39 Ένα Κύπελλο Κρασί

Όταν η Ηλαίην ανέβηκε στο κατάστρωμα με τα πράγματά της προσεκτικά τακτοποιημένα σ' ένα δέμα, ο ήλιος που βασίλευε μόλις άγγιζε το νερό πέρα από την είσοδο του λιμανιού του Τάντσικο. Οι λιμενεργάτες έδεναν τους χοντρούς κάβους για να ασφαλιστεί ο Κυματοχορευτής στη γεμάτη πλοία προβλήτα, τη μία από τις πολλές που υπήρχαν εδώ, στη δυτικότερη χερσόνησο της πόλης. Κάποιοι ναύτες κατέβαζαν τα τελευταία πανιά. Πέρα από τις μακριές αποβάθρες η πόλη σκαρφάλωνε στους λόφους, αστραφτερά λευκή, με θόλους και πυργίσκους, με γυαλισμένους ανεμοδείκτες που λαμπύριζαν. Περίπου ένα μίλι πιο πέρα, προς το βορρά, διέκρινε ψηλά, στρογγυλά τείχη· αν θυμόταν καλά, ήταν ο Μεγάλος Κύκλος.

Κρέμασε το δέμα στον ίδιο ώμο που είχε και το δερμάτινο δισάκι της και πλησίασε τη Νυνάβε, που στεκόταν πλάι στη σανιδόσκαλα μαζί με την Κόινε και την Τζόριν. Της φαινόταν παράξενο που ξανάβλεπε τις δύο αδελφές ντυμένες πάλι, να φοράνε λαμπερές, μπροκάρ μπλούζες ασορτί με τα φαρδιά παντελόνια τους. Τα δαχτυλίδια, ακόμα και τους κρίκους στη μύτη, τα είχε συνηθίσει και τώρα η χρυσή αλυσιδίτσα που κρεμόταν στα ηλιοψημένα μάγουλά τους δεν την έκανε σχεδόν καθόλου να μορφάζει πια.

Ο Θομ και ο Τζούιλιν Σάνταρ στέκονταν κατά μέρος με τα μπογαλάκια τους κι αυτοί, μοιάζοντας κάπως μουτρωμένοι. Η Νυνάβε είχε δίκιο. Είχαν προσπαθήσει να τις μεταπείσουν, ξεκινώντας από τότε που τους είχε αποκαλυφθεί ο πραγματικός σκοπός του ταξιδιού, ή ένα μέρος του, πριν από δυο μέρες. Κανείς τους δεν έδειχνε να πιστεύει ότι δύο νεαρές γυναίκες ήταν ικανές -ικανές!― να αναζητήσουν το Μαύρο Άτζα. Η Νυνάβε τους είχε απειλήσει ότι θα τους έβαζε σε άλλο πλοίο των Θαλασσινών, το οποίο πήγαινε στην αντίθετη κατεύθυνση, κι αυτό ήταν το τέλος των διαφωνιών τους. Αυτό, συν το γεγονός ότι ο Τόραμ και καμιά δεκαριά ναύτες είχαν μαζευτεί εκεί και ήταν έτοιμοι να τους βάλουν στις βάρκες για να τους πάνε στο άλλο πλοίο. Η Ηλαίην τώρα τους κοίταξε ερωτηματικά. Τα μούτρα σήμαιναν ανταρσία· δεν είχαν τελειώσει οι μπελάδες μ' αυτούς τους δύο.

«Πού θα πας τώρα, Κόινε;» ρωτούσε η Νυνάβε τη στιγμή που έφτανε εκεί η Ηλαίην.

«Στο Νταντόρα και τα Άιλε Τζαφάρ», αποκρίθηκε η Κυρά των Πανιών, «κι από κει στο Καντόριν και τα Άιλε Σομίρα, για να διαδώσω το νέο για τον Κόραμουρ, αν είναι θέλημα Φωτός. Αλλά πρέπει να αφήσω τον Τόραμ να εμπορευτεί εδώ, αλλιώς θα σκάσει».

Ο σύζυγός της τώρα ήταν κάτω, στην αποβάθρα, χωρίς τον παράξενο φακό του με το συρμάτινο σκελετό, με το στήθος γυμνό και τα σκουλαρίκια βγαλμένα, μιλώντας απορροφημένος με άντρες που φορούσαν φαρδιά, λευκά παντελόνια και σακάκια με κεντημένα σπειροειδή σχέδια στους ώμους. Φορούσαν σκούρα, κυλινδρικά καπέλα και διάφανα πέπλα στο πρόσωπο. Τα πέπλα έμοιαζαν γελοία, ειδικά σε άντρες με παχιά μουστάκια.

«Το Φως να δώσει να έχεις καλό ταξίδι», είπε η Νυνάβε παίρνοντας στην πλάτη τα πράγματά της. «Αν πριν σαλπάρετε ανακαλύψουμε ότι υπάρχει κίνδυνος εδώ, θα στείλουμε μήνυμα». Η Κόινε και η αδελφή της έδειχναν εξαιρετικά ήρεμες. Δεν τις πτοούσε το Μαύρο Άτζα· το σημαντικό ήταν ο Κόραμουρ, ο Ραντ.

Η Τζόριν φίλησε τα ακροδάχτυλά της και τα πίεσε στα χείλη της Ηλαίην. «Αν είναι θέλημα Φωτός, θα ξανανταμώσουμε».

«Αν είναι θέλημα Φωτός», αποκρίθηκε η Ηλαίην, ανταποδίδοντας τη χειρονομία. Ένιωθε παράξενα, αλλά ήταν χειρονομία που έδειχνε τιμή και τη χρησιμοποιούσαν μόνο μεταξύ στενών συγγενών ή εραστών. Θα της έλειπε η Θαλασσινή. Είχε μάθει πολλά απ' αυτήν και η Ηλαίην της είχε διδάξει επίσης μερικά. Η Τζόριν τώρα ήξερε να υφαίνει τη Φωτιά πολύ καλύτερα.

Όταν κατέβηκαν τη σανιδόσκαλα, η Νυνάβε άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης. Η Τζόριν είχε ετοιμάσει ένα λαδερό ποτό, που της είχε καταπραΰνει το στομάχι έπειτα από δυο μέρες στη θάλασσα, αλλά συνέχιζε να μισοκλείνει τα μάτια και να σφίγγει το στόμα, μέχρι που φάνηκε το Τάντσικο.

Οι δύο άντρες στάθηκαν αμέσως στο πλευρό τους, δεξιά κι αριστερά τους, χωρίς να αρχίσουν τις διαταγές. Ο Τζούιλιν ξεκίνησε πρώτος με τον μπόγο του στην πλάτη, κρατώντας και με τα δύο χέρια το ανοιχτόχρωμο, λεπτό ραβδί του, ενώ τα μαύρα μάτια του ήταν σε επιφυλακή. Ο Θομ έμεινε οπισθοφυλακή και με κάποιον τρόπο κατάφερνε να φαίνεται επικίνδυνος, παρά τα άσπρα μαλλιά, το χωλό του βάδισμα και το μανδύα βάρδου.

Η Νυνάβε σούφρωσε για μια στιγμή τα χείλη, αλλά δεν είπε τίποτα και η Ηλαίην το βρήκε σοφό. Πριν κάνουν πενήντα βήματα στη μακριά, πέτρινη αποβάθρα, είχε δει ίσο αριθμό αντρών με στενεμένα μάτια και πεινασμένες εκφράσεις να τις περιεργάζονται, ενώ υπήρχαν Ταντσικανοί και άλλοι που κουβαλούσαν κιβώτια, δεμάτια και σακιά στο μόλο. Υποψιαζόταν ότι καθένας από αυτούς θα ήταν πρόθυμος να της κόψει το λαιμό, πιστεύοντας ότι το μεταξωτό φόρεμα θα σήμαινε χρήματα στο πουγκί της. Δεν τη φόβιζαν· ήταν σίγουρη ότι μπορούσε να κάνει καλά δυο-τρεις μαζί. Αλλά η ίδια και η Νυνάβε είχαν τα δαχτυλίδια με το Μεγάλο Ερπετό στους θύλακές τους και άδικα θα ισχυρίζονταν ότι δεν είχαν σχέση με το Λευκό Πύργο, αν διαβίβαζε μπροστά σε εκατό ανθρώπους. Καλύτερα να έδειχναν αγριωποί ο Τζούιλιν και ο Θομ. Δεν θα έλεγε όχι αν είχε άλλους δέκα σαν αυτούς.

Ξαφνικά ακούστηκε ένα μουγκρητό από το κατάστρωμα ενός μικρού πλοίου. «Εσείς! Σίγουρα είστε εσείς!» Ένας παχουλός, στρογγυλοπρόσωπος άντρας με πράσινο, μεταξωτό σακάκι πήδηξε στην αποβάθρα και στάθηκε κοιτώντας την Ηλαίην και τη Νυνάβε χωρίς να δίνει σημασία στον Τζούιλιν, που είχε σηκώσει το ραβδί του. Είχε γένι χωρίς μουστάκι, κάτι που έδειχνε ότι ήταν Ιλιανός, όπως και η προφορά του. Κάτι της θύμιζε.

«Αφέντη Ντόμον;» είπε η Νυνάβε έπειτα από μια στιγμή, τραβώντας απότομα την πλεξούδα της. «Μπέυλ Ντόμον;»

Εκείνος ένευσε. «Μάλιστα. Δεν φανταζόμουν ότι θα σας ξαναδώ στα μάτια μου. Περίμενα... περίμενα όσο μπόρεσα στο Φάλμε, αλλά ήρθε η ώρα που είτε θα σαλπάριζα, είτε θα έβλεπα το πλοίο μου στις φλόγες».

