστε να μην μπορεί να ακούσει τι έλεγαν οι άλλες, παρά μόνο όταν το ήθελαν.

Η Εγκουέν έλεγξε άλλη μια φορά το προστατευτικό πεδίο, το υφασμένο από Πνεύμα, που εμπόδιζε την Τζόγια να αγγίξει την Αληθινή Πηγή. Διατηρούνταν ακόμα, όπως το ήξερε από πριν. Η ίδια είχε υφάνει όλες τις ροές γύρω από την Τζόγια και τις είχε δέσει για να αυτοσυντηρούνται, αλλά δεν μπορούσε να νιώσει άνετα στο ίδιο δωμάτιο με μια Σκοτεινόφιλη που μπορούσε να διαβιβάζει, ακόμα κι αν ήταν αποκομμένη από την Αληθινή Πηγή. Χειρότερο από Σκοτεινόφιλη. Μαύρο Άτζα. Ο φόνος ήταν το μικρότερο από τα εγκλήματα της Τζόγια. Κανονικά θα έπρεπε να έχει λυγίσει κάτω από το βάρος των προδομένων όρκων, των χαμένων ζωών και των καταδικασμένων ψυχών.

Η άλλη φυλακισμένη, η αδελφή της Τζόγια στο Μαύρο Άτζα, δεν διέθετε το σθένος της. Η Αμίκο Ναγκογίν στεκόταν καμπουριασμένη στην άλλη άκρη του τραπεζιού, με το κεφάλι σκυμμένο, και έμοιαζε να αποτραβιέται στον εαυτό της μπροστά στο βλέμμα της Εγκουέν. Αυτή δεν χρειαζόταν να την αποκόψουν. Κατά τη σύλληψη της, η Αμίκο είχε σιγανευτεί. Είχε ακόμα την ικανότητα να αισθάνεται την Αληθινή Πηγή, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να την αγγίξει ξανά, δεν θα μπορούσε ποτέ να διαβιβάσει. Η επιθυμία και η λαχτάρα της γι' αυτό θα παρέμεναν, επιτακτικές όσο η ανάγκη της ανάσας, και η απώλεια θα τη συνόδευε σε όλη της τη ζωή, με το σαϊντάρ να είναι παντοτινά άπιαστο. Η Εγκουέν ευχήθηκε να ένιωθε μέσα της έστω και ένα ίχνος οίκτου. Αλλά δεν το ευχήθηκε με ιδιαίτερη θέρμη.

Η Αμίκο μουρμούρισε κάτι προς το τραπέζι.

«Τι;» απαίτησε να μάθει η Νυνάβε. «Πιο δυνατά».

Η Αμίκο σήκωσε ταπεινά το πρόσωπό της, αποκαλύπτοντας το λεπτό λαιμό της. Ήταν ακόμα μια όμορφη γυναίκα, με μεγάλα, μαύρα μάτια, όμως πάνω της υπήρχε κάτι αλλιώτικο, το οποίο η Εγκουέν δεν μπορούσε να εντοπίσει. Δεν ήταν ο φόβος, που την έκανε να σφίγγει το τραχύ φόρεμα της φυλακής και με τα δύο χέρια. Ήταν κάτι άλλο.

Η Αμίκο ξεροκατάπιε. «Θα έπρεπε να πάτε στο Τάντσικο», είπε.

«Μας το έχεις πει είκοσι φορές», είπε απότομα η Νυνάβε. «Πενήντα φορές. Πες μας κάτι που δεν ξέρουμε. Πες ονόματα που δεν ξέρουμε. Ποιες του Μαύρου Άτζα είναι ακόμα στο Λευκό Πύργο;»

«Δεν ξέρω. Πρέπει να με πιστέψετε». Η Αμίκο έμοιαζε κουρασμένη κι ήταν σαν να της είχαν κόψει τα φτερά. Φαινόταν εντελώς διαφορετική από τότε που ήταν αυτές οι αιχμάλωτες κι εκείνη ο δεσμοφύλακάς τους. «Πριν φύγουμε από τον Πύργο ήξερα μόνο τη Λίαντριν, την Τσέσμαλ και τη Ριάνα. Όλες μας ξέραμε το πολύ δυο-τρεις άλλες, νομίζω. Εκτός από τη Λίαντριν. Σας είπα όσα ξέρω».

