Ο Πέριν διέσχισε το χωριό καλπάζοντας με τον Γοργοπόδη, ενώ η Φάιλε ήταν από κοντά του. Βρήκε τους άντρες της νότιας πλευράς μαζεμένους, να κοιτάνε πέρα από τα καθαρισμένα χωράφια μουρμουρίζοντας, μερικοί με τα τόξα σχεδόν έτοιμα. Δύο άμαξες έφραζαν το κενό που άφηνε ο Παλιός Δρόμος στους μυτερούς πασσάλους. Το κοντινότερο πέτρινο τοιχίο, ενός χωραφιού ταμπάκ, στεκόταν ακόμα στη θέση του, πεντακόσια βήματα πιο πέρα, χωρίς να υπάρχει στο ενδιάμεσο τίποτα ψηλότερο από τη θερισμένη βρώμη· στο έδαφος λίγο πριν από κει φύτρωναν βέλη σαν αγριόχορτα. Στο βάθος υψώνονταν καπνοί, πάνω από δέκα μαύρες στήλες, μερικές τόσο πλατιές που θα μπορούσαν να είναι χωράφια που καίγονταν.
Ο Τσεν Μπούι ήταν εκεί, όπως κι ο Χάρι με τον Νταρλ Κόπλιν. Ο Μπίλι Κόνγκαρ είχε το ένα χέρι του γύρω από τον ώμο του ξάδελφού του, του Γουίτ, του κοκαλιάρη συζύγου της Νταίζε, ο οποίος, κρίνοντας από την έκφραση του, ευχόταν να μην ανάσαινε ο Μπίλι στα μούτρα του. Κανείς δεν μύριζε φόβο, μόνο έξαψη. Και ο Μπίλι μπύρα. Τουλάχιστον δέκα άντρες ταυτοχρόνως προσπάθησαν να του πουν τι είχε συμβεί· μερικοί πιο μεγαλόφωνα από άλλους.
«Οι Τρόλοκ μας δοκίμασαν κι εδώ», φώναξε ο Χάρι Κόπλιν, «αλλά τους δώσαμε και κατάλαβαν, έτσι δεν είναι;» Μουρμουρητά συμφωνίας ακούστηκαν, όμως άλλοι τόσοι ήταν κι εκείνοι που κοιτάχτηκαν με αμφιβολία και σάλεψαν τα πόδια τους.
«Έχουμε κι εδώ μερικούς ήρωες», είπε ο Νταρλ με δυνατή, τραχιά φωνή. «Δεν είστε μόνο εσείς εκεί στο δάσος». Ήταν πιο μεγαλόσωμος από τον αδελφό του, αλλά είχε το ίδιο στενό πρόσωπο, σαν νυφίτσα, όπως κι όλοι οι Κόπλιν, καθώς και το ίδιο σφιχτό στόμα, σαν μόλις να είχε δαγκώσει άγουρη τραπεζωνιά. Κάποια στιγμή, που του φάνηκε ότι ο Πέριν δεν τον κοίταζε, του έριξε μια κακεντρεχή ματιά. Τα λόγια του δεν σήμαιναν ότι ήθελε να βρισκόταν στο Δυτικό Δάσος· ο Νταρλ, ο Χάρι και οι πιο πολλοί συγγενείς τους συνήθως έβλεπαν τον εαυτό τους αδικημένο, όποια κι αν ήταν κατάσταση.
«Να πιούμε να το γιορτάσουμε!» δήλωσε ο γερο-Μπίλι και μούτρωσε βλέποντας ότι κανένας δεν τον υποστήριζε.
Ένα κεφάλι υψώθηκε πίσω από το μακρινό τοιχίο και έσκυψε ξανά βιαστικά, όμως ο Πέριν πρόφτασε να δει ένα λαμπερό κίτρινο σακάκι. «Δεν είναι Τρόλοκ», μούγκρισε αηδιασμένος. «Είναι Μάστορες! Σημαδεύατε τους Τουάθα'αν. Πάρτε από τη μέση αυτές τις άμαξες». Στάθηκε στους αναβολείς και έκανε τα χέρια χωνί μπροστά στο στόμα του. «Ελάτε!» φώναξε. «Όλα είναι εντάξει! Κανένας δεν θα σας πειράξει! Είπα να πάρετε τις άμαξες», είπε επιτιμητικά στους άντρες που στέκονταν γύρω του και τον κοίταζαν. Είχαν περάσει τους Μάστορες για Τρόλοκ! «Και πάτε να μαζέψετε τα βέλη σας· κάποια στιγμή θα τα χρειαστείτε στ' αλήθεια». Κάποιοι τον υπάκουσαν αργά. «Κανείς δεν θα σας πειράξει! Όλα είναι εντάξει! Ελάτε!» ξαναφώναξε αυτός. Οι άμαξες κύλησαν δεξιά κι αριστερά τρίζοντας, καθώς οι τροχοί ήθελαν λάδωμα.
Μερικοί Τουάθα'αν με φανταχτερά ρούχα πέρασαν το τοιχίο και ύστερα ακολούθησαν μερικοί ακόμα, και ξεκίνησαν προς το χωριό με βιαστικά, διστακτικά και πονεμένα βήματα, σαν να φοβούνταν αυτό που τους περίμενε μπροστά, όσο και αυτό που βρισκόταν πίσω τους. Μαζεύτηκαν κοντά όταν είδαν ανθρώπους να έρχονται τρέχοντας από το χωριό, έτοιμοι να γυρίσουν πίσω, ακόμα κι όταν οι Δυποταμίτες τους προσπέρασαν γοργά, κοιτάζοντάς τους με περιέργεια, πριν αρχίσουν να βγάζουν τα βέλη από το χώμα. Αλλά μετά συνέχισαν με ασταθή βήματα.
Ο Πέριν ένιωσε τα σωθικά του να παγώνουν. Ήταν περίπου είκοσι άντρες και γυναίκες, που μερικές κουβαλούσαν μικρά παιδιά, ενώ ήταν κι άλλα, μεγαλύτερα, που έτρεχαν μαζί τους· τα φωτεινά ρούχα ήταν σχισμένα και κατασκονιομένα, ενώ μερικά ήταν λεκιασμένα με αίμα, όπως διαπίστωσε καθώς πλησίαζαν. Αυτοί ήταν όλοι ― από πόσα άτομα που ήταν συνολικά στο καραβάνι; Τουλάχιστον ήταν εκεί ο Ράεν, που έσερνε τα πόδια του, σαν να ήταν μισοζαλισμένος, καθώς τον οδηγούσε η Ίλα, που η μια πλευρά του προσώπου της ήταν μια σκούρα, πρησμένη μελανάδα. Τουλάχιστον είχαν επιζήσει.
Λίγο πριν από το άνοιγμα, οι Τουάθα'αν σταμάτησαν, κοιτώντας αβέβαια τους μυτερούς πασσάλους και το πλήθος των οπλισμένων ανθρώπων. Κάποια παιδιά σφιχταγκάλιασαν τους μεγάλους και έκρυψαν τα πρόσωπά τους. Μύριζαν φόβο, τρόμο. Η Φάιλε πήδηξε κάτω και έτρεξε να τους βρει, αλλά παρ' όλο που η Ίλα την αγκάλιασε, δεν έκανε βήμα για να πλησιάσει περισσότερο. Η μεγάλη γυναίκα έμοιαζε να βρίσκει παρηγοριά από τη μικρή.
«Δεν θα σας πειράξουμε», είπε ο Πέριν. Έπρεπε να τους αναγκάσω να έρθουν. Που να με κάψει το Φως, έπρεπε να τους αναγκάσω! «Σας καλωσορίζουμε στις φωτιές μας».
«Μάστορες». Ο Χάρι στράβωσε το στόμα περιφρονητικά. «Τι να τους κάνουμε ένα τσούρμο κλεφταράδες Μάστορες; Σε γδύνουν και σ' αφήνουν μόνο με τα ασπρόρουχα».
Ο Νταρλ άνοιξε το στόμα, σίγουρα για να υποστηρίξει τον αδελφό του, όμως πριν μιλήσει, κάποιος από το πλήθος του απάντησε δυνατά. «Το ίδιο κι εσύ, Χάρι! Κι εσύ, μάλιστα, τα παίρνεις κι αυτά!» Τα αραιά γέλια έκαναν τον Νταρλ να κλείσει απότομα το στόμα. Δεν ήταν πολλοί αυτοί που γέλασαν· ακόμα κι αυτοί, όμως, κοίταζαν τους εξαθλιωμένους Τουάθα'αν και χαμήλωναν το βλέμμα με αμηχανία.
«Ο Χάρι έχει δίκιο!» φώναξε η Νταίζε Κόνγκαρ, περνώντας με βία, σπρώχνοντας τους άντρες για να ανοίξει δρόμο. «Οι Μάστορες κλέβουν κι όχι μόνο πράγματα! Κλέβουν παιδιά!» Έφτασε στον Τσεν Μπούι και κούνησε κάτω από τη μύτη του ένα χοντρό δάχτυλο. Εκείνος οπισθοχώρησε όσο μπορούσε μέσα στο στριμωξίδι· τον ξεπερνούσε κατά ένα κεφάλι και ήταν μιάμιση φορά βαρύτερή του. «Είσαι στο Συμβούλιο του Χωριού, αλλά αν δεν θέλεις ν' ακούσεις τη Σοφία, θα βάλω να μιλήσει ο Κύκλος των Γυναικών και θα το αναλάβουμε εμείς». Κάποιοι άντρες ένευσαν μουρμουρίζοντας.
Ο Τσεν έξυσε τα αραιά μαλλιά του, λοξοκοιτάζοντας τη Σοφία. «Ααα... ναι... κοίτα, Πέριν», είπε αργά με τη βραχνή, τσιριχτή φωνή του, «ακούγονται πολλά για τους Μάστορες, ξέρεις, κα —» Σταμάτησε, καθώς ο Πέριν έστριβε τον Γοργοπόδη για να αντικρίσει τους Δυποταμίτες.