Τώρα η Ηλαίην τον γνώρισε. Είχε συμφωνήσει να τις πάρει από το Φάλμε, όμως η πόλη είχε βυθιστεί στο χάος πριν προλάβουν να φτάσουν στο σκάφος του. Το σακάκι έλεγε ότι οι δουλειές πήγαιναν καλά.

«Χαρά μας που σε ξαναβλέπουμε», είπε ψυχρά η Νυνάβε, «αλλά, μας συγχωρείς, πρέπει να βρούμε δωμάτια στην πόλη».

«Θα είναι δύσκολο. Το Τάντσικο κοντεύει να ξεχειλίσει. Ξέρω, όμως, ένα μέρος που ίσως να περνά ο λόγος μου. Δεν μπορούσα να μείνω παραπάνω στο Φάλμε, αλλά νιώθω ότι σας έχω κάποιο χρέος». Ο Ντόμον κοντοστάθηκε και έσμιξε τα φρύδια με μια ξαφνική έκφραση ανησυχίας. «Τώρα είστε εδώ. Αυτό σημαίνει ότι θα γίνουν τα ίδια με το Φάλμε;»

«Όχι, αφέντη Ντόμον», είπε η Ηλαίην όταν η Νυνάβε δίστασε. «Και βέβαια όχι. Και μετά χαράς θα δεχτούμε τη βοήθειά σου».

Σχεδόν περίμενε κάποια διαμαρτυρία από τη Νυνάβε, όμως εκείνη απλώς ένευσε συλλογισμένα και σύστησε τους άντρες μεταξύ τους. Ο Ντόμον σήκωσε τα φρύδια βλέποντας το μανδύα του Θομ, όμως τα έσμιξε βλέποντας τα Δακρινά ρούχα του Τζούιλιν, ο οποίος του ανταπέδωσε την έκφραση. Εντούτοις, κανείς από τους δύο δεν είπε τίποτα· μάλλον θα μπορούσαν να αφήσουν την έχθρα μεταξύ του Δακρύου και του Ίλιαν έξω από το Τάντσικο. Αν δεν μπορούσαν, θα τους έλεγε δυο σοβαρά λογάκια.

Ο Ντόμον τους είπε αυτά που του είχαν συμβεί μετά το Φάλμε, καθώς τους συνόδευε στην αποβάθρα, και πραγματικά τα είχε πάει καλά. «Δώδεκα καλά παράκτια πλοία, για τα οποία ξέρουν οι εφοριακοί της Πανάρχισσας», γέλασε, «και τέσσερα του ανοιχτού πελάγους, που δεν τα ξέρουν».

Αποκλείεται να είχε αποκτήσει τόσο πολλά με έντιμο τρόπο σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Την άφησε εμβρόντητη ο τρόπος που μιλούσε ανοιχτά σε μια αποβάθρα γεμάτη ανθρώπους.

«Μάλιστα, κάνω λαθρεμπόριο και βγάζω κέρδη που άλλοτε θα έτριβα τα μάτια βλέποντάς τα. Αν χώσεις το ένα δέκατο των δασμών στην τσέπη των τελωνειακών, γυρνάνε τα μάτια αλλού και κλείνουν το στόμα».

Δύο Ταντσικανοί με εκείνα τα πέπλα και τα καπέλα τους προσπέρασαν με τα χέρια σφιγμένα στην πλάτη. Ο καθένας τους είχε ένα βαρύ, μπρούτζινο κλειδί, περασμένο γύρω από το λαιμό με μια βαριά αλυσίδα· έμοιαζε να είναι σύμβολο αξιώματος. Ένευσαν στον Ντόμον με οικειότητα. Ο Θομ φάνηκε να το βρίσκει αστείο, όμως ο Τζούιλιν αγριοκοίταξε τον Ντόμον και τους δύο Ταντσικανούς. Ως κλεφτοκυνηγός, αντιπαθούσε όσους παράβαιναν το νόμο.

«Δεν πιστεύω, όμως, ότι θα κρατήσει πολύ αυτό», είπε ο Ντόμον όταν είχαν περάσει οι Ταντσικανοί. «Τα πράγματα στο Άραντ Ντόμαν είναι χειρότερα από δω και εδώ είναι πολύ άσχημα. Ίσως ο Άρχοντας Δράκοντας να μην Τσάκισε ακόμα τον Κόσμο, αλλά τσάκισε το Άραντ Ντόμαν και το Τάραμπον».

Η Ηλαίην θέλησε να του πει κάτι τσουχτερό, αλλά είχαν φτάσει στο τέλος της αποβάθρας και έμεινε να κοιτάζει σιωπηλή, όσο ο Ντόμον νοίκιαζε χειρήλατες πολυθρόνες, βαστάζους και δώδεκα άντρες με γερά ρόπαλα και σκληρά πρόσωπα. Στην άκρη της αποβάθρας στέκονταν φρουροί με σπαθιά και δόρατα, που έμοιαζαν να προσφέρονται για πρόσληψη, όχι με στρατιώτες. Στην άλλη πλευρά του μεγάλου δρόμου, που περνούσε από τις αποβάθρες, εκατοντάδες ηττημένα, βουλιαγμένα πρόσωπα κοίταζαν τους φρουρούς. Μερικά βλέμματα γυρνούσαν προς τα πλοία, όμως κυρίως ήταν στραμμένα προς τους άντρες, που τους κρατούσαν σε απόσταση από εκείνα τα πλοία. Η Ηλαίην θυμήθηκε τι της είχε πει η Κόινε για τους ανθρώπους που θα χιμούσαν στο πλοίο της, ζητώντας απεγνωσμένα θέση για να φύγουν μακριά από το Τάντσικο, και ανατρίχιασε. Όταν αυτά τα πεινασμένα μάτια κοίταζαν τα πλοία, μέσα τους φαινόταν η φλόγα της ανάγκης. Η Ηλαίην καθόταν αλύγιστη στην πολυθρόνα της, η οποία τρανταζόταν ανάμεσα στα πλήθη που χώριζαν μπροστά στα ρόπαλα, και προσπαθούσε να μην κοιτάζει πουθενά. Δεν ήθελε να βλέπει αυτά τα πρόσωπα. Πού ήταν ο βασιλιάς τους; Γιατί δεν τους νοιαζόταν;

Μια πινακίδα πάνω από την πύλη του πανδοχείου με το λευκό γύψο στους τοίχους, στο οποίο τους πήγε ο Ντόμον, κάτω από το Μεγάλο Κύκλο, έλεγε ότι ήταν η Αυλή των Τριών Δαμάσκηνων. Η μόνη αυλή που έβλεπε η Ηλαίην ήταν η πλακοστρωμένη αυλή με τους ψηλούς τοίχους μπροστά στο πανδοχείο, το οποίο ήταν τετράγωνο, διώροφο, χωρίς παράθυρα στο ισόγειο, ενώ τα παράθυρα στους άλλους ορόφους είχαν σιδερένια κάγκελα με περίτεχνα διακοσμητικά σχέδια. Μέσα, άντρες και γυναίκες συνωστίζονταν στην κοινή αίθουσα, οι περισσότεροι ντυμένοι με Ταντσικάνικα ρούχα, ενώ το βουητό τους σχεδόν έπνιγε το σκοπό που έπαιζε ένα τσίτερ με σφυράκια.

Της Νυνάβε της κόπηκε η ανάσα όταν πρωτοείδε την ιδιοκτήτρια του πανδοχείου, μια όμορφη γυναίκα όχι πολύ μεγαλύτερη από την ίδια, η οποία είχε καστανά μάτια και μελιές κοτσίδες, ενώ το πέπλο της δεν έκρυβε τα σαρκώδη, τριανταφυλλένια χείλη της. Κι η Ηλαίην επίσης τινάχτηκε, αλλά δεν ήταν η Λίαντριν. Η γυναίκα —το όνομά της ήταν Ρέντρα― προφανώς ήξερε καλά τον Ντόμον. Καλωσόρισε χαμογελαστά την Ηλαίην και τη Νυνάβε, χάρηκε όταν είδε ότι ο Θομ ήταν βάρδος και τους έδωσε τα δύο τελευταία δωμάτιά της σε τιμή που, όπως υποψιαζόταν η Ηλαίην, πρέπει να ήταν χαμηλότερη από την κανονική. Η Ηλαίην φρόντισε να πάρουν οι γυναίκες το δωμάτιο που είχε το μεγαλύτερο κρεβάτι· είχε κοιμηθεί κι άλλες φορές στο ίδιο κρεβάτι με τη Νυνάβε, της οποίας οι αγκώνες ήταν ανεξέλεγκτοι στον ύπνο.

Η Ρέντρα τους πρόσφερε επίσης δείπνο σε ένα ιδιωτικό δωμάτιο, το οποίο σερβίριζαν δύο νεαροί με πέπλα. Η Ηλαίην βρήκε μπροστά της μια πιατέλα με ψητό αρνί, ζελέ μήλου με μπαχαρικά και κάποιου είδους μακριά, κιτρινωπά φασόλια, μαγειρεμένα με κουκουνάρια. Δεν της πήγαινε μπουκιά κάτω. Όλα εκείνα τα πεινασμένα πρόσωπα. Ο Ντόμον έφαγε ορεξάτος, με το λαθρεμπόριο του και το χρυσάφι του. Ούτε ο Θομ ή ο Τζούιλιν έδειξαν οποιονδήποτε δισταγμό.