«Τότε έχεις μεγάλη άγνοια για γυναίκα που περίμενε να κυβερνήσει ένα μέρος του κόσμου, όταν θα απελευθερωνόταν ο Σκοτεινός», είπε στεγνά η Εγκουέν, κλείνοντας απότομα τη βεντάλια της για να δώσει έμφαση. Ακόμα ένιωθε κατάπληξη που το έλεγε με τόση άνεση. Το στομάχι της ήταν σφιγμένο και τη ραχοκοκαλιά της διέτρεχαν παγωμένα ρίγη, όμως δεν της ερχόταν πια να τσιρίξει, ούτε να το βάλει στα πόδια με δάκρυα στα μάτια. Τα πάντα μπορούσε να συνηθίσει κάποιος.

«Άκουσα κατά λάθος τη Λίαντριν μια φορά να μιλά με την Τεμάιλε», είπε κουρασμένα η Αμίκο, ξαναρχίζοντας την ιστορία που τους είχε πει πάμπολλες φορές. Τις πρώτες μέρες της αιχμαλωσίας της είχε προσπαθήσει να βελτιώσει την ιστορία, όμως όσο τη στόλιζε, τόσο χειρότερα μπλεκόταν στα ψέματά της. Τώρα σχεδόν πάντα την έλεγε με τον ίδιο τρόπο, λέξη προς λέξη. «Μακάρι να βλέπατε την έκφραση της Λίαντριν όταν με είδε... Αν της περνούσε από το νου ότι είχα ακούσει το παραμικρό, θα με σκότωνε εκεί, επί τόπου. Και της Τεμάιλε της αρέσει να προκαλεί πόνο στους ανθρώπους. Το απολαμβάνει. Ελάχιστα άκουσα πριν με δουν. Η Λίαντριν είπε ότι κάτι υπάρχει στο Τάντσικο, κάτι επικίνδυνο... γι' αυτόν». Εννοούσε τον Ραντ. Δεν μπορούσε να πει το όνομά του ― η απλή αναφορά της ονομασίας Αναγεννημένος Δράκοντας αρκούσε για να βάλει τα κλάματα. «Η Λίαντριν είπε ότι ήταν επικίνδυνο και γι' αυτήν που θα το χρησιμοποιήσει. Όσο επικίνδυνο θα ήταν και... για εκείνον. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν είχε ήδη πάει να το βρει η ίδια. Και η ικανότητα του να διαβιβάζει, είπε, δεν θα τον προστάτευε. “Όταν το βρούμε, η ρυπαρή ικανότητά του θα τον δεσμεύσει σε εμάς”, έτσι είπε». Μπορεί να κυλούσε ιδρώτας στο πρόσωπο της, όμως τη συντάραζαν ανεξέλεγκτα ρίγη.

Δεν είχε αλλάξει λέξη.

Η Εγκουέν άνοιξε το στόμα, όμως η Νυνάβε μίλησε πρώτη. «Αρκετά άκουσα. Για να δούμε αν η άλλη έχει κάτι καινούριο να προσθέσει».

Η Εγκουέν την αγριοκοίταξε και η Νυνάβε της ανταπέδωσε τη ματιά εξίσου σθεναρά, χωρίς καμιά τους να ανοιγοκλείνει τα μάτια. Μερικές φορές νομίζει ότι είναι ακόμα η Σοφία, σκέφτηκε κακόκεφα η Εγκουέν, κι ότι εγώ είμαι ακόμα η χωριατοπούλα που μαθαίνει για τα βότανα. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι τα πράγματα έχουν αλλάζει. Η Νυνάβε ήταν ισχυρή στη διαβίβαση της Δύναμης, ισχυρότερη από την Εγκουέν, όμως μόνο όταν κατόρθωνε να διαβιβάσει· αν η Νυνάβε δεν ήταν θυμωμένη, δεν μπορούσε να διαβιβάσει καθόλου.

