36 Λαθεμένες Κατευθύνσεις

Οι Αελίτες άφησαν το στρατόπεδό τους νωρίς και είχαν απομακρυνθεί από το Ρουίντιαν, ενώ ο ήλιος, που δεν είχε πάρει ακόμα να ψηλώνει, αναδείκνυε τις κοφτερές σιλουέτες των βουνών. Σχημάτισαν τρεις ομάδες και έκαναν το γύρο του Τσήνταρ, κατεβαίνοντας σε τραχιά ισιώματα, που τα διέκοπταν λόφοι, ψηλοί, μυτεροί βράχοι και μπιούτ[2], με γκρίζα και καφέ χρώματα και όλες τις ενδιάμεσες αποχρώσεις, που μερικά είχαν μακριές, στροβιλιζόμενες, κόκκινες και καφεκίτρινες πινελιές. Αραιά και πού, μια μεγάλη, φυσική αψίδα πρόβαλε στο δρόμο τους καθώς προχωρούσαν βορειοδυτικά, ή παράξενες, πελώριες βραχώδεις φέτες, που ισορροπούσαν με απίστευτο τρόπο στα αιώνια πρόθυρα της πτώσης. Όπου κι αν κοίταζε ο Ραντ, έβλεπε ανώμαλα, κοφτερά βουνά να ορθώνονται στον ορίζοντα. Όλα τα συντρίμμια από το Τσάκισμα του Κόσμου έμοιαζαν να έχουν μαζευτεί εδώ, σ' αυτό το μέρος, που λεγόταν Ερημιά του Άελ. Το σκληρό έδαφος αλλού ήταν από σκασμένο πηλό, με κίτρινα, καφέ ή ανάμικτα χρώματα, αλλού ήταν βραχώδες και γυμνό, και παντού έχασκαν ξεροπόταμοι και λακκούβες. Η βλάστηση ήταν αραιή και χαμηλή, συνήθως βάτες και άφυλλα, αγκαθωτά φυτά· τα λιγοστά λουλουδάκια, λευκά, κόκκινα ή κίτρινα, ξάφνιαζαν στην απομόνωσή τους. Πού και πού, εκτάσεις από σκληρό χορτάρι κάλυπταν το έδαφος και σπανίως υπήρχε κάποιο ραχιτικό δέντρο, που συνήθως είχε αγκάθια. Εντούτοις, σε σύγκριση με το Τσήνταρ και την κοιλάδα του Ρουίντιαν, έμοιαζε με ζούγκλα. Ο αέρας ήταν τόσο καθαρός και η γη τόσο ξερή, που του Ραντ του φαινόταν ότι το βλέμμα του έφτανε μίλια μπροστά.

Ο αέρας, όμως, δεν ήταν λιγότερο στεγνός και η κάψα δεν ήταν λιγότερο αδυσώπητη, καθώς ο ήλιος ήταν μια γροθιά από λιωμένο χρυσάφι στον ασυννέφιαστο ουρανό. Ο Ραντ είχε τυλίξει το σούφα γύρω από το κεφάλι του, για τον ήλιο, και έπινε συχνά από το ασκί στη σέλα του Τζήντ'εν. Το παράξενο ήταν που φαινόταν να νιώθει καλύτερα με το σακάκι· δεν ίδρωνε λιγότερο, αλλά το πουκάμισό του έμενε μουσκεμένο κάτω από το κόκκινο, μάλλινο ύφασμα και τον δρόσιζε κάπως. Ο Ματ, με μια λωρίδα ύφασμα είχε δέσει ένα μεγάλο, άσπρο μαντίλι στο κεφάλι του, σαν παράξενο καπέλο που του κρεμόταν ως το σβέρκο, και όλο σκίαζε τα μάτια από την αντηλιά. Κρατούσε το σπαθοδόρυ με το σημάδι του κορακιού σαν λόγχη, με την άκρη στον αναβολέα.

Την ομάδα την αποτελούσαν περίπου τετρακόσιοι Τζίντο· ο Ραντ και ο Ματ ήταν μπροστά, πλάι στον Ρούαρκ και τον Χάιρν. Οι Αελίτες προχωρούσαν πεζοί, φυσικά, με τις σκηνές και μερικά λάφυρα από το Δάκρυ φορτωμένα σε μουλάρια και άλογα. Μερικές Κόρες των Τζίντο είχαν απλωθεί μπροστά ως ανιχνευτές, τα Σκυλιά της Πέτρας ακολουθούσαν ως οπισθοφυλακή, ενώ στην κεντρική φάλαγγα υπήρχαν άγρυπνα μάτια, έτοιμα δόρατα και τόξα με το βέλος στη χορδή. Θεωρητικά, η Ειρήνη του Ρουίντιαν ίσχυε ώσπου να επιστρέψουν στα φρούριά τους αυτοί που είχαν πάει στο Τσήνταρ, όμως, όπως εξήγησε ο Ρούαρκ στον Ραντ, συνέβαιναν και λάθη, και με το συγνώμη και την εκδίκηση δεν ξανάφερνες τους νεκρούς από τον τάφο. Ο Ρούαρκ έμοιαζε να πιστεύει ότι ένα λάθος αυτή τη φορά ήταν παραπάνω από πιθανό, εν μέρει τουλάχιστον εξαιτίας της ομάδας των Σάιντο.

Οι περιοχές της φατρίας του Σάιντο ήταν πέρα από το Τάαρνταντ του Τζίντο, προς την ίδια κατεύθυνση όπως ερχόσουν από το Τσήνταρ, παράλληλα με τις περιοχές του Τζίντο, από τις οποίες απείχαν μερικές εκατοντάδες πόδια. Σύμφωνα με τον Ρούαρκ, ο Κουλάντιν κανονικά έπρεπε να περιμένει άλλη μια μέρα να επιστρέψει ο αδελφός του. Το γεγονός ότι ο Ραντ είχε δει τον Μουράντιν να βγάζει τα μάτια του δεν άλλαζε τίποτα· ο καθορισμένος χρόνος ήταν δέκα μέρες. Αν έφευγες νωρίτερα, εγκατέλειπες αυτόν που είχε μπει στο Ρουίντιαν. Όμως ο Κουλάντιν είχε βάλει τους Σάιντο να μαζέψουν τις σκηνές τους μόλις είχε δει τους άλλους να φορτώνουν τα ζώα τους. Το Σάιντο τώρα προχωρούσε παραδίπλα, με τους δικούς του ανιχνευτές και οπισθοφυλακή, κι έμοιαζε να αγνοεί το Τζίντο, αλλά η απόσταση που τους χώριζε δεν ξεπερνούσε ποτέ τα τριακόσια βήματα. Ήταν συνηθισμένο να υπάρχουν μάρτυρες από πέντ' έξι από τις μεγαλύτερες φυλές όταν κάποιος ζητούσε τα σημάδια του αρχηγού φατρίας και ο Κουλάντιν είχε διπλάσιους ή και παραπάνω ανθρώπους απ' όσους το Τζίντο. Ο Ραντ υποψιαζόταν ότι η τρίτη ομάδα, που ήταν στη μέση, ανάμεσα στο Σάιντο και στο Τάαρνταντ, ήταν ο λόγος που η απόσταση δεν μειωνόταν ξαφνικά και βίαια.