«Ρέντρα», είπε χαμηλόφωνα η Νυνάβε, «υπάρχει κανείς εδώ που να βοηθά τους φτωχούς; Μπορώ να βρω αρκετό χρυσάφι, αν βοηθά καθόλου».

«Μπορείς να κάνεις δωρεά στο συσσίτιο του Μπέυλ», αποκρίθηκε η γυναίκα, χαρίζοντας ένα χαμόγελο στον Ντόμον. «Ο άνθρωπος αποφεύγει τους φόρους, αλλά φορολογείται μόνος του. Για κάθε κορώνα που δίνει για δωροδοκία, δίνει δύο κορώνες για τη σούπα και το ψωμί των φτωχών. Με έπεισε ακόμα και μένα να προσφέρω, που εγώ πληρώνω τους φόρους μου».

«Βγαίνει λιγότερο από τους φόρους», μουρμούρισε ο Ντόμον, καμπουριάζοντας τους ώμους σε μια αμυντική στάση. «Έχω κέρδη με το τσουβάλι. Που να με φάει η μοίρα μου αν χάνω».

«Κάνεις καλά που βοηθάς τους ανθρώπους, αφέντη Ντόμον», είπε η Νυνάβε όταν έφυγαν η Ρέντρα και οι υπηρέτες. Ο Θομ και ο Τζούιλιν σηκώθηκαν για να βεβαιωθούν ότι είχαν όντως φύγει. Με μια χαλαρή υπόκλιση, ο Θομ άφησε τον Τζούιλιν να ανοίξει την πόρτα· ο διάδρομος έξω ήταν άδειος. Η Νυνάβε συνέχισε χωρίς παύση. «Ίσως χρειαστούμε τη βοήθειά σου».

Το μαχαίρι και το πιρούνι του Ιλιανού έμειναν ακίνητα πάνω που έκοβε μια μπουκιά αρνί. «Πώς;» ρώτησε καχύποπτα.

«Δεν ξέρω ακριβώς, αφέντη Ντόμον. Έχεις πλοία. Πρέπει να έχεις άντρες. Ίσως χρειαστούμε αφτιά και μάτια. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είναι στο Τάντσικο κάποιες του Μαύρου Άτζα και αν είναι εδώ, πρέπει να τις βρούμε». Η Νυνάβε έφαγε μια πιρουνιά φασόλια σαν να μην είχε πει τίποτα ασυνήθιστο. Τον τελευταίο καιρό έμοιαζε να λέει σε όλους για το Μαύρο Άτζα.

Ο Ντόμον την κοίταξε με το στόμα ανοιχτό και ύστερα, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει, κοίταξε τον Θομ και τον Τζούιλιν καθώς κάθονταν ξανά. Εκείνοι ένευσαν κι αυτός έσπρωξε στην άκρη το πιάτο του και στήριξε το κεφάλι στα χέρια. Η Νυνάβε ήταν έτοιμη να του την ανάψει, αν έκρινε κανείς από το σφιγμένο στόμα της, αλλά η Ηλαίην δεν θα την κατηγορούσε. Γιατί έπρεπε να ρωτήσει αυτούς για να επιβεβαιώσουν τα λόγια της;

Στο τέλος, ο Ντόμον συνήλθε. «Τα ίδια με τότε. Πάλι το Φάλμε θα έχουμε. Μάλλον είναι ώρα να τα μαζεύω και να φεύγω. Αν πάρω στο Ίλιαν τα πλοία μου, θα είμαι πλούσιος κι εκεί».

«Αμφιβάλω αν θα βρεις φιλόξενο το Ίλιαν», του είπε η Νυνάβε με σταθερή φωνή. «Απ' ό,τι αντιλαμβάνομαι, τώρα κυβερνά ο Σαμαήλ, αν και όχι απροκάλυπτα. Μπορεί να μην απολαύσεις τα πλούτη σου στο ζυγό ενός Αποδιωγμένου». Τα μάτια του Ντόμον παραλίγο να πεταχτούν από το κεφάλι του, όμως η Νυνάβε συνέχισε απτόητη. «Δεν υπάρχουν πια ασφαλή μέρη. Μπορείς να τρέξεις σαν λαγός, αλλά δεν υπάρχει κρυψώνα πουθενά. Δεν είναι καλύτερο να πολεμήσεις σαν άντρας;»

Η Νυνάβε παραήταν σκληρή· πάντα κατέληγε να φοβερίζει τους ανθρώπους. Η Ηλαίην χαμογέλασε και έγειρε για να ακουμπήσει το χέρι του Ντόμον. «Δεν θέλουμε να σε φοβίσουμε, αφέντη Ντόμον, αλλά ίσως πραγματικά να χρειαστούμε τη βοήθειά σου. Ξέρω ότι είσαι γενναίος, αλλιώς δεν θα μας περίμενες τόσο πολύ στο Φάλμε. Θα δείξουμε μεγάλη ευγνωμοσύνη».

«Το κάνετε πολύ ωραία», μουρμούρισε ο Ντόμον. «Η μια με τη βουκέντρα του ζευγολάτη, η άλλη με το μέλι της βασίλισσας. Άντε, καλά, θα βοηθήσω όσο μπορώ. Αλλά δεν υπόσχομαι να μείνω για άλλο ένα Φάλμε».

Ο Θομ και ο Τζούιλιν άρχισαν να τον ρωτούν για το Τάντσικο όσο έτρωγαν, ζητώντας να μάθουν λεπτομέρειες. Ο Τζούιλιν, πάντως, έκανε έμμεσα τις ερωτήσεις του στον Θομ για τις περιοχές όπου σύχναζαν οι ληστές, οι μικροκλέφτες και οι διαρρήκτες, ποια οινοπωλεία προτιμούσαν και ποιοι αγόραζαν τα κλεμμένα αγαθά. Ο κλεφτοκυνηγός ισχυριζόταν ότι αυτοί οι άνθρωποι ήξεραν περισσότερα από τις αρχές για το τι συνέβαινε σε μια πόλη. Δεν ήθελε να μιλά απευθείας στον Ιλιανό και ο Ντόμον ξεφυσούσε κάθε φορά που απαντούσε σε ερώτηση του Δακρινού, την οποία του έθετε ο Θομ. Δεν απαντούσε παρά μόνο όταν την επαναλάμβανε ο Θομ. Οι ερωτήσεις που έκανε ο ίδιος ο Θομ δεν είχαν νόημα, τουλάχιστον όταν τις έκανε ένας βάρδος. Ρωτούσε για τους ευγενείς και τις φατρίες τους, ποιος ήταν σύμμαχος με ποιον και ποιους είχαν εναντίον τους, ποιοι είχαν δηλωμένους σκοπούς, πού κατέληγαν οι πράξεις τους και αν τα αποτελέσματα ήταν διαφορετικά από αυτά που υποτίθεται πως ήθελαν. Δεν ήταν καθόλου οι ερωτήσεις που περίμενε απ' αυτόν, ακόμα και μετά τις συζητήσεις τους στον Κυματοχορευτή. Ήταν πρόθυμος να μιλήσει μαζί της —φαινόταν, μάλιστα, να το απολαμβάνει― αλλά κάθε φορά που η Ηλαίην πίστευε ότι κόντευε να βρει κάτι για το παρελθόν του, πάντα αυτός κατάφερνε να ξεφεύγει και να την απομακρύνει. Ο Ντόμον απάντησε στις ερωτήσεις του Θομ με μεγαλύτερη προθυμία απ' όσο του Τζούιλιν. Αλλά σε κάθε περίπτωση έδειχνε να ξέρει καλά το Τάντσικο, τους άρχοντες, τους αξιωματούχους και το σκοτεινό υπογάστριό του· καθώς μιλούσε, συχνά δεν έμοιαζε να υπάρχει διαφορά μεταξύ αυτών των τριών.

Όταν οι δύο άντρες είχαν ξεζουμίσει το λαθρέμπορο, η Νυνάβε ζήτησε από τη Ρέντρα να φέρει πένα, μελάνι και χαρτί, και έγραψε ένα κατάλογο περιγράφοντας όλες τις Μαύρες αδελφές. Ο Ντόμον τον κοίταξε ανήσυχα, σαν να ήταν οι ίδιες οι γυναίκες εκεί μέσα, αλλά υποσχέθηκε ότι θα έβαζε τους άντρες που είχε στο λιμάνι να έχουν τα μάτια ανοιχτά. Όταν η Νυνάβε του θύμισε ότι έπρεπε να είναι άκρως προσεκτικοί, αυτός γέλασε, όπως θα γελούσε αν του έλεγε να μην τρέχει κρατώντας σπαθί.

Ο Τζούιλιν έφυγε αμέσως μετά τον Ντόμον, στριφογυρνώντας το ανοιχτόχρωμο ραβδί του και λέγοντας ότι η νύχτα ήταν η καλύτερη ώρα για να βρει κλέφτες και ανθρώπους που ζούσαν από τους κλέφτες. Η Νυνάβε δήλωσε ότι θα πήγαινε στο δωμάτιό της -το δωμάτιό της― για να ξαπλώσει λιγάκι. Φαινόταν κάπως ζαλισμένη και ξαφνικά η Ηλαίην κατάλαβε γιατί. Η Νυνάβε είχε συνηθίσει το κούνημα του Κυματοχορευτή· τώρα δυσκολευόταν, που το έδαφος δεν κουνιόταν. Το στομάχι της γυναίκας δεν ήταν ένας ευχάριστος συνταξιδιώτης.