Η Ηλαίην συνήθως ηρεμούσε την κατάσταση όταν έφτανε σ' αυτό το σημείο, κάτι που συνέβαινε συχνότερα απ' όσο έπρεπε. Μέχρι να περάσει από το μυαλό της Εγκουέν ότι έπρεπε να δώσει τόπο στην οργή, συνήθως είχε πια πεισμώσει και κάθε προσπάθειά της να εκτονώσει την κατάσταση σήμαινε ότι θα φαινόταν υποχωρητική. Ήταν σίγουρη ότι έτσι θα το έβλεπε η Νυνάβε. Η Εγκουέν δεν θυμόταν να είχε κάνει ποτέ η Νυνάβε την παραμικρή κίνηση υποχώρησης, άρα γιατί να το κάνει αυτή; Τώρα, όμως, η Ηλαίην έλειπε· η Μουαραίν είχε καλέσει την Κόρη-Διάδοχο με μια λέξη και μια χειρονομία, ώστε να ακολουθήσει την Κόρη που πριν είχε έρθει να πάρει την Άες Σεντάι. Χωρίς αυτήν, η ένταση δυνάμωνε και οι Αποδεχθείσες περίμεναν η καθεμιά την άλλη να υποχωρήσει πρώτη. Η Αβιέντα σχεδόν κρατούσε την ανάσα της· πρόσεχε να μην ανακατεύεται στις αντιπαραθέσεις τους. Σίγουρα θεωρούσε ότι ήταν συνετότερο να κάτσει στην άκρη.

Με έναν παράξενο τρόπο, αυτή που πρόσφερε τη διέξοδο ήταν η Αμίκο, αν και μάλλον σκόπευε απλώς να δείξει ότι συνεργαζόταν. Στράφηκε να αντικρίσει τον απέναντι τοίχο, περιμένοντας υπομονετικά να τη δέσουν.

Ξαφνικά η Εγκουέν συνειδητοποίησε την ανοησία της κατάστασης. Ήταν η μοναδική γυναίκα στο δωμάτιο που μπορούσε να διαβιβάσει —εκτός αν θύμωνε η Νυνάβε ή αν υποχωρούσε το προστατευτικό πεδίο της Τζόγια· ασυναίσθητα, έλεγξε πάλι το πλέξιμο του Πνεύματος― και είχε επιδοθεί σε έναν πόλεμο θέλησης με τη Νυνάβε, τη στιγμή που Αμίκο περίμενε να δεχτεί τα δεσμά της. Άλλοτε, ίσως να είχε βάλει τα γέλια με τον εαυτό της. Αντιθέτως, κόρα ανοίχτηκε στο σαϊντάρ, τη λαμπερή θέρμη που ποτέ δεν την έβλεπε και πάντα την ένιωθε, η οποία έμοιαζε να βρίσκεται πάντα λίγο πιο πέρα από την άκρη του ματιού της. Τη γέμισε η Μία Δύναμη, σαν πολλαπλασιασμένη, ευφρόσυνη ζωή, και ύφανε τις ροές γύρω από την Αμίκο.

Η Νυνάβε απλώς μούγκρισε· μάλλον δεν ήταν αρκετά θυμωμένη για να νιώσει τι έκανε η Εγκουέν ― δεν μπορούσε να το νιώσει, αν δεν είχε τα νεύρα της. Μπορούσε όμως να δει το κορμί της Αμίκο να σφίγγεται καθώς την άγγιζαν οι ροές του Αέρα και ύστερα να καταρρέει, στηριγμένο σχεδόν ολόκληρο στις ροές, λες και ήθελε να δείξει πόσο μικρή αντίσταση πρόβαλλε.

Η Αβιέντα ανατρίχιασε, όπως είχε συνηθίσει να κάνει όποτε ήξερε ότι διαβίβαζαν τη Δύναμη κοντά της.

