38 Κρυμμένα Πρόσωπα

Ο Κήπος των Αργυρών Πνοών δεν ήταν καθόλου κήπος, μα ένα πελώριο οινοπωλείο, τόσο μεγάλο που κανονικά δεν μπορούσε κάποιος να το πει κατάστημα, πάνω σ' ένα λόφο στο κέντρο της Καλπίν, της δυτικότερης από τις τρεις χερσονήσους του Τάντσικο, κάτω από το Μεγάλο Κύκλο. Ένα μέρος του ονόματος προερχόταν από τις αύρες, που έπνεαν μέσα από κιγκλιδώματα και γυαλισμένες, μαρμάρινες κολώνες με πράσινα νερά, αντί για τοίχους, σε όλους του ορόφους εκτός από τον τελευταίο. Σε περίπτωση βροχής, κατέβαιναν χρυσά παραπετάσματα από λαδωμένο μετάξι. Ο λόφος ήταν απόκρημνος σε εκείνο το σημείο και τα τραπέζια πλάι στο κιγκλίδωμα πρόσφεραν πάνω από λευκούς θόλους και πυργίσκους απρόσκοπτη θέα του μεγάλου λιμανιού, που είχε περισσότερα πλοία από ποτέ. Το Τάντσικο χρειάζονταν τα πάντα απεγνωσμένα και μπορούσε κάποιος να βγάλει άφθονο χρυσάφι ― μέχρι τη στιγμή που θα ερχόταν το τέλος, και για την πόλη και για το χρυσάφι.

Με τις επίχρυσες λάμπες και τις οροφές με τα ένθετα μπρούτζινα στολίσματα που άστραφταν, με τους σερβιτόρους και τις σερβιτόρες να έχουν διαλεχτεί για τη χάρη, την ομορφιά και τη διακριτικότητά τους, ο Κήπος των Αργυρών Πνοών ήταν το πιο ακριβό οινοπωλείο στην πόλη, ακόμα και πριν από τις φασαρίες. Τώρα ήταν εξωπραγματικό. Όμως ακόμα έρχονταν όσοι ασχολούνταν με υπέρογκα ποσά, όσοι ασχολούνταν με την εξουσία και την άσκηση επιρροής. Κατά έναν τρόπο, υπήρχαν λιγότερα για να ασχοληθεί κανείς απ' όσο πριν· κατά έναν άλλο, περισσότερα.

Χαμηλά τοιχία περιέβαλλαν κάθε τραπέζι και σχημάτιζαν νησιά σπαρμένα στα χρυσά και τα πράσινα πλακάκια του δαπέδου. Κάθε τοιχίο ήταν διάτρητο με δαντελωτά σκαλίσματα, έτσι ώστε οι τυχόν ωτακουστές να μην περνούν απαρατήρητοι, και ήταν όσο ψηλό χρειαζόταν για να κρύβει από το τυχαίο βλέμμα των περαστικών το ποιος συναντιόταν με ποιον. Ακόμα κι έτσι, οι πελάτες συνήθως ήταν μασκοφόροι, ειδικά τον τελευταίο καιρό, και μερικοί είχαν σωματοφύλακα πλάι στο τραπέζι τους, ο οποίος, αν ο αφέντης του ήταν μυαλωμένος, ήταν κι αυτός μασκοφορεμένος, για να μην αναγνωρίζεται. Και με κομμένη τη γλώσσα, έλεγαν οι φήμες, για τους ακόμα πιο μυαλωμένους. Κανένας σωματοφύλακας δεν φαινόταν οπλισμένος· η ιδιοκτήτρια του Κήπου των Αργυρών Πνοών, μια κομψή γυναίκα απροσδιόριστης ηλικίας, ονόματι Σέλιντριν, δεν επέτρεπε στους πελάτες να φέρουν όπλο από τη στιγμή που άφηναν το δρόμο πίσω τους και έμπαιναν στο οινοπωλείο. Ο κανόνας της δεν παραβιαζόταν, τουλάχιστον όχι απροκάλυπτα.

Από το συνηθισμένο τραπέζι της δίπλα στο κιγκλίδωμα, η Εγκήνιν κοίταζε τα πλοία στο λιμάνι, ειδικά εκείνα που σάλπαραν. Όποτε τα έβλεπε, ήθελε να είναι στο κατάστρωμα, δίνοντας διαταγές. Δεν περίμενε ότι το καθήκον της θα την οδηγούσε εδώ.

Έσιαξε ασυναίσθητα τη βελούδινη μάσκα, που έκρυβε το πάνω μισό του προσώπου της· ένιωθε γελοία φορώντας την, αλλά ήταν αναγκαίο ως ένα βαθμό, για να μην ξεχωρίζει από τους άλλους. Η μάσκα —γαλάζια, για να είναι ασορτί με τη μεταξωτή εσθήτα της με τον ψηλό λαιμό― η εσθήτα και τα μαύρα μαλλιά, που τα είχε αφήσει να μακρύνουν ως τους ώμους, ήταν τα περισσότερα που μπορούσε να αποκαλύψει. Ήταν περιττό να περνά για Ταραμπονέζα —το Τάντσικο ξεχείλιζε από πρόσφυγες, οι περισσότεροι ξένοι, που τους είχαν παρασύρει οι φασαρίες― και ούτως ή άλλως δεν μπορούσε να το κάνει. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν ζώα· δεν είχαν πειθαρχία, δεν είχαν τάξη.

Περίλυπη, έστρεψε το βλέμμα από το λιμάνι στον άνθρωπο που τη συνόδευε στο τραπέζι, ένα στενοπρόσωπο τύπο με ένα άπληστο χαμόγελο νυφίτσας. Ο τριμμένος γιακάς του Φλόραν Γκελμπ δεν είχε θέση στον Κήπο των Αργυρών Πνοών, ενώ ο ίδιος δεν έπαυε να σκουπίζει τα χέρια στο σακάκι του. Πάντα τους συναντούσε εδώ αυτούς τους λιγδερούς ανθρωπάκους, με τους οποίους ήταν αναγκασμένη να έχει δοσοληψίες. Ήταν μια ανταμοιβή γι' αυτούς και ένας τρόπος για να μην μπορούν να αυτοσυγκεντρωθούν.

«Τι μου έφερες, αφέντη Γκελμπ;»

Αυτός, σκουπίζοντας ξανά τα χέρια του, ακούμπησε μια κακοραμμένη τσάντα από γιούτα στο τραπέζι και την κοίταξε με αγωνία. Αυτή κατέβασε την τσάντα δίπλα της, πριν την ανοίξει. Μέσα υπήρχε ένα επάργυρο, μεταλλικό α'ντάμ, ένα περιλαίμιο και ένα βραχιόλι ενωμένα με λουρί, πολύπλοκα δουλεμένο και συναρμολογημένο. Έκλεισε την τσάντα και την ακούμπησε στο πάτωμα. Αυτό ήταν το τρίτο που ανακτούσε ο Γκελμπ, περισσότερα από κάθε άλλον.

«Πολύ ωραία, αφέντη Γκελμπ». Ένα μικρό πουγκί διέσχισε το τραπέζι, ακολουθώντας αντίστροφη πορεία· ο Γκελμπ το εξαφάνισε στο σακάκι του, σαν να είχε το στέμμα της Αυτοκράτειρας αντί για μια χούφτα ασήμι. «Έχεις τίποτα άλλο;»

«Αυτές οι γυναίκες. Που θέλεις να βρω;» Είχε συνηθίσει τη γοργή ομιλία του λαού του, όμως ευχόταν να μην έγλειφε τα χείλη του μ' αυτό τον τρόπο. Δεν δυσκολευόταν να τον καταλάβει, αλλά ήταν αντιαισθητικό.

Παραλίγο να του πει ότι δεν την ένοιαζε πια. Αλλά αυτός ήταν ένας από τους λόγος που βρισκόταν στο Τάντσικο· ίσως τώρα να ήταν ο μοναδικός λόγος. «Τι έγινε μ' αυτές;» Η σκέψη και μόνο ότι θα απέφευγε το καθήκον της, την έκανε να μιλήσει πιο τραχιά απ'

όσο σκόπευε και ο Γκελμπ ζάρωσε.

«Νομίζω... νομίζω ότι βρήκα άλλη μια».

«Είσαι σίγουρος; Έχουν γίνει και... λάθη».

Και πάλι ευγενικά το έλεγε. Οι περίπου δώδεκα γυναίκες, που έμοιαζαν αμυδρά με τις περιγραφές, ήταν μια ενόχληση που μπόρεσε να αγνοήσει, αφού πρώτα τις είδε. Αλλά ήταν κι εκείνη η αριστοκράτισσα, μια πρόσφυγας από κτήματα που είχαν πυρποληθεί στον πόλεμο. Ο Γκελμπ την είχε απαγάγει από το δρόμο, πιστεύοντας ότι θα κέρδιζε περισσότερα αν της την παρέδιδε, παρά αν της έλεγε πού να τη βρει. Το ελαφρυντικό στην περίπτωσή του ήταν ότι η γυναίκα πράγματι έμοιαζε πολύ με μια από τις γυναίκες που αναζητούσε η Εγκήνιν, αλλά του είχε πει ότι οι γυναίκες δεν μιλούσαν με προφορά που να αναγνωρίζει και σίγουρα δεν θα είχαν Ταραμπονέζικη προφορά. Η Εγκήνιν δεν ήθελε να σκοτώσει εκείνη τη γυναίκα, αλλά κάποιος στο Τάντσικο μπορεί να έδινε βάση στην ιστορία της. Η Λάιλγουιν είχε απομακρυνθεί δεμένη και φιμωμένη με ένα από τα πλοία των αγγελιοφόρων, μέσα στη νύχτα· ήταν νεαρή και όμορφη, και κάποιος θα έβρισκε καλύτερη μοίρα γι' αυτήν από το να της κόψει το λαιμό. Αλλά η Εγκήνιν δεν ήταν στο Τάντσικο για να βρει υπηρετριούλες για το Αίμα.

«Όχι λάθη, κυρά Ελιντάρ», βιάστηκε να πει ο άλλος, αστράφτοντάς της ένα χαμόγελο. «Αυτή τη φορά όχι. Αλλά... θέλω λίγο χρυσάφι. Για να είμαι σίγουρος. Για να πλησιάσω. Τέσσερις-πέντε κορώνες;»

«Πληρώνω για αποτελέσματα», του είπε σταθερά η Εγκήνιν. «Ύστερα από τα... λάθη σου, είσαι τυχερός που σε πληρώνω».

Ο Γκελμπ έγλειψε τα χείλη νευρικά. «Είπες... Τότε, στην αρχή, είπες ότι είχες μερικά νομίσματα για εκείνους που μπορούν να κάνουν ειδικές δουλειές». Ένας μυς στο μάγουλό του άρχισε να συσπάται· τα μάτια του πήγαιναν πέρα-δώθε, σαν να τους άκουγε κάποιος από τον τοίχο με τα δαντελωτά σκαλίσματα, που κύκλωνε από τρεις μεριές το τραπέζι, και η φωνή του χαμήλωσε κι έγινε ένας τραχύς ψίθυρος. «Να ξεσηκώσει αναταραχή, ας πούμε; Άκουσα φήμες —από έναν που είναι προσωπικός υπηρέτης του Άρχοντα Μπρυς― για τη Συνέλευση και την εκλογή καινούριας Πανάρχισσας. Μου φαίνεται ότι είναι αλήθεια. Ο άνθρωπος ήταν πιωμένος και όταν κατάλαβε τι είχε πει, παραλίγο να τα κάνει πάνω του. Ακόμα κι αν δεν είναι έτσι, το Τάντσικο θα μπορούσε να χωριστεί στα δύο».

«Στ' αλήθεια πιστεύεις ότι χρειάζεται κάποιος να προκαλέσει φασαρίες σ' αυτή την πόλη;» Το Τάντσικο ήταν ένα σαπισμένο καμπανόφρουτο, έτοιμο να πέσει με τον πρώτο αέρα. Όλη αυτή η ελεεινή χώρα ήταν έτσι. Για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να αγοράσει τη «φήμη» του. Έπαιζε το ρόλο κάποιας που εμπορευόταν ό,τι αγαθά και πληροφορίες έβρισκε, και μάλιστα είχε πουλήσει μερικά. Αλλά την έπιανε αναγούλα όταν είχε δοσοληψίες με τον Γκελμπ. Και επίσης τη φόβιζαν οι αμφιβολίες της. «Τελειώσαμε, αφέντη Γκελμπ. Ξέρεις πώς να επικοινωνήσεις μαζί μου, αν βρεις κι άλλο». Άγγιξε την τραχιά τσάντα.