Η Ηλαίην ακολούθησε τον Θομ στην κοινή αίθουσα, όπου αυτός είχε υποσχεθεί στη Ρέντρα ότι θα δώσει παράσταση. Σαν από θαύμα, βρήκε πάγκο σε ένα άδειο τραπέζι και οι ψυχρές ματιές της ήταν αρκετές για να αποτρέψουν τους άντρες να καθίσουν εκεί, οι οποίοι ξαφνικά έδειχναν πολύ πρόθυμοι να το κάνουν. Η Ρέντρα ι ης έφερε ένα ασημένιο κύπελλο με κρασί κι αυτή το άρχισε να το πίνει σιγά-σιγά, ακούγοντας τον Θομ να παίζει την άρπα του και να τραγουδάει άσματα αγάπης, όπως τα «Πρώτο Ρόδο του Καλοκαιριού» και «Ο Άνεμος που Σείει την Ιτιά», καθώς και αστεία τραγούδια, όπως τα «Μόνο μια Μπότα» και «Η Γέρικη Γκρίζα Χήνα». Οι άκροατές τα απολάμβαναν και χτυπούσαν τα τραπέζια επιδοκιμαστικά. Ύστερα από λίγο άρχισε και η Ηλαίην να χτυπά το δικό της. Δεν είχε πιει πάνω από το μισό κρασί της, αλλά ένας όμορφος, νεαρός σερβιτόρος της χαμογέλασε και το ξαναγέμισε. Ήταν παράξενα συναρπαστικό. Όλη της τη ζωή δεν είχε βρεθεί σε κοινή αίθουσα πανδοχείου πάνω από πέντ' έξι φορές και ποτέ για να πιει κρασί και να ψυχαγωγηθεί, σαν απλός άνθρωπος.

Ο Θομ, ανεμίζοντας το μανδύα για να πεταρίζουν τα πολύχρωμα μπαλώματα, είπε ιστορίες —«Η Μάρα και οι Τρεις Ανόητοι Βασιλιάδες» και αρκετά παραμύθια για τον Άνλα, το Σοφό Συμβουλάτορα― και απάγγειλε ένα εκτενές απόσπασμα από το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος, που το αφηγήθηκε έτσι ώστε ήταν σαν είχες τα άλογα να χοροπηδούν και τις τρομπέτες να σε ξεκουφαίνουν μέσα στην κοινή αίθουσα, ενώ οι άντρες και οι γυναίκες πολεμούσαν και αγαπούσαν και πέθαιναν. Βαθιά μέσα στη νύχτα συνέχισε να τραγουδά και να απαγγέλλει, ενώ κοντοστεκόταν μόνο πού και πού για να βρέξει το λαρύγγι του με μια γουλιά κρασί, με τους θαμώνες να κραυγάζουν ενθουσιασμένοι για να πει κι άλλα. Η γυναίκα που έπαιζε το τσίτερ καθόταν σε μια ακρούλα με το όργανο στα γόνατά της και μια ξινή έκφραση στο πρόσωπό της. Ο κόσμος πετούσε αρκετά νομίσματα στον Θομ —είχε επιστρατεύσει ένα αγοράκι για να τα μαζεύει― και ήταν απίθανο να έδιναν τόσα για τη δική της μουσική.

Ο Θομ έμοιαζε να είναι στο στοιχείο του, με την άρπα και τις απαγγελίες ειδικά. Ήταν βάρδος, βέβαια, αλλά έμοιαζε να υπάρχει κάτι παραπάνω. Η Ηλαίην θα έπαιρνε όρκο ότι τον είχε ακούσει κάποια άλλη φορά να απαγγέλλει το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος, αλλά στον Υψηλό Ρυθμό, όχι στον Απλό. Πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Ήταν απλώς ένας γερο-βάρδος.

Στο τέλος, τις μικρές ώρες της νύχτας, ο Θομ υποκλίθηκε, ανεμίζοντας μεγαλοπρεπώς το μανδύα του, και ξεκίνησε για τη σκάλα, ενώ οι πελάτες χτυπούσαν τα τραπέζια. Η Ηλαίην χτυπούσε το δικό της ζωηρά όσο και οι άλλοι.

Σηκώθηκε για να τον ακολουθήσει, γλίστρησε και ξανακάθισε απότομα, κοιτώντας συνοφρυωμένη το ασημένιο κύπελλό της. Ήταν γεμάτο. Σίγουρα είχε πιει λιγάκι. Για κάποιο λόγο ένιωθε ζαλισμένη. Ναι. Εκείνο το γλυκό παλικάρι με τα τρυφερά, καστανά μάτια της είχε ξαναγεμίσει το κύπελλο ― πόσες φορές; Όχι ότι είχε σημασία. Ποτέ δεν έπινε περισσότερο από ένα κύπελλο κρασί. Ποτέ. Έφταιγε που είχε κατέβει από τον Κυματοχορευτή και ήταν πάλι στη στεριά. Αντιδρούσε σαν τη Νυνάβε. Αυτό ήταν όλο.

Σηκώθηκε όρθια με προσοχή —και αρνήθηκε την αβρή προσφορά βοήθειας του γλυκού νεαρού― και κατάφερε να ανεβεί τα σκαλιά, παρά το γεγονός ότι κυμάτιζαν. Δεν σταμάτησε στον πρώτο όροφο, όπου ήταν το δωμάτιο των δύο γυναικών, ανέβηκε στον τρίτο και χτύπησε την πόρτα του Θομ. Εκείνος την άνοιξε αργά, κοιτάζοντας με καχυποψία. Στην αρχή φάνηκε να κρατά μαχαίρι, το οποίο μετά εξαφανίστηκε. Παράξενο. Του άρπαξε τη μια άκρη του μακριού, λευκού μουστακιού.

«Θυμάμαι», του είπε. Η γλώσσα της δεν έμοιαζε να δουλεύει κανονικά· οι λέξεις ακούγονταν... αστείες. «Καθόμουν στο γόνατό σου και σου τράβηξα το μουστάκι» —το τράβηξε σαν επίδειξη κι αυτός μόρφασε― «και η μητέρα μου έγειρε πάνω από τον ώμο σου και γέλασε μαζί μου».

«Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα αν γυρνούσες στο δωμάτιο σου», είπε αυτός, προσπαθώντας να της τραβήξει το χέρι. «Νομίζω ότι σου χρειάζεται ύπνος».

Αυτή αρνήθηκε να το αφήσει. Φάνηκε μάλιστα ότι τον είχε σπρώξει πιο μέσα στο δωμάτιό του. Από το μουστάκι του. «Κι η μητέρα μου, επίσης, καθόταν στο γόνατό σου. Το είδα. Θυμάμαι».

«Ο ύπνος είναι ό,τι το καλύτερο, Ηλαίην. Το πρωί θα νιώθεις καλύτερα». Κατάφερε να της πάρει το χέρι και προσπάθησε να την πάει προς την πόρτα, αλλά αυτή ξεγλίστρησε και πήγε γύρω του. Το κρεβάτι δεν είχε ουρανό. Αν είχε ένα κολωνάκι για να πιαστεί, ίσως το δωμάτιο να σταματούσε να γέρνει δεξιά κι αριστερά.

«Θέλω να μάθω γιατί η μητέρα μου καθόταν στο γόνατό σου». Εκείνος έκανε πίσω και η Ηλαίην κατάλαβε ότι το χέρι της πλησίαζε πάλι το μουστάκι του. «Είσαι βάρδος. Η μητέρα μου ποτέ δεν θα καθόταν στο γόνατο του βάρδου».

«Πήγαινε στο κρεβάτι σου, παιδί μου».

«Δεν είμαι παιδί!» Χτύπησε θυμωμένη το πόδι στο πάτωμα και παραλίγο να πέσει. Το πάτωμα ήταν πιο χαμηλά απ' όσο έδειχνε. «Δεν είμαι παιδί. Πες μου. Τώρα!»

Ο Θομ αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι. Στο τέλος, μίλησε μουδιασμένος. «Δεν ήμουν πάντα βάρδος. Κάποτε ήμουν ραψωδός. Ραψωδός της Αυλής. Και πιο συγκεκριμένα στο Κάεμλυν. Για τη Βασίλισσα Μοργκέις. Ήσουν παιδί. Απλώς θυμάσαι τα πράγματα λάθος, αυτό είναι όλο».

«Ήσουν εραστής της, σωστά;» Ο τρόπος που τα μάτια του ζάρωσαν στιγμιαία ήταν αρκετή απόδειξη. «Ήσουν! Πάντα ήξερα για τον Γκάρεθ Μπράυν. Τουλάχιστον αυτό το είχα καταλάβει. Αλλά πάντα έλπιζα ότι θα τον παντρευόταν. Ο Γκάρεθ Μπράυν, κι εσύ, κι αυτός ο Άρχοντας Γκάεμπριλ, που ο Ματ είπε ότι του έκανε τα γλυκά μάτια, και... Πόσοι άλλοι; Πόσοι; Τι την κάνει διαφορετική από την Μπερελαίν, που ρίχνει στο κρεβάτι της όποιον άντρα της γυαλίσει; Δεν είναι διαφορετική —» Τα μάτια της θόλωσαν και το κεφάλι της άρχισε να κουδουνίζει. Έκανε μερικές στιγμές μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι ο Θομ την είχε χαστουκίσει. Την είχε χαστουκίσει! Ορθώθηκε κι ευχήθηκε να μην ταλαντευόταν. «Πώς τολμάς; Είμαι η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ και δεν θα επιτρέψω —»

«Είσαι ένα κοριτσάκι, που ήπιες ένα ασκί κρασί και σ' έπιασαν τα νεύρα σου», την αποπήρε εκείνος. «Κι αν ακούσω ποτέ να λες τέτοια πράγματα για τη Μοργκέις, είτε μεθυσμένη, είτε νηφάλια, θα σε βάλω στα γόνατά μου και θα σου δείξω εγώ, κι ας διαβιβάζεις! Η Μοργκέις είναι εξαίρετη γυναίκα, καλύτερη δεν θα βρεις!»