Η Εγκουέν ύφανε σκεπάσματα για τα αφτιά της Αμίκο —άδικα θα ας ανέκριναν ξεχωριστά, αν μπορούσε η μια να ακούσει τις ιστορίες της άλλης― και στράφηκε στην Τζόγια. Άλλαξε χέρι στη βεντάλια για να σκουπίσει τον ιδρώτα στο φουστάνι της και σταμάτησε με μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας. Οι ιδρωμένες παλάμες της δεν είχαν καμία σχέση με τη θερμοκρασία.

«Το πρόσωπό της», είπε ξαφνικά η Αβιέντα ― ξαφνικά κι αιφνιδιαστικά· σχεδόν ποτέ δεν μιλούσε, παρά μόνο όταν της απηύθυνε το λόγο η Μουαραίν ή μία από τις άλλες. «Το πρόσωπο της Αμίκο. Δεν έχει την ίδια όψη με πριν, που ήταν σαν να την είχαν ξεχάσει τα χρόνια. Είναι λιγότερο νέα από πριν. Αυτό έγινε επειδή... σιγανεύτηκε;» Τις τελευταίες λέξεις τις ξεστόμισε ξέπνοα, βιαστικά. Είχε αποκτήσει μερικές συνήθειες, επειδή ήταν συνεχώς μαζί τους. Οι γυναίκες του Πύργου ποτέ δεν μιλούσαν για το σιγάνεμα χωρίς να νιώσουν ένα ρίγος.

Η Εγκουέν πήγε πιο πέρα, πλάι στο τραπέζι, για να δει το πρόσωπο της Αμίκο από κοντά, χωρίς να τη βλέπει η Τζόγια. Το βλέμμα της Τζόγια πάντα της έφερνε μια παγωνιά στο στομάχι.

Η Αβιέντα είχε δίκιο· αυτή ήταν η διαφορά που είχε προσέξει και η ίδια αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν. Η Αμίκο φαινόταν μικρή, ίσως νεότερη απ' όσο έδειχναν τα χρόνια της, όμως δεν είχε την αγέραστη όψη των Άες Σεντάι που δούλευαν χρόνια με τη Μία Δύναμη. «Έχεις γερό μάτι, Αβιέντα, αλλά δεν ξέρω αν αυτό έχει να κάνει με το σιγάνεμα. Φαντάζομαι, πάντως, ότι αυτός είναι ο λόγος. Δεν ξέρω ποια άλλη αιτία μπορεί να υπάρχει».

Συνειδητοποίησε ότι δεν μιλούσε σαν Άες Σεντάι, οι οποίες συνήθως έκαναν σαν να ήξεραν τα πάντα· όταν μια Άες Σεντάι έλεγε ότι δεν ήξερε, συνήθως κατάφερνε με την άρνησή της να δείχνει ότι έκρυβε ένα θησαυρό γνώσεων. Ενώ σκάλιζε το νου της για να βρει κάτι πομπώδες και ταιριαστό, η Νυνάβε ήρθε να τη σώσει.

«Είναι σχετικά λίγες οι Άες Σεντάι που έχουν πυρποληθεί ποτέ, Αβιέντα, και πολύ λιγότερες αυτές που έχουν σιγανευτεί».

Έλεγαν ότι είχαν «πυρποληθεί» όταν αυτό συνέβαινε από ατύχημα· επισήμως, το σιγάνεμα ήταν αποτέλεσμα δίκης και καταδίκης. Η Εγκουέν δεν καταλάβαινε τι νόημα είχε αυτό· ήταν σαν να έχεις διαφορετική λέξη για να πεις ότι έπεσες από τα σκαλιά, αναλόγως με το αν είχες σκοντάψει ή αν σε είχαν σπρώξει. Κι οι περισσότερες Άες Σεντάι έμοιαζαν να έχουν την ίδια άποψη, με εξαίρεση όταν δίδασκαν μαθητευόμενες ή Αποδεχθείσες. Στην πραγματικότητα, ήταν τρεις λέξεις. Οι άντρες «ειρηνεύονταν» ― έπρεπε να ειρηνευτούν, πριν τρελαθούν. Μόνο που τώρα υπήρχε ο Ραντ και ο Πύργος δεν τολμούσε να τον ειρηνέψει.