Αυτός, αντί να σηκωθεί, κάθισε προσπαθώντας να δει μέσα από τη μάσκα της. «Από πού είσαι, κυρά Ελιντάρ; Έτσι που μιλάς, μασημένα και μαλακά —συμπάθα με· δεν ήθελα να σε προσβάλω― δεν ξέρω να πω».

«Τελειώσαμε, Γκελμπ». Μπορεί να ήταν η φωνή καπετάνιου, μπορεί η μάσκα να μην είχε κρύψει το παγερό βλέμμα της, αλλά ο Γκελμπ πετάχτηκε όρθιος, ψελλίζοντας συγνώμες και κάνοντας υποκλίσεις, ενώ άνοιγε την πόρτα του δαντελωτού τοίχου.

Αυτή έμεινε, ενώ εκείνος έφευγε, για να του δώσει χρόνο να βγει από τον Κήπο των Αργυρών Πνοών. Κάποιος θα τον ακολουθούσε έξω, για να βεβαιωθεί ότι δεν θα περίμενε να την ακολουθήσει κρυφά. Ένιωθε αηδία έτσι που κρυβόταν και πηγαινοερχόταν λάθρα· σχεδόν ευχόταν να της κατέστρεφε κάτι την κάλυψη, να της πρόσφερε μια τίμια μάχη πρόσωπο με πρόσωπο.

Ένα καινούριο πλοίο ερχόταν στο λιμάνι από κάτω, ένα τρεχαντήρι των Θαλασσινών με πανύψηλα κατάρτια και πανιά σαν σύννεφα. Είχε εξετάσει ένα αιχμαλωτισμένο τρεχαντήρι, αλλά θα έδινε σχεδόν τα πάντα για να κυβερνήσει ένα, αν και πίστευε ότι θα χρειαζόταν πλήρωμα από Θαλασσινούς για να αποδώσει το σκάφος. Οι Άθα’αν Μιέρε ήταν πεισματάρηδες στο θέμα των όρκων· δεν ήταν ίδιο πράγμα αν έπρεπε να αγοράσει ένα πλήρωμα. Να αγοράσει ένα πλήρωμα! Η ποσότητα του χρυσού που ερχόταν με τα πλοία των αγγελιοφόρων, για να το χρησιμοποιήσει κατά βούληση, της είχε φουσκώσει τα μυαλά.

Έπιασε την τσάντα από γιούτα, έκανε να σηκωθεί και μετά κάθισε πάλι βιαστικά, όταν είδε έναν άντρα με μεγάλους, γερούς ώμους να φεύγει από ένα άλλο τραπέζι. Τα μαύρα μαλλιά έπεφταν στους ώμους του και η γενειάδα του, που άφηνε το άνω χείλος γυμνό, αγκάλιαζε το στρογγυλό πρόσωπο του Μπέυλ Ντόμον. Φυσικά, δεν φορούσε μάσκα· είχε δώδεκα ακτοπλοϊκά σκάφη που μπαινόβγαιναν στο Τάντσικο και, όπως φαινόταν, δεν τον ένοιαζε ποιος ήξερε πού βρισκόταν. Μάσκα. Το μυαλό της δεν δούλευε. Με τη μάσκα της δεν θα την αναγνώριζε. Τον περίμενε πάντως να φύγει, πριν αφήσει το τραπέζι της. Ίσως να χρειαζόταν κάποια στιγμή να τον βγάλει από τη μέση, αν γινόταν επικίνδυνος.

Η Σέλιντριν πήρε το χρυσό νόμισμα που της πρόσφερε, χαμογέλασε πλατιά και μουρμούρισε ότι ευχόταν να επιστρέψει στο κατάστημα της. Η ιδιοκτήτρια του Κήπου των Αργυρών Πνοών είχε μαύρα μαλλιά πλεγμένα σε δεκάδες μικρές κοτσίδες, φορούσε κολλητό, λευκό, μεταξωτό φόρεμα, σχεδόν τόσο λεπτό που θα ταίριαζε και σε σερβιτόρα, κι ένα από τα διάφανα εκείνα πέπλα που, όταν η Εγκήνιν τα έβλεπε, ήθελε να ρωτήσει τις Ταραμπονέζες τι χορούς μπορούσαν να εκτελέσουν. Οι χορεύτριες Ση φορούσαν παρόμοια πέπλα και σχεδόν τίποτε άλλο. Πάντως, σκέφτηκε η Εγκήνιν καθώς προχωρούσε προς το δρόμο, η γυναίκα σίγουρα είχε κοφτερό μυαλό, αλλιώς δεν θα μπορούσε να κάνει ελιγμούς στα ρηχά του Τάντσικο, να περιποιείται όλες τις παρατάξεις χωρίς να προκαλεί την εχθρότητα καμίας.

Μια υπενθύμιση γι' αυτό ήταν ο ψηλός άντρας με το λευκό μανδύα, τους γκρίζους κροτάφους αλλά το σκληρό πρόσωπο και το σκληρό βλέμμα, ο οποίος είχε περάσει δίπλα από την Εγκήνιν και τον χαιρετούσε η Σέλιντριν. Ο μανδύας του Τζάιτσιμ Κάριντιν είχε τον ακτινωτό, χρυσό ήλιο στο στήθος, με τέσσερις χρυσούς κόμπους παρακάτω και μια άλικη ποιμενική ράβδο στην πλάτη. Ένας Εξεταστής του Χεριού του Φωτός, ένας ανώτατος αξιωματούχος των Τέκνων του Φωτός. Η ίδια η ιδέα των Τέκνων εξόργιζε την Εγκήνιν, η ιδέα ενός στρατιωτικού σώματος που λογοδοτούσε μόνο στον εαυτό του. Όμως ο Κάριντιν και οι λίγες εκατοντάδες στρατιώτες του είχαν κάποιο είδος εξουσίας στο Τάντσικο, το οποίο συνήθως τον περισσότερο καιρό στερούνταν οποιασδήποτε εξουσίας. Η Πολιτοφυλακή δεν περιπολούσε πια στους δρόμους και ο στρατός —στο βαθμό που ήταν ακόμα πιστός στο βασιλιά― ήταν απασχολημένος με την προστασία των φρουρίων γύρω από την πόλη. Η Εγκήνιν πρόσεξε ότι η Σέλιντριν ούτε που κοίταξε το σπαθί στο πλευρό του Κάριντιν. Οπωσδήποτε αυτός είχε εξουσία.

Μόλις βγήκε στο δρόμο, οι υπηρέτες της ήρθαν τρέχοντας με την καρέκλα της, από κει που ήταν μαζεμένοι με άλλους που περίμεναν τα αφεντικά τους, ενώ οι σωματοφύλακες της την περικύκλωσαν με τα δόρατά τους. Ήταν ένα αταίριαστο τσούρμο, μερικοί με ατσάλινα καπέλα και τρεις με δερμάτινα γιλέκα με ραμμένες μεταλλικές πλάκες· άντρες με τραχιά πρόσωπα, πιθανόν λιποτάκτες από το στρατό, αλλά αντιλαμβάνονταν ότι η γεμάτη κοιλιά τους και το ασήμι για ξόδεμα εξαρτιόνταν από τη διαρκή ασφάλειά της. Ακόμα και οι υπηρέτες είχαν μαχαίρια, ενώ ρόπαλα ξεπρόβαλλαν από τα ζωνάρια τους. Κανένας που έμοιαζε να έχει χρήματα δεν τολμούσε να εμφανιστεί δημοσίως χωρίς φρουρά. Πάντως, ακόμα κι αν ήταν διατεθειμένη να το ριψοκινδυνεύσει, αυτό απλώς θα κινούσε την προσοχή.

Οι φρουροί άνοιξαν δρόμο μέσα από το πλήθος δίχως πρόβλημα. Ο κόσμος σχημάτιζε ρεύματα και στροβίλους στους στενούς δρόμους, που τυλίγονταν γύρω από τους λόφους της πόλης και δημιουργούσαν ανοιχτούς χώρους γύρω από τις χειρήλατες πολυθρόνες, τις οποίες κύκλωναν οι σωματοφύλακες. Ελάχιστες άμαξες φαίνονταν γύρω. Τα άλογα γίνονταν σιγά-σιγά πολυτέλεια.

Ταλαιπωρημένη, αυτή ήταν η μόνη περιγραφή που ταίριαζε στη συνωθούμενη μάζα, ταλαιπωρημένη και ανταριασμένη. Ταλαιπωρημένα πρόσωπα, ταλαιπωρημένα ρούχα με υπερβολικά φανταχτερά χρώματα, σαλεμένα μάτια, απεγνωσμένα, που έλπιζαν ξέροντας ότι δεν υπήρχε ελπίδα. Πολλοί είχαν παραδοθεί, ζάρωναν στους τοίχους, κουλουριάζονταν στις εισόδους, έσφιγγαν τις γυναίκες τους, τους άντρες τους, τα παιδιά τους, πρόσωπα όχι απλώς ταλαιπωρημένα, αλλά κουρελιασμένα, ξεφτισμένα. Μερικές φορές ξεσηκώνονταν αρκετά για φωνάξουν στο διαβάτη, ζητώντας ένα νόμισμα, ένα ξεροκόμματο, κάτι.

Η Εγκήνιν είχε το βλέμμα στραμμένο ευθεία μπροστά κι εμπιστευόταν από ανάγκη τους σωματοφύλακες για να αναγνωρίσουν τυχόν κίνδυνο. Αν ανταπέδιδε το βλέμμα ενός ζητιάνου, αυτό θα σήμαινε άλλους είκοσι, που θα στριμώχνονταν γύρω της, βοώντας και κλαψουρίζοντας. Ήδη χρησιμοποιούσε ένα μέρος των χρημάτων που έφερναν τα πλοία των αγγελιοφόρων, λες και ήταν του Αίματος, για να οργανώσει φιλανθρωπικά συσσίτια. Την έπιανε ρίγος όταν σκεφτόταν τι θα σήμαινε αυτό σε περίπτωση που την έπιαναν να ξεπερνά τα όρια της θέσης της. Καλύτερα να έβαζε την μπροκάρ ρόμπα και να ξύριζε το κεφάλι.

Όλα αυτά θα διορθώνονταν όταν έπεφτε το Τάντσικο, όλοι θα είχαν τροφή, όλοι θα ήταν στο πρέπον μέρος τους. Θα εγκατέλειπε τα φορέματα και τα πράγματα για τα οποία δεν είχε ούτε εμπειρία, ούτε προτίμηση, και θα γυρνούσε στο πλοίο της. Τουλάχιστον το Τάραμπον και ίσως το Άραντ Ντόμαν ήταν έτοιμα να σωριαστούν με ένα άγγιγμα, σαν καρβουνιασμένο μετάξι. Γιατί δίσταζε η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ; Γιατί;


Ο Τζάιτσιμ Κάριντιν αναπαυόταν νωχελικά στην πολυθρόνα του, με το μανδύα του απλωμένο στα σμιλεμένα μπράτσα της, και μελετούσε τους Ταραμπονέζους αριστοκράτες, που καταλάμβαναν τις άλλες πολυθρόνες του ιδιωτικού δωματίου. Κάθονταν αλύγιστοι φορώντας τα χρυσοκέντητα σακάκια τους, με τα στόματα σφιγμένα κάτω από μάσκες ευφάνταστα δουλεμένες για να μοιάζουν με γεράκια, λιοντάρια και λεοπαρδάλεις. Ανησυχούσε για περισσότερα απ' όσα αυτοί, όμως κατόρθωνε να παρουσιάζει ένα γαλήνιο παρουσιαστικό. Είχαν περάσει δύο μήνες από τότε που είχε μάθει το νέο για έναν ξάδερφό του, που είχε βρεθεί γδαρμένος ζωντανός στην ίδια του την κρεβατοκάμαρα, και τρεις από τότε που τη μικρότερη αδερφή του, την Ντεάλντα, την είχε απαγάγει ένας Μυρντράαλ πάνω στη γαμήλια δεξίωσή της. Ο διαχειριστής του οίκου του το είχε γράψει, χωρίς να το πιστεύει κι ο ίδιος, αλλόφρων από τις τραγωδίες που έπλητταν τον Οίκο Κάριντιν. Δύο μήνες. Ευχόταν να είχε πεθάνει γρήγορα η Ντεάλντα. Έλεγαν ότι οι γυναίκες δεν κρατούσαν πολύ τα λογικά τους στα χέρια των Μυρντράαλ. Δύο ολόκληροι μήνες. Κάθε άλλος εκτός από τον Τζάιτσιμ Κάριντιν θα ήταν εκτός εαυτού.