«Ναι;» Η φωνή της έτρεμε και κατάλαβε ότι έκλαιγε. «Τότε γιατί; Γιατί —;» Κάπως είχε κρύψει το πρόσωπό της στο σακάκι του κι αυτός της έσιαζε τα μαλλιά.

«Επειδή είναι μοναχικό να είσαι βασίλισσα», της είπε μαλακά. «Επειδή οι περισσότεροι άντρες που ελκύονται από μια βασίλισσα βλέπουν την εξουσία και όχι τη γυναίκα. Εγώ είδα τη γυναίκα κι αυτή το κατάλαβε. Φαντάζομαι ότι ο Μπράυν είδε το ίδιο, όπως κι αυτός ο Γκάεμπριλ. Πρέπει να καταλάβεις, παιδί μου. Όλοι θέλουν κάποιον στη ζωή τους, κάποιον που να τους νοιάζεται, κάποιον που να τον νοιάζονται. Ακόμα και μια βασίλισσα».

«Γιατί έφυγες;» μουρμούρισε στο στήθος του. «Με έκανες να γελάω. Το θυμάμαι. Την έκανες κι εκείνη να γελάει. Και με ανέβαζες στον ώμο σου για να κάνουμε βόλτες».

«Μεγάλη ιστορία». Αναστέναξε με πόνο. «Θα σου την πω μια άλλη φορά. Αν ρωτήσεις. Με λίγη τύχη, το πρωί θα τα έχεις ξεχάσει αυτά. Είναι ώρα να πας για ύπνο, Ηλαίην».

Την πήγε ως την πόρτα και εκείνη βρήκε την ευκαιρία να του ξαναπιάσει το μουστάκι. «Έτσι», του είπε με ικανοποίηση. «Το τραβούσα έτσι ακριβώς».

«Έτσι ήταν. Μπορείς να κατέβεις μόνη σου;»

«Φυσικά και μπορώ». Τον κοίταξε όσο πιο αγέρωχα μπορούσε, αλλά αυτός έμοιαζε πανέτοιμος να την ακολουθήσει στο διάδρομο. Για να του αποδείξει ότι δεν ήταν ανάγκη, περπάτησε —με προσοχήως τη σκάλα. Όταν άρχισε να την κατεβαίνει, αυτός ακόμα την κοίταζε με ανήσυχα.

Ευτυχώς δεν σκόνταψε, παρά μόνο όταν αυτός δεν την έβλεπε πια, όμως προσπέρασε την πόρτα της και αναγκάστηκε να κάνει στροφή. Κάτι είχε εκείνο το ζελέ μήλου― δεν έπρεπε να φάει τόσο πολύ. Η Λίνι πάντα έλεγε... Δεν θυμόταν τι έλεγε η Λίνι, αλλά ήταν κάτι για όταν έτρωγες πολλά γλυκά.

Στο δωμάτιο υπήρχαν δύο αναμμένες λάμπες, μια στο στρογγυλό τραπεζάκι πλάι στο κρεβάτι και η άλλη στην κορνίζα με το λευκό γύψο, πάνω από το τούβλινο τζάκι. Η Νυνάβε ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, πάνω στο κάλυμμα του κρεβατιού, κανονικά ντυμένη. Με τους αγκώνες απλωμένους, όπως πρόσεξε η Ηλαίην.

Είπε το πρώτο που της ήρθε στο μυαλό. «Ο Ραντ σίγουρα με περνά για τρελή. Ο Θομ είναι ραψωδός και, όπως φαίνεται, δεν έχω για μάνα την Μπερελαίν». Η Νυνάβε της έριξε μια παραξενεμένη ματιά. «Για κάποιο λόγο είμαι ζαλισμένη. Ένα φιλικό αγόρι με γλυκά, καστανά μάτια προσφέρθηκε να με βοηθήσει να ανέβω τα σκαλιά».

«Και βέβαια προσφέρθηκε», είπε η Νυνάβε ξεστομίζοντας με έμφαση την κάθε λέξη. Σηκώθηκε και έφερε το ένα χέρι της γύρω από τους ώμους της Εγκουέν. «Έλα από δω μια στιγμή. Νομίζω ότι πρέπει να δεις κάτι». Ήταν ένας κουβάς με νερό, πλάι στο τραπεζάκι με τη λεκάνη για πλύσιμο. «Εδώ. Θα γονατίσουμε και οι δύο για κοιτάξεις».

Η Ηλαίην γονάτισε, αλλά στον κουβά δεν υπήρχε τίποτα, παρά μόνο το καθρέφτισμά της στο νερό. Αναρωτήθηκε γιατί είχε τέτοιο χαμόγελο στο πρόσωπό της. Έπειτα το χέρι της Νυνάβε πήγε στο σβέρκο της Ηλαίην και το κεφάλι της βρέθηκε στο νερό.

Κούνησε τα χέρια, προσπάθησε να σηκωθεί, όμως το χέρι της Νυνάβε ήταν σαν σιδερένιος μοχλός. Κάτω από το νερό έπρεπε να κρατάς την ανάσα σου. Η Ηλαίην το ήξερε. Απλώς δεν θυμόταν πώς να το κάνει. Μπορούσε μόνο να σπαρταρά και να ρουφά νερό και να πνίγεται.

Η Νυνάβε τη σήκωσε, με τα νερά να κυλάνε στο πρόσωπό της, και η Ηλαίην πήρε μια ανάσα για να γεμίσει τα πνευμόνια της. «Εσύ... Πώς τολμάς», είπε με κομμένη την ανάσα. «Είμαι η Κόρη-Διάδοχος του —» Κατάφερε να τσιρίξει μια φορά, πριν το κεφάλι της χωθεί ξανά στο νερό με ένα πλατσούρισμα. Άρπαξε τον κουβά με τα δύο χέρια και τον έσπρωξε, αλλά δεν έγινε τίποτα. Χτύπησε τα πόδια στο πάτωμα, αλλά πάλι δεν έγινε τίποτα. Θα πνιγόταν. Η Νυνάβε θα την έπνιγε.

Ύστερα από ένα διάστημα που της φάνηκε να κρατάει όσο μια Εποχή, βρέθηκε πάλι στον αέρα. Τούφες μαλλιών κολλούσαν στο πρόσωπό της. «Νομίζω», είπε με όσο πιο σταθερή φωνή μπορούσε, «ότι θα τα βγάλω».

Η Νυνάβε μόλις που πρόλαβε να αρπάξει τη μεγάλη, άσπρη λεκάνη από το τραπεζάκι και της κρατούσε το κεφάλι όσο η Ηλαίην έβγαζε ό,τι είχε φάει ποτέ στη ζωή της. Ένα χρόνο μετά —πάντως ήταν ώρες· τόσο πολύ της φαινόταν― η Νυνάβε της καθάρισε το πρόσωπο, της σκούπισε το στόμα και της έπλυνε τα χέρια. Η φωνή της, όμως, δεν ήταν καθόλου στοργική.

«Πώς έκανες τέτοιο πράγμα; Τι σε έπιασε; Από έναν ανόητο άντρα θα το περίμενα να πιει παραπάνω απ' όσο αντέχει, αλλά εσύ! Και μάλιστα απόψε».

«Ήπια μόνο ένα κύπελλο», μουρμούρισε η Ηλαίην. Παρ' όλο που ο νεαρός το ξαναγέμιζε, σίγουρα δεν είχε πιει πάνω από δύο. Σίγουρα όχι.

«Ένα κύπελλο μεγάλο σαν κανάτα». Η Νυνάβε ξεφύσησε και τη βοήθησε να σταθεί όρθια. Για την ακρίβεια, την τράβηξε να σηκωθεί. «Μπορείς να μείνεις ξύπνια; Πάω να κοιτάξω για την Εγκουέν και ακόμα δεν εμπιστεύομαι τον εαυτό μου, ότι θα βγω από τον Τελ'αράν'ριοντ χωρίς κάποιον να με ξυπνήσει».

Η Ηλαίην την κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Έψαχναν για την Εγκουέν, χωρίς επιτυχία, κάθε νύχτα από τότε που είχε εξαφανιστεί τόσο απότομα σε εκείνη τη συνάντηση στην Καρδιά της Πέτρας. «Να μείνω ξυπνητή; Νυνάβε, είναι η δική μου σειρά να ψάξω κι είναι καλύτερα να πάω εγώ. Ξέρεις ότι δεν μπορείς να διαβιβάσεις παρά μόνο όταν είσαι θυμωμένη και...» Συνειδητοποίησε ότι η λάμψη του σαϊντάρ περιέβαλλε την άλλη γυναίκα. Εδώ και αρκετή ώρα, τώρα που το σκεφτόταν. Ένιωθε ότι το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει. Με δυσκολία ένιωθε την Αληθινή Πηγή. «Μάλλον πρέπει να πας. Θα μείνω ξύπνια».