Η Νυνάβε είχε πάρει έναν τόνο δασκαλίστικο, προσπαθώντας, το δίχως άλλο, να παίξει το ρόλο της Άες Σεντάι. Η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι η Νυνάβε μιμούνταν τη Σέριαμ όταν δίδασκε στην τάξη, με τα χέρια σφιγμένα στη μέση κι ένα αμυδρό χαμόγελο, σαν να έλεγε ότι όλα ήταν πολύ απλά, αρκεί να έδειχνες ζήλο.

«Το σιγάνεμα δεν είναι κάτι που θα ήθελε κανείς να μελετήσει, όπως αντιλαμβάνεσαι», συνέχισε η Νυνάβε. «Γενικά θεωρείται μη αναστρέψιμο. Αυτό που δίνει σε μια γυναίκα την ικανότητα να διαβιβάζει, από τη στιγμή που αφαιρείται δεν μπορεί να αντικατασταθεί, όπως κι ένα κομμένο χέρι δεν μπορείς με τη Θεραπεία να το κάνεις να υπάρξει ξανά». Τουλάχιστον, ποτέ δεν είχαν κατορθώσει να Θεραπεύσουν το σιγάνεμα. Είχαν γίνει απόπειρες. Αν κι αυτό που έλεγε η Νυνάβε ήταν γενικά σωστό, κάποιες αδελφές του Καφέ Άτζα δεν θα δίσταζαν να μελετήσουν οτιδήποτε, αν τους δινόταν η ευκαιρία, και μερικές Κίτρινες αδελφές, οι καλύτερες Θεραπεύτριες, προσπαθούσαν να μάθουν πώς να Θεραπεύουν οτιδήποτε. Μα δεν υπήρχαν ούτε καν ψίθυροι για γυναίκα σινανεμένη που να είχε Θεραπευτεί. «Αν εξαιρέσουμε αυτό το τελευταίο, αναντίρρητο γεγονός, λίγα είναι γνωστά. Οι γυναίκες που σιγανεύονται σπάνια ζουν πάνω από μερικά χρόνια. Μοιάζει σαν να χάνουν τη θέληση να ζήσουν· σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Όπως είπα, είναι ένα δυσάρεστο θέμα».

Η Αβιέντα ανατρίχιασε ασυναίσθητα. «Απλώς σκέφτηκα μήπως ήταν αυτό», είπε χαμηλόφωνα.

Η Εγκουέν σκεφτόταν το ίδιο. Αποφάσισε να ρωτήσει τη Μουαραίν ― αν την ξανάβλεπε ποτέ χωρίς να είναι μπροστά και η Αβιέντα. Απ' ό,τι φαινόταν, η απάτη όχι μόνο τις βοηθούσε, αλλά και τις δυσκόλευε.

«Ας δούμε αν η Τζόγια έχει να πει την ίδια ιστορία». Δυσκολεύτηκε πάντως να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της, πριν λύσει τις ροές του Λέρα που ήταν υφασμένες γύρω από τη Σκοτεινόφιλη.

Η Τζόγια σίγουρα είχε μουδιάσει ύστερα από τόση ώρα που στεκόταν ακίνητη, όμως γύρισε να τις αντικρίσει με μια κίνηση όλο χάρη. Ο ιδρώτας, που είχε γεμίσει κόμπους το μέτωπό της, δεν μείωνε σε τίποτα την αξιοπρέπεια και την επιβλητικότητά της, ακριβώς όπως και το κακοφτιαγμένο, άθλιο φόρεμά της δεν μείωνε την αίσθηση που έδινε, ότι ήταν εκεί από επιλογή της. Ήταν μια όμορφη γυναίκα, στης οποίας το πρόσωπο, παρά την αγέραστη λάμψη του, υπήρχε κάτι μητρικό, κάτι παρηγορητικό. Τα μαύρα μάτια εκείνου του προσώπου, όμως, έκαναν κι ένα γεράκι να δείχνει καλοσυνάτο. Χαμογέλασε, αλλά εκείνα τα μάτια παρέμειναν ψυχρά. «Το Φως να σας φωτίζει. Είθε το χέρι του Δημιουργού να σας προστατεύει».

