Η κοινή αίθουσα του Πανδοχείου της Οινοπηγής ήταν σιωπηλή και το μόνο που ακουγόταν ήταν η πένα του Πέριν, που έξυνε το χαρτί. Σιωπηλή και άδεια, εκτός απ' αυτόν και τον Άραμ. Ήταν περασμένο πρωί και το φως σχημάτιζε μικρές λιμνούλες κάτω από τα παράθυρα. Δεν ερχόταν μυρωδιά μαγειρεμένων φαγητών από την κουζίνα· πουθενά στο χωριό δεν είχαν αναμμένες φωτιές, είχαν ρίξει νερό ακόμα και στη θράκα. Δεν υπήρχε λόγος να δώσουν εύκολα στον εχθρό το δώρο της φωτιάς. Ο Μάστορας —μερικές φορές ο Πέριν αναρωτιόταν αν ήταν σωστό να θεωρεί πια τέτοιο τον Άραμ, αλλά κανείς δεν έπαυε να είναι ό,τι ήταν, είτε κρατούσε σπαθί, είτε όχι― στεκόταν ακουμπισμένος στον τοίχο πλάι στην μπροστινή είσοδο, παρακολουθώντας τον Πέριν. Τι περίμενε; Τι ήθελε; Ο Πέριν βούτηξε την πένα στο μικρό, πέτρινο μελανοδοχείο, άφησε παραδίπλα το τρίτο φύλλο και άρχισε να γράφει στο τέταρτο.
Ο Μπαν αλ'Σήν μπήκε από την πόρτα κρατώντας το τόξο και έτριψε ανήσυχα μ' ένα δάχτυλο τη μεγάλη μύτη του. «Οι Αελίτες γύρισαν», είπε ήσυχα, αλλά τα πόδια του κουνιόταν σαν να μην μπορούσε να τα ησυχάσει. «Έρχονται Τρόλοκ από το βορρά και το νότο. Είναι χιλιάδες, Άρχοντα Πέριν».
«Μη με λες έτσι», είπε αφηρημένα ο Πέριν, κοιτώντας τη σελίδα με σμιγμένα τα φρύδια. Δεν τα κατάφερνε καλά στα λόγια. Δεν ήξερε πώς να πει τα πράγματα με τον κομψό τρόπο που άρεσε στις γυναίκες. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να γράψει αυτό που ένιωθε. Βούτηξε ξανά την πένα στο μελάνι και πρόσθεσε μερικές γραμμές.
Δεν ζητώ τη συγχώρεσή σου γι' αυτό που έκανα. Δεν ξέρω αν θα μου την έδινες, αλλά δεν τη ζητώ. Μου είσαι πιο ακριβή κι από τη ζωή. Μη σκεφτείς ποτέ σου ότι σε εγκατέλειψα. Όταν λάμπει ο ήλιος πάνω σου, είναι το χαμόγελό μου. Όταν ακούς την αύρα να θροΐζει στους ανθούς της μηλιάς, είναι ο ψίθυρός μου ότι σ' αγαπώ. Η αγάπη μου είναι παντοτινά δική σου.
Εξέτασε για λίγο αυτά που είχε γράψει. Δεν έλεγε αρκετά, αλλά αυτά ήταν όλα. Δεν είχε τις κατάλληλες λέξεις και δεν είχε χρόνο.
Σκούπισε προσεκτικά το υγρό μελάνι με άμμο και δίπλωσε τις σελίδες. Παραλίγο να γράψει «Φάιλε Μπασίρ» απ' έξω, πριν το κάνει «Φάιλε Αϋμπάρα». Συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε αν στη Σαλδαία οι γυναίκες έπαιρναν το επώνυμο του συζύγου τους· υπήρχαν μέρη που δεν το είχαν αυτό. Ε, τον είχε παντρευτεί στους Δύο Ποταμούς· θα ανεχόταν τα έθιμα των Δύο Ποταμών.
Ακούμπησε το γράμμα στο κέντρο της κορνίζας του τζακιού —ίσως να έφτανε στα χέρια της κάποια στιγμή― και έσιαξε την πλατιά, κόκκινη, γαμήλια κορδέλα πίσω από το γιακά του για να κρέμεται σωστά στα πέτα. Έπρεπε να το φορά επτά μέρες, για να δείχνει σε όσους τον έβλεπαν ότι ήταν νιόπαντρος. «Θα προσπαθήσω», είπε τρυφερά στο γράμμα. Η Φάιλε είχε προσπαθήσει να του δέσει μια κορδέλα στη γενειάδα του· ευχόταν να την είχε αφήσει να το κάνει.
«Με συγχωρείς, Άρχοντα Πέριν;» είπε ο Μπαν σαλεύοντας ακόμα ανήσυχα τα πόδια του. «Δεν σε άκουσα». Ο Άραμ μασούσε το χείλος του, με μάτια γουρλωμένα και φοβισμένα.
«Πάμε να κάνουμε τη δουλειά μας», είπε ο Πέριν. Ίσως το γράμμα να έφτανε στα χέρια της. Με κάποιον τρόπο. Πήρε το τόξο του από το τραπέζι και το πέρασε στην πλάτη του. Ο πέλεκυς και η φαρέτρα ήδη κρέμονταν στη ζώνη του. «Και μη με λες έτσι!»
Μπροστά στο πανδοχείο ήταν μαζεμένοι οι Σύντροφοι καβάλα στ' άλογα, με τον Γουίλ αλ'Σήν να κρατά εκείνο το χαζό λάβαρο με τη λυκοκεφαλή, στηρίζοντας το μακρύ ιστό στον αναβολέα. Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που ο Γουίλ είχε αρνηθεί να το κουβαλά; Οι επιζώντες απ' όσους είχαν έρθει μαζί του την πρώτη εκείνη μέρα φυλούσαν ζηλότυπα αυτό το δικαίωμα τώρα. Ο Γουίλ, με το τόξο στη ράχη κι ένα σπαθί στη ζώνη, έδειχνε περήφανος, ο ανόητος.
Ο Μπαν ανέβηκε στη σέλα του και ο Πέριν τον άκουσε να μιλάει στους άλλους. «Ο άνθρωπος είναι ψυχρός σαν λιμνούλα το χειμώνα. Είναι πάγος. Μπορεί να μην είναι τόσο άσχημα τα πράγματα σήμερα». Δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή. Οι γυναίκες είχαν μαζευτεί στο Δημόσιο Λιβάδι.
Είχαν σχηματίσει έναν κύκλο με βάθος πέντε ή έξι άτομα γύρω από τον ψηλό ιστό, όπου ανέμιζε στην αύρα το μεγάλο λάβαρο με την κόκκινη λυκοκεφαλή. Βάθος πέντε ή έξι άτομα, που στέκονταν ώμο με ώμο, με πρόχειρες λόγχες φτιαγμένες από δρεπάνια, δικράνια και τσεκούρια, ακόμα και από γερά κουζινομάχαιρα και μπαλτάδες.
Με έναν κόμπο στο λαιμό, καβάλησε τον Γοργοπόδη και προχώρησε προς το μέρος τους. Τα παιδιά είχαν σχηματίσει μια πυκνή μάζα μέσα στον κύκλο των γυναικών. Όλα τα παιδιά του Πεδίου του Έμοντ.
Προχωρώντας αργά με το άλογο μπροστά από τις σειρές τους, ένιωθε να τον ακολουθούν τα βλέμματα των γυναικών, όπως και των παιδιών. Μυρωδιές φόβου και ανησυχίας· τα παιδιά το έδειχναν και στα χλωμά προσωπάκια τους, αλλά όλοι είχαν αυτή την οσμή. Τράβηξε τα γκέμια εκεί που στέκονταν μαζί η Μάριν αλ'Βέρ, η Νταίζε Κόνγκαρ και οι άλλες του Κύκλου των Γυναικών. Η Άλσμπετ Λούχαν είχε στον ώμο ένα σφυρί του συζύγου της και φορούσε στο κεφάλι το Λευκομανδίτικο κράνος που είχε αποκτήσει τη νύχτα της διάσωσης της, το οποίο της καθόταν κάπως στραβά, εξαιτίας της χοντρής πλεξούδας της. Η Νέυσα Αγιέλιν κρατούσε γερά στο χέρι ένα μακρύ μαχαίρι, που ήταν για τεμαχισμό κρέατος, και είχε χώσει άλλα δύο στη ζώνη.
«Κάτσαμε και το σχεδιάσαμε», είπε η Νταίζε, κοιτώντας τον σαν να περίμενε κάποια διαφωνία και να ήταν αποφασισμένη να μην την επιτρέψει. Κρατούσε όρθιο μπροστά της ένα δικράνι, δεμένο σε κοντάρι ένα μέτρο ψηλότερο από την ίδια. «Αν σπάσουν κάπου την άμυνα οι Τρόλοκ, εσείς οι άντρες δεν θα προλαβαίνετε να ασχοληθείτε, άρα θα βγάλουμε εμείς τα παιδιά έξω. Τα μεγάλα ξέρουν τι να κάνουν, όλα τους έπαιζαν κρυφτό στο δάσος. Μόνο για να μείνουν ασφαλή, μέχρι να μπορέσουν να ξαναβγούν».
Τα μεγαλύτερα. Υπήρχαν αγόρια και κορίτσια δεκατριών και δεκατεσσάρων χρόνων, που είχαν δεμένα στην πλάτη μωρά που ακόμα δεν είχαν μάθει να περπατούν, ενώ κρατούσαν άλλα από το χέρι. Τα μεγαλύτερα κορίτσια ήταν μαζί με τις γυναίκες· η Μποντ Κώθον έσφιγγε με τα δύο χέρια ένα τσεκούρι με ξύλινη λαβή και η αδελφή της ένα κυνηγετικό δόρυ με πλατιά αιχμή. Τα μεγαλύτερα αγόρια ήταν μαζί με τους άντρες, ή ανεβασμένα στις καλαμοσκεπές με τα τόξα τους. Οι Μάστορες ήταν μαζί με τα παιδιά. Ο Πέριν κοίταξε τον Άραμ δίπλα από τον αναβολέα του. Δεν θα πολεμούσαν, όμως κάθε ενήλικας είχε δύο μωρά δεμένα στη ράχη και άλλο ένα στην αγκαλιά. Ο Ράεν και η Ίλα, αγκαλιασμένοι, δεν τον κοίταζαν. Μόνο για να μείνουν ασφαλή, μέχρι να μπορέσουν να ξαναβγούν.
«Λυπάμαι». Αναγκάστηκε να ξεροβήξει για να καθαρίσει το λαιμό του. Δεν ήθελε να καταλήξουν εδώ τα πράγματα. Όσο κι αν το σκεφτόταν, δεν έβρισκε τι άλλο μπορούσε να είχε κάνει. Ακόμα κι αν παραδινόταν ο ίδιος στους Τρόλοκ, αυτοί δεν θα έπαυαν να πυρπολούν και να λεηλατούν. Το τέλος θα ήταν το ίδιο. «Δεν ήταν δίκαιο αυτό που έκανα με τη Φάιλε, αλλά έπρεπε. Σας παρακαλώ, καταλάβετε το. Έπρεπε».
«Μην είσαι χαζός, Πέριν», είπε η Άλσμπετ με έντονη φωνή, αλλά κι ένα ζεστό χαμόγελο στο στρογγυλό της πρόσωπο. «Δεν σ' αντέχω όταν γίνεσαι χαζός. Λες ότι θα περιμέναμε να κάνεις κάτι διαφορετικό;»
Η Μάριν, κρατώντας ένα βαρύ μπαλτά στο ένα χέρι, άπλωσε το άλλο και του χάιδεψε το γόνατο. «Κάθε άντρας που αξίζει το σεβασμό της γυναίκας του, θα έκανε το ίδιο».