Πολλοί σκόρπισαν μπροστά στο καφετί και γκρίζο άτι, όμως ο Πέριν δεν έδωσε σημασία. «Δεν διώχνουμε κανέναν», είπε με ένταση στη φωνή. «Κανέναν! Ή μήπως θέλετε να στείλετε παιδιά στους Τρόλοκ;» Ένα από τα παιδιά των Τουάθα'αν ξέσπασε σε γοερά κλάματα κι ο Πέριν ευχήθηκε να μην το είχε πει αυτό, όμως ο Τσεν κοκκίνισε σαν παντζάρι, ακόμα και η Νταίζε φάνηκε να μαζεύεται κάπως.
«Φυσικά και θα τους δεχτούμε», είπε μουτρωμένος ο καλαμοτεχνίτης. Γύρισε προς την Νταίζε, κορδωμένος σαν κόκορας που πήγαινε να τα βάλει με μαστίφ. «Και αν θέλεις να ανακατέψεις τον Κύκλο των Γυναικών, το Συμβούλιο του Χωριού θα σας δώσει να καταλάβετε! Έλα και θα δεις!»
«Δεν έχεις κουκούτσι μυαλό, Τσεν Μπούι», ξεφύσησε η Νταίζε. «Λες να σας αφήσουμε να στείλετε παιδιά εκεί έξω, στους Τρόλοκ;» Ο Τσεν ανοιγόκλεισε το στόμα οργισμένος, όμως πριν προλάβει να πει λέξη, η Νταίζε έφερε το χέρι στο στενό του στέρνο και τον έσπρωξε στην άκρη. Φόρεσε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της, πλησίασε τους Τουάθα'αν και αγκάλιασε παρηγορητικά με το ένα χέρι την Ίλα. «Έλα μαζί μου, να σας βάλω να κάνετε ζεστό μπάνιο και να ξεκουραστείτε κάπου. Όλα τα σπίτια είναι γεμάτα, αλλά θα βρούμε μέρος για όλους. Ελάτε».
Η Μάριν αλ'Βέρ ήρθε τρέχοντας από το πλήθος, όπως και η Άλσμπετ Λούχαν, η Νάτι Κώθον, η Νέυσα Αγιέλιν και άλλες γυναίκες· μάζεψαν τα παιδιά και αγκάλιασαν τις γυναίκες των Τουάθα'αν, προτρέποντας τες να έρθουν και μαλώνοντας τους άντρες των Δυο Ποταμών για να ανοίξουν δρόμο. Όχι ότι τώρα διαμαρτυρόταν κανένας· απλώς δεν μπορούσαν να ανοίξουν αμέσως ένα πέρασμα σε τέτοιο στριμωξίδι.
Η Φάιλε κοίταξε θαυμάζοντας τον Πέριν, αυτός όμως κούνησε το κεφάλι. Δεν ήταν θέμα τα'βίρεν· μπορεί καμιά φορά να χρειαζόταν να δείξεις το σωστό δρόμο στους Δυποταμίτες, αλλά δεν ήθελαν πολύ για να τον ακολουθήσουν. Ακόμα και ο Χάρι Κόπλιν, καθώς έβλεπε να φέρνουν τους Μάστορες, δεν είχε την ίδια ξινισμένη έκφραση με πριν. Δεν ήταν τόσο ξινισμένη, για την ακρίβεια. Ε, θαύματα δεν γίνονταν.
Καθώς ο Ράεν περνούσε με κόπο δίπλα από τον Πέριν, τον κοίταξε ζαλισμένα. «Η Οδός του Φύλλου είναι η σωστή οδός. Όλα πεθαίνουν την προορισμένη ώρα τους και... Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα». Η φωνή του έσβησε, σαν να μη θυμόταν τι ήθελε να πει.
«Ήρθαν χθες το βράδυ», είπε η Ίλα, χωρίς να αρθρώνει καλά τα λόγια εξαιτίας του πρησμένου προσώπου της. Τα μάτια της είχαν μια γυαλάδα σαν του συζύγου της. «Τα σκυλιά ίσως να μας είχαν βοηθήσει να το σκάσουμε, αλλά τα Τέκνα έχουν σκοτώσει όλα τα σκυλιά και... Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα». Πίσω της, ο Άραμ ριγούσε μέσα στο κίτρινο ριγέ σακάκι του, κοιτώντας τους ένοπλους άντρες. Τώρα κι άλλα παιδιά των Μαστόρων είχαν βάλει τα κλάματα.
Ο Πέριν κοίταξε συνοφρυωμένος τους καπνούς που υψώνονταν προς το νότο. Έστριψε στη σέλα και είδε κι άλλους στο βορρά και ανατολικά. Ακόμα κι αν οι περισσότεροι προέρχονταν από σπίτια που είχαν ήδη εγκαταλειφθεί, φαινόταν ότι οι Τρόλοκ ήταν πολυάσχολοι όλη τη νύχτα. Πόσοι θα χρειάζονταν για να βάλουν τόσες φωτιές, ακόμα κι αν το μόνο που έκαναν ήταν να τρέχουν από τη μια φάρμα στην άλλη και μόνο να πετούν έναν πυρσό σε ένα άδειο σπίτι ή σε ένα αφύλαχτο χωράφι; Μπορεί ίσοι στον αριθμό με αυτούς που είχαν σκοτώσει οι Δυποταμίτες σήμερα. Τι σήμαινε αυτό για τις δυνάμεις των Τρόλοκ που ήταν ήδη στους Δύο Ποταμούς; Δεν φαινόταν δυνατό να τα είχε κάνει αυτά μια ομάδα, να κάψει όλα αυτά τα σπίτια και να καταστρέψει και το καραβάνι των Ταξιδιωτών.
Κοιτώντας τους Τουάθα'αν, που τους έπαιρναν οι άλλοι, ένιωσε να τον σουβλίζει η ντροπή. Εκείνοι είχαν χάσει συγγενείς και φίλους χθες το βράδυ, ενώ τώρα αυτός συλλογιζόταν ψυχρά αριθμούς. Άκουγε μερικούς ανθρώπους να μουρμουρίζουν, προσπαθώντας να βρουν ποιος καπνός έβγαινε από ποιου το αγρόκτημα. Για όλους αυτούς οι φωτιές σήμαιναν πραγματικές απώλειες, ζωές που έπρεπε να ξαναφτιαχτούν, αν ήταν δυνατόν, όχι αριθμούς. Ήταν άχρηστος εδώ. Τώρα, που η Φάιλε ήταν απασχολημένη με τους Μάστορες, ήταν η ώρα να φύγει για να βρει τον Λόιαλ και τον Γκαούλ.
Ο αφέντης Λούχαν, με γιλέκο σιδερά και μακριά, δερμάτινη ποδιά, έπιασε το χαλινάρι του Γοργοπόδη. «Πέριν, πρέπει να με βοηθήσεις. Οι Πρόμαχοι θέλουν να φτιάξω εξαρτήματα και για άλλους καταπέλτες. Αλλά παράλληλα, είκοσι άνθρωποι βρήκαν κομμάτια από πανοπλίες που είχαν κρατήσει οι παππούδες των παππούδων τους, όταν ήταν σωματοφύλακες κάποιου εμπόρου, και τώρα μου τρώνε τα αφτιά να τα επισκευάσω».
«Θα ήθελα να σου δώσω ένα χέρι», είπε ο Πέριν, «αλλά έχω να κάνω κάτι άλλο. Εξάλλου, θα ήμουν λιγάκι σκουριασμένος. Δεν δούλεψα πολύ σε σιδηρουργείο πέρυσι».
«Φως μου, δεν εννοούσα αυτό. Δεν λέω να πιάσεις το σφυρί». Ο σιδεράς φαινόταν κατάπληκτος. «Κάθε φορά τα λέω σ' αυτούς τους κοκορόμυαλους, τους ξαποστέλνω και δέκα λεπτά μετά ξαναγυρνάνε, για να μου πουν τα ίδια πράγματα με άλλα λόγια. Δεν μπορώ να δουλέψω. Εσένα θα σε ακούσουν».
Ο Πέριν αμφέβαλλε, εφόσον δεν είχαν ακούσει τον αφέντη Λούχαν. Πέρα από το να ανήκει στο Συμβούλιο του Χωριού, ο Χάραλ Λούχαν ήταν τόσο σωματώδης, που μπορούσε να πιάσει σχεδόν τον καθένα στους Δύο Ποταμούς και να τον πετάξει παραπέρα. Εντούτοις, πήγε στο αυτοσχέδιο καμίνι που είχε κάνει ο αφέντης Λούχαν, κάτω από μια βιαστικά φτιαγμένη παράγκα, ανοιχτή στο πλάι, στο Δημόσιο Λιβάδι. Έξι άντρες ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από τα αμόνια που είχαν καταφέρει να περισώσουν από το σιδηρουργείο του, το οποίο είχαν κάψει οι Λευκομανδίτες, και ένας άλλος δούλευε την πλατιά, δερμάτινη φυσούνα, ώσπου ο σιδεράς τον έδιωξε με μια φωνή. Όταν ο Πέριν τους είπε να φύγουν, αυτοί έφυγαν, προς μεγάλη του έκπληξη, χωρίς κανένα κήρυγμα που να τους παρασύρει στο σχέδιο ενός τα'βίρεν, απλώς με μια απλή δήλωση ότι ο αφέντης Λούχαν είχε δουλειά. Σίγουρα ο σιδεράς μπορούσε να κάνει το ίδιο και μόνος του, όμως έσφιξε το χέρι του Πέριν και τον ευχαρίστησε διαχυτικά, πριν πιάσει ξανά δουλειά.