Όλοι εκεί κρατούσαν ένα κύπελλο κρασί, όμως δεν υπήρχαν υπηρέτες. Η Σέλιντριν τους είχε σερβίρει και μετά είχε αποχωρήσει, καθησυχάζοντάς τους ότι δεν επρόκειτο να τους ενοχλήσουν. Μάλιστα, δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί πέρα, στον ψηλότερο όροφο του Κήπου των Αργυρών Πνοών. Δύο άντρες, που είχαν έρθει μαζί με τους ευγενείς —μέλη της Σωματοφυλακής του Βασιλιά, εκτός αν έκανε λάθος ο Κάριντιν― στέκονταν στην αρχή της σκάλας για να εγγυηθούν ότι θα έμεναν ανενόχλητοι.

Ο Κάριντιν ήπιε μια γουλιά κρασί. Κανένας από τους Ταραμπονέζους δεν είχε πιει γουλιά. «Επομένως», έκανε ανάλαφρα, «ο Βασιλιάς Άντρικ θέλει τη συνδρομή των Τέκνων του Φωτός στην αποκατάσταση της τάξης στην πόλη. Σπανίως αναμιγνυόμαστε στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών». Όχι ανοιχτά. «Εγώ, πάντως, δεν θυμάμαι ποτέ να μας ζητήθηκε κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω τι θα πει ο Άρχοντας Διοικητής». Ο Πέντρον Νάιαλ θα έλεγε να κάνει ό,τι ήταν ανάγκη και να φροντίσει να μάθουν οι Ταραμπονέζοι ότι είχαν χρέος στα Τέκνα ― και να φροντίσει να το πληρώσουν στο ακέραιο.

«Δεν υπάρχει χρόνος για να ζητήσεις οδηγίες από το Αμαντορ», είπε βιαστικά ένας άντρας με μάσκα που είχε μια λεοπάρδαλη με μαύρες βούλες. Δεν έλεγαν τα ονόματά τους, αλλά ο Κάριντιν δεν τα χρειαζόταν.

«Αυτό που ζητούμε είναι αναγκαίο», είπε απότομα ένας άλλος, που το παχύ μουστάκι του, κάτω από μια μάσκα γερακιού, του έδινε όψη μιας αλλόκοτης κουκουβάγιας. «Πρέπει να καταλάβεις ότι δεν θα ζητούσαμε κάτι τέτοιο, αν δεν ήταν αναγκαίο στο έπακρο. Χρειαζόμαστε ενότητα, όχι άλλους διχασμούς, σωστά; Υπάρχουν πολλά διχαστικά στοιχεία, ακόμα και μέσα στο Τάντσικο. Πρέπει να τα καταπνίξουμε, αν θέλουμε να έχουμε την παραμικρή πιθανότητα να επιβάλουμε την ειρήνη στην ύπαιθρο».

«Ο θάνατος της Πανάρχισσας δυσκόλεψε την κατάσταση», είπε ο πρώτος.

Ο Κάριντιν σήκωσε το φρύδι του ερωτηματικά. «Ανακαλύψατε ποιος τη σκότωσε, ή ακόμα;»

Ο ίδιος υπέθετε ότι είχε οργανώσει αυτή την πράξη ο Άντρικ, πιστεύοντας ότι η Πανάρχισσα ευνοούσε κάποιους από τους εξεγερθέντες που διεκδικούσαν το θρόνο. Ο βασιλιάς μπορεί να είχε δίκιο, αλλά όπως είχε ανακαλύψει όταν είχε συγκαλέσει ό,τι είχε απομείνει από τη Συνέλευση των Αρχόντων —πολλοί απ’ αυτούς ήταν με τον έναν ή τον άλλο αντάρτη στην ύπαιθρο― έδειχναν αξιοσημείωτο πείσμα, αρνούμενοι να επικυρώσουν την επιλογή του. Ακόμα κι αν η Αρχόντισσα Αμάθιρα δεν μοιραζόταν, προς το παρόν, το κρεβάτι του Αντρικ, η εκλογή του βασιλιά και της Πανάρχισσας ήταν η μοναδική εξουσία που είχε η Συνέλευση και δεν ήθελαν να την εγκαταλείψουν. Οι δυσκολίες σχετικά με την Αρχόντισσα Αμάθιρα δεν έπρεπε να γίνουν γνωστές. Ακόμα και η Συνέλευση αναγνώριζε ότι αυτό μπορεί να έδινε το έναυσμα για ταραχές.

«Σίγουρα θα ήταν κάποιος από τους Δρακορκισμένους παράφρονες», είπε εκείνος που έμοιαζε με κουκουβάγια, τραβώντας γερά το μουστάκι του. «Κανένας αληθινός Ταραμπονέζος δεν θα πείραζε την Πανάρχισσα, έτσι δεν είναι;» Μιλούσε σχεδόν σαν να το πίστευε.

«Φυσικά», είπε γλυκά ο Κάριντιν. Ήπιε άλλη μια γουλιά κρασί. «Για να ασφαλίσω το Παλάτι της Πανάρχισσας για την ενθρόνιση της Αρχόντισσας Αμάθιρα, πρέπει να το ακούσω από τον ίδιο το βασιλιά. Αλλιώς, ίσως φανεί ότι τα Τέκνα του Φωτός επιζητούν την εξουσία στο Τάντσικο, ενώ το μόνο που επιδιώκουμε, όπως λέτε, είναι ένα τέλος στους διχασμούς και ειρήνη υπό το Φως».

Μια γηραιότερη λεοπάρδαλη, με τετράγωνο πηγούνι και λευκές πινελιές στα ξανθά μαλλιά της, μίλησε με έναν παγερό τόνο. «Άκουσα ότι ο Πέντρον Νάιαλ επιδιώκει ενότητα εναντίον των Δρακορκισμένων. Ενότητα υπό την ηγεσία του, σωστά;»

«Ο Άρχοντας Διοικητής δεν επιδιώκει να ηγεμονεύσει», αποκρίθηκε ο Κάριντιν εξίσου παγερά. «Τα Τέκνα υπηρετούν το φως, όπως όλοι οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι».

«Δεν πρόκειται να δεχτούμε», είπε η πρώτη λεοπάρδαλη, «να βρεθεί το Τάραμπον υποτελές με οποιονδήποτε τρόπο στο Άμαντορ. Δεν θα το δεχτούμε!» Σχεδόν απ' όλες τις καρέκλες ακούστηκαν θυμωμένες φωνές, που συμφωνούσαν.

«Φυσικά και όχι», είπε ο Κάριντιν, σαν να μην του είχε περάσει ποτέ από το νου τέτοια σκέψη. «Αν επιθυμείτε τη βοήθειά μου, θα σας την προσφέρω — υπό τους όρους που διατύπωσα. Αν όχι, τα Τέκνα θα βρουν κάτι να κάνουν. Η υπηρέτηση του Φωτός δεν έχει τέλος, διότι η Σκιά βρίσκεται παντού».

«Θα έχεις τις διαβεβαιώσεις υπογραμμένες και σφραγισμένες από το βασιλιά», είπε ένας άντρας με γκρίζα μαλλιά και μάσκα λιονταριού, τα πρώτα λόγια που είχε πει. Ήταν φυσικά ο ίδιος ο Άντρικ, αν και ο Κάριντιν κανονικά δεν έπρεπε να το γνωρίζει. Ο βασιλιάς δεν μπορούσε να συναντήσει έναν Εξεταστή του Χεριού του Φωτός χωρίς να προκαλέσει συζητήσεις, όπως και δεν θα μπορούσε να επισκεφτεί ένα οινοπωλείο, ακόμα και τον Κήπο των Αργυρών Πνοών.

Ο Κάριντιν ένευσε. «Όταν θα τα έχω στα χέρια μου, θα ασφαλίσω το Παλάτι της Πανάρχισσας και τα Τέκνα θα καταπνίξουν κάθε... διχαστικά στοιχεία... που θα αποπειραθούν να αναμιχθούν στην ενθρόνιση. Υπό το Φως, το ορκίζομαι». Η ένταση φάνηκε να εγκαταλείπει τους Ταραμπονέζους· όρθωσαν τα κύπελλά τους, σαν να ήθελαν να την αντικαταστήσουν με κρασί, ακόμα και ο Άντρικ.

Απ' όσο θα ήξερε ο λαός του Τάραμπον, τα Τέκνα του Φωτός θα ήταν υπεύθυνα για τους αναπόφευκτους σκοτωμούς κι όχι ο βασιλιάς ή ο στρατός του Τάραμπον. Όταν η Αμάθιρα θα είχε το Στέμμα και τη Ράβδο του Δέντρου, μερικοί ακόμα από τη Συνέλευση μπορεί να πήγαιναν με το μέρος των εξεγερθέντων, αλλά αν οι υπόλοιποι παραδέχονταν ότι δεν την είχαν εκλέξει, τότε η είδηση θα έβαζε φωτιά στο Τάντσικο. Όσο για τις ιστορίες που θα έλεγαν εκείνοι που είχαν διαφύγει ― ε, οι αντάρτες λένε κάθε λογής προδοτικά ψέματα. Και ο βασιλιάς και η Πανάρχισσα του Τάραμπον θα κρέμονταν και οι δύο από τα νήματα που ο Κάριντιν θα έδινε στον Πέντρον Νάιαλ, για να τα χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν.

Δεν ήταν τόσο σπουδαίο δώρο όσο θα ήταν τότε, που η εξουσία του Βασιλιά του Τάραμπον απλωνόταν πάνω από μερικές εκατοντάδες τετραγωνικά μίλια γύρω από το Τάντσικο, αλλά ίσως η χώρα να ξαναγινόταν σπουδαία. Με τη βοήθεια των Τέκνων —θα χρειαζόταν τουλάχιστον μια λεγεώνα· όχι μόνο τους πεντακόσιους άντρες που είχε ο Κάριντιν― οι Δρακορκισμένοι ίσως να συντρίβονταν, οι διάφοροι εξεγερμένοι θα νικιόνταν, ενώ ακόμα και ο πόλεμος με το Άραντ Ντόμαν ίσως να κατέληγε σε επιτυχία. Αν οι δύο χώρες συνειδητοποιούσαν ότι πολεμούσαν μεταξύ τους. Ο Κάριντιν είχε ακούσει ότι το Άραντ Ντόμαν ήταν σε χειρότερη κατάσταση από το Τάραμπον.

Η αλήθεια ήταν ότι ελάχιστα τον ένοιαζε αν το Τάραμπον θα υποτασσόταν στα Τέκνα, στο Τάντσικο ή σε ό,τι άλλο. Έπρεπε να παίξει το ρόλο του, να κάνει τα πράγματα που έκανε ανέκαθεν, όμως του ήταν δύσκολο να σκέφτεται οτιδήποτε άλλο εκτός από το πότε θα βρισκόταν με το λαιμό κομμένο. Ίσως να λαχταρούσε να βρεθεί με το λαιμό κομμένο. Δύο ολόκληροι μήνες από την τελευταία αναφορά.

Δεν έμεινε να πιει με τους Ταραμπονέζους, αλλά τους αποχαιρέτησε όσο πιο σύντομα μπορούσε. Αν προσβλήθηκαν, η ανάγκη τους ήταν τέτοια που δεν το έδειξαν. Η Σέλιντριν τον είδε να κατεβαίνει και ένας σταβλίτης του έφερνε το άλογο στην εξώπορτα, την ίδια στιγμή που έβγαινε στο δρόμο. Πέταξε στο αγόρι ένα χάλκινο νόμισμα και σπιρούνισε το μαύρο μουνούχι για να αναπτύξει ένα γοργό τροχασμό. Οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι στα δαιδαλώδη δρομάκια του άνοιγαν δρόμο κι αυτό ήταν καλό· αν τσαλαπατούσε κανέναν, μπορεί να μην το πρόσεχε. Όχι ότι θα ήταν καμιά μεγάλη απώλεια. Η πόλη ήταν γεμάτη ζητιάνους· δεν μπορούσε ούτε μια ανάσα να πάρει χωρίς τη δυσωδία του ξινισμένου, μπαγιάτικου ιδρώτα και της λέρας. Καλά θα έκανε ο Τάμριν να τους μαζέψει και να διώξει· ας τους φορτώνονταν οι εξεγερμένοι στην ύπαιθρο.