Οι Σοφές πήγαιναν κι αυτές με τα πόδια, σαν όλους τους άλλους Αελίτες, και μαζί τους κι εκείνοι οι παράξενοι με τις λευκές ρόμπες, που ο Ρούαρκ έλεγε γκαϊ'σάιν, οι οποίοι οδηγούσαν τα φορτωμένα άλογα. Δεν ήταν ακριβώς υπηρέτες, αλλά ο Ραντ δεν είχε καταλάβει την εξήγηση του Ρούαρκ περί τιμής και υποχρέωσης και αιχμαλώτων· ο Χάιρν τον είχε μπερδέψει ακόμα περισσότερο, σαν να προσπαθούσε να εξηγήσει γιατί το νερό ήταν υγρό. Η Μουαραίν, η Εγκουέν και ο Λαν πήγαιναν ιππαστί μαζί με τις Σοφές, ή τουλάχιστον οι δύο γυναίκες ήταν μαζί τους. Ο Πρόμαχος προχωρούσε με το πολεμικό του άτι λίγο παραπέρα, από τη μεριά του Σάιντο, και τους παρακολουθούσε στενά, όπως και το τραχύ τοπίο. Μερικές φορές η Μουαραίν ή η Εγκουέν, ή και οι δύο, κατέβαιναν για να περπατήσουν λιγάκι και μιλούσαν με τις Σοφές. Ο Ραντ θα έδινε και την τελευταία του δεκάρα για να ακούσει τι έλεγαν. Συχνά κοίταζαν προς το μέρος του με κλεφτές ματιές, που νόμιζαν ότι δεν θα τις καταλάβαινε. Για κάποιο λόγο η Εγκουέν είχε κάνει τα μαλλιά της κοτσίδες, στολισμένες με κόκκινες κορδέλες, σαν νύφη. Ο Ραντ δεν ήξερε γιατί το είχε κάνει. Το είχε σχολιάσει πριν φύγουν από το Τσήνταρ —μια νύξη είχε κάνει― και η Εγκουέν τον είχε κατσαδιάσει.

«Η Ηλαίην είναι η γυναίκα που σου πρέπει».

Χαμήλωσε μπερδεμένος το βλέμμα στην Αβιέντα. Τα γαλαζοπράσινα μάτια της είχαν πάλι εκείνο το προκλητικό βλέμμα, και πάλι ανάμικτο με απροκάλυπτη αντιπάθεια. Όταν ο Ραντ είχε ξυπνήσει εκείνο το πρωί, η Αβιέντα τον περίμενε έξω από τη σκηνή του και ως τώρα δεν είχε κάνει βήμα μακριά του. Ήταν φανερό ότι οι Σοφές την είχαν βάλει να κατασκοπεύει και εξίσου φανερό ότι δεν περίμεναν πως θα το καταλάβαινε. Ήταν όμορφη και τον περνούσαν για τόσο ανόητο, ώστε να μην μπορεί να δει τίποτα άλλο πάνω της. Σίγουρα αυτός ήταν ο λόγος που φορούσε φούστα και δεν είχε άλλο όπλο εκτός από ένα μικρό μαχαίρι στη ζώνη της. Οι γυναίκες νόμιζαν ότι οι άντρες ήταν αφελείς. Τώρα που το σκεφτόταν, συνειδητοποίησε ότι κανένας Αελίτης δεν είχε σχολιάσει την αλλαγή των ρούχων της και ακόμα κι ο Ρούαρκ απέφευγε να την κοιτάζει πολύ. Μάλλον ήξεραν τι έκανε εκεί, ή είχαν κάποια ιδέα για το σχέδιο των Σοφών και δεν ήθελαν να μιλήσουν γι' αυτό.

Το Ρουίντιαν. Ο Ραντ ακόμα δεν ήξερε γιατί η Αβιέντα είχε πάει στο Ρουίντιαν· ο Ρούαρκ είχε μουρμουρίσει κάτι για «γυναικείες δουλειές» και ήταν ολοφάνερα απρόθυμος να το συζητήσει μπροστά της. Κι έτσι που η Αβιέντα είχε κολλήσει πάνω στον Ραντ, αυτό σήμαινε ότι δεν θα το συζητούσαν καθόλου. Τώρα, όμως, ο αρχηγός φατρίας είχε στήσει αφτί, όπως και οι Χάιρν και όλοι οι Τζίντο που ήταν εκεί γύρω. Δύσκολα καταλάβαινες τι ένιωθαν οι Αελίτες μερικές φορές, αλλά τώρα έμοιαζαν να το διασκεδάζουν. Ο Ματ σφύριζε μαλακά και το βλέμμα του ταξίδευε επιδεικτικά οπουδήποτε αλλού εκτός από κει που ήταν οι δυο τους. Ακόμα κι έτσι, ήταν η πρώτη φορά που του είχε μιλήσει όλη μέρα.

«Τι εννοείς;» τη ρώτησε.

Τα φαρδιά φουστάνια της δεν την εμπόδιζαν να περπατά πλάι στον Τζήντ'εν. Όχι να περπατά. Να προχωρά καραδοκώντας. Αν ήταν γάτα, θα κουνούσε την ουρά της. «Η Ηλαίην είναι υδρόβια, είναι του είδους σου». Τίναξε το κεφάλι της αγέρωχα. Της έλειπε η κοντή ουρά που είχαν οι Αελίτες πολεμιστές να φυτρώνει από τη βάση του κρανίου. Η διπλωμένη εσάρπα γύρω από τους κροτάφους της σχεδόν σκέπαζε τα μαλλιά της. «Είναι ακριβώς η γυναίκα που σου πρέπει. Δεν είναι όμορφη; Η ράχη της είναι ίσια, τα μέλη της λυγερά και δυνατά, τα χείλη της σαν ζουμερά αγαπόμηλα. Τα μαλλιά της είναι από χυτό χρυσάφι, τα μάτια της γαλάζια ζαφείρια. Το δέρμα της είναι πιο μαλακό κι από το καλύτερο μετάξι, ο κόρφος της καλοκαμωμένος και στρογγυλός. Οι γοφοί της είναι —»

Την έκοψε πανικόβλητος, με τα μάγουλα κατακόκκινα. «Ξέρω ότι είναι ωραία. Τι κάνεις τώρα;»

«Την περιγράφω». Η Αβιέντα τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Την έχεις δει να κάνει μπάνιο; Δεν υπάρχει λόγος να την περιγράψω, αν την έχεις δει —»

«Δεν την έχω δει!» Ευχήθηκε να μην είχε μιλήσει με φωνή σαν να τον καρύδωναν. Ο Ρούαρκ και οι άλλοι είχαν όντως στήσει αφτί και τα πρόσωπά τους ήταν τόσο ανέκφραστα, που σίγουρα μέσα τους γελούσαν. Ο Ματ έκανε γκριμάτσες με τα μάτια, μ' ένα πλατύ, σκανδαλιάρικο χαμόγελο.