«Δεν θέλω ν' ακούω τέτοια πράγματα από το στόμα σου». Η Νυνάβε είχε έναν τόνο ήσυχο και γαλήνιο στη φωνή της, όμως τίναξε την πλεξούδα πάνω από τον ώμο της και άρπαξε την άκρη με τη γροθιά της, όπως έκανε όταν ήταν θυμωμένη ή ταραγμένη. Η Εγκουέν σκέφτηκε ότι μάλλον δεν ήταν ταραγμένη· η Τζόγια δεν φαινόταν να της προκαλεί ανατριχίλα, όπως έκανε στην Εγκουέν.

«Μετανόησα για τα αμαρτήματά μου», είπε γλυκά η Τζόγια. «Ο Δράκοντας Αναγεννήθηκε και κρατά το Καλαντόρ. Οι Προφητείες εκπληρώθηκαν. Ο Σκοτεινός θα αποτύχει. Το βλέπω τώρα. Η μετάνοιά μου είναι πραγματική. Κανείς δεν μπορεί να περπατά στο Σκοτάδι τόσον καιρό, ώστε να μην μπορεί να ξανάρθει στο Φως».

Με κάθε λέξη, το πρόσωπο της Νυνάβε ολοένα και σκοτείνιαζε. Η Εγκουέν ήταν σίγουρη ότι η Νυνάβε τώρα ήταν τόσο εξοργισμένη που μπορούσε να διαβιβάσει, αλλά αν διαβίβαζε, σίγουρα θα το έκανε για να στραγγαλίσει την Τζόγια. Η Εγκουέν, όπως και η Νυνάβε, δεν πίστευε στη μετάνοια της Τζόγια, όμως τα λόγια της ίσως να ήταν πραγματικά. Η Τζόγια ήταν ικανή, και με το παραπάνω, να αποφασίσει ψυχρά και να πάει στην πλευρά που θεωρούσε ότι θα επικρατήσει. Ή μπορεί να ροκάνιζε το χρόνο λέγοντας ψέματα, με την ελπίδα μιας διάσωσης.

Κανονικά θα έπρεπε να είναι ακατόρθωτο για μια Άες Σεντάι να πει ψέματα, ακόμα για και κάποια που είχε χάσει κάθε δικαίωμα να αποκαλεί τον εαυτό της Άες Σεντάι ― τουλάχιστον όχι απροκάλυπτα ψέματα. Αυτό εξασφάλιζε ο πρώτος από τους Τρεις Όρκους, που τον έδιναν με τη Ράβδο των Όρκων στο χέρι. Μα οι όρκοι που έδιναν στον Σκοτεινό μπαίνοντας στο Μαύρο Άτζα, όποιοι κι αν ήταν, φαινόταν να τις αποδεσμεύουν από τους Τρεις Όρκους τους.

Εν πάση περιπτώσει. Η Άμερλιν τις είχε στείλει εδώ για να κυνηγήσουν το Μαύρο Άτζα, να κυνηγήσουν τη Λίαντριν και τις υπόλοιπες δώδεκα, που είχαν διαπράξει φόνους και είχαν φύγει από τον Πύργο. Και τώρα ο μόνος δρόμος που τους έμενε ήταν αυτά που μπορούσαν να τους πουν αυτές οι δύο, ή αυτά που θα ήθελαν να τους πουν.