Η ύπαιθρος τον απασχολούσε, όχι οι αντάρτες. Μ' αυτούς θα ξεμπέρδευε εύκολα, όταν θα άρχιζε να διαδίδεται ότι ο τάδε ή ο δείνα ήταν Σκοτεινόφιλος. Κι όταν θα κατόρθωνε να φέρει μερικούς στο Χέρι του Φωτός, θα στέκονταν ενώπιον όλων και θα ομολογούσαν ότι λάτρευαν τον Σκοτεινό, ότι έτρωγαν παιδιά, θα έλεγαν ό,τι τους είχαν πει να πουν. Οι εξεγερμένοι δεν θα άντεχαν πολύ έπειτα απ' αυτό· οι σφετεριστές, που ήταν ακόμα στο πεδίο της μάχης, θα ξυπνούσαν και θα ανακάλυπταν ότι είχαν απομείνει μόνοι. Όμως οι Δρακορκισμένοι, εκείνοι που πραγματικά είχαν διακηρύξει την υπακοή τους στον Αναγεννημένο Δράκοντα, θα έβγαιναν αλώβητοι από την κατηγορία ότι ήταν Σκοτεινόφιλοι. Ούτως ή άλλως, ο περισσότερος κόσμος έτσι τους θεωρούσε, αφού είχαν ορκιστεί να ακολουθήσουν έναν άντρα που μπορούσε να διαβιβάζει.

Το πρόβλημα ήταν ο άνθρωπος τον οποίο είχαν ορκιστεί να ακολουθήσουν, ο άνθρωπος του οποίου το όνομα δεν γνώριζαν καν. Ο Ραντ αλ'Θόρ. Πού ήταν; Εκατό ομάδες Δρακορκισμένων ήταν εκεί έξω, δύο απ' αυτές τόσο μεγάλες που άξιζε να λέγονται στρατός, και πολεμούσαν το στρατό του βασιλιά —το μέρος του που ήταν ακόμα πιστό στον Άντρικ― όπως επίσης πολεμούσαν και τους αντάρτες —οι οποίοι πολεμούσαν όχι μόνο τον Άντρικ ή τους Δρακορκισμένους, αλλά και μεταξύ τους― αλλά ο Κάριντιν δεν είχε ιδέα ποια ομάδα προστάτευε τον Ραντ αλ'Θόρ. Μπορεί να ήταν στην Πεδιάδα του Άλμοθ ή στο Άραντ Ντόμαν, όπου η κατάσταση ήταν ίδια. Αν ήταν εκεί, ο Τζάιτσιμ Κάριντιν πιθανότατα θα ήταν ήδη νεκρός.

Στο παλάτι της Βεράνα, το οποίο είχε επιτάξει για αρχηγείο των Τέκνων, πέταξε τα χαλινάρια σε έναν από τους σκοπούς με τους λευκούς μανδύες και μπήκε μέσα με μεγάλα βήματα, χωρίς να ανταποδώσει το χαιρετισμό τους. Ο ιδιοκτήτης αυτού του περίτεχνου κτιρίου, γεμάτου ωχρούς θόλους, δαντελωτούς πυργίσκους και σκιερούς κήπους, είχε διεκδικήσει το Θρόνο του Φωτός κι έτσι κανένας δεν είχε διαμαρτυρηθεί για την επίταξη. Ούτε κι ο ιδιοκτήτης· ό,τι είχε μείνει από το κεφάλι του, στόλιζε ακόμα ένα κοντάρι πάνω από τα Σκαλιά των Προδοτών, στη Μασέτα.

Αυτή τη φορά ο Κάριντιν δεν κοίταξε σχεδόν καθόλου τα έξοχα Ταραμπονέζικα χαλιά, τα στολίσματα που ήταν δουλεμένα με χρυσό και φίλντισι, τις αυλές με τα σιντριβάνια, όπου το νερό πετιόταν ψηλά με ένα δροσερό κελάρυσμα. Δεν του κίνησαν το ενδιαφέρον οι πλατιοί διάδρομοι με τις χρυσές λάμπες και τα ψηλά ταβάνια, που ήταν γεμάτοι λεπτοδουλεμένα, χρυσά ελίγματα. Τούτο το παλάτι ήταν αντάξιο του εντυπωσιακότερου της Αμαδισία, ίσως και του μεγαλύτερου, όμως αυτό που δέσποζε στο νου του εκείνη τη στιγμή ήταν το δυνατό μπράντυ στο δωμάτιο που είχε πάρει για μελετητήριο.

Βρισκόταν στο κέντρο ενός ανεκτίμητου χαλιού με γαλάζια, πορφυρά και χρυσά μοτίβα και τα μάτια του ήταν στυλωμένα στο σμιλεμένο ντουλάπι που περιείχε το ασημένιο φλασκί με το διπλοαπεσταγμένο μπράντυ, όταν ξαφνικά κατάλαβε πως δεν ήταν μόνος. Μια γυναίκα με κολλητή, αχνοκόκκινη εσθήτα στεκόταν κοντά στα ψηλά, στενά παράθυρα που έβλεπαν σε ένα δεντροσκίαστο κήπο, με μελιά μαλλιά σε πλεξούδες, που της χάιδευαν τους ώμους. Ένα αραχνοΰφαντο πέπλο κάθε άλλο παρά έκρυβε το πρόσωπό της. Ήταν νεαρή και όμορφη, με τριανταφυλλένιο στόμα και μεγάλα, καστανά μάτια· δεν ήταν υπηρέτρια, με τέτοια ρούχα.

«Ποια είσαι;» απαίτησε αυτός να μάθει εκνευρισμένος. «Πώς μπήκες εδώ; Φύγε αμέσως, αλλιώς θα σε πετάξω στο δρόμο».

«Απειλές, Μπορς; Δεν νομίζεις ότι πρέπει να είσαι πιο φιλόξενος με τους καλεσμένους σου;»

Το όνομα τον κλόνισε. Πριν προλάβει να σκεφτεί, είχε βγάλει το σπαθί και χιμούσε στο λαιμό της.

Κάτι τον άρπαξε, ο αέρας πύκνωσε, κάτι τον ανάγκασε να πέσει στα γόνατα, τον αιχμαλώτισε από το λαιμό και κάτω. Του έσφιξε τους καρπούς και τα κόκαλά του έτριξαν· τα χέρια του άνοιξαν και το σπαθί έπεσε κάτω. Η Δύναμη. Χρησιμοποιούσε πάνω του τη Μία Δύναμη. Μια μάγισσα της Ταρ Βάλον. Κι αφού ήξερε το όνομα...

«Θυμάσαι», είπε ζυγώνοντάς τον, «μια συνάντηση, όπου εμφανίστηκε ο ίδιος ο Μπα'άλζαμον και μας έδειξε τα πρόσωπα του Ματ Κώθον, του Πέριν Αϋμπάρα και του Ραντ αλ'Θόρ;» Σχεδόν έφτυσε τα ονόματα, ειδικά το τελευταίο· το βλέμμα της ήταν τέτοιο που έμοιαζε ικανό να ανοίξει τρύπες σε ατσάλι. «Βλέπεις; Ξέρω ποιος είσαι, ναι; Έταξες την ψυχή σου στον Μέγα Άρχοντα του Σκότους, Μπορς». Το ξαφνικό γέλιο της ήταν σαν γλυκές καμπανούλες.

Ιδρώτας φάνηκε στο πρόσωπό του. Δεν ήταν απλώς μια αξιοκαταφρόνητη μάγισσα της Ταρ Βάλον. Ήταν του Μαύρου Άτζα. Νόμιζε ότι γι' αυτόν θα ερχόταν ένας Μυρντράαλ. Νόμιζε ότι είχε χρόνο. Κι άλλο χρόνο. Όχι ακόμα. «Προσπάθησα να τον σκοτώσω», είπε νευρικά. «Τον Ραντ αλ'Θόρ. Προσπάθησα! Αλλά δεν μπορώ να τον βρω. Δεν μπορώ! Μου είπαν ότι θα σκότωναν τους δικούς μου αν αποτύγχανα, έναν-έναν. Μου υποσχέθηκαν ότι θα ήμουν ο τελευταίος! Έχω και ξαδέρφια. Ανιψιούς. Ανιψιές. Έχω άλλη μια αδελφή! Πρέπει να μου δώσεις κι άλλο χρόνο!»

Εκείνη στάθηκε εκεί, κοιτάζοντάς τον με τα σκληρά, καστανά μάτια της, χαμογελώντας με το απαλό στοματάκι της, ακούγοντάς τον να λέει πού μπορούσε να βρει τη Βανόρα, πού ήταν η κρεβατοκάμαρά της, ότι της άρεσε να πηγαίνει για ιππασία μόνη στο δάσος πέρα από την Καρμέρα. Ίσως αν φώναζε πιο δυνατά, να έρχονταν οι φρουροί. Ίσως να τη σκότωναν. Άνοιξε κι άλλο το στόμα του — κι εκείνη η βαριά, αόρατη πυκνότητα του αέρα κύλησε μέσα του και του άνοιξε τα σαγόνια, ώσπου έτριξαν τα αφτιά του. Με τα ρουθούνια της μύτης ανοιχτά, ρούφηξε αέρα ξέφρενα. Ακόμα μπορούσε να ανασάνει, αλλά δεν μπορούσε να ουρλιάξει. Το μόνο που βγήκε ήταν πνιχτά βογκητά, σαν γυναίκα που θρηνεί πίσω από τοίχους. Ήθελε να ουρλιάξει.

«Είσαι πολύ διασκεδαστικός», είπε τελικά η γυναίκα με τα μελιά μαλλιά. «Τζάιτσιμ. Νομίζω ότι είναι ένα ωραίο όνομα για σκυλί. Θα ήθελες να γίνεις το σκυλί μου, Τζάιτσιμ; Αν είσαι πολύ φρόνιμο σκυλί, ίσως κάποια μέρα να σου επιτρέψω να δεις τον Ραντ αλ'Θόρ να πεθαίνει, ναι;»

Δεν κατάλαβε αμέσως τι του έλεγε. Αν θα έβλεπε τον Ραντ αλ'Θόρ να πεθαίνει, τότε αυτή η γυναίκα δεν θα τον... Δεν θα τον σκότωνε, δεν θα τον έγδερνε ζωντανό, δεν θα έκανε τα πράγματα που είχε σκαρώσει με το νου του, που μπροστά τους το γδάρσιμο θα ήταν ανακούφιση. Δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό του. Λυγμοί ανακούφισης τον έσεισαν, όσο μπορούσε να κουνηθεί έτσι παγιδευμένος που ήταν. Η παγίδα ξαφνικά εξαφανίστηκε κι ο Κάριντιν σωριάστηκε στα χέρια και στα πόδια, ακόμα κλαψουρίζοντας. Δεν μπορούσε να σταματήσει.

Η γυναίκα γονάτισε πλάι του και τον έπιασε από τα μαλλιά, του σήκωσε το κεφάλι. «Τώρα θα με ακούσεις, ναι; Ο θάνατος του Ραντ αλ'Θόρ είναι για το μέλλον και θα τον δεις μόνο αν είσαι καλό σκυλί. Πρόκειται να μετακινήσεις τους Λευκομανδίτες σου στο Παλάτι της Πανάρχισσας».

«Πού το ξέρεις αυτό;»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά, όχι μαλακά. «Το καλό σκυλί δεν ρωτά την αφέντρα του. Εγώ θα σου πετάω το ξυλάκι· εσύ θα μου φέρνεις το ξυλάκι. Θα λέω σκότωσε· θα σκοτώνεις. Ναι; Ναι». Το χαμόγελό της ήταν μόνο ένα γύμνωμα των δοντιών. «Θα δυσκολευτείς να καταλάβεις το Παλάτι; Είναι εκεί η Λεγεώνα της Πανάρχισσας, χίλιοι άντρες, που κοιμούνται στους διαδρόμους, στις αίθουσες εκθέσεων, στις αυλές. Δεν έχεις τόσο πολλούς Λευκομανδίτες».