Η Αβιέντα απλώς σήκωσε τους ώμους και έστρωσε πάλι την εσάρπα της. «Η Ηλαίην έπρεπε να το έχει φροντίσει. Αλλά την έχω δει και θα κάνω σαν δική της κονταδελφή». Η έμφαση έμοιαζε να εννοεί ότι η δική του κονταδελφή ίσως να έκανε το ίδιο· τα έθιμα των Αελιτών ήταν παράξενα, αλλά αυτό εδώ ήταν εντελώς τρελό! «Οι γοφοί της —»

«Σταμάτα!»

Τον λοξοκοίταξε. «Είναι η γυναίκα που σου πρέπει. Η Ηλαίην έχει αφήσει την καρδιά της στα πόδια σου, σαν γαμήλιο στεφάνι. Νομίζεις ότι υπήρχε κανείς στην Πέτρα του Δακρύου που να μην το ήξερε;»

«Δεν θέλω να μιλήσω για την Ηλαίην», της είπε αυστηρά. Ειδικά αν η Αβιέντα ήταν διατεθειμένη να συνεχίσει όπως πριν. Η σκέψη τον έκανε να κοκκινίσει πάλι. Αυτή τη γυναίκα δεν την ένοιαζε τι έλεγε και ποιος την άκουγε!

«Καλά κάνεις και κοκκινίζεις, που την παραμερίζεις, ενώ εκείνη σου έχει γυμνώσει την καρδιά της». Η φωνή της Αβιέντα ήταν σκληρή και περιφρονητική. «Δύο γράμματα έγραψε, αφήνοντας τα πάντα στο φως, σαν να είχε γδυθεί κάτω από τη στέγη της μητέρας σου. Την παρασέρνεις σε γωνιές για να τη φιλήσεις και μετά την απορρίπτεις. Εννοούσε κάθε λέξη σε εκείνα τα γράμματα, Ραντ αλ'Θόρ! Μου το είπε η Εγκουέν. Εννοούσε κάθε λέξη. Τι σκοπούς έχεις γι' αυτήν, υδρόβιε;»

Ο Ραντ πέρασε το χέρι από τα μαλλιά του και χάλασε το σούφα του. Η Ηλαίην εννοούσε κάθε λέξη; Και στα δύο γράμματα; Αυτό ήταν αδύνατον. Το ένα αντίφασκε το άλλο σχεδόν σε όλα τα σημεία! Ξαφνικά τινάχτηκε. Η Εγκουέν της το είχε πει; Για τα γράμματα της Ηλαίην; Αυτά τα πράγματα οι γυναίκες τα συζητούσαν μεταξύ τους; Κάθονταν να σχεδιάσουν παρέα πώς να μπερδεύουν τους άντρες;

Ένιωσε να του λείπε η Μιν. Η Μιν ποτέ δεν τον έκανε να δείχνει βλάκας. Ε, μια-δυο φορές το πολύ. Και δεν τον είχε προσβάλει ποτέ. Εντάξει, μπορεί να τον είχε πει «βοσκό» μερικές φορές. Αλλά ένιωθε άνετα κοντά της, ένιωθε ζεστασιά κατά έναν παράξενο τρόπο. Ποτέ δεν τον έκανε να νιώθει εντελώς βλάκας, όπως έκαναν η Ηλαίην και η Αβιέντα.

Η σιωπή του έμοιαζε να εκνευρίζει ακόμα περισσότερο την Αελίτισσα, αν ήταν δυνατόν τέτοιο πράγμα. Μουρμουρίζοντας μόνη της, προχωρώντας με μεγάλες δρασκελιές, σαν να ήθελε να τσαλαπατήσει ό,τι έβρισκε μπροστά της, έσιαξε πέντ' έξι φορές την εσάρπα της. Στο τέλος, η γκρίνια της έσβησε. Αντί γι' αυτό, άρχισε να τον κοιτάζει. Σαν όρνιο. Ο Ραντ δεν καταλάβαινε πώς δεν σκόνταφτε να πέσει κάτω με τα μούτρα.

«Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» απαίτησε να μάθει.

«Ακούω, Ραντ αλ'Θόρ, εφόσον επιθυμείς να μείνω σιωπηλή». Του χαμογέλασε με τα δόντια σφιγμένα. «Δεν σου αρέσει που έχεις εμένα να σε ακούω;»

Ο Ραντ κοίταξε τον Ματ πιο πέρα, ο οποίος κούνησε το κεφάλι του. Δεν υπήρχε περίπτωση να καταλάβεις τις γυναίκες. Ο Ραντ προσπάθησε να σκεφτεί τι τον περίμενε, αλλά ήταν δύσκολο με το βλέμμα της γυναίκας πάνω του. Θα ήταν όμορφα τα μάτια της, αν τους έλειπαν το πείσμα, αλλά ευχόταν να κοίταζε τίποτα άλλο.


Ο Ματ, σκιάζοντας τα μάτια από τη λάμψη του ήλιου, πάσχιζε να μην κοιτάξει τον Ραντ και την Αελίτισσα, που προχωρούσε ανάμεσα στα άλογά τους. Δεν καταλάβαινε γιατί την ανεχόταν ο Ραντ. Η Αβιέντα ήταν βεβαίως ομορφούλα —κάτι παραπάνω από ομορφούλα, τώρα που φορούσε σχεδόν πρέποντα ρούχα― αλλά είχε γλώσσα δηλητήριο και νεύρα που μπροστά της η Νυνάβε φάνταζε ντροπαλή. Απλώς χαιρόταν που έπρεπε να την υπομείνει ο Ραντ και όχι ο ίδιος.