«Ξαναπές μας την ιστορία σου», την πρόσταξε η Εγκουέν. «Χρησιμοποίησε διαφορετικές λέξεις αυτή τη φορά. Βαρέθηκα να ακούω ιστορίες που έχεις αποστηθίσει». Αν έλεγε ψέματα, ήταν πολύ πιθανό να μπερδευτεί λέγοντας την ιστορία της διαφορετικά. «Μίλα και θα σε ακούσουμε». Αυτό το είπε για να το ακούσει η Νυνάβε· εκείνη ξεφύσησε δυνατά κι ύστερα ένευσε κοφτά.

Η Τζόγια σήκωσε τους ώμους. «Όπως επιθυμείτε. Για να δω. Διαφορετικά λόγια. Ο ψεύτικος Δράκοντας, ο Μάζριμ Τάιμ, που συνελήφθη στη Σαλδαία, μπορεί να διαβιβάζει με απίστευτη δύναμη. Μάλλον είναι ισχυρός σαν τον Ραντ αλ'Θόρ, ή ελάχιστα λιγότερο, αν πιστέψει κανείς τις αναφορές. Πριν τον φέρουν στην Ταρ Βάλον για να τον ειρηνέψουν, η Λίαντριν σκοπεύει να τον απελευθερώσει. Θα αναγορευτεί Αναγεννημένος Δράκοντας, το όνομά που θα του δοθεί θα είναι Ραντ αλ'Θόρ και ύστερα θα τον στείλουν να σπείρει τον όλεθρο. Ο κόσμος ολόκληρος θα έχει να δει καταστροφή σε τέτοια κλίμακα από τον Εκατονταετή Πόλεμο».

«Αυτό είναι αδύνατον», την έκοψε η Νυνάβε. «Το Σχήμα δεν θα δεχτεί έναν Ψεύτικο Δράκοντα τώρα που ο Ραντ έχει αυτοανακηρυχθεί τέτοιος».

Η Εγκουέν αναστέναξε. Το είχαν ξαναπεί, όμως η Νυνάβε πάντα διαφωνούσε μ' αυτό. Η Εγκουέν δεν ήταν σίγουρη αν η Νυνάβε πίστευε πραγματικά ότι ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, ό,τι κι αν έλεγε, παρά τις Προφητείες, το Καλαντόρ και την άλωση της Πέτρας. Η Νυνάβε ήταν μεγαλύτερή του, τον είχε φροντίσει όταν ήταν μικρός, όπως είχε φροντίσει και την Εγκουέν. Ήταν ένας χωρικός από το Πεδίο του Έμοντ και η Νυνάβε ακόμα θεωρούσε ότι το πρώτο καθήκον της ήταν να προστατεύει τους ανθρώπους του Πεδίου του Έμοντ.

«Έτσι σου είπε η Μουαραίν;» ρώτησε η Τζόγια με μια νότα περιφρόνησης. «Η Μουαραίν δεν έμεινε για μεγάλο διάστημα στον Πύργο από τότε που έγινε Άες Σεντάι, ούτε και έχει μείνει με τις άλλες αδελφές της πολύ καιρό κάπου αλλού. Φαντάζομαι ότι θα ξέρει τα πάρε-δώσε της ζωής στο χωριό, ίσως και κάτι από τα πολιτικά των εθνών, όμως προφασίζεται βεβαιότητα για ζητήματα που μαθαίνει κανείς μόνο με μελέτη και συζήτηση με εκείνες που ξέρουν. Πάντως, μπορεί και να έχει δίκιο. Ο Μάζριμ Τάιμ μπορεί να ανακαλύψει ότι είναι αδύνατο να αυτοανακηρυχθεί Αναγεννημένος Δράκοντας. Αν όμως το κάνουν άλλοι γι' αυτόν, έχει σημασία η διαφορά;»

Η Εγκουέν ευχήθηκε να γυρνούσε η Μουαραίν. Αυτή η γυναίκα εδώ δεν θα μιλούσε με τέτοια πεποίθηση, αν η Μουαραίν ήταν εδώ. Η Τζόγια ήξερε πολύ καλά ότι η Εγκουέν και η Νυνάβε ήταν απλώς και μόνο Αποδεχθείσες. Αυτό έπαιζε κάποιο ρόλο.