Η Νυνάβε την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια, αλλά στο τέλος ένευσε. Η Ηλαίην προσπάθησε να τη βοηθήσει να ξεντυθεί, όμως τα δάχτυλά της δεν τα κατάφερναν καλά με εκείνα τα μικρούτσικα κουμπιά. Γκρινιάζοντας μέσα από τα δόντια της, η Νυνάβε κατάφερε να τα ανοίξει μόνη της. Φόρεσε τη νυχτικιά της μόνο και έβαλε το συστρεμμένο, πέτρινο δαχτυλίδι στο δερμάτινο κορδόνι που φορούσε στο λαιμό, μαζί με ένα βαρύ, χρυσό ανδρικό δαχτυλίδι. Ήταν το δαχτυλίδι του Λαν· η Νυνάβε πάντα το φορούσε ανάμεσα στα στήθη της.

Η Ηλαίην έφερε ένα κοντό, ξύλινο σκαμνί πλάι στο κρεβάτι, ενώ η Νυνάβε ξάπλωνε ξανά. Ένιωθε νυσταγμένη, αλλά καθισμένη εκεί δεν θα κοιμόταν. Το πρόβλημα θα ήταν να μην πέσει στο πάτωμα. «Θα μετρήσω μια ώρα και θα σε ξυπνήσω».

Η Νυνάβε ένευσε και έκλεισε τα μάτια, κρατώντας σφιχτά τα δύο δαχτυλίδια. Ύστερα από λίγο, η ανάσα της έγινε πιο βαθιά.


Η Καρδιά της Πέτρας ήταν άδεια. Η Νυνάβε, κοιτάζοντας τη σκοτεινιά ανάμεσα στις μεγάλες κολώνες, είχε κάνει ολόκληρο τον κύκλο του Καλαντόρ, που λαμπύριζε καθώς ξεπρόβαλλε από τις πλάκες του πατώματος, πριν συνειδητοποιήσει ότι ακόμα φορούσε τη νυχτικιά της, ενώ το δερμάτινο κορδόνι με τα δύο δαχτυλίδια κρεμόταν ανάμεσα στα στήθη της. Έσμιξε τα φρύδια και ύστερα από μια στιγμή βρέθηκε να φορά ένα καφετί, Δυποταμίτικο φόρεμα από καλό μαλλί και γερά παπούτσια. Η Ηλαίην και η Εγκουέν το έβρισκαν εύκολο αυτό, όμως η ίδια όχι. Είχαν υπάρξει κάτι στιγμές που της έφερναν ντροπή, σε προηγούμενες επισκέψεις στον Τελ'αράν'ριοντ, κυρίως όταν σκεφτόταν αφηρημένα τον Λαν, όμως έπρεπε να συγκεντρωθεί για να αλλάξει τα ρούχα της. Έτσι απλά —μόνο που το είχε θυμηθεί― και το φόρεμά της ήταν μεταξωτό και διάφανο, σαν το πέπλο της Ρέντρα. Η Μπερελαίν θα κοκκίνιζε. Το ίδιο έκανε και η Νυνάβε, όταν σκέφτηκε τον Λαν να τη κοιτάζει να το φορά. Χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να ξαναφέρει το καφετί, μάλλινο φόρεμα.

Το χειρότερο ήταν ότι ο θυμός της είχε εξανεμιστεί —το χαζοκόριτσο· δεν ήξερε τι συμβαίνει όταν πίνεις πολύ κρασί; Δεν είχε βρεθεί ποτέ άλλοτε μόνη σε κάποια κοινή αίθουσα πανδοχείου; Ε, ίσως όχι― και η Αληθινή Πηγή για τη Νυνάβε τώρα ήταν σαν να μην υπήρχε. Ίσως να μην είχε σημασία. Κοίταξε ανήσυχα ολόγυρά της, το δάσος που σχημάτιζαν οι πελώριες κολώνες από κοκκινόπετρα. Τι είχε κάνει την Εγκουέν να φύγει ξαφνικά από δω;

Η Πέτρα ήταν σιωπηλή, κούφια και κενή. Η Νυνάβε άκουγε ακόμα και το αίμα να πάλλεται στα αφτιά της. Όμως ένιωθε μικρά κεντρίσματα στο δέρμα ανάμεσα στις ωμοπλάτες της, σαν κάποιος να την κοίταζε.

«Εγκουέν;» Η φωνή της αντήχησε στη σιωπή ανάμεσα στις κολώνες. «Εγκουέν;» Τίποτα.

Έτριψε τα χέρια στη φούστα της και κατάλαβε ότι κρατούσε ένα ζαρωμένο ραβδί μ' ένα χοντρό ρόζο στην άκρη. Πολύ που θα τη βοηθούσε αυτό. Όμως το έσφιξε στο χέρι. Ένα σπαθί μπορεί να ήταν χρησιμότερο —για μια στιγμή το ραβδί τρεμόπαιξε, μισό σπαθί σχεδόν― αλλά δεν θα ήξερε πώς να το χειριστεί. Γέλασε μόνη της πικρόχολα. Τι στειλιάρι, τι σπαθί, εδώ πέρα και τα δύο ήταν ουσιαστικά άχρηστα. Η μόνη πραγματική άμυνα ήταν η διαβίβαση, η διαβίβαση και το τρέξιμο. Αρα, αυτή τη στιγμή είχε μόνο ένα μέσο άμυνας.

Της ήρθε να τρέξει, νιώθοντας πάλι ότι την κοίταζαν, όμως δεν θα τα παρατούσε τόσο εύκολα. Αλλά τι μπορούσε να κάνει; Η Εγκουέν δεν ήταν εδώ. Ήταν κάπου στην Ερημιά. Στο Ρούαρκ, είχε πει η Ηλαίην. Όπου κι αν ήταν αυτό.

Από το ένα βήμα ως το άλλο, βρέθηκε ξαφνικά σε μια βουνοπλαγιά, με έναν άσπλαχνο ήλιο να υψώνεται πάνω από τραχιά βουνά, πέρα από την κοιλάδα πιο κάτω, ψήνοντας τον ξερό αέρα. Η Ερημιά. Βρισκόταν στην Ερημιά. Για μια στιγμή ο ήλιος την ξάφνιασε, αλλά η Ερημιά ήταν τόσο ανατολικά, που όταν χάραζε εδώ, στο Τάντσικο ήταν ακόμα νύχτα. Στον Τελ'αράν'ριοντ δεν είχε σημασία. Απ' ό,τι είχε καταλάβει, το φως του ήλιου και το σκοτάδι δεν είχαν σχέση με το τι υπήρχε στον πραγματικό κόσμο.

Τη μισή κοιλάδα τη σκέπαζαν μακριές, αχνές σκιές, όμως το παράξενο ήταν μια ομιχλώδης μάζα που τρεμούλιαζε εκεί κάτω και δεν φαινόταν να χάνεται, παρά τον ήλιο που την έδερνε. Μεγάλοι πύργοι υψώνονταν πάνω από την ομίχλη και μερικών η κατασκευή έμοιαζε να μην έχει ολοκληρωθεί. Μια πόλη. Στην Ερημιά;

Μισοκλείνοντας τα μάτια, διέκρινε κάποιον κάτω στην κοιλάδα. Ήταν ένας άντρας, αν και το μόνο που φαινόταν απ' αυτή την απόσταση ήταν ότι φορούσε φαρδύ παντελόνι και φωτεινό γαλάζιο σακάκι. Σίγουρα δεν ήταν Αελίτης. Περπατούσε στην άκρη της ομίχλης, ενώ πού και πού σταματούσε για να την αγγίξει με το χέρι. Δεν ήταν σίγουρη, αλλά της φαινόταν ότι κάθε φορά το χέρι του σταματούσε πριν τη φτάσει. Μπορεί να μην ήταν ομίχλη.

«Πρέπει να φύγεις από δω», είπε βιαστικά μια γυναικεία φωνή. «Αν σε δει αυτός, θα πεθάνεις, ή θα πάθεις κάτι χειρότερο».

Η Νυνάβε πήδηξε από το ξάφνιασμα, γύρισε υψώνοντας το ρόπαλο και παραλίγο να γλιστρήσει στην πλαγιά.

Η γυναίκα που στεκόταν λίγο ψηλότερά της φορούσε ένα κοντό, λευκό σακάκι, πολύ φαρδύ, αχνοκίτρινο παντελόνι και κοντές μπότες. Ο μανδύας της φούσκωνε στον ξερό αέρα. Τα μακριά, χρυσά μαλλιά της, περίτεχνα πλεγμένα κοτσίδες, και το ασημένιο τόξο στα χέρια έκαναν ένα όνομα να ξεπηδήσει στο στόμα της Νυνάβε, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει.

«Μπιργκίττε;» Η Μπιργκίττε, η ηρωίδα εκατό ιστοριών, και το ασημένιο τόξο της, που ποτέ δεν αστοχούσε. Η Μπιργκίττε, μια από τους νεκρούς ήρωες που το Κέρας του Βαλίρ θα καλούσε από τον τάφο για να πολεμήσουν στην Τελευταία Μάχη. «Είναι αδύνατον. Ποια είσαι;»

«Δεν υπάρχει χρόνος. Πρέπει να φύγεις, πριν αυτός σε δει». Με μια επιδέξια κίνηση, τράβηξε ένα χρυσό βέλος από τη φαρέτρα στη μέση της, το έβαλε στη χορδή και την τέντωσε ως το αφτί της. Η ασημένια αιχμή σημάδευε ίσια την καρδιά της Νυνάβε. «Φύγε!»