Ο Πέριν έσκυψε από τη σέλα και έπιασε έναν από τον ώμο, ένα φαλακρό αγρότη ονόματι Γκετ Έλντιν, και του ζήτησε να μείνει και να διώχνει όποιον άλλο ερχόταν να ενοχλήσει τον αφέντη Λούχαν. Ο Γκετ πρέπει να είχε τα τριπλά του χρόνια, αλλά ο άντρας με το τραχύ, ρυτιδιασμένο πρόσωπο ένευσε και πήρε θέση κοντά στον Χάραλ, του οποίου το σφυρί κουδούνιζε πάνω στο καυτό σίδερο. Τώρα μπορούσε να φύγει, πριν ξεπροβάλει η Φάιλε.
Πριν προλάβει καν να γυρίσει τον Γοργοπόδη, εμφανίστηκε ο Μπραν, με το δόρυ στον ώμο και το ατσάλινο κράνος κάτω από το στιβαρό του μπράτσο. «Πέριν, πρέπει να βρεθεί ένας γρηγορότερος τρόπος για να φέρουμε τους βοσκούς πίσω, αν δεχτούμε πάλι επίθεση. Ίσως αν στέλνουμε τους πιο γρήγορους δρομείς στο χωριό. Ο Άμπελ δεν μπόρεσε να φέρει ούτε τους μισούς, πριν βγουν από το δάσος οι Τρόλοκ».
Αυτό λύθηκε εύκολα, ο Πέριν απλώς θυμήθηκε μια παλιά σάλπιγγα, μαυρισμένη από τον καιρό, την οποία είχε κρεμασμένη ο Τσεν Μπούι στον τοίχο του και κανόνισαν ένα σινιάλο με τρία μακριά σαλπίσματα, που μπορούσε να τα ακούσει και ο πιο απομακρυσμένος βοσκός. Μετά πέρασαν σε σινιάλα για άλλα πράγματα, φυσικά, όπως το πώς να στείλουν τους πάντες στα πόστα τους, αν αναμενόταν επίθεση. Κι αυτό οδήγησε στο πώς θα ήξεραν πότε περίμεναν επίθεση. Η Μπάιν, η Τσιάντ και οι Πρόμαχοι αποδείχτηκαν κάτι παραπάνω από πρόθυμοι να εκτελούν ανιχνεύσεις, όμως οι τέσσερις τους ήταν κάθε άλλο παρά αρκετοί κι έτσι χρειάστηκε να βρεθούν καλοί δασόβιοι και ιχνηλάτες, όπως και άλογα γι' αυτούς, για να μπορέσουν να φτάσουν στο Πεδίο του Έμοντ πριν από τους Τρόλοκ που θα εντόπιζαν.
Έπειτα έπρεπε να τακτοποιήσει το ζήτημα με τον Μπιούελ Ντώτρυ. Ο ασπρομάλλης κατασκευαστής βελών, με μια μύτη σουβλερή σαν πλατιά αιχμή, ήξερε πολύ καλά ότι οι περισσότεροι αγρότες συνήθως έφτιαχναν μόνοι τα βέλη τους, όμως αρνιόταν ακλόνητα να δεχτεί βοήθεια εδώ στο χωριό, λες και μπορούσε να γεμίσει όλες τις φαρέτρες μόνος του. Ο Πέριν δεν κατάλαβε ούτε ο ίδιος πώς καταπράυνε τα νεύρα του Μπιούελ, όμως με κάποιον τρόπο, όταν έφυγε, ο άλλος δίδασκε χαρούμενος μια ομάδα αγοριών να δένουν και να κολλάνε φτερά χήνας στην άκρη του βέλους.
Ο Έντουαρντ Κάντγουιν, ο στιβαρός βαρελάς, είχε διαφορετικό πρόβλημα. Με τόσους ανθρώπους να θέλουν νερό, έπρεπε να φτιάξει τόσο πολλούς κουβάδες και βαρέλια, που θα έκανε βδομάδες για να περάσει τα τσέρκια μόνος του. Δεν άργησαν να βρεθούν άνθρωποι τους οποίους εμπιστευόταν, τουλάχιστον για να πλανίζουν τις βαρελοσανίδες, όμως ολοένα και περισσότεροι έρχονταν με ερωτήσεις και προβλήματα, στα οποία νόμιζαν ότι μόνο ο Πέριν είχε τις απαντήσεις, από το πού να κάψουν τους νεκρούς Τρόλοκ, ως το αν ήταν ασφαλές να γυρίσουν στα αγροκτήματά τους για να σώσουν ό,τι μπορούσαν. Σ' αυτό το τελευταίο απαντούσε μ' ένα κατηγορηματικό όχι, όποτε το ρωτούσαν —και το ρωτούσαν πιο συχνά από κάθε τι άλλο, άντρες και γυναίκες που κοίταζαν συνοφρυωμένοι τους καπνούς να υψώνονται εκεί έξω― αλλά τις περισσότερες φορές ρωτούσε τους ίδιους ποια ήταν η καλύτερη λύση κατά τη γνώμη τους και μετά τους έλεγε να την εφαρμόσουν. Σπανίως χρειαζόταν να βρει απάντηση ο ίδιος· ο άνθρωποι ήξεραν τι να κάνουν, απλώς τους είχε μπει στο νου αυτή η χαζή ιδέα ότι έπρεπε να τον ρωτήσουν.
Ο Ντάνιλ, ο Μπαν και οι άλλοι τον βρήκαν και επέμεναν να τον ουνοδεύουν με τα άλογα ολόγυρα, κρατώντας εκείνο το λάβαρο, λες και δεν έφτανε το μεγάλο στο Δημόσιο Λιβάδι, ώσπου στο τέλος τους έστειλε να φυλάνε τους άντρες που είχαν ξαναρχίσει να κόβουν δέντρα στο Δυτικό Δάσος. Απ' ό,τι φαινόταν, ο Ταμ τους είχε πει μια ιστορία για κάποιους που λέγονταν Σύντροφοι, στο Ίλιαν, στρατιώτες που ακολουθούσαν το στρατηγό του Ιλιανού στρατού και ρίχνονταν όπου η μάχη ήταν πιο αιματηρή. Ο Ταμ, αν ήταν δυνατόν! Τουλάχιστον, όμως, είχε ξεφορτωθεί το λάβαρο από πίσω του. Ο Πέριν ένιωθε γελοίος με εκείνο το πράγμα να τον ακολουθεί κατά πόδας.
Το πρωινό ήταν προχωρημένο όταν ήρθε ο Λουκ με τ' άλογό του, χρυσομάλλης και αλαζόνας, νεύοντας ελαφρά για να απαντήσει στις λίγες ζητωκραυγές, αν και του Πέριν του φαινόταν μυστήριος ο λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να θέλει κάποιος να τον ζητωκραυγάσει. Έφερε μαζί του ένα τρόπαιο, το οποίο έβγαλε από ένα δερμάτινο σάκο και το έστησε σε έναν πάσσαλο στην άκρη του Δημοσίου Λιβαδιού, ώστε να το χαζεύει όλος ο κόσμος. Το ανόφθαλμο κεφάλι ενός Μυρντράαλ. Ο Λουκ ήταν αρκετά σεμνός, μ' ένα συγκαταβατικό τρόπο, όμως άφησε να του ξεφύγει ότι είχε σκοτώσει τον Μυρντράαλ όταν είχε ανταμώσει μια ομάδα Τρόλοκ. Μια κουστωδία θαυμαστών του τον πήρε να δει τη σκηνή της μάχης —έτσι την αποκαλούσαν― όπου είχαν βάλει άλογα να σέρνουν Τρόλοκ σε μεγάλες πυρές, οι οποίες ήδη σήκωναν στήλες μαύρου καπνού. Ο Λουκ με τη σειρά του θαύμασε όλα τούτα, όπως άρμοζε, και μόνο σε ένα-δυο πράγματα κριτικάρισε στον τρόπο που είχε οργανώσει ο Πέριν τους άντρες του· έτσι του είχαν πει οι Δυποταμίτες, ότι ο Πέριν τους είχε παρατάξει όλους και έδινε διαταγές, κάτι που βεβαίως δεν είχε συμβεί καθόλου έτσι.
Ο Λουκ χάρισε ένα πατερναλιστικό, επιδοκιμαστικό χαμόγελο στον Πέριν. «Μια χαρά τα πήγες, αγόρι μου. Ήσουν τυχερός, φυσικά, αλλά υπάρχει και η τύχη των αρχαρίων, μην το ξεχνάμε».
Όταν έφυγε για το δωμάτιό του, στο Πανδοχείο της Οινοπηγής, ο Πέριν έβαλε να κατεβάσουν και να θάψουν το κεφάλι. Δεν ήταν κάτι που έπρεπε να βλέπει ο κόσμος, και ειδικά τα παιδιά.
Οι ερωτήσεις συνεχίζονταν καθώς η μέρα περνούσε, ώσπου ξαφνικά ο Πέριν κατάλαβε ότι ο ήλιος έστεκε ίσια ψηλά, ότι δεν είχε φάει τίποτα και ότι το στομάχι του τον προειδοποιούσε με μεγάλη σαφήνεια. «Κυρά αλ'Κάαρ», είπε κουρασμένα στη γυναίκα με το μακρουλό πρόσωπο που στεκόταν δίπλα στον αναβολέα του, «φαντάζομαι ότι τα παιδιά μπορούν να παίζουν παντού, αρκεί να τα προσέχει κάποιος, ώστε να μην πάνε πέρα από τα τελευταία σπίτια. Μα το Φως, γυναίκα, το ξέρεις καλά αυτό. Ξέρεις από παιδιά πολύ περισσότερα από όσα εγώ! Αν δεν ξέρεις, πώς κατάφερες να μεγαλώσει τέσσερα δικά σου;» Το μικρότερό της ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερο από τον Πέριν!