«Συνέχισε», είπε η Εγκουέν, τραχιά σαν τη Νυνάβε. «Και μην ξεχνάς, διαφορετικά λόγια».

«Φυσικά», απάντησε η Τζόγια σαν να ανταποκρινόταν σε μια αβρή πρόσκληση, όμως τα μάτια της άστραψαν, σαν κομμάτια μαύρου γυαλιού. «Μπορείτε να δείτε το προφανές αποτέλεσμα. Ο Ραντ αλ'Θόρ θα κατηγορηθεί για τις ανομίες του... Ραντ αλ'Θόρ. Ίσως να μη γίνουν πιστευτές ακόμα και οι αποδείξεις ότι δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος. Στο κάτω-κάτω, ποιος ξέρει τι παιχνίδια παίζει ο Αναγεννημένος Δράκοντας; Μπορεί να είναι ικανός να βρίσκεται σε δύο μέρη ταυτοχρόνως. Ακόμα κι αυτοί που πάντα προσέτρεχαν στους ψεύτικους Δράκοντες, ίσως τώρα να διστάσουν μπροστά στις μαζικές σφαγές και τις άλλες φρικαλεότητες για τις οποίες θα κατηγορηθεί. Εκείνοι που δεν θα δειλιάσουν μπροστά σε μια τέτοια αιματοχυσία, θα αναζητήσουν τον Ραντ αλ'Θόρ, που μοιάζει να απολαμβάνει το αίμα. Τα έθνη θα ενωθούν, όπως είχαν κάνει στον Πόλεμο των Αελιτών» —έστειλε ένα απολογητικό χαμόγελο στην Αβιέντα, το οποίο δεν ταίριαζε καθόλου με το βλέμμα της, που δεν είχε ίχνος ελέους― «αλλά σίγουρα πιο γρήγορα αυτή τη φορά. Ακόμα κι ο Αναγεννημένος Δράκοντας δεν θα μπορεί να παλεύει συνεχώς με όλα αυτά. Θα συντριβεί πριν καν αρχίσει η Τελευταία Μάχη, από τους ίδιους που προοριζόταν να σώσει. Θα απελευθερωθεί ο Σκοτεινός, θα ξημερώσει η μέρα του Τάρμον Γκάι'ντον, η Σκιά θα σκεπάσει τη γη και θα αναπλάσει το Σχήμα άπαξ διαπαντός. Αυτό είναι το σχέδιο της Λίαντριν». Δεν υπήρχε ίχνος ικανοποίησης στη φωνή της, ούτε όμως και φρίκη.

Ήταν μια αληθοφανής ιστορία, πιο αληθοφανής από αυτήν της Αμίκο για τις λίγες φράσεις που είχε κρυφακούσει, όμως η Εγκουέν πίστευε την Αμίκο και όχι την Τζόγια. Ίσως επειδή μέσα της αυτό ήθελε. Ήταν πιο εύκολο να αντιμετωπίσει μια αόριστη απειλή στο Τάντσικο, παρά αυτό το πλήρως οργανωμένο σχέδιο για να στραφούν οι πάντες εναντίον του Ραντ. Όχι, σκέφτηκε, η Τζόγια λέει ψέματα. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Εντούτοις, δεν θα ριψοκινδύνευαν να αγνοήσουν ούτε τη μια ιστορία, ούτε την άλλη. Ούτε μπορούσαν, όμως, να ασχοληθούν και με τις δύο, αν ήθελαν να πετύχουν.

Η πόρτα άνοιξε με βρόντο και η Μουαραίν μπήκε μέσα με μεγάλες δρασκελιές, με την Ηλαίην να την ακολουθεί. Η Κόρη-Διάδοχος κοίταζε συνοφρυωμένη το πάτωμα μπροστά από τα πόδια της, χαμένη σε σκοτεινές σκέψεις, όμως η Μουαραίν... Αυτή τη φορά, η γαλήνη της Άες Σεντάι είχε χαθεί· το πρόσωπό της φανέρωνε οργή.

Загрузка...