Πήρε το μαντίλι από το κεφάλι του, σκούπισε το ιδρωμένο πρόσωπό του και το ξανάδεσε εκεί που ήταν πριν. Η ζέστη και ο συνεχής ήλιος στα μάτια του είχαν αρχίσει να τον καταβάλλουν. Δεν είχε σκιά πουθενά αυτή η γη; Ο ιδρώτας έκανε τις πληγές του να τσούζουν, Το βράδυ είχε αρνηθεί τη Θεραπεία, όταν η Μουαραίν τον είχε ξυπνήσει, αφού είχε καταφέρει επιτέλους να αποκοιμηθεί. Μερικές αμυχές ήταν ένα μικρό τίμημα αν ήθελες να αποφύγεις τη Δύναμη και το βρωμερό τσάι των Σοφών του είχε διώξει τον πονοκέφαλο. Ως ένα βαθμό τέλος πάντων. Για τα άλλα που τον βασάνιζαν, δεν φανταζόταν ότι η Μουαραίν μπορούσε να κάνει κάτι και δεν σκόπευε να της μιλήσει πριν τα κατανοήσει ο ίδιος. Αν τα κατανοούσε. Δεν ήθελε ούτε να τα σκέφτεται.

Η Μουαραίν και οι Σοφές τον παρατηρούσαν. Παρατηρούσαν τον Ραντ για την ακρίβεια, όμως έμοιαζε σχεδόν το ίδιο. Το παράξενο ήταν ότι η Μελαίν, η ηλιόξανθη, είχε ανέβει αδέξια στην Αλντίμπ, πίσω από την Άες Σεντάι, και είχε πιαστεί από τη μέση της Μουαραίν, ενώ μιλούσαν, Ο Ματ νόμιζε ότι οι Αελίτες δεν ίππευαν καθόλου. Ωραία γυναίκα αυτή η Μελαίν, με φλογερά, πράσινα μάτια. Αλλά βέβαια ήξερε να διαβιβάζει. Ένας άντρας θα έμπλεκε με μια τέτοια μόνο αν ήταν βλάκας. Ανακαθίζοντας στη σέλα του, είπε μέσα του άλλη μια φορά ότι γι' αυτόν δεν είχε σημασία τι έκαναν οι Αελίτες.

Πήγα στο Ρουίντιαν. Έκανα αυτό που είπαν εκείνοι οι φιδάνθρωποι να κάνω. Και τι είχε βγάλει απ' αυτή την ιστορία; Τούτο το παλιοδόρυ, ένα ασημένιο περιδέραιο και... Θα μπορούσα να φύγω τώρα. Αν είχα λίγο μυαλό, θα έφευγα.

Μπορούσε να φύγει. Θα μπορούσε να βρει μόνος του δρόμο για να φύγει από την Ερημιά ― πριν πεθάνει από δίψα ή από ηλίαση. Θα το έκανε, αν δεν τον τραβούσε ακόμα ο Ραντ, αν δεν τον κρατούσε. Ο πιο εύκολος τρόπος για να βρει αν ήταν ακόμα έτσι τα πράγματα, θα ήταν αν σηκωνόταν να φύγει. Κοίταξε το ζοφερό τοπίο και έκανε μια γκριμάτσα. Ένας αέρας φύσηξε —ήταν σαν να περνούσε πάνω από το καυτό μάτι της κουζίνας― και μικροί ανεμοστρόβιλοι άπλωσαν χωνιά γεμάτα κίτρινο χώμα στο ραγισμένο έδαφος. Η αχλύ της ζέστης έκανε τα μακρινά βουνά να τρεμουλιάζουν. Ίσως να ήταν μια καλή ιδέα αν έμενε λιγάκι ακόμα.

Μια από τις Κόρες που ανίχνευαν μπροστά γύρισε σιγοτρέχοντας και βρήκε τον Ρούαρκ, μιλώντας του χαμηλόφωνα. Άστραψε ένα χαμόγελο στον Ματ όταν τελείωσε και αυτός έκανε ότι έβγαζε μια κολλιτσίδα από τη χαίτη του Πιπς. Τη θυμόταν μια χαρά, ήταν μια κοκκινομάλλα ονόματι Ντορίντα, περίπου στην ηλικία της Εγκουέν. Μια από εκείνες που τον είχαν πείσει να δοκιμάσει το Φιλί της Κόρης. Ήταν η πρώτη που του είχε επιβάλει ποινή στο παιχνίδι. Όχι ότι δεν ήθελε να αντικρίσει το βλέμμα της, φυσικά και μπορούσε· αλλά ήταν σημαντικό να περιποιείσαι το άλογό σου, όταν είχε κολλιτσίδες και τα παρόμοια.

«Πραματευτές», ανακοίνωσε ο Ρούαρκ, όταν η Ντορίντα ξανάφυγε τρέχοντας μπροστά. «Άμαξες πραματευτών, που κατευθύνονται προς τα εδώ». Δεν φαινόταν ευχαριστημένος.

Ο Ματ, όμως, ξαναβρήκε το κέφι του. Ένας πραματευτής ίσως να ήταν αυτό που χρειαζόταν. Αφού ήξερε πώς να έρθει εδώ, θα ήξερε και πώς να φύγει. Αναρωτήθηκε αν ο Ραντ υποψιαζόταν αυτές τις σκέψεις του· είχε μείνει ανέκφραστος, σαν Αελίτης.

Οι Αελίτες τάχυναν λίγο το βήμα τους —οι άνθρωποι του Κουλάντιν μιμήθηκαν την ομάδα των Τζίντο και των Σοφών δίχως δισταγμό· μάλλον τους είχαν φέρει το ίδιο νέο οι δικοί τους ανιχνευτές― με ένα ρυθμό που ανάγκασε και τα άλογα να ζωηρέψουν αρκετά το βηματισμό τους. Ο ήλιος δεν ενοχλούσε καθόλου τους Αελίτες, ούτε και τους γκαϊ'σάιν με τις λευκές ρόμπες τους. Έμοιαζαν να γλιστρούν απαλά στο τραχύ έδαφος.

Σε κάτι λιγότερο από δύο μίλια είδαν τις άμαξες, δωδεκάμισι τον αριθμό, που σχημάτιζαν μια γραμμή. Όλες έδειχναν την ταλαιπωρία του σκληρού ταξιδιού και είχαν παντού στερεωμένους εφεδρικούς τροχούς. Αν και τις είχε καλύψει ένα στρώμα κίτρινου χώματος, οι πρώτες δύο έμοιαζαν με άσπρα κουτιά πάνω σε ρόδες, ή με σπιτάκια, διαθέτοντας ακόμα και ξύλινα σκαλάκια στο πίσω μέρος, καθώς και μια μεταλλική καμινάδα κουζίνας στη στέγη. Οι τελευταίες τρεις, που τις τραβούσε μια ομάδα είκοσι μουλαριών, έμοιαζαν με πελώρια βαρέλια, λευκά κι αυτά, που σίγουρα ήταν γεμάτα νερό. Οι άλλες, που ήταν ανάμεσα, έμοιαζαν με τις άμαξες των πραματευτών που έρχονταν στους Δύο Ποταμούς, με ψηλούς, ακτινωτούς τροχούς, τσαμπιά από κατσαρολικά και πράγματα σε δίχτυα, που κροτάλιζαν δεμένα ολόγυρα στις ψηλές, στρογγυλές, μουσαμαδένιες σκεπές τους.