«Δεν...» Σταμάτησε για να ξεροκαταπιεί. «Δεν θα μας δημιουργήσουν πρόβλημα. Πιστεύουν ότι η Αμάθιρα έχει επιλεγεί από τη Συνέλευση. Η Συνέλευση θα —»

«Μη μου προκαλείς ανία, Τζάιτσιμ Κάριντιν. Δεν με νοιάζει αν σκοτώσεις ολόκληρη τη Συνέλευση, αρκεί να κρατήσεις το Παλάτι της Πανάρχισσας. Πότε θα ξεκινήσετε;»

«Θα.. θα χρειαστούν τρεις-τέσσερις μέρες για να παραδώσει ο Άντρικ τις εγγυήσεις».

«Τρεις-τέσσερις μέρες», μουρμούρισε αυτή σχεδόν μονολογώντας. «Πολύ καλά. Λίγη καθυστέρηση ακόμα δεν θα αποτελέσει πρόβλημα». Ο Κάριντιν αναρωτήθηκε τι καθυστέρηση εννοούσε, όταν αυτή έκανε τα πόδια του να λυγίσουν. «Θα διατηρήσεις τον έλεγχο του Παλατιού και θα διώξεις από κει τους εξαίρετους στρατιώτες της Πανάρχισσας».

«Αυτό είναι αδύνατον», είπε κι εκείνη του τράβηξε το κεφάλι πίσω τόσο δυνατά, που δεν ήξερε αν πρώτα θα έσπαζε ο λαιμός ή αν θα του ξεριζώνονταν τα μαλλιά. Δεν τολμούσε να αντισταθεί. Χίλιες αόρατες βελόνες τον τρυπούσαν στο πρόσωπο, το στήθος, την πλάτη, τα χέρια, τα πόδια, παντού. Αόρατες, όμως αληθινές.

«Αδύνατον, Τζάιτσιμ;» του είπε απαλά. «Δεν μου αρέσει καθόλου να ακούω αυτή τη λέξη».

Οι βελόνες χώθηκαν πιο βαθιά· βόγκηξε, αλλά έπρεπε να της εξηγήσει. Αυτό που του ζητούσε ήταν πράγματι αδύνατο. Μίλησε λαχανιασμένα από τη βιάση του. «Όταν η Αμάθιρα ανακηρυχθεί Πανάρχισσα, αυτή θα ελέγχει τη Λεγεώνα. Αν προσπαθήσω να κρατήσω το Παλάτι, θα τη στρέψει εναντίον μου και ο Άντρικ θα τη βοηθήσει. Δεν υπάρχει τρόπος να αντισταθώ στη Λεγεώνα της Πανάρχισσας και στις όποιες δυνάμεις μπορέσει να μαζέψει ο Άντρικ από τα φρούρια του Δακτυλίου».

Εκείνη στάθηκε να τον περιεργάζεται τόση ώρα, που τον έλουσε ιδρώτας. Δεν τολμούσε να κουνήσει το κεφάλι, ούτε να βλεφαρίσει· οι χίλιες μικρές δαγκωνιές δεν του το επέτρεπαν.

«Δεν θα υπάρξει πρόβλημα με την Πανάρχισσα», του είπε τελικά. Οι βελόνες χάθηκαν κι αυτή σηκώθηκε όρθια.

Σηκώθηκε και ο Κάριντιν επίσης, πασχίζοντας να μείνει όρθιος. Ίσως κατάφερνε να κάνει κάποια συμφωνία· τώρα η γυναίκα έμοιαζε διατεθειμένη να ακούσει τη λογική. Τα πόδια του έτρεμαν από την οδύνη, αλλά έκανε τη φωνή του όσο πιο σταθερή μπορούσε. «Ακόμα κι αν μπορέσεις να επηρεάσεις την Αμάθιρα —»

Τον έκοψε. «Σου είπα να μην κάνεις ερωτήσεις, Τζάιτσιμ. Το καλό σκυλί υπακούει την αφέντρα του, έτσι δεν είναι; Αν όχι, σου υπόσχομαι ότι θα παρακαλάς να βρω ένα Μυρντράαλ για να παίξει μαζί σου. Με καταλαβαίνεις;»

«Καταλαβαίνω», είπε αυτός παγωμένα. Εκείνη συνέχισε να τον καρφώνει με το βλέμμα και ύστερα από μια στιγμή πράγματι την κατάλαβε. «Θα κάνω ό,τι λες... αφέντρα». Το σύντομο, επιδοκιμαστικό χαμόγελό της τον έκανε να κοκκινίσει. Ξεκίνησε για την πόρτα, γυρνώντας του την πλάτη σαν να ήταν πράγματι σκυλί αυτός, και μάλιστα δίχως δόντια. «Πώς...; Πώς σε λένε;»

Αυτή τη φορά το χαμόγελο της ήταν γλυκό και κοροϊδευτικό. «Ναι. Το σκυλί πρέπει να ξέρει το όνομα της αφέντρας του. Με λένε Λίαντριν. Αλλά αυτό το όνομα δεν πρέπει να το αγγίξουν τα χείλη του σκυλιού. Αν συμβεί αυτό, θα δυσαρεστηθώ πολύ μαζί σου».

Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω της, ο Κάριντιν έφτασε παραπατώντας σε μια καρέκλα με ψηλή ράχη και φιλντισένια ένθετα και σωριάστηκε εκεί. Αφησε το μπράντυ στη θέση του· ένιωθε τέτοια ναυτία στο στομάχι, που θα το έκανε εμετό. Τι άραγε να την ενδιέφερε στο Παλάτι της Πανάρχισσας; Επικίνδυνη ερώτηση, φυσικά, αλλά ακόμα κι αν υπηρετούσαν τον ίδιο αφέντη, δεν μπορούσε να νιώσει τίποτα άλλο εκτός από αποστροφή για μια μάγισσα της Ταρ Βάλον.


Η Λίαντριν ήξερε λιγότερα απ' όσα νόμιζε. Με τις εγγυήσεις του βασιλιά στο χέρι, θα μπορούσε να συγκρατήσει τον Τάμριν και το στρατό του, απειλώντας τον με αποκαλύψεις, το ίδιο και την Αμάθιρα. Κι έτσι, όμως, αυτοί θα μπορούσαν να ξεσηκώσουν τον όχλο. Και ο Άρχοντας Διοικητής ίσως να αποδοκίμαζε την όλη υπόθεση, ίσως να πίστευε ότι ο Κάριντιν επιζητούσε προσωπική εξουσία. Ο

Κάριντιν έκρυψε το πρόσωπο με τα χέρια του, καθώς φανταζόταν τον Πέντρον Νάιαλ να υπογράφει τη θανατική του καταδίκη. Οι ίδιοι του οι άντρες θα τον συλλάμβαναν και θα τον κρεμούσαν. Αν μπορούσε να σχεδιάσει το θάνατο της μάγισσας... Αλλά του είχε υποσχεθεί ότι θα τον προστάτευε από τους Μυρντράαλ. Του ήρθε να ξαναβάλει τα κλάματα. Η μάγισσα δεν ήταν καν εδώ, αλλά τον είχε παγιδεύσει για τα καλά, με ατσάλινα σαγόνια σφιγμένα γύρω από τα πόδια του και μια θηλιά στο λαιμό του.

Έπρεπε να υπάρχει διέξοδος, όμως όπου κι αν κοίταζε, έβλεπε μονάχα παγίδες.

Η Λίαντριν προχωρούσε στους διαδρόμους σαν φάντασμα, αποφεύγοντας εύκολα υπηρέτες και Λευκομανδίτες. Όταν βγήκε από μια μικρή πόρτα στο στενάκι πίσω από το παλάτι, ο νεαρός, ψηλός σκοπός εκεί την κοίταξε με ανακούφιση και ταραχή μαζί. Είχε ένα κόλπο, με το οποίο έκανε κάποιον ευάλωτο στις υποδείξεις της —απλώς μερικές στάλες της Δύναμης― που δεν το είχε χρειαστεί με τον Κάριντιν, αλλά είχε πείσει εύκολα αυτό τον ανόητο να της επιτρέψει να μπει. Χαμογελώντας, του έκανε νόημα να την πλησιάσει. Ο άθλιος χαμογέλασε σαν να περίμενε φιλί και το χαμόγελό του πάγωσε, όταν η στενή λεπίδα της χώθηκε στο μάτι του.

Η Λίαντριν πήδηξε σβέλτα προς τα πίσω, καθώς το κορμί του έπεφτε σαν σάρκινο σακί δίχως κόκαλα. Τώρα δεν θα μιλούσε γι' αυτήν, ακόμα και κατά λάθος. Ούτε μια κηλίδα αίματος δεν λέρωνε το χέρι της. Ευχήθηκε να είχε τη δεξιοτεχνία της Τσέσμαλ στο να σκοτώνει με τη Δύναμη, ή ακόμα και το πιο αδύναμο ταλέντο της Ριάνα. Ήταν παράξενο που η ικανότητα να σκοτώνεις με τη Δύναμη, να σταματήσεις μια καρδιά ή να κάνεις το αίμα να βράσει στις φλέβες, ήταν τόσο στενά συνδεμένη με τη Θεραπεία. Η ίδια δεν μπορούσε να Θεραπεύσει κάτι χειρότερο από γδαρσίματα ή αμυχές ― όχι ότι την ενδιέφερε αυτό.

Η χειρήλατη πολυθρόνα της, με κόκκινη λάκα, φιλντισένια και χρυσό ένθετα, την περίμενε στο τέρμα του σοκακιού και μαζί οι σωματοφυλακές της, δώδεκα μεγαλόσωμοι άντρες με πρόσωπα σαν πεινασμένων λύκων. Όταν βρέθηκαν στους δρόμους, άνοιξαν χώρο γύρω της με άνεση, χτυπώντας με δόρατα σαν ρόπαλα όσους δεν έσπευδαν να παραμερίσουν. Ήταν όλοι αφοσιωμένοι στον Μέγα Άρχοντα του Σκότους, φυσικά, και παρ' όλο που δεν ήξεραν ποιος ήταν αυτός, ήξεραν ότι άλλοι είχαν εξαφανιστεί επειδή δεν τον είχαν υπηρετήσει σωστά.

Το σπίτι που χρησιμοποιούσε μαζί με τις άλλες, ένα πλατύ μονόπατο με επίπεδη στέγη από πέτρα και λευκό γύψο, σε μια λοφοπλαγιά στη βάση της Βεράνα, της ανατολικότερης χερσονήσου του Τάντσικο, ανήκε σε έναν έμπορο, ο οποίος επίσης είχε δώσει τους όρκους στον Μέγα Άρχοντα. Η Λίαντριν θα προτιμούσε ένα παλάτι —ίσως κάποια μέρα να είχε το Παλάτι του Βασιλιά στη Μασέτα· μεγαλώνοντας, χάζευε με φθόνο τα παλάτια του Άρχοντα, αλλά γιατί να αρκεστεί σε κάποιο από εκείνα;― αλλά, παρά τις προτιμήσεις της, το συνετό ήταν να μείνουν απαρατήρητες προς το παρόν. Οι ανόητες της Ταρ Βάλον αποκλείεται να υποψιάζονταν ότι βρίσκονταν στο Τάραμπον, όμως ο Πύργος σίγουρα τις κυνηγούσε ακόμα και τα ζωάκια της Σιουάν Σάντσε μπορεί να τις έψαχναν οπουδήποτε.

Η πύλη έβγαζε σε μια μικρή αίθουσα που δεν είχε παράθυρα στο ισόγειο τμήμα της, παρά μόνο σε εκείνο του πρώτου ορόφου. Αφήνοντας εκεί τους σωματοφύλακες και τους βαστάζους, έτρεξε μέσα. Ο έμπορος είχε προσφέρει μερικούς υπηρέτες· τις είχε καθησυχάσει ότι όλοι ήταν ορκισμένοι στον Μέγα Άρχοντα, αλλά δεν αρκούσαν για να εξυπηρετήσουν τις έντεκα γυναίκες, που σπανίως έβγαιναν έξω. Μία απ' αυτές, μια εμφανίσιμη γυναίκα με στιβαρό σώμα και μαύρες κοτσίδες που λεγόταν Γκύλντιν, σκούπιζε τα κόκκινα και λευκά πλακάκια της εισόδου όταν μπήκε μέσα τη Λίαντριν.

«Πού είναι οι άλλες;» ζήτησε να μάθει.

«Στο μπροστινό αναπαυτήριο». Η Γκύλντιν έκανε νόημα προς τη διπλή, αψιδωτή πόρτα στα δεξιά, λες και η Λίαντριν δεν ήξερε πού ήταν.