«Ευχαριστώ». Μα το Φως, είχε βραχνιάσει για τα καλά. Λίγο ακόμα και θα τον έπιαναν τα ζουμιά, σαν κοριτσόπουλο. Για κάποιο λόγο, όμως, δεν μπορούσε να μαλακώσει τη φωνή του. Σίγουρα τον περνούσαν για βλάκα. «Ευχαριστώ. Δεν έπρεπε να σας κοροϊδέψω, αλλά εκείνη δεν θα έφευγε, αν το υποψιαζόταν».
«Αχ, Πέριν». Η Μάριν γέλασε. Τόλμησε και γέλασε μ' όσα αντιμετώπιζαν, παρ' όλο που ανέδιδε την οσμή του φόβου· ο Πέριν ευχήθηκε να είχε το μισό κουράγιο της. «Ξέραμε τι σκαρώνεις πριν την ανεβάσεις στο άλογο και δεν ξέρω μήπως το ήξερε κι αυτή. Οι γυναίκες κάνουν πράγματα που δεν τους αρέσουν, μόνο για να ευχαριστήσουν εσάς, τους άντρες. Πήγαινε τώρα και κάνε ό,τι έχεις να κάνεις. Εδώ έχουμε δουλειές του Κύκλου των Γυναικών», πρόσθεσε με σιγουριά.
Αυτός κατάφερε να της ανταποδώσει το χαμόγελο. «Μάλιστα, κυρά», είπε αγγίζοντας το μέτωπο με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του. «Συμπάθα με. Ξέρω ότι δεν πρέπει να χώνω τη μύτη μου σ' αυτά». Οι γυναίκες γύρω της γέλασαν κεφάτα, καθώς έστριβε τον Γοργοπόδη και έφευγε.
Κατάλαβε ότι ο Μπαν και ο Τελ έρχονταν πίσω του, με τους υπόλοιπους Συντρόφους σε σειρά πίσω από τον Γουίλ και το λάβαρο. Έκανε νόημα στους δυο τους να έρθουν πλάι του. «Αν πάνε άσχημα τα πράγματα σήμερα», είπε όταν βρέθηκαν δεξιά κι αριστερά του, «οι Σύντροφοι να γυρίσουν εδώ και να βοηθήσουν τις γυναίκες».
«Μα —»
Αυτός διέκοψε τη διαμαρτυρία του Τελ. «Θα κάνετε ό,τι σας λέω! Αν στριμώξουν τα πράγματα, βγάλτε τις γυναίκες και τα παιδιά! Μ' ακούσατε;» Εκείνοι ένευσαν· απρόθυμα, αλλά ένευσαν.
«Κι εσύ;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Μπαν.
Ο Πέριν τον αγνόησε. «Άραμ, μείνε μαζί με τους Συντρόφους».
Ο Μάστορας, ανάμεσα στον Γοργοπόδη και στο δασύτριχο άλογο του Τελ, ούτε που σήκωσε το κεφάλι. «Όπου πας θα πάω». Το είπε απλά, ο τόνος του, όμως, δεν άφηνε περιθώριο για διαφωνίες· θα έκανε αυτό που ήθελε, ό,τι κι αν έλεγε ο Πέριν. Ο Πέριν αναρωτήθηκε αν οι πραγματικοί άρχοντες είχαν ποτέ τέτοιους μπελάδες.
Στο δυτικό άκρο του Δημόσιου Λιβαδιού, οι Λευκομανδίτες είχαν καβαλήσει τα άλογα, με τους μανδύες με το χρυσό, ακτινωτό ήλιο να λάμπουν, τα κράνη και τις πανοπλίες να γυαλίζουν, τις αιχμές των λογχών να αστράφτουν, μια μακριά φάλαγγα ανά τετράδες, που εκτεινόταν ως τα κοντινότερα σπίτια. Πρέπει να είχαν περάσει τη μισή νύχτα γυαλίζοντας τα πράγματά τους. Ο Ντάιν Μπόρνχαλντ και ο Τζάρετ Μπάυαρ γύρισαν τα άλογά τους για να αντικρίσουν τον Πέριν. Ο Μπόρνχαλντ ίσιωσε το κορμί στη σέλα, όμως μύριζε μπράντυ από μήλα. Ένα μίσος βαθύτερο από το συνηθισμένο αλλοίωσε το λιπόσαρκο πρόσωπο του Μπάυαρ, καθώς κοίταζε τον Πέριν.
«Νόμιζα ότι θα τώρα θα ήσασταν στις θέσεις σας», είπε ο Πέριν.
Ο Μπόρνχαλντ κοίταξε συνοφρυωμένος τη χαίτη του αλόγου του, χωρίς να απαντά. «Φεύγουμε από δω, Σκιογέννητε», έφτυσε ο Μπάυαρ ύστερα από λίγο. Θυμωμένα μουρμουρητά ακούστηκαν από τους Συντρόφους, όμως ο άντρας με τα βουλιαγμένα μάτια τους αγνόησε, όπως αγνόησε και το χέρι του Άραμ, που απλώθηκε προς τη λαβή του σπαθιού πάνω από τον ώμο του. «Θα φτάσουμε στο Λόφο της Σκοπιάς ανοίγοντας δρόμο μέσα από τους φίλους σου και θα ενωθούμε με τις υπόλοιπες δυνάμεις μας».
Έφευγαν. Τετρακόσιοι στρατιώτες έφευγαν. Λευκομανδίτες μεν, αλλά έφιπποι στρατιώτες, όχι αγρότες, στρατιώτες που είχαν συμφωνήσει —ο Μπόρνχαλντ είχε συμφωνήσει!― να υποστηρίξουν τους άντρες των Δύο Ποταμών όταν θα άναβε η μάχη. Για να έχει την παραμικρή ελπίδα το Πεδίο του Έμοντ, ο Πέριν έπρεπε να κρατήσει αυτούς τους άντρες. Ο Γοργοπόδης τίναξε το κεφάλι και φρίμαξε, σαν να είχε αντιληφθεί τη διάθεση του αναβάτη του. «Ακόμα πιστεύεις ότι είμαι Σκοτεινόφιλος, Μπόρνχαλντ; Πόσες επιθέσεις έχεις δει ως τώρα; Αυτοί οι Τρόλοκ προσπαθούν να σκοτώσουν κι εμένα, ανάμεσα σ' όλους τους άλλους».
Ο Μπόρνχαλντ σήκωσε το κεφάλι αργά, με μάτια βασανισμένα αλλά ταυτοχρόνως και μισοζαλισμένα. Έσφιξε ασυναίσθητα τα γκέμια στα χέρια του, μέσα στα γάντια με την ατσαλένια ενίσχυση. «Νομίζεις ότι δεν έχω μάθει πια ότι αυτές οι οχυρώσεις κατασκευάστηκαν χωρίς εσένα; Δεν ήταν δικό σου αυτό το έργο, σωστά; Δεν θα κρατήσω τους άντρες μου εδώ για να σε δουν να θυσιάζεις τους ίδιους τους συγχωριανούς σου στους Τρόλοκ. Θα χορέψεις πάνω στο σωρό των πτωμάτων τους όταν τελειώσουν όλα, Σκιογέννητε; Όχι στα δικά μας, όμως! Θέλω να ζήσω, για να σε παραδώσω στη δικαιοσύνη!»
Ο Πέριν χάιδεψε το λαιμό του Γοργοπόδη για να ησυχάσει το άτι. Έπρεπε να κρατήσει αυτούς τους άντρες. «Με θέλεις; Πολύ καλά. Όταν τελειώσουν όλα, όταν τελειώσουμε με τους Τρόλοκ, δεν θα αντισταθώ, αν θελήσεις να με συλλάβεις».
«Όχι!» φώναξαν μαζί ο Μπαν και ο Τελ, ενώ ακούστηκαν μουγκρητά κι από τους άλλους πίσω τους. Ο Άραμ κοίταξε τον Πέριν σαν να είχε φάει μαχαιριά.
«Κενή υπόσχεση», έκανε χλευαστικά ο Μπόρνχαλντ. «Σκοπός σου είναι να πεθάνουν όλοι εδώ, εκτός από σένα!»
«Αν το σκάσεις, δεν θα το μάθεις ποτέ, έτσι δεν είναι;» Ο Πέριν έκανε τη φωνή του σκληρή, όλο περιφρόνηση. «Θα τηρήσω την υπόσχεση μου, αλλά αν το σκάσεις, ίσως να μη με ξαναβρείς ποτέ. Τρέξε, αν θέλεις! Τρέξε και προσπάθησε να ξεχάσεις τι θα συμβεί εδώ! Όλο λόγια είσαι για την προστασία του κόσμου από τους Τρόλοκ. Πόσοι πέθαναν στα χέρια των Τρόλοκ αφότου ήρθες; Η οικογένειά μου δεν ήταν η πρώτη και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία. Τρέξε! Ή μείνε, αν θυμηθείς ότι είστε άντρες. Αν θέλεις να βρεις κουράγιο, κοίτα τις γυναίκες, Μπόρνχαλντ. Η καθεμιά τους είναι γενναιότερη απ' όλους εσάς τους Λευκομανδίτες!»
Ο Μπόρνχαλντ έτρεμε, σαν να ήταν ένα πλήγμα κάθε λέξη· του Πέριν του φάνηκε ότι θα έπεφτε από τη σέλα. Ο Μπόρνχαλντ ταλαντεύτηκε, ισορρόπησε πάλι και τον κοίταξε. «Θα μείνουμε», είπε βραχνά.
«Μα, Άρχοντα Μπόρνχαλντ», διαμαρτυρήθηκε ο Μπάυαρ.
«Καθαροί!» βρυχήθηκε ο Μπόρνχαλντ προς τον Μπάυαρ. «Αν πρέπει να πεθάνουμε εδώ, θα πεθάνουμε καθαροί!» Γύρισε πάλι το κεφάλι στον Πέριν, με αφρισμένο στόμα. «Θα μείνουμε. Στο τέλος, όμως, θα σε δω νεκρό, Σκιογέννητε! Για τη δική μου οικογένεια, για τον δικό μου πατέρα, θα-σε-δω-νεκρό!» Έστριψε οργισμένος το άλογό του και γύρισε στη λευκή φάλαγγά του. Ο Μπάυαρ γύμνωσε τα δόντια στον Πέριν, σαν ένα άηχο γρύλισμα, πριν τον ακολουθήσει.
«Δεν φαντάζομαι να κρατήσεις αυτή την υπόσχεση;» είπε με αγωνία ο Άραμ. «Δεν μπορείς».
«Πρέπει να τους επιθεωρήσω όλους», είπε ο Πέριν. Λίγες πιθανότητες είχε να ζήσει για να την κρατήσει. «Δεν υπάρχει χρόνος». Σπιρούνισε τον Γοργοπόδη και το άλογο πήδηξε μπροστά, προς το δυτικό άκρο του χωριού.
Πίσω από τους μυτερούς πασσάλους, που ήταν στραμμένοι προς το Δυτικό Δάσος, οι άντρες ήταν ζαρωμένοι με τα δόρατα, τους λογχοπελέκεις και τις λόγχες που είχε φτιάξει ο Χάραλ Λούχαν, ο οποίος βρισκόταν εκεί, φορώντας ένα γιλέκο σιδερά και κρατώντας ένα κοντάρι δυόμισι μέτρα μακρύ, που είχε στην άκρη μια λεπίδα δρεπανιού. Πίσω τους στέκονταν άντρες με τόξα, που είχαν τέσσερις καταπέλτες ανάμεσα στις σειρές τους. Ο Άμπελ Κώθον προχωρούσε αργά, μιλώντας με κάθε άντρα χωριστά.
Ο Πέριν τράβηξε τα γκέμια πλάι στον Άμπελ. «Λένε ότι θα έρθουν από βόρεια και νότια», είπε χαμηλόφωνα, «μα έχε τα μάτια ανοιχτά».