Η Νυνάβε το έσκασε.

Δεν ήξερε πώς, αλλά βρέθηκε να στέκεται στο Δημόσιο Λιβάδι του Πεδίου του Έμοντ, κοιτώντας το Πανδοχείο της Οινοπηγής με τις καμινάδες και τα κόκκινα κεραμίδια της στέγης. Καλαμοσκεπές κύκλωναν το Δημόσιο, όπου η Οινοπηγή έχυνε το νερό της από ένα βράχο που προεξείχε. Ο ήλιος εδώ ήταν ψηλά στον ουρανό, αν και οι Δύο Ποταμοί ήταν πολύ δυτικότερα από την Ερημιά. Όμως, παρά τον ανέφελο ουρανό, μια βαθιά σκιά σκέπαζε το χωριό.

Μόνο για μια στιγμή πρόφτασε να αναρωτηθεί πώς τα έβγαζαν πέρα χωρίς αυτήν. Το μάτι της έπιασε μια φευγαλέα κίνηση, ένα ασημένιο φέγγος, και είδε μια γυναίκα να εξαφανίζεται πίσω από τη γωνία του περιποιημένου σπιτιού της Άιλυς Κάντγουιν, πέρα από το Νερό της Οινοπηγής. Η Μπιργκίττε.

Η Νυνάβε δεν δίστασε. Έτρεξε σε μια γέφυρα πεζών του στενού, ορμητικού ποταμού. Τα παπούτσια της βροντοχτυπούσαν στις σανίδες της. «Γύρνα πίσω», φώναξε. «Γύρνα πίσω και απάντησέ μου! Ποιος ήταν αυτός; Γύρνα πίσω εδώ, αλλιώς θα σε κάνω εγώ ηρωίδα! Θα φας τόσο ξύλο, που θα νομίζεις ότι ήταν περιπέτεια!»

Όταν έστριψε τη γωνία του σπιτιού της Άιλυς, δεν περίμενε στα σίγουρα ότι θα έβλεπε την Μπιργκίττε. Αυτό που δεν περίμενε καθόλου ήταν τον ψηλό άντρα με το σκούρο σακάκι, που ερχόταν σιγοτρέχοντας προς το μέρος της, εκατό βήματα πιο πέρα, στο σκληρό χωματόδρομο. Η ανάσα σκάλωσε στο λαιμό της. Ο Λαν. Όχι, δεν ήταν, όμως είχε ίδια χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του, ίδια μάτια. Κοντοστάθηκε, ύψωσε το τόξο του και έριξε. Πάνω της. Αυτή, ουρλιάζοντας, ρίχτηκε στο πλάι, πασχίζοντας να ξυπνήσει.


Η Ηλαίην πήδηξε όρθια, αναποδογυρίζοντας πίσω της το σκαμνάκι, όταν η Νυνάβε ούρλιαξε και ανακάθισε στο κρεβάτι με μάτια ορθάνοιχτα.

«Τι έγινε, Νυνάβε; Τι έγινε;»

Η Νυνάβε έτρεμε. «Έμοιαζε με τον Λαν. Έμοιαζε με τον Λαν και δοκίμασε να με σκοτώσει». Άγγιξε με τρεμάμενο χέρι το αριστερό της μπράτσο, όπου ένα ρηχό κόψιμο έβγαζε λίγο αίμα, μερικούς πόντους πιο κάτω από τον ώμο της. «Αν δεν είχα πηδήξει, θα με είχε πετύχει στην καρδιά».

Η Ηλαίην κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και εξέτασε το κόψιμο. «Δεν είναι σοβαρό. Θα το πλύνω και θα το δέσω». Ευχήθηκε να ήξερε να Θεραπεύει· αν προσπαθούσε δίχως να ξέρει, ίσως να έκανε τα πράγματα χειρότερα. Μα επρόκειτο απλώς για μια αμυχή. Άσε που ακόμα ένιωθε το κεφάλι της σαν να ήταν γεμάτο ζελέ. Ζελέ που τρεμούλιαζε. «Δεν ήταν ο Λαν. Ησύχασε. Όποιος κι αν ήταν, δεν ήταν ο Λαν».

«Λες να μην το ξέρω;» είπε δηκτικά η Νυνάβε. Αφηγήθηκε όσα είχαν συμβεί με την ίδια θυμωμένη φωνή. Για τον άντρα που της είχε επιτεθεί στο Πεδίο του Έμοντ και τον άντρα στην Ερημιά· δεν ήξερε αν ήταν ο ίδιος. Σαν να μην έφτανε η Μπιργκίττε, που ήταν κάτι εκπληκτικό από μόνη της.

«Είσαι σίγουρη;» ρώτησε η Ηλαίην. «Η Μπιργκίττε;»

Η Νυνάβε αναστέναξε. «Το μόνο για το οποίο είμαι σίγουρη είναι ότι δεν βρήκα την Εγκουέν. Και δεν ξαναγυρίζω εκεί απόψε». Χτύπησε το μηρό με τη γροθιά της. «Πού είναι; Τι της συνέβη; Αν βρήκε αυτόν με το τόξο... Αχ, Φως μου!»

Η Ηλαίην στάθηκε να το σκεφτεί για λίγο· η νύστα της ήταν αφόρητη και οι σκέψεις της θολές. «Είπε ότι ίσως να μην είναι εκεί, όταν θα έπρεπε να ξανασυναντηθούμε. Μάλλον αυτός είναι ο λόγος που έφυγε τόσο βιαστικά. Όποιος κι αν είναι ο λόγος που δεν μπορεί... Θέλω να πω...» Δεν έβγαινε νόημα, αλλά δεν μπορούσε να το εκφράσει σωστά.

«Ελπίζω», είπε κουρασμένα η Νυνάβε. Κοίταξε την Ηλαίην. «Δεν πλαγιάζεις, λέω εγώ; Σε βλέπω να κουτουλάς», πρόσθεσε.

Η Ηλαίην με ευγνωμοσύνη την άφησε να της βγάλει τα ρούχα. Θυμήθηκε να δέσει το χέρι της Νυνάβε, αλλά το κρεβάτι φαινόταν τόσο φιλόξενο, που δεν μπορούσε να σκεφτεί σχεδόν τίποτα άλλο. Ίσως το πρωί το δωμάτιο να σταματούσε να γυρνά αργά γύρω από το κρεβάτι. Μόλις το κεφάλι της ακούμπησε το μαξιλάρι, την πήρε ο ύπνος.

Το πρωί ευχήθηκε να ήταν νεκρή.

Ο ουρανός μόλις είχε φωτίσει και η κοινή αίθουσα ήταν άδεια, εκτός από την Ηλαίην. Με το κεφάλι στα χέρια, κοίταζε το φλιτζάνι που της είχε βάλει η Νυνάβε στο τραπέζι μπροστά της, πριν πάει να βρει την ιδιοκτήτρια του πανδοχείου. Κάθε φορά που έπαιρνε ανάσα, το μύριζε· η μύτη της προσπαθούσε να στρίψει μόνη της. Ένιωθε το κεφάλι της... Δεν ήταν δυνατό να περιγράψει πώς ένιωθε το κεφάλι της. Αν προσφερόταν κάποιος να της το κόψει, μάλλον θα του έλεγε ευχαριστώ.

«Είσαι καλά;»

Τινάχτηκε ακούγοντας τη φωνή του Θομ και πάσχισε να μην αφήσει ένα κλαψούρισμα. «Είμαι αρκετά καλά, ευχαριστώ πολύ». Όταν μιλούσε, το κεφάλι της καμπάνιζε. Ο Θομ χάιδεψε αβέβαια την άκρη του μουστακιού του. «Οι ιστορίες σου ήταν υπέροχες χθες το βράδυ, Θομ. Απ' όσο θυμάμαι». Κατάφερε να γελάσει αυτοσαρκαστικά. «Φοβάμαι ότι δεν θυμάμαι πολλά από τη βραδιά, μόνο ότι καθόμουν εδώ και άκουγα. Μου φαίνεται ότι έφαγα χαλασμένο ζελέ μήλου». Δεν θα παραδεχόταν ότι είχε πιει τόσο κρασί· ακόμα δεν είχε ιδέα πόσο. Ούτε ότι είχε γελοιοποιηθεί στο δωμάτιό του. Πάνω απ' όλα, όχι αυτό. Εκείνος έδειξε να την πιστεύει, κρίνοντας από την ανακούφιση με την οποία πήρε να καθίσει σε μια καρέκλα.

Ήρθε η Νυνάβε και της έδωσε ένα υγρό πανί όπως καθόταν. Επίσης, της έσπρωξε πιο κοντά το φλιτζάνι με το φρικτό μίγμα. Η Ηλαίην ακούμπησε με ευγνωμοσύνη το πανί στο μέτωπό της.

«Είδατε μήπως τον αφέντη Σάνταρ σήμερα το πρωί;» ρώτησε η Νυνάβε.

«Δεν κοιμήθηκε στο δωμάτιό μας», απάντησε ο Θομ. «Κάτι για το οποίο θα έπρεπε να είμαι ευγνώμων, μιας και το κρεβάτι είναι μικρό».