Το στόμα της Λίαντριν σφίχτηκε. Η γυναίκα δεν έκλινε το γόνυ· δεν χρησιμοποιούσε τίτλους, δεν έδειχνε σεβασμό. Ήταν αλήθεια, βέβαια, ότι δεν ήξερε ποια πραγματικά ήταν η Λίαντριν, αλλά ήξερε ότι ήταν σε αρκετά υψηλή θέση για να δίνει διαταγές και να την υπακούνε, καθώς και ότι είχε αναγκάσει εκείνο το χοντρό έμπορο να υποκλιθεί δουλικά και να μαζέψει την οικογένειά του για να μείνουν σε κάποια καλύβα αλλού. «Η δουλειά σου είναι να καθαρίζεις, έτσι δεν είναι; Όχι να μου στέκεσαι άπραγη. Ε, καθάρισε λοιπόν! Αν βρω έστω και έναν κόκκο σκόνης το βράδυ, βρε παλιαγελάδα, θα σε κάνω τ' αλατιού!» Έκλεισε το στόμα σφίγγοντας τα δόντια. Τόσον καιρό αντέγραφε τον τρόπο που μιλούσαν οι ευγενείς και οι πλούσιοι, ώστε μερικές φορές ξεχνούσε ότι ο πατέρας της πουλούσε φρούτα σε καροτσάκι, αλλά μέσα σε μια στιγμή θυμού η γλώσσα της έβγαζε την ομιλία του λαουτζίκου. Ήταν η ατέλειωτη ένταση. Η ατέλειωτη αναμονή. Ξέσπασε στο τέλος. «Δούλευε!» Μπήκε στο αναπαυτήριο και βρόντηξε πίσω της την πόρτα.

Δεν ήταν όλες οι άλλες εκεί, κάτι που την εκνεύρισε ακόμα περισσότερο, αλλά ως εδώ ήταν. Η στρογγυλοπρόσωπη Έλντριθ Τζόνταρ καθόταν σε ένα τραπέζι με ένθετα λαζούρια, κάτω από ένα υφαντό σε ένα λευκό τοίχο και κρατούσε προσεκτικά σημειώσεις από ένα τριμμένο χειρόγραφο· μερικές φορές σκούπιζε αφηρημένα τη μύτη της πένας της στο μανίκι του σκούρου, μάλλινου φορέματός της. Η Μάριλιν Γκεμάλφιν καθόταν πλάι σε ένα στενό παράθυρο, ατενίζοντας ονειροπόλα με τα γαλάζια μάτια της το σιντριβάνι που κελάρυζε σε μια μικρή αυλή και ξύνοντας νωχελικά τα αφτιά μιας κοκαλιάρας, κιτρινωπής γάτας, χωρίς να αντιλαμβάνεται τις τρίχες που έπεφταν στο πράσινο, μεταξωτό φόρεμά της. Η Μάριλιν και η Έλντριθ ήταν και οι δύο του Καφέ Άτζα, αλλά αν η Μάριλιν ανακάλυπτε ποτέ ότι η Έλντριθ ήταν ο λόγος που εξαφανίζονταν οι αδέσποτες γάτες που έφερνε συνεχώς, τότε θα γινόταν φασαρία.

Ήταν κάποτε Καφέ αδελφές. Μερικές φορές δυσκολευόταν να θυμηθεί ότι δεν ήταν πια, ή ότι και η ίδια δεν ήταν πλέον Κόκκινη. Πολλά από όσα τις χαρακτήριζαν σαφώς ως μέλη των παλιών τους Άτζα παρέμεναν ακόμα και τώρα, που είχαν δηλωθεί ανοιχτά υπέρ του Μαύρου. Για παράδειγμα, οι δύο πρώην Πράσινες. Η Τζεάνε Κάιντε, με τη χαλκόχρωμη επιδερμίδα και το λαιμό κύκνου, φορούσε τα πιο λεπτά και τα πιο κολλητά μεταξωτά φορέματα που έβρισκε —λευκό σήμερα― και έλεγε γελαστά ότι θα αναγκαζόταν να βολευτεί με τις εσθήτες, μιας και δεν υπήρχε τίποτα άλλο στο Τάντσικο που να μπορεί να αιχμαλωτίσει τα ανδρικά βλέμματα. Η Τζεάνε ήταν από το Άραντ Ντόμαν· οι Ντομανές ήταν διαβόητες για τα σκανδαλώδη ρούχα τους. Η Άσνι Ζεράμινι, με μαύρα, γερτά μάτια και κοφτή μυτούλα, φαινόταν συνεσταλμένη μέσα στο ανοιχτό γκρίζο φόρεμά της με το απλό κόψιμο και τον ψηλό λαιμό του, όμως η Λίαντριν την είχε ακούσει αρκετές φορές να λέει ότι είχε μετανιώσει που είχε αφήσει πίσω τους Πρόμαχους της. Κι όσο για τη Ριάνα Αντόμεραν... Μαύρα μαλλιά, με μια κατάλευκη πινελιά πάνω από το αριστερό αφτί της, αγκάλιαζαν ένα πρόσωπο που είχε την παγερή, αλαζονική βεβαιότητα που μόνο οι Λευκές μπορούσαν να επιδείξουν.

«Έχει γίνει», ανακοίνωσε η Λίαντριν. «Ο Τζάιτσιμ Κάριντιν θα μετακινήσει τους Λευκομανδίτες του στο Παλάτι της Πανάρχισσας και θα μας το προστατεύσει. Δεν ξέρει ακόμα ότι θα έχουμε προσκεκλημένους... φυσικά». Είδε μερικές να κάνουν μια γκριμάτσα· μπορεί να είχαν αλλάξει Άτζα, αλλά αυτό δεν είχε αλλάξει τα συναισθήματά τους για τους άντρες που μισούσαν τις γυναίκες που διαβίβαζαν. «Υπάρχει κάτι ενδιαφέρον. Πίστευε ότι ήμουν εκεί για να τον σκοτώσω, επειδή είχε αποτύχει να σκοτώσει τον Ραντ αλ'Θόρ».

«Αυτό δεν βγάζει νόημα», είπε η Άσνι σμίγοντας τα φρύδια. «Πρέπει να τον δεσμεύσουμε, να τον ελέγξουμε, όχι να τον σκοτώσουμε». Ξαφνικά, ξέσπασε σε ένα μαλακό, ήσυχο γέλιο και έγειρε πίσω στην καρέκλα της. «Αν υπάρχει τρόπος να τον ελέγξουμε, δεν θα με πείραζε να τον δεσμεύσω σε μένα. Είναι ένας καλοκαμωμένος νεαρός, από το λίγο που είδα». Η Λίαντριν ξεφύσησε· δεν της άρεσαν καθόλου οι άντρες.

Η Ριάνα κούνησε ανήσυχα το κεφάλι. «Βγάζει νόημα ― άσχημο. Οι διαταγές μας από τον Πύργο ήταν σαφείς, αλλά είναι σαφές ότι ο Κάριντιν έχει διαφορετικές. Δεν μπορώ παρά να εικάσω ότι υπάρχει διχόνοια μεταξύ των Αποδιωγμένων».

«Οι Αποδιωγμένοι», μουρμούρισε η Τζεάνε σταυρώνοντας θυμωμένα τα χέρια και το λευκό μετάξι κόλλησε ακόμα πιο προκλητικά στα στήθη της. «Τι μας ωφελούν οι υποσχέσεις ότι θα κυβερνήσουμε τον κόσμο όταν επιστρέψει ο Μέγας Άρχοντας, αν στο μεταξύ θα έχουμε γίνει λιώμα ανάμεσα σε Πρόμαχους που αντιμάχονται; Πιστεύει καμιά σας ότι μπορούμε να τα βάλουμε μ' αυτούς;»

«Μοιροφωτιά». Η Άσνι κοίταξε ολόγυρα μ' ένα προκλητικό βλέμμα στα μαύρα μάτια της. «Η μοιροφωτιά μπορεί να εξοντώσει ακόμα κι έναν Αποδιωγμένο. Κι έχουμε τα μέσα να την παράγουμε». Ένα τερ'ανγκριάλ, από εκείνα που είχαν πάρει από τον Πύργο, μια ράβδος με ανάγλυφες προεξοχές μήκους ενός βήματος, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί γι' αυτό. Καμία τους δεν ήξερε γιατί είχαν διαταχθεί να το πάρουν, ούτε ακόμα και η ίδια η Λίαντριν. Το ίδιο είχε συμβεί με πολλά τερ'ανγκριάλ, τα είχαν πάρει επειδή έτσι είχαν διαταχθεί, δίχως να δοθεί εξήγηση, όμως κάποιες διαταγές δεν μπορούσες να τις παρακούσεις. Η Λίαντριν ευχήθηκε να είχαν καταφέρει να πάρουν έστω και ένα ανγκριάλ.

Η Τζεάνε ξεφύσησε κοφτά. «Αν μπορεί να το ελέγξει κάποια από μας. Ή μήπως ξεχάσατε ότι παραλίγο να σκοτωθώ στη μία δοκιμή που κάναμε; Κι ότι η θερμότητα του άνοιξε μια τρύπα και στις δύο πλευρές του πλοίου, πριν το σταματήσω; Ωραίες θα ήμασταν αν πνιγόμασταν πριν φτάσουμε στο Τάντσικο».

«Τι χρειαζόμαστε τη μοιροφωτιά;» είπε η Λίαντριν. «Ας έχουμε τον Αναγεννημένο Δράκοντα του χεριού μας και άσε τους Αποδιωγμένους να μην ξέρουν πώς να μας αντιμετωπίσουν». Ξαφνικά αντιλήφθηκε άλλη μια παρουσία στο δωμάτιο. Εκείνη η Γκύλντιν σκούπιζε στη γωνία μια σμιλεμένη καρέκλα με κοντή ράχη. «Τι κάνεις εδώ εσύ;»

«Καθαρίζω». Η γυναίκα με τις μαύρες κοτσίδες ορθώθηκε ανέμελα. «Μου είπες να καθαρίσω».

Η Λίαντριν παραλίγο να τη χτυπήσει με τη Δύναμη. Παραλίγο. Αλλά η Γκύλντιν δεν ήξερε ότι οι γυναίκες αυτές ήταν Άες Σεντάι. Πόσα είχε ακούσει; Τίποτα το σημαντικό. «Θα πας στο μάγειρα», είπε με ψυχρή οργή στη φωνή της, «και θα του πεις να σε δείρει με το λουρί. Δυνατά! Και δεν θα βάλεις μπουκιά στο στόμα αν δεν γίνει το μέρος λαμπίκο». Πάλι. Αυτή η γυναίκα την είχε κάνει πάλι να μιλήσει σαν το λαουτζίκο.

Η Μάριλιν άγγιξε με τη μύτη της τη μουσούδα της γάτας και έδωσε το ζώο στην Γκύλντιν. «Όταν τελειώσει με σένα ο μάγειρας, δώσε στο γατούλη μου ένα πιατάκι κρέμα. Και λίγο από εκείνο το ωραίο αρνάκι. Κόψ' του το ψιλό· του καημενούλη, δεν του έμειναν πολλά δόντια». Η Γκύλντιν την κοίταξε έντονα. «Είναι κάτι που δεν κατάλαβες;» πρόσθεσε η Μάριλιν.

«Κατάλαβα». Η Γκύλντιν, είχε σφίξει το στόμα. Ίσως στο τέλος να καταλάβαινε· ήταν υπηρέτρια, δεν ήταν ίση τους.

Η Λίαντριν περίμενε μια στιγμή όταν έφυγε η γυναίκα με το γατάκι αγκαλιά και ύστερα άνοιξε απότομα μια πόρτα. Η αίθουσα της εισόδου ήταν άδεια. Η Γκύλντιν δεν κρυφάκουγε. Η Λίαντριν δεν την εμπιστευόταν. Αλλά βέβαια δεν υπήρχε και κανένας που να εμπιστεύεται.