«Θα κοιτάμε. Και είμαι έτοιμος να στείλω τους μισούς άντρες μου όπου χρειαστεί. Δεν θα βρουν εύκολο κρέας τους Δυποταμίτες». Το χαμόγελο του Άμπελ ήταν σαν του γιου του.
Ο Πέριν ντράπηκε όταν οι άντρες άρχισαν να ζητωκραυγάζουν καθώς περνούσε με τους Συντρόφους και το λάβαρο πίσω του· «Χρυσομάτη! Χρυσομάτη!» του φώναζαν και αραιά και πού κανένα «Άρχοντα Πέριν!»
Στο νότο υπεύθυνος ήταν ο Ταμ, πιο βλοσυρός από τον Άμπελ, που πηγαινοερχόταν σχεδόν σαν Πρόμαχος, με το χέρι ακουμπισμένο στη λαβή του σπαθιού του. Εκείνη η λυκίσια, θανατηφόρα χάρη στην κίνηση έδειχνε παράξενη στο γεροδεμένο, γκριζομάλλη αγρότη. Αλλά τα λόγια του προς τον Πέριν δεν ήταν πολύ διαφορετικά από του Άμπελ. «Εμείς εδώ οι Δυποταμίτες είμαστε πιο σκληροτράχηλοι απ' όσο νομίζουν οι περισσότεροι», είπε ήρεμα. «Μην ανησυχείς, σήμερα θα έχουμε κάθε λόγο να περηφανευόμαστε».
Η Αλάνα ήταν σε έναν από τους έξι καταπέλτες εδώ και καταγινόταν με μια μεγάλη πέτρα, την οποία τοποθετούσαν στο βαθούλωμα του χοντρού μπράτσου. Ο Ίχβον καθόταν στο άλογο κοντά της, φορώντας το μανδύα Πρόμαχου που άλλαζε χρώματα, λεπτός σαν ατσάλινη λεπίδα και με βλέμμα κοφτερό σαν γερακιού· δεν υπήρχε αμφιβολία ότι είχε επιλέξει πού θα στεκόταν να πολεμήσει —όπου βρισκόταν η Αλάνα― και ποια θα ήταν η μάχη του ― να τη βγάλει ζωντανή, ό,τι κι αν γινόταν. Μόλις που κοίταξε τον Πέριν. Μα η Άες Σεντάι κοντοστάθηκε με τα χέρια πάνω από την πέτρα, ακολουθώντας τον με το βλέμμα καθώς περνούσε. Την ένιωθε να τον μετρά, να τον ζυγίζει και να τον κρίνει. Οι ζητωκραυγές τον ακολούθησαν κι εκεί.
Για το σημείο που ο φράχτης περνούσε τα λίγα σπιτάκια ανατολικά του Πανδοχείου της Οινοπηγής ήταν υπεύθυνοι ο Γιον Θέην και ο Σάμελ Κρω. Ο Πέριν τους είπε ό,τι και στον Άμπελ, παίρνοντας πάλι περίπου την ίδια απάντηση. Ο Γιον, φορώντας αλυσιδωτό θώρακα γεμάτο τρύπες από τη σκουριά, είχε δει τον καπνό του μύλου του που καιγόταν, ενώ ο Σάμελ, με το αλογίσιο πρόσωπο και τη μακριά μύτη, ήταν σίγουρος ότι είχε δει καπνό από τη φάρμα του. Δεν περίμεναν ότι η μέρα θα ήταν εύκολη, μα και οι δύο είχαν τυλιχτεί μέσα σε μια παγερή αποφασιστικότητα, σαν να ήταν μανδύας.
Ο Πέριν αποφάσισε να δώσει τη μάχη του στο βορρά. Αγγίζοντας με το δάχτυλο την κορδέλα που κρεμόταν στο πέτο του, κοίταξε προς το Λόφο της Σκοπιάς, προς τα κει που είχε κατευθυνθεί η Φάιλε, και αναρωτήθηκε γιατί είχε διαλέξει τη βορινή πλευρά. Πέτα ελεύθερη, Φάιλε. Πέτα ελεύθερη, καρδιά μου. Ε, μάλλον όλα τα μέρη ήταν καλά για να πεθάνεις. Ο Γκαούλ και η Τσιάντ στέκονταν έτοιμοι, με τα κεφάλια τυλιγμένα με το σούφα και τα πρόσωπα κρυμμένα πίσω από μαύρα πέπλα. Ο Πέριν πρόσεξε ότι στέκονταν δίπλα-δίπλα· ό,τι κι αν συνέβαινε ανάμεσά τους, έμοιαζε να βαραίνει περισσότερο από τη βεντέτα αίματος των φατριών τους. Ο Λόιαλ κρατούσε ένα ζευγάρι τσεκούρια, που έμοιαζαν μικροσκοπικά στα πελώρια χέρια του· τα φουντωτά αφτιά του ήταν γυρισμένα μπροστά με ανυπομονησία και το πλατύ του πρόσωπο ήταν βλοσυρό.
Νόμιζες ότι θα το σκάσω; είχε πει, όταν ο Πέριν του είχε προτείνει να ξεγλιστρήσει μέσα στη νύχτα μετά τη Φάιλε. Είχε κρεμάσει τα αφτιά, κουρασμένος και πληγωμένος. Ήρθα μαζί σον, Πέριν, και θα μείνω ώσπου να φύγεις. Και μετά είχε γελάσει ξαφνικά, μ' ένα βαθύ μπουμπουνητό που τράνταξε τα πιάτα. Ίσως μάλιστα μια μέρα κάποιος πει μια ιστορία για μένα. Δ εν συνηθίζουμε αυτά τα πράγματα, αλλά φαντάζομαι ότι θα μπορούσε να υπάρξει ένας Ογκιρανός ήρωας. Είπα ένα αστείο. Γέλα. Έλα, θα πούμε αστεία και θα γελάσουμε και θα σκεφτούμε τη Φάιλε να πετά ελεύθερη.
«Δεν είναι αστείο, Λόιαλ», μουρμούρισε ο Πέριν καθώς προχωρούσε ανάμεσα στις γραμμές των αντρών, προσπαθώντας να μην ακούει τις ζητωκραυγές τους. «Είσαι ήρωας, είτε το θέλεις, είτε όχι». Ο Ογκιρανός του χαμογέλασε πλατιά, σφίγγοντας το στόμα, και έπειτα ξαναγύρισε το βλέμμα στο καθαρισμένο έδαφος πέρα από το φράχτη, Ραβδιά με άσπρες ρίγες σημείωναν τις αποστάσεις ανά εκατό μέτρα, μέχρι τα πεντακόσια· πιο πέρα υπήρχαν χωράφια με ταμπάκ και κριθάρι, ποδοπατημένα τα περισσότερα στις προηγούμενες επιθέσεις, καθώς και φράχτες, χαμηλοί μαντρότοιχοι, συστάδες από λέδερλιφ, πεύκα και βελανιδιές.
Ήταν πάρα πολλά τα πρόσωπα που ήξερε ο Πέριν στις σειρές των ανθρώπων μπροστά του. Ο γεροδεμένος Γιούαρντ Κάντγουιν και ο Πάετ αλ'Κάαρ, με το σαγόνι που έμοιαζε με φανάρι, κρατούσαν δόρατα. Ο ασπρομάλλης Μπιούελ Ντώτρυ, ο κατασκευαστής βελών, στεκόταν μαζί με τους τοξότες, φυσικά. Ήταν εκεί ο κοντόχοντρος γκριζομάλλης, ο Τζιακ αλ'Σήν, με το φαλακρό ξάδελφο του τον Γουίτ, καθώς και ο ρυτιδιασμένος Φλαν Λιούιν, κοκαλιάρης και ψηλέας, σαν όλους τους άντρες του σογιού του. Ο Τζάιμ Τόρφιν και ο Χιού Μάργουιν, από τους πρώτους που τον είχαν ακολουθήσει· ένιωθαν άβολα και γι' αυτό δεν είχαν μπει στους Συντρόφους, λες και η ενέδρα στο Νεροδάσος είχε ανοίξει ένα χάσμα ανάμεσά τους. Ο Έλαμ Ντώτρυ, ο Νταβ Αγιέλιν και ο Γιούιν Φίνγκαρ. Ο Χάρι Κόπλιν, ο αδελφός του, ο Νταρλ, και ο γερο-Μπίλι Κόνγκαρ. Ο Μπέριν Θέην, ο αδελφός του μυλωνά, ο χοντρός Άθαν Ντηρν, ο Κέβριμ αλ'Αζάρ, που οι εγγονοί του ήταν μεγάλοι άντρες πια, ο Τακ Πάντχουιν, ο μαραγκός, και...
Ο Πέριν είπε στον εαυτό του να σταματήσει να τους μετράει και πήγε εκεί που στεκόταν η Βέριν, πλάι σε έναν καταπέλτη, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Τόμας με τα γκρίζα ρούχα. Η παχουλή, ντυμένη στα καφετιά Άες Σεντάι κοίταξε εξεταστικά τον Άραμ για λίγο, πριν γυρίσει το κοφτερό βλέμμα της στον Πέριν, υψώνοντας ένα φρύδι, σαν να τον ρωτούσε γιατί την ενοχλούσε.
«Ξαφνιάζομαι λιγάκι που βλέπω εσένα και την Αλάνα να είστε ακόμα εδώ», της είπε. «Δεν αξίζει να σκοτωθείτε για να βρείτε υποψήφιες Άες Σεντάι. Ούτε για να κρατάτε τα νήματα ενός τα'βίρεν».
«Αυτό κάνουμε;» Σταύρωσε τα χέρια της στη μέση και έγειρε το κεφάλι στο πλάι συλλογισμένα. «Όχι», είπε τελικά, «δεν νομίζω ότι μπορούμε να φύγουμε ακόμα. Είσαι ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα μελέτης, όπως και ο Ραντ, με τον τρόπο σου. Και ο νεαρός Ματ. Αν μπορούσα να γίνω τρία κομμάτια, θα κολλούσα ένα στον καθένα σας και θα σας ακολουθούσα κάθε στιγμή της μέρας και της νύχτας, ακόμα κι αν αναγκαζόμουν να σας παντρευτώ».
«Ήδη έχω σύζυγο». Ένιωσε παράξενα λέγοντας το. Παράξενα και ωραία. Είχε σύζυγο, η οποία ήταν σώα και ασφαλής.
Αυτή του χάλασε το ρεμβασμό. «Ναι, έχεις. Αλλά δεν ξέρεις τι σημαίνει το ότι παντρεύτηκες τη Ζαρίν Μπασίρ, έτσι δεν είναι;» Άπλωσε το χέρι και γύρισε το τσεκούρι που είχε στη θηλιά της ζώνης του, εξετάζοντάς το. «Πότε θα το εγκαταλείψεις αυτό για να πιάσεις το σφυρί;»
Κοίταξε την Άες Σεντάι και τράβηξε τα χαλινάρια του Γοργοπόδη για να πάει το άλογο ένα βήμα πίσω, τραβώντας το τσεκούρι από τα χέρια της. Τι σήμαινε το ότι είχε παντρευτεί τη Φάιλε; Πότε θα εγκατέλειπε το τσεκούρι; Τι εννοούσε; Τι ήξερε;
«ΙΣΑΜ!» Ο λαρυγγώδης βρυχηθμός απλώθηκε σαν μπουμπουνητό και οι Τρόλοκ εμφανίστηκαν, μιάμιση φορά ψηλότεροι από άνθρωπο και διπλοί στο φάρδος, τρέχοντας στα χωράφια, για να σταματήσουν πριν από την ακτίνα βολής των τόξων, μια ογκώδης μάζα με μαύρες πανοπλίες, πυκνή, που απλωνόταν ως εκεί που έφτανε το χωριό. Χιλιάδες Τρόλοκ, ο ένας πάνω στον άλλο, πελώρια πρόσωπα παραμορφωμένα από ράμφη και μουσούδες, κεφάλια με κέρατα ή λοφία με φτερά, με ακίδες στους αγκώνες και τους ώμους, με σπαθιά κυρτά σαν δρεπάνια και πέλεκεις με καρφιά, δόρατα με αγκίστρια και ακιδωτές τρίαινες, μια ατέλειωτη θάλασσα από κακόβουλα όπλα. Πίσω τους έρχονταν Μυρντράαλ καλπάζοντας σε ερεβώδη άλογα, με μανδύες μαύρους σαν το κοράκι, που κρέμονταν ακίνητοι καθώς τα άτια τους στριφογυρνούσαν.