Η Νέλα αλ'Κάαρ έσμιξε τα φρύδια και τίναξε το κεφάλι, κάνοντας την γκρίζα πλεξούδα της να κουνηθεί πέρα-δώθε. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι θα τον κατσάδιαζε που της είχε μιλήσει έτσι. Ευχήθηκε να το έκανε, θα ήταν μια αλλαγή ύστερα απ' όλους αυτούς εδώ, που ήθελαν να μάθουν τι κατά τη γνώμη του έπρεπε να γίνει. «Πώς δεν ξέρω από παιδιά», του είπε. «Ήθελα μόνο να ξέρω σίγουρα ότι θα γίνει όπως το θες. Αυτό θα κάνουμε λοιπόν».
Αυτός αναστέναζε και περίμενε να γυρίσει την πλάτη της, πριν στρίψει τον Γοργοπόδη προς το Πανδοχείο της Οινοπηγής. Δυο-τρεις φωνές τον κάλεσαν, αλλά αρνήθηκε να τις ακούσει. Θα γινόταν όπως το ήθελε. Τι είχαν πάθει αυτοί οι άνθρωποι; Ο κόσμος στους Δύο Ποταμούς δεν ήταν έτσι. Οι κάτοικοι του Πεδίου του Έμοντ σίγουρα όχι. Ήθελαν να έχουν λόγο στα πάντα. Οι διαφωνίες ενώπιον του Συμβουλίου του Χωριού και ενώπιον του Κύκλου των Γυναικών έπρεπε να καταλήξουν σε γρονθοκοπήματα γιο να θεωρηθούν άξιες σχολιασμού. Και μπορεί οι γυναίκες του Κύκλου των Γυναικών να νόμιζαν ότι ήταν διακριτικές στις υποθέσεις τους, όμως όλοι οι άντρες ήξεραν τι σήμαινε όταν μια γυναίκα προχωρούσε με το στόμα σφιγμένο και την πλεξούδα τεντωμένη, σαν ουρά θυμωμένης γάτας.
Τι θέλω; σκέφτηκε θυμωμένα. Αυτό που θέλω είναι κάτι να φάω, καθώς και κάποιο μέρος που να μη μου παίρνουν τα αφτιά. Ξεπέζεψε μπροστά στο πανδοχείο, παραπάτησε και σκέφτηκε ότι έπρεπε να προσθέσει ένα κρεβάτι σ' αυτή τη σύντομη λίστα. Ακόμα ήταν μεσημέρι, ο Γοργοπόδης είχε κάνει όλη τη δουλειά και παρ' όλα αυτά ένιωθε κατάκοπος. Ίσως, τελικά, η Φάιλε να είχε δίκιο. Ίσως να ήταν κακή ιδέα να ακολουθήσει τον Λόιαλ και τον Γκαούλ.
Όταν μπήκε στην κοινή αίθουσα, η κυρά αλ'Βέρ του έριξε μια ματιά και σχεδόν τον έσπρωξε σε μια καρέκλα, χαμογελώντας μητρικά. «Ας μη δώσεις άλλες διαταγές για λίγη ώρα», του είπε σταθερά. «Το Πεδίο του Έμοντ μπορεί να αντέξει μια ώρα μόνο του, μέχρι να φας ένα πιάτο φαΐ». Έφυγε πριν προλάβει να της πει ότι το Πεδίο του Έμοντ μπορούσε να επιζήσει μια χαρά χωρίς αυτός να είναι καθόλου εκεί.
Η αίθουσα ήταν σχεδόν άδεια. Η Νάτι Κώθον καθόταν σ' ένα τραπέζι, τυλίγοντας επιδέσμους και βάζοντάς τους σε μια στοίβα μπροστά της, αλλά επίσης είχε το νου της στις κόρες της, στην άλλη άκρη του δωματίου, παρ' όλο που και οι δύο ήταν αρκετά μεγάλες ώστε να έχουν τα μαλλιά τους πλεξούδα. Ο λόγος ήταν απλός. Η Μποντ και η Έλντριν κάθονταν δεξιά κι αριστερά του Άραμ και παρότρυναν τον Μάστορα να φάει. Τον τάιζαν, για την ακρίβεια, και μάλιστα του σκούπιζαν και το πηγούνι. Έτσι που του χαμογελούσαν, ο Πέριν ξαφνιάστηκε που η Νάτι δεν ήταν στο τραπέζι μαζί τους, κι ας είχαν πλεξούδες. Το νεαρό μάλλον θα μπορούσε να τον πει κάποιος όμορφο· ίσως να ήταν πιο όμορφος από τον Γουίλ αλ'Σήν. Η Μποντ και η Έλντριν έδειχναν να το πιστεύουν. Όσο για τον Άραμ, ανταπέδιδε μερικά χαμόγελα —ήταν τροφαντά κοριτσόπουλα· μόνο τυφλός δεν θα το πρόσεχε και ο Πέριν ήταν σίγουρος ότι ο Άραμ δεν ήταν τυφλός μπροστά σε μια ωραία κοπέλα― αλλά δεν κατάπινε μπουκιά δίχως να κοιτάξει τα δόρατα και τις αυτοσχέδιες λόγχες στους τοίχους. Για έναν Τουάθα’αν, αυτό πρέπει να ήταν φρικτό θέαμα.
«Η κυρά αλ'Βέρ είπε ότι βαρέθηκες τελικά τη σέλα σου», είπε η Φάιλε βγαίνοντας από την πόρτα της κουζίνας. Ήταν παράξενο, αλλά φορούσε μια μακριά, λευκή ποδιά, σαν της Μάριν· είχε ανεβάσει τα μανίκια πάνω από τους αγκώνες και είχε αλεύρι στα χέρια. Σαν να το είχε μόλις συνειδητοποιήσει, έβγαλε αμέσως την ποδιά, σκούπισε βιαστικά τα χέρια και την άφησε στη ράχη μιας καρέκλας. «Πρώτη φορά ψήνω κάτι», είπε κατεβάζοντας τα μανίκια καθώς τον πλησίαζε. «Έχει πλάκα να ζυμώνεις. Ίσως θελήσω να το ξανακάνω κάποτε».
«Αν δεν ψήνεις», της είπε, «τότε πού θα βρίσκουμε ψωμί; Δεν θέλω να περάσω όλη τη ζωή μου ταξιδεύοντας, να πληρώνω για το φαγητό μου ή να τρώω ό,τι μπορώ να πιάσω με παγίδες, με τόξο και με σφεντόνα».
Εκείνη χαμογέλασε σαν να της είχε πει κάτι πολύ ευχάριστο, αν και ειλικρινά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό. «Θα το ψήνει η μαγείρισσα, φυσικά. Μια βοηθός της, πιο συγκεκριμένα, αλλά θα το επιβλέπει η μαγείρισσα φαντάζομαι».
«Η μαγείρισσα», μουρμούρισε εκείνος κουνώντας το κεφάλι. «Ή μια βοηθός της. Φυσικά. Πώς δεν το σκέφτηκα;»
«Τι έγινε, Πέριν; Μοιάζεις ανήσυχος. Δεν νομίζω ότι μπορείς να έχεις καλύτερη άμυνα πλέον χωρίς τείχος».
«Δεν είναι αυτό. Φάιλε, αυτή η ιστορία με τον Πέριν τον Χρυσομάτη παίρνει διαστάσεις. Δεν ξέρω τι νομίζουν ότι είμαι, αλλά συνέχεια με ρωτούν τι να κάνουν, με ρωτούν αν είναι εντάξει, ενώ ήδη ξέρουν τι πρέπει να γίνει, ενώ θα μπορούσαν να βγάλουν μια άκρη αν το σκέφτονταν δύο λεπτά».
Εκείνη έμεινε για λίγο να περιεργάζεται το πρόσωπό του μ' ένα συλλογισμένο βλέμμα στα γερτά μάτια της. «Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που η Βασίλισσα του Άντορ κυβερνούσε πράγματι αυτό το μέρος;» τον ρώτησε έπειτα από λίγο.
«Η Βασίλισσα του Άντορ; Δεν ξέρω στα σίγουρα. Μπορεί εκατό χρόνια. Διακόσια χρόνια. Τι σχέση έχει αυτό;»
«Αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουν πώς να φερθούν σε μια βασίλισσα ― ή σ' ένα βασιλιά. Προσπαθούν να βγάλουν άκρη. Πρέπει να κάνεις υπομονή μαζί τους».
«Βασιλιά!» είπε αυτός ασθενικά. Το κεφάλι του βυθίστηκε στα χέρια του στο τραπέζι. «Ωχ, Φως μου!»
Γελώντας μαλακά, η Φάιλε του χάιδεψε τα αφτιά. «Ε, μάλλον όχι αυτό, πολύ αμφιβάλλω αν η Μοργκέις θα το ενέκρινε. Έναν ηγέτη, τουλάχιστον. Αλλά σίγουρα θα ενέκρινε έναν άνθρωπο που θα της ξανάφερνε περιοχές που ο θρόνος της δεν έλεγχε εδώ και εκατό χρόνια, ή και περισσότερα. Έναν τέτοιο άνθρωπο σίγουρα θα τον έκανε άρχοντα. Ο Πέριν του Οίκου Αϋμπάρα. Άρχοντας των Δύο Ποταμών. Ωραία ακούγεται».
«Δεν χρειαζόμαστε άρχοντες στους Δύο Ποταμούς», είπε μουγκρίζοντας προς το δρύινο τραπέζι. «Ούτε βασιλιάδες ή βασίλισσες. Είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι!»
«Κι οι ελεύθεροι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να ακολουθήσουν κάποιον», του είπε τρυφερά. «Οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να πιστέψουν κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό τους, κάτι πλατύτερο από το χωράφι τους. Γι' αυτό υπάρχουν έθνη και λαοί, Πέριν. Ακόμα κι ο Ράεν με την Ίλα βλέπουν τον εαυτό τους ως μέρος κάτι μεγαλύτερου από το καραβάνι τους. Έχασαν τις άμαξες, έχασαν τους περισσότερους συγγενείς και φίλους τους, όμως οι άλλοι Τουάθα’αν ακόμα αναζητούν το τραγούδι και θα το αναζητήσουν πάλι κι αυτοί, επειδή ανήκουν σε κάτι παραπάνω από μερικές άμαξες».