«Πρέπει να μας απασχολήσουν αυτά που μας απασχολούν», είπε με σφιγμένη φωνή, καθώς έκλεινε την πόρτα. «Έλντριθ, βρήκες κανένα στοιχείο σ' αυτές τις σελίδες; Έλντριθ;»

Η παχουλή γυναίκα τινάχτηκε έκπληκτη και μετά τις κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Ήταν η πρώτη φορά που σήκωνε το κεφάλι από το διαλυμένο, κίτρινο χειρόγραφο· έδειξε να ξαφνιάζεται βλέποντας τη Λίαντριν. «Τι; Στοιχείο; Α! Όχι. Είναι δύσκολο να μπει κανείς στη Βιβλιοθήκη του Βασιλιά· αν έπαιρνα έστω και μια σελίδα, οι βιβλιοθηκάριοι θα το καταλάβαιναν αμέσως. Αλλά αν τους ξεφορτωθώ, δεν θα μπορώ να βρω τίποτα. Το μέρος είναι σωστός λαβύρινθος. Όχι, αυτό το βρήκα σε ένα βιβλιοπώλη κοντά στο Παλάτι του Βασιλιά. Είναι μια ενδιαφέρουσα πραγματεία για το—»

Η Λίαντριν αγκάλιασε το σαϊντάρ και σκόρπισε τις σελίδες στο πάτωμα. «Αν δεν είναι πραγματεία για το πώς να ελέγξουμε τον Ραντ αλ'Θόρ, ας καεί! Τι έμαθες γι' αυτό που αναζητούμε;»

Η Έλντριθ κοίταξε τις σκόρπιες σελίδες ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. «Να, είναι στο Παλάτι της Πανάρχισσας».

«Αυτό το έμαθες πριν από δυο μέρες».

«Και πρέπει να είναι τερ'ανγκριάλ. Το να ελέγξεις κάποιον που διαβιβάζει απαιτεί τη Δύναμη και εφόσον είναι εξειδικευμένη η χρήση της, αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμαστε τερ'ανγκριάλ. Θα το βρούμε στην αίθουσα των εκθέσεων, ή ίσως στη συλλογή της Πανάρχισσας».

«Κάτι καινούριο, Έλντριθ». Η Λίαντριν πάσχισε και έκανε τη φωνή της να ηχήσει λιγότερο στριγκή. «Βρήκες τίποτα καινούριο; Οτιδήποτε;»

Η στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα ανοιγόκλεισε τα μάτια αβέβαια. «Για να πω την αλήθεια... Όχι».

«Δεν έχει σημασία», είπε η Μάριλιν. «Σε λίγες μέρες, όταν θα έχουν ενθρονίσει την πολυαγαπημένη τους Πανάρχισσα, θα αρχίσουμε την έρευνα και θα το βρούμε, ακόμα κι αν χρειαστεί να ψάξουμε και το τελευταίο καντηλέρι. Είμαστε πολύ κοντά, Λίαντριν. Θα δέσουμε τον Ραντ αλ'Θόρ μ' ένα λουρί και θα τον μάθουμε να κάθεται και να κάνει τούμπες».

«Α, ναι», είπε η Έλντριθ χαμογελώντας ευτυχισμένα. «Με λουρί».

Η Λίαντριν έλπισε να γίνει έτσι. Είχε βαρεθεί να περιμένει, είχε βαρεθεί να κρύβεται. Ήθελε να την μάθει ολόκληρος ο κόσμος. Να γονατίσουν οι άνθρωποι, όπως έλεγε η υπόσχεση που της είχε δοθεί όταν είχε εγκαταλείψει τους παλιούς όρκους για τους καινούριους.


Η Εγκήνιν κατάλαβε ότι δεν ήταν μόνη, αμέσως μόλις μπήκε από την πόρτα της κουζίνας στο μικρό σπίτι της, όμως πέταξε απρόσεχτα τη μάσκα και την τσάντα από γιούτα στο τραπέζι και πλησίασε έναν κουβά νερό, που ήταν πλάι στο τούβλινο τζάκι. Καθώς έσκυβε για να πάρει τη χάλκινη κουτάλα, το δεξί της χέρι χώθηκε σε ένα άνοιγμα πίσω από τον κουβά, στο σημείο που είχε βγάλει δύο τούβλα· σηκώθηκε και γύρισε από την άλλη, κρατώντας μια μικρή βαλλίστρα στο χέρι. Είχε μήκος μόλις τριάντα πόντους, είχε μικρή δύναμη και βεληνεκές, αλλά την είχε πάντα με ένα βέλος στην τεντωμένη χορδή, του οποίου ο σκούρος λεκές στη μυτερή, ατσάλινη αιχμή μπορούσε να σε σκοτώσει μέσα σε μια στιγμή.

Ο άντρας, που έγερνε ανέμελα στη γωνία, δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται τη βαλλίστρα. Είχε ανοιχτόχρωμα μαλλιά και γαλανά μάτια, ήταν μεσήλικας και ομορφούλης, αν και πολύ λιγνός για τα γούστα της. Προφανώς την είχε δει να διασχίζει τη στενή αυλή από το παράθυρο με τα σιδερένια κάγκελα. «Νομίζεις ότι σε απειλώ;» της είπε ύστερα από μια στιγμή.

Εκείνη αναγνώρισε τη γνώριμη προφορά της πατρίδας, αλλά δεν κατέβασε τη βαλλίστρα. «Ποιος είσαι;»

Για απάντηση, εκείνος έχωσε δύο δάχτυλα στο θύλακο της ζώνης του —τελικά μπορούσε να δει― και έβγαλε κάτι μικρό και επίπεδο. Του έκανε νόημα να το αφήσει στο τραπέζι και να κάνει πίσω.

Όταν αυτός ξαναβρέθηκε στη γωνία του, μόνο τότε πλησίασε αυτή και πήρε το αντικείμενο. Χωρίς να στρέψει αλλού το βλέμμα ή τη βαλλίστρα, το ύψωσε για να το κοιτάξει. Ήταν μια μικρή, φιλντισένια πλάκα με χρυσό περίγραμμα, στην οποία ήταν χαραγμένο ένα κοράκι και ένας πύργος. Τα μάτια του κορακιού ήταν από μαύρα ζαφείρια. Ένα κοράκι, σύμβολο της αυτοκρατορικής οικογένειας· ο Πύργος των Κορακιών, σύμβολο της αυτοκρατορικής δικαιοσύνης.

«Κανονικά αυτό θα αρκούσε», του είπε, «αλλά είμαστε μακριά από τη Σωντσάν, σε μια γη όπου το παράδοξο είναι σχεδόν καθημερινό. Τι άλλη απόδειξη μπορείς να μου δώσεις;»

Εκείνος χαμογελώντας σιωπηλά, σαν να το έβρισκε αστείο, έβγαλε το σακάκι, έλυσε τα κορδόνια του πουκάμισού του και γδύθηκε από τη μέση και πάνω. Σε κάθε ώμο είχε ένα τατουάζ που έδειχνε το κοράκι και τον πύργο.

Οι περισσότεροι Αναζητητές της Αλήθειας είχαν και τα κοράκια και τον πύργο, όμως ακόμα και αν κάποιος τολμούσε να κλέψει την πλάκα ενός Αναζητητή, δεν θα σημάδευε έτσι το σώμα του. Το να φοράς τα κοράκια σήμαινε ότι ήσουν ιδιοκτησία της αυτοκρατορικής οικογένειας. Υπήρχε μια παλιά ιστορία για ένα ανόητο αρχοντόπουλο και μια αρχοντοπούλα, που είχαν κάνει το τατουάζ μεθυσμένοι, πριν από περίπου τριακόσια χρόνια. Όταν το έμαθε η τότε Αυτοκράτειρα, τους έφερε στην Αυλή των Εννέα Φεγγαριών και τους έβαλε να σφουγγαρίζουν τα πατώματα. Αυτός εδώ μπορεί να ήταν κάποιος απόγονός τους. Το σημάδι του κορακιού ήταν μόνιμο.

«Ζητώ συγνώμη, Αναζητητή», του είπε αφήνοντας κάτω τη βαλλίστρα. «Τι κάνεις εδώ;» Δεν τον ρώτησε το όνομά του· το όνομα που θα της έδινε μπορεί να ήταν δικό του, μπορεί και όχι.

Αυτός την άφησε να κρατά την πλάκα, ενώ ξαναντυνόταν με την άνεσή του. Μια διακριτική υπενθύμιση. Αυτή ήταν καπετάνισσα πλοίου κι αυτός ιδιοκτησία, μα ήταν επίσης και Αναζητητής· σύμφωνα με το νόμο, μπορούσε να βάλει να την ανακρίνουν, έχοντας ο ίδιος την εξουσία για κάτι τέτοιο. Κατά το νόμο, είχε δικαίωμα να τη στείλει έξω, να αγοράσει το σκοινί που θα την έδενε ενώ θα την ανέκρινε εκεί πέρα και προσδοκούσε απ' αυτή να επιστρέψει μ' αυτό. Να το σκάσεις από έναν Αναζητητή ήταν έγκλημα. Να αρνηθείς να συνεργαστείς με έναν Αναζητητή ήταν έγκλημα. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε περάσει από το νου της να εγκληματήσει, όπως και δεν της είχε περάσει από το νου να προδώσει τον Κρυστάλλινο Θρόνο. Αλλά αν της έκανε λάθος ερωτήσεις, αν απαιτούσε λάθος απαντήσεις... Η βαλλίστρα ήταν ακόμα κοντά και το Καντόριν μακριά. Τρελές σκέψεις. Επικίνδυνες σκέψεις.

«Υπηρετώ την Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ και το Κορίν, για την Αυτοκράτειρα», της είπε. «Ελέγχω την πρόοδο των πρακτόρων που έχει τοποθετήσει σ' αυτές τις χώρες η Υψηλή Αρχόντισσα».

Έλεγχε; Τι να ελεγχθεί, και μάλιστα από έναν Αναζητητή; «Δεν άκουσα τίποτα γι' αυτό από τα πλοία των αγγελιοφόρων». Το χαμόγελό του πλάτυνε και αυτή αναψοκοκκίνισε. Φυσικά, τα πληρώματα δεν θα μιλούσαν για έναν Αναζητητή. Αλλά της απάντησε, ενώ έδενε τα κορδόνια του πουκάμισου του.

«Τα ταξίδια μου δεν πρέπει να θέσουν σε κίνδυνο τα πλοία των αγγελιοφόρων. Μετακινούμαι με τα πλοία ενός ντόπιου λαθρέμπορου, κάποιου ονόματι Μπέυλ Ντόμον. Τα πλοία του πιάνουν παντού στο Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν, καθώς και στα ενδιάμεσα μέρη».

«Ακουστά τον έχω», είπε γαλήνια αυτή. «Είναι όλα εντάξει;»

«Τώρα, ναι. Χαίρομαι που τουλάχιστον εσύ κατάλαβες σωστά τις οδηγίες. Από τους άλλους, μόνο οι Αναζητητές τις κατάλαβαν. Είναι λυπηρό που δεν υπάρχουν κι άλλοι Αναζητητές μεταξύ των Χαϊλέν». Έσιαξε το σακάκι στους ώμους του και πήρε την πλάκα από το χέρι της. «Η επιστροφή των λιποτακτών σουλ'ντάμ είναι ένα θέμα που έχει προκαλέσει αρκετή αμηχανία. Η λιποταξία τους δεν πρέπει να γίνει κοινή γνώση. Είναι προτιμότερο να εξαφανιστούν».

Ο μόνος λόγος που κατάφερε να κρατήσει το πρόσωπό της γαλήνιο, ήταν επειδή είχε κάποιο χρόνο για να σκεφτεί. Της είχαν πει ότι στην πανωλεθρία του Φάλμε κάποιες σουλ'ντάμ είχαν μείνει πίσω. Πιθανόν κάποιες να είχαν λιποτακτήσει. Η εντολή που ι ης είχε δοθεί, την οποία είχε μεταφέρει αυτοπροσώπως η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ, ήταν να επιστρέψει πίσω όποιες έβρισκε, είτε ήθελαν να γυρίσουν, είτε όχι, και αν δεν ήταν δυνατό αυτό, τότε να τις ξεφορτωθεί. Το τελευταίο έμοιαζε να είναι μόνο η ύστατη εναλλακτική λύση. Ως τώρα.

«Δυστυχώς, αυτές οι χώρες δεν ξέρουν το καφ», είπε ενώ καθόταν σε μια καρέκλα στο τραπέζι. «Ακόμα και στο Καντόριν, μόνο το Λίμα έχει ακόμα καφ. Τουλάχιστον έτσι ήταν όταν έφυγα. Ίσως να έχουν φτάσει έκτοτε πλοία με προμήθειες από τη Σωντσάν. Θα αρκεστώ στο τσάι. Φτιάξε μου τσάι».