«ΙΣΑΜ!»
«Ενδιαφέρον», μουρμούρισε η Βέριν.
Ο Πέριν δεν θα χρησιμοποιούσε αυτή τη λέξη. Ήταν η πρώτη φορά που οι Τρόλοκ είχαν φωνάξει κάτι κατανοητό. Όχι ότι είχε ιδέα τι σήμαινε.
Έσιαξε τη γαμήλια κορδέλα του και πίεσε τον εαυτό του να πάει γαλήνια στο κέντρο των γραμμών των Δυποταμιτών. Οι Σύντροφοι παρατάχθηκαν πίσω του, ενώ το αεράκι σήκωνε το λάβαρο με την κόκκινη λυκοκεφαλή. Ο Άραμ κρατούσε το σπαθί του και με τα δυο χέρια. «Ετοιμαστείτε!» φώναξε ο Πέριν. Η φωνή του ήταν σταθερή· δεν μπορούσε να το πιστέψει.
«ΙΣΑΜ!» Και η μαύρη παλίρροια κύλησε μπροστά, ουρλιάζοντας δίχως λέξεις.
Η Φάιλε ήταν ασφαλής. Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Δεν θα άφηνε τον εαυτό του να δει τα πρόσωπα των αντρών που εκτείνονταν δεξιά κι αριστερά του. Άκουσε τα ίδια ουρλιαχτά να έρχονται από το νότο. Και από τις δύο πλευρές ταυτοχρόνως. Αυτό δεν το είχαν ξαναδοκιμάσει. Η Φάιλε ήταν ασφαλής. «Στα τετρακόσια βήματα...!» Στις γραμμές τους, τα τόξα υψώθηκαν μαζί. Η μάζα που ούρλιαζε πλησίαζε πιο κοντά, τα μακριά, χοντρά πόδια κάλυπταν την απόσταση. Πιο κοντά. «Ρίξτε!»
Ο δονούμενος κρότος των χορδών πνίγηκε στο χαλασμό των Τρόλοκ, όμως ένα χαλάζι από φτερά χήνας έσκισε τον ουρανό, διαγράφοντας μια καμπύλη τροχιά πριν βυθιστεί στην ορδή με τις μαύρες πανοπλίες. Οι πέτρες από τους καταπέλτες έπεσαν και έσκασαν, σχηματίζοντας πύρινες σφαίρες και κοφτερά θραύσματα στο πλήθος που έβραζε. Τρόλοκ σωριάστηκαν κάτω. Ο Πέριν τους είδε να πέφτουν, να ποδοπατούνται κάτω από μπότες και οπλές. Ακόμα και μερικοί Μυρντράαλ έπεσαν. Όμως το παλιρροϊκό κύμα χιμούσε, κλείνοντας τις τρύπες και τα χάσματα, μοιάζοντας άφθαρτο.
Δεν υπήρχε ανάγκη να διατάξει άλλο καταιγισμό. Ο δεύτερος ακολούθησε τον πρώτο όσο πιο σύντομα μπορούσαν οι άντρες να βάλουν άλλο βέλος στη χορδή. Η δεύτερη βροχή από τα βέλη με τις πλατιές αιχμές υψωνόταν στο αέρα πριν καλά-καλά πέσει η πρώτη, και η τρίτη ακολούθησε από πίσω, και η τέταρτη, και η πέμπτη. Φλόγες ξεσπούσαν ανάμεσα στους Τρόλοκ, όσο γρήγορα μπορούσαν να κατεβάσουν οι άντρες τα μπράτσα των καταπελτών με το βαρούλκο, ενώ η Βέριν κάλπαζε με το άλογο από καταπέλτη σε καταπέλτη και από τη σέλα έγερνε στις πέτρες. Και οι πελώριες, αλαλάζουσες μορφές συνέχισαν να έρχονται, κραυγάζοντας σε μια γλώσσα που ο Πέριν δεν καταλάβαινε, κραυγάζοντας όμως για αίμα, για ανθρώπινο αίμα και σάρκα. Οι άντρες που ζάρωναν πίσω από τους πασσάλους ετοιμάστηκαν, ζύγιασαν τα όπλα τους.
Ο Πέριν ένιωθε μια παγωνιά μέσα σου. Έβλεπε ότι το έδαφος πίσω από τους Τρόλοκ ήταν κιόλας γεμάτο με νεκρούς και ετοιμοθάνατους, όμως δεν έδειχναν να λιγοστεύουν. Ο Γοργοπόδης βημάτιζε νευρικά, όμως ο Πέριν δεν μπορούσε να ακούσει το νευρικό κλαψούρισμά του σ' αυτούς τους αλαλαγμούς των Τρόλοκ. Ο πέλεκυς ήρθε στο χέρι του με μια ήρεμη κίνηση· η μακριά λεπίδα στο σχήμα του μισοφέγγαρου και το χοντρό καρφί άστραψαν στο φως του ήλιου. Ακόμα δεν είχε μεσημεριάσει. Η καρδιά μου είναι παντοτινά δική σον, Φάιλε. Αυτή τη φορά του φαινόταν ότι οι πάσσαλοι δεν θα...
Χωρίς καν να κόψει ταχύτητα, η πρώτη σειρά των Τρόλοκ έπεσε στους μυτερούς πασσάλους, με πρόσωπα παραμορφωμένα από μουσούδες ή ράμφη που στράβωναν από τσιρίδες πόνου, που ούρλιαζαν καθώς τους διαπερνούσαν οι πάσσαλοι, ενώ τους έσπρωχναν μπροστά οι πελώριες μορφές που έρχονταν πίσω τους· μερικοί έπεφταν ανάμεσα στους πασσάλους και έδιναν τη θέση τους σε άλλους, περισσότερους, πάντα περισσότερους. Ένας τελευταίος καταιγισμός από βέλη, που βρήκαν το στόχο τους σχεδόν εξ επαφής, και ύστερα ήταν ώρα για δόρατα, λογχοπελέκεις και σπιτικές λόγχες, που τρυπούσαν και χάραζαν τις πανύψηλες μορφές με τις μαύρες πανοπλίες, πέφτοντας μερικές φορές καθώς οι τοξότες σημάδευαν όσο καλύτερα μπορούσαν τα απάνθρωπα πρόσωπα που πρόβαλλαν πάνω από τα κεφάλια των φίλων τους, με τα αγόρια να ρίχνουν κι αυτά από τις στέγες ― όλο τρέλα και θάνατος, εκκωφαντικά μουγκρητά και ουρλιαχτά και τσιρίδες. Αργά, αναπότρεπτα, η γραμμή των Δυποταμιτών υποχώρησε σε καμιά δεκαριά μέρη. Αν έσπαζε, οπουδήποτε...
«Οπισθοχωρήστε!» κραύγασε ο Πέριν. Ένας Τρόλοκ με μουσούδα αγριόχοιρου, που ήταν ήδη ματωμένος, άνοιξε δρόμο μέσα από τις γραμμές των ανθρώπων, τσιρίζοντας και χτυπώντας με το χοντρό, κυρτό σπαθί του. Ο πέλεκυς του Πέριν του άνοιξε το κεφάλι ως τη μουσούδα. Ο Γοργοπόδης προσπαθούσε να σηκωθεί όρθιος, με τα χλιμιντρίσματά του να χάνονται μέσα στην αντάρα. «Οπισθοχωρήστε!» Ο Νταρλ Κόπλιν έπεσε κάτω πιάνοντας το μηρό του, που τον είχε διαπεράσει ένα δόρυ χοντρό σαν καρπός· ο γερο-Μπίλι Κόνγκαρ προσπάθησε να τον τραβήξει πίσω, ενώ κρατούσε αδέξια ένα κυνηγετικό δόρυ· ο Χάρι Κόπλιν κράδαινε τον λογχοπέλεκύ του υπερασπίζοντας τον αδελφό του, με το στόμα ανοιχτό σε μια φαινομενικά σιωπηλή κραυγή. «Οπισθοχωρήστε ανάμεσα στα σπίτια!»
Δεν ήξερε αν οι άλλοι τον είχαν ακούσει και είχαν μεταφέρει τη διαταγή, ή αν το ασφυκτικό βάρος των Τρόλοκ τους είχε ωθήσει μέσα, όμως σιγά-σιγά, με αργά, πεισματικά βήματα, οι άνθρωποι υποχώρησαν. Ο Λόιαλ ανεβοκατέβαζε τα ματωμένα τσεκούρια του σαν ξυλόσφυρες, με το πλατύ στόμα ανοιχτό σε μια αγριεμένη γκριμάτσα. Πλάι στον Ογκιρανό, ο Μπραν κάρφωνε βλοσυρά τους Τρόλοκ με το δόρυ του· είχε χάσει το ατσάλινο κράνος του και το αίμα κυλούσε στα γκρίζα μαλλιά του. Από το άτι του, ο Τόμας άνοιγε χώρο γύρω από τη Βέριν· ήταν αναμαλλιασμένη και είχε χάσει το άλογό της· πύρινες σφαίρες πετάγονταν από τα χέρια της και οι Τρόλοκ μπροστά της τυλίγονταν στις φλόγες, λες κι ήταν μουλιασμένοι σε λάδι. Όλα τούτα δεν έφταναν για να κρατηθεί το μέρος. Οι Δυποταμίτες οπισθοχωρούσαν αργά, γύρω από τον Γοργοπόδη. Ο Γκαούλ και η Τσιάντ πολεμούσαν πλάτη με πλάτη· εκείνης της είχε απομείνει μόνο ένα δόρυ κι αυτός έκοβε και κάρφωνε με το βαρύ μαχαίρι του. Ακόμα πιο πίσω. Στα δυτικά και τα ανατολικά οι άντρες υποχωρούσαν από τα οχυρώματα εκεί για να μην τους πλευροκοπήσουν οι Τρόλοκ και εξαπέλυαν βέλη. Δεν έφτανε αυτό. Ακόμα πιο πίσω.
Ξαφνικά, μια πελώρια μορφή με κέρατα τράγου προσπάθησε να κατεβάσει τον Πέριν από τη σέλα, προσπάθησε να ανέβει πίσω του. Ο Γοργοπόδης, σπαρταρώντας, λύγισε από το βάρος των δυο τους. Ενώ το πόδι του ήταν παγιδευμένο και τον πονούσε σαν να ήταν έτοιμο να σπάσει, ο Πέριν πάλεψε να γυρίσει το τσεκούρι προς τα πίσω, να διώξει από το λαιμό του εκείνα τα χέρια που ήταν μεγαλύτερα από Ογκιρανού. Ο Τρόλοκ τσίριξε όταν το ξίφος του Άραμ του έκοψε το λαιμό. Την ίδια στιγμή που το ογκώδες πλάσμα σωριαζόταν πάνω στον Πέριν, πιτσιλίζοντάς τον αίμα, ο Άραμ στριφογυρνούσε με μια άψογη κίνηση για να καρφώσει άλλο έναν Τρόλοκ στο στομάχι.