Λες και τον είχαν καλέσει τα λόγια τους από το πουθενά, ο Τζούιλιν εμφανίστηκε στην εξώπορτα με το πρόσωπο κουρασμένο και το στενό σακάκι του τσαλακωμένο. Είχε μια μελανάδα κάτω από το αριστερό μάτι, ενώ τα κοντά, μαύρα μαλλιά του, που συνήθως ήταν χτενισμένα, τώρα έμοιαζαν πρόχειρα στρωμένα με τα δάχτυλά του· παρ' όλα αυτά, όμως, τους χαμογέλασε ενώ καθόταν μαζί τους. «Από κλέφτες άλλο τίποτα σ' αυτή την πόλη, βράζει ο τόπος, και μιλάνε αν τους κεράσεις ένα ποτό. Μίλησα με δύο άντρες, που ισχυρίζονται ότι είδαν μια γυναίκα με μια λευκή πινελιά στα μαλλιά της, πάνω από το αριστερό αφτί. Νομίζω ότι τον έναν τον πιστεύω».

«Άρα βρίσκονται εδώ», είπε η Ηλαίην, όμως η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι.

«Ίσως. Μπορεί κι άλλες γυναίκες να έχουν μια λευκή πινελιά στα μαλλιά τους».

«Δεν ήξερε να πει πόσων χρόνων ήταν», είπε ο Τζούιλιν, κρύβοντας το χασμουρητό πίσω από την παλάμη του. «Ισχυρίστηκε ότι η γυναίκα δεν είχε καθόλου ηλικία. Αστειεύτηκε ότι μπορεί να ήταν Άες Σεντάι».

«Πολύ γρήγορα πας», του είπε η Νυνάβε με σφιγμένη φωνή. «Δεν θα καταφέρουμε τίποτα αν τραβήξεις την προσοχή τους πάνω μας».

Ο Τζούιλιν κοκκίνισε από θυμό. «Προσέχω. Δεν έχω καμία διάθεση να ξαναπέσω στα χέρια της Λίαντριν. Δεν κάνω ερωτήσεις· μιλάω. Μερικές φορές για γυναίκες που ήξερα. Δύο άντρες κατάπιαν το δόλωμα αυτής της λευκής πινελιάς και κανένας δεν κατάλαβε ότι δεν ήταν αργόσχολες κουβέντες πάνω από ένα κύπελλο φτηνή μπύρα. Απόψε ίσως πιαστεί στα δίχτυα μου άλλος ένας, αλλά αυτή τη φορά θα είναι μια λεπτεπίλεπτη γυναίκα από την Καιρχίν, με πολύ μεγάλα, γαλανά μάτια». Έτσι ήταν η Τεμάιλε Κιντερόντε. «Σιγά-σιγά, θα βρω πιο συγκεκριμένα πού τις έχουν δει και θα μάθω πού βρίσκονται. Θα σας τις βρω».

«Ή θα τις βρω εγώ». Ο τόνος του Θομ έλεγε ότι αυτό το θεωρούσε πιθανότερο. «Αντί για κλέφτες, δεν θα είχαν πάρε-δώσε με ευγενείς και πολιτικούς; Κάποιος άρχοντας σ' αυτή την πόλη θα αρχίσει να κάνει κάτι που δεν συνήθιζε άλλοτε και θα τις πλησιάσω έτσι».

Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν. Η Ηλαίην περίμενε ότι σε λίγο θα έλεγαν να παλέψουν. Άντρες. Πρώτα ο Τζούιλιν και ο Ντόμον, τώρα ο Τζούιλιν και ο Θομ. Μπορεί να κατέληγαν σε γρονθοκοπήματα ο Θομ με τον Ντόμον, για να κλείσει ο κύκλος. Άντρες. Ήταν το μόνο σχόλιο που της περνούσε από το μυαλό.

«Ίσως η Ηλαίην κι εγώ να το πετύχουμε χωρίς εσάς», είπε ξερά η Νυνάβε. «Θα αρχίσουμε να ψάχνουμε εμείς σήμερα». Το βλέμμα της σχεδόν δεν στράφηκε στην Ηλαίην. «Δηλαδή θα αρχίσω εγώ. Η Ηλαίην μάλλον θα χρειαστεί λίγη ανάπαυση για να συνέλθει από... το ταξίδι».

Η Ηλαίην άφησε προσεκτικά το πανί κάτω και έπιασε με τα δύο χέρια το φλιτζάνι μπροστά της. Η γεύση του πηχτού, γκριζοπράσινου υγρού ήταν χειρότερη από τη μυρωδιά. Μ' ένα ρίγος, πίεσε τον εαυτό της να το πιει όλο. Όταν έπεσε στο στομάχι της, για μια στιγμή ένιωσε σαν μανδύας που ανέμιζε σε δυνατό αέρα. «Δύο ζευγάρια μάτια βλέπουν καλύτερα από ένα», είπε στη Νυνάβε και άφησε το άδειο φλιτζάνι στο τραπέζι μ' έναν ξερό κρότο.

«Εκατό ζευγάρια βλέπουν ακόμα καλύτερα», είπε βιαστικά ο Τζούιλιν, «και αν αυτό το Ιλιανό χέλι στείλει στ' αλήθεια τους ανθρώπους του, τόσα θα έχουμε, αν τους υπολογίσεις όλους, καθώς και όσους κάνουν μεγάλες ληστείες ή τους άλλους, που ασχολούνται με μικροκλοπές».

«Αν μπορούν να βρεθούν αυτές οι γυναίκες, τότε θα σου τις βρω ― θα σου τις βρούμε», είπε ο Θομ. «Δεν είναι ανάγκη να ξεμυτίσετε από το πανδοχείο. Αυτή η πόλη είναι επικίνδυνη, είτε είναι εδώ η Λίαντριν, είτε όχι».

«Εκτός αυτού», πρόσθεσε ο Τζούιλιν, «αν είναι εδώ, εσάς τις δύο σας ξέρουν. Ξέρουν τα πρόσωπά σας. Καλύτερα να μείνετε στο πανδοχείο, για να μη φαίνεστε».

Η Ηλαίην τους κοίταξε έκπληκτη. Πριν από μια στιγμή προσπαθούσαν να δουν ποιος είχε το πάνω χέρι και τώρα στέκονταν μονιασμένοι. Η Νυνάβε είχε δίκιο ότι θα τις έβαζαν σε μπελάδες. Ε, λοιπόν, η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ δεν θα κρυβόταν πίσω από τον αφέντη Τζούιλιν Σάνταρ και τον αφέντη Θομ Μέριλιν. Άνοιξε το στόμα για να τους το πει, όμως την πρόφτασε η Νυνάβε.

«Έχετε δίκιο», είπε γαλήνια. Η Ηλαίην την κοίταξε χωρίς να το πιστεύει· ο Θομ και ο Τζούιλιν είχαν πάρει μια έκπληκτη έκφραση και ταυτόχρονα έδειχναν αηδιαστικά ευχαριστημένοι. «Μας ξέρουν», συνέχισε η Νυνάβε. «Αυτό το φρόντισα σήμερα το πρωί, νομίζω. Α, να η κυρά Ρέντρα με το πρωινό μας».

Ο Θομ και ο Τζούιλιν αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές, όμως δεν μπορούσαν να πουν τίποτα, με την πανδοχέα να τους χαμογελά πίσω από το πέπλο της.

«Τι έγινε μ' αυτό που σου ζήτησα;» της είπε η Νυνάβε, καθώς η άλλη έβαζε μπροστά της μια γαβάθα πόριτζ με μέλι.

«Α, ναι. Δεν θα είναι δύσκολο να βρούμε ρούχα που να σας ταιριάζουν. Κι όσο για τα μαλλιά —έχετε τόσο ωραία μαλλιά· τόσο μακριά― δεν θα είναι καθόλου δύσκολο να τα σηκώσουμε ψηλά». Χάιδεψε τις σκουρόχρυσες κοτσίδες της.

Η Ηλαίην χαμογέλασε βλέποντας τα πρόσωπα του Θομ και του Τζούιλιν. Μπορεί να ήταν προετοιμασμένοι για καβγά· δεν είχαν μέσο άμυνας όταν τους αγνοούσαν. Ένιωθε το κεφάλι της κάπως καλύτερα· το απαίσιο μίγμα της Νυνάβε έμοιαζε να κάνει τη δουλειά του. Ενώ η Νυνάβε και η Ρέντρα συζητούσαν τιμές, τρόπους ραψίματος και υφάσματα —η Ρέντρα τα ήθελε να μοιάζουν με το δικό της κολλητό φόρεμα, που σήμερα είχε ένα ανοιχτό πράσινο χρώμα· η Νυνάβε αντιδρούσε, αλλά έμοιαζε να υποχωρεί― η Ηλαίην πήρε μια μπουκιά πόριτζ για να ξεπλύνει τη γεύση από το στόμα της. Αυτό της θύμισε ότι πεινούσε.

Υπήρχε ένα πρόβλημα που δεν το είχε αναφέρει κανείς ακόμα, ένα πρόβλημα το οποίο αγνοούσαν ο Θομ και ο Τζούιλιν. Αν το Μαύρο Άτζα ήταν στο Τάντσικο, τότε ήταν εκεί και αυτό που είχε απειλήσει τον Ραντ. Κάτι που μπορούσε να τον δεσμεύσει με την ίδια του τη Δύναμη. Έπρεπε να το βρουν κι αυτό. Ξαφνικά, η πείνα που μόλις τώρα είχε, εξαφανίστηκε εντελώς.

Загрузка...