Παραλίγο να τον πετάξει από την καρέκλα του. Ο άνθρωπος ήταν ιδιοκτησία. Και Αναζητητής. Του έκανε τσάι. Στάθηκε όρθια δίπλα στην καρέκλα του με την τσαγιέρα για να του γεμίζει το φλιτζάνι. Ξαφνιάστηκε που δεν της ζήτησε να βάλει πέπλο και να χορέψει στο τραπέζι.

Στο τέλος της επιτράπηκε να καθίσει, αφού πρώτα έφερε πένα, μελάνι και χαρτί, αλλά μόνο για να σχεδιάσει χάρτες του Τάντσικο και της άμυνάς του, καθώς και για να ζωγραφίσει κάθε άλλη πόλη και χωριό για το οποίο ήξερε το παραμικρό. Κατέγραψε τις διάφορες δυνάμεις στο πεδίο της μάχης, όσα γνώριζε για τον αριθμό της καθεμιάς και ποιους ακολουθούσαν, καθώς και τι είχε συμπεράνει για τη μελλοντική δράση τους.

Όταν τελείωσε, ο άλλος τα έχωσε όλα στην τσέπη του, της είπε να στείλει με το επόμενο πλοίο των αγγελιοφόρων αυτό που είχε μέσα η τσάντα από γιούτα και έφυγε με ένα κεφάτο χαμόγελο, λέγοντας ότι σε μερικές βδομάδες ίσως να ξαναρχόταν για να ελέγξει την πρόοδό της.

Αυτή κάθισε εκεί αρκετή ώρα, όταν εκείνος έφυγε. Όλοι οι χάρτες που είχε ζωγραφίσει, όλοι οι κατάλογοι που είχε κάνει, ήταν στοιχεία τα οποία είχε ήδη στείλει από καιρό με τους αγγελιοφόρους. Το ότι την είχε βάλει να τα ξανακάνει μπροστά στα μάτια του ίσως να ήταν μια τιμωρία, επειδή τον είχε αναγκάσει να της δείξει τα τατουάζ του. Οι Φρουροί της Θανατοφυλακής επεδείκνυαν τα κοράκια τους· οι Αναζητητές το έκαναν σπανίως. Μπορεί να ήταν αυτός ο λόγος. Τουλάχιστον ο Αναζητητής δεν είχε κατέβει στο υπόγειο πριν φτάσει η Εγκήνιν σπίτι της. Ή μήπως είχε κατέβει; Μήπως απλώς την είχε αφήσει να μιλήσει από μόνη της;

Η γερή, σιδερένια κλειδαριά κρεμόταν φαινομενικά άθικτη στην πόρτα του διαδρόμου μετά τη κουζίνα, όμως έλεγαν ότι οι Αναζητητές ήξεραν να ανοίγουν κλειδαριές χωρίς κλειδιά. Έβγαλε το κλειδί από το θύλακο της, άνοιξε την κλειδαριά και κατέβηκε τη στενή σκάλα.

Μια λάμπα σ' ένα ράφι φώτιζε το υπόγειο με το χωμάτινο πάτωμα. Ήταν μονάχα τέσσερις τούβλινοι τοίχοι, που δεν είχαν απολύτως τίποτα που θα μπορούσε να βοηθήσει κάποιον να δραπετεύσει. Στον αέρα πλανιόταν η μυρωδιά του κουβά για τις ακαθαρσίες. Απέναντι από τη λάμπα, μια γυναίκα με βρώμικο φόρεμα καθόταν αποθαρρυμένα σε μερικές τραχιές, μάλλινες κουβέρτες. Σήκωσε το κεφάλι όταν άκουσε τα βήματα της Εγκήνιν και τα μαύρα μάτια της ήταν γεμάτα φόβο και ικεσία. Ήταν η πρώτη σουλ'ντάμ που είχε βρει η Εγκήνιν. Η πρώτη, η μόνη. Η Εγκήνιν σχεδόν είχε σταματήσει να ψάχνει αφότου είχε βρει την Μπέθαμιν. Και από τότε η Μπέθαμιν ήταν στο υπόγειο, ενώ τα πλοία των αγγελιοφόρων έρχονταν και έφευγαν.

«Κατέβηκε κανείς εδώ;» είπε η Εγκήνιν.

«Όχι. Άκουσα βήματα πάνω, αλλά... Όχι». Η Μπέθαμιν άπλωσε τα χέρια. «Σε παρακαλώ, Εγκήνιν. Πρόκειται για λάθος. Δέκα χρόνια με ξέρεις. Βγάλε μου αυτό το πράγμα».

Ένα ασημένιο περιλαίμιο κύκλωνε το λαιμό της, με ένα χοντρό, ασημένιο λουρί, που το σύνδεε με ένα βραχιόλι από το ίδιο μέταλλο, το οποίο ήταν κρεμασμένο σε ένα καρφί περίπου ένα μέτρο πιο πάνω από το κεφάλι της. Είχε γίνει σχεδόν τυχαία, της το είχε φορέσει μόνο για να τη δέσει για λίγες στιγμές. Και τότε η Μπέθαμιν είχε ρίξει κάτω την Εγκήνιν και είχε προσπαθήσει να το σκάσει τρέχοντας.

«Αν μου το φέρεις, θα το βγάλω», είπε θυμωμένη η Εγκήνιν. Ήταν θυμωμένη με πολλά πράγματα, όχι με την Μπέθαμιν. «Φέρε μου εδώ το α'ντάμ και θα σου το βγάλω».

Η Μπέθαμιν ανατρίχιασε, άφησε τα χέρια της να πέσουν. «Είναι λάθος», ψιθύρισε. «Ένα φρικτό λάθος». Αλλά δεν έκανε να πλησιάσει το βραχιόλι. Η πρώτη της απόπειρα να διαφύγει είχε ως αποτέλεσμα να πέσει στο πάτωμα του ισογείου σφαδάζοντας, με φοβερή ναυτία, ενώ η Εγκήνιν είχε μείνει ζαλισμένη.

Οι σουλ'ντάμ έλεγχαν τις νταμέην, τις γυναίκες που διαβίβαζαν, μέσω του α'ντάμ. Αυτές που μπορούσαν να διαβιβάζουν ήταν οι νταμέην, όχι οι σουλ'ντάμ. Όμως το α'ντάμ μπορούσε να ελέγξει μόνο τις γυναίκες που μπορούσαν να διαβιβάζουν. Καμία άλλη γυναίκα κι όχι τους άντρες —οι νεαροί που είχαν αυτή την ικανότητα εκτελούνταν, φυσικά― αλλά μόνο τις γυναίκες που μπορούσαν να διαβιβάζουν. Η γυναίκα που είχε αυτή την ικανότητα και φορούσε το περιλαίμιο δεν μπορούσε να μετακινηθεί πάνω από μερικά βήματα χωρίς να είναι το βραχιόλι στο χέρι μιας σουλ'ντάμ για να ολοκληρωθεί ο δεσμός.

Η Εγκήνιν ένιωθε κατάκοπη καθώς ανέβαινε τη σκάλα και κλείδωνε ξανά την πόρτα. Ήθελε κι αυτή λίγο τσάι, όμως το λίγο που είχε αφήσει ο Αναζητητής είχε κρυώσει και δεν είχε διάθεση να βράσει άλλο. Αντί γι' αυτό, κάθισε κάτω και τράβηξε το α'ντάμ από την τσάντα από γιούτα. Γι' αυτήν, ήταν μόνο ένα καλοφτιαγμένο, αρθρωτό, ασημένιο αντικείμενο· δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει και δεν θα της έκανε κακό, εκτός αν κάποιος τη χτυπούσε μ' αυτό.

Έστω και αυτή η συσχέτιση που έκανε ανάμεσα στον εαυτό της και το α'ντάμ, αρνούμενη την ικανότητά του να την ελέγχει, αρκούσε για να της φέρει ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά. Οι γυναίκες που μπορούσαν να διαβιβάζουν ήταν επικίνδυνα ζώα κι όχι άνθρωποι. Αυτές είχαν Τσακίσει τον Κόσμο. Έπρεπε να ελέγχονται, αλλιώς θα έκαναν τους πάντες ιδιοκτησία τους. Έτσι την είχαν διδάξει, αυτά διδάσκονταν στη Σωντσάν χίλια χρόνια τώρα. Ήταν παράξενο που εδώ δεν φαινόταν να έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Όχι. Ήταν επικίνδυνη, ανόητη αυτή η σκέψη.

Έχωσε το α'ντάμ στην τσάντα και μάζεψε την τσαγιέρα και τα υπόλοιπα, για να καθαρίσει το μυαλό της. Της άρεσε η τάξη και ένιωσε μια μικρή ικανοποίηση τακτοποιώντας την κουζίνα. Πριν το καταλάβει, είχε βάλει να βράσει τσάι για να πιει. Δεν ήθελε να σκέφτεται την Μπέθαμιν· ήταν κι αυτό, επίσης, επικίνδυνο και ανόητο. Κάθισε στο τραπέζι και έβαλε μέλι σε ένα φλιτζάνι τσάι, που το είχε κάνει όσο δυνατότερο μπορούσε. Δεν ήταν καφ, αλλά πινόταν.

Παρά τις αρνήσεις της, παρά τις ικεσίες της, η Μπέθαμιν μπορούσε να διαβιβάσει. Μπορούσαν άραγε και άλλες σουλ'ντάμ; Αυτός ήταν ο λόγος που η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ ήθελε να σκοτωθούν εκείνες που είχαν απομείνει στο Φάλμε; Ήταν αδιανόητο. Ήταν αδύνατο. Οι ετήσιες δοκιμές σε κάθε άκρη της Σωντσάν έβρισκαν όλες τις κοπέλες που είχαν τη σπίθα της διαβίβασης μέσα τους: τις έσβηναν από τους καταλόγους των πολιτών, τις έπαιρναν για να γίνουν νταμέην και τους φορούσαν το περιλαίμιο. Οι ίδιες δοκιμές έβρισκαν και τις κοπέλες που θα μάθαιναν να φορούν το βραχιόλι των σουλ'ντάμ. Καμία γυναίκα δεν ξέφευγε και δοκιμαζόταν κάθε χρόνο, μέχρι να φτάσει στην ηλικία που θα είχε αρχίσει να διαβιβάζει, αν υπήρχε η σπίθα μέσα της. Πώς θα μπορούσε έστω και μία κοπέλα να θεωρηθεί σουλ'ντάμ τη στιγμή που ήταν νταμέην; Αλλά η Μπέθαμιν ήταν στο υπόγειο και το α'ντάμ την κρατούσε σαν άγκυρα.

Ένα ήταν βέβαιο. Οι πιθανότητες που ανοίγονταν εδώ ήταν δυνητικά θανάσιμες. Αυτό το θέμα αφορούσε το Αίμα και τους Αναζητητές. Ίσως ακόμα και τον Κρυστάλλινο Θρόνο. Άραγε η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ θα τολμούσε να κρύψει μια τέτοια γνώση από την Αυτοκράτειρα; Σ' αυτούς τους κύκλους, μια απλή καπετάνισσα πλοίου μπορούσε να πεθάνει ουρλιάζοντας, απλώς και μόνο αν λοξοκοίταζε κάποιον, ή μπορεί να γινόταν ιδιοκτησία κάποιου από καπρίτσιο. Έπρεπε να μάθει κι άλλα, για να έχει έστω και μια ελπίδα να γλιτώσει από το Θάνατο των Δέκα Χιλιάδων Πληγών. Κατ' αρχάς, αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να ξοδέψει κι άλλα χρήματα στον Γκελμπ και τους άλλους γλοιώδεις του σιναφιού του, για να βρει κι άλλες σουλ'ντάμ και να δει αν τις κρατούσε το α'ντάμ. Ύστερα απ' αυτό... Ύστερα απ' αυτό θα καθόταν στην πλώρη και θα αρμένιζε σε αχαρτογράφητες ξέρες χωρίς σκοπό.

Αγγίζοντας τη βαλλίστρα, που ήταν ακόμα εκεί με το θανατηφόρο βέλος της, συνειδητοποίησε ότι και κάτι άλλο ήταν βέβαιο. Δεν θα άφηνε τους Αναζητητές να τη σκοτώσουν. Δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ με μόνο λόγο να κρατήσει ένα μυστικό. Ίσως για κανένα λόγο. Ήταν μια σκέψη ανατριχιαστικά όμοια με προδοσία, όμως δεν έλεγε να φύγει.

Загрузка...