Οι οδηγοί τράβηξαν τα γκέμια μόλις είδαν τους Αελίτες και περίμεναν τις τρεις φάλαγγες να πλησιάσουν. Ένας χοντροκαμωμένος άντρας με ανοιχτό γκρίζο σακάκι και σκούρο, πλατύγυρο καπέλο κατέβηκε από το πίσω μέρος της πρώτης άμαξας και στάθηκε κοιτάζοντας, ενώ πού και που έβγαζε το καπέλο για να σκουπίσει το μέτωπό του μ’ ένα μεγάλο, άσπρο μαντίλι. Ο Ματ δεν τον κατηγορούσε που ήταν νευρικός, βλέποντας περίπου χίλιους πεντακόσιους Αελίτες να τον πλησιάζουν. Το παράξενο ήταν η έκφραση των Αελιτών κοντά στον Ματ. Ο Ρούαρκ, που έτρεχε μπροστά από το άλογο του Ραντ, ήταν βλοσυρός καν ο Χάιρν είχε μια έκφραση που μπορούσε να σπάσει βράχια.

«Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Ματ. «Μοιάζεις λες και πας να σκοτώσεις κάποιον». Σίγουρα κάτι τέτοιο θα έδινε ένα τέλος στις ελπίδες του. «Νόμιζα ότι υπάρχουν τριών λογιών άνθρωποι που αφήνετε να έρθουν στην Ερημιά εσείς οι Αελίτες· οι πραματευτές, οι βάρδοι και οι Ταξιδιώτες».

«Οι πραματευτές και οι βάρδοι είναι καλοδεχούμενοι», αποκρίθηκε κοφτά ο Χάιρν. Αν αυτό ήταν καλωσόρισμα, ο Ματ δεν ήθελε να δει τους Αελίτες αφιλόξενους.

«Και οι Ταξιδιώτες;» ρώτησε με περιέργεια. Ο Χάιρν δεν απάντησε. «Οι Μάστορες; Οι Τουάθα'αν;» πρόσθεσε ο Ματ. Το πρόσωπο του αρχηγού φυλής σκλήρυνε ακόμα περισσότερο, πριν στρέψει το βλέμμα στις άμαξες. Η Αβιέντα έριξε στον Ματ μια ματιά, που έλεγε ότι ήταν ηλίθιος.

Ο Ραντ πλησίασε με τον Τζήντ'εν τον Πιπς. «Εγώ στη θέση σου δεν θα μιλούσα στους Αελίτες για τους Μάστορες», είπε χαμηλόφωνα. «Είναι... ευαίσθητο ζήτημα».

«Αφού το λες». Γιατί να είναι ευαίσθητο ζήτημα οι Μάστορες; «Μου φαίνεται ότι παραείναι ευαίσθητοι μ' αυτό τον πραματευτή. Πραματευτής σου λέει! Θυμάμαι ότι στο Πεδίο του Έμοντ έρχονταν έμποροι που είχαν λιγότερες άμαξες».

«Ήρθε στην Ερημιά», χασκογέλασε ο Ραντ. Ο Τζήντ'εν τίναξε το κεφάλι δεξιά-αριστερά κι έκανε μερικά χοροπηδητά βήματα. «Αναρωτιέμαι αν θα φύγει». Το στραβό χαμόγελο του Ραντ δεν καθρεφτιζόταν στα μάτια του. Μερικές φορές ο Ματ ευχόταν να αποφάσιζε επιτέλους ο Ραντ αν ήταν τρελός ή όχι, για να ξεμπερδέψει. Σχεδόν το ευχόταν.

Τριακόσια βήματα πριν από τις άμαξες, ο Ρούαρκ έκανε νόημα να σταματήσουν και ο ίδιος με τον Χάιρν συνέχισαν μόνοι. Τουλάχιστον αυτή ήταν η πρόθεσή του, αλλά ο Ραντ τους ακολούθησε με το σταχτή, πιτσιλωτό άτι του και αναπόφευκτα ήρθε στο κατόπι του η σωματοφυλακή των εκατό Τζίντο. Και η Αβιέντα, φυσικά, από κοντά, λες και ήταν δεμένη στο άλογο του Ραντ. Ο Ματ τους ακολούθησε. Αν ο Ρούαρκ έστελνε πίσω αυτό τον άνθρωπο, δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία να τον ακολουθήσει.

Ο Κουλάντιν βγήκε τρέχοντας από το Σάιντο. Μόνος. Μάλλον σκόπευε να κάνει ό,τι και ο Ρούαρκ με τον Χάιρν, αλλά ο Ματ υποψιάστηκε ότι ήθελε να τονίσει το γεγονός ότι πήγαινε μόνος, εκεί που ο Ραντ χρειαζόταν εκατό φρουρούς. Αρχικά φάνηκε ότι θα ερχόταν και η Μουαραίν, όμως οι Σοφές αντάλλαξαν μερικές κουβέντες μαζί της και έμειναν όλες εκεί που βρίσκονταν. Όμως παρακολουθούσαν. Η Άες Σεντάι ξεπέζεψε και έπαιξε με κάτι μικρό που άστραφτε, ενώ η Εγκουέν και οι Σοφές μαζεύτηκαν γύρω της.

Αν και είχε μουτρώσει, ο μεγαλόσωμος φίλος με το γκρίζο σακάκι από κοντά δεν φαινόταν αναστατωμένος, παρ' όλο που αναπήδησε, όταν ξαφνικά πετάχτηκαν από το έδαφος μερικές Κόρες και περικύκλωσαν τις άμαξες του. Οι αμαξάδες, άνθρωποι με πρόσωπα σκληρά, γεμάτα με ουλές και σπασμένες μύτες, έμοιαζαν έτοιμοι να συρθούν κάτω από τα καθίσματά τους· ήταν άγρια σκυλιά σε σοκάκια της πόλης, τη στιγμή που οι Αελίτες ήταν λύκοι. Ο πραματευτής συνήλθε αμέσως. Δεν ήταν χοντρός για το μέγεθός του· εκείνος ο όγκος ήταν μυς. Σπατάλησε μια παραξενεμένη ματιά στον Ραντ και τον Ματ πάνω στα άλογά τους, όμως αμέσως ξεχώρισε τον Ρούαρκ. Η γαμψή μύτη και τα μαύρα, γερτά μάτια έδιναν μια αρπακτική έκφραση στο τετράγωνο, μελαψό πρόσωπό του, η οποία δεν μαλάκωσε καθόλου όταν χαμογέλασε πλατιά και κατέβασε το πλατύγυρο καπέλο του με μια υπόκλιση. «Είμαι ο Χάντναν Καντίρ», είπε, «πραματευτής. Αναζητώ το Φρούριο της Κρυόπετρας, ευγενικοί μου κύριοι, αλλά εμπορεύομαι με όλους και με όλα. Εχω άφθονα έξοχα —»