Ο Πέριν γρύλισε από τον πόνο και ελευθερώθηκε, την ίδια στιγμή που ο Γοργοπόδης σηκωνόταν στα πόδια του, αλλά δεν πρόλαβε ούτε να σκεφτεί να ξανανέβει στη σέλα. Μόλις που κατάφερε να βουτήξει στο πλάι, ενώ οι οπλές ενός μαύρου αλόγου χτυπούσαν τον αέρα εκεί που βρισκόταν πριν το κεφάλι του. Με έναν απειλητικό μορφασμό στο χλωμό, ανόφθαλμο πρόσωπό του, ο Ξέθωρος έγειρε από τη σέλα καθώς ο Πέριν προσπαθούσε να σηκωθεί, με το κατάμαυρο σπαθί να κόβει τον αέρα, αγγίζοντάς του τα μαλλιά όταν χαμήλωνε. Με μια άσπλαχνη, λοξή κίνηση του τσεκουριού, ο Πέριν έκοψε ένα πόδι του αλόγου. Άλογο και αναβάτης κουτρουβάλησαν μαζί· όπως σωριάζονταν, ο Πέριν έθαψε το τσεκούρι του εκεί που θα βρίσκονταν τα μάτια του Ημιανθρώπου.
Ξεκόλλησε τη λεπίδα, πάνω στην ώρα για να δει το δικράνι της Νταίζε Κόνγκαρ να καρφώνει έναν κατσικομούρη Τρόλοκ στο λαιμό. Εκείνος άρπαξε το μακρύ ακόντιο με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο έκανε να την καρφώσει με μια ακιδωτή λόγχη, αλλά η Μάριν αλ'Βέρ τον χτύπησε ατάραχα στον τένοντα της κνήμης, ακρωτηριάζοντάς τον με τον μπαλτά της· το πόδι έπεσε στο πλάι κι αυτή έκοψε ψυχρά τη ραχοκοκαλιά του Τρόλοκ στη βάση του σβέρκου του. Ένας άλλος Τρόλοκ σήκωοε την Μποντ Κώθον στον αέρα από την πλεξούδα της· με το στόμα της ορθάνοιχτο από μια έντρομη κραυγή, βύθισε το τσεκούρι της στον ώμο του, κάτω από την αλυσιδωτή πανοπλία του, ενώ η αδελφή της, η Έλντριν, έχωνε το κυνηγετικό δόρυ της στο στήθος του και η Νέυσα Αγιέλιν, με την γκρίζα πλεξούδα, του έχωνε και ένα χοντρό μαχαίρι ξεκοκαλίσματος.
Από τη μια άκρη ως την άλλη, απ' όσο μπορούσε να δει ο Πέριν, οι γυναίκες ήταν εκεί. Ο αριθμός τους ήταν ο μόνος λόγος που άντεχε ακόμα η γραμμή τους, η οποία είχε απωθηθεί σχεδόν ως τα σπίτια. Υπήρχαν γυναίκες ανάμεσα στους άντρες, στέκονταν ώμο με ώμο· μερικές ήταν ακόμα κοπελίτσες, αλλά βέβαια μερικοί απ' αυτούς τους «άντρες» δεν είχε χρειαστεί να ξυριστούν ποτέ τους. Πού ήταν οι Λευκομανδίτες; Τα παιδιά! Αν οι γυναίκες ήταν εδώ, τότε δεν υπήρχε κανείς για να βγάλει τα παιδιά έξω. Πού είναι οι άτιμοι οι Λευκομανδίτες; Αν έρχονταν τώρα, τουλάχιστον θα κέρδιζαν μερικά λεπτά ακόμα. Μερικά λεπτά, για να φυγαδεύσουν τα παιδιά.
Ένα αγόρι, ο μελαχρινός εκείνος αγγελιοφόρος που είχε έρθει να τον βρει την προηγούμενη νύχτα, τον άρπαξε από το μπράτσο καθώς έστριβε για να ψάξει τους Συντρόφους. Οι Σύντροφοι θα έπρεπε να ανοίξουν δρόμο για τα παιδιά. Θα τους έστελνε και θα έκανε εδώ ό,τι μπορούσε. «Άρχοντα Πέριν!» φώναξε το αγόρι μέσα στην εκκωφαντική αντάρα. «Άρχοντα Πέριν!»
Ο Πέριν προσπάθησε να τον διώξει, αλλά μετά τον άρπαξε παραμάσχαλα καθώς κλωτσούσε κάτι πλευρά· η θέση του ήταν με τα άλλα παιδιά. Χωρισμένοι σε ομάδες και παραταγμένοι σε σφιχτές γραμμές ανάμεσα στα σπίτια, ο Μπαν, ο Τελ και οι άλλοι Σύντροφοι κάθονταν στις σέλες και έριχναν με τα τόξα, πάνω από τα κεφάλια των αντρών και των γυναικών. Ο Γουίλ είχε καρφώσει το λάβαρο στο χώμα για να πιάσει κι αυτός το τόξο του. Με κάποιον τρόπο, ο Τελ είχε καταφέρει να πιάσει τον Γοργοπόδη· τα χαλινάρια του καφεγκρίζου άλογου ήταν δεμένα στη σέλα του Τελ. Το αγόρι θα μπορούσε να καθίσει στην πλάτη του Γοργοπόδη.
«Άρχοντα Πέριν! Άκουσε με σε παρακαλώ! Ο αφέντης αλ'Θόρ λέει ότι κάποιοι επιτίθενται στους Τρόλοκ! Άρχοντα Πέριν!»
Ο Πέριν είχε φτάσει σχεδόν στον Τελ, κουτσαίνοντας από το τραυματισμένο πόδι του, όταν το συνειδητοποίησε. Έχωσε τη λαβή του τσεκουριού στη ζώνη του και σήκωσε το αγόρι μπροστά στο πρόσωπό του, πιάνοντάς το από τους ώμους. «Τους επιτίθενται; Ποιοι;»
«Δεν ξέρω, Άρχοντα Πέριν. Ο αφέντης αλ'Θόρ είπε να σου πω ότι του φάνηκε πως άκουσε κάποιους να φωνάζουν “Ντέβεν Ράιντ”!»
Ο Άραμ έπιασε τον Πέριν από το μπράτσο και χωρίς να μιλήσει έδειξε ψηλά με το ματωμένο σπαθί του. Ο Πέριν γύρισε και πρόλαβε να δει μια βροχή από βέλη να πέφτει στους Τρόλοκ. Από το βορρά. Άλλος ένας καταιγισμός από βέλη βρισκόταν ήδη στο ψηλότερο σημείο της τροχιάς του.
«Γύρνα στα άλλα παιδιά», είπε αφήνοντας κάτω το αγόρι. Έπρεπε να πάει μπροστά για να βλέπει. «Φύγε! Μια χαρά τα πήγες, μικρέ!» πρόσθεσε καθώς έτρεχε αδέξια προς τον Γοργοπόδη. Ο νεαρούλης έτρεχε προς το χωριό χαμογελώντας πλατιά. Με κάθε βήμα, μια σουβλιά πόνου ανηφόριζε από το πόδι του Πέριν· μπορεί πράγματι να ήταν σπασμένο. Δεν προλάβαινε να ανησυχήσει γι' αυτό.
Άρπαξε τα χαλινάρια που του πέταξε ο Τελ και ανέβηκε στη σέλα. Αναρωτήθηκε αν έβλεπε αυτό που ήθελε να δει και όχι αυτό που ήταν πραγματικά εκεί.
Στην άκρη, εκεί που ήταν κάποτε χωράφια, κάτω από ένα λάβαρο με έναν κόκκινο αετό, τώρα έβλεπε μακριές σειρές από άντρες που φορούσαν αγροτικά ρούχα και εκτόξευαν μεθοδικά τα βέλη. Πλάι στο λάβαρο, στη σέλα της Σουώλοου, καθόταν η Φάιλε, με την Μπάιν πλάι στον αναβολέα της. Δηλαδή πρέπει να ήταν η Μπάιν πίσω από εκείνο το μαύρο πέπλο, ενώ το πρόσωπο της Φάιλε το έβλεπε καθαρά. Φαινόταν ενθουσιασμένη, φοβισμένη, έντρομη και συνεπαρμένη. Φαινόταν πανέμορφη.
Οι Μυρντράαλ προσπαθούσαν να γυρίσουν μερικούς Τρόλοκ σ' αυτή τη μεριά, προσπαθούσαν να ηγηθούν μιας επίθεσης εναντίον των αντρών του Λόφου της Σκοπιάς, αλλά ήταν μάταιο. Ακόμα και οι Τρόλοκ που έστριβαν, έπεφταν πριν κάνουν πενήντα δρασκελιές. Ένας Ξέθωρος και το άλογό του σωριάστηκαν κάτω, όχι από βέλη, αλλά από τα χέρια και τα δόρατα των πανικόβλητων Τρόλοκ. Αυτοί που υποχωρούσαν ήταν οι Τρόλοκ, στην αρχή αργά και μετά τρέχοντας ξέφρενα, προσπαθώντας να αποφύγουν βέλη και από τις δύο πλευρές, τώρα που οι άντρες του Πεδίου του Έμοντ είχαν χώρο να σηκώσουν τα τόξα. Οι Τρόλοκ έπεφταν, οι Μυρντράαλ σωριάζονταν. Ήταν σφαγή, αλλά ο Πέριν σχεδόν δεν την έβλεπε. Φάιλε.
Το ίδιο αγόρι φάνηκε στον αναβολέα του. «Άρχοντα Πέριν!» φώναξε. Τώρα φώναζε για να ακουστεί μέσα στις ζητωκραυγές, καθώς άντρες και γυναίκες φώναζαν από χαρά και ανακούφιση, καθώς έπεφτε και ο τελευταίος Τρόλοκ που δεν είχε προλάβει να ξεφύγει από την ακτίνα βολής των τόξων. Ο Πέριν νόμιζε ότι δεν ήταν πολλοί αυτοί που είχαν ξεφύγει, αλλά μόλις που μπορούσε να σκεφτεί. Φάιλε. Το αγόρι του τράβηξε το μπατζάκι. «Άρχοντα Πέριν! Ο αφέντης αλ'Θόρ είπε να σου πω ότι οι Τρόλοκ υποχωρούν! Και στ' αλήθεια φωνάζουν “Ντέβεν Ράιντ”! Οι άντρες, θέλω να πω. Τους άκουσα!»
Ο Πέριν έσκυψε για να χαϊδέψει τα σγουρά μαλλιά του αγοριού. «Πώς σε λένε, παλικαράκι μου;»
«Τζάιμ Αϋμπάρα, Άρχοντα Πέριν. Είμαι ξάδερφός σου, νομίζω. Δηλαδή περίπου».
Ο Πέριν έσφιξε για μια στιγμή τα μάτια, για να κρατήσει τα δάκρυά του. Κι όταν τα άνοιξε, το χέρι του ακόμα έτρεμε στο κεφάλι του νεαρού. «Λοιπόν, ξάδερφε Τζάιμ, πες στα παιδιά σου για τη σημερινή μέρα. Να το πεις στα εγγόνια σου και στα παιδιά των εγγονιών σου».
«Δεν κάνω παιδιά εγώ», είπε πεισματικά ο Τζάιμ. «Τα κορίτσια είναι φριχτά. Γελάνε μαζί σου και δεν τους αρέσει να κάνουν τίποτα που να έχει πλάκα, ενώ δεν καταλαβαίνεις ποτέ τι λένε».
«Νομίζω ότι μια μέρα θα καταλάβεις ότι είναι κάθε άλλο παρά φριχτά. Κάποια από τα άλλα που λες δεν θα αλλάξουν, αλλά αυτό θα αλλάξει». Φάιλε.
Ο Τζάιμ φαινόταν να αμφιβάλει, αλλά μετά έλαμψε και ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Κάτσε να πω στον Χαντ ότι ο Άρχοντας Πέριν με είπε ξάδερφο!» Και χίμηξε να το πει στον Χαντ, που θα έκανε κι αυτός παιδιά, και σ' όλα τα άλλα αγόρια που θα έκαναν το ίδιο κάποια μέρα. Ο ήλιος μεσουρανούσε. Μια ώρα, περίπου. Όλα είχαν πάρει το πολύ μια ώρα. Ένιωθε σαν να είχε κρατήσει μια ζωή.