«Σε ποιον ανήκουν αυτά;» ρώτησε ξαφνικά ο Άραμ.
Ο Πέριν σήκωσε το κεφάλι. Ο νεαρός Μάστορας είχε σηκωθεί όρθιος και κοίταζε ταραγμένος τα δόρατα που έκρυβαν τον τοίχο. «Ανήκουν σε όποιον θέλει να πάρει ένα, Άραμ. Κανένας δεν θα σε πειράξει μ' αυτά, πίστεψέ με». Δεν κατάλαβε αν ο Άραμ τον πίστευε, έτσι που ο νεαρός άρχισε να τριγυρνά αργά στο δωμάτιο, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες, λοξοκοιτάζοντας τα δόρατα και τους λογχοπελέκεις.
Ο Πέριν έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό γεμάτος ευγνωμοσύνη, όταν η Μάριν του έφερε ένα πιάτο φέτες ψητής πάπιας, με γογγύλια, μπιζέλια και ωραίο, τραγανό ψωμί. Ή μάλλον θα έπεφτε με τα μούτρα στο φαγητό, αν η Φάιλε δεν του έβαζε μια πετσετούλα, κεντημένη με λουλουδάκια, κάτω από το πηγούνι και δεν του άρπαζε από τα χέρια το μαχαίρι και το πιρούνι. Το έβρισκε διασκεδαστικό να τον ταΐζει, όπως η Μποντ και η Έλντιν τάιζαν τον Άραμ. Οι κοπέλες χασκογελούσαν βλέποντάς τον και η Νάτι με τη Μάριν επίσης είχαν μικρά χαμόγελα στα χείλη. Ο Πέριν δεν καταλάβαινε που ήταν το αστείο. Ήταν διατεθειμένος, όμως, να κάνει το χατίρι της Φάιλε, παρ' όλο που μόνος θα έτρωγε πιο εύκολα. Τον ανάγκαζε να τεντώνει το λαιμό για να πάρει τη μπουκιά από το πιρούνι.
Ο Άραμ έκανε αργοβαδίζοντας τρεις φορές το γύρο του δωματίου· ύστερα σταμάτησε στη βάση της σκάλας, ατενίζοντας το βαρέλι με τα λογής-λογής σπαθιά. Μετά άπλωσε το χέρι και τράβηξε ένα σπαθί ανάμεσα από τα άλλα, κρατώντας το αδέξια. Η τυλιγμένη με δέρμα λαβή του ήταν αρκετά μακριά ώστε να την κρατήσει με τα δύο χέρια. «Μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτό;» ρώτησε.
Ο Πέριν παραλίγο να πνιγεί.
Η Αλάνα εμφανίστηκε στην κορυφή της σκάλας μαζί με την Ίλα· η Μαστόρισσα φαινόταν κουρασμένη, αλλά η μελανάδα είχε χαθεί από το πρόσωπό της. «...το καλύτερο είναι ο ύπνος», έλεγε η Άες Σεντάι. «Είναι στο μυαλό του αυτό που τον βασανίζει πιο πολύ και δεν μπορώ να το Θεραπεύσω».
Το βλέμμα της Ίλα έπεσε στον εγγονό της, σ' αυτό που κρατούσε, και ούρλιαξε, λες και η λεπίδα είχε χωθεί στη σάρκα της. «Όχι, Άραμ! Όχι!» Παραλίγο να πέσει από στη φούρια της να κατέβει τα σκαλιά και να ριχτεί πάνω στον Άραμ, προσπαθώντας να του ξεκολλήσει τα χέρια από το σπαθί. «Όχι, Άραμ», είπε λαχανιασμένη. «Δεν πρέπει. Άφησε το κάτω. Η Οδός του Φύλλου. Δεν πρέπει! Η Οδός του Φύλλου! Σε παρακαλώ, Άραμ! Σε παρακαλώ!»
Ο Άραμ χόρευε μαζί της, σπρώχνοντάς την αδέξια, προσπαθώντας να κρατήσει το σπαθί μακριά της. «Γιατί όχι;» φώναξε θυμωμένα. «Σκότωσαν τη μητέρα μου! Τους είδα! Μπορούσα να τη σώσω, αν είχα σπαθί. Μπορούσα να τη σώσω!»
Οι λέξεις ήταν σαν μαχαιριές στο στήθος του Πέριν. Ένας Μάστορας με σπαθί ήταν ένα ασυνήθιστο θέαμα, σχεδόν ανατρίχιαζε, όμως αυτά τα λόγια... Η μητέρα του. «Άφησέ τον ήσυχο», είπε πιο τραχιά απ' όσο σκόπευε να μιλήσει. «Κάθε άντρας έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, να υπερασπιστεί τους... Έχει το δικαίωμα».
Ο Άραμ έδειξε το σπαθί στον Πέριν. «Θα με μάθεις να το χρησιμοποιώ;»
«Δεν ξέρω πώς», του είπε ο Πέριν. «Θα βρεις κάποιον, όμως».
Δάκρυα κυλούσαν στο παραμορφωμένο από τα συναισθήματα πρόσωπο της Ίλα. «Οι Τρόλοκ μου πήραν την κόρη», έκλαιγε και ολόκληρο το σώμα της σείονταν, «και όλα μου τα παιδιά, εκτός από ένα, και τώρα τον παίρνεις κι αυτόν. Είναι Ξεστρατισμένος εξαιτίας σου, Πέριν Αϋμπάρα. Έγινες λύκος στην καρδιά σου και τώρα θα τον κάνεις λύκο κι αυτόν». Γύρισε και ανέβηκε με ασταθές βήμα τη σκάλα, με τους λυγμούς ακόμα να την τραντάζουν.
«Μπορούσα να τη σώσω!» φώναξε πίσω της ο Άραμ. «Γιαγιά! Μπορούσα να τη σώσω!» Δεν γύρισε καθόλου να τον κοιτάξει κι όταν έστριψε τη γωνία, ο Άραμ σωριάστηκε στο κιγκλίδωμα κλαίγοντας. «Μπορούσα να τη σώσω, γιαγιά. Μπορούσα...»
Ο Πέριν κατάλαβε ότι η Μποντ έκλαιγε κι αυτή, με το πρόσωπο στα χέρια, ενώ οι άλλες γυναίκες τον κοίταζαν κατσουφιασμένες, σαν να είχε κάνει κάτι κακό. Όχι, όχι όλες. Η Αλάνα τον περιεργαζόταν από την κορυφή της σκάλας με τη δυσανάγνωστη ηρεμία των Άες Σεντάι και το πρόσωπο της Φάιλε ήταν σχεδόν εξίσου ανέκφραστο.
Σκούπισε το στόμα του, πέταξε την πετσέτα στο τραπέζι και σηκώθηκε. Ακόμα προλάβαινε να πει στον Άραμ να αφήσει το σπαθί, να πάει και να ζητήσει τη συγνώμη της Ίλα. Προλάβαινε να του πει... τι; Ότι ίσως την άλλη φορά να μην ήταν εκεί για να δει τους αγαπημένους του να πεθαίνουν; Ότι ίσως θα ερχόταν μόνο για να βρει τους τάφους τους;
Ακούμπησε τον ώμο του Άραμ· ο νεαρός αυτός τινάχτηκε και καμπούριασε γύρω από το σπαθί, λες και περίμενε ότι ο Πέριν θα του το έπαιρνε. Η οσμή του Τουάθα'αν περιείχε μια πλημμύρα συναισθημάτων, φόβο, μίσος και θλίψη, που έφτανε βαθιά στην καρδιά. Ξεστρατισμένο, έτσι τον είχε πει η Ίλα. Είχε πράγματι βλέμμα χαμένο.
«Σκούπισε το πρόσωπό σου, Αραμ. Ύστερα πήγαινε και βρες τον Ταμ αλ'Θόρ. Πες ότι του ζητώ να σου μάθει το σπαθί».
Ο άλλος άντρας σήκωσε αργά το πρόσωπο. «Σ' ευχαριστώ», ψέλλισε, σκουπίζοντας τα δάκρυα στα μάγουλα του με το μανίκι. «Σ' ευχαριστώ. Ποτέ δεν θα το ξεχάσω αυτό. Ποτέ. Το ορκίζομαι». Ξαφνικά σήκωσε το σπαθί, για να φιλήσει την ίσια λεπίδα· η λαβή είχε μια μπρούτζινη λυκοκεφαλή για απόληξη. «Το ορκίζομαι. Έτσι δεν γίνεται;»
«Φαντάζομαι πως ναι», είπε λυπημένα ο Πέριν κι αναρωτήθηκε γιατί λυπόταν. Η Οδός του Φύλλου ήταν μια ωραία πίστη, σαν ένα όνειρο ειρήνης, αλλά σαν όνειρο, δεν κρατούσε όταν υπήρχε βία. Δεν ήξερε κάποιο μέρος χωρίς βία. Ένα όνειρο για κάποιον άλλο άνθρωπο, για κάποιους άλλους καιρούς. Για κάποια άλλη Εποχή, ίσως. «Πήγαινε, Άραμ. Έχεις πολλά να μάθεις και ίσως να μην υπάρχει χρόνος». Μουρμουρίζοντας ακόμα τις ευχαριστίες του, ο Μάστορας δεν κάθισε να σκουπίσει τα δάκρυά του, αλλά βγήκε τρέχοντας από το πανδοχείο, κρατώντας το σπαθί όρθιο μπροστά του με τα δύο χέρια.