Ο Ρούαρκ τον έκοψε σαν παγωμένο μαχαίρι. «Ο δρόμος που πήρες βγάζει μακριά από την Κρυόπετρα και κάθε άλλο φρούριο. Πώς και έφτασες τόσο μακριά από το Δρακότειχος, χωρίς οδηγό;»

«Στ' αλήθεια δεν ξέρω, καλέ μου κύριε». Ο Καντίρ δεν εγκατέλειψε το χαμόγελό του, όμως οι άκρες του στόματός του σφίχτηκαν λιγάκι. «Ταξίδευα χωρίς να κρύβομαι. Είναι η πρώτη μου επίσκεψη τόσο νότια στην Τρίπτυχη Γη. Σκέφτηκα ότι ίσως να μην υπάρχουν οδηγοί εδώ». Ο Κουλάντιν ξεφύσησε δυνατά και στριφογύρισε τεμπέλικα ένα δόρυ του. Ο Καντίρ καμπούριασε τους ώμους, σαν να ένιωθε ήδη το ατσάλι να χώνεται στο στιβαρό κορμί του.

«Πάντα υπάρχουν οδηγοί», είπε ψυχρά ο Ρούαρκ. «Είσαι τυχερός που ήρθες τόσο νότια χωρίς κανέναν. Τυχερός που δεν σκοτώθηκες, ή που δεν περπατάς πίσω, στο Δρακότειχος, γδυμένος». Ο Καντίρ του χάρισε ένα ταραγμένο χαμόγελο και ο αρχηγός φατρίας συνέχισε. «Τυχερός που αντάμωσες εμάς. Αν συνέχιζες ακόμα μια-δυο μέρες, θα έφτανες στο Ρουίντιαν».

Ο πραματευτής άσπρισε. «Άκουσα...» Σταμάτησε και ξεροκατάπιε. «Δεν το ήξερα, ευγενικοί μου κύριοι. Πρέπει να με πιστέψετε, δεν θα έκανα επίτηδες τέτοιο πράγμα. Ούτε καν τυχαία», πρόσθεσε βιαστικά. «Το Φως να φωτίζει τα λόγια μου για να φανεί η αλήθεια, ευγενικοί μου κύριοι. Δεν θα έκανα κάτι τέτοιο!»

«Έτσι πρέπει», του είπε ο Ρούαρκ. «Η τιμωρία θα ήταν αυστηρή. Μπορείς να ταξιδέψεις μαζί μου στην Κρυόπετρα. Για να μη χαθείς ξανά. Η Τρίπτυχη Γη είναι ένα επικίνδυνο μέρος για όσους δεν την ξέρουν».

Ο Κουλάντιν σήκωσε προκλητικά το κεφάλι. «Γιατί όχι μαζί μου;» είπε ξινά. «Οι Σάιντο είναι περισσότεροι εδώ, Ρούαρκ. Κατά το έθιμο, ταξιδεύει μαζί μου».

«Μήπως έγινες αρχηγός φατρίας και δεν το πήρα χαμπάρι;» Ο πυρομάλλης Σάιντο κοκκίνισε, αλλά ο Ρούαρκ δεν έδειξε να απολαμβάνει το θέαμα, απλώς συνέχισε με ήρεμη φωνή. «Ο πραματευτής ψάχνει την Κρυόπετρα. Θα ταξιδέψει μαζί μου. Οι Σάιντο σου μπορούν να εμπορεύονται μαζί του όσο ταξιδεύουμε. Στο Τάαρνταντ δεν έχουμε τόσο ανάγκη από πραματευτές, ώστε να θέλουμε να τους κρατήσουμε για εμάς».

Το πρόσωπο του Κουλάντιν σκοτείνιασε ακόμα πιο πολύ, όμως μετρίασε τον τόνο του, έστω κι αν η προσπάθεια ήταν εμφανής. «Θα στρατοπεδεύσω κοντά στην Κρυόπετρα, Ρούαρκ. Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή αφορά όλους τους Αελίτες, όχι μόνο το Τάαρνταντ. Οι Σάιντο θα πάρουν τη θέση που τους αρμόζει. Και οι Σάιντο, επίσης, θα ακολουθήσουν Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή». Ο Ματ κατάλαβε ότι ο Κουλάντιν δεν είχε δεχτεί ότι εκείνος ήταν ο Ραντ. Ο Ραντ κοίταζε τις άμαξες και δεν φαινόταν να ακούει.

Ο Ρούαρκ έμεινε σιωπηλός για λίγο. «Οι Σάιντο θα είναι ευπρόσδεκτοι καλεσμένοι στη γη του Τάαρνταντ, αν ήρθαν για να ακολουθήσουν Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή». Κι αυτό επίσης ήταν διφορούμενο.

Ο Καντίρ τόση ώρα σκούπιζε το πρόσωπό του και μάλλον έβλεπε τον εαυτό του στη μέση μιας μάχης μεταξύ Αελιτών. Υπογράμμισε την πρόσκληση του Ρούαρκ με ένα βαρύ αναστεναγμό από ανακούφιση. «Σας ευχαριστώ, ευγενικοί κύριοι. Σας ευχαριστώ». Μάλλον τους ευχαριστούσε που δεν τον είχαν σκοτώσει. «Μήπως θα θέλατε να δείτε τι διαθέτουν οι άμαξές μου; Κάτι ξεχωριστό που θα σας άρεσε;»

«Αργότερα», είπε ο Ρούαρκ. «Θα σταματήσουμε απόψε στο Ίμρε Σταντ και τότε θα μπορέσεις να μας δείξεις την πραμάτεια σου». Ο Κουλάντιν ήδη έφευγε με μεγάλα βήματα, έχοντας ακούσει το όνομα Ίμρε Σταντ, ό,τι κι αν ήταν αυτό. Ο Καντίρ έκανε να ξαναβάλει το καπέλο του.

«Ένα καπέλο», είπε ο Ματ πλησιάζοντας τον πραματευτή με τον Πιπς. Αν ήταν να μείνει λίγο ακόμα στην Ερημιά, τουλάχιστον θα γλίτωνε τα μάτια του από τον ήλιο. «Θα σου δώσω ένα χρυσό μάρκο για ένα τέτοιο καπέλο».