Ο Γοργοπόδης προχώρησε και ο Πέριν κατάλαβε ότι πρέπει να τον είχε σπιρουνίσει. Οι άνθρωποι που επευφημούσαν άνοιξαν δρόμο για το καφεγκρίζο άλογο και ο Πέριν μόλις που τους άκουγε. Υπήρχαν μεγάλα χάσματα σε σημεία που οι Τρόλοκ, εξαιτίας των αριθμών τους και μόνο, είχαν τσακίσει τους πασσάλους. Πέρασε ένα άνοιγμα, πάνω από ένα σωρό νεκρούς Τρόλοκ, τους οποίους δεν πρόσεξε. Νεκροί Τρόλοκ, κατατρυπημένοι, κάλυπταν την ανοιχτή έκταση, ενώ εδώ και εκεί κάποιοι Ξέθωροι, σαν σκαντζόχοιροι από τα βέλη, τινάζονταν και σπαρταρούσαν. Δεν έβλεπε τίποτα απ' αυτά. Είχε μάτια μόνο για ένα πράγμα. Φάιλε.
Εκείνη ξεκίνησε από το σημείο που στέκονταν οι άντρες του Λόφου της Σκοπιάς και σταμάτησε μόνο για μια στιγμή ώστε να εμποδίσει την Μπάιν να την ακολουθήσει, πηγαίνοντας με το άλογό της να τον συναντήσει. Ίππευε με τόση χάρη, σαν να ήταν μέρος του εαυτού της η μαύρη φοράδα, με το λιγνό κορμί στητό, οδηγώντας τη Σουώλοου πιο πολύ με τα γόνατα παρά με τα χαλινάρια, τα οποία κρατούσε ανέμελα στο ένα χέρι. Η κόκκινη, γαμήλια κορδέλα ήταν ακόμα πλεγμένη στα μαλλιά της, οι άκρες κρέμονταν από τους ώμους της. Έπρεπε να της βρει λουλούδια.
Για μια στιγμή, εκείνα τα γερτά μάτια τον κοίταξαν εξεταστικά, το στόμα της... Δεν μπορεί να ένιωθε αβεβαιότητα μέσα της, αλλά αυτή τη μυρωδιά είχε. «Είπα ότι θα πάω», του είπε τελικά με το κεφάλι ψηλά. Η Σουώλοου χόρεψε προς το πλάι, κυρτώνοντας το λαιμό, και η Φάιλε συγκράτησε τη φοράδα σχεδόν ασυναίσθητα. «Δεν είπα μέχρι πού. Δεν μπορείς να πεις ότι δεν είναι έτσι».
Αυτός δεν μπορούσε να πει τίποτα. Ήταν τόσο όμορφη. Απλώς ήθελε να την κοιτάζει, να τη βλέπει, πανέμορφη, ζωντανή, μαζί του. Η οσμή της ήταν καθαρός ιδρώτας με μια αχνότατη υποψία σαπουνιού από βότανα. Δεν ήξερε αν ήθελε να βάλει τα γέλια ή τα κλάματα. Μπορεί και τα δυο. Ήθελε να κρατήσει τη μυρωδιά της στα πνευμόνια του.
Εκείνη έσμιξε τα φρύδια και συνέχισε. «Πέριν, ήταν έτοιμοι. Στ' αλήθεια. Δεν χρειάστηκε να πω πολλά για να τους πείσω να έρθουν. Οι Τρόλοκ δεν τους είχαν ενοχλήσει σχεδόν καθόλου, αλλά έβλεπαν τον καπνό. Ταξιδέψαμε γρήγορα και κουραστήκαμε η Μπάιν κι εγώ, αλλά φτάσαμε στο Λόφο της Σκοπιάς πριν από το πρώτο φως, και ξεκινήσαμε να γυρίσουμε μόλις σηκώθηκε ο ήλιος». Το συνοφρύωμά της χάθηκε, έγινε χαμόγελο πλατύ, ενθουσιασμένο και περήφανο. Τόσο όμορφο χαμόγελο. Τα μαύρα μάτια της λαμπύριζαν. «Με ακολούθησαν, Πέριν. Με ακολούθησαν! Ακόμα και η Τενοβία δεν έχει οδηγήσει ποτέ της άντρες σε μάχη. Ήθελε μια φορά, όταν ήμουν οκτώ χρόνων, αλλά ο πατέρας μου της μίλησε μόνος του στα διαμερίσματά της κι όταν έφυγε για τη Μάστιγα, αυτή έμεινε πίσω». Μ' ένα δηκτικό χαμόγελο, συνέχισε. «Νομίζω ότι εσύ κι αυτός καμιά φορά χρησιμοποιείτε τις ίδιες μεθόδους. Η Τενοβία τον εξόρισε, αλλά ήταν μόνο δεκάξι χρόνων και το Συμβούλιο των Αρχόντων κατόρθωσε έπειτα από μερικές βδομάδες να της αλλάξει γνώμη. Θα πρασινίσει από ζήλια όταν της το πω». Κοντοστάθηκε ξανά κι αυτή τη φορά πήρε μια βαθιά ανάσα και στήριξε τη γροθιά στο γοφό της. «Δεν θα πεις τίποτα;» τον ρώτησε με αδημονία. «Θα κάθεσαι εκεί σαν μουγκός; Δεν είπα εγώ ότι θα φύγω από τους Δύο Ποταμούς. Εσύ το είπες, όχι εγώ. Δεν έχεις δικαίωμα να είσαι θυμωμένος επειδή δεν έκανα κάτι που δεν υποσχέθηκα να κάνω! Και από πάνω, προσπάθησες να με διώξεις επειδή νόμιζες ότι θα πεθάνεις! Ξαναγύρισα για να —»
«Σ' αγαπώ». Μόνο αυτό μπόρεσε να πει, αλλά το παράξενο ήταν ότι έφτανε. Μόλις βγήκαν οι λέξεις από το στόμα του, η Φάιλε πλησίασε με τη Σουώλοου, τον αγκάλιασε και έκρυψε το πρόσωπό της στο στήθος του· ήταν σαν να προσπαθούσε να τον κόψει στα δυο τόσο που έσφιγγε. Της χάιδεψε τρυφερά τα μαύρα μαλλιά, νιώθοντας τη μεταξένια αίσθησή τους, νιώθοντας τη Φάιλε.
«Φοβόμουν ότι θα έρθω πολύ αργά», είπε με το κεφάλι στο σακάκι του. «Οι άντρες του Λόφου της Σκοπιάς έκαναν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, αλλά όταν φτάσαμε και είδα τους Τρόλοκ να πολεμούν σχεδόν ανάμεσα στα σπίτια, τόσο πολλοί που το χωριό έμοιαζε να έχει σκεπαστεί από κατολίσθηση, και δεν μπορούσα να σε δω...» Πήρε με τρεμουλιαστή ανάσα και την άφησε να βγει αργά. Όταν ξαναμίλησε, η φωνή της ήταν πιο γαλήνια. Ελάχιστα. «Ήρθαν από το Ντέβεν Ράιντ;»
Εκείνος τινάχτηκε και το χέρι του σταμάτησε να τη χαϊδεύει. «Ναι, ήρθαν. Πού το ξέρεις; Μήπως το κανόνισες κι αυτό;» Εκείνη άρχισε να τρέμει· ο Πέριν δεν κατάλαβε αμέσως ότι γελούσε.
«Όχι, καρδιά μου, αν και θα το κανόνιζα αν μπορούσα. Όταν ήρθε εκείνος ο άντρας με το μήνυμά του —“ερχόμαστε”― σκέφτηκα —έλπισα― ότι αυτό εννοούσε». Τράβηξε λίγο πίσω το κεφάλι της και τον κοίταξε με σοβαρό πρόσωπο. «Δεν μπορούσα να σου το πω, Πέριν. Δεν μπορούσα να σου δώσω ελπίδες, ενώ είχα μόνο μια απλή υποψία. Θα ήταν άσπλαχνο αν... Μη θυμώνεις μαζί μου, Πέριν».
Γελώντας, τη σήκωσε από τη σέλα και την κάθισε πλάγια στη δική του· εκείνη διαμαρτυρήθηκε γελώντας και απλώθηκε πάνω από το ψηλό μπροστάρι για να τον αγκαλιάσει και με τα δύο χέρια. «Δεν θα σου θυμώσω ποτέ μα ποτέ, το ορκ —» Τον έκοψε, κρύβοντάς του το στόμα με το χέρι της.
«Η μητέρα μου λέει ότι το χειρότερο πράγμα που της έκανε ποτέ ο πατέρας μου ήταν ότι ορκίστηκε να μη θυμώνει ποτέ μαζί της. Της πήρε ένα χρόνο μέχρι να τον αναγκάσει να το πάρει πίσω και λέει ότι πολύ πριν κλείσει ο χρόνος δεν άντεχε να ζει μαζί του, επειδή τα κρατούσε όλα μέσα του. Θα θυμώνεις μαζί μου, Πέριν, κι εγώ μαζί σου. Αν θέλεις να μου δώσεις άλλον ένα γαμήλιο όρκο, ορκίσου ότι δεν θα το κρύβεις όταν είσαι θυμωμένος. Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω αυτό που δεν με αφήνεις να δω, άντρα μου. Άντρα μου», επανέλαβε με έναν ικανοποιημένο τόνο, κουρνιάζοντας πάνω του. «Μ' αρέσει όπως ακούγεται».
Ο Πέριν πρόσεξε πως η ίδια δεν είχε πει ότι θα του έλεγε πάντα πότε ήταν θυμωμένη· με βάση περασμένες εμπειρίες, τις μισές φορές θα έπρεπε να το ανακαλύπτει με το δύσκολο τρόπο μόνος του. Και επίσης δεν του είχε υποσχεθεί ότι δεν θα του κρατούσε ποτέ ξανά μυστικά. Εκείνη τη στιγμή δεν είχε σημασία, αρκεί να ήταν μαζί του. «Θα σου λέω πότε θα είμαι θυμωμένος, γυναίκα μου», της υποσχέθηκε. Τον λοξοκοίταξε, σαν να μην ήξερε πώς να το πάρει αυτό. Δεν θα τις καταλάβεις ποτέ, ξάδερφε Τζάιμ, αλλά δεν θα σε νοιάζει.
Ξαφνικά κατάλαβε ότι είχε νεκρούς Τρόλοκ ολόγυρά του, σαν ένα μαύρο χωράφι γεμάτο λοφίσκους από πτώματα, ενώ οι Μυρντράαλ που σφάδαζαν δεν έλεγαν να παραδεχτούν ότι είχαν πεθάνει τελειωτικά. Έστριψε αργά τον Γοργοπόδη. Σφαγείο, απομεινάρια Σκιογέννητων, που εκτείνονταν για εκατοντάδες βήματα προς όλες τις κατευθύνσεις. Κοράκια χοροπηδούσαν στο έδαφος και ένα βαρύ σύννεφο από όρνια προχωρούσε αργά στον ουρανό. Το ίδιο και στο νότο, σύμφωνα με τον Τζάιμ· για απόδειξη, ο Πέριν έβλεπε τα όρνια να κάνουν κύκλους στην άλλη μεριά του χωριού. Δεν έφταναν αυτά για να ξεπληρώσει το χαμό της Ντεσέλ, της Αντόρα, του μικρού Πάετ ή... Δεν έφταναν· ποτέ δεν θα έφταναν. Τίποτα δεν θα ξεπλήρωνε το χαμό τους. Αγκάλιασε τη Φάιλε· αρκετά δυνατά για να την κάνει να φωνάξει, όταν όμως προσπάθησε να την αφήσει, εκείνη του έπιασε τα μπράτσα με δύναμη, σφίγγοντας τον γερά για να μην κουνηθεί. Αυτή ήταν αρκετή.