Ο Πέριν ξαναγύρισε στην καρέκλα του, έχοντας έντονη την αίσθηση ότι η Έλντριν τον κοιτούσε κατσουφιασμένη, η Μάριν με τα χέρια στους γοφούς και η Νάτι συνοφρυωμένη, και βέβαια ότι η Μποντ σιγόκλαιγε. Η Αλάνα δεν ήταν πια στην κορυφή της σκάλας. Η Φάιλε τον κοίταξε να πιάνει το μαχαίρι και το πιρούνι του. «Το αποδοκιμάζεις;» τη ρώτησε ήρεμα. «Κάθε άντρας έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, Φάιλε. Ακόμα και ο Άραμ. Κανένας δεν μπορεί να τον αναγκάσει να ακολουθήσει την Οδό του Φύλλου, αν δεν το θέλει».
«Δεν μ' αρέσει να σε βλέπω να πονάς», του είπε τρυφερά.
Το μαχαίρι του σταμάτησε για μια στιγμή καθώς έκοβε ένα κομμάτι χήνα. Να πονάει; Αυτό το όνειρο δεν ήταν γι' αυτόν. «Απλώς είμαι κουρασμένος», της είπε και χαμογέλασε. Δεν του φάνηκε να τον πιστεύει.
Πριν προλάβει να φάει δεύτερη μπουκιά, από την μπροστινή πόρτα ξεπρόβαλε το κεφάλι του Μπραν. Φορούσε πάλι το στρογγυλό, ατσάλινο κράνος του. «Έρχονται καβαλάρηδες από το βορρά, Πέριν. Πολλοί καβαλάρηδες. Νομίζω πως είναι Λευκομανδίτες».
Η Φάιλε έτρεξε έξω καθώς ο Πέριν σηκωνόταν και όταν πια αυτός είχε βγει έξω και είχε ανεβεί στον Γοργοπόδη, με το δήμαρχο να μουρμουρίζει μόνος του τι θα έλεγε στους Λευκομανδίτες, αυτή ξαναφάνηκε, πάνω στη μαύρη φοράδα της, από το πλάι του πανδοχείου. Περισσότερος ήταν ο κόσμος που έτρεχε προς το βορρά, παρά αυτοί που έμεναν στις δουλειές τους. Ο Πέριν δεν βιαζόταν καθόλου. Τα Τέκνα του Φωτός ίσως να έρχονταν εδώ για να τον συλλάβουν. Μάλλον αυτό ήταν. Δεν σκόπευε να πάει με αλυσίδες, αλλά δεν ανυπομονούσε να ζητήσει από τους ανθρώπους εδώ να πολεμήσουν Λευκομανδίτες γι' αυτόν. Ακολούθησε πίσω από τον Μπραν και μπήκαν στο πλήθος των μεγάλων και των παιδιών, που περνούσαν τη Γέφυρα των Κάρων πάνω από το Νερό της Οινοπηγής. Οι οπλές του Γοργοπόδη και της Σουώλοου βροντοχτύπησαν τις χοντρές σανίδες. Εκεί, στη γέφυρα, άρχιζε ο Βόρειος Δρόμος, που έφτανε ως το Λόφο της Σκοπιάς και ακόμα παραπέρα. Κάποιες μακρινές στήλες καπνού είχαν γίνει ψιλές τολύπες, καθώς οι φωτιές εξασθενούσαν.
Εκεί που ο δρόμος έβγαινε από το χωριό βρήκε δυο άμαξες να τον φράζουν και άντρες μαζεμένους πίσω από μυτερούς, λοξούς πασσάλους, που κρατούσαν τόξα, δόρατα και τα σχετικά και μύριζαν έξαψη, οι οποίοι μουρμούριζαν μεταξύ τους και σ' όσους στριμώχνονταν εκεί να δουν τι ερχόταν από το δρόμο: μια μακριά, διπλή φάλαγγα από καβαλάρηδες με λευκούς μανδύες, κωνικά κράνη και στιλβωμένη αρματωσιά με σιδερένιο πλέγμα και ελάσματα, που άστραφτε στον απογευματινό ήλιο, οι οποίοι κρατούσαν τις λόγχες με τις ατσάλινες αιχμές γερμένες στην ίδια γωνία και άφηναν πίσω τους ένα σύννεφο καπνού. Επικεφαλής ήταν ένας νεαρός με στητό κορμί και αυστηρό πρόσωπο, που έμοιαζε αόριστα γνώριμος στον Πέριν. Με την άφιξη του δημάρχου τα μουρμουρητά καταλάγιασαν με μια αίσθηση προσμονής. Ή ίσως να ήταν η άφιξη του Πέριν που τους έκανε να ησυχάσουν.
Περίπου διακόσια βήματα από τους πασσάλους, ο νεαρός με το αυστηρό πρόσωπο σήκωσε το χέρι και η φάλαγγα σταμάτησε, με τις κοφτές διαταγές να μεταδίδονται προς τα πίσω. Πλησίασε με πέντ' έξι μόνο Λευκομανδίτες για συνοδεία, εξετάζοντας με το βλέμμα τις άμαξες, τους μυτερούς πασσάλους και τους άντρες από πίσω. Ο τρόπος του θα έδειχνε άνθρωπο περιωπής, έστω κι αν δεν είχε τα διακριτικά του βαθμού κάτω από τον ακτινωτό ήλιο στο μανδύα του.
Από κάπου είχε εμφανιστεί ο Λουκ, περίλαμπρος πάνω στο αστραφτερό, μαύρο άτι του, φορώντας κόκκινα ρούχα από απαλό μαλλί, που είχαν χρυσά κεντίδια πάνω. Ίσως να ήταν φυσικό που ο Λευκομανδίτης αξιωματικός διάλεξε να απευθυνθεί στον Λουκ, αν και τα μαύρα μάτια του συνέχισαν την έρευνα. «Είμαι ο Ντάιν Μπόρνχαλντ», ανακοίνωσε τραβώντας τα γκέμια, «Διοικητής των Τέκνων του Φωτός. Για μας το κάνατε αυτό; Άκουσα ότι το Πεδίο του Έμοντ είναι κλειστό για τα Τέκνα, ναι; Αληθώς είναι χωριό της Σκιάς τότε, αφού είναι κλειστό για τα Τέκνα του Φωτός».
Ντάιν Μπόρνχαλντ, όχι Τζέφραμ. Ίσως να ήταν κάποιος γιος. Όχι ότι είχε σημασία. Ο Πέριν υπέθεσε ότι και οι δύο θα προσπαθούσαν να τον συλλάβουν. Και βέβαια το βλέμμα του Μπόρνχαλντ πέρασε από πάνω του και ύστερα τινάχτηκε πίσω. Ένας σπασμός φάνηκε να συνταράζει το νεαρό· το γαντοφορεμένο χέρι του όρμησε στο σπαθί και τα χείλη του τραβήχτηκαν, για να γυμνώσουν τα δόντια του μ' ένα σιωπηλό γρύλισμα. Για μια στιγμή ο Πέριν ήταν σίγουρος ότι ο άλλος θα εφορμούσε, θα έριχνε το άλογό του στο φράγμα των πασσάλων για να τον φτάσει. Έμοιαζε σαν να είχε προσωπική έχθρα με τον Πέριν. Από κοντά, αυτό το σκληρό πρόσωπο έδινε μια αίσθηση νωθρότητας, υπήρχε μια γυαλάδα σε εκείνα τα μάτια, που ο Πέριν είχε συνηθίσει να βλέπει στα μάτια του Μπίλι Κόνγκαρ. Του φάνηκε ότι ανάδινε αχνούς από μπράντυ.
Ο άντρας με τα ρουφηγμένα μάγουλα πλάι στον Μπόρνχαλντ ήταν κάτι παραπάνω από γνώριμος. Ο Πέριν δεν θα ξεχνούσε ποτέ εκείνα τα βαθουλωμένα μάτια, σαν σκοτεινά, αναμμένα κάρβουνα. Ψηλός, λιπόσαρκος και σκληρός σαν αμόνι, ο Τζάρετ Μπάυαρ πράγματι τον κοίταζε με μίσος. Ασχέτως του αν ο Μπόρνχαλντ ήταν ζηλωτής ή όχι, ο Μπάυαρ σίγουρα ήταν.
Ο Λουκ φαίνεται ότι είχε τη σύνεση να μη σφετεριστεί τη θέση του Μπραν —για την ακρίβεια, έμοιαζε προσηλωμένος κάπου αλλού· κοίταζε εξεταστικά τη Λευκομανδίτικη φάλαγγα, καθώς η σκόνη κατακάθιζε και αποκάλυπτε κι άλλα Τέκνα, να εκτείνονται ως πέρα, στο δρόμο― προς μεγάλη αηδία του Πέριν, αν και ο Μπραν τον κοίταξε —κοίταξε το μαθητευόμενο σιδερά― και περίμενε το νεύμα του πριν απαντήσει. Μα ήταν ο δήμαρχος! Ο Μπόρνχαλντ και ο Μπάυαρ ήταν φανερό ότι αντιλήφθηκαν τη σιωπηλή συνεννόηση.
«Το Πεδίο του Έμοντ δεν είναι ακριβώς κλειστό για σας», είπε ο Μπραν ορθώνοντας το ανάστημά του, με το δόρυ στηριγμένο δίπλα του. «Αποφασίσαμε να υπερασπίσουμε τους εαυτούς μας κι έτσι κάναμε σήμερα το πρωί. Αν θέλεις να δεις το έργο μας, κοίτα εκεί». Έδειξε τους καπνούς που υψώνονταν στον ουρανό, από τις πυρές όπου έριχναν τους Τρόλοκ. Μια αηδιαστικά γλυκιά μυρωδιά πλανιόταν στον αέρα, αλλά δεν έδειχνε να την προσέχει κανένας εκτός από τον Πέριν.
«Σκοτώσατε λίγους Τρόλοκ;» είπε περιφρονητικά ο Μπόρνχαλντ. «Η τύχη και η επιδεξιότητά σας με καταπλήσσουν».