«Έγινε!» φώναξε μια γυναίκα με βραχνή, μελωδική φωνή.

Ο Ματ κοίταξε τριγύρω και ξαφνιάστηκε. Η μόνη γυναίκα που φαινόταν εκεί, εκτός από την Αβιέντα και τις Κόρες, ερχόταν από τη δεύτερη άμαξα, όμως δεν της ταίριαζε αυτή η φωνή, που ήταν από τις πιο υπέροχες που είχε ακούσει ποτέ του. Ο Ραντ την κοίταξε με σμιγμένα τα φρύδια και κούνησε το κεφάλι, και δικαίως. Ήταν περίπου τριάντα πόντους κοντύτερη από τον Καντίρ, αλλά ζύγιζε όσο κι αυτός, μπορεί και παραπάνω. Στρώματα λίπους κόντευαν να κλείσουν τα μαύρα μάτια της και έκρυβαν το αν ήταν γερτά ή όχι, όμως η μύτη της ήταν σαν τσεκούρι, πιο μυτερή κι από του πραματευτή. Φορούσε ένα φόρεμα από κρέμ μετάξι, που τεντωνόταν σφιχτό γύρω από τον όγκο της, λευκή, δαντελωτή εσάρπα στο κεφάλι, που τη συγκρατούσαν περίτεχνα, φιλντισένια χτενάκια στα μακριά, σκληρά, μαύρα μαλλιά της, ενώ οι κινήσεις της είχαν μια αταίριαστη ελαφράδα, σχεδόν σαν να ήταν κι αυτή μια από τις Κόρες.

«Καλή προσφορά», είπε με ένα μελωδικό τόνο. «Είμαι η Κάιλι Σαόγκι». Άρπαξε το καπέλο από τον Καντίρ και το έδειξε στον Ματ. «Γερό, καλέ μου κύριε, και σχεδόν καινούριο. Ένα τέτοιο θα χρειαστείς εδώ στην Τρίπτυχη Γη. Εδώ ο άνθρωπος μπορεί να πεθάνει» —τα χοντρά δάχτυλα κροτάλισαν― «τόσο εύκολα». Το ξαφνικό γέλιο της είχε το ίδιο βραχνό χάδι που είχε και η φωνή της. «Ένα χρυσό μάρκο είπες». Όταν αυτός δίστασε, τα μισοθαμμένα μάτια της λαμπύρισαν με το κορακίσιο μαύρο χρώμα τους. «Σπανίως δίνω σ' έναν άντρα δεύτερη φορά την ίδια ευκαιρία».

Ήταν, το λιγότερο, μια παράξενη γυναίκα. Ο Καντίρ δεν διαμαρτυρήθηκε, παρά με μια μικρή γκριμάτσα. Αν η Κάιλι ήταν η συνεργάτισσά του, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για το ποιος έκανε κουμάντο. Κι αν ο Ματ γλίτωνε το κεφάλι του από το λιοπύρι, τότε άξιζε η τιμή. Η άλλη δάγκωσε το Δακρινό μάρκο που της έδωσε, πριν του αφήσει το καπέλο. Έτσι, για αλλαγή, του ταίριαζε. Και παρ' όλο που δεν είχε δροσιά κάτω από το πλατύ γείσο, τουλάχιστον έριχνε μια ευλογημένη σκιά. Έχωσε το μαντίλι στην τσέπη του σακακιού του.

«Κάτι για σας, τους υπόλοιπους;» Η σωματώδης γυναίκα έψαξε με το βλέμμα τους Αελίτες. «Τι χαριτωμένο κορίτσι», μουρμούρισε, κοιτάζοντας την Αβιέντα και γυμνώνοντας τα δόντια με μια έκφραση που θα μπορούσε να είναι χαμόγελο. «Κι εσύ, καλέ μου κύριε;» είπε γλυκά στον Ραντ. Η φωνή που έβγαινε από εκείνο το πρόσωπο ήταν αταίριαστη με το σώμα, ειδικά όταν έπαιρνε αυτό το μελιστάλαχτο τόνο. «Κάτι για να σε προστατεύει σ' αυτή την άγρια χώρα;» Ο Ραντ γύρισε τον Τζήντ'εν για να κοιτάξει τους αμαξάδες και κούνησε το κεφάλι. Με το σούφα γύρω από το πρόσωπό του, έμοιαζε πράγματι με Αελίτη.

«Απόψε, Κάιλι», είπε ο Καντίρ. «Θα αρχίσουμε να πουλάμε απόψε σ' ένα μέρος που λέγεται Ίμρε Σταντ».

«Έτσι, ε;» Στάθηκε κοιτώντας τους Σάιντο και λίγο περισσότερο την ομάδα της Σοφής. Ξαφνικά, γύρισε κι έφυγε προς τη δική της άμαξα. «Τότε γιατί κρατάς αυτούς τους ευγενικούς κυρίους εδώ; Κουνήσου, Καντίρ. Κουνήσου», είπε στον πραματευτή πάνω από τον ώμο της. Ο Ραντ έμεινε να την κοιτάζει, κουνώντας ξανά το κεφάλι.

Πλάι στην άμαξά της ήταν ένας βάρδος. Ο Ματ ανοιγόκλεισε τα μάτια, νομίζοντας ότι τον είχε χτυπήσει η ζέστη, όμως ο άνθρωπος, ένας μελαχρινός μεσήλικας που φορούσε ένα μανδύα γεμάτο μπαλώματα, δεν εξαφανίστηκε. Κοίταζε με ανησυχία τους συγκεντρωμένους, μέχρι που η Κάιλι τον έσπρωξε ν' ανέβει τα σκαλιά της άμαξας πριν απ' αυτήν. Ο Καντίρ κοίταξε τη λευκή άμαξά της πιο ανέκφραστος κι από Αελίτη, πριν πάει στη δική του. Ήταν πράγματι μια παράξενη συντροφιά.