Οι άνθρωποι ξεχύνονταν από το Πεδίο του Έμοντ. Ο Μπραν κούτσαινε και είχε βάλει το δόρυ για μπαστούνι, η Μάριν χαμογελούσε έχοντας το ένα χέρι γύρω από τους ώμους του, την Νταίζε την αγκάλιαζε ο σύζυγός της ο Γουίτ, ο Γκαούλ και η Τσιάντ ήταν πιασμένοι χέρι-χέρι με τα πέπλα κατεβασμένα. Τα αφτιά του Λόιαλ είχαν κρεμάσει από την κούραση και ο Ταμ είχε αίματα στο πρόσωπο, ενώ αν στεκόταν ο Φλαν Λιούιν ήταν επειδή τον κρατούσε η σύζυγός του, η Αντίνε· σχεδόν όλοι ήταν ματωμένοι κι είχαν πρόχειρους επιδέσμους. Αλλά έβγαιναν έξω και μαζεύονταν και πλήθαιναν, κι ήταν ο Έλαμ και ο Νταβ, ο Γιούιν και ο Αραμ, ο Γιούαρντ Κάντγουιν και ο Μπιούελ Ντώτρυ, ο Χιού και ο Ταντ, που ήταν οι σταβλίτες από το Πανδοχείο της Οινοπηγής, ο Μπαν και ο Τελ και οι Σύντροφοι στα άλογα, που είχαν ακόμα εκείνο το λάβαρο. Αυτή τη φορά δεν έβλεπε τα πρόσωπα που έλειπαν, μόνο εκείνα που ήταν ακόμα εκεί. Η Βέριν και η Αλάνα στα άλογά τους, με τον Τόμας και τον Ίχβον καβάλα κοντά τους. Ο γερο-Μπίλι Κόνγκαρ ανέμιζε μια κανάτα, που σίγουρα περιείχε μπύρα, ή ακόμα καλύτερα μπράντυ, και ο Τσεν Μπούι, ροζιασμένος όπως πάντα, αν και μελανιασμένος, και ο Τζιάκ αλ'Σήν με το ένα χέρι γύρω από τη σύζυγό του και τους γιους και τις θυγατέρες του γύρω του, με τους άντρες και τις γυναίκες τους. Ο Ράεν και η Ίλα, ακόμα με τα μωρά στην πλάτη. Κι άλλοι. Πρόσωπα που δεν ήξερε· άντρες που πρέπει να ήταν από το Ντέβεν Ράιντ και τις φάρμες εκεί κάτω. Αγόρια και κορίτσια έτρεχαν ανάμεσά τους, γελώντας.
Απλώθηκαν δεξιά κι αριστερά, σχηματίζοντας ένα μεγάλο κύκλο μαζί με τους άντρες του Λόφου της Σκοπιάς, με τη Φάιλε και τον Πέριν στο κέντρο. Όλοι απέφευγαν τους Ξέθωρους που πέθαιναν, έκαναν σαν να μην έβλεπαν τους Σκιογέννητους, που κείτονταν παντού, είχαν μάτια μονάχα για το ζευγάρι πάνω στον Γοργοπόδη. Έμειναν σιωπηλοί να τους παρακολουθούν, ώσπου τον Πέριν τον έπιασε νευρικότητα. Γιατί δεν λέει κάποιος κάτι; Γιατί κοιτάνε έτσι;
Εμφανίστηκαν οι Λευκομανδίτες, βγαίνοντας αργά από το χωριό μέσα στη μακριά, αστραφτερή τους φάλαγγα, παραταγμένοι σε τετράδες, με τον Ντάιν Μπόρνχαλντ επικεφαλής μαζί με τον Τζάρετ Μπάυαρ. Όλοι οι λευκοί μανδύες έλαμπαν, σαν να είχαν πλυθεί μόλις τώρα· όλες οι λόγχες έγερναν ακριβώς στην ίδια γωνία. Ακούστηκαν δύσθυμα μουρμουρητά, αλλά ο άνθρωποι παραμέρισαν και τους άφησαν να μπουν στον κύκλο.
Ο Μπόρνχαλντ σήκωσε το γαντοφορεμένο χέρι του, κάνοντας τη φάλαγγα να σταματήσει· όταν τα χαλινάρια και οι σέλες έπαψαν να τρίζουν ο Μπόρνχαλντ γύρισε και αντίκρισε τον Πέριν. «Τέλος, Σκιογέννητε». Το στόμα του Μπάυαρ συσπάστηκε, έτοιμο να γυμνώσει τα δόντια απειλητικά, όμως ο Μπόρνχαλντ δεν άλλαξε έκφραση και η φωνή του δεν υψώθηκε. «Οι Τρόλοκ τελείωσαν. Όπως συμφωνήσαμε, σε συλλαμβάνω ως Σκοτεινόφιλο και δολοφόνο».
«Όχι!» Η Φάιλε γύρισε για να κοιτάξει τον Πέριν θυμωμένη. «Τι εννοείς όπως συμφωνήσατε;»
Τα λόγια της σχεδόν πνίγηκαν μέσα στις κραυγές που ξέσπασαν παντού. «Όχι! Όχι! Δεν θα τον πάρετε!» και «Χρυσομάτη!»
Ο Πέριν, με το βλέμμα στον Μπόρνχαλντ, σήκωσε το χέρι· απλώθηκε αργά σιωπή. Όταν όλοι είχαν ησυχάσει, μίλησε. «Είπα ότι δεν θα αντιστεκόμουν, αν βοηθούσατε». Παράξενο που ήταν τόσο ήρεμη η φωνή του· μέσα του θεριεύε ένας αργός, παγερός θυμός. «Αν βοηθούσες, Λευκομανδίτη. Πού ήσουν;» Ο άλλος δεν απάντησε.
Η Νταίζε Κόνγκαρ βγήκε από τον ανθρώπινο κύκλο μαζί με τον Γουίτ, που είχε κολλήσει πάνω της σαν να μην ήθελε να την ξαναφήσει ποτέ του. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και το δικό της χέρι ήταν απλωμένο γύρω από τους ώμους του Γουίτ με ίδιο τρόπο. Έδιναν μια παράξενη εικόνα, καθώς η Νταίζε κάρφωνε το δικράνι της στο χώμα αποφασιστικά, ένα κεφάλι ψηλότερή του, κρατώντας τον αρκετά πιο μικροκαμωμένο σύζυγό της σαν να ήθελε να τον προστατεύσει. «Βρίσκονταν στο Δημόσιο Λιβάδι», ανακοίνωσε με δυνατή φωνή, «αραδιασμένοι, καθισμένοι στα άλογά τους, όμορφοι σαν κοπελίτσες έτοιμες για το χορό τη Μέρα του Ήλιου. Δεν κούνησαν ούτε το δαχτυλάκι τους. Αυτό μας έκανε να έρθουμε» —θυμωμένα μουρμουρητά, που συμφωνούσαν, σηκώθηκαν σαν κυματάκια από τις γυναίκες― «όταν είδαμε ότι θα σας έπνιγαν, ενώ αυτοί κάθονταν του καλού καιρού!»
Ο Μπόρνχαλντ δεν πήρε το βλέμμα από τα μάτια του Πέριν ούτε για μια στιγμή· δεν ανοιγόκλεινε καν τα μάτια. «Νόμιζες ότι θα σε εμπιστευτώ;» χλεύασε. «Το σχέδιό σου απέτυχε για το μόνο λόγο ότι έφτασαν οι άλλοι —ναι;― και δεν μπορείς να διεκδικήσεις τίποτα από αυτή τη νίκη». Η Φάιλε σάλεψε· ο Πέριν, χωρίς καν να πάρει το βλέμμα από τον άλλο, ακούμπησε το δάχτυλό του στα χείλη της τη στιγμή που άνοιγε το στόμα. Αυτή του το δάγκωσε —δυνατά― αλλά δεν μίλησε. Η φωνή του Μπόρνχαλντ τελικά δυνάμωσε. «Θα σε δω κρεμασμένο, Σκιογέννητε. Θα κάνω τα πάντα για να σε δω κρεμασμένο! Θα σε δω κρεμασμένο ακόμα κι αν καεί ο κόσμος!» Την τελευταία φράση την κραύγασε. Το σπαθί του Μπάυαρ βγήκε μια πιθαμή από το θηκάρι του, αστράφτοντας· ένας γεροδεμένος Λευκομανδίτης πίσω του —το όνομά του ήταν Φάραν, αν θυμόταν καλά ο Πέριν― ξιφούλκησε κανονικά, μ' ένα ευχαριστημένο χαμόγελο, αντί για τον άγριο μορφασμό του Μπάυαρ.
Πάγωσαν όταν οι φαρέτρες κροτάλισαν από τα βέλη που έβγαιναν και σ' όλο τον κύκλο υψώθηκαν τόξα, τραβήχτηκαν χορδές κι όλες οι αιχμές σημάδεψαν τους Λευκομανδίτες. Στη χοντρή εκείνη φάλαγγα, οι σέλες με τα ψηλά μπροστάρια έτριξαν καθώς οι άντρες σάλευαν ανήσυχα. Ο Μπόρνχαλντ δεν έδειχνε φόβο, ούτε στο βλέμμα, ούτε στην οσμή του· η μυρωδιά του έδειχνε μίσος. Το πυρετώδες βλέμμα του διέτρεξε τους Δυποταμίτες που κύκλωναν τους άντρες του και ξαναγύρισε στον Πέριν, καυτό και γεμάτο μίσος.
Ο Πέριν έκανε νόημα να κατεβάσουν τα τόξα και ο κόσμος χαλάρωσε απρόθυμα τις χορδές, χαμήλωσε λιγάκι τα τόξα. «Δεν θέλησες να βοηθήσεις». Η φωνή του ήταν παγωμένη σαν σίδερο, σκληρή σαν αμόνι. «Από τη στιγμή που ήρθες στους Δύο Ποταμούς, η βοήθεια που πρόσφερες ήταν από σύμπτωση. Δεν σε ένοιαζε αν έκαιγαν τους ανθρώπους, αν τους σκότωναν, αρκεί να έβρισκες κάποιον να κατηγορήσεις για Σκοτεινόφιλο». Ο Μπόρνχαλντ ρίγησε, αν και τα μάτια του έκαιγαν ακόμα. «Είναι καιρός να φεύγεις. Όχι μόνο από το Πεδίο του Έμοντ. Είναι καιρός να μαζέψεις τους Λευκομανδίτες σου και να εγκαταλείψετε τους Δύο Ποταμούς. Τώρα, Μπόρνχαλντ. Φεύγεις τώρα».
«Θα σε δω κρεμασμένο κάποια μέρα», είπε μαλακά ο Μπόρνχαλντ. Κούνησε το χέρι για να τον ακολουθήσει η φάλαγγα και σπιρούνισε το άλογό του προς τα μπρος, σαν να ήθελε να πατήσει τον Πέριν.
Ο Πέριν παραμέρισε με τον Γοργοπόδη· ήθελε να φύγουν αυτοί οι άνθρωποι, όχι να συνεχιστούν οι σκοτωμοί. Ας έκανε ο άλλος μια τελευταία προκλητική κίνηση.
Ο Μπόρνχαλντ δεν γύρισε το κεφάλι, αλλά ο Μπάυαρ με τα ρουφηγμένα μάγουλα κοίταξε τον Πέριν με βουβό μίσος και ο Φάραν για κάποιο λόγο φάνηκε να τον κοιτάζει σαν να είχε χάσει κάτι. Οι άλλοι είχαν το βλέμμα μπροστά καθώς τους προσπερνούσαν, με τις ιπποσκευές τους να τρίζουν και τις οπλές των αλόγων τους να κροταλίζουν. Σιωπηλά, ο κύκλος άνοιξε για να τους αφήσει να περάσουν και να ξεκινήσουν προς το βορρά.