«Όχι και λίγους!» φώναξε κάποιος από το πλήθος των Δυποταμιτών. «Εκατοντάδες!»
«Δώσαμε μάχη!» κραύγασε ένας δεύτερος και δεκάδες ακόμα φώναξαν δυνατά ο ένας πάνω στον άλλο.
«Τους πολεμήσαμε και νικήσαμε!»
«Πού ήσασταν εσείς;»
«Μπορούμε να αμυνθούμε χωρίς Λευκομανδίτες!»
«Δύο Ποταμοί!»
«Οι Δύο Ποταμοί και ο Πέριν ο Χρυσομάτης!»
«Χρυσομάτη!»
«Χρυσομάτη!»
Ο Λέοφ, που έπρεπε να είναι στους ξυλοκόπους για να τους φυλάει, άρχισε να ανεμίζει το λάβαρο με τη λυκοκεφαλή.
Το όλο πυρωμένο μίσος βλέμμα του Μπόρνχαλντ τους κοίταξε όλους, όμως ο Μπάυαρ έφερε το καφετί και γκρίζο μουνούχι του μπροστά με μια απαίσια έκφραση. «Εσείς οι αγρότες νομίζετε πως ξέρετε τι θα πει μάχη;» βρυχήθηκε. «Χθες το βράδυ οι Τρόλοκ σχεδόν ισοπέδωσαν ένα από τα χωριά σας! Περιμένετε μέχρι να έρθουν για σας μ' όλες τους τις δυνάμεις και θα ευχηθείτε να μην είχατε γεννηθεί ποτέ!» Σιώπησε όταν ο Μπόρνχαλντ του έκανε ένα κουρασμένο νόημα, ένα άγριο σκυλί που υπάκουγε τον αφέντη του, όμως τα λόγια του είχαν κάνει τους Δυποταμίτες να βουβαθούν.
«Ποιο χωριό;» Η φωνή του Μπραν έδειχνε αξιοπρέπεια και ανησυχία. «Όλοι ξέρουμε κόσμο στο Λόφο της Σκοπιάς και στο Ντέβεν Ράιντ».
«Ο Λόφος της Σκοπιάς παραμένει ανενόχλητος», αποκρίθηκε ο Μπόρνχαλντ, «και δεν ξέρω τίποτα για το Ντέβεν Ράιντ. Σήμερα το πρωί ένας έφιππος μου έφερε την είδηση ότι το Τάρεν Φέρυ σχεδόν δεν υπάρχει πια. Αν έχετε φίλους εκεί, πολλοί κατόρθωσαν να δραπετεύσουν στην άλλη όχθη του ποταμού. Στην άλλη όχθη». Το πρόσωπό του σφίχτηκε για μια στιγμή. «Εγώ προσωπικά έχασα πενήντα καλούς στρατιώτες».
Η είδηση προκάλεσε ανήσυχα μουρμουρητά· σε κανέναν δεν άρεσε αυτό, αλλά από την άλλη μεριά, δεν υπήρχε κανείς εκεί που να ξέρει κάποιον στο Τάρεν Φέρυ. Πιθανότατα οι περισσότεροι δεν είχαν βρεθεί ποτέ τόσο μακριά.
Ο Λουκ βγήκε με το άλογό του πιο μπροστά και το άτι έκανε να δαγκώσει τον Γοργοπόδη. Ο Πέριν τράβηξε τα χαλινάρια του δικού του αλόγου πριν τα δύο αρχίσουν να μάχονται, όμως ο Λουκ δεν φάνηκε να το προσέχει, ή να τον ενδιαφέρει. «Το Τάρεν Φέρυ;» είπε με ανέκφραστη φωνή. «Τρόλοκ επιτέθηκαν στο Τάρεν Φέρυ χθες τη νύχτα;»
Ο Μπόρνχαλντ σήκωσε τους ώμους. «Αυτό δεν είπα; Φαίνεται ότι οι Τρόλοκ αποφάσισαν τελικά να επιτεθούν στα χωριά. Εσείς, από κάποια εύνοια της τύχης, προειδοποιηθήκατε εγκαίρως για να ετοιμάσετε αυτά τα θαυμάσια αμυντικά έργα». Η ματιά του διέτρεξε το μυτερό φράχτη και τους άντρες πίσω του, πριν σταθεί στον Πέριν.
«Εκείνος που λέγεται Ορντήθ ήταν στο Τάρεν Φέρυ χθες τη νύχτα;» ρώτησε ο Λουκ.
Ο Πέριν τον κάρφωσε με το βλέμμα. Δεν ήξερε ότι ο Λουκ γνώριζε τον Πάνταν Φάιν, ή το όνομα που χρησιμοποιούσε τώρα. Αλλά οι άνθρωποι μιλούν μεταξύ τους, ειδικά όταν κάποιος τον οποίο ήξεραν ως πραματευτή ξαναγυρνούσε με εξουσίες μεταξύ των Λευκομανδιτών.
Η αντίδραση του Μπόρνχαλντ ήταν εξίσου παράξενη με την ερώτηση. Τα μάτια του άστραψαν με ένα μίσος δυνατό, σαν εκείνο που είχε δείξει για τον Πέριν, όμως το πρόσωπό του χλώμιασε και έτριψε τα χαλαρά χείλη του με τη ράχη της παλάμης του, σαν να είχε ξεχάσει ότι φορούσε γάντια με ατσάλινη επένδυση στη ράχη. «Ξέρεις τον Ορντήθ;» είπε σκύβοντας πάνω στη σέλα προς τον Λουκ.
Ήταν η σειρά του Λουκ να σηκώσει αδιάφορα τους ώμους. «Τον βλέπω εδώ κι εκεί από τότε που ήρθα στους Δύο Ποταμούς. Άνθρωπος ελεεινής εμφάνισης και οι άντρες που τον ακολουθούν ακόμα χειρότεροι. Είναι απ' αυτούς που θα μπορούσαν να φανούν αρκετά απρόσεκτοι ώστε να επιτρέψουν να επιτύχει μια επίθεση των Τρόλοκ. Ήταν εκεί; Αν ναι, τότε θα ήλπιζε κανείς ότι η αφροσύνη του τον οδήγησε στο θάνατο. Αν όχι, τότε θα ήλπιζε κανείς να τον έχεις εδώ, μαζί σου, για να τον προσέχεις καλά».
«Δεν ξέρω πού είναι», ξέσπασε ο Μπόρνχαλντ. «Ούτε με νοιάζει! Δεν ήρθα εδώ για να μιλήσω για τον Ορντήθ!» Το άλογό του χοροπήδησε νευρικά, καθώς ο Μπόρνχαλντ άπλωνε το χέρι για να δείξει τον Πέριν. «Σε συλλαμβάνω ως Σκοτεινόφιλο. Θα προσαχθείς στο Άμαντορ και εκεί θα δικαστείς κάτω από το Θόλο της Αλήθειας».
Ο Μπάυαρ κοίταξε τον Διοικητή του χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. Πίσω από το φράγμα που χώριζε Λευκομανδίτες από Δυποταμίτες, οι άντρες ύψωσαν θυμωμένα μουρμουρητά, ζύγιασαν δόρατα και αλαβάρδες, ύψωσαν τόξα. Οι πιο μακρινοί Λευκομανδίτες απλώθηκαν σχηματίζοντας μια λαμπερή γραμμή, υπό τις διαταγές ενός άντρα που ήταν μεγαλόσωμος μέσα στην αρματωσιά του όσο ο αφέντης Λούχαν, τοποθέτησαν τις λόγχες σε στηρίγματα πλάι στις σέλες και έπιασαν τα κοντά τόξα τους. Απ' αυτή την απόσταση δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι παραπάνω από το να καλύψουν τη φυγή του Μπόρνχαλντ και των άλλων που ήταν μαζί του, αν όντως κατόρθωναν να διαφύγουν, όμως ο Μπόρνχαλντ δεν έδειχνε να βλέπει κάποιον κίνδυνο, δεν έδειχνε να βλέπει τίποτα εκτός από τον Πέριν.
«Δεν θα συλληφθεί κανένας», είπε κοφτά ο Μπραν. «Το αποφασίσαμε. Όχι άλλες συλλήψεις χωρίς αποδείξεις ότι έγινε κάποιο έγκλημα, και μάλιστα αποδείξεις τις οποίες να πιστέψουμε εμείς. Ό,τι και να μου δείξεις, δεν με πείθεις ότι ο Πέριν είναι Σκοτεινόφιλος, γι' αυτό κατέβασε το χέρι σου».
«Πρόδωσε τον πατέρα μου και προκάλεσε το θάνατό του στο Φάλμε», φώναξε ο Μπόρνχαλντ. Τον έσειε η οργή. «Τον πρόδωσε στους Σκοτεινόφιλους και τις μάγισσες της Ταρ Βάλον, που δολοφόνησαν χίλια Τέκνα με τη Μία Δύναμη». Ο Μπάυαρ ένευσε με ενθουσιασμό.
Μερικοί Δυποταμίτες ανασάλεψαν αβέβαια· τα νέα γι' αυτό που είχαν κάνει η Βέριν και η Αλάνα το πρωί είχαν απλωθεί παντού και οι πράξεις τους παρουσιάζονταν όλο και πιο παραφουσκωμένες. Όποια γνώμη κι αν είχαν για τον Πέριν, εκατό ιστορίες για τις Άες Σεντάι, που ήταν σχεδόν όλες λανθασμένες, τους είχαν προετοιμάσει ώστε να πιστέψουν ότι οι Άες Σεντάι είχαν εξοντώσει χίλιους Λευκομανδίτες. Και αν το πίστευαν αυτό, τότε ίσως κατέληγαν να πιστέψουν και τα υπόλοιπα.