«Είδες το βάρδο;» ρώτησε ο Ματ τον Ραντ, που ένευσε αόριστα, κοιτώντας τη σειρά με τις άμαξες σαν να μην είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ο Ρούαρκ και ο Χάιρν γυρνούσαν στους υπόλοιπους Τζίντο. Οι εκατό που περικύκλωναν τον Ραντ περίμεναν υπομονετικά και κοίταζαν πότε αυτόν και πότε ό,τι άλλο εκεί γύρω μπορούσε να κρύψει έστω κι ένα ποντίκι. Οι αμαξάδες πήραν τα γκέμια, ο Ραντ όμως δεν κουνήθηκε. «Παράξενοι άνθρωποι αυτοί οι πραματευτές, Ραντ. Τι λες; Φαντάζομαι, όμως, ότι πρέπει να είναι παράξενος κανείς για να έρθει στην Ερημιά. Κοίτα εμάς, για παράδειγμα». Η Αβιέντα έκανε μια γκριμάτσα μ' αυτό, ο Ραντ όμως δεν φάνηκε να ακούει. Ο Ματ ήθελε να πει ο Ραντ κάτι. Οτιδήποτε. Η σιωπή τον εκνεύριζε. «Θα φανταζόσουν ποτέ σου ότι είναι τόσο μεγάλη τιμή να συνοδεύσεις έναν πραματευτή, που θα καβγάδιζαν γι' αυτό ο Ρούαρκ και ο Κουλάντιν; Καταλαβαίνεις αυτό το τζι'ε'τόχ;»

«Είσαι ανόητος», μουρμούρισε η Αβιέντα. «Δεν είχε καμία σχέση με το τζι'ε'τόχ. Ο Κουλάντιν προσπαθεί να φερθεί σαν αρχηγός φατρίας. Ο Ρούαρκ δεν μπορεί να το επιτρέψει αυτό, αν ο Κουλάντιν δεν πάει στο Ρουίντιαν. Οι Σάιντο δεν θα δίσταζαν να κλέψουν τα κόκαλα που τρώει ένα σκυλί —θα έκλεβαν και τα κόκαλα και το σκυλί― αλλά ακόμα κι αυτοί δικαιούνται έναν αληθινό αρχηγό. Κι εξαιτίας του Ραντ αλ'Θόρ πρέπει να επιτρέψουμε σε χίλιους απ' αυτούς να στήσουν τις σκηνές τους στη γη μας».

«Τα μάτια του», είπε ο Ραντ, χωρίς να πάρει το βλέμμα από τις άμαξες. «Επικίνδυνος άνθρωπος»

Ο Ματ τον κοίταξε συνοφρυωμένος. «Τίνος τα μάτια; Του Κουλάντιν;»

«Τα μάτια του Καντίρ. Τόσος ιδρώτας, το πρόσωπό του άσπρισε. Όμως τα μάτια του δεν άλλαξαν καθόλου. Πάντα πρέπει να κοιτάς τα μάτια. Δεν είναι αυτό που δείχνει».

«Βέβαια, Ραντ». Ο Ματ σάλεψε στη σέλα του και μισοσήκωσε τα χαλινάρια, σαν να ήθελε να φύγει. Μπορεί τελικά η σιωπή να μην ήταν και τόσο άσχημη. «Πρέπει να κοιτάς τα μάτια».

Ο Ραντ γύρισε το βλέμμα στις κορυφές, στους κοντινότερους μυτερούς βράχους και τα μπιούτ, γυρνώντας από δω κι από κει το κεφάλι. «Ο χρόνος είναι το ρίσκο», μουρμούρισε. «Ο χρόνος στήνει δόκανα. Πρέπει να αποφύγω τα δικά τους, ενώ θα βάζω τα δικά μου».

Ο Ματ δεν διέκρινε τίποτα εκεί πάνω, εκτός από μερικούς σκορπισμένους θάμνους και κανένα κοντοπίθαρο δέντρο πού και πού. Η Αβιέντα κοίταξε συνοφρυωμένη εκεί ψηλά και μετά τον Ραντ, σιάζοντας την εσάρπα της. «Δόκανα;» είπε ο Ματ. Φως μου, ας μου δώσει μια απάντηση που να μην είναι τρελή. «Ποιος βάζει δόκανα;»

Για μια στιγμή ο Ραντ τον κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε την ερώτηση. Οι άμαξες των πραματευτών ξεκινούσαν με συνοδεία τις Κόρες, που ακολουθούσαν στο πλάι, και έστριβαν για να ακολουθήσουν τους Τζίντο, ενώ παραπέρα έκαναν ακριβώς το ίδιο οι Σάιντο. Άλλες Κόρες έτρεξαν μπροστά για να ανιχνεύσουν. Μόνο οι Αελίτες γύρω από τον Ραντ στέκονταν ακίνητοι, αν και οι ομάδα των Σοφών είχε καθυστερήσει κοιτάζοντάς τους· από τις χειρονομίες της Εγκουέν, ο Ματ κατάλαβε ότι ήθελε να έρθει να δει τι γινόταν.

«Δεν μπορείς να το δεις, ή να το νιώσεις», είπε τελικά ο Ραντ. Έσκυψε λιγάκι προς τον Ματ και ψιθύρισε δυνατά, σαν να υποκρινόταν. «Τώρα προχωράμε παρέα με το κακό, Ματ. Να φυλάγεσαι». Είχε πάλι εκείνο το στραβό χαμόγελο, ενώ παρακολουθούσε τις άμαξες να αγκομαχούν.

«Νομίζεις ότι ο Καντίρ είναι από την πλευρά του κακού

«Είναι ένας επικίνδυνος άνθρωπος, Ματ —τα μάτια πάντα το προδίδουν― αλλά ποιος μπορεί να ξέρει; Μα τι λόγο έχω να ανησυχώ, αφού με κοιτάζουν η Μουαραίν και οι Σοφές; Και ας μην ξεχνάμε τη Λανφίαρ. Βρέθηκε ποτέ κανείς κάτω από τόσα άγρυπνα μάτια;» Ο Ραντ ξαφνικά ίσιωσε το κορμί στη σέλα. «Έχει αρχίσει», είπε χαμηλόφωνα. «Ευχήσου να έχω την τύχη σου, Ματ. Έχει αρχίσει και δεν υπάρχει πια γυρισμός, όπου κι αν πέσει η λεπίδα». Ένευσε μόνος του και ξεκίνησε να πλησιάσει τον Ρούαρκ, με την Αβιέντα να τρέχει πλάι του και τους εκατό Τζίντο να ακολουθούν.

Ο Ματ ακολούθησε πρόθυμα. Οπωσδήποτε ήταν καλύτερο από να μείνει εκεί. Ο ήλιος έκαιγε ψηλά, στον καταγάλανο ουρανό. Είχαν πολύ να ταξιδέψουν ακόμα μέχρι να βραδιάσει. Είχε αρχίσει; Είχε αρχίσει στο Ρουίντιαν· ή, ακόμα καλύτερα, στο Πεδίο του Έμοντ, μια Νύχτα του Χειμώνα πριν από ένα χρόνο. «Παρέα με το κακό» και «δεν υπάρχει γυρισμός»; Και η Λανφίαρ; Ο Ραντ προχωρούσε στην κόψη του ξυραφιού πια. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Ο Ματ έπρεπε να ξεφύγει από την Ερημιά πριν να είναι πολύ αργά. Πού και που, περιεργαζόταν τις άμαξες των πραματευτών. Πριν να είναι πολύ αργά. Αν δεν ήταν ήδη πολύ αργά.

Загрузка...