Μια ομάδα δέκα-δώδεκα αντρών ζύγωσαν πεζοί τον Πέριν, μερικοί φορώντας αταίριαστα κομμάτια και μέρη από παλιές πανοπλίες, χαμογελώντας ανυπόμονα, ενώ οι τελευταίοι Λευκομανδίτες έφευγαν. Δεν αναγνώριζε κανέναν τους. Αρχηγός τους έμοιαζε να είναι ένας με πλατιά μύτη και τραχύ, ηλιοψημένο δέρμα, με γυμνό το ασπρομάλλικο κεφάλι κι ένα σκουριασμένο, αλυσιδωτό θώρακα να τον καλύπτει ως τα γόνατα, ενώ γύρω από το λαιμό του ξεπρόβαλε ο γιακάς του αγροτικού σακακιού του. Υποκλίθηκε αδέξια πάνω από το τόξο του. «Είμαι ο Τζέριβαρ Μπαρστίρ, Άρχοντα Πέριν. Με φωνάζουν Τζερ». Μιλούσε βιαστικά, σαν να φοβόταν μήπως τον διακόψουν. «Να με συμπαθάς που σε ενοχλώ. Μερικοί λέμε να ξεπροβοδίσουμε τους Λευκομανδίτες, αν δεν σε πειράζει. Πολλοί θέλουν να γυρίσουμε σπίτια μας, αν και δεν θα φτάσουμε πριν νυχτώσει. Είναι άλλοι τόσοι Λευκομανδίτες στο Λόφο της Σκοπιάς, αλλά δεν ήθελαν να έρθουν. Είχαν διαταγές να φυλάξουν το μέρος, είπαν. Είναι όλοι βλάκες, αν θέλεις τη γνώμη μου, και βαρεθήκαμε να τους έχουμε μέσα στα πόδια μας, βαρεθήκαμε να χώνουν τη μύτη τους στα σπίτια του κόσμου και να σε βάζουν να κατηγορήσεις το γείτονά σου. Θα τους ξεπροβοδίσουμε, αν δεν σε πειράζει». Κοίταξε ταπεινά τη Φάιλε και ένευσε, αλλά το ποτάμι των λέξεων δεν στέρεψε. «Συμπάθα με, Αρχόντισσα Φάιλε. Δεν ήθελα να σας ενοχλήσω εσένα και τον Άρχοντά σου. Ήθελα μόνο να του πω ότι είμαστε μαζί του. Έχεις καλή γυναίκα, Άρχοντα μου. Καλή γυναίκα. Χωρίς να θέλω να σε προσβάλω, Αρχόντισσά μου. Τέλος πάντων, ο ήλιος ακόμα είναι ψηλά και με λόγια δεν κουρεύεις πρόβατα. Με συγχωρείς που σε ενόχλησα, Άρχοντα Πέριν. Με συγχωρείς, Αρχόντισσα Φάιλε». Υποκλίθηκε ξανά, τον μιμήθηκαν οι υπόλοιποι και μετά έφυγαν βιαστικά. «Δεν είναι ώρα να ενοχλούμε τον Άρχοντα και την Αρχόντισσα. Έχουν κι άλλες δουλειές να κάνουν», μουρμούριζε καθώς έσπρωχνε τους άντρες του.
«Ποιος ήταν αυτός;» είπε ο Πέριν αποσβολωμένος από το χείμαρρο των λόγων του· η Νταίζε και ο Τσεν μαζί δεν έλεγαν τόσα. «Τον ξέρεις, Φάιλε; Από το Λόφο της Σκοπιάς;»
«Ο αφέντης Μπαρστίρ είναι ο δήμαρχος του Λόφου της Σκοπιάς και οι άλλοι είναι το Συμβούλιο του Χωριού. Ο Κύκλος των Γυναικών το Λόφου της Σκοπιάς θα στείλει αντιπροσωπεία με επικεφαλής τη Σοφία τους, όταν σιγουρευτούν ότι είναι ασφαλές. Λένε ότι θέλουν να δουν αν αυτός ο “Άρχοντας Πέριν” είναι κατάλληλος για τους Δύο Ποταμούς, όμως όλες ήθελαν να τους δείξω πώς κλίνουμε το γόνυ σε σένα, ενώ η Σοφία, η Εντέλ Γκαέλιν, θα σου φέρει τάρτες με ξεραμένο μήλο».
«Ωχ, που να καώ!» είπε αυτός απαλά. Το πράγμα εξαπλωνόταν. Ήξερε ότι έπρεπε να το έχει καταπνίξει από την αρχή. «Μη με λέτε έτσι!» φώναξε στους άντρες που έφευγαν. «Είμαι σιδεράς! Μ' ακούσατε; Σιδεράς!» Ο Τζερ Μπαρστίρ γύρισε να του κουνήσει το χέρι και να νεύσει, πριν συνεχίσει να σπρώχνει τους ανθρώπους του.
Χασκογελώντας, η Φάιλε του τράβηξε τη γενειάδα. «Είσαι τόσο γλυκός κι ανόητος, Άρχοντα Σιδερά μου. Τώρα είναι πολύ αργά για να κάνεις πίσω». Ξαφνικά, το χαμόγελό της έγινε ζαβολιάρικο. «Σύζυγέ μου, υπάρχει πιθανότητα να μείνεις μόνος με τη σύζυγό σου τώρα σύντομα; Ο γάμος μ' έχει κάνει τολμηρή σαν Ντομανή! Ξέρω ότι θα είσαι κουρασμένος, αλλά —» Σταμάτησε απότομα με μια μικρή τσιρίδα και τον έπιασε από το σακάκι, καθώς αυτός σπιρούνιζε τον Γοργοπόδη για να καλπάσει προς το Πανδοχείο της Οινοπηγής. Αυτή τη φορά οι ζητωκραυγές που τον ακολούθησαν δεν τον ενόχλησαν καθόλου.
«Χρυσομάτη! Άρχοντα Πέριν! Χρυσομάτη!»
Από το χοντρό κλαρί μιας πυκνόφυλλης βελανιδιάς, στην άκρη του Δυτικού Δάσους, ο Ορντήθ κοίταζε το Πεδίο του Έμοντ, που ήταν ένα μίλι προς το νότο. Ήταν αδύνατον. Ρήμαξέ τους. Γδάρε τους. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο. Ακόμα και τον Ίσαμ είχε κοροϊδέψει. Γιατί ο ανόητος σταμάτησε να φέρνει Τρόλοκ; Έπρεπε να έχει φέρει αρκετούς για να γίνουν οι Δύο Ποταμοί κατάμαυροι! Αφρισμένα σάλια κυλούσαν από τα χείλη του, αλλά δεν το πρόσεξε, όπως και δεν πρόσεξε το χέρι του, που ψηλαφούσε τη ζώνη του. Κάνε τους να τρέχουν, μέχρι να σκάσουν οι καρδιές τους. Χώσε τους στο χώμα ενώ ουρλιάζουν! Τα είχε σχεδιάσει όλα για να παρασύρει εδώ τον Ραντ αλ'Θόρ και να η κατάληξη! Οι Δύο Ποταμοί δεν είχαν πάθει ούτε γρατσουνιά. Δεν είχαν σημασία τα λίγα αγροκτήματα που είχαν καεί, ούτε οι λίγοι αγρότες που είχαν σφαχτεί για το τσουκάλι των Τρόλοκ. Θέλω να καούν οι Δύο Ποταμοί, να καούν, έτσι που η φωτιά να ζει στις μνήμες των ανθρώπων για χίλια χρόνια!
Εξέτασε το λάβαρο που ανέμιζε πάνω από το χωριό, καθώς και το άλλο, που δεν ήταν και πολύ μακριά πιο κάτω του. Κόκκινη λυκοκεφαλή σε λευκό φόντο με κόκκινη μπορντούρα, κι ένας κόκκινος αετός. Κόκκινο για το αίμα που έπρεπε να χύσουν οι Δύο Ποταμοί για να κάνουν τον Ραντ αλ'Θόρ να ουρλιάξει. Η Μανέθερεν. Ήθελαν να κάνουν το λάβαρο της Μανέθερεν. Άρα κάποιος τους είχε πει για τη Μανέθερεν, έτσι δεν είναι; Τι ήξεραν αυτοί οι ανόητοι για τις δόξες της Μανέθερεν; Η Μανέθερεν. Ναι. Υπήρχαν κι άλλοι τρόποι για να τους ρημάξει. Γέλασε τόσο δυνατά, που παραλίγο να πέσει από τη βελανιδιά· μετά κατάλαβε ότι δεν πιανόταν και με τα δύο χέρια, αφού το ένα έσφιγγε τη ζώνη του, εκεί που έπρεπε να υπάρχει ένα εγχειρίδιο. Το γέλιο έγινε άγριος μορφασμός, καθώς κοίταζε το χέρι του. Ο Λευκός Πύργος κρατούσε αυτό που του είχαν κλέψει. Αυτό που ήταν δικό του με δικαίωμα αρχαίο, σαν τους Πολέμους των Τρόλοκ.
Πήδηξε από το κλαρί στο έδαφος και ανέβηκε στο άλογο πριν κοιτάξει τους συντρόφους του. Τα κυνηγόσκυλά του. Οι περίπου τριάντα Λευκομανδίτες που είχαν απομείνει δεν φορούσαν πια τους λευκούς μανδύες τους, φυσικά. Η σκουριά κηλίδωνε τα θαμπά ελάσματα και τα αλυσιδωτά γιλέκα, και ο Μπόρνχαλντ δεν θα αναγνώριζε εκείνα τα βλοσυρά, καχύποπτα πρόσωπα, τα βρώμικα κι αξύριστα. Παρακολουθούσαν τον Ορντήθ, δύσπιστα αλλά φοβισμένα, χωρίς να ρίχνουν ούτε μια ματιά στον Μυρντράαλ ανάμεσά τους, που το άσπρο σαν σκουλήκι, ανόφθαλμο πρόσωπό του ήταν σκοτεινό και παγωμένο σαν τα δικά τους. Ο Ημιάνθρωπος φοβόταν μήπως τον έβρισκε ο Ίσαμ· ο Ίσαμ δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος όταν η επιδρομή στο Τάρεν Φέρυ είχε αφήσει τόσους να ξεφύγουν, ώστε να μεταφέρουν την είδηση αυτών που συνέβαιναν στους Δύο Ποταμούς. Ο Ορντήθ χαχάνισε όταν σκέφτηκε τον Ίσαμ ενοχλημένο. Αυτός ο άντρας αποτελούσε ένα πρόβλημα το οποίο θα αντιμετώπιζε κάποια άλλη φορά, αν ζούσε ακόμα.
«Πάμε στην Ταρ Βάλον», είπε κοφτά. Θα έκαναν γρήγορα, για να προλάβουν τον Μπόρνχαλντ πριν από το πέραμα. Το λάβαρο της Μανέθερεν, υψωμένο πάλι στους Δύο Ποταμούς ύστερα από τόσους αιώνες. Πόσο τον είχε κατατρέξει ο Κόκκινος Αετός, πριν από πάρα πολύ καιρό. «Μα πρώτα στο Κάεμλυν!» Ρήμαξέ τους και γδάρε τους! Πρώτα να πληρώσουν οι Δύο Ποταμοί, μετά ο Ραντ αλ'Θόρ και μετά...
Γελώντας, άρχισε να καλπάζει προς το βορρά μέσα στο δάσος, χωρίς να κοιτάξει πίσω για να δει αν τον ακολουθούσαν οι άλλοι. Θα τον ακολουθούσαν. Τώρα δεν είχαν πού αλλού να πάνε.