«Δεν πρόδωσα κανέναν», είπε ο Πέριν με δυνατή φωνή, για να ακουστεί σε όλους. «Αν ο πατέρας σου πέθανε στο Φάλμε, αυτοί που τον σκότωσαν λέγονται Σωντσάν. Δεν ξέρω αν είναι Σκοτεινόφιλοι, όμως ξέρω ότι χρησιμοποιούν τη Μία Δύναμη στη μάχη».
«Ψεύτη!» Σάλια τινάχτηκαν από τα χείλη του Μπόρνχαλντ. «Οι Σωντσάν είναι ένα παραμύθι που το σκάρωσε ο Λευκός Πύργος για να κρύψει τα βδελυρά του ψέματα! Είσαι Σκοτεινόφιλος!»
Ο Μπραν κούνησε με απορία το κεφάλι και έγειρε στο πλάι το ατσάλινο κράνος του για να ξύσει την τούφα των γκρίζων μαλλιών του. «Δεν ξέρω τίποτα γι' αυτούς τους —Σωντσάν;― γι' αυτούς τους Σωντσάν. Αυτό που ξέρω είναι ότι ο Πέριν δεν είναι Σκοτεινόφιλος και ότι εσύ δεν πρόκειται να συλλάβεις κανέναν».
Ο Πέριν συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση λεπτό το λεπτό γινόταν ολοένα και πιο επικίνδυνη. Ο Μπάυαρ το είδε και τράβηξε τον Μπόρνχαλντ από το μπράτσο, ψιθυρίζοντάς του, όμως ο Λευκομανδίτης Διοικητής δεν ήθελε, ίσως να μην μπορούσε, να κάνει πίσω τώρα που είχε τον Πέριν μπροστά στα μάτια του. Επίσης, τόσο ο Μπραν όσο και οι Δυποταμίτες είχαν στυλώσει τα πόδια· μπορεί να μην ήταν διατεθειμένοι να αφήσουν τους Λευκομανδίτες να τον πάρουν, ακόμα κι αν ομολογούσε όσα ισχυριζόταν ο Μπόρνχαλντ. Αν δεν έριχνε κάποιος νερό και μάλιστα γρήγορα, θα ξεσπούσαν φλόγες, σαν δεμάτι σανού που πέφτει στο καμίνι.
Δεν του άρεσε καθόλου να σκέφτεται γρήγορα. Ο Λόιαλ είχε δίκιο. Όταν σκέφτεσαι εν θερμώ, οι άνθρωποι παθαίνουν δεινά. Του φαινόταν, όμως, ότι έβλεπε μια διέξοδο. «Είσαι διατεθειμένος να αναβάλεις τη σύλληψη μου, Μπόρνχαλντ; Μέχρι να ξεμπερδέψουμε με τους Τρόλοκ; Εγώ μέχρι τότε δεν πάω πουθενά».
«Γιατί να την αναβάλω;» Ο άνθρωπος ήταν τυφλωμένος από το μίσος. Αν συνέχιζε έτσι, πολλοί καλοί άνθρωποι θα πέθαιναν, το πιθανότερο κι εκείνος, αλλά δεν μπορούσε να το δει. Δεν είχε νόημα να του το επισημάνει.
«Μήπως δεν πρόσεξες σήμερα το πρωί τις φάρμες που καίγονται;» είπε ο Πέριν. Έκανε μια πλατιά χειρονομία, που έδειχνε τα αραιωμένα πια σύννεφα του καπνού. «Κοίτα γύρω σου. Το είπες και μόνος σου. Στους Τρόλοκ δεν αρκεί πια να κάνουν επιδρομές σε ένα-δύο αγροκτήματα κάθε νύχτα. Κάνουν επιδρομές σε χωριά. Αν προσπαθήσεις να επιστρέψεις στο Λόφο της Σκοπιάς, μπορεί να μη φτάσεις. Ήσουν τυχερός που ήρθες ως εδώ. Αλλά αν μείνεις εδώ, στο Πεδίο του Έμοντ» —ο Μπραν γύρισε καταπάνω του και άλλοι άντρες φώναξαν δυνατά, όχι· η Φάιλε τον πλησίασε με το άλογό της και τον άρπαξε από το μπράτσο, όμως αυτός δεν έδωσε σημασία σε τίποτα― «θα ξέρεις πού βρίσκομαι και οι στρατιώτες σου θα είναι ευπρόσδεκτοι για να βοηθήσουν την άμυνά μας».
«Είσαι σίγουρος γι' αυτό, Πέριν;» είπε ο Μπραν αρπάζοντας τον αναβολέα του Γοργοπόδη, ενώ από την άλλη μεριά η Φάιλε προσπαθούσε να τον μεταπείσει βιαστικά. «Όχι, Πέριν! Είναι μεγάλος ο κίνδυνος. Δεν πρέπει... Εννοώ... σε παρακαλώ, μη... Δεν με καίει το Φως, λέω εγώ! Δεν πρέπει να το κάνεις!»
«Δεν θα αφήσω ανθρώπους να μάχονται ανθρώπους, αν περνά από το χέρι μου», τους είπε σταθερά. «Δεν θα κάνουμε εμείς τη δουλειά των Τρόλοκ».
Η Φάιλε του άφησε το χέρι, σχεδόν το πέταξε. Αγριοκοίταξε τον Μπόρνχαλντ, έβγαλε μια ακονόπετρα από το θύλακο της, ένα μαχαίρι από κάπου αλλού και άρχισε να ακονίζει τη λεπίδα με έναν ξυστό ήχο, απαλό σαν μετάξι.
«Ο Χάρι Κόπλιν τώρα δεν θα ξέρει τι να πει», είπε σαρκαστικά ο Μπραν. Ίσιωσε το στρογγυλό κράνος του και έχωσε στο έδαφος την άκρη της λόγχης του. «Ακούσατε τους όρους του. Τώρα ακούστε και τους δικούς μου. Αν έρθετε στο Πεδίο του Έμοντ, δεν θα συλλάβετε κανέναν χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου του Χωριού, την οποία δεν θα λάβετε, άρα δεν πρόκειται να συλλάβετε κανέναν. Δεν θα μπείτε σε σπίτι κανενός, αν δεν σας προσκαλέσει. Δεν θα κάνετε φασαρίες και θα συμμετέχετε στην άμυνα όπου και όταν σας ζητηθεί. Και δεν θέλω ούτε να μυρίσω το Δόντι του Δράκοντα! Συμφωνείτε; Αν όχι, μπορείτε να γυρίσετε από κει που ήρθατε». Ο Μπάυαρ κοίταξε το στρογγυλόσωμο άντρα σαν να είχε σηκωθεί ένα πρόβατο στα πίσω πόδια του και να είχε προθυμοποιηθεί να παλέψουν.
Ο Μπόρνχαλντ δεν πήρε το βλέμμα του από τον Πέριν. «Σύμφωνοι», είπε τελικά. «Μέχρι να χαθεί η απειλή των Τρόλοκ, σύμφωνοι!» Γύρισε το άλογό του και κάλπασε προς τις γραμμές των αντρών του, με το χιονόλευκο μανδύα να ανεμίζει πίσω του.
Ενώ ο δήμαρχος διέταζε να παραμερίσουν τις άμαξες, ο Πέριν κατάλαβε ότι ο Λουκ τον κοίταζε. Καθόταν αναπαυτικά στη σέλα του, με το χέρι νωχελικά στη λαβή του σπαθιού, ενώ τα γαλανά μάτια του γελούσαν.
«Νόμιζα ότι θα έφερνες αντίρρηση», είπε ο Πέριν, «απ' όσα άκουσα ότι λες στον κόσμο εναντίον των Λευκομανδιτών».
Ο Λουκ άπλωσε γαλήνια τα χέρια. «Αν αυτοί οι άνθρωποι θέλουν τους Λευκομανδίτες ανάμεσά τους, τότε ας τους πάρουν. Αλλά πρέπει να προσέχεις, νεαρέ Χρυσομάτη. Κάτι ξέρω για το πώς είναι να αγκαλιάζεις τον εχθρό σου. Η λεπίδα του σε τρυπά πιο γρήγορα όταν είναι κοντά σου». Γελώντας, διέσχισε με το άλογό του το πλήθος, ξεκινώντας για το χωριό.
«Έχει δίκιο», είπε η Φάιλε, που ακόμα έξυνε το μαχαίρι της στην ακονόπετρα. «Ίσως ο Μπόρνχαλντ να κρατήσει το λόγο του και να μη σε συλλάβει, αλλά τι θα εμποδίσει κάποιον από τους άντρες του να σε μαχαιρώσει πισώπλατα; Κακώς το έκανες αυτό».
«Έπρεπε», της είπε. «Καλύτερα αυτό, παρά να κάνουμε τη δουλειά των Τρόλοκ».
Οι Λευκομανδίτες έμπαιναν στο χωριό, με τον Μπόρνχαλντ και τον Μπάυαρ επικεφαλής. Αυτοί οι δύο τον αγριοκοίταξαν με ασίγαστο μίσος, ενώ οι άλλοι, που έρχονταν σε διπλές σειρές από πίσω... Ψυχρά, σκληρά μάτια, σε ψυχρά, σκληρά πρόσωπα γυρνούσαν και τον κοίταζαν καθώς περνούσαν. Δεν τον μισούσαν, αλλά στο πρόσωπό του έβλεπαν ένα Σκοτεινόφιλο. Και ο Μπάυαρ ήταν ικανός για όλα.
Έπρεπε να το κάνει, αλλά σκέφτηκε ότι ίσως να μην ήταν άσχημη ιδέα να αφήσει τον Ντάνιλ, τον Μπαν και τους άλλους να τον ακολουθούν, όπως είχαν θελήσει πριν. Δεν θα κοιμόταν ήσυχα χωρίς κάποιον να του φρουρεί την πόρτα. Φρουροί. Σαν τους χαζούς τους άρχοντες. Τουλάχιστον η Φάιλε θα χαιρόταν. Μακάρι μόνο να έχαναν κάπου εκείνο το λάβαρο.